ΑΠ 933/2023: συνταγματικές οι διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ για την ποινική διαταγή

Σημείωση: Η ΑΠ 933/2023, κρίνοντας τις διατάξεις των άρθρων 409  επ. ΚΠΔ σύμφωνες με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ, αναίρεσε την ΜονΠλημΝαυπλ 1/2022.

 

Αριθμός 933/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ Ποινικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη Δρακοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Περικλή Δράκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’αρ. 1/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …. Με κατηγορούμενο τον A. H. του S. κάτοικο …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο …, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 27/24.5.2022 έκθεση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ζαχαρία Κοκκινάκη, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 519/2022.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 168, 505 παρ. 2 και 507 ΚΠΔ (όπως το άρθρο 507 τροπ. με άρθρο 155 ν.4855/2021) προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την επομένη της καταχώρισης αυτής καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠΔ, για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 24.5.2022 αίτηση αναίρεσης, την οποία άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με δήλωση ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, συνταχθείσας της υπ’ αριθμ. 27/2022 σχετικής έκθεσης, στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ στις 27.4.2022 και με την οποία δεν εκδόθηκε η αιτηθείσα από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών … ποινική διαταγή σε βάρος του κατηγορουμένου A. H. του S., κατοίκου …, για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 4 Ν. 2696/1999 όπως ισχύει, αλλά παραπέμφθηκε η υπόθεση στην τακτική διαδικασία, διότι το εκδόν αυτή ως άνω δικαστήριο ήχθη “σε κρίση περί προφανούς αντίθεσης του θεσμού της ποινικής διαταγής (άρθρα 409 επ. ΚΠΔ) τόσο προς τις επιταγές του εγχωρίου Συντάγματος όσο με αυτές της Ε.Σ.Δ.Α., πάντοτε υπό το πρίσμα της υπό κρίση υπόθεσης”. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 3, 507 ΚΠΔ) και νομότυπα (άρθρα 474 παρ.1, 505 παρ.2 εδ. α’, 508 ΚΠΔ), περιέχει δε ως λόγο αναίρεσης την υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, σαν να ήταν παρών και ο απολιπόμενος κατηγορούμενος A. H. του S., ο οποίος δεν εμφανίστηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ως άνω δικάσιμο (11-11-2022), ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο έκθεμα, παρότι κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση της υπ’ αριθμ. 519/7.6.2022 κλήσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στα χέρια του ιδίου, όπως τούτο προκύπτει από το από 9.6.2022 αποδεικτικό επίδοσης του Ανθυπαστυνόμου Α.Τ. … Ν. Δ., που υπάρχει στη δικογραφία.

Η συνοπτική διαδικασία της ποινικής διαταγής, που σκοπεύει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από ποινικές υποθέσεις ήσσονος σημασίας και στην εξ αυτής επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, εισήχθη με τις διατάξεις των άρθρων 409 έως 416 του ισχύοντος ΚΠΔ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 409 ΚΠΔ “στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου και για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές, αν ο εισαγγελέας που ασκεί την ποινική δίωξη κρίνει ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας για την περαιτέρω διακρίβωση των περιστατικών που θεμελιώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου, υποβάλλει αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής συντάσσοντας κατηγορητήριο”. Κατά το άρθρο 410 ΚΠΔ “αν ο δικαστής, στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής, θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται δεν είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία. Αν όμως θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρία (2/3) σε σχέση με το οριζόμενο στο νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής καθώς και τις τυχόν παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας, καθορίζοντας ταυτόχρονα την τύχη των κατασχεθέντων”. Κατά το άρθρο 412 ΚΠΔ “κατά της ποινικής διαταγής εκείνος που καταδικάστηκε μπορεί να υποβάλει, μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την επίδοσή της, αντιρρήσεις με έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την διαταγή ή ο γραμματέας του ειρηνοδικείου του τόπου διαμονής του”. Τέλος, κατά το άρθρο 413 ΚΠΔ “αν οι αντιρρήσεις προβληθούν εμπρόθεσμα σύμφωνα με το άρθρο 412, η απόφαση που εκδόθηκε ανατρέπεται και η υπόθεση εισάγεται για να συζητηθεί με την κοινή διαδικασία ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του κατηγορουμένου (άρθρο 166)”. Υπό τις ως άνω ρυθμίσεις, γεννάται το ερώτημα αν ο θεσμός της ποινικής διαταγής είναι εναρμονισμένος με το σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 20, 93 παρ. 1, 2, 3 και 96 παρ. 1), την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6), το έβδομο Πρωτόκολλο αυτής (άρθρο 2 παρ. 1) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 14 παρ. 1), τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για ανεμπόδιστη πρόσβαση στο Δικαστήριο, εμφάνιση, εκπροσώπηση, ακρόαση, άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητάς του, καθώς επίσης αν συμβαδίζει με τις αρχές της προφορικότητας και δημοσιότητας της ποινικής δίκης. Όπως προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, η ποινική διαταγή αφορά συνοπτική διαδικασία σε περιπτώσεις αδικημάτων ήσσονος σημασίας, συνιστά απόφαση με προσωρινή ισχύ εκδιδόμενη από Δικαστή, επιδίδεται στον κατηγορούμενο, ο οποίος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις οποιουδήποτε περιεχομένου κατ’ αυτής, εντός της οριζόμενης στον ΚΠΔ προθεσμίας των 15 ημερών από την επίδοσή της, με αποτέλεσμα την άνευ ετέρου ανατροπή της, αφού ο δικαστής των αντιρρήσεων δεν εξετάζει την ουσία της υπόθεσης, αν δηλαδή πράγματι ήταν ή όχι δικαιολογημένη η έκδοση της ποινικής διαταγής, αλλά αρκείται στην έρευνα των τυπικών μόνο στοιχείων των αντιρρήσεων που προβλήθηκαν. Επομένως, ναι μεν ο κατηγορούμενος δεν μετέχει, ούτε ακούγεται κατά οιοδήποτε τρόπο στην διαδικασία έκδοσης της ποινικής διαταγής, ωστόσο διασφαλίζεται απόλυτα η δυνατότητα ακολουθίας της τακτικής διαδικασίας και η άσκηση κατ’ αυτή των ανωτέρω δικαιωμάτων του.

Συνεπώς, η έκδοση της ποινικής διαταγής από Δικαστή σε δημόσια συνεδρίαση καθώς και η εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, εφόσον τούτο ζητήσει ο κατηγορούμενος με την υποβολή των αντιρρήσεων, διασφαλίζουν τη συνταγματικότητα του νέου θεσμού του οποίου η μη αντίθεση με την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ αναγνωρίζεται από τη νομολογία και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειώνεται ότι μια ατελή μορφή της διαδικασίας αυτής προέβλεπε και ο προϊσχύσας ΚΠΔ στα άρθρα 414 έως 416 για τα πταίσματα και στο άρθρο 427 για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ (σελ. 109 επ.), η ανωτέρω συνοπτική διαδικασία της έκδοσης ποινικής διαταγής, παρά την ιδιαιτερότητά της, είναι ευρύτατα διαδεδομένη στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτή εισήχθη το πρώτον στη Γερμανία και κατά κανόνα εφαρμόζεται σε υποθέσεις ελαφρών αδικημάτων (πλημμεληματικές υποθέσεις) που τιμωρούνται με πρόστιμο ή με μικρές στερητικές της ελευθερίας ποινές και προϋπόθεση για την έκδοσή της αποτελεί η κρίση περί μη αναγκαιότητας διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας λόγω υφιστάμενης επαρκούς διακρίβωσης των πραγματικών περιστατικών. Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιέχει και το ιταλικό δίκαιο στην επονομαζόμενη διαδικασία επιβολής ποινής με διάταξη και εφαρμόζεται σε όσα αδικήματα επισύρουν ποινή φυλάκισης και πρόστιμο ή μόνο πρόστιμο. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το γαλλικό δίκαιο στο οποίο η διαδικασία ποινικής διαταγής εφαρμόζεται για όλα τα πλημμελήματα και διεκδικεί ευρύτητα εφαρμογής ακριβώς γιατί προβλέπει στα άρθρα 524 (1) και 525 (2) CΡΡ την επιβολή μόνον οικονομικών κυρώσεων και όχι ποινής φυλάκισης. Παρεμφερείς ρυθμίσεις, προωθεί και το δανικό δίκαιο, όπου ομοίως η έκδοση ποινικής διαταγής λαμβάνει χώρα για την επιβολή προστίμων σε πλημμεληματικές υποθέσεις, ενώ ευρύτερη εφαρμογή επιφυλάσσει στην ποινική διαταγή το ολλανδικό δίκαιο που επεκτείνει το πεδίο της ακόμα και σε εγκλήματα τιμωρούμενα με κάθειρξη μέχρι έξι ετών. Επισημαίνεται τέλος ότι η συμβατότητα του θεσμού της ποινικής διαταγής με την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ στις με αριθμ. υποθέσεις C-615/18, C-216/14 και C-124/2016).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου … και των εγγράφων της δικογραφίας, κατά του κατηγορουμένου A. H. του S., γεν. στην …, κατοίκου …, ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών … για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ.1 και 4 Ν. 2696/1999 όπως ισχύει (οδήγηση οχήματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια οδήγησης), που φέρεται ότι τέλεσε στην … την 17.11.2021. Με την υποβολή αίτησης του ως άνω Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών προς το Μονομελές Πλημμελειοδικείο …, κατά τη δικάσιμο 4.2.2022, ζητήθηκε η έκδοση ποινικής διαταγής σε βάρος του κατηγορουμένου (άρθρα 43 παρ.1 εδ. α’ και 409 επ. ΚΠΔ), διότι κρίθηκε ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία την διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας, το δε πλημμέλημα υπάγεται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς πλημμελειοδικείου και απειλείται γι’ αυτό ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος και χρηματική ποινή.

Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο … με την ως άνω προσβαλλομένη απόφασή του, κατά τον αυτεπάγγελτο, διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της ένδικης ποινικής διαταγής και στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, ήχθη μετά από παράθεση εκτενών νομικών σκέψεων σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των άρθρων 409, 410 και 411 ΚΠΔ και παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική διαδικασία με το ακόλουθο κατά πιστή αντιγραφή σκεπτικό: «Στην προκείμενη περίπτωση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών … άσκησε ποινική δίωξη (με υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής κατά τα άρθρα 43 παρ.1 εδ. α και 409 επ. ΚΠΔ) κατά του κατηγορουμένου (κ.ον.) A. (επ.) H. του S. και της L., κατοίκου …, για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ.1 και 4 ν.2696/1999, που φέρεται να τελέστηκε στην … την 17.11.2021. Ενόψει του ότι η υπό κρίση υπόθεση, που εισήχθη με Α.Β.Μ. Α21/1647 (A.B.Ω. Α22/108), αφορά σε πλημμέλημα υπαγόμενο στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες, βάσει τις διάταξης του άρθρου 94 παρ.4 ν.2696/19S9, και φέρεται να τελέστηκε στην …, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο προς έκδοση της αιτούμενης ποινικής διαταγής (άρθρα 115 και 122 επ. ΚΠΔ), ενώ το ως άνω πλημμέλημα υπάγεται σε αυτά, για τα οποία κατ1 άρθρο 409 ΚΠΔ επιτρέπεται η έκδοση ποινικής διαταγής. Ωστόσο, για όλους τους προρρηθέντες λόγους, κατά τov αυτεπάγγελτο, διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της ένδικης ποινικής διαταγής και στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, το Δικαστήριο άγεται σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 409,410 και 411 ΚΠΔ. Συνακόλουθα, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει η παρούσα υπόθεση να παραπεμφθεί στην τακτική διαδικασία, ώστε να διεξαχθεί η ποινική δίκη σύμφωνα με τις αρχές της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου τακτικού ποινικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 410 ΚΠΔ».

Με ταύτα που δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένα έκρινε ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ και ακολούθως, χωρίς εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων της οικείας δικογραφίας, παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική διαδικασία, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη ο θεσμός τη ποινικής διαταγής είναι πλήρως εναρμονισμένος με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για ανεμπόδιστη πρόσβαση στο δικαστήριο, εμφάνιση, εκπροσώπηση, ακρόαση, άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας και δεν αντιβαίνει στις αρχές της δημοσιότητας και προφορικότητας της ποινικής δίκης. Ενόψει των ανωτέρω το δικαστήριο όφειλε να προβεί στην εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και εφόσον τα έκρινε επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, να εκδώσει ποινική διαταγή και να επιβάλει την αρμόζουσα, με βάση τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, προβλεπόμενη μειωμένη ποινή, άλλως, αν έκρινε μη επαρκή τα στοιχεία για την ενοχή του κατηγορουμένου, να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία.

Επομένως, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, αφού παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα για το οποίο είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 303/2020). Έτσι, κατέστησε αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της υπέρβασης εξουσίας, κατά παραδοχή του μοναδικού σχετικού λόγου αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου … και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ….

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2023.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Ιουνίου 2023.

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *