ΑΠ 13/2022: ανάγνωση απόφασης από άλλη δίκη πριν καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 362 ΚΠΔ).
Παρατηρήσεις: Η ΑΠ 13/2022 ακολουθεί την κρατούσα και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 θέση, η οποία επαναλαμβάνεται και στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου μετά την έναρξη ισχύος του νέου ΚΠΔ (βλ. ενδεικτικά και ΑΠ 100/2021, ΠραξΛογΠΔ (2021), 560, ΑΠ 735/2020, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 100), σύμφωνα με την οποία η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση αποφάσεων από άλλη δίκη είναι επιτρεπτή, ακόμα και αν η απόφαση αυτή δεν είναι αμετάκλητη, όταν η ανάγνωση γίνει χωρίς την εναντίωση του κατηγορουμένου. Παράλληλα, τονίζεται ότι αν υποβληθεί αίτημα από τον κατηγορούμενο για ανάγνωση απόφασης, έστω και μη αμετάκλητης, η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει την αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επειδή σ’ αυτή την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα.
Χαράλαμπος Σεβαστίδης
Εφέτης
Αριθμός 13/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Αναστασία Μουζάκη, Μαρία Λεπενιώτη και Παρασκευή Τσούμαρη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες .
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευδοκίας Πούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. Φ. Δ. του Ι., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης … και 2.V. K. του V. κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους ……………, για αναίρεση της υπ’αριθ. 273/2019 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22.4.2020 και 2.6.2020 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 475/20.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: Α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα: 1) για τον πρώτο αναιρεσείοντα Φ. Δ. του Ι., ως προς τη διάταξή της για την επιβολή των ποινών και της συνολικής ποινής και 2) για την δεύτερη αναιρεσείουσα V. K. του V., ως προς την προαναφερθείσα επιβαρυντική περίσταση της απλής συνέργειας σε παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, κατ’ επάγγελμα και ως προς την διάταξή της για την επιβολή της ποινής, Β) να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά τα ως άνω αναιρούμενα μέρη, για νέα εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και Γ) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι από 22.4.2020 και 2.6.2020 αιτήσεις αναίρεσης των Φ. Δ. του Ι. και V. K. του V. και την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 22-4-2020 και 2-6-2020 αιτήσεις των Φ. Δ. του Ι. και V. K. του V., αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 273/7-10-2019 καταδικαστικής σε βάρος τους απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, έχουν ασκηθεί νομότυπα, με δήλωση του πρώτου των αιτούντων, ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης …, όπου κρατείτο και με δήλωση της δευτέρας των αιτούντων στον γραμματέα του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 474, 504 του ΚΠΔ), αφού υπολογιστεί στην δεύτερη εξ αυτών η αναστολή των νομίμων προθεσμιών άσκησης των ενδίκων μέσων για το χρονικό διάστημα από τις 8-4-2020, οπότε και καταχωρήθηκε η προσβαλλομένη στο ειδικό βιβλίο, έως την 31-5-2020, η οποία προβλέφθηκε με τις εκδοθείσες σχετικές Κ.Υ.Α. για λόγους δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊου COVID-19. Επομένως, είναι παραδεκτές και πρέπει αφού συνεκδικασθούν, να εξεταστούν περαιτέρω κατ’ουσίαν.
……………..
Σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, “ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) … δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”. Επίσης, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω διατάξεις, στα πλαίσια της έννοιας της “δίκαιης δίκης” επί ποινικών υποθέσεων, καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου καθ` όλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του, κατοχυρώνεται, δηλαδή, το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Κατ’ αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει το δικαστήριο, εν αμφιβολία, να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Η παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, εκτός από την αναίρεση της απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, οπότε ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` λόγος αναίρεσης, σε συνδυασμό με το προπαρατεθέν άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ` ΚΠοινΔ . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 362 παρ. 2 του ΚΠΔ , διαβάζονται στο ακροατήριο οι αμετάκλητες αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Αν δεν συντρέχει η ως άνω προϋπόθεση για να αναγνωσθεί η απόφαση, θα πρέπει να μην εναντιωθεί κάποιος από τους διαδίκους. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα για την παραβίασή της ενώ ούτε επέρχεται από την παραβίαση αυτή απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ, ούτε κάποια πλημμέλεια της απόφασης. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177, 178 και 179 ΚΠΔ, προκύπτει ότι στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, είτε από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 178 είτε άλλα, ακόμη και άκυρα, εκτός αν η χρησιμοποίησή τους απαγορεύεται από το νόμο είτε ρητώς είτε γιατί είναι αντίθετη σε διατάξεις του ισχύοντος δικονομικού συστήματος, οπότε η χρησιμοποίησή τους προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ` ΚΠΔ.
Συνεπώς, από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον Ποινικό Δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρήσιμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Αντίθετα, η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει έγγραφο ή αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία με ταυτόχρονη προφορική ή έγγραφη αίτηση για την ανάγνωσή του ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επειδή σ’ αυτή την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα [και όχι επειδή δεν έχει τηρηθεί η διάταξη του άρθρου 362 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής διαδικασίας (ΑΠ 887/2020, 1700/2019, 984/2017, 1239/2017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.1 εδ. γ` του ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα θεωρείται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ’ έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως [ΑΠ 955/2016, ΑΠ 669/2014].
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως του Φ. Δ. προβάλλεται η αιτίαση, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και η καταδικαστική απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ τέλος πλήττεται ευθέως το τεκμήριο αθωότητάς του, επειδή αναγνώστηκε και λήφθηκε υπόψη από την προσβαλλομένη απόφαση η με αρ. 149/2015 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η οποία δεν ήταν αμετάκλητη και στη συνέχεια μετά την άσκηση εφέσεως κατ’αυτής ο αναιρεσείων αθωώθηκε για όλες της κατηγορίες με τις οποίες είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως . Ο λόγος όμως αυτός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠΔ είναι αβάσιμος, καθόσον: η ανάγνωση της επίμαχης 149/2015 απόφασης, χωρίς μάλιστα εναντίωση του κατηγορουμένου, δεν επέφερε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πέραν του ότι, η ως άνω απόφαση είχε αναγνωστεί και κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για την κατ’ επάγγελμα τέλεση του προκειμένου αδικήματος από τον αναιρεσείοντα, δεν στηρίχτηκε αποκλειστικά στην ως άνω απόφαση αλλά και σε επιπλέον πραγματικά περιστατικά που αναλύθηκαν παραπάνω τα οποία στοιχειοθετούν αυτοτελώς την ως άνω επιβαρυντική περίσταση και επομένως δεν στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για το λόγο αυτό. Περαιτέρω, οι προπαρατεθείσες παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας δεν συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσης του Δικαστηρίου προς απόδειξη της ενοχής, ούτε μετακύλυση στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα του βάρους απόδειξης της αθωότητάς του και ουδόλως αποτελούν παραβίαση του κατοχυρωμένου, τεκμηρίου αθωότητας αυτού, όπως ο ίδιος αβάσιμα διατείνεται, αφού από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτό συμπληρώνεται από το διατακτικό, προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανέλεγκτα το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής του με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Άλλωστε, σαφώς προκύπτει από το αιτιολογικό της άνω απόφασης, ότι ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, διότι αποδείχθηκε η ενοχή του και όχι, διότι αυτός δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ από τις ανωτέρω παραδοχές της απόφασης αυτής ουδόλως προκύπτει, ότι παρέμεινε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος, που θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ αυτού, κατ` εφαρμογή της αρχής “in dubio pro reo”.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση