ΑΕΔ 4/2022: αρμοδιότητα του συμβουλίου πλημμελειοδικών να κρίνει προσφυγή κρατουμένου κατά απόφασης του Γ.Γ.Αντεγκληματικής Πολιτικής για μεταγωγή από ένα κατάστημα κράτησης σε άλλο
Αριθμός απόφασης 4/2022
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σκαλτσούνη, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Πρόεδρο, Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη . Σαρμά, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Μαρία Σωτηροπούλου, Αγγελική Μίντζια – Εισηγήτρια, Συμβούλους Επικρατείας, τακτικά μέλη, Μαρία Κουβίδου, Μαριάνθη Παγουτέλη, Αρεοπαγίτες, τακτικά μέλη, Κασσιανή Μαρίνου, Σύμβουλο Επικρατείας, τακτικό μέλος, Δήμητρα Ζώη, Αρεοπαγίτη, τακτικό μέλος, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Σύμβουλο Επικρατείας, τακτικό μέλος, Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτη, τακτικό μέλος, Κωνσταντίνο Ρέμελη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, πρώτο αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του Σπυρίδωνα Βλαχόπουλου, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικού μέλους, Κωνσταντίνο Γώγο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος και τη Γραμματέα Ελένη Γκίκα, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 18 Μαΐου 2022 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Δ. Κ. του Κ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης (Κ.Κ.) Δομοκού, ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Σαραφιανού του Παναγιώτη (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 14683).
ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, και παρέστη διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Παναγιώτη Παππά του Γεωργίου.
Ο αιτών με την από 19.7.2021 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 3/21.7.2021, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.
Ακολούθως, η εισηγήτρια, Αγγελική Μίντζια, Σύμβουλος Επικρατείας, ανέγνωσε την από 13.5.2022 έκθεσή της.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος και τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, . οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.
Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, ζητείται η άρση της αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας που, κατά τα προβαλλόμενα, δημιουργήθηκε από την έκδοση της 582/2021 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του 32/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών.
2. Επειδή, έχουν διενεργηθεί οι νόμιμες κοινοποιήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2, 45 και 47 παρ. 2 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976, Α΄ 141), προς τον αιτούντα και τους λοιπούς διαδίκους, προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Διευθύνοντα Πρόεδρο Πρωτοδικών Λαμίας και προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, μεταξύ άλλων, «η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου, ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Εξάλλου, στο Κεφάλαιο Ζ·του Κώδικα για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και υπό τον τίτλο «Άρσις Συγκρούσεων» καθορίζονται οι προϋποθέσεις άσκησης της προβλεπόμενης στην ως άνω συνταγματική διάταξη αρμοδιότητας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου για την άρση συγκρούσεων α) μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών αρχών (άρθρα 42 και 43) και β) μεταξύ δικαστηρίων (άρθρα 44 έως 47). Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο αυτό του Κώδικα υπό τον τίτλο «Β) Σύγκρουσις μεταξύ Δικαστηρίων» και στο άρθρο 46 υπό τον ειδικότερο τίτλο «Αποφατική σύγκρουσις» ορίζεται στην παρ. 1 ότι, εφόσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αφενός και τα αστικά δικαστήρια αφετέρου έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου με κατάθεση σχετικής αίτησης ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας απόφασης. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητούμενου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το ζήτημα αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία, η δε απόφασή του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους (βλ. Α.Ε.Δ. 2, 7, 11/2017, 1, 2/2016, 12/2013, 3/2012, 28/2011, 19/2009, κ.ά.).
4. Επειδή, στο άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ’ του Συντάγματος καθιδρύεται η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου για την άρση της σύγκρουσης, εκτός των άλλων, μεταξύ των δικαστηρίων, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής η σύγκρουση να έχει προκληθεί μεταξύ τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, αλλά μεταξύ των δικαστηρίων εν γένει. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη ήταν να καθιερώσει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως δικαστήριο άρσης συγκρούσεων δικαιοδοσίας προκαλουμένων μόνον από δικαστικές αποφάσεις και να αποκλείσει από την αρμοδιότητά του την άρση των συγκρούσεων που προκαλούνται μεταξύ βουλεύματος και δικαστικής απόφασης. Περαιτέρω, το άρθρο 46 παρ. 1 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ορίζοντας ότι συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης όταν τα οικεία δικαστήρια «έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της αυτής υποθέσεως», δεν αναφέρεται στην ύπαρξη τελεσίδικων αντίθετων «αποφάσεων» αλλά στην τελεσίδικη διάγνωση, στην εκάστοτε ενώπιόν του αγόμενη διαφορά, ότι τα δικαστήρια και των δύο δικαιοδοσιών στερούνται αρμοδιότητας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ως «τελεσίδικη κρίση», η οποία μπορεί να προκαλέσει αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, νοείται όχι μόνο κρίση διατυπωθείσα σε δικαστική απόφαση η οποία κατέστη τελεσίδικη, αλλά επίσης και κρίση διατυπωθείσα σε βούλευμα με το οποίο το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται τελεσιδίκως ότι η διαφορά που ήχθη ενώπιόν του δεν υπάγεται στην ποινική δικαιοδοσία. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, πλην του ότι συρρικνώνει αδικαιολογήτως το πεδίο εφαρμογής της διάταξης χωρίς, μάλιστα, να ευρίσκει έρεισμα στη γραμματική της διατύπωση, άγει σε παντελή αποστέρηση του ανυπαίτιου διαδίκου από την έννομη προστασία του, η οποία κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αφού έχει ως συνέπεια την αναγνώριση του ότι η έννομη τάξη δεν προσφέρει στον πολίτη δικαστήριο για να του παράσχει έννομη προστασία σε μια κατηγορία διαφορών, κατά προφανή παράβαση των διατάξεων αυτών.
5. Επειδή, από τα δικόγραφα της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής του αιτούντος καθώς και τις επ’ αυτών αντίστοιχες απόφαση και βούλευμα προκύπτουν τα εξής: Με την 582/2021 απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Ολομέλεια απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, την από 3.2021 αίτηση ακύρωσης του αιτούντος κατά α) της 18159 οικ./21. 12.2020 απόφασης της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, με την οποία διετάχθη η μεταγωγή του αιτούντος στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, β) της «υλικής πράξης» μεταγωγής του, στις 21.12.2020, από το Ειδικό Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κασσαβέτειας στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού και γ) της παράλειψης της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής να αποφασίσει τη μεταγωγή του αιτούντος από το Κατάστημα Κράτησης Δομοκού στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Από την άλλη πλευρά, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας με το 32/6.3.2021 βούλευμα απέρριψε την από 3.3.2021 προσφυγή του αιτούντος, κατά το μέρος αυτής που στρεφόταν κατά των ίδιων ως άνω πράξεων, ως στερούμενο, επίσης, δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, με την από 14.5.2021 διάταξη της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση άσκησης αναίρεσης κατά του βουλεύματος αυτού, λόγω έλλειψης της συνδρομής κάποιου από τους οριζόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγους και απορρίφθηκε σχετικό αίτημα του αιτούντος. Με τα δεδομένα αυτά, παραδεκτώς φέρεται προς επίλυση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου το ζήτημα της αποφατικής σύγκρουσης το οποίο ανέκυψε μεταξύ των δύο ως άνω Δικαστηρίων για την ίδια διαφορά και προκλήθηκε από την ως άνω δικαστική απόφαση και το βούλευμα λόγω διαφορετικής ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 2, 9, 87 παρ. 1 και 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα και 567 του Κ.Ποιν.Δ. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση, που κατατέθηκε στις 21.7.2021, παραδεκτώς ασκείται τόσο από την άποψη της τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης και του βουλεύματος -κατά του οποίου δεν προβλέπεται ειδικώς από τις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα ν. 2776/1999 (Α΄ 291) αλλά και της Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96) η άσκηση από τον αιτούντα του τακτικού ενδίκου μέσου της έφεσης- όσο και από την άποψη της προθεσμίας άσκησής της, εφόσον κατατέθηκε μέσα στην οριζόμενη στο άρθρο 46 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προθεσμία των ενενήντα ημερών, η οποία εκκινεί από τη δημοσίευση στις 23.4.2021 της νεότερης 582/2021 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 20 παρ. 1 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει», στο άρθρο 93 παρ. 1 ότι . «Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», στο άρθρο 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4 . …», στο άρθρο 95 παρ. 1 ότι «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου …» και στο άρθρο 96 παρ. 1 ότι «Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι».
7. Επειδή, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019) ορίζει στο πέμπτο Κεφάλαιο («Εποπτεία στην έκτιση της ελευθερίας ποινής))) του όγδοου Βιβλίου και στο άρθρο 567 («Ποιος και πώς ασκεί την εποπτεία») ότι «1. Ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή, ασκεί τις προβλεπόμενες στον κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων αρμοδιότητές του και μεριμνά για την έκτιση της ποινής και την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα αυτού, του ποινικού κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση των ποινών».
8. Επειδή, περαιτέρω, ο Σωφρονιστικός Κώδικας που κυρώθηκε με τον ν. 2776/1999, όπως ισχύει, ορίζει στο άρθρο 1 («Κανόνες εκτέλεσης ποινών και μέτρων ασφαλείας κατά της ελευθερίας») ότι: «1. Οι κανόνες που ακολουθούν ρυθμίζουν τους όρους και τις συνθήκες εκτέλεσης ποινών και μέτρων ασφαλείας κατά της ελευθερίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις, τους νόμους και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους …»· στο άρθρο 2 («Νομιμότητα στη μεταχείριση των κρατουμένων») ότι: «1. … Ο έλεγχος της νομιμότητας στη μεταχείριση των κρατουμένων ασκείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό και από το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών. 3. …»: στο άρθρο 6 («Έννομη προστασία των κρατουμένων») ότι: «1. Στην περίπτωση παράνομης ενέργειας σε βάρος τους ή παράνομης εντολής οι κρατούμενοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρονται γραπτώς και μέσα σε εύλογο χρόνο στο Συμβούλιο Φυλακής, εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα δεν τους παρέχεται άλλο ένδικο βοήθημα. Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης με την οποία απορρίπτεται το αίτημά τους ή μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αναφοράς, αν δεν εκδόθηκε απόφαση, οι κρατούμενοι έχουν δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο Εκτέλεσης των Ποινών. Το Δικαστήριο αυτό, εφόσον δεχθεί κατ’ ουσίαν την προσφυγή, αίρει τα αποτελέσματα που απορρέουν από την παράνομη ενέργεια ή εντολή. 2, Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης [ήδη Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη καθό μέρος μεταφέρθηκαν σ’ αυτό η Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής και οι αρμοδιότητές της – βλ. π.δ. 81/2019 (Α’ 119), άρθρο 2 παρ. 5.1, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 5 του ν. 4625/2019 (Α΄ 139)], η οποία ασκεί την εποπτεία επί της λειτουργίας του καταστήματος, μεριμνά για την άμεση συμμόρφωση προς την απόφαση του Συμβουλίου Φυλακής, ανακαλεί την παράνομη ενέργεια, ικανοποιεί το αίτημα του κρατουμένου και ελέγχει τους υπευθύνους. 3. Η διεύθυνση του καταστήματος υποχρεούται να διαβιβάζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες κάθε αναφορά ή επιστολή κρατουμένου απευθυνόμενη προς δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό, χωρίς να λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της …»· στο άρθρο 9 («Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών») ότι: «1. [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4760/2020 (Α’ 247/11.12.2020)]. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συστήνεται Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών (Κ.Ε.Μ.). Η Επιτροπή αυτή συγκροτείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του Υπουργού Δικαιοσύνης, είναι τριμελής και αποτελείται από τον Γενικό Γραμματέα : Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ως Πρόεδρο, τον επόπτη του συγκροτήματος Φυλακών Κορυδαλλού Αντεισαγγελέα Εφετών ή τον Αναπληρωτή του και τον πρόεδρο του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου Φυλακών (Κ.Ε.Σ.Φ.) ή τον νόμιμο αναπληρωτή του ή άλλο μέλος του … ως μέλη … 2. Η Κ.Ε.Μ. παραγγέλλει τις μεταγωγές κρατουμένων και ρυθμίζει κάθε θέμα σχετικό με αυτές, εκτός από ης μεταγωγές που γίνονται προς διευκόλυνση του έργου της ανάκρισης ή προκειμένου να εμφανιστεί ο μεταγόμενος σε δικαστήριο ή σε δημόσιο αρχή. Ο διευθυντής του καταστήματος μπορεί να προτείνει τη μεταγωγή, εκθέτοντας τους λόγους που τη δικαιολογούν. Όταν η μεταγωγή προτείνεται από το διευθυντή του καταστήματος, απαιτείται γνώμη του Συμβουλίου της Φυλακής, υπό την προεδρία του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού, χωρίς τη συμμετοχή σε αυτό του διευθυντή. 3. [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 4043/2021 (Α ‘ 25)]. Ο Υπουργός … μπορεί να παραγγέλλει ή να απαγορεύει τη μεταγωγή κρατουμένου για λόγους που συνδέονται με την ασφάλεια της χώρας ή τη δημόσια τάξη. Σε περίπτωση κατεπείγοντος ή όταν απειλείται διασάλευση της τάξης και της ασφάλειας του καταστήματος, η μεταγωγή ή η μη μεταγωγή διατάσσεται από τον Γενικό Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής …, το ζήτημα όμως εισάγεται το ταχύτερο δυνατόν στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών, που αποφασίζει σχετικά. 4. [όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4274/2014 (Α’ 147)]. Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος μεταγωγής κρατουμένου για ουσιαστικούς λόγους για δεύτερη συνεχόμενη φορά, μπορεί αυτός να προσφύγει κατά της απόφασης της Κ.Ε.Μ. στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, το οποίο συνεδριάζει ως Συμβούλιο, εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απορριπτικής απόφασης» στο άρθρο 85 («Αρμοδιότητες του Δικαστικού Λειτουργού») ότι: «Ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός έχει τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία καθήκοντα. Ειδικότερα, αποφασίζει επί όσων θεμάτων του ανατίθενται στον παρόντα Κώδικα, ασκεί τις αρμοδιότητες του άρθρου 572 [ήδη 567] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, συμμετέχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών και δικαιούται να ασκεί προσφυγή κατ’ αποφάσεων του Συμβουλίου Φυλακής, εξαιρούμενος στην περίπτωση αυτήν από τη σύνθεση του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της προσφυγής του»·στο άρθρο 86 («Εποπτεία του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών») ότι: «1. Το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, ως ειδικό τμήμα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου στις έδρες των Πρωτοδικείων: Αθηνών… και ως το αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο στις έδρες των λοιπών Πρωτοδικείων δικάζει, συνεδριάζοντας ως δικαστικό συμβούλιο, αφού ακούσει τον Εισαγγελέα και αποφαίνεται σε κάθε περίπτωση που ασκείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα Κώδικα, προσφυγή κατά απόφασης: α) του Συμβουλίου Φυλακών και β) του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού κατά το προηγούμενο άρθρο»·και στο άρθρο 87 («Μεταβατικές και Τελικές διατάξεις») ότι: «1. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, τις αντίστοιχες αρμοδιότητες ασκεί μέχρι τη νομοθετική καθιέρωση του οργάνου αυτού, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. 2. Όπου αναφέρεται αρμόδιος δικαστικός λειτουργός, τις αρμοδιότητες ασκεί ο εισαγγελέας, που προβλέπεται από το άρθρο 572 [567] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. …».
9. Επειδή, ενόψει του οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών που καθιδρύεται με τις διατάξεις των άρθρων 93, 94, 95 και 96 του Συντάγματος, ο έλεγχος τόσο των αποφάσεων και των διαδικαστικών πράξεων των οικείων δικαστικών οργάνων, όσο και πράξεων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, οι οποίες εντάσσονται λειτουργικώς, σύμφωνα με τον νόμο, στο πλαίσιο της άσκησης της δικαστικής εξουσίας και συνδέονται αναπόσπαστα με την εύρυθμη λειτουργία του οικείου δικαιοδοτικού. κλάδου, ιδίως δε με την εκτέλεση των αποφάσεών του και την υλοποίηση των κριθέντων στο διαγνωστικό στάδιο της δίκης, υπάγεται στα δικαστήρια του ίδιου δικαιοδοτικού κλάδου. Για τον λόγο αυτόν, κατά την ειδικότερη έννοια του άρθρου 96 παρ. 1 του Συντάγματος, τα ποινικά δικαστήρια, στη δικαιοδοσία των οποίων ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, είναι αρμόδια για την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων τόσο κατά το στάδιο της προδικασίας και της κύριας ενώπιόν τους διαδικασίας, όσο και κατά το στάδιο της εκτέλεσης των ποινικών αποφάσεων και της έκτισης των ποινών που επιβάλλονται με αυτές, κατά το οποίο ολοκληρώνεται η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης από την άποψη της πραγματοποίησης της ποινικής αξίωσης της πολιτείας, καθώς και από την άποψη της ειδικής πρόληψης των εγκλημάτων στο πρόσωπο του καταδίκου. Από την κατά τα ανωτέρω δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων δεν εξαιρούνται οι πράξεις ή ενέργειες που επιχειρούνται, σύμφωνα με τον νόμο, από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ανεξαρτήτως του Υπουργείου στο οποίο ανήκουν, και οι οποίες εντάσσονται από λειτουργική άποψη σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω στάδια απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Οι πράξεις αυτές, ενόψει της προκύπτουσας από τις παρατεθείσες στην έκτη σκέψη διατάξεις του Συντάγματος αρχής του ενιαίου της δικαιοδοσίας δεν δύνανται να ελεγχθούν, κατά παρέκκλιση της εν λόγω αρχής από δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας πλην των ποινικών, τα οποία έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να κρίνουν τη νομιμότητά τους. Τούτο ισχύει ιδίως για τις πράξεις που αφορούν την έκτιση των στερητικών της ελευθερίας ποινών, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως πράξεων ή παραλείψεων μεταγωγής κρατουμένων σε καταστήματα κράτησης.
10. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών (ΚΕΜ) στις 12.2020 αποφάσισε (Α.Π. 1617/21.12.2020) , κατ’ επίκληση του άρθρου 9 παρ. 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα, τη μεταγωγή του αιτούντος από το Ειδικό Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κασσαβέτειας στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, στο πλαίσιο των ορισμών του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 4760/2020 (Α’ 247) που εισήγαγε απαγόρευση της μεταγωγής ή παραμονής σε αγροτικές φυλακές σε όσους κρατούμενους έχουν καταδικασθεί για εγκλήματα τρομοκρατίας. Την ίδια ημερομηνία, με την 18159 οικ./21.12.2020 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής, διετάχθη η μεταγωγή του αιτούντος από το Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, για λόγους κατεπείγοντος, δημόσιας τάξης, ασφάλειας και εύρυθμης λειτουργίας του καταστήματος κράτησης, κατ’ εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 3 εδαφ. β’ του Σωφρονιστικού Κώδικα. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε αφού ελήφθησαν υπόψη: α) το ΕΠ 125/21.12.2020 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού και β) το ΑΠ 8915/17. 12.2020 έγγραφο της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής. Με την από 4.1.2021 πράξη της ΚΕΜ · εγκρίθηκε, κατά τους ορισμούς του άρθρου 9 παρ. 3 του Σωφρονιστικού Κώδικα, η ανωτέρω απόφαση της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής για την έκτακτη μεταγωγή του αιτούντος. Εν τω μεταξύ, ο αιτών με την από 24.12.2020 αίτησή του προς την ΚΕΜ είχε ζητήσει τη μεταγωγή του στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Επακολούθησε νεότερο αίτημα του αιτούντος, που υποβλήθηκε στις 28.2.2021 δια της συνηγόρου του, με το ίδιο αντικείμενο, τη μεταγωγή του δηλαδή στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, για τον πρόσθετο λόγο ότι κινδύνευε να υποστεί ανήκεστο βλάβη της υγείας ή και απώλεια της ζωής του δεδομένου ότι από 8.1.2021 είχε ξεκινήσει απεργία πείνας. Η Γενική Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής ενημέρωσε τον αιτούντα (ΑΠ. 2620/3.3.2021 έγγραφό της) ότι τα επίμαχα αιτήματά του εκκρεμούν και θα εξετασθούν από την ΚΕΜ. Η τελευταία με τις . Α.Π. 992/11.3.2021 και 2636/11.3.2021 αποφάσεις απέρριψε αμφότερα τα αιτήματα . με την επισήμανση. στη δεύτερη ότι κατ’ ,αυτής επιτρέπεται, σύμφωνα με το: άρθρο 9 παρ. 4 του Σωφρονιστικού Κώδικα, προσφυγή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών από τον αιτούντα. Προηγουμένως, ο αιτών είχε ασκήσει ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών, κατ’ επίκληση της παρ. 2 του άρθρου 2 σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στα άρθρα 86-87 του Σωφρονιστικού Κώδικα, προσφυγή (με αριθ. κατ. 176/3.3.2021) κατά: α) της 18159/οικ./21.12.2020 απόφασης της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής με την οποία διετάχθη η μεταγωγή του αιτούντος στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, β) της από 4.1.2021 απόφασης της ΚΕΜ με την οποία εγκρίθηκε η υπό (α) απόφαση, γ) της «υλικής πράξης» μεταγωγής του στις 21.12.2020, από το Ειδικό Αγροτικό Κατάστημά Κράτησης Νέων Κασσαβέτειας στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, δ) της παράλειψης του οργάνου αυτού να αποφασίσει τη μεταγωγή του αιτούντος από το Κατάστημα Κράτησης Δομοκού στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ε) της σιωπηρής απόρριψης της αίτησης επαναμεταγωγής του αιτούντος, και επιπλέον ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μεταγωγής του μέχρι την έκδοση αμετακλήτου βουλεύματος από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας. Με το 32/6.3.2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας η εν λόγω προσφυγή, μεταξύ άλλων, απορρίφθηκε: α) ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των υπό στοιχ. α’ και δ’ ατομικών διοικητικών πράξεων και παραλείψεων της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών καθώς και της από στοιχ. γ’ συμπροσβαλλόμενης υλικής ενέργειας (σε εκτέλεση της απόφασης μεταγωγής) με το σκεπτικό ότι, εφόσον κατά των πράξεων αυτών δεν προβλέπεται προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου, ως Δικαστηρίου Εκτελέσεως Ποινών, αφού τέτοιο ένδικο βοήθημα δεν περιλαμβάνεται στις περιοριστικά απαριθμούμενες από τις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα περιπτώσεις, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των πράξεων αυτών της Διοικητικής Αρχής ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, και β) ως νόμω αβάσιμη κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της ως άνω υπό στοιχ. ε’ σιωπηρής απόρριψης της αίτησης επαναμεταγωγής του αιτούντος στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού για τον λόγο ότι έως την ημερομηνία κατάθεσης της προσφυγής δεν είχε εκδοθεί δεύτερη ρητή απορριπτική απόφαση της ΚΕΜ, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 9 του Σωφρονιστικού Κώδικα, που παρέχει τη δυνατότητα στον κρατούμενο να προσφύγει ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών μόνον κατά της ρητής απόρριψης του αιτήματος για δεύτερη συνεχόμενη φορά. Ακολούθως, στις 8.3.2021 ο αιτών άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά των υπό στοιχ. α’, γ’ και δ ‘ ως άνω πράξεων στο Συμβούλιο Επικρατείας, η οποία απορρίφθηκε επίσης ως απαράδεκτη με την 582/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.
11. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, η διαφορά που ανακύπτει από την αμφισβήτηση πράξεων ή ενεργειών, που επιχειρούνται σύμφωνα με τον νόμο από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ανεξαρτήτως του Υπουργείου στο οποίο ανήκουν, και οι οποίες εντάσσονται από λειτουργική άποψη στην εκτέλεση της ποινής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, με το 32/2021 βούλευμα εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προσφυγής του αιτούντος, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των ανωτέρω υπό στοιχ. α και δ’ ατομικών διοικητικών πράξεων και παραλείψεων της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών καθώς και της υπό στοιχ. γ’ συμπροσβαλλόμενης υλικής ενέργειας, η προσβολή των οποίων προσδιορίζει, όπως εκτέθηκε, το περιεχόμενο της αγόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου προς άρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας. Συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, να εξαφανισθεί το ανωτέρω βούλευμα κατά το οικείο μέρος του και να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση στο Συμβούλιο αυτό προς εκ νέου εκδίκαση.
12. Επειδή, τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι οι διάδικοι πρέπει να απαλλαγούν από το σύνολο της δικαστικής δαπάνης, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
Διά ταύτα
Αίρει την αποφατική σύγκρουση μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών, κατά το σκεπτικό.
Εξαφανίζει εν μέρει, κατά το σκεπτικό, το 32/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το οικείο μέρος της.
Απαλλάσσει τους διαδίκους από τη δικαστική δαπάνη.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 2022.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Δημήτριος Σκαλτσούνης Ελένη Γκίκα
Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 26 Οκτωβρίου 2022.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Μαρία Γεωργίου Ηρακλεία Γιαννακοπούλου
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση