Προσφυγή 4 Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων για την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ σχετικά με την απεμπλοκή κεφαλαίων προς την Πολωνία

Οι τέσσερις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οργανώσεις δικαστών, Association of European Administrative Judges (AEAJ), European Association of Judges (EAJ/IAJ),  Rechters voor Rechters (Judges for Judges) , Magistrats Européens pour la Démocratie et les Libertés (MEDEL) κατέθεσαν στις 28 Αυγούστου 2022 ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προσφυγή κατά της απόφασης του Συμβουλίου της Ε.Ε να απελευθερώσει τα κονδύλια για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα στην Πολωνία.

Με την προσφυγή αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 263 της Συνθήκης για την ΕΕ, ζητείται η ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ της 17ης Ιουνίου 2022 που αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η οποία  εκδόθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2021/241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2021 για την ίδρυση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Καθεμία από τις τέσσερις ευρωπαϊκές δικαστικές οργανώσεις δικαστών έχει ως κύρια αποστολή να υπερασπιστεί τη δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία των δικαστών σε κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι τρεις από αυτές έχουν ως μέλη τους πολωνικές δικαστικές ενώσεις.

Οι ευρωπαϊκές δικαστικές ενώσεις υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο της ΕΕ αποφάσισε να απελευθερώσει τα κονδύλια της ΕΕ για την Πολωνία μόλις εκπληρωθούν τρία “ορόσημα”: (1)Το Πειθαρχικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας θα πρέπει να διαλυθεί και να αντικατασταθεί από ένα ανεξάρτητο δικαστήριο. (2)Το πειθαρχικό καθεστώς πρέπει να μεταρρυθμιστεί. (3) Οι υποθέσεις των δικαστών που λήφθησαν από το Πειθαρχικό Τμήμα θα επανεξετασθούν από το νέο πειθαρχικό όργανο. Οι τέσσερις ευρωπαϊκές ενώσεις δικαστών υποστηρίζουν ότι αυτά τα ορόσημα υπολείπονται των απαιτούμενων ώστε να διασφαλισθεί η αποτελεσματική προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστών στην Πολωνία, ενώ αγνοεί τις αποφάσεις του ΔΕΕ επί του θέματος. Η απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ βλάπτει τη θέση των δικαστών που έχουν τεθεί σε καθεστώς αναστολής στην Πολωνία: για παράδειγμα, το ΔΕΕ έχει αποφασίσει ότι οι Πολωνοί δικαστές που θίγονται από παράνομες πειθαρχικές διαδικασίες θα πρέπει να αποκατασταθούν αμέσως, χωρίς καθυστέρηση ή άλλη διαδικασία, ενώ το τρίτο ορόσημο θα εισάγει μια νέα διαδικασία άνω του ενός έτους με αβέβαιο αποτέλεσμα. Αυτή η απόφαση βλάπτει επίσης το ευρωπαϊκό δικαστικό σώμα στο σύνολό του και τη θέση κάθε μεμονωμένου Ευρωπαίου δικαστή. Όλοι οι δικαστές κάθε κράτους μέλους είναι επίσης ευρωπαίοι δικαστές, που πρέπει να εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ, σε ένα σύστημα που βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Εάν το δικαστικό σώμα ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών δεν προσφέρει πλέον εγγυήσεις ανεξαρτησίας και σεβασμό στις βασικές αρχές του κράτους δικαίου, πλήττεται αναμφισβήτητα ολόκληρη η ευρωπαϊκή δικαιοσύνη (αποκαλούμενο «φαινόμενο διάχυσης»). Ο λόγος για τον οποίο ζητείται η ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ είναι προκειμένου να διασαφηνιστεί η αρχή ότι οι αποφάσεις του ΔΕΕ για το θέμα της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών θα πρέπει να εκτελούνται χωρίς καθυστέρηση και στο σύνολό τους, καθώς και ότι οι αποφάσεις του ΔΕΕ πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Η απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ παραβιάζει αυτήν την αρχή, διότι δεν υπάρχει πλήρης –δηλαδή άνευ όρων– εκτέλεση των αποφάσεων του ΔΕΕ. Στόχος της προσφυγής είναι να θεμελιώσει την προαναφερθείσα αρχή και να αποτρέψει την απόφαση της Επιτροπής να ξεμπλοκάρει τα κονδύλια της ΕΕ για την Πολωνία έως ότου εκτελεστούν πλήρως  οι αποφάσεις του ΔΕΕ.

Πρόκειται για μία ιστορική και χωρίς προηγούμενο προσφυγή που ασκείται από τις ευρωπαϊκές δικαστικές ενώσεις κατά απόφασης οργάνου της ΕΕ και σκοπεί στην προάσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας και του κράτους δικαίου. Η προσφυγή αυτή δεν αφορά μόνο το κράτος δικαίου στην Πολωνία αλλά και το ίδιο το κράτος δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών και της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών και έχει κληθεί από τον Πρόεδρο της EAJ να κοινοποιήσει με κάθε μέσο την ενέργειά της, τόσο με δημοσιεύσεις στον τύπο όσο και με αναρτήσεις στην ιστοσελίδα της.

Επισυνάπτεται κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών για το ιστορικό της υπόθεσης και τους λόγους άσκησης της προσφυγής.

Κατερίνα Ντόκα

Εφέτης

Λήψη ενημερωτικού εγγράφου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών σε μορφή pdf

Η από 8.6.2022 επιστολή τεσσάρων (4) Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, ως ασκούντος την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι Πρόεδροι των τεσσάρων (4) Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων [Association of European Administrative Judges (AEAJ), European Association of Judges (AEJ/EAJ), Judges for Judges, Magistrats Européens pour la Democratie et les Libertés (MEDEL)] απευθύνονται στον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμμανουέλ Μακρόν, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Συμβουλίου της Ε.Ε., για το ζήτημα της προσβολής της δικαστικής ανεξαρτησίας στην Πολωνία. Αναφέρουν ότι για την αποδέσμευση των κοινοτικών κονδυλίων, οφείλει η Πολωνική Κυβέρνηση να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΔΕΕ της 14ης και 15ης Ιουλίου 2021, με τις οποίες κρίθηκαν αντίθετες στο ευρωπαϊκό δίκαιο οι διατάξεις για την ίδρυση του νέου Πειθαρχικού Τμήματος της Πολωνίας, που ασκεί πειθαρχικές διώξεις κατά των δικαστών. Εκθέτουν ότι προκειμένου να λάβει τα κοινοτικά κονδύλια, η Πολωνία οφείλει να εναρμονισθεί με τις ευρωπαϊκές αρχές και να σεβαστεί τη δικαστική ανεξαρτησία και το κράτος δικαίου, ότι τα προτεινόμενα νομοσχέδια δεν κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, καθώς η πλειοψηφία των μελών του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (NJC) διορίζεται από την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία , ενώ παραμένουν οι διατάξεις που τιμωρούν όσους δικαστές εφαρμόζουν την αρχή της υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων.

Οι Πρόεδροι των τεσσάρων (4) Ευρωπαϊκών Δικαστικών Ενώσεων σημειώνουν πως ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, ως ασκών την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ αλλά και ως Πρόεδρος ενός από τα ιδρυτικά της μέλη, οφείλει να δράσει ώστε η συμφωνία για την αποδέσμευση των κονδυλίων προς την Πολωνία να μη γίνει σε βάρος των θεμελιωδών αρχών της ΕΕ και η Πολωνική Κυβέρνηση να υποχρεωθεί να αποκαταστήσει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ώστε το NCJ να μην είναι πολιτικοποιημένο και οι πολωνοί δικαστές να μην υπόκεινται σε πειθαρχικές διώξεις για τη δικαιοδοτική τους κρίση. Σημειώνουν, μεταξύ άλλων, πως κάθε κράτος μέλος οφείλει να έχει ένα δικαστικό σύστημα που να εγγυάται τον πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, προϋπόθεση απαραίτητη για τη βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, καθώς η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και συστημάτων μεταξύ των κρατών-μελών προϋποθέτει ότι κάθε κράτος εγγυάται τον σεβασμό των ίδιων θεμελιωδών αρχών, ξεκινώντας από το δικαίωμα κάθε προσώπου σε ανεξάρτητο δικαστήριο. Ωστόσο, ήδη αμφισβητείται η νομιμότητα των αποφάσεων που έχουν ληφθεί από δικαστές που ορίσθηκαν από το νέο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (NJC) της Πολωνίας, που τελεί υπό τον έλεγχο της Κυβέρνησης. Αν επιτρέψουμε, αναφέρουν, αυτή η κατάσταση να εδραιωθεί, με κίνδυνο να εξαπλωθεί και σε άλλα κράτη μέλη, διακυβεύεται το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Επισυνάπτεται το κείμενο της επιστολής.

Κατερίνα Ντόκα

Εφέτης

Λήψη επιστολής σε μορφή pdf

ΔΕΕ Απόφαση της 15.9.2022, υπόθεση C-18/21: Εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID 19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των 30 ημερών που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 (για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμή) για την υποβολή από τον καθ’ ου δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Κανονισμός (EK) 1896/2006 – Αντιρρήσεις – Άρθρο 16, παράγραφος 2 – Προθεσμία τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Άρθρο 20 – Διαδικασία επανεξέτασης – Άρθρο 26 – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά από τον κανονισμό – Πανδημία COVID‑19 – Εθνική ρύθμιση που προέβλεψε διακοπή μερικών εβδομάδων για τις δικονομικές προθεσμίες σε αστικές υποθέσεις»

Στην υπόθεση C‑18/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Uniqa Versicherungen AG

κατά

VU,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Jääskinen, M. Safjan και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Uniqa Versicherungen AG, εκπροσωπούμενη από τους S. Holter, Rechtsanwalt, και S. Pechlof, Prozessbevollmächtigter,

–        ο VU, εκπροσωπούμενος από τον M. Brandt, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch και από τις E. Samoilova, U. Scheuer και J. Schmoll,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαριτάκη, Β. Καρρά και Α. Μαγριππή,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Heller και από τον I. Zaloguin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 20 και 26, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ 2006, L 399, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2421 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1896/2006).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Uniqa Versicherungen AG, αυστριακής ασφαλιστικής εταιρίας, και του VU, Γερμανού υπηκόου, σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του κοινοποιήθηκε.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 18 και 24 του κανονισμού 1896/2006 έχουν ως εξής:

«(8)      Τα εμπόδια που προκύπτουν όσον αφορά την πρόσβαση σε αποτελεσματική δικαιοσύνη σε διασυνοριακές υποθέσεις, και η στρέβλωση του ανταγωνισμού μέσα στην εσωτερική αγορά η οποία οφείλεται σε ανισορροπίες ως προς τη λειτουργία των διαδικαστικών μέσων που διατίθενται στους πιστωτές στα διάφορα κράτη μέλη, απαιτούν κοινοτική νομοθεσία η οποία να κατοχυρώνει την ύπαρξη ισότιμων όρων για τους δανειστές και τους οφειλέτες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(9)      Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής· επίσης, η εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής σε όλα τα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.

[…]

(18)      Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ενημερώνει τον καθού για τις δυνατότητες που του προσφέρονται να πληρώσει στον αιτούντα την οφειλή που του επιδικάσθηκε ή, εφόσον επιθυμεί να αμφισβητήσει την αξίωση, να καταθέσει δήλωση αντιρρήσεων εντός προθεσμίας τριάντα ημερών. Εκτός από την παροχή πλήρους ενημέρωσης σχετικά με την αξίωση εκ μέρους του αιτούντος, ο καθού πρέπει να ενημερώνεται για τη νομική σημασία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και ιδίως για τις συνέπειες της μη αμφισβήτησης της αξίωσης.

[…]

(24)      Η δήλωση αντιρρήσεων που κατατίθεται εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας θα πρέπει να περατώνει τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και να συνεπάγεται την αυτόματη μεταφορά της υπόθεσης σε τακτική πολιτική διαδικασία, εκτός εάν ο αιτών έχει ρητά ζητήσει τη λήξη της διαδικασίας σε μια τέτοια περίπτωση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια της τακτικής πολιτικής διαδικασίας δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται αναγκαστικά υπό την έννοια του εθνικού δικαίου.»

4        Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού:

«1.      Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί:

α)      στην απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις, με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής,

και

β)      στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής σε όλα τα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ελαχίστων κανόνων η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.

  1. Ο αιτών δεν κωλύεται από τον παρόντα κανονισμό να επιδιώξει την ικανοποίηση αξίωσης κατά την έννοια του άρθρου 4, κάνοντας χρήση άλλης διαδικασίας προβλεπόμενης από το δίκαιο κράτους μέλους ή από το κοινοτικό δίκαιο.»

5        Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, γνωστοποιείται στον καθού ότι έχει τις εξής δυνατότητες επιλογής:

α)      να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό το οποίο ορίζεται στη διαταγή·

ή

β)      να αντιταχθεί στη διαταγή με την κατάθεση δήλωσης αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης, που αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την επίδοση ή την κοινοποίηση της διαταγής στον καθού.»

6        Το άρθρο 16, που φέρει τον τίτλο «Αντίθεση κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο F που παρατίθεται στο Παράρτημα VI, το οποίο του παρέχεται μαζί με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.

  1. Η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.
  2. Ο καθού δηλώνει στη δήλωση αντιρρήσεων ότι αμφισβητεί την αξίωση, χωρίς να πρέπει να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους.»

7        Το άρθρο 17 του κανονισμού 1896/2006, με τίτλο «Αποτελέσματα της υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση. Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τους κανόνες:

α)      της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (ΕΕ 2007, L 199, σ. 1)], εφόσον αυτή μπορεί να εφαρμοστεί· ή

β)      οποιασδήποτε κατάλληλης εθνικής διαδικασίας της πολιτικής δικονομίας.

  1. Αν ο αιτών δεν έχει δηλώσει τη διαδικασία της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β) που επιθυμεί να εφαρμοστεί στη δίκη σχετικά με την αξίωσή του, η οποία θα διεξαχθεί σε περίπτωση που έχει υποβληθεί δήλωση αντιρρήσεων ή αν ο αιτών έχει ζητήσει την εφαρμογή της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 για αξίωση μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, η δίκη μεταφέρεται στην κατάλληλη εθνική διαδικασία της πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να μη γίνει η εν λόγω μεταφορά.
  2. Όταν ο αιτών έχει επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του με τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν θίγει τη θέση του σε μεταγενέστερες αστικές διαδικασίες.
  3. Η μεταφορά σε αστική διαδικασία κατά την έννοια της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β) διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.
  4. Ο αιτών ενημερώνεται για την τυχόν υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων εκ μέρους του καθού και για τυχόν μετάβαση σε τακτικές αστικές διαδικασίες κατά την έννοια της παραγράφου 1.»

8        Το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επανεξέταση σε έκτακτες περιπτώσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.      Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν:

α)      i)      η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 14,

και

  1. ii)      η επίδοση ή κοινοποίηση δεν διενεργήθηκε εγκαίρως ώστε να είναι σε θέση ο καθού να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, χωρίς δική του υπαιτιότητα,

ή

β)      ο καθού δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην αξίωση για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω εκτάκτων περιστάσεων, χωρίς δική του υπαιτιότητα,

εφόσον και στις δύο περιπτώσεις ενεργεί ταχέως.

  1. Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται επίσης να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ήταν προδήλως εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ή λόγω άλλων εξαιρετικών περιστάσεων.
  2. Εάν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του καθού με βάση το ότι δεν ισχύει κανένας από τους λόγους επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής παραμένει εν ισχύι.

Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι η επανεξέταση δικαιολογείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής καθίσταται άκυρη.»

9        Κατά το άρθρο 26 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Σχέση με το εθνικό δικονομικό δίκαιο»:

«Όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά με τον παρόντα κανονισμό διέπονται από το εθνικό δίκαιο.»

 Το αυστριακό δίκαιο

10      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του COVID‑19-Justiz-Begleitgesetz (εθνικού νόμου περί συνοδευτικών μέτρων για την COVID‑19 στον τομέα της δικαιοσύνης), της 21ης Μαρτίου 2020 (BGBl. I Nr 16/2020), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: αυστριακός νόμος για την COVID‑19), προέβλεπε ότι, στις ένδικες διαδικασίες σε αστικές υποθέσεις, όλες οι δικονομικές προθεσμίες που άρχισαν να τρέχουν μετά τις 21 Μαρτίου 2020 ή δεν είχαν ακόμη εκπνεύσει κατά την ημερομηνία αυτή διακόπτονταν μέχρι τις 30 Απριλίου 2020 και άρχιζαν να τρέχουν εκ νέου την 1η Μαΐου 2020.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Στις 6 Μαρτίου 2020 το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης, αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία) εξέδωσε, κατόπιν αιτήσεως της Uniqa Versicherungen, ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής η οποία επιδόθηκε στον VU, φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στη Γερμανία, στις 4 Απριλίου 2020. Ο VU υπέβαλε δήλωση αντιρρήσεων κατά της διαταγής πληρωμής με έγγραφο που απεστάλη ταχυδρομικώς στις 18 Μαΐου 2020. Το ως άνω δικαστήριο απέρριψε τη δήλωση αντιρρήσεων του VU για τον λόγο ότι δεν είχε ασκηθεί εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών που τάσσει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006.

12      Το Handelsgericht Wien (εμποροδικείο Βιέννης, Αυστρία), δικάζον ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξαφάνισε τη διάταξη αυτή βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19.

13      Η Uniqa Versicherungen άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης) ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

14      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19 ρυθμίζει την περίπτωση της μη τήρησης των δικονομικών προθεσμιών λόγω ασθενείας του δικαστικού προσωπικού και των βοηθών απονομής δικαιοσύνης ή των διαδίκων, ή λόγω των ληφθέντων μέτρων,.

15      Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην αυστριακή νομική θεωρία υποστηρίζονται αντίθετες απόψεις ως προς το αν η εθνική αυτή ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ή αν το άρθρο 20 του κανονισμού αποκλείει την εφαρμογή της εν λόγω εθνικής ρύθμισης στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης αντιρρήσεων.

16      Μέρος της αυστριακής νομικής θεωρίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα επανεξέτασης της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της διαταγής, ιδίως σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας ή έκτακτων περιστάσεων, όπως η κρίση λόγω της πανδημίας COVID‑19. Κατά την άποψη αυτή, δεν επιτρέπεται η προσφυγή στο εθνικό δίκαιο προκειμένου να ληφθεί υπόψη μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η περίπτωση αυτή διέπεται εξαντλητικώς από τον κανονισμό.

17      Σύμφωνα με άλλη άποψη που υποστηρίζεται στη νομική θεωρία, το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης, όπως αυτής του άρθρου 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19. Συγκεκριμένα, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ρυθμίζει μόνον τη διάρκεια της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης αντιρρήσεων, ενώ το ζήτημα της ενδεχόμενης διακοπής της προθεσμίας δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο για κάθε δικονομικό ζήτημα που δεν ρυθμίζεται ρητώς από τον κανονισμό. Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 έχει ως μοναδικό σκοπό τη διασφάλιση της δικαιοσύνης σε ειδικές περιπτώσεις και δεν περιλαμβάνει γενικές διατάξεις για τη ρύθμιση εξαιρετικής κατάστασης, όπως η κρίση της COVID‑19.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν [τα άρθρα 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006] την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις αντιτίθενται στη διακοπή της προβλεπόμενης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προθεσμίας των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως η διακοπή αυτή προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του [αυστριακού νόμου για την COVID‑19], κατά το οποίο όλες οι ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες των οποίων το γεγονός ενάρξεως επέρχεται μετά τις 21 Μαρτίου 2020 ή οι οποίες δεν έχουν ακόμη εκπνεύσει μέχρι την ημερομηνία αυτή διακόπτονται μέχρι και τις 30 Απριλίου 2020 και αρχίζουν να τρέχουν εκ νέου από την 1η Μαΐου 2020;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις δεν μπορεί να εφαρμοστεί, στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

20      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι από την αιτιολογική σκέψη 9 και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι σκοπός του είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, η επιτάχυνση και η μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών σε διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

21      Αυτή η απλοποιημένη και ομοιόμορφη διαδικασία δεν ενέχει αντίφαση. Ο καθού λαμβάνει γνώση για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής μόνον όταν αυτή του επιδίδεται ή του κοινοποιείται. Όπως προκύπτει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 1896/2006, ο καθού λαμβάνει γνώση της δυνατότητάς του είτε να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό το οποίο ορίζεται στη διαταγή είτε να αντιταχθεί στη διαταγή με την κατάθεση δήλωσης αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης μόνο κατά τον χρόνο αυτόν.

22      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού διευκρινίζει συναφώς ότι ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προσθέτει ότι η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.

23      Επομένως, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 του κανονισμού 1896/2006, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης του 24, ο καθού μπορεί, υποβάλλοντας δήλωση αντιρρήσεων εντός της ταχθείσας προθεσμίας, να περατώσει την ευρωπαϊκή διαδικασία διαταγής πληρωμής και να προκαλέσει την αυτόματη μετάβαση της διαφοράς στην ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών που προβλέπεται από τον κανονισμό 861/2007 ή σε οποιαδήποτε κατάλληλη εθνική διαδικασία της πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση.

24      Η δυνατότητα του καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει το γεγονός ότι το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβλέπει τη συμμετοχή του καθού στην ευρωπαϊκή διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την απαίτηση μετά την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Goldbet Sportwetten, C‑144/12, EU:C:2013:393, σκέψη 30). Επομένως, το στάδιο αυτό της διαδικασίας είναι ουσιώδες για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

25      Η διαδικασία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων συμπληρώνεται από το δικαίωμα του καθού να ζητήσει επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, μόλις παρέλθει η προθεσμία για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων. Εντούτοις, η επανεξέταση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί, όπως προκύπτει από τον τίτλο του άρθρου 20 του κανονισμού, μόνο σε «έκτακτες περιπτώσεις» (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium, C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 29).

26      Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι είναι δυνατή η επανεξέταση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής όταν η μη τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού προθεσμίας των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων οφείλεται σε ανωτέρα βία ή σε έκτακτες περιστάσεις που εμπόδισαν τον καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων εντός της προθεσμίας αυτής.

27      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, προκειμένου ο καθού να μπορεί βασίμως να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δυνάμει της διατάξεως αυτής, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, η συνδρομή εκτάκτων περιστάσεων ή ανωτέρας βίας εξαιτίας των οποίων ο καθού δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει την αξίωση εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, δεύτερον, η έλλειψη υπαιτιότητας του καθού και, τρίτον, η προϋπόθεση ότι ο καθού ενήργησε ταχέως (πρβλ. διάταξη της 21ης Μαρτίου 2013, Novontech-Zala, C‑324/12, EU:C:2013:205, σκέψη 24).

28      Αφετέρου, όσον αφορά την οικονομία του κανονισμού 1896/2006, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης του 9, προκύπτει ότι ο κανονισμός ανταποκρίνεται στους «ελάχιστους κανόνες» που θεσπίζονται για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής. Επομένως, ο κανονισμός καθιερώνει ενιαίο σύστημα εισπράξεως, διασφαλίζοντας πανομοιότυπες προϋποθέσεις για δανειστές και οφειλέτες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, προβλέποντας συγχρόνως την εφαρμογή του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών για όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητώς από τον κανονισμό (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Flight Refund, C‑94/14, EU:C:2016:148, σκέψη 53).

29      Η απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των ως άνω υπομνήσεων.

30      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006 επιτρέπει να εφαρμόζεται, στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, εθνικής κανονιστική ρύθμιση η οποία, λόγω της πανδημίας COVID‑19, προέβλεπε τη διακοπή για διάστημα περίπου πέντε εβδομάδων των δικονομικών προθεσμιών στις αστικές υποθέσεις ή αν, αντιθέτως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι ρυθμίζει εξαντλητικά τα δικονομικά δικαιώματα του καθού σε έκτακτες περιστάσεις, όπως οι σχετικές με την πανδημία COVID‑19, κατά τρόπο ώστε να μην είναι εφαρμοστέο το άρθρο 26 του ίδιου κανονισμού.

31      Εν προκειμένω, υπάρχει βεβαίως το ενδεχόμενο ο καθού σε ευρωπαϊκή διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής να μην μπόρεσε να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της εν λόγω διαταγής λόγω έκτακτων περιστάσεων που οφείλονταν στην COVID‑19. Στην περίπτωση αυτή, ο καθού δικαιούται, τηρουμένων όλων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006 και υπενθυμίζονται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, να ζητήσει την επανεξέταση της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης.

32      Πάντως, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να περιορίσει τη διαδικασία επανεξέτασης σε εξαιρετικές περιστάσεις, η διάταξη αυτή πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium, C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 31). Όπως προκύπτει από το γράμμα της εν λόγω διάταξης, και ειδικότερα από την εκεί προβλεπόμενη προϋπόθεση, η οποία αφορά την απουσία υπαιτιότητας εκ μέρους του καθού, οι έκτακτες περιστάσεις τις οποίες αφορά η ίδια αυτή διάταξη αντιστοιχούν σε περιστάσεις που προσιδιάζουν στην ατομική κατάσταση του συγκεκριμένου καθού. Στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19, τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση νόσησης ή νοσηλείας του καθού, λόγω του κορωνοϊού, η οποία τον εμπόδισε να ασκήσει το δικαίωμά του υποβολής αντιρρήσεων εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας.

33      Αντιθέτως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006 δεν έχει εφαρμογή σε έκτακτες περιστάσεις συστημικής φύσεως, όπως αυτές που συνδέονται με την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19, οι οποίες επηρέασαν, γενικώς, τη λειτουργία και την απονομή της δικαιοσύνης, η συνεργασία των οποίων είναι, ωστόσο, απαραίτητη, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, προκειμένου να παρασχεθεί στον καθού η δυνατότητα να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμά του να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε.

34      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση όλων των πτυχών της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής. Ο κανονισμός προβλέπει, συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο του 26, την εφαρμογή του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών σε κάθε δικονομικό ζήτημα που δεν ρυθμίζεται ρητώς από αυτόν.

35      Μολονότι τα άρθρα 16 και 20 του κανονισμού κατοχυρώνουν το δικαίωμα του καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε εναρμονίζοντας ορισμένες πτυχές του δικαιώματος αυτού, όπως είναι οι διατυπώσεις και η προθεσμία άσκησης του εν λόγω δικαιώματος, το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής και οι έκτακτες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καθού μπορεί, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, να ζητήσει την επανεξέταση της διαταγής, εντούτοις ούτε τα άρθρα αυτά ούτε καμία άλλη διάταξη του κανονισμού ρυθμίζουν άλλες πτυχές, όπως οι λόγοι διακοπής ή αναστολής της προθεσμίας ενόσω αυτή τρέχει. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με το άρθρο 26 του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη δικαιούνται να ρυθμίζουν τις πτυχές αυτές και, ως εκ τούτου, να συμπληρώνουν τις δικονομικές πτυχές που δεν διέπονται από τα άρθρα 16 και 20 του κανονισμού 1896/2006.

36      Πάντως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, διευκρινίζεται ότι μολονότι, ελλείψει κανόνων της Ένωσης που διέπουν ορισμένο ζήτημα, εναπόκειται, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους να τους θεσπίσει, αυτό ισχύει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δικονομικοί κανόνες δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Όσον αφορά, πρώτον, την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19 εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλες τις δικονομικές προθεσμίες στις αστικές υποθέσεις, και τούτο ανεξάρτητα από τη νομική βάση της αίτησης. Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η ρύθμιση αυτή φαίνεται να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση μεταξύ των διαδικασιών εκδόσεως διαταγής πληρωμής που στηρίζονται στο εθνικό δίκαιο και των παρόμοιων διαδικασιών που στηρίζονται στον κανονισμό 1896/2006.

38      Όσον αφορά, δεύτερον, την αρχή της αποτελεσματικότητας, η εθνική δικονομική ρύθμιση πρέπει να θεωρείται σύμφωνη με την αρχή αυτή εφόσον δεν θίγει την ισορροπία που καθιέρωσε ο κανονισμός 1896/2006 μεταξύ των δικαιωμάτων του αιτούντος και του καθού στο πλαίσιο ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, εθνική ρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της προθεσμίας υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων κατά διαταγής πληρωμής, την οποία τάσσει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού, τηρεί την ως άνω αρχή όταν δικαιολογείται από τον σκοπό της διασφάλισης του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του καθού, χωρίς να καθιστά στην πράξη υπερβολικά δυσχερή την ταχεία και αποτελεσματική είσπραξη των επίμαχων απαιτήσεων. Προς τούτο, η περίοδος κατά την οποία διακόπτεται η προθεσμία πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

39      Εν προκειμένω, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση ουδόλως έθιξε τις πτυχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο εναρμόνισης από τον κανονισμό 1896/2006. Η εθνική ρύθμιση προέβλεψε μόνο μια διακοπή διάρκειας πέντε περίπου εβδομάδων που αντιστοιχούσε, όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Αυστριακή Κυβέρνηση, στην περίοδο κατά την οποία, λόγω του αυστηρού περιορισμού που επιβλήθηκε στην εθνική επικράτεια εξαιτίας της πανδημίας COVID‑19, οι δικαιοδοτικές δραστηριότητες είχαν διαταραχθεί σημαντικά. Όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ρύθμιση αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα την αναβίωση των προθεσμιών υποβολής αντιρρήσεων που είχαν εκπνεύσει πριν από την έναρξη ισχύος της.

40      Υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η εθνική δικονομική ρύθμιση φαίνεται συνεπώς να κατέστησε δυνατή την αναβολή της είσπραξης των απαιτήσεων κατά λίγες μόνο εβδομάδες, ενώ παράλληλα διασφάλισε την αποτελεσματική διατήρηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 16 του κανονισμού 1896/2006 δικαιώματος εναντιώσεως το οποίο είναι ουσιώδες για την επιδιωκόμενη από τον νομοθέτη της Ένωσης ισορροπία.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2421 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015,

έχουν την έννοια ότι:

εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID 19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

Επιστολή πέντε (5) δικαστικών ενώσεων προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις Πολιτικές Ελευθερίες, τη Δικαιοσύνη και τις Εσωτερικής Υποθέσεις (LIBE)

Οι μεγαλύτερες δικαστικές ενώσεις της Πολωνίας (the Polish Judges Association IUSTITIA, Themis Judges Association, Association of Family Judges in Poland, Pro Familia Family Judges Association, Polish Association of Administrative Court) απευθύνουν την από 23.5.2022 επιστολή στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση του κράτους δικαίου και την προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας στην Πολωνία, αλλά και σε άλλα κράτη μέλη, όπου αυτή διακυβεύεται.

Αναφέρουν ότι το νέο Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης (neoNCJ) της Πολωνίας ελέγχεται από την Κυβέρνηση και ως εκ τούτου οι δικαστές που το όργανο αυτό διορίζει, επιλέγονται με πολιτικά κριτήρια και δεν πληρούν τα εχέγγυα δικαστικής ανεξαρτησίας, κατά το άρθρο  6 της ΕΣΔΑ, όπως έχει κρίνει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ).

Υπενθυμίζουν ότι η Πολωνική Κυβέρνηση δεν έχει εφαρμόσει τις αποφάσεις  του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ που αφορούν τη σύνθεση των μελών του neoNCJ και πως το νομοσχέδιο που προτείνεται από την Κυβέρνηση της Πολωνίας (στα πλαίσια των μέτρων που λαμβάνονται ώστε να αποδεσμευθεί κονδύλιο ύψους 35,4 δισ. ευρώ προς την Πολωνία από την ΕΕ) δεν επιλύει το πρόβλημα, αντίθετα επιτρέπει σε δικαστές που έχουν διορισθεί με πολιτικά κριτήρια να αποτελούν μέλη του νέου πειθαρχικού οργάνου των δικαστών, που έχει ιδρυθεί μετά την κατάργηση του παράνομου Πειθαρχικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Αναφέρουν περαιτέρω ότι περίπου 2000 δικαστές έχουν διορισθεί από το  πολιτικοποιημένο neoNCJ, ενώ ήδη εκκρεμούν στο ΔΕΕ και στο ΕΔΔΑ υποθέσεις που αφορούν τη νομιμότητα του διορισμού αυτών των δικαστών. Οι πολωνικές δικαστικές ενώσεις ετοίμασαν νομοσχέδιο, προκειμένου να υλοποιηθούν οι αποφάσεις του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ που αφορούν την αποκατάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας στην Πολωνία, το οποίο ωστόσο δεν εισήχθη προς ψήφιση. Αντίθετα ανανεώθηκε για τέσσερα έτη η θητεία των μελών του neoNCJ, ορισμένοι εκ των οποίων μετείχαν στην υλοποίηση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του σχεδίου δυσφήμησης των ανυπότακτων δικαστών, γνωστού ως ‘σκανδάλου μίσους’ (hate scandal), ενώ ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του neoNCJ υπόκεινται άμεσα στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει και την ιδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα.

Οι πολωνικές δικαστικές ενώσεις θεωρούν πως με την ανανέωση της θητείας των μελών του neoNCJ  θα επέλθει μεγάλη αύξηση των δικαστών που διορίζονται με πολιτικά κριτήρια, γεγονός που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ‘πολιτικοποίηση’ της δικαιοσύνης, καθώς οι δικαστές θα υπόκεινται στην εκτελεστική εξουσία. Ζητούν από τα αρμόδια όργανα της ΕΕ να κινήσουν τη διαδικασία στο ΔΕΕ για καταδίκη της Πολωνίας ως προς το ζήτημα της σύνθεσης του neoNCJ, ώστε να απαρτίζεται από δικαστές που πληρούν τα εχέγγυα δικαστικής ανεξαρτησίας.

Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής.

Κατερίνα Ντόκα,

Εφέτης

 

Λήψη επιστολής σε μορφή pdf

 

ΔΕΕ Απόφαση της 30.6.2022, υπόθεση C-192/21: Αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο διάταξη εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει ότι προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4, σημείο 1 – Αρχή της μη διάκρισης – Μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος μονιμοποιήθηκε, για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού του βαθμού – Εξομοίωση της προϋπηρεσίας αυτής με εκείνη ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου – Έννοια “αντικειμενικών λόγων” – Προσμέτρηση της προϋπηρεσίας για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου – Διάρθρωση της κάθετης εξέλιξης των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία»

Στην υπόθεση C‑192/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν, Ισπανία), με απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2021 η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Clemente

κατά

Comunidad de Castilla y León (Dirección General de la Función Pública),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Clemente, εκπροσωπούμενος από την M. Pérez Rodríguez και τον F. J. Viejo Carnicero, abogados,

–        η Comunidad de Castilla y León (Dirección General de la Función Pública), εκπροσωπούμενη από την D. Vélez Berzosa, letrada,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Rodríguez de la Rúa Puig,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον E. De Bonis, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την D. Recchia και τον N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του εκκαλούντος της κύριας δίκης, για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Clemente», και της Comunidad de Castilla y León (Dirección General de la Función Pública) [Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν (Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Διοίκησης), Ισπανία] (στο εξής: Αυτόνομη Κοινότητα) σχετικά με την άρνηση της δεύτερης να αναγνωρίσει οριστικά τον προσωπικό βαθμό τον οποίο είχε ο εκκαλών της κύριας δίκης ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος πριν διοριστεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης.

4        Κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η συμφωνία αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

5        Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως:

1.      “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου”, νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων […]».

6        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

 Το ισπανικό δίκαιο

7        Το άρθρο 69 του Ley 7/2005 de la Función Pública de Castilla y León (νόμου 7/2005 περί του υπαλληλικού προσωπικού της Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν), της 24ης Μαΐου 2005 (BOE αριθ. 162 της 8ης Ιουλίου 2005, σ. 24200), ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ανεξάρτητα από τη θέση που καλύπτουν, οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται τουλάχιστον το επίδομα καθηκόντων των θέσεων του επιπέδου που αντιστοιχεί στον προσωπικό βαθμό τους.»

8        Το Decreto 17/2018 por el que se regula la consolidación, convalidación y conservación del grado personal (διάταγμα 17/2018 για τη ρύθμιση της οριστικής αναγνώρισης, της επικύρωσης και της διατήρησης του προσωπικού βαθμού), της 7ης Ιουνίου 2018 (BOCyL αριθ. 113 της 13ης Ιουνίου 2018, στο εξής: διάταγμα 17/2018), το οποίο, βάσει του άρθρου του 2, εφαρμόζεται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους της Αυτόνομης Κοινότητας, ορίζει στο άρθρο 3 τα εξής:

«1.      Η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού προϋποθέτει τη συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων:

a)      Τον μόνιμο διορισμό σε ορισμένη θέση, εξαιρουμένου του αρχικού βαθμού της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας.

b)      Το να υπηρετεί ο δημόσιος υπάλληλος πράγματι σε μία ή περισσότερες θέσεις του αντίστοιχου επιπέδου.

2.      Οι δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται υπό τους όρους που περιγράφονται στις ακόλουθες διατάξεις.»

9        Το άρθρο 4 του διατάγματος αυτού έχει ως εξής:

«1.      Για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού απαιτείται μόνιμος διορισμός σε θέση επιπέδου ίσου ή ανώτερου με εκείνο του προς αναγνώριση βαθμού.

2.      Η υπηρεσιακή σταδιοδρομία αρχίζει πάντως στον αρχικό βαθμό που αντιστοιχεί στο επίπεδο της θέσης στην οποία διορίζεται ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής στην αντίστοιχη διαδικασία επιλογής, ανεξάρτητα από το καθεστώς βάσει του οποίου υπηρετεί στην εν λόγω θέση, εκτός αν ζητηθεί οικειοθελώς την οριστική αναγνώριση χαμηλότερου βαθμού.»

10      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού απαιτείται υπηρεσία, προσωρινά ή υπό καθεστώς μονιμότητας, σε μία ή περισσότερες θέσεις επιπέδου ίσου ή ανώτερου με εκείνο του βαθμού του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση, για διάστημα δύο ετών αδιαλείπτως ή για συνολικό διάστημα τριών ετών σε περίπτωση διακοπής. Σε περίπτωση που συντρέχουν και οι δύο περιπτώσεις, η οριστική αναγνώριση βαθμού λαμβάνει χώρα κατά την πλέον ευνοϊκή για τον μόνιμο δημόσιο υπάλληλο ημερομηνία.»

11      Το άρθρο 6 του ίδιου διατάγματος έχει ως εξής:

«1.      Ο βαθμός του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση μπορεί να είναι μέχρι και κατά δύο επίπεδα ανώτερος από τον ήδη αποκτηθέντα προσωπικό βαθμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το επίπεδο της θέσης που κατέχεται κατά τρόπο μόνιμο ούτε την κλίμακα επιπέδων που αντιστοιχούν στην υποκατηγορία ή κατηγορία επαγγελματικής κατάταξης στην οποία ανήκει η θέση.

2.      Ο χρόνος προσωρινής υπηρεσίας σε μια θέση, είτε πρόκειται για απόσπαση είτε για προσωρινή τοποθέτηση, λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση βαθμού μόνον εφόσον το επίπεδο των προσωρινώς καλυπτόμενων θέσεων είναι ίσο ή ανώτερο του επιπέδου του βαθμού του οποίου ζητείται η οριστική αναγνώριση.

3.      Η απονομή νέου προσωπικού βαθμού προϋποθέτει την παρέλευση τουλάχιστον δύο ετών από την ημερομηνία οριστικής αναγνώρισης του προηγούμενου βαθμού.

4.      Οι περίοδοι υπηρεσίας υπολογίζονται κατά χρονολογική σειρά και λαμβάνονται υπόψη μία μόνο φορά για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης βαθμού.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Από τις 28 Μαΐου 2001 έως τις 21 Ιανουαρίου 2008 ο εκκαλών της κύριας δίκης κάλυψε, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος και βάσει ενός και μόνο διορισμού, τη θέση συντονιστή κτηνιάτρου στην Αυτόνομη Κοινότητα. Κατ’ εφαρμογήν της ισχύουσας στην Αυτόνομη Κοινότητα κατάταξης των υπαλληλικών θέσεων, βάσει της οποίας όλες οι θέσεις κατατάσσονται σε επίπεδα που περιλαμβάνονται σε μια κλίμακα από το 1 έως το 30, στον εκκαλούντα της κύριας δίκης απονεμήθηκε για την εν λόγω θέση ο προσωπικός βαθμός 24.

13      Με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2006, στο πλαίσιο της διαδικασίας μονιμοποίησης των προσωρινώς απασχολουμένων και σταθεροποίησης της απασχόλησης του υγειονομικού προσωπικού, προκηρύχθηκαν δοκιμασίες επιλογής για την είσοδο στο ανώτερο τεχνικό σώμα πανεπιστημιακού επιπέδου, ειδικότητα «υγεία» (κτηνίατροι), της Αυτόνομης Κοινότητας. Η απόφαση αυτή προέβλεπε ότι για την προϋπηρεσία υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου σε θέσεις του εν λόγω σώματος προσμετρώνταν 0,25 μόρια ανά πλήρη μήνα υπηρεσίας, με ανώτατο όριο τα 40 μόρια.

14      Ο εκκαλών της κύριας δίκης μετέσχε στις εν λόγω δοκιμασίες με επιτυχία και στις 10 Νοεμβρίου 2015 διορίστηκε μόνιμα, με ισχύ από 22 Ιανουαρίου 2008, σε θέση για την οποία του απονεμήθηκε ο προσωπικός βαθμός 22.

15      Με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2019, ο εκκαλών της κύριας δίκης ζήτησε από την Αυτόνομη Κοινότητα να του αναγνωρίσει οριστικά τον προσωπικό βαθμό 24, για τον λόγο ότι ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος είχε καλύψει θέση στην οποία αντιστοιχούσε ο βαθμός αυτός.

16      Η Αυτόνομη Κοινότητα απέρριψε το αίτημα, με το σκεπτικό ότι δεν χωρεί οριστική αναγνώριση του επιπέδου των θέσεων που καλύπτονται υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου ή κατά τρόπο προσωρινό και ότι στη μόνιμη θέση στην οποία είχε διοριστεί ο εκκαλών της κύριας δίκης αντιστοιχούσε βαθμός χαμηλότερος του αιτηθέντος βαθμού.

17      Ο εκκαλών της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι ο εκκαλών δικαιούνταν μόνο τον προσωπικό βαθμό 22, που αντιστοιχούσε στο επίπεδο της μόνιμης θέσης στην οποία είχε διοριστεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.

18      Επιληφθέν της εφέσεως που ασκήθηκε κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν, Ισπανία), αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού 24 θα συνεπαγόταν προαγωγή του εκκαλούντος της κύριας δίκης σε βαθμό ανώτερο από εκείνον –ήτοι τον βαθμό 22– που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία διορίστηκε μόνιμα, κατά παράβαση των προϋποθέσεων της οριστικής αναγνώρισης βαθμού που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του διατάγματος 17/2018.

19      Όσον αφορά το κατά πόσον συμβιβάζεται με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου η άρνηση της Αυτόνομης Κοινότητας να αναγνωρίσει οριστικά τον προσωπικό βαθμό 24 του εκκαλούντος της κύριας δίκης που αντιστοιχεί στη θέση την οποία κάλυπτε ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, ως προς την κατά τη διάταξη αυτή έννοια του «αντίστοιχου εργαζομένου αορίστου χρόνου». Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης, όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ήταν πανομοιότυπη προς εκείνη του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου που καλύπτει την ίδια θέση όσον αφορά τα καθήκοντα, το απαιτούμενο δίπλωμα, το καθεστώς, τον τόπο και τις λοιπές συνθήκες εργασίας, οπότε, όσον αφορά την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, πρόκειται καταρχήν για συγκρίσιμους εργαζομένους. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στην απόφαση 1592/2018 της 7ης Νοεμβρίου 2018 (ES:TS:2018:3744), με την οποία το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία), λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557), έκρινε ότι, δεδομένης της συγκρισιμότητας των καταστάσεων μεταξύ αναπληρωτών και μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, η προϋπηρεσία υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου μπορούσε να ληφθεί υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

20      Πλην όμως το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης δεν ζητεί να τύχει αναδρομικώς, ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, του ωφελήματος της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού 24 κατά την ημερομηνία κατά την οποία προσελήφθη ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, αλλά να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία του ως αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού 24 κατά την ημερομηνία διορισμού του ως μονίμου δημοσίου υπαλλήλου. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που καλύπτει προσωρινά, ιδίως σε περίπτωση απόσπασης, θέση ανώτερου επιπέδου τυγχάνει οριστικής αναγνώρισης όχι του βαθμού που αντιστοιχεί στη θέση αυτή αλλά του βαθμού που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία είναι μόνιμα διορισμένος. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης και διερωτάται αν ο όρος «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» έχει την έννοια ότι αναφέρεται αποκλειστικώς στη φύση της σχέσεως με την Αυτόνομη Κοινότητα, δηλαδή το αν πρόκειται για μόνιμο ή αναπληρωτή δημόσιο υπάλληλο, ή αν πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ο μόνιμος ή προσωρινός χαρακτήρας της θέσης που καλύπτει ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.

21      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο προβάλλει δύο «αντικειμενικούς λόγους» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού μετά τον διορισμό του ενδιαφερομένου ως μονίμου δημοσίου υπαλλήλου. Αφενός, στο μέτρο που η προϋπηρεσία αυτή ελήφθη υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, η συνεκτίμηση της εν λόγω προϋπηρεσίας για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του βαθμού σημαίνει διπλή προσμέτρησή της με αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται στα πρόσωπα που τελούν στην κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης μεταχείριση ευνοϊκότερη εκείνης της οποίας τυγχάνουν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι.

22      Αφετέρου, για τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, η κάθετη επαγγελματική εξέλιξη και, ως εκ τούτου, η απόκτηση των οριστικά αναγνωριζόμενων βαθμών είναι σταδιακές, πράγμα που αποτελεί απόρροια αυτής καθεαυτήν της διοικητικής δομής και έχει ως σκοπό να δώσει κίνητρα στους εν λόγω υπαλλήλους και να βελτιώσει την απόδοσή τους. Αντιθέτως, οι αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι δεν εντάσσονται σε σώματα και δεν κατατάσσονται σε κατηγορίες, στο μέτρο που διορίζονται για την κάλυψη κενών θέσεων σε διάφορα σώματα και κατηγορίες αναλόγως των αναγκών και δεν καλύπτουν τις θέσεις κατά τρόπο μόνιμο. Η δε οριστική αναγνώριση του βαθμού που αντιστοιχεί στη θέση η οποία καλύπτεται υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου θα μπορούσε να προκαλέσει «άλματα» και «προαγωγές» στο πλαίσιο της εν λόγω κάθετης επαγγελματικής εξέλιξης υπό την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, χωρίς να χρειάζεται να τηρούνται οι λοιπές νόμιμες απαιτήσεις, πράγμα που θα αλλοίωνε τη διάρθρωση της εξέλιξης αυτής.

23      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε στο παρελθόν ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού ήταν δυνατή μόνον σε περίπτωση μόνιμης κάλυψης της θέσης, δεδομένης της σημασίας που έχει η οριστική αναγνώριση του βαθμού στο πλαίσιο της διάρθρωσης της Δημόσιας Διοίκησης, εντούτοις, στην απόφαση που παρατίθεται στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως εφάρμοσε τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ανεξαρτήτως του μονίμου χαρακτήρα της καλυπτόμενης θέσης. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στις σκέψεις 47 και 50 της αποφάσεως της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui (C‑72/18, EU:C:2019:516), σχετικά με μισθολογική προσαύξηση που χορηγούνταν στους μόνιμους και όχι στους αναπληρωτές δημοσίους υπαλλήλους, το Δικαστήριο προέβη σε διάκριση μεταξύ διαφορετικής μεταχείρισης που βασίζεται μόνο στην αρχαιότητα και διαφορετικής μεταχείρισης που βασίζεται στην προαγωγή στους ανώτερους βαθμούς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η δεύτερη αυτή περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης θα μπορούσε να δικαιολογείται από άλλα στοιχεία που επιπροστίθενται στην απλή διάρκεια κάλυψης της οικείας θέσης.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο όρος “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι, στο πλαίσιο της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού, η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν αποκτήσει την ιδιότητα αυτή πρέπει να εξομοιωθεί με την προϋπηρεσία άλλου μονίμου δημοσίου υπαλλήλου;

2)      Έχει η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι το γεγονός ότι ο χρόνος προϋπηρεσίας υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου έχει προσμετρηθεί και ληφθεί υπόψη για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, αφενός, και η διάρθρωση της κάθετης επαγγελματικής εξέλιξης των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων κατά την εθνική νομοθεσία, αφετέρου, συνιστούν αμφότερα αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν τη μη προσμέτρηση, για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, της προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

25      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

26      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν εφαρμογή σε όλους τους εργαζόμενους που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους (διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C‑315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Επομένως, οι επιταγές της συμφωνίας-πλαισίου έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις και στις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με τις διοικητικές αρχές και τους λοιπούς φορείς του δημόσιου τομέα (διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C‑315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος της Αυτόνομης Κοινότητας επί έξι και πλέον έτη, θεωρούνταν ως «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου.

29      Έπειτα, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

30      Επισημαίνεται συναφώς ότι ναι μεν, κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η συμφωνία αυτή εφαρμόζεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως ορίζονται στη ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, πλην όμως το γεγονός ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης απέκτησε εν συνεχεία την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, του εργαζομένου αορίστου χρόνου δεν τον εμποδίζει να επικαλεστεί την κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αρχή της μη διάκρισης, στο μέτρο που παραπονείται για διαφορετική μεταχείριση που υφίσταται στο πλαίσιο της οριστικής αναγνώρισης του βαθμού του, από πλευράς προσμέτρησης της προϋπηρεσίας που συμπλήρωσε ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος πριν μονιμοποιηθεί (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Εξάλλου, διαπιστώνεται, πράγμα που επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού την οποία αφορά η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία συνιστά «όρο απασχόλησης» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στην έννοια αυτή είναι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ακριβώς το κριτήριο της απασχόλησης, δηλαδή της σχέσης εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Ειδικότερα, αφενός, από τα άρθρα 3 έως 5 του διατάγματος 17/2018 προκύπτει ότι η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις, ήτοι από «τον μόνιμο διορισμό σε ορισμένη θέση, εξαιρουμένου του αρχικού βαθμού της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας» και «το να υπηρετεί ο δημόσιος υπάλληλος πράγματι σε μία ή περισσότερες θέσεις του αντίστοιχου επιπέδου» προς εκείνο της θέσης την οποία κάλυπτε προηγουμένως. Αφετέρου, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1, του νόμου 7/2005 περί του υπαλληλικού προσωπικού της Αυτόνομης Κοινότητας Καστίλλης και Λεόν, η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού εγγυάται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους το δικαίωμα να λαμβάνουν τις αποδοχές που αντιστοιχούν στον οριστικώς αναγνωρισθέντα προσωπικό βαθμό τους ακόμη και σε περίπτωση αλλαγής θέσης. Η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού συνιστά επίσης προαπαιτούμενο για την κάθετη επαγγελματική εξέλιξη του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου.

33      Επομένως, στο μέτρο που από τη διατύπωση των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι αυτά στηρίζονται στην παραδοχή ότι οι αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους από απόψεως προσμέτρησης, για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, της προϋπηρεσίας που έχουν αντιστοίχως συμπληρώσει υπό τις ως άνω ιδιότητες, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν οι δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, υπό την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

34      Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι εργαζόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 3, σημείο 2, και της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, να εξεταστεί εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, οι εργαζόμενοι αυτοί είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντες σε συγκρίσιμη κατάσταση (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), από την απόφαση περί παραπομπής αυτή καθεαυτήν προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης, όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ήταν πανομοιότυπη προς την κατάσταση στην οποία τελεί ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος όσον αφορά τα καθήκοντα του συντονιστή κτηνιάτρου, το απαιτούμενο δίπλωμα, το καθεστώς, τον τόπο και τις λοιπές συνθήκες εργασίας.

36      Πάντως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που καλύπτει προσωρινά, δηλαδή στο πλαίσιο απόσπασης, θέση επιπέδου ανώτερου από εκείνο της θέσης στην οποία έχει διοριστεί μόνιμα τυγχάνει οριστικής αναγνώρισης του βαθμού που αντιστοιχεί όχι στη θέση την οποία καλύπτει στο πλαίσιο απόσπασης αλλά στη θέση στην οποία είναι μόνιμα διορισμένος. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως η οριστική αναγνώριση, υπέρ ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, του ανώτερου βαθμού που είχε όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος συνιστά αντίστροφη δυσμενή διάκριση εις βάρος των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων.

37      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι από το γράμμα της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι αρκεί οι επίμαχοι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου που τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση ώστε οι πρώτοι να μπορούν βασίμως να διεκδικήσουν το ωφέλημα της ρήτρας αυτής (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 31).

38      Προκύπτει δε ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης κάλυψε επί σειρά ετών, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος και βάσει ενός και μόνο διορισμού, τη θέση συντονιστή κτηνιάτρου στην Αυτόνομη Κοινότητα, για την οποία έλαβε τον προσωπικό βαθμό 24 βάσει του συστήματος κατάταξης των θέσεων που ισχύει στην Αυτόνομη Κοινότητα. Επομένως, η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης είναι συγκρίσιμη με εκείνη του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου που κατέχει μόνιμα μια τέτοια θέση.

39      Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, πρέπει να κριθεί ότι η κατάσταση ενός αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου, όπως ήταν η κατάσταση του εκκαλούντος της κύριας δίκης πριν μονιμοποιηθεί, είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση ενός μονίμου δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος κατέχει μόνιμα την ίδια θέση την οποία κάλυπτε ο εν λόγω αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί, δεύτερον, αν υφίστανται «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ικανοί να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως.

41      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» απαιτεί να δικαιολογείται η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχόλησης στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Αντιθέτως, η εν λόγω έννοια δεν μπορεί να νοείται ως δικαιολογούσα διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου με βάση το ότι η διαφορετική μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο εθνικό κανόνα, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Η επίκληση του προσωρινού χαρακτήρα της απασχόλησης των αναπληρωτών δημοσίων υπαλλήλων δεν δύναται να αποτελέσει αφ’ εαυτής αντικειμενικό λόγο κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Όσον αφορά την ενδεχόμενη δικαιολόγηση της διαπιστωθείσας στην υπόθεση της κύριας δίκης διαφορετικής μεταχείρισης, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, αφενός, στην κάθετη επαγγελματική εξέλιξη των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, η οποία είναι σταδιακή και απορρέει από τη διοικητική δομή αυτή καθεαυτήν.

45      Συναφώς, στο μέτρο που η κάθετη επαγγελματική εξέλιξη καθώς και η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς την οργάνωση της εσωτερικής τους Δημόσιας Διοίκησης, αυτά μπορούν καταρχήν, χωρίς να προσκρούουν στην οδηγία 1999/70 και στη συμφωνία-πλαίσιο, να προβλέπουν τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση στη θέση του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου καθώς και τις συνθήκες απασχόλησης τέτοιων υπαλλήλων (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Επομένως, μολονότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο δεν απαγορεύουν, καταρχήν, το να επιφυλάσσεται η οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού αποκλειστικώς υπέρ των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, εντούτοις η νομοθεσία κράτους μέλους δεν μπορεί να θέτει γενική και αφηρημένη προϋπόθεση με βάση μόνον τον προσωρινό χαρακτήρα της εργασίας των αναπληρωτών δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη φύση των ασκούμενων καθηκόντων και τα εγγενή χαρακτηριστικά τους.

47      Συναφώς, διαπιστώνεται πάντως ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι το γεγονός και μόνο της προσωρινής κάλυψης, από μόνιμο δημόσιο υπάλληλο, θέσης στην οποία αντιστοιχεί βαθμός ανώτερος από εκείνον που αντιστοιχεί στη θέση την οποία κατέχει μόνιμα δεν του παρέχει αυτομάτως το δικαίωμα να τύχει οριστικής αναγνώρισης του ανώτερου αυτού βαθμού.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, το να γίνεται δεκτή η οριστική αναγνώριση υπέρ μονίμου δημοσίου υπαλλήλου του ανώτερου βαθμού τον οποίον είχε όταν ήταν αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος μπορεί να συνιστά αντίστροφη δυσμενή διάκριση εις βάρος των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που έχουν αποσπασθεί προσωρινώς σε θέση στην οποία αντιστοιχεί βαθμός ανώτερος από εκείνον που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία είναι μόνιμα διορισμένο.

49      Επομένως, στο μέτρο που η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, ενώ αποκλείει την αυτόματη οριστική αναγνώριση του προσωρινώς αποκτηθέντος βαθμού, επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό του βαθμού που θα αναγνωριστεί οριστικά, η περίοδος κάλυψης μιας προσωρινής θέσης, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η νομοθεσία αυτή πρέπει να εφαρμόζεται ισότιμα στα πρόσωπα που έχουν καλύψει την εν λόγω προσωρινή θέση ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι ή ως μόνιμα διορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι.

50      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στο μέτρο που η προϋπηρεσία του εκκαλούντος της κύριας δίκης ως αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου ελήφθη υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής κατόπιν της οποίας μονιμοποιήθηκε, η συνεκτίμηση της προϋπηρεσίας αυτής για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού σημαίνει διπλή προσμέτρησή της, πράγμα που έχει ως συνέπεια ευνοϊκή μεταχείριση του εκκαλούντος της κύριας δίκης σε σχέση με άλλους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.

51      Πλην όμως η θέσπιση προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και το ωφέλημα υπέρ ενός τέτοιου δημοσίου υπαλλήλου το οποίο συνίσταται στην οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού, ωφέλημα το οποίο, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας αποφάσεως, συνιστά όρο απασχόλησης, αποτελούν δύο διαφορετικές πτυχές του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και κατά συνέπεια η προσμέτρηση της προϋπηρεσίας του ενδιαφερομένου ως αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου ή για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού δεν μπορεί να θεωρείται ότι οδηγεί σε διπλή προσμέτρηση της εν λόγω προϋπηρεσίας αποκλειστικώς για τους σκοπούς της οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού.

52      Επομένως, μολονότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, είναι θεμιτή η πρόβλεψη προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, η πρόβλεψη τέτοιων προϋποθέσεων πρόσβασης δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τις προϋποθέσεις της εν λόγω οριστικής αναγνώρισης του προσωπικού βαθμού.

53      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνίαπλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προϋπηρεσία που έχει συμπληρώσει, ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος, ένας μόνιμος δημόσιος υπάλληλος πριν από τη μονιμοποίησή του δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριστική αναγνώριση του προσωπικού βαθμού.

ΔΕΕ Απόφαση της 7.7.2022, υπόθεση C-2644/21: Οδηγία 85/374/ΕΟΚ – Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια του “παραγωγού” – Κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας ή επιτρέποντας να τεθεί πάνω σε αυτό η επωνυμία του, το σήμα του ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σημείο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

7 Ιουλίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 85/374/ΕΟΚ – Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια του “παραγωγού” – Κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας ή επιτρέποντας να τεθεί πάνω σε αυτό η επωνυμία του, το σήμα του ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σημείο»

Στην υπόθεση C‑264/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, που περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο της δίκης

Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia

κατά

Koninklijke Philips NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Koninklijke Philips NV, εκπροσωπούμενη από τους T. Seikkula και M. Welin, asianajajat,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Šindelková και τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους U. Bartl, M. Hellmann και J. Möller,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και M. Huttunen,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ 1985, L 210, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1999 (ΕΕ 1999, L 141, σ. 20).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Keskinäinen Vakuutusyhtiö Fennia (στο εξής: Fennia), ασφαλιστικής εταιρίας, και της Koninklijke Philips NV, με αντικείμενο την αποκατάσταση ζημιών που προξενήθηκαν από πυρκαγιά την οποία προκάλεσε μια μηχανή καφέ.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η τέταρτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι η προστασία του καταναλωτή απαιτεί τη γένεση ευθύνης όλων των συμμετεχόντων στην παραγωγική διαδικασία σε περίπτωση που το τελικό προϊόν, ένα συστατικό αυτού ή η χορηγηθείσα πρώτη ύλη, παρουσιάζει ελάττωμα· ότι, για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να γεννάται ευθύνη του προσώπου που εισάγει προϊόντα στην Κοινότητα καθώς και οποιουδήποτε εμφανίζεται ως παραγωγός, θέτοντας την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο ή διαθέτει ένα προϊόν του οποίου ο παραγωγός είναι αδύνατο να εντοπιστεί·

ότι, όταν περισσότερα του ενός πρόσωπα ευθύνονται για την ίδια ζημία, η προστασία του καταναλωτή επιβάλλει να δύναται ο ζημιωθείς να απαιτήσει την ολική επανόρθωση της ζημίας από καθένα των ανωτέρω προσώπων, αδιακρίτως.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του.»

5        Κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Ως “παραγωγός” θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού καθώς και κάθε πρόσωπο [π]ου εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο.»

6        Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Εάν, βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, δύο ή περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για την ίδια ζημία, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται εις ολόκληρον, με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου, όσον αφορά τη δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων.»

 Το φινλανδικό δίκαιο

7        Όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, το άρθρο 5 του tuotevastuulaki (694/1990) [νόμου περί ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (694/1990)], το οποίο μεταφέρει το άρθρο 3 της οδηγίας 85/374 στη φινλανδική έννομη τάξη, προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας βαρύνει, πρώτον, εκείνον που παρήγαγε ή παρασκεύασε το ελαττωματικό προϊόν και, δεύτερον, εκείνον ο οποίος διέθεσε στο εμπόριο, ως εάν ήταν δικό του, το προϊόν που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο έχει τεθεί επί του προϊόντος.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Η Fennia κατέβαλε σε καταναλωτή, δυνάμει συμβολαίου για την ασφάλιση κατοικίας, αποζημίωση ύψους 58 879,10 ευρώ για ζημίες που προκλήθηκαν από πυρκαγιά. Την προηγουμένη της πυρκαγιάς ο καταναλωτής είχε αγοράσει από έμπορο μια μηχανή καφέ μάρκας Philips Saeco Xsmall HD8743/11. Σύμφωνα με το πόρισμα της πυροσβεστικής, η πυρκαγιά η οποία εκδηλώθηκε οφειλόταν στη μηχανή καφέ.

9        Η μηχανή καφέ είχε κατασκευαστεί στη Ρουμανία από τη Saeco International Group SpA, θυγατρική της Koninklijke Philips. Τα διακριτικά σημεία Philips και Saeco, τα οποία είναι καταχωρισμένα σήματα της Koninklijke Philips, είχαν τεθεί πάνω στη μηχανή καφέ και στη συσκευασία της. Επιπλέον, η ίδια αυτή μηχανή καφέ έφερε τη σήμανση CE, στην οποία αναγράφονταν το διακριτικό σημείο Saeco, μια διεύθυνση στην Ιταλία και η ένδειξη «κατασκευασμένη στη Ρουμανία». Η Philips Oy, η θυγατρική της Koninklijke Philips στη Φινλανδία, εμπορεύεται εκεί ηλεκτρικές οικιακές συσκευές με το σήμα Philips, μεταξύ των οποίων και την επίμαχη μηχανή καφέ.

10      Η Fennia, η οποία υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα του καταναλωτή αφού τον αποζημίωσε, άσκησε αγωγή κατά της Koninklijke Philips διεκδικώντας αποζημίωση δυνάμει της ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η Koninklijke Philips ζήτησε την απόρριψη της αγωγής αυτής, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν ο παραγωγός της επίμαχης μηχανής καφέ.

11      Το käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Φινλανδία) έκρινε ότι η Koninklijke Philips, αφενός, είχε διαθέσει στο εμπόριο στη Φινλανδία την επίμαχη μηχανή καφέ η οποία έφερε το σήμα της και, αφετέρου, ευθυνόταν για τη ζημία που προκλήθηκε από ελάττωμα του συγκεκριμένου προϊόντος.

12      Το hovioikeus (εφετείο, Φινλανδία), ενώπιον του οποίου η Koninklijke Philips άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η Koninklijke Philips είχε διαθέσει ως δικό της προϊόν τη μηχανή καφέ στο εμπόριο στη Φινλανδία. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η Koninklijke Philips δεν ευθυνόταν για τις ζημίες που προκλήθηκαν από το επίμαχο προϊόν και απέρριψε την αγωγή.

13      Η Fennia προσέβαλε την απόφαση του hovioikeus (εφετείου) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, δηλαδή του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φινλανδία), το οποίο επέτρεψε την άσκηση αναιρέσεως όσον αφορά το αν η Koninklijke Philips ευθύνεται, δυνάμει του νόμου περί ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, για ζημίες που προξενήθηκαν από μηχανή καφέ η οποία έφερε το σήμα της και είχε κατασκευαστεί από τη θυγατρική της.

14      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ορθή ερμηνεία της φράσης «κάθε πρόσωπο [π]ου εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο» στο άρθρο 3 παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374. Ειδικότερα, ζητεί να διευκρινιστεί αν, πέραν της ύπαρξης του σήματος επί του προϊόντος, απαιτούνται πρόσθετα κριτήρια προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η δικαιούχος του σήματος εμφανίζεται ως παραγωγός του επίμαχου προϊόντος, ή αν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία αποκλεισμού της ευθύνης, όπως το γεγονός ότι στο ίδιο το προϊόν αναγράφεται ότι ο κατασκευαστής είναι επιχείρηση διαφορετική από τη δικαιούχο του σήματος. Εκτιμά δε ότι ο παραγωγός είναι «το πλέον κατάλληλο πρόσωπο» να προλάβει την επέλευση παρόμοιων ζημιών που προκαλούνται τα προϊόντα.

15      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Προϋποθέτει η έννοια του παραγωγού στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [85/374] ότι εκείνος ο οποίος έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα ή άλλο διακριτικό σημείο του εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος και με άλλο τρόπο;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να αξιολογείται η εμφάνιση κάποιου προσώπου ως παραγωγού του προϊόντος; Έχει σημασία για την εν λόγω αξιολόγηση το γεγονός ότι το προϊόν κατασκευάστηκε από θυγατρική του δικαιούχου του σήματος και διατέθηκε στο εμπόριο από άλλη θυγατρική;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

16      Η Koninklijke Philips θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα ως άνευ σημασίας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι προϋπόθεση της αποζημίωσης δυνάμει της ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων αποτελεί, βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1, του νόμου περί ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, το να διατίθεται το προϊόν στο εμπόριο από τον δικαιούχο του σήματος ή οποιουδήποτε άλλου διακριτικού σημείου. Εν προκειμένω όμως, ουδόλως έχει αποδειχθεί στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης ότι το προϊόν διατέθηκε στο εμπόριο κατ’ αυτόν τον τρόπο.

17      Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής είναι αποκλειστικά αρμόδιος να διαπιστώσει και εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και να ερμηνεύσει και εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο. Ομοίως, μόνο στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, εναπόκειται να κρίνει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ., C‑165/09 έως C‑167/09, EU:C:2011:348, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να περιορίσει την εξέτασή του στα στοιχεία εκτιμήσεως που το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να του υποβάλει, χωρίς να αποκλίνει συνεπώς από την κατάσταση την οποία το αιτούν δικαστήριο κρίνει αποδεδειγμένη και χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις που προβάλλει κάποιος από τους διαδίκους της κύριας δίκης (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Coty Germany, C‑567/18, EU:C:2020:267, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19      Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ., C‑165/09 έως C‑167/09, EU:C:2011:348, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Εν προκειμένω όμως δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.

21      Τούτο διότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και όπως υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 11 και 12 της παρούσας αποφάσεως, το käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο) έκρινε ότι η Koninklijke Philips είχε διαθέσει στο εμπόριο στη Φινλανδία τη μηχανή καφέ η οποία έφερε το σήμα της, ενώ το hovioikeus (εφετείο) αποφάνθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Koninklijke Philips είχε διαθέσει ως δικό της προϊόν αυτή τη μηχανή καφέ στο εμπόριο στη Φινλανδία. Δεδομένου ότι τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια δεν συμφώνησαν επί της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών βάσει του εσωτερικού δικαίου και ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να φέρει η Koninklijke Philips την ευθύνη για το επίμαχο ελαττωματικό προϊόν, γίνεται δεκτό ότι δεν προκύπτει, τουλάχιστον προδήλως, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα έχουν υποθετικό χαρακτήρα υπό το πρίσμα της εκτιμήσεως στην οποία καλείται να προβεί ο εθνικός δικαστής στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

22      Ως εκ τούτου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

23      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 έχει την έννοια ότι, βάσει του ορισμού του όρου «παραγωγός» στη διάταξη αυτή, το πρόσωπο το οποίο έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί πάνω στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο απαιτείται να εμφανίζεται και με κάποιον άλλο τρόπο ως παραγωγός του προϊόντος.

24      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο όπου αυτή εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος [απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρα), C‑693/18, EU:C:2020:1040, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

25      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374, «[ω]ς “παραγωγός” θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού καθώς και κάθε πρόσωπο [π]ου εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο».

26      Συνεπώς, η διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 εμπεριέχει, στην πραγματικότητα, μια διάζευξη της οποίας μόνον το πρώτο σκέλος αφορά το πρόσωπο που εμπλέκεται, τουλάχιστον εν μέρει, στη διαδικασία κατασκευής του προϊόντος. Αντιθέτως, το δεύτερο σκέλος της διάζευξης αναφέρεται σε ένα πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ως παραγωγός επιθέτοντας στο προϊόν την επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο.

27      Επομένως, από τη σαφή και μη αμφίσημη διατύπωση της ως άνω διατάξεως συνάγεται ότι η συμμετοχή του προσώπου που εμφανίζεται ως παραγωγός στη διαδικασία κατασκευής του προϊόντος δεν είναι αναγκαία προκειμένου το πρόσωπο αυτό να χαρακτηριστεί ως «παραγωγός» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

28      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κύκλος των υπευθύνων κατά των οποίων ο ζημιωθείς δικαιούται να ασκήσει αγωγή βάσει του καθεστώτος ευθύνης το οποίο προβλέπει η οδηγία 85/374 καθορίζεται στα άρθρα 1 και 3 της οδηγίας αυτής και ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη οδηγία επιδιώκει πλήρη εναρμόνιση των ζητημάτων που ρυθμίζει, ο καθορισμός του κύκλου των υπευθύνων προσώπων από τα προαναφερθέντα άρθρα πρέπει να θεωρείται περιοριστικός (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Skov και Bilka, C‑402/03, EU:C:2006:6, σκέψεις 32 και 33).

29      Ως εκ τούτου, ο καθορισμός αυτός του κύκλου των υπευθύνων δεν μπορεί να υπόκειται σε πρόσθετα κριτήρια τα οποία δεν απορρέουν από το γράμμα των άρθρων 1 και 3 της οδηγίας 85/374.

30      Δεδομένου ότι το δεύτερο σκέλος της διάζευξης στον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 δεν περιλαμβάνει κανένα πρόσθετο κριτήριο, από το γράμμα της ως άνω διατάξεως συνάγεται ότι το γεγονός ότι τίθενται πάνω στο προϊόν διακριτικά σημεία από το πρόσωπο στο οποίο αυτά αναφέρονται ή από άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο είναι εκείνο που θεμελιώνει την ιδιότητα του «παραγωγού» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

31      Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 καθώς και τον σκοπό που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, από την τέταρτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη, όπως επίσης και από το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να υιοθετήσει ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «παραγωγού», προκειμένου να προστατεύσει τον καταναλωτή.

32      Ειδικότερα, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374 επισημαίνεται ότι επιβάλλεται, για λόγους προστασίας του καταναλωτή, κάθε πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ως παραγωγός επιθέτοντας στο προϊόν την επωνυμία του, το σήμα του ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σημείο να ευθύνεται όπως ο πραγματικός παραγωγός. Επιπλέον, τόσο από το άρθρο 5 όσο και από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής καθίσταται σαφές ότι η προαναφερθείσα ευθύνη του προσώπου που εμφανίζεται ως παραγωγός βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την ευθύνη του πραγματικού παραγωγού και ότι ο καταναλωτής μπορεί ελεύθερα να αξιώσει την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας από καθέναν τους αδιακρίτως, δεδομένου ότι η ευθύνη τους είναι αλληλέγγυα.

33      Κατά συνέπεια, σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 είναι να διευκολύνει το έργο του προσδιορισμού του πραγματικού παραγωγού του επίμαχου ελαττωματικού προϊόντος. Εξάλλου, η πρόταση οδηγίας της Επιτροπής της 9ης Σεπτεμβρίου 1976, στην οποία στηρίχθηκε η οδηγία 85/374, περιείχε αιτιολογική έκθεση για το τότε άρθρο 2, που κατέστη εν συνεχεία, χωρίς ουσιαστική τροποποίηση, άρθρο 3 της οδηγίας, και από την αιτιολογική αυτή έκθεση προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η προστασία του καταναλωτή δεν θα ήταν επαρκής, αν ο διανομέας μπορούσε να «παραπέμψει» τον καταναλωτή στον παραγωγό, ο οποίος ενδέχεται να μην είναι γνωστός στον καταναλωτή.

34      Σημειωτέον δε ότι το πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός, επιθέτοντας στο επίμαχο προϊόν την επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο, δίνει την εντύπωση ότι εμπλέκεται στη διαδικασία παραγωγής ή ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διαδικασία αυτή. Ως εκ τούτου, η χρήση των ως άνω ενδείξεων ισοδυναμεί, για το εν λόγω πρόσωπο, με χρήση της φήμης του προκειμένου να καταστεί το προϊόν πιο ελκυστικό για τους καταναλωτές, όπερ δικαιολογεί, ως αντιστάθμισμα, τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του για τη χρήση αυτή.

35      Εξάλλου, όπως ορθώς παρατηρεί η Τσεχική Κυβέρνηση, στον βαθμό που, αφενός, περισσότερα πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν ως παραγωγοί και, αφετέρου, ο καταναλωτής μπορεί να ασκήσει την αγωγή του κατά οποιουδήποτε εξ αυτών, η αναζήτηση ενός και μόνον υπευθύνου, «του πλέον κατάλληλου», κατά του οποίου ο καταναλωτής θα πρέπει να προβάλει τα δικαιώματά του, στερείται νοήματος, παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου.

36      Επομένως, ουδόλως απαιτείται το πρόσωπο το οποίο έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί πάνω στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο να εμφανίζεται και με κάποιον άλλο τρόπο ως παραγωγός του προϊόντος προκειμένου να θεωρηθεί ως «παραγωγός» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374.

37      Συνεπώς, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Koninklijke Philips, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η κατανομή των ευθυνών μεταξύ της ίδιας και της Saeco International Group δεν παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, ο οποίος πρέπει ακριβώς να απαλλάσσεται από το βάρος του προσδιορισμού του πραγματικού παραγωγού στο πλαίσιο της άσκησης αγωγής αποζημιώσεως.

38      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374 έχει την έννοια ότι, βάσει του ορισμού του όρου «παραγωγός» στη διάταξη αυτή, το πρόσωπο το οποίο έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί πάνω στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο δεν απαιτείται να εμφανίζεται και με κάποιον άλλο τρόπο ως παραγωγός του προϊόντος.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

39      Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1999, έχει την έννοια ότι,βάσει του ορισμού του όρου «παραγωγός» στη διάταξη αυτή, το πρόσωπο το οποίο έχει επιθέσει ή έχει επιτρέψει να τεθεί πάνω στο προϊόν η επωνυμία του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο δεν απαιτείται να εμφανίζεται και με κάποιον άλλο τρόπο ως παραγωγός του προϊόντος.

ΕΔΔΑ της 7.7.2022 (Torosian κατά Ελλάδας, αριθ. προσφυγής 48195/17): παραβίαση άρθρου 3 ΕΣΔΑ- ισχυρισμός κρατουμένου για κακομεταχείριση ώστε να ομολογήσει

Καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 ΕΣΔΑ, διότι δεν ερευνήθηκαν αποτελεσματικά οι ισχυρισμοί του κρατούμενου κατηγορουμένου για κακομεταχείρισή του, ώστε να ομολογήσει.

Παρουσίαση απόφασης από την ηλεκτρονική σελίδα echrcaselaw.com

Κείμενο απόφασης στα γαλλικά