ΟΙ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
(Εισήγηση στην ημερίδα του antimolia.gr της 23-4-2024)
Ευαγγελία Γάκη, Δικαστικός Λειτουργός Ε.Δ.
Η απαίτηση προβολής αυτοτελών ισχυρισμών προέρχεται από το χώρο της Πολιτικής Δικονομίας, όπου αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι τα πράγματα με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, τα ζητήματα του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, δηλαδή οι ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση της αγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως και γενικώς αυτοτελούς αιτήσεως των διαδίκων, και βασίζονται στην αρχή του συζητητικού συστήματος. Εξάλλου, η αστικοδικονομική προέλευση των αυτοτελών ισχυρισμών σχετίζεται και με το γεγονός ότι το άρθρο 333 παρ. 2 ΚΠΔ στο οποίο φέρονται αυτοί να βρίσκουν έρεισμα, έλκει την καταγωγή του από το αστικό δικονομικό δίκαιo.
Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα (παλαιό 170 παρ. 2 ΚΠΔ) νέο 171 παρ. 2, 178 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ στο Δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, προβάλλονται δε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα αναγκαία για τη θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, και τούτο για να μπορέσει ο δικαστής ύστερα από αξιολόγησή τους να τους κάνει δεκτούς ή να τους απορρίψει [1]
Από την άλλη, η άρνηση της κατηγορίας, είτε απλή είτε αιτιολογημένη, είναι η θέση του κατηγορουμένου, με την οποία αμφισβητείται η ουσιαστική υπόσταση της κατηγορίας, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που στοιχειοθετούν την έννοια της αξιόποινης πράξης, για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Αποτελεί, δηλαδή, ένα πραγματικό ισχυρισμό δεν έχει νομική επίδραση στην κατηγορία, δεν καταλύει δηλαδή ή δεν μειώνει νομικά κάποιο συστατικό στοιχείο αυτής, σύμφωνα με την έννοια του εγκλήματος του άρθρου 14 ΠΚ. 2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις), αλλά αμφισβητεί μόνο ουσιαστικά την κατηγορία. Επομένως ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει αυτοτελή υπόσταση και συνιστά άρνηση της κατηγορίας ή επιχείρημα κατά της κατηγορίας. Η επίδραση αυτών των ισχυρισμών είναι ουσιαστική, όχι νομική, δηλαδή καταλύεται η κατηγορία όχι νομικά, αλλά πραγματικά. [2]
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΤΕΛΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΠΚ
Α) Σε επίπεδο αδίκου
Ο ισχυρισμός περί άρσεως του αδίκου της πράξεως κατά άρθρο 20 ΠΚ (ΑΠ 1183/2018, ΠραξΛογΠΔ (2018), 924, ΑΠ 705/2018, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 608, ΑΠ 136/1989 (: αόριστη προβολή ισχυρισμού), Υπερ (1992), 176), ΑΠ 587/2020, ΠοινΧρ (Ο/2020), 739), ΑΠ 367/2022, ΠραξΛογΠΔ (2022), 947).
Ο ισχυρισμός περί προσταγής ως λόγος άρσεως του αδίκου χαρακτήρα 21 ΠΚ, ΑΠ 2040/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 800 (περίλ.), ΠοινΛογ (2001), 2488, ΑΠ 771/1990 (: αόριστη προβολή ισχυρισμού), Υπερ (1992), 160).
Ο ισχυρισμός περί συνδρομής των προϋποθέσεων της άμυνας 22 και 23 ΠΚ, ΑΠ 87/2020 ΠοινΔικ 2021, 1632, ΑΠ 238/2021 ΠοινΔικ2021,1645, ΑΠ 1/2022, ΑΠ 1593/2022ΑΠ 162/2022 (: αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 434, ΠοινΔικ (2022), 887, ΑΠ 238/2021, ΠραξΛογΠΔ (2021), 690, ΑΠ 1911/2019, ΠοινΧρ (Ο/2020), 503, Έχει κριθεί σχετικά ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο όταν ο κατηγορούμενος αναφέρει ότι «μου είχαν στήσει ενέδρα και μου επιτέθηκαν με ρόπαλα» (ΑΠ 997/1990, ό.π.) ή «πάνω στην άμυνά μου τον έβρισα, πήρα μια πέτρα, αλλά δεν του την πέταξα, προσπάθησα να αμυνθώ» (ΑΠ 872/1995, ΠοινΧρ (ΜΕ/1995), 1426) ή «αν δεν τον έσπρωχνα θα με έπνιγε» (ΑΠ 1824/1988, ΠοινΧρ (ΛΘ/1989), 610) ή «μου έδωσε κλωτσιά …. συνεπλάκην για να αμυνθώ» (ΑΠ 182/1989, ΠοινΧρ (ΛΘ/1989), 751). Αντίθετα, κρίθηκε ότι δεν προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο, όταν ο κατηγορούμενος αναφέρει «μπορεί το θύμα πάνω στην πάλη να κτυπήθηκε μόνο του» (ΑΠ 541/1989, ΠοινΧρ (Μ/1990), 33, Υπερ (1992), 173)
Ο ισχυρισμός περί συνδρομής των προϋποθέσεων κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο 25 ΠΚ ΑΠ 732/2020, Ποιν Δικ2022,491, ΑΠ 104/2021, ΠοινΔικ 2022,973, ΑΠ 338/2022ΑΠ 916/2022 (: απόλυτη ακυρότητα από την μη απάντηση του δικαστηρίου στον προταθέντα ισχυρισμό του κατηγορουμένου), ΠραξΛογΠΔ (2022), 904, ΑΠ 443/2022 (: αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού), ΠραξΛογΠΔ (2022), 884, ΑΠ 10/2022 (: αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού), ΠραξΛογΠΔ (2022), 305, ΑΠ 252/2021, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 529, ΑΠ 502/2020 (: αναιτιολόγητη απόρριψη ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 677, ΠοινΔικ (2022), 157 (περίλ.), ΑΠ 213/2018 (: αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού), Έχει κριθεί ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται αόριστα όταν δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, αλλά επαναλαμβάνεται μόνο η γενική και αόριστη διατύπωση του νόμου (ΑΠ 631/2005, ΠοινΔικ (2005), 1099 (περίλ.) ή όταν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν αρκούν για τη θεμελίωση της κατάστασης ανάγκης (ΑΠ 252/2021, ό.π., ΑΠ 1848/1988, Υπερ (1992), 172).
Σε επίπεδο υπαιτιότητας
Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης 30 ΠΚ. Η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξης στο δράστη και κατά συνέπεια, στην απαλλαγή του. (ΑΠ 1124/2022 (: απόλυτη ακυρότητα από την μη απάντηση του δικαστηρίου στον προταθέντα ισχυρισμό του κατηγορουμένου), ΠραξΛογΠΔ (2022), 893, ΑΠ 861/2021 (: αόριστη προβολή του ισχυρισμού), ΠραξΛογΠΔ (2022), 606, ΑΠ 252/2021, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 529, ΑΠ 31/2021 (: αντιφατικές αιτιολογίες για την απόρριψη του ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 422, ΠοινΔικ (2021), 1558, ΑΠ 350/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 198, ΜΟΕφΑιγαίου 43-48/2023, ΠοινΔικ 1/2024, 47, ΑΠ (Ποιν) 618/2023 ΠοινΔικ 1/2024, ΑΠ 31/2022 ΝΟΜΟΣ
Πάντως, για το ορισμένο της προβολής του ισχυρισμού αυτού αρκεί η επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν και δεν απαιτείται ο χαρακτηρισμός του ή η επίκληση των νομικών διατάξεων (πρβλ ΑΠ 837/1991, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 1257 (με παρατ. Ι.Γιαννίδη). Αν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν πραγματική πλάνη, δηλ. δεν θεμελιώνουν άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου από τα συστατικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού, το οποίο επαυξάνει τη βαρύτητα αυτού, αλλά αναφέρονται σε εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου ή σε νομικώς αδιάφορα για τη συγκρότηση του εγκλήματος περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αποτελεί άρνηση της κατηγορίας και μάλιστα υπό ευρεία έννοια, καθόσον, κυριολεκτικώς δεν αναφέρεται σε στοιχείο της κατηγορίας και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ούτε πολύ περισσότερο να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι’ αυτόν (Π 60/2017, Ζ΄ Τμ. (: ως προς τον ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, τον οποίο εν προκειμένω θεώρησε αρνητικό της κατηγορίας), ΑΠ 957/2022 ΑΠ 616/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 332, ΠραξΛογΠΔ (2022), 895), ΑΠ 31/2022 αξιολογεί τον ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης ως αρνητικό της κατηγορίας, επειδή δεν προβλήθηκε σαφώς και ορισμένος από τον συνήγορο υπεράσπισης, αλλά μόνο από τον κατηγορούμενο στα πλαίσια της απολογίας του
Σε επίπεδο καταλογισμού
Η συγγνωστή νομική πλάνη, 31 ΠΚ, ΑΠ 600/2021 ΠοινΔικ 2022, 1318, ΑΠ 861/2021 ΠοινΔικ 2022, 1458, ΑΠ 915/2021 ΠοινΔικ 2022, 1459, ΑΠ 911/2022. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί νομικής πλάνης είναι αυτοτελής και εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο (με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που δημιουργούν την πεπλανημένη εντύπωση και επίκληση ειδικών συνθηκών -συναφών με την προσωπικότητα, το επάγγελμα, την ηλικία, τις γνώσεις και τις ικανότητες του κατηγορουμένου- ως προς το συγγνωστό), η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο· διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση για αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού αυτού
Ο ισχυρισμός περί συνδρομής κατάστασης ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό 32 ΠΚ ΑΠ 732/2020 Ποιν Δικ 2022,491(ΑΠ 518/2022 (: αόριστη προβολή του ισχυρισμού, χωρίς επίκληση του συγκεκριμένου κινδύνου που δεν μπορούσε να αποτραπεί και αν ο κίνδυνος προέρχεται από ενέργεια τρίτου πρέπει να μνημονεύεται στην απόφαση, καθώς και χωρίς προσδιορισμό της προξενηθείσας στον άλλο βλάβη, ώστε να κριθεί αν αυτή είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την απειληθείσα και τέλος χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την έλλειψη υπαιτιότητας του κατηγορουμένου), ΠοινΔικ (2022), 1549, ΠραξΛογΠΔ (2022), 309, ΑΠ 10/2022 ΠραξΛογΠΔ (2022), Η απόφαση που δέχεται τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό πρέπει να αναφέρει τον παρόντα κίνδυνο, που δεν μπορεί να αποτραπεί παρά με την τέλεση της αξιόποινης πράξης· ο κίνδυνος αυτός πρέπει να εξειδικεύεται και να προσδιορίζεται η προξενηθείσα στον άλλο βλάβη, για να αξιολογηθεί αν αυτή είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την απειληθείσα καθώς και να αναφέρονται τα περιστατικά που συνιστούν έλλειψη υπαιτιότητας του κατηγορουμένου [3]
Η αδυναμία αποφυγής του αδίκου κατ’ άρθρο 33 του νέου ΠΚ, ως νέος λόγος άρσεως του καταλογισμού καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 33 στον νέο ΠΚ η καλουμένη αδυναμία αποφυγής του αδίκου. Πρόκειται για τη γνωστή στη θεωρία περίπτωση του «τραγικού διλήμματος», άλλως «της συγκρούσεως καθηκόντων», η οποία ρυθμίζεται πλέον ρητώς στον χώρο του θετικού δικαίου. Το δογματικό εδώ πρόβλημα συνέχεται με τις προϋποθέσεις αποκλεισμού του καταλογισμού του δράστη, λόγω της αδυναμίας συμμορφώσεώς του προς τις επιταγές του θετικού δικαίου. [4]
Ο ισχυρισμός περί μειώσεως ή άρσεως του καταλογισμού 34 ΠΚ (ανικανότητα προς καταλογισμό). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής λόγων ψυχική ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης είναι αυτοτελής και εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο (με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και όχι με μόνη την αόριστη επίκληση του άρθρου 34 ΠΚ), η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο· διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση για αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού αυτού (ολΑΠ 1716/1990 (: αόριστος ο ισχυρισμός περί μέθης αν δεν αναφέρεται από τον κατηγορούμενο ότι αυτή δεν ήταν υπαίτια) άρθρο 36 ΠΚ (μειωμένη ικανότητα καταλογισμού). (με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μειωμένης ικανότητάς του προς καταλογισμό είναι αυτοτελής και εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο και όχι με μόνη την αόριστη επίκληση του άρθρου 36 ΠΚ), η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο· διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση για αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού αυτού Επίσης έχει κριθεί ότι ο ισχυρισμός περί τοξικομανίας δεν εμπεριέχει και το αίτημα για αναγνώριση της ελαττωμένης ικανότητας του κατηγορουμένου (ΑΠ 1039/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 71), ενώ η τοξικομανία άνευ ετέρου δεν είναι ικανή να επιφέρει αποστέρηση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό (ΑΠ 946/2022, ΠοινΔικ (2023), 173, ΑΠ 898/2015, ΠοινΔικ (2016), 827 (περίλ.)), αλλά μπορεί να θεμελιώσει τον σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό περί μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αν ο εξαρτημένος κατηγορούμενος εμφανίζει εκ της χρήσης-κατάχρησης των ναρκωτικών ψυχιατρικές διαταραχές, παρανοϊκές εκδηλώσεις ή ψυχωσικά επεισόδια, που όμως πρέπει ειδικώς να μνημονεύονται προς παραδεκτή προβολή του σχετικού ισχυρισμού (ΑΠ 946/2022, ό.π., ΑΠ 324/2019, ΝοΒ (68/2020), 586 (περίλ.)).
Σε επίπεδο εξάλειψης αξιοποίνου
Η έμπρακτη μετάνοια ΑΠ 566/2021 ΠοινΔικ 2022,1316
Ο ισχυρισμός περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 43 ΠΚ συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, που αν προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα (ΑΠ 2008/2007, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 718). Επίσης, και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι επιχείρησε απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια είναι αυτοτελής και η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα [5]
Η εκούσια υπαναχώρηση από απόπειρα 44 ΠΚ Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εκούσιας υπαναχώρησής του από την απόπειρα είναι αυτοτελής και εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο (με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και όχι με μόνη την αόριστη επίκληση του άρθρου 44 ΠΚ), η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο· διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση για αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού αυτού (ΑΠ 635/2022 (: αναιτιολόγητη, λόγω ασάφειας και αντιφάσεων, η απόρριψη του ισχυρισμού για εκούσια υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα κατ’ άρθρο 44 παρ. 1 ΠΚ), [6]
Ο ισχυρισμός περί εξάλειψης του αξιοποίνου συνέπεια παραγραφής της πράξης για οποιαδήποτε λόγο βλ. ενδ. ΑΠ 128/2018, ΠοινΔικ (2018), 1126, ΠραξΛογΠΔ (2018), 367, ΑΠ 1444/2017, ΠραξΛογΠΔ (2018), 285, ΑΠ 1025/2017, ΠοινΔικ (2018), 932 (περίλ.), ΑΠ 1274/2016, ΠοινΔικ (2017), 888 (περίλ.), ΑΠ 681/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 499, ΠοινΔικ (2017), 361 (περίλ.), ΑΠ 1282/2012, ΠοινΔικ (2013), 846 (περίλ.), ΑΠ 623/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 359, ΕλλΔνη (53/2012), 1499, ΑΠ 502/2011, ΠραξΛογΠΔ (2011), 46) και για το ορισμένο αυτού δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται ο χρόνος της τυχόν αναστολής της παραγραφής
Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω έλλειψης εγκλήσεως ή εκπρόθεσμης εγκλήσεως έχει χαρακτήρα αυτοτελούς ισχυρισμού (βλ. ενδ. ΑΠ 1287/2022 (: ισχυρισμός περί υποβολής της έγκλησης από μη δικαιούμενο πρόσωπο), ΠραξΛογΠΔ (2023), 158, ΑΠ 610/2019, ΠοινΔικ (2021), 300 (περίλ.), ΑΠ 576/2018, ΠραξΛογΠΔ (2018), 811, ΑΠ 307/2018, Αρμ (2018), 489, ΑΠ 233/2018, ΠραξΛογΠΔ (2018), 487, ΑΠ 2022/2017, ΕλλΔνη (59/2018), 906, ΑΠ 1856/2016, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 196, ΑΠ 2059/2008, ΠοινΔικ (2009), 7809 (περίλ.)).
Σε επίπεδο μείωσης της ποινής
Οι ελαφρυντικές περιστάσεις 84 ΠΚ (ΑΠ 64/2023, ΑΠ 88/2023, ΑΠ 464/2023, ΑΠ 484/2023ΑΠ 290/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 348, ΠραξΛογΠΔ (2022), 287, ΑΠ 152/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 30, ΑΠ 47/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠραξΛογΠΔ (2022).)
Δεν θεωρείται ότι ο κατηγορούμενος προβάλλει αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης μόνο από το γεγονός ότι δηλώνει πως συντάσσεται με το ελαφρυντικό που πρότεινε ο εισαγγελέας, χωρίς να επικαλείται και ο ίδιος πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν [7]
Από τους αυτοτελείς ισχυρισμούς διακρίνεται η απλή ευχή για επιείκεια, που αναπληρώνει τους πρώτους και για τον λόγο αυτό δεν υποχρεώνει το δικαστήριο σε ρητή απάντηση και αιτιολογία (βλ. σχετ. Λ.Μαργαρίτη,/Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, ποινικό δίκαιο και Άρειος Πάγος, 2008, σελ. 87, σημ. 54, όπου περαιτέρω παραπομπές).
Η δικαστική άφεση της ποινής 104Β ΠΚ ΑΠ 10/2022 (: η οποία αν και δεν χαρακτηρίζει τον ισχυρισμό αυτό ως αυτοτελή, απαιτεί για την απόρριψή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία- εν προκειμένω κρίθηκε επαρκής η αιτιολόγηση της απόρριψης του ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 288, ΠραξΛογΠΔ (2022), 297, ΑΠ 505/2021 (: η οποία χαρακτηρίζει ρητά τον ισχυρισμό αυτό ως αυτοτελή), ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 413, Μ.Τσερτσίδη, παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΚαλαμ 212/2021, ΠοινΔικ (2022), σελ. 461). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη του αρ. 104Β παρ. 1 ΠΚ είναι αυτοτελής, η σιγή απόρριψη του οποίου προκαλεί την απόλυτη ακυρότητα της έλλειψης ακρόασης (αρ. 171 παρ. 2 ΚΠΔ) και στηρίζει τον προβλεπόμενο στο αρ. 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ αναιρετικό λόγο.
Η κρίση για την εφαρμογή του αρ. 104Β παρ. 1 ΠΚ (είτε προβλήθηκε με αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορούμενου είτε αυτεπαγγέλτως) οφείλει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, ελέγχεται δε αναιρετικά η σχετική αιτιολογία υπό το πρίσμα του αρ. 510 παρ. 1 περ. Δ΄ ΚΠΔ.
Το αίτημα του κατηγορουμένου για επιβολή μειωμένης ποινής 133 ΠΚ, ΑΠ 771/2022 ΠραξΛογΠΔ (2022), 877, ΑΠ 755/2022 ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 349.
Ο ισχυρισμός περί υπερβολικής διάρκειας της δίκης 84 παρ. 3 ΠΚ, ΑΠ 13/2022, ΠοινΔικ 2022,1625, ΑΠ 158/2022, ΠοινΔικ 2022,1629
Ο ισχυρισμός περί μικρής αξίας του αντικειμένου της κλοπής ή της υπεξαίρεσης ΑΠ 714/2019, ΠοινΔικ 2021,309, ΑΠ 293/2020 ΠοινΔικ 2021,1648
Ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας της κληθείσας προς εφαρμογή ποινικής διατάξεως ΑΠ 1804/2016, ΟΛΑΠ 1/2019, ΑΠ 376/2019 ΠοινΔικ 2020,1391
Ο ισχυρισμός περί ίδιας αποκλειστικής χρήσης ναρκωτικών ουσιών ΑΠ 1225/2020, ΑΠ 127/2022
Ο ισχυρισμός περί αστυνομικής παγίδευσης του κατηγορουμένου, δηλ. ότι οι αστυνομικοί υπερέβησαν την επιτρεπόμενη κεκαλυμμένη δράση τους και συνέβαλαν ενεργητικά στη διαμόρφωση της απόφασης του δράστη να τελέσει το έγκλημα, κατά μία άποψη γίνεται δεκτό ότι συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό [8]
Όταν ο διάδικος προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου (της ουσίας ή ενώπιον του Αρείου Πάγου) αυτοτελή ισχυρισμό περί δεδικασμένου πρέπει να αναφέρει την προηγούμενη απόφαση, τον κατηγορούμενο και την πράξη (με μνεία των πραγματικών περιστατικών και όχι απλά των διατάξεων του ουσιαστικού ποινικού νόμου) και το γεγονός ότι αυτή κατέστη με οποιονδήποτε τρόπο αμετάκλητη. Αν δεν μνημονεύονται τα στοιχεία αυτά ο (αυτοτελής κατά τη νομολογία) ισχυρισμός περί δεδικασμένου προβάλλεται αορίστως και επομένως το δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού (ΑΠ 426/2023)
Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και για την κρίση του αυτοτελούς ισχυρισμού περί εκκρεμοδικίας (βλ. σχετ. και ΑΠ 1198/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 355). Ειδικότερα, έχει γίνει δεκτό ότι αν η διωκόμενη πράξη απέχει λίγες μόνο ημέρες από άλλη πράξη για την οποία έχει προηγούμενα ασκηθεί και άλλη δίωξη κατά του ίδιου κατηγορουμένου, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της δεύτερης υπόθεσης πρέπει να αιτιολογεί τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ώστε να προκύψει αν πρόκειται για την ίδια ή διαφορετική πράξη (ΑΠ 526/1990, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 30). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι αν ο κατηγορούμενος προβάλλει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ισχυρισμό περί δεδικασμένου και αποδεικνύονται όλες οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου, πλην του αμετακλήτου της προηγούμενης καταδίκης, το δικαστήριο απορρίπτοντας τον ισχυρισμό οφείλει να αιτιολογήσει γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχει ούτε περίπτωση εκκρεμοδικίας
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΡΙΝΟΜΕΝΟΙ ΕΦΕΞΗΣ ΩΣ ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ
Ο ισχυρισμός περί υπάρξεως άλλοθι ΑΠ 636/1993, ΠοινΧρον 1993,412, ΑΠ 54/2001, ΠοινΧρον 2001,691, ΑΠ 701/2003 ΠοινΧρον 2004,138, ΑΠ 1166/2014 ΠοινΧρον2015,657, αντίθετες ότι δεν είναι αυτοτελής και είναι αρνητικός ΑΠ 341/2000 ΠοινΧρον 2000,897, ΑΠ 747/2000 ΠοινΧρον 2001,69 , ΑΠ 1190/2005, ΑΠ 1466/2006, ΑΠ 353/2011, ΠοινΧρον 2012,55, ΑΠ 1079/2016, ΠοινΔικ 2017,559, ΑΠ 1231/2019, ΠοινΔικ 2021,938
Η επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας συνιστά κατά μια τάση της νομολογίας αυτοτελή ισχυρισμό. Υπάρχει βέβαια και η ομολογουμένως νεότερη τάση της νομολογίας η οποία κάνει δεκτό ότι η άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως που αποδίδεται στον κατηγορούμενο δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της κατηγορίας. ΑΠ 970/2023, ΑΠ 443/2020 ΠοινΔικ 2022, 150, ΑΠ 185/2022, ΑΠ 1071/2022ΑΠ 768/2022 (: ο ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 449, ΑΠ 543/2022 (: ο ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής [9]
ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
ΑΠ 117/2021 (: ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν έχει σχέση με τη διωκόμενη πράξη, είναι αρνητικός της κατηγορίας), ΠοινΔικ (2022), 85, ΑΠ 585/2020, ΠραξΛογΠΔ (2021), 415, ΑΠ 1829/2019, ΠοινΔικ (2020), 881, ΑΠ 1319/2019, ΠραξΛογΠΔ (2019), 901, ΑΠ 1835/2017, ΠοινΔικ (2018), 1205 (περίλ.), ΑΠ 341/2013, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 656, ΑΠ 1782/2011 (: ο περί αυτοδιακινδυνεύσεως του θύματος ισχυρισμός είναι αρνητικός της κατηγορίας, αφού κατατείνει στην έλλειψη υπαιτιότητας και του αναγκαίου αιτιώδους συνδέσμου), ΠοινΧρ (ΞΒ/2012), 584 (με σύμφ. παρατ. Α.Αναγνωστόπουλου), ΠοινΔικ (2012), 1056 (με αντίθ. παρατ. Κ.Βαθιώτη), ΑΠ 50/2011, ΠραξΛογΠΔ (2011), 23, ΑΠ 1290/2010 (: ο ισχυρισμός ότι «δεν στοιχειοθετείται η πράξη» είναι αρνητικός), ΠραξΛογΠΔ (2011), 23, ΑΠ 422/2008 (: ο ισχυρισμός ότι «δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος» είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός), ΠοινΧρ (ΝΘ/2009), 145).
ΑΠ 117/2021 (: ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν έχει σχέση με τη διωκόμενη πράξη, είναι αρνητικός της κατηγορίας), ΠοινΔικ (2022), 85, ΑΠ 585/2020, ΠραξΛογΠΔ (2021), 415, ΑΠ 1829/2019, ΠοινΔικ (2020), 881, ΑΠ 1319/2019, ΠραξΛογΠΔ (2019), 901, ΑΠ 1835/2017, ΠοινΔικ (2018), 1205 (περίλ.), ΑΠ 341/2013, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 656, ΑΠ 1782/2011 (: ο περί αυτοδιακινδυνεύσεως του θύματος ισχυρισμός είναι αρνητικός της κατηγορίας, αφού κατατείνει στην έλλειψη υπαιτιότητας και του αναγκαίου αιτιώδους συνδέσμου), ΠοινΧρ (ΞΒ/2012), 584 (με σύμφ. παρατ. Α.Αναγνωστόπουλου), ΠοινΔικ (2012), 1056 (με αντίθ. παρατ. Κ.Βαθιώτη), ΑΠ 50/2011, ΠραξΛογΠΔ (2011), 23, ΑΠ 1290/2010 (: ο ισχυρισμός ότι «δεν στοιχειοθετείται η πράξη» είναι αρνητικός), ΠραξΛογΠΔ (2011), 23, ΑΠ 422/2008 (: ο ισχυρισμός ότι «δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος» είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός), ΠοινΧρ (ΝΘ/2009), 145).
Χαρακτηριστικά στοιχεία και προϋποθέσεις ορθής δικονομικής προβολής των αυτοτελών ισχυρισμών
Α. Η απαίτηση προβολής των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο
Β. Η καταχώρηση των αυτοτελών ισχυρισμών στα πρακτικά και η απαίτηση για την προφορική τους ανάπτυξη
Γ. Οι χρονικοί περιορισμοί σχετικά με την προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών
Α. Πάντως, για να είναι αναγκαία η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αυτοί θα πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλ. με αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών (όχι κατ’ ανάγκη επίκληση νομικών κανόνων) που τους θεμελιώνουν και όχι με γενική και αόριστη επίκληση των προϋποθέσεων του νόμου ΑΠ 484/2023 ( αόριστη προβολή ελαφρυντικού άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε΄ ΠΚ), ΠραξΛογΠΔ (2023), 350, ΑΠ 374/2023 (: αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ. 2 περ. α΄ και ε΄ νέου ΠΚ), ΠραξΛογΠΔ (2023), 339, ΑΠ 1702/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 447, ΑΠ 1663/2022, ΠραξΛογΠΔ (2023), 83, ΑΠ 1406/2022, ΠραξΛογΠΔ (2023), 66, ΑΠ 1171/2022 (: αόριστη προβολή ελαφρυντικού άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε΄ ΠΚ, με μόνη την επίκληση της νομικής διάταξης που την θεμελιώνει), ΠραξΛογΠΔ (2022), 876, ΑΠ 1118/2022, ΠραξΛογΠΔ (2023), 77, ΑΠ 1116/2022, ΠραξΛογΠΔ (2022), 849.
Δεν θεωρείται ότι ο κατηγορούμενος προβάλλει αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης μόνο από το γεγονός ότι δηλώνει πως συντάσσεται με το ελαφρυντικό που πρότεινε ο εισαγγελέας, χωρίς να επικαλείται και ο ίδιος πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν (ΑΠ 796/2019, ΠοινΔικ (2021), 470 (περίλ.))· πρόκειται για μία άκρως τυπολατρική προσέγγιση του ζητήματος, που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Από τους αυτοτελείς ισχυρισμούς διακρίνεται η απλή ευχή για επιείκεια, που αναπληρώνει τους πρώτους και για τον λόγο αυτό δεν υποχρεώνει το δικαστήριο σε ρητή απάντηση και αιτιολογία [10]
Β. Για την παραδεκτή προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών γίνεται δεκτό ότι αν αυτοί προβάλλονται με έγγραφο υπόμνημα που δίδεται στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρείται στα πρακτικά, θα πρέπει να προκύπτει από τα ίδια πρακτικά ότι έγινε και προφορική ανάπτυξη κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, όπως προκύπτει από την καθιερωμένη στο άρθρο 331 ΚΠΔ αρχή της προφορικότητας της επ’ ακροατηρίω κύριας διαδικασίας, η οποία όχι μόνο δεν περιστέλλεται με τη διάταξη του άρθρου 141 ΚΠΔ, αλλά αντίθετα ενισχύεται· διαφορετικά οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται απαραδέκτως και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει [11]
Δεν θεωρείται παραδεκτή η προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού αν γίνει σε προηγούμενη δικάσιμο, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε, αν στη μετ’ αναβολή συζήτηση δεν προβληθεί εκ νέου, χωρίς να αρκεί ότι στη μετ’ αναβολή συζήτηση αναγνώστηκαν τα πρακτικά της αρχικής δικασίμου (έτσι ΑΠ 1893/2009, ΠοινΔικ (2010), 754 (περίλ.)). Αν προβληθούν περισσότεροι αυτοτελείς ισχυρισμοί με έγγραφο υπόμνημα, η προφορική ανάπτυξη πρέπει να αφορά κάθε προβαλλόμενο ισχυρισμό χωριστά (ΑΠ 1185/2005, ό.π.). Τα τελευταία έτη διατυπώνεται στη νομολογία του Αρείου Πάγου η θέση ότι για την παραδεκτή προβολή αυτοτελών ισχυρισμών δεν αρκεί η προφορική ανάπτυξή τους, αλλά απαιτείται σε κάθε περίπτωση και γραπτή υποβολή τους[12], θέση αυτή δεν είναι ορθή, καθώς δεν εναρμονίζεται με την αρχή της προφορικότητας της ποινικής διαδικασίας στο ακροατήριο, ενώ σε κάθε περίπτωση η εξάρτηση του παραδεκτού της προβολής αυτοτελών ισχυρισμών από την γραπτή αποτύπωσή τους δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο.[13]Συνεπώς, για το παραδεκτό της προβολής αυτοτελών ισχυρισμών απαιτείται και αρκεί η προφορική ανάπτυξή τους, ακόμα και αν υποβάλλονται στο δικαστήριο και εγγράφως.
Γ. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι αυτοτελείς ισχυρισμοί αφορούν την άρση ή μείωση του αδίκου ή του καταλογισμού, θα πρέπει να προβάλλονται πριν την κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου. [14]
Ωστόσο έχει κριθεί από τον Άρειο Πάγο, ότι ο αυτοτελής ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων παραδεκτώς υποβάλλεται μετά την απόφαση για την ενοχή και κατά το στάδιο συζήτησης για την ποινή. [15]
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το Ανώτατο Ακυρωτικό σε περίπτωση μετ’ αναβολής συνεδρίασης του δικαστηρίου, η οποία είχε διαταχθεί για κρείσσονες αποδείξεις, θα πρέπει να προκύπτει ότι επαναπροβλήθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί. [16]
Παράλειψη υποβολής εισαγγελικής πρότασης επί των ισχυρισμών του κατηγορουμένου
ΑΠ 539/2023 ΠοινΔικ 1/2024, σελ 51-52- όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία (367 ΚΠΔ) πρέπει να δίνεται ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας, για να προτείνει επι της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου και επι των αυτοτελών ισχυρισμών για να μην δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της επ ακροατηρίου διαδικασίας 171 παρ. 1 β ΚΠΔ και 510 παρ. 1Α ΚΠΔ(ΑΠ 455/2022, ΑΠ 467/2020, ΑΠ 440/2020) υπό την προϋπόθεση ότι τα αιτήματα αυτά προβλήθηκαν κατά τρόπο ορισμένο κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας (350-366 ΚΠΔ) και όχι μετά την λήξη αυτής, οπότε δεν είναι αναγκαίο να δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα εάν αυτός δεν το ζητήσει. (174/2021, ΑΠ 1912/2019). Ο Εισαγγελέας της έδρας, όταν λαμβάνει το λόγο και προτείνει ενοχή ή αθώωση του κατηγορουμένου, σιωπηρώς προτείνει και την απόρριψη των υποβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών επι των οποίων είχε επιφυλαχθεί προηγουμένως και κατά συνέπεια δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα της διαδικασίας. (ΑΠ 34/2021)
ΑΠ 425/2023 μετά την πρόταση του Εισαγγελέα έδρας επι της ενοχής, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ζήτησε την αναγνώριση στο πρόσωπο του εντολέα του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 περ.β ΠΚ (μη ταπεινών αιτιών), το οποίο ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε και το σχετικό έγγραφο υπόμνημα. Το Δικαστήριο, το απέρριψε χωρίς να δοθεί προηγουμένως ο λόγος στον Εισαγγελέα να προτείνει επι του αυτοτελούς ισχυρισμού με αποτέλεσμα να έχει επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ως προς το κεφάλαιο αυτό άρθρο 510 παρ.1 Α ΚΠΔ. Αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (133/2021 ΤριμΕφΠλημ Λαμίας)
ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤ ΕΦΕΣΗ ΔΙΚΗ
Επίσης, γίνεται δεκτό ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό που προτάθηκε από τον κατηγορούμενο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν επαναπροτάθηκε ενώπιον του, ανεξαρτήτως του ότι ο κατηγορούμενος είχε συμπεριλάβει σχετικά ειδικό λόγο στην έφεσή του, τον οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη, αν δεν προβληθεί με προφορική ανάπτυξη ενώπιον του (ΑΠ 1416/2020, ΠραξΛογΠΔ (2021), 313, ΑΠ 705/2019, ΠοινΔικ (2021), 308 (περίλ.), ΑΠ 1/2019, ΠοινΔικ (2020), 1226 (περίλ.), ΑΠ 1172/2018, ΠοινΔικ (2020), 138 (περίλ.). Σε κάθε περίπτωση η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών πρέπει να αποδεικνύεται αποκλειστικά από τα πρακτικά της σχετικής δίκης (βλ. και ΑΠ 640/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 113, ΑΠ 289/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023)
Η καταλυτική δράση του άρθρου 171 παρ.1 περ.δ ΚΠΔ επι των αυτοτελών ισχυρισμών
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην νομολογία (τουλάχιστον μέχρι πριν μερικά χρόνια) η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο κατά τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ .
Η παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει σε παραδεκτά και ορισμένα προταθέντα αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 (170 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ), που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ, ενώ,
Όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. ως και ο περιλαμβανόμενος σ αυτόν λόγος περί απόλυτης ακυρότητας, άρθρο 510 παρ.1Α και 171 παρ.1 στοιχ.δ ΚΠΔ διότι εκ της ως άνω μη απαντήσεως επι του ισχυρισμού του, στέρησε στον κατηγορούμενο του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη, που παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος άρθρο 28 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, (ΑΠ 446/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 294, ΑΠ 534/2020, Αρμ (2022), 298).
Σχετικά με τους παραδεκτώς προταθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς γίνεται δεκτό ότι η απόφαση που τους απορρίπτει καθίσταται αναιρετέα όταν περιέχει ενδοιαστική αιτιολογία, δηλ. όταν δεν διευκρινίζει με σαφήνεια αν δέχεται ή όχι ορισμένο ισχυρισμό του κατηγορουμένου ή δεν λαμβάνει θέση για τη συνδρομή ή όχι των πραγματικών περιστατικών [17]και γενικότερα, γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι το δικαστήριο έχει υποχρέωση να αιτιολογεί τη μη συνδρομή λόγων άρσης ή εξάλειψης του αξιοποίνου, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι κάποιος από τους λόγους αυτούς προτάθηκε από τον κατηγορούμενο ή προέκυψε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τη διαδικασία ως πιθανός, χωρίς να είναι αναγκαία η ορισμένη επίκληση όλων ανεξαιρέτως των περιστατικών που στηρίζουν τον αυτοτελή ισχυρισμό, ως συνέπεια της ανακριτικής αρχής που διέπει την ποινική δίκη, δηλ. αρκεί και η ατελής έκθεση των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζεται ο αυτοτελής ισχυρισμός (ΑΠ 332/2023, ΑΠ 64/2023)
ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Η παραπάνω θέση της νομολογίας έχει δεχθεί μάλλον ορθώς (όσον αφορά την αιτιολόγηση μόνο επι απόρριψης αυτοτελών ισχυρισμών), έντονη κριτική από τη μεγαλύτερη μερίδα της θεωρίας και αυτό διότι, ο ποινικός δικαστής αναζητά την ουσιαστική αλήθεια γεγονός που τον υποχρεώνει να διερευνήσει «αυτεπαγγέλτως» την υπόθεση σε όλες τις κρίσιμες πτυχές της, τόσο ως προς την ενοχή όσο και ως προς την αθώωση του κατηγορουμένου και ασφαλώς στα πλαίσια αυτά πρέπει να διερευνώνται και οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου.
Η υποχρέωση αυτή του δικαστηρίου επιβάλλεται, όχι μόνο από την αρχή της δικαστικής ακρόασης, αλλά και από την ίδια τη νομιμοποιητική – απολογητική λειτουργία της αιτιολογίας. Συνεπώς, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί κάθε ουσιαστικό υπερασπιστικό ισχυρισμό, είτε αυτός είναι νομικός (αυτοτελής ισχυρισμός) είτε αμφισβητεί ουσιαστικά τα στοιχεία της κατηγορίας (αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός-επιχείρημα) Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δικής, 3η έκδ. 2007, σελ. 515 όπου κρίνει τους αυτοτελείς ισχυρισμούς «ως άτοπη μεταφορά μεγεθών του αστικού δικονομικού δικαίου»[18]
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στροφή της νομολογίας του Αρείου Πάγου σε σχέση με το ζήτημα της αιτιολογίας της απόφασης και ως προς τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, καθώς γίνεται δεκτό, με επίκληση και του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, ότι το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου, τα οποία πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο πραγματικό, διαφορετικά η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα (βλ. έτσι και ΑΠ 27/2023, ΠοινΔικ (2023), 727, ΑΠ 861/2022 ( έκρινε ότι στα πλαίσια του εγκλήματος της απάτης η αμφισβήτηση του ύψους της προξενηθείσας στον παθόντα ζημίας πρέπει να απαντηθεί από το δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας, διότι η ζημία αυτή αποτελεί ουσιώδες ζήτημα), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 340, ΑΠ 565/2022 ( έκρινε ότι στα πλαίσια του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας, σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκαν τα χρέη, είναι κεφαλαιώδους σημασίας και το δικαστήριο για να τον απορρίψει πρέπει να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία), ΠοινΔικ (2022), 1584, Αρμ (2023), 552, ΑΠ 1165/2021 (: έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα από τη μη απάντηση στον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό περί «άλλοθι», ο οποίος προτάθηκε παραδεκτά και συνοδεύτηκε από αποδεικτική ενίσχυση με την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης), ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 659 (με σύμφ. παρατ. Ι.Λαζάνη), ΑΠ 404/2020
Το ΕΔΔΑ, εξειδικεύοντας το δικαίωμα αυτό, τονίζει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει πραγματικά και να ελέγξει τα όσα εισφέρονται στη διαδικασία από τα μέρη (ισχυρισμούς, αποδείξεις, επιχειρήματα), ο δε έλεγχος αυτής της υποχρέωσης, παρά τη συνολική εκτίμηση της διαδικασίας στην οποία προβαίνει το ΕΔΔΑ προκειμένου να διαπιστώσει αν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, μπορεί να επιτευχθεί ασφαλέστερα μόνο μέσω της διασφάλισης ενός minimum περιεχομένου της αιτιολογίας. Στα πλαίσια αυτά το ΕΔΔΑ, αδιαφορώντας για τη νομική ταυτότητα του ισχυρισμού, ξεπερνάει την τυπολογική διάκριση περί αυτοτελών και μη ισχυρισμών και εστιάζει στην πραγματική δυνατότητα που έχει ο κάθε ισχυρισμός να επηρεάσει την κρίση της υπόθεσης . Έτσι, η θέση του ΕΔΔΑ για το απαιτούμενο περιεχόμενο της αιτιολογίας της απόφασης δεν απαιτεί ειδική αιτιολογία για τους ισχυρισμούς που δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την υπόθεση, ενώ αντίθετα απαιτείται ειδική αιτιολογία για όλους τους άλλους, νομικούς ή μη ισχυρισμούς, που μπορούν να επηρεάσουν ουσιωδώς την υπόθεση Βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Σκέψεις για την αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων με αφορμή τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ΠοινΧρ 2008, 11
Παραδείγματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ που καταδεικνύουν ποιοι ισχυρισμοί πρέπει να απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια
Ότι ο μάρτυρας κατηγορίας στον οποίο βασίστηκε η καταδίκη του κατηγορουμένου ήταν αναξιόπιστος. Βλ. ΕΔΔΑ, MITROFAN κ. Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αρ. προσφ. 50054/07, 15/1/2013, σκέψη 51 επ. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός περιεχόταν στην έφεση του κατηγορουμένου με συγκεκριμένους ισχυρισμούς και επιχειρήματα τα οποία απορρίφθηκαν από το εφετείο εντελώς γενικόλογα. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ αποδίδει ιδιαίτερη Βαρύτητα στην ειδική και εμπεριστατωμένη απόρριψη των ισχυρισμών που προβάλλονται ως (ειδικοί) λόγοι εφέσεως. Βλ. ΕΔΔΑ, MITROFAN κ. Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αρ. προσφ. 50054/07, 15/1/2013
Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου (σε δίκη σχετικά με διάδοση συκοφαντικών δηλώσεων μέσω των ΜΜΕ – άρθρο 29 παρ. 2 του Ρωσικού ΠΚ) ότι κακώς απορρίφθηκε η έκθεση του ορισθέντος γλωσσικού εμπειρογνώμονα (: linguistic expert) με την αιτιολογία ότι αυτός δεν κατείχε ειδική άδεια, καθώς τέτοια άδεια δεν απαιτείται από το Νόμο. Βλ. ΕΔΔΑ, KRASULYAK. Ρωσίας, αρ. προσφ. 12365/03, 22/2/2007, σκέψεις 51 επ.
ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου (σε δίκη σχετικά με τη λειτουργία νυκτερινού καταστήματος πέραν της επιτρεπόμενης ώρας) ότι στο κατάστημα έλαβε χώρα ιδιωτικό πάρτι και δεν μπορούσε να εισέλθει σ’ αυτό ο οποιοσδήποτε. ΕΔΔΑ, MILENOVIC κ. Σλοβενίας, αρ. προσφ. 11411/11, 28/2/2013, σκέψεις 28 επ.-Βλ. επίσης Φαρσεδάκη/Σατλάνη, Δέκα Πρακτικά Θέματα Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας (ΜΕΡΟΣ Α ‘), ΠοινΔικ 2014, 857
Η ως άνω θέση της θεωρίας, φαίνεται να υιοθετείται κατά κάποιον τρόπο για πρώτη φόρα από τον Άρειο Πάγο με την υπ’ αριθμ. 636/1993 ΠοινΧρ ΜΓ, 412, απόφασή του(ΑΠ 54/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, σε εκείνη την υπόθεση ο αναιρεσείων είχε κριθεί ένοχος για παράβαση των κανόνων της οικοδομικής, καθότι ως Πολιτικός Μηχανικός είχε την επίβλεψη και την εποπτεία ενός έργου, κατά την εκτέλεση του οποίου συνέβη ένα ατύχημα. Ο κατηγορούμενος προέβαλε τον υπερασπιστικό ισχυρισμό, ότι κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος βρισκόταν σε διακοπές και είχε διατάξει την αναστολή των εργασιών έως ότου επιστρέψει, αλλά οι εργασίες συνεχίστηκαν κατ’ εντολή του εργολάβου. Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε σιωπηρά αυτόν τον ισχυρισμό. Πλην όμως, ο Άρειος Πάγος έκρινε αναιρετέα την απόφαση, διότι ο προβληθείς αυτός υπερασπιστικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην υπόθεση και έπρεπε να διερευνηθεί κατ’ ουσίαν και να κριθεί είτε θετικά είτε αρνητικά
Με τις υπ αριθμόν 1819/2016 και ΑΠ 1821/2016( 101/2018 απόφασή του (Ε Τμήμα), αποφάσεις σε ποινική υπόθεση ακάλυπτης επιταγής, αναιρέθηκε η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, επειδή δεν απαντήθηκε ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός ότι δεν εξέδωσε ο ίδιος την επιταγή, αλλά ο αδερφός του. Έτσι ο Άρειος Πάγος ανήρεσε την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με αποδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ.1Δ ΚΠΔ προσβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθώς και περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, 510 παρ. 1Α και 171 ΚΠΔ, διότι εκ της ως άνω απαντήσεως του στέρησε στον κατηγορούμενο του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που παρέχεται από της υπερνομοθετικής ισχύος άρθρο 28 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. [19]
ΑΠ 1018/2015 και ΑΠ 1493/2018, ΤΝΠ Αρείου Πάγου, οι οποίες έκριναν, κατά την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, ότι η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ., που επιφέρει σχετική ακυρότητα (όχι απόλυτη) της ακροαματικής διαδικασίας και στοιχειοθετεί τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ του ΚΠΔ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στοιχειοθετεί το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ. Μετά την αλλαγή του ΚΠΔ και την προσθήκη αυτοτελούς παραγράφου στο άρθρο 171 ΚΠΔ, η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορούμενου συνιστά απόλυτη ακυρότητα. [20]
Η συνέχεια αυτής της (μειοψηφικής μέχρι στιγμής) θέσης της νομολογίας ήρθε, μεταξύ άλλων, και με την πλέον εύστοχη υπ’ αριθμ. 1827/2019 απόφαση του Ε΄ τμήματος του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι: «Πιο συγκεκριμένα δεν εκτίθεται παντελώς η θέση του Δικαστηρίου επί του καίριου αρνητικού ισχυρισμού που προτάθηκε στο ακροατήριο από τους κατηγορούμενους ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι υποστήριξαν ότι κατά το χρόνο προκλήσεως της πυρκαγιάς ευρίσκονταν σε άλλο τόπο και δη ότι ευρίσκονταν σε καφετέρια της … και όχι στη … στην περιοχή … της τοπικής κοινότητας …, όπου έλαβε χώρα η πράξη του εμπρησμού, γεγονός που κατατίθεται και από τους εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες υπεράσπισης. Συνακόλουθα με τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως και ο περιλαμβανόμενος σ’ αυτόν λόγος περί απόλυτης ακυρότητας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και άρθρο 171 ΚΠΔ, διότι από το ότι δεν απαντήθηκαν οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων στέρησαν αυτούς του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, κατά τα προεκτιθέμενα». Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος με την ανωτέρω απόφασή του δεν απαίτησε την αιτιολογημένη απόρριψη όλων ανεξαρτήτως των υπερασπιστικών ισχυρισμών παρά μόνο εκείνων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κατηγορία, ήτοι των καίριων – κρίσιμων υπερασπιστικών ισχυρισμών που προβάλλει ο κατηγορούμενος.
ΑΡΘΡΟ 178 ΠΑΡ 2 ΚΠΔ
Στην παρ. 2 εδ β και γ θεσπίζεται αφενός η υποχρέωση των δικαστών και των εισαγγελέων να εξετάζουν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν αφενός την ενοχή του κατηγορουμένου ή κατατείνουν στην αθώωση του και αφετέρου καθιερώνει την μη υποχρέωση του κατηγορουμένου να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται.
Επομένως η επαναδιατύπωση του άρθρου 178 καθιστά αναγκαία την επανεξέταση των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών και κυρίως αποκλείει την διαφορετική αντιμετώπιση τους από τους αυτοτελείς.
Ο κατηγορούμενος, ανεξάρτητα από το στάδιο της ποινικής διαδικασίας, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται, με την έννοια ότι ο εισαγγελέας και οι δικαστές δεν επιτρέπεται να απορρίψουν τον ισχυρισμό ή να θεωρήσουν αναπόδεικτα τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ύποπτος/κατηγορούμενος με μόνη αιτιολογία ότι αυτός δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξής της αλήθειας του ισχυρισμού του. Πάντως πρέπει να διευκρινιστεί ότι η μόνη επίκληση πραγματικού περιστατικού δεν υποχρεώνει το δικαστήριο να αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης (352 παρ. 3 ΚΠΔ)
Η διατύπωση του άρθρου 178 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις σκέψεις στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4596/2019, πρέπει να εκληφθεί ως σαφής αποδοχή της τάσης που διαμορφώνεται στον Άρειο Πάγο, σε σχέση με την νομολογιακή κατασκευή των αυτοτελών ισχυρισμών και δέχεται ότι το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα όχι μόνο τους αυτοτελείς αλλά και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, δηλαδή όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου, που πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο πραγματικό, διαφορετικά η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας και λόγω απόλυτης ακυρότητας με βάση του άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. [21]
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 4596/2019
Η νομολογιακή κατασκευή των αυτοτελών ισχυρισμών κινείται στο όριο της απαγόρευσης μετάθεσης βάρους απόδειξης στον κατηγορούμενο.
Αυτή είναι ουσιαστικά η σημαντική συμβολή του άρθρου 178 ΚΠΔ στην σταδιακή εγκατάλειψη της κατασκευής των αυτοτελών ισχυρισμών, αφού υποχρεώνει το δικαστήριο να εξετάζει κάθε ισχυρισμό του κατηγορουμένου και να αποφαίνεται επ αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Παρόλα αυτά το βάρος απόδειξης που ρητά ορίζεται ότι ο ανήκει στο δικαστή δεν καθιστά τα τελευταία διαδικαστικά όργανα δέσμια του οποιαδήποτε αβάσιμου ισχυρισμού. [22]
Ήδη η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου φαίνεται να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, αφού, πέρα από την προαναφερόμενη σύγχρονη τάση για απαίτηση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψη κάθε αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού και κάθε επιχειρήματος του κατηγορουμένου, ο Άρειος Πάγος φαίνεται πλέον ότι αποφεύγει να προβεί σε χαρακτηρισμό των ισχυρισμών του κατηγορουμένου (ως αυτοτελών ή αρνητικών της κατηγορίας) και διαπιστώνοντας απλά ότι πρόκειται για «υπερασπιστικούς ισχυρισμούς» απαιτεί για την απόρριψή τους ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. έτσι και ΑΠ 1246/2022 (: διακίνηση ναρκωτικών από δράστη που έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 365, ΑΠ 290/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 348, ΠραξΛογΠΔ (2022), 287, ΑΠ 152/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 30, ΑΠ 47/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠραξΛογΠΔ (2022).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η υποχρέωση αυτή του ποινικού δικαστή να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, των επιχειρημάτων και των αποδείξεων που επικαλείται ο κατηγορούμενος, απορρέει όχι μόνο από το άρθρο 93 παρ. 3 εδ. α΄ του Συντάγματος και τη νομιμοποιητική λειτουργία της αιτιολογίας, αλλά και από την αρχή της δικαστικής ακρόασης. Η αιτιολογημένη απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ. και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης. Σημειωτέον δε, ότι τη σημασία του δικαιώματος ακρόασης και την άρρηκτη σχέση αυτού με το δικαίωμα υπεράσπισης αναγνώρισε και ο νομοθέτης του νέου ΚΠΔ, ο οποίος με την προσθήκη αυτοτελούς παραγράφου στο άρθρο 171 ΚΠΔ ενέταξε την παραβίασή του στις απόλυτες ακυρότητες. Κατόπιν τούτων, το ποινικό δικαστήριο θα πρέπει να απαντά αιτιολογημένα, σε κάθε υπερασπιστικό ισχυρισμό, είτε αυτός είναι νομικός (αυτοτελής ισχυρισμός) είτε αμφισβητεί ουσιαστικά τα στοιχεία της κατηγορίας (αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός-επιχείρημα). Ωστόσο, για να τύχει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ο υπερασπιστικός ισχυρισμός θα πρέπει να ασκεί ουσιώδη επιρροή στην υπόθεση-κατηγορία και να προτείνεται με σαφήνεια, ήτοι να συνοδεύεται από μία απλή επίκληση των αναγκαίων περιστατικών που τον θεμελιώνουν.
————————
[1] ΑΠ 1493/2018, Ο όρος αυτοτελής ισχυρισμός εμφανίζεται στη νομολογία για πρώτη φορά το 1953 με την ΑΠ 113/1953, ΠοινΧρ Γ, 257).
[2] ΑΠ 80/2020, 8/2020, 343/2019,452/2019,623/2019,744/2019
[3] (ΑΠ 2013/2007, ΠοινΔικ (2008), 671 (περίλ.)).
[4] ΑΠ 1495/2012, ΑΠ 732/2020, αντίθετες, ΑΠ 27/2023, ΑΠ 549/2023
[5] (ΑΠ 1461/2009, ΠοινΧρ (Ξ/2010), 401, ΠοινΔικ (2010), 496 (περίλ.), ΝοΒ (58/2010), 752 (περίλ.), Αρμ (2009),
[6] ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 104, ΠοινΔικ (2023), 708 (με παρατ. Π.-Π.Παναγόπουλου), ΠραξΛογΠΔ (2022), 933, ΑΠ 31/2021 (: ελλιπής αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΒ/2022)
[7] (ΑΠ 796/2019, ΠοινΔικ (2021), 470 (περίλ.))·
[8] ΑΠ 726/2017, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 522, ΑΠ 1544/2011, NOMOS, ΑΠ 1427/2010, NOMOS
[9] ενδ. ΑΠ 768/2022, ΠραξΛογΠΔ (2023), 449, ΑΠ 543/2022, ΠοινΔικ (2022), 1686, ΑΠ 446/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 294, ΑΠ 442/2022, ΠοινΔικ (2022), 1547, ΑΠ 368/2022, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 615, ΑΠ 29/2022, ΠραξΛογΠΔ (2022), 604, ΑΠ 253/2021, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 266, ΑΠ 935/2020, ΠραξΛογΠΔ (2020), 997, ΑΠ 812/2020, ΠραξΛογΠΔ (2020), 948, ΑΠ 811/2020, ΠραξΛογΠΔ (2021), 157, ΑΠ 745/2020, ΠραξΛογΠΔ (2020), 899, ΑΠ 735/2020, ΠοινΔικ (2021), 1392, ΑΠ 653/2020, ΠραξΛογΠΔ (2020), 694, ΑΠ 552/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021).
[10] (βλ. σχετ. Λ.Μαργαρίτη,/Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, ποινικό δίκαιο και Άρειος Πάγος, 2008, σελ. 87, σημ. 54, όπου περαιτέρω παραπομπές).
[11] βλ. έτσι ΟλΑΠ 2/2005, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 783 (με αντίθ. παρατ. Η.Αναγνωστόπουλου), ΠοινΔικ (2005), 656, ΕλλΔνη (46/2005), 1588, ΝοΒ (53/2005), 1321 (με αντίθ. παρατ. Χ.Αργυρόπουλου), ΑΠ 1702/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 447, ΑΠ 755/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 349, ΠραξΛογΠΔ (2022), 590, ΑΠ 741/2021, ΠοινΔικ (2022), 736, ΠραξΛογΠΔ (2022), 128, ΑΠ 1118/2019, NOMOS, ΑΠ 1071/2019, ΠοινΔικ (2020), 71, ΑΠ 1132/2018).
[12] (βλ. έτσι ενδ. ΑΠ 27/2023, ΠοινΔικ (2023), 727, ΑΠ 916/2022, ΠραξΛογΠΔ (2022), 904, ΑΠ 548/2021, ΠοινΔικ (2021), 1554, ΑΠ 589/2020, NOMOS, ΑΠ 534/2020, Αρμ (2022), 298 (με αντίθ. παρατ. Ι.Ν.(Ναζίρη))
[13] (βλ. σχετ. και Ι.Ναζίρη, παρατηρήσεις στην ΑΠ 534/2020, Αρμ (2022), σελ. 298 επ.).
[14] Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ολομέλεια Αρείου Πάγου κατά την τετραετία 2003-2006 και Ποινική Δικονομία, σε Καϊάφα-Γκμπάντι/Λ. Μαργαρίτη, Ποινικό Δίκαιο & Άρειος Πάγος, σελ. 83, ΑΠ 434/2009, ΠοινΔικ 2009, 1169, απ 1322/2005, ΠοινΔικ 2006,121, ΑΠ 813/2008, ΠοινΧρον 2009,321.
[15] ΑΠ 1615/2005, Αδάμπα, Η παραγραφή των ποινών και των μέτρων ασφαλείας, 2020, σελ109
[16] Βλ. ΑΠ 852/2011 ΠοινΔικ 2011, 1366.
[17] (ΑΠ 549/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 67/2000, ΠοινΧρ (Ν/2000), 204, Υπερ (2000), 830, ΑΠ 1822/1997, ΠοινΧρ (ΜΗ/1998), 609, Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, παρατηρήσεις στις ΑΠ 24/2000, 67/2000, 72/2000, 112/2000)
[18] Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ΣΤ εκδ., 2012, , σελ. 578, Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 515, Ν. Ανδρουλάκη, Και πάλι για την αιτιολογία και τον αναιρετικό έλεγχο της ποινικής απόδειξης, ΠοινΧρ 200, 481 επ
[19] ΑΠ 121/2021 ΠοινΧρον2022,261, ΑΠ 1832/2019 ΠοινΧρον 2020,σελ 263, ΑΠ 1927/2019 ΝοΒ 2021,318
[20] ΑΠ 1927/2019 (ΠοινΔικ 2021, 1463) ΑΠ 404/2020 (ΤΝΠ QUALEX), ΑΠ 506/2020 (ΠοινΧρ 2021, 31), ΑΠ 694/2020 (ΠοινΧρ 2021, 419)
[21] (ΑΠ 101/2018, ΑΠ 1821/2016, ΑΠ 1819/2016, Χ. Σεβαστίδης, ΠοινΔικ 4/2019, σελ 431)
[22] Π.Μπρακουμάτσος, ΠοινΔικ 4/2022,σελ 537