Ε.Γάκη, εισαγωγή στην πράσινη εγκληματολογία τον 21ου αιώνα
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Περιβάλλον και Δίκαιο, 2018, σελ. 384 επ. (ανάτυπο σε μορφή pdf).
Ευαγγελία Γάκη, Δικαστικός Λειτουργός, Υπ. Διδ. Νομικής Δ.Π.Θ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ
INTRODUCTION TO GREEN CRIMINOLOGY IN THE 21st CENTURY
Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί το ενδιαφέρον περί την πράσινη εγκληματολογία (green criminology).
Στην Ελλάδα, όμως της βαθειάς οικονομικής ύφεσης, η πράσινη εγκληματολογία, δεν εξελίσσεται ως όφειλε. Η λίστα των περιβαλλοντικών βλαβών που καλούμαστε να θεραπεύσουμε, αυξάνεται με τάχιστους ρυθμούς, λόγω της ηθελημένης ή μη αδράνειας μας.
Στο παρόν άρθρο, επιχειρείται μια θεωρητική προσέγγιση της πράσινης εγκληματολογίας μέσα από αρθρογραφίες ξένων εγκληματολόγων και μια ενδεικτική προβολή των ήδη συσσωρευμένων βλαβών του περιβάλλοντος (ανθρώπινη ζωή- μη ανθρώπινη ζωή -οικοσύστημα).
Εισαγωγή: Η «πράσινη εγκληματολογία» ασχολείται με τα εγκλήματα και τις βλάβες που επηρεάζουν το φυσικό περιβάλλον και ως εκ τούτου τον πλανήτη, καθώς και τις σχετικές επιπτώσεις που έχουν αυτά στην ανθρώπινη και μη ανθρώπινη ζωή. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν προτάθηκε ο όρος, για πρώτη φορά από τον Lynch (1990), μέχρι και σήμερα, έχει εξελιχθεί σε μια διακριτική και εύφορη περιοχή μελέτης, από εγκληματολόγους με ένα ευρύ φάσμα ερευνητικών ενδιαφερόντων και θεωρητικών κατευθύνσεων (βλ. Beirne και South 2007, South και Brisman 2013, White 2010). Έχει δημιουργηθεί έντονη συζήτηση ως προς το κατά πόσο η «πράσινη εγκληματολογία» αποτελεί θεωρία ή προοπτική (South 1998, White 2008, Ruggiero και South 2010). Ο R. White (2008) πρότεινε τον ορισμό «περιβαλλοντική εγκληματολογία», αλλά αυτός ο όρος μπορεί πολύ εύκολα να συγχέεται με την καθιερωμένη περιγραφή των προτύπων εγκληματικότητας και τα χαρακτηριστικά του αστικού περιβάλλοντος. Άλλες προτάσεις περιλαμβάνουν, τον ορισμό της ως «οικολογικό έγκλημα». Ειδικότερα, με τον ορισμό αυτό ο Walters (2010) υποστηρίζει ότι «θα μπορούσε να καλύψει τους υπάρχοντες νομικούς ορισμούς του περιβαλλοντικού εγκλήματος, καθώς και τις κοινωνιολογικές αναλύσεις των περιβαλλοντικών βλαβών και όχι απαραίτητα αυτών που καθορίζονται από το νόμο». Άλλος ορισμός, ήταν ως «συντηρητική εγκληματολογία» (Gibbs, 2010) με την πιο πρόσφατη πρόταση του White (2013) εκ νέου, ως «οίκο- παγκόσμια εγκληματολογία». Εκτός των ανωτέρω ορισμών όμως, οι εγκληματολόγοι χρησιμοποιούν πιο συχνά τον όρο «πράσινη εγκληματολογία», για να περιγράψουν τη μελέτη του οικολογικού, περιβαλλοντικού ή πράσινου εγκλήματος ή βλάβης, καθώς και τα συναφή θέματα του ειδισμού- σπισισμού (Beirne 1999, 2009) αλλά και της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης- αδικίας, ανομίας (Lynch και Stretesky, 2003).
Τι αφορά λοιπόν η πράσινη εγκληματολογία; Η πράσινη εγκληματολογία ασχολείται με τη μελέτη των περιβαλλοντικών βλαβών, της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και εν γένει τη προστασία του περιβάλλοντος (ποινικό, αστικό και διοικητικό δίκαιο για τη διαχείριση, την προστασία και τη διατήρηση του περιβάλλοντος και των ειδών, αλλά και την διαχείριση των αρνητικών συνεπειών συγκεκριμένων βιομηχανικών διεργασιών) (White 2008, 2011). Σε γενικές γραμμές, η πράσινη εγκληματολογία εστιάζει σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (με την ευρύτερη δυνατή έννοια) και της βλάβης (όπως ορίζεται στο οικολογικό και νομικό πλαίσιο). Οι εγκληματολόγοι, κατηγοριοποιούν ως εκ τούτου τα περιβαλλοντικά εγκλήματα με ποικίλους τρόπους, και το πώς το κάνουν έχει συνέπειες για τη μελέτη τους. Για παράδειγμα, ο E.Carrabine (2004) διαχωρίζει τα περιβαλλοντικά εγκλήματα σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια. Ως πράσινα εγκλήματα, γενικότερα, ορίζονται αυτά που είναι ευρέως κατά του περιβάλλοντος. Πρωτοβάθμια εγκλήματα, είναι εκείνα τα εγκλήματα που προκύπτουν άμεσα από την καταστροφή και την υποβάθμιση των πόρων της γης μέσα από ανθρώπινες ενέργειες και δευτεροβάθμια είναι τα εγκλήματα που προκύπτουν από την καταπάτηση των κανόνων, που επιδιώκουν να ρυθμίσουν τις περιβαλλοντικές βλάβες/καταστροφές. Η πρώτη σειρά των εγκλημάτων σχετίζεται με τις βλάβες αυτές κάθε αυτές, ενώ η δεύτερη αφορά παραβιάσεις του νόμου ή κανονισμού που σχετίζονται με την περιβάλλον.
Όπως αναφέρθηκε, η «πράσινη εγκληματολογία» είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να καλύψει και να συλλάβει τη μελέτη της οικολογίας ή τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος ή τις βλάβες και τα συναφή θέματα του σπισισμού- ειδισμού και των περιβαλλοντικών αδικιών. Παρέχει μεθόδους, για την εξέταση των βλαβών, των αδικημάτων και εγκληματών που σχετίζονται με το περιβάλλον, διάφορων ειδών και του πλανήτη (Beirne και South 2007, 2014, Sollund 2008, South και Brisman 2013, White 2008, 2010). O Walters (2010) περιγράφει ότι «το οικολογικό έγκλημα καλύπτει τη μόλυνση του πόσιμου νερού, την υποβάθμιση του εδάφους και τη ρύπανση του αέρα και των γης (τα οποία) εκθέτουν τους ανθρώπους (συνήθως εκείνους στις φτωχές και μη αναπτυσσόμενες χώρες) σε σημαντικούς κινδύνους για την υγεία τους ». Όπως ο Walters επισημαίνει, τέτοιες πράξεις συχνά «συνδέονται με τη φτώχεια και την κοινωνική αποδιάρθρωση, καθώς και την ψυχική και σωματική εξασθένηση, των ανθρώπων που είναι θύματα των επιχειρήσεων οι οποίες εσκεμμένα παραβιάζουν τις περιβαλλοντικές συμφωνίες».
Ο Ruggiero και ο South (2010) έχουν περιγράψει το φαινόμενο της πράσινης εγκληματολογίας «ως τα εγκλήματα του βρώμικου κολάρου» σύμφωνα με τα οποία οι νόμιμες επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε ημι-νόμιμες ή παράνομες εξ ολοκλήρου εργασίες διάθεσης αποβλήτων, που φέρνουν σημαντικά κέρδη σε αυτές, συμβάλουν στη μόλυνση του περιβάλλοντος και βλάπτουν τη δημόσια υγεία ή δημιουργούν καταστροφές, όπως η κρίση των απορριμμάτων στη Νάπολη το 2008. Η απόρριψη αποβλήτων στο επίκεντρο της συγκεκριμένης περίπτωσης είναι ένα παράδειγμα του τι θα μπορούσε να ονομαστεί «καφέ έγκλημα». Ο White (2008) ορίζει τον όρο αυτό ως μέρος μιας τριπλή σειράς κατηγοριών περιβαλλοντικών εγκλημάτων σε «καφέ», «πράσινα» και «λευκά», τα οποία «καφέ» αναφέρονται στην αστική ζωή και σε συναφή με αυτή θέματα ρύπανσης, όπως η παραγωγή και η διάθεση των αποβλήτων (Block 2002,Ruggiero 1996), την παραγωγή και τη διανομή τοξικών χημικών ουσιών (Pearce και Tombs 2002, Ruggiero 1996), τη βιομηχανική ρύπανση και τα κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή (Agnew 2012), των ανισοτήτων που σχετίζονται με τη θέση των μειονεκτούντων και των μειονοτικών κοινοτήτων κοντά σε τοξικές χωματερές (Pellow 2007), το παγκόσμιο εμπόριο ηλεκτρονικών αποβλήτων, (Gibbs, McGarrell και Axelrod 2010β, Interpol 2009), την ατμοσφαιρική ρύπανση, τις πετρελαιοκηλίδες, τα φυτοφάρμακα, τα εγκλήματα των τροφίμων, δηλαδή εγκλήματα που είναι αναμειγμένα με την παραγωγή, την διανομή και την πώληση των βασικών τροφίμων συμπεριλαμβάνοντας την καλλιέργεια, την αλιεία και την μαύρη αλιεία, την παρασκευή τροφίμων, τις παράνομες επιδοτήσεις (Croall, 2009). Η εγκληματικότητα των τροφίμων όμως, μοιράζεται πολλά στοιχεία και από την εταιρική εγκληματολογία, περιέχοντας ζητήματα και ενέργειες που μπορεί ν ανήκουν και σ αυτή και κινείται, ακόμη και στα λεπτά όρια του στενού ποινικού δικαίου (Lynch και Stretesky 2003).
Τα «πράσινα», που αναφέρονται σε θέματα διατήρησης της άγριας φύσης (π.χ. όξινη βροχή, την απώλεια της βιοποικιλότητας, την καταστροφή των οικοτόπων, την αποψίλωση και την καταστροφή του φυτικού και ζωικού κόσμου, τη παράνομη κλοπή και το εμπόριο ερπετών στη Νότια Αφρική (Herbig, 2010), τα εγκλήματα που σχετίζονται με την αλιεία, συμπεριλαμβανομένης της λαθροθηρίας (McMullan και Perrier 2002, Petrossian 2012), τη κακοποίηση των ζώων που περιλαμβάνει τόσο τη συστηματική χρήση των ζώων ως ιδιοκτησία, όσο και τη χρήση των ζώων στην γεωργία τα εργοστάσια και τα ενυδρεία (Beirne 2009, Sollund 2008), το παράνομο εμπόριο απειλούμενων ειδών που περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά είδη ζώων (Wellsmith 2010), την παράνομη αγορά άγριας ζωής στην Αφρική, ιδίως το εμπόριο ελεφαντόδοντου (Lemieux και Clarke 2009) και το παράνομο εμπόριο άγριας ζωής στη Ρωσία (South και Wyatt 2011),) και τέλος τα «λευκά» που αναφέρονται στον αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών και των εργαστηριακών πρακτικών (π.χ. δοκιμές και πειράματα σε ζώα, τη κλωνοποίηση, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τη βιοπειρατεία και τη βίο-αναζήτηση, ήτοι την εκμετάλλευση των φυσικών προϊόντων από τις παγκόσμιες βιομηχανίες και βιοτεχνολογίες.(South, 2009).
Υπάρχουν τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις ως προς τη πράσινη εγκληματολογία, οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικές διαστάσεις της αδικίας και είναι σχετικές με μια συνολική εικόνα της οικολογικής δικαιοσύνης. Κάθε προσέγγιση ασχολείται με διαφορετικούς τύπους βλαβών.
Η πρώτη, η περιβαλλοντική δικαιοσύνη επικεντρώνεται στο ότι, ο καθένας έχει το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον. Αναφέρεται στην κατανομή των περιβαλλόντων μεταξύ των λαών, όσον αφορά την πρόσβαση και τη χρήση ειδικών φυσικών πόρων σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, και στις επιπτώσεις συγκεκριμένων κοινωνικών πρακτικών και περιβαλλοντικών κινδύνων σε συγκεκριμένους πληθυσμούς (π.χ. εθνικές μειονότητες). Με άλλα λόγια, η ανησυχία της επικεντρώνεται στους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται στο κέντρο της ανάλυσης. Η εστίαση είναι στην ανθρώπινη υγεία και ευημερία και πώς αυτές επηρεάζονται από συγκεκριμένους τύπους παραγωγής και κατανάλωσης. Στα πλαίσια της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, είναι οι άνθρωποι που έχουν σημασία.
Η οικολογική δικαιοσύνη, στη συνέχεια αναφέρει, ότι τα ανθρώπινα όντα είναι απλώς κάποια στοιχεία των πολύπλοκων οικοσυστημάτων που πρέπει να διατηρήσουν για το δικό τους καλό, μέσω της έννοιας των δικαιωμάτων του περιβάλλοντος. Οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση και τη διατήρηση της φύσης. Η οικολογική δικαιοσύνη ασχολείται με την ποιότητα της βιόσφαιρας και των δικαιωμάτων των μη ανθρώπινων ειδών, δίνοντας έμφαση στο ότι η περιβαλλοντική βλάβη κατασκευάζεται σε σχέση με τις έννοιες της οικολογικής βλάβης και τις καταστρεπτικές τεχνικές της ανθρώπινης παρέμβασης. Η οικολογική δικαιοσύνη, αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου εν γένει με το υπόλοιπο φυσικό κόσμο και περιλαμβάνει ανησυχίες σχετικά με την υγεία της βιόσφαιρας και πιο συγκεκριμένα με τα φυτά και τα ζώα που κατοικούν επίσης την βιόσφαιρα. Η κύρια ανησυχία της ανάγεται, στη ποιότητα του πλανητικού περιβάλλοντος και τα δικαιώματα των άλλων ειδών (ιδιαίτερα τα ζώα) να ζουν ελεύθεροι από τα βασανιστήρια, τη κακοποίηση και τη καταστροφή των ενδιαιτημάτων. Η εστίαση της επικεντρώνεται στο το πώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους, σε σχέση με τις πιθανές βλάβες και κινδύνους για συγκεκριμένα όντα και περιοχές, καθώς και τη βιόσφαιρα γενικότερα. Εντός του πλαισίου της οικολογικής δικαιοσύνης, είναι τα περιβάλλοντα και ειδικότερα τα οικολογικά συστήματα.
Τέλος, η δικαιοσύνη για τα δικαιώματα των ειδών, επικεντρώνεται στα μη-ανθρώπινα όντα και στο ότι έχουν δικαιώματα με βάση τις χρηστικές έννοιες (μεγιστοποίηση της απόλαυσης και ελαχιστοποίηση του πόνου), εγγενή αξία (δικαίωμα σεβασμού και θεραπείας) και την ηθική της υπεύθυνης φροντίδας. Βασική της έννοια είναι ο αντί-σπισισμός και τα δικαιώματα των ζώων.
(Ο ειδισμός- σπισισμός (speciesism), ορίζεται ως «(…) μια προκατάληψη ή μια προκατειλημμένη τοποθέτηση που ευνοεί τα ενδιαφέροντα των μελών ενός είδους ενάντια σε εκείνους στα μέλη άλλων ειδών» (Cazaux και Beirne 2006). Υπάρχουν, εντούτοις και άλλοι ορισμοί του σπισισμού που προχωρούν περαιτέρω για να τον καθορίσουν ως μια προκατάληψη έναντι των μελών ενός είδους. Ο σπισισμός αντιμετωπίζει την μη ανθρώπινη ζωή ως κατώτερη από το ανθρώπινο είδος, με τον ίδιο τρόπο που, ο σεξισμός και ο ρατσισμός αντιμετωπίζουν τις γυναίκες και τους ανθρώπους διαφορετικού χρώματος αντίστοιχα. Οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων υποστηρίζουν ότι υπάρχουν δύο είδη ζώων – ανθρώπινων και μη ανθρώπινων – και ότι και οι δύο έχουν δικαιώματα και συμφέροντα ως αισθανόμενα όντα. Επικεντρώνονται σε ζητήματα κακοποίησης των ζώων, δίνοντας έμφαση στο ότι η περιβαλλοντική βλάβη κατασκευάζεται σε σχέση με τη θέση των μη ανθρώπινων ζώων μέσα σε περιβάλλοντα και με το εγγενές δικαίωμά τους να μην υφίστανται κακοποίηση, βλάβη, ή ζημιά που προκύπτει από ανθρώπινες ενέργειες. (White 2008, 2013). Οι τελευταίοι πιστεύουν, ωστόσο, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία του σπισισμού δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να αξιοποιήσουν τα μη ανθρώπινα ζώα ως εμπορεύματα για να φαγωθούν, και να εμφανίζονται ως θηράματα που τεμαχίζονται προς όφελός τους. Η δικαιοσύνη των ειδών, όπως λέγεται, περιλαμβάνει την ευημερία των ζώων και των δικαιωμάτων τους που θα πρέπει να σχετίζονται με την οίκο-δικαιοσύνη. Στο πλαίσιο της δικαιοσύνης των ειδών, είναι τα ζώα που έχουν σημασία.
Αυτές οι τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, αποτελούν την προοπτική της πράσινης εγκληματολογίας.
Οι πράσινοι εγκληματολόγοι, ως μεγαλύτερη απειλή για τα περιβαλλοντικά δικαιώματα, την οικολογική δικαιοσύνη και τη μη-ανθρώπινη ζωή, αναφέρουν τις δομές της κοινωνίας και τις πιέσεις που το περιβάλλον δέχεται από αυτή, ώστε να εμπορευματοποιηθούν όλες οι πτυχές της κοινωνικής ύπαρξης, με σκοπό την εκμετάλλευση των ανθρώπων, των μη ανθρώπινων ζώων και των φυσικών πόρων, με σκοπό να τίθεται το όφελος των ισχυρών πάνω από τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας.
Έτσι για κάποιους, η τεχνολογία θεωρείται ότι διευκολύνει την περιβαλλοντική βλάβη. Ο κινητήρας του αυτοκινήτου, το εργοστάσιο, ο ελκυστήρας, ο σταθμός παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα, ο λιγνίτης, το φράγμα, το λίπασμα, δημιουργούν το πρόβλημα. Σαν απάντηση, προτείνεται η μείωση της τεχνολογίας. Ο Davison (2004) επισημαίνει ότι, «οι τεχνολογίες της γενετικής, της βιολογίας, της ενέργειας, έχουν πληροφορίες που δεν μπορούν να ταξινομηθούν σε καλές και κακές, βιώσιμες και μη βιώσιμες». Αυτό που μετράει είναι οι συγκεκριμένες κοινωνικές και οικολογικές συνθήκες κάτω από τις οποίες χρησιμοποιούνται και εφαρμόζονται οι τεχνολογίες. Το κοινωνικό πλαίσιο της τεχνολογικής χρήσης και της ανάπτυξης της είναι, επομένως, ζωτικής σημασίας.
Γι άλλους εγκληματολόγους, θεωρείται υπεύθυνος ο πληθυσμός. Ο υπερπληθυσμός είναι συχνά ο πιο σημαντικός παράγοντας για την οικολογική καταστροφή. Με απλά λόγια, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη για να είναι σε θέση ο πλανήτης να τους στηρίξει. Η λύση είναι να μειωθεί ο αριθμός των ατόμων, αν θέλουμε να επιβιώσουμε. Και πάλι, είναι αλήθεια ότι τα πολλά δισεκατομμύρια άνθρωποι στο πλανήτη συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του, την απώλεια της βιοποικιλότητας και την αύξηση των αποβλήτων και της ρύπανσης, αλλά το να κατηγορείς τον πληθυσμό ρίχνει το πρόβλημα σε πολύ αφηρημένο επίπεδο. Η αύξηση του πληθυσμού είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στο βαθμό που οι πιο εύποροι έχουν μικρότερη τάση να αναπαράγονται στον ίδιο βαθμό με εκείνους που έχουν μικρή οικονομική δυνατότητα.
Τέλος, μια μερίδα αυτών υποστηρίζει ότι, ο καπιταλισμός είναι υπεύθυνος. Ακόμη και με μια βιαστική εξέταση της δεσπόζουσας παγκόσμιας πολιτικής οικονομικής τάσης αποκαλύπτεται η στενή σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό ως σύστημα και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Οι βασικές πτυχές της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας περιλαμβάνουν τη συσσώρευση του χρήματος στους ισχυρούς. Η οικονομική μηχανή βασίζεται στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, των ανθρώπινων ζώων και των ανθρώπων. Η σφαίρα της παραγωγής κυριαρχείται, από την παραγωγή εμπορευμάτων, την πρόοδο της τεχνολογίας και της βίο-τεχνολογίας, την εκμετάλλευση της εργασίας (τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες) και την υπηρεσία της μαζικής παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών που έχουν υψηλό ποσοστό κύκλου εργασιών. Η εκτεταμένη και η εντατική μορφή κατανάλωσης είναι απαραίτητες για την υλοποίηση της υπεραξίας, διότι το κέρδος εξαρτάται από μια κρίσιμη μάζα αγοραστών που αγοράζουν μαζικά παραγόμενα εμπορεύματα. Η σχέση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης βρίσκεται με τη μορφή συγκεκριμένων διαδικασιών διανομής (π.χ. μεταφορά αγαθών και υπηρεσιών, καταστήματα λιανικής πώλησης, αποθήκευσης, δρόμοι, σιδηρόδρομοι, γέφυρες, και πλοία) και μηχανισμών ανταλλαγής (π.χ. χρηματιστικού κεφαλαίου, διαθεσιμότητα πιστώσεων) και η διατήρηση της θα συμβάλει, στην εκτεταμένη χρήση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων. Η οικονομική αποδοτικότητα μετράται σε πόσο γρήγορα και φτηνά εμπορεύματα μπορούν να παραχθούν, διοχετεύονται στις αγορές, και καταναλώνονται με μια διαδικασία εγγενώς εκμεταλλευτική των ανθρώπων και της φύσης. Στην ουσία, ο ανταγωνισμός των εταιρειών και τα απόβλητα που αυτές παράγουν, έχουν τεράστιο αντίκτυπο στο ευρύτερο περιβάλλον, στον άνθρωπο και στα μη-ανθρώπινα ζώα (για παράδειγμα, με τη μορφή των επιπέδων ρύπανσης και την τοξικότητα στον αέρα, το νερό και τη γη). Αυτές οι ίδιες διαδικασίες δημιουργούν μεγάλες απειλές για τη βιοποικιλότητα και τη συρρίκνωση του αριθμού των ειδών φυτών και ζώων γενικότερα. Αυτό σχετίζεται τόσο με το νόμιμο όσο και με το παράνομο εμπόριο των ειδών, καθώς και με την μαζική βιομηχανική παραγωγή και εκτεταμένη χρήση των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Η μαζικοποίηση, δηλαδή, η μαζική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, μεταξύ άλλων διευκολύνεται από τεχνολογίες, όπως το διαδίκτυο, αλλά παρ ‘όλα αυτά συνοδεύεται από την απλοποίηση των αναλώσιμων συμπεριλαμβανομένων και των τροφίμων (π.χ. λιγότερες ποικιλίες ντομάτας ή καλαμπόκι) και άλλα αγαθά και υπηρεσίες, οι οποίες ανάγονται σε ένα στενό εύρος επιλογών (π.χ. διαφορά μεταξύ των συγκεκριμένων προϊόντων είναι επιφανειακή και όχι ουσιαστική). Οι συστημικές επιταγές, επιτάσσουν ότι οι «φυσικοί πόροι» υπόκεινται σε διαδικασίες εμπορευματοποίησης: δηλαδή, η μετατροπή των υφιστάμενων ή δυνητικών αξιών χρήσης σε ανταλλακτικές αξίες (για παράδειγμα, το καθαρό πόσιμο νερό γίνεται κάτι που πρέπει να αγοράζεται και να πωλείται μεταξύ των καταναλωτών, αντί να είναι ένα δικαίωμα για τους πολίτες).
Τα τέσσερα στοιχεία, νερό, αέρας, γη, ήλιος (ενέργεια) – μετατρέπονται σε κάτι που παράγει αξία για τα ιδιωτικά συμφέροντα. Ο καπιταλισμός πάντα ψάχνει για πράγματα που μπορούν να μετατραπούν από απλές αξίες χρήσης (δηλαδή, τα αντικείμενα της ανάγκης) σε ανταλλακτικές αξίες (δηλαδή, αγαθά που παράγονται για την ανταλλαγή). Αυτό εκτείνεται και στη «φύση» όπως κάνει σε άλλα είδη αντικειμένων. Η οικειοποίηση της φύσης οδηγεί στη στροφή των φυσικών πόρων σε εμπορεύματα, και την εδραίωση της ανισότητας μέσω της παγκόσμιας αγοράς. Πράγματι, η εκβιομηχάνιση της γεωργίας (που περιλαμβάνει αφενός τη χρήση των σπόρων της και αφετέρου την χρήση των προϊόντων της ως διπλωματών ευρεσιτεχνίας, βίο-πειρατεία) είναι μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τη βιοποικιλότητα μη γνωρίζοντας και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των νέων εξελίξεων στον τομέα των τροφίμων.(Croall 2009).
Ένας αντίκτυπος των μη βιώσιμων περιβαλλοντικών πρακτικών είναι η πίεση που ασκείται στις εταιρείες να αναζητήσουν νέους πόρους (φυσικούς και ανθρώπινους) για την εκμετάλλευση, διότι τα υπάρχοντα αποθέματα εξαντλούνται λόγω της υπερεκμετάλλευσης και της μόλυνσης από τα απόβλητα. Η ίδια η φύση γίνεται μια χωματερή, ιδιαίτερα στους αόρατους χώρους των ανοικτών θαλασσών και σε υπόγειους χώρους της. Η εξόρυξη των μη ανανεώσιμων ορυκτών και ενέργειας, χωρίς ανάπτυξη κατάλληλων εναλλακτικών λύσεων, η υπερβολική συγκομιδή των ανανεώσιμων πόρων, όπως τα ψάρια και από το δάσος τα ξύλα, τα προβλήματα διάθεσης των απόβλητων, η ρύπανση που σχετίζεται με τους μετασχηματισμούς της φύσης, την καύση των ορυκτών καυσίμων και τη χρήση των αναλωσίμων, όλα αυτά συνηγορούν στην εκτεταμένη βλάβη του περιβάλλοντος. Ο εταιρικός αποικισμός της φύσης – οι γενετικές αλλαγές σε καλλιέργειες τροφίμων, η χρήση των δασικών φυτειών που μειώνει τη βιοποικιλότητα, οι μέθοδοι της τεχνολογίας που υποβαθμίζουν τη γη και τους ωκεανούς και επηρεάζουν την ανάπτυξη και την ευημερία των ειδών, η καταστροφή των οικοτόπων και η εκμετάλλευση συγκεκριμένων φυτών και των ζώων. Οι στρατηγικές που τα έθνη-κράτη χρησιμοποιούν για τις περιβαλλοντικές βλάβες, εξαρτώνται από τα ταξικά συμφέροντα που συνδέονται με την πολιτική εξουσία.
Ο Μax Weber, αναφέρει ότι ο άνθρωπος, από την εποχή του Διαφωτισμού μέχρι και σήμερα, έχει επιδοθεί σε μια προσπάθεια «τυπικής εκλογίκευσης της φύσης». Ο ίδιος σε μια επίσκεψη του στην Αμερική το 1946, προειδοποίησε ότι, «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο σύγχρονος καπιταλιστικός πολιτισμός είναι που συνδέεται με την απερίσκεπτη κατανάλωση φυσικών πόρων, για τις οποίες δεν υπάρχουν υποκατάστατα. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πόσο καιρό η παρούσα προμήθεια άνθρακα και σιδηρομεταλλεύματος θα διαρκέσει». (Weber, 1946).
Ένας μεγάλος αριθμός πολυεθνικών εταιρειών, ξεφεύγει από το νόμο και ενώ οι πράξεις ή παραλείψεις του προκαλούν βλάβη στο περιβάλλον, (Lynch, Stretesky και Hammond 2000), οι ίδιες απειλούν τους ακτιβιστές με μηνύσεις (Beder 2002, White 2005) και γενικά κάνουν τη ζωή δύσκολη σε εκείνους που προσπαθούν να εκθέσουν αδικίες τους (White 2008a). Σύμφωνα με τον Williams (1996), είναι σημαντικό να δοθεί ένας ορισμός του εγκλήματος ή της βλάβης του περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας τον όρο «ως συνέπεια» και όχι «προκλήθηκε από». Το τελευταίο δημιουργεί τεχνικές δυσκολίες, για την απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στη περιβαλλοντική ζημία και τη πολυεθνική εταιρεία. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχουν συχνά σκόπιμες αρνήσεις από τις εταιρείες, για την στοιχειοθέτηση της αιτιώδους σύνδεσης μεταξύ βλάβης του περιβάλλοντος και της πράξης ή παράλειψης της ίδιας και ως εκ τούτου, την αποφυγή της ευθύνης. Ο ίδιος, υποστηρίζει ότι αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα σε σχέση με το περιβάλλον στο βαθμό που «η πολυπλοκότητα της δημιουργίας αιτιώδης συνάφειας δημιουργεί μια εύκολη διαφυγή των δραστών, καθώς και η κλίμακα της αποκατάστασης είναι συνήθως τεράστια και έτσι το κίνητρο για να αποφύγει την ευθύνη είναι μεγάλο».
Σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, η δύναμη των πολυεθνικών εταιρειών, είναι άμεσα συνυφασμένη με την κρατική εξουσία. Αυτό βέβαια μπορεί να υπονομεύσει τις βασικές αρχές της δημοκρατίας και το δημόσιο ή εθνικό συμφέρον. Η δομή και η κατανομή των κοινωνικών πόρων μέσα στο έθνος-κράτος, έχει επίσης αντίκτυπο στο πώς τα περιβαλλοντικά ζητήματα είναι κοινωνικά και ιεραρχικά δομημένα. Οι δαπάνες για την πρόνοια, την υγεία, τις μεταφορές, την εκπαίδευση και άλλες μορφές κοινωνικών υποδομών, δημιουργούν μια μεγάλη διαφορά στις ζωές των ανθρώπων.
Η πρόσφατη δημοσιονομική κρίση (ιδιαίτερα αισθητή στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία) και οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης σε αυτές, έχει ως αποτέλεσμα, οι χώρες αυτές να μειώσουν την προστασία του περιβάλλοντος, με την αύξηση καταστροφικών για το περιβάλλον δραστηριοτήτων, με σκοπό το βραχυπρόθεσμο οικονομικό κέρδος. Μολαταύτα, κάποια έθνη-κράτη, έχουν κατά τα τελευταία χρόνια δει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την ανάληψη κυβερνητικής δράσης στο τομέα του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού αφορά εθνικά οικονομικά συμφέροντα. Επιπλέον, η διασυνοριακή φύση της βλάβης του περιβάλλοντος είναι εμφανής σε μια ποικιλία από διεθνή πρωτόκολλα και συμβάσεις που ασχολούνται με θέματα όπως η παράνομη εμπορία ουσιών που καταστρέφουν το όζον, το ντάμπινγκ και παράνομη μεταφορά επικίνδυνων αποβλήτων, το παράνομο εμπόριο χημικών ουσιών, και παράνομη απόρριψη πετρελαίου και άλλων αποβλήτων στους ωκεανούς (Hayman και Brack 2002). Μια σημαντική ανησυχία σήμερα είναι ο πολλαπλασιασμός των αποβλήτων που προκύπτουν από τη διάθεση των δεκάδων χιλιάδων υπολογιστών, κινητών τηλέφωνων και άλλων συσκευών (ηλεκτρονικά απόβλητα).
Το διακρατικό περιβαλλοντικό έγκλημα εξακολουθεί να είναι στη διεθνή ατζέντα, με την επιφύλαξη των συστημικών περιορισμών που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ως διακρατικό περιβαλλοντικό έγκλημα κατά του περιβάλλοντος αναφερόμαστε σε: μη εξουσιοδοτημένες πράξεις ή παραλείψεις που είναι αντίθετες προς το νόμο και ως εκ τούτου υπόκειται σε ποινική δίωξη και επιβολή ποινικών κυρώσεων, εγκλήματα που περιλαμβάνουν κάποιο είδος διασυνοριακής μεταβίβασης και διεθνή ή παγκόσμια διάσταση και τα εγκλήματα που σχετίζονται με τη ρύπανση (του αέρα, των υδάτων και του εδάφους), τα εγκλήματα κατά της άγριας πανίδας (συμπεριλαμβανομένων παράνομο εμπόριο ελεφαντόδοντου, καθώς και ζώντων ζώων) και η παράνομη αλιεία της θάλασσας, (φάλαινες, δελφίνια και αστακό, καθώς και τα ψάρια). Αυτά είναι ο κύριος στόχος των εθνικών και διεθνών νόμων σχετικά με περιβαλλοντικά θέματα, και είναι οι κύριοι τομείς καθήκοντος για τους οργανισμούς όπως η Interpol. Μερικές από τις σημαντικότερες διεθνείς πρωτοβουλίες που ορίζουν επισήμως ορισμένες δραστηριότητες, ως αδικήματα περιλαμβάνουν (Forni 2010): Σύμβαση για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης λόγω απόρριψης αποβλήτων και άλλων θεμάτων, Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο Απειλούμενων Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας, Διεθνής συμφωνία για την τροπική ξυλεία, Σύμβαση της Βιέννης για την προστασία της στιβάδας του όζοντος, Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο των διασυνοριακών κινήσεων επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους, Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, Πρωτόκολλο του Κιότο.
Το χάσμα μεταξύ της γενικής εγκληματολογίας και της πράσινης εγκληματολογίας εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα και, σύμφωνα με Lynch και Stretesky (2014), έχει τις ρίζες του στις τάσεις της κύριας εγκληματολογίας (ακόμα) «να αποκλείει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με τη μελέτη βλαβών και τις συνέπειές τους, οι οποίες θα έπρεπε να χωρέσουν μέσα στην πειθαρχία της εγκληματολογίας, αν η εγκληματολογία δεν ήταν τόσο στενά ορισμένη ».
Φαινομενολογία των εγκλημάτων κατά του περιβάλλοντος
α. Οικολογική καταστροφή. Η αλλαγή του κλίματος έχει συνδεθεί με διάφορους τύπους «φυσικών καταστροφών» που αναμένεται να αυξηθούν σε ένταση και συχνότητα στο εγγύς μέλλον. Αυτά περιλαμβάνουν φαινόμενα όπως οι πλημμύρες, οι κυκλώνες, τα ακραία θερμικά φαινόμενα και τα σκουπίδια.
Όπως αναλύεται σε αυτό το κεφάλαιο, τα στενά τομεακά συμφέροντα που ενσωματώνονται στην παρούσα κοινωνικοοικονομική δυναμική οδηγούν στην υπερθέρμανση του πλανήτη καθώς και στη πρόκληση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα που συμβάλλουν σε αυτό. Αντίθετα προς τα συγκεκριμένα αυτά συμφέροντα είναι τα ιδεώδη των «παγκόσμιων ανθρώπινων συμφερόντων» και της «οικολογικής ιθαγένειας». Η έκκληση της οικολογικής ιθαγένειας ως έννοιας πηγάζει εν μέρει από την αναγνώριση των καθολικών συμφερόντων που στηρίζουν τη σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον (Cullinan 2013). Ωστόσο, στη πραγματικότητα διακρίνουμε ότι λιγότερο υπεύθυνοι και λιγότερο ικανοί να αποκαταστήσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι αυτοί που επηρεάζονται χειρότερα από αυτήν (Higgins, P. (2010) Τα ειδικά συμφέροντα και τα δικαιώματα των φτωχών, των μειονεκτούντων και εκείνων που δεν ελέγχουν τα μέσα παραγωγής, απαλείφονται ουσιαστικά από τις ενέργειες των ισχυρών – ηγεμονικών εθνικών κρατών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα αλλά και από τις διεθνικές εταιρείες που υποστηρίζονται από τα παγκόσμια συστήματα χρηματοδότησης.
Η καταστροφή του περιβάλλοντος με τρόπους που επηρεάζουν διαφορετικά, άνισα και καθολικά τον άνθρωπο, τα οικοσυστήματα και τα μη ανθρώπινα είδη μπορεί να θεωρηθεί ένα συγκεκριμένο είδος εγκλήματος. Η έννοια της οικολογικής καταστροφής, αποτελεί παράδειγμα αυτής της διαδικασίας καθορισμού των βλαβών. Ως οικολογική καταστροφή έχει οριστεί «η εκτεταμένη ζημιά, η καταστροφή ή η απώλεια οικοσυστημάτων μιας δεδομένης περιοχής, είτε από την υπηρεσία του ανθρώπου είτε από άλλες αιτίες, σε τέτοιο βαθμό ώστε η ειρηνική απόλαυση των κατοίκων αυτής της επικράτειας να έχει μειωθεί σημαντικά». (Higgens 2010). Όταν αυτό συμβαίνει ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης ενέργειας, τότε θεωρείται ότι έχει συμβεί ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Η έννοια της οικολογικής καταστροφής, έχει διερευνηθεί σε διεθνές επίπεδο τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960. (Higgens 2010). Για παράδειγμα, έγιναν σημαντικές προσπάθειες για να συμπεριληφθεί στα εγκλήματα που συνδέονται με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, αν και το τελικό έγγραφο αναφέρεται μόνο στον πόλεμο και στη βλάβη στο φυσικό περιβάλλον. Παρόλα αυτά, οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές και οι διεθνείς δικηγόροι συνέχισαν να προσπαθούν για την ενσωμάτωση της οικολογικής καταστροφής σε υπάρχοντες ποινικούς νόμους και διεθνείς πράξεις. (πρόσφατες προσπάθειες προσπάθησαν να καταστήσουν την οικολογική καταστροφή ως το πέμπτο διεθνές έγκλημα κατά της ειρήνης). Η στρατηγική επείγουσα ανάγκη και η ιδεολογική ώθηση γι ‘αυτό έχουν ενισχυθεί από τη θλιβερή ανεπαρκή αντίδραση στην παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη από τις κυβερνήσεις, ατομικά και συλλογικά, σε όλο τον κόσμο. Η κλιματική αλλαγή αλλάζει ραγδαία και ριζικά τη βάση της παγκόσμιας οικολογίας, αλλά πολύ λίγα ουσιαστικά μέτρα λαμβάνονται από τα κράτη ή τις εταιρείες για να συγκρατήσουν τους χειρότερους συντελεστές στο πρόβλημα.
Η ίδρυση του εγκλήματος της οικολογικής καταστροφής βασίζεται στην ιδέα της διαχείρισης της γης. Όπως επισημαίνει ο Walters (2010), «Η ιδιοκτησία σημαίνει ότι μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη γη αλλά έχετε την ευθύνη να την φροντίσετε». Αντιστρόφως, η Γη μπορεί να θεωρηθεί ότι «κρατείται σε καθεστώς εμπιστοσύνης», με ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για την παροχή της απαιτούμενης διαχείρισης. Οι απειλές για τα δικαιώματα της φύσης μπορεί να θεωρηθούν, κατ ‘ουσίαν, ως έγκλημα της οικολογικής καταστροφής και επομένως να επιβληθούν κυρώσεις.
Η αλλαγή του κλίματος και η ανήλεη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων οδηγούν στη γενική εγκατάλειψη της καλής υγείας του πλανήτη. Οι «επιλογές» που στηρίζονται στην περιβαλλοντική εκμετάλλευση (των ανθρώπων και του μη ανθρώπινου κόσμου) προέρχονται από συστηματικές επιταγές για την εκμετάλλευση του περιβάλλοντος για την παραγωγή βασικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση. Με άλλα λόγια, το πώς τα ανθρώπινα όντα παράγουν, συνθέτουν και διαμορφώνουν τις καταστάσεις της ζωής τους είναι κοινωνικά συνυφασμένο με τρόπους που κυριαρχούνται από τα παγκόσμια εταιρικά συμφέροντα. Η δύναμη της ιδεολογίας και της πρακτικής των καταναλωτών εκδηλώνεται στον τρόπο με τον οποίο ορισμένες μορφές παραγωγής και κατανάλωσης γίνονται μέρος μιας κοινής λογικής που έχει ληφθεί να καλυφθούν οι συνήθειες της καθημερινής ζωής.
Οι συνήθεις λειτουργίες της επιχείρησης, μεμονωμένα και συλλογικά βασισμένες στην παραγωγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με τη σειρά τους συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως επισημαίνει η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (2017):
Οι ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και οξειδίου του αζώτου έχουν αυξηθεί σε επίπεδα χωρίς προηγούμενο τουλάχιστον για τα τελευταία 800.000 χρόνια.
- Οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα αυξήθηκαν κατά 40% από τους προ-βιομηχανικούς χρόνους, κυρίως από τις εκπομπές ορυκτών καυσίμων και δευτερευόντως από τις καθαρές εκπομπές της χρήσης γης.
• Οι συνεχιζόμενες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου θα προκαλέσουν περαιτέρω θέρμανση και αλλαγές σε όλα τα στοιχεία του κλιματικού συστήματος. Ο περιορισμός της κλιματικής αλλαγής θα απαιτήσει ουσιαστική και συνεχή μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Οι συστημικές πιέσεις που συνδέονται με τον παγκόσμιο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, οδηγούν αναπόφευκτα στην εκμετάλλευση ανθρώπων, οικοσυστημάτων και ειδών και στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος μέσω της ρύπανσης και των αποβλήτων, καθώς και της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της κλιματικής αλλαγής. Το πρόβλημα είναι το κυρίαρχο πολιτικό οικονομικό σύστημα. Τα περιβαλλοντικά «εγκλήματα» διαπράττονται κατά την επιδίωξη «συνήθων» επιχειρησιακών αποτελεσμάτων και περιλαμβάνουν «συνήθεις» επιχειρηματικές πρακτικές. (Friedrichs 2007). Αυτές οι εταιρείες του άνθρακα και του πετρελαίου λειτουργούν διασυνοριακά και συνεπάγονται τεράστιες επενδύσεις σε πόρους, προσωπικό και οικονομική δύναμη. Επίσης συγχωνεύονται (μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών) και επεκτείνονται (μέσω οριζόντιας και κάθετης ολοκλήρωσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων). Τα «εγκλήματά» τους είναι περιστασιακά και νομικά αναγνωρισμένα (όπως στην περίπτωση της BP και της πετρελαιοκηλίδας του Κόλπου). Τις περισσότερες φορές, οι κοινωνικές και οικολογικές βλάβες που συνδέονται με τις επιχειρήσεις δεν είναι ποινικοποιημένες. Μερικοί συγγραφείς θεωρούν τις εταιρικές μορφές ως εγγενώς εγκληματογόνες. (Bakan, 2004). Κατά την άποψη αυτή, η εταιρία έχει σχεδιαστεί με ακρίβεια προκειμένου, πρώτον, να διευκολύνει τη συγκέντρωση επενδυτικού κεφαλαίου για μεγάλες επιχειρήσεις μέσω της πώλησης μετοχών στις εταιρείες. Αρχικά, οι επενδύσεις σχεδόν πάντα συνδέονταν με την επέκταση της παραγωγής. Σήμερα, οι περισσότερες επενδύσεις είναι κερδοσκοπικές (σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, δικαιώματα προαίρεσης και μετοχές). Δεύτερον, η εταιρία επιτρέπει τον διαχωρισμό της εταιρικής ταυτότητας από εκείνη του μετόχου. Εάν η επένδυση επιτύχει, ο μέτοχος λαμβάνει μερίσματα και οι μετοχές τείνουν να αυξάνονται σε αξία, ενώ εάν η επιχείρηση αποτύχει και αφήσει μεγάλα χρέη, αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον μέτοχο που δεν έχει καμία ευθύνη.
Από αυτή την άποψη, το καθήκον των διευθυντών των εταιρειών είναι να μεγιστοποιήσουν τα συμφέροντα των μεριδιούχων (δηλαδή να αυξήσουν την απόδοση της επένδυσής τους) και δεν έχουν καθήκον να προωθήσουν, ή ακόμη και να εξετάσουν, οποιοδήποτε άλλο οικονομικό ή κοινωνικό συμφέρον. Ως εκ τούτου, το πρώτο καθήκον της εταιρείας είναι να κερδίσει χρήματα για τους μετόχους έχοντας ως απόρροια, τα διευθυντικά στελέχη να τοποθετούν πάντοτε τα συμφέροντα της εταιρείας τους πρώτα. Αυτό τους καθιστά αδίστακτους και πάντα πρόθυμους να εξωραΐζουν το κόστος και τις ζημιές, ανεξάρτητα από τις καταστροφικές βλάβες στις ζωές, στις πληγείσες κοινότητες και στο περιβάλλον αλλά και τα είδη που απειλούνται. (Bakan 2009). Όπου οι εταιρείες μπορούν να “ξεφύγουν” με την ανόητη περικοπή του κόστους, τις κερδοφόρες δραστηριότητες που είναι εντούτοις επιβλαβείς για τους άλλους, θα το κάνουν. Αυτή η ώθηση να δοθεί κέρδος πριν από οτιδήποτε άλλο είναι βαθιά ριζωμένη στη φύση του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Όπως παρατηρεί ο Robinson (2000, αναφερόμενος στο White, 2008), αυτό έχει παγκόσμιες συνέπειες όπως την περιβαλλοντική υποβάθμιση των χώρων διαβίωσης για πολλούς λαούς του κόσμου. Σε πολλά μέρη όπου ζουν μαύροι, φτωχοί ή ιθαγενείς λαοί, το πετρέλαιο, η ξυλεία και τα ορυκτά εξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρέφουν τα οικοσυστήματα και να καταστρέφουν την κουλτούρα και το βιοπορισμό τους. Τα απόβλητα τόσο από βιομηχανίες υψηλής και χαμηλής τεχνολογίας, σε μεγάλο βαθμό τοξικά, έχουν μολύνει τα υπόγεια ύδατα, το έδαφος και την ατμόσφαιρα. Η παγκοσμιοποίηση της χημικής βιομηχανίας αυξάνει τα επίπεδα των οργανικών ρύπων, όπως η διοξίνη, στο περιβάλλον. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν το μεγαλύτερο κέρδος και αναζητούν πάντα πράγματα που μπορούν να μετασχηματιστούν από απλές τιμές χρήσης (δηλαδή αντικείμενα ανάγκης) σε τιμές ανταλλαγής (δηλαδή αγαθά που παράγονται για ανταλλαγή). Αυτό επεκτείνεται στη «Φύση» όπως και σε άλλα είδη αντικειμένων. Για παράδειγμα, το «δωρεάν» (πχ νερό) πωλείται τώρα στον καταναλωτή για μια τιμή (π.χ. εμφιαλωμένο νερό ή μετρημένο νερό). Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση έχει τεθεί στην υπηρεσία της παραγωγής υπό την έννοια ότι οι αποφάσεις και οι πρακτικές των καταναλωτών ενσωματώνονται σε ό, τι πραγματικά παράγεται και πώς παράγεται. Η ιδιοποίηση της φύσης δεν συνεπάγεται απλώς τη μετατροπή των φυσικών πόρων σε καταναλωτικούς και την εδραίωση της ανισότητας μέσω της παγκόσμιας αγοράς, αλλά συχνά περιλαμβάνει την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μέσα από τα προϊόντα της βιολογικά και φυσικά. Έχει παρατηρηθεί, για παράδειγμα, ότι «μια παραγωγική φύση μετατρέπεται σε μια συγκεκριμένα καπιταλιστική φύση» (O Connor,1994), με τη μορφή γενετικών αλλαγών στις καλλιέργειες τροφίμων, την καταστροφή της βιολογικής ποικιλομορφίας μέσω της εκτεταμένης χρήσης της η την δασοκομία των φυτειών και ούτω καθεξής. Πράγματι, η εκβιομηχάνιση της γεωργίας (που ενσωματώνει τη χρήση σπόρων και άλλων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τη βιοποικιλότητα, καθώς αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες της διάβρωσης της φυτικής γενετικής και της ποικιλίας των ειδών. Τα βασικά μέσα ζωής των ανθρώπων ανασυγκροτούνται και αναδιοργανώνονται μέσω των παγκόσμιων συστημάτων παραγωγής (Croall 2007) και σε πολλές περιπτώσεις οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των νέων εξελίξεων στην περιοχή των τροφίμων δεν είναι ακόμα γνωστές.
Οι δράστες της υπερθέρμανσης του πλανήτη τείνουν να είναι οι ίδιοι: οι εθνικές και οι διεθνικές εταιρείες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει ευρεία κρατική στήριξη για την επικίνδυνη επιχείρηση που συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι βιομηχανίες πετρελαίου και άνθρακα, οι «βρώμικες» βιομηχανίες, εξακολουθούν να είναι προνομιακές, η υδραυλική ρωγμάτωση του άνθρακα εξακολουθεί να απειλεί τις πρώτες γεωργικές εκτάσεις και η εξόρυξη φυσικών πόρων εξαρτάται από τη διερεύνηση πετρελαιοκηλίδας, τα μεγάλα ορυχεία και την καταστροφή του βουνού. Η έκταση και ο ρυθμός εξόρυξης πόρων είναι άμεσος και ιδιαίτερος. Η Αυστραλία είναι ένα παράδειγμα αυτού, καθώς συνεχίζει να διαταράσσει τις περιφέρειες και να θέσει σε κίνδυνο τον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο προκειμένου να επωφεληθεί από την κινεζική ζήτηση για τους φυσικούς πόρους της.
Όσον αφορά την αλλαγή του κλίματος, οι εταιρικοί και κρατικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους προκαλούν ζημιά μέσω της άρνησης ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά και τον μειωμένων προσπαθειών για την άμβλυνση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
Όπως έχει τονίσει αυτό το κεφάλαιο, τα συμφέροντα των ισχυρών συνδέονται όλο και περισσότερο με τη μείωση της γενναιοδωρίας της Φύσης στην επιδίωξη της οικονομικής βιωσιμότητας και ανάπτυξης τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα κράτη. Ωστόσο, η ανθρώπινη διαβίωση βασίζεται στη χρήση ενός συνδυασμού ανανεώσιμων πόρων (π.χ. γλυκού νερού, δασών, γόνιμων εδαφών) και μη ανανεώσιμων πόρων (π.χ. πετρελαίου και ορυκτών) και της ικανότητας του πλανήτη να παρέχει μια σειρά φυσικών πηγών αγαθά και υπηρεσιών. Στο πλαίσιο των ήδη εμφανών απειλών από την υπερθέρμανση του πλανήτη και των κλιματικών αλλαγών, είναι ανάγκη να βρεθούν νέοι τρόποι διαπραγμάτευσης του εύθραυστου και αμφισβητούμενου τοπίου της οικονομικής, οικολογικής και πλανητικής ευημερίας.
Αυτό απαιτεί κριτική εξέταση των συστημάτων παραγωγής και κατανάλωσης και λεπτομερείς αναλύσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των επιχειρηματικών πρακτικών, αλλά και την υπεράσπιση των ανθρώπινων όντων, των οικοσυστημάτων και των ειδών που δεν ανήκουν στον άνθρωπο..
Επιπλέον, οι μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου οφείλουν είτε να επενδύουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είτε να μειώνουν σημαντικά τις επενδύσεις τους σε αυτό.
Θα πρέπει λοιπόν να εξαναγκαστούν από το νόμο να προχωρήσουν σε αυτή τη διαδικασία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και στη πληρωμή του κόστους από την αποσταθεροποίηση του κλίματος.
Ένας λοιπόν υψηλός φόρος στον άνθρακα θα ήταν ένας τρόπος να επιστρέφεται στην κοινωνία ένα μερίδιο από τα κέρδη. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν τα κράτη να ζητήσουν πολύ υψηλότερα ποσοστά από τα δικαιώματα για την εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, με τα έσοδα να κατατίθενται σε ταμεία καταπιστευμάτων. Σε περίπτωση που οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων αντισταθούν τότε θα πρέπει να επιβάλλονται σκληρές κυρώσεις όπως αυστηρά πρόστιμα και ανάκληση των αδειών λειτουργίας τους.
Η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει θα πρέπει να εφαρμοστεί και για τις ένοπλες δυνάμεις, τις εταιρείες οπλικών συστημάτων, αυτοβιομηχανίες, ναυτιλιακές και αεροπορικές.
Οι πολίτες λοιπόν δεν είναι απρόθυμοι να επωμιστούν το οικονομικό βάρος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αλλά δεν ανέχονται την λογική των μονόπλευρων θυσιών, η οποία απαιτεί από τους απλούς ανθρώπους να πληρώνουν υψηλότερες τιμές για υποτιθέμενες πράσινες εναλλακτικές λύσεις, ενώ οι εταιρείες αποφεύγουν οποιοδήποτε περιορισμό όχι μόνο αρνούνται να αλλάξουν στάση, αλλά και περνούν στην αντεπίθεση, αυξάνοντας τις ρυπογόνες δραστηριότητες τους.
β. τα ηλεκτρονικά απόβλητα. Η εξέλιξη και η αύξηση της αγοράς προσωπικών ηλεκτρονικών οδήγησε στην ετήσια παραγωγή υπερβολικής ποσότητας επικίνδυνων ηλεκτρονικών αποβλήτων. Τα ηλεκτρονικά απόβλητα αποτελούνται από ηλεκτρονικά προϊόντα (υπολογιστές, τηλεοράσεις, βίντεο, κινητά τηλέφωνα, συσκευές αναπαραγωγής MP3 κ.λπ.) που έχουν φτάσει στο τέλος της ωφέλιμης ζωής τους (όπως αποφασίστηκε από τον καταναλωτή) και πρέπει να απορριφθούν. Τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν, να ανακατασκευαστούν ή να ανακυκλωθούν, αλλά πολλά καταλήγουν στο ρεύμα των ηλεκτρονικών αποβλήτων που περιβάλλουν τον πλανήτη. Τα ηλεκτρονικά απόβλητα αποτελούν διεθνή ανησυχία, καθώς ορισμένα συστατικά των προϊόντων περιέχουν επικίνδυνα υλικά, ανάλογα με την κατάσταση και την πυκνότητα τους. Για παράδειγμα, οι οθόνες καθοδικού σωλήνα (CRT) που χρησιμοποιήθηκαν σε παλαιότερες τηλεοράσεις μοντέλων και οθόνες υπολογιστών μπορεί να περιέχουν αρκετές λίβρες μολύβδου η καθεμία και είναι πολύ δύσκολο να αποσυναρμολογηθούν και να απορριφθούν με ασφάλεια. Επιπλέον, άλλα προϊόντα ηλεκτρονικών αποβλήτων περιέχουν επιβραδυντικά φλόγας καδμίου, βηρυλλίου ή βρωμιούχου βινυλίου (BFR), τα οποία παρουσιάζουν σημαντικούς κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Οι κατάλληλες μέθοδοι ανακύκλωσης και διάθεσης είναι απαραίτητες για την προστασία των γύρω πληθυσμών και οικοτόπων.
Τα ηλεκτρονικά απόβλητα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της υποτιθέμενης απαξίωσης των προϊόντων που έχει διαπεράσει τις αγορές τόσο των καταναλωτών όσο και των αποβλήτων, καθώς οι σχετικά νέες συσκευές απορρίπτονται συνήθως και αντικαθίστανται με το πιο πρόσφατο μοντέλο. Αυτό το συνεχιζόμενο ρεύμα απόρριψης ηλεκτρονικών συσκευών, έχει δημιουργήσει την ευκαιρία για μια αγορά ηλεκτρονικών απορριμμάτων, η οποία απορρέει από αναπτυγμένα έθνη σε αναπτυσσόμενες χώρες. Παρόλο που η Κίνα και η Ινδία λαμβάνουν μεγάλο όγκο νομίμως και παρανόμως μεταφερόμενων ηλεκτρονικών αποβλήτων, η δυτική ακτή της Αφρικής έχει επίσης καταστεί αξιοσημείωτος αποδέκτης. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεδομένου ότι αυτή η περιοχή είναι η λιγότερο εξοπλισμένη για να διαχειρίζεται σωστά τα επικίνδυνα ηλεκτρονικά απόβλητα. Ενώ η αγορά αυτή υπάρχει είτε μέσω εξαγωγών είτε εισαγωγών σε σχεδόν κάθε έθνος του κόσμου, η έλλειψη συνειδητοποίησης του κύκλου ζωής των απορριμμάτων στο ευρύ κοινό είναι ίσως ο πιο πολύτιμος προμηθευτής της. Επιπλέον, η εθνική και διεθνής νομοθεσία που διέπει τη διασυνοριακή αποστολή ηλεκτρονικών αποβλήτων καθιστά δύσκολη τη μετακίνηση αυτών των δυνητικά επικίνδυνων προϊόντων. Η (συχνά παράνομη) αγορά του τοξικού εμπορίου έχει μετατρέψει ακόμη και τη διάθεση των αποβλήτων σε εγκληματική επιχείρηση, η οποία με τη σειρά της συγκέντρωσε την προσοχή των εγκληματολόγων.
Η τεχνολογική πρόοδος στην αγορά προσωπικών ηλεκτρονικών προϊόντων οδήγησε σε αύξηση της κατανάλωσης που μείωσε ταυτόχρονα τη διάρκεια ζωής των προϊόντων. Πολλά από αυτά μπορεί να αποδοθούν στην έννοια της απαξίωσης, στην οποία οι καταναλωτές οδηγούνται να πιστεύουν ότι το προϊόν τους έχει καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω μιας πιο πρόσφατης και ενημερωμένης έκδοσης. Η νέα διεθνής έκθεση (Global E-waste Monitor 2017), έδωσε στη δημοσιότητα από κοινού με το Πανεπιστήμιο των Ηνωμένων Εθνών, τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών και τη Διεθνής Ένωση Στερεών Αποβλήτων, το βάρος των ηλεκτρονικών αποβλήτων για το 2017 σε όλο τον κόσμο, να ανέρχεται σε βάρος ισοδύναμο με εννέα μεγάλες πυραμίδες της Γκίζας ή 4.500 πύργους του Άιφελ ή 1,23 εκατομμύρια βαρυφορτωμένες νταλίκες των 40 τόνων η κάθε μία.
Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των ηλεκτρονικών συσκευών απλώς “απορρίπτεται” – πάνω από το 70 τοις εκατό στις Ηνωμένες Πολιτείες – όλο το ποσοστό ανακυκλώνεται κάθε χρόνο (US EPA 2014). Όταν ένα προϊόν ανακυκλώνεται μέσω μιας εταιρείας ανακύκλωσης ηλεκτρονικών προϊόντων σε μια ανεπτυγμένη χώρα, ο καταναλωτής χρεώνεται ένα τέλος. Ανάλογα με το μέγεθος, το βάρος και την πολυπλοκότητα του προϊόντος, τα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης μπορούν να είναι ελεύθερα να ανακυκλωθούν ή μπορούν να καταναλωθούν.
Το 1989, η Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο των διασυνοριακών κινήσεων επικίνδυνων αποβλήτων υιοθετήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας ως απάντηση στο έντονο τοξικό ντάμπινγκ που σημειώθηκε στη δεκαετία του 1980 στα αφρικανικά έθνη. Αυτές οι περιοχές αποβλήτων συγκέντρωσαν τη διεθνή προσοχή όταν αποκαλύφθηκε ότι οι επικίνδυνες ουσίες είχαν εισαχθεί από ανεπτυγμένες χώρες. Η αυξανόμενη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και νομοθεσία στον εκβιομηχανισμένο κόσμο οδήγησε τους εργολάβους και άλλους φορείς να αναζητήσουν φθηνότερες επιλογές διάθεσης για τα τοξικά τους υλικά, γεγονός που τους οδήγησε στην Αφρική. Η Σύμβαση της Βασιλείας σχεδιάστηκε για την παρακολούθηση του «τοξικού εμπορίου» προκειμένου να προστατευθεί η υγεία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος (Σύμβαση της Βασιλείας). Οι κύριοι στόχοι της σύμβασης είναι (1) η μείωση της δημιουργίας επικίνδυνων αποβλήτων και η προώθηση αυτών μέσω της περιβαλλοντικά ασφαλούς διάθεσης, (2) ο περιορισμός της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων εάν δεν είναι δυνατή η ασφαλής διαχείριση τους στο κράτος υποδοχής και (3) η ανάπτυξη και συντήρηση ένα κανονιστικού συστήματος για την παρακολούθηση των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων όταν αυτό είναι επιτρεπτό (Σύμβαση της Βασιλείας). Μόνο τρία έθνη δεν έχουν επικυρώσει τη σύμβαση από τότε που άρχισε να ισχύει το 1992: το Αφγανιστάν, η Αϊτή και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Κάποια έτη μετά την υιοθέτηση της Σύμβασης της Βασιλείας, οι επικριτές ισχυρίστηκαν ότι σκοπός της ήταν περισσότερο να νομιμοποιήσει τη μεταφορά επικίνδυνων αποβλήτων, παρά να την εμποδίσει. Το ρυθμιστικό σύστημα επέτρεψε τη μεταφορά αποβλήτων, εφόσον το έθνος εξαγωγής είχε ειδοποιήσει και έλαβε άδεια από το έθνος υποδοχής. Δυστυχώς, καθώς υπήρχαν ακόμη χρήματα που έπρεπε να σωθούν και χρήματα από κάθε συμβαλλόμενο μέρος αντίστοιχα, τα επικίνδυνα απόβλητα εξακολουθούσαν να μεταφέρονται συνήθως στα έθνη που δεν μπόρεσαν να τα διαχειριστούν σωστά. Τα ενδιαφερόμενα μέρη (που αποτελούνται πρωτίστως από αναπτυσσόμενα έθνη και τη Greenpeace) συναντήθηκαν και ανέπτυξαν την απόφαση γνωστή και ως “σύμβαση της Βασιλείας”, η οποία αποσκοπεί στην απαγόρευση της μεταφοράς επικίνδυνων αποβλήτων από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας του ΟΟΣΑ τη λειτουργία και την ανάπτυξη) σε χώρες που δεν ανήκουν στον ΟΟΣΑ. Πολλά έθνη αντιτέθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε αυτό, μεταξύ των οποίων η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες (BAN 1998).
Πολλά αφρικανικά έθνη τάχθηκαν υπέρ της πλήρους απαγόρευσης εισαγωγής αποβλήτων στην ήπειρο συνολικά, προκειμένου να τεθεί τέλος στη διασυνοριακή ρύπανση σε ήδη μειονεκτούσες περιοχές. Παρόλο που οι ισχύοντες κανονισμοί είναι πολύ λιγότερο αυστηροί από τους αρχικά προβλεπόμενους, όσοι εμπλέκονται στο εμπόριο ηλεκτρονικών αποβλήτων έχουν βρει τρόπους για να παρακάμψουν τη διεθνή ρύθμιση (Clapp 1994). Ένα κενό στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βασιλείας είναι ότι έχει σχεδιαστεί για να αποτρέψει την παράνομη μεταφορά επικίνδυνων και τοξικών αποβλήτων που προορίζονται για την τελική διάθεση, αλλά δεν εμποδίζει τη διασυνοριακή διακίνηση αντικειμένων που αναγράφονται ως “ανακυκλώσιμα”. Αυτό δυστυχώς οδηγεί σε ανεπανόρθωτα ηλεκτρονικά μέσα που αναμιγνύονται με ηλεκτρονικά εργαλεία τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται με το πρόσχημα της ανακύκλωσης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, μόνο 25-50% των αποστολών που φέρουν σήμανση για ανακύκλωση περιέχουν πραγματικά επαναχρησιμοποιούμενα προϊόντα. τα υπόλοιπα είναι ανεπανόρθωτα “σκουπίδια” (LaDou andLovegrove 2008, Liddick 2011, Schmidt 2006). Όταν τα προϊόντα αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, συχνά καίγονται (απελευθερώνουν επικίνδυνες ουσίες στον αέρα), δεν έχουν σωστά τοποθετηθεί ή απορρίπτονται σε υδατικά συστήματα (επιτρέποντας την έκχυση επικίνδυνων ουσιών στο έδαφος και την παροχή ύδατος), στοιβάζονται σε άδειες παρτίδες ή αποθηκεύονται ερειπωμένες αποθήκες.
Καθώς η αγορά των παράνομων ηλεκτρονικών αποβλήτων συνεχίζει να επεκτείνεται, πολλές οντότητες εκμεταλλεύονται την αναπηρία της ισχύουσας νομοθεσίας. Μικρότερες επιχειρήσεις ανακύκλωσης ηλεκτρονικών προϊόντων μέσα από το «παραθυράκι της ανακύκλωσης, παραβιάζουν κατάφωρα το εθνικό και το διεθνές δίκαιο προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη. Οι μικρού μεγέθους αγοραστές σε χώρες εισαγωγής θέτουν επίσης ένα μέτριο κέρδος, το οποίο είναι αρκετά δελεαστικό για να τους πείσει να κάνουν παράνομη εισαγωγή, συχνά με δωροδοκία των τελωνειακών υπαλλήλων. Μεγάλες εταιρείες και ακόμη και διεθνείς οργανισμοί έχουν αναγνωρίσει τα οικονομικά οφέλη από την εξαγωγή αποβλήτων. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί σχετικά με τη ρύθμιση και τη νομοθεσία για τα ηλεκτρονικά απόβλητα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό είναι ότι υπάρχει σημαντική πολιτική συμμετοχή όχι μόνο από ηλεκτρονικά καταγγέλλοντας εξ ολοκλήρου την εξαγωγή ηλεκτρονικών αποβλήτων (BAN 2013). Οι οργανώσεις λόμπι των Ηνωμένων Πολιτειών εμπόδιζαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εθνικής κατασκευής ηλεκτρονικών κατασκευαστών, οι οποίες θα άρχιζαν να καταργούν τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών των επιβλαβών προϊόντων από τον κύκλο ηλεκτρονικών αποβλήτων.
Η αύξηση της κυκλοφορίας ηλεκτρονικών αποβλήτων προς τη δυτική ακτή της Αφρικής έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα περισσότερα κράτη της Αφρικής δεν διαθέτουν την υποδομή για την ανακύκλωση ηλεκτρονικών ειδών και τα περισσότερα προϊόντα που εισέρχονται σε αυτά τα έθνη είναι ανεπανόρθωτα και επομένως καταστρέφονται μέσα σε λίγους μήνες από το πλοίο. Πράγματι, στην πλειονότητα της Αφρικής δεν υπάρχουν προγράμματα διαχείρισης αποβλήτων, δυνατότητες συλλογής ηλεκτρονικών απορριμμάτων και ακόμη και ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με το θέμα. Όπως δεν θα γινόταν ποτέ ανεκτή στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες βιομηχανικές χώρες, τα αναπτυσσόμενα κράτη δέχονται συστηματικά εισαγόμενα απόβλητα που δεν μπορούν να διαχειριστούν.
Η Νιγηρία, ως το κορυφαίο έδαφος για την απόρριψη ηλεκτρονικών αποβλήτων στην Αφρική και το πιο πυκνοκατοικημένο έθνος στην ηπειρωτική Ευρώπη, είναι ένα προφανές σημείο εστίασης στην έρευνα για τα ηλεκτρονικά απόβλητα. Οι νιγηριανοί, που έχουν ήδη επιβαρυνθεί με φτωχούς κοινωνικούς δείκτες, αντιμετωπίζουν επίσης κακές περιβαλλοντικές συνθήκες στις μεγάλες πόλεις και τους λιμένες τους, καθώς και στις αγροτικές περιοχές. Εκτός από τη ρύπανση των ηλεκτρονικών απορριμμάτων, το έθνος υποφέρει από την αποψίλωση των δασών, την απερήμωση, την πετρελαϊκή ρύπανση (από πολλές πετρελαιοκηλίδες), τη ρύπανση των υδάτων, τη διάβρωση των ακτών, τις πλημμύρες, την αστική αποσύνθεση και τη βιομηχανική ρύπανση (CIA World Factbook: Nigeria 2013). Η Νιγηρία ήταν η πρώτη χώρα στην Αφρική που υπέγραψε τη Σύμβαση της Βασιλείας και διατήρησε σημαντική επιρροή στο κείμενο του εγγράφου (Odubela et al., 1996). Παρά ταύτα, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι οι λιμένες της Νιγηρίας είναι μερικές από τις πιο δραστήριες και κερδοφόρες στη βιομηχανία ηλεκτρονικών αποβλήτων. Εκτιμάται ότι σχεδόν μισό εκατομμύριο υπολογιστές μεταχειρισμένων μεταφέρονται στη Νιγηρία κάθε μήνα (Consumers International 2008).
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι όσο μεγαλώνει η αγορά για τα προσωπικά ηλεκτρονικά, τόσο μεγαλώνει και η αγορά ηλεκτρονικών αποβλήτων. Για δεκαετίες, τα βιομηχανικά έθνη στέλνουν τα ανεπιθύμητα απόβλητά τους (επικίνδυνα, τοξικά και τώρα ηλεκτρονικά) στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου υπάρχουν λιγότεροι περιορισμοί και υψηλότερα κέρδη. Αυτή η διαδικασία έχει φωτίσει αρκετά προβλήματα που είναι εγγενή στο βιομηχανικό κλάδο των ηλεκτρονικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η αυξημένη νομοθεσία που απαγορεύει την παράνομη διάθεση ηλεκτρονικών αποβλήτων στα βασικά κράτη αναπόφευκτα προωθεί τη μεταφορά αυτών των αποβλήτων σε άλλα (συνήθως αναπτυσσόμενα) έθνη. Η ανάγκη για φθηνά ηλεκτρονικά προϊόντα σε αυτές τις περιοχές δημιούργησε μια βιομηχανία προσιτών μεταχειρισμένων προϊόντων που εισάγονται από τις χώρες που είναι λιγότερο εξοπλισμένες για να τα διαθέσουν σωστά.
Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι, οι μεγαλύτεροι συνεισφέροντες στο ρεύμα ηλεκτρονικών αποβλήτων είναι οι ίδιοι οι καταναλωτές μέσω τόσο της υποτιθέμενης απαξίωσης όσο και της έλλειψης ευαισθητοποίησης. Παρόλο που είναι απίθανο η βιομηχανία ηλεκτρονικών ειδών να σταματήσει τη διαφήμιση των νέων προϊόντων, υπάρχουν διάφοροι τρόποι για την αύξηση της γνώσης των καταναλωτών σχετικά με τα ηλεκτρονικά απόβλητα όπως μια διακυβερνητική εκστρατεία για την αποτελεσματική προσέγγιση των καταναλωτών. Επιπλέον, οι κατασκευαστές μπορούν να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την ορθή ανακύκλωση και διάθεση εντός της συσκευασίας των προϊόντων τους. Ορισμένα εκβιομηχανισμένα έθνη και μερικά κράτη στις ΗΠΑ έχουν εφαρμόσει πολιτικές Take Back, οι οποίες απαιτούν από τον κατασκευαστή να «επαναφέρει» το προϊόν και να ανακυκλωθεί ή να ανανεωθεί σωστά. Η επέκταση αυτών των προγραμμάτων σε όλο τον κόσμο θα ήταν επίσης επωφελής.
Επιπλέον, πρέπει να αυξηθεί η διεθνής ρύθμιση της ροής των ηλεκτρονικών αποβλήτων. Ακόμη και στα έθνη που έχουν πλήρη νομοθεσία για τα ηλεκτρονικά απόβλητα (δηλαδή χώρες της ΕΕ), η πλειονότητα των ηλεκτρονικών προϊόντων καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής λόγω έλλειψης ευαισθητοποίησης των καταναλωτών και επιβολής της επιτήρησης. Σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες (οι οποίες βρίσκονται στη διαδικασία θέσπισης αποτελεσματικότερης ρύθμισης), μόνο το 30% των ηλεκτρονικών αποβλήτων εξακολουθεί να είναι πραγματικά αποταμιευμένο από τους χώρους υγειονομικής ταφής και να ανακυκλώνεται. Ωστόσο, καθώς η επιβολή της νομοθεσίας και η υπευθυνότητα των καταναλωτών αυξάνονται, θα υπάρξει και η ροή των ηλεκτρονικών αποβλήτων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό δείχνει ότι η αποτελεσματική πολιτική σε μια πλευρά του κόσμου μπορεί να οδηγήσει σε διαρθρωτικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, από την άλλη. Για να βελτιωθεί η κατάσταση, όλα τα έθνη εξαγωγής και εισαγωγής ηλεκτρονικών αποβλήτων πρέπει να επικυρώσουν και να τηρήσουν τις οδηγίες της Σύμβασης της Βασιλείας και να συνεργαστούν για τη διασφάλιση δίκαιων πρακτικών εισαγωγής και εξαγωγής. Οι χώρες εξαγωγής και εισαγωγής πρέπει να αφιερώνουν μεγαλύτερους πόρους στην επιβολή της νομοθεσίας, καθώς και στις τελωνειακές και συνοριακές ρυθμίσεις. Η μεγαλύτερη κανονιστική ρύθμιση και ο οικονομικός περιορισμός των εθνικών και διεθνών ομάδων συμφερόντων είναι επίσης αναγκαία για τη διαχείριση της εξωτερικής επιρροής στην πολιτική. Οι διατάξεις της σύμβασης της Βασιλείας θα πρέπει να ενισχυθούν και όχι να αναθεωρηθούν. Οι βιομηχανικοί βρόχοι που επιτρέπουν τη μεταφορά “ανακυκλώσιμων” ή “επισκευασμένων” προϊόντων θα πρέπει να επανεξεταστούν και ίσως να καταργηθούν. Χωρίς αυτά τα βήματα, οι χώρες εισαγωγής θα παραμείνουν άκρως ευάλωτες στα ηγεμονικά έθνη και εταιρείες που κυριαρχούν στη βιομηχανία ηλεκτρονικών αποβλήτων πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ακριβώς όπως τα αναπτυγμένα έθνη έχουν συμφέρον να εξάγουν ηλεκτρονικά απόβλητα, έτσι και τα αναπτυσσόμενα έθνη έχουν συμφέρον να το εισαγάγουν. Η ανταλλαγή ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης φέρνει προϊόντα σε πληθυσμούς που διαφορετικά δεν θα έχουν πρόσβαση σε αυτές. Τούτου λεχθέντος, δεν πρέπει (και δεν μπορεί) να αναμένεται από αυτά τα οικονομικά μειονεκτούντα έθνη να έχουν την ικανότητα και την υποδομή για να διαχειριστούν το τέλος του κύκλου ζωής τους (EOL) για αυτά τα θέματα. Ο σωστός έλεγχος, η παρακολούθηση και η διαχείριση των εξαγωγών ηλεκτρονικών αποβλήτων μπορεί να μειώσει τη μεταφορά άχρηστων προϊόντων σε κράτη που δεν είναι σε θέση να τα διαθέσουν σωστά. Η αυξημένη επιβολή όλων των νομοθεσιών που αφορούν τα ηλεκτρονικά απόβλητα μπορεί να συμβάλει στη διαχείριση των νόμιμων μεταφορών και στην παρακώλυση των παράνομων μεταφορών. Οι ανεπίσημοι και επίσημοι χώροι χωματερής στη Νιγηρία και τη Γκάνα προκαλούν τραυματισμό και καταστροφή τόσο για την ανθρώπινη όσο και για την περιβαλλοντική υγεία. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι, αν και οι δύο πλευρές μπορούν να υποστηριχθούν ότι «επωφελούνται» από την ανταλλαγή, ο αναπτυσσόμενος κόσμος (και πιο συγκεκριμένα οι βιομηχανίες ηλεκτρονικών ειδών και ηλεκτρονικών αποβλήτων) προμηθεύουν κέρδη εις βάρος ήδη περιθωριοποιημένων πληθυσμών.
Αυτό που δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί είναι η ανησυχία ότι πολλά από αυτά τα αναπτυσσόμενα έθνη φέρουν το βάρος όχι μόνο της διάθεσης αυτών των προϊόντων αλλά και των περιβαλλοντικών βλαβών που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Τα συστατικά που χρειάζονται για κάθε προϊόν (όπως τα πολύτιμα μέταλλα) εξορύσσονται στις αναπτυσσόμενες χώρες, η συναρμολόγηση και η συσκευασία (που παράγει υψηλά επίπεδα ρύπανσης) συμβαίνουν κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και η κατανάλωση απολαμβάνεται από τους καταναλωτές στον βιομηχανικό κόσμο.
γ. Δικαιώματα της μη ανθρώπινης ζωής και κακομεταχείριση των ζώων. (Beirne, 2004).
Το ζήτημα των δικαιωμάτων των ζώων και της καλής μεταχείρισης των ζώων εντάσσεται ως αντικείμενο της δικαιοσύνης των ειδών όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Με συγκεκριμένους όρους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν έννοιες όπως ο ειδισμός. Αυτό αναφέρεται στην διάκριση της μη ανθρώπινων ζωής από την ανθρώπινη επειδή σύμφωνα με το κίνημα του ειδισμού θεωρούνται κατώτερα από το ανθρώπινο είδος. Οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων υποστηρίζουν ότι υπάρχουν δύο είδη ζώων – ανθρώπινα και μη ανθρώπινα – και ότι και τα δύο έχουν δικαιώματα και συμφέροντα ως αισθανόμενα όντα. Πιστεύουν, ωστόσο, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία του ειδισμού επιτρέπει στους ανθρώπους να εκμεταλλεύονται τα μη ανθρώπινα ζώα ως προϊόντα που πρέπει να καταναλωθούν, να εμφανιστούν, να κυνηγηθούν και να τεμαχιστούν για ανθρώπινο όφελος.
Από τη σκοπιά της δικαιοσύνης των ειδών ο βασικός στόχος της έρευνας τους αφορά τα είδη που απειλούνται και γιατί. Συγκεκριμένα, πρέπει να γνωρίζουμε γιατί ορισμένα είδη ευνοούνται από τις ανθρώπινες κοινότητες και μερικά δεν είναι εκτιμημένα. Τα ζώα ταξινομούνται και χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ανάλογα με την ανθρώπινη χρήση, η καλή μεταχείριση των ζώων (και τα δικαιώματα τους) προστατεύονται διαφορετικά ανάλογα με τα είδη και τις περιστάσεις. Οι νόμοι για την προστασία των ζώων λειτουργούν αποτελεσματικά όταν πρόκειται για ζώα συντροφιάς, αλλά είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικοί πχ. στην περίπτωση χοίρων που καλλιεργούνται για ενδεχόμενη σφαγή. Οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων απαιτούν μεταρρυθμίσεις όπως η απαγόρευση της παραγωγής κοτόπουλου και το ζωντανό εμπόριο εξαγωγών προβάτων και η διακοπή της θήρας φαλαινών. Ομάδες όπως η Royal Society for the Prevention of Cruelty to Animals (RSPCA), η Sea Shepherd, η Απελευθέρωση των Ζώων, το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (πρώην Παγκόσμιο Ταμείο για την Άγρια Ζωή), το Αμερικανικό Ταμείο Νομικής Άμυνας, τα ζώα της Αυστραλίας, Η Κοινωνία των Ζώων (PAWS) και οι άνθρωποι για την ηθική μεταχείριση των ζώων (PETA) είναι από τους εξέχοντες υποστηρικτές της καλής μεταχείρισης των ζώων και των δικαιωμάτων τους.
Παρατηρήθηκε ότι τα μη ανθρώπινα ζώα στην εγκληματολογία θεωρούνται συχνά ως βασικά συστατικά (ως «κατοικίδια ζώα», ως τρόφιμα, ως πόροι) και ταξινομούνται κυρίως με ανθρωπομορφικούς όρους (όπως «άγρια ζώα», «αλιεία»).
Η παραδοσιακή θεωρία για τα ζώα, προσπαθεί να ισορροπήσει την ανθρώπινη μεταχείριση των ζώων από την μία και τα δικαιώματα τους από την άλλη.
Το μοντέλο αυτό υποστηρίζει την προστασία των ζώων μέσω αυξημένων παρεμβάσεων για να επιτευχθεί η ευημερίας τους, αλλά όχι η απαγόρευση της εκμετάλλευσης τους. Το μοντέλο επικεντρώνεται στη βελτίωση της θεραπείας των ζώων, αλλά δεν αμφισβητεί την εκμετάλλευση των ζώων που αποτελεί συνέπεια του κοινωνικού και νομικού τους καθεστώτος. Αυτό σημαίνει ότι τα ζώα εξακολουθούν να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης για τη σάρκα, τη γούνα και το δέρμα τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα βάσανα τους δεν είναι «περιττά» ή, όπως συχνά αναφέρεται, τα ζώα ν αντιμετωπίζονται με ανθρώπινο τρόπο.
Στο άλλο άκρο του φάσματος είναι η προσέγγιση που βασίζεται στα δικαιώματα. Στο άκρο, αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει ότι τα ζώα έχουν δικαιώματα να ζουν ελεύθερα μακριά από την ανθρώπινη παρέμβαση. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει την κατάργηση της εκμετάλλευσης των ζώων τόσο με νόμιμη όσο και μη νόμιμη μεταβολή και με τη νομική αναγνώριση των δικαιωμάτων για τα ζώα. Κεντρικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης είναι η αλλαγή του νομικού χαρακτήρα των ζώων από ιδιοκτησία σε νομικά δικαιωματικές οντότητες.
Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται η βλάβη στα ζώα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προοπτική που έχει η οντολογική κατάσταση των ζώων (η «φύση» τους ή η ύπαρξή τους) και πώς βλέπουμε τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και μη ανθρώπινων ζώων.
Με τον όρο «animal abuse» κακομεταχείριση των ζώων, αναφερόμαστε σε εκείνες τις ανθρώπινες ενέργειες που προκαλούν πόνο, θάνατο και βασανισμό, η, ακόμα και πέρα από αυτό, δυσμενείς συνέπειες στην ευημερία τους. Η προσβολή των ζώων μπορεί να είναι ψυχική, φυσική ή συναισθηματική. Μπορεί να περιλαμβάνει ενεργητική κακοποίηση ή παθητική παραμέληση, και μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση. Υπάρχουν φορές που τα ζώα βλάπτονται, από το γεγονός ότι το περιβάλλον στο οποίο ζουν υποβιβάζεται, μέσα από το απόλυτο χάος, σφυρηλατημένο από τις καταστροφές της φύσης, όπως οι σεισμοί, οι κυκλώνες, το τσουνάμι ή από τις καταστροφές που προκαλεί ο άνθρωπος όπως οι πόλεμοι, οι κλιματικές αλλαγές ή η κατασκευή των δρόμων. Η σκληρότητα ποικίλει ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης στο οποίο βρίσκεται το ζώο, καθώς ορισμένες περιπτώσεις σκληρής δραστηριότητας μπορούν να γίνουν αποδεκτές σε ορισμένες καταστάσεις (για παράδειγμα, θανάτωση εκτρεφόμενων ζώων για τρόφιμα). Σε πολλές περιπτώσεις η σκληρότητα των ζώων περιγράφεται μέσω ενός καταλόγου πράξεων παράλειψης ή προμήθειας και όχι μέσω ενός συγκεκριμένου νομικού ορισμού της σκληρότητας.
Αναφερόμενοι στις προσβολές κατά των ζώων, παρατηρούμε ότι δυστυχώς δεν υπάρχει μια καλά δομημένη κατηγορία στην εγκληματολογία που να ασχολείται με αυτό το φαινόμενο. Στην εγκληματολογία, τα ζώα παρουσιάζονται με τους εξής διαχωρισμούς είτε: α) ως ιδιοκτησία β) ως πρότυπα της ανθρώπινης εγκληματικότητας γ) ως ενδεικτικά σημάδια της διανθρώπινης βίας και δ) ως εμφανείς φορείς των δικαιωμάτων.
α) ως ιδιοκτησία λέγοντας αναφερόμαστε σε εκείνο το ρόλο που τους αναθέτουν οι άνθρωποι. Τα ζώα τυπικά στην εγκληματολογία αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα ιδιοκτησίας τα οποία μπορούν να κλαπούν, να τα κυνηγούν παράνομα, να τα βλάψουν, να τα κρατήσουν για λύτρα, να τα κλέψουν από το αγρόκτημα ή σε άλλες περιπτώσεις να τα υπεξαιρέσουν ή να τα φθείρουν. Ως ιδιοκτησία, επίσης, τα ζώα αντιμετωπιζόντουσαν από διαφορετικό όμως σημείο, στην τροφική αλυσίδα από τις κοινωνίες των κανιβάλων. Ο Clinards στο βιβλίο του The Βlack Market επικεντρώνεται, στο πως τα εγκλήματα του λευκού περιλαίμιου, συνδυάζονται με την σφαγή και την διανομή του κρέατος, που λάμβανε χώρα στην Αμερική το 1939-1945, κατά την διάρκεια του πολέμου. Τα ζώα, στην ανάλυση του, φαίνονται μόνο ως εμπόρευμα, το οποίο φτάνει στα σουπερ μάρκετ και στα κρεοπωλεία, σε τακτικά πακέτα κλεισμένα και τα οποία κάποιος μπορεί να τα προμηθευτεί αγοράζοντας τα.
β) Τα ζώα ως ενδεικτικά στοιχεία της ανθρώπινης εγκληματικότητας έχουν εμφανιστεί σε τρία μέρη στην εγκληματολογία.
ι) στον Lombroso, και το γνωστό του έργο, Criminal Man το 1876, όπου εκεί εφευρίσκει την θεωρία του γεννημένου εγκληματία, που εκδηλώνει πλειάδα από συμπεριφορές- γνωστό και ως κοινωνικός δαρβινισμός –βασιζόμενος σε μια οριοθέτηση του φυσιολογικού από το εγκληματικό τύπο. Ο Lombroso, ισχυρίζεται ότι οι εγκληματίες θα επιβιώσουν όπως οι πρωτόγονοι άνθρωποι, και όπως τα σαρκοφάγα ζώα, και αυτό θα ξεσκεπάσει τις πηγές της εγκληματικότητας.
ιι) η σχολή κοινωνιολόγων και κοινωνιολογίας του Σικάγο. Τα ζώα και τα φυτά φαίνονται σε πολλές εργασίες στη Σχολή του Σικάγο ανάμεσα στο 1914 και στο 1945, πχ η συμπεριφορά των ζώων (βουητό της μέλισσας) χρησιμοποιείται σαν μια ορολογία για να περιγράψει την παραβατική ή αποκλίνουσα ή εγκληματική συμπεριφορά, των αγοριών με τα όπλα (Thraser 1927) και τον άστεγο μετανάστη άνδρα (Anderson 1923).
iii) Βιο-εγκληματολογία. Τα ζώα ξανά έχουν σημαντική θέση στην εγκληματολογία του 1980, με τους φυσικούς επιστήμονες που εύχονται να εφαρμόζουν οικολογικές αρχές στην μελέτη τους για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Τα ζώα έχουν βασικούς ρόλους στην βιο εγκληματολογία όπως, να οριοθετήσουν τις γραμμές ανάμεσα στους ανθρώπους και την φύση .
- iv) Τα προσβαλλόμενα ζώα είναι σημάδια της διανθρώπινης βίας. Ο βασικός παράγοντας σύνδεσης ανάμεσα στα προσβαλλόμενα ζώα και την διανθρώπινη εγκληματικότητα, έχει δύο κατευθύνσεις, την οικογενειακή βία και την προοδευτική θέση. Η οικογενειακή βία έχει εδραιωθεί από διαφορετικές μορφές. Εάν ο άνδρας, δέρνει την σύζυγο του, είναι πολύ πιο πιθανό ότι σ` αυτό το σπίτι τα παιδιά θα είναι παραμελημένα ή προσβεβλημένα. Τα σπίτια όπου ο άνδρας προσβάλει την γυναίκα ή το αντίθετο, θα είναι τυχερά αν δεν έχουν παιδιά να κάνουν το ίδιο ή τουλάχιστον το ένα προς το άλλο. Στις περιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούν ζώα ως όργανα ψυχολογικής και φυσικής τρομοκρατίας. Ακριβώς επειδή οι περισσότερες μορφές οικογενειακής βία τείνουν να ομαδοποιηθούν και επειδή στις περισσότερες οικογένειες που ασκείται βία στα ζώα, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να ασκείται και ενδοοικογενειακή βία. Εμπειρικά περιστατικά, δείχνουν ότι όταν εξακριβωθεί βία στα ζώα είναι δύσκολο να μην υπάρχει βία και στην οικογένεια.
Η προοδευτική θέση από την άλλη, εμφανίστηκε στην κοινωνιολογική έρευνα το 1960 με 1970 και εδραιώθηκε το 1980 στην Αμερική . Αναφέρεται στην σχέση που μπορεί να έχει η βία στα ζώα με την διανθρώπινη βία. Τι σημαίνει αυτό. Ότι όποιος ασκεί βία στα ζώα δύσκολο ότι δεν θα προχωρήσει στο μέλλον και σε άλλες μορφές βίας, όπως και το αντίστροφο. Αυτός που διαπράττει άλλα εγκλήματα δύσκολα δεν θα ασκήσει βία στα ζώα.
Στην πράσινη εγκληματολογία μελετάμε τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος. Ανάμεσα σε αυτά αναφερόμαστε στα εγκλήματα και τις βλάβες κατά των ζώων. Δυστυχώς όμως η εγκληματολογία δεν διδάσκει πολλά για τα εγκλήματα κατά των ζώων. Όταν τα ζώα εμφανίζονται στην εγκληματολογία, αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα υποδεέστερα από τους ανθρώπους. Τα εγκλήματα των ζώων δυστυχώς δεν αντιμετωπίζονται σαν αληθινό έγκλημα, αλλά σαν μια μικρή επίθεση ενάντια στην κοινωνία.
Το 1975, ο Peter Singer, έγραψε το Animal Liberation, ένα βιβλίο το οποίο ασχολείται κυρίως με τα ζώα που υποφέρουν. Ο Singer ασχολείται με τα δικαιώματα των ζώων, αναφέροντας ότι πρέπει να αποφεύγουμε τον πόνο και ότι θα πρέπει να έχουν την ίδια ακριβώς μεταχείριση με τους ανθρώπους. Στο βιβλίο του, ο Regan, Τhe Case of Animal Rights, διαχωρίζει τα νόμιμα δικαιώματα από τα ηθικά δικαιώματα. Τα νόμιμα δικαιώματα από την μία πλευρά, είναι αυτά που ο νόμος ορίζει ειδικά ως δικαιώματα. Τα ηθικά δικαιώματα από την άλλη είναι παγκόσμια δικαιώματα. Από τα ηθικά δικαιώματα το πιο βασικό και σπουδαιότερο είναι το δικαίωμα στον σεβασμό. Ο Regan, αναφέρεται στην σύσταση της κοινωνίας , ότι αποτελείται από ηθικούς παράγοντες. Και από την ηθική μεταχείριση των ασθενών ομάδων. Στην ομάδα αυτή συμπεριλαμβάνει τα μικρά παιδιά, τα βρέφη, τους διανοητικά ασθενής, τους ηλικιακά εξασθενημένους και τέλος και τα ζώα θεωρώντας ότι όλοι αυτοί σαν κοινωνική ομάδα έχουν τα ίδια δικαιώματα στην σωστή μεταχείριση, στην μη κακοποίηση και στον σεβασμό, στην ευγένεια και τέλος στην δικαιοσύνη.
Οι νόμοι από την άλλη πλευρά, για την καλή μεταχείριση των ζώων στοχεύουν στην παροχή νομικής προστασίας για τα ζώα με δύο τρόπους. Οι γενικοί νόμοι για την καλή μεταχείριση των ζώων – για παράδειγμα, οι σχετικοί με την κακομεταχείριση των ζώων – παρέχουν ευρείες απαγορεύσεις κατά της κακοποίησης των ζώων και απαιτούν την ανθρώπινη μεταχείριση των ζώων. Μπορούν επίσης να εφαρμοστούν συγκεκριμένοι νόμοι για την καλή διαβίωση των ζώων που απαιτούν την προστασία των συμφερόντων των ζώων σε συγκεκριμένα πλαίσια «χρήσης», όπως η χρήση πειραμάτων σε ζώα ή η σφαγή ζώων για φαγητό.
Ένα βασικό μέρος της καλής διαβίωσης των ζώων είναι η πρόληψη της ταλαιπωρίας των ζώων. Τα ζώα δεν ερμηνεύονται απλώς ως ιδιοκτησία (με την οποία ο ιδιοκτήτης μπορεί να κάνει ό, τι θέλει), αλλά θεωρούνται ως αισθανόμενα πλάσματα που ως εκ τούτου απαιτούν ένα ορισμένο «καθήκον φροντίδας» από τον άνθρωπο. Επομένως, η χρήση του ανθρώπου δεν θα πρέπει να μειώνει την κατάσταση του ζώου αποκλειστικά ως εμπόρευμα. Με απλά λόγια, ο στόχος πρέπει να είναι να προσφέρουμε στα ζώα μια αίσθηση ευημερίας στη ζωή και έναν ανθρώπινο θάνατο, ως μέρος της θετικής ευημερίας.
Η ευημερία των ζώων μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τρεις διακριτές διαστάσεις (Francione 2010):
- η συναισθηματική κατάσταση των ζώων: πώς αισθάνονται τα ζώα
- η βιολογική κατάσταση των ζώων: πώς λειτουργούν τα ζώα.
- τη φύση των ζώων: πώς ζουν τα ζώα.
Η σχέση ανθρώπου-ζώου είναι βασικά κατασκευασμένη γύρω από την έννοια των ζώων ως ιδιοκτησία. Χρησιμοποιούνται για ιδιωτικούς ή εμπορικούς σκοπούς ή θεωρούνται ότι ανήκουν στο κράτος και τα έχουν εμπιστευθεί στους ανθρώπους στην περίπτωση ζώων της «άγριας πανίδας». Έτσι, «Το εν λόγω ζώο είναι πάντα κατοικίδιο ζώο ή εργαστηριακό ζώο ή ζώο θηραμάτων ή κάποια άλλη μορφή ζωικής περιουσίας που υπάρχει αποκλειστικά για τη χρήση μας και δεν έχει καμία αξία εκτός από εκείνη που την προσφέρουμε» (Francione 2010).
Ο Geertrui Cazaux, επικεντρώνεται στο «σταμπάρισμα» των ζώων. Αναφέρεται στις τεχνικές εκείνες με τις οποίες πραγματοποιείται η ταυτοποίηση ή σταμπάρισμα των ζώων. Το μαρκάρισμα των ζώων αριθμείται 3,800 χρόνια πριν και ήταν ένας τρόπος να δείξουν ότι τα ζώα είναι ιδιοκτησία τους. Στην Ευρώπη ξεκίνησε το 1999, ακολούθησε ο Καναδάς το 2001 και η Αμερική το 2004.
Μερικές μορφές τέχνης ταυτοποίησης των ζώων είναι πολύ πιθανό να βλάψουν την υγεία των ζώων.
Ξεκινώντας από το branding – μαρκάρισμα. Τα ζώα, ταυτοποιούνται με σημάδια που δημιουργούνται από ζεστό σίδερο , παγωμένο σίδερο η χημικό σταμπάρισμα. Με το ζεστό σίδερο, το μαρκάρισμα καίει το δέρμα του ζώου και μετά το παγώνει με πολύ παγωμένο σίδερο εφαρμόζοντας το σε μια περιοχή του σώματος. Τα μαλλιά και το δέρμα του ζώου πέφτουν μετά από αυτή την διαδικασία και παραμένουν με διαφορετικό χρώμα από την υπόλοιπη περιοχή, επειδή η χρωστική ουσία περιέχει μελανοχίτωνες και καταστρέφουν το δέρμα. Από το 2000 αυτή η μέθοδος έχει σταματήσει , διότι έφερνε σοβαρά προβλήματα στην ευημερία των ζώων και οι τεχνικές τώρα έχουν λιγότερες τεχνικές εισβολές.
Παρόμοιο με το σταμπάρισμα είναι το tattoing, είναι μια ταυτοποίηση τεχνική μέσα από την οποία μια μόνιμη τσάμπα τοποθετείται στο σώμα το ζώου. Ένα τατού εφαρμόζεται με μια ειδική πένσα ή ένα ηλεκτρικό μολύβι τατού που δημιουργεί μια σειρά από πολύ μικρές τρύπες στο δέρμα μέσα στην οποία με ένεση τοποθετείται μια μαύρη μπογιά για να δημιουργήσει ένα ορατό σχέδιο. Το μέρος του σώματος στο οποίο δημιουργείται αυτό το ορατό σχέδιο, μένει ελεύθερο από μαλλιά και καθαρίζεται για να μπορέσει να δημιουργηθεί το τατού. Τα ζώα όλα των μεγεθών , από τα πιο μικρά μέχρι και τα πιο μεγάλα μπορούν να γεμίσουν με τατού από το ελάφι μέχρι και την αρκούδα.
Το tattoing δημιουργείται σε διαφορετικούς τομείς στους οποίους ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τα ζώα , από τα ζώα στα εργοστάσια , τα ζώα στις φάρμες , στα ζώα που συνοδεύουν ως παρέα τους ανθρώπους , ή τα ζώα που ζούν ελεύθερα μέσα στην φύση. Πχ. Η ταυτοποίηση των αλόγων πραγματοποιείται μερικές φορές μ ένα τατού στην εξωτερική επιφάνεια των χειλιών τους. Στην αγροτική οικονομία, οι αγελάδες, τα πρόβατα μπορούν να ταυτοποιηθούν με τατού στα αυτιά. Τα γουρούνια μπορούν να έχουν ταυτοποίηση στο πίσω μέρος ή στους ώμους. Παρόλα αυτά το tattoing δεν είναι συνηθισμένη μέθοδος στην αγροτική οικονομία διότι δεν θεωρούνται μια οικονομική μέθοδος. Επίσης το ταττού είναι δύσκολο να αναγνωστεί στα σκούρα δέρματα. Η πρακτική επίσης για πολλούς είναι αμφίβολη όσον αφορά την επιτυχία της διότι το μαρκάρισμα κρατάει από λίγες βδομάδες μέχρι λίγους μήνες. Το tattoing σε μερικά ζώα φαίνεται πιο φιλικό από άλλες μεθόδους ταυτοποίησης, παρόλα αυτά κάποιες μέθοδοι όπως το tattoo προκαλεί πόνο και άγχος κατά την διάρκεια της εφαρμογής τα ζώα.
Η ταυτοποίηση με ετικέτα στα αυτιά (ear tagging)σ ένα σώμα ζώου είναι μια άγρια μέθοδος. Η ετικέτα μπορεί να απαρτίζεται από διάφορα υλικά, συχνότερα από μέταλλο ή πλαστικό . Η ετικέτα μπορεί να τοποθετηθεί στα αυτιά, στα πτερύγια, στο σαγόνι , εξαρτάται από την ανατομία στο σώμα κάθε ζώου. Η ετικέτα τοποθετείται μ ένα bar code αλλά και μετά την ανάπτυξη της τεχνολογίας τοποθετείται με ηλεκτρονικά μέσα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν αποφασίσει ότι τα γουρούνια, τα πρόβατα και οι αγελάδες θα ταυτοποιούνται με ένα τατού ή μια ετικέτα στο αυτί. Η ταυτοποίηση της ετικέτας φαίνεται να είναι μια επώδυνη μέθοδος. Η προσθήκη της ετικέτας πολλές φορές ανακατεύεται με την κυκλοφορία του αίματος και το τρύπημα αυτό μπορεί να προκαλέσει μόλυνση.
Η μέθοδος του κολάρου στα ζώα είναι μέθοδος που χρησιμοποιεί άγριες τεχνικές. Τα κολάρα τοποθετούνται με μηχανήματα απευθείας στα ζώα. Μικρές ετικέτες ή κάψουλες κολλάνε πάνω στα κολάρα τα οποία πάνω τους γράφουν τα στοιχεία του φροντιστή χρησιμοποιούνται παραδοσιακά για να ταυτοποιήσουν τα σκυλιά και μερικές φορές και τις γάτες. Όσον αφορά τα ηλεκτρικά κολάρα η τοποθέτηση γίνεται μηχανήματα που εκπέμπουν ηλεκτρική ενέργεια και μέσα από την οποία μεταφέρονται οι πληροφορίες στο ζώο που επιθυμούμε να ταυτοποιήσουμε. Από τα δελφίνια, τους ελέφαντες, τις τίγρεις , τις φώκιες, τις αγελάδες και τα πρόβατα το ηλεκτρονικό κολάρο χρησιμοποιείται για την μελέτη των διαφορετικών ειδών και είναι πιο κοινά διαδεδομένη μέθοδος.
Ο ακρωτηριασμός των δακτύλων είναι μια άλλη μέθοδος ταυτοποίησης των ζώων. Η μέθοδος αυτή συχνά χρησιμοποιείτο για το μαρκάρισμα των τρωκτικών. Στην Ολλανδία, ο ακρωτηριασμός των δακτύλων των τρωκτικών χρησιμοποιείται για ταυτοποίηση στις εργαστηριακές έρευνες στο τέλος του 2005. Διευθυντής κέντρου έρευνας είχε ονομάσει αυτή την μέθοδο ως τυρρανία των ζώων τον κόβεις τα δάκτυλα των ζώων και να τα αφήνεις να ζουν και να χρησιμοποιείς τα ζώα αυτά για την εργασία σου. Τα δάκτυλα των τρωκτικών χρησιμοποιούνταν για διάφορες έρευνες του καρκίνου, για γενετικές έρευνες.
Ο ακρωτηριασμός του δακτύλου είναι παρόλα αυτά μια μέθοδος που δημιουργεί δυσμενή αποτελέσματα. Εκτός από τον πόνο και την διαδικασία του να υποφέρουν που προκαλείται από το κόψιμο του δέρματος, όταν τελειώσει η διαδικασία της αναισθησίας, τα ζώα συνεχίζουν να πονάνε διότι προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Άλλα πιθανά αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι η αιμορραγία η οποία οδηγεί και στον θάνατο και η οστεομυελίτιδα . Παρόλο που αυτή η μέθοδος έχει κριθεί ως η πιο απάνθρωπη χρησιμοποιείται ακόμα σε αμφίβια και ερπετά.
Η ταυτοποίηση και το μαρκάρισμα των ζώων είναι ένας modus operandi, για να ελέγξουμε και να ασκήσουμε εξουσία επάνω στους άλλους. Οι τεχνικές της ταυτοποίησης έχουν συναρπαστική διαχείριση στους ανθρώπους. Μέσα από τατού, το piercing, και οποιοδήποτε σήμα το ανθρώπινο σώμα μπορεί να γίνει μια επιλογή διακόσμησης και αυτές οι μέθοδοι μπορούν να έχουν εφαρμογή στους ανθρώπους με σκοπό να τους διαχωρίσουν σε αγνούς και χυδαίους , το αφεντικό και τον δούλο , το εργοδότη και τον εργαζόμενο. Στο βιβλίο του, ο Spiegel, The Dreaded Comparison (Ο Φόβος της Σύγκρισης), σημειώνει πολλές ομοιότητες στην αντιμετώπιση των καταπιεσμένων ομάδων, όπως στην μεταχείριση των σκλάβων στον 18ο και 19ο αιώνα στην Αμερική, και στην μεταχείριση των ζώων που φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Το μαρκάρισμα των σκλάβων ήταν μια πρακτική που συνέβαινε και στην Αφρική και στην στο Σουδάν το 1900. Το τατουάζ για διαχωρισμό των φυλακισμένων πραγματοποιούνταν και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εντούτοις, αποκαλύπτοντας τις τεχνικές που καταπιέζουν και κάνουν αντικείμενα τους ανθρώπους και τα υπόλοιπα ζώα, και σημειώνοντας τις παραλλαγές εφαρμογής ανάμεσα στα δύο, μπορούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκμετάλλευσης και διαχωρισμού ανάμεσα στους ανθρώπους ( πχ σεξισμός, ρατσισμός κοκ) αλλά και τον διαχωρισμό ανάμεσα στα ζώα ανάλογα με το είδος.
δ. το έγκλημα των τροφίμων (Croall 2007). Η φράση «έγκλημα των τροφίμων» δεν μπορεί να έχει την ίδια απήχηση στους εγκληματολόγους, όπως , άλλες φράσεις που χρησιμοποιούνται συχνά, για να περιγράψουν τις κατηγορίες των εγκλημάτων, όπως αυτών με το αυτοκίνητο ή το έγκλημα κατά του ανθρώπου. Ωστόσο, τα πολλά εγκλήματα που είναι αναμειγμένα στην παραγωγή, στην διανομή και την πώληση των βασικών φαγώσιμων πρέπει να αγγίζουν όλους, διότι το φαγητό είναι το βασικό αγαθό και ένα σημαντικό μέρος της προσωπικής δαπάνης. Ενώ συχνά δεν συνδέονται με το έγκλημα, τα τρόφιμα έχουν αποτελέσει αντικείμενο μιας ποικιλίας «σκανδάλων», σχετικά με την ποιότητα και το περιεχόμενο του κρέατος, βασικών συστατικών και μαζικής παραγωγής της τροφής. Οι καταναλωτές εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους της τροφικής δηλητηρίασης (Which 2004), επιθυμούν να αποφύγουν τα τρόφιμα που περιέχουν γενετικά τροποποιημένα συστατικά (GM) (Which , 2004b), και συχνά παθαίνουν σύγχυση σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται από τις ετικέτες.
Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής τροφίμων και η κατασκευή και η χρήση των νέων τεχνολογιών και των χημικών ουσιών στη γεωργία και τα τρόφιμα, έχουν δημιουργήσει μια ποικιλία κινδύνων για τον άνθρωπο, τα μη ανθρώπινα ζώα, το περιβάλλον και την υγεία, όπως και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους, όπως τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα (Walters 2010).
Ένα ευρύ φάσμα των αδικημάτων, που εμπλέκονται με την τροφική αλυσίδα, περιλαμβάνουν την βλάβη, οικονομική και φυσική, τα ζητήματα προσωπικής ασφάλειας και υγείας, πολλά διαφορετικά είδη από απάτες, (από την φοροδιαφυγή των επιδοτήσεων και των ποσοστώσεων μέχρι την αποφυγή των εσόδων, την νοθεία τροφίμων, παραποιώντας τις γραπτές ενδείξεις), αλλά και την ποιότητα και το περιεχόμενο των τροφίμων. Οι καταναλωτές, έχουν δηλητηριαστεί από τα τρόφιμα ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή νοθευμένα που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε θάνατο ή σοβαρή ασθένεια. Διακόσια πενήντα εννέα Ισπανοί καταναλωτές, πέθαναν και πολλοί άλλοι αρρώστησαν σοβαρά μετά την κατανάλωση μαγειρεμένου λαδιού που αναμείχθηκε με βιομηχανικά έλαια (Croall 2007) και 21 ηλικιωμένοι συνταξιούχοι στη Σκωτία πέθαναν μετά την κατανάλωση κρέατος μολυσμένου από E.coli, που παρείχε ένας τοπικός χασάπης ο οποίος βρέθηκε να έχει παραμελήσει τους κανονισμούς υγιεινής των τροφίμων. (Croall 2007). Ορισμένα πρόσθετα συστατικά τροφίμων έχουν, συσχετιστεί με τον κίνδυνο πρόκλησης καρκίνου, όπως συνέβη μ ένα επικίνδυνο υλικό στο Σουδάν, το οποίο βρέθηκε σε μια ευρεία ποικιλία τροφίμων.
Όπως θα δούμε παρακάτω, μια ποικιλία πρακτικών έχει εντοπιστεί, με τις οποίες μπορούν να εξαπατηθούν συστηματικά οι καταναλωτές. Πολλές μορφές των πρακτικών αυτών βρίσκονται στις παρυφές της νομιμότητας και της παρανομίας, και την αύξηση των παράνομων ζητημάτων σχετικά με τον ορισμό της απάτης, και της εξαπάτησης των καταναλωτών, αλλά και της χρήσης εμπειρογνωμόνων της επιστημονικής γνώσης σε σχέση με την ασφάλεια των τροφίμων.
Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Απάτες με επιδοτήσεις
Ενώ είναι ευρέως διαδεδομένη, η έκταση της απάτης στις επιδοτήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αφού εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 10 τοις εκατό του προϋπολογισμού της είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Πράγματι, το 2002, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο αναγνώρισε ότι οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις τεράστιες επιδοτήσεις που καταβάλλονται στους γεωργούς στο πλαίσιο της ΚΓΠ. Λίγα, έχουν αναφερθεί για επιτόπιους ελέγχους στα κράτη μέλη της ΕΕ, όπου βρέθηκαν ανησυχητικά επίπεδα λάθους και οριστικές απάτες συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων παραδειγμάτων (Evans-Pritchard 2002):
- με αεροφωτογράφιση, εκτίθεται μια απάτη στην οποία αλπικά λιβάδια είναι επιλέξιμα για επιδοτήσεις στην Αυστρία έχουν διογκωθεί κατά 60 τοις εκατό.
- την Ισπανία και την Ελλάδα, οι επικεφαλής αποδέκτες των £ 1,5 δισ επιδότηση για ελαιώνες, έχουν παραλείψει να κρατούν καρτέλες για ελαιοτριβεία τους, καθιστώντας αδύνατο να γνωρίζουμε αν η παραγωγή ήταν πλασματική.
- Βρετανοί αγρότες έχουν κατάρτιση φουσκωμένες επιδοτήσεις στο πλαίσιο του £ 4,2 δισ πρόγραμμα κτηνοτροφίας, που δεν συμπίπτουν με αρχεία του αγροκτήματος .• Μια διασταύρωση στη Βόρεια Ιρλανδία κατά τη διάρκεια αφθώδους πυρετού επιδημίας, διαπίστωσε ότι 103 αγρότες είχαν ισχυριστεί πληρωμές για περισσότερα πρόβατα από αυτά που πραγματικά θανατώθηκαν και 17 δεν είχαν καν τα πρόβατα, για τα οποία είχαν επιδοτηθεί.
Αλιεία
Μια ποικιλία από απάτες και θέματα ασφαλείας είναι για όσους ασχολούνται με την αλιεία, χρησιμοποιώντας χημικές ουσίες στην ιχθυοκαλλιέργεια και επιπτώσεις που έχει στο περιβάλλον. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφαρμόζεται η νέα τακτική των αλιευτικών αποθεμάτων, η οποία έχει θεωρηθεί υπεύθυνη, για την ευρεία πρακτική της μαύρης αλιείας στην αγορά.
Η παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία (ΠΛΑ) εξαντλεί τα ιχθυαποθέματα, καταστρέφει τα θαλάσσια ενδιαιτήματα, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των έντιμων αλιέων και ζημιώνει την οικονομία των παράκτιων κοινοτήτων, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η ΕΕ καταβάλλει προσπάθειες για να καλύψει τα κενά που δίνουν τη δυνατότητα στους παράνομους αλιείς να κερδοσκοπούν: Ο κανονισμός της ΕΕ για την πρόληψη, την αποτροπή και την εξάλειψη της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας (ΠΛΑ) άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2010. Η Επιτροπή αναλαμβάνει ενεργό δράση από κοινού με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για να διασφαλίσει τη συνεκτική εφαρμογή του κανονισμού αυτού.
- Μόνον προϊόντα θαλάσσιας αλιείας τα οποία έχουν πιστοποιηθεί ως νόμιμα από το κράτος σημαίας ή εξαγωγής μπορούν να εισαχθούν στην ΕΕ ή να εξαχθούν από αυτήν.
- Κατάλογος σκαφών ΠΛΑ αλιείαςδημοσιεύεται τακτικά με βάση τα εν λόγω σκάφη που έχουν καταγράψει οι Περιφερειακές Οργανώσεις Διαχείρισης Αλιείας.
- Ο κανονισμός ΠΛΑ παρέχει επίσης τη δυνατότητα κατάρτισης «μαύρης λίστας» με τα κράτηπου παραβλέπουν τις παράνομες αλιευτικές δραστηριότητες.
- Οι Ευρωπαίοι αλιείς που αλιεύουν παράνομασε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και υπό οποιαδήποτε σημαία, αντιμετωπίζουν αυστηρές κυρώσεις ανάλογες με την οικονομική αξία των αλιευμάτων τους, γεγονός που τους στερεί κάθε κέρδος.
- «Μαύρη αλιεία», είναι η πρακτική της αλίευσης ψαριών που δεν είναι επίσημα καταχωρημένα, λέγεται ότι συμβαίνει στη Σκωτία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης . Έχει εκτιμηθεί από τους εμπόρους ψαριών να κοστίσει περίπου £ 80 εκατομμύρια στη Σκωτία μόνο. (Urquhart 2005). Το σύστημα των ποσοστώσεων για ψάρια όπως ο μπακαλιάρος έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία αλιεύονται ψάρια που βρίσκονται πάνω ποσόστωση και πρέπει να ρίχνονται στη θάλασσα, ακόμη και αν είναι νεκρά. Η «Μαύρη αλιεία », δεν περιλαμβάνει μόνο τους αλιείς, αλλά απαιτεί επίσης την συμπαιγνία μεταξύ των ιχθύων και των μεταφορέων και η έκταση της πρακτικής είναι τόσο μεγάλη που κάποιοι εκτιμούν ότι τα αλιεύματα σε μαύρα ψάρια είναι ίσα ακόμα και μ εκείνα των νομίμων ψαριών (Mackay 2003).
Η Μαύρη αλιεία, έχει προκαλέσει μικτές αντιδράσεις, με δημοσιογραφικές έρευνες που καταδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό συμπάθεια προς τους αλιείς, με βασικό επιχείρημα, ότι χρειάζεται αυτοί να συμμετάσχουν σε μαύρη αλιεία, προκειμένου να επιβιώσουν. Η Μαύρη Αλιεία είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα και έχει χαρακτηριστεί ότι «η απληστία» οδηγεί στην αλιεία
Παρασκευή τροφίμων
Πολλές απάτες (νόμιμες και παράνομες) που σχετίζονται με τα τρόφιμα και τη βιομηχανοποίηση. Η δημοτικότητα του προ-μαγειρευμένου φαγητού και η πρακτική των κατασκευαστών τροφίμων να εμπλουτίζουν τα τρόφιμα προσθέτοντας φθηνά υλικά ως πρόσθετα (επεξεργασμένα τρόφιμα) – έχουν συσχετιστεί με ποικίλες μορφές «νομιμοποιημένης νοθείας» και μερικοί θα υποστήριζαν, την «υποβάθμιση» των τροφίμων από το νερό και ολόκληρη σειρά από πρόσθετα. Η προσθήκη, για παράδειγμα, του νερού σε συγκεκριμένα τρόφιμα σε συγκεκριμένες ποσότητες είναι νόμιμη, και το νερό από μόνο του εγείρει μερικές επιπτώσεις στην ασφάλεια. Ωστόσο, πρέπει να αναγράφεται στην ετικέτα. Αυτό ισχύει και για πολλά άλλα πρόσθετα τα οποία μακροπρόθεσμα έχουν επιπτώσεις στην υγεία. Μάλιστα οι επιπτώσεις ορισμένων προσθέτων είναι αβέβαιες και μερικοί, όπως ο διαβόητη Sudan 1, έχουν συσχετιστεί με τον κίνδυνο καρκίνου.
Η Σύγχρονη επεξεργασία τροφίμων βασίζεται επίσης στη χρήση των μηχανικά Διαχωρισμένου κρέατος (MRM), στην οποία χρησιμοποιούνται τα μέρη του ζώου που κανονικά δεν συνδέονται με την κατανάλωση, που συνοδεύεται από τη χρήση των γενετικά τροποποιημένων συστατικών. Τα συστατικά περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, η χρήση του αμύλου, σκληρά λίπη και υδρογονωμένα έλαια για να «δεσμεύουν» τα επεξεργασμένα τρόφιμα και όλα συνδέονται με κινδύνους στην υγεία (Lawrence 2004). Τα πρόσθετα συντηρητικά των τροφίμων που χρησιμοποιούνται για διάφορους λόγους είναι ακόμα και ο «υδατάνθρακας». Μερικά συντηρητικά, χρησιμοποιούνται για να παραταθεί η διάρκεια ζωής, τους άλλα, χρησιμοποιούνται ως μάσκα, ορισμένα από αυτά χρησιμοποιούνται ως παράγοντες για διόγκωση και άλλα χρησιμοποιούνται για να αντικαταστήσουν ακριβά «φυσικά» συστατικά. Ακόμη περισσότερο κάποια χρησιμοποιούνται καθαρά για αισθητικούς λόγους. Προστίθεται αλάτι για τη γεύση, άλλα πρόσθετα για να αντικαταστήσουν τις φυσικές γεύσεις και τα χρώματα χάνονται κατά την επεξεργασία και βοηθούν τα συστατικά να επιβιώσουν.
Μερικά παραδείγματα για το πώς τα τρόφιμα μπορούν να νοθευτούν είναι τα εξής:
- Lawrence (2004a) αναφέρει το παράδειγμα τις κοτομπουκιές, όπου το ένα πακέτο βρέθηκε να περιέχει κρέας 30 τοις εκατό λιγότερο από ό, τι αναγράφεται στην ετικέτα.
- Η χρήση των ημερομηνιών πώλησης Which (2004γ) σχετικά με την κατάχρηση της πώλησης από τις ημερομηνίες που μπαίνουν από τους κατασκευαστές. Το νωπό κοτόπουλο το οποίο δεν είχε συσκευαστεί και αποστέλλεται προς τους λιανοπωλητές μια μέρα πριν επανασυσκευάζεται ξανά και εισάγεται με νέα ημερομηνία ώστε να μετακυλύετε στα καταστήματα ως φρέσκο. Αυτό είναι απολύτως νόμιμο, δεδομένου ότι είναι η ευθύνη των κατασκευαστών να υποδεικνύουν τις ημερομηνίες πώλησης. Είναι, υποστηρίζουν, ωστόσο παραπλανητικό, ώστε οι καταναλωτές και τα σούπερ μάρκετ να εξαπατηθούν. Μόλις, τα τρόφιμα φτάσουν στο σούπερ μάρκετ αυτό αποτελεί αδίκημα, για το οποίο κάποιοι διώκονται, να πωλούν τρόφιμα παρελθόντας ημερομηνίας πώλησης. Επιπλέον η πρακτική αυτή εγκυμονεί και κινδύνους ασφαλείας.
Ένα διακρατικό έγκλημα που αφορά την τροφική αλυσίδα της παραγωγής και της διανομής – περιγράφεται ως « το πλυντήριο τροφίμων».
Σε μία περίπτωση, ολλανδικοί επεξεργαστές τροφίμων (η Ολλανδία έχει αναφερθεί να είναι το κέντρο της καταπάτησης)παίρνουν εισαγόμενα φθηνά κατεψυγμένα κοτόπουλα από την Ταϊλάνδη και τη Βραζιλία. Κάποια από αυτά είναι αλατισμένα προκειμένου να αποφύγουν τους ελέγχους της ΕΕ για το νωπό κρέας. Το κρέας στη συνέχεια αποψύχετε, με ένεση με νερό και πρόσθετα ώστε να υποχωρήσει σε γιγαντιαία μηχανήματα, κατά την διάρκεια της διαδικασίας το νερό απορροφάται και το άλας αραιώνεται, για να κάνουν εύγευστο το κοτόπουλο. Στη συνέχεια καταψύχονται εκ νέου και αποστέλλονται σε για περαιτέρω επεξεργασία από τους κατασκευαστές ή του υπευθύνους εστίασης. Πολλά από αυτά έχουν αναφερθεί ότι καταλήγουν σε take-away τροφίμων. Αυτό το είδος του ξεπλύματος χρημάτων, από παράνομες δραστηριότητες, έχει επίσης συσχετιστεί με ευρήματα πρωτεϊνών, από χοιρινό στο κοτόπουλο όταν υπήρξαν κάποιες εκθέσεις των αποβλήτων αγελάδας και θέτει ζητήματα σχετικά με εξάπλωση της νόσου των τρελών αγελάδων. (BSE= bovine spongiform encephalopathy)
Η νόσος των τρελών αγελάδων δεν οφείλεται σε μικρόβιο ή σε ιό αλλά σε μία πρωτεΐνη που ανήκει σε μία νέα ομάδα λοιμωδών παραγόντων που λέγονται prions. Τα prions ανακαλύφθηκαν το 1980 από τον Stanley Prusiner, ο οποίος βραβεύθηκε με βραβείο Nobel το 1997 γι’ αυτό.
Είναι πρωτεΐνες, που μοιάζουν πάρα πολύ με τις πρωτεΐνες των ζώων και των ανθρώπων. Δεν περιέχουν DNA. Οι πρωτεΐνες αυτές διπλώνουν με ανώμαλο τρόπο και όταν ενωθούν με τις κανονικές πρωτεΐνες του εγκεφάλου του ζώου τους προσδίδουν ανώμαλα τρισδιάστατα σχήματα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αχρήστευσή τους. Σκεφθείτε ένα κομμάτι χαρτί διπλωμένο σε σχήμα αεροπλάνου και το ίδιο χαρτί τσαλακωμένο σε μια μπάλα χαρτί. Οι κατεστραμμένες πρωτεΐνες αποκτούν και οι ίδιες δύναμη και μετατρέπονται σε prions.
Όλα ξεκινούν από μολυσμένη με prions τροφή από κάποιο άρρωστο ζώο. Μέσω του στόματος πηγαίνουν στο λεπτό έντερο και από εκεί, δια μέσου των νεύρων, ταξιδεύουν μέχρι τον εγκέφαλο. Στον εγκέφαλο ενώνονται με τις κανονικές πρωτεΐνες, τις οποίες σιγά-σιγά καταστρέφουν «τσαλακώνοντάς» τες. Στην αρχή αυτό γίνεται αργά και ακολούθως πιο γρήγορα. Το αποτέλεσμα είναι ότι συνεπεία της καταστροφής που γίνεται ο εγκέφαλος καταλήγει να μοιάζει σε σύσταση με σφουγγάρι.
Η παρασκευή τροφίμων περιλαμβάνει κυρίως εκτιμήσεις της υγιεινής των τροφίμων σε εστιατόρια, χώρους πώλησης take-away τροφίμων και οπουδήποτε πραγματοποιείται προετοιμασία τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης της συσκευασίας του κοτόπουλου που αναφέρεται παραπάνω. (Which, 2004a).
Στην έρευνα της FSA, το 13 τοις εκατό ανέφεραν ότι έχουν βιώσει δηλητηρίαση, από τρόφιμα κατά το τελευταίο έτος, κυρίως, πίστευαν ότι είναι από τα τρόφιμα που αγοράζονται και καταναλώνονται εκτός σπιτιού. Η έκταση της τροφικής δηλητηρίασης είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, αλλά γενικά, αυξάνονται οι πιθανότητες με τα take-away τρόφιμα. Η τροφική δηλητηρίαση μπορεί φυσικά να σκοτώσει, όπως φαίνεται πιο δραματικά, από το θάνατο των 21 παλαιών συνταξιούχων ηλικίας στο Wishaw, Lanarkshire, οι οποίοι είχαν καταναλώσει κρέας από ένα κρεοπωλείο. Είναι δύσκολο, ωστόσο, να εντοπίζουν την αλυσίδα των αποδεικτικών στοιχείων για να στηριχτεί μια ποινική δίωξη για τροφική δηλητηρίαση – ως εκ τούτου, διώξεις, συχνά λαμβάνουν χώρα, σε εστιατόρια ή take-away εγκαταστάσεις τροφίμων, και αντιπροσωπεύουν μόνο τη κορυφή ενός μεγάλου παγόβουνου.
Ενώ, είναι πολλές, οι παραβιάσεις των κανονισμών υγιεινής, οι διώξεις είναι σχετικά σπάνιες. Παρ ‘όλα αυτά, υπήρξαν επαναλαμβανόμενες κλήσεις ώστε να δημοσιοποιηθούν τα αποτελέσματα της επιθεώρησης της υγιεινής των τροφίμων ευρύτερα. Αυτό μπορεί να γίνει είτε ,με τα εστιατόρια να υποχρεούται να τοποθετήσουν στις πόρτες τους, όπως έγινε στη Δανία και μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών ( «βαθμολογίες στις πόρτες»), ή την υπαγωγή τους, μαζί με τα στοιχεία των διώξεων, στην ιστοσελίδες της τοπικής αρχής. Ένας αριθμός των Τοπικών Αρχών, όπως η Γλασκόβη και το Μπέρμιγχαμ, το κάνουν τώρα αυτό, αν και με τη πρακτική, αυτή είναι αντίθετη η ένωση των εστιατόρων ». Η πρακτική αυτή έχει αποκαλυφθεί, για παράδειγμα, ότι ο Gordon Ramsay, μια διάσημη τηλεοπτική σεφ, αναφέρθηκε για παραβάσεις των κανονισμών υγιεινής. Πραγματοποιούνται επανειλημμένες έρευνες στον τομέα take-away,(Which 2004a). Αυτή η έρευνα αποκάλυψε μια ποικιλία από «βρώμικες πράξεις», συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των βρώμικων πανιών και την παρουσία παράσιτων – Αυτή η έρευνα επίσης, διαπίστωσε ότι το 42 τοις εκατό των βρετανικών επιχειρήσεων τροφίμων, το 2001 απέτυχε να συμμορφωθεί πλήρως με τη νομοθεσία για τα τρόφιμα, αν και λιγότερα από 0,5 τοις εκατό διώχθηκαν.
Στην Ελλάδα, στην ιστοσελίδα, του ΕΦΕΤ, αναρτώνται οι ποινές που επιβάλλονται σε εταιρείες, εστιατόρια κοκ που παρανομούν έχοντας συλληφθεί με τέτοιου είδους τρόφιμα.
Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, τα συστατικά των τροφίμων εγείρουν, αρκετά θέματα ασφάλειας και θέματα υγείας, αν και τα ζητήματα ασφάλειας συχνά θεωρείται ότι σχετίζονται με την επισήμανση και όχι με την ασφάλεια, κάνοντας έτσι να φαίνονται λιγότερο σοβαρά. Πίσω από τη φαινομενική κοινοτοπία, που αφορά η επισήμανση των τροφίμων, βρίσκονται οι προσπάθειες των κατασκευαστών και των εμπόρων λιανικής πώλησης, σε μια άκρως ανταγωνιστική αγορά, να ενθαρρύνουν τους καταναλωτές να αγοράσουν συγκεκριμένο εμπορικό σήμα των τροφίμων, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία από «απαιτήσεις» για την υγεία, τα συστατικά των τροφίμων και τι περιέχουν.
Μια πρακτική, που εδώ και καιρό έχει αναγνωριστεί ως ένα μέσο για την εξαπάτηση των καταναλωτών είναι να πωλούν προϊόντα σε μεγάλες συσκευασίες – η οποία όπως περιγράφεται από τους Clinard και Yeager (1980), είναι η πώληση νωπού αέρα. Η συσκευασία δεν εξαπατά μόνο τους καταναλωτές αλλά μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Ιδιαίτερα στον απόηχο των εκστρατειών για την παχυσαρκία και την κατανάλωση των «junk food», υπήρξαν επαναλαμβανόμενες ανησυχίες με τους ισχυρισμούς των κατασκευαστών σχετικά με την παρουσία θρεπτικών ουσιών, το ποσοστό των διαφορετικών συστατικών, η περιεκτικότητα σε λίπος ή την προέλευση της τροφής. Οι νόμοι επισήμανσης είναι εξαιρετικά περίπλοκοι. Τα τρόφιμα με «Χαμηλά λιπαρά», για παράδειγμα, δεν πρέπει να περιέχουν περισσότερα από 3g λιπαρών ανά 100γραμ, «μειωμένο» στο 25 τοις εκατό λιγότερο, αλλά όροι όπως «light» ή «extra Light » έχουν μικρή σημασία. Όταν το λίπος ανέρχεται στο ποσό των 3g ανά 100g ενώ «πολλοί» θα είναι ισοδύναμο του 20g ανά 100g (Which 2005b). Ένα τρανταχτό παράδειγμα, είναι η απαίτηση που χρησιμοποιείται από μεγάλους κατασκευαστές, ότι το φαγητό που είναι ’90 τοις εκατό χωρίς λιπαρά», σημαίνει ότι θα μπορούσε να περιέχει 10 τοις εκατό λίπος, το οποίο θα είναι υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Τέτοιες αξιώσεις έχουν υποβληθεί σε μια σειρά από έρευνες, από την Ένωση Καταναλωτών.
Άλλες πρακτικές περιλαμβάνουν την πώληση τροφίμων σε μεγαλύτερες συσκευασίες, έτσι ώστε ο καταναλωτής να νομίζει ότι αγοράζει περισσότερο φαγητό. Οι προμηθευτές είπαν να επωφεληθούν από τη συμπεριφορά των καταναλωτών –σύμφωνα με την οποία, πολλοί καταναλωτές αγνοούν τις ετικέτες από τις οποίες προκύπτει η ποσότητα και κρίνουν την ποσότητα των αγαθών από το βλέμμα ή την αίσθηση.
Ορισμένες εταιρείες έχουν αναλάβει δράση για το θέμα αυτό, και υπάρχει πλέον μεγαλύτερη πίεση όσον αφορά τη συσκευασία στο πρότυπο των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τη μείωση του αριθμού των πλαστικών αποβλήτων που καταλήγουν στους χώρους υγειονομικής ταφής.
Αυτά τα παραδείγματα είναι και πάλι επιλεκτικά. θα μπορούσαν να προστεθούν περισσότερα.
Απεικονίζουν την ευρεία κατάσταση και μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των εγκλημάτων που αφορούν τα τρόφιμα.
Η μελέτη της διεθνούς εγκληματικότητας έχει ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με την παράνομη βιομηχανία, όπως τα ναρκωτικά, το οργανωμένο έγκλημα, το λαθρεμπόριο αγαθών, της εμπορίας ανθρώπων, το ξέπλυμα χρήματος και περιβαλλοντικό έγκλημα.
Εκεί, σπάνια περιλαμβάνονται τρόφιμα. Εγκλήματα που αφορούν, το φαγητό, όπως απεικονίζεται ανωτέρω, θεωρούνται μάλλον ασήμαντα, και αναφέρονται κυρίως ως ζητήματα του «καταναλωτή» και ο φόβος των τροφίμων και όχι ως έγκλημα.
Επιπλέον, όπως είδαμε παραπάνω, τα τρόφιμα, είναι ένα βασικό θέμα στο οποίο έχουμε πολύ σοβαρές περιπτώσεις απάτης και η σύγχρονη επεξεργασία τροφίμων εγείρει πολλά ζητήματα της ασφάλειας – στην πραγματικότητα, είναι ένας βασικός τομέας κινδύνου, που προκαλεί ανησυχία για την εγκληματολογική θεωρία (Loader και Sparks 2002).
Σύμφωνα με τις παραδοσιακές κατηγορίες είναι πιο κοντά στους ορισμούς των εγκλημάτων του οργανωμένου ή λευκού περιλαίμιου και στην εταιρική εγκληματικότητα. (Ruggiero 1996) Ένα παράδειγμα, είναι η ευρέως διαδεδομένη αντίσταση, από πολυεθνικές κατασκευαστές τροφίμων και τους λιανοπωλητές, που επιδιώκουν να αποφύγουν το «γράμμα του νόμου»
Επιπλέον, η ανάλυση του εγκλήματος τροφίμων πρέπει να ενσωματώσει το ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο της παραγωγής τροφίμων και λιανικού εμπορίου, όπως έχει γίνει σε μελέτες της εταιρικής εγκληματικότητας σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως φαρμακευτικούς ή χημικούς. Έχουν υπάρξει εκκλήσεις από την πράσινη εγκληματολογία (South 1998) και η εγκληματικότητα των τροφίμων μπορεί κάλλιστα να ανήκει σε αυτόν τον τομέα. Επίσης, μοιράζεται πολλά στοιχεία από την εταιρική εγκληματολογία, περιέχοντας ζητήματα και ενέργειες που μπορεί ν ανήκουν σ αυτή και κινείται, ακόμη και σε λεπτά όρια του στενού ποινικού δικαίου (Lynch and Stretesky 2003) Η παραγωγή των τροφίμων, η γεωργία και η αλιεία έχουν μεγάλη περιβαλλοντική σημασία και προκαλούν βλάβες στους ανθρώπους αλλά και σε άλλα είδη.
Η διάθεση των τροφίμων και η συσκευασία των τροφίμων είναι επίσης σημαντικό περιβαλλοντικό ζήτημα. Όπου και ν ανήκει είτε στο εταιρικό έγκλημα, είτε στην «πράσινη» εγκληματολογία, το έγκλημα τροφίμων εγείρει επίσης σημαντικά ζητήματα της κοινωνικής ανισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. θα πρέπει να γίνει μια «νέα» εγκληματολογική κατηγορία, η ανάλυση της οποίας αναπόφευκτα θα περιλαμβάνει την τοποθέτηση στο πλαίσιο των ευρύτερων χαρακτηριστικών της παραγωγή τροφίμων, μερικά από τα οποία μπορεί να θεωρηθούν ως εγκληματογόνοι.
ε. Ο «εταιρικός αποικισμός της φύσης »: Bio-αναζήτηση, βίο-πειρατεία και η ανάπτυξη της πράσινης εγκληματολογίας (South 1994).
Η bioprospecting ή αναζήτηση της βιοποικιλότητας είναι η εξερεύνηση, εξόρυξη και έλεγχος της βιολογικής ποικιλότητας, πολύτιμο αγαθό για τις γενετικές μεταλλάξεις και για τους βιοχημικούς πόρους. Στα αρχικά στάδια, επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα φυτά και από το δασικό οικοσύστημα. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, διάφορες άλλες μορφές της βιοποικιλότητας, όπως τα έντομα, τα φύκια και μικροοργανισμοί έχουν διερευνηθεί με μεγάλη επιτυχία.
Η βιοπειρατεία, είναι η εμπορική ανάπτυξη των βιολογικών ενώσεων ή γενετικές αλληλουχίες από μια τεχνολογικά προηγμένη χώρα ή οργανισμό χωρίς να έχει λάβει τη συγκατάθεση ή την παροχή δίκαιηςαποζημίωσης στους λαούς ή έθνη στο έδαφος του οποίου ανακαλύφθηκαν τα υλικά.
Με τον τομέα αυτό, έχει ασχοληθεί κατά πολύ η περιβαλλοντική δικαιοσύνη (White, R. (2004). Πολλές μελέτες έχουν επιστήσει την προσοχή στην περιβαλλοντική θυματοποίηση των κοινοτήτων των φτωχών και των αδύναμων, λόγω των περιοχών στις οποίες βρίσκονται, για παράδειγμα, ρυπογόνες βιομηχανίες, μονάδες επεξεργασίας αποβλήτων ή περιβαλλοντικά επικίνδυνες εγκαταστάσεις (Bullard 2003). Περιβαλλοντικές αδικίες περιλαμβάνουν επίσης τις περιπτώσεις όπου οι τοπικοί, αυτόχθονες πληθυσμοί έχουν βίαια απομακρυνθεί από τη γη στην οποία ανήκουν ή όπου η γη τους έχει αξιοποιηθεί για στρατιωτικές, βιομηχανικές ενέργειες, μεταποίηση αγροτικών προϊόντων ή για άλλους σκοπούς, στερώντας τους κάθε έλεγχο. (Samson 2003). Τα ποσοστά της χρήσης των πόρων και η υποβάθμιση , έχουν αυξηθεί.
Η Περιβαλλοντική δικαιοσύνη αναφέρεται στην κατανομή των περιβαλλόντων μεταξύ των λαών και οι επιπτώσεις συγκεκριμένων κοινωνικών πρακτικών σε συγκεκριμένους πληθυσμούς. Η εστίαση της ανάλυσης αφορά ως εκ τούτου την ανθρώπινη υγεία και την ευημερία και πώς αυτές επηρεάζονται από συγκεκριμένα είδη παραγωγής και κατανάλωσης. Εδώ, μπορούμε να κάνουμε μια διάκριση, μεταξύ περιβαλλοντικών θεμάτων που επηρεάζουν όλους, και εκείνων που επηρεάζουν δυσανάλογα συγκεκριμένα άτομα και ομάδες. ( Williams, C 1996)
Διεθνές έγκλημα είναι ένα σύνθετο από τη φύση του έγκλημα, που περιλαμβάνει και περιβαλλοντικά ζητήματα, που ειδικότερα, αποδεικνύει την οικεία σχέση ανάμεσα στο παγκόσμιο και το τοπικό. Μια σημαντική μελέτη απεικονίζει τη διαπλοκή των πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών αρχών σε περιβαλλοντικά θέματα και έχει παρασχεθεί από τον Olmo (1987, 1998), και αυτή δείχνει πως «ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών» έχει οδηγήσει σε «εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος» και πόσο πολύ διαφορετικά μέρη συμμετέχουν με διαφορετικούς ορισμούς στις μορφές εγκληματικής δραστηριότητας. Στη δεκαετία του 1980, η κυβέρνηση Ρέιγκαν (όπως και άλλοι πριν και από τότε) υποστήριξε ότι το πρόβλημα των ναρκωτικών ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα φαινόμενο εφοδιασμού και ότι απαγόρευση και εξάλειψη ήταν οι δύο στρατηγικές, με στόχο την κατάσχεση των ναρκωτικών, πριν φτάσει, ή, στις ΗΠΑ ή στα σύνορα, καταστρέφοντας την παραγωγή π.χ. μαριχουάνα και κοκαΐνη στα πεδία και τα βουνά της Λατινικής Αμερικής. Ο del Olmo, διερευνά «ένα είδος εγκλήματος που διαπράττεται μέσω της πρόληψης ενός άλλου εγκλήματος ».
Σήμερα, ο νέος πόλεμος είναι για τα ναρκωτικά και τα όπλα. Κατά των ναρκωτικών χρησιμοποιούν τοξικές χημικές ουσίες, που απαγορεύονται διότι μπορούν να προκαλέσουν δηλητηρίαση, μόλυνση των τροφίμων, καθώς και σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα.
Τα προγράμματα εξάλειψης των καλλιεργειών ναρκωτικών, έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ως μέθοδο τη περικοπής της παραγωγής ναρκωτικών, αλλά έχουν σοβαρές συνέπειες για την «ποιότητα ζωής» και την υγεία των κατοίκων της περιοχής, ειδικά όταν οι τοξικές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ελεύθερα, συχνά με τη χρήση αεροφωτογραφιών μεθόδων ψεκασμού μπορούν να κάψουν μια ευρεία περιοχή. Ο Del Olmo υποστηρίζει ότι ιστορικά τα εν λόγω προγράμματα αποτυγχάνουν και απλώς επεκτείνουν τη βιομηχανία των ναρκωτικών σε νέους τομείς, τελικά, με την διεύρυνση των πηγών εφοδιασμού ».
Έτσι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα διεθνές έγκλημα ευρέος πεδίου το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε οίκο-βίο-γενοκτονία. Αυτό αφορά τη χρησιμοποίηση ένα πολύπλοκου συνόλου τοξικών χημικών ουσιών που απαγορεύονται ή και περιορίζεται στις αναπτυγμένες χώρες, αλλά έχουν μια απεριόριστη αγορά σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου αυτά τα χημικά προϊόντα χρησιμοποιούνται ευρέως σε προγράμματα εξάλειψης των ναρκωτικών, διότι η μόνη έγνοια είναι να καταστρέψει τις καλλιέργειες μαριχουάνας και κοκαΐνης πριν από την άφιξή τους, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό την προστασία της βόρειας αμερικανικής νεολαίας, ανεξάρτητα από τις συνέπειες για τη νεολαία του Τρίτου Κόσμου». Αυτές οι πολιτικές και οι πρακτικές συνεχίζουν σήμερα και όχι μόνο στη Λατινική Αμερική. Η επίσημη εστίαση είναι σχετικά με τα αποτελέσματα που σχετίζονται με την καταστροφή ή εξάντληση των συγκομιδών ναρκωτικών και ως εκ τούτου τη μείωση της προσφοράς. Από ότι φαίνεται πρέπει να παραμεληθούν, σε μεγάλο βαθμό οι εκτιμήσεις της επιτυχίας ή της αποτυχίας των εν λόγω πρωτοβουλιών και οι συνέπειες της εξάλειψης της χημικής καλλιέργειας για εκείνους που ζουν με τα κατάλοιπα και τη μόλυνση του νερού, καθώς και με τα συμπτώματα της κακής υγείας.
Όσον αφορά τα θέματα των δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης, της φύσης και της παγκοσμιοποίησης ένα προφανές ερώτημα είναι κατά πόσον με οι παγκόσμιες ή και οι εθνικές νομοθεσίες μπορούν να προσφέρουν πάντα κατάλληλο χώρο για την προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος. Τα αλληλένδετα θέματα του περιβάλλοντος, του ανθρώπου και τα δικαιώματα των ζώων παρουσιάζουν σημαντικές περαιτέρω επιπλοκές, διότι, ανεξάρτητα από το βάσιμο των δικαιωμάτων που βασίζονται σε επιχειρήματα για το περιβάλλον ή τα ζώα, είναι απίθανο να είναι επιτυχής αν δεν συνοδεύεται από θεμελιώδη οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές αλλαγές μεταξύ των ανθρώπων.
Ένα σταθερό θέμα στην παγκόσμια πολιτική συζήτηση σχετικά με τα περιβαλλοντικά δικαιώματα είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί μια λογική ισορροπία συμφερόντων μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και το κόστος της παροχής.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο White (2004: 279) υποστηρίζει ότι: «Το κράτος … έχει επίσημο ρόλο και δέσμευση για την προστασία των πολιτών από τις χειρότερες υπερβολές ή χειρότερες περιπτώσεις περιβαλλοντικής εξαπάτησης. Εξ ου και η εισαγωγή της εκτεταμένης νομοθεσίας και οι ρυθμιστικές διαδικασίες έχουν σχεδιαστεί για να δώσουν την εμφάνιση της ενεργής παρέμβασης , και ο υπαινιγμός ότι υπάρχουν νόμοι που στην πραγματικότητα δεν αποτρέπουν, αλλά βλάπτουν. Η ύπαρξη αυτών των νόμων μπορεί να ενθαρρύνει το ότι αντικατοπτρίζουν το ιστορικό και συνεχιζόμενο αγώνα για ορισμένα είδη δραστηριοτήτων. Αλλά πώς ή αν χρησιμοποιούνται για άλλη μια φορά θέτουν τα ερωτήματα της σχέσης μεταξύ του κράτους και του επιχειρηματικού τομέα, καθώς και την ικανότητα των επιχειρήσεων για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους από νομικά και έξω-νομικά μέσα.»
Ωστόσο, εφαρμόζονται ιδιαίτερα στις προηγμένες δυτικές χώρες επειδή είναι σε μεγάλο βαθμό αυτές που ασχολούνται με τα περιβαλλοντικά προβλήματα και τις περιοχές της αμφισβήτησης εντός και μεταξύ αυτών των κοινωνιών. Τον αναπτυσσόμενο κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και τις αυτόχθονες κοινότητες με μικρή κοινωνικό-οικονομική εμπλοκή με τη Δύση, καθώς και οι μετά-αποικιακές κοινωνίες εξακολουθούν να αγωνίζονται για τη σταθερότητα και την ασφάλεια.
Η εκμετάλλευση των φυτών, των ζώων, του ανθρώπου, των γενετικών πόρων αντιπροσωπεύει μια αρένα στην οποία τα οικονομικά, πολιτιστικά συμφέροντα και οι αξιώσεις μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας (TRIPS) ιδρύθηκε. Η Συμφωνία για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου, γνωστή ως TRIPs (Agreement on Trade Related Aspects of Intellectual Property Rights), είναι τμήμα των συμφωνιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), οργανισμού που δημιουργήθηκε με στόχο την εξάλειψη των φραγμών στην ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων. Τα TRIPs καλύπτουν καθετί που έχει σχέση με τη διανοητική ιδιοκτησία: πνευματική ιδιοκτησία, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, γεωγραφικές ονομασίες προέλευσης, βιομηχανικά σχέδια, σήμα, καθιερώνοντας ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στα κράτη-μέλη του ΠΟΕ.
Η Συμφωνία TRIPs έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις κυρίως από αναπτυσσόμενα κράτη, τα οποία αρνούνται να προσχωρήσουν στη συνθήκη αυτή, επειδή τη θεωρούν ένα νέο είδος οικονομικής αποικιοκρατίας εκ μέρους της Δύσης.
Η Ελλάδα κύρωσε την Συμφωνία TRIPs με το ν. 2290/1995.
Η συμφωνία TRIPS προέρχεται με μια οργάνωση που ήταν ίσως ελάχιστα γνωστή στο ευρύ κοινό μέχρι το Σιάτλ το 1999 διαμαρτυρίες ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ένα σώμα που είναι σε μεγάλο βαθμό αόρατο , αλλά παίρνει ακόμα τις αποφάσεις τεράστιας σημασίας για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ενός ζωντανού οργανισμού χορηγήθηκε στις ΗΠΑ την 1η τον Ιούνιο του 1980.
Ουσιαστικά η βιομηχανία της βιοτεχνολογίας από τα τέλη του 20ου και 21ου αιώνα εξάγει αξία από τη βιοποικιλότητα, φυσικούς και ανθρώπινους πόρους, επαναδημιουργία «φυσικών» σε προϊόντα για την εμπορική αγορά (π.χ. ανακύκλωση κύτταρα του δέρματος σε καλλυντικά θεραπείες). Οι χώρες, που παράγουν την μέγα-βιοποικιλότητα και παραδίνουν αυτή σε αναπτυσσόμενες χώρες, θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό κέρδος από οικονομική άποψη από τον πλούτο τους στη βιοποικιλότητα. Το πρόβλημα είναι αν «εμπορικά συμφέροντα» θα αναγνωρίσουν αυτό το γεγονός. Όπως, όταν χρησιμοποιούνται από τους αυτόχθονες πληθυσμούς αυτά τα φυσικά προϊόντα έχουν μια θέση στην πολιτιστικά και κοσμολογικά συστήματα.
Ένα παράδειγμα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας έβγαλε το Πανεπιστημίου του Μισισιπή «US Patent Νο 5401504 για κουρκούτη, το οποίο έχουν οι Ινδοί εδώ και καιρό να επουλώσει τις πληγές γρηγορότερα ».
Άλλη περίπτωση, είναι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μία χημική πρωτεΐνη του δέντρου GreenHeart της Γουιάνας, υποβάλλοντας μια περιγραφή για τις ΗΠΑ γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σχετικά με το παξιμάδι του δέντρου ως πηγή αντιπυρετική (Δηλ χρήσιμες για την πρόληψη ή τον έλεγχο του πυρετού) με πιθανές εφαρμογές σε θεραπείες για την ελονοσία, τον καρκίνο και πιθανώς AIDS.
Υποσχέσεις θεραπείας και την πρόληψης της νόσου δείχνουν ότι είναι η πιο σημαντική ανακάλυψη που έχει γίνει. Ωστόσο, η φυλή Wapishana η οποία έχει περάσει το χρόνο της στην Αμαζονία έχει μια καθιερωμένη γνώση του και το σύνολο των χρήσεων για τα παράγωγα από την GreenHeart (π.χ. το τρίψιμο να σταματήσει αιμορραγίες, την πρόληψη των λοιμώξεων και τη χρήση για αντισύλληψη). Όπως ήταν αναμενόμενο, η Wapishana, είχε, αντιρρήσεις για την κατοχύρωση με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ενός τοπικού πόρου και την παραδοσιακή τους γνώση για το κέρδος μιας παγκόσμιας επιχείρησης. Vidal.
Μια άλλη περίπτωση, βασίζεται στην εκμετάλλευση της βιοποικιλότητας του Αμαζονίου το 1986 όπου η Λόρεν Miller απέκτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των ΗΠΑ για μια δήθεν ποικιλία γνωστή ως Ayahuasca η οποία έχει καλλιεργηθεί και χρησιμοποιείται για ιατρικούς και θρησκευτικούς σκοπούς σε όλη αυτή την περιοχή για αιώνες μέχρι την προφανή ερώτημα ήταν πώς ένας ξένος θα μπορούσε να «ανακαλύψει » τις ιδιότητες και να διεκδικεί την κυριότητα; Μια μακρά διαμάχη ακολούθησε με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το πρώτο είναι το 1999, αλλά στη συνέχεια αποκαταστάθηκε το 2001.
Εδώ βρίσκονται οι ρίζες της πράσινης εγκληματολογίας για βίο-διπλώματα ευρεσιτεχνίας και της βιοτεχνολογίας.
Η Βίο-γεωργία, έχει αναπτύξει ως μορφή της τη βίο-πειρατεία και την ώθηση της αποικιακής εκμετάλλευσης. Το βασικό στοιχείο της αδικίας τίθεται με δύο τρόπους:
Στην περίπτωση της εμπορευματοποίησης των προϊόντων που ενσωματώνουν την παραδοσιακή γνώση, αυτόχθονες και τοπικές κοινότητες υφίσταται μια διπλή απώλεια. Από τη μια πλευρά, δεν μπορούν να μοιραστούν τα οφέλη, που προκύπτουν από το νέο προϊόν, λόγο του ότι το δικαίωμα αυτό μένει στο κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Από την άλλη πλευρά, οι εφαρμογές της σύγχρονης βιοτεχνολογίας συχνά, έχουν εξαλείψει την ανάγκη για την εμπορική καλλιέργεια του αρχικού φυτού, στερώντας έτσι τον τοπικό πληθυσμό από μια άλλη πηγή εισοδήματος.
Οι διάφορες αιτίες ανησυχίας, είναι ότι η βασική αρχή της κατοχύρωσης, με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, γίνεται κατάφωρα και επανειλημμένα με παραβίαση. Το δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας υποτίθεται απαιτεί ότι μια εφεύρεση ή ανακάλυψη είναι σαφώς και προφανώς μύθος. ο Clark (2000) εξηγεί ότι για να χορηγηθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας: Δεν είναι αρκετό να προσδιορίσει τη γονιδιακή αλληλουχία που υπάρχει επίσης, αλλά να είναι «εφευρετική».
Ένας από τα σημαντικότερους επικριτές της βίο-αναζήτησης, ως «λεηλασία της φύσης και της γνώσης » είναι ο Vandana Shiva (1998), ο οποίος έχει υποστηρίξει ότι αυτό συνιστά αποικιακή κλοπή. Βίο-πειρατεία αποτελεί μια επέκταση της αποικιακής εκμετάλλευσης σε ύστερη νεωτερικότητα.
Αυτό ενισχύει, το επιχείρημα από τους πράσινους εγκληματολόγους, (Lynch and Stretesky) για την ανάπτυξη και χρήση της επιστήμης για να υποστηρίξει την υπόθεση και τα δεινά όσων έχουν πέσει θύματα αλλά συχνά αποκλείονται από την προσφυγή σε διαμαρτυρία.
Φυσικά, θα ήταν αφελές και ανόητο να αρνηθούμε ότι ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου δημόσιου αγαθού, ακολούθησε από τη Δυτική ηγεσία, το δρόμο της προόδου στον τομέα της υγείας και τις αγροτικές επιστήμες που οφείλουν την έμπνευση και την προέλευσή τους σε πρακτικές ή προϊόντα που προέρχονται από αναπτυσσόμενες χώρες. Αναμφίβολα, η υγεία των ανθρώπων και των ζώων και η παροχή κοινωνικής πρόνοιας σε μεγάλο βαθμό έχει ωφεληθεί από την ανακάλυψη και τις εμπορικές επενδύσεις που καθιστούν διαθέσιμες τις σύγχρονες μορφές φαρμακευτικών προϊόντων (Aguilar, G. (2001) Παρά τις επικρίσεις για τη συμπεριφορά των διεθνών φαρμακευτικών εταιρειών, τέτοια φάρμακα μπορούν και κάνουν αγώνα για την πρόληψη ή τη σταθεροποίηση σε χρόνιες παθήσεις και στις αναπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ωστόσο, ακόμη και αναγνωρίζοντας όλα αυτά, το βασικό ζήτημα είναι ότι η διαδικασία αυτή συνήθως δεν οδηγεί σε θετικά οφέλη για τους κατοίκους των περιοχών προέλευσης και μερικές φορές αντί να παράγει, οφέλη, γι αυτούς υφίσταται και συνολικά αρνητική έκβαση της κλοπής της παραδοσιακής τους γνώσης. Τα ζητήματα που προκύπτουν για κάποιον που ασχολείται με τις παγκόσμιες ανισότητες και την αδικία στην εγκληματολογία, αφορά τα οικεία θέματα της ιδιοκτησίας, της εξουσίας, και του ελέγχου.
Τα τελευταία χρόνια η εγκληματολογία έχει επηρεαστεί από την ανάπτυξη του νόμου, τη δημόσια εκστρατεία και την κοινωνική διαμαρτυρία για να αγκαλιάσει σοβαρά τα «δικαιώματα», σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα και τα δικαιώματα των θυμάτων, των γυναικών, των μειονοτήτων, των ζώων ειδικότερα.
Η άρνηση των δικαιωμάτων – ακόμη και όταν δεν είναι ποινικό αδίκημα – εξετάζεται σε διάφορους τομείς της εγκληματολογίας (από θυματολογία, αποκαταστατική δικαιοσύνη για εγκλήματα πολέμου), μέχρι τα δικαιώματα στους παραδοσιακούς τρόπους της ζωής και την προστασία από την εκμετάλλευση της γης, τον πολιτισμό και λαογραφία (ως θεμέλια της παραδοσιακής γνώσης), θέματα, που έχουν παραμεληθεί στην εγκληματολογία, καθώς και αναποτελεσματικά επιβίωσαν στο εθνικό και το διεθνές δίκαιο. (Orkin 2003).
Με την εξαίρεση του Walters (2004), ο οποίος αγγίζει το θέμα της βιο-μεταλλευτικής έναντι βιο-πειρατείας, η βιβλιογραφία στην εγκληματολογία φαίνεται να μην έχει καμία συνεισφορά στη συζήτηση για τα θέματα που θίγονται στο παρών κεφάλαιο. Σε αντίθεση, η ευρύτερη κοινωνική και φυσική λογοτεχνία της επιστήμης παρέχει τώρα ένα σημαντικό ποσό της σχετικής έρευνας και της συζήτησης, συχνά αντανακλώντας τις ανησυχίες και τις έννοιες σε θέματα κυριότητας έναντι κλοπής, κατάχρησης εξουσίας και ούτω καθεξής.
Όπως, Hauck παρατηρεί, «Εγκληματολογία είναι μια πειθαρχία με έναν ρόλο να παίξει στην πολιτικοποίηση των περιβαλλοντικών βλαβών και η δράση που είναι κατάλληλη για τη διατήρηση των πόρων και τα προς το ζην ». Η κίνηση προς μια πράσινη εγκληματολογία θέτει στόχους ώστε να παρέχει μια νέα προοπτική για την άδικη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, των οικοσυστημάτων, στους ανθρώπους και τα ζώα, καθώς και τις συνέπειες στην υγεία, τη κοινωνική πρόνοια και τα δικαιώματα όλων που επηρεάζονται από τις εν λόγω ενέργειες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Agnew, R. (2012). ‘It’s the End of the World as We Know It: The advance of climate change from a criminological perspective’, in R. White (ed.), Climate Change from a Criminological Perspective. New York: Springer.
Archer 2001 Australias Drinking Water: the coming crisis, Sydney pure water press 34-36).
Bakan, J. (2004) The Corporation: The Pathological Pursuit of Profit and Power. London: Constable.
Beck, U. (1996) ‘World Risk Society as Cosmopolitan Society? Ecological Questions
in a Framework of Manufactured Uncertainties’, Theory, Culture, Society, 13(4): 1–32.
Becker HS (1963) Outsiders: studies in the sociology of deviance. New York: The Free Press.
Beirne,P From Animal Abuse to Interhuman Violence, a critical review of the progression thesis, society and animals, 12(1), 39-65, 2004n Bierne P, Animals rights, animal abuse and green criminology in P. Beirne and N. South, Issues in green criminology, devon willan pubblishing.
Beirne, P., South, N. (2013). Issues in green criminology. Routledge
Block, Α. (1991). Perspectives on organizing crime: Essays in opposition. Dordrecht: Kluwer
Carrabine, E., Cox, P., Lee, M., Plummer, K., South, N. (2009) Criminology: A Sociological Introduction (2nd edition), Chapter 19, Routledge
Croall, H. (2007). ‘Food Crimes’, in P. Beirne and N. South (eds), Issues in Green Criminology: Confronting harms against environments, humanity and other animals. Cullompton: Willan.
Cohen, S. (1993). ‘Human Rights and Crimes of the State: The culture of denial’, Australian and New Zealand Journal of Criminology, 26 ( 2): 97– 115.
Chunn, D., Boyd, S. and Menzies, R. (2002) ‘ “We All Live in Bhopal”: Criminology Discovers Environmental Crime’, in S. Boyd, D. Chunn and R. Menzies (eds) Toxic Criminology: Environment, Law and the State in Canada. Halifax: Fernwood Publishing. .
Davison, A. (2004). ‘Sustainable Technology: Beyond fix and fixation’, in R. White (ed.), Controversies in Environmental Sociology. Cambridge: Cambridge University Press.
Fenwick M (2004) New directions in cultural criminology. Theoretical Criminology 8: 377–386. Ferrell J (1995) Culture, crime, and cultural criminology. Journal of Criminal Justice and Popular Culture 3: 25–42. Ferrell J (1998a) Criminalizing popular culture. In: Bailey FY and Hale DC (eds) Popular culture, crime, and justice. Belmont, CA: West/Wadsworth. Ferrell J (1998b) Criminological Verstehen. In: Ferrell J and Hamm MS (eds) Ethnography on the edge. Boston, MA: Northeastern University Press. Ferrell J (1999) Cultural criminology. Annual Review of Sociology 25: 395–418. Ferrell J (2001a) Cultural criminology. In: McLaughlin E and Muncie J (eds) The Sage dictionary of criminology. London: SAGE Publications. Ferrell J (2001b) Tearing down the streets: adventures in urban anarchy. New York: Palgrave. Ferrell J (2003) Cultural criminology. In: Schwartz MD and Hatty SE (eds) Controversies in critical criminology. Cincinnati, OH: Anderson Publishing Company. Ferrell J (2004a) Boredom, crime and criminology. Theoretical Criminology 8: 287–302. Ferrell J (2004b) Scrunge city. In: Ferrell J, Hayward K, Morrison W and Presdee M (eds), Cultural criminology unleashed. London: Glasshouse.
at Democritus Univ of Thrace on March 13, 2016cmc.sagepub.comDownloaded from
132 CRIME MEDIA CULTURE 9(2)
Ferrell J (2006) Cultural criminology. In: Henry S and Lanier MM (eds), The essential criminology reader. Boulder, CO: Westview. Ferrell J (2011) Corking as community policing. Contemporary Justice Review 14: 95–98. Ferrell J, Hayward KJ, Morrison W and Presdee M (2004) Fragments of a manifesto: Introducing Cultural Criminology Unleashed. In: Ferrell J, Hayward KJ, Morrison W and Presdee M (eds), Cultural criminology unleashed. London: Glasshouse. Ferrell J, Hayward KJ and Young J (2008) Cultural criminology: an invitation. London: SAGE Publications
Forni, O. (2010) ‘Mapping Environmental Crimes’, Freedom From Fear Magazine, March. Turin: United Nations Interregional Crime and Justice Research Institute.
Gleick P (2010) Bottled and sold: the story behind our obsession with bottled water. Washington: Island Press.
Gibbs, C., McGarrell, E., and Axelrod, M. (2010b). ‘Transnational White-Collar Crime and Risk: Lessons from the global trade in electronic waste’, Criminology & Public Policy, 9( 3): 543– 560.
Gibbs, C., McGarrell, E., and Axelrod, M. (2010b). ‘Transnational White-Collar Crime and Risk: Lessons from the global trade in electronic waste’, Criminology & Public Policy, 9( 3): 543– 560.
Gibbs, C., McGarrell, E.F., Axelrod, M., and Rivers, L. (2011). ‘Conservation Criminology and the Global Trade in Electronic Waste: Applying a multi-disciplinary research framework’, International Journal of Comparative and Applied Criminal Justice, 35( 4): 269– 291.
Harvey, D 1996, Justice, Nature and the Geography of Difference. Oxford: Blackwell.
Hayman, G. and Brack, D. (2002) International Environmental Crime: The Nature and Control of Environmental Black Markets. London: Sustainable Development Programme, Royal Institute of International Affairs.
Henry S and Milovanovic M (1991–1992) Constitutive criminology: The maturation of critical theory. Criminology 29: 293–316.
Herbig and Joubert , 2006, criminological semanties conservation criminology, vision or vagary, acta criminological, 88-103
Herbig, F.J., (2010). ‘The Illegal Reptile Trade as a Form of Conservation Crime: A South African criminological investigation’, in R. White (ed.), Global Environmental Harm: Criminological perspectives. Cullompton: Willan.
Higgins, P. (2010). Eradicating ecocide: laws and governance to prevent the destruction of our planet. London: Shepheard-Walwyn.
Lawrence, F. (2004a) Not on the Label! What Really Goes into the Food on Your Plate. London: Penguin Books.
Lawrence, F. (2004b) ‘Supermarkets criticised over water in fresh pork’, The Guardian, 16 July 2004. (www.guardian.co.uk/food/story/ accessed 20 December 2005).
Lemieux, A., and Clarke, R. (2009). ‘The International Ban on Ivory Sales and its Effects on Elephant Poaching in Africa’, The British Journal of Criminology, 49( 4): 451– 471.
Lynch, M. (1990). ‘The Greening of Criminology: A perspective on the 1990s’, The Critical Criminologist, 2( 3): 1– 4 and 11– 12.
Lynch, M., Stretesky, P. (2003). ‘The Meaning of Green: Contrasting criminological perspectives’, Theoretical Criminology, 7( 2): 217– 238.
Lynch, M., Stretesky, P. (2006). ‘Toxic Crimes: Examining corporate victimization of the general public employing medical and epidemiological evidence’, in N. South and P. Beirne (eds), Green Criminology. Aldershot: Ashgate.
Lynch, M., Stretesky, P. (2010). ‘Global Warming, Global Crime: A green criminological perspective’, in R. White (ed.), Global Environmental Harm: Criminological perspectives. Cullompton: Willan.
Lynch M., Stretesky, P.B. (2011) Similarities between green criminology and green science: Toward a typology of green criminology. International Journal of Comparative and Applied Criminal Justice, 293-306.
Mares D (2010) Criminalizing ecological harm: Crimes against carrying capacity and the criminalization of eco-sinners. Critical Criminology 18: 279–293.
Main E (2008) Bottled water. National Geographic: Green Guide. Summer: 28.
Munro, L. (2004) ‘Animals, “Nature” and Human Interests’, in R. White (ed.) Controversies in Environmental Sociology. Melbourne: Cambridge University Press.
Opel A (1999) Constructing purity: Bottled water and the commodification of nature. Journal of American Culture 22: 67–77.
Pearce F., Tombs S. (2002) Toxic Capitalism: Corporate Crime and the Chemical Industry
Pellow, D. (2007). Resisting Global Toxics: Transnational movements for environmental justice. Cambridge, MA: MIT Press
Potter, G. 2014 Environmental crime and its victims. Farnham : Ashgate p. 7-22. 16 p.)
Ruggiero, V. (1996). Organised and corporate crime in Europe: offers that can’t be refused. Aldershot:Dartmouth.
Ruggiero V, 1998, The new European criminology, crime and social order in Europe, London, Routledge,
Ruggiero, V., South, N., (2010). Critical criminology and crimes against the environment. Critical Criminology, 245-250.
South, N., (1998) ‘A Green Field for Criminology, A Proposal for a Perspective’, Theoretical Criminology , 2(2): 211–233.
Smith, D. and Vivekananda, J. (2007) A Climate of Conflict: The Links Between Climate Change, Peace and War. London: International Alert
South, N. and Beirne, P., (2006) Green Criminology . Aldershot: Ashgate.
South, N., (2007) ‘The “Corporate Colonisation of Nature”: Bio-prospecting, Bio-piracy and the Development of Green Criminology’, in P. Beirne and N. South (eds) Issues in Green Criminology. Devon: Willan Publishing.
South, N., Wyatt, T., (2011). ‘Comparing Illicit Trades in Wildlife and Drugs: An exploratory study’, Deviant Behaviour, 32: 538– 561.
South, N., Brisman, A., (2013). Routledge international handbook of green criminology. Routledge.
Sollund, R., (2008). Global harms: Ecological crime and speciesism. New York. Nova Publishers.
Stretesky, P., Long, M., and Lynch, M., (2013). The Treadmill of Crime: Political economy and green criminology. London: Routledge.
Walters, R (2010). Eco crime. In J. Muncie, D. Talbot, & R. Walters, Crime: Local and global. Devon and Cullompton.
Wellsmith, M., (2010). ‘The Applicability of Crime Prevention to Problems of Environmental Harm: A consideration of illicit trade in endangered species’, in R. White (ed.), Global Environmental Harm: Criminological perspectives. Cullompton: Willan.
Williams C (1996), An environmental victimology. Social Science 23 (1) 16-40. Reprinted in White R. ed 2009, Environmental Crime: Α reader. 200-222. Cullompton. Willan Pubblishing.
Williams, C., (2009). ‘An Environmental Victimology’, in R. White (ed.), Environmental Crime: A reader (pp. 200– 222). Cullompton: Willan.
Walters, R., (2010). Eco crime. In J. Muncie, D. Talbot, & R. Walters, Crime: Local and global. Devon and Cullompton.
Williams, C. (2009). ‘An Environmental Victimology’, in R. White (ed.), Environmental Crime: A reader (pp. 200– 222). Cullompton: Willan.
White, R., (1999) ‘Criminality, Risk and Environmental Harm’, Griffith Law Review, 8(2): 235–257.
White, R., (2002) ‘Environmental Harm and the Political Economy of Consumption’, Social Justice, 29(1–2): 82–102.
White, R., (2003) ‘Environmental Issues and the Criminological Imagination’, Theoretical Criminology, 7(4): 483–506.
White, R., (2004) ‘Introduction: Sociology, Society and the Environment’, in R. White (ed.) Controversies in Environmental Sociology. Melbourne: Cambridge University Press.
White, R., (2007a) ‘Green Criminology and the Pursuit of Social and Ecological Justice’, in P. Beirne and N. South (eds) Issues in Green Criminology. Devon: Willan Publishing.
White, R., (2007c) Dealing with Environmental Harm: Green Criminology and Environmental Law Enforcement , Briefing Paper No. 5, Tasmanian Institute for Law Enforcement Studies. Hobart: University of Tasmania.
White, R. (2008) Crimes Against Nature: Environmental Criminology and Ecological Justice, Willan.
White, R., (2008a) ‘A Green Criminological Perspective’, in E. McLaughlin and T. Newburn (eds) The Sage Handbook of Criminological Theory. London: Sage. White, R. (2008b) ‘Depleted Uranium, State Crime and the Politics of Knowing’, Theoretical Criminology, 12(1): 31–54.
White, R., (2008) Crimes Against Nature: Environmental Criminology and Ecological Justice, Willan.
White, R., (2011) Transnational Environmental Crime: Toward an Eco-Global Criminology. London Routledge.
White, R., Heckenberg, D., (2014-02-03). Green Criminology: An Introduction to the Study of Environmental Harm. Taylor and Francis. Kindle Edition.
Interpol and United Nations Environment Programme (Interpol and UNEP) (2012). ‘Summit Report: International Chiefs of Environmental Compliance and Enforcement’. Lyon: Interpol and UNEP.
Van Duyne,I, The phantom and the threat of organized crime, crime, law and social change, 1996, vol 24, no 4, p 341-377
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση