ΔΕΕ της 28.4.2022 (υπόθεση C-804/21, C και CD κατά Syyttäjä): προθεσμία παράδοσης του εκζητούμενου βάσει ΕΕΣ- συνέπειες υπέρβασης της προθεσμίας

Παρατηρήσεις: Η απόφαση αυτή σε συνέχεια αντίστοιχων του ίδιου Δικαστηρίου διευκρινίζει τη διαδικασία εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ), μετά τη λήψη της σχετικής απόφασης από τις δικαστικές αρχές του κράτους εκτέλεσης του ΕΕΣ, ερμηνεύοντας το άρθρο 23 της Απόφασης Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13.6.2002 (βλ. και άρθρο 27 Ν. 3251/2004). Τη διάταξη αυτή ερμηνεύει και η ΔΕΕ της 25.1.2017 (υπόθεση C-640/15, Tomas Vilkas), Αρμ (2017), 484 (με παρατ. Α.Τάκη)). Κατά τη διάταξη αυτή ορίζεται αρχικά ότι η προθεσμία προσαγωγής δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 10 ημέρες, ενώ αν η προσαγωγή του εκζητούμενου εντός της προθεσμίας αυτής αποδειχθεί αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών και η δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ συμφωνούν αμέσως για νέα ημερομηνία προσαγωγής, οπότε η προσαγωγή διενεργείται εντός 10 ημερών από τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία. Σε σχέση με τη διάταξη αυτή γίνονται δεκτά από το ΔΕΕ τα ακόλουθα: πρώτον, η (αντίστοιχη του άρθρου 27 παρ. 2 Ν. 3251/2004) διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 της Απόφασης-Πλαίσιο δεν αποκλείει την εφαρμογή της και σε περίπτωση που μετά την πρώτη συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών-μελών (εκζητούντος κράτους και κράτους εκτέλεσης του ΕΕΣ) για νέα ημερομηνία προσαγωγής εμφανιστεί και πάλι (ο ίδιος ή άλλος) λόγος ανώτερης βίας· δεύτερον, σε περίπτωση συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών και νέας ημερομηνίας για την προσαγωγή του εκζητούμενου, σύμφωνα με τα αμέσως προαναφερόμενα, οι δικαστικές αρχές του κράτους εκτέλεσης του ΕΕΣ δεν είναι υποχρεωμένες ούτε να απολύσουν τον καταζητούμενο, αν αυτός εξακολουθεί να κρατείται, αλλά ούτε και να διατάξουν τη συνέχιση της κράτησής του· τρίτον, η συνέχιση της κράτησης του εκζητούμενου σε μία τέτοια περίπτωση πρέπει να διατάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μόνο καθόσον η διαδικασία της παράδοσης διεξήχθη με επαρκή επιμέλεια και συνεπώς η διάρκεια της κράτησης δεν είναι υπερβολική· τέταρτον, η έννοια της ανώτερης βίας στα πλαίσια της διάταξης αυτής πρέπει να ερμηνεύεται στενά και συγκεκριμένα γίνεται δεκτό ότι η ανώτερη βία μπορεί να δικαιολογήσει την παράταση της προθεσμίας παράδοσης του εκζητούμενου μόνο κατά το μέτρο που η παράδοσή του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας αποδεικνύεται «αδύνατη» εξαιτίας λόγου ανώτερης βίας, ενώ μόνο το γεγονός ότι η παράδοση του εκζητούμενου καθίσταται απλώς «δυσχερής» δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή του κανόνα της διάταξης αυτής· πέμπτον, η αντίσταση που προβάλλει στην παράδοσή του ο εκζητούμενος μπορεί εγκύρως να θεωρηθεί ως περίσταση ασυνήθης και ξένη προς τις ενδιαφερόμενες αρχές, αλλά καταρχήν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτη περίσταση, ενόψει του ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη διαθέτουν μέσα, τα οποία τους επιτρέπουν συνήθως να κάμψουν την αντίσταση που προβάλλει ο εκζητούμενος· έκτον, ως ανωτέρα βία δεν νοείται η κίνηση από τον εκζητούμενο νομικών διαδικασιών, στηριζόμενων στο δίκαιο του κράτους εκτέλεσης του ΕΕΣ, με σκοπό την προσβολή της παράδοσή του στις αρχές του κράτους έκδοσης του ΕΕΣ ή με συνέπεια την καθυστέρησης της παράδοσης αυτής, όταν η απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης· έβδομον, η απαίτηση του άρθρου 23 παρ. 3 της Απόφασης Πλαίσιο για παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης δεν πληρούται, όταν το κράτος εκτέλεσης αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περίπτωσης ανώτερης βίας, καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του εκζητούμενου και να καθορίσει νέα ημερομηνία παράδοσης, ακόμα και αν ο εκζητούμενος έχει ανά πάσα στιγμή δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστικής αρχής, προκειμένου αυτή να αποφανθεί για τα ζητήματα αυτά.

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Εφέτης

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 28ης Απριλίου 2022

 

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση‑πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 23, παράγραφος 3 – Απαίτηση παρέμβασης της δικαστικής αρχής εκτέλεσης – Άρθρο 6, παράγραφος 2 – Αστυνομικές υπηρεσίες – Δεν εμπίπτουν – Ανωτέρα βία – Έννοια – Νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση – Κίνηση νομικών διαδικασιών από τον καταζητούμενο – Αίτηση διεθνούς προστασίας – Δεν εμπίπτει – Άρθρο 23, παράγραφος 5 – Παρέλευση των προθεσμιών παράδοσης – Συνέπειες – Απόλυση του κρατουμένου – Υποχρέωση λήψης κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου προς αποτροπή της διαφυγής»

Στην υπόθεση C‑804/21 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν κατά των

C,

CD,

κατά

Syyttäjä,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, N. Wahl και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι C και CD, εκπροσωπούμενοι από τον H. Nevala, asianajaja,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Langer,

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane και L.-E. Baţagoi,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις S. Grünheid και I. Söderlund,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 23, παράγραφοι 3 και 5, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτέλεσης, στη Φινλανδία, ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης τα οποία εξέδωσε ρουμανικό δικαστήριο κατά των C και CD, Ρουμάνων υπηκόων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχουν ως εξής:

«(8)      Οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το καταζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοσή του.

(9)      Ο ρόλος των κεντρικών αρχών κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να περιορίζεται σε πρακτική και διοικητική στήριξη.»

4        Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι [απόφαση δικαστικής αρχής] η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

  1. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.»

5        Κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών»:

«1.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

  1. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

[…]»

6        Το άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Προσφυγή στην κεντρική αρχή», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να ορίσει μια κεντρική αρχή ή, εφόσον η έννομη τάξη του το προβλέπει, κεντρικές αρχές για να επικουρούν τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

  1. Ένα κράτος μέλος δύναται, εάν είναι αναγκαίο λόγω της οργάνωσης του εσωτερικού δικαστικού του συστήματος, να αναθέτει στην ή στις κεντρικές αρχές του τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης καθώς και κάθε επίσημη αλληλογραφία που την ή τις αφορά.

[…]»

7        Το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο επιγράφεται «Προθεσμία παράδοσης του προσώπου», ορίζει τα εξής:

«1.      Ο καταζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία που συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών.

  1. Παραδίδεται το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η [τελεσίδικη] απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
  2. Εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, η δικαστική αρχή εκτέλεσης και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος επικοινωνούν αμέσως μεταξύ τους και συμφωνούν νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
  3. Η παράδοση μπορεί κατ’ εξαίρεση να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον λ.χ. ευλόγως πιστεύεται ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του καταζητουμένου. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης γίνεται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
  4. Κατά την παρέλευση των προθεσμιών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, εάν το πρόσωπο εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται.»

 Το φινλανδικό δίκαιο

 Ο νόμος περί παραδόσεως

8        Οι εθνικές διατάξεις που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 περιλαμβάνονται στον laki rikoksen johdosta tapahtuvasta luovuttamisesta Suomen ja muiden Euroopan Unionin jäsenvaltioiden välillä (1286/2003) [νόμο περί παραδόσεως, λόγω διαπράξεως ποινικών αδικημάτων, μεταξύ της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1286/2003)], της 30ής Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: νόμος περί παραδόσεως).

9        Κατά τα άρθρα 11, 19 και 37 του νόμου περί παραδόσεως, στη Φινλανδία, οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης που είναι αρμόδιες να αποφανθούν για την παράδοση και τη συνέχιση της κράτησης είναι το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι, Φινλανδία) και, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία). Βάσει του άρθρου 44 του νόμου αυτού, αρμόδια για την εκτέλεση αποφάσεως παραδόσεως είναι η Keskusrikospoliisi (εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών, Φινλανδία).

10      Βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου, το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης παραδίδεται το ταχύτερο δυνατό στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους που υπέβαλε το σχετικό αίτημα και σε ημερομηνία που συμφωνείται μεταξύ των εμπλεκόμενων αρχών. Παραδίδεται δε το αργότερο δέκα ημέρες αφότου η απόφαση περί παραδόσεως καταστεί τελεσίδικη.

11      Σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, εάν η παράδοση του εν λόγω προσώπου, εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 προθεσμίας, καθίσταται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας στη Φινλανδία ή στο κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα παράδοσης, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία παράδοσης. Η παράδοση πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

12      Σύμφωνα με το άρθρο 48 του νόμου περί παραδόσεως, αν, μετά την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα του 46 και 47, το οικείο πρόσωπο εξακολουθεί να κρατείται, πρέπει να απολυθεί.

 Ο νόμος περί αλλοδαπών

13      Οι εθνικές διατάξεις περί ασύλου περιλαμβάνονται στον ulkomaalaislaki (301/2004) [νόμο περί αλλοδαπών (301/2004)], της 30ής Απριλίου 2004 (στο εξής: νόμος περί αλλοδαπών), ο οποίος αντιστοιχεί στις διατάξεις της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)] και συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967. Οι διατάξεις του νόμου περί αλλοδαπών έχουν εφαρμογή σε όλους τους αλλοδαπούς που διαμένουν στη Φινλανδία, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών της Ένωσης.

14      Δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 3, του νόμου περί αλλοδαπών, αλλοδαπός έχει δικαίωμα παραμονής στη φινλανδική επικράτεια κατά τη διάρκεια της εξετάσεως της αιτήσεώς του, έως ότου εκδοθεί επί της αιτήσεως αυτής απόφαση καταστάσα απρόσβλητη ή έως ότου εκδοθεί εις βάρος του εκτελεστή απόφαση απομακρύνσεως.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Στις 19 και 27 Μαΐου 2015 εκδόθηκαν εις βάρος των Ρουμάνων υπηκόων C και CD, αντιστοίχως, ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης από ρουμανική δικαστική αρχή, για την εκτέλεση ποινής φυλάκισης πέντε ετών και παρεπόμενων ποινών τριών ετών (στο εξής, από κοινού: επίμαχα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης). Οι εν λόγω ποινές επιβλήθηκαν για διακίνηση επικίνδυνων και ιδιαιτέρως επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

16      Εις βάρος των C και CD κινήθηκαν διαδικασίες εκτέλεσης των εν λόγω ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης στη Σουηδία. Με απόφαση της 8ης Απριλίου 2020, το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο, Σουηδία) διέταξε την παράδοση του C στις ρουμανικές αρχές και, με απόφαση της 30ής Ιουλίου 2020, το Svea hovrätt (εφετείο Στοκχόλμης, Σουηδία) διέταξε την παράδοση του CD στις ίδιες αρχές. Εντούτοις, αμφότεροι εγκατέλειψαν τη Σουηδία και μετέβησαν στη Φινλανδία πριν από την εκτέλεση των αποφάσεων περί παραδόσεως.

17      Στις 15 Δεκεμβρίου 2020, οι C και CD συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση στη Φινλανδία βάσει των επίμαχων ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης.

18      Με αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2021, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) διέταξε την παράδοσή τους στις ρουμανικές αρχές. Κατόπιν αιτήματος των ρουμανικών αρχών, η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών όρισε αρχικώς ως ημερομηνία παράδοσης την 7η Μαΐου 2021. Η αεροπορική μεταφορά των C και CD προς τη Ρουμανία ήταν αδύνατο να οργανωθεί πριν από την ημερομηνία αυτή λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19.

19      Στις 3 Μαΐου 2021, οι C και CD άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Στις 4 Μαΐου 2021, το δικαστήριο αυτό απαγόρευσε προσωρινώς την εκτέλεση των αποφάσεων περί παραδόσεως. Στις 31 Μαΐου 2021, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως, με αποτέλεσμα να παύσει να ισχύει η προσωρινή διάταξη περί μη εκτελέσεως των εν λόγω αποφάσεων περί παραδόσεως.

20      Ως δεύτερη ημερομηνία παράδοσης ορίστηκε η 11η Ιουνίου 2021. Εντούτοις, η παράδοση αυτή αναβλήθηκε εκ νέου, λόγω της έλλειψης απευθείας αεροπορικών δρομολογίων προς τη Ρουμανία και της αδυναμίας οργάνωσης αεροπορικής μεταφοράς μέσω άλλου κράτους μέλους εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος.

21      Οι C και CD υπέβαλαν ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Ελσίνκι) και του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου) πλείονες άλλες αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως των αποφάσεων περί παραδόσεως. Άπασες οι εν λόγω αιτήσεις απορρίφθηκαν ή κρίθηκαν απαράδεκτες.

22      Ως τρίτη ημερομηνία παράδοσης ορίστηκε η 17η Ιουνίου 2021 για τον CD και η 22α Ιουνίου 2021 για τoν C. Ωστόσο, η πραγματοποίησή της στάθηκε εκ νέου αδύνατη, αυτή τη φορά, λόγω της υποβολής από τους C και CD αιτήσεων διεθνούς προστασίας στη Φινλανδία. Με αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2021, η Maahanmuuttovirasto (Εθνική Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, Φινλανδία) απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις. Οι C και CD άσκησαν προσφυγή κατά των σχετικών αποφάσεων ενώπιον του hallinto-oikeus (διοικητικού πρωτοδικείου, Φινλανδία).

23      Στη συνέχεια, οι C και CD προσέφυγαν ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Ελσίνκι) με αίτημα, αφενός, την απόλυσή τους με την αιτιολογία ότι η προθεσμία παραδόσεως είχε παρέλθει και, αφετέρου, την αναβολή της παραδόσεώς τους λόγω των αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας. Με αποφάσεις της 8ης και 29ης Οκτωβρίου 2021, το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι) απέρριψε τις εν λόγω προσφυγές ως απαράδεκτες.

24      Η κύρια δίκη αφορά τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν οι C και CD κατά των τελευταίων αυτών αποφάσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως, οι C και CD προβάλλουν τους ίδιους λόγους με εκείνους που απορρίφθηκαν από το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι). Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η syyttäjä (εισαγγελική αρχή, Φινλανδία) ζήτησε να συνεχιστεί η κράτηση των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης και να μην αναβληθεί η εκτέλεση της παράδοσής τους στις ρουμανικές αρχές.

25      Με απόφαση αρχής της 8ης Δεκεμβρίου 2021, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι τα πρόσωπα για τα οποία εκδόθηκε απόφαση περί παραδόσεως δικαιούνται να εξεταστεί από δικαστή η αίτηση που υπέβαλαν όσον αφορά τη συνέχιση της κρατήσεώς τους. Προς αποφυγή οποιασδήποτε καθυστέρησης, το εν λόγω δικαστήριο επελήφθη κατευθείαν της υποθέσεως της κύριας δίκης.

26      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, τόσο από διαδικαστικής όσο και από ουσιαστικής απόψεως.

27      Πρώτον, όσον αφορά τα διαδικαστικά ζητήματα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από την ως άνω διάταξη όσον αφορά την εκτίμηση της συνδρομής περιπτώσεως ανωτέρας βίας.

28      Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι κανόνες του εθνικού δικαίου αναθέτουν στην εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών τα καθήκοντα που συνδέονται με την εκτέλεση της παράδοσης όταν η δικαστική απόφαση περί παραδόσεως καταστεί τελεσίδικη. Με την απόφασή του, το δικαστήριο δεν επιβάλλει δεσμεύσεις σε σχέση με την ημερομηνία παραδόσεως, αλλά η απόφαση αυτή εκτελείται τηρουμένων των προθεσμιών που προβλέπονται προς τούτο από τον νόμο περί παραδόσεως, συμφώνως προς την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

29      Επίσης, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών μεριμνά για την πρακτική εφαρμογή της αποφάσεως περί παραδόσεως, επικοινωνεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης, εάν η παράδοση δεν πραγματοποιηθεί –όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης– εντός της προθεσμίας των δέκα ημερών.

30      Κατά τη νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου, ο κρατούμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει ανά πάσα στιγμή στο αρμόδιο δικαστήριο προκειμένου αυτό να εξετάσει εάν η κράτησή του εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο δικαστήριο να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, αν η παράλειψη της παράδοσης οφείλεται σε περίπτωση ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Αντιθέτως, η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών και οι λοιπές αρχές δεν υποβάλλουν σε συστηματική βάση στην κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου το ζήτημα της συνέχισης της κρατήσεως.

31      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επομένως, εάν μια τέτοια εθνική διαδικασία είναι συμβατή με το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 καθώς και ποιες θα ήταν οι συνέπειες σε περίπτωση που δεν κριθεί συμβατή.

32      Δεύτερον, όσον αφορά τα ουσιαστικά ζητήματα που σχετίζονται με το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η έννοια της ανωτέρας βίας καλύπτει τα νομικά εμπόδια που οφείλονται στην εθνική νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της παράδοσης εντός της αρχικώς προβλεφθείσας προθεσμίας.

33      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39), το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της ανωτέρας βίας μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση κατά την οποία η παράδοση καθίσταται αδύνατη λόγω προβολής σωματικής αντίστασης από τον κρατούμενο, εφόσον, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, δεν κατέστη δυνατό η αντίσταση αυτή να προβλεφθεί από τις δικαστικές αρχές εκτελέσεως και εκδόσεως και οι συνέπειές της όσον αφορά την παράδοση να αποφευχθούν, παρά την επιμέλεια που επέδειξαν οι εν λόγω αρχές.

34      Πλην όμως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, μολονότι η πανδημία της νόσου COVID‑19 δυσχέρανε την πρακτική εφαρμογή της παραδόσεως και την τήρηση των προθεσμιών, τα κύρια εμπόδια ως προς την παράδοση αυτή ήταν η απαγόρευση εκτελέσεως που επέβαλε το αιτούν δικαστήριο κατά τη διάρκεια της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως που άσκησαν οι C και CD, καθώς και οι αιτήσεις ασύλου που επίσης υπέβαλαν οι τελευταίοι. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, ο αιτών άσυλο έχει δικαίωμα παραμονής στη φινλανδική επικράτεια κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αιτήσεώς του ή έως ότου εκδοθεί απόφαση για την απομάκρυνσή του.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, σε συνδυασμό με το άρθρο της 23, παράγραφος 5, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης παραδόσεως κρατουμένου, την έννοια ότι επιβάλλει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως‑πλαισίου την υποχρέωση να ορίσει νέα ημερομηνία παραδόσεως και να εξακριβώσει κατά πόσον συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας και κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την κράτηση ή συνάδει επίσης προς την απόφαση-πλαίσιο διαδικασία κατά την οποία το δικαστήριο εξετάζει τα στοιχεία αυτά μόνο κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερόμενων προσώπων; Αν θεωρηθεί ότι για την παράταση της προθεσμίας αυτής απαιτείται η παρέμβαση της δικαστικής αρχής, συνεπάγεται η απουσία τέτοιας παρεμβάσεως την παρέλευση των προβλεπόμενων στην απόφαση-πλαίσιο προθεσμιών, με αποτέλεσμα να πρέπει ο κρατούμενος να απολυθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584;

2)      Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 την έννοια ότι ο όρος “ανωτέρα βία” καλύπτει επίσης νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση τα οποία οφείλονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως η διαταχθείσα μη εκτέλεση για όσο διάστημα διαρκεί η ένδικη διαδικασία ή το δικαίωμα του αιτούντος άσυλο να παραμείνει στο κράτος εκτελέσεως έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του για χορήγηση ασύλου;»

 Επί του αιτήματος εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

36      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

37      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας.

38      Αφενός, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η οποία άπτεται των τομέων τους οποίους αφορά ο τίτλος V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, η αίτηση αυτή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 107, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

39      Αφετέρου, όσον αφορά το κριτήριο του επείγοντος, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό πληρούται όταν ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται της ελευθερίας του κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 24, και της 16ης Νοεμβρίου 2021, Governor of Cloverhill Prison κ.λπ., C‑479/21 PPU, EU:C:2021:929, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι C και CD στερούνταν πράγματι την ελευθερία τους κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής.

41      Επιπλέον, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, του οποίου η παράγραφος 5 προβλέπει την απόλυση του καταζητουμένου, σε περίπτωση παρέλευσης των προθεσμιών των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου αυτού. Επομένως, ανάλογα με την απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να υποχρεωθεί να διατάξει την απόλυση των C και CD.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε στις 17 Ιανουαρίου 2022, κατόπιν πρότασης της εισηγήτριας δικαστή και αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

43      Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι ο όρος ανωτέρα βία καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση που απορρέουν από την εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κίνηση νομικών διαδικασιών στηριζομένων στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.

44      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, διαμορφωθείσα στο πλαίσιο διαφόρων τομέων του δικαίου της Ένωσης, η έννοια της ανωτέρας βίας πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα ξένες προς τον επικαλούμενο την ανωτέρα βία περιστάσεις, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν όση επιμέλεια και αν είχε επιδειχθεί (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Επιπλέον, η κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έννοια της ανωτέρας βίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 56).

46      Όσον αφορά τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση τα οποία απορρέουν από την κίνηση νομικών διαδικασιών εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, επισημαίνεται βεβαίως ότι τα εμπόδια αυτά δεν σχετίζονται με τη συμπεριφορά των αρχών του κράτους μέλους εκτέλεσης και οι συνέπειές τους, ήτοι η αδυναμία παράδοσης του προσώπου αυτού εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν όση επιμέλεια και αν είχε επιδειχθεί.

47      Εντούτοις, και όπως ορθώς παρατήρησαν οι C και CD, η Ρουμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κίνηση νομικών διαδικασιών εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στο πλαίσιο διαδικασιών που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, με σκοπό την προσβολή της παράδοσής του στις αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος ή με συνέπεια την καθυστέρηση της παραδόσεως αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτη περίσταση.

48      Κατά συνέπεια, τέτοια νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση, τα οποία απορρέουν από νομικές διαδικασίες που κίνησε το πρόσωπο αυτό, δεν είναι δυνατόν να συνιστούν ανωτέρα βία κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

49      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προθεσμίες παράδοσης που προβλέπονται στο άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ανασταλείσες λόγω εκκρεμών διαδικασιών στο κράτος μέλος εκτελέσεως, τις οποίες κίνησε το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου. Ως εκ τούτου, οι αρχές του κράτους μέλους εκτέλεσης παραμένουν κατ’ αρχήν υποχρεωμένες να παραδώσουν το ως άνω πρόσωπο στις αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος εντός των εν λόγω προθεσμιών.

50      Κατά το τελευταίο αυτό στάδιο της διαδικασίας παραδόσεως, το οποίο διέπεται από το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου, όλα τα νομικά στοιχεία έχουν, κατ’ αρχήν, εξεταστεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, η οποία έχει ήδη, εξ ορισμού, εκδώσει τελεσίδικη απόφαση επί της παραδόσεως.

51      Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται επίσης από τον σκοπό της επιτάχυνσης και της απλούστευσης της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, τον οποίο επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Πράγματι, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο αποβλέπει, μέσω της δημιουργίας ενός νέου απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παράδοσης των ατόμων τα οποία έχουν καταδικασθεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να καταστεί, δηλαδή, ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στηριζόμενος στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2013, Radu, C‑396/11, EU:C:2013:39, σκέψη 34, και της 17ης Μαρτίου 2021, JR (Ένταλμα σύλληψης – Καταδίκη σε τρίτο κράτος, μέλος του ΕΟΧ), C‑488/19, EU:C:2021:206, σκέψη 71].

52      Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι οι νομικές διαδικασίες που κινήθηκαν από τους C και CD αφορούσαν, έστω και εμμέσως, προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος την οποία τα πρόσωπα αυτά δεν θα μπορούσαν να είχαν επικαλεστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως για την παράδοση σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

53      Όσον αφορά, ειδικότερα, τις αιτήσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν στη Φινλανδία οι C και CD, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι τελευταίοι προκύπτει ότι οι εν λόγω αιτήσεις στηρίζονταν κατά μεγάλο μέρος σε επιχειρήματα αφορώντα τις συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ήτοι στη Ρουμανία, και αντλούμενα από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως από τις αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198), της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία) (C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589), καθώς και της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857). Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι τα επιχειρήματα αυτά προβλήθηκαν από τους C και CD ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση των τελεσιδίκων αποφάσεων σχετικά με την παράδοση.

54      Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή, το μοναδικό άρθρο του πρωτοκόλλου (αριθ. 24) για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΛΕΕ, ορίζει ότι, δεδομένου του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών στα κράτη μέλη της Ένωσης, τα κράτη μέλη θεωρούνται ότι συνιστούν έναντι αλλήλων ασφαλείς χώρες καταγωγής, για όλα τα νομικά και πρακτικά ζητήματα σχετικά με τις υποθέσεις ασύλου.

55      Το ίδιο άρθρο προβλέπει περαιτέρω ότι, κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αίτηση ασύλου υποβαλλόμενη από υπήκοο κράτους μέλους μπορεί να ληφθεί υπόψη ή να κηρυχθεί παραδεκτή σε διαδικασία άλλου κράτους μέλους μόνο σε τέσσερις, εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις.

56      Πλην όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η κατάσταση των C και CD εμπίπτει σε μία από τις τέσσερις περιπτώσεις που προβλέπονται στο μοναδικό άρθρο του εν λόγω πρωτοκόλλου, ως προς το οποίο, εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε ερώτημα στο Δικαστήριο.

57      Επισημαίνεται, τέλος, ότι η αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας δεν περιλαμβάνεται στους λόγους μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που απαριθμούνται στα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, B., C‑306/09, EU:C:2010:626, σκέψεις 43 έως 46).

58      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι ο όρος ανωτέρα βία δεν καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση που απορρέουν από την εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κίνηση νομικών διαδικασιών στηριζομένων στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

59      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, εάν το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτελέσεως αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περιπτώσεως ανωτέρας βίας καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, εξυπακουομένου ότι το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23 πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν παρέλθει, με συνέπεια το εν λόγω πρόσωπο να πρέπει να απολυθεί, σε περίπτωση που πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.

60      Σε περίπτωση ανωτέρας βίας που εμποδίζει την παράδοση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, από το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου προκύπτει ότι εναπόκειται στις οικείες δικαστικές αρχές εκτελέσεως και εκδόσεως του εντάλματος να έλθουν αμέσως σε επαφή μεταξύ τους και να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία παραδόσεως.

61      Το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι η έννοια της «δικαστικής αρχής εκτέλεσης», στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, καλύπτει, όπως και η έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης», στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, είτε έναν δικαστή ή ένα δικαστήριο είτε μια δικαστική αρχή, όπως η εισαγγελία κράτους μέλους, που μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο κράτος μέλος αυτό και διαθέτει την απαιτούμενη ανεξαρτησία από την εκτελεστική εξουσία [απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία), C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 54].

62      Αντιθέτως, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αστυνομικές αρχές ενός κράτους μέλους δεν εμπίπτουν στην έννοια της «δικαστικής αρχής» κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 [πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία), C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63      Επομένως, η παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως την οποία απαιτεί το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, για την κρίση σχετικά με την ύπαρξη ανωτέρας βίας καθώς και, κατά περίπτωση, για τον καθορισμό νέας ημερομηνίας παραδόσεως, δεν μπορεί να ανατεθεί σε αστυνομική αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως είναι η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών στη διαφορά της κύριας δίκης.

64      Βεβαίως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να ορίζουν μία ή περισσότερες «κεντρικές αρχές» για να επικουρούν τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι αστυνομικές υπηρεσίες ενός κράτους μέλους ενδέχεται να εμπίπτουν στην έννοια των «κεντρικών αρχών» κατά το άρθρο 7 (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak, C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 42).

65      Εντούτοις, από το προαναφερθέν άρθρο 7, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, προκύπτει ότι η παρέμβαση μιας τέτοιας κεντρικής αρχής πρέπει να περιορίζεται στην πρακτική και διοικητική επικουρία των αρμόδιων δικαστικών αρχών. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 δυνατότητα δεν δύναται να διευρυνθεί σε βαθμό τέτοιον ώστε να επιτραπεί στα κράτη μέλη να αντικαταστήσουν με την κεντρική αυτή αρχή τις αρμόδιες δικαστικές αρχές όσον αφορά την εκτίμηση της υπάρξεως περιπτώσεως ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, καθώς και, ενδεχομένως, τον καθορισμό νέας ημερομηνίας παραδόσεως (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak, C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 42).

66      Πράγματι, και όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 73 έως 76 των προτάσεών της, η εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη ανωτέρας βίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, καθώς και, ενδεχομένως, ο καθορισμός νέας ημερομηνίας παραδόσεως αποτελούν αποφάσεις σχετικές με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τις οποίες πρέπει να λαμβάνει η δικαστική αρχή εκτελέσεως δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 8 αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, και όπως συνομολογεί και το αιτούν δικαστήριο, οι αποφάσεις αυτές υπερβαίνουν το πλαίσιο της απλής «πρακτικής και διοικητικής επικουρίας» που μπορεί να ανατεθεί σε αστυνομικές υπηρεσίες δυνάμει του άρθρου 7 της αποφάσεως-πλαισίου, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 9 της ίδιας αποφάσεως.

67      Όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την έλλειψη παρέμβασης της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει πράγματι να θεωρηθεί ότι, υπό τέτοιες περιστάσεις, έχουν παρέλθει.

68      Πράγματι, η διαπίστωση ότι συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας από τις αστυνομικές υπηρεσίες του κράτους μέλους εκτελέσεως, και ο συνακόλουθος καθορισμός νέας ημερομηνίας παραδόσεως, χωρίς παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, τούτο δε ανεξάρτητα από το υποστατό της ανωτέρας βίας.

69      Κατά συνέπεια, ελλείψει παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως-πλαισίου δεν μπορούν να παραταθούν εγκύρως κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Επομένως, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρέπει να θεωρηθεί, για την εφαρμογή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου, ότι οι εν λόγω προθεσμίες έχουν παρέλθει.

70      Δεύτερον, είναι αναγκαίο να υπομνησθούν οι συνέπειες της παρέλευσης των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

71      Βεβαίως, από τη διατύπωση του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584 προκύπτει ρητώς ότι το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εάν κατά την παρέλευση των προθεσμιών εξακολουθεί να κρατείται, πρέπει να απολύεται. Καμία εξαίρεση δεν προβλέπεται από την υποχρέωση αυτή που υπέχει το κράτος μέλος εκτελέσεως σε μια τέτοια περίπτωση.

72      Πλην όμως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν όρισε ότι η παρέλευση των προθεσμιών αυτών είχε οποιαδήποτε άλλη συνέπεια και, ιδίως, δεν προέβλεψε ότι στερούσε από τις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να συμφωνούν νέα ημερομηνία παραδόσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου ή ότι απάλλασσε το κράτος μέλος εκτελέσεως από την υποχρέωση να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 70).

73      Εξάλλου, ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, και του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 υπό την έννοια ότι, μετά την πάροδο των προθεσμιών του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν υποχρεούται πλέον να προβεί σε παράδοση του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ούτε να συμφωνήσει, προς τούτο, με τη δικαστική αρχή εκδόσεως νέα ημερομηνία παραδόσεως ενδέχεται να δυσχεράνει την επίτευξη του σκοπού της επιτάχυνσης και απλούστευσης της δικαστικής συνεργασίας τον οποίο επιδιώκει η απόφαση‑πλαίσιο, καθόσον η ερμηνεία αυτή μπορεί, μεταξύ άλλων, να υποχρεώσει το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος να εκδώσει δεύτερο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προκειμένου να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή νέας διαδικασίας παραδόσεως (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 71).

74      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η πάροδος και μόνον των προβλεπομένων στο άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προθεσμιών δεν μπορεί να συνεπάγεται την δυνατότητα απαλλαγής του κράτους μέλους εκτελέσεως από την υποχρέωσή του να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να προβεί στην παράδοση του καταζητουμένου, προς τον σκοπό δε αυτό οι οικείες αρχές οφείλουν να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία παράδοσης (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 72).

75      Επιπλέον, όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών της, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης του κράτους μέλους εκτελέσεως να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αυτού υποχρεούται, σε περίπτωση απολύσεως του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ένταλμα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, να λάβει κάθε μέτρο που κρίνει αναγκαίο προκειμένου να αποφευχθεί η διαφυγή του προσώπου αυτού, με εξαίρεση στερητικά της ελευθερίας μέτρα.

76      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αφενός, το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτελέσεως αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περιπτώσεως ανωτέρας βίας καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, τούτο δε ισχύει ακόμη και εάν το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων. Αφετέρου, το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/584 έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23 πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν παρέλθει, με συνέπεια το εν λόγω πρόσωπο να πρέπει να απολυθεί, όταν δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι ο όρος ανωτέρα βία δεν καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση που απορρέουν από την εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κίνηση νομικών διαδικασιών στηριζομένων στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.

2)      Το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/58, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, έχει την έννοια ότι η απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτελέσεως αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περιπτώσεως ανωτέρας βίας καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, τούτο δε ισχύει ακόμη και εάν το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων.

Το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφασηπλαίσιο 2009/299, έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23 πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν παρέλθει, με συνέπεια το εν λόγω πρόσωπο να πρέπει να απολυθεί, όταν δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.

 

ΔΕΕ της 22.9.2022 (υπόθεση C-159/21, GM κατά Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság, Alkotmányvédelmi Hivatal, Terrorelhárítási Központ): ανάκληση διεθνούς προστασίας για λόγους εθνικής ασφάλειας- πρόσβαση στον φάκελο

Παρατηρήσεις: Με την απόφαση αυτή το ΔΕΕ έκρινε, σε σχέση με την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας λόγω της διαπίστωσης κινδύνου για την εθνική ασφάλεια, ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην ουγγρική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο ενδιαφερόμενος ή ο εκπρόσωπός του έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο μόνον εκ των υστέρων, κατόπιν αδείας, και δίχως να τους έχουν κοινοποιηθεί οι λόγοι επί των οποίων στηρίχθηκε η σχετική απόφαση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Ανάκληση του καθεστώτος – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια – Γνωμοδότηση ειδικής αρχής – Πρόσβαση στον φάκελο»

Στην υπόθεση C‑159/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο Βουδαπέστης‑Πρωτευούσης, Ουγγαρία) με απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

GM

κατά

Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság,

Alkotmányvédelmi Hivatal,

Terrorelhárítási Központ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, I. Ziemele, P. G. Xuereb και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο GM, εκπροσωπούμενος από την B. Pohárnok, ügyvéd,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Ζ. Fehér, την R. Kissné Berta και τον M. Tátrai,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και A. Hanje,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Azéma, L. Grønfeldt και A. Tokár,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 14 και 17 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), των άρθρων 4, 10, 11, 12, 23 και 45 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60), καθώς και των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής που άσκησε ο GM, υπήκοος τρίτης χώρας, κατά της αποφάσεως της Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság (Εθνικής Γενικής Διευθύνσεως της Αστυνομίας Μεταναστών, Ουγγαρία, στο εξής: γενική διεύθυνση) περί ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα και περί αρνήσεως χορηγήσεως σε αυτόν του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.

 Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2011/95

3        Το άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

δ)      “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·

[…]

στ)      “πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας».

4        Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας καθορίζει τις περιπτώσεις αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα.

5        Το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα από κυβερνητικό, διοικητικό, δικαστικό ή οιονεί δικαστικό όργανο, όταν:

α)      μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται».

6        Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι:

[…]

β)      έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα·

[…]

δ)      συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται.»

 Η οδηγία 2013/32

7        Οι αιτιολογικές σκέψεις 16, 20, 34 και 49 της οδηγίας 2013/32 έχουν ως εξής:

«(16)      Είναι βασικό να λαμβάνονται οι αποφάσεις για όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας με βάση τα γεγονότα και πρωτίστως από αρχές το προσωπικό των οποίων έχει την απαραίτητη γνώση ή κατάρτιση στον τομέα της διεθνούς προστασίας.

[…]

(20)      Σε αυστηρά καθορισμένες περιστάσεις, όταν η αίτηση είναι πιθανώς αβάσιμη ή όταν υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία εξέτασης, ιδίως με την πρόβλεψη μικρότερων αλλά εύλογων προθεσμιών για ορισμένα διαδικαστικά βήματα, με την επιφύλαξη διεξαγωγής επαρκούς και πλήρους εξέτασης και εφόσον ο αιτών έχει πραγματικά πρόσβαση σε βασικές αρχές και εγγυήσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

[…]

(34)      Οι διαδικασίες εξέτασης των αναγκών διεθνούς προστασίας θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εξετάζουν ενδελεχώς τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας.

[…]

(49)      Όσον αφορά την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που τυγχάνουν διεθνούς προστασίας ενημερώνονται δεόντως για την πιθανή επανεξέταση του καθεστώτος τους και έχουν τη δυνατότητα ακροάσεως προτού οι αρχές λάβουν αιτιολογημένη απόφαση ανάκλησής του.»

8        Το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

στ)      “αποφαινόμενη αρχή”: κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις».

9        Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«1.      Για όλες τις διαδικασίες, τα κράτη μέλη ορίζουν αποφαινόμενη αρχή υπεύθυνη για τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται στην εν λόγω αρχή τα κατάλληλα μέσα, συμπεριλαμβανομένου επαρκούς και ικανού προσωπικού, για την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

  1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι υπεύθυνη είναι αρχή διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προς τους εξής σκοπούς:

α)      διεκπεραίωση υποθέσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31)]· και

β)      χορήγηση ή άρνηση εισόδου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 43, υπό τους όρους όπως προβλέπεται στο άρθρο αυτό και βάσει της αιτιολογημένης γνώμης της αποφαινόμενης αρχής.

  1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να είναι καλά καταρτισμένο. Προς τούτο, τα κράτη μέλη παρέχουν σχετική κατάρτιση […]. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης υπόψη τη σχετική κατάρτιση που αποφασίζεται και αναπτύσσεται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ). Τα πρόσωπα τα οποία διενεργούν τη συνέντευξη του αιτούντος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διαθέτουν επίσης γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτών μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν.»

10      Το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«2.      Κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας, η αποφαινόμενη αρχή εξακριβώνει καταρχάς κατά πόσον οι αιτούντες μπορούν να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες και, σε αντίθετη περίπτωση, εξακριβώνει κατά πόσον οι αιτούντες δικαιούνται επικουρικής προστασίας.

  1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις της αποφαινόμενης αρχής επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

[…]

δ)      το προσωπικό που εξετάζει αιτήσεις και λαμβάνει αποφάσεις να μπορεί να ζητήσει συμβουλές, εφόσον είναι αναγκαίο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων, π.χ. επί ιατρικών, πολιτιστικών ή θρησκευτικών ζητημάτων ή ζητημάτων που άπτονται των παιδιών ή του φύλου.»

11      Το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις για τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε, όταν απορρίπτεται αίτηση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, να αναφέρονται στην απόφαση οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι και να δίδονται γραπτώς πληροφορίες για τις δυνατότητες προσβολής αρνητικής απόφασης.

[…]»

12      Το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής προβλέπει πλείονες εγγυήσεις για τους αιτούντες.

13      Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο νομικός ή άλλος σύμβουλος, που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και που παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση σε αιτούντα βάσει της εθνικής νομοθεσίας, να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου του αιτούντος βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί απόφαση.

Τα κράτη μέλη δύνανται να κάνουν εξαίρεση όταν η αποκάλυψη των πληροφοριών ή των πηγών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων τα οποία αφορούν οι πληροφορίες ή εάν θίγονται οι έρευνες σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή οι διεθνείς σχέσεις των κρατών μελών. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη:

α)      καθιστούν προσβάσιμες στις αρχές που αναφέρονται στο κεφάλαιο V τις εν λόγω πληροφορίες ή πηγές· και

β)      θεσπίζουν στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αιτούντος.

Όσον αφορά το στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν, ιδίως, να παρέχουν σε νομικό ή άλλο σύμβουλο, ο οποίος έχει υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας, πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες ή πηγές, εφόσον οι πληροφορίες έχουν σημασία για την εξέταση της αίτησης ή για τη λήψη απόφασης περί ανάκλησης της διεθνούς προστασίας.»

14      Το άρθρο 45 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν η αρμόδια αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο ανάκλησης διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς […], ο ενδιαφερόμενος απολαύει των ακόλουθων εγγυήσεων:

α)      ενημερώνεται εγγράφως ότι η αρμόδια αρχή επανεξετάζει αν συγκεντρώνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας και ενημερώνεται επίσης για τους λόγους της επανεξέτασης αυτής και

β)      έχει τη δυνατότητα να προβάλει, στο πλαίσιο προσωπικής συνέντευξης […], τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να ανακληθεί η διεθνής προστασία του.

[…]

  1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία δίδεται γραπτώς. Η απόφαση αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους και παρέχονται γραπτώς πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσβολής της απόφασης.
  2. Μόλις ληφθεί από την αρμόδια αρχή η απόφαση περί ανάκλησης διεθνούς προστασίας, ισχύουν εξίσου τα άρθρα 20 και 22, το άρθρο 23 παράγραφος 1 και το άρθρο 29.
  3. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η διεθνής προστασία εκπνέει εκ του νόμου εάν ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας έχει παραιτηθεί κατά τρόπο κατηγορηματικό από την αναγνώρισή του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Ένα κράτος μέλος μπορεί ακόμη να θεσπίσει διάταξη σύμφωνα με την οποία η διεθνής προστασία εκπνέει εκ του νόμου σε περίπτωση που ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας έχει αποκτήσει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους.»

15      Το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V αυτής, με τίτλο «Διαδικασίες άσκησης ένδικου [βοηθήματος]», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

α)      απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:

  1. i)      με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,

[…]

γ)      απόφαση ανάκλησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 45.»

 Το ουγγρικό δίκαιο

16      Το άρθρο 57, παράγραφοι 1 και 3, του menedékjogról szóló 2007. évi LXXX. törvény (νόμου LXXX του 2007, περί του δικαιώματος ασύλου) ορίζει τα εξής:

«1.      Στις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα νόμο, το ειδικό όργανο του κράτους γνωμοδοτεί επί των ειδικών ζητημάτων των οποίων η εκτίμηση υπάγεται στις αρμοδιότητές του στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας.

[…]

  1. Η αρμόδια για θέματα ασύλου αρχή δεν δύναται να παρεκκλίνει από τη γνωμοδότηση του ειδικού οργάνου του κράτους εφόσον δεν έχει αρμοδιότητα να εκτιμήσει το περιεχόμενό της.

[…]»

17      Το άρθρο 11 του minősített adat védelméről szóló 2009. évi CLV. törvény (νόμου CLV του 2009, περί προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών) προβλέπει τα εξής:

«1.      Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των προσωπικών δεδομένων του τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως εθνικές διαβαθμισμένες πληροφορίες, κατόπιν αδείας προσβάσεως η οποία χορηγείται από την αρχή διαβαθμίσεως και χωρίς να απαιτείται να διαθέτει ατομικό πιστοποιητικό ασφαλείας. Ο ενδιαφερόμενος οφείλει, πριν αποκτήσει πρόσβαση στις εθνικές διαβαθμισμένες πληροφορίες, να υποβάλει γραπτή δήλωση εμπιστευτικότητας και να συμμορφώνεται με τους κανόνες προστασίας των εν λόγω πληροφοριών.

  1. Η απόφαση σχετικά με τη χορήγηση της άδειας πρόσβασης εκδίδεται από την αρχή διαβαθμίσεως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και εντός προθεσμίας 15 ημερών από την υποβολή αυτής. Η αρχή διαβαθμίσεως αρνείται τη χορήγηση της άδειας πρόσβασης εάν η γνώση των πληροφοριών θίγει το δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετεί η διαβάθμιση. Η άρνηση χορήγησης της άδειας πρόσβασης πρέπει να αιτιολογείται από την αρχή διαβάθμισης.
  2. Σε περίπτωση άρνησης χορήγησης της άδειας πρόσβασης, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αμφισβητήσει την απόφαση με διοικητική προσφυγή. […]»

18      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου αυτού έχει ως ακολούθως:

«Η αρχή επεξεργασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών μπορεί να αρνηθεί το δικαίωμα προσβάσεως του υποκειμένου των δεδομένων στα προσωπικά του δεδομένα, εάν από την άσκηση του δικαιώματος αυτού θίγεται το δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετεί η διαβάθμιση.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Το 2002 ο GM καταδικάστηκε από ουγγρικό δικαστήριο σε στερητική της ελευθερίας ποινή για πράξεις διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών.

20      Ενώ εξέτιε την ποινή αυτή, ο GM υπέβαλε, το 2005, αίτηση ασύλου στην Ουγγαρία. Κατόπιν του αιτήματος αυτού, του αναγνωρίστηκε καθεστώς «υποδοχής», το οποίο εν συνεχεία απώλεσε το 2010.

21      Μετά την υποβολή νέας αιτήσεως ασύλου, χορηγήθηκε στον GM το καθεστώς του πρόσφυγα με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2012 του Fővárosi Törvényszék (δικαστηρίου Βουδαπέστης-Πρωτευούσης, Ουγγαρία).

22      Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2019, η γενική διεύθυνση ανακάλεσε το χορηγηθέν στον GM καθεστώς του πρόσφυγα και αρνήθηκε να του χορηγήσει το καθεστώς επικουρικής προστασίας, εφαρμόζοντας συγχρόνως την αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει μη αιτιολογημένης γνωμοδότησης την οποία εξέδωσαν η Alkotmányvédelmi Hivatal (Υπηρεσία διαφυλάξεως του Συντάγματος, Ουγγαρία) και η Terrorelhárítási Központ (Κεντρική υπηρεσία προλήψεως της τρομοκρατίας, Ουγγαρία) (στο εξής, από κοινού: ειδικά όργανα), με την οποία οι δύο αυτές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαμονή του GM θίγει την εθνική ασφάλεια.

23      Ο GM άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

24      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες, κατ’ αρχάς, ως προς τη συμβατότητα της ουγγρικής νομοθεσίας σχετικά με την πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες με το άρθρο 23 της οδηγίας 2013/32 και με διάφορες διατάξεις του Χάρτη.

25      Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι από τη νομολογία του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία) προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα δικονομικά δικαιώματα του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται λόγω του ότι στο αρμόδιο δικαστήριο παρέχεται, προκειμένου να εκτιμήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί διεθνούς προστασίας, η δυνατότητα να μελετήσει τις εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες στηρίζεται η γνωμοδότηση των ειδικών οργάνων.

26      Αντιθέτως, ούτε ο ενδιαφερόμενος ούτε ο εκπρόσωπός του έχουν, κατ’ εφαρμογήν της ουγγρικής νομοθεσίας, συγκεκριμένη δυνατότητα να εκφέρουν την άποψή τους επί της μη αιτιολογημένης γνωμοδότησης των ειδικών οργάνων. Έχουν, βεβαίως, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση πρόσβασης στις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τον ενδιαφερόμενο, πλην όμως δεν θα μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν τις εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες θα τους είχε επιτραπεί η πρόσβαση στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας.

27      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στη συνέχεια, ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης του προβλεπόμενου από το ουγγρικό δίκαιο κανόνα δικαίου σύμφωνα με τον οποίο η γενική διεύθυνση υποχρεούται να στηριχθεί σε μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση των ειδικών οργάνων, χωρίς να μπορεί να εξετάσει η ίδια την εφαρμογή της ρήτρας αποκλεισμού στην περίπτωση της οποίας έχει επιληφθεί, με αποτέλεσμα να μπορεί να αιτιολογήσει τη δική της απόφαση μόνον παραπέμποντας στην εν λόγω μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι τα ανωτέρω ειδικά όργανα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία 2013/32 για τη διενέργεια τέτοιου είδους εξέτασης καθώς και για τη λήψη τέτοιας αποφάσεως και, αφετέρου, ότι ο επίμαχος εθνικός κανόνας δικαίου μπορεί να αποτελεί πρόσκομμα για την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.

28      Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον είναι δυνατόν, κατά την εκτίμηση της ενδεχόμενης χορήγησης επικουρικής προστασίας κατόπιν της ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα, να ληφθεί υπόψη ποινική καταδίκη σε ποινή που έχει εκτιθεί πριν από δεκαέξι έτη και της οποίας οι αρχές που χορήγησαν το καθεστώς του πρόσφυγα έλαβαν γνώση, αλλά δεν θεώρησαν ότι αποτελεί λόγο για να αρνηθούν να χορηγήσουν το καθεστώς αυτό.

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο Βουδαπέστης‑Πρωτευούσης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 11, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, το άρθρο 23, παράγραφος 1 –ειδικότερα το δεύτερο εδάφιο αυτού, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο βʹ–, και το άρθρο 45, παράγραφοι 1 και 3 έως 5, της οδηγίας [2013/32] –λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 47 του Χάρτη– την έννοια ότι επιβάλλουν, αφενός, στην εθνική αρχή κράτους μέλους η οποία εκδίδει απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας για λόγους εθνικής ασφαλείας και, αφετέρου, στα ειδικά όργανα του κράτους τα οποία αποφαίνονται επί της εμπιστευτικότητας των σχετικών πληροφοριών, σε περίπτωση που συντρέχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας [2013/32] εξαίρεση για λόγους εθνικής ασφαλείας, η δε αρμόδια αρχή αναφέρει ότι η δημοσιοποίηση δεδομένων και πληροφοριών θα έθιγε την εθνική ασφάλεια, να διασφαλίζουν ότι ο ενδιαφερόμενος αιτών/πρόσφυγας/δικαιούχος επικουρικής προστασίας, καθώς και ο εκπρόσωπός του, απολαύει του δικαιώματος προσβάσεως τουλάχιστον στο ουσιώδες περιεχόμενο των εμπιστευτικών ή διαβαθμισμένων πληροφοριών ή δεδομένων επί των οποίων στηρίζεται η εκδιδόμενη για τους ανωτέρω λόγους απόφαση, καθώς και του δικαιώματος χρήσεως των πληροφοριών ή δεδομένων αυτών κατά τη διαδικασία η οποία οδηγεί στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι η ακριβής έννοια του “ουσιώδους περιεχομένου” των λόγων εμπιστευτικού χαρακτήρα επί των οποίων στηρίζεται μια τέτοια απόφαση, κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1 –ειδικότερα του δευτέρου εδαφίου αυτού, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο βʹ– της οδηγίας [2013/32], ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη;

3)      Έχουν το άρθρο 14, παράγραφος 4, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2011/95], και το άρθρο 45, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας [2013/32], καθώς και η αιτιολογική σκέψη 49 της τελευταίας αυτής οδηγίας, την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας ή ο αποκλεισμός από το καθεστώς αυτό χωρεί με μη αιτιολογημένη απόφαση, η οποία στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο σε αυτόματη παραπομπή σε, ομοίως μη αιτιολογημένη, δεσμευτική και μη επιδεχόμενη παρέκκλιση γνωμοδότηση ειδικών οργάνων του κράτους με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη κινδύνου για την εθνική ασφάλεια;

4)      Έχουν οι αιτιολογικές σκέψεις 20 και 34, το άρθρο 4 και το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3 –ειδικότερα το στοιχείο δʹ–, της οδηγίας [2013/32], καθώς και το άρθρο 14, παράγραφος 4, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2011/95], την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η εξέταση των λόγων αποκλεισμού και η έκδοση της σχετικής επί της ουσίας αποφάσεως πραγματοποιούνται από ειδικά όργανα του κράτους των οποίων οι διαδικασίες εκφεύγουν της εφαρμογής των ουσιαστικών και διαδικαστικών διατάξεων της οδηγίας [2013/32] και της οδηγίας [2011/95];

5)      Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2011/95] την έννοια ότι αντιτίθεται στον αποκλεισμό λόγω πραγματικού περιστατικού/αδικήματος το οποίο, μολονότι ήταν ήδη γνωστό πριν από την έκδοση απρόσβλητης αποφάσεως ή διατάξεως περί αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, δεν αποτέλεσε λόγο αποκλεισμού ούτε από την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ούτε από τη χορήγηση επικουρικής προστασίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

30      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 11, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 23, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 45, παράγραφοι 1 και 3 έως 5, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, όταν απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος ή ο σύμβουλός του δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφότου λάβουν σχετική άδεια, δεν τους κοινοποιείται δε ούτε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζονται οι αντίστοιχες αποφάσεις και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση.

31      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, καίτοι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, στο άρθρο 11, παράγραφος 2, στο άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και στο άρθρο 45, παράγραφοι 1, 3 και 5, της οδηγίας 2013/32, οι διατάξεις αυτές δεν ασκούν άμεση επιρροή για την απάντηση στα ερωτήματα αυτά, δεδομένου ότι τα ερωτήματα αφορούν κατ’ ουσίαν τον τρόπο προσβάσεως στις πληροφορίες του φακέλου, ο οποίος ρυθμίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

32      Δεύτερον, το άρθρο 45, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/32, το οποίο μνημονεύεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει, αντιθέτως, να ληφθεί υπόψη προκειμένου να δοθεί απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, καθόσον η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ισχύει στις διαδικασίες ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, μόλις ληφθεί από την αρμόδια αρχή η απόφαση περί ανακλήσεως διεθνούς προστασίας.

33      Επομένως, από το άρθρο 45, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι οι κανόνες που θεσπίζονται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, αυτής επιβάλλονται όχι μόνο στις διαδικασίες εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας, αλλά και στις διαδικασίες ανακλήσεως της εν λόγω προστασίας.

34      Τρίτον, όσον αφορά το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι από το γράμμα του ως άνω άρθρου προκύπτει σαφώς ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν απευθύνεται στα κράτη μέλη, αλλά αποκλειστικώς στα θεσμικά όργανα και στα λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken, C‑225/19 και C‑226/19, EU:C:2020:951, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Τούτου δοθέντος, το άρθρο 41 του Χάρτη αποτυπώνει μια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία ισχύει ως προς τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο αυτό (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken, C‑225/19 και C‑226/19, EU:C:2020:951, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Επομένως, η γενική αυτή αρχή πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να διευκρινιστούν οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, της οδηγίας.

37      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο νομικός ή άλλος σύμβουλος που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και που παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση σε ενδιαφερόμενο βάσει της εθνικής νομοθεσίας να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου του αιτούντος βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί απόφαση.

38      Εντούτοις, το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον κανόνα αυτόν όταν η αποκάλυψη των πληροφοριών ή των πηγών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο, μεταξύ άλλων, την εθνική ασφάλεια ή την ασφάλεια των εν λόγω πηγών.

39      Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, να καθιστούν προσβάσιμες τις εν λόγω πληροφορίες ή πηγές στα δικαστήρια που είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί της νομιμότητας της αποφάσεως περί διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας, να θεσπίζουν, στο εθνικό τους δίκαιο, διαδικασίες που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου.

40      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 44 και 45 των προτάσεών του, τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα δεν αναφέρονται στις εξουσίες που απονέμονται στα αρμόδια δικαστήρια, αλλά στον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου και, επομένως, αφορούν αποκλειστικώς την ερμηνεία της υποχρεώσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32.

41      Συναφώς, επισημαίνεται βεβαίως ότι το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής διευκρινίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της ως άνω οδηγίας, κατά το οποίο, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν, ιδίως, να παρέχουν σε σύμβουλο του ενδιαφερομένου, ο οποίος έχει υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας, πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου ή στις πηγές των οποίων η αποκάλυψη ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, εφόσον οι πληροφορίες ή οι πηγές αυτές έχουν σημασία για την εξέταση της αίτησης ή για τη λήψη απόφασης περί ανάκλησης της διεθνούς προστασίας.

42      Ωστόσο, από το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και ειδικότερα από τη χρήση του όρου «ιδίως» προκύπτει σαφώς ότι η θέσπιση της διαδικασίας που μνημονεύεται στη διάταξη αυτή δεν αποτελεί τη μόνη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 και ότι, επομένως, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεσπίσουν τέτοια διαδικασία.

43      Επομένως, δοθέντος ότι η οδηγία 2013/32 δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου σε περίπτωση που το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελό του περιορίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, οι ειδικότερες λεπτομέρειες των θεσπιζόμενων προς τον σκοπό αυτό διαδικασιών εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2020, C. F. (Φορολογικός έλεγχος), C‑430/19, EU:C:2020:429, σκέψη 34, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης – Προθεσμία για την άσκηση προσφυγής), C‑651/19, EU:C:2020:681, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίζουν την τήρηση τόσο των απαιτήσεων που απορρέουν από το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, όσο και του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe, C‑752/18, EU:C:2019:1114, σκέψη 34, και της 14ης Μαΐου 2020, Agrobet CZ, C‑446/18, EU:C:2020:369, σκέψη 43), τα οποία επιβάλλουν, κατά τη διοικητική διαδικασία αλλά και κατά μια ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία αντιστοίχως, τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου [πρβλ. αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega, C‑166/13, EU:C:2014:2336, σκέψη 45, και της 11ης Μαρτίου 2020, SF (Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Εγγύηση διαμεταγωγής στο κράτος μέλος εκτελέσεως), C‑314/18, EU:C:2020:191, σκέψη 58].

45      Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, τη διοικητική διαδικασία, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης αποφάσεως που θίγει αισθητά τα συμφέροντά του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, υποχρέωση που βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39, και της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 31).

46      Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τη διεθνή προστασία, να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να προβεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στην εξατομικευμένη εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψεις 32 και 37, και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 35).

47      Καθόσον εν λόγω απαίτηση προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την παροχή στον αποδέκτη της αποφάσεως, ενδεχομένως διά του νομικού συμβούλου του, συγκεκριμένης δυνατότητας να γνωρίζει τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα στοιχεία του φακέλου κατά τη διοικητική διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψεις 51 έως 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Όσον αφορά, δεύτερον, την ένδικη διαδικασία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος επιβάλλεται ιδίως στο πλαίσιο διαδικασιών που αφορούν προσφυγές ασκηθείσες στον τομέα της διεθνούς προστασίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 32), προϋποθέτει ότι ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση όχι μόνο στο σκεπτικό της διοικητικής αποφάσεως που τον αφορά, αλλά και σε όλα τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφασή της, προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει, πράγματι, θέση επί των στοιχείων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 53, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, UBS Europe κ.λπ., C‑358/16, EU:C:2018:715, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Περαιτέρω, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπόμενων από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων ή των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο δικαστήριο για να επηρεάσουν την απόφασή του και να εκφέρουν σχετικώς τη γνώμη τους (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), όπερ προϋποθέτει ότι πρέπει να παρέχεται στο πρόσωπο το οποίο αφορά απόφαση περί διεθνούς προστασίας η δυνατότητα να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου του που έχουν τεθεί στη διάθεση του δικαστηρίου το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της ασκηθείσας κατά της εν λόγω αποφάσεως προσφυγής.

50      Τούτου δοθέντος, αφ’ ης στιγμής η υποχρέωση την οποία προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 τυγχάνει εφαρμογής μόνον όταν το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο του ενδιαφερομένου έχει περιοριστεί για έναν από τους λόγους που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης δεν συνιστούν απόλυτες προνομίες και ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο –το οποίο απορρέει από τα δικαιώματα αυτά– μπορεί, επομένως, να περιοριστεί, βάσει σταθμίσεως μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως καθώς και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση προς δικαιολόγηση της μη κοινοποίησης στοιχείου του φακέλου στο πρόσωπο αυτό, ιδίως σε περίπτωση που τα συμφέροντα αυτά άπτονται της εθνικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψεις 54, 57 και 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Εντούτοις, δεδομένης της ανάγκης τηρήσεως του άρθρου 47 του Χάρτη, η στάθμιση αυτή δεν πρέπει να στερεί τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου από κάθε αποτελεσματικότητα και να καθιστά άνευ περιεχομένου το δικαίωμα προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ιδίως διά της μη γνωστοποίησης στον ίδιο, ή ενδεχομένως στον σύμβουλό του, τουλάχιστον του ουσιαστικού περιεχομένου των λόγων στους οποίους βασίστηκε η απόφαση που ελήφθη και αφορά το πρόσωπό του (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 65).

52      Αντιθέτως, η εν λόγω στάθμιση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη γνωστοποίηση στον ενδιαφερόμενο ορισμένων στοιχείων του φακέλου, σε περίπτωση που η κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και συγκεκριμένο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, καθόσον μπορεί, μεταξύ άλλων, να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή την ελευθερία ατόμων ή να αποκαλύψει τις ειδικές μεθόδους έρευνας που μετέρχονται όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια και, συνεπώς, να παρακωλύσει σοβαρά ή ακόμη και να εμποδίσει τη μελλοντική άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω οργάνων (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 66).

53      Ως εκ τούτου, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 επιτρέπει στα κράτη μέλη, ιδίως όταν το απαιτεί η εθνική ασφάλεια, να μην παρέχουν στον ενδιαφερόμενο άμεση πρόσβαση στο σύνολο του φακέλου του, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί, χωρίς να θίγονται η αρχή της αποτελεσματικότητας, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, υπό την έννοια ότι επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να περιάγουν το πρόσωπο αυτό σε κατάσταση κατά την οποία ούτε το ίδιο ούτε ο σύμβουλός του είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση, ενδεχομένως στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαδικασίας κατατείνουσας στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, του ουσιαστικού περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του εν λόγω φακέλου.

54      Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται, αφενός, ότι όταν η δημοσιοποίηση πληροφοριών του φακέλου περιορίζεται για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου δεν διασφαλίζεται επαρκώς με το να παρέχεται στο πρόσωπο αυτό η δυνατότητα να λάβει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, άδεια προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές συνοδευόμενη από πλήρη απαγόρευση χρησιμοποίησης των πληροφοριών που ελήφθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή τυχόν ένδικης διαδικασίας.

55      Πράγματι, από τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 45 έως 49 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το δικαίωμα προσβάσεως στις πληροφορίες του φακέλου αποσκοπεί στο να έχει ο ενδιαφερόμενος τη δυνατότητα, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να προβάλει, ενώπιον των αρμόδιων αρχών ή δικαστηρίων, την άποψή του επί των πληροφοριών αυτών και ως προς τη λυσιτέλειά τους για την εκδοθησόμενη ή ήδη εκδοθείσα απόφαση.

56      Επομένως, διαδικασία παρέχουσα στον ενδιαφερόμενο ή στον σύμβουλό του τη δυνατότητα προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές, ενώ τους απαγορεύει να χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για τους σκοπούς της διοικητικής διαδικασίας ή τυχόν ένδικης διαδικασίας, δεν είναι επαρκής για την προάσπιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του προσώπου αυτού και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση κράτους μέλους προς την υποχρέωση του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32.

57      Αφετέρου, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις της Ουγγρικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται επαρκώς διά της παροχής στο αρμόδιο δικαστήριο της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στον φάκελο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου ή του συμβούλου του στις πληροφορίες του φακέλου.

58      Συγκεκριμένα, εκτός του ότι η ευχέρεια αυτή είναι ανεφάρμοστη κατά τη διοικητική διαδικασία, σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης δεν σημαίνει να διαθέτει το αρμόδιο δικαστήριο όλα τα κρίσιμα στοιχεία για να λάβει την απόφασή του, αλλά να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του εκφράζοντας την άποψή του επί των στοιχείων αυτών.

59      Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται εξάλλου από το γεγονός ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η πρόσβαση των αρμοδίων δικαστηρίων στις πληροφορίες του φακέλου και η θέσπιση διαδικασιών που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου συνιστούν δύο διακριτές και σωρευτικές απαιτήσεις.

60      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 45, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής και υπό το πρίσμα της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι όταν απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος ή ο σύμβουλός του δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφότου λάβουν σχετική άδεια, δεν τους κοινοποιείται δε ούτε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζονται οι αντίστοιχες αποφάσεις και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

61      Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, καθώς και το άρθρο 4, το άρθρο 10, παράγραφος 2, και το άρθρο 45, παράγραφοι 1, 3 και 4, της οδηγίας 2013/32 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αποφαινόμενη αρχή υποχρεούται συστηματικώς, στην περίπτωση που όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια έχουν διαπιστώσει, με μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση, ότι ένα πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, να αποκλείει το εν λόγω πρόσωπο από την επικουρική προστασία ή να ανακαλεί τη διεθνή προστασία που του είχε χορηγηθεί σε προγενέστερο χρόνο, στηριζόμενη στην ως άνω γνωμοδότηση.

62      Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η οδηγία 2013/32 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αναθέτουν συγκεκριμένο ρόλο στην «αποφαινόμενη αρχή», η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής ως αφορώσα κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις.

63      Συνακόλουθα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ορίζουν, για όλες τις διαδικασίες, αποφαινόμενη αρχή υπεύθυνη για τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας.

64      Επιπλέον, από το άρθρο 45 της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι εναπόκειται στην αποφαινόμενη αρχή να αποφασίσει αν πρέπει να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία.

65      Η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει συναφώς ότι είναι βασικό να λαμβάνονται οι αποφάσεις για όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας με βάση τα γεγονότα και πρωτίστως από αρχές το προσωπικό των οποίων έχει την απαραίτητη γνώση ή κατάρτιση στον τομέα της διεθνούς προστασίας.

66      Προς τούτο, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε να παρέχονται στην αποφαινόμενη αρχή τα κατάλληλα μέσα, συμπεριλαμβανομένου επαρκούς και ικανού προσωπικού, για την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας συγκεκριμενοποιεί την υποχρέωση αυτή προβλέποντας επιμέρους λεπτομερέστερες υποχρεώσεις όσον αφορά την κατάρτιση και τις γνώσεις του προσωπικού αυτού.

67      Ωσαύτως, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να εξασφαλίσει ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από οιονεί δικαστικό ή διοικητικό όργανο το οποίο διαθέτει ειδικά προς τούτο μέσα και ειδικευμένο προσωπικό αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Addis, C‑517/17, EU:C:2020:579, σκέψη 61) και το οποίο καλείται επίσης να αποφασίσει αν πρέπει να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία.

68      Μολονότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 επιτρέπει βεβαίως στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι είναι δυνατόν ορισμένα περιοριστικά απαριθμούμενα καθήκοντα που άπτονται του τομέα της διεθνούς προστασίας να ανατίθενται σε αρχή διαφορετική από την αποφαινόμενη αρχή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στα καθήκοντα αυτά δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνεται η εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας ή η ανάκληση της προστασίας αυτής, καθήκοντα τα οποία πρέπει επομένως να ανατίθενται απαραιτήτως στην αποφαινόμενη αρχή.

69      Εξάλλου, από το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ρητώς ότι η διαδικασία εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας πρέπει να διεξάγεται από την αποφαινόμενη αρχή και να ολοκληρώνεται, κατόπιν δέουσας εξετάσεως, με απόφαση λαμβανόμενη από την αρχή αυτή.

70      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη συνεκτίμηση ενδεχόμενου κινδύνου για την εθνική ασφάλεια, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει στα κράτη μέλη να ανακαλούν το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα όταν μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται.

71      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει δε ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται.

72      Η εφαρμογή καθεμιάς εκ των ανωτέρω διατάξεων προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή προβαίνει, σε κάθε περίπτωση ατομικώς, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι η κατάσταση του ενδιαφερομένου, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας ή διατήρησης του καθεστώτος αυτού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μίας εκ των διατάξεων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2017, Lounani, C‑573/14, EU:C:2017:71, σκέψη 72, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψη 55).

73      Η εκτίμηση αυτή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, η οποία πρέπει να διεξάγεται συμφώνως προς τις οδηγίες 2011/95 και 2013/32 και η οποία, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ουγγρική Κυβέρνηση, δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικώς στην εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου.

74      Επομένως, από τους ορισμούς των όρων «πρόσφυγας» και «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι οι ορισμοί αυτοί αφορούν πρόσωπο το οποίο όχι μόνον έχει ανάγκες διεθνούς προστασίας, αλλά, επιπλέον, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ρητρών αποκλεισμού τις οποίες προβλέπει η οδηγία αυτή.

75      Ως εκ τούτου, στην αποφαινόμενη αρχή και μόνον απόκειται να προβεί, υπό τον έλεγχο των δικαστηρίων, στην αξιολόγηση του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, περιλαμβανομένων και εκείνων που αναφέρονται στην εφαρμογή των άρθρων 14 και 17 της οδηγίας 2011/95, αξιολόγηση κατόπιν της οποίας θα αποφανθεί επ’ αυτών (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψεις 40 και 41).

76      Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, όταν απορρίπτεται αίτηση σχετιζόμενη με το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, στην απόφαση της αποφαινόμενης αρχής πρέπει να αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι.

77      Ομοίως, το άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή.

78      Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, οι λόγοι που οδήγησαν την αρμόδια αρχή να λάβει την απόφασή της πρέπει να εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση.

79      Από τις ανωτέρω σκέψεις, οι οποίες αφορούν τόσο τον ρόλο της αποφαινόμενης αρχής όσο και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που αυτή υπέχει, προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή δεν μπορεί εγκύρως να περιοριστεί στην εφαρμογή αποφάσεως εκδοθείσας από άλλη αρχή, η οποία τη δεσμεύει βάσει της εθνικής νομοθεσίας, και να λάβει, επί της βάσεως αυτής και μόνον, την απόφαση περί αποκλεισμού από την επικουρική προστασία ή περί ανακλήσεως προηγουμένως χορηγηθείσας διεθνούς προστασίας.

80      Αντιθέτως, η αποφαινόμενη αρχή πρέπει να έχει στη διάθεσή της το σύνολο των σχετικών πληροφοριών και να προβαίνει, βάσει των πληροφοριών αυτών, στη δική της αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων, προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο της αποφάσεώς της και να την αιτιολογήσει πλήρως.

81      Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι η αρχή αυτή πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει αν λόγοι σχετικοί με την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους πρέπει ή όχι να οδηγήσουν στην ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπερ αποκλείει το ενδεχόμενο η διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου για την εθνική ασφάλεια να συνεπάγεται αυτομάτως την ανάκληση αυτή.

82      Βεβαίως, οι ανωτέρω διαπιστώσεις ουδόλως αποκλείουν το ενδεχόμενο ένα μέρος των πληροφοριών που χρησιμοποιεί η αρμόδια αρχή για τη διενέργεια της εκτιμήσεώς της να έχει τεθεί στη διάθεσή της από ειδικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος της αποφαινόμενης αρχής. Περαιτέρω, ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές μπορούν, ενδεχομένως, να υπαχθούν σε καθεστώς εμπιστευτικότητας εντός του πλαισίου που καθορίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32.

83      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που έχουν ειδικώς ανατεθεί στην αποφαινόμενη αρχή, το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών και η λυσιτέλειά τους για την εκδοθησόμενη απόφαση πρέπει να εκτιμώνται ελεύθερα από την αρχή αυτή, η οποία δεν μπορεί, επομένως, να υποχρεωθεί να στηριχθεί σε μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση εκδοθείσα από ειδικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, βάσει εκτιμήσεως της οποίας η πραγματική βάση δεν της έχει γνωστοποιηθεί.

84      Στο μέτρο που η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο ρόλος που έχει ανατεθεί στα όργανα αυτά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, δυνάμει των άρθρων 72 και 73 ΣΛΕΕ, πρέπει ακόμη να υπομνησθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στηριζόμενα απλώς και μόνο στην επίκληση των ευθυνών που υπέχουν για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 2020, Stadt Frankfurt am Main, C‑18/19, EU:C:2020:511, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Πάντως, η κυβέρνηση αυτή περιορίστηκε, συναφώς, στη διατύπωση γενικών παρατηρήσεων, χωρίς να αποδείξει ότι η ειδική κατάσταση που επικρατεί στην Ουγγαρία θα δικαιολογούσε τον περιορισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις, του ρόλου που έχει ανατεθεί στις αποφαινόμενες αρχές.

86      Κατά συνέπεια, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 11, παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αποφαινόμενη αρχή υποχρεούται συστηματικώς, στην περίπτωση που όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια έχουν διαπιστώσει, με μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση, ότι ένα πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, να αποκλείει το εν λόγω πρόσωπο από την επικουρική προστασία ή να ανακαλεί τη διεθνή προστασία που του είχε χορηγηθεί σε προγενέστερο χρόνο, στηριζόμενη στην ως άνω γνωμοδότηση.

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

87      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στον αποκλεισμό αιτούντος από την επικουρική προστασία, βάσει της διατάξεως αυτής, λόγω ποινικής καταδίκης η οποία ήταν ήδη γνωστή στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές αναγνώρισαν στον αιτούντα, κατόπιν προηγούμενης διαδικασίας, το καθεστώς του πρόσφυγα, το οποίο εν συνεχεία ανακάλεσαν.

88      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 ορίζει ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα.

89      Ο λόγος αποκλεισμού από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή επικουρική προστασία αφορά εν γένει σοβαρό έγκλημα, χωρίς να υφίσταται γεωγραφικός ή χρονικός περιορισμός ούτε περιορισμός ανάλογα με τη φύση του εγκλήματος [αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψη 47, και της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 155].

90      Επομένως, το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 ουδόλως προβλέπει ότι το συγκεκριμένο σοβαρό έγκλημα πρέπει να έχει διαπραχθεί σε πρόσφατο χρόνο ή ότι, στην περίπτωση που ο αιτών έχει κινήσει διαδοχικώς πλείονες διαδικασίες διεθνούς προστασίας, ένα σοβαρό έγκλημα για το οποίο δεν θεωρήθηκε ότι δικαιολογεί την εφαρμογή ρήτρας αποκλεισμού κατά την πρώτη διαδικασία δεν μπορεί πλέον να ληφθεί υπόψη στη συνέχεια. Αντιθέτως, η χρήση της φράσεως «δεν δικαιούται» στη διάταξη αυτή σημαίνει ότι η αποφαινόμενη αρχή δεν διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως αφ’ ης στιγμής διαπιστώσει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα.

91      Ούτε από άλλες διατάξεις των οδηγιών 2011/95 ή 2013/32 προκύπτει ότι η αποφαινόμενη αρχή δεσμεύεται για το μέλλον, μετά την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα, από εκτιμήσεις σχετικές με την εφαρμογή ρήτρας αποκλεισμού κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην αναγνώριση του καθεστώτος αυτού.

92      Τούτου δοθέντος, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί τον λόγο αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, ο οποίος αφορά τη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος από τον αιτούντα διεθνή προστασία, μόνον αφού προβεί, για κάθε περίπτωση ατομικά, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι οι πράξεις που τέλεσε ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο ζητούμενο καθεστώς, εμπίπτουν στον συγκεκριμένο λόγο αποκλεισμού, για τη δε εκτίμηση της σοβαρότητας του επίμαχου αδικήματος απαιτείται πλήρης εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 154].

93      Επομένως, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στον αποκλεισμό αιτούντος από την επικουρική προστασία, βάσει της διατάξεως αυτής, λόγω ποινικής καταδίκης η οποία ήταν ήδη γνωστή στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές αναγνώρισαν στον αιτούντα, κατόπιν προηγούμενης διαδικασίας, το καθεστώς του πρόσφυγα, το οποίο εν συνεχεία ανακάλεσαν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 45, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής και υπό το πρίσμα της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι όταν απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος ή ο σύμβουλός του δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφότου λάβουν σχετική άδεια, δεν τους κοινοποιείται δε ούτε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζονται οι αντίστοιχες αποφάσεις και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση.

2)      Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 11, παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αποφαινόμενη αρχή υποχρεούται συστηματικώς, στην περίπτωση που όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια έχουν διαπιστώσει, με μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση, ότι ένα πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, να αποκλείει το εν λόγω πρόσωπο από την επικουρική προστασία ή να ανακαλεί τη διεθνή προστασία που του είχε χορηγηθεί σε προγενέστερο χρόνο, στηριζόμενη στην ως άνω γνωμοδότηση.

3)      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στον αποκλεισμό αιτούντος από την επικουρική προστασία, βάσει της διατάξεως αυτής, λόγω ποινικής καταδίκης η οποία ήταν ήδη γνωστή στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές αναγνώρισαν στον αιτούντα, κατόπιν προηγούμενης διαδικασίας, το καθεστώς του πρόσφυγα, το οποίο εν συνεχεία ανακάλεσαν.

 

ΔΕΕ της 13.10.2022 (υπόθεση C-344/20, L.F. κατά S.C.R.L.): απαγόρευση εκδήλωσης θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων σε χώρους εργασίας- πότε είναι επιτρεπτή

Με την Απόφαση ΔΕΕ της 13.10.2022 (υπόθεση c-344/20, L.F. κατά S.C.R.L.) κρίθηκε, μεταξύ άλλων ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι διάταξη κανονισμού εργασίας επιχείρησης η οποία απαγορεύει στους εργαζομένους να εκδηλώνουν λεκτικώς, μέσω της αμφίεσής τους ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, όποιες και αν είναι αυτές, δεν συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση «λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, έναντι των εργαζομένων που επιθυμούν να ασκήσουν τη θρησκευτική ελευθερία τους ή την ελευθερία συνείδησης με τη χρήση συμβόλου ή θρησκευτικής αμφίεσης, εφόσον η διάταξη αυτή εφαρμόζεται γενικώς και αδιακρίτως.

 

Λήψη της ολόκληρης απόφασης από την επίσημη σελίδα του ΔΕΕ

ΕΔΔΑ της 4.10.2022 (Angerjärv και Greinoman κατά Εσθονίας, αριθ. προσφυγών 16358/18 και 34964/18)

         Οι δύο υποθέσεις που κρίθηκαν από το ΕΔΔΑ αφορούσαν σε αποβολή από το δικαστήριο δύο δικηγόρων, για ανάρμοστη συμπεριφορά, κακή πίστη και περιφρόνηση του δικαστηρίου. Το ΕΔΔΑ, εφαρμόζοντας τα τρία κριτήρια Engel, έκρινε ότι η αποβολή  των προσφευγόντων από τη διαδικασία δεν συνιστούσε ποινική κατηγορία σε βάρος τους. Επίσης, διευκρίνισε ότι οι κανόνες που επιτρέπουν σε ένα δικαστήριο να αντιδρά σε ανάρμοστη συμπεριφορά δικηγόρων σε διαδικασίες ενώπιόν του ήταν κοινό χαρακτηριστικό των νομικών συστημάτων των Συμβαλλόμενων Κρατών και απορρέουν από την απαραίτητη εξουσία ενός δικαστηρίου να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των δικών του διαδικασιών. Στις συγκεκριμένες υποθέσεις το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αποβολή των προσφευγόντων είχε εξυπηρετήσει τον εύλογο στόχο της εξασφάλισης της ορθής και ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Τέλος, δεδομένου ότι , ενώ η αποβολή των προσφευγόντων μόνο από συγκεκριμένες διαδικασίες, το μέτρο δεν μπορούσε να λεχθεί ότι ήταν ιδιαίτερα αυστηρό. Έτσι, τελικά το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ ήταν στις συγκεκριμένες υποθέσεις ανεφάρμοστο.

 

Παρουσίαση απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Κείμενο απόφασης στα αγγλικά

 

Νέα Πρόεδρος του ΕΔΔΑ εξελέγη η Síofra O’Leary, δικαστής της Ιρλανδίας

Το ΕΔΔΑ εξέλεξε την 19.9.2022 νέα Πρόεδρο. Η κα Síofra O’Leary , δικαστής από την Ιρλανδία, είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος του ΕΔΔΑ, διαδέχεται στη θέση αυτή τον κ. Robert Spano (από την Ισλανδία) και θα αναλάβει τα καθήκοντά της την 1η Νοεμβρίου 2022.

 

Δελτίο τύπου του ΕΔΔΑ για την εκλογή νέας Προέδρου, Αντιπροέδρων και Προέδρων Τμημάτων

 

ΕΔΔΑ της 6.10.2022 (Mustafa Hajili, κ.λ.π., αριθ. προσφυγών 69483/13, 76319/13 και 30456/14): Παραβίαση της ελευθερίας του συνέρχεσθαι από την άρνηση εθνικών αρχών να επιτρέψουν διαδηλώσεις πολιτικών ομάδων με την αιτιολογία ότι το περιεχόμενό τους ήταν όμοιο με άλλη διαδήλωση

Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η άρνηση των εθνικών να αρχών να επιτρέψουν μία διαδήλωση, με το αιτιολογικό ότι το περιεχόμενό της ήταν παρόμοιο με άλλη διαδήλωση που είχε προγραμματιστεί την ίδια ημέρα, παραβιάζει το άρθρο 11 ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει και προστατεύει την ελευθερία του συνέρχεσθαι.

Με αφορμή την υπόθεση αυτή το ΕΔΔΑ τονίζει ότι η παραβίαση του άρθρου 11 ΕΣΔΑ μπορεί να συνίσταται είτε στην απαγόρευση μιας διαδήλωσης είτε στην χορήγηση άδειας για διεξαγωγή της σε απομακρυσμένη τοποθεσία (π.χ. στα περίχωρα μιας πόλης), σε ένα σχεδόν ιδιωτικό χώρο, αφού έτσι αναιρείται ο σκοπός της, που συνίσταται στη δημόσια έκφραση αιτημάτων σε δημόσιες αρχές.

 

Παρουσίαση απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

 

Κείμενο απόφασης στα αγγλικά

 

ΕΔΔΑ: Ακρόαση επί προσφυγών για τις μυστικές παρακολουθήσεις των επικοινωνιών και για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας

Η ακρόαση της 27.9.2022 ενώπιον του ΕΔΔΑ- βίντεο διαδικασίας

 

Δελτίο τύπου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 27.9.2022

(Λήψη δελτίου τύπου στα αγγλικά σε μορφή pdf)

         Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πραγματοποιεί ακρόαση σε Τμήμα σήμερα Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022 στις 9.15 π.μ. στην υπόθεση Pietrzak κατά Πολωνίας και Bychawska-Siniarska, κ.λ.π. κατά Πολωνίας (αρ. αίτησης 72038/17 και 25237/18). Η υπόθεση αφορά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας που επιτρέπει τη μυστική παρακολούθηση από την αστυνομία και υπηρεσίες πληροφοριών όσον αφορά τις επικοινωνίες και τη συλλογή δεδομένων σχετικά με αυτές επικοινωνιών («μεταδεδομένα»), με τις απαιτήσεις του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού των ιδιωτικών και οικογενειακή ζωή) και 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

 

         Περίληψη υπόθεσης:

         Ο κ. Mikołaj Pietrzak, ο οποίος γεννήθηκε το 1982, είναι δικηγόρος. Ζει στη Βαρσοβία και είναι κοσμήτορας του Συλλόγου της Βαρσοβίας. Η κα Dominika Bychawska-Siniarska, γεννημένη το 1982, είναι μέλος και υπάλληλος του Ίδρυμα του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η κα Barbara Grabowska-Moroz, γεννημένη το 1986, είναι Λέκτορας και ερευνητής και εξωτερικός εμπειρογνώμονας του Ιδρύματος του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ο κ. Wojciech Klicki και η κα Katarzyna Szymielewicz, γεννημένοι το 1987 και το 1981 αντίστοιχα, είναι μέλη του Ιδρύματος «Panoptykon». Αυτά τα δύο ιδρύματα είναι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) με έδρα τη Βαρσοβία. Οι αιτούντες είναι πολωνοί υπήκοοι.

         Μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 2017 καθένας από τους αιτούντες υπέβαλε καταγγελίες, βάσει του άρθρου 227 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στον Πρωθυπουργό και τους προϊστάμενους αστυνομικών και υπηρεσιών πληροφοριών – συμπεριλαμβανομένης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας («ABW»), του Κεντρικού Γραφείου Καταπολέμησης της Διαφθοράς («η CBA»), της Εθνικής Φορολογικής Διοίκησης («ΚΑΣ»), της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Αντικατασκοπείας («SKW»), της εθνικής αστυνομίας, της συνοριακής αστυνομίας και της εθνικής χωροφυλακής – σχετικά με ορισμένες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που διέπουν τις μυστικές παρακολουθήσεις.

         Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, η νομοθεσία επέτρεπε στα μέλη της αστυνομίας και των υπηρεσιών πληροφοριών την παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών και των ψηφιακών επικοινωνιών τους εν αγνοία τους. Καθώς τα μέλη των εν λόγω υπηρεσιών δεν ήταν υποχρεωμένα να τους ενημερώσουν για πιθανή παρακολούθηση, οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα ελέγχου της δραστηριότητας αυτής από δικαστήριο, κάτι που, κατά την άποψή τους, ήταν αντίθετο με το Σύνταγμα.

         Μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2017, οι επικεφαλής της αστυνομίας και των υπηρεσιών πληροφοριών έστειλαν τις απαντήσεις τους στις καταγγελίες των αιτούντων.

         Στηριζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι αιτούντες καταγγέλλουν ότι τα μυστικά συστήματα για την παρακολούθηση των επικοινωνιών (τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομικές και ψηφιακές επικοινωνίες) και η συλλογή μεταδεδομένων, που εισήχθη σε εφαρμογή του νόμου της 15ης Ιανουαρίου 2016 για την τροποποίηση του νόμου περί αστυνομίας και ορισμένων άλλων νόμων, και του αντιτρομοκρατικού νόμου (Νόμος της 16ης Ιουνίου 2016), επεμβαίνουν στο δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής. Επικαλούμενοι το άρθρο 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν διέθεταν αποτελεσματικό ένδικο μέσο που θα τους επέτρεπε να διαπιστώσουν αν οι ίδιοι είχαν υποβληθεί σε μυστική παρακολούθηση και, αν χρειαζόταν, να ελεγχθεί η νομιμότητα της επιτήρηση από δικαστήριο.

 

ΔΕΕ Απόφαση της 15.9.2022, υπόθεση C-18/21: Εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID 19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των 30 ημερών που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 (για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμή) για την υποβολή από τον καθ’ ου δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Κανονισμός (EK) 1896/2006 – Αντιρρήσεις – Άρθρο 16, παράγραφος 2 – Προθεσμία τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Άρθρο 20 – Διαδικασία επανεξέτασης – Άρθρο 26 – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά από τον κανονισμό – Πανδημία COVID‑19 – Εθνική ρύθμιση που προέβλεψε διακοπή μερικών εβδομάδων για τις δικονομικές προθεσμίες σε αστικές υποθέσεις»

Στην υπόθεση C‑18/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Uniqa Versicherungen AG

κατά

VU,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Jääskinen, M. Safjan και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Uniqa Versicherungen AG, εκπροσωπούμενη από τους S. Holter, Rechtsanwalt, και S. Pechlof, Prozessbevollmächtigter,

–        ο VU, εκπροσωπούμενος από τον M. Brandt, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch και από τις E. Samoilova, U. Scheuer και J. Schmoll,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαριτάκη, Β. Καρρά και Α. Μαγριππή,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Heller και από τον I. Zaloguin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 20 και 26, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ 2006, L 399, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2421 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1896/2006).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Uniqa Versicherungen AG, αυστριακής ασφαλιστικής εταιρίας, και του VU, Γερμανού υπηκόου, σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του κοινοποιήθηκε.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 18 και 24 του κανονισμού 1896/2006 έχουν ως εξής:

«(8)      Τα εμπόδια που προκύπτουν όσον αφορά την πρόσβαση σε αποτελεσματική δικαιοσύνη σε διασυνοριακές υποθέσεις, και η στρέβλωση του ανταγωνισμού μέσα στην εσωτερική αγορά η οποία οφείλεται σε ανισορροπίες ως προς τη λειτουργία των διαδικαστικών μέσων που διατίθενται στους πιστωτές στα διάφορα κράτη μέλη, απαιτούν κοινοτική νομοθεσία η οποία να κατοχυρώνει την ύπαρξη ισότιμων όρων για τους δανειστές και τους οφειλέτες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(9)      Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής· επίσης, η εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής σε όλα τα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.

[…]

(18)      Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ενημερώνει τον καθού για τις δυνατότητες που του προσφέρονται να πληρώσει στον αιτούντα την οφειλή που του επιδικάσθηκε ή, εφόσον επιθυμεί να αμφισβητήσει την αξίωση, να καταθέσει δήλωση αντιρρήσεων εντός προθεσμίας τριάντα ημερών. Εκτός από την παροχή πλήρους ενημέρωσης σχετικά με την αξίωση εκ μέρους του αιτούντος, ο καθού πρέπει να ενημερώνεται για τη νομική σημασία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και ιδίως για τις συνέπειες της μη αμφισβήτησης της αξίωσης.

[…]

(24)      Η δήλωση αντιρρήσεων που κατατίθεται εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας θα πρέπει να περατώνει τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και να συνεπάγεται την αυτόματη μεταφορά της υπόθεσης σε τακτική πολιτική διαδικασία, εκτός εάν ο αιτών έχει ρητά ζητήσει τη λήξη της διαδικασίας σε μια τέτοια περίπτωση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια της τακτικής πολιτικής διαδικασίας δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται αναγκαστικά υπό την έννοια του εθνικού δικαίου.»

4        Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού:

«1.      Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί:

α)      στην απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις, με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής,

και

β)      στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής σε όλα τα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ελαχίστων κανόνων η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.

  1. Ο αιτών δεν κωλύεται από τον παρόντα κανονισμό να επιδιώξει την ικανοποίηση αξίωσης κατά την έννοια του άρθρου 4, κάνοντας χρήση άλλης διαδικασίας προβλεπόμενης από το δίκαιο κράτους μέλους ή από το κοινοτικό δίκαιο.»

5        Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, γνωστοποιείται στον καθού ότι έχει τις εξής δυνατότητες επιλογής:

α)      να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό το οποίο ορίζεται στη διαταγή·

ή

β)      να αντιταχθεί στη διαταγή με την κατάθεση δήλωσης αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης, που αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την επίδοση ή την κοινοποίηση της διαταγής στον καθού.»

6        Το άρθρο 16, που φέρει τον τίτλο «Αντίθεση κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο F που παρατίθεται στο Παράρτημα VI, το οποίο του παρέχεται μαζί με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.

  1. Η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.
  2. Ο καθού δηλώνει στη δήλωση αντιρρήσεων ότι αμφισβητεί την αξίωση, χωρίς να πρέπει να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους.»

7        Το άρθρο 17 του κανονισμού 1896/2006, με τίτλο «Αποτελέσματα της υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση. Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τους κανόνες:

α)      της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (ΕΕ 2007, L 199, σ. 1)], εφόσον αυτή μπορεί να εφαρμοστεί· ή

β)      οποιασδήποτε κατάλληλης εθνικής διαδικασίας της πολιτικής δικονομίας.

  1. Αν ο αιτών δεν έχει δηλώσει τη διαδικασία της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β) που επιθυμεί να εφαρμοστεί στη δίκη σχετικά με την αξίωσή του, η οποία θα διεξαχθεί σε περίπτωση που έχει υποβληθεί δήλωση αντιρρήσεων ή αν ο αιτών έχει ζητήσει την εφαρμογή της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 για αξίωση μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, η δίκη μεταφέρεται στην κατάλληλη εθνική διαδικασία της πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να μη γίνει η εν λόγω μεταφορά.
  2. Όταν ο αιτών έχει επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του με τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν θίγει τη θέση του σε μεταγενέστερες αστικές διαδικασίες.
  3. Η μεταφορά σε αστική διαδικασία κατά την έννοια της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β) διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.
  4. Ο αιτών ενημερώνεται για την τυχόν υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων εκ μέρους του καθού και για τυχόν μετάβαση σε τακτικές αστικές διαδικασίες κατά την έννοια της παραγράφου 1.»

8        Το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επανεξέταση σε έκτακτες περιπτώσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.      Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν:

α)      i)      η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 14,

και

  1. ii)      η επίδοση ή κοινοποίηση δεν διενεργήθηκε εγκαίρως ώστε να είναι σε θέση ο καθού να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, χωρίς δική του υπαιτιότητα,

ή

β)      ο καθού δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην αξίωση για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω εκτάκτων περιστάσεων, χωρίς δική του υπαιτιότητα,

εφόσον και στις δύο περιπτώσεις ενεργεί ταχέως.

  1. Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται επίσης να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ήταν προδήλως εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ή λόγω άλλων εξαιρετικών περιστάσεων.
  2. Εάν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του καθού με βάση το ότι δεν ισχύει κανένας από τους λόγους επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής παραμένει εν ισχύι.

Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι η επανεξέταση δικαιολογείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής καθίσταται άκυρη.»

9        Κατά το άρθρο 26 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Σχέση με το εθνικό δικονομικό δίκαιο»:

«Όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά με τον παρόντα κανονισμό διέπονται από το εθνικό δίκαιο.»

 Το αυστριακό δίκαιο

10      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του COVID‑19-Justiz-Begleitgesetz (εθνικού νόμου περί συνοδευτικών μέτρων για την COVID‑19 στον τομέα της δικαιοσύνης), της 21ης Μαρτίου 2020 (BGBl. I Nr 16/2020), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: αυστριακός νόμος για την COVID‑19), προέβλεπε ότι, στις ένδικες διαδικασίες σε αστικές υποθέσεις, όλες οι δικονομικές προθεσμίες που άρχισαν να τρέχουν μετά τις 21 Μαρτίου 2020 ή δεν είχαν ακόμη εκπνεύσει κατά την ημερομηνία αυτή διακόπτονταν μέχρι τις 30 Απριλίου 2020 και άρχιζαν να τρέχουν εκ νέου την 1η Μαΐου 2020.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Στις 6 Μαρτίου 2020 το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης, αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία) εξέδωσε, κατόπιν αιτήσεως της Uniqa Versicherungen, ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής η οποία επιδόθηκε στον VU, φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στη Γερμανία, στις 4 Απριλίου 2020. Ο VU υπέβαλε δήλωση αντιρρήσεων κατά της διαταγής πληρωμής με έγγραφο που απεστάλη ταχυδρομικώς στις 18 Μαΐου 2020. Το ως άνω δικαστήριο απέρριψε τη δήλωση αντιρρήσεων του VU για τον λόγο ότι δεν είχε ασκηθεί εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών που τάσσει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006.

12      Το Handelsgericht Wien (εμποροδικείο Βιέννης, Αυστρία), δικάζον ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξαφάνισε τη διάταξη αυτή βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19.

13      Η Uniqa Versicherungen άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης) ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

14      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19 ρυθμίζει την περίπτωση της μη τήρησης των δικονομικών προθεσμιών λόγω ασθενείας του δικαστικού προσωπικού και των βοηθών απονομής δικαιοσύνης ή των διαδίκων, ή λόγω των ληφθέντων μέτρων,.

15      Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην αυστριακή νομική θεωρία υποστηρίζονται αντίθετες απόψεις ως προς το αν η εθνική αυτή ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ή αν το άρθρο 20 του κανονισμού αποκλείει την εφαρμογή της εν λόγω εθνικής ρύθμισης στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης αντιρρήσεων.

16      Μέρος της αυστριακής νομικής θεωρίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα επανεξέτασης της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της διαταγής, ιδίως σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας ή έκτακτων περιστάσεων, όπως η κρίση λόγω της πανδημίας COVID‑19. Κατά την άποψη αυτή, δεν επιτρέπεται η προσφυγή στο εθνικό δίκαιο προκειμένου να ληφθεί υπόψη μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η περίπτωση αυτή διέπεται εξαντλητικώς από τον κανονισμό.

17      Σύμφωνα με άλλη άποψη που υποστηρίζεται στη νομική θεωρία, το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης, όπως αυτής του άρθρου 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19. Συγκεκριμένα, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ρυθμίζει μόνον τη διάρκεια της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης αντιρρήσεων, ενώ το ζήτημα της ενδεχόμενης διακοπής της προθεσμίας δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο για κάθε δικονομικό ζήτημα που δεν ρυθμίζεται ρητώς από τον κανονισμό. Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 έχει ως μοναδικό σκοπό τη διασφάλιση της δικαιοσύνης σε ειδικές περιπτώσεις και δεν περιλαμβάνει γενικές διατάξεις για τη ρύθμιση εξαιρετικής κατάστασης, όπως η κρίση της COVID‑19.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν [τα άρθρα 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006] την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις αντιτίθενται στη διακοπή της προβλεπόμενης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προθεσμίας των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως η διακοπή αυτή προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του [αυστριακού νόμου για την COVID‑19], κατά το οποίο όλες οι ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες των οποίων το γεγονός ενάρξεως επέρχεται μετά τις 21 Μαρτίου 2020 ή οι οποίες δεν έχουν ακόμη εκπνεύσει μέχρι την ημερομηνία αυτή διακόπτονται μέχρι και τις 30 Απριλίου 2020 και αρχίζουν να τρέχουν εκ νέου από την 1η Μαΐου 2020;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις δεν μπορεί να εφαρμοστεί, στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

20      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι από την αιτιολογική σκέψη 9 και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι σκοπός του είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, η επιτάχυνση και η μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών σε διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

21      Αυτή η απλοποιημένη και ομοιόμορφη διαδικασία δεν ενέχει αντίφαση. Ο καθού λαμβάνει γνώση για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής μόνον όταν αυτή του επιδίδεται ή του κοινοποιείται. Όπως προκύπτει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 1896/2006, ο καθού λαμβάνει γνώση της δυνατότητάς του είτε να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό το οποίο ορίζεται στη διαταγή είτε να αντιταχθεί στη διαταγή με την κατάθεση δήλωσης αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης μόνο κατά τον χρόνο αυτόν.

22      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού διευκρινίζει συναφώς ότι ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προσθέτει ότι η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.

23      Επομένως, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 του κανονισμού 1896/2006, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης του 24, ο καθού μπορεί, υποβάλλοντας δήλωση αντιρρήσεων εντός της ταχθείσας προθεσμίας, να περατώσει την ευρωπαϊκή διαδικασία διαταγής πληρωμής και να προκαλέσει την αυτόματη μετάβαση της διαφοράς στην ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών που προβλέπεται από τον κανονισμό 861/2007 ή σε οποιαδήποτε κατάλληλη εθνική διαδικασία της πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση.

24      Η δυνατότητα του καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει το γεγονός ότι το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβλέπει τη συμμετοχή του καθού στην ευρωπαϊκή διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την απαίτηση μετά την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Goldbet Sportwetten, C‑144/12, EU:C:2013:393, σκέψη 30). Επομένως, το στάδιο αυτό της διαδικασίας είναι ουσιώδες για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

25      Η διαδικασία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων συμπληρώνεται από το δικαίωμα του καθού να ζητήσει επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, μόλις παρέλθει η προθεσμία για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων. Εντούτοις, η επανεξέταση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί, όπως προκύπτει από τον τίτλο του άρθρου 20 του κανονισμού, μόνο σε «έκτακτες περιπτώσεις» (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium, C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 29).

26      Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι είναι δυνατή η επανεξέταση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής όταν η μη τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού προθεσμίας των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων οφείλεται σε ανωτέρα βία ή σε έκτακτες περιστάσεις που εμπόδισαν τον καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων εντός της προθεσμίας αυτής.

27      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, προκειμένου ο καθού να μπορεί βασίμως να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δυνάμει της διατάξεως αυτής, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, η συνδρομή εκτάκτων περιστάσεων ή ανωτέρας βίας εξαιτίας των οποίων ο καθού δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει την αξίωση εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, δεύτερον, η έλλειψη υπαιτιότητας του καθού και, τρίτον, η προϋπόθεση ότι ο καθού ενήργησε ταχέως (πρβλ. διάταξη της 21ης Μαρτίου 2013, Novontech-Zala, C‑324/12, EU:C:2013:205, σκέψη 24).

28      Αφετέρου, όσον αφορά την οικονομία του κανονισμού 1896/2006, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης του 9, προκύπτει ότι ο κανονισμός ανταποκρίνεται στους «ελάχιστους κανόνες» που θεσπίζονται για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής. Επομένως, ο κανονισμός καθιερώνει ενιαίο σύστημα εισπράξεως, διασφαλίζοντας πανομοιότυπες προϋποθέσεις για δανειστές και οφειλέτες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, προβλέποντας συγχρόνως την εφαρμογή του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών για όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητώς από τον κανονισμό (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Flight Refund, C‑94/14, EU:C:2016:148, σκέψη 53).

29      Η απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των ως άνω υπομνήσεων.

30      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006 επιτρέπει να εφαρμόζεται, στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, εθνικής κανονιστική ρύθμιση η οποία, λόγω της πανδημίας COVID‑19, προέβλεπε τη διακοπή για διάστημα περίπου πέντε εβδομάδων των δικονομικών προθεσμιών στις αστικές υποθέσεις ή αν, αντιθέτως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι ρυθμίζει εξαντλητικά τα δικονομικά δικαιώματα του καθού σε έκτακτες περιστάσεις, όπως οι σχετικές με την πανδημία COVID‑19, κατά τρόπο ώστε να μην είναι εφαρμοστέο το άρθρο 26 του ίδιου κανονισμού.

31      Εν προκειμένω, υπάρχει βεβαίως το ενδεχόμενο ο καθού σε ευρωπαϊκή διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής να μην μπόρεσε να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της εν λόγω διαταγής λόγω έκτακτων περιστάσεων που οφείλονταν στην COVID‑19. Στην περίπτωση αυτή, ο καθού δικαιούται, τηρουμένων όλων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006 και υπενθυμίζονται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, να ζητήσει την επανεξέταση της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης.

32      Πάντως, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να περιορίσει τη διαδικασία επανεξέτασης σε εξαιρετικές περιστάσεις, η διάταξη αυτή πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium, C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 31). Όπως προκύπτει από το γράμμα της εν λόγω διάταξης, και ειδικότερα από την εκεί προβλεπόμενη προϋπόθεση, η οποία αφορά την απουσία υπαιτιότητας εκ μέρους του καθού, οι έκτακτες περιστάσεις τις οποίες αφορά η ίδια αυτή διάταξη αντιστοιχούν σε περιστάσεις που προσιδιάζουν στην ατομική κατάσταση του συγκεκριμένου καθού. Στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19, τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση νόσησης ή νοσηλείας του καθού, λόγω του κορωνοϊού, η οποία τον εμπόδισε να ασκήσει το δικαίωμά του υποβολής αντιρρήσεων εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας.

33      Αντιθέτως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006 δεν έχει εφαρμογή σε έκτακτες περιστάσεις συστημικής φύσεως, όπως αυτές που συνδέονται με την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19, οι οποίες επηρέασαν, γενικώς, τη λειτουργία και την απονομή της δικαιοσύνης, η συνεργασία των οποίων είναι, ωστόσο, απαραίτητη, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, προκειμένου να παρασχεθεί στον καθού η δυνατότητα να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμά του να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε.

34      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση όλων των πτυχών της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής. Ο κανονισμός προβλέπει, συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο του 26, την εφαρμογή του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών σε κάθε δικονομικό ζήτημα που δεν ρυθμίζεται ρητώς από αυτόν.

35      Μολονότι τα άρθρα 16 και 20 του κανονισμού κατοχυρώνουν το δικαίωμα του καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε εναρμονίζοντας ορισμένες πτυχές του δικαιώματος αυτού, όπως είναι οι διατυπώσεις και η προθεσμία άσκησης του εν λόγω δικαιώματος, το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής και οι έκτακτες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καθού μπορεί, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, να ζητήσει την επανεξέταση της διαταγής, εντούτοις ούτε τα άρθρα αυτά ούτε καμία άλλη διάταξη του κανονισμού ρυθμίζουν άλλες πτυχές, όπως οι λόγοι διακοπής ή αναστολής της προθεσμίας ενόσω αυτή τρέχει. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με το άρθρο 26 του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη δικαιούνται να ρυθμίζουν τις πτυχές αυτές και, ως εκ τούτου, να συμπληρώνουν τις δικονομικές πτυχές που δεν διέπονται από τα άρθρα 16 και 20 του κανονισμού 1896/2006.

36      Πάντως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, διευκρινίζεται ότι μολονότι, ελλείψει κανόνων της Ένωσης που διέπουν ορισμένο ζήτημα, εναπόκειται, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους να τους θεσπίσει, αυτό ισχύει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δικονομικοί κανόνες δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Όσον αφορά, πρώτον, την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19 εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλες τις δικονομικές προθεσμίες στις αστικές υποθέσεις, και τούτο ανεξάρτητα από τη νομική βάση της αίτησης. Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η ρύθμιση αυτή φαίνεται να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση μεταξύ των διαδικασιών εκδόσεως διαταγής πληρωμής που στηρίζονται στο εθνικό δίκαιο και των παρόμοιων διαδικασιών που στηρίζονται στον κανονισμό 1896/2006.

38      Όσον αφορά, δεύτερον, την αρχή της αποτελεσματικότητας, η εθνική δικονομική ρύθμιση πρέπει να θεωρείται σύμφωνη με την αρχή αυτή εφόσον δεν θίγει την ισορροπία που καθιέρωσε ο κανονισμός 1896/2006 μεταξύ των δικαιωμάτων του αιτούντος και του καθού στο πλαίσιο ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, εθνική ρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της προθεσμίας υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων κατά διαταγής πληρωμής, την οποία τάσσει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού, τηρεί την ως άνω αρχή όταν δικαιολογείται από τον σκοπό της διασφάλισης του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του καθού, χωρίς να καθιστά στην πράξη υπερβολικά δυσχερή την ταχεία και αποτελεσματική είσπραξη των επίμαχων απαιτήσεων. Προς τούτο, η περίοδος κατά την οποία διακόπτεται η προθεσμία πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

39      Εν προκειμένω, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση ουδόλως έθιξε τις πτυχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο εναρμόνισης από τον κανονισμό 1896/2006. Η εθνική ρύθμιση προέβλεψε μόνο μια διακοπή διάρκειας πέντε περίπου εβδομάδων που αντιστοιχούσε, όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Αυστριακή Κυβέρνηση, στην περίοδο κατά την οποία, λόγω του αυστηρού περιορισμού που επιβλήθηκε στην εθνική επικράτεια εξαιτίας της πανδημίας COVID‑19, οι δικαιοδοτικές δραστηριότητες είχαν διαταραχθεί σημαντικά. Όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ρύθμιση αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα την αναβίωση των προθεσμιών υποβολής αντιρρήσεων που είχαν εκπνεύσει πριν από την έναρξη ισχύος της.

40      Υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η εθνική δικονομική ρύθμιση φαίνεται συνεπώς να κατέστησε δυνατή την αναβολή της είσπραξης των απαιτήσεων κατά λίγες μόνο εβδομάδες, ενώ παράλληλα διασφάλισε την αποτελεσματική διατήρηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 16 του κανονισμού 1896/2006 δικαιώματος εναντιώσεως το οποίο είναι ουσιώδες για την επιδιωκόμενη από τον νομοθέτη της Ένωσης ισορροπία.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2421 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015,

έχουν την έννοια ότι:

εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID 19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

ΔΕΕ Απόφαση της 30.6.2022, υπόθεση C-192/21: Αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο διάταξη εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει ότι προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4, σημείο 1 – Αρχή της μη διάκρισης – Μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος μονιμοποιήθηκε, για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού του βαθμού – Εξομοίωση της προϋπηρεσίας αυτής με εκείνη ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου – Έννοια “αντικειμενικών λόγων” – Προσμέτρηση της προϋπηρεσίας για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου – Διάρθρωση της κάθετης εξέλιξης των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία»

Στην υπόθεση C‑192/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν, Ισπανία), με απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2021 η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Clemente

κατά

Comunidad de Castilla y León (Dirección General de la Función Pública),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Clemente, εκπροσωπούμενος από την M. Pérez Rodríguez και τον F. J. Viejo Carnicero, abogados,

–        η Comunidad de Castilla y León (Dirección General de la Función Pública), εκπροσωπούμενη από την D. Vélez Berzosa, letrada,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Rodríguez de la Rúa Puig,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον E. De Bonis, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την D. Recchia και τον N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του εκκαλούντος της κύριας δίκης, για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Clemente», και της Comunidad de Castilla y León (Dirección General de la Función Pública) [Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν (Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Διοίκησης), Ισπανία] (στο εξής: Αυτόνομη Κοινότητα) σχετικά με την άρνηση της δεύτερης να αναγνωρίσει οριστικά τον προσωπικό βαθμό τον οποίο είχε ο εκκαλών της κύριας δίκης ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος πριν διοριστεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης.

4        Κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η συμφωνία αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

5        Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως:

1.      “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου”, νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων […]».

6        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

 Το ισπανικό δίκαιο

7        Το άρθρο 69 του Ley 7/2005 de la Función Pública de Castilla y León (νόμου 7/2005 περί του υπαλληλικού προσωπικού της Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν), της 24ης Μαΐου 2005 (BOE αριθ. 162 της 8ης Ιουλίου 2005, σ. 24200), ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ανεξάρτητα από τη θέση που καλύπτουν, οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται τουλάχιστον το επίδομα καθηκόντων των θέσεων του επιπέδου που αντιστοιχεί στον προσωπικό βαθμό τους.»

8        Το Decreto 17/2018 por el que se regula la consolidación, convalidación y conservación del grado personal (διάταγμα 17/2018 για τη ρύθμιση της οριστικής αναγνώρισης, της επικύρωσης και της διατήρησης του προσωπικού βαθμού), της 7ης Ιουνίου 2018 (BOCyL αριθ. 113 της 13ης Ιουνίου 2018, στο εξής: διάταγμα 17/2018), το οποίο, βάσει του άρθρου του 2, εφαρμόζεται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους της Αυτόνομης Κοινότητας, ορίζει στο άρθρο 3 τα εξής:

«1.      Η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού προϋποθέτει τη συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων:

a)      Τον μόνιμο διορισμό σε ορισμένη θέση, εξαιρουμένου του αρχικού βαθμού της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας.

b)      Το να υπηρετεί ο δημόσιος υπάλληλος πράγματι σε μία ή περισσότερες θέσεις του αντίστοιχου επιπέδου.

2.      Οι δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται υπό τους όρους που περιγράφονται στις ακόλουθες διατάξεις.»

9        Το άρθρο 4 του διατάγματος αυτού έχει ως εξής:

«1.      Για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού απαιτείται μόνιμος διορισμός σε θέση επιπέδου ίσου ή ανώτερου με εκείνο του προς αναγνώριση βαθμού.

2.      Η υπηρεσιακή σταδιοδρομία αρχίζει πάντως στον αρχικό βαθμό που αντιστοιχεί στο επίπεδο της θέσης στην οποία διορίζεται ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής στην αντίστοιχη διαδικασία επιλογής, ανεξάρτητα από το καθεστώς βάσει του οποίου υπηρετεί στην εν λόγω θέση, εκτός αν ζητηθεί οικειοθελώς την οριστική αναγνώριση χαμηλότερου βαθμού.»

10      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού απαιτείται υπηρεσία, προσωρινά ή υπό καθεστώς μονιμότητας, σε μία ή περισσότερες θέσεις επιπέδου ίσου ή ανώτερου με εκείνο του βαθμού του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση, για διάστημα δύο ετών αδιαλείπτως ή για συνολικό διάστημα τριών ετών σε περίπτωση διακοπής. Σε περίπτωση που συντρέχουν και οι δύο περιπτώσεις, η οριστική αναγνώριση βαθμού λαμβάνει χώρα κατά την πλέον ευνοϊκή για τον μόνιμο δημόσιο υπάλληλο ημερομηνία.»

11      Το άρθρο 6 του ίδιου διατάγματος έχει ως εξής:

«1.      Ο βαθμός του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση μπορεί να είναι μέχρι και κατά δύο επίπεδα ανώτερος από τον ήδη αποκτηθέντα προσωπικό βαθμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το επίπεδο της θέσης που κατέχεται κατά τρόπο μόνιμο ούτε την κλίμακα επιπέδων που αντιστοιχούν στην υποκατηγορία ή κατηγορία επαγγελματικής κατάταξης στην οποία ανήκει η θέση.

2.      Ο χρόνος προσωρινής υπηρεσίας σε μια θέση, είτε πρόκειται για απόσπαση είτε για προσωρινή τοποθέτηση, λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση βαθμού μόνον εφόσον το επίπεδο των προσωρινώς καλυπτόμενων θέσεων είναι ίσο ή ανώτερο του επιπέδου του βαθμού του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση.

3.      Η απονομή νέου προσωπικού βαθμού προϋποθέτει την παρέλευση τουλάχιστον δύο ετών από την ημερομηνία οριστικής αναγνώρισης του προηγούμενου βαθμού.

4.      Οι περίοδοι υπηρεσίας υπολογίζονται κατά χρονολογική σειρά και λαμβάνονται υπόψη μία μόνο φορά για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης βαθμού.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Από τις 28 Μαΐου 2001 έως τις 21 Ιανουαρίου 2008 ο εκκαλών της κύριας δίκης κάλυψε, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος και βάσει ενός και μόνο διορισμού, τη θέση συντονιστή κτηνιάτρου στην Αυτόνομη Κοινότητα. Κατ’ εφαρμογήν της ισχύουσας στην Αυτόνομη Κοινότητα κατάταξης των υπαλληλικών θέσεων, βάσει της οποίας όλες οι θέσεις κατατάσσονται σε επίπεδα που περιλαμβάνονται σε μια κλίμακα από το 1 έως το 30, στον εκκαλούντα της κύριας δίκης απονεμήθηκε για την εν λόγω θέση ο προσωπικός βαθμός 24.

13      Με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2006, στο πλαίσιο της διαδικασίας μονιμοποίησης των προσωρινώς απασχολουμένων και σταθεροποίησης της απασχόλησης του υγειονομικού προσωπικού, προκηρύχθηκαν δοκιμασίες επιλογής για την είσοδο στο ανώτερο τεχνικό σώμα πανεπιστημιακού επιπέδου, ειδικότητα «υγεία» (κτηνίατροι), της Αυτόνομης Κοινότητας. Η απόφαση αυτή προέβλεπε ότι για την προϋπηρεσία υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου σε θέσεις του εν λόγω σώματος προσμετρώνταν 0,25 μόρια ανά πλήρη μήνα υπηρεσίας, με ανώτατο όριο τα 40 μόρια.

14      Ο εκκαλών της κύριας δίκης μετέσχε στις εν λόγω δοκιμασίες με επιτυχία και στις 10 Νοεμβρίου 2015 διορίστηκε μόνιμα, με ισχύ από 22 Ιανουαρίου 2008, σε θέση για την οποία του απονεμήθηκε ο προσωπικός βαθμός 22.

15      Με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2019, ο εκκαλών της κύριας δίκης ζήτησε από την Αυτόνομη Κοινότητα να του αναγνωρίσει οριστικά τον προσωπικό βαθμό 24, για τον λόγο ότι ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος είχε καλύψει θέση στην οποία αντιστοιχούσε ο βαθμός αυτός.

16      Η Αυτόνομη Κοινότητα απέρριψε το αίτημα, με το σκεπτικό ότι δεν χωρεί οριστική αναγνώριση του επιπέδου των θέσεων που καλύπτονται υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου ή κατά τρόπο προσωρινό και ότι στη μόνιμη θέση στην οποία είχε διοριστεί ο εκκαλών της κύριας δίκης αντιστοιχούσε βαθμός χαμηλότερος του αιτηθέντος βαθμού.

17      Ο εκκαλών της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι ο εκκαλών δικαιούνταν μόνο τον προσωπικό βαθμό 22, που αντιστοιχούσε στο επίπεδο της μόνιμης θέσης στην οποία είχε διοριστεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.

18      Επιληφθέν της εφέσεως που ασκήθηκε κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν, Ισπανία), αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού 24 θα συνεπαγόταν προαγωγή του εκκαλούντος της κύριας δίκης σε βαθμό ανώτερο από εκείνον –ήτοι τον βαθμό 22– που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία διορίστηκε μόνιμα, κατά παράβαση των προϋποθέσεων της οριστικής αναγνώρισης βαθμού που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του διατάγματος 17/2018.

19      Όσον αφορά το κατά πόσον συμβιβάζεται με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου η άρνηση της Αυτόνομης Κοινότητας να αναγνωρίσει οριστικά τον προσωπικό βαθμό 24 του εκκαλούντος της κύριας δίκης που αντιστοιχεί στη θέση την οποία κάλυπτε ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, ως προς την κατά τη διάταξη αυτή έννοια του «αντίστοιχου εργαζομένου αορίστου χρόνου». Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης, όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ήταν πανομοιότυπη προς εκείνη του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου που καλύπτει την ίδια θέση όσον αφορά τα καθήκοντα, το απαιτούμενο δίπλωμα, το καθεστώς, τον τόπο και τις λοιπές συνθήκες εργασίας, οπότε, όσον αφορά την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, πρόκειται καταρχήν για συγκρίσιμους εργαζομένους. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στην απόφαση 1592/2018 της 7ης Νοεμβρίου 2018 (ES:TS:2018:3744), με την οποία το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία), λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557), έκρινε ότι, δεδομένης της συγκρισιμότητας των καταστάσεων μεταξύ αναπληρωτών και μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, η προϋπηρεσία υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου μπορούσε να ληφθεί υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

20      Πλην όμως το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης δεν ζητεί να τύχει αναδρομικώς, ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, του ωφελήματος της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού 24 κατά την ημερομηνία κατά την οποία προσελήφθη ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, αλλά να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία του ως αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού 24 κατά την ημερομηνία διορισμού του ως μονίμου δημοσίου υπαλλήλου. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που καλύπτει προσωρινά, ιδίως σε περίπτωση απόσπασης, θέση ανώτερου επιπέδου τυγχάνει οριστικής αναγνώρισης όχι του βαθμού που αντιστοιχεί στη θέση αυτή αλλά του βαθμού που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία είναι μόνιμα διορισμένος. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης και διερωτάται αν ο όρος «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» έχει την έννοια ότι αναφέρεται αποκλειστικώς στη φύση της σχέσεως με την Αυτόνομη Κοινότητα, δηλαδή το αν πρόκειται για μόνιμο ή αναπληρωτή δημόσιο υπάλληλο, ή αν πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ο μόνιμος ή προσωρινός χαρακτήρας της θέσης που καλύπτει ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.

21      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο προβάλλει δύο «αντικειμενικούς λόγους» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού μετά τον διορισμό του ενδιαφερομένου ως μονίμου δημοσίου υπαλλήλου. Αφενός, στο μέτρο που η προϋπηρεσία αυτή ελήφθη υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, η συνεκτίμηση της εν λόγω προϋπηρεσίας για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του βαθμού σημαίνει διπλή προσμέτρησή της με αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται στα πρόσωπα που τελούν στην κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης μεταχείριση ευνοϊκότερη εκείνης της οποίας τυγχάνουν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι.

22      Αφετέρου, για τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, η κάθετη επαγγελματική εξέλιξη και, ως εκ τούτου, η απόκτηση των οριστικά αναγνωριζόμενων βαθμών είναι σταδιακές, πράγμα που αποτελεί απόρροια αυτής καθεαυτήν της διοικητικής δομής και έχει ως σκοπό να δώσει κίνητρα στους εν λόγω υπαλλήλους και να βελτιώσει την απόδοσή τους. Αντιθέτως, οι αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι δεν εντάσσονται σε σώματα και δεν κατατάσσονται σε κατηγορίες, στο μέτρο που διορίζονται για την κάλυψη κενών θέσεων σε διάφορα σώματα και κατηγορίες αναλόγως των αναγκών και δεν καλύπτουν τις θέσεις κατά τρόπο μόνιμο. Η δε οριστική αναγνώριση του βαθμού που αντιστοιχεί στη θέση η οποία καλύπτεται υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου θα μπορούσε να προκαλέσει «άλματα» και «προαγωγές» στο πλαίσιο της εν λόγω κάθετης επαγγελματικής εξέλιξης υπό την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, χωρίς να χρειάζεται να τηρούνται οι λοιπές νόμιμες απαιτήσεις, πράγμα που θα αλλοίωνε τη διάρθρωση της εξέλιξης αυτής.

23      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε στο παρελθόν ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού ήταν δυνατή μόνον σε περίπτωση μόνιμης κάλυψης της θέσης, δεδομένης της σημασίας που έχει η οριστική αναγνώριση του βαθμού στο πλαίσιο της διάρθρωσης της Δημόσιας Διοίκησης, εντούτοις, στην απόφαση που παρατίθεται στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως εφάρμοσε τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ανεξαρτήτως του μονίμου χαρακτήρα της καλυπτόμενης θέσης. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στις σκέψεις 47 και 50 της αποφάσεως της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui (C‑72/18, EU:C:2019:516), σχετικά με μισθολογική προσαύξηση που χορηγούνταν στους μόνιμους και όχι στους αναπληρωτές δημοσίους υπαλλήλους, το Δικαστήριο προέβη σε διάκριση μεταξύ διαφορετικής μεταχείρισης που βασίζεται μόνο στην αρχαιότητα και διαφορετικής μεταχείρισης που βασίζεται στην προαγωγή στους ανώτερους βαθμούς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η δεύτερη αυτή περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης θα μπορούσε να δικαιολογείται από άλλα στοιχεία που επιπροστίθενται στην απλή διάρκεια κάλυψης της οικείας θέσης.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο όρος “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι, στο πλαίσιο της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού, η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν αποκτήσει την ιδιότητα αυτή πρέπει να εξομοιωθεί με την προϋπηρεσία άλλου μονίμου δημοσίου υπαλλήλου;

2)      Έχει η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι το γεγονός ότι ο χρόνος προϋπηρεσίας υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου έχει προσμετρηθεί και ληφθεί υπόψη για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, αφενός, και η διάρθρωση της κάθετης επαγγελματικής εξέλιξης των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων κατά την εθνική νομοθεσία, αφετέρου, συνιστούν αμφότερα αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν τη μη προσμέτρηση, για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, της προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

25      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

26      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν εφαρμογή σε όλους τους εργαζόμενους που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους (διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C‑315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Επομένως, οι επιταγές της συμφωνίας-πλαισίου έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις και στις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με τις διοικητικές αρχές και τους λοιπούς φορείς του δημόσιου τομέα (διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C‑315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος της Αυτόνομης Κοινότητας επί έξι και πλέον έτη, θεωρούνταν ως «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου.

29      Έπειτα, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

30      Επισημαίνεται συναφώς ότι ναι μεν, κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η συμφωνία αυτή εφαρμόζεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως ορίζονται στη ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, πλην όμως το γεγονός ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης απέκτησε εν συνεχεία την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, του εργαζομένου αορίστου χρόνου δεν τον εμποδίζει να επικαλεστεί την κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αρχή της μη διάκρισης, στο μέτρο που παραπονείται για διαφορετική μεταχείριση που υφίσταται στο πλαίσιο της οριστικής αναγνώρισης του βαθμού του, από πλευράς προσμέτρησης της προϋπηρεσίας που συμπλήρωσε ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος πριν μονιμοποιηθεί (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Εξάλλου, διαπιστώνεται, πράγμα που επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού την οποία αφορά η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία συνιστά «όρο απασχόλησης» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στην έννοια αυτή είναι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ακριβώς το κριτήριο της απασχόλησης, δηλαδή της σχέσης εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Ειδικότερα, αφενός, από τα άρθρα 3 έως 5 του διατάγματος 17/2018 προκύπτει ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις, ήτοι από «τον μόνιμο διορισμό σε ορισμένη θέση, εξαιρουμένου του αρχικού βαθμού της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας» και «το να υπηρετεί ο δημόσιος υπάλληλος πράγματι σε μία ή περισσότερες θέσεις του αντίστοιχου επιπέδου» προς εκείνο της θέσης την οποία κάλυπτε προηγουμένως. Αφετέρου, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1, του νόμου 7/2005 περί του υπαλληλικού προσωπικού της Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν, η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού εγγυάται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους το δικαίωμα να λαμβάνουν τις αποδοχές που αντιστοιχούν στον οριστικώς αναγνωρισθέντα προσωπικό βαθμό τους ακόμη και σε περίπτωση αλλαγής θέσης. Η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού συνιστά επίσης προαπαιτούμενο για την κάθετη επαγγελματική εξέλιξη του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου.

33      Επομένως, στο μέτρο που από τη διατύπωση των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι αυτά στηρίζονται στην παραδοχή ότι οι αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους από απόψεως προσμέτρησης, για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, της προϋπηρεσίας που έχουν αντιστοίχως συμπληρώσει υπό τις ως άνω ιδιότητες, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν οι δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, υπό την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

34      Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι εργαζόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 3, σημείο 2, και της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, να εξεταστεί εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, οι εργαζόμενοι αυτοί είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντες σε συγκρίσιμη κατάσταση (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), από την απόφαση περί παραπομπής αυτή καθεαυτήν προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης, όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ήταν πανομοιότυπη προς την κατάσταση στην οποία τελεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος όσον αφορά τα καθήκοντα του συντονιστή κτηνιάτρου, το απαιτούμενο δίπλωμα, το καθεστώς, τον τόπο και τις λοιπές συνθήκες εργασίας.

36      Πάντως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που καλύπτει προσωρινά, δηλαδή στο πλαίσιο απόσπασης, θέση επιπέδου ανώτερου από εκείνο της θέσης στην οποία έχει διοριστεί μόνιμα τυγχάνει οριστικής αναγνώρισης του βαθμού που αντιστοιχεί όχι στη θέση την οποία καλύπτει στο πλαίσιο απόσπασης αλλά στη θέση στην οποία είναι μόνιμα διορισμένος. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως η οριστική αναγνώριση, υπέρ ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, του ανώτερου βαθμού που είχε όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος συνιστά αντίστροφη δυσμενή διάκριση εις βάρος των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων.

37      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι από το γράμμα της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι αρκεί οι επίμαχοι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου που τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση ώστε οι πρώτοι να μπορούν βασίμως να διεκδικήσουν το ωφέλημα της ρήτρας αυτής (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 31).

38      Προκύπτει δε ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης κάλυψε επί σειρά ετών, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος και βάσει ενός και μόνο διορισμού, τη θέση συντονιστή κτηνιάτρου στην Αυτόνομη Κοινότητα, για την οποία έλαβε τον προσωπικό βαθμό 24 βάσει του συστήματος κατάταξης των θέσεων που ισχύει στην Αυτόνομη Κοινότητα. Επομένως, η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης είναι συγκρίσιμη με εκείνη του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου που κατέχει μόνιμα μια τέτοια θέση.

39      Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, πρέπει να κριθεί ότι η κατάσταση ενός αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου, όπως ήταν η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης πριν μονιμοποιηθεί, είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος κατέχει μόνιμα την ίδια θέση την οποία κάλυπτε ο εν λόγω αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί, δεύτερον, αν υφίστανται «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ικανοί να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως.

41      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» απαιτεί να δικαιολογείται η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχόλησης στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Αντιθέτως, η εν λόγω έννοια δεν μπορεί να νοείται ως δικαιολογούσα διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου με βάση το ότι η διαφορετική μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο εθνικό κανόνα, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Η επίκληση του προσωρινού χαρακτήρα της απασχόλησης των αναπληρωτών δημοσίων υπαλλήλων δεν δύναται να αποτελέσει αφ’ εαυτής αντικειμενικό λόγο κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Όσον αφορά την ενδεχόμενη δικαιολόγηση της διαπιστωθείσας στην υπόθεση της κύριας δίκης διαφορετικής μεταχείρισης, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, αφενός, στην κάθετη επαγγελματική εξέλιξη των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, η οποία είναι σταδιακή και απορρέει από τη διοικητική δομή αυτή καθεαυτήν.

45      Συναφώς, στο μέτρο που η κάθετη επαγγελματική εξέλιξη καθώς και η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς την οργάνωση της εσωτερικής τους Δημόσιας Διοίκησης, αυτά μπορούν καταρχήν, χωρίς να προσκρούουν στην οδηγία 1999/70 και στη συμφωνία-πλαίσιο, να προβλέπουν τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση στη θέση του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου καθώς και τις συνθήκες απασχόλησης τέτοιων υπαλλήλων (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Επομένως, μολονότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο δεν απαγορεύουν, καταρχήν, το να επιφυλάσσεται η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού αποκλειστικώς υπέρ των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, εντούτοις η νομοθεσία κράτους μέλους δεν μπορεί να θέτει γενική και αφηρημένη προϋπόθεση με βάση μόνον τον προσωρινό χαρακτήρα της εργασίας των αναπληρωτών δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη φύση των ασκούμενων καθηκόντων και τα εγγενή χαρακτηριστικά τους.

47      Συναφώς, διαπιστώνεται πάντως ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι το γεγονός και μόνο της προσωρινής κάλυψης, από μόνιμο δημόσιο υπάλληλο, θέσης στην οποία αντιστοιχεί βαθμός ανώτερος από εκείνον που αντιστοιχεί στη θέση την οποία κατέχει μόνιμα δεν του παρέχει αυτομάτως το δικαίωμα να τύχει οριστικής αναγνώρισης του ανώτερου αυτού βαθμού.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, το να γίνεται δεκτή η οριστική αναγνώριση υπέρ μονίμου δημοσίου υπαλλήλου του ανώτερου βαθμού τον οποίον είχε όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος μπορεί να συνιστά αντίστροφη δυσμενή διάκριση εις βάρος των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που έχουν αποσπασθεί προσωρινώς σε θέση στην οποία αντιστοιχεί βαθμός ανώτερος από εκείνον που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία είναι μόνιμα διορισμένο.

49      Επομένως, στο μέτρο που η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, ενώ αποκλείει την αυτόματη οριστική αναγνώριση του προσωρινώς αποκτηθέντος βαθμού, επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό του βαθμού που θα αναγνωριστεί οριστικά, η περίοδος κάλυψης μιας προσωρινής θέσης, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η νομοθεσία αυτή πρέπει να εφαρμόζεται ισότιμα στα πρόσωπα που έχουν καλύψει την εν λόγω προσωρινή θέση ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι ή ως μόνιμα διορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι.

50      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στο μέτρο που η προϋπηρεσία του εκκαλούντος της κύριας δίκης ως αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου ελήφθη υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής κατόπιν της οποίας μονιμοποιήθηκε, η συνεκτίμηση της προϋπηρεσίας αυτής για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού σημαίνει διπλή προσμέτρησή της, πράγμα που έχει ως συνέπεια ευνοϊκή μεταχείριση του εκκαλούντος της κύριας δίκης σε σχέση με άλλους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.

51      Πλην όμως η θέσπιση προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και το ωφέλημα υπέρ ενός τέτοιου δημοσίου υπαλλήλου το οποίο συνίσταται στην οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, ωφέλημα το οποίο, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας αποφάσεως, συνιστά όρο απασχόλησης, αποτελούν δύο διαφορετικές πτυχές του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και κατά συνέπεια η προσμέτρηση της προϋπηρεσίας του ενδιαφερομένου ως αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου ή για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού δεν μπορεί να θεωρείται ότι οδηγεί σε διπλή προσμέτρηση της εν λόγω προϋπηρεσίας αποκλειστικώς για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού.

52      Επομένως, μολονότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, είναι θεμιτή η πρόβλεψη προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, η πρόβλεψη τέτοιων προϋποθέσεων πρόσβασης δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τις προϋποθέσεις της εν λόγω οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού.

53      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνίαπλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

ΔΕΕ Απόφαση της 7.7.2022, υπόθεση C-2644/21: Οδηγία 85/374/ΕΟΚ – Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια του “παραγωγού” – Κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας ή επιτρέποντας να τεθεί πάνω σε αυτό η επωνυμία του, το σήμα του ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σημείο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

7 Ιουλίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 85/374/ΕΟΚ – Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια του “παραγωγού” – Κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας ή επιτρέποντας να τεθεί πάνω σε αυτό η επωνυμία του, το σήμα του ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σημείο»

Στην υπόθεση C‑264/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, που περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο της δίκης

Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia

κατά

Koninklijke Philips NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Koninklijke Philips NV, εκπροσωπούμενη από τους T. Seikkula και M. Welin, asianajajat,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Šindelková και τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους U. Bartl, M. Hellmann και J. Möller,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και M. Huttunen,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ 1985, L 210, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1999 (ΕΕ 1999, L 141, σ. 20).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (στο εξής: Fennia), ασφαλιστικής εταιρίας, και της Koninklijke Philips NV, με αντικείμενο την αποκατάσταση ζημιών που προξενήθηκαν από πυρκαγιά την οποία προκάλεσε μια μηχανή καφέ.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η τέταρτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι η προστασία του καταναλωτή απαιτεί τη γένεση ευθύνης όλων των συμμετεχόντων στην παραγωγική διαδικασία σε περίπτωση που το τελικό προϊόν, ένα συστατικό αυτού ή η χορηγηθείσα πρώτη ύλη, παρουσιάζει ελάττωμα· ότι, για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να γεννάται ευθύνη του προσώπου που εισάγει προϊόντα στην Κοινότητα καθώς και οποιουδήποτε εμφανίζεται ως παραγωγός, θέτοντας την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο ή διαθέτει ένα προϊόν του οποίου ο παραγωγός είναι αδύνατο να εντοπιστεί·

ότι, όταν περισσότερα του ενός πρόσωπα ευθύνονται για την ίδια ζημία, η προστασία του καταναλωτή επιβάλλει να δύναται ο ζημιωθείς να απαιτήσει την ολική επανόρθωση της ζημίας από καθένα των ανωτέρω προσώπων, αδιακρίτως.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του.»

5        Κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Ως “παραγωγός” θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού καθώς και κάθε πρόσωπο [π]ου εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο.»

6        Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Εάν, βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, δύο ή περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για την ίδια ζημία, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται εις ολόκληρον, με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου, όσον αφορά τη δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων.»

 Το φινλανδικό δίκαιο

7        Όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, το άρθρο 5 του tuotevastuulaki (694/1990) [νόμου περί ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (694/1990)], το οποίο μεταφέρει το άρθρο 3 της οδηγίας 85/374 στη φινλανδική έννομη τάξη, προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας βαρύνει, πρώτον, εκείνον που παρήγαγε ή παρασκεύασε το ελαττωματικό προϊόν και, δεύτερον, εκείνον ο οποίος διέθεσε στο εμπόριο, ως εάν ήταν δικό του, το προϊόν που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο έχει τεθεί επί του προϊόντος.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Η Fennia κατέβαλε σε καταναλωτή, δυνάμει συμβολαίου για την ασφάλιση κατοικίας, αποζημίωση ύψους 58 879,10 ευρώ για ζημίες που προκλήθηκαν από πυρκαγιά. Την προηγουμένη της πυρκαγιάς ο καταναλωτής είχε αγοράσει από έμπορο μια μηχανή καφέ μάρκας Philips Saeco Xsmall HD8743/11. Σύμφωνα με το πόρισμα της πυροσβεστικής, η πυρκαγιά η οποία εκδηλώθηκε οφειλόταν στη μηχανή καφέ.

9        Η μηχανή καφέ είχε κατασκευαστεί στη Ρουμανία από τη Saeco International Group SpA, θυγατρική της Koninklijke Philips. Τα διακριτικά σημεία Philips και Saeco, τα οποία είναι καταχωρισμένα σήματα της Koninklijke Philips, είχαν τεθεί πάνω στη μηχανή καφέ και στη συσκευασία της. Επιπλέον, η ίδια αυτή μηχανή καφέ έφερε τη σήμανση CE, στην οποία αναγράφονταν το διακριτικό σημείο Saeco, μια διεύθυνση στην Ιταλία και η ένδειξη «κατασκευασμένη στη Ρουμανία». Η Philips Oy, η θυγατρική της Koninklijke Philips στη Φινλανδία, εμπορεύεται εκεί ηλεκτρικές οικιακές συσκευές με το σήμα Philips, μεταξύ των οποίων και την επίμαχη μηχανή καφέ.

10      Η Fennia, η οποία υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα του καταναλωτή αφού τον αποζημίωσε, άσκησε αγωγή κατά της Koninklijke Philips διεκδικώντας αποζημίωση δυνάμει της ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η Koninklijke Philips ζήτησε την απόρριψη της αγωγής αυτής, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν ο παραγωγός της επίμαχης μηχανής καφέ.

11      Το käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Φινλανδία) έκρινε ότι η Koninklijke Philips, αφενός, είχε διαθέσει στο εμπόριο στη Φινλανδία την επίμαχη μηχανή καφέ η οποία έφερε το σήμα της και, αφετέρου, ευθυνόταν για τη ζημία που προκλήθηκε από ελάττωμα του συγκεκριμένου προϊόντος.

12      Το hovioikeus (εφετείο, Φινλανδία), ενώπιον του οποίου η Koninklijke Philips άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η Koninklijke Philips είχε διαθέσει ως δικό της προϊόν τη μηχανή καφέ στο εμπόριο στη Φινλανδία. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η Koninklijke Philips δεν ευθυνόταν για τις ζημίες που προκλήθηκαν από το επίμαχο προϊόν και απέρριψε την αγωγή.

13      Η Fennia προσέβαλε την απόφαση του hovioikeus (εφετείου) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, δηλαδή του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φινλανδία), το οποίο επέτρεψε την άσκηση αναιρέσεως όσον αφορά το αν η Koninklijke Philips ευθύνεται, δυνάμει του νόμου περί ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, για ζημίες που προξενήθηκαν από μηχανή καφέ η οποία έφερε το σήμα της και είχε κατασκευαστεί από τη θυγατρική της.

14      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ορθή ερμηνεία της φράσης «κάθε πρόσωπο [π]ου εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο» στο άρθρο 3 παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374. Ειδικότερα, ζητεί να διευκρινιστεί αν, πέραν της ύπαρξης του σήματος επί του προϊόντος, απαιτούνται πρόσθετα κριτήρια προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η δικαιούχος του σήματος εμφανίζεται ως παραγωγός του επίμαχου προϊόντος, ή αν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία αποκλεισμού της ευθύνης, όπως το γεγονός ότι στο ίδιο το προϊόν αναγράφεται ότι ο κατασκευαστής είναι επιχείρηση διαφορετική από τη δικαιούχο του σήματος. Εκτιμά δε ότι ο παραγωγός είναι «το πλέον κατάλληλο πρόσωπο» να προλάβει την επέλευση παρόμοιων ζημιών που προκαλούνται τα προϊόντα.

15      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Προϋποθέτει η έννοια του παραγωγού στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [85/374] ότι εκείνος ο οποίος έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα ή άλλο διακριτικό σημείο του εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος και με άλλο τρόπο;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να αξιολογείται η εμφάνιση κάποιου προσώπου ως παραγωγού του προϊόντος; Έχει σημασία για την εν λόγω αξιολόγηση το γεγονός ότι το προϊόν κατασκευάστηκε από θυγατρική του δικαιούχου του σήματος και διατέθηκε στο εμπόριο από άλλη θυγατρική;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

16      Η Koninklijke Philips θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα ως άνευ σημασίας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι προϋπόθεση της αποζημίωσης δυνάμει της ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων αποτελεί, βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1, του νόμου περί ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, το να διατίθεται το προϊόν στο εμπόριο από τον δικαιούχο του σήματος ή οποιουδήποτε άλλου διακριτικού σημείου. Εν προκειμένω όμως, ουδόλως έχει αποδειχθεί στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης ότι το προϊόν διατέθηκε στο εμπόριο κατ’ αυτόν τον τρόπο.

17      Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής είναι αποκλειστικά αρμόδιος να διαπιστώσει και εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και να ερμηνεύσει και εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο. Ομοίως, μόνο στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, εναπόκειται να κρίνει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ., C‑165/09 έως C‑167/09, EU:C:2011:348, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να περιορίσει την εξέτασή του στα στοιχεία εκτιμήσεως που το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να του υποβάλει, χωρίς να αποκλίνει συνεπώς από την κατάσταση την οποία το αιτούν δικαστήριο κρίνει αποδεδειγμένη και χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις που προβάλλει κάποιος από τους διαδίκους της κύριας δίκης (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Coty Germany, C‑567/18, EU:C:2020:267, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19      Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ., C‑165/09 έως C‑167/09, EU:C:2011:348, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Εν προκειμένω όμως δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.

21      Τούτο διότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και όπως υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 11 και 12 της παρούσας αποφάσεως, το käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο) έκρινε ότι η Koninklijke Philips είχε διαθέσει στο εμπόριο στη Φινλανδία τη μηχανή καφέ η οποία έφερε το σήμα της, ενώ το hovioikeus (εφετείο) αποφάνθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Koninklijke Philips είχε διαθέσει ως δικό της προϊόν αυτή τη μηχανή καφέ στο εμπόριο στη Φινλανδία. Δεδομένου ότι τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια δεν συμφώνησαν επί της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών βάσει του εσωτερικού δικαίου και ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να φέρει η Koninklijke Philips την ευθύνη για το επίμαχο ελαττωματικό προϊόν, γίνεται δεκτό ότι δεν προκύπτει, τουλάχιστον προδήλως, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα έχουν υποθετικό χαρακτήρα υπό το πρίσμα της εκτιμήσεως στην οποία καλείται να προβεί ο εθνικός δικαστής στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

22      Ως εκ τούτου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

23      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 έχει την έννοια ότι, βάσει του ορισμού του όρου «παραγωγός» στη διάταξη αυτή, το πρόσωπο το οποίο έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί πάνω στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο απαιτείται να εμφανίζεται και με κάποιον άλλο τρόπο ως παραγωγός του προϊόντος.

24      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο όπου αυτή εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος [απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρα), C‑693/18, EU:C:2020:1040, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

25      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374, «[ω]ς “παραγωγός” θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού καθώς και κάθε πρόσωπο [π]ου εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο».

26      Συνεπώς, η διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 εμπεριέχει, στην πραγματικότητα, μια διάζευξη της οποίας μόνον το πρώτο σκέλος αφορά το πρόσωπο που εμπλέκεται, τουλάχιστον εν μέρει, στη διαδικασία κατασκευής του προϊόντος. Αντιθέτως, το δεύτερο σκέλος της διάζευξης αναφέρεται σε ένα πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ως παραγωγός επιθέτοντας στο προϊόν την επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο.

27      Επομένως, από τη σαφή και μη αμφίσημη διατύπωση της ως άνω διατάξεως συνάγεται ότι η συμμετοχή του προσώπου που εμφανίζεται ως παραγωγός στη διαδικασία κατασκευής του προϊόντος δεν είναι αναγκαία προκειμένου το πρόσωπο αυτό να χαρακτηριστεί ως «παραγωγός» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

28      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κύκλος των υπευθύνων κατά των οποίων ο ζημιωθείς δικαιούται να ασκήσει αγωγή βάσει του καθεστώτος ευθύνης το οποίο προβλέπει η οδηγία 85/374 καθορίζεται στα άρθρα 1 και 3 της οδηγίας αυτής και ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη οδηγία επιδιώκει πλήρη εναρμόνιση των ζητημάτων που ρυθμίζει, ο καθορισμός του κύκλου των υπευθύνων προσώπων από τα προαναφερθέντα άρθρα πρέπει να θεωρείται περιοριστικός (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Skov και Bilka, C‑402/03, EU:C:2006:6, σκέψεις 32 και 33).

29      Ως εκ τούτου, ο καθορισμός αυτός του κύκλου των υπευθύνων δεν μπορεί να υπόκειται σε πρόσθετα κριτήρια τα οποία δεν απορρέουν από το γράμμα των άρθρων 1 και 3 της οδηγίας 85/374.

30      Δεδομένου ότι το δεύτερο σκέλος της διάζευξης στον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 δεν περιλαμβάνει κανένα πρόσθετο κριτήριο, από το γράμμα της ως άνω διατάξεως συνάγεται ότι το γεγονός ότι τίθενται πάνω στο προϊόν διακριτικά σημεία από το πρόσωπο στο οποίο αυτά αναφέρονται ή από άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο είναι εκείνο που θεμελιώνει την ιδιότητα του «παραγωγού» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

31      Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 καθώς και τον σκοπό που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, από την τέταρτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη, όπως επίσης και από το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να υιοθετήσει ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «παραγωγού», προκειμένου να προστατεύσει τον καταναλωτή.

32      Ειδικότερα, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374 επισημαίνεται ότι επιβάλλεται, για λόγους προστασίας του καταναλωτή, κάθε πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ως παραγωγός επιθέτοντας στο προϊόν την επωνυμία του, το σήμα του ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σημείο να ευθύνεται όπως ο πραγματικός παραγωγός. Επιπλέον, τόσο από το άρθρο 5 όσο και από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής καθίσταται σαφές ότι η προαναφερθείσα ευθύνη του προσώπου που εμφανίζεται ως παραγωγός βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την ευθύνη του πραγματικού παραγωγού και ότι ο καταναλωτής μπορεί ελεύθερα να αξιώσει την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας από καθέναν τους αδιακρίτως, δεδομένου ότι η ευθύνη τους είναι αλληλέγγυα.

33      Κατά συνέπεια, σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 είναι να διευκολύνει το έργο του προσδιορισμού του πραγματικού παραγωγού του επίμαχου ελαττωματικού προϊόντος. Εξάλλου, η πρόταση οδηγίας της Επιτροπής της 9ης Σεπτεμβρίου 1976, στην οποία στηρίχθηκε η οδηγία 85/374, περιείχε αιτιολογική έκθεση για το τότε άρθρο 2, που κατέστη εν συνεχεία, χωρίς ουσιαστική τροποποίηση, άρθρο 3 της οδηγίας, και από την αιτιολογική αυτή έκθεση προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η προστασία του καταναλωτή δεν θα ήταν επαρκής, αν ο διανομέας μπορούσε να «παραπέμψει» τον καταναλωτή στον παραγωγό, ο οποίος ενδέχεται να μην είναι γνωστός στον καταναλωτή.

34      Σημειωτέον δε ότι το πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός, επιθέτοντας στο επίμαχο προϊόν την επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο, δίνει την εντύπωση ότι εμπλέκεται στη διαδικασία παραγωγής ή ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διαδικασία αυτή. Ως εκ τούτου, η χρήση των ως άνω ενδείξεων ισοδυναμεί, για το εν λόγω πρόσωπο, με χρήση της φήμης του προκειμένου να καταστεί το προϊόν πιο ελκυστικό για τους καταναλωτές, όπερ δικαιολογεί, ως αντιστάθμισμα, τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του για τη χρήση αυτή.

35      Εξάλλου, όπως ορθώς παρατηρεί η Τσεχική Κυβέρνηση, στον βαθμό που, αφενός, περισσότερα πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν ως παραγωγοί και, αφετέρου, ο καταναλωτής μπορεί να ασκήσει την αγωγή του κατά οποιουδήποτε εξ αυτών, η αναζήτηση ενός και μόνον υπευθύνου, «του πλέον κατάλληλου», κατά του οποίου ο καταναλωτής θα πρέπει να προβάλει τα δικαιώματά του, στερείται νοήματος, παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου.

36      Επομένως, ουδόλως απαιτείται το πρόσωπο το οποίο έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί πάνω στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο να εμφανίζεται και με κάποιον άλλο τρόπο ως παραγωγός του προϊόντος προκειμένου να θεωρηθεί ως «παραγωγός» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374.

37      Συνεπώς, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Koninklijke Philips, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η κατανομή των ευθυνών μεταξύ της ίδιας και της Saeco International Group δεν παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, ο οποίος πρέπει ακριβώς να απαλλάσσεται από το βάρος του προσδιορισμού του πραγματικού παραγωγού στο πλαίσιο της άσκησης αγωγής αποζημιώσεως.

38      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 έχει την έννοια ότι, βάσει του ορισμού του όρου «παραγωγός» στη διάταξη αυτή, το πρόσωπο το οποίο έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί πάνω στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο δεν απαιτείται να εμφανίζεται και με κάποιον άλλο τρόπο ως παραγωγός του προϊόντος.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

39      Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1999, έχει την έννοια ότι,βάσει του ορισμού του όρου «παραγωγός» στη διάταξη αυτή, το πρόσωπο το οποίο έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί πάνω στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο δεν απαιτείται να εμφανίζεται και με κάποιον άλλο τρόπο ως παραγωγός του προϊόντος.