ΑΠ 1102/2022: νομιμοποίηση εταιριών διαχείρισης του Ν. 3165/2003 ως μη δικαιούχων διαδίκων
Παρατηρήσεις: Δημοσιεύεται κατά το ενδιαφέρον μέρος η ΑΠ 1102/2022, που έκρινε (χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία και αναφορά στις διαφορές του Ν. 3165/2003 και 4354/2015) παραδεκτή την παράσταση εταιριών διαχείρισης του Ν. 3165/2003 ως μη δικαιούχων διαδίκων. Σημειώνουμε εδώ και την αντίθετη ΑΠ 822/2022 (βλ. εδώ). Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι οι δύο αυτές αποφάσεις εκδόθηκαν από το ίδιο Τμήμα του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό). Αν και η δημοσιευόμενη εδώ απόφαση έχει μεταγενέστερο αριθμό, πρέπει να τονίσουμε ότι η ΑΠ 822/2022 αποφασίστηκε μεταγενέστερα (την 23.6.2021), ενώ προηγήθηκε η ΑΠ 1102/2022 (που αποφασίστηκε την 18.5.2021) και η διαφορά στην αρίθμηση οφείλεται στον χρόνο θεώρησης των δύο αποφάσεων.
Αριθμός 1102/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου και Γεώργιο Καλαμαρίδη — Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Ιανουαρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….. ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……………………, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι παρίσταται η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………………. ΑΕ», όπως τροποποιήθηκε η επωνυμία της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………………… Α.Ε.».
Των αναιρεσιβλήτων: 1) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «………………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Το πρώτο αναιρεσίβλητο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό δικηγόρο του ………………….., με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ενώ το δεύτερο αναιρεσίβλητο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του …………… και ……………., με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: ανώνυμης εταιρείας με ην επωνυμία «……………….» με διακριτικό τίτλο «……………….», που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………….», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………………ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 2-2-2015 και 11-2-2018 αγωγές της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………………ΑΕ» και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………Ανώνυμη Εταιρεία», αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …………../2016 του ίδιου Δικαστηρίου και ……../2018 του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4-4-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα όσον αφορά τη διαδικαστική διαδρομή της ένδικης υπόθεσης: Η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου την από 2-2-2015 ανακοπή κατά των καθών η ανακοπή, καθολικοί διάδοχοι των οποίων είναι οι ήδη αναιρεσίβλητοι, με την οποία ζήτησε, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο υπ’ αριθμ. 9264/12-1-2015 πίνακας κατάταξης δανειστών της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Πάρου …………., ώστε να αποβληθεί το πρώτο των καθών ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «…………..» από το ποσό των ……… ευρώ, καθώς και το δεύτερο των καθών ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «…………» από το ποσό των ………… ευρώ και να καταταγεί στο σχετικό πίνακα και στα ανωτέρω ποσά η ίδια η ανακόπτουσα-αναιρεσείουσα, ως ενυπόθηκη δανείστρια πρώτης τάξης. Επίσης, και η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», η οποία δεν είναι διάδικος στην αναιρετική αυτή δίκη, άσκησε την από 11-2-2015 ανακοπή της κατά του ίδιου ως άνω πίνακα κατάταξης δανειστών και κατά των ίδιων πιο πάνω καθών, καθώς και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζήτησε, για τους λόγους που αναφέροντα! στην ανακοπή, να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας, ώστε να αποβληθούν οι ανωτέρω καθών από τα ίδια πιο πάνω ποσά, καθώς και το Ελληνικό Δημόσιο από το ποσό των …………. ευρώ και να καταταγεί στα ποσά αυτά η ανακόπτουσα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου με την …../201Ί6 απόφασή του απέρριψε τις δύο συνεκδικασθείσες ανακοπές και επικύρωσε τον πίνακα κατάταξης. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν εφέσεις οι δύο ανακόπτουσες τραπεζικές εταιρείες και το Μονομελές Εφετείο Αιγαίου με την προσβαλλόμενη …./2018 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ση εφέσεις, δέχθηκε μεν τυπικά αυτές, τις απέρριψε όμως κατ’ ουσίαν. Ήδη, με την κρινόμενη από 4-4-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία ως άνω ………/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε η από 10-6-2016 έφεση της αναιρεσείουσας-ανακόπτουσας κατά της ………./2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ἡ σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2008). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχο! διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης».
Στην προκείμενη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», με το από 18-9-2020 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 24-9-2020 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, στην αναιρεσείουσα και στους αναιρεσίβλητους (βλ. αντίστοιχα τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ’ αριθμ. …………. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος είναι η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «………..», ειδικής διαδόχου της αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι δυνάμει της από 12-9-2019 συμφωνίας, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» και έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη δεύτερη, μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ. 13 του Ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή έχουν καταγγελθεί. Η συμφωνία αυτή καταχωρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003, στις 16-9-2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ……, στον τόμο ….. και με αριθμό ……… Έτσι, η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων, ως ειδική διάδοχος της αναιρεσείουσας τράπεζας, μεταξύ δε των μεταβιβασθέντων απαιτήσεων περιλαμβάνονται και αυτές που απορρέουν από την υπ’ αριθμ. ………. σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό. Στη συνέχεια, με την από 12-9-2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων και σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, ανατέθηκε η διαχείριση του ανωτέρω χαρτοφυλακίου στην αναιρεσείουσα τράπεζα, η σύμβαση δε αυτή καταχωρήθηκε στις 16-9-2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκ. ………., στο τόμο ……. και με αριθμό ………… Στις 16-9-2019, συστήθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «……………..», με διακριτικό τίτλο «…………», η οποία δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015 αδειοδοτήθηκε και εποπτεύεται από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, δυνάμει της ……… απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ………….. Στην εταιρεία αυτή εισφέρθηκε σε είδος από την αναιρεσείουσα . τράπεζα, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 4548/2018, ο κλάδος διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στον οποίο περιλαμβάνεται και η ανωτέρω από 12-9-2019 συμφωνία διαχείρισης των πιο πάνω τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Συνεπεία της ως άνω εισφοράς, τροποποιήθηκε η πιο πάνω από 12-9-2019 συμφωνία διαχείρισης με την από 18-9-2019 συμφωνία μεταβολής του προσώπου του διαχειριστή, η οποία δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκ. ………… στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στο τόμο ……… με αριθμό ……….. και ορίστηκε νέος διαχειριστής-πληρεξούσιος των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «……….». Στη συνέχεια η εταιρεία αυτή μετονομάστηκε σε «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………..», που αποτελεί την προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία. Στη συνέχεια, η πιο πάνω αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» προέβη στις 19-7-2020 σε επανεκχώρηση προς την αναιρεσείουσα τράπεζα μέρους των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν αρχικά σ’ αυτήν δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης, η οποία συμφωνία επαναγοράς καταχωρήθηκε στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκ. ………, στον τόμο …….. με αριθμό …….. Ακολούθως, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της αναιρεσείούυσας τράπεζας και της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του Ν. 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. ΑΚ η αναιρεσείουσα μεταβίβασε στην εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων, στις οποίες περιλαμβανόταν και οι απαιτήσεις από την υπ’ αριθμ. ………… σύμβαση πίστωσης. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης δημοσιεύθηκε σε περίληψη στο ειδικό βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκ. ………….., στον τόμο ……….. με αριθμό ………… Επίσης, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και της προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας, η οποία καταχωρήθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκ. ………., στον τόμο ……. με αριθμό …….., διορίστηκε ως διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, ενώ παράλληλα χορηγήθηκε σ’ αυτήν (παρεμβαίνουσα) από την ως άνω αλλοδαπή εταιρεία σχετικό πληρεξούσιο σύμφωνα με το Ν. 3156/2003. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της αναιρεσείουσας – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας, που απορρέουν από την υπ’ αριθμ. ………. σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, την οποία η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», ειδική διάδοχος της οποίας αποτελεί η αναιρεσείουσα τράπεζα, κατήρτισε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….», κατά της οποίας επισπεύσθηκε από την αναιρεσείουσα αναγκαστική εκτέλεση, με βάση την ………/2008 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συντάχθηκε, μετά τον πλειστηριασμό, ο πίνακας κατάταξης δανειστών, τη μεταρρύθμιση του οποίου ζήτησε η αναιρεσείουσα με την ανακοπή της. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρο 80 και 83 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου αναιρεσείουσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 246 και 573 Κ.Πολ.Δ).
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση