ΑΠ 376/2022: Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του κακουργήματος της προμήθειας και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, η παραγωγή του οποίου συνδέεται με χρησιμοποίηση ανηλίκων κάτω των 15 ετών, δεν απαιτείται επιπλέον κίνδυνος μετάδοσης αυτού (αντίθ. μειοψ.)

Παρατηρήσεις: Με την πρόσφατη αυτή απόφαση του Αρείου Πάγου (η οποία πάντως ελήφθη κατά πλειοψηφία) ανατρέπεται η νομολογία που είχε διαμορφώσει το Ανώτατο Ακυρωτικό και φαινόταν να είχε παγιωθεί για το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, με σειρά αποφάσεων (βλ. ενδ. ΑΠ 1348/2020, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 294, ΑΠ 643/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 202, ΑΠ 1301/2019, NOMOS, ΑΠ 2081/2018, Ισοκράτης, ΑΠ 1807/2018, Ισοκράτης, ΑΠ 1133/2018, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 607, ΑΠ 1648/2016, NOMOS) είχε γίνει δεκτό ότι για την κατάφαση της κακουργηματικής αυτής μορφής προμήθειας και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας έπρεπε να συντρέχει το στοιχείο της επεξεργασίας, διαχείρισης ή αξιοποίησης του υλικού, από την οποία προκύπτει κίνδυνος περαιτέρω διάδοσης. Με βάση την νεότερη θέση του Αρείου Πάγου ο κίνδυνος περαιτέρω διάδοσης του υλικού είναι αδιάφορος για την κατάφαση του κακουργήματος αυτού. Παρατηρείται, τέλος, ότι παρά την έκδοση απόφασης αντίθετης με προηγούμενες αποφάσεις Τμημάτων του Αρείου Πάγου, δεν παραπέμφθηκε το ζήτημα στην Ολομέλεια, όπως επιβάλλει το άρθρο 10 παρ. 2 περ. ε΄ νέου ΚΠΔ.

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Εφέτης

Αριθμός 376/2022


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη και Αγάπη Τζουλιαδάκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ι. Κ. του Γ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 194/2019 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Νοεμβρίου 2019 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1681/2019.

Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη μόνο ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η υπό κρίση από 25-11-2019 αίτηση, υπ’ αριθ. 23/2019, του Ι. Κ. του Γ., κατοίκου …, για αναίρεση της απόφασης 194/2019 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της προμήθειας και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας με σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή και με τη χρήση διαδικτύου, η παραγωγή του οποίου (υλικού παιδικής πορνογραφίας) συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν συμπλήρωσαν το 15ο έτος της ηλικίας τους κατ’ εξακολούθηση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας) και συνεπώς, είναι παραδεκτή.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 348Α παρ. 1, 2, 3 και 4 του ΠΚ, όπως αυτές προστέθηκαν με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2002 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 παρ. 10 του Ν. 3625/2007, με τον οποίο κυρώθηκε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και ο περιπτώσεις α’ και β’ της παρ. 4 συμπληρώθηκαν από το άρθρο 3 παρ. 11 και 12, αντίστοιχα, του Α’ Κεφαλαίου του Ν. 3727/2008, ίσχυαν δε κατά το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη (8-3-2009, 3 και 18-4-2009). “1. Όποιος με πρόθεση παράγει, διανέμει, δημοσιεύει, επιδεικνύει, εισάγει στην Επικράτεια ή εξάγει από αυτήν, μεταφέρει, προσφέρει, πωλεί ή με άλλον τρόπο διαθέτει, αγοράζει, προμηθεύεται, αποκτά ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει ή μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. 2. Όποιος με πρόθεση παράγει, προσφέρει, πωλεί ή με οποιονδήποτε τρόπο διαθέτει, διανέμει, διαβιβάζει, αγοράζει, προμηθεύεται ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων δια συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή με την χρήση διαδικτύου (ήδη κατ’ άρθρο 348Α του νέου ΠΚ μέσω πληροφοριακών συστημάτων) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως τριακοσίων χιλιάδων ευρώ. 3. Υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων, συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα του σώματος ή μέρους του σώματος ανηλίκου, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και πραγματικής ή εικονικής ασελγούς (ήδη γενετήσιας) πράξεως που διενεργείται από ή με ανήλικο. 4. Οι πράξεις της πρώτης και της δεύτερης παραγράφου τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ: α) αν τελέσθηκαν κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, β) αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της ψυχικής ή της διανοητικής ασθένειας ή σωματικής δυσλειτουργίας λόγω οργανικής νόσου ανηλίκου ή με την άσκηση ή απειλή χρήσης βίας ανηλίκου ή με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος. Αν η πράξη της περίπτωσης β’ είχε ως αποτέλεσμα την βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων έως πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ, αν δε αυτή είχε αποτέλεσμα το θάνατο, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη”.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι βασικές μορφές της εν λόγω αξιόποινης πράξης περιγράφονται στις παρ. 1 και 2 του ανωτέρω άρθρου και τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Με την παρ. 2 προβλέπεται βαρύτερη τιμωρία για τις πράξεις της παραγωγής, προσφοράς, πώλησης ή με οποιονδήποτε τρόπο διάθεσης, διανομής, διαβίβασης, αγοράς, προμήθειας και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, καθώς και της διανομής πληροφοριών, αν αυτές τελέστηκαν μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή του διαδικτύου και ήδη μέσω πληροφοριακών συστημάτων. Ως παραγωγή υλικού παιδικής πορνογραφίας πρέπει να νοηθεί η δημιουργία αυτού. Προμήθεια υλικού παιδικής πορνογραφίας είναι η εξασφάλιση αυτού και για προσωπική χρήση του δράστη ακόμη, ενώ ως κατοχή τέτοιου υλικού θεωρείται η φυσική εξουσία του δράστη επί αυτού, ώστε να μπορεί να εξακριβώσει με δική του θέληση την ύπαρξη του υλικού και να διαθέσει αυτό πραγματικά. Με τη διάταξη της παραγράφου 4 του προαναφερόμενου άρθρου εισάγονται οι εξής αυτοτελείς επιβαρυντικές περιστάσεις: α) αν οι πράξεις των παρ. 1 και 2 τελέστηκαν κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια (ήδη, μετά την απάλειψη της κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης από το άρθρο 348Α του νέου ΠΚ, μόνο κατ’ επάγγελμα) και β) αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται, πλην άλλων, με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος.

Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, εκτός αν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία.

Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ, θεσπίζεται ως λόγος αναίρεσης της απόφασης και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται με τη θετική και την αρνητική μορφή. Θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφασίζει για ζήτημα, το οποίο δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραλείπει να αποφασίσει για ζήτημα, για το οποίο έχει υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με αριθμό 194/2019, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Ο κατηγορούμενος στη Θεσσαλονίκη, την 8-3-2009 και από ώρα 23:05 έως 23:06, τον 3-4-2009 και ώρα 17:02 και την 18-4-2009 και ώρα 20:45, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό υπολογιστή και έχοντας αποκτήσει πρόσβαση στο διαδίκτυο, προμηθεύτηκε, μέσω του διαδικτύου, και αποθήκευσε σε αρχεία καταχωρημένα στον σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή του, και κατείχε στην οικία του επί της …, 100 αρχεία βίντεο, και 5000 αρχεία φωτογραφίας, που αποτυπώνουν το σώμα ανηλίκων κάτω των 15 ετών κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί τη γενετήσια διέγερση, καθώς και ασελγείς πράξεις διενεργούμενες από ανηλίκους, ήτοι πρόσωπα που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, γεγονός που ευθέως συνάγεται από τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος αυτών, μέρος δε των ως άνω αρχείων που δειγματοληπτικά εκτυπώθηκε από τους διενεργήσαντες την έρευνα στην επί της οδού … κειμένης οικίας του, αστυνομικούς κα που επισκοπήθηκαν από το δικαστήριο. Και περιλαμβάνει ενδεικτικά θήλεα κάτω των δέκα πέντε ετών που διενεργούν πεολειχία σε άνδρες, καθώς και ενήλικες που συνουσιάζονται με ανήλικα θήλεα. Την εν λόγω πράξη τέλεσε έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η παραγωγή, του προπεριγραφέντος πορνογραφικού υλικού που προμηθεύτηκε, και κατείχε, έλαβε χώρα με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο ) έτος της ηλικίας τους. Στην εν λόγω κρίση το δικαστήριο οδηγείται από την προσήκουσα αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού και κυρίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας η οποία πλήρως επιρρωνύεται από τα άνω αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα αλλά και από τις υπεκφεύγουσες αποκρίσεις του κατηγορουμένου κατά την ενώπιον του παρόντος αλλά και του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απολογία του χωρίς να μπορεί να-αχθεί σε διαφορετική κρίση από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, οι οποίες πόρρω απέχουν από όσα διαπιστώθηκαν στην οικία του κατηγορουμένου και μάλιστα είναι άξιον επισημάνσεως στο σημείο αυτό ότι ο έλεγχος έγινε μετά από σήμα της ΙΝΤΕΡΠΟΛ με τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά όπως λεπτομερέστερα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, πληρούται στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η νομοτυπική μορφή της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξεως, κακουργηματικής μορφής απορριπτομένου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί χαρακτηρισμού της πράξεως ως πλημμελήματος, ο οποίος συνιστά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και όχι αυτοτελή, ως αβασίμου και γι’ αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος σύμφωνα με το διατακτικό. Ο ισχυρισμός του περί πραγματικής πλάνης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι αντίκειται στην λογική ο κατηγορούμενος να είναι γνώστης του διαδικτύου αφού όπως ο ίδιος κατέθεσε πρωτοδίκως ότι εργάζεται σε μία εταιρεία κατασκευής ιστοσελίδων και ότι κατασκευάζει ιστοσέλίδες και ότι το πάθος του είναι να σπάει κλειδωμένα αρχεία των οποίων όμως δεν γνώριζε το περιεχόμενο τους. Παρόλα αυτά όταν έσπαγε τα κλειδωμένα αρχεία δεν τα διέγραφε αλλά τα αποθήκευε και τα κατείχε. Ο ισχυρισμός του δε ότι δεν γνώριζε τι περιείχαν τα αρχεία που κατέβαζε αντικρούεται από την κατάθεση πρωτοδίκως της συντρόφου του Μ. Ο. <κατέβαζε πάρα πολλά αρχεία, όποια κατάλαβε ότι ήταν πορνογραφία τα διέγραψε>. Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι προμηθεύτηκε, αποθήκευσε και κατείχε αρχεία με πορνογραφία και δη παιδική αφού για να αντιληφθεί το περιεχόμενο τους τα είχε ανοίξει. Τα ανωτέρω ενισχύονται (βλ κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας ) και από το γεγονός ότι η Ιντερπόλ διεπίστωσε πρόσβαση σε ιστοσελίδα, όπου υπήρχε υλικό παιδικής πορνογραφίας. Και έστειλε έγγραφο για τα IP με τις διευθύνσεις που ανήκαν σε Έλληνες .Έγινε άρση απορρήτου και η διεύθυνση ήταν η οικία των γονιών του κατηγορουμένου, ενώ ο κατηγορούμενος όπως είπαν οι γονείς τους διέμενε αλλού. Γεγονός που ενισχύει την ως άνω κρίση του δικαστηρίου διότι αν όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος το πάθος του ήταν να σπάει κωδικούς, τον υπολογιστή θα τον είχε εκεί που διέμενε για να παρακολουθεί και την επιτυχία των ενεργειών του σχετικά με το σπάσιμο των κωδικών και όχι στο σπίτι των γονιών του”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και ε’ του ΠΚ, για την αξιόποινη πράξη της προμήθειας και κατοχής κατ’ εξακολούθηση υλικού παιδικής πορνογραφίας με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και τη σύνδεση αυτού στο διαδίκτυο, η παραγωγή του οποίου (υλικού παιδικής πορνογραφίας) συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν συμπλήρωσαν το 15ο έτος της ηλικίας τους, για την οποία του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον ως άνω κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο και ειδικότερα: Α) Στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με την χρήση συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και τη σύνδεση αυτού στο διαδίκτυο, προμηθεύτηκε υλικό παιδικής πορνογραφίας κατά την έννοια του νόμου, ήτοι πολλαπλές αναπαραστάσεις και αποτυπώσεις σε ηλεκτρονικούς και υλικούς φορείς του σώματος ανηλίκων κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και ασελγών πράξεων που διενεργούνται από ανηλίκους, την πράξη δε αυτή τέλεσε εν γνώσει του ότι η παραγωγή του συγκεκριμένου υλικού παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με την χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν είχαν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Ειδικότερα, στη …, την 8-3-2009 και από ώρα 23:05 έως 23:06, την 3-4-2009 και ώρα 17:02 και την 18-4-2009 και ώρα 20:45, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό υπολογιστή και έχοντας αποκτήσει πρόσβαση στο διαδίκτυο, προμηθεύτηκε, μέσω του διαδικτύου, και αποθήκευσε σε αρχεία καταχωρημένα στον σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή του, που κατείχε στην οικία του επί της οδού …, 100 αρχεία βίντεο, και 5000 αρχεία φωτογραφίας, που αποτυπώνουν το σώμα ανηλίκων κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί τη γενετήσια διέγερση, καθώς και ασελγείς πράξεις διενεργούμενες από ανηλίκους, ήτοι πρόσωπα που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, γεγονός που ευθέως συνάγεται από τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος αυτών, μέρος δε των ως άνω αρχείων που δειγματοληπτικά εκτυπώθηκε από τους διενεργήσαντες την έρευνα της κατοικίας του αστυνομικούς περιλαμβάνει ενδεικτικά θήλεα κάτω των δέκα πέντε ετών που διενεργούν πεολειχία σε άνδρες, καθώς και ενήλικες που συνουσιάζονται με ανήλικα θήλεα. Την εν λόγω πράξη τέλεσε έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η παραγωγή του προπεριγραφέντος πορνογραφικού υλικού που προμηθεύτηκε, έλαβε χώρα με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15°) έτος της ηλικίας τους. Β) Στον ανωτέρω αναφερόμενο τόπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με την χρήση συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και τη σύνδεση αυτού στο διαδίκτυο, κατείχε υλικό παιδικής πορνογραφίας κατά την έννοια του νόμου, ήτοι πολλαπλές αναπαραστάσεις και αποτυπώσεις σε ηλεκτρονικούς και υλικούς φορείς του σώματος ανηλίκων κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και ασελγών πράξεων που διενεργούνται από και με ανηλίκους την πράξη δε αυτή τέλεσε εν γνώσει του ότι η παραγωγή του συγκεκριμένου υλικού παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με την χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν είχαν συμπληρώσει ούτε το δέκατο πέμπτο ούτε το δέκατο έτος της ηλικίας τους. Ειδικότερα, στη …, την 8-3-2009 και από ώρα 23:05 έως 23:06, την 3-4-2009 και ώρα 17:02 και την 18-4-2009 και ώρα 20:45 καθώς και σε αδιευκρίνιστες ημερομηνίες έως τη σύλληψή του την 22.11.2009, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό υπολογιστή και έχοντας αποκτήσει πρόσβαση στο διαδίκτυο, αφού προμηθεύτηκε ως ανωτέρω αναφέρεται, κατείχε στην οικία του επί της …, μέσα στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του 100 αρχεία βίντεο, και 5000 αρχεία φωτογραφίας, που αποτυπώνουν σώματα ανηλίκων κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί τη γενετήσια διέγερση, καθώς και ασελγείς πράξεις διενεργούμενες από ανηλίκους ήτοι πρόσωπα που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, γεγονός που ευθέως συνάγεται από τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος αυτών, μέρος δε των ως άνω αρχείων που δειγματοληπτικά εκτυπώθηκε από τους διενεργήσαντες την έρευνα της κατοικίας του αστυνομικούς περιλαμβάνει ενδεικτικά θήλεα κάτω των δέκα πέντε ετών που διενεργούν πεολειχία σε άνδρες, καθώς και ενήλικες που συνουσιάζονται με ανήλικα θήλεα. Στην προαναφερόμενη δε πράξη προέβη έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η παραγωγή του προπεριγραφέντος πορνογραφικού υλικού που προμηθεύτηκε, έλαβε χώρα με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15°) έτος της ηλικίας τους.”

Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή της αξιόποινης πράξης της προμήθειας και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας με σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή και με τη χρήση διαδικτύου, η παραγωγή του οποίου (ολικού παιδικής πορνογραφίας) συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν συμπλήρωσαν το 15ο έτος της ηλικίας τους κατ’ εξακολούθηση, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόστασή της ως άνω αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά (χωρίς να απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτισή τους, ούτε η διευκρίνιση από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή και χωρίς ανάγκη ειδικής μνείας του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ή προσδιορισμού της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου) και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά (πραγματικά περιστατικά) στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται: 1) οι συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες διαπιστώθηκε η προμήθεια και η κατοχή από τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο του υλικού της παιδικής πορνογραφίας, η αναλυτική περιγραφή του οποίου ανταποκρίνεται πλήρως στην οριζόμενη με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 348Α του ΠΚ έννοια του όρου “υλικό παιδικής πορνογραφίας”, 2) ο τρόπος με τον οποίο αυτός προμηθεύτηκε και κατείχε το υλικό αυτό και συγκεκριμένα με ηλεκτρονικό υπολογιστή με τη χρήση του διαδικτύου, επισκεπτόμενος σχετική ιστοσελίδα και αποθηκεύοντας αυτό (υλικό), 3) το μέσο αποθήκευσης, ήτοι σκληρός δίσκος ηλεκτρονικού υπολογιστή, καθώς και ο αριθμός των αρχείων με το περιεχόμενο του υλικού παιδικής πορνογραφίας, 4) η σύνδεση της δημιουργίας του ως άνω υλικού παιδικής πορνογραφίας με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν είχαν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους και 5) ο δόλος του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, καθώς και η ειδικότερη γνώση αυτού για την ηλικία των χρησιμοποιηθέντων, για τη δημιουργία του ως άνω πορνογραφικού υλικού ανηλίκων. Σε σχέση με τις επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος α) προσδιορίζεται επαρκώς το περιεχόμενο των επιλήψιμων αρχείων με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι “…..100 αρχεία βίντεο και 5000 αρχεία φωτογραφίας, που αποτυπώνουν το σώμα ανηλίκων κάτω των 15 ετών κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί τη γενετήσια διέγερση, καθώς και ασελγείς πράξεις διενεργούμενες από ανηλίκους….και περιλαμβάνει ενδεικτικά θηλέα κάτω των δέκα πέντε ετών που διενεργούν πεολειχία σε άνδρες, καθώς και ενήλικες που συνουσιάζονται με ανήλικα θήλεα….”, παραδοχές τις οποίες το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο συνήγαγε από το σύνολο των κατ’ είδος μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων. Το γεγονός δε ότι εξαίρεται η κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο αγνόησε τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αφού όχι μόνο δε τα εξήρεσε ρητά αλλά επιπλέον γίνεται ρητή αναφορά στο σκεπτικό του ότι η εν λόγω κατάθεση επιρρωνύεται από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και από την απολογία του κατηγορουμένου. Η αιτίαση δε δύο αναιρεσείοντος ότι από την ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση προκύπτουν τα αντίθετα αυτών που δέχθηκε το δικαστήριο ως προς το περιεχόμενο των επιλήψιμων αρχείων, είναι απαράδεκτη, διότι με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει ανεπιτρέπτως την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, β) αιτιολογείται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ο δόλος του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, ήτοι η γνώση αυτού για το περιεχόμενο των αρχείων, καθώς και η απόρριψη του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού του (και όχι ισχυρισμού περί πραγματικής πλάνης) ότι αγνοούσε το περιεχόμενο των ενδίκων αρχείων με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι η αξιόποινη αυτή πράξη τέλεσε έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η παραγωγή του πορνογραφικού υλικού που προμηθεύτηκε και κατείχε έλαβε χώρα με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων κάτω των 15 ετών, ότι ως εργαζόμενος σε εταιρεία κατασκευής ιστοσελίδων και γνώστης του διαδικτύου είχε “ανοίξει” τα επιλήψιμα αρχεία και έχοντας έτσι λάβει γνώση του περιεχόμενου τους δεν τα διέγραψε, αλλά τα αποθήκευσε και τα κατείχε, κρίση η οποία ενισχύεται από την κατάθεση, της μάρτυρος συντρόφου του και από το γεγονός ότι η Ιντερπόλ διεπίστωσε πρόσβαση του σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα με υλικό παιδικής πορνογραφίας, όπως η εν λόγω αιτιολογία αναλύεται στο προαναφερόμενο σκεπτικό του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης ως προς το δεύτερο και τρίτο σκέλος του, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί εντολής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμος.

Περαιτέρω, εφόσον κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 348Α παρ. 4 εδ. α’ του ΠΚ, “οι πράξεις της πρώτης και της δεύτερης παραγράφου τιμωρούνται με κάθειρξη….,β) αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται….με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος”, στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει σύνδεση της παραγωγής του υλικού παιδικής πορνογραφίας με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν συμπλήρωσαν το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, κακουργηματική μορφή μπορούν να λάβουν όλοι οι αναφερόμενοι στις δύο πρώτες παραγράφους του εν λόγω άρθρου τρόποι τέλεσης της προβλεπόμενης από αυτό αξιόποινης πράξης και, συνεπώς, και εκείνοι της προμήθειας και της κατοχής τέτοιου υλικού και όχι μόνο της παραγωγής αυτού (ΑΠ 370/2021, 1517/2018). Κατά συνέπεια, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Θ’ ΚΠοινΔ, αντίστοιχα, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η πράξη της προμήθειας και κατοχής πορνογραφικού υλικού, για την οποία καταδικάστηκε, φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, διότι η περίπτωση β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 348Α, που τυοποποιείται ως κακούργημα, έστω και αν συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων κάτω των 15 ετών, αφορά μόνο τον παραγωγό υλικού παιδικής πορνογραφίας, πλήττοντας έτσι την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως και, κατ’ επέκταση, για υπέρβαση εξουσία, επειδή το Δικαστήριο της ουσίας, ως εκ του χρόνου τέλεσης του ανωτέρω, κατ’ αυτόν, πλημμελήματος (2009) δεν έπαυσε οριστικά την κατ’ αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου του συνεπεία παραγραφής, είναι αβάσιμοι.

Επίσης, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος της υπό κρίση αναιρέσεως ως προς το πρώτο σκέλος του, ότι δηλαδή το Δικαστήριο της ουσίας, αν και τον κήρυξε ένοχο για κακούργημα, εν τούτοις ουδέν ενδεικτικό στοιχείο διαλαμβάνει στο σκεπτικό του, από το οποίο να προκύπτει κίνδυνος διάδοσης και μετάδοσης του πορνογραφικού υλικού, ώστε να δικαιολογείται η καταδίκη του για κακούργημα, κρίνεται, ωσαύτως, αβάσιμος, διότι για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του κακουργηματικού χαρακτήρα του εγκλήματος της προμήθειας και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, η παραγωγή του οποίου συνδέεται με χρησιμοποίηση ανηλίκων κάτω των 15 ετών, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, δεν απαιτείται κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο επιπλέον κίνδυνος μεταδόσεως αυτού, ώστε η προσβαλλόμενη απόφαση να χρήζει, κατά το στοιχείο αυτό ειδικής αιτιολογίας και από τη μη αναφορά του να στερείται νόμιμης βάσης. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου και δη της Αρεοπαγίτη Πηνελόπης Παρτσαλίδου – Κομνηνού, το παραπάνω στοιχείο διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, κατά τούτο, είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα, λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου” χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στην μείωση της ποινής, εφόσον όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ακόμη δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη’ τους. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π Κ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά τα άρθρα 83 και 85 του ίδιου κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά και αυτεπαγγέλτως, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Ως ελαφρυντική περίσταση, θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΝΠΚ (Ν. 4619/2019), μεταξύ άλλων, η υπό στοιχ. β’ που συνίσταται στο ότι ο υπαίτιος ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια. Ως μη ταπεινά αίτια νοούνται, κατά τη διάταξη αυτή, τα μη αντίθετα προς την κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξης συνείδηση και τα μη μαρτυρούντα διαστροφή χαρακτήρα και κακοβουλία του δράστη, για δε το ορισμένο του ισχυρισμού απαιτείται να εκτίθενται και τα αίτια που ώθησαν τον κατηγορούμενο στην πράξη του. Η μη ταπεινότητα των αιτιών, από τα οποία ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη που του αποδίδεται, θα κριθεί όχι υποκειμενικά, δηλαδή κατά την αντίληψη του δράστη, αλλά αντικειμενικά, δηλαδή κατά την αντίληψη της κοινωνίας (ΑΠ 20/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, κατά την απόφαση επί της ενοχής, ζήτησε να αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο, μεταξύ των άλλων, και το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ του ΠΚ, αναφέροντα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής αυτής περίπτωσης τα κάτωθι επί λέξει: “Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη του από ταπεινά αίτια, προκειμένου να κατευνάσει κάποιο πάθος του, καθώς δεν ήταν και δεν είναι παιδόφιλος, ο οποίος να προσπαθεί να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις από τη θέαση υλικού παιδικής πορνογραφίας. Αντιθέτως, η προμήθεια και κατοχή του συγκεκριμένου υλικού ήταν τυχαία, καθώς προήλθε από κλειδωμένα αρχεία, των οποίων του περιεχομένου δεν είχε γνώση, και τα οποία ο κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε ως “σπαζοκεφαλιές” προκειμένου να εξοικειωθεί και να βελτιωθεί στο επάγγελμά του (τεχνικός υπολογιστών), οι συνθήκες του οποίου απαιτούσαν ιδιαίτερες γνώσεις, μεταξύ άλλων και αποκωδικοποίησης (ξεκλειδώματος) αρχείων. Με την ίδια ευκολία που αποθηκεύτηκε το υλικό παιδικής πορνογραφίας θα μπορούσαν να έχουν αποθηκευτεί χάρτες, κινηματογραφικές ταινίες, αρχεία μουσικής ή και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, νόμιμο ή παράνομο, το περιεχόμενο του οποίου ο κατηγορούμενος αγνοούσε λόγω αδυναμίας πρόσβασης μέχρι το “ξεκλείδωμα” του φακέλου στο οποίο εμπεριέχονταν, αλλά και που δεν τον ενδιέφερε, καθώς το μόνο που προσπαθούσε να επιτύχει ήταν η βελτίωσή του σε τεχνικές αποκωδικοποίησης”. Το Δικαστήριο της ουσίας αναγνώρισε στον κατηγορούμενο μόνο τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 και ε’ ΠΚ, που του είχαν αναγνωριστεί και πρωτοδίκως, ενώ απέρριψε το αίτημα για την αναγνώριση της εκ του άρθρου 84 παρ. 2β’ ΠΚ, ελαφρυντικής περίστασης με την αιτιολογία ότι “δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην ως άνω πράξη από όχι ταπεινά αίτια”. Όπως, όμως, διατυπώθηκε ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός ήταν νόμω αβάσιμος, αφού τα επικαλούμενα περιστατικά συνιστούν άρνηση της κατηγορίας και δεν είναι ικανά, αληθή υποτιθέμενα, να στοιχειοθετήσουν, σύμφωνα με το νόμο, την ελαφρυντική αυτή περίσταση, η οποία προϋποθέτει την παραδοχή της ενοχής του αναιρεσείοντος, και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και αιτιολογήσει την απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Παρά ταύτα, αιτιολογημένα απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν μη δεχόμενο τη συνδρομή των όρων του. Επομένως, η εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, αιτίαση (υπό στοιχ. 35) για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμη.

Κατά το άρθρο 511 ΚΠοινΔ, “Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχείο Β’. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και την παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητης εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Ειδικότερα, επιεικέστερη είναι η διάταξη, που προβλέπει τις ελαφρύτερες ποινικές συνέπειες από απόψεως είδους και μέτρου ποινής. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, “όταν το πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή”. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 85 του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 ΠΚ, “όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84), εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83. Στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι πιο πάνω λόγοι και ελαφρυντικές περιστάσεις”. Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 85 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ είναι επιεικέστερη από την αντίστοιχη προϊσχύσασα διάταξη, αφού με την τελευταία η μείωση της ποινής εφαρμοζόταν μια φορά. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση 194/2019 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία δημοσιεύτηκε στις 2-4-2019, ήτοι πριν την έναρξη της ισχύος του νέου ΠΚ, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος της παράβασης του άρθρου 348Α παρ. 1, 2, 3, 4β ΠΚ, αναγνωρίζοντας το Δικαστήριο στο πρόσωπό του τη συνδρομή δύο ελαφρυντικών περιστάσεων εκ του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και ε’ ΠΚ και του επιβλήθηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 83 εδ. α’ περ. γ’ του τότε ισχύοντος ΠΚ μειωμένη ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών. Όμως, κατά την επιεικέστερη και έχουσα ως εκ τούτου εφαρμογή, διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του νέου ΠΚ, ισχύοντος από 1-7-2019, πρέπει να μειωθεί περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής του, όπως άλλωστε, και ο αναιρεσείων ζητεί με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.

Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει: 1) κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή, κατά το άρθρο 511 εδ. δ’ του ΚΠοινΔ, της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 85 παρ. 1 του ΠΚ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και ειδικότερα ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ΠΚ, ποινής, το κατώτατο όριο της οποίας πρέπει να μειωθεί περαιτέρω κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του ΠΚ, 2) να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα, ως προς αυτό, εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλου άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 του Κ.Ποιν.Δ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 159 του Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ 215/12-11-2021) και 3) να απορριφθεί, κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την απόφαση 194/2019 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης εν μέρει και ειδικότερα ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ΠΚ, ποινής, το κατώτατο όριο της οποίας πρέπει να μειωθεί περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του ΠΚ.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα, ως προς αυτό, εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 25-11-2019 αίτηση, με αριθμό 23/2019, του Ι. Κ. του Γ., κατοίκου …, για αναίρεση της απόφασης 194/2019 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2021.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Μαρτίου 2022.

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *