Α.Ερμίδου, τοποθέτηση στην Γ.Σ. της Ε.Δ.Ε. της 9.12.2023
Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ της 9/12/2023
Ακριβή Ερμίδου,
Ειρηνοδίκης Αθηνών
Στις 19 Μαΐου 1983 ο εφέτης τότε και μετέπειτα πρόεδρος του Αρείου Πάγου Στέφανος Ματθίας, παρουσίασε εισήγηση στην Εταιρεία Δικαστικών Μελετών με θέμα « Η κατάργηση των Ειρηνοδικείων». Ακολούθησε συζήτηση που ολοκληρώθηκε σε τέσσερις συνεδριάσεις. Το πόρισμα της εταιρείας, κατέληγε ως εξής: « Οπωσδήποτε ένα είναι βέβαιο. Ότι η δυσχέρεια της απορρόφησης των Ειρηνοδικών δεν πρέπει να επιβραδύνει την κατάργηση των Ειρηνοδικείων. Γιατί ο χρόνος που περνάει κάνει ολοένα δυσκολότερη την αντιμετώπιση του προβλήματος, ενώ παρατείνεται μια κατάσταση με ολοφάνερα και σοβαρότατα μειονεκτήματα»[1]. Λίγα χρόνια αργότερα η Διαρκής Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης Τάξης και Δικαιοσύνης συνήλθε στις 20, 21 και 22 Απριλίου 1999 με αντικείμενο την επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης « Ενοποίηση του πρώτου βαθύ δικαιοδοσίας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων…». Το σχέδιο νόμου ψηφίσθηκε χωρίς την ανωτέρω μεταρρύθμιση, η οποία λίγες ώρες πριν την συζήτησή του στην Βουλή αποσύρθηκε από τον Υπουργό κ. Ευάγγελο Γιαννόπουλο κι έτσι σημειώθηκε η όγδοη ανεπιτυχής προσπάθεια της πολιτείας, από έτος 1904 μέχρι τότε για την αναδιάρθρωση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας[2]. Έκτοτε μέχρι σήμερα παρήλθαν 24 χρόνια χωρίς να επέλθει καμιά εκ βάθρων μεταρρύθμιση στο κλάδο των Ειρηνοδικών, παρά μόνο διαρκείς τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τις οποίες μεταβλήθηκε αρκετές φορές η καθ’ ύλην αρμοδιότητα στα δικαστήρια του πρώτου βαθμού (Ειρηνοδικεία-Πρωτοδικεία), αυξήθηκε η αρμοδιότητα λόγω ποσού των Ειρηνοδικείων ή ανατέθηκε σ’ αυτά ειδική ύλη. Παράλληλα δεν έπαυσαν να υπάρχουν φωνές στο δικαστικό κόσμο ολοένα αυξανόμενες για το ότι κάτι πρέπει να αλλάξει στο πρώτο βαθμό, ενώ οι τόσες διαδοχικές αποτυχημένες προσπάθειες για ενοποίηση, δημιουργούσαν εύλογα την εντύπωση ότι η έλλειψη τόλμης για αντίστοιχη πολιτική απόφαση, ευθύνεται προεχόντως γι’ αυτό, αφού και στις οκτώ προσπάθειες η πολιτεία αντιλαμβανόταν το οφθαλμοφανές, ουδέποτε όμως ολοκλήρωσε την αντίστοιχη νομοθετική της πρωτοβουλία. Έτσι το 2015 και αφού είχε προηγηθεί η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 88 του Συντ, σε ένα σχετικό μου τότε άρθρο[3] επεσήμανα το γεγονός ότι εδώ και πολλά χρόνια, οι ειρηνοδίκες δεν ήταν απλώς ειρηνοποιοί, για τη συμβιβαστική διευθέτηση των διαφορών, αλλά ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί με νομική παιδεία και κατάρτιση και ότι ίσως έπρεπε να ανοίξει εκ νέου ο διάλογος για το ζήτημα αυτό , αφού ύστερα και από την ανάθεση στους ειρηνοδίκες αυξημένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων αφενός μεν ο όγκος εργασίας τους είχε υπερδιπλασιασθεί, αφετέρου το επίπεδο της νομικής κατάρτισης των ειρηνοδικών κυρίως των νεώτερων , ήταν ιδιαίτερα υψηλός και εφάμιλλος εκείνου των πρωτοδικών. Ωστόσο για να είμαι ειλικρινής όταν το 2016 είχα τη τύχη να είμαι μέλος στο προεδρείο της Ενωσης , διαπιστώνοντας ότι μεγάλη μερίδα των νέων συναδέλφων μου επιθυμούσε την παραμονή του στο βαθμό αυτό, αντιμετωπίζοντας με δυσπιστία την περίπτωση της ενοποίησης, οι πρώτες μου ενέργειες ήταν σε πρώτη φάση τουλάχιστον τότε ως Προεδρείο, να επιδιώξουμε την αναγκαία μεταβολή στον τρόπο διορισμού τους και τη παροχή σε αυτούς εξειδικευμένης εκπαίδευσης και κατάρτισης, κατά τον ίδιο τρόπο που ισχύει για τους λοιπούς δικαστές, «προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν ευχερέστερα στο δύσκολο έργο τους», μια αιτιολογία που με ικανοποίηση είδαμε στην συνέχεια να αποτελεί την εισηγητική έκθεση του νέου νόμου 4689/2020 με τον οποίο ιδρύθηκε η κατεύθυνση Ειρηνοδικών στην Εσδι. Πραγματικά από τότε πίστευα ότι με την πάροδο των ετών το ζήτημα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού θα ήταν νομοτελειακό, αφού κάθε φραγμός πλέον ανάμεσα στα δύο πρωτοβάθμια δικαστήρια είχε σπάσει και η εμμονή της πολιτείας στην καθιερωμένη διάκρισή τους δεν θα είχε πλέον καμιά πειστική εξήγηση. Έτσι ίσως είναι πραγματικά η ώρα (αν και οι ειρηνοδίκες έχουν αναβαθμισθεί ουσιαστικά και τυπικά) να δοθεί η λύση για την δυνατότητα στην περαιτέρω εξέλιξή τους[4]. Τίθεται λοιπόν σήμερα το μεγάλο ερώτημα: Θέλουμε την ενοποίηση ναι ή όχι ? Απ’ όσα έχω αντιληφθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα βλέποντας τις αντιδράσεις των συναδέλφων μου , μεγάλος αριθμός αυτών είναι ακόμη σήμερα αρνητικός ή επιφυλακτικός σε μια τέτοια ενοποίηση, επικαλούμενος ο καθένας τους δικούς του λόγους . Υστερα μάλιστα και από την δημοσιοποίηση του γνωστού πορίσματος της ομάδας εργασίας για την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη, -στην οποία πρέπει να επισημάνω την παντελή απουσία της Ενωσης και των εκπροσώπων μας σ΄αυτήν, -και το οποίο πόρισμα περιέχει κατά την γνώμη μου υποτιμητικές και απαξιωτικές προτάσεις για το κλάδο μας, θα έλεγε κανείς ότι οι ειρηνοδίκες έχουμε βάσιμους λόγους να μην συναινέσουμε σε μια νέα προσπάθεια της πολιτείας για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού. Ωστόσο ας δούμε τα πραγματικά δεδομένα, τι σημαίνει σήμερα ένα «όχι» στην ενοποίηση; Το όχι σήμερα αποτελεί την κύρια έκφραση του προεδρείου της Ενδε [5] που αρνείται την ενοποίηση και προτείνει σαν λύση την αύξηση της καθύλην αρμοδιότητας και την μεταφορά επιπλέον ειδικής ύλης στα ειρηνοδικεία ( πχ κτηματολόγιο). Κατ’ αρχήν η πρόταση αυτή έρχεται σαν συνέχεια της πλήρους ασυνέπειας των μελών του προεδρείου προς τις εξαγγελθείσες προεκλογικές υποσχέσεις του περί δήθεν καμιας αύξησης της αρμοδιότητας για την επόμενη 5ετία, περί δήθεν μείωσης της ύλης των Ειρηνοδικείων, περί δήθεν μη συμμετοχής σε τριμελή και κατ’ οίκον έρευνες, περί δήθεν μισθολογικής εξομοίωσης των ειρηνοδικών με τους πρωτοδίκες κλπ, ασυνέπεια άλλωστε που όλοι πια οι συνάδελφοι ακόμα και οι πιο δύσπιστοι έχουν ήδη αντιληφθεί. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι και μία πολύ κακή πρόταση, διότι η μέχρι τώρα πρακτική έχει δείξει ότι το ζήτημα της αύξησης της καθύλην αρμοδιότητας δεν έχει ταβάνι και μια τέτοια επιλογή θα διαιωνίζει την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα στο κλάδο μας, σε δυο χρόνια θα μιλάμε πάλι για αύξηση αρμοδιότητας, ενώ κατ’ αποτέλεσμα η πρόταση αυτή -αν γινόταν δεκτή θα είχε σαν συνέπεια την υποβοήθηση των πρωτοδικείων στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, αφού θα τα απάλλασσε από αντικείμενο χωρίς όμως κανένα αντίκρυσμα ή όφελος για τα ειρηνοδικεία. Στον αντίποδα της ανωτέρω πρότασης βρίσκεται η θετική στάση για την ενοποίηση, η οποία περικλείει σήμερα διάφορες επιμέρους προτάσεις συναδέλφων όπως έχουν δημοσιοποιηθεί μέσα στις διάφορες κοινότητες viber, στις οποίες οι διαφορές εντοπίζονται στο πλέον κύριο ζήτημα,του πώς δηλ.θα επιλυθεί το θέμα της επετηρίδας[6]. Άποψή μου επομένως είναι ότι η απόφαση της Γ.Σ σήμερα πρέπει να είναι «Ναι» στην ενοποίηση. Μια ενοποίηση όμως που πρέπει να γίνει με δίκαιους όρους και προϋποθέσεις που θα υπηρετούν την ισότητα και τον σεβασμό στην μέχρι τώρα υπηρεσιακή διαδρομή των ειρηνοδικών, την διατήρηση του μισθολογικού τους κεκτημένου και θα παρέχουν την δυνατότητα απεριόριστης εξέλιξης. Έτσι μόνο θα αναγνωρισθεί, έμπρακτα από την πολιτεία ότι οι ειρηνοδίκες είναι ικανοί να ενταχθούν στα πρωτοδικεία με ισότιμους όρους χωρίς να γίνει αιτία η ένταξη αυτή να δημιουργήσει μια καινούργια σειρά δικαστών δύο ταχυτήτων. Αντίθετα ένα ενδεχόμενο «όχι» της Γ.Σ σήμερα στην πραγματικότητα δεν θα είναι απλά ένα «όχι» στο πόρισμα της ομάδας εργασίας , όπως το εμφάνισε η Πρόεδρος της Ένωσης στην κεντρική της τοποθέτηση, αλλά «όχι» στην ενοποίηση και μάλιστα χωρίς να γνωρίζει κανείς ποια τελικά είναι η πραγματική της θέση. Με άλλα λόγια αν το υπουργείο φέρει σε λίγες ημέρες ένα σχέδιο ενοποίησης ποια θα είναι η στάση της Προέδρου και γενικά του Προεδρείου της Ένωσης με την οποία θα κληθεί να διαπραγματευτεί; Η πραγματικότητα απαιτεί ξεκάθαρη θέση που σήμερα κανείς δεν γνωρίζει.
——————
[1]Δημ στην ΕλΔνη 1983 σελ. 22.
[2] σε διάστημα 95 ετών συνολικά, επιχειρήθηκε η αναδιάρθρωση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας οκτώ (8) φορές, εκ των οποίων 4 εξ αυτών άμεσες με την κατάργηση των Ειρηνοδικείων και 4 έμμεσες με αναδιάρθρωση και κάμψη του δυαδικού συστήματος εισαγωγής και διατήρηση των Ειρηνοδικείων ( Γ.Δελής Αρμοδιότητες Ειρηνοδικείων Νομική Βιβλιοθήκη 2022).
[3] Στην μη λειτουργούσα πλέον ιστοσελίδα Eirinodikis.gr
[4] Αξιοσημείωτο είναι ότι με το νέο Νόμο 4871/2021 για την Εσδι οι εισαγωγικές εξετάσεις είναι κοινές και στο άρθρο 21 ορίζεται πλέον ότι στην κατεύθυνση Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και στην κατεύθυνση Ειρηνοδικών, έχει συνταχθεί ένας ενιαίος πίνακας οριστικών αποτελεσμάτων. και επομένως προστίθεται ακόμη ένα επιχείρημα υπέρ της ευχερούς και χωρίς διλήμματα ενοποίησης του πρώτου βαθμού.
[5] αντίθετα μέχρι τώρα η θέση του όπως είχε αποτυπωθεί στο με αριθμό 112/27-10-2011 έγγραφό του
[6] Σχετικό το έγγραφο του συναδέλφου Ν.Τσαγκαράκη προς την άτυπη Ολομέλεια του Ειρηνοδικείου Αθηνών της 15.11.2023 στην οποία γίνεται λόγος για ενιαία επετηρίδα , η πρόταση των συναδέλφων Βασταρούχα -Σακελλαροπούλου και της Ολομέλειας του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης όπου γίνεται λόγος για παράλληλη επετηρίδα.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση