ΑΠ 1319/2022: ευθύνη τράπεζας έναντι πελάτη από αγορά ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου, που συμμετείχαν στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων PSI
Αριθμός 1319/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1΄ Πολιτικό Τμήμα
Περίληψη απόφασης: Το ελληνικό P.S.I., δηλαδή το πρόγραμμα της ανταλλαγής ομολόγων συνιστά «πιστωτικό γεγονός» (credit event). Στόχος της σχετικής διαδικασίας ήταν η εύρυθμη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους κατά το μέρος του το αποτελούμενο από επενδυτικούς τίτλους. Με τη 1116/2014 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση της νομιμότητας των πράξεων, που εκδόθηκαν κατά τη θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του νόμου 4050/2012 διαδικασία, δημιουργεί διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικράτειας και απορρίφθηκαν, μετά από εξέταση όλων των λόγων τους, οι αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν υποβληθεί από ομολογιούχους. Η συμμετοχή της αναιρεσίβλητης τράπεζας στην διαδικασία του P.S.I. και η διαδικασία αντικατάστασης των ανωτέρω τίτλων ήταν αναγκαστική και επέφερε οικονομική ζημία και στους φορείς, μεταξύ των οποίων και τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως η αναιρεσίβλητη, πλήττοντας την κεφαλαιακή επάρκειά τους, αυτή δε η ζημία τους δεν αποκαταστάθηκε από τη μεταγενέστερη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που δεν ήταν καν γνωστό εξαρχής ότι θα επιτευχθεί. Η αγορά από τον αναιρεσείοντα ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από την αναιρεσίβλητη τράπεζα στις 23-9-2009 πραγματοποιήθηκε βάσει απλής εκτέλεσης εντολής του και όχι στο πλαίσιο σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και η απομείωσή της ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εφαρμογής των αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεων του ν. 4050/2012 και των βάσει αυτών κυβερνητικών πράξεων. Διαχρονικά οι επενδύσεις σε κρατικούς ομολογιακούς τίτλους, μολονότι δεν είναι απαλλαγμένες κινδύνων περιουσιακής απώλειας, αξιολογούνται καταρχήν ως επενδύσεις με τον συγκριτικά μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο σε σχέση άλλα επενδυτικά προϊόντα (λ.χ. με επενδύσεις σε τραπεζικά ή λοιπά εταιρικά ομόλογα, υβριδικές μορφές τίτλων ή μετοχές ιδιωτικών επιχειρήσεων). Έτσι πολύ δύσκολα θεμελιώνεται πταίσμα πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διάθεση αντίστοιχων τίτλων λόγω πλημμελούς διαφώτισης του επενδυτή σε σχέση με τον (συγκριτικά χαμηλό) αναλαμβανόμενο επενδυτικό κίνδυνο. Κατ’ εξαίρεση, τέτοια ευθύνη μπορεί ενδεχομένως να τεκμηριωθεί σε περιπτώσεις διάθεσης ομολογιών μετά την επίταση της κρίσης του ημεδαπού δημοσίου χρέους (που σήμανε ραγδαία πτώση των τιμών διαπραγμάτευσης των εν λόγω τίτλων στη δευτερογενή αγορά), εάν παραλείφθηκε ειδική ενημέρωση του επενδυτή για τον αυξημένο πλέον κίνδυνο των τίτλων, χωρίς να τεκμηριώνεται νόμιμος λόγος παράλειψης της ενημέρωσης αυτής (άρθ. 25 παρ. 6 ν. 3606/2007) ή εάν καταφάσκεται περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις αυτές συνεκτιμώνται τα προσωπικά χαρακτηριστικά, οι γνώσεις και η επαγγελματική εμπειρία του ζημιωθέντος, σε συνδυασμό με την ευρύτατη τότε δημοσιότητα του ανακύψαντος κινδύνου αφερεγγυότητας του Ελληνικού Δημοσίου, από τα οποία μπορεί να προκύπτει ενσυνείδητη ανάληψη του σχετικού κινδύνου εκ μέρους του επενδυτή προς επίτευξη των υψηλών κερδών από τυχόν ολοσχερή εξόφληση του ομολογιακού τίτλου κατά τη λήξη του. Η σχετική, μετά λόγου γνώσεως, απόφαση του ζημιωθέντος επενδυτή συνεπάγεται έλλειψη του αιτιώδους συνδέσμου για την ίδρυση αξίωσής του προς αποζημίωση, άλλως σοβαρό συντρέχον πταίσμα του (ΑΚ 300). Πέραν της παραπάνω εξαιρετικής περιπτώσεως, δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οι ζημιωθέντες από την διαδικασία του PSI επενδυτές έχουν αξιώσεις από την προς αυτούς πώληση των ομολόγων, διότι, ενόψει όλων των περιστάσεων δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα, που διέθεσε το κρατικό ομόλογο περαιτέρω σε επενδυτή, υπέχει ευθύνη για τη μεταγενέστερη έλλειψη φερεγγυότητας του εκδότη Ελληνικού Δημοσίου και την, συνεπεία αυτής, μείωση της απαίτησης έναντι αυτού. Το Εφετείο, που δέχθηκε τα παραπάνω και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή του αναιρεσείοντος προς αποζημίωσή του από την αναιρεσίβλητη τράπεζα, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις του ν. 3606/2007, τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914, 281, 288 ΑΚ, τις διατάξεις του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, του ν. 2198/1994 και του άρθρου 824 ΑΚ. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση