ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 15ης Νοεμβρίου 2022
«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας – Διαζύγιο – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Άρθρο 2, σημείο 4, και άρθρο 21 – Έννοια της “αποφάσεως” – Αναγνώριση σε κράτος μέλος της λύσης γάμου η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των συζύγων και απαγγέλθηκε από ληξίαρχο άλλου κράτους μέλους – Κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται “απόφαση”»
Στην υπόθεση C‑646/20,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης
Senatsverwaltung für Inneres und Sport, Standesamtsaufsicht,
κατά
TB,
παρισταμένων των:
Standesamt Mitte von Berlin,
RD,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, E. Regan, M. Safjan (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.‑C. Bonichot, S. Rodin, I. Jarukaitis, A. Kumin, M. Gavalec, Z. Csehi και O. Spineanu-Matei, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins
γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2022,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, M. Hellmann και U. Kühne,
– η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Daniel και A.‑L. Desjonquères,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. Natale, avvocato dello Stato,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Leupold, M. Wilderspin και W. Wils,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαΐου 2022,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Senatsverwaltung für Inneres und Sport, Standesamtsaufsicht (Υπουργείου Εσωτερικών και Αθλητισμού, αρμόδιας αρχής για την εποπτεία των ληξιαρχείων, Γερμανία, στο εξής: αρμόδια αρχή για την εποπτεία των ληξιαρχείων) και της TB, σχετικά με την άρνηση της ως άνω αρχής να επιτρέψει την καταχώριση, στο γερμανικό μητρώο γάμων, του διαζυγίου μεταξύ της TB και του RD, το οποίο επήλθε εξωδικαστικώς στην Ιταλία, ελλείψει προηγούμενης αναγνώρισης του διαζυγίου αυτού από την αρμόδια γερμανική δικαστική αρχή.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η Σύμβαση των Βρυξελλών
3 Το άρθρο 25 της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), ορίζει τα εξής:
«Ως απόφαση, κατά την έννοια της παρούσας Συμβάσεως, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα.»
Ο κανονισμός Βρυξέλλες IIα
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 8, 21 και 22 του κανονισμού Βρυξέλλες IIα είχαν ως εξής:
«(1) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Προς το σκοπό αυτό, η Κοινότητα πρέπει να θεσπίσει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι αναγκαία για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
(2) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε όρισε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ως ακρογωνιαίο λίθο για τη δημιουργία ενιαίου δικαστικού χώρου […].
[…]
(8) Όσον αφορά τις αποφάσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στη λύση του συζυγικού δεσμού και δεν θα πρέπει να επηρεάζει θέματα όπως οι λόγοι του διαζυγίου, οι περιουσιακές συνέπειες του γάμου ή άλλα συναφή ζητήματα.
[…]
(21) Η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οι λόγοι της μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.
(22) Τα δημόσια έγγραφα και οι συμφωνίες μεταξύ των μερών που είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος θα πρέπει να εξομοιούνται προς “αποφάσεις” για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων αναγνώρισης και εκτέλεσης.»
5 Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού όριζε τα εξής:
«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν:
α) το διαζύγιο, το δικαστικό χωρισμό ή την ακύρωση του γάμου των συζύγων·
β) την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας.
[…]
- Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:
[…]
ε) στις υποχρεώσεις διατροφής·
[…]».
6 Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού όριζε τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) Ο όρος “δικαστήριο” καλύπτει όλες τις αρχές των κρατών μελών που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1. […]
[…]
3) Ο όρος “κράτος μέλος” περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη εξαιρουμένης της Δανίας.
4) Ο όρος “απόφαση” περιλαμβάνει κάθε απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, καθώς και κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως ονομασίας της, όπως “διαταγή”, “διάταξη” ή “απόφαση”·
[…]».
7 Υπό τον τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση», το κεφάλαιο III του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα περιλάμβανε το τμήμα 1, με τίτλο «Αναγνώριση», στο οποίο περιλαμβάνονταν τα άρθρα 21 έως 27 του κανονισμού αυτού.
8 Το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού προέβλεπε τα εξής:
«1. «Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία.
- Ειδικότερα, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί, χωρίς καμία ειδική διαδικασία, να επιφέρει τροποποιήσεις στα ληξιαρχικά βιβλία του βάσει αποφάσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου που εκδίδεται σε άλλο κράτος μέλος και δεν υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.
[…]»
9 Το άρθρο 22 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Λόγοι μη αναγνώρισης αποφάσεων που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου», όριζε τα εξής:
«Αποφάσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν αναγνωρίζονται:
α) αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης·
[…]».
10 Το άρθρο 25 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα όριζε τα εξής:
«Αποφάσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν μπορούν να μην αναγνωρισθούν με την αιτιολογία ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους αναγνώρισης δεν επιτρέπει διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου στη βάση των ιδίων γεγονότων.»
11 Το τμήμα 3, με τίτλο «Διατάξεις κοινές στα τμήματα 1 και 2», του κεφαλαίου III του εν λόγω κανονισμού περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 39 αυτού, το οποίο όριζε τα εξής:
«Το αρμόδιο δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης εκδίδει, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους, πιστοποιητικό χρησιμοποιώντας το έντυπο που επισυνάπτεται στο παράρτημα I (αποφάσεις εκδιδόμενες για γαμικές διαφορές) ή στο παράρτημα II (αποφάσεις για τη γονική μέριμνα).»
12 Το τμήμα 5 του κεφαλαίου III, με τίτλο «Δημόσια έγγραφα και συμφωνίες», περιλάμβανε μόνον το άρθρο 46 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο όριζε τα εξής:
«Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε κράτος μέλος καθώς και οι συμφωνίες μεταξύ των μερών οι οποίες είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος όπου συνήφθησαν, αναγνωρίζονται και καθίστανται εκτελεστοί(-ά) υπό τους ίδιους όρους όπως και οι αποφάσεις.»
Ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙβ
13 Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2022, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (ΕΕ 2019, L 178, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2020, L 347, σ. 52, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙβ), που αναδιατυπώνει τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα, κατήργησε, σύμφωνα με το άρθρο του 104, παράγραφος 1, τον τελευταίο κανονισμό από την 1η Αυγούστου 2022. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα εξακολουθεί να εφαρμόζεται ως προς τις αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές που ασκήθηκαν, τα δημόσια έγγραφα που συντάχθηκαν ή καταχωρίστηκαν επίσημα και τις συμφωνίες που κατέστησαν εφαρμοστέες στο κράτος μέλος στο οποίο συνάφθηκαν πριν από την 1η Αυγούστου 2022. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του κρίσιμου χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, αυτή διέπεται από τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα.
14 Η αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος “δικαστήριο” θα πρέπει να νοείται με την ευρεία έννοια, ώστε να καλύπτει όχι μόνο τα δικαστήρια που ασκούν δικαστικά καθήκοντα, αλλά και διοικητικές αρχές ή άλλες αρχές, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι, που ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα σε ορισμένες γαμικές διαφορές ή διαφορές γονικής μέριμνας. Κάθε συμφωνία που εγκρίνεται από το δικαστήριο κατόπιν εξέτασης της ουσίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και διαδικασία θα πρέπει να αναγνωρίζεται ή να εκτελείται ως “απόφαση”. Άλλες συμφωνίες, οι οποίες αποκτούν δεσμευτική νομική ισχύ στο κράτος μέλος προέλευσης μετά από την τυπική παρέμβαση δημόσιας αρχής ή άλλης αρχής όπως έχει κοινοποιηθεί για τον σκοπό αυτό στην Επιτροπή από κράτος μέλος, θα πρέπει να τίθενται σε ισχύ σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις για τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες στον παρόντα κανονισμό. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των απλών ιδιωτικών συμφωνιών. Ωστόσο, θα πρέπει να κυκλοφορούν οι συμφωνίες που δεν συνιστούν ούτε απόφαση ούτε δημόσιο έγγραφο, αλλά έχουν καταχωριστεί από αρμόδια προς τούτο δημόσια αρχή. Σε αυτές τις δημόσιες αρχές θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται οι συμβολαιογράφοι που καταχωρίζουν συμφωνίες, ακόμα και όταν ασκούν ελεύθερο επάγγελμα.»
15 Το άρθρο 30 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:
«1. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία ειδική διαδικασία.
- Ειδικότερα, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί, χωρίς καμία ειδική διαδικασία, να επιφέρει τροποποιήσεις στα ληξιαρχικά βιβλία του βάσει αποφάσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου που εκδίδεται σε άλλο κράτος μέλος και δεν υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.
[…]»
16 Το άρθρο 65 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:
«1. Τα δημόσια έγγραφα και οι συμφωνίες για τον δικαστικό χωρισμό και το διαζύγιο τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία. Το τμήμα 1 του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζεται αναλόγως, εκτός αν άλλως προβλέπεται στο παρόν τμήμα.
- Τα δημόσια έγγραφα και οι συμφωνίες σε διαφορές γονικής μέριμνας τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και είναι εκτελεστά στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται και εκτελούνται σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται κήρυξη της εκτελεστότητας. Τα τμήματα 1 και 3 του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται αναλόγως, εκτός αν άλλως προβλέπεται στο παρόν τμήμα.»
Το γερμανικό δίκαιο
17 Το άρθρο 97, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Gesetz über das Verfahren in Familiensachen und in den Angelegenheiten der freiwilligen Gerichtsbarkeit (νόμου περί της διαδικασίας σε οικογενειακές υποθέσεις και υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας), της 17ης Δεκεμβρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 2586), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: FamFG), ορίζει ότι «[ο]ι διατάξεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θίγονται» από εκείνες του FamFG.
18 Το άρθρο 107 του FamFG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων σε γαμικές διαφορές», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Οι εκδοθείσες στην αλλοδαπή αποφάσεις, με τις οποίες ο γάμος ακυρώνεται ή λύεται, αναγνωρίζονται μόνον εφόσον η αρμόδια δικαστική αρχή του ομόσπονδου κράτους έχει διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της αναγνώρισης. Εάν η απόφαση προέρχεται από δικαστήριο ή αρχή κράτους του οποίου την ιθαγένεια είχαν αμφότεροι οι σύζυγοι κατά τον χρόνο έκδοσής της, η αναγνώριση δεν προϋποθέτει διαπίστωση της αρμόδιας δικαστικής αρχής του ομόσπονδου κράτους.»
19 Το άρθρο 3 του Personenstandsgesetz (νόμου περί προσωπικής κατάστασης), της 19ης Φεβρουαρίου 2007 (BGBl. 2007 I, σ. 122), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: PStG), φέρει τον τίτλο «Μητρώο προσωπικής κατάστασης». Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει τα εξής:
«Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η υπηρεσία ληξιαρχείου τηρεί:
1) μητρώο γάμων (άρθρο 15),
[…]».
20 Το άρθρο 5 του PStG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση του μητρώου προσωπικής κατάστασης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Οι καταχωρίσεις στο μητρώο συμπληρώνονται και διορθώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου (ενημέρωση).»
21 Το άρθρο 16 του PStG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Η καταχώριση που αφορά τον γάμο αναφέρει τις μεταγενέστερες πράξεις που αφορούν
[…]
3) την ακύρωση του γάμου ή το διαζύγιο,
[…]».
Το ιταλικό δίκαιο
22 Η decreto-legge n° – 132 Misure urgenti di degiudizionalizzazione ed altri interventi per la definizione dell’arretrato in materia di processo civile (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132 περί επειγόντων μέτρων για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών και άλλων παρεμβάσεων για τον περιορισμό των καθυστερήσεων στις αστικές διαδικασίες), της 12ης Σεπτεμβρίου 2014 (GURI αριθ. 212, της 12ης Σεπτεμβρίου 2014), η οποία, κατόπιν τροποποιήσεων, μετατράπηκε στον νόμο 162 της 10ης Νοεμβρίου 2014 (στο εξής: GURI αριθ. 261, της 10ης Νοεμβρίου 2014) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014), ορίζει στα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 12, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χωρισμός με κοινή συναίνεση, αίτηση λύσης ή παύσης των αστικών συνεπειών του γάμου και τροποποίηση των όρων του χωρισμού ή του διαζυγίου ενώπιον του ληξίαρχου», ότι οι σύζυγοι, με τη συνδρομή ενδεχομένως δικηγόρου, μπορούν να συνάψουν, ενώπιον του αρμόδιου ληξίαρχου, συμφωνία λύσης ή παύσης των αστικών συνεπειών του γάμου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω σύζυγοι δεν έχουν ανήλικα τέκνα ή ενήλικα τέκνα τα οποία δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, πάσχουν από σοβαρή αναπηρία ή δεν είναι οικονομικώς ανεξάρτητα.
23 Το άρθρο 12, παράγραφος 3, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014 προβλέπει, εξάλλου, ότι ο ληξίαρχος λαμβάνει από έκαστο των μερών αυτοπροσώπως δήλωση ότι επιθυμεί τη λύση ή την παύση των αστικών συνεπειών του γάμου, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ τους, ότι η συμφωνία δεν μπορεί να αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, ότι το έγγραφο που περιέχει τη συμφωνία συντάσσεται και υπογράφεται αμέσως μετά την παραλαβή των δηλώσεων των συζύγων, ότι η εν λόγω συμφωνία υποκαθιστά τις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις λεπτομέρειες της λύσης και της παύσης των αστικών συνεπειών του γάμου και ότι, αφού λάβει τις δηλώσεις των συζύγων, ο ληξίαρχος τους καλεί να εμφανιστούν ενώπιόν του τουλάχιστον 30 ημέρες μετά την παραλαβή των εν λόγω δηλώσεων, προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη συμφωνία, τυχόν δε μη εμφάνιση ισοδυναμεί με μη επιβεβαίωση της συμφωνίας.
24 Με εγκύκλιο του Ministero della Giustizia (Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ιταλία), της 22ας Μαΐου 2018, σχετικά με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014, ορίζεται ο ληξίαρχος ως η αρμόδια αρχή στην Ιταλία για την έκδοση του πιστοποιητικού που προβλέπεται στο άρθρο 39 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
25 Η TB, η οποία έχει διπλή ιθαγένεια, γερμανική και ιταλική, συνήψε γάμο με τον RD, ιταλικής ιθαγένειας, στις 20 Σεπτεμβρίου 2013 ενώπιον του Standesamt Mitte von Berlin (ληξιαρχείου Berlin-Mitte, Γερμανία). Ο γάμος αυτός καταχωρίστηκε στο μητρώο γάμων του Βερολίνου.
26 Στις 30 Μαρτίου 2017 οι TB και RD προσήλθαν, για πρώτη φορά, ενώπιον του ληξίαρχου Πάρμας (Ιταλία), προκειμένου να κινήσουν εξωδικαστική διαδικασία διαζυγίου βάσει του άρθρου 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014. Στις 11 Μαΐου 2017 προσήλθαν για δεύτερη φορά ενώπιον του ως άνω ληξίαρχου, προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη δήλωσή τους. Στις 15 Φεβρουαρίου 2018 οι TB και RD προσήλθαν για τρίτη φορά ενώπιον του ληξιάρχου και δήλωσαν, με παραπομπή στην από 30 Μαρτίου 2017 δήλωσή τους, την επιθυμία τους για λύση του γάμου τους, διευκρινίζοντας, επίσης, ότι δεν εκκρεμούσε καμία σχετική διαδικασία. Κατόπιν νέας επιβεβαίωσης των δηλώσεων αυτών ενώπιόν του στις 26 Απριλίου 2018, ο εν λόγω ληξίαρχος χορήγησε στις 2 Ιουλίου 2018 στην TB το προβλεπόμενο στο άρθρο 39 του κανονισμού Βρυξέλλες IIα πιστοποιητικό λύσης του γάμου της με τον RD, με ισχύ από τις 15 Φεβρουαρίου 2018.
27 Η TB ζήτησε από το ληξιαρχείο του Berlin-Mitte να καταχωρίσει την εν λόγω λύση στο μητρώο γάμων του Βερολίνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του PStG. Διερωτώμενη κατά πόσον η καταχώριση αυτή προϋπέθετε προηγούμενη αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 107 του FamFG, η εν λόγω υπηρεσία, μέσω της αρμόδιας για την εποπτεία των ληξιαρχείων αρχής, προσέφυγε ενώπιον του αρμόδιου για το ζήτημα αυτό Amtsgericht (ειρηνοδικείου, Γερμανία).
28 Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2019, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η καταχώριση στο μητρώο γάμων της λύσης του γάμου των TB και RD που επήλθε εξωδικαστικά ήταν δυνατή μόνον κατόπιν αναγνώρισης, σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του FamFG, από την αρμόδια δικαστική αρχή του ομόσπονδου κράτους, εν προκειμένω από το Senatsverwaltung für Justiz, Verbraucherschutz und Antidiskriminerung (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Προστασίας των Καταναλωτών και Καταπολέμησης των Διακρίσεων του Βερολίνου, Γερμανία) (στο εξής: Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου).
29 Ωστόσο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου απέρριψε την αίτηση αναγνώρισης που η TB είχε υποβάλει ενώπιον αυτού, με την αιτιολογία ότι δεν επρόκειτο για απόφαση η οποία έχρηζε αναγνώρισης. Η αγωγή που άσκησε η TB κατά της απορρίψεως της ανωτέρω αιτήσεως εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Kammergericht Berlin (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Βερολίνου, Γερμανία).
30 Εξάλλου, η TB άσκησε έφεση κατά της διατάξεως της 1ης Ιουλίου 2019, η οποία έγινε δεκτή από το Kammergericht Berlin (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Βερολίνου). Στο πλαίσιο αυτό, το ως άνω δικαστήριο απαγόρευσε στο ληξιαρχείο του Berlin-Mitte να εξαρτήσει την καταχώριση της επελθούσας στην Ιταλία λύσης του γάμου των TB και RD από προηγούμενη αναγνώριση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου.
31 Η αρμόδια για την εποπτεία των ληξιαρχείων αρχή άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), ζητώντας την επαναφορά σε ισχύ της διατάξεως της 1ης Ιουλίου 2019.
32 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, υπό το πρίσμα της έννοιας της «αποφάσεως» κατά το άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού αυτού, οι κανόνες που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου έχουν εφαρμογή στην περίπτωση διαζυγίου που επέρχεται βάσει συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ των συζύγων και το οποίο απαγγέλλεται από ληξίαρχο κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και λαμβανομένου υπόψη ότι οι κανόνες αυτοί δεν θίγονται, σύμφωνα με το άρθρο 97, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του FamFG, από τους κανόνες της γερμανικής νομοθεσίας, καμία διαδικασία αναγνώρισης δεν θα είναι απαραίτητη στη Γερμανία. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν η έννοια της «αποφάσεως», κατά τις ανωτέρω διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, αφορά, κατ’ ορθή ερμηνεία, μόνον τις πράξεις που εκδίδονται από δικαστήριο ή αρχή επιφορτισμένη με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και οι οποίες έχουν διαπλαστικό χαρακτήρα ή αν καλύπτει, επίσης, τις ιδιωτικές δικαιοπραξίες που εντάσσονται στο πλαίσιο της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης των μερών, οι οποίες εκδίδονται χωρίς τέτοια διαπλαστικού χαρακτήρα συμμετοχή δημόσιας αρχής, όπως συμβαίνει με τη διαδικασία που προβλέπει στην Ιταλία το άρθρο 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014.
33 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ούτε το γράμμα των εν λόγω διατάξεων ούτε τα διδάγματα που απορρέουν από την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Sahyouni (C‑372/16, EU:C:2017:988), καθιστούν δυνατή την επίλυση του ζητήματος αυτού με σαφήνεια, έστω και αν μέρος της γερμανικής θεωρίας προβαίνει σε διασταλτική ερμηνεία του γράμματός τους, βάσει της οποίας θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες που προβλέπει ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου έχουν εφαρμογή στα διαζύγια που επέρχονται στο πλαίσιο εξωδικαστικής διαδικασίας, όπως αυτή η οποία προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική ρύθμιση.
34 Καίτοι, κατά το ίδιο αυτό μέρος της θεωρίας, η ως άνω ερμηνεία δικαιολογείται από τον σκοπό του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της αναγνώρισης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές εντός της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο κλίνει υπέρ της αντίθετης ερμηνείας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα στηρίζεται στην παραδοχή ότι μόνον απόφαση διαζυγίου εκδιδόμενη από δημόσια αρχή και έχουσα διαπλαστικό χαρακτήρα διασφαλίζει την προστασία του «ασθενέστερου» συζύγου από τα μειονεκτήματα που συνδέονται με το διαζύγιο, κατά το μέτρο που μια τέτοια αρχή έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει το διαζύγιο ασκώντας την αρμοδιότητά της ελέγχου. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει στην περίπτωση που η νομική βάση για τη λύση του γάμου έγκειται στην αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης των συζύγων η οποία εκφράζεται με ιδιωτική δικαιοπραξία, η δε συμμετοχή της δημόσιας αρχής περιορίζεται στην παροχή προειδοποιήσεων, διευκρινίσεων, αποδείξεων ή συμβουλών, χωρίς καμία εξουσία ελέγχου επί της ουσίας.
35 Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι η προσέγγιση αυτή ενισχύεται, αφενός, από το γεγονός ότι, κατά την έκδοση του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, καμία εξωδικαστική διαδικασία διαζυγίου δεν υφίστατο στο ισχύον τότε δίκαιο των κρατών μελών, οπότε δεν ήταν δυνατό στον νομοθέτη της Ένωσης να λάβει υπόψη αυτή την περίπτωση. Αφετέρου, από τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε από 1ης Αυγούστου 2022 τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, στο μεταξύ, κανόνες που καλύπτουν τα διαζύγια όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία, όπερ δεν συνέβαινε υπό το κράτος του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.
36 Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι, οσάκις πρόκειται περί διαζυγίων όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία, δεν υφίσταται «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού αυτού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αναγνώριση ενός τέτοιου διαζυγίου είναι, εντούτοις, δυνατή βάσει του άρθρου 46 του εν λόγω κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο τείνει να αποκλείσει τη δυνατότητα αυτή λόγω του ότι η ως άνω διάταξη, εν αντιθέσει προς την αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, μνημονεύει μόνον τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες μεταξύ των μερών οι οποίες είναι «εκτελεστές», γεγονός το οποίο δεν αφορά το ζήτημα του διαζυγίου, αλλά μόνον το ζήτημα της γονικής μέριμνας.
37 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με μέρος της γερμανικής θεωρίας, το άρθρο 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα έχει εφαρμογή στην περίπτωση διαζυγίων όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία.
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αποτελεί η λύση του γάμου επί τη βάσει του άρθρου 12 της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014] απόφαση περί διαζυγίου κατά την έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: πρέπει η λύση του γάμου επί τη βάσει του άρθρου 12 της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014] να αντιμετωπισθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα για τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
39 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς, ιδίως, της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 4.
40 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από τις απαιτήσεις της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και από την αρχή της ισότητας συνάγεται ότι οι όροι διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ερμηνεία δε αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της εκάστοτε διατάξεως αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη νομοθεσία της οποίας η οικεία διάταξη αποτελεί μέρος [απόφαση της 31ης Μαρτίου 2022, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl κ.λπ. (Ακούσια νοσηλεία αιτούντος άσυλο σε ψυχιατρικό νοσοκομείο), C‑231/21, EU:C:2022:237, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
41 Δεδομένου ότι καμία διάταξη του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ιδίως δε το άρθρο 2, σημείο 4, αυτού, δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του όρου «απόφαση» που περιλαμβάνεται τόσο στη διάταξη αυτή όσο και στο άρθρο 21 του κανονισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο όρος αυτός πρέπει να τύχει αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας στο δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με τη μέθοδο που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη.
42 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τόσο από τις διατάξεις του άρθρου 67, παράγραφοι 1 και 4, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 81, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ όσο και από τις προγενέστερες διατάξεις του άρθρου 61, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 65, στοιχείο αʹ, ΕΚ προκύπτει ότι, προκειμένου να δημιουργήσει έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η Ένωση αναπτύσσει δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, διασφαλίζοντας, ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, την αμοιβαία αναγνώριση, μεταξύ των κρατών μελών, των δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων.
43 Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσο και η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων, η οποία εδράζεται με τη σειρά της στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, έχουν θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι καθιστούν δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking, C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
44 Στο πλαίσιο αυτό, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα αποσκοπεί, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 1, 2 και 21, στο να διευκολύνει μεταξύ άλλων, βάσει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης ως ακρογωνιαίου λίθου για τη δημιουργία ενιαίου δικαστικού χώρου, την αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη σε υποθέσεις διαζυγίου, περιορίζοντας στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό τους λόγους της μη αναγνώρισης τέτοιων αποφάσεων (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Liberato, C‑386/17, EU:C:2019:24, σκέψεις 41 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Ως εκ τούτου, το άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 25 του κανονισμού αυτού, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους μη αναγνώρισης που αναφέρονται εξαντλητικώς στο άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 21 του κανονισμού αυτού, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος σε υποθέσεις διαζυγίου πρέπει να αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία, με τη διευκρίνιση, αφενός, ότι, για τις τροποποιήσεις στα ληξιαρχικά βιβλία του κράτους μέλους αναγνώρισης, η απόφαση δεν πρέπει να υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης και, αφετέρου, ότι μια απόφαση δεν μπορεί να μην αναγνωρισθεί με την αιτιολογία, ιδίως, ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους αναγνώρισης δεν επιτρέπει διαζύγιο στη βάση των ίδιων γεγονότων.
46 Όσον αφορά την έννοια της «αποφάσεως», κατά το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, επισημαίνεται ότι, σε υποθέσεις διαζυγίου, αυτή καλύπτει «κάθε απόφαση διαζυγίου […] που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως ονομασίας της, όπως “διαταγή”, “διάταξη” ή “απόφαση”». Η έννοια του «δικαστηρίου» ορίζεται, στο σημείο 1 του άρθρου αυτού, ως αναφερόμενη σε όλες τις «αρχές των κρατών μελών που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1». Διευκρινίζεται, εξάλλου, ότι, δυνάμει του άρθρου 2, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, η έκφραση «κράτη μέλη» καλύπτει όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας.
47 Επομένως, από τον συνδυασμό του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 2, σημεία 1, 3 και 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα προκύπτει ότι η έννοια της αποφάσεως διαζυγίου καλύπτει κάθε απόφαση διαζυγίου, ασχέτως της ονομασίας της, η οποία εκδίδεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, με εξαίρεση τις αρχές του Βασιλείου της Δανίας.
48 Από τον ορισμό αυτόν που δίδει ο ίδιος ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα προκύπτει ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 34 και 36 των προτάσεών του, ο εν λόγω κανονισμός είναι δυνατόν να καλύπτει τις αποφάσεις διαζυγίου που εκδίδονται κατά το πέρας τόσο δικαστικής όσο και εξωδικαστικής διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιο των κρατών μελών απονέμει και στις εξωδικαστικές αρχές αρμοδιότητα σε υποθέσεις διαζυγίου.
49 Επομένως, κάθε απόφαση που εκδίδεται από τέτοιες εξωδικαστικές αρχές αρμόδιες για υποθέσεις διαζυγίου σε κράτος μέλος, εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας, πρέπει, δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, να αναγνωρίζεται αυτομάτως στα λοιπά κράτη μέλη, εξαιρουμένου του ως άνω Βασιλείου, με την επιφύλαξη, αφενός, της εφαρμογής του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά τους λόγους μη αναγνώρισης και, αφετέρου, του ότι, για τους σκοπούς των τροποποιήσεων στα ληξιαρχικά βιβλία του κράτους μέλους αναγνώρισης, η απόφαση δεν πρέπει να υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα.
50 Διευκρινίζεται ότι η ως άνω ερμηνεία της έννοιας της «αποφάσεως» δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά την κατάρτιση και την έκδοση του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, κανένα κράτος μέλος δεν είχε ακόμη προβλέψει στη νομοθεσία του τη δυνατότητα των συζύγων να επιτύχουν την έκδοση διαζυγίου εξωδικαστικώς. Πράγματι, η εν λόγω ερμηνεία απορρέει ευθέως από τους ευρείς και ανοικτούς ορισμούς των εννοιών «δικαστήριο» και «απόφαση» που περιλαμβάνονται αντιστοίχως στα σημεία 1 και 4 του άρθρου 2 του ως άνω κανονισμού.
51 Επιπλέον, η ίδια ερμηνεία επιρρωννύεται από τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα, ο οποίος συνίσταται, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 έως 44 της παρούσας αποφάσεως, στη διευκόλυνση, βάσει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην οποία στηρίζεται η δημιουργία ενιαίου δικαστικού χώρου σε επίπεδο Ένωσης, της αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη σε υποθέσεις, μεταξύ άλλων, διαζυγίου.
52 Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως και τα οποία υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 32 έως 34 της παρούσας αποφάσεως, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται περαιτέρω ως προς τον βαθμό του ελέγχου τον οποίο πρέπει να ασκεί η αρμόδια σε υποθέσεις διαζυγίου αρχή, προκειμένου η πράξη περί λύσεως του γάμου την οποία αυτή εκδίδει, στο πλαίσιο ιδίως συναινετικού διαζυγίου, να δύναται να χαρακτηριστεί ως «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.
53 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες IIα αφορά αποκλειστικώς τα διαζύγια που απαγγέλλονται είτε από κρατικό δικαστήριο, είτε από δημόσια αρχή, είτε υπό τον έλεγχο δημόσιας αρχής, όπερ σημαίνει ότι αποκλείονται τα απλά ιδιωτικά διαζύγια, όπως εκείνο το οποίο απορρέει από μονομερή δήλωση βουλήσεως ενός από τους συζύγους ενώπιον θρησκευτικού δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Sahyouni, C‑372/16, EU:C:2017:988, σκέψεις 39 έως 43, 48 και 49).
54 Από τη νομολογία αυτή μπορεί να συναχθεί ότι κάθε δημόσια αρχή που καλείται να λάβει «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, πρέπει να διατηρεί τον έλεγχο της εκδόσεως του διαζυγίου, όπερ σημαίνει, στο πλαίσιο των συναινετικών διαζυγίων, ότι η εν λόγω αρχή προβαίνει σε εξέταση των προϋποθέσεων του διαζυγίου υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, καθώς και του υποστατού και του κύρους της συναίνεσης των συζύγων να προχωρήσουν σε διαζύγιο.
55 Η απαίτηση εξέτασης, κατά την έννοια της προηγούμενης σκέψης, ως χαρακτηριστικό στοιχείο της έννοιας της αποφάσεως μπορεί επίσης να συναχθεί από την απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221). Όσον αφορά το άρθρο 25 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο έχει ουσιαστικά πανομοιότυπη διατύπωση με εκείνη του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση ότι η ως άνω διάταξη της Συμβάσεως καλύπτει μόνον τις δικαστικές αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 15 έως 17 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το αναγκαίο στοιχείο της έννοιας της «αποφάσεως» είναι να αποφαίνεται το δικαστήριο «κυριαρχικώς επί ορισμένων από τα επίμαχα μεταξύ των διαδίκων σημείων».
56 Είναι αληθές ότι, όπως υπενθύμισε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο έκρινε, με την εν λόγω απόφαση, ότι ο συμβιβασμός που καταρτίζεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους και περατώνει τη διαφορά δεν μπορεί να συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 25 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Εντούτοις, δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί κατ’ αναλογίαν ότι ο χαρακτηρισμός «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, θα πρέπει να αποκλείεται συστηματικώς στην περίπτωση κατά την οποία μια εξωδικαστική αρχή έχει την εξουσία να απαγγείλει το διαζύγιο με βάση συμφωνία συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και κατόπιν εξέτασης των προϋποθέσεων που θέτουν οι ισχύουσες εθνικές διατάξεις.
57 Πράγματι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 50 των προτάσεών του, το Δικαστήριο, στην απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221), στήριξε την κρίση του στο γεγονός ότι οι συμβιβασμός περί του οποίου επρόκειτο είχε πρωτίστως συμβατικό χαρακτήρα, το δε οικείο δικαστήριο περιοριζόταν, ως εκ τούτου, να λάβει υπόψη τον συμβιβασμό χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε εξέταση του περιεχομένου του υπό το πρίσμα των ισχυουσών νομικών διατάξεων.
58 Κατά τα λοιπά, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙβ, ο οποίος προέβη σε αναδιατύπωση του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, αναφέρει, στην αιτιολογική του σκέψη 14, ότι «[κ]άθε συμφωνία που εγκρίνεται από το δικαστήριο κατόπιν εξέτασης της ουσίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και διαδικασία θα πρέπει να αναγνωρίζεται ή να εκτελείται ως “απόφαση”». Κατά τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙβ, «[ά]λλες συμφωνίες, οι οποίες αποκτούν δεσμευτική νομική ισχύ στο κράτος μέλος προέλευσης μετά από την τυπική παρέμβαση δημόσιας αρχής ή άλλης αρχής όπως έχει κοινοποιηθεί για τον σκοπό αυτό στην Επιτροπή από κράτος μέλος, θα πρέπει να τίθενται σε ισχύ σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις για τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες στον παρόντα κανονισμό. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των απλών ιδιωτικών συμφωνιών. Ωστόσο, θα πρέπει να κυκλοφορούν οι συμφωνίες που δεν συνιστούν ούτε απόφαση ούτε δημόσιο έγγραφο, αλλά έχουν καταχωριστεί από αρμόδια προς τούτο δημόσια αρχή. Σε αυτές τις δημόσιες αρχές θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται οι συμβολαιογράφοι που καταχωρίζουν συμφωνίες, ακόμα και όταν ασκούν ελεύθερο επάγγελμα.»
59 Επομένως, σε μια προοπτική συνέχειας, ο νομοθέτης της Ένωσης αποσαφήνισε ότι συμφωνίες διαζυγίου οι οποίες εγκρίθηκαν από δικαστική ή εξώδικη αρχή κατόπιν εξέτασης της ουσίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και διαδικασία συνιστούν «αποφάσεις», κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και των διατάξεων του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, οι οποίες την αντικατέστησαν, και ότι ακριβώς αυτή η επί της ουσίας εξέταση είναι εκείνη που διακρίνει αυτές τις αποφάσεις από τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες, κατά την έννοια των εν λόγω κανονισμών.
60 Ως εκ τούτου, εφόσον μια αρμόδια εξωδικαστική αρχή εγκρίνει συμφωνία διαζυγίου κατόπιν εξέτασης επί της ουσίας, η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως «απόφαση», σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και το άρθρο 30 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, ενώ άλλες συμφωνίες διαζυγίου που έχουν δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται, κατά περίπτωση, ως δημόσια έγγραφα ή συμφωνίες, σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και το άρθρο 65 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ.
61 Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως ορθώς ανέφερε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από το ιστορικό της θεσπίσεως της αιτιολογικής σκέψης 14 και του άρθρου 65 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ προκύπτει ότι, εκδίδοντας τον κανονισμό αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν απέβλεψε στην καινοτομία και τη θέσπιση νέων κανόνων, αλλά μόνο στο να «αποσαφηνίσει», αφενός, το περιεχόμενο του κανόνα του άρθρου 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και, αφετέρου, το κριτήριο διακρίσεως της έννοιας της «αποφάσεως» από την έννοια του «δημόσιου εγγράφου» και την έννοια της «συμφωνίας μεταξύ των μερών», ήτοι το κριτήριο που συνίσταται στην εξέταση επί της ουσίας.
62 Υπό το πρίσμα ακριβώς του συνόλου των ανωτέρω πρέπει να προσδιοριστεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, συνιστά «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.
63 Συναφώς, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο ληξίαρχος, στην Ιταλία, αποτελεί νομίμως συσταθείσα αρχή η οποία, δυνάμει του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, είναι αρμόδια για την απαγγελία διαζυγίου κατά τρόπο νομικώς δεσμευτικό, επικυρώνοντας εγγράφως τη συμφωνία διαζυγίου που καταρτίζεται από τους συζύγους, αφού έχει προβεί σε εξέταση κατά την έννοια της σκέψης 54 της παρούσας αποφάσεως.
64 Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014, ο ληξίαρχος πρέπει να λάβει τη δήλωση εκάστου των συζύγων αυτοπροσώπως και δύο φορές, εντός διαστήματος τουλάχιστον 30 ημερών, όπερ σημαίνει ότι αυτός βεβαιώνεται ότι υφίσταται έγκυρη, παρεχόμενη ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση συναίνεσή τους όσον αφορά το διαζύγιο.
65 Εξάλλου, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, ο εν λόγω ληξίαρχος προβαίνει σε εξέταση του περιεχομένου της συμφωνίας διαζυγίου υπό το πρίσμα των ισχυουσών νομικών διατάξεων, υπό την έννοια ότι διασφαλίζει ότι η συμφωνία αυτή αφορά αποκλειστικώς τη λύση ή την παύση των αστικών συνεπειών του γάμου, αποκλειομένης οποιασδήποτε μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων, και ότι οι σύζυγοι δεν έχουν ανήλικα τέκνα ή ενήλικα τέκνα τα οποία δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, έχουν σοβαρή αναπηρία ή είναι μη οικονομικώς ανεξάρτητα, οπότε η συμφωνία δεν αφορά τέτοια τέκνα.
66 Από το άρθρο 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014 προκύπτει επίσης ότι ο ληξίαρχος δεν έχει την εξουσία να απαγγείλει το διαζύγιο αν δεν πληρούται μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή, ιδίως αν έχει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η σχετική με το διαζύγιο συναίνεση ενός των συζύγων έχει παρασχεθεί ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση, αν η συμφωνία αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη αν οι σύζυγοι έχουν άλλα τέκνα εκτός από ενήλικα τέκνα τα οποία είναι οικονομικώς ανεξάρτητα.
67 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς, ιδίως, της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 4.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
68 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
69 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000,
έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς, ιδίως, της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:
πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 4.