ΕΔΔΑ της 20.2.2024 (DANILEŢ κατα Ρουμανίας, αριθ. προσφυγής 16915/21): παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης από πειθαρχική ποινή σε Δικαστή για αναρτήσεις σε Facebook για θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε η ελευθερία έκφρασης από την επιβολή πειθαρχικής ποινής σε Δικαστή για αναρτήσεις του στο Facebook για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος

 

Παρουσίαση της απόφασης από την ηλετρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών για τις εξελίξεις στο Ισραήλ

Δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών για τις εξελίξεις στο Ισραήλ

 

     Με τη δικαστική μεταρρύθμιση που επιχειρείται στο Ισραήλ, ο Κυβερνητικός Συνασπισμός επιδιώκει να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό του τη δικαιοσύνη και να περιορίσει απροκάλυπτα  την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και του κράτους δικαίου. Η προσπάθεια αυτή της Ισραηλινής Κυβέρνησης ανακόπηκε προσωρινά, προκειμένου να αναχαιτισθεί το ιστορικό κύμα των αντιδράσεων και των βίαιων συγκρούσεων που προκλήθηκαν στο εσωτερικό της χώρας.

     Στα πλαίσια της προσπάθειας για την προώθηση της δικαστικής μεταρρύθμισης, οι κρατικές αρχές και τα συστημικά μέσα ενημέρωσης στο Ισραήλ έχουν προχωρήσει σε εκστρατεία δημόσιας δυσφήμησης των δικαστών, με προφανή στόχο να στρέψουν την κοινή γνώμη εναντίον του δικαστικού σώματος και να πείσουν τους πολίτες για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων. Η πρακτική αυτή ακολουθήθηκε και στην Πολωνία, όπου η Κυβέρνηση προχώρησε σε συστηματική δυσφήμηση μεμονωμένων δικαστών αλλά και του δικαστικού σώματος εν γένει, προκειμένου να μειώσει τις αντιδράσεις για τη δικαστική μεταρρύθμιση που έχει ήδη υλοποιηθεί και η οποία έχει οδηγήσει στην ‘πολιτικοποίηση’ της δικαιοσύνης στην Πολωνία, με την τοποθέτηση φιλικά προσκείμενων στην Κυβέρνηση δικαστών στα ανώτατα δικαστήρια και στις θέσεις διοίκησης των δικαστηρίων, καθώς και στην απομάκρυνση ή την άσκηση πειθαρχικών και ποινικών διώξεων σε δικαστές που  θεωρούνται μη φιλικά προσκείμενοι στην Κυβέρνηση. Άλλωστε, όπως έγινε γνωστό, προηγήθηκαν διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων ώστε η Πολωνία να μεταλαμπαδεύσει τη σχετική εμπειρία της στο Ισραήλ.

     Η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών, στην οποία μετέχει και η ισραηλινή Ένωση Δικαστών, εξέδωσε την ακόλουθη δήλωση αναφορικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στο Ισραήλ και την πρόθεση της Κυβέρνησης να προβεί σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα της χώρας, την οποία απευθύνει στις διεθνείς και ισραηλινές Αρχές, στα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών και στα διεθνή και ισραηλινά μέσα ενημέρωσης:

     «Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών, που εκπροσωπεί πολυάριθμες ευρωπαϊκές δικαστικές ενώσεις, παρακολουθεί τις εξελίξεις στο Ισραήλ που συνδέονται με την εξαγγελθείσα δικαστική μεταρρύθμιση με μεγάλη ανησυχία.

     Πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας δυσφήμισης μεμονωμένων δικαστών αλλά και του δικαστικού σώματος εν γένει, αποτελούν φαινόμενα που δυστυχώς παρατηρούνται και σε ευρωπαϊκές χώρες. Αυτές οι πρακτικές είναι απαράδεκτες σε δημοκρατικά κράτη που θέλουν να διέπονται από το κράτος δικαίου, καθώς θέτουν σε κίνδυνο την προσωπική ασφάλεια των δικαστών και καθιστούν αναποτελεσματικό κάθε εποικοδομητικό διάλογο, όπου όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές μπορούν να θέσουν τα επιχειρήματά τους για μία ουσιαστική συζήτηση, χωρίς  ανούσιες δημόσιες αντιπαραθέσεις.

     Υπό το φως των παραπάνω θα θέλαμε να τονίσουμε τα εξής:

     Οι  κρατικές αρχές είναι υποχρεωμένες να αναγνωρίζουν τη νόμιμη συνταγματική λειτουργία που συντελείται από το δικαστικό σώμα και να διασφαλίζουν ότι παρέχονται επαρκείς πόροι για την εκπλήρωση της αποστολής του.

     Η δικαιοδοτική κρίση επί των νομικών υποθέσεων και η ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου είναι εξίσου θεμελιώδους σημασίας για την ευημερία ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους δικαίου, όπως και οι λειτουργίες της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Σε ένα κράτος που διέπεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, οι παρεμβάσεις στη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας οφείλουν να λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια του νόμου και εντός των διεθνώς αποδεκτών κανόνων. Όταν οι πολιτικές δυνάμεις δημόσια ζητούν τον περιορισμό των δικαστικών εξουσιών, αποδεικνύουν ότι κατανοούν ελάχιστα τη σημασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Όμως υπάρχει μια σαφής γραμμή μεταξύ  αφενός της ελευθερίας έκφρασης και της θεμιτής κριτικής και αφετέρου της έλλειψης σεβασμού και της αδικαιολόγητης πίεσης στο δικαστικό σώμα.

     Οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής και  της νομοθετικής εξουσίας οφείλουν να απέχουν από τη χρήση απλουστευτικών ή δημαγωγικών επιχειρημάτων για την άσκηση κριτικής στο δικαστικό σώμα, προκειμένου να αποσπάσουν την προσοχή των πολιτών από τις δικές τους ελλείψεις. Ούτε δύνανται να βάλουν τους δικαστές σε προσωπικό επίπεδο.  Οι πολιτικοί δεν έχουν το δικαίωμα να ενθαρρύνουν την ανυπακοή στις δικαστικές αποφάσεις, πολύ περισσότερο τον εκφοβισμό ή την άσκηση βίας  κατά των δικαστών. Η άσκηση μη ισορροπημένης κριτικής από πολιτικούς αποτελεί πράξη ανευθυνότητας και υπονομεύει, ακούσια ή σκόπιμα, την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σώμα. Στις περιπτώσεις αυτές, το δικαστικό σώμα οφείλει να επισημαίνει ότι μια τέτοια συμπεριφορά αποτελεί προσβολή κατά του Συντάγματος ενός δημοκρατικού κράτους και κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας.

     Οι πρακτικές αυτές αποτελούν παραβίαση των διεθνών κανόνων.

     Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΑJ».

 

Κατερίνα Ντόκα

Εφέτης

ΕΔΔΑ της 18.4.2023 (Csata κατά Ρουμανίας, αριθ. προσφυγής 65128/19): Άρνηση νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) από την άρνηση νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου σε άνδρα που δεν είχε υποβληθεί και δεν σκόπευε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου, παρά τη διαπίστωση ότι έπασχε από διαταραχή σεξουαλικής ταυτότητας.

Παρουσίαση της απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

ΔΕΕ της 2.3.2023 (υπόθεση C-268/21, Norra Stockholm Bygg AB κατά Per Nycander AB): προσκόμιση σε πολιτικό δικαστήριο εγγράφου, που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 2ας Μαρτίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕE) 2016/679 – Άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4 – Νομιμότητα της επεξεργασίας – Προσκόμιση εγγράφου το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο αστικής δίκης – Άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ και ιʹ– Προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών – Εκτέλεση αστικών αξιώσεων – Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται – Συνεκτίμηση του συμφέροντος των ενδιαφερομένων προσώπων – Στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων – Άρθρο 5 – Ελαχιστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 7 – Δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής – Άρθρο 8 – Δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Άρθρο 47 – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση C‑268/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο, Σουηδία) με απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Norra Stockholm Bygg AB

κατά

Per Nycander AB,

παρισταμένης της:

Entral AB,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, N. Piçarra, N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιουνίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Norra Stockholm Bygg AB, εκπροσωπούμενη από τους H. Täng Nilsson και E. Wassén, advokater,

–        η Per Nycander AB, εκπροσωπούμενη από τους P. Degerfeldt και V. Hermansson, advokater,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Meyer‑Seitz και H. Shev, καθώς και τον O. Simonsson,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους O. Serdula, M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την J. Sawicka,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ, M. Gustafsson και H. Kranenborg,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, στο εξής: ΓΚΠΔ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Norra Stockholm Bygg AB (στο εξής: Fastec) και της Per Nycander AB (στο εξής: Nycander) σχετικά με αίτημα κοινοποιήσεως του ηλεκτρονικού μητρώου του προσωπικού της Fastec που εκτέλεσε εργασίες για λογαριασμό της Nycander, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος του ποσού που πρέπει να καταβάλει η τελευταία για τις εκτελεσθείσες εργασίες.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4, 20, 26, 45 και 50 του ΓΚΠΔ έχουν ως εξής:

«(1)      Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Χάρτης”) και το άρθρο 16 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

(2)      Οι αρχές και οι κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους θα πρέπει, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής τους, να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, ιδίως το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο παρών κανονισμός σκοπεύει να συμβάλλει στην επίτευξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και μιας οικονομικής ένωσης, στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο, στην ενίσχυση και σύγκλιση των οικονομιών εντός της εσωτερικής αγοράς και στην ευημερία των φυσικών προσώπων.

[…]

(4)      Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να προορίζεται να εξυπηρετεί τον άνθρωπο. Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα· πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. […]

[…]

(20)      Ενώ ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις δραστηριότητες των δικαστηρίων και άλλων δικαστικών αρχών, το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών θα μπορούσε να εξειδικεύει τις πράξεις και διαδικασίες επεξεργασίας σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δικαστήρια και άλλες δικαστικές αρχές. […]

[…]

(26)      Οι αρχές της προστασίας δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε πληροφορία η οποία αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν υποστεί ψευδωνυμοποίηση, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί σε φυσικό πρόσωπο με τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, θα πρέπει να θεωρούνται πληροφορίες σχετικά με ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. […] Οι αρχές της προστασίας δεδομένων δεν θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται σε ανώνυμες πληροφορίες, δηλαδή πληροφορίες που δεν σχετίζονται προς ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο ή σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταστεί ανώνυμα κατά τρόπο ώστε η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων να μην μπορεί ή να μην μπορεί πλέον να εξακριβωθεί. […]

[…]

(45)      Όταν η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με νομική υποχρέωση την οποία υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή όταν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, η επεξεργασία θα πρέπει να έχει βάση στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. […] Μπορεί να αρκεί ένας μόνο νόμος ως βάση για περισσότερες από μία πράξεις επεξεργασίας με βάση νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επίσης, ο καθορισμός του σκοπού της επεξεργασίας θα πρέπει να εναπόκειται στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. […]

[…]

(50)      Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν αρχικά θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι συμβατή με τους σκοπούς για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν αρχικά. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν απαιτείται νομική βάση χωριστή από εκείνη που επέτρεψε τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους μπορεί να καθορίζει και να προσδιορίζει τα καθήκοντα και τους σκοπούς για τους οποίους πρέπει να θεωρείται συμβατή και σύννομη η περαιτέρω επεξεργασία. […] Η νομική βάση που προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί επίσης να συνιστά τη νομική βάση για την περαιτέρω επεξεργασία. […]

Όταν το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τη συναίνεσή του ή η επεξεργασία βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους που συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση, ειδικότερα, σημαντικών σκοπών στο πλαίσιο γενικού δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να επιτρέπεται στον υπεύθυνο επεξεργασίας να προβαίνει στην περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τη συμβατότητα των σκοπών. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, η ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με τους άλλους αυτούς σκοπούς και σχετικά με τα δικαιώματά του, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προβολής αντιρρήσεων. […]»

4        Το άρθρο 2 του ανωτέρω κανονισμού, με τίτλο «Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης.

2.      Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

α)      στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης,

β)      από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της ΣΕΕ,

γ)      από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας,

δ)      από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια.

3.      Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά όργανα, φορείς, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (EE 2001, L 8, σ. 1)]. Ο κανονισμός [45/2001] και άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης εφαρμοστέες σε μια τέτοια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προσαρμόζονται στις αρχές και τους κανόνες του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 98.»

5        Κατά το άρθρο 4 του ανωτέρω κανονισμού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

[…]

2)      “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή,

[…]

5)      “ψευδωνυμοποίηση”: η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε συγκεκριμένο υποκείμενο των δεδομένων χωρίς τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, εφόσον οι εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες διατηρούνται χωριστά και υπόκεινται σε τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν μπορούν να αποδοθούν σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο,

[…]».

6        Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)      υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (“νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια”),

β)      συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς […] (“περιορισμός του σκοπού”)·

γ)      είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (“ελαχιστοποίηση των δεδομένων”),

δ)      είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας (“ακρίβεια”),

[…]».

7        Το άρθρο 6 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νομιμότητα της επεξεργασίας», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

[…]

γ)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

[…]

ε)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

[…]

3.      Η βάση για την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε) ορίζεται σύμφωνα με:

α)      το δίκαιο της Ένωσης, ή

β)      το δίκαιο του κράτους μέλος στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

Ο σκοπός της επεξεργασίας καθορίζεται στην εν λόγω νομική βάση ή, όσον αφορά την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), είναι η αναγκαιότητα της επεξεργασίας για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. […] Το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

4.      Όταν η επεξεργασία για σκοπό άλλο από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν βασίζεται στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή στο δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσο η επεξεργασία για άλλο σκοπό είναι συμβατή με τον σκοπό για τον οποίο συλλέγονται αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων:

α)      τυχόν σχέση μεταξύ των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και των σκοπών της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας,

[…]».

8        Το άρθρο 23 του ανωτέρω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«1.      Το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων μπορεί να περιορίζει μέσω νομοθετικού μέτρου το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 22 και στο άρθρο 34, καθώς και στο άρθρο 5, εφόσον οι διατάξεις του αντιστοιχούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 22, όταν ένας τέτοιος περιορισμός σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση:

[…]

στ)      της προστασίας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών,

[…]

ι)      της εκτέλεσης αστικών αξιώσεων.

[…]»

 Το σουηδικό δίκαιο

 Ο RB

9        Η έγγραφη απόδειξη διέπεται από τις διατάξεις του κεφαλαίου 38 του rättegångsbalken (κώδικα δικονομίας, στο εξής: RB).

10      Βάσει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 2 του κεφαλαίου 38 του RB, κάθε πρόσωπο που κατέχει έγγραφο δυνάμενο να θεωρηθεί ότι έχει αποδεικτική ισχύ υποχρεούται να το προσκομίσει.

11      Εξαιρέσεις από την εν λόγω υποχρέωση προσκομίσεως προβλέπονται ιδίως στο δεύτερο εδάφιο του ανωτέρω άρθρου. Η άσκηση ορισμένων καθηκόντων απαλλάσσει από την προαναφερθείσα υποχρέωση αν τεκμαίρεται ότι ο υπόχρεος δεν μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας επί του περιεχομένου της εν λόγω ασκήσεως καθηκόντων. Η συγκεκριμένη εξαίρεση αφορά τους δικηγόρους, τους γιατρούς, τους ψυχολόγους, τους ιερείς και άλλους επαγγελματίες στους οποίους έχουν γνωστοποιηθεί εμπιστευτικώς πληροφορίες κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους ή υπό αντίστοιχες περιστάσεις. Επομένως, η έκταση της εν λόγω υποχρεώσεως αντιστοιχεί στην υποχρέωση μαρτυρίας ενώπιον δικαστηρίου.

12      Αν ένα πρόσωπο υποχρεούται να προσκομίσει έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο, το δικαστήριο δύναται, κατά το άρθρο 4 του κεφαλαίου 38 του RB, να διατάξει το εν λόγω πρόσωπο να το προσκομίσει.

 Ο νόμος περί φορολογικών διαδικασιών

13      Βάσει του άρθρου 11, στοιχεία a έως c, του κεφαλαίου 39 του skatteförfarandelagen (2011:1244) [νόμου (2011:1244) περί φορολογικών διαδικασιών], κάθε πρόσωπο που ασκεί κατασκευαστική δραστηριότητα οφείλει, σε ορισμένες περιπτώσεις, να τηρεί ηλεκτρονικό μητρώο προσωπικού. Το εν λόγω μητρώο προσωπικού περιλαμβάνει τα δεδομένα που απαιτούνται για την ταυτοποίηση των προσώπων τα οποία μετέχουν στην οικονομική δραστηριότητα. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον κύριο του έργου, ο οποίος μπορεί ωστόσο να αναθέσει την εκπλήρωσή της σε ανεξάρτητο επιχειρηματία. Κατά το άρθρο 12 του κεφαλαίου 39 του οικείου νόμου, το μητρώο προσωπικού πρέπει να τίθεται στη διάθεση της σουηδικής φορολογικής αρχής.

14      Τα δεδομένα που πρέπει να καταχωρίζονται στο μητρώο προσωπικού ορίζονται στο άρθρο 5 του κεφαλαίου 9 της skatteförfarandeförordningen (2011:1261) [κανονιστικής πράξεως (2011:1261) περί φορολογικών διαδικασιών]. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να καταχωρίζεται το ονοματεπώνυμο και ο εθνικός αριθμός ταυτοποιήσεως κάθε προσώπου που μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς και οι ώρες ενάρξεως και λήξεως της εργασίας του.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Η Fastec κατασκεύασε κτίριο γραφείων για τη Nycander. Οι εργαζόμενοι στο εργοτάξιο κατέγραφαν την παρουσία τους μέσω ηλεκτρονικού μητρώου προσωπικού. Το μητρώο προσωπικού παρεχόταν από την εταιρία Εntral AB, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της Fastec.

16      Η Fastec άσκησε ενώπιον του tingsrätt (πρωτοδικείου, Σουηδία) αγωγή με αίτημα την εξόφληση των εκτελεσθεισών εργασιών. Στο πλαίσιο της αγωγής της, η Fastec ζήτησε από τη Nycander την καταβολή ποσού που αντιστοιχούσε, κατά τη Fastec, στο υπόλοιπο που εξακολουθούσε να οφείλει η Nycander. Η Nycander αντιτάχθηκε στο αίτημα της Fastec ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι ο αριθμός των ωρών εργασίας του προσωπικού της Fastec ήταν μικρότερος από τον αναγραφόμενο στο αγωγικό αίτημα.

17      Ενώπιον του πρωτοδικείου, η Nycander ζήτησε να υποχρεωθεί η Entral να προσκομίσει το μητρώο προσωπικού της Fastec για το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 2016 έως την 30ή Νοεμβρίου 2017, και, επικουρικώς, να το προσκομίσει απαλείφοντας τους εθνικούς αριθμούς ταυτοποιήσεως των οικείων προσώπων. Προς στήριξη του σχετικού αιτήματος, η Nycander προέβαλε ότι η Entral είχε στην κατοχή της το επίμαχο μητρώο προσωπικού και ότι αυτό μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για την εκδίκαση της αγωγής της Fastec, καθόσον τα καταχωρισμένα στο μητρώο δεδομένα θα καθιστούσαν δυνατή την απόδειξη των ωρών απασχολήσεως του προσωπικού της Fastec.

18      Η Fastec αντιτάχθηκε στο ανωτέρω αίτημα προβάλλοντας κατά κύριο λόγο ότι τούτο αντέβαινε στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ. Κατά τη Fastec, το μητρώο προσωπικού που τηρούσε περιείχε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται για τον έλεγχο της δραστηριότητάς της από τη σουηδική φορολογική αρχή και η κοινοποίηση των επίμαχων δεδομένων στο δικαστήριο δεν συνάδει προς τον εν λόγω σκοπό.

19      Το tingsrätt (πρωτοδικείο) διέταξε την Εntral να προσκομίσει το μητρώο προσωπικού της Fastec για το προσωπικό που απασχολούνταν στο επίμαχο στην κύρια δίκη εργοτάξιο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Το Svea hovrätt (εφετείο Στοκχόλμης, Σουηδία) επικύρωσε την απόφαση του tingsrätt (πρωτοδικείου).

20      Η Fastec άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Svea hovrätt (εφετείου Στοκχόλμης) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Högsta domstolen (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Σουηδία), ζητώντας την απόρριψη του μνημονευθέντος στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως αιτήματος της Nycander.

21      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν πρέπει να εφαρμοστούν και, εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς πρέπει να εφαρμοστούν, οι διατάξεις του ΓΚΠΔ στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.

22      Όσον αφορά την υποχρέωση προσκομίσεως εγγράφων, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τη νομολογία του σχετικά με την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του RB προκύπτει ότι πρέπει να σταθμίζεται, αφενός, η λυσιτέλεια των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων και, αφετέρου, το συμφέρον του αντιδίκου να μη δημοσιοποιηθούν τα εν λόγω στοιχεία. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι στο πλαίσιο της σταθμίσεως αυτής δεν λαμβάνεται καταρχήν υπόψη η ιδιωτική φύση των πληροφοριών που περιέχονται στο οικείο έγγραφο ή το συμφέρον άλλων προσώπων να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου, πέραν των εξαιρέσεων που προβλέπει ειδικώς η νομοθεσία.

23      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η προβλεπόμενη από τον RB υποχρέωση προσκομίσεως εγγράφου αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να μπορεί οποιοσδήποτε χρειάζεται ένα έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο να έχει την πρόσβαση σε αυτό. Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για τη διασφάλιση της δυνατότητας ενός προσώπου να ασκήσει τα δικαιώματά του όταν υφίσταται «εύλογο συμφέρον για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου».

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι τυγχάνουν εφαρμογής και επί εθνικών δικονομικών κανόνων περί [υποχρεώσεως προσκομίσεως εγγράφων];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει ο [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων όταν πρόκειται να ληφθεί απόφαση σχετικά με το αν πρέπει να διαταχθεί [προσκόμιση] πράξεως που περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα; Σε μια τέτοια περίπτωση, επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις σχετικά με τις ειδικότερες λεπτομέρειες κατά τις οποίες πρέπει να λαμβάνεται η απόφαση αυτή;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

25      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται όσον αφορά την προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο αστικής δίκης ενός μητρώου προσωπικού το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κυρίως για σκοπούς φορολογικού ελέγχου.

26      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην, «εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης», χωρίς να διακρίνει με βάση την ταυτότητα του προσώπου που προβαίνει στην οικεία επεξεργασία. Επομένως, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, ο ΓΚΠΔ εφαρμόζεται στις πράξεις επεξεργασίας που εκτελούνται τόσο από ιδιώτες όσο και από τις δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20 αυτού, των δραστηριοτήτων των δικαστικών αρχών, όπως είναι τα δικαστήρια (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, Autoriteit Persoonsgegevens, C‑245/20, EU:C:2022:216, σκέψη 25).

27      Δεύτερον, κατά το άρθρο 4, σημείο 2, του ανωτέρω κανονισμού, εμπίπτει στον ορισμό της «επεξεργασίας», μεταξύ άλλων, κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διαθέσεως.

28      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτουσα στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ όχι μόνον η δημιουργία και η τήρηση ηλεκτρονικού μητρώου προσωπικού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Worten, C‑342/12, EU:C:2013:355, σκέψη 19), αλλά και η προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου ενός εγγράφου, ψηφιακού ή φυσικού, το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η οποία διατάχθηκε από δικαστήριο στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας [πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Inspektor v Inspektorata kam Visshia sadeben savet (Σκοποί επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων – Ποινική έρευνα), C‑180/21, EU:C:2022:967, σκέψη 72].

29      Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας που πραγματοποιείται από δημόσιες αρχές όπως τα δικαστήρια, πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας του άρθρου 6 του ΓΚΠΔ.

30      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη εφόσον είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας.

31      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 45 αυτού, η βάση της επεξεργασίας για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του οικείου κανονισμού καθορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης ή από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Επιπροσθέτως, το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους πρέπει να ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και να είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

32      Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 3, απαιτούν την ύπαρξη μιας νομικής βάσεως, ιδίως εθνικής, η οποία να αποτελεί το έρεισμα για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους υπεύθυνους της επεξεργασίας, οι οποίοι ενεργούν κατά την άσκηση καθηκόντων που εμπίπτουν στην εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος ή καθηκόντων που εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως είναι τα καθήκοντα που ασκούν τα δικαστήρια στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.

33      Δεύτερον, όταν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα, από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 50 του οικείου κανονισμού, προκύπτει ότι η επίμαχη επεξεργασία επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο δίκαιο κράτους μέλους και συνιστά μέτρο αναγκαίο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση ενός από τους σκοπούς του άρθρου 23, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 50, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι εν λόγω σημαντικοί σκοποί γενικού δημοσίου συμφέροντος, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας επιτρέπεται να προβαίνει σε περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανεξάρτητα από το αν η επεξεργασία αυτή συμβιβάζεται με τους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

34      Εν προκειμένω, οι σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου 38 του RB, οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση προσκομίσεως ενός εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου και τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν την προσκόμισή του, αποτελούν τη νομική βάση που λειτουργεί ως έρεισμα για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Μολονότι οι διατάξεις αυτές συνιστούν, καταρχήν, επαρκή νομική βάση για να επιτραπεί τέτοιου είδους επεξεργασία, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η συγκεκριμένη νομική βάση διαφέρει από εκείνη του νόμου περί φορολογικών διαδικασιών, βάσει του οποίου καταρτίστηκε το επίμαχο στην κύρια δίκη μητρώο προσωπικού για σκοπούς φορολογικού ελέγχου. Επιπλέον, η προβλεπόμενη από τις συγκεκριμένες διατάξεις του RB υποχρέωση προσκομίσεως αποσκοπεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, στο να μπορεί να έχει πρόσβαση στο έγγραφο οποιοσδήποτε το χρειάζεται ως αποδεικτικό στοιχείο. Πρόκειται, κατά το αιτούν δικαστήριο, για τη διασφάλιση της δυνατότητας ενός προσώπου να ασκήσει τα δικαιώματά του όταν υφίσταται «εύλογο συμφέρον για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου».

35      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου περί φορολογικών διαδικασιών προκύπτει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταχωρισθεί στο μητρώο προσωπικού έχουν ως σκοπό να παράσχουν στους υπαλλήλους της αρμόδιας σουηδικής φορολογικής αρχής τη δυνατότητα να προβαίνουν σε διασταυρώσεις στοιχείων κατά τους επιτόπιους ελέγχους. Βασικός στόχος είναι ο περιορισμός των περιπτώσεων αδήλωτης απασχολήσεως και η βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δικαιολογείται από την ανάγκη να εκπληρωθεί η νομική υποχρέωση που υπέχει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας, ήτοι η τήρηση μητρώου προσωπικού.

36      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά επεξεργασία η οποία πραγματοποιείται για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν τα δεδομένα, ήτοι για τους σκοπούς φορολογικού ελέγχου, και η οποία δεν στηρίζεται στη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν δεν αρκεί να στηρίζεται στο εθνικό δίκαιο, όπως οι διατάξεις του κεφαλαίου 38 του RB, αλλά πρέπει και να αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, καθώς και να εγγυάται κάποιον από τους σκοπούς του άρθρου 23, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

38      Στους σκοπούς αυτούς περιλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, σημείο στʹ, του οικείου κανονισμού, η «προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών», ο σκοπός δε αυτός πρέπει, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, να γίνει αντιληπτός υπό την έννοια ότι αποβλέπει στην προστασία της απονομής της δικαιοσύνης από εσωτερικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Εξάλλου, κατά το στοιχείο ιʹ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η εκτέλεση των αξιώσεων αστικού δικαίου συνιστά επίσης σκοπό ικανό να δικαιολογήσει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν. Επομένως, δεν αποκλείεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων στο πλαίσιο αστικής δίκης να μπορεί να στηρίζεται σε τέτοιους σκοπούς.

39      Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν οι σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου 38 του RB, αφενός, ανταποκρίνονται στον έναν ή/και στον άλλο από τους προαναφερθέντες σκοπούς και, αφετέρου, αν είναι αναγκαίες και αναλογικές προς τους εν λόγω σκοπούς, ώστε να εμπίπτουν στις περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θεωρούνται νόμιμες βάσει των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ και ιʹ, του εν λόγω κανονισμού.

40      Σημειωτέον ότι είναι αδιάφορο αν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στηρίζεται σε διάταξη του εθνικού ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, του οικείου κανονισμού ουδόλως διακρίνουν μεταξύ των δύο αυτών ειδών διατάξεων.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται όσον αφορά την προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο αστικής δίκης ενός μητρώου προσωπικού το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κυρίως για σκοπούς φορολογικού ελέγχου.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

42      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 5 και 6 του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει εάν πρέπει να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο αστικής δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, περαιτέρω, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως ο ΓΚΠΔ, επιβάλλει ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά τον τρόπο που πρέπει να γίνεται η εξέταση αυτή.

43      Καταρχάς, υπογραμμίζεται ότι κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που επιτρέπει το άρθρο 23, να τηρεί τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων που προβλέπονται, αντιστοίχως, στα κεφάλαια II και III του ανωτέρω κανονισμού. Ειδικότερα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, αφενός, να συνάδει με τις αρχές του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, να πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 208 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου 38 του RB δεν απαιτούν ρητώς, όταν εξετάζει αν πρέπει να διαταχθεί η προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διακυβεύονται. Κατά τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, οι διατάξεις αυτές απαιτούν μόνο τη στάθμιση της λυσιτέλειας των αποδεικτικών στοιχείων και του συμφέροντος του αντιδίκου να μη δημοσιοποιηθούν οι επίμαχες πληροφορίες.

45      Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι οι οικείες διατάξεις του εθνικού δικαίου αφορούν την προσκόμιση εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου, ενδέχεται να εμπίπτουν στις περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θεωρούνται νόμιμες βάσει των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο του 23, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ και ιʹ. Τούτο ισχύει, αφενός, στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής της ένδικης διαδικασίας, καθόσον εγγυώνται ότι ο πολίτης μπορεί να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του όταν υφίσταται «εύλογο συμφέρον για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου», και, αφετέρου, στο μέτρο που είναι αναγκαίες και ανάλογες προς τον σκοπό αυτόν.

46      Πράγματι, από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ προκύπτει ότι τέτοιου είδους επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη υπό την προϋπόθεση ότι αποτελεί μέτρο αναγκαίο και αναλογικό σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών του άρθρου 23 του ΓΚΠΔ τους οποίους επιδιώκει. Επομένως, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα αντιτιθέμενα συμφέροντα που διακυβεύονται όταν εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων.

47      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το αποτέλεσμα της σταθμίσεως στην οποία πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να διαφοροποιείται ανάλογα τόσο με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως όσο και με το είδος της επίμαχης διαδικασίας.

48      Όσον αφορά τα συμφέροντα που διακυβεύονται στο πλαίσιο αστικής δίκης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του ΓΚΠΔ, να διασφαλίσει την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη και στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει επίσης να διασφαλίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη και συνδέεται στενά με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

49      Εντούτοις, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 4 του ΓΚΠΔ, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο, αλλά πρέπει να συνεκτιμάται σε σχέση με τον ρόλο του στην κοινωνία και να σταθμίζεται, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

50      Πλην όμως, η προσκόμιση εγγράφου το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων στο πλαίσιο αστικής δίκης συμβάλλει, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών της, στον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

51      Συναφώς, δεδομένου ότι το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, η έννοια και η εμβέλειά του είναι, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει το προαναφερθέν άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.

52      Κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λαμβανομένης υπόψη της εξέχουσας θέσεως που έχει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι σημαντικό να παρέχεται στον διάδικο η δυνατότητα αποτελεσματικής υπεράσπισης ενώπιον του δικαστηρίου και να απολαύει της αρχής της ισότητας των όπλων με τον αντίδικό του [πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Ιουνίου 2022, Zayidov κατά Αζερμπαϊτζάν (αριθ. 2), CE:ECHR:2022:0324JUD000538610, § 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Ως εκ τούτου, ο διάδικος πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχει τη δυνατότητα να τύχει κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας και να προβάλει, στα διάφορα στάδια της διαδικασίας αυτής, τα επιχειρήματα που κρίνει λυσιτελή για την υπεράσπισή του (απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιανουαρίου 1999, García Ruiz κατά Ισπανίας, CE:ECHR:1999:0121JUD003054496, § 29).

53      Επομένως, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες μπορούν να απολαύουν δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και, ιδίως, δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, κρίνεται ότι οι διάδικοι σε αστική δίκη πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να αποδειχθεί επαρκώς το βάσιμο των αιτιάσεών τους και τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των διαδίκων ή τρίτων.

54      Τούτου δοθέντος, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, η συνεκτίμηση των διακυβευομένων συμφερόντων εντάσσεται στο πλαίσιο της εξετάσεως της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του μέτρου, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ, και από τις οποίες εξαρτάται η νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως. πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, και ειδικότερα η αρχή της «ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων» που περιλαμβάνεται στο στοιχείο γʹ της διατάξεως αυτής, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή της ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι κατάλληλα, συναφή και να περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής), C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

55      Επομένως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να κρίνει αν η γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι πρόσφορη και κρίσιμη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκουν οι εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου και αν ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση λιγότερο παρεμβατικών αποδεικτικών μέσων υπό το πρίσμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων μεγάλου αριθμού τρίτων όπως, για παράδειγμα, η εξέταση επιλεγμένων μαρτύρων.

56      Στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται δικαιολογημένη η προσκόμιση του εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, από την εν λόγω αρχή προκύπτει επιπλέον ότι, όταν μόνον ένα μέρος των δεδομένων αυτών είναι αναγκαίο για αποδεικτικούς σκοπούς, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, όπως είναι η ψευδωνυμοποίηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4, σημείο 5, του ΓΚΠΔ, των ονομάτων των υποκειμένων των δεδομένων ή κάθε άλλου μέτρου που αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση της προσβολής του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνεπάγεται η προσκόμιση τέτοιου εγγράφου. Στα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός της προσβάσεως του κοινού στη δικογραφία ή η διαταγή προς τους διαδίκους στους οποίους γνωστοποιήθηκαν τα έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να μη χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά για σκοπό διαφορετικό από εκείνον της διεξαγωγής των αποδείξεων κατά την επίμαχη ένδικη διαδικασία.

57      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι από το άρθρο 4, σημείο 5, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 26 του οικείου κανονισμού, προκύπτει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν υποβληθεί σε ψευδωνυμοποίηση και τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν σε φυσικό πρόσωπο διά της χρήσεως συμπληρωματικών πληροφοριών θα πρέπει να θεωρούνται πληροφορίες που αφορούν φυσικό πρόσωπο δυνάμενο να ταυτοποιηθεί, επί των οποίων εφαρμόζονται οι αρχές περί προστασίας των δεδομένων. Αντιθέτως, από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι οι αρχές αυτές δεν εφαρμόζονται ούτε «σε ανώνυμες πληροφορίες, δηλαδή πληροφορίες που δεν σχετίζονται προς ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο ή σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταστεί ανώνυμα κατά τρόπο ώστε η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων να μην μπορεί ή να μην μπορεί πλέον να εξακριβωθεί».

58      Επομένως, ένα εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να κρίνει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των διαδίκων ή τρίτων πρέπει να του κοινοποιηθούν προκειμένου να μπορέσει να σταθμίσει τα διακυβευόμενα συμφέροντα με πλήρη επίγνωση και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Αναλόγως της περιπτώσεως, η εκτίμηση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στο να επιτρέψει την πλήρη ή τη μερική γνωστοποίηση στον αντίδικο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που του κοινοποιήθηκαν, εφόσον κρίνει ότι η γνωστοποίηση αυτή δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής απολαύσεως των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το άρθρο 47 του Χάρτη.

59      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 5 και 6 του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει εάν πρέπει να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οφείλει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και να τα σταθμίσει αναλόγως των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, του είδους της επίμαχης διαδικασίας, και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και, ειδικότερα, των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ανωτέρω κανονισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω μερών, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων),

έχει την έννοια ότι:

εφαρμόζεται, στο πλαίσιο αστικής δίκης, στην προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου ενός μητρώου προσωπικού το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κυρίως για σκοπούς φορολογικού ελέγχου.

2)      Τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού 2016/679

έχουν την έννοια ότι:

το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει εάν πρέπει να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οφείλει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και να τα σταθμίσει αναλόγως των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, του είδους της επίμαχης διαδικασίας και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και, ειδικότερα, των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ανωτέρω κανονισμού.

ΕΔΔΑ της 31.1.2023 (Καρανταλης κατά Ελλάδας, αριθ. προσφυγής 67398/14): έναρξη προθεσμίας για άσκηση αναίρεσης από Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης- παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), διότι ο Άρειος Πάγος έκρινε απαράδεκτη (ως εκπρόθεσμη) την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ασκήθηκε, μετά από αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά αθωωτικής πρωτόδικης απόφασης, με το σκεπτικό ότι η προθεσμία αναίρεσης στην περίπτωση αυτή άρχιζε όχι από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο, αλλά από τη δημοσίευση της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης.

Σημειώνεται, πάντως, εδώ ότι σήμερα το άρθρο 507 νέου ΚΠΔ προβλέπει ως αφετηρία έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης από τους εισαγγελείς, σε όλες τις περιπτώσεις, την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου.

 

Παρουσίαση της απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Αποφυλάκιση Mehmet Tank, Τούρκου Δικαστή και πρώην Αντιπροέδρου της IAJ

Ο τούρκος δικαστής Mehmet Tank, ο οποίος είχε διατελέσει Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών (IAJ) και μέλος του Δ.Σ. της τουρκικής δικαστικής ένωσης Yarsav (της οποίας Πρόεδρος ήταν ο Murat Arslan)  ήταν φυλακισμένος από το έτος 2016, για το αδίκημα της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. Στις 19 Απριλίου 2018 καταδικάσθηκε σε κάθειρξη οκτώ ετών με μόνα αποδεικτικά στοιχεία το γεγονός ότι είχε κατεβάσει την εφαρμογή Bylock και την κατάθεση ενός ανώνυμου μάρτυρα. Σήμερα ο Πρόεδρος της IAJ ενημέρωσε τα μέλη της Διεθνούς Ένωσης ότι ο Mehmet Tank αποφυλακίσθηκε και μπόρεσε να ταξιδέψει με την οικογένειά του στην Ελβετία, όπου θα υποβάλει αίτηση ασύλου.

Κατερίνα Ντόκα,

Εφέτης

 

Το μήνυμα του Mehmet Tank στην αγγλική γλώσσα

 

Φωτογραφία από την άφιξη του Mehmet Tank με την οικογένειά του στην Ελβετία

 

ΕΔΔΑ της 24.1.2023 (Nikolov κατά Αυστρίας, αριθ. προσφυγής 48105/16): παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω παρακίνησης του προφεύγοντος για διάπραξη αδικημάτων (διακίνηση ναρκωτικών) από πληροφοριοδότη αστυνομίας

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) διότι τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι υπήρξε παρακίνησή του για τη διάπραξη αδικημάτων (διακίνηση ναρκωτικών) από πληροφοριοδότη της αστυνομίας, χωρίς να ληφθούν μέτρα για να πραγματοποιηθεί περαιτέρω εξέταση των σχετικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου σύμφωνα με το βάρος της απόδειξης της κατηγορούσας αρχής.

 

Παρουσίαση της απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Κείμενο απόφασης στα αγγλικά

 

ΔΕΕ της 12.1.2023 (υπόθεση C-396/21, ΚΤ, NS κατά FTI Touristik GmbH): ευθύνη διοργανωτή ταξιδιών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης σε ταξιδιωτικές υπηρεσίες που περιλαμβάνονται σε πακέτο, όταν οφείλεται σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού-μέτρα λόγω της πανδημίας COVID-19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Ιανουαρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία (ΕE) 2015/2302 – Άρθρο 14, παράγραφος 1 – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Εκτέλεση σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού – Ευθύνη του διοργανωτή – Μέτρα για την καταπολέμηση της παγκόσμιας εξάπλωσης λοιμώδους νόσου – Πανδημία της COVID‑19 – Περιορισμοί επιβληθέντες στον τόπο προορισμού και στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη καθώς και σε άλλες χώρες – Έλλειψη συμμόρφωσης των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο του πακέτου – Κατάλληλη μείωση της τιμής του πακέτου»

Στην υπόθεση C‑396/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht München I (πρωτοδικείο Μονάχου I, Γερμανία) με απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

KT,

NS

κατά

FTI Touristik GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουνίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Šindelková, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Daniel και τον A. Ferrand,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.-R. Killmann, την I. Rubene και τη C. Valero,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 326, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, δύο ταξιδιωτών, των KT και NS (στο εξής: εκκαλούντες της κύριας δίκης), και, αφετέρου, ενός διοργανωτή ταξιδιών, της FTI Touristik GmbH, με αντικείμενο το αίτημα για μείωση της τιμής ενός οργανωμένου ταξιδιού λόγω περιορισμών που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού των δύο ταξιδιωτών, προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση της πανδημίας της COVID‑19, και της πρόωρης επιστροφής τους στον τόπο της αναχώρησης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 31 και 34 της οδηγίας 2015/2302 έχουν ως εξής:

«(31)       Οι ταξιδιώτες θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου, έναντι καταβολής εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας, στην οποία συνυπολογίζεται η αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς χρέωση καταγγελίας όταν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου. Αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού.

[…]

(34)      Είναι σκόπιμο να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού. Ο ταξιδιώτης θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να απαιτεί επίλυση των προβλημάτων και, όταν σημαντικό μέρος των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που προβλέπονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού δεν μπορεί να παρασχεθεί, θα πρέπει να προσφέρ[ον]ται στον ταξιδιώτη κατάλληλοι εναλλακτικοί διακανονισμοί. Αν ο διοργανωτής δεν αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης εντός εύλογης προθεσμίας που τάσσει ο ταξιδιώτης, θα πρέπει να δύναται να το πράξει ο ίδιος ο ταξιδιώτης και να ζητήσει επιστροφή των αναγκαίων δαπανών. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα πρέπει να είναι αναγκαίος ο καθορισμός προθεσμίας, κυρίως όταν απαιτείται άμεση αποκατάσταση. Αυτό θα ίσχυε, για παράδειγμα, όταν ο ταξιδιώτης αναγκάζεται να πάρει ταξί για να προλάβει εγκαίρως την πτήση του λόγω καθυστέρησης του λεωφορείου που παρέχει ο διοργανωτής. Οι ταξιδιώτες θα πρέπει επίσης να δικαιούνται μείωση της τιμής, λύση της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και/ή αποζημίωση. Αποζημίωση θα πρέπει να παρέχεται επίσης για μη υλικές ζημίες, όπως η απώλεια απόλαυσης του ταξιδιού ή των διακοπών λόγω σοβαρών προβλημάτων κατά την τέλεση των σχετικών ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Ο ταξιδιώτης θα πρέπει να ενημερώσει τον διοργανωτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, για οιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης διαπιστώσει κατά την παροχή ταξιδιωτικής υπηρεσίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού. Η παράλειψη να το πράξει μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της αρμόζουσας μείωσης της τιμής ή της αποζημίωσης εάν η σχετική γνωστοποίηση θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτροπή ή τον περιορισμό της ζημίας.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα ακόλουθα:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού και όσο το δυνατόν ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τις συμβάσεις μεταξύ των ταξιδιωτών και των εμπόρων ταξιδιωτικών υπηρεσιών για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς.»

5        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

  1. ως “αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις” νοούνται καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα·
  2. ως “έλλειψη συμμόρφωσης” νοείται η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται σε πακέτο·

[…]».

6        Το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη για την εκτέλεση του πακέτου», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο διοργανωτής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ανεξάρτητα από το εάν οι υπηρεσίες αυτές πρόκειται να εκτελεστούν από τον διοργανωτή ή από άλλους παρόχους ταξιδιωτικών υπηρεσιών.

[…]

  1. Ο ταξιδιώτης ενημερώνει τον διοργανωτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, σχετικά με οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης διαπιστώνει κατά την εκτέλεση ταξιδιωτικής υπηρεσίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού.
  2. Εάν κάποια από τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής υποχρεούται να αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης, εκτός εάν αυτό:

α)      είναι αδύνατον· ή

β)      συνεπάγεται δυσανάλογες δαπάνες, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης της μη συμμόρφωσης και της αξίας των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που θίγονται.

Εάν ο διοργανωτής, σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, δεν αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 14.

[…]»

7        Το άρθρο 14 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μείωση της τιμής και αποζημίωση», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται κατάλληλη μείωση της τιμής για οποιαδήποτε περίοδο έλλειψης συμμόρφωσης, εκτός εάν ο διοργανωτής αποδείξει ότι η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ταξιδιώτη.

  1. Ο ταξιδιώτης δικαιούται να λάβει κατάλληλη αποζημίωση από τον διοργανωτή για οποιαδήποτε ζημία υφίσταται λόγω τυχόν έλλειψης συμμόρφωσης. Η αποζημίωση καταβάλλεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
  2. Ο ταξιδιώτης δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης, εάν ο διοργανωτής αποδείξει ότι η έλλειψη συμμόρφωσης:

α)      καταλογίζεται στον ταξιδιώτη·

β)      καταλογίζεται σε τρίτο πρόσωπο ξένο προς την παροχή των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και έχει απρόβλεπτο ή αναπότρεπτο χαρακτήρα· ή

γ)      οφείλεται σε αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις.

[…]»

 Το γερμανικό δίκαιο

8        Το άρθρο 651i του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα, στο εξής: BGB) προβλέπει τα ακόλουθα:

«(1)      Ο διοργανωτής του ταξιδιού οφείλει να παράσχει στον ταξιδιώτη το οργανωμένο ταξίδι απαλλαγμένο από ελαττώματα.

(2)      Το οργανωμένο ταξίδι είναι απαλλαγμένο από ελαττώματα εφόσον διαθέτει τα συμφωνημένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εάν δεν υφίσταται συμφωνία ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ταξιδιού, το οργανωμένο ταξίδι είναι απαλλαγμένο από ελαττώματα εφόσον

  1. είναι κατάλληλο για να καλύψει τη χρήση που προβλέπει η σύμβαση, άλλως
  2. είναι κατάλληλο για να καλύψει τη συνήθη χρήση και διαθέτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία διαθέτουν συνήθως τα οργανωμένα ταξίδια του ίδιου τύπου και τα οποία μπορεί να αναμένει ο ταξιδιώτης ανάλογα με τον τύπο του οργανωμένου ταξιδιού.

Ελάττωμα υφίσταται και στην περίπτωση που ο διοργανωτής του ταξιδιού δεν παρέχει ορισμένες ταξιδιωτικές υπηρεσίες ή τις παρέχει με αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(3)      Εάν το οργανωμένο ταξίδι παρουσιάζει ελαττώματα, ο ταξιδιώτης δύναται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζουν οι ακόλουθες διατάξεις και δεν υφίσταται άλλη πρόβλεψη,

[…]

  1. να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από μείωση της τιμής του ταξιδιού (άρθρο 651m) […]

[…]».

9        Το άρθρο 651m του BGB ορίζει τα εξής:

«Η τιμή του ταξιδιού μειώνεται για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η έλλειψη συμμόρφωσης. Σε περίπτωση μειώσεως, η τιμή του ταξιδιού μειώνεται κατά τον λόγο της αξίας που θα είχε το απαλλαγμένο από ελαττώματα οργανωμένο ταξίδι, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, διά την πραγματική του αξία. Εφόσον απαιτείται, το ύψος της μειώσεως καθορίζεται κατόπιν εκτιμήσεως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Στις 30 Δεκεμβρίου 2019 οι εκκαλούντες της κύριας δίκης αγόρασαν από την FTI Touristik οργανωμένο ταξίδι το οποίο περιλάμβανε, αφενός, πτήση μετ’ επιστροφής από Γερμανία προς Γκραν Κανάρια (Ισπανία) και, αφετέρου, διαμονή στην εν λόγω νήσο για το χρονικό διάστημα από 13 έως 27 Μαρτίου 2020. Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης μετέβησαν πράγματι στον τόπο προορισμό τους, όπως είχαν προγραμματίσει.

11      Ωστόσο, στις 15 Μαρτίου 2020 οι ισπανικές αρχές έλαβαν μέτρα σε ολόκληρη την ισπανική επικράτεια για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 τα οποία συνεπάγονταν, μεταξύ άλλων, τον αποκλεισμό της πρόσβασης στις παραλίες της Γκραν Κανάρια και την εφαρμογή σε αυτήν απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης επετράπη, συνεπώς, στους πελάτες να εξέρχονται των δωματίων τους μόνον προκειμένου να γευματίσουν, η δε πρόσβαση στις πισίνες και στις ξαπλώστρες αποκλείστηκε και το πρόγραμμα ψυχαγωγίας ματαιώθηκε. Στις 18 Μαρτίου 2020 οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ενημερώθηκαν ότι έπρεπε να βρίσκονται σε ετοιμότητα προκειμένου να αναχωρήσουν από το νησί ανά πάσα στιγμή, τη δε μεθεπόμενη μέρα υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Γερμανία.

12      Κατά την επιστροφή τους, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ζήτησαν από την FTI Touristik να μειώσει την τιμή του οργανωμένου ταξιδιού τους κατά 70 %, ήτοι κατά το ποσό των 1 018,50 ευρώ. Η FTI Touristik απέρριψε το αίτημα, φρονώντας ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για περίσταση που συνιστούσε «γενικό κίνδυνο ζωής». Κατόπιν της απορρίψεως από την εταιρία του εν λόγω αιτήματος, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή ενώπιον του Amtsgericht München (ειρηνοδικείου Μονάχου, Γερμανία) προκειμένου να τους επιδικαστεί η ζητηθείσα μείωση της τιμής.

13      Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2020, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι τα μέτρα που είχαν λάβει οι ισπανικές αρχές για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 αποτελούσαν μέτρα προστασίας της υγείας των εκκαλούντων της κύριας δίκης και ότι η προστασία αυτή δεν συνεπαγόταν «ελάττωμα» του οργανωμένου ταξιδιού τους, κατά την έννοια του άρθρου 651i του BGB. Το ίδιο δικαστήριο υπογραμμίζει, συναφώς, ότι οι εκμεταλλευόμενοι το ξενοδοχείο στο οποίο διέμειναν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ήταν υποχρεωμένοι να λάβουν μέτρα για την προστασία των πελατών τους.

14      Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου Landgericht München I (πρωτοδικείου Μονάχου Ι, Γερμανία). Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι ασφαλώς δυνατό να θεωρηθεί ότι ο διοργανωτής οργανωμένου ταξιδιού υπέχει ευθύνη για ελάττωμα το οποίο φέρουν οι οικείες ταξιδιωτικές υπηρεσίες και οφείλεται στην εφαρμογή των μέτρων προστασίας της υγείας, δεδομένης της αντικειμενικής ευθύνης του διοργανωτή που προβλέπεται στο άρθρο 651i του BGB. Εντούτοις, κατά τον χρόνο του ταξιδιού των εκκαλούντων της κύριας δίκης, μέτρα παρόμοια με αυτά που έλαβαν οι ισπανικές αρχές για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 είχαν ληφθεί και στη Γερμανία, οπότε τα επιβληθέντα στον τόπο προορισμού μέτρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «συνήθεις περιστάσεις» που επικράτησαν σε ολόκληρη την Ευρώπη λόγω της πανδημίας και όχι ως έκτακτες περιστάσεις οι οποίες αφορούσαν τον συγκεκριμένο τόπο προορισμού.

15      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι ανωτέρω επιβληθέντες περιορισμοί εντάσσονται στον «γενικό κίνδυνο ζωής» που αποκλείει την ευθύνη του διοργανωτή του οικείου οργανωμένου ταξιδιού. Επικαλείται, συναφώς, απόφαση του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), με την οποία κατ’ ουσίαν κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η συμβατική εγγύηση στον τομέα των ταξιδιών μπορεί να περιοριστεί όσον αφορά περιστάσεις που εμπίπτουν αποκλειστικά στην προσωπική σφαίρα του ταξιδιώτη ή στο πλαίσιο των οποίων πραγματώνεται κίνδυνος το βάρος του οποίου καλείται να φέρει ο ταξιδιώτης και στην καθημερινή του ζωή. Επομένως, ο ταξιδιώτης υποχρεούται να φέρει το βάρος των κινδύνων που συνδέονται με δραστηριότητα εμπίπτουσα στον «γενικό κίνδυνο ζωής» στις περιπτώσεις που ουδόλως μπορεί να καταλογιστεί στον διοργανωτή του ταξιδιού παράβαση υποχρέωσης ή άλλη γενεσιουργός αιτία ευθύνης. Τούτο ισχύει όταν, ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στο οργανωμένο ταξίδι ταξιδιωτικών παροχών, ο ταξιδιώτης υποστεί κάποιο ατύχημα στον τόπο των διακοπών του, ασθενήσει, καταστεί θύμα ποινικού αδικήματος ή, για οποιονδήποτε άλλον προσωπικό λόγο, δεν μπορεί πλέον να επωφεληθεί των οικείων παροχών.

16      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ακόμη ότι, μολονότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2015/2302, οι συντάκτες της οδηγίας συμπεριέλαβαν στις «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, την «εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό», εντούτοις μπορεί να υποτεθεί ότι οι εν λόγω συντάκτες δεν είχαν εξετάσει την περίπτωση πανδημίας.

17      Υπό τις ως άνω περιστάσεις, το Landgericht München I (πρωτοδικείο Μονάχου Ι, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστούν οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί λόγω λοιμώδους νόσου η οποία έχει εξαπλωθεί στον ταξιδιωτικό προορισμό έλλειψη συμμόρφωσης κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας [2015/2302], ακόμη και αν, λόγω της παγκόσμιας μετάδοσης της λοιμώδους νόσου, τέτοιοι περιορισμοί έχουν επιβληθεί τόσο στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη όσο και σε άλλες χώρες;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

18      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται μείωση της τιμής του οργανωμένου ταξιδιού του, όταν τυχόν έλλειψη συμμόρφωσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο πακέτο οφείλεται σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού του ταξιδιώτη προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση λοιμώδους νόσου και όταν έχουν επιβληθεί τέτοιοι περιορισμοί και στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη καθώς και σε άλλες χώρες λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης της συγκεκριμένης λοιμώδους νόσου.

19      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης επιβάλλεται η συνεκτίμηση όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, του ιστορικού της θεσπίσεώς της (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2022, IG Metall και ver.di, C‑677/20, EU:C:2022:800, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Όσον αφορά, κατά πρώτον, το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, η διάταξη αυτή ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται κατάλληλη μείωση της τιμής για οποιαδήποτε περίοδο έλλειψης συμμόρφωσης, εκτός εάν ο διοργανωτής αποδείξει ότι η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ταξιδιώτη.

21      Επομένως, από το γράμμα της διάταξης προκύπτει ότι το δικαίωμα του ταξιδιώτη για μείωση της τιμής του πακέτου εξαρτάται από τη μοναδική προϋπόθεση ότι οι παρασχεθείσες ταξιδιωτικές υπηρεσίες παρουσιάζουν έλλειψη συμμόρφωσης. Κατά το άρθρο 3, σημείο 13, της οδηγίας 2015/2302, ως «έλλειψη συμμόρφωσης» νοείται η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται σε πακέτο.

22      Συνεπώς, η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών αρκεί ώστε να παράσχει στον ταξιδιώτη το δικαίωμα να επιτύχει την εκ μέρους του διοργανωτή που του πώλησε το πακέτο μείωση της τιμής αυτού. Η αιτία της έλλειψης συμμόρφωσης –μεταξύ άλλων το κατά πόσον αυτή μπορεί να αποδοθεί στον διοργανωτή– δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 17 των προτάσεών της, η διαπίστωση της έλλειψης συμμόρφωσης είναι αντικειμενική, υπό την έννοια ότι απαιτεί μόνο σύγκριση μεταξύ των υπηρεσιών που περιλαμβάνονταν στο πακέτο που αγόρασε ο ταξιδιώτης με εκείνες που πράγματι παρασχέθηκαν σε αυτόν.

23      Το γράμμα της ίδιας διάταξης προβλέπει μία μόνον εξαίρεση από το εν λόγω δικαίωμα του ταξιδιώτη, ήτοι όταν η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ίδιο. Λαμβανομένου υπόψη του σαφούς νοήματος της εξαίρεσης αυτής και της στενής ερμηνείας της οποίας τυγχάνει κάθε εξαίρεση, η συγκεκριμένη εξαίρεση δεν μπορεί να αφορά άλλες περιπτώσεις πλην εκείνων όπου η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ταξιδιώτη.

24      Από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει, ως εκ τούτου, ότι η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται σε πακέτο παρέχει στον οικείο ταξιδιώτη το δικαίωμα να τύχει μείωσης της τιμής υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, πλην εκείνης όπου η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση καταλογίζεται στον ίδιο. Συνεπώς, το ζήτημα αν η έλλειψη συμμόρφωσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών καταλογίζεται στον διοργανωτή ή σε άλλα πρόσωπα –πλην του ταξιδιώτη– ή αν αυτή οφείλεται σε περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του διοργανωτή, όπως είναι οι «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, της οδηγίας 2015/2302, δεν ασκεί επιρροή ως προς την ύπαρξη του δικαιώματος του ταξιδιώτη να τύχει μείωσης της τιμής.

25      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη εντάσσεται στο εναρμονισμένο καθεστώς συμβατικής ευθύνης των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών το οποίο καθιερώνουν τα άρθρα 13 και 14 της οδηγίας, τα οποία εμπίπτουν στο κεφάλαιο IV αυτής με τίτλο «Εκτέλεση του πακέτου». Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εν λόγω καθεστώτος ευθύνης είναι η αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή και ο περιοριστικός καθορισμός των περιπτώσεων στις οποίες αυτός μπορεί να απαλλαγεί από τη συγκεκριμένη ευθύνη.

26      Ειδικότερα, το άρθρο 13 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη για την εκτέλεση του πακέτου», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο διοργανωτής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ανεξάρτητα από το εάν οι υπηρεσίες αυτές πρόκειται να εκτελεστούν από τον διοργανωτή ή από άλλους παρόχους ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι, εάν κάποια από τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης και, στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να το πράξει, εφαρμόζεται το άρθρο 14 της οδηγίας.

27      Το άρθρο 14 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μείωση της τιμής και αποζημίωση», παρέχει, πέραν του δικαιώματος του ταξιδιώτη για μείωση της τιμής το οποίο προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, το αυτοτελές δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο προσδιορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου. Το συγκεκριμένο δικαίωμα λήψης αποζημίωσης από τον διοργανωτή αφορά οποιαδήποτε ζημία την οποία υφίσταται ο ταξιδιώτης λόγω της έλλειψης συμμόρφωσης των παρεχόμενων ταξιδιωτικών υπηρεσιών, εκτός αν η έλλειψη συμμόρφωσης είτε καταλογίζεται στον ίδιο τον ταξιδιώτη ή σε τρίτο πρόσωπο ξένο προς την παροχή των οικείων ταξιδιωτικών υπηρεσιών και έχει απρόβλεπτο ή αναπότρεπτο χαρακτήρα είτε οφείλεται σε «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις». Όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 23 των προτάσεών της, από τη διάρθρωση του άρθρου 14 της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα αποζημίωσης αφορούν ειδικά το δικαίωμα αυτό και δεν είναι δυνατόν να επεκταθούν στο δικαίωμα για μείωση της τιμής.

28      Συνεπώς, η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 επιρρωννύει τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης αυτής, καθόσον από τη συστηματική ερμηνεία προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη εντάσσεται σε καθεστώς ευθύνης το οποίο συγκεντρώνει τη συμβατική ευθύνη στο πρόσωπο του διοργανωτή.

29      Όσον αφορά, κατά τρίτον, τον σκοπό τον οποίον επιδιώκει η οδηγία 2015/2302, από το άρθρο 1 της οδηγίας προκύπτει ότι ο σκοπός αυτός συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. Επομένως, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιρρωννύεται, επίσης, από την τελολογική ερμηνεία της. Ειδικότερα, διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών μέσω της παροχής στους ταξιδιώτες δικαιώματος για μείωση της τιμής σε κάθε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης των παρεχόμενων ταξιδιωτικών υπηρεσιών, ανεξαρτήτως της αιτίας και του καταλογισμού της εν λόγω έλλειψης συμμόρφωσης και με μοναδική εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό την περίπτωση που η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ταξιδιώτη.

30      Τέλος, κατά τέταρτον, το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας 2015/2302 ενισχύει επίσης τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 25 των προτάσεών της, η αρχική πρόταση της συγκεκριμένης οδηγίας προέβλεπε τις ίδιες εξαιρέσεις όσον αφορά τόσο το δικαίωμα για μείωση της τιμής του πακέτου όσο και το δικαίωμα του ταξιδιώτη να λάβει αποζημίωση. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα για μείωση της τιμής διαχωρίστηκαν από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα για λήψη αποζημίωσης.

31      Συνεπώς, από το γράμμα και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 καθώς και από τον σκοπό και το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι ο ταξιδιώτης έχει δικαίωμα να τύχει μείωσης της τιμής του πακέτου το οποίο έχει αγοράσει σε κάθε περίπτωση που οι παρεχόμενες ταξιδιωτικές υπηρεσίες παρουσιάζουν έλλειψη συμμόρφωσης, πλην μίας μόνον περίπτωσης, ήτοι εκείνης όπου η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ίδιο τον ταξιδιώτη. Επομένως, στον ταξιδιώτη παρέχεται το δικαίωμα για μείωση της τιμής ανεξαρτήτως του αν η έλλειψη συμμόρφωσης οφείλεται σε «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις» που εκφεύγουν από τον έλεγχο του διοργανωτή.

32      Εν προκειμένω –και υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο– η έλλειψη συμμόρφωσης των υπό κρίση ταξιδιωτικών υπηρεσιών οφείλεται σε υγειονομικά μέτρα που ελήφθησαν στον τόπο προορισμού των εκκαλούντων της κύριας δίκης προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση της πανδημίας της COVID‑19.

33      Τα εν λόγω υγειονομικά μέτρα, όπως και το γεγονός ότι ελήφθησαν παρόμοια μέτρα στον τόπο κατοικίας των εκκαλούντων της κύριας δίκης καθώς και σε άλλες χώρες, δεν παρακωλύουν το δικαίωμα των εκκαλούντων να τύχουν μειώσεως της τιμής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302. Το ζήτημα, ιδίως, αν, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, πρώτον, τα μέτρα που ελήφθησαν για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 θα μπορούσαν να θεωρηθούν όχι ως έκτακτες περιστάσεις, αλλά ως συνήθεις περιστάσεις, δεδομένου ότι είχαν ληφθεί σε πολλές άλλες χώρες, και αν, δεύτερον, τα μέτρα αυτά και οι συνέπειές τους εντάσσονται στον «γενικό κίνδυνο ζωής» το βάρος του οποίου υποχρεούται να φέρει ο ταξιδιώτης δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τον προσδιορισμό του αν υφίσταται δικαίωμά του για μείωση της τιμής του οικείου πακέτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302.

34      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, η διαπίστωση της έλλειψης συμμόρφωσης των παρασχεθεισών υπηρεσιών απαιτεί μόνο σύγκριση μεταξύ των υπηρεσιών που περιλαμβάνονταν στο πακέτο που αγόρασε ο ταξιδιώτης και των υπηρεσιών που πράγματι παρασχέθηκαν σε αυτόν, οπότε ο έκτακτος ή συνήθης χαρακτήρας των περιστάσεων που περιέβαλαν την οικεία έλλειψη συμμόρφωσης δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το αν παρέχεται το εν λόγω δικαίωμα. Επιπλέον, μολονότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν οι δημόσιες αρχές στον ταξιδιώτη λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 συνιστούν κίνδυνο για εκείνον, εντούτοις η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση υπηρεσιών οργανωμένου ταξιδιού που οφείλονται στους εν λόγω περιορισμούς δεν μπορούν να καταλογιστούν στον ταξιδιώτη. Πλην όμως, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, μόνον ένας τέτοιος καταλογισμός μπορεί να απαλλάξει τον διοργανωτή από την υποχρέωσή του να χορηγήσει στον ταξιδιώτη μείωση της τιμής του πακέτου που αυτός αγόρασε στην περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης των παρασχεθεισών υπηρεσιών.

35      Το επιχείρημα της Τσεχικής Κυβέρνησης ότι η τήρηση της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στον τόπο προορισμού του ταξιδιού αποτελεί σιωπηρή ρήτρα κάθε σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, οπότε η τήρηση των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνουν οι αρχές στον τόπο προορισμού του ταξιδιού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης των παρασχεθεισών υπηρεσιών, δεν αναιρεί τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως. Ειδικότερα, μολονότι είναι αληθές ότι η τήρηση μιας τέτοιας ρύθμισης επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη μιας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού ανεξαρτήτως τυχόν μνείας της στη σύμβαση και ότι η τήρηση της ρύθμισης αυτής από τον διοργανωτή μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διαπίστωση έλλειψης συμμόρφωσης των παρασχεθεισών ταξιδιωτικών υπηρεσιών, εντούτοις η εν λόγω έλλειψη συμμόρφωσης δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να καταλογιστεί στον ταξιδιώτη, με αποτέλεσμα ο ταξιδιώτης να δικαιούται μείωση της τιμής του πακέτου που αγόρασε. Δεδομένου δε ότι το δικαίωμα για μείωση του τιμήματος εδράζεται σε αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, δεν ασκεί επιρροή συναφώς ούτε το γεγονός ότι η οικεία έλλειψη συμμόρφωσης δεν μπορεί ομοίως να αποδοθεί στον διοργανωτή.

36      Στο πλαίσιο της εκτίμησης του ζητήματος αν υφίσταται δικαίωμα για μείωση της τιμής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, το αιτούν δικαστήριο οφείλει ακόμη να λάβει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία.

37      Κατά πρώτον, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής με το άρθρο 3, σημείο 13, της οδηγίας 2015/2302, η υποχρέωση του διοργανωτή να προβεί σε τέτοια μείωση της τιμής εκτιμάται μόνο σε σχέση με τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες οι οποίες περιλαμβάνονταν στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και οι οποίες δεν εκτελέστηκαν ή εκτελέστηκαν πλημμελώς. Ο διοργανωτής δεν υποχρεούται να παράσχει αντιστάθμισμα για υπηρεσίες τις οποίες δεν δεσμεύθηκε να παράσχει. Κατά τον τρόπο αυτόν, η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού περιορίζει τη συγκεκριμένη υποχρέωση του διοργανωτή.

38      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 2015/2302, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, οι υποχρεώσεις του διοργανωτή που απορρέουν από μια τέτοια σύμβαση δεν μπορούν, εντούτοις, να ερμηνεύονται περιοριστικώς. Επομένως, οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν όχι μόνον εκείνες που προβλέπονται ρητώς στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, αλλά και εκείνες που συνδέονται με αυτές και απορρέουν από τον σκοπό της σύμβασης (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Kuoni Travel, C‑578/19, EU:C:2021:213, σκέψη 45). Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, βάσει των υπηρεσιών που όφειλε να παράσχει ο διοργανωτής, όπως αυτές προβλέπονταν στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού την οποία είχε συνάψει με τους εκκαλούντες της κύριας δίκης, αν, μεταξύ άλλων, ο αποκλεισμός της πρόσβασης στις πισίνες του ξενοδοχείου, η έλλειψη προγράμματος ψυχαγωγίας σε αυτό καθώς και η αδυναμία πρόσβασης στις παραλίες της Γκραν Κανάρια και επίσκεψης της νήσου κατόπιν της εφαρμογής των μέτρων που έλαβαν οι ισπανικές αρχές για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 είναι δυνατό να συνιστούν μη εκτέλεση ή πλημμελή εκτέλεση της σύμβασης από τον διοργανωτή.

39      Κατά δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, η μείωση της τιμής του πακέτου πρέπει να είναι η κατάλληλη για κάθε περίοδο έλλειψης συμμόρφωσης. Η εκτίμηση της καταλληλότητας πρέπει, όπως και η διαπίστωση της έλλειψης συμμόρφωσης, να διενεργείται αντικειμενικώς, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων του διοργανωτή με γνώμονα τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού. Επομένως, η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να στηρίζεται σε υπολογισμό της αξίας των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονταν στο πακέτο και δεν εκτελέστηκαν ή εκτελέστηκαν πλημμελώς, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της εν λόγω μη εκτέλεσης ή πλημμελούς εκτέλεσης και της αξίας του πακέτου. Η μείωση της τιμής του πακέτου πρέπει να αντιστοιχεί στην αξία των ταξιδιωτικών υπηρεσιών ως προς τις οποίες διαπιστώθηκε έλλειψη συμμόρφωσης.

40      Κατά τρίτον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 34 και από το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, ο ταξιδιώτης υποχρεούται να ενημερώσει τον διοργανωτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, σχετικά με τις περιπτώσεις έλλειψης συμμόρφωσης τις οποίες έχει διαπιστώσει στο πλαίσιο της εκτέλεσης ταξιδιωτικής υπηρεσίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού. Η παράλειψή του να το πράξει μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού της μείωσης της τιμής στην περίπτωση που η σχετική γνωστοποίηση θα είχε ενδεχομένως ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της διάρκειας της έλλειψης συμμόρφωσης.

41      Εν προκειμένω, καθόσον οι συγκεκριμένες περιπτώσεις έλλειψης συμμόρφωσης οφείλονταν στα μέτρα που έλαβαν οι ισπανικές αρχές για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19, η εκ μέρους των εκκαλούντων της κύριας δίκης γνωστοποίηση των εν λόγω περιπτώσεων έλλειψης συμμόρφωσης δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της διάρκειάς τους. Επομένως, η παράλειψη γνωστοποίησης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού της συγκεκριμένης μείωσης της τιμής.

42      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται μείωση της τιμής του οργανωμένου ταξιδιού του, όταν τυχόν έλλειψη συμμόρφωσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο πακέτο οφείλεται σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού του ταξιδιώτη προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση λοιμώδους νόσου και όταν έχουν επιβληθεί τέτοιοι περιορισμοί και στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη καθώς και σε άλλες χώρες λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης της λοιμώδους νόσου. Για να είναι κατάλληλη η μείωση αυτή, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο πακέτο και να αντιστοιχεί στην αξία των υπηρεσιών ως προς τις οποίες διαπιστώθηκε η έλλειψη συμμόρφωσης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου,

έχει την έννοια ότι:

ο ταξιδιώτης δικαιούται μείωση της τιμής του οργανωμένου ταξιδιού του, όταν τυχόν έλλειψη συμμόρφωσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο πακέτο οφείλεται σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού του ταξιδιώτη προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση λοιμώδους νόσου και όταν έχουν επιβληθεί τέτοιοι περιορισμοί και στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη καθώς και σε άλλες χώρες λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης της λοιμώδους νόσου. Για να είναι κατάλληλη η μείωση αυτή, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο πακέτο και να αντιστοιχεί στην αξία των υπηρεσιών ως προς τις οποίες διαπιστώθηκε η έλλειψη συμμόρφωσης.

Δήλωση των Προέδρων των τεσσάρων Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων για τις μαζικές διώξεις δικηγόρων στην Τουρκία.

Δήλωση των Προέδρων των τεσσάρων Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων για τις μαζικές διώξεις δικηγόρων στην Τουρκία.

Οι Πρόεδροι των τεσσάρων Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων [Association of European Administrative Judges (AEAJ), European Association of Judges (EAJ) Judges for Judges, Magistrats Européens pour la Démocratie et les Libertés (MEDEL)] ζητούν την προσοχή της Διεθνούς Κοινότητας για τις μαζικές διώξεις κατά δικηγόρων στην Τουρκία. Στην από 29.12.2022 Δήλωση, που απέστειλαν στους εκπροσώπους των Ευρωπαϊκών Θεσμών, αναφέρουν ότι το διάστημα 4 με 6 Ιανουαρίου 2023 συνεχίζεται στην Άγκυρα ενώπιον του Περιφερειακού Εφετείου η δίκη κατά είκοσι ενός (21) δικηγόρων, μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Άγκυρας. Πρωτοδίκως έχουν καταδικασθεί σε στερητικές της ελευθερίας ποινές, που κυμαίνονταν από έξι έως οκτώ έτη. Οι δικηγόροι αυτοί διώκονται αποκλειστικά και μόνο επειδή υπερασπίσθηκαν πρόσωπα που δικάσθηκαν για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και χρησιμοποιείται ως ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος τους η άσκηση των καθηκόντων, που επιβάλλει το δικηγορικό λειτούργημα, ως υπερασπιστών των δικαιωμάτων των εντολέων τους. Οι Πρόεδροι των τεσσάρων Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων τονίζουν τον κρίσιμο ρόλο των δικηγόρων στην απονομή της δικαιοσύνης και τη λειτουργία του κράτους δικαίου, επισημαίνουν πως η δίωξη ενός δικηγόρου λόγω της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του εντολέα του παραβιάζει, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, τις αρχές της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης, πως στην Τουρκία συνεχίζεται η διολίσθηση του κράτους δικαίου. Ζητούν να παραβρίσκονται στη δίκη που θα διεξαχθεί διεθνείς παρατηρητές ώστε να αξιολογηθεί αν τηρούνται οι αρχές της δίκαιης δίκης και αν προστατεύονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων.

(Επισυνάπτεται το κείμενο της Δήλωσης των Προέδρων των τεσσάρων Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων)

Αξίζει να σημειωθεί πως από το 2016 εκατοντάδες δικηγόροι και δικαστές έχουν καταδικασθεί σε πολυετείς στερητικές της ελευθερίας ποινές, ενώ ορισμένοι έχουν ήδη αποβιώσει υπό συνθήκες κράτησης. Η μεγαλύτερη δικαστική ένωση της Τουρκίας διαλύθηκε με Διάταγμα και ο Πρόεδρός της Murat Arslan παραμένει φυλακισμένος. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από την οργάνωση ‘The Arrested Lawyers Initiative’, από το έτος 2016  551 δικηγόροι έχουν καταδικασθεί συνολικά σε 3.356 χρόνια φυλάκισης. Το δικαστικό σώμα στοχοποιήθηκε, 3.885 δικαστές και εισαγγελείς έχουν απολυθεί, 2.238 δικαστές και εισαγγελείς έχουν ήδη καταδικασθεί, 157 τελούν υπό έρευνα και  411 έχουν παραπεμφθεί σε δίκη. Η κατηγορία σε όλους κοινή: συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.

Κατερίνα Ντόκα

Εφέτης

ΕΔΔΑ της 8.12.2022 (Yakovlyev κατά Ουκρανίας, αριθ. προσφυγής 42010/18): εξαναγκασμός σε υποχρεωτική σίτιση κρατουμένου με σκοπό την καταστολή των διαμαρτυριών του συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, αν δεν προκύπτει κίνδυνος για τη ζωή του

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο εξαναγκασμός σε υποχρεωτική σίτιση κρατουμένου, που βρίσκεται σε απεργία πείνας, διαμαρτυρόμενος για τις συνθήκες κράτησής του, δύο μόλις εβδομάδες μετά την έναρξη της απεργίας πείνας και χωρίς επαρκείς εξηγήσεις στην ιατρική εξέταση ως προς τον επικείμενο κίνδυνο για τη ζωή του, με μοναδικό σκοπό την καταστολή της διαμαρτυρίας του, συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση).

 

Παρουσίαση απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Κείμενο απόφασης στα αγγλικά