ΑΠ 765/2022: Πλαστογραφία πιστοποιητικών- σχέση άρθρου 217 παρ. 3 και 216 ΠΚ

Παρατηρήσεις: Η απόφαση αυτή φαίνεται να παγιώνει και υπό τον νέο ΠΚ την θέση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ προϋποθέτει ότι από την πλαστογραφία ή τη νόθευση των αποκλειστικά μνημονευόμενων στη διάταξη αυτή εγγράφων δεν πρέπει να βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, διότι διαφορετικά εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ (ΑΠ 765/2022, NOMOS, ΑΠ 592/2021, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 446, ΑΠ 1852/2020, ΑΠ 720/2020, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 443, ΠραξΛογΠΔ (2021), 158). Έτσι, για παράδειγμα έγινε δεκτό ότι τελείται πλαστογραφία του άρθρου 216 ΠΚ και όχι πλαστογραφία πιστοποιητικών κατ’ άρθρο 217 παρ. 3 ΠΚ, όταν ο κατηγορούμενος με την πράξη του σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου και συγκεκριμένα με βλάβη συνυποψήφιού του, ο οποίος θα καταλάμβανε τη θέση αυτή και υπέστη για τον λόγο αυτό βλάβη ισόποση με το περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου, το οποίο συνίσταται στην είσπραξη των αποδοχών του (ΑΠ 720/2020, ό.π.) ή με βλάβη του Δημοσίου, το οποίο κατέβαλε τις αποδοχές στον κατηγορούμενο (ΑΠ 592/2021, ό.π.). Πάντως, διευκρινίζεται στην νομολογία ότι δεν αρκεί ο πιο πάνω σκοπός του κατηγορουμένου, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται και επέλευση ζημίας σε τρίτο, διότι διαφορετικά εφαρμόζεται το άρθρο 217 παρ. 3 ΠΚ (ΑΠ 765/2022, ό.π.). Η πιο πάνω αντιμετώπιση της διάταξης του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ φαίνεται εσφαλμένη για τους ακόλουθους λόγους: α) η πρόκληση της «ζημίας» στους τρίτους και συγκεκριμένα της καταβολής των αποδοχών από τον εργοδότη, που με βάση τα πλαστά πιστοποιητικά προσέλαβε τον κατηγορούμενο, αλλά και του συνυποψηφίου που δεν κατέλαβε τελικά την θέση λόγω της προσκόμισης των πλαστών πιστοποιητικών από τον κατηγορούμενο, είναι στοιχεία που προφανώς αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν από τον νομοθέτη κατά την θέσπιση της διάταξης αυτής, αφού η καταβολή μισθού από τον εργοδότη και το προβάδισμα του κατηγορουμένου έναντι συνυποψηφίων είναι στοιχεία αυτονόητα και άρρηκτα συνδεδεμένα με την τέλεση της πράξης του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ, β) το έννομο αγαθό που προστατεύεται με το άρθρο 217 παρ. 3 ΠΚ, αλλά και με το άρθρο 216 ΠΚ, δεν είναι η περιουσία των τρίτων, αλλά η δημόσια πίστη των εγγράφων και συνεπώς δεν μπορεί να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ούτε συνδέονται με το έννομο αγαθό που προστατεύεται με τις διατάξεις αυτές για να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ και να δοθεί προβάδισμα στη διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ, πολύ περισσότερο που οι δύο αυτές διατάξεις προστατεύουν το ίδιο έννομο αγαθό και γ) η πιο πάνω ερμηνεία που δίνεται από τον Άρειο Πάγο καθιστά κατ’ αποτέλεσμα ανεφάρμοστη τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ, αφού κατάληψη θέσης εργασίας και μισθολογική ή βαθμολογική προαγωγή χωρίς καταβολή μισθού ή αυξημένου μισθού από τον εργοδότη και προβάδισμα έναντι άλλων συνυποψηφίων δεν νοείται.

 

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Εφέτης

 

Αριθμός 765/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Σταυρούλα Κουσουλού-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Ε. Ζ. του Δ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Μαντά, για αναίρεση της υπ’αριθ. ΖΤ1791/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 14.12.2020 και με αρ. πρωτ. 10216/2020 δήλωση αναιρέσεως και τους από 15.11.2021 πρόσθετους λόγους που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 11/2021.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε 1) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, 2) να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, για πλαστογραφία πτυχίου (άρθρο 217 παρ. 3 Π.Κ), που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα στις 6.12.2012, 3) να παραπεμφθεί η δίκη, ως προς τα δύο αδικήματα πλαστογραφίας φερόμενα ως τελεσθέντα στις 11.11.2016 (πράξεις υπό στοιχεία Α-β, Α-γ), στο σύνολο της, ως προς το αδίκημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, φερόμενο ως τελεσθέν στις 6.12.2012 (πράξη υπό στοιχείο Β) μόνο κατά τα αναιρούμενα κεφάλαια περί μη αναγνωρίσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α, δ, ε Π.Κ και περί επιβολής ποινής, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση (άρθρο 519, 522 ΚΠΔ) και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 14-12-2020 και με αρ. πρωτ. 10216/2020 δήλωση της Ε. Ζ. του Δ. περί αναίρεσης της με αριθμό ΖΤ 1791/2020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία αυτή καταδικάστηκε, σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της νόμιμης εικοσαήμερης προθεσμίας από την καταχώριση (2-12-2020) της προσβαλλόμενης απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο (άρ. 464, 466 παρ.1α’, 473παρ.2 και 3,474 παρ.4, 504 παρ. 1 και 509 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς, αυτή τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη λόγω της πρόδηλης συνάφειας με τους παραδεκτώς ασκηθέντες από 15-11-2021 πρόσθετους λόγους αυτής (509 ΚΠΔ).

Με το άρθρο πρώτο του ν. 4619/2019 κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 460 του ν. ΠΚ). Στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. ΠΚ ορίζεται, ότι “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν, δεν αποκλείεται δε σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμο, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Για το χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων, εάν δε από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ περί πλαστογραφίας, “Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση”, ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του νέου ΠΚ (ν. 4619/1-7-2019) ” Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή”. Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η νέα διάταξη είναι επιεικέστερη, αφενός ως προς τη νομοτυπική μορφή, διότι η χρήση του πλαστού δεν αποτελεί πλέον “επιβαρυντική περίσταση”, αλλά αυτοτελή πράξη που συρρέει φαινομενικά ,όταν ακολουθεί την πλαστοποιητική ενέργεια, και απορροφάται από αυτή και αφετέρου ως προς την απειλούμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία ανέρχεται από δέκα ημέρες έως πέντε έτη (άρθρο 53 του ΠΚ) έναντι αυτής της φυλάκισης από τρεις μήνες έως πέντε έτη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 § 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, περί πλαστογραφίας πιστοποιητικών, η οποία είναι επιεικέστερη έναντι εκείνης του αντίστοιχου άρθρου 217 § 1 του παλαιού Ποινικού Κώδικα, αφού με τη νέα διάταξη προβλέπεται για τη συγκεκριμένη πράξη χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ με εκείνη προβλεπόταν φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή, “όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που κατά προορισμό χρησιμεύει για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας”. Κατά τη διατύπωση αυτής της διατάξεως, η αντικειμενική υπόσταση του σχετικού εγκλήματος συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημόσιου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών, ή τη χρήση τέτοιου εγγράφου. Υποκειμενικώς, απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει την γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος, σχετικά με τις ως άνω βιοτικές ανάγκες, χωρίς όμως, εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται: α) ότι αντικείμενο του εγκλήματος του άρ. 217 παρ.1 ΠΚ δεν είναι όλα τα κατά το άρθρο 13 παρ. 1 στοιχ. γ’ του ΠΚ έγγραφα, αλλά μόνο πιστοποιητικά ή μαρτυρικά ή και άλλα συναφή έγγραφα, που κατά προορισμό χρησιμεύουν για τέτοιους σκοπούς και β) ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς στην άμεση συντήρηση, στην κίνηση ή στην κοινωνική πρόοδο του δράστη ή κάποιου άλλου, χωρίς όμως η προσδοκώμενη από την πράξη ωφέλεια ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχει τη σημασία, την οποία έχει για τη θεμελίωση της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ. Στην περίπτωση, όμως, που από την πλαστογραφία βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας ή, αν, γενικότερα, η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του προαναφερόμενου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα, προβλεπόμενα από το ίδιο άρθρο ως πιστοποιητικά ή μαρτυρικά, εφαρμόζεται η βασική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217 § 1 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 423/2020). Περαιτέρω, με το ν. ΠΚ προστέθηκε στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 217 του ΠΚ, νέα παρ. 3 που ορίζει ότι “Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικών απαιτείται κατάρτιση πλαστού ή νόθευση πτυχίου ή κάθε είδους πιστοποιητικού γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή χρήση αυτών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια ο δράστης, χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Η διαφορά μεταξύ της διάταξης του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου ΠΚ συνίσταται, αφενός μεν στο ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ ΠΚ έγγραφα, αλλά μόνο τα αναφερόμενα σε αυτή, αφετέρου δε στον ειδικό σκοπό για τον οποίο τελείται το έγκλημα του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου ΠΚ. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, πρώτον, ότι αντικείμενο της κατά το άρθρο 217 παρ. 3 πλαστογραφίας δεν συνιστούν πάντα τα κατά το άρθρο 13 §1 γ’ ΠΚ έγγραφα, αλλά μόνον τα πτυχία και τα κάθε είδους πιστοποιητικά γνώσεων και δεξιοτήτων, και δεύτερον ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 217 παρ.3 ΠΚ σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς και μόνον στην κατάληψη θέσης εργασίας ή στη διεκδίκηση βαθμολογικής ή μισθολογικής προαγωγής στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς η προσδοκώμενη από την πράξη ωφέλεια ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχουν τη σημασία, την οποία έχουν για την θεμελίωση της πράξης της βασικής διάταξης του άρθρου 216 ΠΚ. Στην περίπτωση, όμως, που από την πλαστογραφία ή τη νόθευση βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα ή, αν, γενικότερα, η πλαστογραφία γίνεται και για άλλο σκοπό, εκτός του υπό του άρθρου 217 παρ.3 ΠΚ αναφερομένου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα από το ίδιο άρθρο, ήτοι πτυχίο ή πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, εφαρμοστέα τυγχάνει η βασική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ (ΑΠ 592/ 2021, ΑΠ 720/2020, ΑΠ 1852/2020, ΑΠ 445/2020). Η προβλεπόμενη για την πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικών, κατ’ άρ. 217 παρ.3 ΠΚ, ποινή (φυλάκιση από δέκα ημέρες έως πέντε έτη) είναι επιεικέστερη σε σχέση με την ποινή που προέβλεπε για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση το άρθρο 216 παρ. 1 του παλαιού ΠΚ (φυλάκιση από τρεις μήνες έως πέντε έτη), αλλά και αυτή που προβλέπει το αντίστοιχο άρθρο του νέου ΠΚ (φυλάκιση από δέκα ημέρες μέχρι πέντε έτη και χρηματική ποινή). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, περί υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, “Όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία”, ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 του νέου ΠΚ “Όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή ,αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία”. Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η νομοτυπική μορφή της πράξης δεν έχει αλλάξει, πλην όμως η νέα διάταξη είναι επιεικέστερη ως προς την απειλούμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία ανέρχεται σε φυλάκιση από δέκα ημέρες έως δύο έτη, έναντι αυτής της φυλάκισης από τρεις μήνες έως δύο έτη, επιπλέον δε απειλείται διαζευκτικά η χρηματική ποινή (ΑΠ 592/2021, ΑΠ 445/2020). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σΛ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να προσδιορίζονται γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους, ενώ δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), όπως συμβαίνει στην εδώ ενδιαφέρουσα πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικών του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ, όπου απαιτείται ειδική αιτιολογία του σκοπού του υπαιτίου να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο ,προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ” επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 518§ 1 του ΚΠΔ “περί αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου”, ο Άρειος Πάγος αναιρώντας την απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δεν παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη, σύμφωνα με τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά από το Δικαστήριο της ουσίας. Έτσι αν το τελευταίο είχε μόνο εσφαλμένα χαρακτηρίσει την πράξη, ο Άρειος Πάγος αποδίδει σ’ αυτήν τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό και κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο, χωρίς όμως να του επιβάλλει την προσήκουσα ποινή, οσάκις η ποινή δεν είναι επακριβώς ορισμένη από τον νόμο, αφού ως προς την επιμέτρηση, ο Δικαστής κινείται ελεύθερα εντός των προσδιορισμένων πλαισίων ανωτάτου και κατωτάτου ορίου, γι’ αυτό και παραπέμπει την υπόθεση για την επιμέτρηση της ποινής στο αρμόδιο Δικαστήριο (ΑΠ 917/2020, ΑΠ 742/2020, ΑΠ 391/2015, ΑΠ 1122/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, αποδείχθηκαν κατά πιστή αντιγραφή τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ήτοι: “ότι η κατηγορουμένη, στην …, την 6-12-2012 κατήρτισε εξ’ απαρχής ως προς όλα τα σημεία του ένα πλαστό πτυχίο το οποίο έφερε την επωνυμία και τo λογότυπο της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης με αριθμό 24/39 και φερόμενο τόπο και ημερομηνία έκδοσης το Ηράκλειο Κρήτης και την 14-11-2012, αντιστοίχως, με την οποία εφέρετο ότι η Γραμματεία ίου Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης πιστοποιούσε ότι αυτή, αφού έδωσε τις νόμιμες εξετάσεις, ανακηρύχθηκε πτυχιούχος του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης στις 8 Σεπτεμβρίου 2012, με βαθμό “ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ”, 7,45 και ορκίσθηκε στις 14-11-2012, υπό δε την ένδειξη “Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ” έθεσε κατ’ απομίμηση γνήσιας τη στρογγυλή σφραγίδα του Πανεπιστημίου Κρήτης και την υπογραφή του Γραμματέα του Τμήματος Ιατρικής προκειμένου έτσι να παραπλανήσει με τη χρήση του ανωτέρω εγγράφου τον αρμόδιο Υπουργό Υγείας ότι αυτή είχε καταστεί πτυχιούχος Ιατρικής και ότι είχε έτσι τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, να καταλάβει θέση εργασίας ώστε να τοποθετηθεί σε Νοσηλευτικό Ίδρυμα της χώρας ως ειδικευόμενη ιατρός με σχετική υπουργική απόφαση . Ακολούθως αυτή έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου την 6-12-2012, καταθέτοντας αυτό ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Τμήματος Ειδικοτήτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Αττικής μαζί με την υπ’ αρ. πρωτ. … /6-12-2012 αίτηση της προκειμένου να εγγραφεί, στη λίστα αναμονής της ειδικότητας της Παιδιατρικής στο 01-07-2019 προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα η διάταξη του άρθρου 217§ 3 του Π.Κ, η οποία αναφέρεται ειδικά στην πλαστογράφηση του πτυχίου, χωρίς όμως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου να το καθιστά πιστοποιητικό άρα εξακολουθεί να θεωρείται έγγραφο-και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, ως επιεικέστερη ουσιαστική ποινική διάταξη, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ., σε σχέση με το άρθρο 216§1 του ΠΚ που κατά το κατηγορητήριο καταλογίζεται στην κατηγορουμένη. Ο λόγος είναι ότι η τελευταία διάταξη (216§1{Κ) επέβαλλε κατά τον παλαιό (και εφαρμοζόμενο κατά την τέλεση του εγκλήματος) Ποινικό Κώδικα φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με τον Νέο Ποινικό Κώδικα επιβάλλει φυλάκιση και χρηματική ποινή, ενώ το 217 §3 ΠΚ που αναφέρεται ειδικά πλέον στο πλαστό πτυχίο επιβάλλει φυλάκιση. Στη συνέχεια η κατηγορουμένη στη …, την 11-11-2016 κατήρτισε εξ’ υπαρχής ως προς όλα τα σημεία της μία βεβαίωση, η οποία έφερε το εθνόσημο και την επωνυμία της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών της Περιφέρειας Αττικής, με αριθμό πρωτοκόλλου … και φερόμενο τόπο και ημερομηνία έκδοσης την … και την 12-12-2012, αντιστοίχως, με την οποία εφέρετο ότι ο Προϊστάμενος της άνω Διεύθυνσης βεβαίωνε ότι αυτή πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος του ιατρού σε όλη την επικράτεια από 12-12-2012 υπό δε την ένδειξη “Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ” έθεσε κατ’ απομίμηση γνησίας τη στρογγυλή σφραγίδα της Περιφέρειας Αττικής και την υπογραφή του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας, προκειμένου έτσι να παραπλανήσει με ιη χρήση του ανωτέρω εγγράφου τον Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, ότι αυτή πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του ιατρού και ότι, έτσι, πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις πρόσληψης της στο ανωτέρω νοσοκομείο, ως ειδικευόμενη ιατρός κατόπιν εκδόσεως και της σχετικής υπ’ αρ.Α2δ/Γ.Π. 64692/30-9-2016 απόφασης του Υπουργού Υγείας. Ακολούθως, αυτή έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου την 11-11-2016, καταθέτοντας αυτό ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, προκειμένου να καταστεί εφικτή η σύναψη σύμβασης μεταξύ αυτής και ταυ Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου για την πρόληψη της σ’ αυτό ως ειδικευόμενης ιατρού. Τέλος στον ως άνω τόπο, την 11-11-2016 η κατηγορουμένη κατήρτισε εξ υπαρχής ως προς όλα τα σημεία του ένα πιστοποιητικό, το οποίο έφερε το λογότυπο και την· επωνυμία του Ιατρικού Συλλόγου, Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 12666 και φερόμενο τόπο και ημερομηνία έκδοσης την Αθήνα και την 11-11-2016, αντιστοίχως, με την οποία εφέρετο ότι ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας, του ανωτέρω Συλλόγου πιστοποιούσαν ότι αυτή τύγχανε εγγεγραμμένη στα μητρώα του με αριθμό 078207 από 16-1-2013, υπό δε την ένδειξη “Ο ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ” έθεσε κατ’ απομίμηση γνήσιας τη, στρογγυλή σφραγίδα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών και την υπογραφή της υπαλλήλου του Κ. Ο., προκειμένου έτσι να παραπλανήσει με τη χρήση- του ανωτέρω εγγράφου του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, ότι αυτή ήταν εγγεγραμμένη στον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών και ότι, έτσι, πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις πρόσληψής της στο ανωτέρω νοσοκομείο, ως ειδικευόμενη ιατρός, κατόπιν εκδόσεως και της σχετικής υπ’αρ. Α2σ/Γ.Π.64692/30-9-2016 απόφασης του Υπουργού Υγείας. Ακολούθως αυτή έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου την 11-11-2016, καταθέτοντας αυτό ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, προκειμένου να καταστεί εφικτή η σύναψη σύμβασης μεταξύ, αυτής και του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου για την πρόσληψή της σ’ αυτό ως ειδικευόμενης ιατρού. Επιπλέον η κατηγορουμένη, στην Αθήνα, την 6-12-2012 πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο, αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα, υπέβαλε ενώπιον των αρμοδίων υπάλληλων του Τμήματος Ειδικοτήτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Αττικής την υπ’αρ. πρωτ. 1779276-12-2012 αίτηση της, με την οποία ζητούσε να εγγραφεί στη λίστα αναμονής της ειδικότητας της Παιδιατρικής στο Νοσηλευτικό ‘Ιδρυμα “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ Β0ΥΛΑΣ” καταθέτοντας μαζί με την αίτησή της αυτή και την υπ’αρ. 24/39/14-11-2012 πλαστή βεβαίωση του Γραμματέα του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, που αναφέρεται στην υπό στοιχώ (Α-α) πράξη. Με τον τρόπο αυτόν, εξαπατώντας, τον αρμόδιο Υπουργό Υγείας περί του αναληθούς γεγονότος ότι αυτή τύγχανε πτυχιούχος Ιατρικής Σχολής πέτυχε την έκδοση της υπ’ αρ. πρωτ Α2δ/Γ,Π,64692 από 30-9-2016 Απόφασης του Υπουργού Υγείας, δυνάμει της οποίας αυτή τοποθετήθηκε ως ειδικευόμενη ιατρός σε κενή οργανική θέση, ώστε να αρχίσει την άσκηση της στην Παιδιατρική, στο Γενικό Νοσοκομείο με επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και δη την πρόσληψη της στο ως άνω Νοσοκομείο, ως ειδικευόμενη ιατρός χωρίς να πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις και ειδικότερα χωρίς αυτή να τυγχάνει πτυχιούχος Ιατρικής Σχολής. Η κατηγορουμένη, η οποία πλέον από 27-03-2019 είναι κάτοχος γνησίου πτυχίου Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, κατά την απολογία της, ομολόγησε ότι διέπραξε όλα τα ανωτέρω αδικήματα κινούμενη από την πίεση που της ασκούσαν οι δικοί της, τόσο για οικονομικούς λόγους, καθώς σπούδαζε σε άλλη πόλη, άρα τα έξοδα ήταν περισσότερα, όσο και για κοινωνικούς λόγους, καθώς δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι η κατηγορουμένη καθυστερεί να ολοκληρώσει τις σπουδές της ενώ όλα τα μαθητικά της χρόνια ήταν άριστη σε όλα. Το γεγονός αυτό καθώς και η άμεση παραίτησή της (στις 23-11-2016) από τη θέση της ως ειδικευόμενη στην παιδιατρική του Νοσοκομείου “Ασκληπιείο Βούλας” με αποτέλεσμα να μην εργασθεί καθόλου στην εν λόγω θέση, όπως και η λήψη πλέον του πτυχίου της μετά την δεύτερη ευκαιρία που της δόθηκε από τον Κοσμήτορα της Σχόλης της να συνεχίσει την εξέταση στα εναπομείναντα μαθήματα από το σημείο που είχε σταματήσει χωρίς να διαγραφεί από τη σχολή, οδηγούν στην αναγνώριση όπως και πρωτοδίκως του ελαφρυντικού του, άρθρου §4§2 β ΠΚ, εφόσον κρίθηκε ότι προέβη στις πράξεις της από μη ταπεινά αίτια”.

Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την τότε κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα, διατηρώντας κατ’ άρ. 470 ΚΠΔ την ελαφρυντική περίσταση του άρ. 84παρ.2 β’του ΠΚ η οποία της είχε αναγνωριστεί πρωτοδίκως, για τις αξιόποινες πράξεις : α) της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, β) της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και γ) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και της επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, και δη του ότι: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ αύτη ένοχη, με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2β’ ΠΚ, ως προς την Α-α πράξη κατ’ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό κατ’ άρθρο 217 παρ. 3 ΠK και για τις λοιπές πράξεις (ήτοι Α-β, Α-γ και Β) όπως κατηγορείται, ήτοι του ότι: Στους κατωτέρω αναφερόμενους τόκους, κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Συγκεκριμένα: Α) Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατήρτισε πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση του εγγράφου αυτού. Ειδικότερα: α) Στην Αθήνα, την 6-12-2012 κατήρτισε εξ’ απαρχής ως προς όλα τα σημεία του ένα πλαστό πτυχίο το οποίο έφερε την επωνυμία και το λογότυπο της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης, με αριθμό 24/39 και φερόμενο τόπο και ημερομηνία έκδοσης το Ηράκλειο Κρήτης και την 14-11-2012, αντιστοίχως, με την οποία φέρετο ότι η Γραμματεία του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης πιστοποιούσε ότι αφού έδωσε τις νόμιμες εξετάσεις, ανακηρύχθηκε πτυχιούχος του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης στις 8 Σεπτεμβρίου 2012, με βαθμό “ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ”, 7,45 και ορκίσθηκε στις 14-11-2012, υπό δε την ένδειξη “Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ” έθεσε κατ’ απομίμηση γνήσιας τη στρογγυλή σφραγίδα του Πανεπιστημίου Κρήτης και την υπογραφή του Γραμματέα του Τμήματος Ιατρικής, προκειμένου έτσι να παραπλανήσει με τη χρήση του ανωτέρω εγγράφου τον αρμόδιου Υπουργό Υγείας ότι αυτή είχε καταστεί πτυχιούχος Ιατρικής και ότι είχε έτσι τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, να καταλάβει θέση εργασίας, ώστε να τοποθετηθεί σε Νοσηλευτικό Ίδρυμα της χώρας ως ειδικευόμενη ιατρός με σχετική υπουργού απόφαση. Ακολούθως, αυτή έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου την 6-12- 2012, καταθέτοντας αυτό ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Τμήματος Ειδικοτήτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Αττικής, μαζί με την υπ’ αρ. πρωτ. … /6-12-2012 αίτησή της, προκειμένου να εγγραφεί στη λίστα αναμονής της ειδικότητας Παιδιατρικής στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, β) Στη …, την 11-11-2016 κατήρτισε εξ’υπαρχής ως προς όλα τα σημεία της μία βεβαίωση, η οποία έφερε το εθνόσημο και·την επωνυμία της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών της Περιφέρειας Αττικής με αριθμό πρωτοκόλλου 8594 και φερόμενο τόπο και ημερομηνία έκδοσης την … και την 12-12-2012, αντιστοίχως με την οποία φέρετο ότι ο Προϊστάμενος της ως άνω Διεύθυνσης βεβαίωνε ότι αυτή πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος του ιατρού σε όλη την επικράτεια από 12-12-2012. υπό δε την ένδειξη “Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ” έθεσε κατ’ απομίμηση γνήσιας τη στρογγυλή σφραγίδα της Περιφέρειας Αττικής και την υπογραφή του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας προκειμένου έτσι να παραπλανήσει με τη χρήση του ανωτέρω εγγράφου τον Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, ότι αυτή πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του ιατρού και ότι, έτσι, πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις πρόληψης της στο ανωτέρω νοσοκομείο, ως ειδικευόμενη ιατρός κατόπιν εκδόσεως και της σχετικής υπ’ αρ. Α25/Γ.Π.64692/30-9-2016 απόφασης του Υπουργού Υγείας. Ακολούθως αυτή έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου την 11-11-2016, καταθέτοντας αυτό ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, προκειμένου να καταστεί, εφικτή η σύναψη σύμβασης μεταξύ αυτής και του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου για την πρόληψη της σ’ αυτό ως ειδικευόμενης ιατρού, γ) Στη … την 11-11-2016 κατήρτισε εξ υπαρχής ως προς όλα τα σημεία του ένα πιστοποιητικό, το οποίο έφερε το λογότυπο και την επωνυμία του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 12666 και φερόμενο τόπο και ημερομηνία έκδοσης την Αθήνα και την 11-11-2016, αντιστοίχως με την οποία φέρετο ότι ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας του ανωτέρω Συλλόγου πιστοποιούσαν ότι αυτή τύγχανε εγγεγραμμένη στα μητρώα του με αριθμό 078207 από 16-1-2013, υπό δε την ένδειξη “Ο ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ” έθεσε κατ’ απομίμηση γνήσιας τη στρογγυλή σφραγίδα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών και την υπογραφή της υπαλλήλου του, Κ. Ο. προκειμένου έτσι να παραπλανήσει με τη χρήση του ανωτέρω εγγράφου τον Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, ότι αυτή ήταν εγγεγραμμένη στο Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών και ότι, έτσι, πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις πρόσληψης της στο ανωτέρω νοσοκομείο, ως ειδικευόμενη ιατρός κατόπιν εκδόσεως και της σχετικής υπ’αρ. Α2δ/Γ.Π. 64692/30-02016 απόφασης του Υπουργού Υγείας. Ακολούθως αυτή έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου την 11-11-2016, καταθέτοντας αυτό ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, προκειμένου να καταστεί εφικτή η σύναψη σύμβασης μεταξύ αυτής και του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου για την πρόσληψη της αυτό ως ειδικευόμενης ιατρού. Β) Στην Αθήνα, την 6-12-2012 πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα, υπέβαλε ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Τμήματος Ειδικοτήτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Αττικής την υπ’ αρ. πρωτ. 1779276-12-2012 αίτηση της, με την οποία ζητούσε να εγγραφεί στη λίστα αναμονής της ειδικότητας της Παιδιατρικής στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, καταθέτοντας μαζί με την αίτηση της αυτή και την υπ’ αρ. 24/39/14-11-2012 πλαστή βεβαίωση του Γραμματέα του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, που αναφέρεται στην υπό στοιχείο (Α-α) πράξη. Με τον τρόπο αυτόν, εξαπατώντας τον αρμόδιο Υπουργό Υγείας περί του αναληθούς γεγονότος ότι αυτή τύγχανε πτυχιούχος Ιατρικής Σχολής πέτυχε την έκδοση της υπ’ αρ. πρωτ. Α2δ/Γ,Π,64692 από 30-9-2016 Απόφασης του Υπουργού Υγείας δυνάμει της οποίας αυτή τοποθετήθηκε ως ειδικευόμενη ιατρός σε κενή οργανική θέση, ώστε, να αρχίσει την άσκηση της στην Παιδιατρική, στο Γενικό Νοσοκομείο με επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ, γεγονός που μπορούσε έχει έννομες συνέπειες και δη την πρόσληψη της στο ως άνω Νοσοκομείο ως ειδικευόμενη ιατρός χωρίς πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις και ειδικότερα χωρίς αυτή να τυγχάνει πτυχιούχος Ιατρικής Σχολής. Με τις ανωτέρω παραδοχές, όπως αυτές προκύπτουν κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο που δίκασε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά την κατάφαση της ενοχής της κατηγορούμενης και ήδη αναιρεσείουσας για την υπό στοιχ. Αα’ πράξη που της αποδίδεται, ήτοι για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, αναφορικά με την οποία πλήττεται με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και τους δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους της, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού, αλλά και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αναφέρει κατά το είδος τους, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή του στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,13 εδαφ. γ’, 14,16,17,18, 26 παρ. 1α’, 27§2-1, 51, 53, 79 και 217§3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ,αναφορικά με την υπό στοιχ. Αα’ αξιόποινη πράξη της κατηγορούμενης-αναιρεσείουσας, όλα τα αναγκαία στοιχεία για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και ποινικής υπόστασης του αδικήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, κατ’ άρ.217 παρ.3 ΠΚ, και δη : 1) η εκ μέρους της κατάρτιση στην Αθήνα, στις 6/12/2012, πλαστού πτυχίου ως προς όλα τα σημεία που έφερε την επωνυμία και το λογότυπο της “Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης”, με το οποίο φερόταν ότι η γραμματεία του Τμήματος Ιατρικής αυτής πιστοποιούσε την ανακήρυξη της ως πτυχιούχου του τμήματος ιατρικής σχολής του ανωτέρω πανεπιστημίου, 2) οι ενέργειες τις οποίες μετήλθε η κατηγορούμενη-αναιρεσείουσα προκειμένου να προβεί στην κατάρτιση του ανωτέρω πλαστού πτυχίου, και 3) ο σκοπός της κατηγορούμενης -αναιρεσείουσας που ήταν η παραπλάνηση με την χρήση του ανωτέρω πλαστού πτυχίου του αρμοδίου Υπουργού Υγείας ότι αυτή είχε καταστεί πτυχιούχος ιατρικής και ότι είχε όλα τα απαιτούμενα προσόντα για να καταλάβει αντίστοιχη θέση εργασίας, τοποθετούμενη ως ειδικευόμενη ιατρός σε νοσηλευτικό ίδρυμα της χώρας, προς υλοποίηση του οποίου (σκοπού της) κατέθεσε το επίμαχο πλαστό πτυχίο ,στις 6/12/2012, ενώπιον αρμοδίων υπαλλήλων του τμήματος ειδικοτήτων της διεύθυνσης δημόσιας υγείας της γενικής διεύθυνσης δημόσιας υγείας της Περιφέρειας Αττικής για την εγγραφή της στη λίστα αναμονής ειδικότητας παιδιατρικής στο νοσηλευτικό ίδρυμα “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”.

Συνεπώς, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας- κατηγορούμενης , που αφορούν στην ανωτέρω πράξη, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί το σκοπό της στο υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως έγκλημα του άρ. 217 παρ.3 του ν. ΠΚ για το οποίο την κήρυξε ένοχη ,κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης στην υπό στοιχ. Αα’ πράξη της, υπό το πρόσχημα ότι έπρεπε τα αποδειχθέντα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά να έχουν υπαχθεί από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στην επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του ιδίου κώδικα, είναι αβάσιμες. Τούτο δε, διότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται και αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια ο σκοπός της κατηγορούμενης- αναιρεσείουσας για τον οποίο αυτή προέβη στην κατάρτιση του ως άνω πλαστού εγγράφου (πτυχίου ιατρικής), που ήταν όχι η κοινωνική της πρόοδος, έτσι ώστε να τύχει εφαρμογής η επικαλούμενη διάταξη του άρ. 217 παρ.1 ν. ΠΚ, αλλά η κατάληψη θέσης εργασίας, κατά τα αναλυτικά ως άνω παρατιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, με ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε τη νεότερη διάταξη του άρ. 217 παρ.3 του ν. ΠΚ, η οποία είναι επιεικέστερη σε σχέση με τη διάταξη του άρ. 216 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, βάσει της οποίας η αναιρεσείουσα είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως, αλλά και της αντίστοιχης διάταξης του νέου ΠΚ. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης ,δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι αυτής, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ανυπαρξία αιτιολογίας του σκοπού της αναιρεσείουσας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς την καταδικαστική κρίση της για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικού είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, όσον αφορά την κατάφαση της ενοχής της κατηγορούμενης και ήδη αναιρεσείουσας για τις υπό στοιχ. Αβ’ και Αγ’ πράξεις της, ήτοι της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση ,για την οποία επίσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση με τους πρώτο λόγο αναίρεσης ,δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους αυτής, προκύπτει ότι το δικάσαν Δικαστήριο, εσφαλμένα έδωσε σ’ αυτήν τον ανωτέρω νομικό χαρακτηρισμό. Τούτο δε, διότι από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το ως άνω Δικαστήριο ως αποδειχθέντα, προκύπτει ότι αυτά υπάγονται στη νεότερη διάταξη του άρ. 217 παρ.3 ν. ΠΚ, η οποία έπρεπε να εφαρμοστεί από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για τις υπό στοιχ. Αβ’ και Αγ’ πράξεις της κρινόμενης υπόθεσης ως επιεικέστερη ,κατ’ άρ. 2παρ. 1 του ν. ΠΚ. Ειδικότερα, εφόσον με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η κατάρτιση από την κατηγορούμενη – αναιρεσείουσα και των άλλων δύο πλαστών εγγράφων, ήτοι: 1) της πλαστής βεβαίωσης περί του ότι αυτή πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, και 2) του πλαστού πιστοποιητικού περί του ότι αυτή είναι εγγεγραμμένη στον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών, είχαν ως σκοπό την κατάληψη απ’ αυτήν θέσης εργασίας, και συγκεκριμένα την πρόσληψή της ως ειδικευόμενης ιατρού στο γενικό νοσοκομείο με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, δηλαδή για να έχει η ίδια (κατηγορούμενη) την συγκεκριμένη ωφέλεια, χωρίς να γίνεται δεκτό ότι από τις επιμέρους αυτές πλαστογραφίες της κατηγορούμενης επήλθε ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου, εφαρμοστέα τυγχάνει στις εν λόγω πλαστογραφίες η επιεικέστερη νεότερη διάταξη του άρ. 217 παρ.3 του ν. ΠΚ ,και όχι η εφαρμοσθείσα από το δικάσαν Δικαστήριο δυσμενέστερη διάταξη του άρ. 216 παρ. 1 ΠΚ. Τούτο δε, καθόσον για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης (άρ. 216 παρ.1 ΠΚ) απαιτείται επιπλέον , πέραν δηλ. του ανωτέρω αναφερθέντος σκοπού της κατηγορούμενης-αναιρεσείουσας να καταλάβει την πιο πάνω θέση εργασίας, και επέλευση βλάβης στις έννομες σχέσεις άλλου, η οποία δεν έγινε δεκτό ότι επήλθε στην ένδικη περίπτωση κατά τις παραδοχές του σκεπτικού του δικάσαντος Δικαστηρίου.

Συνεπώς, βάσιμα αιτιάται η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ότι εσφαλμένα ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε στις υπό στοιχ. Αβ’ και γ’ πράξεις της το άρθρο 216 παρ.1 του ΠΚ. Περαιτέρω όμως, αβασίμως αυτή αιτιάται ότι ως προς τις ανωτέρω πράξεις της έπρεπε το δικάσαν Δικαστήριο να εφαρμόσει το άρθρο 217 παρ. 1 του ν. ΠΚ, δοθέντος ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται και αιτιολογείται ότι αποκλειστικός σκοπός της κατά την κατάρτιση των προαναφερομένων δύο πλαστών εγγράφων ήταν η κατάληψη της ανωτέρω θέσης εργασίας και όχι η κοινωνική της πρόοδος. Επομένως, οι συναφείς πρώτος λόγος αναιρέσεως καθώς και ο τρίτος πρόσθετος λόγος της, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρ. 216 παρ. 1 ΠΚ είναι δεκτοί ως βάσιμοι. Αντίθετα, ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης από το άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί το σκοπό της αναιρεσείουσας-κατηγορούμενης στην καταδικαστική της κρίση για τις υπό στοιχ. Αβ’ και Αγ’ πράξεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ,διότι αναφέρεται και αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια σ’ αυτήν ο σκοπός της κατηγορούμενης για τον οποίο αυτή προέβη στην κατάρτιση των ως άνω πλαστών εγγράφων που ήταν η κατάληψη θέσης εργασίας και συγκεκριμένα την πρόσληψή της ως ειδικευόμενης ιατρού στο γενικό νοσοκομείο με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”. Επίσης, αβασίμως η αναιρεσείουσα αιτείται με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης την αυτεπάγγελτη εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου, ήτοι του άρ. 217 παρ. 1 του ν. ΠΚ, επί των υπό στοιχ. Αα’, β’ και γ’ ενδίκων πράξεων, κατ’ άρ. 511 εδαφ. δ’ του ΚΠΔ, διότι το εν λόγω αίτημά της αφενός μεν στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, ενόψει ότι η ανωτέρω επικαλούμενη ευμενέστερη διάταξη ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης (23-11-2020) της προσβαλλόμενης απόφασης, αφετέρου δε αποτελεί ,κατ’ ορθή εκτίμησή του, αιτίαση για αναιρετική πλημμέλεια του άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, ως προς την οποία ισχύουν όσα έχουν προεκτεθεί. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο αναίρεσης υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο της ουσίας εξέλαβε ως κατ’ εξακολούθηση έγκλημα δύο διαφορετικά αδικήματα ,ήτοι την πλαστογραφία πιστοποιητικού (για την Αα’ πράξη) και την πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση (για τις Αβ’ και Αγ’ πράξεις) για τις οποίες κρίθηκε ένοχη και της επέβαλε, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρ. 98 ΠΚ, μία ενιαία ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, ενώ μεταξύ των αδικημάτων αυτών υφίσταται πραγματική συρροή και θα έπρεπε να της έχει επιβάλλει για καθένα εξ αυτών αντίστοιχη ποινή, κατ’ άρ. 94 παρ. 1 ΠΚ. Οι ανωτέρω όμως αιτιάσεις της προβάλλονται απαραδέκτως, διότι ουδεμία βλάβη υπέστη εκ του ανωτέρω σφάλματος της προσβαλλόμενης απόφασης, και, ως εκ τούτου, αυτή δεν έχει το αντίστοιχο, εκ του άρ. 464 εδαφ. β’ ΚΠΔ προβλεπόμενο, έννομο συμφέρον να ζητεί την αναίρεσή της, αφού επ’ ωφελεία της επιβλήθηκε μία μόνο ποινή για τις ανωτέρω μη ομοειδείς πράξεις της. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, εκ του άρ.510 παρ.1 στοιχ. Ε’ και Θ’ ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Περαιτέρω, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του παραβιάζοντας την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης της ως κατηγορούμενης, διότι την καταδίκασε για τρία αδικήματα, ήτοι για πλαστογραφία πιστοποιητικού, πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση και υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την είχε καταδικάσει μόνον για δύο αδικήματα, ήτοι για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και για υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης. Πλην όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη κηρύχθηκε ένοχη ,σε πρώτο βαθμό ,με την υπ.αρ. ΒΜ 1127/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τέλεσης τεσσάρων αξιόποινων πράξεων, και δη για τρεις πράξεις που χαρακτηρίστηκαν ως πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, περιλαμβανόμενες στο διατακτικό της ανωτέρω απόφασης υπό στοιχ. Αα’, Αβ’ και Αγ’, και για υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης που αναφέρεται στο διατακτικό της ως υπό στοιχ. Β’ πράξη. Στο δεύτερο βαθμό η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη κρίθηκε ένοχη, με την προσβαλλόμενη απόφαση ένοχη, τέλεσης επίσης τεσσάρων αξιοποίνων πράξεων, και απλώς μεταβλήθηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο νομικός χαρακτηρισμός της υπό στοιχ. Αα’ αξιόποινης πράξης προς το ελαφρύτερο, ήτοι από πλαστογραφία μετά χρήσεως, κατ’ άρ. 216 παρ. 1 ΠΚ, σε πλαστογραφία πιστοποιητικού, κατ’ εφαρμογήν της νεότερης επιεικέστερης διάταξης του άρ. 217 παρ.3 του ν. ΠΚ. Συνεπώς, οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα με την προσβαλλόμενη απόφαση παρέμειναν τέσσερις ,ήτοι μία εκ του άρ. 217 παρ.3 ΠΚ, δύο εκ του άρ. 216 παρ. 1 ΠΚ και μία εκ του άρ. 220 παρ.1 ΠΚ. Ως εκ τούτου δε, δεν υφίσταται ,ούτε άμεση ούτε έμμεση, πραγματική χειροτέρευση της θέσης της αναιρεσείουσας. Συνακόλουθα, ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, εκ του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ, περί υπέρβασης εξουσίας του δικάσαντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Η επιβαλλόμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτοί περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορούμενου ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας ,κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά αυτεπαγγέλτως. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ ,μεταξύ άλλων, και οι υπό στοιχεία α’, δ’ και ε’, που αντίστοιχα συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”, στο ότι ” ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του” και στο ότι “ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του” (ΑΠ 1466/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών συνεδρίασης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζήτησε εγγράφως, δια του συνηγόρου της, να της αναγνωρισθούν, πλην της αναγνωρισθείσας σ’ αυτήν -ως πρωτοδίκως- ελαφρυντικής περίστασης των μη ταπεινών αιτίων (άρ. 84 παρ.2 β’ΠΚ), και οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α’, δ’ και ε’ του ΠΚ ,δηλ. του συννόμου βίου, της ειλικρινούς μεταμέλειας και της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς αντίστοιχα. Για τη θεμελίωση της ελαφρυντικής περίστασης του άρ. 84παρ.2 α’ ΠΚ η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη επικαλέστηκε κατά πιστή μεταφορά ότι ” … Στην προκειμένη περίπτωση, η κατηγορούμενη μέχρι τη τέλεση των πράξεων, οι οποίες της καταλογίζονται, διήγαγε έντιμο, ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Ειδικότερα, ουδέποτε απασχόλησε τις αρχές, ενώ ασχολούνταν επιμελώς με τις μαθητικές και έπειτα τις φοιτητικές υποχρεώσεις της ως φοιτητής του τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σήμερα, συνεχίζει τις σπουδές της στο τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης κατόπιν της από 20-12-2016 απόφασης της Κοσμητείας της Σχολής Επιστημών Υγείας του του Πανεπιστημίου Κρήτης όντας αφοσιωμένη στις σπουδές της με στόχο την ολοκλήρωσή τους για την οποία της απομένει ένα μόνο μάθημα, και από τις επίδικες πράξεις της δεν είχε την παραμικρή εμπλοκή με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές”. Ακολούθως, για τη θεμελίωση της ελαφρυντικής περίστασης του άρ. 84παρ.2 δ’ ΠΚ η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη επικαλέστηκε κατά πιστή μεταφορά ότι “Συγκεκριμένα η απολογούμενη ενώπιον σας, αντιλαμβανόμενη και αποδεχόμενη το σφάλμα της παραβατικής της συμπεριφοράς, πέραν του ότι αποδέχθηκε εξαρχής τα αποδιδόμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη που της αποδίδεται και την ευθύνη που πράγματι της αναλογεί. Εξέφρασε εμπράκτως την επιθυμία και την πρόθεση της να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου που την φιλοξένησε όλα αυτά τα έτη εκφράζοντας ταυτόχρονα τη βαθύτατη μεταμέλειά της και διατυπώνοντας τη συγγνώμη της από όλους τους θεσμούς του Πανεπιστημίου, τονίζοντας τέλος ότι ουδέποτε είχε στόχο να θίξει το κύρος και την αξιοπιστία του Ιδρύματος. Εν προκειμένω, κορωνίδα της εκούσιας, αβίαστης και ειλικρινούς μεταμέλειας και συγχρόνως πλήρης απόδειξη της ψυχικής μεταστροφής της έναντι του από αυτήν διαπραχθέντος αδικήματος αποτελεί η σφοδρότατη ενδιάθετη επιθυμία της η οποία κατευθύνθηκε στην άμεση συνέχιση και ολοκλήρωση των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, τηρώντας τις αρχές και τις αξίες που διέπουν την ιατρική επιστήμη”. Τέλος, για τη θεμελίωση της ελαφρυντικής περίστασης του άρ. 84παρ.2 ε’ ΠΚ η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη επικαλέστηκε κατά πιστή μεταφορά ότι ” …Εν προκειμένω όπως αναλυτικά εξετέθη ως άνω η κατηγορούμενη κατόπιν της ευκαιρίας που της δόθηκε από την Κοσμητεία της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης να συνεχίσει τις σπουδές της όπως βεβαιώνεται και στην με αρ.πρωτ. 545/30-11-2018 βεβαίωσή του Κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης κατάφερε σε λιγότερο από ένα ακαδημαϊκό έτος να επιτύχει σε 26 στο σύνολο από τα 27 μαθήματα τα οποία της είχαν απομείνει για την απόκτηση του πτυχίου της. Την 12-2-2019 η κατηγορούμενη εξετάστηκε στο τελευταίο μάθημα που απέμεινε για την απόκτηση του πτυχίου της, το οποίο και απέκτησε την 27η Μαρτίου 2019. Πλέον εργάζεται ως ειδικευόμενη ιατρός και ταυτόχρονα παρακολουθεί το μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΚΠΑ με τίτλο “Γηριατρική”. Τέλος, έχει αποκτήσει ένα παιδί με το σύζυγο της το οποίο είναι δέκα (10) μηνών. Συνεπώς, η καλή αυτή συμπεριφορά της είναι, όπως η σχετική διάταξη του Ποινικού Κώδικα απαιτεί, ενεργητική και όχι παθητική, δηλαδή συνίσταται σε ειδικές και συγκεκριμένες ενέργειες άρσης ή μείωσης των συνεπειών των πράξεών της και δεν αρκείται σε απλώς παθητική συμπεριφορά, δηλαδή τη “μη κακή διαγωγή”. Εκτείνεται μάλιστα και σε χρονικό διάστημα αρκετών ετών, που προφανώς μπορεί να αξιολογηθεί ως επαρκές για την εκτίμηση της προσωπικότητας της κατηγορούμενης”. Το δικάσαν Δικαστήριο απέρριψε τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας- κατηγορούμενης περί αναγνώρισης σ’ αυτήν των ανωτέρω ελαφρυντικών περιστάσεων ως αβάσιμους κατ’ ουσίαν, με την ακόλουθη αιτιολογία ότι “…Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έγινε επίκληση περιστατικών που να οδηγήσουν στην αναγνώριση των ανωτέρω ελαφρυντικών καθώς : 1) ως προς το άρθρο 84 παρ.2 α’ ΠΚ, το οποίο μετά το ν. 4619/2019 (που ισχύει από 01-7-2019) είναι επιεικέστερο, καθώς αναφέρεται σε σύννομο βίο και όχι πρότερο έντιμο βίο ,δεν έγινε ορισμένα επίκληση τέτοιων περιστατικών που να καταδεικνύουν το σύννομο βίο της κατηγορούμενης ,μη αρκούντος του λευκού ποινικού της μητρώου, 2) ως προς το άρθρο 84παρ.2 δ’ ΠΚ, δεν συνιστά μεταμέλεια, αφού έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος της, απλώς η παραδοχή των πράξεων, δεδομένου ότι γίνεται υπό το φόβο της επιβολής ποινής, ούτε η εκ των υστέρων λήψη του πτυχίου της, καθώς αποτελεί μία επιλογή δική της που δεν μειώνει δραστικά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την απαξία των εγκλημάτων που διέπραξε, αλλά διαδραματίζει ρόλο μόνο στην επιμέτρηση της ποινής της, και 3) ως προς το άρθρο 84 παρ.2 ε’ ΠΚ δεν κρίνεται ως ενεργητική συμπεριφορά της κατηγορουμένης η εργασία της ως ειδικευόμενη γιατρός και η δημιουργία οικογένειας, ούτε η μη παραβατικότητα ,καθώς πρόκειται εν προκειμένω για μια απλά καλή διαγωγή με απουσία εγκληματικής συμπεριφοράς, γεγονός που θα οδηγούσε με τον τρόπο αυτό τον καθέναν που δεν τέλεσε αξιόποινη πράξη μετά την παράνομη συμπεριφορά του να είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού”. Με όλα αυτά, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και ορθώς απέρριψε τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς της κατηγορούμενης-αναιρεσείουσας περί συνδρομής στο πρόσωπο της των ανωτέρω ελαφρυντικών περιστάσεων. Συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, για ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφορικά με την απόρριψη των ανωτέρω αιτηθέντων ελαφρυντικών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλο λόγο ή δεν είναι νόμιμος [ΑΠ 1190/2017, ΑΠ 404/2017]. Εξάλλου, η αμφισβήτηση από τον κατηγορούμενο του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό ,αλλά άρνηση της κατηγορίας ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της [ΑΠ 1228/2008, ΑΠ 2014/2007]. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών συνεδρίασης της προσβαλλόμενης απόφασης, η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα πρόβαλε ,δια του συνηγόρου της, ενώπιον του ανωτέρω δικάσαντος Δικαστηρίου τον ισχυρισμό περί μεταβολής κατηγορίας με την υπαγωγή των υπό στοιχ. Αα’, β’ και γ’ αξιοποίνων πράξεών της στη νομοτυπική μορφή του άρ. 217 παρ. 1 του ν. ΠΚ, αντί του άρθρου 216 παρ. 1 του ιδίου κώδικα στο οποίο είχαν υπαχθεί. Ο ανωτέρω ισχυρισμός με τον οποίο η αναιρεσείουσα απλώς αμφισβήτησε το νομικό χαρακτηρισμό των ανωτέρω πράξεών της, δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, στον οποίο το δικαστήριο της ουσίας απάντησε με την κύρια αιτιολογία επί της ενοχής. Συνεπώς, ο συναφής εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’, προβαλλόμενος δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επί του προβληθέντος ισχυρισμού περί μεταβολής κατηγορίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 §1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, όσον αφορά τις υπό στοιχ. Αβ’ και Αγ’ αξιόποινες πράξεις, που αναφέρονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού εσφαλμένα υπήγαγε αυτές στη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΠΚ, ενώ έπρεπε, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να τις υπαγάγει στην ευμενέστερη νεότερη διάταξη του άρ. 217 παρ.3 ΠΚ περί πλαστογραφίας πιστοποιητικών. Κατόπιν αυτού, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι οι σχετικοί από τη διάταξη του άρθρου 510§ 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και τρίτος πρόσθετος λόγος αυτής περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την καταδικαστική της διάταξη για την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, καθώς και ως προς την αντίστοιχη διάταξή της περί επιβολής για την πράξη αυτή ποινής και συνακόλουθα κατά τη διάταξή της περί επιβολής συνολικής ποινής. Ακολούθως, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 518 § 1 του ΚΠΔ, πρέπει να μην παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ως προς την ενοχή της κατηγορουμένης – αναιρεσείουσας για την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, αλλά το παρόν Δικαστήριο εφαρμόζοντας ορθά το νόμο, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα κατά την ανέλεγκτη κρίση του το Δικαστήριο της ουσίας, να κηρύξει την κατηγορούμενη-αναιρεσείουσα ένοχη για την πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικών κατ’ εξακολούθηση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, και να παραπεμφθεί η ένδικη υπόθεση στο ίδιο ως άνω δικάσαν Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), μόνο ως προς την επιμέτρηση της προσήκουσας για την πράξη αυτή ποινής, καθώς και για τον καθορισμό της συνολικής ποινής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αρ. ΖΤ 1791/2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Κηρύσσει ένοχη την κατηγορούμενη πλαστογραφίας πιστοποιητικών κατ’ εξακολούθηση, και δη του ότι αυτή : Α) Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά πιστοποιητικά γνώσεων ή δεξιοτήτων και έκανε χρήση αυτών ,με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Ειδικότερα: β) Στη …, την 11-11-2016 κατήρτισε εξ υπαρχής ως προς όλα τα σημεία της μία βεβαίωση, η οποία έφερε το εθνόσημο και την επωνυμία της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών της Περιφέρειας Αττικής ,με αριθμό πρωτοκόλλου 8594 και φερόμενο τόπο και ημερομηνία έκδοσης την … και την 12/12/2012, αντιστοίχως, με την οποία εφέρετο ότι ο προϊστάμενος της ως άνω διεύθυνσης βεβαίωνε ότι αυτή πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος του ιατρού σε όλη την επικράτεια από 12/12/2012 ,υπό δε την ένδειξη “Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ” έθεσε κατ’ απομίμηση γνησίας τη στρογγυλή σφραγίδα της Περιφέρειας Αττικής και την υπογραφή του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας, και έκανε χρήση του ανωτέρω εγγράφου ενώπιον του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, εμφανιζόμενη σ’ αυτόν ότι αυτή πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του ιατρού και ότι έτσι πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις πρόσληψής της στο ανωτέρω νοσοκομείο, ως ειδικευόμενη ιατρός, κατόπιν εκδόσεως και της σχετικής υπ’αρ. Α2δ/Γ.Π. 64692/30-9-2016 απόφασης του Υπουργού Υγείας. Επίσης, αυτή έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου την 11/11/2016, καταθέτοντας αυτό ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, προκειμένου να καταστεί εφικτή η σύναψη σύμβασης μεταξύ αυτής και του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου για την πρόσληψή της σ’ αυτό ως ειδικευόμενης ιατρού, γ) Στη … , την 11/11/2016 η κατηγορούμενη κατήρτισε εξ υπαρχής ως προς όλα τα σημεία του ένα πιστοποιητικό, το οποίο έφερε το λογότυπο και την επωνυμία του “Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών”, με αριθμό πρωτοκόλλου 12666 και φερόμενο τόπο και ημερομηνία έκδοσης την Αθήνα και την 11/11/2016 αντιστοίχως, με την οποία εφέρετο ότι ο Πρόεδρος και ο γενικός γραμματέας του ανωτέρω Συλλόγου πιστοποιούσαν ότι αυτή τύγχανε εγγεγραμμένη στα μητρώα του με αριθμό 078207 από 16/1/2013, υπό δε την ένδειξη “Ο ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ” έθεσε κατ’ απομίμηση γνησίας τη στρογγυλή σφραγίδα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών και την υπογραφή της υπαλλήλου του Κ. Ο., και έκανε χρήση του ανωτέρω εγγράφου ενώπιον του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, εμφανιζόμενη σ’ αυτόν ότι αυτή ήταν εγγεγραμμένη στον “Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών” και ότι έτσι πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις πρόσληψής της στο ανωτέρω νοσοκομείο, ως ειδικευόμενη ιατρός, κατόπιν εκδόσεως και της σχετικής υπ’αρ. Α2δ/Γ.Π. 64692/30-9- 2016 απόφασης του Υπουργού Υγείας. Επίσης, αυτή έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου την 11/11/2016, καταθέτοντας αυτό ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Γενικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ”, προκειμένου να καταστεί εφικτή η σύναψη σύμβασης μεταξύ αυτής και του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου για’ την πρόσληψή της σ’ αυτό ως ειδικευόμενης ιατρού.

Παραπέμπει την υπόθεση ως προς την ανωτέρω υπό στοιχείο Α-β’, γ’ πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικών ως κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα με την υπό στοιχείο Α-α’ πράξη στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως ,μόνο για την επιβολή (επιμέτρηση) της ποινής στην κατηγορούμενη, καθώς και για την επιβολή συνολικής ποινής με την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2022.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαΐου 2022.

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *