ΔΕΕ της 28.4.2022 (υπόθεση C-804/21, C και CD κατά Syyttäjä): προθεσμία παράδοσης του εκζητούμενου βάσει ΕΕΣ- συνέπειες υπέρβασης της προθεσμίας
Παρατηρήσεις: Η απόφαση αυτή σε συνέχεια αντίστοιχων του ίδιου Δικαστηρίου διευκρινίζει τη διαδικασία εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ), μετά τη λήψη της σχετικής απόφασης από τις δικαστικές αρχές του κράτους εκτέλεσης του ΕΕΣ, ερμηνεύοντας το άρθρο 23 της Απόφασης Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13.6.2002 (βλ. και άρθρο 27 Ν. 3251/2004). Τη διάταξη αυτή ερμηνεύει και η ΔΕΕ της 25.1.2017 (υπόθεση C-640/15, Tomas Vilkas), Αρμ (2017), 484 (με παρατ. Α.Τάκη)). Κατά τη διάταξη αυτή ορίζεται αρχικά ότι η προθεσμία προσαγωγής δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 10 ημέρες, ενώ αν η προσαγωγή του εκζητούμενου εντός της προθεσμίας αυτής αποδειχθεί αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών και η δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ συμφωνούν αμέσως για νέα ημερομηνία προσαγωγής, οπότε η προσαγωγή διενεργείται εντός 10 ημερών από τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία. Σε σχέση με τη διάταξη αυτή γίνονται δεκτά από το ΔΕΕ τα ακόλουθα: πρώτον, η (αντίστοιχη του άρθρου 27 παρ. 2 Ν. 3251/2004) διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 της Απόφασης-Πλαίσιο δεν αποκλείει την εφαρμογή της και σε περίπτωση που μετά την πρώτη συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών-μελών (εκζητούντος κράτους και κράτους εκτέλεσης του ΕΕΣ) για νέα ημερομηνία προσαγωγής εμφανιστεί και πάλι (ο ίδιος ή άλλος) λόγος ανώτερης βίας· δεύτερον, σε περίπτωση συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών και νέας ημερομηνίας για την προσαγωγή του εκζητούμενου, σύμφωνα με τα αμέσως προαναφερόμενα, οι δικαστικές αρχές του κράτους εκτέλεσης του ΕΕΣ δεν είναι υποχρεωμένες ούτε να απολύσουν τον καταζητούμενο, αν αυτός εξακολουθεί να κρατείται, αλλά ούτε και να διατάξουν τη συνέχιση της κράτησής του· τρίτον, η συνέχιση της κράτησης του εκζητούμενου σε μία τέτοια περίπτωση πρέπει να διατάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μόνο καθόσον η διαδικασία της παράδοσης διεξήχθη με επαρκή επιμέλεια και συνεπώς η διάρκεια της κράτησης δεν είναι υπερβολική· τέταρτον, η έννοια της ανώτερης βίας στα πλαίσια της διάταξης αυτής πρέπει να ερμηνεύεται στενά και συγκεκριμένα γίνεται δεκτό ότι η ανώτερη βία μπορεί να δικαιολογήσει την παράταση της προθεσμίας παράδοσης του εκζητούμενου μόνο κατά το μέτρο που η παράδοσή του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας αποδεικνύεται «αδύνατη» εξαιτίας λόγου ανώτερης βίας, ενώ μόνο το γεγονός ότι η παράδοση του εκζητούμενου καθίσταται απλώς «δυσχερής» δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή του κανόνα της διάταξης αυτής· πέμπτον, η αντίσταση που προβάλλει στην παράδοσή του ο εκζητούμενος μπορεί εγκύρως να θεωρηθεί ως περίσταση ασυνήθης και ξένη προς τις ενδιαφερόμενες αρχές, αλλά καταρχήν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτη περίσταση, ενόψει του ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη διαθέτουν μέσα, τα οποία τους επιτρέπουν συνήθως να κάμψουν την αντίσταση που προβάλλει ο εκζητούμενος· έκτον, ως ανωτέρα βία δεν νοείται η κίνηση από τον εκζητούμενο νομικών διαδικασιών, στηριζόμενων στο δίκαιο του κράτους εκτέλεσης του ΕΕΣ, με σκοπό την προσβολή της παράδοσή του στις αρχές του κράτους έκδοσης του ΕΕΣ ή με συνέπεια την καθυστέρησης της παράδοσης αυτής, όταν η απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης· έβδομον, η απαίτηση του άρθρου 23 παρ. 3 της Απόφασης Πλαίσιο για παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης δεν πληρούται, όταν το κράτος εκτέλεσης αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περίπτωσης ανώτερης βίας, καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του εκζητούμενου και να καθορίσει νέα ημερομηνία παράδοσης, ακόμα και αν ο εκζητούμενος έχει ανά πάσα στιγμή δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστικής αρχής, προκειμένου αυτή να αποφανθεί για τα ζητήματα αυτά.
Χαράλαμπος Σεβαστίδης
Εφέτης
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 28ης Απριλίου 2022
«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση‑πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 23, παράγραφος 3 – Απαίτηση παρέμβασης της δικαστικής αρχής εκτέλεσης – Άρθρο 6, παράγραφος 2 – Αστυνομικές υπηρεσίες – Δεν εμπίπτουν – Ανωτέρα βία – Έννοια – Νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση – Κίνηση νομικών διαδικασιών από τον καταζητούμενο – Αίτηση διεθνούς προστασίας – Δεν εμπίπτει – Άρθρο 23, παράγραφος 5 – Παρέλευση των προθεσμιών παράδοσης – Συνέπειες – Απόλυση του κρατουμένου – Υποχρέωση λήψης κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου προς αποτροπή της διαφυγής»
Στην υπόθεση C‑804/21 PPU,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν κατά των
C,
CD,
κατά
Syyttäjä,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, N. Wahl και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2022,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι C και CD, εκπροσωπούμενοι από τον H. Nevala, asianajaja,
– η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Langer,
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane και L.-E. Baţagoi,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις S. Grünheid και I. Söderlund,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2022,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 23, παράγραφοι 3 και 5, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτέλεσης, στη Φινλανδία, ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης τα οποία εξέδωσε ρουμανικό δικαστήριο κατά των C και CD, Ρουμάνων υπηκόων.
Το νομικό πλαίσιο
Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχουν ως εξής:
«(8) Οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το καταζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοσή του.
(9) Ο ρόλος των κεντρικών αρχών κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να περιορίζεται σε πρακτική και διοικητική στήριξη.»
4 Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:
«1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι [απόφαση δικαστικής αρχής] η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.
- Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.»
5 Κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών»:
«1. Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.
- Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.
[…]»
6 Το άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Προσφυγή στην κεντρική αρχή», ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να ορίσει μια κεντρική αρχή ή, εφόσον η έννομη τάξη του το προβλέπει, κεντρικές αρχές για να επικουρούν τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
- Ένα κράτος μέλος δύναται, εάν είναι αναγκαίο λόγω της οργάνωσης του εσωτερικού δικαστικού του συστήματος, να αναθέτει στην ή στις κεντρικές αρχές του τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης καθώς και κάθε επίσημη αλληλογραφία που την ή τις αφορά.
[…]»
7 Το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο επιγράφεται «Προθεσμία παράδοσης του προσώπου», ορίζει τα εξής:
«1. Ο καταζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία που συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών.
- Παραδίδεται το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η [τελεσίδικη] απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
- Εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, η δικαστική αρχή εκτέλεσης και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος επικοινωνούν αμέσως μεταξύ τους και συμφωνούν νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
- Η παράδοση μπορεί κατ’ εξαίρεση να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον λ.χ. ευλόγως πιστεύεται ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του καταζητουμένου. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης γίνεται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
- Κατά την παρέλευση των προθεσμιών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, εάν το πρόσωπο εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται.»
Το φινλανδικό δίκαιο
Ο νόμος περί παραδόσεως
8 Οι εθνικές διατάξεις που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 περιλαμβάνονται στον laki rikoksen johdosta tapahtuvasta luovuttamisesta Suomen ja muiden Euroopan Unionin jäsenvaltioiden välillä (1286/2003) [νόμο περί παραδόσεως, λόγω διαπράξεως ποινικών αδικημάτων, μεταξύ της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1286/2003)], της 30ής Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: νόμος περί παραδόσεως).
9 Κατά τα άρθρα 11, 19 και 37 του νόμου περί παραδόσεως, στη Φινλανδία, οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης που είναι αρμόδιες να αποφανθούν για την παράδοση και τη συνέχιση της κράτησης είναι το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι, Φινλανδία) και, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία). Βάσει του άρθρου 44 του νόμου αυτού, αρμόδια για την εκτέλεση αποφάσεως παραδόσεως είναι η Keskusrikospoliisi (εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών, Φινλανδία).
10 Βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου, το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης παραδίδεται το ταχύτερο δυνατό στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους που υπέβαλε το σχετικό αίτημα και σε ημερομηνία που συμφωνείται μεταξύ των εμπλεκόμενων αρχών. Παραδίδεται δε το αργότερο δέκα ημέρες αφότου η απόφαση περί παραδόσεως καταστεί τελεσίδικη.
11 Σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, εάν η παράδοση του εν λόγω προσώπου, εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 προθεσμίας, καθίσταται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας στη Φινλανδία ή στο κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα παράδοσης, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία παράδοσης. Η παράδοση πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
12 Σύμφωνα με το άρθρο 48 του νόμου περί παραδόσεως, αν, μετά την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα του 46 και 47, το οικείο πρόσωπο εξακολουθεί να κρατείται, πρέπει να απολυθεί.
Ο νόμος περί αλλοδαπών
13 Οι εθνικές διατάξεις περί ασύλου περιλαμβάνονται στον ulkomaalaislaki (301/2004) [νόμο περί αλλοδαπών (301/2004)], της 30ής Απριλίου 2004 (στο εξής: νόμος περί αλλοδαπών), ο οποίος αντιστοιχεί στις διατάξεις της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)] και συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967. Οι διατάξεις του νόμου περί αλλοδαπών έχουν εφαρμογή σε όλους τους αλλοδαπούς που διαμένουν στη Φινλανδία, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών της Ένωσης.
14 Δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 3, του νόμου περί αλλοδαπών, αλλοδαπός έχει δικαίωμα παραμονής στη φινλανδική επικράτεια κατά τη διάρκεια της εξετάσεως της αιτήσεώς του, έως ότου εκδοθεί επί της αιτήσεως αυτής απόφαση καταστάσα απρόσβλητη ή έως ότου εκδοθεί εις βάρος του εκτελεστή απόφαση απομακρύνσεως.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
15 Στις 19 και 27 Μαΐου 2015 εκδόθηκαν εις βάρος των Ρουμάνων υπηκόων C και CD, αντιστοίχως, ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης από ρουμανική δικαστική αρχή, για την εκτέλεση ποινής φυλάκισης πέντε ετών και παρεπόμενων ποινών τριών ετών (στο εξής, από κοινού: επίμαχα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης). Οι εν λόγω ποινές επιβλήθηκαν για διακίνηση επικίνδυνων και ιδιαιτέρως επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.
16 Εις βάρος των C και CD κινήθηκαν διαδικασίες εκτέλεσης των εν λόγω ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης στη Σουηδία. Με απόφαση της 8ης Απριλίου 2020, το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο, Σουηδία) διέταξε την παράδοση του C στις ρουμανικές αρχές και, με απόφαση της 30ής Ιουλίου 2020, το Svea hovrätt (εφετείο Στοκχόλμης, Σουηδία) διέταξε την παράδοση του CD στις ίδιες αρχές. Εντούτοις, αμφότεροι εγκατέλειψαν τη Σουηδία και μετέβησαν στη Φινλανδία πριν από την εκτέλεση των αποφάσεων περί παραδόσεως.
17 Στις 15 Δεκεμβρίου 2020, οι C και CD συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση στη Φινλανδία βάσει των επίμαχων ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης.
18 Με αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2021, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) διέταξε την παράδοσή τους στις ρουμανικές αρχές. Κατόπιν αιτήματος των ρουμανικών αρχών, η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών όρισε αρχικώς ως ημερομηνία παράδοσης την 7η Μαΐου 2021. Η αεροπορική μεταφορά των C και CD προς τη Ρουμανία ήταν αδύνατο να οργανωθεί πριν από την ημερομηνία αυτή λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19.
19 Στις 3 Μαΐου 2021, οι C και CD άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Στις 4 Μαΐου 2021, το δικαστήριο αυτό απαγόρευσε προσωρινώς την εκτέλεση των αποφάσεων περί παραδόσεως. Στις 31 Μαΐου 2021, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως, με αποτέλεσμα να παύσει να ισχύει η προσωρινή διάταξη περί μη εκτελέσεως των εν λόγω αποφάσεων περί παραδόσεως.
20 Ως δεύτερη ημερομηνία παράδοσης ορίστηκε η 11η Ιουνίου 2021. Εντούτοις, η παράδοση αυτή αναβλήθηκε εκ νέου, λόγω της έλλειψης απευθείας αεροπορικών δρομολογίων προς τη Ρουμανία και της αδυναμίας οργάνωσης αεροπορικής μεταφοράς μέσω άλλου κράτους μέλους εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος.
21 Οι C και CD υπέβαλαν ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Ελσίνκι) και του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου) πλείονες άλλες αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως των αποφάσεων περί παραδόσεως. Άπασες οι εν λόγω αιτήσεις απορρίφθηκαν ή κρίθηκαν απαράδεκτες.
22 Ως τρίτη ημερομηνία παράδοσης ορίστηκε η 17η Ιουνίου 2021 για τον CD και η 22α Ιουνίου 2021 για τoν C. Ωστόσο, η πραγματοποίησή της στάθηκε εκ νέου αδύνατη, αυτή τη φορά, λόγω της υποβολής από τους C και CD αιτήσεων διεθνούς προστασίας στη Φινλανδία. Με αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2021, η Maahanmuuttovirasto (Εθνική Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, Φινλανδία) απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις. Οι C και CD άσκησαν προσφυγή κατά των σχετικών αποφάσεων ενώπιον του hallinto-oikeus (διοικητικού πρωτοδικείου, Φινλανδία).
23 Στη συνέχεια, οι C και CD προσέφυγαν ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Ελσίνκι) με αίτημα, αφενός, την απόλυσή τους με την αιτιολογία ότι η προθεσμία παραδόσεως είχε παρέλθει και, αφετέρου, την αναβολή της παραδόσεώς τους λόγω των αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας. Με αποφάσεις της 8ης και 29ης Οκτωβρίου 2021, το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι) απέρριψε τις εν λόγω προσφυγές ως απαράδεκτες.
24 Η κύρια δίκη αφορά τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν οι C και CD κατά των τελευταίων αυτών αποφάσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως, οι C και CD προβάλλουν τους ίδιους λόγους με εκείνους που απορρίφθηκαν από το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι). Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η syyttäjä (εισαγγελική αρχή, Φινλανδία) ζήτησε να συνεχιστεί η κράτηση των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης και να μην αναβληθεί η εκτέλεση της παράδοσής τους στις ρουμανικές αρχές.
25 Με απόφαση αρχής της 8ης Δεκεμβρίου 2021, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι τα πρόσωπα για τα οποία εκδόθηκε απόφαση περί παραδόσεως δικαιούνται να εξεταστεί από δικαστή η αίτηση που υπέβαλαν όσον αφορά τη συνέχιση της κρατήσεώς τους. Προς αποφυγή οποιασδήποτε καθυστέρησης, το εν λόγω δικαστήριο επελήφθη κατευθείαν της υποθέσεως της κύριας δίκης.
26 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, τόσο από διαδικαστικής όσο και από ουσιαστικής απόψεως.
27 Πρώτον, όσον αφορά τα διαδικαστικά ζητήματα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από την ως άνω διάταξη όσον αφορά την εκτίμηση της συνδρομής περιπτώσεως ανωτέρας βίας.
28 Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι κανόνες του εθνικού δικαίου αναθέτουν στην εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών τα καθήκοντα που συνδέονται με την εκτέλεση της παράδοσης όταν η δικαστική απόφαση περί παραδόσεως καταστεί τελεσίδικη. Με την απόφασή του, το δικαστήριο δεν επιβάλλει δεσμεύσεις σε σχέση με την ημερομηνία παραδόσεως, αλλά η απόφαση αυτή εκτελείται τηρουμένων των προθεσμιών που προβλέπονται προς τούτο από τον νόμο περί παραδόσεως, συμφώνως προς την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.
29 Επίσης, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών μεριμνά για την πρακτική εφαρμογή της αποφάσεως περί παραδόσεως, επικοινωνεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης, εάν η παράδοση δεν πραγματοποιηθεί –όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης– εντός της προθεσμίας των δέκα ημερών.
30 Κατά τη νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου, ο κρατούμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει ανά πάσα στιγμή στο αρμόδιο δικαστήριο προκειμένου αυτό να εξετάσει εάν η κράτησή του εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο δικαστήριο να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, αν η παράλειψη της παράδοσης οφείλεται σε περίπτωση ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Αντιθέτως, η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών και οι λοιπές αρχές δεν υποβάλλουν σε συστηματική βάση στην κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου το ζήτημα της συνέχισης της κρατήσεως.
31 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επομένως, εάν μια τέτοια εθνική διαδικασία είναι συμβατή με το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 καθώς και ποιες θα ήταν οι συνέπειες σε περίπτωση που δεν κριθεί συμβατή.
32 Δεύτερον, όσον αφορά τα ουσιαστικά ζητήματα που σχετίζονται με το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η έννοια της ανωτέρας βίας καλύπτει τα νομικά εμπόδια που οφείλονται στην εθνική νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της παράδοσης εντός της αρχικώς προβλεφθείσας προθεσμίας.
33 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39), το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της ανωτέρας βίας μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση κατά την οποία η παράδοση καθίσταται αδύνατη λόγω προβολής σωματικής αντίστασης από τον κρατούμενο, εφόσον, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, δεν κατέστη δυνατό η αντίσταση αυτή να προβλεφθεί από τις δικαστικές αρχές εκτελέσεως και εκδόσεως και οι συνέπειές της όσον αφορά την παράδοση να αποφευχθούν, παρά την επιμέλεια που επέδειξαν οι εν λόγω αρχές.
34 Πλην όμως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, μολονότι η πανδημία της νόσου COVID‑19 δυσχέρανε την πρακτική εφαρμογή της παραδόσεως και την τήρηση των προθεσμιών, τα κύρια εμπόδια ως προς την παράδοση αυτή ήταν η απαγόρευση εκτελέσεως που επέβαλε το αιτούν δικαστήριο κατά τη διάρκεια της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως που άσκησαν οι C και CD, καθώς και οι αιτήσεις ασύλου που επίσης υπέβαλαν οι τελευταίοι. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, ο αιτών άσυλο έχει δικαίωμα παραμονής στη φινλανδική επικράτεια κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αιτήσεώς του ή έως ότου εκδοθεί απόφαση για την απομάκρυνσή του.
35 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, σε συνδυασμό με το άρθρο της 23, παράγραφος 5, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης παραδόσεως κρατουμένου, την έννοια ότι επιβάλλει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως‑πλαισίου την υποχρέωση να ορίσει νέα ημερομηνία παραδόσεως και να εξακριβώσει κατά πόσον συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας και κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την κράτηση ή συνάδει επίσης προς την απόφαση-πλαίσιο διαδικασία κατά την οποία το δικαστήριο εξετάζει τα στοιχεία αυτά μόνο κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερόμενων προσώπων; Αν θεωρηθεί ότι για την παράταση της προθεσμίας αυτής απαιτείται η παρέμβαση της δικαστικής αρχής, συνεπάγεται η απουσία τέτοιας παρεμβάσεως την παρέλευση των προβλεπόμενων στην απόφαση-πλαίσιο προθεσμιών, με αποτέλεσμα να πρέπει ο κρατούμενος να απολυθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584;
2) Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 την έννοια ότι ο όρος “ανωτέρα βία” καλύπτει επίσης νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση τα οποία οφείλονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως η διαταχθείσα μη εκτέλεση για όσο διάστημα διαρκεί η ένδικη διαδικασία ή το δικαίωμα του αιτούντος άσυλο να παραμείνει στο κράτος εκτελέσεως έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του για χορήγηση ασύλου;»
Επί του αιτήματος εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας
36 Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.
37 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας.
38 Αφενός, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η οποία άπτεται των τομέων τους οποίους αφορά ο τίτλος V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, η αίτηση αυτή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 107, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.
39 Αφετέρου, όσον αφορά το κριτήριο του επείγοντος, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό πληρούται όταν ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται της ελευθερίας του κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 24, και της 16ης Νοεμβρίου 2021, Governor of Cloverhill Prison κ.λπ., C‑479/21 PPU, EU:C:2021:929, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι C και CD στερούνταν πράγματι την ελευθερία τους κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής.
41 Επιπλέον, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, του οποίου η παράγραφος 5 προβλέπει την απόλυση του καταζητουμένου, σε περίπτωση παρέλευσης των προθεσμιών των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου αυτού. Επομένως, ανάλογα με την απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να υποχρεωθεί να διατάξει την απόλυση των C και CD.
42 Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε στις 17 Ιανουαρίου 2022, κατόπιν πρότασης της εισηγήτριας δικαστή και αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
43 Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι ο όρος ανωτέρα βία καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση που απορρέουν από την εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κίνηση νομικών διαδικασιών στηριζομένων στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.
44 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, διαμορφωθείσα στο πλαίσιο διαφόρων τομέων του δικαίου της Ένωσης, η έννοια της ανωτέρας βίας πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα ξένες προς τον επικαλούμενο την ανωτέρα βία περιστάσεις, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν όση επιμέλεια και αν είχε επιδειχθεί (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Επιπλέον, η κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έννοια της ανωτέρας βίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 56).
46 Όσον αφορά τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση τα οποία απορρέουν από την κίνηση νομικών διαδικασιών εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, επισημαίνεται βεβαίως ότι τα εμπόδια αυτά δεν σχετίζονται με τη συμπεριφορά των αρχών του κράτους μέλους εκτέλεσης και οι συνέπειές τους, ήτοι η αδυναμία παράδοσης του προσώπου αυτού εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν όση επιμέλεια και αν είχε επιδειχθεί.
47 Εντούτοις, και όπως ορθώς παρατήρησαν οι C και CD, η Ρουμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κίνηση νομικών διαδικασιών εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στο πλαίσιο διαδικασιών που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, με σκοπό την προσβολή της παράδοσής του στις αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος ή με συνέπεια την καθυστέρηση της παραδόσεως αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτη περίσταση.
48 Κατά συνέπεια, τέτοια νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση, τα οποία απορρέουν από νομικές διαδικασίες που κίνησε το πρόσωπο αυτό, δεν είναι δυνατόν να συνιστούν ανωτέρα βία κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.
49 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προθεσμίες παράδοσης που προβλέπονται στο άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ανασταλείσες λόγω εκκρεμών διαδικασιών στο κράτος μέλος εκτελέσεως, τις οποίες κίνησε το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου. Ως εκ τούτου, οι αρχές του κράτους μέλους εκτέλεσης παραμένουν κατ’ αρχήν υποχρεωμένες να παραδώσουν το ως άνω πρόσωπο στις αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος εντός των εν λόγω προθεσμιών.
50 Κατά το τελευταίο αυτό στάδιο της διαδικασίας παραδόσεως, το οποίο διέπεται από το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου, όλα τα νομικά στοιχεία έχουν, κατ’ αρχήν, εξεταστεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, η οποία έχει ήδη, εξ ορισμού, εκδώσει τελεσίδικη απόφαση επί της παραδόσεως.
51 Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται επίσης από τον σκοπό της επιτάχυνσης και της απλούστευσης της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, τον οποίο επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Πράγματι, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο αποβλέπει, μέσω της δημιουργίας ενός νέου απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παράδοσης των ατόμων τα οποία έχουν καταδικασθεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να καταστεί, δηλαδή, ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στηριζόμενος στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2013, Radu, C‑396/11, EU:C:2013:39, σκέψη 34, και της 17ης Μαρτίου 2021, JR (Ένταλμα σύλληψης – Καταδίκη σε τρίτο κράτος, μέλος του ΕΟΧ), C‑488/19, EU:C:2021:206, σκέψη 71].
52 Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι οι νομικές διαδικασίες που κινήθηκαν από τους C και CD αφορούσαν, έστω και εμμέσως, προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος την οποία τα πρόσωπα αυτά δεν θα μπορούσαν να είχαν επικαλεστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως για την παράδοση σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.
53 Όσον αφορά, ειδικότερα, τις αιτήσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν στη Φινλανδία οι C και CD, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι τελευταίοι προκύπτει ότι οι εν λόγω αιτήσεις στηρίζονταν κατά μεγάλο μέρος σε επιχειρήματα αφορώντα τις συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ήτοι στη Ρουμανία, και αντλούμενα από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως από τις αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198), της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία) (C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589), καθώς και της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857). Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι τα επιχειρήματα αυτά προβλήθηκαν από τους C και CD ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση των τελεσιδίκων αποφάσεων σχετικά με την παράδοση.
54 Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή, το μοναδικό άρθρο του πρωτοκόλλου (αριθ. 24) για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΛΕΕ, ορίζει ότι, δεδομένου του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών στα κράτη μέλη της Ένωσης, τα κράτη μέλη θεωρούνται ότι συνιστούν έναντι αλλήλων ασφαλείς χώρες καταγωγής, για όλα τα νομικά και πρακτικά ζητήματα σχετικά με τις υποθέσεις ασύλου.
55 Το ίδιο άρθρο προβλέπει περαιτέρω ότι, κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αίτηση ασύλου υποβαλλόμενη από υπήκοο κράτους μέλους μπορεί να ληφθεί υπόψη ή να κηρυχθεί παραδεκτή σε διαδικασία άλλου κράτους μέλους μόνο σε τέσσερις, εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις.
56 Πλην όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η κατάσταση των C και CD εμπίπτει σε μία από τις τέσσερις περιπτώσεις που προβλέπονται στο μοναδικό άρθρο του εν λόγω πρωτοκόλλου, ως προς το οποίο, εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε ερώτημα στο Δικαστήριο.
57 Επισημαίνεται, τέλος, ότι η αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας δεν περιλαμβάνεται στους λόγους μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που απαριθμούνται στα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, B., C‑306/09, EU:C:2010:626, σκέψεις 43 έως 46).
58 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι ο όρος ανωτέρα βία δεν καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση που απορρέουν από την εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κίνηση νομικών διαδικασιών στηριζομένων στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
59 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, εάν το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτελέσεως αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περιπτώσεως ανωτέρας βίας καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, εξυπακουομένου ότι το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23 πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν παρέλθει, με συνέπεια το εν λόγω πρόσωπο να πρέπει να απολυθεί, σε περίπτωση που πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.
60 Σε περίπτωση ανωτέρας βίας που εμποδίζει την παράδοση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, από το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου προκύπτει ότι εναπόκειται στις οικείες δικαστικές αρχές εκτελέσεως και εκδόσεως του εντάλματος να έλθουν αμέσως σε επαφή μεταξύ τους και να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία παραδόσεως.
61 Το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι η έννοια της «δικαστικής αρχής εκτέλεσης», στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, καλύπτει, όπως και η έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης», στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, είτε έναν δικαστή ή ένα δικαστήριο είτε μια δικαστική αρχή, όπως η εισαγγελία κράτους μέλους, που μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο κράτος μέλος αυτό και διαθέτει την απαιτούμενη ανεξαρτησία από την εκτελεστική εξουσία [απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία), C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 54].
62 Αντιθέτως, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αστυνομικές αρχές ενός κράτους μέλους δεν εμπίπτουν στην έννοια της «δικαστικής αρχής» κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 [πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία), C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
63 Επομένως, η παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως την οποία απαιτεί το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, για την κρίση σχετικά με την ύπαρξη ανωτέρας βίας καθώς και, κατά περίπτωση, για τον καθορισμό νέας ημερομηνίας παραδόσεως, δεν μπορεί να ανατεθεί σε αστυνομική αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως είναι η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών στη διαφορά της κύριας δίκης.
64 Βεβαίως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να ορίζουν μία ή περισσότερες «κεντρικές αρχές» για να επικουρούν τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι αστυνομικές υπηρεσίες ενός κράτους μέλους ενδέχεται να εμπίπτουν στην έννοια των «κεντρικών αρχών» κατά το άρθρο 7 (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak, C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 42).
65 Εντούτοις, από το προαναφερθέν άρθρο 7, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, προκύπτει ότι η παρέμβαση μιας τέτοιας κεντρικής αρχής πρέπει να περιορίζεται στην πρακτική και διοικητική επικουρία των αρμόδιων δικαστικών αρχών. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 δυνατότητα δεν δύναται να διευρυνθεί σε βαθμό τέτοιον ώστε να επιτραπεί στα κράτη μέλη να αντικαταστήσουν με την κεντρική αυτή αρχή τις αρμόδιες δικαστικές αρχές όσον αφορά την εκτίμηση της υπάρξεως περιπτώσεως ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, καθώς και, ενδεχομένως, τον καθορισμό νέας ημερομηνίας παραδόσεως (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak, C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 42).
66 Πράγματι, και όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 73 έως 76 των προτάσεών της, η εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη ανωτέρας βίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, καθώς και, ενδεχομένως, ο καθορισμός νέας ημερομηνίας παραδόσεως αποτελούν αποφάσεις σχετικές με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τις οποίες πρέπει να λαμβάνει η δικαστική αρχή εκτελέσεως δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 8 αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, και όπως συνομολογεί και το αιτούν δικαστήριο, οι αποφάσεις αυτές υπερβαίνουν το πλαίσιο της απλής «πρακτικής και διοικητικής επικουρίας» που μπορεί να ανατεθεί σε αστυνομικές υπηρεσίες δυνάμει του άρθρου 7 της αποφάσεως-πλαισίου, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 9 της ίδιας αποφάσεως.
67 Όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την έλλειψη παρέμβασης της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει πράγματι να θεωρηθεί ότι, υπό τέτοιες περιστάσεις, έχουν παρέλθει.
68 Πράγματι, η διαπίστωση ότι συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας από τις αστυνομικές υπηρεσίες του κράτους μέλους εκτελέσεως, και ο συνακόλουθος καθορισμός νέας ημερομηνίας παραδόσεως, χωρίς παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, τούτο δε ανεξάρτητα από το υποστατό της ανωτέρας βίας.
69 Κατά συνέπεια, ελλείψει παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως-πλαισίου δεν μπορούν να παραταθούν εγκύρως κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Επομένως, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρέπει να θεωρηθεί, για την εφαρμογή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου, ότι οι εν λόγω προθεσμίες έχουν παρέλθει.
70 Δεύτερον, είναι αναγκαίο να υπομνησθούν οι συνέπειες της παρέλευσης των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.
71 Βεβαίως, από τη διατύπωση του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584 προκύπτει ρητώς ότι το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εάν κατά την παρέλευση των προθεσμιών εξακολουθεί να κρατείται, πρέπει να απολύεται. Καμία εξαίρεση δεν προβλέπεται από την υποχρέωση αυτή που υπέχει το κράτος μέλος εκτελέσεως σε μια τέτοια περίπτωση.
72 Πλην όμως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν όρισε ότι η παρέλευση των προθεσμιών αυτών είχε οποιαδήποτε άλλη συνέπεια και, ιδίως, δεν προέβλεψε ότι στερούσε από τις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να συμφωνούν νέα ημερομηνία παραδόσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου ή ότι απάλλασσε το κράτος μέλος εκτελέσεως από την υποχρέωση να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 70).
73 Εξάλλου, ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, και του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 υπό την έννοια ότι, μετά την πάροδο των προθεσμιών του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν υποχρεούται πλέον να προβεί σε παράδοση του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ούτε να συμφωνήσει, προς τούτο, με τη δικαστική αρχή εκδόσεως νέα ημερομηνία παραδόσεως ενδέχεται να δυσχεράνει την επίτευξη του σκοπού της επιτάχυνσης και απλούστευσης της δικαστικής συνεργασίας τον οποίο επιδιώκει η απόφαση‑πλαίσιο, καθόσον η ερμηνεία αυτή μπορεί, μεταξύ άλλων, να υποχρεώσει το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος να εκδώσει δεύτερο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προκειμένου να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή νέας διαδικασίας παραδόσεως (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 71).
74 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η πάροδος και μόνον των προβλεπομένων στο άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προθεσμιών δεν μπορεί να συνεπάγεται την δυνατότητα απαλλαγής του κράτους μέλους εκτελέσεως από την υποχρέωσή του να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να προβεί στην παράδοση του καταζητουμένου, προς τον σκοπό δε αυτό οι οικείες αρχές οφείλουν να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία παράδοσης (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 72).
75 Επιπλέον, όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών της, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης του κράτους μέλους εκτελέσεως να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αυτού υποχρεούται, σε περίπτωση απολύσεως του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ένταλμα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, να λάβει κάθε μέτρο που κρίνει αναγκαίο προκειμένου να αποφευχθεί η διαφυγή του προσώπου αυτού, με εξαίρεση στερητικά της ελευθερίας μέτρα.
76 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αφενός, το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτελέσεως αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περιπτώσεως ανωτέρας βίας καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, τούτο δε ισχύει ακόμη και εάν το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων. Αφετέρου, το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/584 έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23 πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν παρέλθει, με συνέπεια το εν λόγω πρόσωπο να πρέπει να απολυθεί, όταν δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.
Επί των δικαστικών εξόδων
77 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι ο όρος ανωτέρα βία δεν καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση που απορρέουν από την εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κίνηση νομικών διαδικασιών στηριζομένων στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.
2) Το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/58, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, έχει την έννοια ότι η απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτελέσεως αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περιπτώσεως ανωτέρας βίας καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, τούτο δε ισχύει ακόμη και εάν το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων.
Το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299, έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23 πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν παρέλθει, με συνέπεια το εν λόγω πρόσωπο να πρέπει να απολυθεί, όταν δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.