ΑΠ 884/2022: εξέταση ανήλικου θύματος κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ- ακυρότητες της προδικασίας που διαπερνούν το ακροατήριο
Παρατηρήσεις: Ιδιαίτερα σημαντική η απόφαση ΑΠ 884/2022 τόσο για τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 227 ΚΠΔ (αντίστοιχου του άρθρου 226Α προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950) όσο και για το ζήτημα της επίδρασης ακυροτήτων της προδικασίας στην διαδικασία στο ακροατήριο. Αρχικά, γίνεται δεκτό ότι η μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 227 ΚΠΔ (διορισμός παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου, σύνταξη έκθεσης για την αντιληπτική ικανότητα του ανηλίκου, παρουσία τρίτου προσώπου κατά την εξέταση του ανηλίκου) προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της έκθεσης κατάθεσης του ανηλίκου. Επίσης, ακυρότητα προκαλεί και η παρουσία κατά την εξέταση του ανηλίκου ψυχολόγου-ψυχιάτρου, ο οποίος έχει παράλληλα την ιδιότητα μέλους της διοίκησης του νομικού προσώπου, στο οποίο έχει ανατεθεί η νόμιμη εκπροσώπηση του ανηλίκου, καθώς στην περίπτωση αυτή συντρέχουν ασυμβίβαστα καθήκοντα και ιδιότητες. Επίσης, τονίζεται ότι η έλλειψη έκθεσης του παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου για την αντιληπτική ικανότητα του ανηλίκου δεν αναπληρώνεται από την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του τελευταίου στο ακροατήριο και εξέτασή του. Τέλος, η απόφαση αυτή τονίζει ότι η επαναξιολόγηση από το δικαστήριο άκυρων προανακριτικών καταθέσεων προκαλεί απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο. Η τελευταία αυτή επισήμανση έρχεται να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο Άρειος Πάγος την κάλυψη απόλυτων ακυροτήτων της προδικασίας κατά το άρθρο 174 ΚΠΔ. Ειδικότερα, ενώ η μέχρι σήμερα κρατούσα θέση του Αρείου Πάγου δεχόταν ότι η απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, που δεν είχε προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο, καλυπτόταν και πλέον το δικαστήριο μπορούσε να λάβει υπόψη το «άκυρο» αποδεικτικό μέσο (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 377/2015, ΠοινΧρ (ΞΣΤ/2016), 580, η οποία αναφερόμενη στο ίδιο ζήτημα της μη τήρησης των προϋποθέσεων του άρθρου 226Α ΚΠΔ δέχθηκε ότι δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα από την αποδεικτική αξιοποίηση κατάθεσης ανήλικου θύματος που ελήφθη χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού), ήδη η ΑΠ 884/2022 δέχεται την (ορθότερη και κρατούσα στη θεωρία) άποψη ότι όταν η ακυρότητα της προδικασίας αφορά σε αποδεικτικό μέσο, το τελευταίο δεν μπορεί να αξιολογηθεί από το δικαστήριο κατά την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση η ακυρότητα της προδικασίας διαπερνά και τη διαδικασία στο ακροατήριο και προκαλεί απόλυτη ακυρότητα.
Χαράλαμπος Σεβαστίδης
Εφέτης
Αριθμός 884/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα – Εισηγήτρια, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 13 Μαΐου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βιργινίας Σακελλαροπούλου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Β. Β. του Γ., κατοίκου … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 240/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Α. Κ. του Ο., κάτοικο …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2022, με αριθμό 1584/16.2.2022 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 224/2022.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε: α) να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, β) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και γ) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 15 Φεβρουαρίου 2022, με αριθμό 1584/16-02-2022 αίτηση του Β. Β. του Γ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 240/2021 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια κατά συρροή και κατά συνήθεια από πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα στους ανήλικους και καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, ασκήθηκε νομότυπα από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, και εμπρόθεσμα (άρθρο 473 παρ.1, 2,3 ΚΠΔ), καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο Ειδικό Βιβλίο στις 28 Ιανουαρίου 2022 και η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2022 με δήλωσή του, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 466 παρ.1, 473 παρ.2 ΚΠΔ). Τυγχάνει δε παραδεκτή, διότι ασκήθηκε από δικαιούμενο και έχον προς τούτο συμφέρον πρόσωπο, στρέφεται κατά υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο αποφάσεως και περιέχει ως λόγους αναιρέσεως α) την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, β) τη σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, γ) την έλλειψη ακροάσεως, δ) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ε) την υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’, Β’ Δ’ και Θ’ του ΚΠΔ). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην ουσία της.
Ο Ν. 3625/2007, (ΦΕΚ Α 290/24.12.2007) “Κύρωση, εφαρμογή του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις” ο οποίος ορίζει στο άρθρο πρώτο “Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (κυρωτικός ν. 2101/1992, ΦΕΚ 192 Α’) σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία, που υιοθετήθηκε με το ψήφισμα 54/263 (25 Μαΐου 2000) της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών” με την παρ.4 του άρθρου τρίτου, προσέθεσε στον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το άρθρο 226Α που φέρει τον τίτλο “Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας” κατά το οποίο: “1. Κατά την εξέταση, ως μάρτυρα, του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 324, 336, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, διορίζεται ως πραγματογνώμων παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψης τους ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 – 208 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. 3. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. 4. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως. 5. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. 6. Η διάταξη του άρθρου 239 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και επί ανηλίκων θυμάτων των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 πράξεων…” Η νομοθετική αυτή παρέμβαση έγινε σε εφαρμογή του άρθρου 12 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού που κυρώθηκε με το ν. 2101/1992, και του άρθρου 8 §§ 1, 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της και έχει ως σκοπό την εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από τα συναισθήματα καταθέσεως των ανηλίκων θυμάτων των ως άνω πράξεων. Επακολούθησε ο Ν. 3727/2008 (ΦΕΚ Α’ 257/18-12-2008) “Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης, μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης και άλλες διατάξεις”, ο οποίος ορίζει στο άρθρο πρώτο: “Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης, που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών στις 12 Ιουλίου 2007, στη 1002 η συνεδρίαση των Αναπληρωτών Υπουργών, και άνοιξε για υπογραφή στο Lanzarote (Ισπανία) στις 25 Οκτωβρίου 2007”, και με το άρθρο 6 παρ. 4 προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, νέο εδάφιο που έχει ως εξής: “Κατά την εξέταση παρίσταται ο παιδοψυχίατρος ή ο παιδοψυχολόγος και ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφαση του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη”. Κατόπιν η παρ.1 του άνω άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο πέμπτο παρ. 3 του Ν.3875/2010 (ΦΕΚ Α 158/20-09-2010) “Κύρωση και Εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής και συναφείς διατάξεις” ως εξής: “1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψης τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 – 208”. Στη συνέχεια η παρ.1, αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ.1 άρθρου 4 του Ν.4198/2013 (ΦΕΚ Α 215/11-10-2013) “Καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και άλλες διατάξεις” με τον οποίο εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία με την Οδηγία 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, ως εξής: “1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α’ , 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψης τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων”. Κατόπιν, η παρ.1, αντικαταστάθηκε και πάλι με το άρθρο 13 του Ν.4267/2014 (ΦΕΚ Α 137/12-06-2014) “Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και άλλες διατάξεις” (με τον οποίο έγινε η εναρμόνιση με άρθρο 20 της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ ), ως εξής: “1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α\ 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351,351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του Ν. 3386/ 2005 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψης τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων”.
Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 226Α του καταργηθέντος ΚΠΔ, το οποίο τυποποιήθηκε στο άρθρο 227 του ισχύοντος ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) προκύπτει ότι η παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου ή ψυχολόγου ή ψυχίατρου κατά την εξέταση ανηλίκου προσώπου, θύματος εγκλήματος κατά της προσβολής προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας, γίνεται, για να βοηθήσει τον ανήλικο και να τον προετοιμάσει ψυχολογικά κατά την εξέτασή του. Δηλαδή, η διάταξη αυτή αφορά τον τρόπο προετοιμασίας του ανηλίκου προκειμένου να επιτευχθεί ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 σκοπός, δηλαδή η εξέταση του ανηλίκου θύματος ως μάρτυρα και τη σύμπραξη κατά την ανάκριση του παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου και σε περίπτωση έλλειψής του, ψυχολόγου ή του ψυχίατρου, που λειτουργούν με εχέγγυα πραγματογνώμονα, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνονται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, που αποτελούν στοιχεία κρίσιμα για την αξιοπιστία της εν λόγω κατάθεσης και για την ανεύρεση της αλήθειας, ακόμη και προς όφελος του κατηγορουμένου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 226Α ΚΠΔ ρητά παραπέμπει στην παράγραφο 2 του άρθρου 239 ΚΠΔ, στην οποία γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για την υποχρέωση κατά τη διάρκεια της ανάκρισης να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και αθωότητα του κατηγορουμένου. Υπό αυτή την έννοια, η ως άνω διάταξη, πέραν από την προστασία των δικαιωμάτων του ανηλίκου παθόντος, συμβάλλει και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Εξάλλου, οι διαπιστώσεις των ανωτέρω πραγματογνωμόνων καταχωρούνται σε έκθεση και αποτελούν τμήμα της δικογραφίας, ακριβώς γιατί έτσι ο κατηγορούμενος μπορεί να λάβει γνώσει της εκθέσεως και να αντιλέξει σε αυτή και το περιεχόμενο της. Άλλωστε το εύρος των διαπιστώσεων αυτών, δεν περιορίζεται από το νόμο, αφορούν καθετί που υπέπεσε στην αντίληψη και διαπίστωσε ο παιδοψυχολόγος-παιδοψυχίατρος ή ψυχολόγος ή ψυχίατρος, σύμφωνα με την επαγγελματική του εκτίμηση και πείρα και θεωρεί σημαντικό και απαραίτητο, μπορεί να αναφερθεί. Περαιτέρω η ως άνω διάταξη επιβάλλει την παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου και σε περίπτωση έλλειψής τους ψυχολόγου ή ψυχίατρου, κατά την εξέταση του παιδιού, που έχει ως σκοπό την δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και ασφαλείας προκειμένου το ανήλικο θύμα να καταθέσει χωρίς να αισθάνεται κίνδυνο, φόβο και απομόνωση. Η παρουσία συνεπώς άλλου ατόμου (πλην του νόμιμου εκπροσώπου -γονέα, κηδεμόνα- του ανηλίκου, εφόσον δεν απαγορευθεί και η παρουσία αυτού από τον ανακριτή), κατά το χρόνο διεξαγωγής της προαναφερθείσας διαδικασίας, καταστρατηγεί το σκοπό του νόμου επιφέροντας αντίθετα αποτελέσματα. Επομένως στερείται, κατ’ αποτέλεσμα, ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα να παρίσταται άμεσα στη διαδικασία αυτή (ήτοι κατά την εξέταση του ανηλίκου μάρτυρα) και να εξετάζει ο ίδιος ή με το συνήγορο του τον ανήλικο μάρτυρα. Ακολούθως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου (226Α ΚΠΔ), η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως… Σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 αυτού, η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως. Η ως άνω διάταξη του εδαφ. α’ της ως άνω παραγράφου 4, ρητώς επιβάλλει την ανάγνωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της γραπτής καταθέσεως του ανηλίκου, που αποτελεί ως προελέχθη ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να μην αποστερηθεί ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το εν λόγω ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, καθότι, στην περίπτωση μη ανάγνωσης αυτής επέρχεται παραβίαση των περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, για την ευάλωτη κατηγορία των ανηλίκων θυμάτων, ο νομοθέτης θέσπισε ειδικές διαδικασίες, η μη εφαρμογή των οποίων κατά τη συνήθη διαδικασία, προκαλεί απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 1332/2019).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Η απόλυτη αυτή ακυρότητα, η οποία θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν. Δ., επέρχεται μόνον στις περιπτώσεις που υπάρχει από τον νόμο υποχρέωση στον δικαστή να δημιουργήσει αυτεπαγγέλτως τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη υποβολή αντίστοιχης αίτησης από τον κατηγορούμενο.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναίρεσης επικαλείται απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του έλαβε υπόψη του, κατά το σχηματισμό της δικαστικής του κρίσης, μεταξύ άλλων, τις προανακριτικές καταθέσεις των ανηλίκων παθόντων, αν και αυτές είχαν ληφθεί κατά παράβαση του ισχύοντος τότε άρθρου 226Α ΚΠΔ, ήτοι χωρίς την προετοιμασία των ανηλίκων από παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο ή ψυχολόγο ή ψυχίατρο, διορισμένο κατά τη διάταξη του ίδιου (226Α) άρθρου του ΚΠΔ και την σύνταξη σχετικής έκθεσης απ’ αυτόν.
Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά το χρόνο που δόθηκαν στα πλαίσια της προανάκρισης, ήτοι τον Νοέμβριο του 2014, οι επικαλούμενες από τον κατηγορούμενο επίμαχες ανωμοτί καταθέσεις των ανηλίκων των φερομένων ως θυμάτων στην ερευνώμενη πράξη της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια από πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα σε αυτά, ίσχυε το ως άνω υπ’ αριθμ. 226Α άρθρο του ΚΠΔ, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά από τις ανωτέρω αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις. Παρ’ όλα αυτά, κατά την εξέταση των φερομένων ως θυμάτων ανηλίκων Α. Κ., Α. Τ., Η. Μ. και Β. Σ. αλλά και Σ. Τ. και Π. Τ. ενώπιον της Πταισματοδίκη Φλώρινας παρουσιάστηκαν οι ανωτέρω ανήλικοι μαζί με την Ο. Τ., Ψυχολόγο, όπως στις από 25/11/2014 σχετικές εκθέσεις εξέτασης αναφέρεται. Όμως, η ανωτέρω Ψυχολόγος Ο. Τ. ήταν μέλος της διοίκησης και κατείχε τη θέση της Α’ Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας …, όπως η ίδια κατέθεσε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Το εν λόγω Κέντρο, κατά το χρόνο εξέτασης των ανηλίκων, είχε ταυτόχρονα την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου αυτών, αλλά και την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, μετά την ασκηθείσα δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Με τον τρόπο αυτό συνέτρεξαν ασυμβίβαστα καθήκοντα και ιδιότητες στους εμπλεκόμενους κατά την εξέταση των ανηλίκων, μεταξύ αφενός αυτής του απαιτούμενου τρίτου -ως προς τους διαδίκους- επιστήμονα Ψυχολόγου και αφετέρου αυτής του μέλους της οργανικής διοίκησης του πολιτικώς ενάγοντος και νομίμου εκπροσώπου των εξεταζόμενων ανηλίκων. Παράλληλα, παραβιάστηκαν οι απορρέοντες από την προαναφερθείσα διάταξη (226 Α’ ΚΠΔ) δικονομικοί κανόνες διεξαγωγής των αποδείξεων, οι οποίοι επέβαλαν, κατά τα προαναφερθέντα, τον διορισμό πραγματογνώμονος παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου ή ψυχολόγου ή ψυχιάτρου, τρίτου, δηλαδή, ειδικού επιστήμονος και όχι ως συνέβη, εν προκειμένω, την παράσταση μετά των ανηλίκων της ως άνω ψυχολόγου του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας …. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να προσβάλλονται και τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου και ιδίως αυτά του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, περί προσήκουσας εξέτασης – λήψης καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας. Το γεγονός τούτο δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κάθε αντίστοιχης ληφθείσας κατάθεσης – διενεργούμενης εξέτασης εκάστου των ανηλίκων, οι οποίες πρέπει να αποσπαστούν από το αποδεικτικό υλικό, σύμφωνα με το άρθρο 171 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 3 δ΄ ΕΣΔΑ. Κατά το σύστημα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το δικαίωμα του άρθρου 6 παρ. 3 δ’ ΕΣΔΑ είναι υπερασπιστικό δικαίωμα, του οποίου η παραβίαση προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και η μαρτυρική κατάθεση που ελήφθη κατά τον τρόπο αυτό, δεν θα πρέπει να συνεκτιμάται με άλλα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό δικαιοδοτικής κρίσης, αλλά θα πρέπει να αποχωρίζεται από το αποδεικτικό υλικό.
Περαιτέρω, η σύνταξη της σχετικής κατ’ άρθρο 226 Α παρ. 2 εδ. β’ γραπτής έκθεσης του διορισμένου και παριστάμενου κατά την εξέταση ανηλίκων παιδοψυχολόγου, περί της αντιληπτικής και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου, είναι υποχρεωτική ως αναγκαία για την κρίση επί της καταθέσεως του ανηλίκου και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η έλλειψή της, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, δεν αναπληρώνεται ούτε από την αυτοπρόσωπη εμφάνιση και παράσταση των ανηλίκων στην κύρια διαδικασία, αφού είναι σαφής η πρόβλεψη του νομοθέτη ότι οποιαδήποτε αξιολόγηση των καταθέσεων των ανηλίκων από τον Δικαστή προϋποθέτει ως αναγκαία και για το λόγο αυτό απαραίτητη τη βοήθεια ειδικού επί της διάγνωσης των στοιχείων εκείνων που καθιστούν την κατάθεση δεκτική αξιολόγησης και ορθής εκτίμησης. Στο μέτρο και στο βαθμό που τέτοια έκθεση είτε ελλείπει – όπως στην προκειμένη περίπτωση – είτε δεν είναι νόμιμα συνταγμένη δημιουργείται ομοίως (άρθρο 171 ΚΠΔ και άρθρο 6 παρ. 3 δ ΕΣΔΑ) ακυρότητα της αποδεικτικής διαδικασίας για την αξιολόγηση των καταθέσεων, των οποίων αποτελεί και κατά το γράμμα του νόμου αναπόσπαστο στοιχείο.
Σημειωτέον ότι το πρωτοδίκως επιληφθέν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Φλώρινας με την υπ’ αριθμ. 537/2016 απόφασή του έκκρινε ότι οι εν λόγω καταθέσεις των ανηλίκων δεν θα αναγνωστούν και δεν θα αξιολογηθούν, λόγω της ακυρότητάς τους και ανέβαλε για κρείσσονες (352 ΚΠΔ) προκειμένου να κληθούν και να προσέλθουν μεταξύ άλλων οι ανήλικοι μάρτυρες Β. Σ. και Α. Κ. ενώπιον της σύνθεσής του και παρουσία ειδικού πραγματογνώμονος – ψυχιάτρου. Ακολούθως, εξεδόθη η 156/2017 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, την οποία ο αναιρεσείων προσέβαλε με την υπ’ αριθμ. 91/22-06-2017 έφεση του, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 240/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας. Σύμφωνα με τα ταυτάριθμα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 240/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, ο αναιρεσείων υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού τις σχετικές ενστάσεις του, ζητώντας να καταχωρηθούν, όπως και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, περί ακυρότητας κάθε ληφθείσας κατάθεσης – διενεργούμενης εξέτασης των ανηλίκων, καθόσον δεν ελήφθησαν σύννομα οι καταθέσεις αυτών. Ωστόσο ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της προδικασίας, λόγω μη νομότυπης λήψης των προανακριτικών καταθέσεων των ανηλίκων παθόντων και μη διενέργειας περαιτέρω προανάκρισης, δεν προτάθηκε μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, σύμφωνα με τα παραπάνω και, επομένως, η ακυρότητα αυτή έχει καλυφθεί. Όμως, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του και τα πρακτικά αυτής, ανέγνωσε και έλαβε επιπλέον ανεπίτρεπτα υπόψη του το σύνολο των προανακριτικών καταθέσεων των φερομένων ως παθόντων ανηλίκων, όπως προκύπτει ρητά και από το σκεπτικό της απόφασής του, στο οποίο (συνεκτιμώντας αυτές κατά την έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας – κοινωνικών λειτουργών και εργαζομένων στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας) κατά λέξη αναφέρει “καθόσον οι καταθέσεις αυτές εναρμονίζονται πλήρως με όσα κατέθεσαν προανακριτικά οι παθόντες”. Η επαπαναξιολόγηση των ακύρων, ως άνω, προανακριτικών καταθέσεων των ανηλίκων παθόντων, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο προκαλεί, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο. Κατ’ ακολουθία τούτων είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 240/2021 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιουνίου 2022.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση