ΕΔΔΑ της 20.2.2024 (DANILEŢ κατα Ρουμανίας, αριθ. προσφυγής 16915/21): παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης από πειθαρχική ποινή σε Δικαστή για αναρτήσεις σε Facebook για θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε η ελευθερία έκφρασης από την επιβολή πειθαρχικής ποινής σε Δικαστή για αναρτήσεις του στο Facebook για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος

 

Παρουσίαση της απόφασης από την ηλετρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

ΕΔΔΑ της 18.4.2023 (Csata κατά Ρουμανίας, αριθ. προσφυγής 65128/19): Άρνηση νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) από την άρνηση νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου σε άνδρα που δεν είχε υποβληθεί και δεν σκόπευε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου, παρά τη διαπίστωση ότι έπασχε από διαταραχή σεξουαλικής ταυτότητας.

Παρουσίαση της απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

ΔΕΕ της 2.3.2023 (υπόθεση C-268/21, Norra Stockholm Bygg AB κατά Per Nycander AB): προσκόμιση σε πολιτικό δικαστήριο εγγράφου, που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 2ας Μαρτίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕE) 2016/679 – Άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4 – Νομιμότητα της επεξεργασίας – Προσκόμιση εγγράφου το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο αστικής δίκης – Άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ και ιʹ– Προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών – Εκτέλεση αστικών αξιώσεων – Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται – Συνεκτίμηση του συμφέροντος των ενδιαφερομένων προσώπων – Στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων – Άρθρο 5 – Ελαχιστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 7 – Δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής – Άρθρο 8 – Δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Άρθρο 47 – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση C‑268/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο, Σουηδία) με απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Norra Stockholm Bygg AB

κατά

Per Nycander AB,

παρισταμένης της:

Entral AB,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, N. Piçarra, N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιουνίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Norra Stockholm Bygg AB, εκπροσωπούμενη από τους H. Täng Nilsson και E. Wassén, advokater,

–        η Per Nycander AB, εκπροσωπούμενη από τους P. Degerfeldt και V. Hermansson, advokater,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Meyer‑Seitz και H. Shev, καθώς και τον O. Simonsson,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους O. Serdula, M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την J. Sawicka,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ, M. Gustafsson και H. Kranenborg,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, στο εξής: ΓΚΠΔ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Norra Stockholm Bygg AB (στο εξής: Fastec) και της Per Nycander AB (στο εξής: Nycander) σχετικά με αίτημα κοινοποιήσεως του ηλεκτρονικού μητρώου του προσωπικού της Fastec που εκτέλεσε εργασίες για λογαριασμό της Nycander, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος του ποσού που πρέπει να καταβάλει η τελευταία για τις εκτελεσθείσες εργασίες.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4, 20, 26, 45 και 50 του ΓΚΠΔ έχουν ως εξής:

«(1)      Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Χάρτης”) και το άρθρο 16 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

(2)      Οι αρχές και οι κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους θα πρέπει, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής τους, να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, ιδίως το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο παρών κανονισμός σκοπεύει να συμβάλλει στην επίτευξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και μιας οικονομικής ένωσης, στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο, στην ενίσχυση και σύγκλιση των οικονομιών εντός της εσωτερικής αγοράς και στην ευημερία των φυσικών προσώπων.

[…]

(4)      Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να προορίζεται να εξυπηρετεί τον άνθρωπο. Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα· πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. […]

[…]

(20)      Ενώ ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις δραστηριότητες των δικαστηρίων και άλλων δικαστικών αρχών, το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών θα μπορούσε να εξειδικεύει τις πράξεις και διαδικασίες επεξεργασίας σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δικαστήρια και άλλες δικαστικές αρχές. […]

[…]

(26)      Οι αρχές της προστασίας δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε πληροφορία η οποία αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν υποστεί ψευδωνυμοποίηση, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί σε φυσικό πρόσωπο με τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, θα πρέπει να θεωρούνται πληροφορίες σχετικά με ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. […] Οι αρχές της προστασίας δεδομένων δεν θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται σε ανώνυμες πληροφορίες, δηλαδή πληροφορίες που δεν σχετίζονται προς ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο ή σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταστεί ανώνυμα κατά τρόπο ώστε η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων να μην μπορεί ή να μην μπορεί πλέον να εξακριβωθεί. […]

[…]

(45)      Όταν η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με νομική υποχρέωση την οποία υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή όταν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, η επεξεργασία θα πρέπει να έχει βάση στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. […] Μπορεί να αρκεί ένας μόνο νόμος ως βάση για περισσότερες από μία πράξεις επεξεργασίας με βάση νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επίσης, ο καθορισμός του σκοπού της επεξεργασίας θα πρέπει να εναπόκειται στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. […]

[…]

(50)      Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν αρχικά θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι συμβατή με τους σκοπούς για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν αρχικά. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν απαιτείται νομική βάση χωριστή από εκείνη που επέτρεψε τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους μπορεί να καθορίζει και να προσδιορίζει τα καθήκοντα και τους σκοπούς για τους οποίους πρέπει να θεωρείται συμβατή και σύννομη η περαιτέρω επεξεργασία. […] Η νομική βάση που προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί επίσης να συνιστά τη νομική βάση για την περαιτέρω επεξεργασία. […]

Όταν το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τη συναίνεσή του ή η επεξεργασία βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους που συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση, ειδικότερα, σημαντικών σκοπών στο πλαίσιο γενικού δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να επιτρέπεται στον υπεύθυνο επεξεργασίας να προβαίνει στην περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τη συμβατότητα των σκοπών. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, η ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με τους άλλους αυτούς σκοπούς και σχετικά με τα δικαιώματά του, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προβολής αντιρρήσεων. […]»

4        Το άρθρο 2 του ανωτέρω κανονισμού, με τίτλο «Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης.

2.      Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

α)      στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης,

β)      από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της ΣΕΕ,

γ)      από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας,

δ)      από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια.

3.      Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά όργανα, φορείς, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (EE 2001, L 8, σ. 1)]. Ο κανονισμός [45/2001] και άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης εφαρμοστέες σε μια τέτοια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προσαρμόζονται στις αρχές και τους κανόνες του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 98.»

5        Κατά το άρθρο 4 του ανωτέρω κανονισμού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

[…]

2)      “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή,

[…]

5)      “ψευδωνυμοποίηση”: η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε συγκεκριμένο υποκείμενο των δεδομένων χωρίς τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, εφόσον οι εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες διατηρούνται χωριστά και υπόκεινται σε τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν μπορούν να αποδοθούν σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο,

[…]».

6        Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)      υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (“νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια”),

β)      συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς […] (“περιορισμός του σκοπού”)·

γ)      είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (“ελαχιστοποίηση των δεδομένων”),

δ)      είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας (“ακρίβεια”),

[…]».

7        Το άρθρο 6 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νομιμότητα της επεξεργασίας», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

[…]

γ)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

[…]

ε)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

[…]

3.      Η βάση για την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε) ορίζεται σύμφωνα με:

α)      το δίκαιο της Ένωσης, ή

β)      το δίκαιο του κράτους μέλος στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

Ο σκοπός της επεξεργασίας καθορίζεται στην εν λόγω νομική βάση ή, όσον αφορά την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), είναι η αναγκαιότητα της επεξεργασίας για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. […] Το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

4.      Όταν η επεξεργασία για σκοπό άλλο από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν βασίζεται στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή στο δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσο η επεξεργασία για άλλο σκοπό είναι συμβατή με τον σκοπό για τον οποίο συλλέγονται αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων:

α)      τυχόν σχέση μεταξύ των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και των σκοπών της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας,

[…]».

8        Το άρθρο 23 του ανωτέρω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«1.      Το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων μπορεί να περιορίζει μέσω νομοθετικού μέτρου το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 22 και στο άρθρο 34, καθώς και στο άρθρο 5, εφόσον οι διατάξεις του αντιστοιχούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 22, όταν ένας τέτοιος περιορισμός σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση:

[…]

στ)      της προστασίας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών,

[…]

ι)      της εκτέλεσης αστικών αξιώσεων.

[…]»

 Το σουηδικό δίκαιο

 Ο RB

9        Η έγγραφη απόδειξη διέπεται από τις διατάξεις του κεφαλαίου 38 του rättegångsbalken (κώδικα δικονομίας, στο εξής: RB).

10      Βάσει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 2 του κεφαλαίου 38 του RB, κάθε πρόσωπο που κατέχει έγγραφο δυνάμενο να θεωρηθεί ότι έχει αποδεικτική ισχύ υποχρεούται να το προσκομίσει.

11      Εξαιρέσεις από την εν λόγω υποχρέωση προσκομίσεως προβλέπονται ιδίως στο δεύτερο εδάφιο του ανωτέρω άρθρου. Η άσκηση ορισμένων καθηκόντων απαλλάσσει από την προαναφερθείσα υποχρέωση αν τεκμαίρεται ότι ο υπόχρεος δεν μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας επί του περιεχομένου της εν λόγω ασκήσεως καθηκόντων. Η συγκεκριμένη εξαίρεση αφορά τους δικηγόρους, τους γιατρούς, τους ψυχολόγους, τους ιερείς και άλλους επαγγελματίες στους οποίους έχουν γνωστοποιηθεί εμπιστευτικώς πληροφορίες κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους ή υπό αντίστοιχες περιστάσεις. Επομένως, η έκταση της εν λόγω υποχρεώσεως αντιστοιχεί στην υποχρέωση μαρτυρίας ενώπιον δικαστηρίου.

12      Αν ένα πρόσωπο υποχρεούται να προσκομίσει έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο, το δικαστήριο δύναται, κατά το άρθρο 4 του κεφαλαίου 38 του RB, να διατάξει το εν λόγω πρόσωπο να το προσκομίσει.

 Ο νόμος περί φορολογικών διαδικασιών

13      Βάσει του άρθρου 11, στοιχεία a έως c, του κεφαλαίου 39 του skatteförfarandelagen (2011:1244) [νόμου (2011:1244) περί φορολογικών διαδικασιών], κάθε πρόσωπο που ασκεί κατασκευαστική δραστηριότητα οφείλει, σε ορισμένες περιπτώσεις, να τηρεί ηλεκτρονικό μητρώο προσωπικού. Το εν λόγω μητρώο προσωπικού περιλαμβάνει τα δεδομένα που απαιτούνται για την ταυτοποίηση των προσώπων τα οποία μετέχουν στην οικονομική δραστηριότητα. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον κύριο του έργου, ο οποίος μπορεί ωστόσο να αναθέσει την εκπλήρωσή της σε ανεξάρτητο επιχειρηματία. Κατά το άρθρο 12 του κεφαλαίου 39 του οικείου νόμου, το μητρώο προσωπικού πρέπει να τίθεται στη διάθεση της σουηδικής φορολογικής αρχής.

14      Τα δεδομένα που πρέπει να καταχωρίζονται στο μητρώο προσωπικού ορίζονται στο άρθρο 5 του κεφαλαίου 9 της skatteförfarandeförordningen (2011:1261) [κανονιστικής πράξεως (2011:1261) περί φορολογικών διαδικασιών]. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να καταχωρίζεται το ονοματεπώνυμο και ο εθνικός αριθμός ταυτοποιήσεως κάθε προσώπου που μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς και οι ώρες ενάρξεως και λήξεως της εργασίας του.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Η Fastec κατασκεύασε κτίριο γραφείων για τη Nycander. Οι εργαζόμενοι στο εργοτάξιο κατέγραφαν την παρουσία τους μέσω ηλεκτρονικού μητρώου προσωπικού. Το μητρώο προσωπικού παρεχόταν από την εταιρία Εntral AB, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της Fastec.

16      Η Fastec άσκησε ενώπιον του tingsrätt (πρωτοδικείου, Σουηδία) αγωγή με αίτημα την εξόφληση των εκτελεσθεισών εργασιών. Στο πλαίσιο της αγωγής της, η Fastec ζήτησε από τη Nycander την καταβολή ποσού που αντιστοιχούσε, κατά τη Fastec, στο υπόλοιπο που εξακολουθούσε να οφείλει η Nycander. Η Nycander αντιτάχθηκε στο αίτημα της Fastec ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι ο αριθμός των ωρών εργασίας του προσωπικού της Fastec ήταν μικρότερος από τον αναγραφόμενο στο αγωγικό αίτημα.

17      Ενώπιον του πρωτοδικείου, η Nycander ζήτησε να υποχρεωθεί η Entral να προσκομίσει το μητρώο προσωπικού της Fastec για το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 2016 έως την 30ή Νοεμβρίου 2017, και, επικουρικώς, να το προσκομίσει απαλείφοντας τους εθνικούς αριθμούς ταυτοποιήσεως των οικείων προσώπων. Προς στήριξη του σχετικού αιτήματος, η Nycander προέβαλε ότι η Entral είχε στην κατοχή της το επίμαχο μητρώο προσωπικού και ότι αυτό μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για την εκδίκαση της αγωγής της Fastec, καθόσον τα καταχωρισμένα στο μητρώο δεδομένα θα καθιστούσαν δυνατή την απόδειξη των ωρών απασχολήσεως του προσωπικού της Fastec.

18      Η Fastec αντιτάχθηκε στο ανωτέρω αίτημα προβάλλοντας κατά κύριο λόγο ότι τούτο αντέβαινε στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ. Κατά τη Fastec, το μητρώο προσωπικού που τηρούσε περιείχε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται για τον έλεγχο της δραστηριότητάς της από τη σουηδική φορολογική αρχή και η κοινοποίηση των επίμαχων δεδομένων στο δικαστήριο δεν συνάδει προς τον εν λόγω σκοπό.

19      Το tingsrätt (πρωτοδικείο) διέταξε την Εntral να προσκομίσει το μητρώο προσωπικού της Fastec για το προσωπικό που απασχολούνταν στο επίμαχο στην κύρια δίκη εργοτάξιο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Το Svea hovrätt (εφετείο Στοκχόλμης, Σουηδία) επικύρωσε την απόφαση του tingsrätt (πρωτοδικείου).

20      Η Fastec άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Svea hovrätt (εφετείου Στοκχόλμης) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Högsta domstolen (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Σουηδία), ζητώντας την απόρριψη του μνημονευθέντος στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως αιτήματος της Nycander.

21      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν πρέπει να εφαρμοστούν και, εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς πρέπει να εφαρμοστούν, οι διατάξεις του ΓΚΠΔ στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.

22      Όσον αφορά την υποχρέωση προσκομίσεως εγγράφων, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τη νομολογία του σχετικά με την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του RB προκύπτει ότι πρέπει να σταθμίζεται, αφενός, η λυσιτέλεια των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων και, αφετέρου, το συμφέρον του αντιδίκου να μη δημοσιοποιηθούν τα εν λόγω στοιχεία. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι στο πλαίσιο της σταθμίσεως αυτής δεν λαμβάνεται καταρχήν υπόψη η ιδιωτική φύση των πληροφοριών που περιέχονται στο οικείο έγγραφο ή το συμφέρον άλλων προσώπων να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου, πέραν των εξαιρέσεων που προβλέπει ειδικώς η νομοθεσία.

23      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η προβλεπόμενη από τον RB υποχρέωση προσκομίσεως εγγράφου αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να μπορεί οποιοσδήποτε χρειάζεται ένα έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο να έχει την πρόσβαση σε αυτό. Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για τη διασφάλιση της δυνατότητας ενός προσώπου να ασκήσει τα δικαιώματά του όταν υφίσταται «εύλογο συμφέρον για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου».

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι τυγχάνουν εφαρμογής και επί εθνικών δικονομικών κανόνων περί [υποχρεώσεως προσκομίσεως εγγράφων];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει ο [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων όταν πρόκειται να ληφθεί απόφαση σχετικά με το αν πρέπει να διαταχθεί [προσκόμιση] πράξεως που περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα; Σε μια τέτοια περίπτωση, επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις σχετικά με τις ειδικότερες λεπτομέρειες κατά τις οποίες πρέπει να λαμβάνεται η απόφαση αυτή;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

25      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται όσον αφορά την προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο αστικής δίκης ενός μητρώου προσωπικού το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κυρίως για σκοπούς φορολογικού ελέγχου.

26      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην, «εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης», χωρίς να διακρίνει με βάση την ταυτότητα του προσώπου που προβαίνει στην οικεία επεξεργασία. Επομένως, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, ο ΓΚΠΔ εφαρμόζεται στις πράξεις επεξεργασίας που εκτελούνται τόσο από ιδιώτες όσο και από τις δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20 αυτού, των δραστηριοτήτων των δικαστικών αρχών, όπως είναι τα δικαστήρια (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, Autoriteit Persoonsgegevens, C‑245/20, EU:C:2022:216, σκέψη 25).

27      Δεύτερον, κατά το άρθρο 4, σημείο 2, του ανωτέρω κανονισμού, εμπίπτει στον ορισμό της «επεξεργασίας», μεταξύ άλλων, κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διαθέσεως.

28      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτουσα στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ όχι μόνον η δημιουργία και η τήρηση ηλεκτρονικού μητρώου προσωπικού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Worten, C‑342/12, EU:C:2013:355, σκέψη 19), αλλά και η προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου ενός εγγράφου, ψηφιακού ή φυσικού, το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η οποία διατάχθηκε από δικαστήριο στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας [πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Inspektor v Inspektorata kam Visshia sadeben savet (Σκοποί επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων – Ποινική έρευνα), C‑180/21, EU:C:2022:967, σκέψη 72].

29      Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας που πραγματοποιείται από δημόσιες αρχές όπως τα δικαστήρια, πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας του άρθρου 6 του ΓΚΠΔ.

30      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη εφόσον είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας.

31      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 45 αυτού, η βάση της επεξεργασίας για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του οικείου κανονισμού καθορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης ή από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Επιπροσθέτως, το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους πρέπει να ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και να είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

32      Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 3, απαιτούν την ύπαρξη μιας νομικής βάσεως, ιδίως εθνικής, η οποία να αποτελεί το έρεισμα για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους υπεύθυνους της επεξεργασίας, οι οποίοι ενεργούν κατά την άσκηση καθηκόντων που εμπίπτουν στην εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος ή καθηκόντων που εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως είναι τα καθήκοντα που ασκούν τα δικαστήρια στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.

33      Δεύτερον, όταν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα, από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 50 του οικείου κανονισμού, προκύπτει ότι η επίμαχη επεξεργασία επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο δίκαιο κράτους μέλους και συνιστά μέτρο αναγκαίο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση ενός από τους σκοπούς του άρθρου 23, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 50, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι εν λόγω σημαντικοί σκοποί γενικού δημοσίου συμφέροντος, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας επιτρέπεται να προβαίνει σε περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανεξάρτητα από το αν η επεξεργασία αυτή συμβιβάζεται με τους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

34      Εν προκειμένω, οι σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου 38 του RB, οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση προσκομίσεως ενός εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου και τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν την προσκόμισή του, αποτελούν τη νομική βάση που λειτουργεί ως έρεισμα για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Μολονότι οι διατάξεις αυτές συνιστούν, καταρχήν, επαρκή νομική βάση για να επιτραπεί τέτοιου είδους επεξεργασία, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η συγκεκριμένη νομική βάση διαφέρει από εκείνη του νόμου περί φορολογικών διαδικασιών, βάσει του οποίου καταρτίστηκε το επίμαχο στην κύρια δίκη μητρώο προσωπικού για σκοπούς φορολογικού ελέγχου. Επιπλέον, η προβλεπόμενη από τις συγκεκριμένες διατάξεις του RB υποχρέωση προσκομίσεως αποσκοπεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, στο να μπορεί να έχει πρόσβαση στο έγγραφο οποιοσδήποτε το χρειάζεται ως αποδεικτικό στοιχείο. Πρόκειται, κατά το αιτούν δικαστήριο, για τη διασφάλιση της δυνατότητας ενός προσώπου να ασκήσει τα δικαιώματά του όταν υφίσταται «εύλογο συμφέρον για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου».

35      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου περί φορολογικών διαδικασιών προκύπτει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταχωρισθεί στο μητρώο προσωπικού έχουν ως σκοπό να παράσχουν στους υπαλλήλους της αρμόδιας σουηδικής φορολογικής αρχής τη δυνατότητα να προβαίνουν σε διασταυρώσεις στοιχείων κατά τους επιτόπιους ελέγχους. Βασικός στόχος είναι ο περιορισμός των περιπτώσεων αδήλωτης απασχολήσεως και η βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δικαιολογείται από την ανάγκη να εκπληρωθεί η νομική υποχρέωση που υπέχει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας, ήτοι η τήρηση μητρώου προσωπικού.

36      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά επεξεργασία η οποία πραγματοποιείται για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν τα δεδομένα, ήτοι για τους σκοπούς φορολογικού ελέγχου, και η οποία δεν στηρίζεται στη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν δεν αρκεί να στηρίζεται στο εθνικό δίκαιο, όπως οι διατάξεις του κεφαλαίου 38 του RB, αλλά πρέπει και να αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, καθώς και να εγγυάται κάποιον από τους σκοπούς του άρθρου 23, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

38      Στους σκοπούς αυτούς περιλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, σημείο στʹ, του οικείου κανονισμού, η «προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών», ο σκοπός δε αυτός πρέπει, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, να γίνει αντιληπτός υπό την έννοια ότι αποβλέπει στην προστασία της απονομής της δικαιοσύνης από εσωτερικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Εξάλλου, κατά το στοιχείο ιʹ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η εκτέλεση των αξιώσεων αστικού δικαίου συνιστά επίσης σκοπό ικανό να δικαιολογήσει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο συνελέγησαν. Επομένως, δεν αποκλείεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων στο πλαίσιο αστικής δίκης να μπορεί να στηρίζεται σε τέτοιους σκοπούς.

39      Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν οι σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου 38 του RB, αφενός, ανταποκρίνονται στον έναν ή/και στον άλλο από τους προαναφερθέντες σκοπούς και, αφετέρου, αν είναι αναγκαίες και αναλογικές προς τους εν λόγω σκοπούς, ώστε να εμπίπτουν στις περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θεωρούνται νόμιμες βάσει των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ και ιʹ, του εν λόγω κανονισμού.

40      Σημειωτέον ότι είναι αδιάφορο αν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στηρίζεται σε διάταξη του εθνικού ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, του οικείου κανονισμού ουδόλως διακρίνουν μεταξύ των δύο αυτών ειδών διατάξεων.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται όσον αφορά την προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο αστικής δίκης ενός μητρώου προσωπικού το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κυρίως για σκοπούς φορολογικού ελέγχου.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

42      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 5 και 6 του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει εάν πρέπει να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο αστικής δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, περαιτέρω, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως ο ΓΚΠΔ, επιβάλλει ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά τον τρόπο που πρέπει να γίνεται η εξέταση αυτή.

43      Καταρχάς, υπογραμμίζεται ότι κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που επιτρέπει το άρθρο 23, να τηρεί τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων που προβλέπονται, αντιστοίχως, στα κεφάλαια II και III του ανωτέρω κανονισμού. Ειδικότερα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, αφενός, να συνάδει με τις αρχές του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, να πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 208 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου 38 του RB δεν απαιτούν ρητώς, όταν εξετάζει αν πρέπει να διαταχθεί η προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διακυβεύονται. Κατά τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, οι διατάξεις αυτές απαιτούν μόνο τη στάθμιση της λυσιτέλειας των αποδεικτικών στοιχείων και του συμφέροντος του αντιδίκου να μη δημοσιοποιηθούν οι επίμαχες πληροφορίες.

45      Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι οι οικείες διατάξεις του εθνικού δικαίου αφορούν την προσκόμιση εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου, ενδέχεται να εμπίπτουν στις περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θεωρούνται νόμιμες βάσει των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο του 23, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ και ιʹ. Τούτο ισχύει, αφενός, στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής της ένδικης διαδικασίας, καθόσον εγγυώνται ότι ο πολίτης μπορεί να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του όταν υφίσταται «εύλογο συμφέρον για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου», και, αφετέρου, στο μέτρο που είναι αναγκαίες και ανάλογες προς τον σκοπό αυτόν.

46      Πράγματι, από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ προκύπτει ότι τέτοιου είδους επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη υπό την προϋπόθεση ότι αποτελεί μέτρο αναγκαίο και αναλογικό σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών του άρθρου 23 του ΓΚΠΔ τους οποίους επιδιώκει. Επομένως, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα αντιτιθέμενα συμφέροντα που διακυβεύονται όταν εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων.

47      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το αποτέλεσμα της σταθμίσεως στην οποία πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να διαφοροποιείται ανάλογα τόσο με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως όσο και με το είδος της επίμαχης διαδικασίας.

48      Όσον αφορά τα συμφέροντα που διακυβεύονται στο πλαίσιο αστικής δίκης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του ΓΚΠΔ, να διασφαλίσει την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη και στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει επίσης να διασφαλίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη και συνδέεται στενά με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

49      Εντούτοις, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 4 του ΓΚΠΔ, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο, αλλά πρέπει να συνεκτιμάται σε σχέση με τον ρόλο του στην κοινωνία και να σταθμίζεται, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

50      Πλην όμως, η προσκόμιση εγγράφου το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων στο πλαίσιο αστικής δίκης συμβάλλει, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών της, στον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

51      Συναφώς, δεδομένου ότι το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, η έννοια και η εμβέλειά του είναι, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει το προαναφερθέν άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.

52      Κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λαμβανομένης υπόψη της εξέχουσας θέσεως που έχει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι σημαντικό να παρέχεται στον διάδικο η δυνατότητα αποτελεσματικής υπεράσπισης ενώπιον του δικαστηρίου και να απολαύει της αρχής της ισότητας των όπλων με τον αντίδικό του [πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Ιουνίου 2022, Zayidov κατά Αζερμπαϊτζάν (αριθ. 2), CE:ECHR:2022:0324JUD000538610, § 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Ως εκ τούτου, ο διάδικος πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχει τη δυνατότητα να τύχει κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας και να προβάλει, στα διάφορα στάδια της διαδικασίας αυτής, τα επιχειρήματα που κρίνει λυσιτελή για την υπεράσπισή του (απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιανουαρίου 1999, García Ruiz κατά Ισπανίας, CE:ECHR:1999:0121JUD003054496, § 29).

53      Επομένως, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες μπορούν να απολαύουν δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και, ιδίως, δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, κρίνεται ότι οι διάδικοι σε αστική δίκη πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να αποδειχθεί επαρκώς το βάσιμο των αιτιάσεών τους και τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των διαδίκων ή τρίτων.

54      Τούτου δοθέντος, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, η συνεκτίμηση των διακυβευομένων συμφερόντων εντάσσεται στο πλαίσιο της εξετάσεως της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του μέτρου, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του ΓΚΠΔ, και από τις οποίες εξαρτάται η νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως. πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, και ειδικότερα η αρχή της «ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων» που περιλαμβάνεται στο στοιχείο γʹ της διατάξεως αυτής, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή της ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι κατάλληλα, συναφή και να περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής), C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

55      Επομένως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να κρίνει αν η γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι πρόσφορη και κρίσιμη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκουν οι εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου και αν ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση λιγότερο παρεμβατικών αποδεικτικών μέσων υπό το πρίσμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων μεγάλου αριθμού τρίτων όπως, για παράδειγμα, η εξέταση επιλεγμένων μαρτύρων.

56      Στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται δικαιολογημένη η προσκόμιση του εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, από την εν λόγω αρχή προκύπτει επιπλέον ότι, όταν μόνον ένα μέρος των δεδομένων αυτών είναι αναγκαίο για αποδεικτικούς σκοπούς, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, όπως είναι η ψευδωνυμοποίηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4, σημείο 5, του ΓΚΠΔ, των ονομάτων των υποκειμένων των δεδομένων ή κάθε άλλου μέτρου που αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση της προσβολής του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνεπάγεται η προσκόμιση τέτοιου εγγράφου. Στα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός της προσβάσεως του κοινού στη δικογραφία ή η διαταγή προς τους διαδίκους στους οποίους γνωστοποιήθηκαν τα έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να μη χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά για σκοπό διαφορετικό από εκείνον της διεξαγωγής των αποδείξεων κατά την επίμαχη ένδικη διαδικασία.

57      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι από το άρθρο 4, σημείο 5, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 26 του οικείου κανονισμού, προκύπτει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν υποβληθεί σε ψευδωνυμοποίηση και τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν σε φυσικό πρόσωπο διά της χρήσεως συμπληρωματικών πληροφοριών θα πρέπει να θεωρούνται πληροφορίες που αφορούν φυσικό πρόσωπο δυνάμενο να ταυτοποιηθεί, επί των οποίων εφαρμόζονται οι αρχές περί προστασίας των δεδομένων. Αντιθέτως, από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι οι αρχές αυτές δεν εφαρμόζονται ούτε «σε ανώνυμες πληροφορίες, δηλαδή πληροφορίες που δεν σχετίζονται προς ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο ή σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταστεί ανώνυμα κατά τρόπο ώστε η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων να μην μπορεί ή να μην μπορεί πλέον να εξακριβωθεί».

58      Επομένως, ένα εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να κρίνει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των διαδίκων ή τρίτων πρέπει να του κοινοποιηθούν προκειμένου να μπορέσει να σταθμίσει τα διακυβευόμενα συμφέροντα με πλήρη επίγνωση και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Αναλόγως της περιπτώσεως, η εκτίμηση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στο να επιτρέψει την πλήρη ή τη μερική γνωστοποίηση στον αντίδικο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που του κοινοποιήθηκαν, εφόσον κρίνει ότι η γνωστοποίηση αυτή δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής απολαύσεως των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το άρθρο 47 του Χάρτη.

59      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 5 και 6 του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει εάν πρέπει να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οφείλει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και να τα σταθμίσει αναλόγως των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, του είδους της επίμαχης διαδικασίας, και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και, ειδικότερα, των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ανωτέρω κανονισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω μερών, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων),

έχει την έννοια ότι:

εφαρμόζεται, στο πλαίσιο αστικής δίκης, στην προσκόμιση ως αποδεικτικού στοιχείου ενός μητρώου προσωπικού το οποίο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κυρίως για σκοπούς φορολογικού ελέγχου.

2)      Τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού 2016/679

έχουν την έννοια ότι:

το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει εάν πρέπει να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οφείλει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και να τα σταθμίσει αναλόγως των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, του είδους της επίμαχης διαδικασίας και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και, ειδικότερα, των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της ελαχιστοποιήσεως των δεδομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ανωτέρω κανονισμού.

ΕΔΔΑ της 31.1.2023 (Καρανταλης κατά Ελλάδας, αριθ. προσφυγής 67398/14): έναρξη προθεσμίας για άσκηση αναίρεσης από Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης- παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), διότι ο Άρειος Πάγος έκρινε απαράδεκτη (ως εκπρόθεσμη) την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ασκήθηκε, μετά από αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά αθωωτικής πρωτόδικης απόφασης, με το σκεπτικό ότι η προθεσμία αναίρεσης στην περίπτωση αυτή άρχιζε όχι από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο, αλλά από τη δημοσίευση της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης.

Σημειώνεται, πάντως, εδώ ότι σήμερα το άρθρο 507 νέου ΚΠΔ προβλέπει ως αφετηρία έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης από τους εισαγγελείς, σε όλες τις περιπτώσεις, την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου.

 

Παρουσίαση της απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

ΕΔΔΑ της 24.1.2023 (Nikolov κατά Αυστρίας, αριθ. προσφυγής 48105/16): παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω παρακίνησης του προφεύγοντος για διάπραξη αδικημάτων (διακίνηση ναρκωτικών) από πληροφοριοδότη αστυνομίας

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) διότι τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι υπήρξε παρακίνησή του για τη διάπραξη αδικημάτων (διακίνηση ναρκωτικών) από πληροφοριοδότη της αστυνομίας, χωρίς να ληφθούν μέτρα για να πραγματοποιηθεί περαιτέρω εξέταση των σχετικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου σύμφωνα με το βάρος της απόδειξης της κατηγορούσας αρχής.

 

Παρουσίαση της απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Κείμενο απόφασης στα αγγλικά

 

ΔΕΕ της 12.1.2023 (υπόθεση C-396/21, ΚΤ, NS κατά FTI Touristik GmbH): ευθύνη διοργανωτή ταξιδιών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης σε ταξιδιωτικές υπηρεσίες που περιλαμβάνονται σε πακέτο, όταν οφείλεται σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού-μέτρα λόγω της πανδημίας COVID-19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Ιανουαρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία (ΕE) 2015/2302 – Άρθρο 14, παράγραφος 1 – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Εκτέλεση σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού – Ευθύνη του διοργανωτή – Μέτρα για την καταπολέμηση της παγκόσμιας εξάπλωσης λοιμώδους νόσου – Πανδημία της COVID‑19 – Περιορισμοί επιβληθέντες στον τόπο προορισμού και στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη καθώς και σε άλλες χώρες – Έλλειψη συμμόρφωσης των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο του πακέτου – Κατάλληλη μείωση της τιμής του πακέτου»

Στην υπόθεση C‑396/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht München I (πρωτοδικείο Μονάχου I, Γερμανία) με απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

KT,

NS

κατά

FTI Touristik GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουνίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Šindelková, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Daniel και τον A. Ferrand,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.-R. Killmann, την I. Rubene και τη C. Valero,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 326, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, δύο ταξιδιωτών, των KT και NS (στο εξής: εκκαλούντες της κύριας δίκης), και, αφετέρου, ενός διοργανωτή ταξιδιών, της FTI Touristik GmbH, με αντικείμενο το αίτημα για μείωση της τιμής ενός οργανωμένου ταξιδιού λόγω περιορισμών που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού των δύο ταξιδιωτών, προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση της πανδημίας της COVID‑19, και της πρόωρης επιστροφής τους στον τόπο της αναχώρησης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 31 και 34 της οδηγίας 2015/2302 έχουν ως εξής:

«(31)       Οι ταξιδιώτες θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου, έναντι καταβολής εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας, στην οποία συνυπολογίζεται η αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς χρέωση καταγγελίας όταν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου. Αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού.

[…]

(34)      Είναι σκόπιμο να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού. Ο ταξιδιώτης θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να απαιτεί επίλυση των προβλημάτων και, όταν σημαντικό μέρος των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που προβλέπονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού δεν μπορεί να παρασχεθεί, θα πρέπει να προσφέρ[ον]ται στον ταξιδιώτη κατάλληλοι εναλλακτικοί διακανονισμοί. Αν ο διοργανωτής δεν αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης εντός εύλογης προθεσμίας που τάσσει ο ταξιδιώτης, θα πρέπει να δύναται να το πράξει ο ίδιος ο ταξιδιώτης και να ζητήσει επιστροφή των αναγκαίων δαπανών. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα πρέπει να είναι αναγκαίος ο καθορισμός προθεσμίας, κυρίως όταν απαιτείται άμεση αποκατάσταση. Αυτό θα ίσχυε, για παράδειγμα, όταν ο ταξιδιώτης αναγκάζεται να πάρει ταξί για να προλάβει εγκαίρως την πτήση του λόγω καθυστέρησης του λεωφορείου που παρέχει ο διοργανωτής. Οι ταξιδιώτες θα πρέπει επίσης να δικαιούνται μείωση της τιμής, λύση της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και/ή αποζημίωση. Αποζημίωση θα πρέπει να παρέχεται επίσης για μη υλικές ζημίες, όπως η απώλεια απόλαυσης του ταξιδιού ή των διακοπών λόγω σοβαρών προβλημάτων κατά την τέλεση των σχετικών ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Ο ταξιδιώτης θα πρέπει να ενημερώσει τον διοργανωτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, για οιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης διαπιστώσει κατά την παροχή ταξιδιωτικής υπηρεσίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού. Η παράλειψη να το πράξει μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της αρμόζουσας μείωσης της τιμής ή της αποζημίωσης εάν η σχετική γνωστοποίηση θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτροπή ή τον περιορισμό της ζημίας.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα ακόλουθα:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού και όσο το δυνατόν ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τις συμβάσεις μεταξύ των ταξιδιωτών και των εμπόρων ταξιδιωτικών υπηρεσιών για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς.»

5        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

  1. ως “αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις” νοούνται καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα·
  2. ως “έλλειψη συμμόρφωσης” νοείται η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται σε πακέτο·

[…]».

6        Το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη για την εκτέλεση του πακέτου», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο διοργανωτής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ανεξάρτητα από το εάν οι υπηρεσίες αυτές πρόκειται να εκτελεστούν από τον διοργανωτή ή από άλλους παρόχους ταξιδιωτικών υπηρεσιών.

[…]

  1. Ο ταξιδιώτης ενημερώνει τον διοργανωτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, σχετικά με οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης διαπιστώνει κατά την εκτέλεση ταξιδιωτικής υπηρεσίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού.
  2. Εάν κάποια από τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής υποχρεούται να αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης, εκτός εάν αυτό:

α)      είναι αδύνατον· ή

β)      συνεπάγεται δυσανάλογες δαπάνες, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης της μη συμμόρφωσης και της αξίας των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που θίγονται.

Εάν ο διοργανωτής, σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, δεν αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 14.

[…]»

7        Το άρθρο 14 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μείωση της τιμής και αποζημίωση», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται κατάλληλη μείωση της τιμής για οποιαδήποτε περίοδο έλλειψης συμμόρφωσης, εκτός εάν ο διοργανωτής αποδείξει ότι η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ταξιδιώτη.

  1. Ο ταξιδιώτης δικαιούται να λάβει κατάλληλη αποζημίωση από τον διοργανωτή για οποιαδήποτε ζημία υφίσταται λόγω τυχόν έλλειψης συμμόρφωσης. Η αποζημίωση καταβάλλεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
  2. Ο ταξιδιώτης δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης, εάν ο διοργανωτής αποδείξει ότι η έλλειψη συμμόρφωσης:

α)      καταλογίζεται στον ταξιδιώτη·

β)      καταλογίζεται σε τρίτο πρόσωπο ξένο προς την παροχή των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και έχει απρόβλεπτο ή αναπότρεπτο χαρακτήρα· ή

γ)      οφείλεται σε αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις.

[…]»

 Το γερμανικό δίκαιο

8        Το άρθρο 651i του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα, στο εξής: BGB) προβλέπει τα ακόλουθα:

«(1)      Ο διοργανωτής του ταξιδιού οφείλει να παράσχει στον ταξιδιώτη το οργανωμένο ταξίδι απαλλαγμένο από ελαττώματα.

(2)      Το οργανωμένο ταξίδι είναι απαλλαγμένο από ελαττώματα εφόσον διαθέτει τα συμφωνημένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εάν δεν υφίσταται συμφωνία ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ταξιδιού, το οργανωμένο ταξίδι είναι απαλλαγμένο από ελαττώματα εφόσον

  1. είναι κατάλληλο για να καλύψει τη χρήση που προβλέπει η σύμβαση, άλλως
  2. είναι κατάλληλο για να καλύψει τη συνήθη χρήση και διαθέτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία διαθέτουν συνήθως τα οργανωμένα ταξίδια του ίδιου τύπου και τα οποία μπορεί να αναμένει ο ταξιδιώτης ανάλογα με τον τύπο του οργανωμένου ταξιδιού.

Ελάττωμα υφίσταται και στην περίπτωση που ο διοργανωτής του ταξιδιού δεν παρέχει ορισμένες ταξιδιωτικές υπηρεσίες ή τις παρέχει με αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(3)      Εάν το οργανωμένο ταξίδι παρουσιάζει ελαττώματα, ο ταξιδιώτης δύναται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζουν οι ακόλουθες διατάξεις και δεν υφίσταται άλλη πρόβλεψη,

[…]

  1. να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από μείωση της τιμής του ταξιδιού (άρθρο 651m) […]

[…]».

9        Το άρθρο 651m του BGB ορίζει τα εξής:

«Η τιμή του ταξιδιού μειώνεται για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η έλλειψη συμμόρφωσης. Σε περίπτωση μειώσεως, η τιμή του ταξιδιού μειώνεται κατά τον λόγο της αξίας που θα είχε το απαλλαγμένο από ελαττώματα οργανωμένο ταξίδι, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, διά την πραγματική του αξία. Εφόσον απαιτείται, το ύψος της μειώσεως καθορίζεται κατόπιν εκτιμήσεως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Στις 30 Δεκεμβρίου 2019 οι εκκαλούντες της κύριας δίκης αγόρασαν από την FTI Touristik οργανωμένο ταξίδι το οποίο περιλάμβανε, αφενός, πτήση μετ’ επιστροφής από Γερμανία προς Γκραν Κανάρια (Ισπανία) και, αφετέρου, διαμονή στην εν λόγω νήσο για το χρονικό διάστημα από 13 έως 27 Μαρτίου 2020. Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης μετέβησαν πράγματι στον τόπο προορισμό τους, όπως είχαν προγραμματίσει.

11      Ωστόσο, στις 15 Μαρτίου 2020 οι ισπανικές αρχές έλαβαν μέτρα σε ολόκληρη την ισπανική επικράτεια για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 τα οποία συνεπάγονταν, μεταξύ άλλων, τον αποκλεισμό της πρόσβασης στις παραλίες της Γκραν Κανάρια και την εφαρμογή σε αυτήν απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης επετράπη, συνεπώς, στους πελάτες να εξέρχονται των δωματίων τους μόνον προκειμένου να γευματίσουν, η δε πρόσβαση στις πισίνες και στις ξαπλώστρες αποκλείστηκε και το πρόγραμμα ψυχαγωγίας ματαιώθηκε. Στις 18 Μαρτίου 2020 οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ενημερώθηκαν ότι έπρεπε να βρίσκονται σε ετοιμότητα προκειμένου να αναχωρήσουν από το νησί ανά πάσα στιγμή, τη δε μεθεπόμενη μέρα υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Γερμανία.

12      Κατά την επιστροφή τους, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ζήτησαν από την FTI Touristik να μειώσει την τιμή του οργανωμένου ταξιδιού τους κατά 70 %, ήτοι κατά το ποσό των 1 018,50 ευρώ. Η FTI Touristik απέρριψε το αίτημα, φρονώντας ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για περίσταση που συνιστούσε «γενικό κίνδυνο ζωής». Κατόπιν της απορρίψεως από την εταιρία του εν λόγω αιτήματος, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή ενώπιον του Amtsgericht München (ειρηνοδικείου Μονάχου, Γερμανία) προκειμένου να τους επιδικαστεί η ζητηθείσα μείωση της τιμής.

13      Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2020, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι τα μέτρα που είχαν λάβει οι ισπανικές αρχές για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 αποτελούσαν μέτρα προστασίας της υγείας των εκκαλούντων της κύριας δίκης και ότι η προστασία αυτή δεν συνεπαγόταν «ελάττωμα» του οργανωμένου ταξιδιού τους, κατά την έννοια του άρθρου 651i του BGB. Το ίδιο δικαστήριο υπογραμμίζει, συναφώς, ότι οι εκμεταλλευόμενοι το ξενοδοχείο στο οποίο διέμειναν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ήταν υποχρεωμένοι να λάβουν μέτρα για την προστασία των πελατών τους.

14      Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου Landgericht München I (πρωτοδικείου Μονάχου Ι, Γερμανία). Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι ασφαλώς δυνατό να θεωρηθεί ότι ο διοργανωτής οργανωμένου ταξιδιού υπέχει ευθύνη για ελάττωμα το οποίο φέρουν οι οικείες ταξιδιωτικές υπηρεσίες και οφείλεται στην εφαρμογή των μέτρων προστασίας της υγείας, δεδομένης της αντικειμενικής ευθύνης του διοργανωτή που προβλέπεται στο άρθρο 651i του BGB. Εντούτοις, κατά τον χρόνο του ταξιδιού των εκκαλούντων της κύριας δίκης, μέτρα παρόμοια με αυτά που έλαβαν οι ισπανικές αρχές για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 είχαν ληφθεί και στη Γερμανία, οπότε τα επιβληθέντα στον τόπο προορισμού μέτρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «συνήθεις περιστάσεις» που επικράτησαν σε ολόκληρη την Ευρώπη λόγω της πανδημίας και όχι ως έκτακτες περιστάσεις οι οποίες αφορούσαν τον συγκεκριμένο τόπο προορισμού.

15      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι ανωτέρω επιβληθέντες περιορισμοί εντάσσονται στον «γενικό κίνδυνο ζωής» που αποκλείει την ευθύνη του διοργανωτή του οικείου οργανωμένου ταξιδιού. Επικαλείται, συναφώς, απόφαση του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), με την οποία κατ’ ουσίαν κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η συμβατική εγγύηση στον τομέα των ταξιδιών μπορεί να περιοριστεί όσον αφορά περιστάσεις που εμπίπτουν αποκλειστικά στην προσωπική σφαίρα του ταξιδιώτη ή στο πλαίσιο των οποίων πραγματώνεται κίνδυνος το βάρος του οποίου καλείται να φέρει ο ταξιδιώτης και στην καθημερινή του ζωή. Επομένως, ο ταξιδιώτης υποχρεούται να φέρει το βάρος των κινδύνων που συνδέονται με δραστηριότητα εμπίπτουσα στον «γενικό κίνδυνο ζωής» στις περιπτώσεις που ουδόλως μπορεί να καταλογιστεί στον διοργανωτή του ταξιδιού παράβαση υποχρέωσης ή άλλη γενεσιουργός αιτία ευθύνης. Τούτο ισχύει όταν, ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στο οργανωμένο ταξίδι ταξιδιωτικών παροχών, ο ταξιδιώτης υποστεί κάποιο ατύχημα στον τόπο των διακοπών του, ασθενήσει, καταστεί θύμα ποινικού αδικήματος ή, για οποιονδήποτε άλλον προσωπικό λόγο, δεν μπορεί πλέον να επωφεληθεί των οικείων παροχών.

16      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ακόμη ότι, μολονότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2015/2302, οι συντάκτες της οδηγίας συμπεριέλαβαν στις «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, την «εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό», εντούτοις μπορεί να υποτεθεί ότι οι εν λόγω συντάκτες δεν είχαν εξετάσει την περίπτωση πανδημίας.

17      Υπό τις ως άνω περιστάσεις, το Landgericht München I (πρωτοδικείο Μονάχου Ι, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστούν οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί λόγω λοιμώδους νόσου η οποία έχει εξαπλωθεί στον ταξιδιωτικό προορισμό έλλειψη συμμόρφωσης κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας [2015/2302], ακόμη και αν, λόγω της παγκόσμιας μετάδοσης της λοιμώδους νόσου, τέτοιοι περιορισμοί έχουν επιβληθεί τόσο στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη όσο και σε άλλες χώρες;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

18      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται μείωση της τιμής του οργανωμένου ταξιδιού του, όταν τυχόν έλλειψη συμμόρφωσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο πακέτο οφείλεται σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού του ταξιδιώτη προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση λοιμώδους νόσου και όταν έχουν επιβληθεί τέτοιοι περιορισμοί και στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη καθώς και σε άλλες χώρες λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης της συγκεκριμένης λοιμώδους νόσου.

19      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης επιβάλλεται η συνεκτίμηση όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, του ιστορικού της θεσπίσεώς της (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2022, IG Metall και ver.di, C‑677/20, EU:C:2022:800, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Όσον αφορά, κατά πρώτον, το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, η διάταξη αυτή ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται κατάλληλη μείωση της τιμής για οποιαδήποτε περίοδο έλλειψης συμμόρφωσης, εκτός εάν ο διοργανωτής αποδείξει ότι η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ταξιδιώτη.

21      Επομένως, από το γράμμα της διάταξης προκύπτει ότι το δικαίωμα του ταξιδιώτη για μείωση της τιμής του πακέτου εξαρτάται από τη μοναδική προϋπόθεση ότι οι παρασχεθείσες ταξιδιωτικές υπηρεσίες παρουσιάζουν έλλειψη συμμόρφωσης. Κατά το άρθρο 3, σημείο 13, της οδηγίας 2015/2302, ως «έλλειψη συμμόρφωσης» νοείται η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται σε πακέτο.

22      Συνεπώς, η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών αρκεί ώστε να παράσχει στον ταξιδιώτη το δικαίωμα να επιτύχει την εκ μέρους του διοργανωτή που του πώλησε το πακέτο μείωση της τιμής αυτού. Η αιτία της έλλειψης συμμόρφωσης –μεταξύ άλλων το κατά πόσον αυτή μπορεί να αποδοθεί στον διοργανωτή– δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 17 των προτάσεών της, η διαπίστωση της έλλειψης συμμόρφωσης είναι αντικειμενική, υπό την έννοια ότι απαιτεί μόνο σύγκριση μεταξύ των υπηρεσιών που περιλαμβάνονταν στο πακέτο που αγόρασε ο ταξιδιώτης με εκείνες που πράγματι παρασχέθηκαν σε αυτόν.

23      Το γράμμα της ίδιας διάταξης προβλέπει μία μόνον εξαίρεση από το εν λόγω δικαίωμα του ταξιδιώτη, ήτοι όταν η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ίδιο. Λαμβανομένου υπόψη του σαφούς νοήματος της εξαίρεσης αυτής και της στενής ερμηνείας της οποίας τυγχάνει κάθε εξαίρεση, η συγκεκριμένη εξαίρεση δεν μπορεί να αφορά άλλες περιπτώσεις πλην εκείνων όπου η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ταξιδιώτη.

24      Από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει, ως εκ τούτου, ότι η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται σε πακέτο παρέχει στον οικείο ταξιδιώτη το δικαίωμα να τύχει μείωσης της τιμής υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, πλην εκείνης όπου η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση καταλογίζεται στον ίδιο. Συνεπώς, το ζήτημα αν η έλλειψη συμμόρφωσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών καταλογίζεται στον διοργανωτή ή σε άλλα πρόσωπα –πλην του ταξιδιώτη– ή αν αυτή οφείλεται σε περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του διοργανωτή, όπως είναι οι «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, της οδηγίας 2015/2302, δεν ασκεί επιρροή ως προς την ύπαρξη του δικαιώματος του ταξιδιώτη να τύχει μείωσης της τιμής.

25      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη εντάσσεται στο εναρμονισμένο καθεστώς συμβατικής ευθύνης των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών το οποίο καθιερώνουν τα άρθρα 13 και 14 της οδηγίας, τα οποία εμπίπτουν στο κεφάλαιο IV αυτής με τίτλο «Εκτέλεση του πακέτου». Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εν λόγω καθεστώτος ευθύνης είναι η αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή και ο περιοριστικός καθορισμός των περιπτώσεων στις οποίες αυτός μπορεί να απαλλαγεί από τη συγκεκριμένη ευθύνη.

26      Ειδικότερα, το άρθρο 13 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη για την εκτέλεση του πακέτου», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο διοργανωτής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ανεξάρτητα από το εάν οι υπηρεσίες αυτές πρόκειται να εκτελεστούν από τον διοργανωτή ή από άλλους παρόχους ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι, εάν κάποια από τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης και, στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να το πράξει, εφαρμόζεται το άρθρο 14 της οδηγίας.

27      Το άρθρο 14 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μείωση της τιμής και αποζημίωση», παρέχει, πέραν του δικαιώματος του ταξιδιώτη για μείωση της τιμής το οποίο προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, το αυτοτελές δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο προσδιορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου. Το συγκεκριμένο δικαίωμα λήψης αποζημίωσης από τον διοργανωτή αφορά οποιαδήποτε ζημία την οποία υφίσταται ο ταξιδιώτης λόγω της έλλειψης συμμόρφωσης των παρεχόμενων ταξιδιωτικών υπηρεσιών, εκτός αν η έλλειψη συμμόρφωσης είτε καταλογίζεται στον ίδιο τον ταξιδιώτη ή σε τρίτο πρόσωπο ξένο προς την παροχή των οικείων ταξιδιωτικών υπηρεσιών και έχει απρόβλεπτο ή αναπότρεπτο χαρακτήρα είτε οφείλεται σε «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις». Όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 23 των προτάσεών της, από τη διάρθρωση του άρθρου 14 της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα αποζημίωσης αφορούν ειδικά το δικαίωμα αυτό και δεν είναι δυνατόν να επεκταθούν στο δικαίωμα για μείωση της τιμής.

28      Συνεπώς, η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 επιρρωννύει τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης αυτής, καθόσον από τη συστηματική ερμηνεία προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη εντάσσεται σε καθεστώς ευθύνης το οποίο συγκεντρώνει τη συμβατική ευθύνη στο πρόσωπο του διοργανωτή.

29      Όσον αφορά, κατά τρίτον, τον σκοπό τον οποίον επιδιώκει η οδηγία 2015/2302, από το άρθρο 1 της οδηγίας προκύπτει ότι ο σκοπός αυτός συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. Επομένως, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιρρωννύεται, επίσης, από την τελολογική ερμηνεία της. Ειδικότερα, διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών μέσω της παροχής στους ταξιδιώτες δικαιώματος για μείωση της τιμής σε κάθε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης των παρεχόμενων ταξιδιωτικών υπηρεσιών, ανεξαρτήτως της αιτίας και του καταλογισμού της εν λόγω έλλειψης συμμόρφωσης και με μοναδική εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό την περίπτωση που η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ταξιδιώτη.

30      Τέλος, κατά τέταρτον, το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας 2015/2302 ενισχύει επίσης τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 25 των προτάσεών της, η αρχική πρόταση της συγκεκριμένης οδηγίας προέβλεπε τις ίδιες εξαιρέσεις όσον αφορά τόσο το δικαίωμα για μείωση της τιμής του πακέτου όσο και το δικαίωμα του ταξιδιώτη να λάβει αποζημίωση. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα για μείωση της τιμής διαχωρίστηκαν από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα για λήψη αποζημίωσης.

31      Συνεπώς, από το γράμμα και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 καθώς και από τον σκοπό και το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι ο ταξιδιώτης έχει δικαίωμα να τύχει μείωσης της τιμής του πακέτου το οποίο έχει αγοράσει σε κάθε περίπτωση που οι παρεχόμενες ταξιδιωτικές υπηρεσίες παρουσιάζουν έλλειψη συμμόρφωσης, πλην μίας μόνον περίπτωσης, ήτοι εκείνης όπου η έλλειψη συμμόρφωσης καταλογίζεται στον ίδιο τον ταξιδιώτη. Επομένως, στον ταξιδιώτη παρέχεται το δικαίωμα για μείωση της τιμής ανεξαρτήτως του αν η έλλειψη συμμόρφωσης οφείλεται σε «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις» που εκφεύγουν από τον έλεγχο του διοργανωτή.

32      Εν προκειμένω –και υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο– η έλλειψη συμμόρφωσης των υπό κρίση ταξιδιωτικών υπηρεσιών οφείλεται σε υγειονομικά μέτρα που ελήφθησαν στον τόπο προορισμού των εκκαλούντων της κύριας δίκης προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση της πανδημίας της COVID‑19.

33      Τα εν λόγω υγειονομικά μέτρα, όπως και το γεγονός ότι ελήφθησαν παρόμοια μέτρα στον τόπο κατοικίας των εκκαλούντων της κύριας δίκης καθώς και σε άλλες χώρες, δεν παρακωλύουν το δικαίωμα των εκκαλούντων να τύχουν μειώσεως της τιμής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302. Το ζήτημα, ιδίως, αν, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, πρώτον, τα μέτρα που ελήφθησαν για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 θα μπορούσαν να θεωρηθούν όχι ως έκτακτες περιστάσεις, αλλά ως συνήθεις περιστάσεις, δεδομένου ότι είχαν ληφθεί σε πολλές άλλες χώρες, και αν, δεύτερον, τα μέτρα αυτά και οι συνέπειές τους εντάσσονται στον «γενικό κίνδυνο ζωής» το βάρος του οποίου υποχρεούται να φέρει ο ταξιδιώτης δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τον προσδιορισμό του αν υφίσταται δικαίωμά του για μείωση της τιμής του οικείου πακέτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302.

34      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, η διαπίστωση της έλλειψης συμμόρφωσης των παρασχεθεισών υπηρεσιών απαιτεί μόνο σύγκριση μεταξύ των υπηρεσιών που περιλαμβάνονταν στο πακέτο που αγόρασε ο ταξιδιώτης και των υπηρεσιών που πράγματι παρασχέθηκαν σε αυτόν, οπότε ο έκτακτος ή συνήθης χαρακτήρας των περιστάσεων που περιέβαλαν την οικεία έλλειψη συμμόρφωσης δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το αν παρέχεται το εν λόγω δικαίωμα. Επιπλέον, μολονότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν οι δημόσιες αρχές στον ταξιδιώτη λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 συνιστούν κίνδυνο για εκείνον, εντούτοις η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση υπηρεσιών οργανωμένου ταξιδιού που οφείλονται στους εν λόγω περιορισμούς δεν μπορούν να καταλογιστούν στον ταξιδιώτη. Πλην όμως, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, μόνον ένας τέτοιος καταλογισμός μπορεί να απαλλάξει τον διοργανωτή από την υποχρέωσή του να χορηγήσει στον ταξιδιώτη μείωση της τιμής του πακέτου που αυτός αγόρασε στην περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης των παρασχεθεισών υπηρεσιών.

35      Το επιχείρημα της Τσεχικής Κυβέρνησης ότι η τήρηση της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στον τόπο προορισμού του ταξιδιού αποτελεί σιωπηρή ρήτρα κάθε σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, οπότε η τήρηση των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνουν οι αρχές στον τόπο προορισμού του ταξιδιού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης των παρασχεθεισών υπηρεσιών, δεν αναιρεί τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως. Ειδικότερα, μολονότι είναι αληθές ότι η τήρηση μιας τέτοιας ρύθμισης επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη μιας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού ανεξαρτήτως τυχόν μνείας της στη σύμβαση και ότι η τήρηση της ρύθμισης αυτής από τον διοργανωτή μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διαπίστωση έλλειψης συμμόρφωσης των παρασχεθεισών ταξιδιωτικών υπηρεσιών, εντούτοις η εν λόγω έλλειψη συμμόρφωσης δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να καταλογιστεί στον ταξιδιώτη, με αποτέλεσμα ο ταξιδιώτης να δικαιούται μείωση της τιμής του πακέτου που αγόρασε. Δεδομένου δε ότι το δικαίωμα για μείωση του τιμήματος εδράζεται σε αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, δεν ασκεί επιρροή συναφώς ούτε το γεγονός ότι η οικεία έλλειψη συμμόρφωσης δεν μπορεί ομοίως να αποδοθεί στον διοργανωτή.

36      Στο πλαίσιο της εκτίμησης του ζητήματος αν υφίσταται δικαίωμα για μείωση της τιμής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, το αιτούν δικαστήριο οφείλει ακόμη να λάβει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία.

37      Κατά πρώτον, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής με το άρθρο 3, σημείο 13, της οδηγίας 2015/2302, η υποχρέωση του διοργανωτή να προβεί σε τέτοια μείωση της τιμής εκτιμάται μόνο σε σχέση με τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες οι οποίες περιλαμβάνονταν στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και οι οποίες δεν εκτελέστηκαν ή εκτελέστηκαν πλημμελώς. Ο διοργανωτής δεν υποχρεούται να παράσχει αντιστάθμισμα για υπηρεσίες τις οποίες δεν δεσμεύθηκε να παράσχει. Κατά τον τρόπο αυτόν, η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού περιορίζει τη συγκεκριμένη υποχρέωση του διοργανωτή.

38      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 2015/2302, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, οι υποχρεώσεις του διοργανωτή που απορρέουν από μια τέτοια σύμβαση δεν μπορούν, εντούτοις, να ερμηνεύονται περιοριστικώς. Επομένως, οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν όχι μόνον εκείνες που προβλέπονται ρητώς στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, αλλά και εκείνες που συνδέονται με αυτές και απορρέουν από τον σκοπό της σύμβασης (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Kuoni Travel, C‑578/19, EU:C:2021:213, σκέψη 45). Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, βάσει των υπηρεσιών που όφειλε να παράσχει ο διοργανωτής, όπως αυτές προβλέπονταν στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού την οποία είχε συνάψει με τους εκκαλούντες της κύριας δίκης, αν, μεταξύ άλλων, ο αποκλεισμός της πρόσβασης στις πισίνες του ξενοδοχείου, η έλλειψη προγράμματος ψυχαγωγίας σε αυτό καθώς και η αδυναμία πρόσβασης στις παραλίες της Γκραν Κανάρια και επίσκεψης της νήσου κατόπιν της εφαρμογής των μέτρων που έλαβαν οι ισπανικές αρχές για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19 είναι δυνατό να συνιστούν μη εκτέλεση ή πλημμελή εκτέλεση της σύμβασης από τον διοργανωτή.

39      Κατά δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, η μείωση της τιμής του πακέτου πρέπει να είναι η κατάλληλη για κάθε περίοδο έλλειψης συμμόρφωσης. Η εκτίμηση της καταλληλότητας πρέπει, όπως και η διαπίστωση της έλλειψης συμμόρφωσης, να διενεργείται αντικειμενικώς, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων του διοργανωτή με γνώμονα τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού. Επομένως, η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να στηρίζεται σε υπολογισμό της αξίας των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονταν στο πακέτο και δεν εκτελέστηκαν ή εκτελέστηκαν πλημμελώς, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της εν λόγω μη εκτέλεσης ή πλημμελούς εκτέλεσης και της αξίας του πακέτου. Η μείωση της τιμής του πακέτου πρέπει να αντιστοιχεί στην αξία των ταξιδιωτικών υπηρεσιών ως προς τις οποίες διαπιστώθηκε έλλειψη συμμόρφωσης.

40      Κατά τρίτον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 34 και από το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, ο ταξιδιώτης υποχρεούται να ενημερώσει τον διοργανωτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, σχετικά με τις περιπτώσεις έλλειψης συμμόρφωσης τις οποίες έχει διαπιστώσει στο πλαίσιο της εκτέλεσης ταξιδιωτικής υπηρεσίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού. Η παράλειψή του να το πράξει μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού της μείωσης της τιμής στην περίπτωση που η σχετική γνωστοποίηση θα είχε ενδεχομένως ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της διάρκειας της έλλειψης συμμόρφωσης.

41      Εν προκειμένω, καθόσον οι συγκεκριμένες περιπτώσεις έλλειψης συμμόρφωσης οφείλονταν στα μέτρα που έλαβαν οι ισπανικές αρχές για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας της COVID‑19, η εκ μέρους των εκκαλούντων της κύριας δίκης γνωστοποίηση των εν λόγω περιπτώσεων έλλειψης συμμόρφωσης δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της διάρκειάς τους. Επομένως, η παράλειψη γνωστοποίησης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού της συγκεκριμένης μείωσης της τιμής.

42      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται μείωση της τιμής του οργανωμένου ταξιδιού του, όταν τυχόν έλλειψη συμμόρφωσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο πακέτο οφείλεται σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού του ταξιδιώτη προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση λοιμώδους νόσου και όταν έχουν επιβληθεί τέτοιοι περιορισμοί και στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη καθώς και σε άλλες χώρες λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης της λοιμώδους νόσου. Για να είναι κατάλληλη η μείωση αυτή, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο πακέτο και να αντιστοιχεί στην αξία των υπηρεσιών ως προς τις οποίες διαπιστώθηκε η έλλειψη συμμόρφωσης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου,

έχει την έννοια ότι:

ο ταξιδιώτης δικαιούται μείωση της τιμής του οργανωμένου ταξιδιού του, όταν τυχόν έλλειψη συμμόρφωσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο πακέτο οφείλεται σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν στον τόπο προορισμού του ταξιδιώτη προκειμένου να καταπολεμηθεί η εξάπλωση λοιμώδους νόσου και όταν έχουν επιβληθεί τέτοιοι περιορισμοί και στον τόπο κατοικίας του ταξιδιώτη καθώς και σε άλλες χώρες λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης της λοιμώδους νόσου. Για να είναι κατάλληλη η μείωση αυτή, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο πακέτο και να αντιστοιχεί στην αξία των υπηρεσιών ως προς τις οποίες διαπιστώθηκε η έλλειψη συμμόρφωσης.

ΕΔΔΑ της 8.12.2022 (Yakovlyev κατά Ουκρανίας, αριθ. προσφυγής 42010/18): εξαναγκασμός σε υποχρεωτική σίτιση κρατουμένου με σκοπό την καταστολή των διαμαρτυριών του συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, αν δεν προκύπτει κίνδυνος για τη ζωή του

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο εξαναγκασμός σε υποχρεωτική σίτιση κρατουμένου, που βρίσκεται σε απεργία πείνας, διαμαρτυρόμενος για τις συνθήκες κράτησής του, δύο μόλις εβδομάδες μετά την έναρξη της απεργίας πείνας και χωρίς επαρκείς εξηγήσεις στην ιατρική εξέταση ως προς τον επικείμενο κίνδυνο για τη ζωή του, με μοναδικό σκοπό την καταστολή της διαμαρτυρίας του, συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση).

 

Παρουσίαση απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Κείμενο απόφασης στα αγγλικά

 

 

ΔΕΕ της 15.11.2022 (υπόθεση C-646/20, Senatsverwaltung für Inneres und Sport, Standesamtsaufsicht κατά TB): πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4 Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27.11.2003

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 15ης Νοεμβρίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας – Διαζύγιο – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Άρθρο 2, σημείο 4, και άρθρο 21 – Έννοια της “αποφάσεως” – Αναγνώριση σε κράτος μέλος της λύσης γάμου η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των συζύγων και απαγγέλθηκε από ληξίαρχο άλλου κράτους μέλους – Κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται “απόφαση”»

Στην υπόθεση C‑646/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Senatsverwaltung für Inneres und Sport, Standesamtsaufsicht,

κατά

TB,

παρισταμένων των:

Standesamt Mitte von Berlin,

RD,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, E. Regan, M. Safjan (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.‑C. Bonichot, S. Rodin, I. Jarukaitis, A. Kumin, M. Gavalec, Z. Csehi και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, M. Hellmann και U. Kühne,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Daniel και A.‑L. Desjonquères,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. Natale, avvocato dello Stato,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Leupold, M. Wilderspin και W. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαΐου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Senatsverwaltung für Inneres und Sport, Standesamtsaufsicht (Υπουργείου Εσωτερικών και Αθλητισμού, αρμόδιας αρχής για την εποπτεία των ληξιαρχείων, Γερμανία, στο εξής: αρμόδια αρχή για την εποπτεία των ληξιαρχείων) και της TB, σχετικά με την άρνηση της ως άνω αρχής να επιτρέψει την καταχώριση, στο γερμανικό μητρώο γάμων, του διαζυγίου μεταξύ της TB και του RD, το οποίο επήλθε εξωδικαστικώς στην Ιταλία, ελλείψει προηγούμενης αναγνώρισης του διαζυγίου αυτού από την αρμόδια γερμανική δικαστική αρχή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η Σύμβαση των Βρυξελλών

3        Το άρθρο 25 της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), ορίζει τα εξής:

«Ως απόφαση, κατά την έννοια της παρούσας Συμβάσεως, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα.»

 Ο κανονισμός Βρυξέλλες IIα

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 8, 21 και 22 του κανονισμού Βρυξέλλες IIα είχαν ως εξής:

«(1)      Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Προς το σκοπό αυτό, η Κοινότητα πρέπει να θεσπίσει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι αναγκαία για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε όρισε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ως ακρογωνιαίο λίθο για τη δημιουργία ενιαίου δικαστικού χώρου […].

[…]

(8)      Όσον αφορά τις αποφάσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στη λύση του συζυγικού δεσμού και δεν θα πρέπει να επηρεάζει θέματα όπως οι λόγοι του διαζυγίου, οι περιουσιακές συνέπειες του γάμου ή άλλα συναφή ζητήματα.

[…]

(21)      Η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οι λόγοι της μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.

(22)      Τα δημόσια έγγραφα και οι συμφωνίες μεταξύ των μερών που είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος θα πρέπει να εξομοιούνται προς “αποφάσεις” για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων αναγνώρισης και εκτέλεσης.»

5        Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού όριζε τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν:

α)      το διαζύγιο, το δικαστικό χωρισμό ή την ακύρωση του γάμου των συζύγων·

β)      την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας.

[…]

  1. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

[…]

ε)      στις υποχρεώσεις διατροφής·

[…]».

6        Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού όριζε τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      Ο όρος “δικαστήριο” καλύπτει όλες τις αρχές των κρατών μελών που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1. […]

[…]

3)      Ο όρος “κράτος μέλος” περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη εξαιρουμένης της Δανίας.

4)      Ο όρος “απόφαση” περιλαμβάνει κάθε απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, καθώς και κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως ονομασίας της, όπως “διαταγή”, “διάταξη” ή “απόφαση”·

[…]».

7        Υπό τον τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση», το κεφάλαιο III του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα περιλάμβανε το τμήμα 1, με τίτλο «Αναγνώριση», στο οποίο περιλαμβάνονταν τα άρθρα 21 έως 27 του κανονισμού αυτού.

8        Το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού προέβλεπε τα εξής:

«1.      «Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία.

  1. Ειδικότερα, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί, χωρίς καμία ειδική διαδικασία, να επιφέρει τροποποιήσεις στα ληξιαρχικά βιβλία του βάσει αποφάσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου που εκδίδεται σε άλλο κράτος μέλος και δεν υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

[…]»

9        Το άρθρο 22 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Λόγοι μη αναγνώρισης αποφάσεων που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου», όριζε τα εξής:

«Αποφάσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν αναγνωρίζονται:

α)      αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης·

[…]».

10      Το άρθρο 25 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα όριζε τα εξής:

«Αποφάσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν μπορούν να μην αναγνωρισθούν με την αιτιολογία ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους αναγνώρισης δεν επιτρέπει διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου στη βάση των ιδίων γεγονότων.»

11      Το τμήμα 3, με τίτλο «Διατάξεις κοινές στα τμήματα 1 και 2», του κεφαλαίου III του εν λόγω κανονισμού περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 39 αυτού, το οποίο όριζε τα εξής:

«Το αρμόδιο δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης εκδίδει, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους, πιστοποιητικό χρησιμοποιώντας το έντυπο που επισυνάπτεται στο παράρτημα I (αποφάσεις εκδιδόμενες για γαμικές διαφορές) ή στο παράρτημα II (αποφάσεις για τη γονική μέριμνα).»

12      Το τμήμα 5 του κεφαλαίου III, με τίτλο «Δημόσια έγγραφα και συμφωνίες», περιλάμβανε μόνον το άρθρο 46 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο όριζε τα εξής:

«Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε κράτος μέλος καθώς και οι συμφωνίες μεταξύ των μερών οι οποίες είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος όπου συνήφθησαν, αναγνωρίζονται και καθίστανται εκτελεστοί(-ά) υπό τους ίδιους όρους όπως και οι αποφάσεις.»

 Ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙβ

13      Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2022, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (ΕΕ 2019, L 178, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2020, L 347, σ. 52, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙβ), που αναδιατυπώνει τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα, κατήργησε, σύμφωνα με το άρθρο του 104, παράγραφος 1, τον τελευταίο κανονισμό από την 1η Αυγούστου 2022. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα εξακολουθεί να εφαρμόζεται ως προς τις αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές που ασκήθηκαν, τα δημόσια έγγραφα που συντάχθηκαν ή καταχωρίστηκαν επίσημα και τις συμφωνίες που κατέστησαν εφαρμοστέες στο κράτος μέλος στο οποίο συνάφθηκαν πριν από την 1η Αυγούστου 2022. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του κρίσιμου χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, αυτή διέπεται από τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα.

14      Η αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος “δικαστήριο” θα πρέπει να νοείται με την ευρεία έννοια, ώστε να καλύπτει όχι μόνο τα δικαστήρια που ασκούν δικαστικά καθήκοντα, αλλά και διοικητικές αρχές ή άλλες αρχές, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι, που ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα σε ορισμένες γαμικές διαφορές ή διαφορές γονικής μέριμνας. Κάθε συμφωνία που εγκρίνεται από το δικαστήριο κατόπιν εξέτασης της ουσίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και διαδικασία θα πρέπει να αναγνωρίζεται ή να εκτελείται ως “απόφαση”. Άλλες συμφωνίες, οι οποίες αποκτούν δεσμευτική νομική ισχύ στο κράτος μέλος προέλευσης μετά από την τυπική παρέμβαση δημόσιας αρχής ή άλλης αρχής όπως έχει κοινοποιηθεί για τον σκοπό αυτό στην Επιτροπή από κράτος μέλος, θα πρέπει να τίθενται σε ισχύ σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις για τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες στον παρόντα κανονισμό. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των απλών ιδιωτικών συμφωνιών. Ωστόσο, θα πρέπει να κυκλοφορούν οι συμφωνίες που δεν συνιστούν ούτε απόφαση ούτε δημόσιο έγγραφο, αλλά έχουν καταχωριστεί από αρμόδια προς τούτο δημόσια αρχή. Σε αυτές τις δημόσιες αρχές θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται οι συμβολαιογράφοι που καταχωρίζουν συμφωνίες, ακόμα και όταν ασκούν ελεύθερο επάγγελμα.»

15      Το άρθρο 30 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία ειδική διαδικασία.

  1. Ειδικότερα, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί, χωρίς καμία ειδική διαδικασία, να επιφέρει τροποποιήσεις στα ληξιαρχικά βιβλία του βάσει αποφάσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου που εκδίδεται σε άλλο κράτος μέλος και δεν υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

[…]»

16      Το άρθρο 65 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.       Τα δημόσια έγγραφα και οι συμφωνίες για τον δικαστικό χωρισμό και το διαζύγιο τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία. Το τμήμα 1 του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζεται αναλόγως, εκτός αν άλλως προβλέπεται στο παρόν τμήμα.

  1. Τα δημόσια έγγραφα και οι συμφωνίες σε διαφορές γονικής μέριμνας τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και είναι εκτελεστά στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται και εκτελούνται σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται κήρυξη της εκτελεστότητας. Τα τμήματα 1 και 3 του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται αναλόγως, εκτός αν άλλως προβλέπεται στο παρόν τμήμα.»

 Το γερμανικό δίκαιο

17      Το άρθρο 97, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Gesetz über das Verfahren in Familiensachen und in den Angelegenheiten der freiwilligen Gerichtsbarkeit (νόμου περί της διαδικασίας σε οικογενειακές υποθέσεις και υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας), της 17ης Δεκεμβρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 2586), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: FamFG), ορίζει ότι «[ο]ι διατάξεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θίγονται» από εκείνες του FamFG.

18      Το άρθρο 107 του FamFG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων σε γαμικές διαφορές», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι εκδοθείσες στην αλλοδαπή αποφάσεις, με τις οποίες ο γάμος ακυρώνεται ή λύεται, αναγνωρίζονται μόνον εφόσον η αρμόδια δικαστική αρχή του ομόσπονδου κράτους έχει διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της αναγνώρισης. Εάν η απόφαση προέρχεται από δικαστήριο ή αρχή κράτους του οποίου την ιθαγένεια είχαν αμφότεροι οι σύζυγοι κατά τον χρόνο έκδοσής της, η αναγνώριση δεν προϋποθέτει διαπίστωση της αρμόδιας δικαστικής αρχής του ομόσπονδου κράτους.»

19      Το άρθρο 3 του Personenstandsgesetz (νόμου περί προσωπικής κατάστασης), της 19ης Φεβρουαρίου 2007 (BGBl. 2007 I, σ. 122), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: PStG), φέρει τον τίτλο «Μητρώο προσωπικής κατάστασης». Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η υπηρεσία ληξιαρχείου τηρεί:

1)      μητρώο γάμων (άρθρο 15),

[…]».

20      Το άρθρο 5 του PStG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση του μητρώου προσωπικής κατάστασης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι καταχωρίσεις στο μητρώο συμπληρώνονται και διορθώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου (ενημέρωση).»

21      Το άρθρο 16 του PStG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η καταχώριση που αφορά τον γάμο αναφέρει τις μεταγενέστερες πράξεις που αφορούν

[…]

3)      την ακύρωση του γάμου ή το διαζύγιο,

[…]».

 Το ιταλικό δίκαιο

22      Η decreto-legge n° – 132 Misure urgenti di degiudizionalizzazione ed altri interventi per la definizione dell’arretrato in materia di processo civile (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132 περί επειγόντων μέτρων για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών και άλλων παρεμβάσεων για τον περιορισμό των καθυστερήσεων στις αστικές διαδικασίες), της 12ης Σεπτεμβρίου 2014 (GURI αριθ. 212, της 12ης Σεπτεμβρίου 2014), η οποία, κατόπιν τροποποιήσεων, μετατράπηκε στον νόμο 162 της 10ης Νοεμβρίου 2014 (στο εξής: GURI αριθ. 261, της 10ης Νοεμβρίου 2014) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014), ορίζει στα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 12, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χωρισμός με κοινή συναίνεση, αίτηση λύσης ή παύσης των αστικών συνεπειών του γάμου και τροποποίηση των όρων του χωρισμού ή του διαζυγίου ενώπιον του ληξίαρχου», ότι οι σύζυγοι, με τη συνδρομή ενδεχομένως δικηγόρου, μπορούν να συνάψουν, ενώπιον του αρμόδιου ληξίαρχου, συμφωνία λύσης ή παύσης των αστικών συνεπειών του γάμου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω σύζυγοι δεν έχουν ανήλικα τέκνα ή ενήλικα τέκνα τα οποία δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, πάσχουν από σοβαρή αναπηρία ή δεν είναι οικονομικώς ανεξάρτητα.

23      Το άρθρο 12, παράγραφος 3, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014 προβλέπει, εξάλλου, ότι ο ληξίαρχος λαμβάνει από έκαστο των μερών αυτοπροσώπως δήλωση ότι επιθυμεί τη λύση ή την παύση των αστικών συνεπειών του γάμου, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ τους, ότι η συμφωνία δεν μπορεί να αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, ότι το έγγραφο που περιέχει τη συμφωνία συντάσσεται και υπογράφεται αμέσως μετά την παραλαβή των δηλώσεων των συζύγων, ότι η εν λόγω συμφωνία υποκαθιστά τις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις λεπτομέρειες της λύσης και της παύσης των αστικών συνεπειών του γάμου και ότι, αφού λάβει τις δηλώσεις των συζύγων, ο ληξίαρχος τους καλεί να εμφανιστούν ενώπιόν του τουλάχιστον 30 ημέρες μετά την παραλαβή των εν λόγω δηλώσεων, προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη συμφωνία, τυχόν δε μη εμφάνιση ισοδυναμεί με μη επιβεβαίωση της συμφωνίας.

24      Με εγκύκλιο του Ministero della Giustizia (Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ιταλία), της 22ας Μαΐου 2018, σχετικά με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014, ορίζεται ο ληξίαρχος ως η αρμόδια αρχή στην Ιταλία για την έκδοση του πιστοποιητικού που προβλέπεται στο άρθρο 39 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

25      Η TB, η οποία έχει διπλή ιθαγένεια, γερμανική και ιταλική, συνήψε γάμο με τον RD, ιταλικής ιθαγένειας, στις 20 Σεπτεμβρίου 2013 ενώπιον του Standesamt Mitte von Berlin (ληξιαρχείου Berlin-Mitte, Γερμανία). Ο γάμος αυτός καταχωρίστηκε στο μητρώο γάμων του Βερολίνου.

26      Στις 30 Μαρτίου 2017 οι TB και RD προσήλθαν, για πρώτη φορά, ενώπιον του ληξίαρχου Πάρμας (Ιταλία), προκειμένου να κινήσουν εξωδικαστική διαδικασία διαζυγίου βάσει του άρθρου 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014. Στις 11 Μαΐου 2017 προσήλθαν για δεύτερη φορά ενώπιον του ως άνω ληξίαρχου, προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη δήλωσή τους. Στις 15 Φεβρουαρίου 2018 οι TB και RD προσήλθαν για τρίτη φορά ενώπιον του ληξιάρχου και δήλωσαν, με παραπομπή στην από 30 Μαρτίου 2017 δήλωσή τους, την επιθυμία τους για λύση του γάμου τους, διευκρινίζοντας, επίσης, ότι δεν εκκρεμούσε καμία σχετική διαδικασία. Κατόπιν νέας επιβεβαίωσης των δηλώσεων αυτών ενώπιόν του στις 26 Απριλίου 2018, ο εν λόγω ληξίαρχος χορήγησε στις 2 Ιουλίου 2018 στην TB το προβλεπόμενο στο άρθρο 39 του κανονισμού Βρυξέλλες IIα πιστοποιητικό λύσης του γάμου της με τον RD, με ισχύ από τις 15 Φεβρουαρίου 2018.

27      Η TB ζήτησε από το ληξιαρχείο του Berlin-Mitte να καταχωρίσει την εν λόγω λύση στο μητρώο γάμων του Βερολίνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του PStG. Διερωτώμενη κατά πόσον η καταχώριση αυτή προϋπέθετε προηγούμενη αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 107 του FamFG, η εν λόγω υπηρεσία, μέσω της αρμόδιας για την εποπτεία των ληξιαρχείων αρχής, προσέφυγε ενώπιον του αρμόδιου για το ζήτημα αυτό Amtsgericht (ειρηνοδικείου, Γερμανία).

28      Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2019, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η καταχώριση στο μητρώο γάμων της λύσης του γάμου των TB και RD που επήλθε εξωδικαστικά ήταν δυνατή μόνον κατόπιν αναγνώρισης, σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του FamFG, από την αρμόδια δικαστική αρχή του ομόσπονδου κράτους, εν προκειμένω από το Senatsverwaltung für Justiz, Verbraucherschutz und Antidiskriminerung (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Προστασίας των Καταναλωτών και Καταπολέμησης των Διακρίσεων του Βερολίνου, Γερμανία) (στο εξής: Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου).

29      Ωστόσο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου απέρριψε την αίτηση αναγνώρισης που η TB είχε υποβάλει ενώπιον αυτού, με την αιτιολογία ότι δεν επρόκειτο για απόφαση η οποία έχρηζε αναγνώρισης. Η αγωγή που άσκησε η TB κατά της απορρίψεως της ανωτέρω αιτήσεως εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Kammergericht Berlin (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Βερολίνου, Γερμανία).

30      Εξάλλου, η TB άσκησε έφεση κατά της διατάξεως της 1ης Ιουλίου 2019, η οποία έγινε δεκτή από το Kammergericht Berlin (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Βερολίνου). Στο πλαίσιο αυτό, το ως άνω δικαστήριο απαγόρευσε στο ληξιαρχείο του Berlin-Mitte να εξαρτήσει την καταχώριση της επελθούσας στην Ιταλία λύσης του γάμου των TB και RD από προηγούμενη αναγνώριση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου.

31      Η αρμόδια για την εποπτεία των ληξιαρχείων αρχή άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), ζητώντας την επαναφορά σε ισχύ της διατάξεως της 1ης Ιουλίου 2019.

32      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, υπό το πρίσμα της έννοιας της «αποφάσεως» κατά το άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού αυτού, οι κανόνες που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου έχουν εφαρμογή στην περίπτωση διαζυγίου που επέρχεται βάσει συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ των συζύγων και το οποίο απαγγέλλεται από ληξίαρχο κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και λαμβανομένου υπόψη ότι οι κανόνες αυτοί δεν θίγονται, σύμφωνα με το άρθρο 97, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του FamFG, από τους κανόνες της γερμανικής νομοθεσίας, καμία διαδικασία αναγνώρισης δεν θα είναι απαραίτητη στη Γερμανία. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν η έννοια της «αποφάσεως», κατά τις ανωτέρω διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, αφορά, κατ’ ορθή ερμηνεία, μόνον τις πράξεις που εκδίδονται από δικαστήριο ή αρχή επιφορτισμένη με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και οι οποίες έχουν διαπλαστικό χαρακτήρα ή αν καλύπτει, επίσης, τις ιδιωτικές δικαιοπραξίες που εντάσσονται στο πλαίσιο της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης των μερών, οι οποίες εκδίδονται χωρίς τέτοια διαπλαστικού χαρακτήρα συμμετοχή δημόσιας αρχής, όπως συμβαίνει με τη διαδικασία που προβλέπει στην Ιταλία το άρθρο 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014.

33      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ούτε το γράμμα των εν λόγω διατάξεων ούτε τα διδάγματα που απορρέουν από την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Sahyouni (C‑372/16, EU:C:2017:988), καθιστούν δυνατή την επίλυση του ζητήματος αυτού με σαφήνεια, έστω και αν μέρος της γερμανικής θεωρίας προβαίνει σε διασταλτική ερμηνεία του γράμματός τους, βάσει της οποίας θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες που προβλέπει ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου έχουν εφαρμογή στα διαζύγια που επέρχονται στο πλαίσιο εξωδικαστικής διαδικασίας, όπως αυτή η οποία προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική ρύθμιση.

34      Καίτοι, κατά το ίδιο αυτό μέρος της θεωρίας, η ως άνω ερμηνεία δικαιολογείται από τον σκοπό του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της αναγνώρισης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές εντός της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο κλίνει υπέρ της αντίθετης ερμηνείας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα στηρίζεται στην παραδοχή ότι μόνον απόφαση διαζυγίου εκδιδόμενη από δημόσια αρχή και έχουσα διαπλαστικό χαρακτήρα διασφαλίζει την προστασία του «ασθενέστερου» συζύγου από τα μειονεκτήματα που συνδέονται με το διαζύγιο, κατά το μέτρο που μια τέτοια αρχή έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει το διαζύγιο ασκώντας την αρμοδιότητά της ελέγχου. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει στην περίπτωση που η νομική βάση για τη λύση του γάμου έγκειται στην αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης των συζύγων η οποία εκφράζεται με ιδιωτική δικαιοπραξία, η δε συμμετοχή της δημόσιας αρχής περιορίζεται στην παροχή προειδοποιήσεων, διευκρινίσεων, αποδείξεων ή συμβουλών, χωρίς καμία εξουσία ελέγχου επί της ουσίας.

35      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι η προσέγγιση αυτή ενισχύεται, αφενός, από το γεγονός ότι, κατά την έκδοση του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, καμία εξωδικαστική διαδικασία διαζυγίου δεν υφίστατο στο ισχύον τότε δίκαιο των κρατών μελών, οπότε δεν ήταν δυνατό στον νομοθέτη της Ένωσης να λάβει υπόψη αυτή την περίπτωση. Αφετέρου, από τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε από 1ης Αυγούστου 2022 τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, στο μεταξύ, κανόνες που καλύπτουν τα διαζύγια όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία, όπερ δεν συνέβαινε υπό το κράτος του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.

36      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι, οσάκις πρόκειται περί διαζυγίων όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία, δεν υφίσταται «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού αυτού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αναγνώριση ενός τέτοιου διαζυγίου είναι, εντούτοις, δυνατή βάσει του άρθρου 46 του εν λόγω κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο τείνει να αποκλείσει τη δυνατότητα αυτή λόγω του ότι η ως άνω διάταξη, εν αντιθέσει προς την αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, μνημονεύει μόνον τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες μεταξύ των μερών οι οποίες είναι «εκτελεστές», γεγονός το οποίο δεν αφορά το ζήτημα του διαζυγίου, αλλά μόνον το ζήτημα της γονικής μέριμνας.

37      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με μέρος της γερμανικής θεωρίας, το άρθρο 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα έχει εφαρμογή στην περίπτωση διαζυγίων όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελεί η λύση του γάμου επί τη βάσει του άρθρου 12 της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014] απόφαση περί διαζυγίου κατά την έννοια του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: πρέπει η λύση του γάμου επί τη βάσει του άρθρου 12 της [πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014] να αντιμετωπισθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα για τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

39      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς, ιδίως, της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 4.

40      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από τις απαιτήσεις της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και από την αρχή της ισότητας συνάγεται ότι οι όροι διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ερμηνεία δε αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της εκάστοτε διατάξεως αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη νομοθεσία της οποίας η οικεία διάταξη αποτελεί μέρος [απόφαση της 31ης Μαρτίου 2022, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl κ.λπ. (Ακούσια νοσηλεία αιτούντος άσυλο σε ψυχιατρικό νοσοκομείο), C‑231/21, EU:C:2022:237, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Δεδομένου ότι καμία διάταξη του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ιδίως δε το άρθρο 2, σημείο 4, αυτού, δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του όρου «απόφαση» που περιλαμβάνεται τόσο στη διάταξη αυτή όσο και στο άρθρο 21 του κανονισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο όρος αυτός πρέπει να τύχει αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας στο δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με τη μέθοδο που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

42      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τόσο από τις διατάξεις του άρθρου 67, παράγραφοι 1 και 4, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 81, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ όσο και από τις προγενέστερες διατάξεις του άρθρου 61, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 65, στοιχείο αʹ, ΕΚ προκύπτει ότι, προκειμένου να δημιουργήσει έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η Ένωση αναπτύσσει δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, διασφαλίζοντας, ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, την αμοιβαία αναγνώριση, μεταξύ των κρατών μελών, των δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων.

43      Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσο και η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων, η οποία εδράζεται με τη σειρά της στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, έχουν θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι καθιστούν δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking, C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Στο πλαίσιο αυτό, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα αποσκοπεί, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 1, 2 και 21, στο να διευκολύνει μεταξύ άλλων, βάσει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης ως ακρογωνιαίου λίθου για τη δημιουργία ενιαίου δικαστικού χώρου, την αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη σε υποθέσεις διαζυγίου, περιορίζοντας στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό τους λόγους της μη αναγνώρισης τέτοιων αποφάσεων (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Liberato, C‑386/17, EU:C:2019:24, σκέψεις 41 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Ως εκ τούτου, το άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 25 του κανονισμού αυτού, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους μη αναγνώρισης που αναφέρονται εξαντλητικώς στο άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 21 του κανονισμού αυτού, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος σε υποθέσεις διαζυγίου πρέπει να αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία, με τη διευκρίνιση, αφενός, ότι, για τις τροποποιήσεις στα ληξιαρχικά βιβλία του κράτους μέλους αναγνώρισης, η απόφαση δεν πρέπει να υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης και, αφετέρου, ότι μια απόφαση δεν μπορεί να μην αναγνωρισθεί με την αιτιολογία, ιδίως, ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους αναγνώρισης δεν επιτρέπει διαζύγιο στη βάση των ίδιων γεγονότων.

46      Όσον αφορά την έννοια της «αποφάσεως», κατά το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, επισημαίνεται ότι, σε υποθέσεις διαζυγίου, αυτή καλύπτει «κάθε απόφαση διαζυγίου […] που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως ονομασίας της, όπως “διαταγή”, “διάταξη” ή “απόφαση”». Η έννοια του «δικαστηρίου» ορίζεται, στο σημείο 1 του άρθρου αυτού, ως αναφερόμενη σε όλες τις «αρχές των κρατών μελών που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1». Διευκρινίζεται, εξάλλου, ότι, δυνάμει του άρθρου 2, σημείο 3, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, η έκφραση «κράτη μέλη» καλύπτει όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας.

47      Επομένως, από τον συνδυασμό του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 2, σημεία 1, 3 και 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα προκύπτει ότι η έννοια της αποφάσεως διαζυγίου καλύπτει κάθε απόφαση διαζυγίου, ασχέτως της ονομασίας της, η οποία εκδίδεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, με εξαίρεση τις αρχές του Βασιλείου της Δανίας.

48      Από τον ορισμό αυτόν που δίδει ο ίδιος ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα προκύπτει ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 34 και 36 των προτάσεών του, ο εν λόγω κανονισμός είναι δυνατόν να καλύπτει τις αποφάσεις διαζυγίου που εκδίδονται κατά το πέρας τόσο δικαστικής όσο και εξωδικαστικής διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιο των κρατών μελών απονέμει και στις εξωδικαστικές αρχές αρμοδιότητα σε υποθέσεις διαζυγίου.

49      Επομένως, κάθε απόφαση που εκδίδεται από τέτοιες εξωδικαστικές αρχές αρμόδιες για υποθέσεις διαζυγίου σε κράτος μέλος, εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας, πρέπει, δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, να αναγνωρίζεται αυτομάτως στα λοιπά κράτη μέλη, εξαιρουμένου του ως άνω Βασιλείου, με την επιφύλαξη, αφενός, της εφαρμογής του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά τους λόγους μη αναγνώρισης και, αφετέρου, του ότι, για τους σκοπούς των τροποποιήσεων στα ληξιαρχικά βιβλία του κράτους μέλους αναγνώρισης, η απόφαση δεν πρέπει να υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα.

50      Διευκρινίζεται ότι η ως άνω ερμηνεία της έννοιας της «αποφάσεως» δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά την κατάρτιση και την έκδοση του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, κανένα κράτος μέλος δεν είχε ακόμη προβλέψει στη νομοθεσία του τη δυνατότητα των συζύγων να επιτύχουν την έκδοση διαζυγίου εξωδικαστικώς. Πράγματι, η εν λόγω ερμηνεία απορρέει ευθέως από τους ευρείς και ανοικτούς ορισμούς των εννοιών «δικαστήριο» και «απόφαση» που περιλαμβάνονται αντιστοίχως στα σημεία 1 και 4 του άρθρου 2 του ως άνω κανονισμού.

51      Επιπλέον, η ίδια ερμηνεία επιρρωννύεται από τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα, ο οποίος συνίσταται, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 έως 44 της παρούσας αποφάσεως, στη διευκόλυνση, βάσει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην οποία στηρίζεται η δημιουργία ενιαίου δικαστικού χώρου σε επίπεδο Ένωσης, της αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη σε υποθέσεις, μεταξύ άλλων, διαζυγίου.

52      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως και τα οποία υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 32 έως 34 της παρούσας αποφάσεως, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται περαιτέρω ως προς τον βαθμό του ελέγχου τον οποίο πρέπει να ασκεί η αρμόδια σε υποθέσεις διαζυγίου αρχή, προκειμένου η πράξη περί λύσεως του γάμου την οποία αυτή εκδίδει, στο πλαίσιο ιδίως συναινετικού διαζυγίου, να δύναται να χαρακτηριστεί ως «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

53      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες IIα αφορά αποκλειστικώς τα διαζύγια που απαγγέλλονται είτε από κρατικό δικαστήριο, είτε από δημόσια αρχή, είτε υπό τον έλεγχο δημόσιας αρχής, όπερ σημαίνει ότι αποκλείονται τα απλά ιδιωτικά διαζύγια, όπως εκείνο το οποίο απορρέει από μονομερή δήλωση βουλήσεως ενός από τους συζύγους ενώπιον θρησκευτικού δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Sahyouni, C‑372/16, EU:C:2017:988, σκέψεις 39 έως 43, 48 και 49).

54      Από τη νομολογία αυτή μπορεί να συναχθεί ότι κάθε δημόσια αρχή που καλείται να λάβει «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, πρέπει να διατηρεί τον έλεγχο της εκδόσεως του διαζυγίου, όπερ σημαίνει, στο πλαίσιο των συναινετικών διαζυγίων, ότι η εν λόγω αρχή προβαίνει σε εξέταση των προϋποθέσεων του διαζυγίου υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, καθώς και του υποστατού και του κύρους της συναίνεσης των συζύγων να προχωρήσουν σε διαζύγιο.

55      Η απαίτηση εξέτασης, κατά την έννοια της προηγούμενης σκέψης, ως χαρακτηριστικό στοιχείο της έννοιας της αποφάσεως μπορεί επίσης να συναχθεί από την απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221). Όσον αφορά το άρθρο 25 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο έχει ουσιαστικά πανομοιότυπη διατύπωση με εκείνη του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση ότι η ως άνω διάταξη της Συμβάσεως καλύπτει μόνον τις δικαστικές αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 15 έως 17 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το αναγκαίο στοιχείο της έννοιας της «αποφάσεως» είναι να αποφαίνεται το δικαστήριο «κυριαρχικώς επί ορισμένων από τα επίμαχα μεταξύ των διαδίκων σημείων».

56      Είναι αληθές ότι, όπως υπενθύμισε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο έκρινε, με την εν λόγω απόφαση, ότι ο συμβιβασμός που καταρτίζεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους και περατώνει τη διαφορά δεν μπορεί να συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 25 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Εντούτοις, δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί κατ’ αναλογίαν ότι ο χαρακτηρισμός «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, θα πρέπει να αποκλείεται συστηματικώς στην περίπτωση κατά την οποία μια εξωδικαστική αρχή έχει την εξουσία να απαγγείλει το διαζύγιο με βάση συμφωνία συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και κατόπιν εξέτασης των προϋποθέσεων που θέτουν οι ισχύουσες εθνικές διατάξεις.

57      Πράγματι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 50 των προτάσεών του, το Δικαστήριο, στην απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221), στήριξε την κρίση του στο γεγονός ότι οι συμβιβασμός περί του οποίου επρόκειτο είχε πρωτίστως συμβατικό χαρακτήρα, το δε οικείο δικαστήριο περιοριζόταν, ως εκ τούτου, να λάβει υπόψη τον συμβιβασμό χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε εξέταση του περιεχομένου του υπό το πρίσμα των ισχυουσών νομικών διατάξεων.

58      Κατά τα λοιπά, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙβ, ο οποίος προέβη σε αναδιατύπωση του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, αναφέρει, στην αιτιολογική του σκέψη 14, ότι «[κ]άθε συμφωνία που εγκρίνεται από το δικαστήριο κατόπιν εξέτασης της ουσίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και διαδικασία θα πρέπει να αναγνωρίζεται ή να εκτελείται ως “απόφαση”». Κατά τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙβ, «[ά]λλες συμφωνίες, οι οποίες αποκτούν δεσμευτική νομική ισχύ στο κράτος μέλος προέλευσης μετά από την τυπική παρέμβαση δημόσιας αρχής ή άλλης αρχής όπως έχει κοινοποιηθεί για τον σκοπό αυτό στην Επιτροπή από κράτος μέλος, θα πρέπει να τίθενται σε ισχύ σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις για τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες στον παρόντα κανονισμό. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των απλών ιδιωτικών συμφωνιών. Ωστόσο, θα πρέπει να κυκλοφορούν οι συμφωνίες που δεν συνιστούν ούτε απόφαση ούτε δημόσιο έγγραφο, αλλά έχουν καταχωριστεί από αρμόδια προς τούτο δημόσια αρχή. Σε αυτές τις δημόσιες αρχές θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται οι συμβολαιογράφοι που καταχωρίζουν συμφωνίες, ακόμα και όταν ασκούν ελεύθερο επάγγελμα.»

59      Επομένως, σε μια προοπτική συνέχειας, ο νομοθέτης της Ένωσης αποσαφήνισε ότι συμφωνίες διαζυγίου οι οποίες εγκρίθηκαν από δικαστική ή εξώδικη αρχή κατόπιν εξέτασης της ουσίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και διαδικασία συνιστούν «αποφάσεις», κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και των διατάξεων του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, οι οποίες την αντικατέστησαν, και ότι ακριβώς αυτή η επί της ουσίας εξέταση είναι εκείνη που διακρίνει αυτές τις αποφάσεις από τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες, κατά την έννοια των εν λόγω κανονισμών.

60      Ως εκ τούτου, εφόσον μια αρμόδια εξωδικαστική αρχή εγκρίνει συμφωνία διαζυγίου κατόπιν εξέτασης επί της ουσίας, η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως «απόφαση», σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και το άρθρο 30 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, ενώ άλλες συμφωνίες διαζυγίου που έχουν δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται, κατά περίπτωση, ως δημόσια έγγραφα ή συμφωνίες, σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και το άρθρο 65 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ.

61      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως ορθώς ανέφερε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από το ιστορικό της θεσπίσεως της αιτιολογικής σκέψης 14 και του άρθρου 65 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ προκύπτει ότι, εκδίδοντας τον κανονισμό αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν απέβλεψε στην καινοτομία και τη θέσπιση νέων κανόνων, αλλά μόνο στο να «αποσαφηνίσει», αφενός, το περιεχόμενο του κανόνα του άρθρου 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα και, αφετέρου, το κριτήριο διακρίσεως της έννοιας της «αποφάσεως» από την έννοια του «δημόσιου εγγράφου» και την έννοια της «συμφωνίας μεταξύ των μερών», ήτοι το κριτήριο που συνίσταται στην εξέταση επί της ουσίας.

62      Υπό το πρίσμα ακριβώς του συνόλου των ανωτέρω πρέπει να προσδιοριστεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, συνιστά «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

63      Συναφώς, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο ληξίαρχος, στην Ιταλία, αποτελεί νομίμως συσταθείσα αρχή η οποία, δυνάμει του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, είναι αρμόδια για την απαγγελία διαζυγίου κατά τρόπο νομικώς δεσμευτικό, επικυρώνοντας εγγράφως τη συμφωνία διαζυγίου που καταρτίζεται από τους συζύγους, αφού έχει προβεί σε εξέταση κατά την έννοια της σκέψης 54 της παρούσας αποφάσεως.

64      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014, ο ληξίαρχος πρέπει να λάβει τη δήλωση εκάστου των συζύγων αυτοπροσώπως και δύο φορές, εντός διαστήματος τουλάχιστον 30 ημερών, όπερ σημαίνει ότι αυτός βεβαιώνεται ότι υφίσταται έγκυρη, παρεχόμενη ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση συναίνεσή τους όσον αφορά το διαζύγιο.

65      Εξάλλου, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, ο εν λόγω ληξίαρχος προβαίνει σε εξέταση του περιεχομένου της συμφωνίας διαζυγίου υπό το πρίσμα των ισχυουσών νομικών διατάξεων, υπό την έννοια ότι διασφαλίζει ότι η συμφωνία αυτή αφορά αποκλειστικώς τη λύση ή την παύση των αστικών συνεπειών του γάμου, αποκλειομένης οποιασδήποτε μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων, και ότι οι σύζυγοι δεν έχουν ανήλικα τέκνα ή ενήλικα τέκνα τα οποία δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, έχουν σοβαρή αναπηρία ή είναι μη οικονομικώς ανεξάρτητα, οπότε η συμφωνία δεν αφορά τέτοια τέκνα.

66      Από το άρθρο 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014 προκύπτει επίσης ότι ο ληξίαρχος δεν έχει την εξουσία να απαγγείλει το διαζύγιο αν δεν πληρούται μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή, ιδίως αν έχει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η σχετική με το διαζύγιο συναίνεση ενός των συζύγων έχει παρασχεθεί ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση, αν η συμφωνία αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη αν οι σύζυγοι έχουν άλλα τέκνα εκτός από ενήλικα τέκνα τα οποία είναι οικονομικώς ανεξάρτητα.

67      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς, ιδίως, της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 4.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

68      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000,

έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς, ιδίως, της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 4.

ΕΔΔΑ της 1.9.2022 (Safarov κατά Αζερμπαϊτζάν, αριθ. προσφυγής 885/12): προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας

Αναπαραγωγή από ιδιώτη και διαδικτυακή παρουσίαση βιβλίου χωρίς τη συγκατάθεση του συγγραφέα. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αμετάκλητη απόρριψη από τα εθνικά δικαστήρια της αγωγής του συγγραφέα για αποζημίωση παραβιάζει το δικαίωμα στην περιουσία, λόγω της αποτυχίας του κράτους να προστατεύσει τα πνευματικά του δικαιώματα.

 

Παρουσιάση απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Κείμενο απόφασης στα αγγλικά

 

ΔΕΕ της 21.12.2021 (υπόθεση C-251/20, Gtflix Tv κατά DR): Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012- αρμοδιότητα δικαστηρίων κρατών μελών σε περίπτωση διάδοσης δυσφημιστικών σχολίων στο διαδίκτυο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 21ης Δεκεμβρίου 2021

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 7, σημείο 2 – Ειδική δωσιδικία των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας – Δημοσίευση στο διαδίκτυο σχολίων φερόμενων ως δυσφημιστικών για ορισμένο πρόσωπο– Τόπος επέλευσης της ζημίας – Δικαστήρια κάθε κράτους μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμο το περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο»

Στην υπόθεση C‑251/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) με απόφαση της 13ης Μαΐου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Gtflix Tv

κατά

DR,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, I. Jarukaitis και N. Jääskinen, προέδρους τμήματος, T. von Danwitz, M. Safjan (εισηγητή), L. S. Rossi, A. Kumin και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Gtflix Tv, εκπροσωπούμενη από τους P. Spinosi, L. Chevallier και A. Michel, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. de Moustier και A. Daniel,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Σ. Χαλά, την A. Δημητρακοπούλου και τον K. Γεωργιάδη,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Heller και τον M. Wilderspin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Gtflix Tv, εταιρίας παραγωγής υλικού ψυχαγωγίας ενηλίκων που εδρεύει στην Τσεχική Δημοκρατία, και του DR, επαγγελματία του ίδιου τομέα και κατοίκου Ουγγαρίας, με αντικείμενο αίτημα της Gtflix Tv, αφενός, για τη διόρθωση και τη διαγραφή σχολίων φερόμενων ως δυσφημιστικών για την εταιρία αυτή, τα οποία ο DR ανήρτησε σε διάφορες ιστοσελίδες και σε διάφορα φόρουμ του διαδικτύου και, αφετέρου, για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την εν λόγω ανάρτηση.

 Το νομικό πλαίσιο

3        O κανονισμός 1215/2012, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 4, αποβλέπει, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, στην ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ώστε να εξασφαλίζεται ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος.

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του κανονισμού αυτού αναφέρουν τα εξής:

«(15)      Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(16)      Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης.»

5        Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας περιέχονται στο κεφάλαιο ΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Το τμήμα 1 του κεφαλαίου II, τιτλοφορούμενο «Γενικές διατάξεις», περιλαμβάνει τα άρθρα 4 έως 6 του κανονισμού 1215/2012.

6        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

7        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.»

8        Στο τμήμα 2 του κεφαλαίου II του ίδιου κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Ειδικές δικαιοδοσίες», το άρθρο 7, σημείο 2, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

[…]

2)      ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός.»

9        Το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 έχει πανομοιότυπη κατ’ ουσίαν διατύπωση με το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 1215/2012.

10      Το τμήμα 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», περιλαμβάνει το άρθρο 17, του οποίου η παράγραφος 1 ορίζει τα εξής:

«1.      Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος με την επιφύλαξη του άρθρου 6 και του άρθρου 7 σημείο 5:

[…]

γ)      σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση έχει συναφθεί με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνει με οποιοδήποτε τρόπο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.»

 Η υπόθεση της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11      H Gtflix Tv, της οποίας η έδρα και το κέντρο των συμφερόντων βρίσκονται στην Τσεχική Δημοκρατία, παράγει και διανέμει, κυρίως μέσω του ιστοτόπου της, οπτικοακουστικό υλικό που προορίζεται για ενήλικους. Ο DR, κάτοικος Ουγγαρίας, είναι σκηνοθέτης, παραγωγός και διανομέας ταινιών του ιδίου είδους, οι οποίες διατίθενται στο εμπόριο μέσω ουγγρικών ιστοτόπων.

12      Η Gtflix Tv προσάπτει στον DR ότι προέβη σε δυσφημιστικά σχόλια εις βάρος της, τα οποία διέδωσε σε διάφορους ιστότοπους και σε διάφορα διαδικτυακά φόρουμ.

13      Αφού όχλησε τον DR ζητώντας του να αποσύρει τα εν λόγω σχόλια, η Gtflix Tv κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατ’ αυτού ενώπιον του προέδρου του tribunal de grande instance de Lyon (πολυμελούς πρωτοδικείου Λυών, Γαλλία) ζητώντας, πρώτον, να υποχρεωθεί ο DR να παύσει, επ’ απειλή χρηματικής ποινής, κάθε πράξη δυσφήμισης εις βάρος της εταιρίας αυτής και ενός ιστότοπου που της ανήκει, καθώς και να δημοσιεύσει ανακοίνωση νομικού περιεχομένου στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα σε κάθε ένα από τα ανωτέρω διαδικτυακά φόρουμ, δεύτερον, να της επιτραπεί να αναρτήσει ένα σχόλιο στα εν λόγω φόρουμ και, τέλος, να υποχρεωθεί ο DR να της καταβάλει προσωρινώς το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ προς αποκατάσταση της οικονομικής της ζημίας, καθώς και ποσό του ίδιου ύψους ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη.

14      Ενώπιον του εν λόγω γαλλικού δικαστηρίου, ο DR προέβαλε ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία έγινε δεκτή με διάταξη της 10ης Απριλίου 2017.

15      Η Gtflix Tv άσκησε έφεση κατά της προμνησθείσας διάταξης ενώπιον του cour d’appel de Lyon (εφετείου Λυών, Γαλλία), αυξάνοντας στα 10 000 ευρώ το ποσό που ζητούσε προσωρινώς για την οικονομική ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη στη Γαλλία. Με απόφαση που εξέδωσε στις 24 Ιουλίου 2018, το ως άνω δικαστήριο έκανε και αυτό δεκτή την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας.

16      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Gtflix Tv βάλλει κατά της κατ’ έφεση απόφασης, καθόσον με αυτήν το γαλλικό δικαστήριο έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας και ότι η υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των τσεχικών δικαστηρίων, ενώ, κατά την άποψή της, τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται επί υπόθεσης αφορώσας ζημία που επήλθε εντός του ίδιου κράτους μέλους από περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, εφόσον το περιεχόμενο αυτό είναι προσβάσιμο εντός του εν λόγω κράτους μέλους. Η Gtflix Tv υποστηρίζει ότι το cour d’appel de Lyon παρέβη το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, καθόσον απεφάνθη, προκειμένου να αποκλείσει τη διεθνή δικαιοδοσία των γαλλικών δικαστηρίων, ότι δεν αρκεί τα σχόλια που κρίθηκαν ως δυσφημιστικά να είναι προσβάσιμα εντός της περιφέρειας δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, αλλά ότι πρέπει επίσης τα σχόλια αυτά να παρουσιάζουν κάποιο τουλάχιστον ενδιαφέρον για τους χρήστες του διαδικτύου που κατοικούν στην περιφέρεια αυτή και να μπορούν να προκαλέσουν ζημία εντός αυτής.

17      Με γνώμονα την απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan (C‑194/16, EU:C:2017:766), το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι τα γαλλικά δικαστήρια στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας να αποφανθούν επί του αιτήματος για διαγραφή των φερόμενων ως δυσφημιστικών σχολίων και για διόρθωση των στοιχείων διά της δημοσίευσης ανακοινώσεως, με το σκεπτικό ειδικότερα ότι το μεν κέντρο των συμφερόντων της Gtflix Tv βρισκόταν στην Τσεχική Δημοκρατία, ο δε DR κατοικούσε στην Ουγγαρία.

18      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ένα πρόσωπο το οποίο, θεωρώντας ότι υπέστη προσβολή των δικαιωμάτων του λόγω της διάδοσης δυσφημιστικών σχολίων στο διαδίκτυο, ασκεί ένδικο βοήθημα με σκοπό τόσο τη διόρθωση των στοιχείων και τη διαγραφή του περιεχομένου, όσο και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που προκάλεσαν τα σχόλια αυτά, μπορεί να ζητήσει, ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμα τα εν λόγω σχόλια που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε εντός του κράτους μέλους αυτού, σύμφωνα με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ. (C‑509/09 και C‑161/10, EU:C:2011:685, σκέψεις 51 και 52) ή αν, κατ’ εφαρμογή της απόφασης της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan (C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 48), οφείλει να υποβάλει το αποζημιωτικό αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία να διατάξει τη διόρθωση των στοιχείων και τη διαγραφή των δυσφημιστικών σχολίων.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 7, σημείο 2, του [κανονισμού 1215/2012] την έννοια ότι το πρόσωπο το οποίο, θεωρώντας ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά του λόγω της διάδοσης δυσφημιστικών σχολίων στο διαδίκτυο, ασκεί ένδικο βοήθημα με σκοπό τόσο τη διόρθωση των σχετικών στοιχείων και τη διαγραφή του περιεχομένου όσο και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και την αποκατάσταση της ζημίας που προκύπτουν από το περιεχόμενο αυτό, μπορεί να ζητήσει ενώπιον του δικαστηρίου κάθε κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμο περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, σύμφωνα με την απόφαση [της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ. (C‑509/09 και C‑161/10, EU:C:2011:685, σκέψεις 51 και 52)], ή ότι, κατ’ εφαρμογή της απόφασης [της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan (C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 48)], το εν λόγω πρόσωπο πρέπει να υποβάλει το αίτημα αυτό αποζημίωσης ενώπιον του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία να διατάξει τη διόρθωση των σχετικών στοιχείων και τη διαγραφή των δυσφημιστικών σχολίων;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

20      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο, θεωρώντας ότι υπέστη προσβολή των δικαιωμάτων του λόγω της διάδοσης δυσφημιστικών για αυτό σχολίων στο διαδίκτυο, ασκεί αγωγή ζητώντας ταυτόχρονα, αφενός, τη διαγραφή του περιεχομένου και τη διόρθωση των στοιχείων που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο και αφορούν το πρόσωπο αυτό και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την εν λόγω ανάρτηση, μπορεί να ζητήσει, ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμα τα εν λόγω σχόλια, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, μολονότι τα δικαστήρια αυτά δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί του αιτήματος διόρθωσης και διαγραφής.

21      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 προβλέπει ότι, ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, πρόσωπο το οποίο έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός.

22      Η ανωτέρω διάταξη είναι αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, οπότε η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία όσον αφορά την τελευταία διάταξη ισχύει επίσης και για εκείνη του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Κατά πάγια νομολογία, ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, με γνώμονα την οικονομία και τους σκοπούς του κανονισμού στον οποίο περιλαμβάνεται (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Ο συγκεκριμένος κανόνας ειδικής δωσιδικίας στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, βάσει του οποίου δικαιολογείται η αναγνώριση διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια αυτά για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργάνωσης της δίκης (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 1215/2012, η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου, ενώ θα πρέπει να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να ενάγεται ο εναγόμενος ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει, το δε στοιχείο αυτό είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης (πρβλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 28)

26      Όσον αφορά δε τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός είναι συνήθως το πλέον κατάλληλο να αποφανθεί, ιδίως για λόγους εγγύτητας προς τη διαφορά και ευχέρειας συλλογής των αποδείξεων (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η φράση «τόπ[ος] όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» αφορά τόσο τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός όσο και τον τόπο όπου επήλθε η ζημία, καθένας δε από τους δύο αυτούς τόπους μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων, να παράσχει ιδιαιτέρως χρήσιμα στοιχεία όσον αφορά τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας και την οργάνωση της δίκης (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      H απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τη δυνατότητα προσφυγής στα γαλλικά δικαστήρια βάσει του τόπου όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός. Αντιθέτως, το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα γαλλικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει του τόπου όπου επήλθε η προβαλλόμενη ζημία. Επιπλέον, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, η Gtflix Tv δεν ζήτησε να καταστούν μη προσβάσιμα εντός της γαλλικής επικράτειας τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης στοιχεία και σχόλια.

29      Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά αγωγές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση μη υλικής ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε λόγω δυσφημιστικού άρθρου δημοσιευθέντος στον έντυπο Τύπο, ο παθών μπορεί να ασκήσει κατά του εκδότη αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους εντός του οποίου κυκλοφόρησε το δημοσίευμα και όπου, κατά τους ισχυρισμούς του παθόντος, προσβλήθηκε η υπόληψή του, τα οποία έχουν διεθνή δικαιοδοσία προς επιδίκαση αποζημίωσης μόνον για τη ζημία που υπέστη ο παθών εντός του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου (απόφαση της 7ης Μαρτίου 1995, Shevill κ.λπ., C‑68/93, EU:C:1995:61, σκέψη 33).

30      Όσον αφορά ειδικώς τους ισχυρισμούς περί προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας μέσω περιεχομένου που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, το πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται έχει την ευχέρεια να ασκήσει αγωγή με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης για το σύνολο της προκληθείσας ζημίας είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου εγκατάστασης του προσώπου που διαδίδει το επίμαχο περιεχόμενο, βάσει του τόπου όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του θιγόμενου προσώπου, βάσει του τόπου επέλευσης της ζημίας. Το θιγόμενο πρόσωπο έχει επίσης τη δυνατότητα, αντί της αγωγής για επιδίκαση αποζημιώσεως για το σύνολο της προκληθείσας ζημίας, να προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους εντός του οποίου υπάρχει ή υπήρξε πρόσβαση σε περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο. Τα εν λόγω δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιδικάσουν αποζημίωση αποκλειστικώς και μόνον για τη ζημία που επήλθε στο έδαφος του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του το επιληφθέν δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ., C‑509/09 και C‑161/10, EU:C:2011:685, σκέψη 52).

31      Τις ως άνω δυνατότητες προς άσκηση αγωγής έχει επίσης ένα νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί οικονομική δραστηριότητα και ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε συνεπεία της προσβολής της εμπορικής του φήμης λόγω της δημοσίευσης στο διαδίκτυο αναληθών περί αυτού στοιχείων και λόγω της μη διαγραφής σχολίων που το αφορούν (πρβλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 44).

32      Λαμβανομένου υπόψη ότι τα στοιχεία και το περιεχόμενο που αναρτώνται σε ιστότοπο είναι προσβάσιμα από παντού, καθώς και του γεγονότος ότι η έκταση της διάδοσής τους είναι κατ’ αρχήν καθολική, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, εντούτοις, ότι η αξίωση διόρθωσης των στοιχείων και διαγραφής του περιεχομένου είναι ενιαία και αδιαίρετη και, κατά συνέπεια, δύναται να προβληθεί μόνον ενώπιον δικαστηρίου το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί συνολικώς επί του αιτήματος αποκατάστασης της ζημίας και όχι ενώπιον δικαστηρίου που δεν έχει τη δικαιοδοσία αυτή (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 48).

33      Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από την ανάρτηση στοιχείων στο διαδίκτυο δύναται να προσφύγει, προκειμένου να επιτύχει τη διαγραφή του περιεχομένου και τη διόρθωση των στοιχείων που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εγκατάστασης του προσώπου που διαδίδει το εν λόγω περιεχόμενο είτε ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του θιγόμενου προσώπου.

34      Κατά το αιτούν δικαστήριο, λόγω της «αναγκαίας σχέσης εξάρτησης» που υφίσταται μεταξύ του αιτήματος για διαγραφή του περιεχομένου και διόρθωση των στοιχείων που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο και του συνακόλουθου αιτήματος για πλήρη ή μερική αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την ανάρτηση αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα από τα δικαστήρια περί των οποίων έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί αμφοτέρων των αιτημάτων αυτών. Επομένως θα μπορούσε, χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να δικαιολογηθεί τέτοια αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία.

35      Εντούτοις, η ως άνω απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατόν να απορρέει από το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, όπως αυτό ερμηνεύθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι, εν αντιθέσει προς το αίτημα για διόρθωση των στοιχείων και διαγραφή του περιεχομένου, το οποίο είναι ενιαίο και αδιαίρετο, το αίτημα για αποκατάσταση της ζημίας μπορεί να αφορά είτε πλήρη είτε μερική αποζημίωση. Ενώ όμως η μη ύπαρξη δυνατότητας υποβολής του αιτήματος για διαγραφή του περιεχομένου και διόρθωση των στοιχείων που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο ενώπιον άλλου δικαστηρίου εκτός από εκείνο το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί του συνολικού αιτήματος για αποκατάσταση της ζημίας δικαιολογείται από το ότι το αίτημα αυτό είναι ενιαίο και αδιαίρετο, αντιθέτως, δεν δικαιολογείται, για τον ίδιο λόγο, το να μην παρέχεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να υποβάλει το αίτημά του για μερική αποζημίωση ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εκτιμά ότι υπέστη ζημία.

36      Άλλωστε, η ανάγκη απονομής αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας στο δικαστήριο του τόπου όπου είναι εγκατεστημένο το πρόσωπο που διαδίδει το επίμαχο περιεχόμενο στο διαδίκτυο ή στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του ενάγοντος δεν απορρέει, μεταξύ άλλων, εξ αυτού το οποίο το αιτούν δικαστήριο παρουσιάζει ως «αναγκαία σχέση εξάρτησης» μεταξύ, αφενός, του αιτήματος για διαγραφή του περιεχομένου και διόρθωση των στοιχείων που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο και, αφετέρου, του αιτήματος για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την εν λόγω ανάρτηση. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που, ανεξαρτήτως της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίζονται τα αιτήματα αυτά, το αντικείμενο, η αιτία και ο διαιρετός χαρακτήρας τους διαφέρουν, δεν είναι, από νομική άποψη, απαραίτητο να εξεταστούν συλλήβδην από ένα και μόνο δικαστήριο.

37      Τέτοια απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας δεν επιβάλλεται εξάλλου ούτε χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

38      Συναφώς, το δικαστήριο το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί αποκλειστικώς και μόνον επί της επίμαχης ζημίας εντός του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του είναι απολύτως σε θέση να εκτιμήσει, στο πλαίσιο διαδικασίας διεξαγόμενης στο εν λόγω κράτος μέλος και λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν σε αυτό, την επέλευση και την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας.

39      Επιπλέον, η δυνατότητα που έχει ο ενάγων να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους, τα οποία έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν αποκλειστικώς και μόνον επί της ζημίας που προκλήθηκε εντός του κράτους μέλους στο οποίο έκαστο έχει την έδρα του, συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, όταν δεν μπορεί να προσδιορισθεί το κέντρο των συμφερόντων του ενάγοντος. Σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει το δικαίωμα να εναγάγει, δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, τον φερόμενο ως αυτουργό της προσβολής του δικαιώματός του προσωπικότητας, βάσει του τόπου επέλευσης της ζημίας, προκειμένου να λάβει συνολική αποζημίωση για την προκληθείσα ζημία (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Bolagsupplysningen και Ilsjan, C‑194/16, EU:C:2017:766, σκέψη 43). Αντιθέτως, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί, κάνοντας χρήση της προμνησθείσας δυνατότητας και με την ίδια βάση, να έχει και το δικαίωμα αυτό προκειμένου να λάβει μερική αποζημίωση η οποία περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο στη ζημία που προκλήθηκε εντός του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου.

40      Επομένως, η επίτευξη του σκοπού περί διασφάλισης της ορθής απονομής της δικαιοσύνης δεν διακυβεύεται από τη δυνατότητα που έχει ο ενάγων να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των δικαστηρίων τα οποία έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν αποκλειστικώς και μόνον επί της ζημίας που προκλήθηκε εντός του κράτους μέλους στο οποίο έκαστο εξ αυτών έχει την έδρα του.

41      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απονομή στα ανωτέρω δικαστήρια διεθνούς δικαιοδοσίας να αποφανθούν αποκλειστικώς και μόνον επί της ζημίας που προκλήθηκε εντός του εδάφους του κράτους μέλους στο οποίο έκαστο εξ αυτών έχει την έδρα του εξαρτάται μόνον από την προϋπόθεση να είναι ή να υπήρξε το δυσφημιστικό περιεχόμενο προσβάσιμο στο εν λόγω έδαφος. Πράγματι, αντιθέτως προς το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1215/2012, το άρθρο 7, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού δεν εισάγει κάποια επιπρόσθετη προϋπόθεση για τον προσδιορισμό του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου, όπως εκείνη κατά την οποία η δραστηριότητα ενός προσώπου πρέπει να «κατευθύνεται προς» το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Pinckney, C‑170/12, EU:C:2013:635, σκέψη 42, και της 22ας Ιανουαρίου 2015, Hejduk, C‑441/13, EU:C:2015:28, σκέψη 32).

42      Πάντως, ο μέσω επιπρόσθετων προϋποθέσεων περιορισμός της δυνατότητας άσκησης αγωγής αποζημίωσης ενώπιον ενός εκ των δικαστηρίων περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει ως συνέπεια τον εν τοις πράγμασι αποκλεισμό της εν λόγω δυνατότητας, ενώ, κατά την παρατεθείσα στη σκέψη 26 της παρούσας απόφασης πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το πρόσωπο που θεωρεί ότι ζημιώθηκε πρέπει να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου επέλευσης της ζημίας.

43      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο, θεωρώντας ότι υπέστη προσβολή των δικαιωμάτων του λόγω της διάδοσης δυσφημιστικών για αυτό σχολίων στο διαδίκτυο, ασκεί αγωγή ζητώντας ταυτόχρονα, αφενός, τη διαγραφή του περιεχομένου και τη διόρθωση των στοιχείων που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο και αφορούν το πρόσωπο αυτό και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την εν λόγω ανάρτηση, μπορεί να ζητήσει, ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμα τα εν λόγω σχόλια, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, μολονότι τα δικαστήρια αυτά δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί του αιτήματος διόρθωσης και διαγραφής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο, θεωρώντας ότι υπέστη προσβολή των δικαιωμάτων του λόγω της διάδοσης δυσφημιστικών για αυτό σχολίων στο διαδίκτυο, ασκεί αγωγή ζητώντας ταυτόχρονα, αφενός, τη διαγραφή του περιεχομένου και τη διόρθωση των στοιχείων που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο και αφορούν το πρόσωπο αυτό και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την εν λόγω ανάρτηση, μπορεί να ζητήσει, ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμα τα εν λόγω σχόλια, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, μολονότι τα δικαστήρια αυτά δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί του αιτήματος διόρθωσης και διαγραφής.