ΑΠ 582/2021: Άρση απορρήτου των επικοινωνιών- Τυχαία ευρήματα και αξιοποίησή τους σε διαφορετική δικογραφία

Περίληψη: Συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση – Παράβαση καθήκοντος – Κατάσταση ανάγκης – Προκαταρκτική εξέταση – Καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνομιλίες – Δικαίωμα απορρήτου της επικοινωνίας – Άρση απορρήτου – Διαδικασία – Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς – Διάταξη – Βούλευμα – Τυχαία ευρήματα – Αξιοποίηση σε διαφορετική δικογραφία – Κατηγορούμενος – Υπερασπιστικά δικαιώματα – Προδικασία – Αίτηση κήρυξης ακυρότητας – Απόλυτη ακυρότητα – Θετική υπέρβαση εξουσίας – Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως -. Αναιρείται για απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, λόγω προσβολής υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, για θετική υπέρβαση εξουσίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 25 ΠΚ το αναιρεσιβαλλόμενο, από τον Εισαγγελέα, βούλευμα που απέρριψε τις αιτήσεις των κατηγορουμένων για κήρυξη της ακυρότητας πράξε-ων της κατ’ αυτών προδικασίας, σε δικογραφία ευρισκόμενη σε προκαταρκτική εξέταση για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, εκ του ότι ανεπίτρεπτα χρησιμοποιήθηκαν σε βάρος τους τυχαία ευρήματα (καταγεγραμμένες, από την ΕΥΠ, τηλεφωνικές συνομιλίες τους) εξ άλλης ποινικής δικογραφίας για το έγκλημα της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, διότι (μεταξύ άλλων) η δεύτερη, κατά σειρά, δικογραφία (για την παράβαση καθήκοντος) δεν είχε ένα minimum συνάφειας και συνεκτικού δεσμού με την πρώτη, ούτε σχηματίσθηκε κατόπιν χωρισμού από αυτήν (αλλά κατόπιν διαβιβαστικού εγγράφου της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς), με αποτέλεσμα τα ανακύψαντα ευρήματα να είναι πράγματα τυχαία και να αφορούν σε άλλη υπόθεση, με άλλα ερευνώμενα πρόσωπα (οπότε για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας απαιτείτο έκδοση νέας εισαγγελικής διάταξης και βουλεύματος, κάτι που εν προκειμένω δεν συνέβη), ενώ επιπρόσθετα, αφενός η δεύτερη δικογραφία ερευνούσε την πράξη της παράβασης καθήκοντος, η οποία δεν περιλαμβάνεται σε εκείνες που μνημονεύει περιοριστικά το άρθρο 4 § 1 περ. α΄ του ν. 2225/ 94, περί άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, και, αφετέρου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 25 ΠΚ, περί καταστάσεως ανάγκης, που επικαλείται το ελεγχόμενο βούλευμα, αφού στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως δεν εντάσσονται δικονομικές ενέργειες που έγιναν καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας των αρμόδιων δικαστικών οργάνων.

Αριθμός 582/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ Ποινικό Τμήμα – Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασδέκη και Μαρία Λεπενιώτη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ζαχαρία Κοκκινάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2021, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση τους υπ’ αριθμ. 640/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Με κατηγορούμενους τους 1. Α. Α. του Α., 2. Ά. Κ. του Χ., 3. Γ. Π. του Ι., 4. Π. Σ. του Ν., 5. Ι. Κ. του Γ., 6. Π. Σ. του Β., 7. Δ. Τ. του Γ. και 8. Β. Θ. του Β..

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας, ζητάει την αναίρεση αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθ. 8/18.2.2021 αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 147/2021.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ζαχαρίας Κοκκινάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Μαλλούχου, με αριθμό πρωτ. 55/25.2.2021 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Εισάγω στο Δικαστήριο Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 εδ. α’ Κ.Π.Δ., την υπ’αριθμ.8/18-2-2021 αναίρεση κατά του υπ’ αριθμ. 640/20 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς και εκθέτω τα ακόλουθα:

Η ανωτέρω αναίρεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και για τους διαλαμβανομένους σ’ αυτή νόμιμους και βάσιμους λόγους, στους οποίους και αύθις αναφέρομαι. Επομένως η ως άνω αναίρεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση, αφού αυτό είναι δυνατό.”

Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου” Μαρία Μαλλούχου.

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 306, 479, 480, 483 παρ. 3εδ α και β, το οποίο ( εδ. β ) προσετέθη με την παρ. 44 του άρθρου 7 του Ν.4637/2019 , 484 παρ. 1 και 485 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠοινΔ (βλ. άρθρ. 585 Ν.4620/2019 ) προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, για όλους τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ ,με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία του ενός μηνός που ορίζεται από το άρθρο 480, η οποία προθεσμία για την αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αρχίζει από την λήξη της προθεσμίας έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών, η οποία είναι επίσης προθεσμία ενός μηνός και αρχίζει από την έκδοση του βουλεύματος. Μετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύματος υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων (άρθρ. 483 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠοινΔ). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 18/2/2021 και με αριθμό έκθεσης 8/2021 αίτηση αναίρεσης που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στρέφεται κατά του με αριθμό 640/14-10-2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο το ως άνω δικαστικό συμβούλιο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ουσία τις κατατεθείσες στις 30/9/2020 από 28 / 9 / 2020 και 29 / 9 / 2020 αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας επί της ΑΒΜ Γ 2020/170 δικογραφίας, των: 1) Α. Α του Α., κατοίκου …, οδός …, 2) Α. Κ του Χ., , 3) Γ. Π του Ι., 4) Π. Σ του Ν., , 5) Ι. Κ του Γ., 6) Π. Σ του Β., 7) Δ. Τ του Γ. και 8) Β. Θ του Β., κατοίκων …, οδός …, οι οποίοι με το υπ’αριθμ. 838/2020 κλητήριο θέσπισμα που τους επιδόθηκε στις 15/10/20 και στις 19/10/20 στον πρώτο, στις 16/10/20 στους δεύτερο, τρίτο , έκτο και στις 16/10/20 στους λοιπούς εξ αυτών, παραπέμφθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για να δικαστούν ως υπαίτιοι παράβασης καθήκοντος από κοινού, που φέρεται ότι τέλεσαν στον Κορυδαλλό στις 30/10/2015.

Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός ενός μηνός από την λήξη της προθεσμίας έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών, σύμφωνα και με τις υπ’αριθμ. 4899/6-11-20, 5255/28-11-20, 5350/7-12-20 , 5486/12-12-20 89/6-1-21 και 9147/10-2-21 Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις ,με τις οποίες, στο πλαίσιο λήψης προληπτικών μέτρων για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας έναντι του COVID 19, ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των δικαστηρίων και των εισαγγελιών. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι λόγοι αυτής. Στο άρθρο 4 του Νόμου 2225/1994, ορίζεται: “1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: α) τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3β`, 264 περιπτώσεις β` και γ`, 270, 272, 275 περίπτωση β`, 291 παρ. 1 περιπτώσεις β` και γ`, 292Α παρ. 4 εδάφιο β` και παρ. 5, 299, 322, 323A παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφοι 1 περιπτώσεις α` και β`, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α` και β`, 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 351Α παράγραφοι 1 περιπτώσεις α` και β` και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α` και β` του Ποινικού Κώδικα, β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του N. 2168/1993, δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του N. 4139/2013, ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ του N. 2960/2001, στ) το άρθρο 3 περίπτωση ιε` του N. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του N. 2656/1998, ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του N. 2803/2000, η) το άρθρο 45 παρ. 1 περιπτώσεις α`, β` και γ` του N. 3691/2008, θ) το άρθρο 28 του N. 1650/1986. Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 1, 2, 3, 4 εδάφιο α` και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, των παραγράφων 1 περίπτωση γ` και 4 του άρθρου 339, της παρ. 3 του άρθρου 342, του άρθρου 348, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της παρ. 1 περιπτώσεις γ` και δ` του άρθρου 348Γ και της παρ. 1 περίπτωση γ` του άρθρου 351Α, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 381Α, του άρθρου 381Β και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του N. 3917/2011, το άρθρο 15 του N. 3471/2006 και το άρθρο 10 του N. 3115/2003″. “1α. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α`).” “1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από το ν. 3028/2002 “Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς” (ΦΕΚ 153 Α`), όπως ο νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει.” “1γ. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων του άρθρου 93α του ν. 4099/2012. (Α` 250).” “δ. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση της προσβολής που τελείται στο διαδίκτυο σε βαθμό κακουργήματος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο ν. 2121/1993 (Α 25).”. 2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν. 3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του. 4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση. 5. Την αίτηση για την άρση υποβάλει στο Συμβούλιο ο καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποίαν περιέχονται τα, κατά την παρ. 2 του άρθρου 5, στοιχεία. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1α και 1γ αυτού του άρθρου την άρση μπορεί να ζητήσει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτροπής, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ή τον ανακριτή, οι οποίοι την υποβάλουν στο Συμβούλιο Εφετών. 6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αίτησή τους στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών. Η ισχύς της διάταξης του Εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με την λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του Συμβουλίου. 7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση. Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι: “10. Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία, για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Κατ’ εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεώτερη διάταξή της, να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση άλλου ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα”. Με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης θέτοντας ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη κτήση αποδεικτικών μέσων που ανάγονται στην σφαίρα του απορρήτου επικοινωνιών και θεσπίζοντας απαγορεύσεις αξιοποίησης νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, προβαίνει σε στάθμιση ήδη σε νομοθετικό επίπεδο δύο συγκρουόμενων και δυσχερώς συμβιβάσιμων συμφερόντων στο πεδίο της ποινικής δίκης. Αφενός του δικαιώματος απορρήτου των επικοινωνιών του ατόμου, αφετέρου δε της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας που συνιστά έναν από τους πυλώνες και βασικό ενδιάμεσο σκοπό της ποινικής δίκης, ως αναγκαίος όρος της πραγμάτωσης του δικαιώματος έννομης προστασίας των πολιτών και της αντίστοιχης υποχρέωσης του κράτους για αποτελεσματική λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης. Εκκινώντας από την θέση ότι η αλήθεια δεν πρέπει να αναζητείται με οποιοδήποτε τίμημα, και δη με πλήρη κάμψη του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, αλλά και με δεδομένο ότι και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας δεν πρέπει να υποχωρεί απολύτως έναντι του πιο πάνω ατομικού δικαιώματος (Ολ. Α.Π. 1/2001), αφού είναι δικαιοπολιτικά αυτονόητο, ότι το προστατευόμενο, με τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, δικαίωμα δεν μπορεί να προβάλει αξιώσεις υπεροχής σε όλες τις νοητές περιπτώσεις συγκρούσεων με την αντίρροπη, ομοίως, συνταγματικής περιωπής και άρα τυπικώς ισοδύναμη αρχή της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης, ο νομοθέτης θέτει δια των αποδεικτικών απαγορεύσεων δικαιοπολιτικά επιβεβλημένους φραγμούς στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, με ταυτόχρονη, όμως, κάμψη και του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών κατά το μέτρο που επιτρέπεται η κτήση και χρήση αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο πεδίο που καταλαμβάνει το δικαίωμα αυτό .Προς υλοποίηση της λεπτής αυτής στάθμισης, ο νομοθέτης θέσπισε με τις ως άνω παρατιθέμενες διατάξεις του Ν. 2225/94 κανόνες για τη νόμιμη κτήση αποδεικτικών μέσων που ανάγονται στην σφαίρα του απορρήτου επικοινωνιών και ταυτόχρονα αποδεικτικές απαγορεύσεις. Ειδικότερα, διά των ως άνω αναφερομένων διατάξεων ο νομοθέτης ρυθμίζει τις περιπτώσεις νόμιμης κτήσης και νόμιμης αξιοποίησης νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, με κάμψη του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών και ταυτόχρονα, με τις ίδιες διατάξεις, υπό την αντίστροφη όψη τους, προβλέπονται αποδεικτικές απαγορεύσεις δύο ειδών. Απαγορεύσεις κτήσης και απαγορεύσεις αξιοποίησης ήδη κτηθέντων αποδεικτικών μέσων. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 του Ν. 2225/94 προβλέπονται περιοριστικά οι προϋποθέσεις νόμιμης κτήσης αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών. Εξ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι η κτήση τέτοιων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που οι διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπουν, απαγορεύεται, και η κτήση τους κατά παράβαση αυτών τα καθιστά παράνομα αποδεικτικά μέσα. Στην περίπτωση, όμως, που το αποδεικτικό μέσο αποκτηθεί υπό της προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, τότε αυτό έχει το χαρακτήρα του νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου και μπορεί κατ’ αρχήν ελεύθερα να αξιοποιηθεί σε κάθε ποινική διαδικασία, εκτός αν από το νόμο προβλέπεται κάποια ρητή απαγόρευση αξιοποίησής του. Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 προβλέπεται τέτοια ρητή απαγόρευση αξιοποίησης νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Κρίσιμη είναι η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω απαγόρευσης, καθώς για κάθε περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη αυτή απαγορεύεται η αξιοποίηση ενός αποδεικτικού μέσου παρά το γεγονός ότι αυτό αποκτήθηκε νομίμως, ενώ για κάθε περίπτωση που εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της συνεχίζει να ισχύει ο κανόνας ότι το νομίμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο νομίμως αξιοποιείται ελεύθερα. Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, στην οποίαν ορίζεται ότι: “Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. […]” προκύπτει ότι η απαγόρευση αξιοποίησης θεμελιώνεται όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το αποδεικτικό μέσο πρόκειται να αξιοποιηθεί σε άλλη ποινική δίκη και β) το αποδεικτικό μέσο πρόκειται να αξιοποιηθεί για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Ως άλλη ποινική δίκη νοείται στην ως άνω διάταξη η ποινική δίκη η οποία δεν ταυτίζεται με την δίκη στο πλαίσιο της οποίας αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο. Η ελληνική ποινική δίκη δε, και μάλιστα η stricto sensu ποινική δίκη αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα. Ως εκ τούτου, η ποινική δίκη υφίσταται, και το εύρος του αντικειμένου της διαμορφώνεται ήδη κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης. Μάλιστα, υιοθετώντας μια διευρυμένη έννοια της ποινικής δίκης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ποινική δίκη αρχίζει ήδη από την παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή από τη διενέργεια πράξεων της λεγομένης αστυνομικής προανάκρισης, ήτοι, ήδη, προ της ασκήσεως ποινικής δίωξης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμη και υπό την στενότερη θεώρηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την άσκηση της ποινικής δίωξης υφίσταται πια ποινική δίκη, η οποία ως δικονομικό μόρφωμα περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους εγκλήματα του ιδίου ή περισσοτέρων προσώπων για τα οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη με την παραγγελία του Εισαγγελέα. Περαιτέρω, κατά το στάδιο της προδικασίας, αλλά και κατά το στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα στα αρμόδια δικαστικά όργανα, να προβούν σε χωρισμό της υπόθεσης για λόγους που αφορούν στην ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρο 130 παρ. 2 Κ.Π.Δ.). Στην περίπτωση δε που θεμελιώθηκε ποινική δίκη περιλαμβάνουσα περισσότερα εγκλήματα ενός ή περισσοτέρων κατηγορουμένων, με την άσκηση της ποινική δίωξης, ο μετέπειτα χωρισμός της υπόθεσης, είτε στο στάδιο της προδικασίας, είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, δεν αναιρεί τον ενιαίο χαρακτήρα της δίκης η οποία άρχισε ως τέτοια παρόλο που πλέον διασπάται σε περισσότερες διαδικαστικές εκφάνσεις, ενώ το αποδεικτικό υλικό που έχει συλλεγεί μέχρι τον χωρισμό της υπόθεσης αποτελεί ταυτόχρονα αποδεικτικό υλικό όλων των εν συνεχεία διακριτών δικογραφιών και όχι μόνον της πρώτης, αφού για τις χωρισθείσες δικογραφίες η μέχρι το χρονικό και διαδικαστικό αυτό σημείο διαδικασία παραμένει ενεργή, έγκυρη και τμήμα της διαδικαστικής τους πορείας, χωρίς να αποξενώνονται αναδρομικά από την μέχρι το σημείο αυτό διαδικασία και τα συλλεγέντα σε αυτήν αποδεικτικά μέσα. Για να πληρούται δηλαδή η προϋπόθεση του νόμου περί άλλης δίκης, πρέπει οι δύο διαδικασίες, ήτοι αυτή κατά την οποία αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο και εκείνη στην οποία αξιοποιείται να είναι διακριτές, ήδη, κατά την άσκηση ποινικής δίωξης ή κατά την παραγγελία της προκαταρκτικής εξέτασης κλπ, διότι διαφορετικά ιδρύεται μία ποινική δίκη η οποία διατηρεί το χαρακτήρα της ως τέτοια μέχρι το τέλος της, παρά τις όποιες διαδικαστικές διασπάσεις ήθελαν λάβουν χώρα κατά την εξέλιξή της. Ότι η έννοια της άλλης δίκης είναι αυτή που προεκτέθηκε, προκύπτει και από τον σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε να αποκλείσει την αξιοποίηση ενός εντελώς τυχαίου ευρήματος σε υπόθεση που δεν έχει κανένα συνεκτικό δεσμό και δη διαδικαστικό με την αρχική υπόθεση, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη τρώση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών, και να αποφεύγονται φαινόμενα κατά τα οποία οι διωκτικές αρχές θα δημιουργούσαν μια δεξαμενή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν σε οποιαδήποτε υπόθεση. Δεν θέλησε όμως ο νομοθέτης να αποκλείσει την χρήση των ήδη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων για τις περιπτώσεις εκείνες που αποκαλύφθηκαν ήδη στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας για την οποία διατάχθηκε η άρση του απορρήτου, και μάλιστα όταν οι αξιόποινες συμπεριφορές που αποκαλύφθηκαν εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο του ίδιου συνεκτικού ιστού βιοτικών εκδηλώσεων και συμβάντων παρουσιάζοντας έτσι φυσική συνεκτικότητα ως αντικοινωνικές και αξιόποινες συμπεριφορές συγκροτώντας ένα ενιαίο εγκληματικό φαινόμενο, ανεξαρτήτως της δικονομικής τους σχέσης ως συναφή εγκλήματα ή μη. Πάντως, ακόμα καθαρότερα είναι τα πράγματα όταν στο πλαίσιο των δικογραφιών που χωρίστηκαν υπάρχουν κοινοί κατηγορούμενοι, με αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση τα εγκλήματα που εντάσσονται στις δύο δικογραφίες και ακολουθούν από κάποιο σημείο και μετά διαφορετική διαδικαστική πορεία να εξακολουθούν να είναι συναφή, παρά τον χωρισμό της πορείας τους, για λόγους οικονομίας της δίκης. Η απαγόρευση αυτή του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, ασφαλώς, δεν ισχύει στην περίπτωση, κατά την οποίαν στην ίδια ακριβώς υπόθεση, με την βοήθεια νόμιμων αποδεικτικών μέσων, πέραν των ήδη γνωστών εγκλημάτων, αποκαλύπτεται σταδιακά η τέλεση εκ μέρους των δραστών και άλλων πολλών, πάντοτε στο πλαίσιο της παράνομης δράσης της ίδιας εγκληματικής οργάνωσης. Η ως άνω ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 ευθυγραμμίζεται πλήρως με τον σκοπό του νόμου για στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών αφενός και της αρχής αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας αφετέρου. Και τούτο διότι ο νομοθέτης με την συστηματική διάρθρωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων στο Ν. 2225/1994, επιδεικνύει διάθεση διαβάθμισης της στάθμισης των ως άνω μεγεθών ανάλογα με τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η σύγκρουση των ως άνω συμφερόντων. Η προσαρμοσμένη αυτή στάθμιση υλοποιείται με την πρόβλεψη αυστηρότατων προϋποθέσεων τόσο εξ απόψεως ουσιαστικού δικαίου όσο και εξ απόψεως διαδικαστικής, προκειμένου να αναγορεύσει ως ανεκτή την αρχική τρώση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών με την οριζόμενη ως νόμιμη κτήση του αποδεικτικού μέσου. Εν συνεχεία όμως, και εφόσον το δικαίωμα του ατόμου έχει ήδη δικαιολογημένα περιοριστεί συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, δεν προβάλλει η ανάγκη διαφύλαξης του ως άνω δικαιώματος με την ίδια ένταση, και τούτο διότι αφενός αυτό έχει ήδη τρωθεί, με την κτήση του αποδεικτικού μέσου, αφετέρου διότι πλέον υπάρχει άμεση αντίληψη και όχι απλώς προσδοκία των αρχών για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, με αποτέλεσμα η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και η αρχή της νομιμότητας να διεκδικούν πολύ εντονότερα την εφαρμογή τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν δημιουργούνται περισσότερες δίκες, ώστε μεταξύ τους να έχουν την σχέση άλλης δίκης, υπό την έννοια του νόμου, με την διαδικαστική-τεχνική διάσπαση μιας δικογραφίας σε περισσότερες, με την οποίαν υλοποιείται η διάταξη χωρισμού της υπόθεσης, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, για οποιονδήποτε λόγο και ιδίως, για λόγους που αφορούν στην ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης (ΑΠ 1518/2018).

Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει”, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας.( Ολ. ΑΠ 9/2015 ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, “δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε”. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), ισχύοντος από 1-7-2019 (βλ. άρθ. 460 αυτού). Σύμφωνα με τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου απαιτείται στάθμιση μεταξύ της βλάβης που υπήρχε κίνδυνος να επέλθει και της βλάβης που προξενήθηκε, για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος. Και μόνο τότε αποκλείεται το άδικο, όταν η στάθμιση αυτή οδηγεί στη διαπίστωση, ότι η βλάβη που προξενήθηκε ήταν όχι απλώς κατώτερη, αλλά σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη που μ` αυτόν τον τρόπο εμποδίστηκε να επέλθει. Μόνο σ` αυτήν την περίπτωση αποκλείεται το άδικο. Αν η βλάβη που επάγεται στον άλλο είναι ανάλογη κατ` είδος και σπουδαιότητα προς αυτή που απειλήθηκε, τότε ο άδικος χαρακτήρας της πράξης παραμένει. Συγκεκριμένα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ, για τον αποκλεισμό του άδικου χαρακτήρα της πράξης, απαιτείται να υπάρχει, εκτός άλλων, κίνδυνος παρών και αναπότρεπτος κατ` άλλο τρόπο, παρά μόνο με την προσβολή ξένου αγαθού. Αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας του κινδυνεύοντος αγαθού, χωρίς την προσβολή του ξένου αγαθού, δεν υφίσταται κατάσταση ανάγκης, είτε ως λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, είτε ως λόγος άρσης του καταλογισμού. Επιπλέον, το προσβαλλόμενο με την πράξη ξένο έννομο αγαθό πρέπει να είναι μικρότερης κατ` είδος και σπουδαιότητα αξίας σε σχέση με το απειλούμενο (ΑΠ 659/20).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠοινΔ “αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία >>Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ΚΠοινΔ (ΑΠ 171/2017, 277/2014). Κατά το άρθρο 174 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, “1. Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. 2. Η σχετική ακυρότητα μπορεί να προταθεί από τον εισαγγελέα ή από τους διαδίκους που έχουν συμφέρον. Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας, πρέπει να προταθεί έως το τέλος της. Αν αναφέρεται σε πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας ή προπαρασκευαστικής, πρέπει να προταθεί ωσότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “1. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά του βουλεύματος ή της απόφασης ασκήθηκε ένδικο μέσο η αρμοδιότητα για την κήρυξη της ακυρότητας ανήκει στο συμβούλιο ή στο δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο “. Επίσης, στο άρθρο 322 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα ορίζεται, ότι “Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και, ειδικότερα, επί μεν παραπομπής με απευθείας κλήση μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προσφυγής του άνω άρθρου 322 παρ. 1 ΚΠοινΔ, επί δε παραπομπής με βούλευμα, μέχρις ότου αυτό καταστεί αμετάκλητο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο (ΑΠ 1701/2019).

Εξάλλου σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 484 ΚΠοινΔ <<Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α) η απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 αριθ. 1), β) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, γ) η παραβίαση του δεδικασμένου ή της εκκρεμοδικίας (άρθρο 57), δ) η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 139), ε) η παράνομη απόρριψη της έφεσης κατά του βουλεύματος ως απαράδεκτης (άρθρο 476) και στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 310 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για τον οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη αίτηση ή έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438)>>.

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *