Αίτημα για νομοθετική παρέμβαση σχετικά με την προαγωγή παρέδρων σε περίπτωση λήψης άδειας κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου
Καταθέσαμε σήμερα, ως μέλη του Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε., το πιο κάτω αίτημα προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης για προσαρμογή στο ενωσιακό δίκαιο του νέου ΚΟΔΚΔΛ, σχετικά με τον χρόνο δοκιμαστικής περιόδου και προαγωγής των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε περίπτωση λήψης άδειας κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου.
Η ανάγκη προσαρμογής στο ενωσιακό δίκαιο των διατάξεων του νέου ΚΟΔΚΔΛ σχετικά την δοκιμαστική υπηρεσία των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας
Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ Εφέτης
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης
Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης
Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Ι. Η πρόβλεψη του άρθρου 88 παρ. 1 νέου ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022) για την προαγωγή παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων πρωτοδικών αντίστοιχα.
Το άρθρο 88 παρ. 1 νέου ΚΟΔΚΔΛ ορίζει τα ακόλουθα: (εδ. α΄): «Μετά από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για την προαγωγή των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων αντίστοιχα», (εδ. δ΄): «Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω λήψης από τον δικαστικό λειτουργό άδειας ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων προαγωγή του σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα πρωτοδικών ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 σειράς αρχαιότητας και ο δικαστικός λειτουργός αναγράφεται στους συντασσόμενους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες αρχαιότητας με τη σειρά που κατείχε κατά την αποφοίτησή του από την ΕΣΔι».
Από τη ρύθμιση αυτή προκύπτει ότι κατά τον νέο ΚΟΔΚΔΛ οι πάρεδροι (πρωτοδικείου και εισαγγελίας) που δεν συμπληρώνουν την 10μηνη δοκιμαστική υπηρεσία του άρθρου 87 παρ. 2 νέου ΚΟΔΚΔΛ οφείλουν να συνεχίσουν τη δοκιμαστική τους υπηρεσία για τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι την συμπλήρωση συνολικά 10μήνου, ενώ στη συνέχεια προάγονται σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα πρωτοδικών αντίστοιχα, αλλά η προαγωγή τους αυτή ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 νέου ΚΟΔΚΔΛ σειράς αρχαιότητας.
Η διάταξη αυτή, κατά το μέρος που αφορά σε δικαστικούς λειτουργούς που λαμβάνουν άδεια κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, είναι διττώς αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο, όπως θα φανεί και από την ανάλυση που ακολουθεί. Και τούτο διότι: α) η παράταση της δοκιμαστικής περιόδου δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν λαμβάνει υπόψη τον χρόνο που υπολείπεται για τη συμπλήρωση 10μηνης δοκιμαστικής υπηρεσίας και β) δεν διασφαλίζει την ισότητα γυναικών και ανδρών ως προς την υπηρεσιακή τους εξέλιξη.
ΙΙ. Η αντιμετώπιση της θεμελιώδους αρχής του κοινοτικού δικαίου της ισότητας ανδρών και γυναικών και η απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου.
Το ΔΕΕ είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί επανειλημμένα με την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Για την κατανόηση του σχετικού προβληματισμού παρουσιάζονται στη συνέχεια τρεις χαρακτηριστικές αποφάσεις του ΔΕΕ, που απηχούν την παγιωμένη νομολογία του σε σχέση με το ζήτημα αυτό.
ΔΕΕ της 6.3.2014, υπόθεση C-595/12 (Loredana Napoli κατά Ministero della Giustizia – Dipartimento dell’Amministrazione penitenziaria).
Στην υπόθεση αυτή ελέγχθηκε η συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο της ιταλικής νομοθεσίας που προβλέπει για τους επιτυχόντες του διαγωνισμού υπαξιωματικών του σώματος γενικών στελεχών της σωφρονιστικής αστυνομίας ότι αυτοί διορίζονται αμέσως ως δόκιμοι υπαξιωματικοί και πρέπει να παρακολουθήσουν πρόγραμμα θεωρητικής και πρακτικής κατάρτισης διάρκειας 12 μηνών, με την ολοκλήρωση του οποίου καλούνται να λάβουν μέρος σε εξέταση, παράλληλα δε διευκρινίζεται ότι οι γυναίκες μέλη του προσωπικού, των οποίων η υπερβαίνουσα τις 30 ημέρες απουσία οφείλεται σε μητρότητα, δύνανται να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα που θα διοργανωθεί μετά τη λήξη των περιόδων απουσίας τους από την εργασία οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις περί προστασίας της εργαζόμενης μητέρας. Με προσφυγή της στα ιταλικά δικαστήρια επιτυχούσα σε σχετικό διαγωνισμό, η οποία είχε λάβει άδεια ανατροφής τέκνου, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι υφίσταται ζημίες συνεπεία της μητρότητάς της, καθόσον περιέρχεται σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση σε σχέση με τους άρρενες συναδέλφους της, που επέτυχαν στον ίδιο διαγωνισμό και έγιναν δεκτοί στο αρχικό πρόγραμμα κατάρτισης, ενόψει και του ότι η προσφεύγουσα θα έχανε οπωσδήποτε τις αποδοχές και τις κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές των οποίων θα ετύγχανε αν είχε μπορέσει να παρακολουθήσει το αρχικό πρόγραμμα κατάρτισης.
Το ΔΕΕ αρχικά επισημαίνει ότι το άρθρο 2 παρ. 2, στοιχ. γ΄ της Οδηγίας 2006/54 προβλέπει ότι οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας συνεπεία εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας συνιστά διάκριση λόγω φύλου και ότι το άρθρο 14 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής καθορίζει τους τομείς στους οποίους δεν επιτρέπεται καμία διάκριση. Έτσι, απαγορεύονται οι άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις όσον αφορά τους όρους προσβάσεως στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων προσλήψεως, την πρόσβαση σε όλες τις μορφές και σε όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, την κατάρτιση, την επαγγελματική επιμόρφωση και μετεκπαίδευση, καθώς και την επαγγελματική εμπειρία, τους όρους απασχολήσεως και εργασίας και τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές ή άλλες οργανώσεις. Παράλληλα, το ΔΕΕ τόνισε ότι το άρθρο 15 της εν λόγω Οδηγίας προβλέπει ότι η γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας αυτής, να επιστρέφει στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση με όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς για αυτήν και να επωφελείται από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της. Συνεχίζοντας την προσέγγιση του ζητήματος αυτού, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι, μολονότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν, ανάλογα με τις περιστάσεις, ορισμένη διακριτική ευχέρεια όταν θεσπίζουν μέτρα τα οποία θεωρούν αναγκαία για την προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας ενός κράτους μέλους, οφείλουν εντούτοις, εφόσον θεσπίζουν μέτρα που συνιστούν παρέκκλιση από θεμελιώδες δικαίωμα, όπως η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών της οποίας την εφαρμογή επιδιώκει να διασφαλίσει η Οδηγία 2006/54, να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Ειδικά σε σχέση με την υποχρέωση για τήρηση της αρχής της αναλογικότητας το ΔΕΕ επισημαίνει ότι δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο και την αρχή της αναλογικότητας διάταξη εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει τον αυτόματο αποκλεισμό από πρόγραμμα κατάρτισης και συνεπάγεται την απώλεια της δυνατότητας συμμετοχής στην εξέταση που διοργανώνεται εν συνεχεία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε το στάδιο του εν λόγω προγράμματος κατά το οποίο λαμβάνεται η άδεια μητρότητας ούτε η ήδη κτηθείσα κατάρτιση και απλώς αναγνωρίζει στη γυναίκα που έλαβε την άδεια αυτή το δικαίωμα να μετάσχει σε πρόγραμμα κατάρτισης που θα οργανωθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Έτσι, στη συγκεκριμένη υπόθεση το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το άρθρο 15 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία αποκλείει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας από επαγγελματική κατάρτιση η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απασχόλησής της και είναι υποχρεωτική για να αποκτήσει τη δυνατότητα οριστικού διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου καθώς και για να βελτιώσει τους όρους και τις συνθήκες εργασίας της, ενώ παράλληλα της διασφαλίζει το δικαίωμα συμμετοχής στο επόμενο πρόγραμμα κατάρτισης, του οποίου όμως η ημερομηνία διοργάνωσης είναι αβέβαιη.
ΔΕΕ της 16.2.2006, υπόθεση C– 294/04 (Carmen Sarkatzis Herrero κατά Instituto Madrileño de la Salud (Imsalud)).
Στην απόφαση αυτή το ΔΕΕ αναφέρει αρχικά ότι το άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας 76/207 απαγορεύει οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, τα δε άρθρα 3 επ. της Οδηγίας αυτής (76/207) ορίζουν τους τομείς στους οποίους απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση. Κατά το άρθρο αυτό απαγορεύονται οι άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις όσον αφορά τους όρους προσβάσεως στην απασχόληση (συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και προσλήψεως), την πρόσβαση σε όλες τις μορφές και σε όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, την κατάρτιση, την επαγγελματική επιμόρφωση και μετεκπαίδευση, καθώς και την επαγγελματική εμπειρία, τους όρους απασχολήσεως και εργασίας και τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές ή άλλες οργανώσεις. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που τους απονέμει το άρθρο 2 παρ. 3 της Οδηγίας 76/207, οι γυναίκες δεν μπορούν να υφίστανται δυσμενή μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση και τους όρους εργασίας, καθώς σκοπός της οδηγίας είναι η εξασφάλιση ουσιαστικής και όχι τυπικής ισότητας. Παράλληλα, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι, εφόσον σκοπός της Οδηγίας 76/207 είναι η ουσιαστική και όχι η τυπική ισότητα, οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 3 και 3 της Οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν οποιαδήποτε δυσμενή μεταχείριση εργαζομένης λόγω άδειας μητρότητας ή σε σχέση με άδεια που σκοπεί στην προστασία της εγκύου, χωρίς να είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη αν η εν λόγω μεταχείριση αφορά υφιστάμενη ή νέα σχέση εργασίας. Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΔΕΕ έκρινε ότι η μετάθεση του χρόνου αναλήψεως υπηρεσίας εκ μέρους εργαζόμενης μητέρας, μόνιμης υπαλλήλου, μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας συνιστά δυσμενή μεταχείριση κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207.
Έτσι, τελικά το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η Οδηγία 76/207 απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν αναγνωρίζει σε εργαζόμενη που βρίσκεται σε άδεια μητρότητας τα δικαιώματα που αναγνωρίζει στους λοιπούς επιτυχόντες του ιδίου διαγωνισμού προσλήψεως όσον αφορά τους όρους ανελίξεως στην υπηρεσιακή κλίμακα των μονίμων υπαλλήλων, καθώς λαμβάνει ως αφετηρία της εκ μέρους της αναλήψεως υπηρεσίας το χρονικό σημείο λήξεως της άδειας αυτής, χωρίς να προσμετρά τη διάρκεια της εν λόγω άδειας κατά τον υπολογισμό της αρχαιότητάς της.
ΔΕΕ της 30.4.1998, υπόθεση C-136/95 (Caisse nationale d‘assurance vieillesse des travailleurs salariés (CNAVTS) κατά Évelyne Thibault).
Στην υπόθεση αυτή η προσφεύγουσα, υπάλληλος, παραπονέθηκε διότι οι εθνικές αρχές δεν προχώρησαν στη βαθμολόγησή της λόγω της λόγω της απουσίας της από την υπηρεσία, μετά από λήψη άδειας μητρότητας, κάτι που είχε ως συνέπεια να στερηθεί την ευκαιρία να προαχθεί.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το δικαίωμα κάθε υπαλλήλου να βαθμολογείται ετησίως και, κατά συνέπεια, να μπορεί να τύχει επαγγελματικής προωθήσεως, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των όρων της συμβάσεως εργασίας του κατά το ενωσιακό δίκαιο. Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί να μην εξαιρείται η γυναίκα εργαζομένη, η οποία εξακολουθεί να συνδέεται με τον εργοδότη της διά της συμβάσεως εργασίας κατά την άδεια μητρότητας, της εφαρμογής των ευεργετικών όρων εργασίας που ισχύουν τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες εργαζομένους και απορρέουν από αυτή τη σχέση εργασίας. Ο αποκλεισμός μιας μισθωτής εργαζομένης από το δικαίωμα να τύχει ετήσιας βαθμολογήσεως συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος της λόγω της ιδιότητάς της ως εργαζομένης καθόσον, αν δεν ήταν έγκυος και αν δεν είχε λάβει την άδεια μητρότητας, την οποία εδικαιούτο, η εργαζομένη αυτή θα είχε βαθμολογηθεί για το οικείο έτος και, κατά συνέπεια, θα ήταν σε θέση να τύχει επαγγελματικής προωθήσεως. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η γυναίκα που υφίσταται δυσμενή μεταχείριση όσον αφορά τους όρους εργασίας της, υπό την έννοια ότι στερείται το δικαίωμά της να τύχει ετήσιας βαθμολογήσεως και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα επαγγελματικής προωθήσεως, επειδή απουσίασε σε άδεια μητρότητας, υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω της εγκυμοσύνης της και της άδειάς της μητρότητας. Η συμπεριφορά αυτή συνιστά δυσμενή διάκριση στηριζόμενη ευθέως στο φύλο.
Έτσι, το ΔΕΕ κατέληξε ότι το ενωσιακό δίκαιο απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση που στερεί από τις γυναίκες το δικαίωμα βαθμολογήσεώς τους και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα να τύχουν επαγγελματικής προωθήσεως, διότι απουσίασαν από την εργασία τους λόγω αδείας μητρότητας.
III. Η ανάγκη προσαρμογής του εθνικού μας δικαίου στο ενωσιακό δίκαιο, όπως αυθεντικά ερμηνεύεται από το ΔΕΕ.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι κατά την κρίση του αρμόδιου οργάνου (εν προκειμένω του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου) σχετικά με την προαγωγή των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων πρωτοδικών αντίστοιχα πρέπει να αναγνωρίζεται η δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια του δοκιμαστικού σταδίου που έχει διανυθεί και η απόδοση των παρέδρων και η εμπειρία που έχουν αποκτήσει κατά το διανυθέν αυτό χρονικό διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου, ώστε με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας να μπορεί το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να αποφασίσει την προαγωγή των παρέδρων, ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί η 10μηνη δοκιμαστική υπηρεσία, εφόσον με βάση τα πιο πάνω στοιχεία κρίνεται ο πάρεδρος κατάλληλος για προαγωγή. Αυτόματη παράταση του δοκιμαστικού σταδίου, ανεξάρτητα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο.
Παράλληλα, πρέπει ρητά να προβλεφθεί, προς διασφάλιση της ουσιαστικής ισότητας γυναικών και ανδρών ως προς την υπηρεσιακή τους εξέλιξη, ότι σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίσει τη συνέχιση της δοκιμαστικής υπηρεσίας των παρέδρων για τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι την συμπλήρωση συνολικά 10μήνου, η προαγωγή τους σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα ενεργεί αναδρομικά όχι μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 νέου ΚΟΔΚΔΛ σειράς αρχαιότητας, αλλά και ως προς την εν γένει υπηρεσιακή και μισθολογική τους εξέλιξη.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση