Χριστόφορος Σεβαστίδης, Η ποινικοποίηση των εργατικών αγώνων στην πιο σκληρή μορφή

Η ποινικοποίηση των εργατικών αγώνων στην πιο σκληρή μορφή

(αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών, της 2/3 Σεπτεμβρίου 2023)

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, Δ.Ν. Εφέτης

 

         Στους δεκάδες κρίκους της μακράς και βαριάς αλυσίδας με την οποία σέρνονται οι εργαζόμενοι για να προσφέρουν τον εαυτό τους βορά στην ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία των επιχειρήσεων, στερημένοι της ελάχιστης προστασίας που τους προσέφερε κάποτε η εργατική νομοθεσία, προστίθεται άλλος ένας κρίκος με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας. Θα σταθώ σήμερα στο άρθρο 31 που φέρει τον περιπαικτικό τίτλο «προστασία δικαιώματος στην εργασία», προστατεύοντας την εργασία προφανώς από τους εχθρούς της, δηλαδή τους εργαζόμενους. Με την διάταξη αυτή ποινικοποιείται η κατάληψη των χώρων εργασίας κατά την διάρκεια μιας απεργίας και προστατεύονται οι απεργοσπάστες από την άσκηση ακόμα και «ψυχολογικής βίας» απέναντί τους. Να ειπωθεί εισαγωγικά ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει καμία σχέση με την Οδηγία 2019/1152 την οποία υποτίθεται ότι ενσωματώνει το νομοσχέδιο αλλά αποτελεί αποκλειστικά και μόνο βούληση του έλληνα νομοθέτη ώστε να αποδυναμώσει ακόμα παραπάνω το απεργιακό δικαίωμα. Η επιστημονική συζήτηση για την νομιμοποίηση των παραπάνω μορφών εργατικού αγώνα είναι αρκετά παλιά και ανατρέχει σε μια εποχή που οι απεργίες λάμβαναν μαζική στήριξη από τους εργαζόμενους και απειλούσαν καίρια τα εργοδοτικά συμφέροντα[1]. Στις σημερινές συνθήκες της μερικής αποδυνάμωσης όλων των μορφών πάλης και αγώνα, η θεσμοθέτηση ποινικών κυρώσεων αποτελεί είτε ετεροχρονισμένη ταξική εκδίκηση του νικητή είτε προοιωνίζει βαθιές κοινωνικές αναταράξεις. Η δαιμονοποίηση των καταλήψεων των χώρων εργασίας συνδέεται ιστορικά με την παραβίαση του «ιερού» δικαιώματος του εργοδότη στην ιδιοκτησία καθώς και μιας σειράς ποινικών αδικημάτων (παράνομης βίας, διατάραξης οικιακής ειρήνης, φθοράς). Απέναντι στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας προβάλει πάντα το συνταγματικό δικαίωμα στην εργασία και στην απεργία[2]. Οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να περιφρουρήσουν την εργασία τους, που αποτελεί συνήθως την μοναδική πηγή βιοπορισμού τους. Η κατάληψη των χώρων εργασίας είναι μια σπάνια μορφή αγώνα και χρησιμοποιείται σε εκείνες τις περιπτώσεις που η συλλογική αποχή από την εργασία δεν κρίνεται επαρκής. Πώς θα μπορούν οι εργαζόμενοι να διαφυλάξουν την εργασία τους όταν γνωρίζουν πως ο εργοδότης σχεδιάζει άμεσα την πώληση και μεταφορά των μηχανημάτων ή των πρώτων υλών της επιχείρησης ή το οριστικό κλείσιμό της ή την μαζική πρόσληψη νέων εργαζομένων που θα λειτουργήσουν ως απεργοσπαστικός μηχανισμός; Θεωρήθηκε έτσι με ισχυρή επιχειρηματολογία ότι η παραμονή των απεργών στους χώρους εργασίας είναι συστατικό στοιχείο της αγωνιστικής εκδήλωσης και δεν μπορεί να στηρίζει αποδοκιμασία της απεργίας από το δίκαιο[3]. Εγκαταλείφθηκε σταδιακά μετά την μεταπολίτευση στην Ελλάδα η πατερναλιστική αντίληψη που ταύτιζε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης με την απόλυτη κυριαρχία του εργοδότη στους χώρους εργασίας[4]. Είναι αλήθεια ότι δεν έχουν και πολλά περιθώρια πλέον οι επιχειρηματίες να επικαλούνται το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς μέσα στους χώρους της εργασίας όταν σε περιόδους οικονομικής ύφεσης οι επιχειρήσεις στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε κρατικές χρηματοδοτήσεις και ευνοϊκές δανειακές συμβάσεις που αντλούνται από τους φόρους και τα λαϊκά εισοδήματα.  Όπως ορθά έχει επισημανθεί ακόμα και η διάπραξη ποινικών αδικημάτων όπως εξυβρίσεων με θύματα τους μη απεργούς είναι συνηθισμένο φαινόμενο κατά την διάρκεια των εργασιακών αγώνων και για το λόγο αυτό η απαξία τέτοιων πράξεων σχετικοποιείται[5]. Και νομολογιακά θωρήθηκε εδώ και 50 χρόνια ότι η χρησιμοποίηση υβριστικών εκφράσεων που απευθύνονται σε απεργοσπάστες είναι μεν «ασφαλώς οξείαι αλλά αποτελούν έντονον εκδήλωσιν πικρίας και κείνται εις τα πλαίσια των συνήθων μαχητικών εκδηλώσεων των απεργών, οι οποίοι είναι φυσιολογικόν και εύλογον να προσπαθούν να προσελκύσουν (και ουχί να εκβιάσουν) και άλλους εργάτας εις την απεργίαν των…»[6].

         Σήμερα τα επιχειρήματα της ιδιοκτησιακής αντίληψης στην εκμετάλλευση επιστρατεύονται και πάλι ως λογική συνέπεια μιας σταδιακής κοινωνικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης, μιας συστηματικής ιδεολογικής προπαγάνδας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, από τα μέσα ενημέρωσης, μέσα στους χώρους δουλειάς. Επιστροφή και πάλι στο ν. 330/1976 (άρθρο 40 παρ. 4β) που προέβλεπε ειδικές αυστηρές ποινικές κυρώσεις, ο οποίος καταργήθηκε με το ν. 1264/1982! Και αφού ο εργοδότης αναγνωρίζεται στις μέρες μας ως μοναδικός και απόλυτος αφέντης του χώρου δουλειάς, αφού ντύθηκαν οι έντονες και πάντα παρούσες ταξικές συγκρούσεις τον μανδύα του κοινωνικού εταιρισμού και της συναίνεσης με νεολογισμούς και ουδέτερους όρους ώστε να μην προκαλούν τον κοινωνικό αντίπαλο, έρχεται ο νομοθέτης να επικυρώσει την εργοδοτική κυριαρχία με ένα πραγματικό μένος εναντίον των απεργών. Οι παραβάτες απεργοί θα τιμωρούνται σκληρότερα από κάθε άλλο δράστη.  «Φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 200 ημερησίων μονάδων, οριζομένης της τιμής εκάστης ημερησίας μονάδας σε 25 ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη». Ενώ το άρθρο 57 ΠΚ ορίζει το ανώτατο όριο της χρηματικής ποινής το οποίο δεν πρέπει να ξεπερνά τις 360 ημερήσιες μονάδες (όταν απειλείται αθροιστικά και ποινή στερητική της ελευθερίας) στην προκειμένη περίπτωση σε μία εντυπωσιακή αλλαγή του μοντέλου που υιοθετεί ο νομοθέτης, θέτει όχι το ανώτατο αλλά το κατώτατο όριο χρηματικής ποινής χωρίς επίσης να διευκρινίζει ποιο είναι το ανώτατο. Σημειώνεται ότι ακόμα και σε κακουργήματα τίθεται ανώτατο και όχι κατώτατο όριο χρηματικής ποινής. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι ενώ το άρθρο 57 παρ. 3 ΠΚ, που ρυθμίζει τις χρηματικές ποινές, ορίζει ότι το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας κυμαίνεται από 1 έως 100 ευρώ, με το υπό ψήφιση νομοθέτημα αφαιρείται η σχετική κρίση από τα δικαστήρια και ορίζεται ex lege ένα ελάχιστο ποσό χρηματικής ποινής τα 5.000 ευρώ (200 μονάδες Χ 25 ευρώ). Το κρεσέντο νομοθετικής σκληρότητας απέναντι στους απεργούς κορυφώνεται με το τελευταίο εδάφιο «Σε περίπτωση υποτροπής τα ανωτέρω ελάχιστα όρια διπλασιάζονται». Δεν διευκρινίζεται εάν διπλασιάζονται μόνο οι ημερήσιες μονάδες και άρα η χρηματική ποινή φθάνει τα (400Χ 25) 10.000 ευρώ ή διπλασιάζεται και η τιμή της ημερήσιας μονάδας σε 50 ευρώ και συνεπώς η ελάχιστη χρηματική ποινή που θα καταβάλουν οι απεργοί διαμορφώνεται σε (400Χ5) 20.000 ευρώ. Είναι πλέον προφανές ότι η χρηματική ποινή σε βάρος των απεργών θα είναι μεγαλύτερου ύψους και από τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται στα κακουργήματα σε μια προφανέστατη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε μια σαφή προσπάθεια εκφοβισμού κάθε μορφής αγώνα απέναντι στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες.

———————

 

[1] Για την ιστορική εξέλιξη της συγκεκριμένης μορφής αγώνα στην Ελλάδα η οποία πρωτοεμφανίστηκε στην απεργία των καπνεργατών στην Καβάλα το 1933, αλλά και σε όλη την Ευρώπη , βλ. Λ. Ντάσιο, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος ΒΙΙ, σελ. 896.

[2] Λ. Ντάσιος, ανωτ, σελ. 897 που αιτιολογεί την προτεραιότητα του δικαιώματος της απεργίας έναντι του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.

[3] Σύνταξη ΕΕργΔ 1976, 724, Δ. Τραυλός- Τζανετάτος, Απεργία και καταλήψεις, Εφημερίδα τα ΝΕΑ, 2-5-1988, ο οποίος παρατηρεί ότι οι εργαζόμενοι με την παραμονή τους στους χώρους εργασίας λειτουργούν ως «υπερενισχυμένο προσωπικό ασφαλείας», Α. Καζάκος, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 3η έκδ. σελ. 777 επ, όπου και παραπομπές στη γαλλική νομική επιστήμη, Λ. Ντάσιος, ανωτ , σελ. 896 επ.

[4] Α. Καζάκος, ανωτ, σελ. 778, Δ. Τραυλός- Τζανετάτος, Εργατικό Δίκαιο και βιομηχανική κοινωνία, 1977, 53 επ.

[5] Α. Καζάκος, ανωτ, σελ. 783.

[6] ΜονΠρΘηβ 304/1977, Δεν 1978, 194, ΜονΠρΘηβ 170/1977, ΕΕργΔ 1977, 744.

Π.Μποροδήμος, Δικαιοσύνη υπό πίεση

Δικαιοσύνη υπό πίεση

 

                                                Παντελής Μποροδήμος, μέλος Δ.Σ. ΕΝΔΕ

 

      Όποιος πέρασε αυτό το καλοκαίρι από δικαστικό μέγαρο, από δικαστική αίθουσα ή ακόμη και δίπλα από δικαστικό λειτουργό, μπορούσε να νιώσει μια ένταση πρωτοφανή. Το τέλος μιας δικαστικής χρονιάς, είναι πάντα χρόνος αποτίμησης, σύγκρισης και προγραμματισμού της διαχείρισης των απολειπόμενων δικογραφιών, που μας συντροφεύουν σε αυτό που οι υπόλοιποι άνθρωποι ονομάζουν διακοπές. Φέτος, όμως, η διάθεση ήταν ιδιαίτερα βαριά. Ο χρόνος για κουβέντα σε αίθουσες και γραφεία ελάχιστος, η απογοήτευση διάχυτη και νικητής το άγχος. Και παντού βαλίτσες, μικρές και μεγάλες, που πηγαίνουν κι έρχονται διαρκώς, σέρνοντας τα κουρασμένα χαμόγελα των συναδέλφων, που οφείλουν να απαντούν στο διαχρονικό χιούμορ των διαδρόμων: «Πάτε ταξίδι;». «Όχι, δικογραφίες είναι».

      Τη δικαστική χρονιά που ξεκινά, είναι απόλυτη ανάγκη να ανοίξουμε με θάρρος και περισυλλογή το κεφάλαιο υπηρεσιακές – εργασιακές συνθήκες. Όχι μόνο, γιατί έχει γίνει η μόνιμη και σχεδόν αποκλειστική συζήτηση μεταξύ των συναδέλφων στην κοινή μας καθημερινότητα. Όχι γιατί η εικόνα των «νωχελικών» δικαστών που παρουσιάζεται εδώ και αρκετά χρόνια στα μέσα μαζική ενημέρωσης, είναι συνειδητά ψευδής και επί σκοπώ κατασκευασμένη. Ούτε καν μόνο γιατί είναι πια φανερό ότι ο σπόρος της στοχευμένης παραπληροφόρησης, δίνει ήδη τους καρπούς της υπηρεσιακής εντατικοποίησης και της γενικής αυστηροποίησης στην υπηρεσιακή μεταχείριση. Αλλά κυρίως, γιατί υπάρχουν πλέον όλα τα αντικειμενικά δεδομένα για να ισχυριστούμε ότι η κατάσταση της αντοχής του προσωπικού της Δικαιοσύνης είναι ήδη πολύ πέρα από τα πραγματικά της όρια.

       Τα προβλήματα που έχουμε να λύσουμε, αποτελούν σε ένα μεγάλο ποσοστό εφαρμογή απλών μαθηματικών. Αλλά τη διαφορά την κάνει πάντα εκείνος που επιλέγει τι λαμβάνεται υπόψιν ως δεδομένο και τι ως ζητούμενο. Αν ένας δικαστής χρεώνεται σε ένα έτος 150 πολιτικές δικογραφίες και μέσα στις νόμιμες προθεσμίες εκδίδει 140 αποφάσεις, εφόσον ως δεδομένη ληφθεί η δημοσίευση του συνόλου και ως μόνο ζητούμενο είναι το τι εκκρεμεί, τότε είναι ο δικαστής που χρωστάει 10 δικογραφίες. Αν οι αριθμοί αυτοί αλλάξουν (όπως συνηθίζεται να συμβαίνει) και η χρέωση φτάσει τις 200 δικογραφίες, αλλά ο δικαστής εκδώσει πάλι 140 αποφάσεις, τότε είναι ο δικαστής που χρωστάει 60 δικογραφίες. Ακολούθως, με το ίδιο παραχθέν έργο, αλλά με διαφορετική εκκρεμότητα ο ίδιος δικαστής μπορεί να κριθεί (και κρίνεται) στη μία περίπτωση επαρκής και στην άλλη πειθαρχικά ελεγκτέος. Άραγε, όμως, υπό πια οπτική γωνία είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο δεύτερος έχει εργαστεί λιγότερο; Και ποιος άλλος εργαζόμενος, σε οποιοδήποτε τομέα, κρίνεται για την απόδοσή του πρωτίστως από αυτό που δεν έκανε και σχεδόν καθόλου από αυτό που έκανε;

         Μαθηματικών συνέχεια. Οι 150 δικογραφίες το χρόνο, στους 10 μήνες του τακτικού υπηρεσιακού χρόνου (για λόγους απλοποίησης δεν υπολογίζω την επιπλέον χρέωση των θερινών τμημάτων και χρησιμοποιώ συνήθη χρέωση, όχι ακραία), σημαίνουν 15 πολιτικές δικογραφίες το μήνα κατά μέσο όρο. Επομένως, θεωρητικά ο κάθε δικαστής έχει δύο ημέρες για κάθε υπόθεση. Αλλά ούτε αυτό είναι σωστό. Γιατί μέσα στον ίδιο μήνα, θα έχει από 6 ως και 12 κατά μέσο όρο υπηρεσίες το μήνα (ποινικά ακροατήρια, δικάσιμοι πολιτικών υποθέσεων, συμμετοχή σε πειθαρχικά συμβούλια υπαλλήλων, έρευνες για εισαγγελείς και ειρηνοδίκες κλπ.), ήτοι ημέρες που είναι αντικειμενικά αδύνατο να απασχοληθεί και με επεξεργασία πολιτικής δικογραφίας. Και σιγά σιγά αρχίζει να φαίνεται καθαρά ότι ο αλγόριθμος παράγει καθυστέρηση εγγενώς, ακόμα κι αν ληφθεί υπόψιν ότι ο δικαστικός λειτουργός δεν αρρωσταίνει, δεν έχει οικογενειακές υποχρεώσεις, ούτε έχει ανάγκη ξεκούρασης. Και τότε ο δικαστής αρχίζει να κλέβει. Κλέβει πρώτα τα Σαββατοκύριακα. Μετά κλέβει την κοινωνική επαφή. Στη συνέχεια κλέβει την επαγγελματική επιμόρφωση. Τελευταία κλέβει και την γονεϊκή απασχόληση. Μέχρι πέρατος χρεώσεως, αναστολή κανονικής ζωής.

        Πριν λίγα χρόνια, ως τότε προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητήσαμε επίσημα από το υπουργείο Δικαιοσύνης, να θεσπισθεί νομοθετικά ετήσιο πλαφόν επεξεργασίας δικογραφιών, προσαρμοσμένο ανά διαδικασία, η υπέρβαση του οποίου θα δημιουργεί τεκμήριο ως προς την υπηρεσιακώς αναμενόμενη απόδοση και θα απαλλάσσει τον δικαστικό λειτουργό από τον κίνδυνο πειθαρχικής δίωξης. Η πρόταση είναι δίκαιη καθώς εξασφαλίζει τόσο το δικαστή, όσο και πρωτίστως την κοινωνική επιταγή για αποτελεσματική απονομή Δικαιοσύνης. Ως σήμερα, καμία κυβέρνηση δεν έχει δεχθεί να την υιοθετήσει. Και αιτία είναι ότι ένα τέτοιο πλαφόν, θα αποκαλύψει πάρα πολύ σύντομα ότι δεν είναι στραβός ο γιαλός, αλλά η Πολιτεία μας αρμενίζει στραβά στο πέλαγο των μη ρεαλιστικών και πλέον αντι-ανθρώπινων απαιτήσεων, που έχουν μόνιμα πλέον από τους δικαστικούς λειτουργούς οι εκάστοτε κυβερνήσεις και κατά καιρούς και η φυσική ηγεσία της Δικαιοσύνης,.

      Οι λύσεις για την ανακούφιση του συστήματος που έχει προτείνει το δικαστικό σώμα είναι πολλές, αλλά – ώ του θαύματος – οι περισσότερες εξ αυτών προσκρούουν σε αυτά που οι κυβερνήσεις τείνουν να εκτιμούν ως δεδομένα. Η θεσμοθέτηση του δικαστή- διαμεσολαβητή, που θα οδηγούσε σε συμβιβασμό σημαντικό ποσοστό περιπτώσεων, προσκρούει στο σημαντικό εκλογικό ακροατήριο των ιδιωτών- διαμεσολαβητών. Ο αριθμητικός περιορισμός των αναβολών των υποθέσεων, προσκρούει στις απαιτήσεις του δικηγορικού σώματος για «ευελιξία» του επαγγελματικού προγραμματισμού του. Η αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων, προσκρούει στους δημοσιονομικούς στόχους της κάθε κυβέρνησης. Ο εκσυγχρονισμός και η ψηφιοποίηση στη Δικαιοσύνη, προσκρούει στις εγγενείς παθογένειες των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Και εφόσον αυτά ληφθούν ως δεδομένα, καταλήγουν όλοι ότι ζητούμενο μπορεί να είναι μόνο ένα. Να πιεστούν για να εκδίδουν τις αποφάσεις πιο γρήγορα οι δικαστές. Με κάθε κόστος.

      Παρότι υπηρέτες της «τυφλής» θεάς, όμως, οι δικαστές και εισαγγελείς μπορούμε να δούμε πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι δίπλα μας. Βλέπουμε ότι η διάσταση μεταξύ χρόνου εργασίας και οικονομικών απολαβών μας είναι πλέον δυσθεώρητη. Βλέπουμε ότι το αποτέλεσμα που παράγουμε καθημερινά, με τεράστιο προσωπικό, ψυχικό και σωματικό κόστος, όχι μόνο δεν επικοινωνείται στους πολίτες, αλλά δυσφημίζεται. Η μεγαλύτερη απογοήτευση όμως, απορρέει από τη διαπίστωση ότι στο βωμό της ταχύτητας και της διατήρησης, ενός μαθηματικά εσφαλμένου, αλλά εύκολου τρόπου ελέγχου της υπηρεσιακής απόδοσης, όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν, είτε την ποιότητα του παραγόμενου αποτελέσματος, είτε τους ίδιους τους παραγωγούς. Πλέον, η Δικαιοσύνη θυμίζει μια χύτρα, που στο εσωτερικό της εδώ και πολύ καιρό αυξάνει ασφυκτικά η πίεση. Το καπάκι που με τα βίας την κρατά, είναι η αγάπη των δικαστικών λειτουργών για το λειτούργημά τους και η επιθυμία τους να το ασκούν με ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Αν η πίεση τινάξει αυτό το καπάκι, αν οι δικαστές, πάψουν να θεωρούν ότι αξίζει να είναι δικαστές, τότε πια οι συνέπειες θα είναι ολέθριες για τους θεσμούς, τους πολίτες και τη Δημοκρατία.

Ε.Γάκη, Ειδικές πραγματογνωμοσύνες

Λήψη μελέτης σε μορφή word

Λήψη παρουσίασης σε μορφή PowerPoint

 

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΕΣ

(Εισήγηση στο Επιμορφωτικό Σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 4-5/5/2023 με τίτλο:« Ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή στην πράξη των νέων Ποινικών Κωδίκων και ιδίως μετά την τροποποίησή τους με τους Ν. 4855/2021 και 4871/2021)

 

Ευαγγελία Γάκη,  Δικαστής Στρατοδικείου Αθηνών,  Υποψήφια Διδάκτωρ Τμήματος Νομικής, ΑΠΘ

 

      Η πραγματογνωμοσύνη συνιστά ένα από ισχυρότερα αποδεικτικά μέσα το οποίο το συναντάμε  στο τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του ΚΠΔ με τίτλο οι αποδείξεις και συγκεκριμένα στις διατάξεις των άρθρων 183-208 ΚΠΔ. Ο ανακριτής όταν συντρέχει λόγος πραγματογνωμοσύνης για την εξακρίβωση ορισμένου γεγονότος, πριν εκδώσει διάταξη ως οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30, 102, 138 και 274 ΚΠΔ, διαβιβάζει την δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών με έγγραφο του, στο οποίο αναγράφει την παραγγελία βάση της οποία διενεργεί ποινική δίωξη καθώς και λεπτομερή αναφορά των λόγων ένεκα των οποίων απαιτείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ζητώντας απ αυτόν να γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα αν συμφωνεί η διαφωνεί με τον διορισμό πραγματογνώμονα, θέτοντας την ημερομηνία και την υπογραφή του. Όπως ορθά ορίζεται στο άρθρο 195 ΚΠΔ, το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει να καθορίζεται από τον ανακρίνοντα με λεπτομέρεια και αντικειμενικότητα. Στη σχετική παραγγελία ή διάταξη θα πρέπει με λογικό ειρμό, συνεπή αλληλουχία και εύληπτη ροή να εκτίθενται, κατά σειρά, ο επιδιωκόμενος σκοπός της επιδιωκόμενης πραγματογνωμοσύνης, τα κύρια και ουσιώδη ζητήματα που χρήζουν διευκρίνισης και επίλυσης και μια σειρά ερωτημάτων στα οποία καλείται να απαντήσει με ειδικές γνώσεις της επιστήμης ή της τέχνης ο διορισθείς πραγματογνώμονας.  Ο ανακριτής δεν δεσμεύεται από την γνώμη του Εισαγγελέα ως προς το διορισμό πραγματογνώμονα, δεδομένου ότι για την διενέργεια η το είδος της πραγματογνωμοσύνης (τακτική ή προκαταρκτική) δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα.

      Με έκθεση κοινοποιήσεως διατάξεως καλείται ο πραγματογνώμονας που έχει επιλεγεί, να προσέλθει στο γραφείο του ανακριτή για να δώσει το νόμιμο όρκο σύμφωνα με το άρθρο 194 ΚΠΔ  και να του επιδοθεί η διάταξη διορισμού του. Η κλήση μπορεί να είναι και τηλεφωνική. Στη συνέχεια του επιδίδεται η διάταξη με τους λόγους που επιτάσσουν τον διορισμό του και τα ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσει, ορίζεται προθεσμία εντός της οποίας  οφείλει  να προσκομίσει την πραγματογνωμοσύνη εκτός αν με αίτηση του ζητήσει την παράταση της. Παράλληλα γίνεται μνεία της γνώμης του Εισαγγελέα είτε είναι σύμφωνη είτε όχι. Επίσης γίνεται μνεία της υποχρέωσης του αναφορικά με το άρθρο 207 παρ.1βΚΠΔ να γνωστοποιήσει στους τεχνικούς συμβούλους το τόπο και το χρόνο διενέργειας αυτής καθώς και το θέμα αυτής.[1] Η διάταξη του πραγματογνώμονα αφού κοινοποιηθεί σε αυτόν, κοινοποιείται στον Εισαγγελέα, στον κατηγορούμενο αλλά και στον παραστάσα προς υποστήριξη της κατηγορίας, γεγονός που απορρέει από την υποχρέωση έγγραφης γνωστοποίησης των στοιχείων τους, όπως επιβάλλει η αξίωση ουσιαστικής άσκησης του δικαιώματος του εισαγγελέα και των διαδίκων,  προκείμενου ν ασκήσουν από τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματα τους, που προβλέπονται στα άρθρα 191, 192 και 204 ΚΠΔ, σε προθεσμία που τάσσει ο ανακριτής. Η έλλειψη της ανωτέρω πρόσκλησης καθιστά την ανακριτική διάταξη ως και τη διεξαχθείσα με βάση αυτή πραγματογνωμοσύνη, απόλυτα άκυρη. [2] Επιπλέον με την προσθήκη της παρ. 1 του άρθρου 204 ΚΠΔ απαιτείται η γνωστοποίηση ανάθεσης της πραγματογνωμοσύνης όπως προβλέπει το άρθρο 192 ΚΠΔ σε όλους τους διαδίκους για το διορισμό τεχνικών συμβούλων, ακόμα και στη περίπτωση που η πραγματογνωμοσύνη διενεργείται στα κατ άρθρο 184 ΚΠΔ εργαστήρια. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η περίπτωση της έγγραφης γνωστοποίησης καταλαμβάνει και το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης και αφορά τόσο τον ύποπτο όσο και τον παριστάμενο προς υποστήριξη κατηγορίας.

 

      Α. Η πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ και η ψυχοδιαγνωστική εξέταση της διάταξης του άρθρου 352Α ΠΚ.

      Ειδικότερα, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δηλαδή για τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ και ειδικότερα, του βιασμού, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, των γενετησίων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιον τους, της κατάχρησης ανηλίκων, της διευκόλυνσης προσβολών της ανηλικότητας, της πορνογραφίας ανηλίκων, της προσέλκυσης παιδιών για γενετήσιους λόγους, των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, της μαστροπείας και της γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής, προβλέπονται από τον κώδικα δύο «ιδιώνυμες» πραγματογνωμοσύνες.

      Η πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ και η ψυχοδιαγνωστική εξέταση της διάταξης του άρθρου 352Α ΠΚ.

      Η πρώτη  δεν αποτελεί αυτοδύναμο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Έχει το ρόλο της πραγματογνωμοσύνης που διενεργείται για την ενίσχυση των ευάλωτων μαρτύρων (vulenarable witnesses). [3] Ο όρος αυτός περιγράφει μάρτυρες -συνήθως ανηλίκους ή θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων – τους οποίους ο νομοθέτης κρίνει ότι λόγω του ψυχικού τραυματισμού που υπέστησαν από την εγκληματική πράξη, θα πρέπει να τους εξαίρεση από την κατ αντιπαράσταση εξέταση με τον κατηγορούμενο, καθώς η θέα και μόνο του τελευταίου είναι δυνατόν να τους προκαλέσει σημαντική ψυχική αναστάτωση, αλλά και να επηρεάσει σημαντική την ποιότητα της μαρτυρίας τους. [4] Στην περίπτωση των ευάλωτων μαρτύρων εκείνο που επιδιώκεται είναι να μην δει ο μάρτυρας τον κατηγορούμενο, λόγω του ότι πρέπει να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα και ψυχική του υγεία. Στο πλαίσιο του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, ρυθμίσεις που κατατείνουν στη προστασία ευάλωτων μαρτύρων συναντά κανείς όπως είπαμε, στις διατάξεις των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ. Κατά την εξέταση του ανήλικου (είτε του ενήλικου ) θύματος λόγω της ιδιαίτερης φύσης των εγκλημάτων του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ, ο νομοθέτης  παρεκκλίνει από το γενικό κανόνα του τρόπου εξέτασης των μαρτύρων, προϋποθέτοντας για την διεξαγωγή αυτής, το διορισμό ειδικών πραγματογνωμόνων (παιδοψυχίατρων ή παιδοψυχολόγων, ψυχιάτρων και ψυχολόγων αντίστοιχα).  Σκοπός αυτής της διάταξης είναι να προστατεύσει τα ανήλικα είτε τα ενήλικα θύματα των αδικημάτων της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής  κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής εξέτασης στην οποία θα πρέπει να  υποβληθούν.

      Ειδικότερα το άρθρο 227 ΚΠΔ προβλέπει ένα διαφορετικό τρόπο εξέτασης των ανήλικων παθόντων από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Ο πραγματογνώμονας που πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένος [5]παιδοψυχίατρος η παιδοψυχολόγος,  όταν ερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, αλλά και ο αντίστοιχος διορισθέντας πραγματογνώμονας από τον ανακριτή, όταν διερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια της ανάκρισης, συντάσσει έκθεση αποφαινόμενος για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, εν συνέχεια παρίσταται στην και κατά την διάρκεια εξέτασης αυτού, είτε από το προανακριτικό υπάλληλο είτε από τον ανακριτή. Ο ρόλος του παιδοψυχίατρου ή του παιδοψυχολόγου κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος ως μάρτυρα είναι η προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση δηλαδή η δημιουργία φιλικής επαφής και κλίματος εμπιστοσύνης με αυτόν, ελάττωση της αμηχανίας του έναντι της άγνωστης σε αυτόν δικαστικής διαδικασίας και η ενημέρωση του για την σημασία που έχει η παρουσίαση της αλήθειας στο δικαστήριο για τον ίδιο, τον δράστη και την κοινωνία. Επιπλέον η συνεργασία με τους ανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς. Άμεση προτεραιότητα έχουν οι ειδικοί που υπηρετούν στα Αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων και όπου αυτά δεν λειτουργούν ο διορισμός γίνεται από το πίνακα πραγματογνωμόνων. [6]Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος γίνεται στα Αυτοτελή γραφεία προστασίας ανήλικων θυμάτων της εφετειακής περιφέρειας ή όπου αυτά δεν λειτουργούν σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους για το σκοπό αυτό. Παρατηρούμε ότι, με το άρθρο 120 του ν. 4855/2021, απαλείφεται ο όρος υποχρεωτικά που είχε εισαχθεί με το ΝΚΠΔ, στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1. Επομένως, δίνεται η  δυνατότητα όπου δεν υφίστανται αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων, η δικανική εξέταση των ανηλίκων να διενεργείται  είτε από ειδικά εκπαιδευμένο παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο ή σε περίπτωση έλλειψης τους ψυχολόγο ή ψυχίατρο που περιλαμβάνεται στο πίνακα πραγματογνωμόνων. Ο χώρος πρέπει να είναι ειδικά εξοπλισμένος και διαμορφωμένος για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει το άρθρο 7 της ΥΑ 7320/2019 Απόφασης του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην περιφέρεια της Αττικής έχει δημιουργηθεί και εξοπλιστεί  κατάλληλος χώρος στην Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων, που εδράζεται στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών επι της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, προσαρμοσμένος για την προσήκουσα εξέταση των ανήλικων μαρτύρων θυμάτων προσβολής της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας,  αφού τα αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων-«Σπίτι του Παιδιού»  δεν έχουν ακόμα στελεχωθεί κατάλληλα και δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία (αρχές του 2022 ετέθη σε λειτουργία των Αθηνών).

      Με την παρ. 4 της διάταξης του άρθρου 227 ΚΠΔ καθιερώνεται η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου και η δυνατότητα καταχωρίσεως της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο προβολής.[7] Παρόλο που ο νέος ΚΠΔ διατηρεί αυτούσια την εν λόγω πρόβλεψη στο άρθρο 227 ΚΠΔ αναριθμώντας στην παρ. 4,ανακύπτει το ζήτημα, όταν η κατάθεση του ανηλίκου δεν καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, εάν σ αυτή την περίπτωση προκαλείται ακυρότητα της κατάθεσης (απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ). Μια μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει ότι προκαλείται. Μέχρι και σήμερα λόγω αδυναμίας καταγραφής της κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο, λόγω της έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής, όσον αφορά τις δικογραφίες που έχουν σχηματισθεί για πράξεις του 2020 και πριν,  δύναται να θεωρηθεί  στην πράξη ότι αρκεί η προσκόμιση βεβαίωσης από την υπηρεσία που θα διενεργήσει την προβλεπόμενη διαδικασία ότι δεν υφίσταται υλικοτεχνική υποδομή. Παρόλα αυτά από το 2021 λειτουργεί όπως αναφέραμε στην Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος για την εξέταση του ανηλίκου θύματος, όπου υπάρχει η δυνατότητα πλέον καταγραφής. Η καταγραφή σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο (CD,DVD,USB κλπ) της κατάθεσης του ανηλίκου που θα συνοδεύει την  έκθεση εξέτασης του ως στοιχείο της δικογραφίας, συνιστά έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ.γ του ΠΚ, επομένως  θα χορηγείται αντίγραφο αυτού στους διαδίκους, όπως ισχύει και για τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας, σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοζόμενες διατάξεις του ΚΠΔ (άρθρα 100,105,106,107,108,147 και 244 ΚΠΔ). Παρόλα αυτά δεν είναι σύννομη η τήρηση αντιγράφου αυτού, υπο την έννοια της τήρησης αρχείου στην Υπηρεσία της Διεύθυνσης Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων όπως αυτό προβλέπεται στην παρ. 1 εδάφιο στ του άρθρου 7 της ΥΑ 7320/2019. [8] Από την διαδικασία αυτή εξαιρείται η κατ αντιπαράσταση εξέταση τους με τον κατηγορούμενο, δεδομένο ότι η θέαση αυτού είναι δυνατόν να προκαλέσει ψυχική αναστάτωση και να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα της μαρτυρίας του ανηλίκου. [9]

      Για την ανωμοτί εξέταση των ανήλικων είτε ενήλικων θυμάτων ενώπιων του ανακριτή, ακολουθείται ακριβώς η ίδια διαδικασία. Ειδικότερα, διορίζεται ο πραγματογνώμονας, ο οποίος προετοιμάζει το ανήλικο είτε το ενήλικο θύμα, στην συνέχεια συντάσσει γραπτή έκθεση, που θα διατυπώσει τις διαπιστώσεις του όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ  σχετικά με την αντιληπτική του ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του. Στο άρθρο 11 της της Υ.Α. 7320/10.6.2019, ορίζεται ότι ο επιστήμων ψυχικής υγείας προετοιμάζει τον μάρτυρα για την εξέταση ως ακολούθως: τον ενημερώνει αναφορικά με το όνομα και την ιδιότητα του, συζητά αρχικά μαζί του για ουδέτερα θέματα, εγκαθιδρύει ένα υποστηρικτικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μαζί του, επεξηγεί τον λόγο, τον σκοπό και τους βασικούς κανόνες εξέτασης, όπως επίσης την πορεία της όλης διαδικασίας και τον ρόλο του, τον ενθαρρύνει να καταθέσει την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ο ίδιος τα βίωσε ή αντιλήφθηκε και να ανακαλέσει στη μνήμη του όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες. Στο άρ. 10 της Απόφασης ορίζεται ότι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του μάρτυρα αποτελεί μέρος της προετοιμασίας του για την εξέταση (δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία επιπλέον διαδικασία που θα επιβαρύνει περισσότερο τον ίδιο). Ο επιστήμων ψυχικής υγείας εξετάζει ιδίως το αναπτυξιακό του στάδιο, αξιολογεί την αντιληπτική, γλωσσική και μνημονική του ικανότητα, καθώς και την ικανότητα να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια[10]. Μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση του αναπτυξιακού σταδίου του ανηλίκου από τον αρμόδιο επιστήμονα αποτελεί ένα βασικό προ-απαιτούμενο, ώστε να αποφευχθεί μια μη ενδεδειγμένη τεχνική συνέντευξης κατά την κύρια φάση της εξέτασης[11]. Δεν επιτρέπεται, ωστόσο, να αποφανθεί σχετικά με το αληθές της αφήγησης του μάρτυρα[12], ούτε να υποδείξει στο δικαστήριο αν θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τους ισχυρισμούς του. Στο σημείο αυτό καθίσταται σκόπιμο να αναφέρουμε ότι όταν τίθεται ως ερώτημα στους πραγματογνώμονες δια μέσου των συνηγόρων, αν το ανήλικο θύμα βρίσκεται σε κατάσταση υποβολιμότητας, ο πραγματογνώμονας παρόλο που λόγω της εμπειρίας του δύναται να το απαντήσει, ενδεχομένως να μην το πράξει γιατί θα θεωρείται ότι επηρεάζει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση τη κρίση του δικαστηρίου. Παρόλα αυτά θα κληθεί να απαντήσει επιστημονικά αν υπάρχει πιθανότητα αυτό να συμβαίνει, έτσι ώστε να συνδράμει στον όσο γίνεται ορθότερο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης Με βάση τα παραπάνω: «… η αξιολόγηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου περιλαμβάνει α) την ικανότητα παρατήρησης και ερμηνείας των γεγονότων, β) την ικανότητα της μνήμης και γ) την ικανότητα μεταφοράς των γεγονότων και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια ο ανήλικος είναι ικανός να παρατηρήσει αυτό που συνέβη; Μπορεί να μεταφέρει αυτό που θυμάται; Μπορεί να θυμηθεί αυτό που παρατήρησε; Μπορεί να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια; Ο σκοπός της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί ένα εργαλείο προς το δικαστή ότι η κατάθεση του ανηλίκου είναι αξιόπιστη και κατά τούτο μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά και χρησιμεύει για να περιγράψει τις βασικές ιδιότητες που οι ανήλικοι πρέπει να διαθέτουν για να μπορούν να καταθέσουν. Το όριο βρίσκεται χαμηλά. Αυτό που απαιτείται είναι η βασική ικανότητα αντίληψης […] ειδικά στην περίπτωση που ο ανήλικος είναι απών στο ακροατήριο, ο δικαστής […] δεν διαθέτει, μπροστά του, τον ανήλικο και δεν μπορεί να τον εξετάσει για να διαπιστώσει εάν είναι ή όχι αξιόπιστος. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία, επιτελεί, ως «βοηθός» του δικαστή ο […] πραγματογνώμων»[13]. Σε συνέντευξη καλούνται επίσης τα μέλη της οικογένειας του ανηλίκου (ιδίως τα αδέλφια) προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος εν γένει. Οι γονείς είναι αναγκαίο να εξετάζονται πριν από τον ανήλικο, ενώ είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της οικογένειας (ιδίως τυχόν ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης, καθώς και σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας). Αξιοσημείωτη είναι εν προκειμένω η ρύθμιση του άρ. 227 παρ. 2 ΚΠΔ με βάση το οποίο είναι επιτρεπτή η συνοδεία του ανηλίκου από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (στην περίπτωση ενηλίκων νόμιμος εκπρόσωπος μπορεί να είναι ο δικαστικός συμπαραστάτης σε περίπτωση δικαστικής συμπαράστασης), εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του με αιτιολογημένη απόφαση για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξής του στην ερευνώμενη πράξη (επί παραδείγματι, ο ανακριτής δύναται να απαγορεύσει τη συνοδεία του ανηλίκου από τη μητέρα του σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε λάβει γνώση της θυματοποίησης και έμεινε αδρανής ή επιχείρησε τη συγκάλυψη του γεγονότος)[14].

      Ο ανακριτής, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκε ο δικονομικός τύπος των άρθρων 227 παρ.1 και 4 και 228 παρ.1και 3 ΚΠΔ κατά την προηγηθείσα αστυνομική προανάκριση πρέπει να επαναλάβει τη λήψη της μαρτυρικής κατάθεσης του ανήλικου παθόντος κατ’ άρθρο 248 παρ.2α ΚΠΔ, παρέχοντας τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του να του εγχειρίσουν γραπτό κατάλογο ερωτήσεων προς το μάρτυρα, δυνατότητα που δίνεται πλέον μετά τον ΝΚΠΔ, ώστε να διασφαλιστούν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. (άρθρα 227 παρ. 3 και 228 παρ. 2 ΚΠΔ) (ΣυμβΠλημΚερκ23/2014).

      Το συμβούλιο πλημμελειοδικών, με την σειρά του, που διαπιστώνει κατά την κρίση του επί της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης (άρθρο308παρ.1ΚΠΔ) μην νομότυπη λήψη της κατάθεσης κατά την προδικασία πρέπει να διατάσσει τη διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης (άρθρο 310 παρ.1δ και 3 ΚΠΔ) για την ορθή επανάληψη της λήψης της μαρτυρικής κατάθεσης από τον ανακριτή

      Η γραπτή έκθεση, η οποία είναι ουσιαστικά η πραγματογνωμοσύνη,  πρέπει να προηγείται της εξέτασης του ανηλίκου η οποία είναι και η τελευταία ανακριτική πράξη. [15]   Ζήτημα τίθεται αν συνίσταται απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ  στη περίπτωση που ενώ, οι συνεδρίες για  την προετοιμασία του ανηλίκου έχουν λάβει χώρα πριν την κατάθεση του ανηλίκου, η σύνταξη και η παράδοση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε μετά. Οι ΑΠ 1244/2011, ΝΟΜΟΣ, και ΑναθΔικ 4/2012 ΠοινΧρον 2013,232, έχουν δώσει αρνητική απάντηση, αφού ο νόμος δεν όριζε ούτε στο προισχύον δίκαιο, άρθρο  226 Α παρ.2 ούτε και στο ισχύον, άρθρο 227 παρ. 2 ΚΠΔ, συγκεκριμένη προθεσμία, άρα μπορεί να γίνει μέχρι και την συζήτηση στο ακροατήριο.

      Όμως στην πράξη, δημιουργούνται δύο ζητήματα, αφενός ως προς το πως θα περατωθεί η ανάκριση και ο Ανακριτής θα διαβιβάσει τα έγγραφα της δικογραφίας στο Εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 308 ΚΠΔ, εφόσον για να συμβεί αυτό, πρέπει κατά ρητή αναφορά στο νόμο να έχει  γίνει και η τελευταία ανακριτική πράξη πριν την απολογία του κατηγορουμένου, αφού η ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης από το παιδοψυχολόγο /παιδοψυχίατρο δεν θα έχει ολοκληρωθεί και αφετέρου θα παρακαμφθεί το δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση του συνόλου της δικογραφίας σύμφωνα με τα άρθρα 100 και 308 παρ.1 ΚΠΔ, μετά το πέρας της ανάκρισης.

      Ο ανακριτής οφείλει να κοινοποιήσει την ανωτέρω διάταξη περί διορισμού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου στους διαδίκους, επι ποινή δεν ακυρότητας και στον κατηγορούμενου, οι οποίοι δικαιούται να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης αυτών ή να προβούν στο διορισμό τεχνικών συμβούλων.[16] Στην περίπτωση αυτόφωρων αδικημάτων όπου συντρέχει περίπτωση επείγουσας και άμεσης ανάγκης λήψης κατάθεσης της ανήλικης στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης (αστυνομικής προανάκρισης) και συνεπώς η γνωστοποίηση στον ύποπτο του διορισμού πραγματογνώμονος, προκειμένου να δοθεί και στον ίδιο η δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο, δεν είναι υποχρεωτική σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 204 παρ.2 ΚΠΔ.[17] Επιπλέον με την παρ. 3 του άρθρου 227 ΚΠΔ δίδεται το δικαίωμα στους συνηγόρους υπεράσπισης η στους συνηγόρους του δηλώντα προς υποστήριξη κατηγορίας,  να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν από την κρίση του παιδοψυχολόγου η παιδοψυχίατρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 108 ΚΠΔ το ανήλικο θύμα ακόμα και αν δεν παρίσταται προς υποστήριξη κατηγορίας έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 92 και 100 ΚΠΔ.  Σύμφωνα με το άρθρο 207 παρ.2 ΚΠΔ ρητά εξαιρείται το δικαίωμα προσωπικής επαφής του τεχνικού συμβούλου με τον ανήλικο.

      Σύμφωνα με το  άρθρο  227 παρ.4 εδ.β (αντίστοιχο 228 παρ. 3β) σε περίπτωση ηλεκτρονικής προβολής αντικαθίσταται η φυσική παρουσία του ανηλίκου. Η καταγραφή με οπτικοακουστικό μέσο τέθηκε για την αξιοπιστία του προσώπου του ευάλωτου μάρτυρα, με βασικό στόχο να απαγορευτεί στη συνέχεια η εξέταση του στο ακροατήριο. Η αποδεικτική υποκατάσταση (φυσική παρουσία του μάρτυρα αντικαθίσταται από ηλεκτρονική προβολή) επιβλήθηκε από τη υποχρέωση συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με τα διεθνή κείμενα. (άρθρο 19 παρ. 4 και  20 παρ.3 -6 οδηγίας 2011/92 ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας(4267/2014), άρθρα 9 παρ.4, 12 παρ.4 και 15 παρ.3 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ «Προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας).

      Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5   εδ.α η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, αν δεν είναι δυνατή η καταγραφή της σε οπτικοακουστικό μέσο. Η γραπτή κατάθεση από υποχρεωτική απέκτησε επικουρικό χαρακτήρα. (226Α παρ.4α και 226Β παρ 4 προισχύον δίκαιο). Επομένως πρέπει να αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης  ότι είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου γι αυτό και δεν ανεγνώσθη η γραπτή κατάθεση του ανήλικού, όπως και το αντίστροφο. Αλλιώς προκαλείται απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.[18]

      Τέλος, στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 6 ΚΠΔ, ορίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η εμφάνιση και εξέταση του ανηλίκου θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου από τους δικαστές και τους παράγοντες της δίκης, αλλά αυτή μπορεί να διενεργηθεί κατ’ εξαίρεση μόνον κατόπιν αιτήματος από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα. Τότε μόνο, όταν γίνει δηλαδή δεκτό το αίτημα από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, μπορούν να τεθούν ερωτήματα στο ανήλικο θύμα ενόσω όμως αυτό βρίσκεται σε άλλο χώρο και όχι ενώπιον του δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων, μέσω ανακριτικού υπαλλήλου που διορίστηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, παρουσία ειδικού επιστήμονα της παρ. 1 εδ. α΄ του αρ. 227, επερχόμενης τοιουτοτρόπως κάμψης της θεμελιώδους αρχής της αμεσότητας, που απαιτεί προσωπική και άμεση επικοινωνία του Δικαστηρίου και των παραγόντων της δίκης με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα.

      Ζήτημα τίθεται όμως αν παρόλα αυτά  επιλύεται το πρόβλημα επικίνδυνης συρρίκνωσης δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3δ ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3ε ΔΣΑΠΔ. Δεν επιλύεται διότι ο συνήγορος δεν έχει την δυνατότητα να υποβάλει νέες ερωτήσεις με βάση τις απαντήσεις του ανήλικου η του ενήλικου μάρτυρα.(Χαρ. Σεβαστίδης, ο.π. σε 2688). Θα ήταν ορθότερο ενδεχομένως η παρουσία του δικηγόρου του κατηγορουμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση , ακόμη και αν δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θέτει ερωτήσεις απευθείας στο μάρτυρα πάρα μόνο υποβάλλοντας τα εγγράφως στον ανακρίνοντα. Η καταδίκη του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την ΕΔΔΑ να βασισθεί αποκλειστικά σε μια κατάθεση χωρίς να παρασχεθεί στο κατηγορούμενο η δυνατότητα να υποβάλλει ερωτήσεις (αντιπροσωπευτικές αποφάσεις ΕΔΔΑ, Bocos Questa κατά Ολλανδίας, της 10.11.2005,  15.12.2011,al-Khawaja and Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου και 15.12.2015 υπόθεση Schatschaschvili κατά Γερμανίας)

      Με το άρθρο 121 του ν. 4855/2021, επεκτείνεται η εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του άρθρου 228 ΚΠΔ σχετικά με την εξέταση ως μαρτύρων των θυμάτων του άρθρου 323Α  εμπορίας ανθρώπων και στα άρθρα 336 βιασμού, 337 παρ.4 της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας σε εργασιακό χώρο, 338 της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη,343 της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη,345 της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών και 349 παρ.3 της μαστροπείας. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η εξασφάλιση της ανεπηρέαστης και αντικειμενικής κατάθεσης των ενήλικων θυμάτων των εγκλημάτων που μνημονεύονται στην διάταξη αυτή. [19] Όπως παρατηρούμε από την αιτιολογική έκθεση, εμπλουτίζεται ο κατάλογος των αδικημάτων, για τα οποία προβλέπεται αυτή η ειδική διαδικασία εξέτασης[20] ως ειδικοί μάρτυρες και ο λόγος είναι διότι ο νομοθέτης θέλει να προστατέψει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως πολίτες τρίτων χωρών, θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης που λόγω της κακοποίησης που έχουν υποστεί αδυνατούν να καταθέτουν χωρίς την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων, αλλά και στην αποφυγή της δευτερογενούς θυματοποίησης των θυμάτων που προέρχονται από την επανειλημμένη εξέταση τους από τις αρχές.

      Από την μελέτη του άρθρου αυτού παρατηρείται ότι οι διαδικασίες είναι όμοιες με αυτές του άρθρου 227 ΚΠΔ, όπως τις αναφέραμε ανωτέρω. Σημαντικό είναι  να αναφέρουμε ότι  ο τίτλος της διάταξης αυτής παρέμεινε ο ίδιος. Θεωρούμε ότι αυτό συνέβη λόγω προφανούς παραδρομής, διότι πλέον μετά και την προσθήκη με το νόμο 4855/2021 και άλλων αδικημάτων στην διαδικασία του άρθρου 228, o τίτλος αυτός δεν προσδιορίζει με ακρίβεια  το περιεχόμενο του, αφού δεν αφορά μόνο μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων. Επομένως, κατά την γνώμη του γράφοντος, ορθότερο θα ήταν το άρθρο 228 ΚΠΔ να μετονομαστεί «ενήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας», αφού πλέον η διαδικασία εξέτασης των ανήλικων μαρτύρων προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ.

      Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι,  στην διάταξη του άρθρου 228 ΚΠΔ, διατηρήθηκε η εξαίρεση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 204 έως και 208 ΚΠΔ, εν αντίθεσή με το  άρθρο 227 ΚΠΔ, όπου  ο νομοθέτης χορήγησε ρητά στην παρ. 2 αυτή την δυνατότητα. Ωστόσο χωρίς καμία δικαιολογητική βάση και λογικά εκ προφανούς παραδρομής, διατηρήθηκε το άρθρο 228 παρ. 1 ΚΠΔ η εξαίρεση από τα δικαιώματα των άρθρων 204-208 ΚΠΔ.[21] Επομένως αποτελεί παραφωνία το γεγονός ότι επιτρέπεται στην περίπτωση των ανήλικων θυμάτων η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου, ενώ για τα ενήλικα θύματα των αδικημάτων που εντάσσονται σ αυτή την διάταξη να απαγορεύεται η δυνατότητα σύμφωνα με το άρθρο 228 ΚΠΔ. Ο πραγματογνώμονας που διορίζεται έχει και εδώ και όπως και στο άρθρο 227 ΚΠΔ, την υποχρέωση να αποφανθεί για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντος καθώς και να παρίσταται στην εξέταση του. Οφείλει να συντάξει γραπτή έκθεση. Επομένως προηγείται ο διορισμός (ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων 183 επ.), έπεται η προετοιμασία του θύματος για την εξέταση του και η κρίση της ψυχικής κατάστασης και της  αντιληπτικής ικανότητας, ακολουθεί η υποβολή πραγματογνωμοσύνης και στο τέλος η κατάθεση του (ΑΠ 156/2007, ΣυμβΠλημΡόδου 42/2021 και Συμβ ΠλημΑμφ 200/2021, ΑΠ 884/2022).

      Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 228 παρ. 5 ΚΠΔ, στη περίπτωση που το δικαστήριο μετά από αίτηση του εισαγγελέα ή των διαδίκων, κρίνει ότι ο παθόντας πρέπει να καταθέσει μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, δύναται να διορίσει ανακριτικό υπάλληλο που θα εξετάσει τον παθόντα στο τόπο όπου βρίσκεται, σύμφωνα πάντα με την διαδικασία που ορίζεται στην παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, όμοια με αυτή του άρθρου 227 par. 6 ΚΠΔ.  Παρατηρούμε την ομοιότητα της διάταξης με αυτή του άρθρου 328 ΚΠΔ (εξέταση των μαρτύρων που έχουν κόλλημα να εμφανιστούν) που ανήκει στο προπαρασκευαστικό στάδιο της διαδικασίας και με την διάταξη του άρθρου  354 ΚΠΔ (μάρτυρες που είναι αδύνατο να εμφανιστούν) που ανήκει στη κύρια διαδικασία. Κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας μετά από αίτηση του Εισαγγελέα ή του διαδίκου ή ακόμα και αυτεπαγγέλτως ο Πρόεδρος θα ορίσει ανακριτικό υπάλληλο που θα εξετάσει το παθόντα στο τόπο όπου βρίσκεται παρουσία ειδικού επιστήμονα (παιδοψυχολόγου ή ψυχιάτρου σε περίπτωση ανηλίκου ή ενηλίκου) και γραμματέα που θα συντάξει έκθεση. Στην κύρια διαδικασία θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 354 ΚΠΔ και την εξέταση θα πραγματοποιήσει  ο Πρόεδρος ή μέλη του δικαστηρίου αντί για τον ανακριτικό υπάλληλο. Προκειμένου να εξετασθεί ο μάρτυρας το δικαστήριο διατάσσει την διακοπή της δίκης μέχρι το πολύ δεκαπέντε μέρες (353 παρ. 4 ΚΠΔ) ή την αναβολή για νέες αποδείξεις (352 ΠΑΡ. 3 ΚΠΔ). [22]Εάν γίνει δεκτό το αίτημα οι ερωτήσεις καθορίζονται  με σαφήνεια και υποστηρίζεται ότι μ αυτή τη διαδικασία αναπληρώνεται κατά κάποιο τρόπο η παρουσία του ανηλίκου ή του ενηλίκου στο ακροατήριο.(Σεβαστίδης, ο.π. σε 2688).[23]

      Με το άρθρο 121 του ν. 4855/2021 τροποποιήθηκε, η παρ. 5 του άρθρου 228 ΚΠΔ και ο παθόντας μπορεί να κλητευθεί και  εξεταστεί διαρκούσης της συνεδριάσεως με φυσική παρουσία κεκλεισμένων των θυρών, όπως προβλέπει το  άρθρο 330 ΚΠΔ, αφού προηγηθεί αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Ο νομοθέτης θέλει με την προσθήκη αυτή, να δώσει στο δικαστήριο την ευχέρεια να καλέσει τον ενήλικο παθόντα ενώπιων του αφού η προσθήκη αυτή αφορά μόνο τους ενηλίκους (προβλέπεται μόνο στο άρθρο 228 ΚΠΔ και όχι στο 227 ΚΠΔ που αφορά ανηλίκους) και στην περίπτωση που αυτό θεωρείται αναγκαίο, αφού απαιτεί την έκδοση ειδικά αιτιολογημένης απόφασης, ώστε να εξασφαλίζεται όσο γίνεται η προστασία του μάρτυρα-παθόντα από ανώφελη προσαγωγή του ενώπιων του δικαστηρίου, αλλά επιπροσθέτως και για να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στη περίπτωση που δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που δικαιολογούν την ενοχή του και απαιτείται η εκ νέου κατάθεση του θύματος. Το δικαστήριο δύναται, είτε να διακόψει 353 ΚΠΔ όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής ή ο κατηγορούμενος είναι κρατούμενος, είτε να αναβάλει για «κρείσσονες αποδείξεις» σύμφωνα με το άρθρο 352  ΚΠΔ έτσι ώστε  να κλητεύσει  τον παθόντα στο ακροατήριο, τηρώντας πάντα τις ιδιαίτερες διατυπώσεις, υπο τις οποίες πρέπει να γίνει η εξέταση του. Όσον αφορά την διαδικασία εξέτασης του θα πρέπει  να διορισθεί ως συμπράττων ειδικός επιστήμονας ψυχολόγος ή ψυχίατρος, είτε εντός, είτε εκτός για λόγους ταχύτητας, του καταλόγου των πραγματογνωμόνων, που θα έχει την αποστολή να προετοιμάσει τον ενήλικο για την εξέταση του, θα συντάξει γραπτή έκθεση περί της αντιληπτικής του ικανότητας και φυσικά θα παρασταθεί κατά την εξέταση του, εφαρμόζοντας όσα προβλέπονται και για τους ανηλίκους, όπως αναλύσαμε ανωτέρω. Επομένως το δικαστήριο, στο διατακτικό του θα κλητεύσει τον παθόντα, θα διορίσει ως ειδικό επιστήμονα για να παρασταθεί ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ο οποίος αφενός θα πρέπει να προετοιμάσει ψυχολογικά τον ενήλικο για τον σκοπό και την αναγκαιότητα της εξέτασης και αφετέρου να γνωμοδοτήσει ως προς την αντιληπτική  ικανότητα του ενηλίκου και τέλος θα προκαθορίσει ότι η εξέταση θα γίνει με βάση συγκεκριμένες ερωτήσεις τις οποίες και θα θέσει στο διατακτικό της απόφασης του. [24]  Η πρόβλεψη αυτή ικανοποιεί την δυνατότητα του κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ.3 περ. δ της ΕΣΔΑ και προβλέπεται στη παρ 2 του άρθρου 228 ΚΠΔ, η οποία δίδει το δικαίωμα στους συνηγόρους των διαδίκων να ζητήσουν να υποβληθούν στον παθόντα από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, αφού κρίνει ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος αν αυτές θα επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του παθόντος.[25]

      Η δεύτερη πραγματογνωμοσύνη που προβλέπεται στην διάταξη  του άρθρου 352Α ΠΚ θεσπίζει διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας κατάστασης τόσο του κατηγορουμένου όταν το θύμα είναι ανήλικο και όχι ενήλικο, όσο και των ανήλικων και όχι των ενήλικων θυμάτων στις περιπτώσεις των ανωτέρω εγκλημάτων. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να εντοπιστεί όσον αφορά τον κατηγορούμενο, έγκαιρα τυχόν γενετήσια διαστροφή ή παιδοφιλία των προβλεπόμενων στο Κεφάλαιο 19ο του Ποινικού Κώδικα εγκλημάτων[26]. Επομένως, πρόκειται για την καλούμενη ψυχολογική -ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, δηλαδή την ειδική εξέταση τόσο του κατηγορουμένου όσο και του ανήλικου θύματος, που αποσκοπεί στην υποβολή θεραπείας αυτών, δηλαδή του μεν κατηγορουμένου ως προς τον έγκαιρο εντοπισμό τυχόν γενετήσιας διαστροφής του με την λήψη μέτρων κατάλληλης θεραπείας σε περίπτωση καταδίκης (352Α παρ 2), τον αποκλεισμό επανάληψης στο μέλλον και την διευκόλυνση της οικογενειακής του επανένταξης, του δε θύματος ως προς την επίβλεψη και την αντιμετώπιση του μετατραυματικού συνδρόμου και την υποβολή αυτού σε θεραπεία. Κατά συνέπεια η πραγματογνωμοσύνη αυτή, έχει συγκεκριμένη χρησιμότητα, όπως προβλέπεται από την διάταξη και δεν διενεργείται γιατί αποσκοπεί στην διεύρυνση της υπόθεσης και την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, ως προς την τέλεση ή μη των προαναφερόμενων αδικημάτων εις βάρος των ανηλίκων, ούτε ως προς την ύπαρξη λόγου άρσης ή μείωσης του καταλογισμού σύμφωνα με το άρθρο 34 ή 36 ΠΚ.

      Η διαδικασία αυτή διατάσσεται είτε στην προδικασία από τον αρμόδιο εισαγγελέα είτε στην κυρία ανάκριση από τον αρμόδιο ανακριτή. Η εξέταση αυτή συνιστά πραγματογνωμοσύνη, υπαγόμενη στις διατάξεις των άρθρων 183 επ. ΚΠΔ. Στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης, την εν λόγω ψυχοδιαγνωστική εξέταση του κατηγορουμένου, διατάσσει ο ανακριτής, με την έκδοση διάταξης, αφού υποχρεωτικά ακουστεί ο εισαγγελέας σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ2 και 4 και 138  παρ. 1 ΚΠΔ. Δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του. Η εξέταση αυτή δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αντιθέτως διατάσσεται είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου και  μόνο κατόπιν συναινέσεως του. Αν δεν συναινέσει ο κατηγορούμενος, δεν δύναται ο ανακριτής να προχωρήσει στην διενέργεια της. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι παρόλο που δεν προκύπτει από το γράμμα του νόμου, ότι η συναίνεση του κατηγορουμένου πρέπει να είναι γραπτή και να εγχειρίζεται στη δικογραφία. Η συναίνεση  δύναται να περιλαμβάνεται είτε στην προφορική απολογία του ενώπιον του ανακριτή είτε στο υπόμνημα που υποβάλλει σ αυτόν  ή πριν απ αυτήν, σε χωριστό έγγραφο  το οποίο και θα συμπεριληφθεί στην δικογραφία. Το λογικό  είναι να δίνεται η συναίνεση στην αρχή της διαδικασίας ώστε να μην χρειάζεται μετά νέα συμπληρωματική απολογία, όπως απαιτείται μετά την τελευταία ανακριτική πράξη. Σε περίπτωση αρνήσεως του ανακριτή να προχωρήσει στην διενέργεια αυτής της εξέτασης, απαιτείται η έκδοση διάταξης η οποία θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο, όπως προβλέπουν τα άρθρα 102 και 274 ΚΠΔ. Επι της διάταξης αυτή ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.

      Μετά την συναίνεση του φερόμενου ως δράστη και την γνωμοδότηση του αρμόδιου Εισαγγελέα, επιστρέφει η δικογραφία στον ανακριτή, όπου προβαίνει στην έκδοση διάταξης με την οποία διορίζει πραγματογνώμονα ψυχίατρο, από τον πίνακα πραγματογνωμόνων που καταρτίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Στην ανωτέρω ανακριτική διάταξη παρατίθενται οι ερωτήσεις που απευθύνονται στον πραγματογνώμονα, η εισαγγελική γνωμοδότηση που δεν απαιτείται να είναι σύμφωνη, καθώς και τη συναίνεση του κατηγορουμένου. Ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει την διάταξη αυτή στον εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο και στον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας, ήτοι το νόμιμο εκπρόσωπο του ανηλίκου θύματος, διότι δεν προκύπτει καμία εξαίρεση από το νόμο όσον αφορά την κοινοποίηση της διατάξεως στον τελευταίο. Επομένως ο παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας νομιμοποιείται εν προκειμένω, στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του που πηγάζουν από τα άρθρα 191 και 192 ΚΠΔ και τον διορισμό αντίστοιχα τεχνικού συμβούλου σύμφωνα με τα άρθρα 204 ΚΠΔ., δικαίωμα το οποίο έχει και ο κατηγορούμενος αντίστοιχα. Αν μετά τη έκδοση της διάταξης ο κατηγορούμενος ανακαλέσει την δήλωση συναίνεσης του για την διενέργεια της ψυχοδιαγνωστικής του εξέτασης, τότε αυτός δεν δύναται να εξαναγκαστεί και ως εκ τούτου, ματαιώνεται η διενέργεια αυτής.

      Όσα λεπτομερώς περιγράφονται ανωτέρω για την διενέργεια της προκείμενης πραγματογνωμοσύνης ισχύουν και σ αυτήν όσον αφορά την ορκοδοσία και την ανάληψη καθηκόντων μετά δε την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης αυτός υποβάλλει την έκθεση του στο ανακριτή  (αρ. 198 και 148 ΚΠΔ). Σε περίπτωση που το πόρισμα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης κατατείνει υπερ του εντοπισμού τυχόν γενετήσιας διαστροφής του κατηγορουμένου, δύναται στη περίπτωση αυτή το δικαστήριο να επιβάλει στον καταδικασθέντα την παρακολούθηση προγράμματος ψυχογενετήσιας θεραπείας του, η οποία εκτελείται κατά το χρόνο έκτισης της ποινής ή ανεξάρτητα απ αυτήν.

      Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και όσον αφορά τα ανήλικα θύματα όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, προκειμένου να κριθεί αν έχουν ανάγκη θεραπείας. Κατά τα λοιπά καθώς και για την διενέργεια της προκείμενης πραγματογνωμοσύνης ισχύουν όσα λεπτομερώς εκτίθενται ανωτέρω στις οικείες παραγράφους περί πραγματογνωμοσύνης και διορισμού τεχνικού συμβούλου από τον κατηγορούμενο αλλά και από τον παριστάμενο προς υποστήριξη κατηγορίας. Κατά την κρίση του γράφοντος ο νομοθέτης θα ήταν σκόπιμο να επεκτείνει την ιδιώνυμη πραγματογνωμοσύνη αυτή και στους δράστες των ενήλικων θυμάτων αλλά και στα ενήλικα θύματα, δεδομένου ότι πρόβλεψε και γι αυτούς μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του ν. 4855/2021 μια ειδική διαδικασία εξέτασης τους σύμφωνα με το άρθρο 228 ΚΠΔ.

      Τέλος με την παράγραφο 4 του άρθρου 352Α πκ δίνεται η δυνατότητα στον εισαγγελέα, στον ανακριτή είτε στο δικαστήριο την απομάκρυνση του υπαίτιου από το περιβάλλον. Αυτή η διάταξη δεν εφαρμόζεται στην πράξη όσο θα έπρεπε, παρόλο που εξασφαλίζει την ασφάλεια του ανήλικου θύματος.

      IV. Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη.

      α. Προβλέπεται στο άρθρο 200 ΚΠΔ και δύναται να διενεργηθεί στο στάδιο της προδικασίας μόνο από τον ανακριτή όταν η δικογραφία βρίσκεται  στο στάδιο της ανάκρισης. Ο σκοπός της είναι να κριθεί ο καταλογισμός του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται (άρθρα 34 και 36 ΠΚ), να παρακολουθήσει την διαδικασία και να αποφασιστεί η αναστολή ή μη της διαδικασίας κατ άρθρο 80 ΚΠΔ και τέλος να διαπιστωθεί η διανοητική κατάσταση του καταδικασθέντος ώστε να κριθεί αν υφίσταται λόγος αναβολής εκτέλεσης της ποινής. (555 ΚΠΔ).

      Ο ανακριτής, θα διενεργήσει την συγκεκριμένη πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 200 ΚΠΔ, αν αποφασίσει τον εγκλεισμό του κατηγορουμένου στο ψυχιατρείο.  Αλλιώς θα διενεργήσει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη κατά άρθρα 183 επ. ΚΠΔ.

      Ο ανακριτής επομένως για να αποφασίσει με διάταξη του τον εγκλεισμό του κατηγορουμένου στο ψυχιατρείο θα πρέπει προηγουμένως να διενεργήσει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη κατ άρθρο 183 ΚΠΔ, διορίζοντας δύο τουλάχιστον πραγματογνώμονες, οι οποίοι και θα γνωμοδοτήσουν θετικά. Άρα ο ανακριτής εκδίδει δύο διατάξεις, μια για τον διορισμό των πραγματογνωμόνων και μια για τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο. Χωρεί προσφυγή κατά της διάταξης εγκλεισμού του ανακριτή σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 200 παρ. 1 εδ γ ΚΠΔ η οποία έχει τριήμερη προθεσμία από την επίδοση της στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του (168 ΚΠΔ). Ο συνήγορος έχει δικαίωμα να ασκήσει και μόνος του χωρίς την συναίνεση του κατηγορουμένου. Η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Οι πραγματογνώμονες είτε :α) θα γνωμοδοτήσουν οι ίδιοι για την ψυχική και διανοητική κατάσταση του κατηγορουμένου οπότε εκεί δεν χωρεί εφαρμογή του 200 ΚΠΔ ή β) θα γνωμοδοτήσουν θετικά για τον εγκλεισμό του κατηγορουμένου (τρίμηνης διάρκειας) σε δημόσιο ψυχιατρείο ώστε να αποφανθούν εκεί για τα ανωτέρω. Αν εγκλειστεί σε δημόσιο ψυχιατρείο, οι πραγματογνώμονες θα τον παρακολουθήσουν και θα συντάξουν τελικώς, μετά την παρακολούθηση την τελική τους γνωμοδότηση για την ψυχική του υγεία ή την διανοητική του ικανότητα. [27] Η απόφαση των πραγματογνωμόνων για εγκλεισμό στο ψυχιατρείο πρέπει να είναι  ομόφωνη, επομένως σε περίπτωση διαφωνίας τους ο ανακριτής πρέπει να διορίσει και τρίτο. [28] Άρα οι πραγματογνώμονες σε περίπτωση απόφασης εγκλεισμού οφείλουν να γνωμοδοτήσουν σε δύο στάδια: α) επι της διαδικασίας, για αν θεωρούν αναγκαία την εισαγωγή του κατηγορουμένου στο δημόσιο ψυχιατρεία και β) επι της ουσίας, τον παρατηρούν στο ψυχιατρείο και συντάσσουν την γνωμοδότηση, η οποία απαντά στα ερωτήματα της διάταξης του ανακριτή.[29]

      β. Σε περίπτωση που ο εγκλεισμός αποφασισθεί από τον ανακριτή απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας προσφεύγουν στο δικαστικό συμβούλιο κατά άρθρο 307 περ. α ΚΠΔ. Εάν ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση να διορίσει συνήγορο, ο ανακριτής οφείλει να του διορίσει αυτεπαγγέλτως, ακόμη και χωρίς την υποβολή αιτήματος.

      Θεωρείται ένα επαχθές δικονομικό μέτρο γι αυτό και ο ανακριτής, ακόμα και αν δεν ορίζεται ρητά στο νόμο, πρέπει να το επιλέγει  α) στα κακουργήματα (στα πλημμελήματα μόνο κατόπιν αίτησης του κατηγορουμένου είτε του συνηγόρου του) και β) αν προκύπτει από την δικογραφία ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται και είναι ανάγκη να διερευνηθεί δια της πραγματογνωμοσύνης ο καταλογισμός και η αντίληψη της διαδικασίας. Επομένως δεν αρκούν οι απλές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα.

      Τέλος σε περίπτωση έκδοσης εντάλματος προσωρινής κράτησης ή διάταξης ηλεκτρονικής επιτήρησης, αναστέλλεται μέχρι να παρέλθει η  προθεσμία εγκλεισμού του κατηγορουμένου στο ψυχιατρείο,(200 παρ. 3β ΚΠΔ).

      V. Πραγματογνωμοσύνη για διαπίστωση εξάρτησης από τα ναρκωτικά

      α. Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 3 εδ. Β Ν. 4139/2013 σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να καθορισθεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης το είδος και η βαρύτητα αυτής. Η πραγματογνωμοσύνη διεξάγεται από τα δημόσια κέντρα απεξάρτησης, από ψυχιατρικές κλινικές και τα εργαστήρια ιατροδικαστικής και τοξικολογίας των Α.Ε.Ι της χώρας, τις ιατροδικαστικές υπηρεσίες ή από τα νομαρχιακά ή περιφερειακά νοσοκομεία. [30] Η απόρριψη ή αποδοχή του αιτήματος πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Επομένως ακόμα και στο στάδιο της ανάκρισης δικαιούται να ζητήσει ο κατηγορούμενος την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ακόμα και μετά την απολογία του, έστω και αν δεν ανέφερε ότι είναι εξαρτημένος. Ο ανακριτής δικαιούται να απορρίψει το αίτημα με έκδοση διάταξης κατά της οποίας μπορεί να προσφύγει ο κατηγορούμενος στο δικαστικό συμβούλιο.[31]

      Με την Υ.Α. 42β/οικ. 3982 της 7.10/4.11.87 (ΦΕΚ 577Β/1987) ορίζονται λεπτομέρειες για τον ορθό τρόπο διάγνωσης της εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες. Ο έλεγχος διακρίνεται σε εργαστηριακό και κλινικό. Κατά το άρθρο 1 της Υ.Α. ο εργαστηριακός έλεγχος γίνεται με ανάλυση σωματικών υγρών του εξεταζόμενου (αίμα, ούρα) σε χρόνο μικρότερο από 48-72 ώρες από την λήψη της τελευταίας ναρκωτικής ουσίας από τον εξεταζόμενο. Κατά τον κλινικό έλεγχο ο εξεταζόμενος εισάγεται άμεσα για κλινική παρακολούθηση σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα ή σωφρονιστικό κατάστημα για πέντε τουλάχιστον μέρες.  Κατά το άρθρο 2  της ως ανω Υ.Α. ο εξεταζόμενος για να κριθεί ως εξαρτώμενος πρέπει να πληροί τουλάχιστον τρία από τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος. Επομένως τα δικαστήρια είναι δύσπιστα όταν η πραγματογνωμοσύνη δεν είχε συνταχθεί με βάση αντικειμενικά κριτήρια ή ότι το συμπέρασμα για την εξάρτηση του κατηγορουμένου από ναρκωτικές ουσίες είναι γενικό χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα σε ένα από τα εννέα κριτήρια. [32]

      β. Και εδώ ο κατηγορούμενος όπως και στις υπόλοιπες πραγματογνωμοσύνες μπορεί να διορίσει τεχνικό σύμβουλο (άρ. 204 επ. ΚΠΔ), αλλά και να υποβάλει αίτημα εξαίρεσης του πραγματογνώμονα, επικαλούμενος νόμιμο λόγο, οπότε πρέπει να τηρηθούν οι διατυπώσεις οι οποίες διασφαλίζουν άσκηση των δικαιωμάτων του.

      VI. Ανάλυση DNA

      Το άρθρο 201 ΚΠΔ ρυθμίζει μια ειδικότερη μορφή πραγματογνωμοσύνης, την ανάλυση του DNA, η οποία αποτελεί και μια σύνθετη ανακριτική πράξη, διότι αποτελείται αφενός από την λήψη του γενετικού υλικού και αφετέρου από την ανάλυση του.[33]

      Οι προϋποθέσεις για την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης είναι οι εξής:

      Ι) να υφίσταται σοβαρές ενδείξεις τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος, το οποίο τιμωρείται με ποινή τουλάχιστον του ενός έτους. Οι ενδείξεις πρέπει να είναι σοβαρές και δεν αρκεί η υποβολή έγκλησης ή μήνυσης κατά ορισμένου προσώπου.

      ΙΙ) να βρεθεί γενετικό υλικό στο τόπο του εγκλήματος, στο θύμα ή οπουδήποτε αλλού, καθώς αν δεν βρεθεί, τότε δεν μπορούμε να έχουμε και συγκρίσιμο γενετικό υλικό και δεν μπορεί να ληφθεί τέτοιο από τον κατηγορούμενο[34]

      ΙΙΙ) η ανάλυση DNA να θεωρείται απαραίτητη, λόγω μη επάρκειας των υπόλοιπων αποδεικτικών μέσων. [35]

      Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο υπεράσπισης κρίνεται απαραίτητος ο διορισμός του, κατά ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 200 παρ. 1 εδ β ΚΠΔ. [36]

      Η ανάλυση DNA μπορεί να διαταχθεί σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης, δηλαδή κατά την προκαταρκτική εξέταση [37], την αστυνομική προανάκριση την κυρία ανάκριση, τα συμβούλια και την επ ακροατηρίω διαδικασία. Κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, της αστυνομικής προανάκρισης και της προανάκρισης, την λήψη γενετικού υλικού διατάσσει ο εισαγγελέας με εντολή προς τους ανακριτικούς υπαλλήλους [38]έτσι σε περίπτωση προκαταρκτικής εξέτασης που έχουμε ύποπτο και όχι κατηγορούμενο, για να διενεργηθεί λήψη και ανάλυση DNA, πρέπει κατ απαίτηση του νόμου να υφίσταται σοβαρές ενδείξεις ότι το πρόσωπο αυτό τέλεσε την αξιόποινη πράξη. [39] κατά την διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, τη λήψη του γενετικού υλικού την διατάσσει ο ανακριτής, με έκδοση σχετική διάταξης για την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, με τη διαβίβαση του σχετικού εγγράφου στον εισαγγελέα πλημ/κών προς γνωμοδότηση (αρ. 30 παρ. 2 και 4 και 138 παρ. 1 ΚΠΔ), χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του. Ο ανακριτής με την διάταξη του παραγγέλνει α)  την ιατροδικαστική υπηρεσία να επιμεληθεί για την λήψη βιολογικού υλικού από τον κατηγορούμενο (πχ. Δυο κ.ε. αίματος ) και την παράδοση αυτού στο Τμήμα Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών της ΔΕΕ της ΕΛΑΣ, προκειμένου να εξεταστούν συγκριτικά με τα δείγματα που έχουν υποβληθεί ήδη στην ανωτέρω αστυνομική διεύθυνση β) την ανάλυση των δειγμάτων βιολογικού υλικού του κατηγορουμένου από το Τμήμα Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποιο απο τα εν λόγω δείγματα ταυτίζεται με το γενετικό υλικό το οποίο έχει εντοπισθεί στα πειστήρια, διατάσσοντας προθεσμία γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων. Η ανωτέρω διάταξη κοινοποιείται προς όλους όσους ορίζει ο νόμος (εργαστήρια, εισαγγελέα, κατηγορούμενο και υποστήριξα κατηγορία), με την επισήμανση για άσκηση του δικαιώματος των διαδίκων για διορισμό τεχνικού συμβούλου. (άρθρο 204-208 ΚΠΔ)[40]. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας ανάλυσης. [41]Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας αλλά και  ο ανακριτής, ασχέτως αν η ανάλυση είναι θετική ή αρνητική.

      Η ανάλυση DNA διεξάγεται αποκλειστικά σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο σύμφωνα με την διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 201 παρ 2 και 3 ΚΠΔ. Τέτοιο εργαστήριο είναι κατ άρθρο 30 παρ. 1  και 2 ΠΔ 14/2001 Εργαστήριο ανάλυσης βιολογικών υλικών που ανήκει στην ΔΕΕ.

      Η εν λόγω πραγματογνωμοσύνη είναι υποχρεωτική, δεν απαιτείται η συναίνεση του κατηγορουμένου και υπάρχει δυνατότητα σύμφωνα με το άρθρο 201 παρ. 1 εδ ε ΚΠΔ να την ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, όπου θα πρέπει υποχρεωτικά από το νόμο να ικανοποιηθεί το αίτημα αυτό, αλλιώς συνίσταται απόλυτη ακυρότητα άρθρο 171 παρ. 1 εδ δ. Σε περίπτωση που την ζητήσει ο κατηγορούμενος τότε δεν χρειάζεται να έχουμε  πλημμέλημα που έχει κατώτατο όριο πλαισίου ποινής κάτω του ενός έτους.

      ΟλΑΠ (σε συμβούλιο) 1/2017 ΠοινΧρ 2017 605 Η δικονομική πορεία της υπόθεσης, που ήχθη προς κρίση ενώπιον της ολομέλειας, έχει ως εξής: -Ασκήθηκε ποινική δίωξη για διακεκριμένες κλοπές, ληστεία, αρπαγή κλπ. και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης. -εκδόθηκε διάταξη του Ανακριτή, με την οποία διατάχθηκε η λήψη γενετικού υλικού του κατηγορουμένου προς ανάλυση του DNA και η σύγκριση αυτού, με γενετικό υλικό, που είχε βρεθεί ενώ τάχθηκε προθεσμία σαράντα οκτώ (48) ωρών, στον κατηγορούμενο, αρχόμενη, από την επίδοση σε αυτόν, της διάταξης, προς τυχόν διορισμό τεχνικού συμβούλου, -ενώ διαρκούσε η προθεσμία διορισμού τεχνικού συμβούλου (δεν είχε δηλαδή παρέλθει η 48ωρη προθεσμία), έλαβε χώρα η λήψη dna και ακολούθως ο κατηγορούμενος ζήτησε με αίτησή του αφενός μεν, την κήρυξη της ακυρότητας της λήψης του γενετικού υλικού του, τη μη περαιτέρω επεξεργασία και την καταστροφή τόσο του ληφθέντος γενετικού υλικού του όσο και κάθε αρχείου και εγγράφου, που αποτελούσε προϊόν ανάλυσης αυτού, αφετέρου δε την λήψη εκ νέου γενετικού υλικού του, με την παρουσία του διορισθέντος τεχνικού συμβούλου του. -το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκανε δεκτή την αίτηση με το σκεπτικό ότι και κατά τη λήψη γενετικού υλικού για την ανάλυση DNA από τον κατηγορούμενο, η οποία είχε διαταχθεί κατά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, ο τελευταίος είχε δικαίωμα να διορίσει τεχνικούς συμβούλους εντός της ταχθείσας από τον Ανακριτή 48ωρης προθεσμίας και ότι εφ’ όσον δεν είχε παρέλθει η προθεσμία αυτή, η λήψη εξ αυτού γενετικού υλικού προς τον ως άνω σκοπό και η περαιτέρω, βάσει του ληφθέντος υλικού ανάλυσή του, ήταν άκυρες ανακριτικές πράξεις και για τον λόγο αυτό κήρυξε την ακυρότητά τους. -άσκηση αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα υπέρ του νόμου αναίρεση, έγινε δεκτό ότι η λήψη dna δεν αποτελεί απλώς υλική πράξη αλλά εντάσσεται στο σύνολο του αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης. Έτσι τόσο η πράξη της λήψης του γενετικού υλικού, όσο και εκείνη της ανάλυσης αυτού, αποτελούν αναγκαίες μερικότερες πράξεις της ανακριτικής πράξης της πραγματογνωμοσύνης για την ανάλυση DNA. Και τούτο γιατί, κατά λογική αναγκαιότητα, η έγκυρη διενέργεια της δεύτερης (ανάλυσης DNA) και το ασφαλές αποτέλεσμα αυτής, προϋποθέτει την έγκυρη διενέργεια της πρώτης (λήψης του γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο), τόσο κατά τους κανόνες της επιστήμης, όσο και κατά τους κανόνες, που ορίζει ο ΚΠΔ για τη διεξαγωγή της (πραγματογνωμοσύνης αυτής), ώστε το λαμβανόμενο γενετικό υλικό να είναι κατάλληλο για την επακολουθούσα ανάλυσή του και έτσι να προκύπτει ασφαλής διάγνωση, ότι τα εκ της αναλύσεως προκύπτοντα γενετικά αποτυπώματα ανήκουν στο πρόσωπο, από το οποίο ελήφθη το αναλυθέν γενετικό υλικό. Επομένως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ.[42]

      Ήδη με το Ν.4855/2021 εισήχθη προσθήκη στο άρθρο 201 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία σε κάθε περίπτωση, πλην εκείνης, που αφορά αυτόφωρα εγκλήματα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 ιδίου Κώδικα περί διορισμού τεχνικού συμβούλου. Η προβλεπόμενη εξαίρεση αφορά την περίπτωση που όχι μόνο έλαβε χώρα αυτόφωρη πράξη αλλά επιπλέον τηρήθηκε η αυτόφωρη διαδικασία και επομένως δεν ισχύει αν έλαβε μεν χώρα αυτόφωρη πράξη, ο εισαγγελέας ωστόσο έκρινε ότι συντρέχουν λόγοι μη εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας και έδωσε π.χ. εντολή να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση. Σημειώνεται ότι υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς είχε εκδοθεί σχετικά η υπ΄αριθμ. 4/2018 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά την οποία στα καταλαμβανόμενα επ΄αυτοφώρω εγκλήματα και δη στο πλαίσιο της διενεργούμενης κατ΄άρθρο 243§2 ΚΠΔ προανάκρισης δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την εγκυρότητα της κατά το άρθρο 200Α ιδίου Κώδικα διαδικασίας, η γνωστοποίηση στο υπό εξέταση πρόσωπο της απόφασης του αρμοδίου ανακριτικού υπαλλήλου για λήψη από αυτό γενετικού υλικού και περαιτέρω ανάλυση του καθώς και η χορήγηση στο ίδιο πρόσωπο προθεσμίας για τον εκ μέρους του διορισμό τεχνικού συμβούλου[43]

————-

[1]  Λ Μαργαρίτη, Ο Νεός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1103

[2] Διατ.Ανακρ.Πρ.Σπαρτ 8/2017, Ποιν. Δικ. τευχος 3, Μάρτιος 2018, σελ 325

[3] Για την έννοια και τις ειδικότερες κατηγορίες “ευάλωτων μαρτύρων” βλ. διεξοδικά Ellison, The Adversarial Process and the Vulnerable Witness, 2001, σελ. 11 επ. και passim.

[4]Κ. Πανάγος, Ανήλικοι μάρτυρες σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης: Ο ρόλος των επιστημόνων ψυχικής υγείας στην εξέτασή τους, Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 11/2021, σελ 1515

[5] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νεός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1103

[6] Λ. Μαργαρίτης , Ο Νεός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1228

[7] Αιτ.εκθ. ν. 3627/2007, ΠοινΧρ ΝΗ/2008, σελ 189

[8] ΓνωμΕισΑΠ 1/2021 [Καταχώριση κατάθεσης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο – Αρμοδιότητα Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανηλίκων, Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 2/2021, σελ 270

[9] Κ. Πανάγος, Ανήλικοι μάρτυρες σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης: Ο ρόλος των επιστημόνων ψυχικής υγείας στην εξέτασή τους, Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 11/2021, σελ 1515

[10] Ο. Θεμελή, Το πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων κακοποίησης, ό.π. και γενικότερα Κουράκη Ν., Προβλήματα ανακριτικής στο ελληνικό δίκαιο της απόδειξης, στο Συμβολές στη μελέτη της ανακριτικής, ό.π., σελ. 33 επ.

[11] Ο. Θεμελή, Αλήθεια ή ψέματα; Η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και ο κίνδυνος της νομικής πλάνης κατά τη διερεύνηση των ισχυρισμών των ανήλικων θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, στον Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Α. Μαγγανά, Παπαζήσης, Αθήνα, 2018, σελ. 673.

[12] Με τα όρια που τίθενται στο έργο του ψυχολόγου ή ψυχιάτρου καταπιάστηκε το ΣυμβΠλημΧαλκίδας 257/2011, ΠοινΔικ 7/2012, σελ. 616 επ. (με σημειώσεις του Γ. Μπουρμά).

[13] Χ.-Μ Νικολοπούλος, Συστηματική προσέγγιση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου – θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας κατά τη διάταξη του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ.: Έννοια, νομική φύση και δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά την πρόσφατη νομολογία, στον Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Ν. Κουράκη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2016, σελ. 2146-8, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://crime-in-crisis.com.

[14] Κ. Παναγός, Ανήλικοι μάρτυρες σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης: ο ρόλος των επιστημών ψυχικής υγείας στην εξέταση τους, Ποιν.Δικ. τ. 11/2021, σελ 1515

[15] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1230

[16] ΣυμβΠλημΡόδ 42/2021 [Απόλυτη ακυρότητα επί απουσίας παιδοψυχίατρου – Διορισμός από τον κατηγορούμενο τεχνικού συμβούλου] (παρατ. Στ. Τσάκος) , Ποινική Δικαιοσύνη, Τεύχος 8-9/2021, σελ 1263

[17] ΣυμβΠλημΆμφ 200/2021 [Ανώμοτη κατάθεση ανηλίκου θύματος χωρίς την παρουσία παιδοψυχολόγου/παιδοψυχίατρου – Απόλυτη ακυρότητα] (παρατ. Ν. Κουμουλέντζος), Ποινική Δικαιοσύνη, Τεύχος 2/2022, σελ 294

[18] ΑΠ 985/2015, ΜΟΕ Θεσ/νίκης146,176,219,220/2017,ΤΝΠΝΟΜΟΣ

[19]Χ.  Σεβαστιδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Σάκκουλας, 2011, σελ 2692

[20] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νεός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1238

[21] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1240

[22] Γ. Κάβουρας σε Μαργαρίτη, Νέος ΚΠΔ, 2020, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 2068

[23] Η ΜΟΕφΑθ381-383,410-413/2009,ΠοινΔικ2010,σ.185 186 διέταξε τη διακοπή της δίκης ,προκειμένου να λάβει χώρα η εξέταση της ανήλικης, που δεν είχε εξετασθεί στην προδικασία, στην οικία της, από μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου, με την παρουσία της γραμματέα που θα συντάξει τη σχετική έκθεση και τη συμμετοχή παιδοψυχολόγου.

  • ΗΤριμΕφΚακΘεσ2204/2012,αδημ.ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης, προκειμένου να επισυναφθεί στη δικογραφία νομότυπη έκθεση εξέτασης του ανηλίκου από προανακριτικό υπάλληλο με τη συνδρομή ειδικού επιστήμονα.

[24]Τριμ. Εφετ. Κακουργημ. Θες, 2204/2012, ΑΠ 985/2015,  ΜΟΕφΑθ 381,382,383,410,411,412,413/2009 [Ανήλικα θύματα προσβολής προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας] , Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 2/2010, σελ 185

[25] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1243

[26] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 2590

[27] Α. Αλαπάντας, Ν. Βασιλειάδης, Π. Βλαμάκης, Δ. κ.α., Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-461), 2020, 1068-1069

[28] Χαρ. Σεβαστίδης, Ερμηνεία ΚΠΔ, Σάκουλας, 2015, 2434

[29] Γ. Πλαγάκος, ο Ανακριτής, Σάκκουλας, 2021, σελ 444

[30] Α. Κωνσταντινίδης, Η απόδειξη στην ποινική δίκη, 2η εκδ., 2022, σελ 167

[31] Γ.  Πλαγάκος, ο.π. σελ 454

[32] ΑΠ 56/2020, ΑΠ 176/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2018 ΠΧρ 2019,430

[33] ΟλΑΠ 1/2017 ΠοινΧρον 2017,605

[34] Χ. Σεβαστίδης, άρθρο 200Α, σελ 2450

[35] Α. Γεωργιάδης, σε Μαργαρίτη ο.π., σελ 1075

[36] Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, 2019, σελ 478

[37] ΠορισμΑναφΕισΕφΘες της 14.10.2013

[38] ΟλΑΠ 1/2017

[39] Α. Γεωργιάδης, σε Μαργαρίτη ο.π., σελ 1076

[40] Καραγιάννης, Κυρία Ανάκριση, σελ 151

[41] ΜΟΔΑθ 73/2002 ΠραξΛογΠΔ 2003,189

[42] εισήγηση Θ. Νικολαΐδου, Ειδικά ζητήματα απόδειξης κατά το νέο ΚΠΔ (μάρτυρες, ανάλυση dna και έγγραφα, ΕΣΔΙ, 2022

[43] εισήγηση Θ. Νικολαΐδου, Ειδικά ζητήματα απόδειξης κατά το νέο ΚΠΔ (μάρτυρες, ανάλυση dna και έγγραφα, ΕΣΔΙ, 2022

Π.Μποροδήμος, Η παγίδα της δικαστικής αυτοενοχοποίησης

Η παγίδα της δικαστικής αυτοενοχοποίησης

 

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, μέλος Δ.Σ. ΕΝΔΕ

 

      Λίγοι πλέον δεν μπορούν να παρατηρήσουν, πόσο έχει εκτιναχθεί η ατζέντα της Δικαιοσύνης στο δημόσιο διάλογο. Από την εποχή που η ενασχόληση της επικαιρότητας με τα του οίκου της περιοριζόταν είτε σε  επιλογές της ηγεσίας της, είτε στην δημοσιογραφική κάλυψη πολύκροτων δικών, έχουμε περάσει τα τελευταία χρόνια στην καθημερινή και αποδομητική υπερσυγκέντρωση «ενδιαφέροντος». Ακραίες γενικεύσεις, δημόσια επίδειξη θρασύτητας κατά λειτουργών της Δικαιοσύνης από πολιτικούς, επιχειρηματίες ή δημοσιογράφους, «δολοφονία» χαρακτήρων, βρίσκονται όλα στην ατζέντα. Η μονόπλευρη ενοχοποίηση της Δικαιοσύνης δε, έφτασε να αποτελέσει και θέμα πρόσφατου προεκλογικού σποτ! Έτσι, ακόμα και άνθρωποι εκτός του Σώματος, μας ρωτάνε καθημερινά: «τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια με τους δικαστές και όλοι ασχολούνται συνέχεια μαζί σας;».

      Η πραγματικότητα είναι ότι οι αλλαγές που αφορούν το προσωπικό της Δικαιοσύνης την τελευταία 25ετία θα έπρεπε να προκαλεί μόνο ικανοποίηση. Η ίδρυση της Εθνικής Σχολής Δικαστικών λειτουργών, εξασφάλισε τους σταθερούς όρους εισαγωγής και επιμόρφωσης των νέων δικαστών και εισαγγελέων, διευρύνοντας σημαντικά την κοινωνική σύνθεση του Σώματος. Η πορεία αυτή προς την καθολική αναβάθμιση, ολοκληρώθηκε πέρυσι, με την εισαγωγή και των πρώτων Ειρηνοδικών μέσω της ΕΣΔΙ. Τα τελευταία δε χρόνια, είναι προφανής η άνοδος του επιστημονικού επιπέδου των εκπαιδευόμενων δικαστικών λειτουργών, που είναι κατά κανόνα νέοι πολύγλωσσοι επιστήμονες, με μεταπτυχιακά ή και διδακτορικά. Και το απολύτως εξειδικευμένο αυτό επιστημονικό προσωπικό, μπαίνει από την πρώτη μέρα στη μάχη. Γιατί περί μάχης πρόκειται, όταν ο καθένας τους με το «καλημέρα», θα κληθεί να δικάσει 150-200 αστικές υποθέσεις κατ΄ έτος περίπου, ισάριθμες ή και πολλαπλάσιες ποινικές (αποφάσεις και βουλεύματα), πραγματοποιώντας από 8 έως και 15 (κατά περίπτωση) περίπου υπηρεσίες το μήνα. Αριθμούς δηλαδή, που δε θα ακούσει κανένας πολίτης, σε κανένα forum από τα πολλά που όψιμα ενδιαφέρονται για την ταχύτητα της απονομής Δικαιοσύνης.

      Βέβαια και η επιλογή των λέξεων που διαμορφώνουν την καθημερινότητα των δικαστών και εισαγγελέων δεν είναι τυχαία. Από την πρώτη υπηρεσιακή του στιγμή, ο δικαστικός λειτουργός «χρεώνεται» και «χρωστάει» και η αίσθηση της κοινωνικής οφειλής διαπερνάει το υπηρεσιακό του DNA. Τι γίνεται όμως όταν στην εξίσωση μεταξύ του όγκου της δικαστικής ύλης και  της υπηρεσιακής του αναλογίας, ο άγνωστος Χ γίνεται αντικειμενικά μη διαχειρίσιμος; Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της «χιονοστιβάδας», δηλαδή της μετακύλισης της υπερχρέωσης, που μπορεί να συμβεί σε μια υπηρεσιακά «κακή χρονιά», όπως λ.χ. αν δημιουργηθούν έκτακτα υπηρεσιακά κενά ή αν αντιμετωπίσει κάποιος συνάδελφος προσωρινό ζήτημα υγείας; Στον τομέα της οικονομίας, για κάθε συνεπή χρεοφειλέτη, που αντιμετωπίζει περιστασιακή αδυναμία πληρωμής, ο νομοθέτης θεσπίζει μέτρα προστασίας, που τον επαναφέρουν στην κανονικότητα. Για τους δικαστικούς λειτουργούς, που οι υπηρεσιακές απαιτήσεις έχουν καταστήσει τους οίκους τους υπερχρεωμένα από δικογραφίες νοικοκυριά τι υπάρχει; Μόνο κοινωνική διαπόμπευση και αυστηρός πειθαρχικός έλεγχος;

      Μέχρι σήμερα, η ως άνω συζήτηση ήταν κοινός τόπος μεταξύ των δικαστικών λειτουργών. Η υπηρεσιακή επιβάρυνση και η δυσανάλογη – για κρατική λειτουργία – αδυναμία της Δικαιοσύνης να επικοινωνήσει στην κοινωνία την κατάσταση, δημιουργούσε απογοήτευση, αίσθημα αδικίας ή και θυμό σε όλους μας. Όμως, πλέον, είναι εμφανή τα αποτελέσματα της καλλιέργειας ενός κλίματος αυτοενοχοποίησης στο ίδιο το εσωτερικό μας. Η δημοσιογραφική σαλαμοποίηση των αποφάσεων οριστικής παύσης συναδέλφων, η πρόσφατη τηλεοπτική αναφορά της προέδρου της ΕΝΔΕ σε εσωτερική «αυτοκάθαρση» και η ακόμη πιο πρόσφατη προτροπή του προεδρείου της ΕΝΔΕ προς τη μειοψηφία να μη μιλήσει καν για την αξιοσημείωτη υπηρεσιακή αυστηροποίηση, περιγράφουν την τάση απομονωτισμού της υπηρεσιακής μας ζωής, η οποία παράγει ήδη τα αποτελέσματά της.

      Πρόκειται για σοβαρό κίνδυνο αυτοπαγίδευσης, στον οποίο οφείλουμε να αντισταθούμε όλοι. Να αποτρέψουμε εκείνους που μας καλλιεργούν την ενοχή για αυτό που μας συμβαίνει και να επενδύσουμε στη συλλογική αντιμετώπιση της κατάστασης. Γιατί, αν δεν γίνει κατανοητό, πως η συνειδητή πια απουσία της συλλογικής μας φωνής, μέρα με τη μέρα μας κάνει πιο μόνους και πιο ευάλωτους, πως η λειτουργία στο παρασκήνιο δεν είναι διακριτικότητα, αλλά υπεκφυγή, που αναπαράγει τα προβλήματα και πως τα «ατομικά» προβλήματα «των άλλων», απέχουν πολύ λίγο από το να γίνουν τα δικά μας «ατομικά» προβλήματα, φοβάμαι ότι θα κληθεί πολύ σύντομα ο καθένας μας χωριστά να αναθεωρήσει όλα όσα αντιλαμβανόμασταν μέχρι τώρα ως στοιχειώδη υπηρεσιακή δικαιοσύνη.

      Κάποτε, σε μάθημα στην Εθνική Σχολή Δικαστών άκουσα έναν καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου να μας λέει: «Υπάρχει ένας πολύ απλός τρόπος να καταργήσεις τη δικαστική ανεξαρτησία. Αρκεί απλά να χρεώσεις υπερβολικά το δικαστή. Τα υπόλοιπα θα συμβούν από μόνα τους». Η σκέψη αυτή, με φοβίζει σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Α.Ερμίδου, Η συνεδρίαση της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών για τον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης- Οι αιτίες της επιβράδυνσης και οι προτάσεις για την επιτάχυνση

Η συνεδρίαση της  Εταιρίας  Δικαστικών Μελετών για τον  χρόνο   απονομής  της δικαιοσύνης-  Οι Αιτίες της  επιβράδυνσης και οι προτάσεις  για την επιτάχυνση

 

Ακριβής Ερμίδου, Ειρηνοδίκη Αθηνών

 

     Στις  30/3/2023    ολοκληρώθηκε  η συνεδρίαση  της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών με θέμα: « Χρόνος  απονομής της  πολιτικής  δικαιοσύνης -αποτίμηση της παρούσας  καταστάσεως- κριτική αξιολόγηση». Στην  συνεδρίαση αυτή την οποία έτυχε να παρακολουθήσω, ομιλητές  εισηγητές  ήταν  ο  κ.  Χριστόφορος  Λινός  Πρόεδρος  του Τριμελούς  Συμβουλίου  Δ/σης  του Πρωτοδικείου Αθηνών  και  ο  κ. Φώτιος Γιαννούλας  Δικηγόρος μέλος του  Δ.Σ  του ΔΣΑ . Η συνεδρίαση  ολοκληρώθηκε σε δυο φάσεις. Στην δεύτερη που παρακολούθησα παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων πολλών  συναδέλφων, η Πρόεδρος και η Γ.Γ. της  Ένωσης  Δικαστών  και Εισαγγελέων.  Κατά την εισήγηση του κ. Λινού αναφέρθηκαν  ως κύριες   αιτίες  της καθυστέρησης απονομής της  δικαιοσύνης η έλλειψη οργανικών  θέσεων των δικαστών,  το υπεράριθμο των  δικηγόρων, η αντιφατικότητα των  νόμων,  η  υποχρεωτική αιτιολογία των αποφάσεων , η δυσκολία κρίσης  κάποιων δικαστών και για την επίλυση του προβλήματος ο κ. Λινός  πρότεινε: α)  την στοχευμένη και όχι γενική αύξηση των οργανικών  θέσεων των δικαστικών λειτουργών,  β) την αναθεώρηση του αριθμού των  δικηγόρων, γ) την αύξηση  των  δικαστικών  υπαλλήλων σε  αριθμό τριπλάσιο των  δικαστών, δ) την τροποποίηση του άρθρου 94 Σ έτσι ώστε να αφήνεται στο  νομοθέτη η ευχέρεια να ορίζει  τις  περιπτώσεις  που απαιτείται  αιτιολογία, ε) επίσης να παύσει  η συνεχής  τροποποίηση  των νόμων , στ) να γενικευθεί η ηλεκτρονική κατάθεση των δικογράφων, ζ) να μειωθεί ο χρόνος φοίτησης των σπουδαστών στην Εσδι με ταυτόχρονη αύξηση του χρόνου της  πρακτικής τους άσκησης, η) και  τέλος ο δημόσιος  διάλογος να μην μένει μόνο στο  πώς  θα επιταχυνθεί η απονομή της  δικαιοσύνης αλλά και στο πώς να μην γίνει αυτή διεκπεραιωτική.  Στο αντίποδα  η εισήγηση του  κ. Γιαννούλα επικεντρώθηκε  κυρίως  στις  μεγάλες  καθυστερήσεις  που παρατηρούνται στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κάνοντας  συγκριτική αναφορά στα έτη  2008- 2022, όπου με παράθεση κάποιων στατιστικών κατέληξε  στο ότι  υπάρχει  μέχρι το έτος 2022 μία  βελτίωση  στο χρόνο έκδοσης των αποφάσεων της  τάξης του 60%., τονίζοντας  ωστόσο το γεγονός ότι  ο προσδιορισμός  είναι  κυρίως  προβληματικός  αναφορικά με τις ανακοπές , τις εφέσεις  και τις κτηματολογικές υποθέσεις που προσδιορίζονται μέχρι και το 2030. Ανέφερε επίσης  ο κ. Γιαννούλας ( μεταξύ άλλων) ότι σοβαρή αιτία καθυστέρησης αποτελεί το  ότι  πολλές αποφάσεις είναι απορριπτικές για  τυπικούς  λόγους  ( απαράδεκτο , αοριστία κλπ),  καθώς  επίσης  ότι η ηλεκτρονική δικαιοσύνη αναμένεται να ολοκληρωθεί σε  τρία χρόνια και πρότεινε : α) όχι αναθεώρηση του Συντ που όπως είπε δεν είναι αναγκαία, αλλά να είναι πιο περιεκτική η μείζονα πρόταση των αποφάσεων και μεγαλύτερη η ανάλυση των πραγματικών περιστατικών, β) να γίνεται άμεσος (μετά την κατάθεση της αγωγής)  ορισμός  δικαστή για ενδιάμεσο έλεγχο των τυχόν απαραδέκτων, γ) νέα αναθεώρηση του ΚΠολΔ ως προς τις  προθεσμίες, δ) αναδιάρθρωση του Δικαστικού Χάρτη της Αττικής με μεταφορά τοπικής  αρμοδιότητας   στο Πρωτοδικείο Πειραιά , ε) συγχώνευση των  περιφερειακών Ειρηνοδικείων,  στ) προσλήψεις  δικαστικών  υπαλλήλων και ζ)  πραγματικές  εξετάσεις   στους Δικηγορικούς Συλλόγους  για τους  μελλοντικούς  δικηγόρους (για να αντιμετωπιστεί το  υπεράριθμό τους). Επίσης  το λόγο έλαβε  ο  παριστάμενος δικηγόρος  κ. Σκαρίμπας  ο οποίος  τόνισε  μεταξύ άλλων την ανάγκη της  άμεσης  διάσπασης  του Πρωτοδικείου Αθηνών σε (4)  μικρότερα καθώς και  εκπρόσωπος των συμβολαιογράφων. Εξάλλου η κ. Στενιώτη σε παρέμβασή της, μεταξύ άλλων, εξέφρασε την άποψη ότι  απαιτείται επαναφορά των ποινικών τμημάτων και η ενοποίηση των σταδίων των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ η Γ.Γ. κ. Ελευθ. Κώνστα λαμβάνοντας τον λόγο ανέφερε ότι βάσει στατιστικών που έχουν ήδη συλλεγεί για τις  εκκρεμότητες  των Εφετείων προκύπτει ότι   σε άλλα η κατάσταση είναι καλύτερη  σε άλλα χειρότερη (αναφέροντας  αριθμητικά στοιχεία) και τονίζοντας  ότι όντως σε κάποια μικρά Εφετεία υπάρχει δυσκολία διαχείρισης. Επίσης  η κ. Κώνστα ανέφερε ότι συμφωνεί με την διάσπαση του Πρωτοδικείου Αθηνών και  την αύξηση των  δικαστών, ενώ  επί πλέον  αναφέρθηκε σε   σκέψη-πρόταση ( της)   για ίδρυση  κεντρικών Πρωτοδικείων  ανά Περιφέρεια  με ίδρυση αντίστοιχα Υποπρωτοδικείων ανα Νομό  που καθένα θα έχει ειδική  ύλη (π.χ. άλλα να δικάζουν  ειδικές διαδικασίες, άλλα τακτική, άλλα κτηματολόγιο  κοκ), με εναλλαγή των δικαστών ώστε να μην παραμένουν  οι ίδιοι  σε  μια  διαδικασία.

     Όλες οι ανωτέρω  προτάσεις και σκέψεις  που αναπτύχθηκαν στην συνεδρίαση της ΕΔΜ  και  που λίγο -πολύ έχουν ακουστεί τα τελευταία  χρόνια, δημιουργούν την ελπίδα  ότι ίσως βρεθεί τρόπος  για την  επίλυση των χρόνιων παθογενειών του δικαστικού μας συστήματος μέσα από ένα σοβαρό δημόσιο διάλογο, αλλά ωστόσο (και εν αναμονή  δημοσίευσης  του  σχετικού Πορίσματος της  ΕΔΜ),   εύλογα θα έλεγε κάποιος ότι  με τις  συνεχείς τροποποιήσεις  του ΚΠολΔ  αλλά και  την πληθώρα άλλων ειδικών νομοθετημάτων,  μέχρι σήμερα  δεν   έχει  επιτευχθεί   ο στόχος αυτός, με  συνέπεια  να φαίνεται   διαχρονικά στα μάτια  του πολίτη ότι οι δικαστικοί λειτουργοί  είναι  οι υπαίτιοι της καθυστέρησης.   Σε κάθε περίπτωση  και κατά  το μέρος  που   μας αφορά,  η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων  πρέπει με τις ενέργειές της, τις  δράσεις της και τις προτάσεις της να είναι αφενός μεν πάντα  σε επιφυλακή, αφετέρου να   προσπαθεί να είναι καθοριστικός  παράγοντας  στις εξελίξεις και  όχι  ουραγός, με πραγματική και όχι κατ΄επίφαση  μόνο παρακολούθηση του  νομοθετικού έργου,  με συμμετοχή στις  νομοπαρασκευαστικές  επιτροπές, με προτάσεις  εφικτές και  υλοποιήσιμες , με επιμονή και πειθώ  να δημιουργεί τις  συνθήκες  του μη αποκλεισμού της από το διάλογο με την εκτελεστική εξουσία, έτσι ώστε να μην αποφασίζουν  πάντα  οι άλλοι για εμάς  και χωρίς εμάς.  Όμως  οι προτάσεις  αυτές κατά την γνώμη μου  πρέπει να έχουν στον πυρήνα τους  την εξυπηρέτηση  κυρίως του πολίτη και όχι αποκλειστικά και μόνο να τείνουν στην ουσιαστική αποδοχή κυβερνητικών προτάσεων-επιλογών   όπως   π.χ.  του σχεδίου  Καλλικράτη που επεξεργάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης . Καθόσον  ένα τέτοιο σχέδιο, σαν κι αυτό  που ανέφερε  η κ.  Κώνστα στην παρέμβασή της (και που δεν γνωρίζουμε  αν  αποτελεί και  θέση του Προεδρείου της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων), κατά την γνώμη μου σκοπό έχει  τον περιορισμό του  κόστους  της δικαιοσύνης με λιγότερους μάλλον  υπαλλήλους , λιγότερους  δικαστές και εν γένει  μειωμένα  λειτουργικά έξοδα και όχι τόσο την επίτευξη της  ταχύτητας της απονομής αυτής. Κι αν αυτό φαντάζει ενδεχομένως αναγκαία προϋπόθεση για την εξοικονόμηση κρατικών δαπανών, άλλο τόσο αποτελεί λόγο πρόκλησης μεγαλύτερης  δυσκολίας  και ταλαιπωρίας του πολίτη,  ο οποίος θα αναγκασθεί σε μια  τέτοια περίπτωση ακόμη και να μεταβεί σε άλλο νομό είτε είναι   διάδικος  σε  υπόθεσή του , είτε  μάρτυρας  κ.ο.κ με  ταυτόχρονη  οικονομική του επιβάρυνση , πέραν της  ταλαιπωρίας των ίδιων των συναδέλφων μας που θα αναγκάζονται να μεταβαίνουν σε υπολειτουργούντα  δικαστήρια. Κατά συνέπεια η κάθε πρόταση που εκφέρεται  σε  δημόσιο λόγο,  από χείλη εκπροσώπων μας,  ίσως θα έπρεπε να  έχει  προηγουμένως  επεξεργασθεί από το αρμόδιο συλλογικό μας  όργανο ή το  Διοικητικό Συμβούλιο της Ενωσής μας . Ελπίζω και εύχομαι σύντομα  στην  ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης του Δ.Σ.  της Ενδε να τεθούν ως  θέματα  προς  συζήτηση  και  λήψη αποφάσεων  όλα τα παραπάνω  σοβαρά  ζητήματα  , όπως  επίσης και  η πρόταση που ακούγεται συχνά από εκπροσώπους των δικηγόρων για την ανάγκη συγχώνευσης των περιφερειακών  Ειρηνοδικείων  της Αττικής, πρόταση  που σε  κάθε περίπτωση  πρέπει να  αποτελέσει αντικείμενο  συζήτησης  μεταξύ  των ίδιων   των  Ειρηνοδικών.

 

Γ.Πλαγάκος, Η άσκηση ιδιωτικών δραστηριοτήτων και η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού σε εκδηλώσεις συμβατές με τη δικαστική ανεξαρτησία και τις γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του (εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 2-3/3/2023)

Λήψη μελέτης σε μορφή WORD

 

Η άσκηση ιδιωτικών δραστηριοτήτων και η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού σε εκδηλώσεις συμβατές με τη δικαστική ανεξαρτησία και τις γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του. 

 (Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 2/3.3.2023)

 

Γεώργιος Πλαγάκος

Πρόεδρος Πρωτοδικών

 

 

Διάγραμμα

1) Εισαγωγικά

2) Οικονομικές δραστηριότητες

3) Πολιτικές δραστηριότητες

4) Έκφραση απόψεων-πεποιθήσεων

5) Συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα

6) Συμμετοχή σε εκδηλώσεις

7) Επίλογος

 

 

1) Εισαγωγικά.

Το ζήτημα της άσκησης ιδιωτικών δραστηριοτήτων και της συμμετοχής των δικαστικών λειτουργών σε εκδηλώσεις εκτός του επαγγελματικού περιβάλλοντος και των υπηρεσιακών καθηκόντων τους αποτελεί ένα πεδίο, το οποίο μερικές φορές προσφέρεται για συμπεριφορές που μπορεί να παρεξηγηθούν χωρίς πάντοτε να είμαστε βέβαιοι αν οι συμπεριφορές αυτές είναι όντως εσφαλμένες. Ας έχουμε κατά νου ότι η ορθότητα της συμπεριφοράς των δικαστών εκτός υπηρεσίας κρίνεται άλλοτε με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας, κυρίως του ΚΟΔΚΔΛ, και άλλοτε με βάση τη δικαστική δεοντολογία. Είναι πιθανό μια δραστηριότητα ή συμμετοχή σε εκδήλωση να μην συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα αλλά να είναι αντίθετη με τη δικαστική δεοντολογία, η οποία είναι ευρύτερη του πειθαρχικού δικαίου. Οι κώδικες δεοντολογίας δεν ορίζουν κυρώσεις αλλά περιέχουν πρότυπα ορθής συμπεριφοράς με καθοδηγητικό ρόλο προς την επίλυση των διλημμάτων συμπεριφοράς που ανακύπτουν.

2) Οικονομικές δραστηριότητες.

Κατ’ άρθρο 89 παρ.1 του Συντάγματος και 48 παρ.1 ΚΟΔΚΔΛ απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία, καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. Αυτή η απαγόρευση καταλαμβάνει τόσο την επίσημη και φανερή παροχή μισθωτής υπηρεσίας όσο και την ανεπίσημη. Εξαίρεση εισάγεται για τη διδασκαλία στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Επίσης, ορίζεται ότι τα καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά καθήκοντα. Επομένως, δεν επιτρέπεται να εργάζονται οι δικαστικοί λειτουργοί, έστω και ατύπως, ως εκπαιδευτικοί σε κάθε είδους ιδιωτικές σχολές, εκπαιδευτήρια ή νομικά φροντιστήρια ούτε να αναλαμβάνουν σε συνεννόηση με δικηγόρους τη σύνταξη δικογράφων, προκειμένου να αποκτήσουν επιπλέον εισόδημα. Επίσης, απαγορεύεται να δραστηριοποιούνται ιδιωτικά προς τον σκοπό επίλυσης ενδίκων διαφορών, αφού κατ’ άρθρο 89 παρ.2 του Συντάγματος και 48 παρ.4 ΚΟΔΚΔΛ, η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων σύμφωνα με τις εκεί αναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις.

Οι δικαστικοί λειτουργοί επιτρέπεται να επιχειρούν τις απαιτούμενες δικαιοπραξίες για τη διαχείριση της περιουσίας τους, είτε την απέκτησαν οι ίδιοι είτε την κληρονόμησαν, αλλά δεν επιτρέπεται να επιχειρούν δικαιοπραξίες και να μετέρχονται οικονομικές συναλλαγές, οι οποίες τους προσδίδουν την εμπορική ιδιότητα. Επομένως, δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε προσωπικές εταιρίες ούτε η ανάληψη της διοίκησης και εκπροσώπησης εταιριών. Η κατοχή μετοχών, τις οποίες κληρονομεί ο δικαστής και οι οποίες δεν προσδίδουν άνευ ετέρου την εμπορική ιδιότητα, δεν απαγορεύεται από τον ΚΟΔΚΔΛ αλλά μπορεί κατά καιρούς να ρυθμίζεται από άλλους νόμους. Επομένως, οι δικαστικοί λειτουργοί που βρίσκονται με περιουσιακά στοιχεία ή πρόκειται λόγω κληρονομικής διαδοχής να βρεθούν με ιδιότητες, που θα τους καταστήσουν εμπόρους ή που δεν επιτρέπονται εκ του νόμου, πρέπει χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες κάθε φορά διατάξεις του κληρονομικού δικαίου ή του δικαίου των εμπορικών εταιριών, να απεμπλακούν από την ασύμβατη με την ιδιότητά τους κατάσταση.

Η συγγραφή βιβλίων από δικαστικούς λειτουργούς, στην πράξη κυρίως νομικών, και η είσπραξη πνευματικών δικαιωμάτων από τις πωλήσεις τους, δεν αποτελεί άσκηση άλλου επαγγέλματος και έχει επικρατήσει να μην θεωρείται οικονομική δραστηριότητα ασύμβατη προς τα δικαστικά καθήκοντα. Η αμοιβή, την οποία δικαιούται να εισπράττει ο δικαστής για τα διδακτικά του καθήκοντα, όπου αυτά επιτρέπονται, δεν πρέπει να υπερβαίνει εκείνη, την οποία θα εισέπραττε άλλος διδάσκων, που δεν είναι δικαστής, και η είσπραξή της πρέπει να επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία περί προσθέτων αποδοχών (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.11.1, αρ.157, Εθνικοί Χάρτες Δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής-ποινικής, της διοικητικής δικαιοσύνης και του ΣτΕ, (Κεφάλαιο VII-Αυτοσυγκράτηση, Χάρτης Δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, άρθρα 8 παρ.4 και 9).

Επί οροφοκτησίας, ο δικαστής επιτρέπεται να είναι διαχειριστής της πολυκατοικίας αλλά όχι να παρέχει νομικές συμβουλές. Επίσης, επιτρέπεται να είναι εκτελεστής διαθήκης ή διαχειριστής περιουσίας συγγενικού ή πολύ φιλικού προσώπου, αν αυτές οι ιδιότητες δεν παρεμποδίζουν την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων και δεν του προσπορίζουν κέρδος (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.11.4, αρ.171).

3) Πολιτικές δραστηριότητες.

Είναι κοινός τόπος ότι τα δικαστικά καθήκοντα είναι ασυμβίβαστα με τις κομματικές και εν γένει πολιτικές δραστηριότητες. Κάθε κομματική δραστηριότητα και τέτοιου είδους δεσμός πρέπει να παύσει να υφίσταται με την ανάληψη των δικαστικών καθηκόντων. Επίσης, η παρουσία του δικαστικού λειτουργού σε κομματικές και εν γένει πολιτικές εκδηλώσεις δεν είναι δεοντολογικά ορθή, διότι οδηγεί στη σύνδεσή του με ορισμένη πολιτική παράταξη, η οποία με τη σειρά της υποσκάπτει, στη συνείδηση του κοινού, την ανεξαρτησία, την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε κοινωνίες με αναμνήσεις ή και παρόν έντονης πολιτικής πόλωσης αλλά και επειδή συχνά υπάρχουν δίκες, στις οποίες αρκετοί πιστεύουν ότι το αποτέλεσμα της δίκης κρίνει την ορθότητα ή μη των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών.

Λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού, κατ’ άρθρο 109 παρ.4 ΚΟΔΚΔΛ, δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για τον δικαστικό λειτουργό η έκφραση γνώμης δημόσια, εκτός αν γίνεται υπέρ ή κατά ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης. Φρονώ ότι η έκφραση γνώμης υπέρ ή κατά ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης, για να αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, πρέπει να είναι κατά κυριολεξία έκφραση γνώμης, δηλαδή να πρόκειται για εκφορά λόγου ή για ισοδύναμη χρήση χειρονομιών, εικόνων ή συμβόλων είτε φυσική ή στο διαδίκτυο ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η συμμετοχή στο ακροατήριο μιας κομματικής και εν γένει πολιτικής εκδήλωσης δεν συνιστά άνευ ετέρου έκφραση γνώμης και επομένως, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πειθαρχικό αδίκημα αλλά ως παραβίαση της δικαστικής δεοντολογίας.

Δεδομένου, όμως, ότι κατ’ άρθρο 109 παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ πειθαρχικό παράπτωμα είναι οι πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη πίστης και αφοσίωσης προς την πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, πρέπει να θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα η συμμετοχή σε εκδήλωση πολιτικού κόμματος ή οργάνωσης, η οποία διακηρυγμένα εκ μέρους της ή διαπιστωμένα εκ μέρους των δικαστικών αρχών υποσκάπτει την εδαφική ακεραιότητα ή την εθνική ανεξαρτησία ή εχθρεύεται το δημοκρατικό πολίτευμα. Τούτο πέραν του δεοντολογικού ζητήματος σε σχέση με το επιτρεπτό ή μη της συμμετοχής των δικαστικών λειτουργών σε πολιτικές/κομματικές συναθροίσεις.

Αποτελεί κοινό τόπο ότι απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η ανάληψη πολιτικών αξιωμάτων με εξαίρεση την κατ’ άρθρο 37 παρ.3 του Συντάγματος συμμετοχή στην κυβέρνηση.

 

4) Έκφραση απόψεων-πεποιθήσεων.

Δυσχερέστερη είναι η οριοθέτηση του επιτρεπτού όταν πρόκειται για μη οικονομική και μη πολιτική δραστηριότητα ή για συμμετοχή σε εκδηλώσεις, διότι συμπλέκονται με συνταγματικά δικαιώματα του δικαστή. Στους εθνικούς κώδικες δεοντολογίας γίνεται αποδεκτό ότι ο δικαστής μπορεί να εκφράζει πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές και λοιπές πεποιθήσεις, εντός και εκτός δικαστηρίου, κατά τρόπο που αρμόζει στο λειτούργημά του και δεν κλονίζει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ανεξαρτησία και αμεροληψία που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του (Κεφάλαιο Ι περί Ανεξαρτησίας στους Χάρτες Δεοντολογίας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, των  δικαστικών λειτουργών της διοικητικής δικαιοσύνης και των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας). Αυστηρότερος είναι ο Χάρτης δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 8 παρ.1), διότι ορίζεται ότι ο δικαστής, ως πολίτης δικαιούται να διαμορφώνει -προσοχή: όχι να εκφράζει- πολιτική γνώμη, φροντίζει όμως, δια του αυτοπεριορισμού του, οι πολίτες να εμπιστεύονται απόλυτα τη δικαιοσύνη, χωρίς να ανησυχούν για τις πολιτικές πεποιθήσεις των λειτουργών της.

Κατ’ άρθρο 109 παρ.4 ΚΟΔΚΔΛ, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα η έκφραση γνώμης δημόσια, αν γίνεται με προφανή σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης. Όταν οι δικαστές συμμετέχουν σε εκδηλώσεις, οι οποίες διοργανώνονται στους κόλπους του δικαστικού σώματος ή από δικηγορικούς συλλόγους ή από νομικές σχολές ή με συνεργασία τους ή στο πλαίσιο διαφόρων δεξαμενών σκέψης ή κύκλων ιδεών, και επισημαίνουν (οι δικαστές) ορισμένα αδύναμα σημεία, δηλαδή αναφέρονται στα κακώς κείμενα στη δικαιοσύνη, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι γίνεται με σκοπό και δη προφανή σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης. Η οριοθέτηση αυτού του πειθαρχικού παραπτώματος πρέπει να είναι στενή.

Κατ’ άρθρο 109 παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα η αναξιοπρεπής ή απρεπής εντός ή εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά. Πρόκειται για γενική ρήτρα, η οποία δεν πρέπει να ερμηνεύεται με τόσο μεγάλη ευρύτητα, ώστε να περιλαμβάνει ενέργειες, οι οποίες εμπίπτουν στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης ή της αναφοράς στις αρχές. Υπό το πρίσμα αυτό η υπογραφή του δικαστή σε έγγραφο διάβημα-διαμαρτυρία, πιθανόν μαζί με άλλους ενδιαφερόμενους, προς την αρμόδια αρχή π.χ. σχετικά με την κακή λειτουργία και τις ανεπάρκειες του σχολείου του παιδιού του ή σχετικά με τις συνθήκες της καθαριότητας ή της ηχορρύπανσης στη γειτονιά του, δεν πρέπει να θεωρείται αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά, ακόμη και αν ο χρησιμοποιούμενος λόγος είναι αιχμηρός.

 

5) Συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα

Με το άρθρο 109 παρ.4δ ΚΟΔΚΔΛ αναγνωρίζεται το δικαίωμα των δικαστικών λειτουργών να είναι μέλη και να αναπτύσσουν δραστηριότητα και σε άλλα σωματεία πλην των δικαστικών ενώσεων. Ομοίως, οι Χάρτες δικαστικής δεοντολογίας, επιτρέπουν τη συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, αρκεί να μην επηρεάζεται η ανεξαρτησία και να μην μειώνεται η αξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργήματος. Πιθανόν η συμμετοχή σε διάφορα σωματεία να εγείρει δεοντολογικά ζητήματα και ειδικότερα να θέτει σε αμφιβολία την αντικειμενικότητα και αμεροληψία του δικαστή σε ορισμένη κατηγορία υποθέσεων, αν αυτά τα σωματεία εκφράζουν ομάδες πίεσης με συχνή εμφανή ή αφανή παρουσία σε δίκες ορισμένων κατηγοριών (συμμετοχή σε σωματεία καταναλωτών ή δανειοληπτών σε σχέση με δίκες κατά τραπεζών ή συμμετοχή σε φιλοζωικά σωματεία σε σχέση με δίκες περί την κακοποίηση/θανάτωση ζώων). Η συμμετοχή στην Ακαδημία Αθηνών επιτρεπεται με ρητή συνταγματική διάταξη, οπότε δεν απαιτείται να γραφεί κάτι επ’ αυτού.

Γνωστή και με υψηλή συμβολική ισχύ είναι η διάταξη του άρθρου 109 παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ, κατά το οποίο είναι πειθαρχικό παράπτωμα η συμμετοχή σε οργάνωση, της οποίας οι σκοποί είναι κρυφοί ή η οποία επιβάλλει στα μέλη της μυστικότητα. Η οργάνωση αυτή μπορεί να είναι κάθε είδους, δηλαδή να έχει κοινωνικούς, θρησκευτικούς ή άλλους σκοπούς. Νομίζω ότι απαιτείται η ιδιότητα του μέλους της οργάνωσης ή η συχνή συμμετοχή στις εκδηλώσεις της για την τέλεση του πειθαρχικού αδικήματος και δεν αρκεί η άπαξ συμμετοχή σε εκδήλωσή της. Τότε μάλλον δεν πρόκειται για το πειθαρχικό αδίκημα του άρθρου 109 παρ.2η ΚΟΔΚΔΛ αλλά για παραβίαση της δικαστικής δεοντολογίας. Πιο χαλαρή είναι η σχετική διάταξη των Αρχών της Bangalore, σύμφωνα με την οποία δεν συνιστάται στους δικαστές να είναι μέλη μυστικών οργανώσεων, αν συμμετέχουν σε αυτές δικηγόροι, διότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μεροληπτεί υπέρ αυτών των δικηγόρων ως απόρροια των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις υποχρεώσεις των μελών της μυστικής οργάνωσης.

Επίσης, δεοντολογικά δεν είναι ορθό ο δικαστικός λειτουργός να συμμετέχει σε νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, που, εν γνώσει του, προβαίνει σε, απαγορευμένες από το δίκαιο διακρίσεις. Εντούτοις, ο δικαστής επιτρέπεται να είναι μέλος νομικού προσώπου που έχει ως σκοπό τη διαφύλαξη θρησκευτικών, εθνικών ή νομικά αποδεκτών πολιτιστικών αξιών (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.11.4., αρ.168.  Επίσης, δεν πρέπει να υποστηρίζει ούτε να προωθεί οποιαδήποτε ένωση προσώπων, ομάδα ή οργάνωση, των οποίων οι αρχές δεν συνάδουν με τη δημόσια θέση του. Επιπλέον, δεν πρέπει να γίνεται μέλος ούτε να συμμετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε ενώσεις που απαιτούν υποσχέσεις πίστης ή που δεν διασφαλίζουν την πλήρη διαφάνεια της συμμετοχής των μελών τους (Χάρτης Δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, άρθρα 5 παρ.2 του Κεφαλαίου Ανεξαρτησία και 8 παρ. 7, 8 του Κεφαλαίου Αυτοπεριορισμός).

Οι δικαστές επιτρέπεται να συμμετέχουν σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις είτε ως μέλη είτε στη διοίκησή τους. Τέτοιες μπορεί να είναι φιλανθρωπικές οργανώσεις, οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων στα σχολεία, σωματεία που σχετίζονται με εκπαιδευτικές δραστηριότητες, θρησκευτικά, κοινωνικά, αθλητικά, πολιτιστικά  ή καλλιτεχνικά σωματεία. Ο δικαστής μπορεί να εκφράζει στο σωματείο την άποψή του για επιμέρους ζητήματα που το αφορούν, ακόμη και αν έχουν νομικές πτυχές,  αλλά όχι να ενεργεί ως νομικός σύμβουλος Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται ως προς τη σύνδεση του ονόματός του δικαστή με δραστηριότητες που αποσκοπούν στη συλλογή οικονομικών πόρων υπέρ κάποιου σωματείου (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.11.4., αρ.167).

6) Συμμετοχή σε εκδηλώσεις

Σύμφωνα με την καλή πρακτική που προτείνεται από τους Χάρτες Δεοντολογίας, ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να ενημερώνεται εκ των προτέρων για τις εκδηλώσεις, στις οποίες εξετάζει να παρευρεθεί, αν δηλαδή είναι συμβατές με τη δικαστική ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του και τις γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του. Αυτό ισχύει είτε προσκληθεί ατομικά είτε πληροφορηθεί τη διεξαγωγή της εκδήλωσης από δημόσια ανακοίνωση, δηλαδή από το διαδίκτυο, την τηλεόραση, αφίσα ή από ιδιωτική συζήτηση. Τέτοιες εκδηλώσεις μπορεί να είναι συναυλίες, συνεστιάσεις διαφόρων συλλόγων, πολιτικών φορέων, γιορτές, διαλέξεις, καλλιτεχνικές ή αθλητικές εκδηλώσεις, συναθροίσεις κοινωνικού-διεκδικητικού χαρακτήρα και γενικά κάθε μορφής και σκοπού.

Ενδεχομένως, ορισμένες εκδηλώσεις-συναθροίσεις δεν έχουν εμφανώς πολιτικό αλλά διαφορετικό περιεχόμενο, παρά ταύτα, ο φορέας διοργάνωσης ή τα πρόσωπα που πληροφορούμαστε ότι πρόκειται να παρευρεθούν εκεί, πιθανόν να μας προϊδεάζουν ότι πρόκειται ουσιαστικά για πολιτική εκδήλωση ή εκδήλωση δημοσίων σχέσεων υπέρ ενός πολιτικού προσώπου. Απαιτείται εγρήγορση ως προς την ανίχνευση του γενικού περιεχομένου, του κλίματος της εκδήλωσης και συνακόλουθα της σκοπιμότητας της παρουσίας του δικαστή σε αυτήν, ώστε να μην αιφνιδιασθεί, ευρισκόμενος σε ένα περιβάλλον από άποψη ανθρώπων και εκδηλώσεων, το οποίο αγνοούσε αλλά το γνώριζε, δεν θα μετέβαινε στην εκδήλωση.

Ομοίως, για την περίπτωση που από την πρόσκληση-ανακοίνωση των εκδηλώσεων δεν προκύπτει εμφανώς το περιεχόμενό ή η εν γένει κοσμοθεωρητική κατεύθυνσή τους αλλά είναι δυνατό να διαγνωσθεί με δεύτερες σκέψεις, π.χ. από την ταυτότητα του φορέα που διοργανώνει την εκδήλωση ή των ομιλητών ότι είναι πιθανό να διατυπωθούν δημοσίως ανεύθυνες, αντεπιστημονικές απόψεις, διχαστικός ή και μισαλλόδοξος λόγος και πιθανόν ρητορική μίσους (Κεφάλαιο V-Απαγόρευση διακρίσεων των Κωδίκων Δεοντολογίας της πολιτικής-ποινικής, διοικητικής δικαιοσύνης και ΣτΕ). Οι υπόνοιες αυτές πρέπει να λειτουργούν υπέρ της αποχής του δικαστή από την εκδήλωση.

Η συμμετοχή σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από ομάδες πίεσης ή όταν οι ομάδες αυτές εκπροσωπούνται έντονα σε κάποιες εκδηλώσεις, είναι παρεξηγήσιμη, διότι η ταυτόχρονη παρουσία των μελών τέτοιων ομάδων και δικαστών σε μία εκδήλωση μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση σε μέρος του κοινωνικού συνόλου ότι οι παρευρισκόμενοι δικαστές ταυτίζονται με αυτές τις  ομάδες πίεσης ή έστω ότι έχουν συγκλίνουσες απόψεις. Αυτό μπορεί να δημιουργεί στην κοινή γνώμη την υπόνοια ότι ο δικαστής δεν είναι αντικειμενικός και αμερόληπτος, όταν δικάζει υποθέσεις που ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη ομάδα πίεσης.

Ως προς τους δικαστές με συζύγους πολιτικούς αναφέρεται ότι πρέπει να παραμένουν αποστασιοποιημένοι από τις σχετικές επαφές και εκδηλώσεις των λοιπών μελών της οικογενείας τους, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι συμπολίτες τους δεν θα θεωρούν ότι ο δικαστής προωθεί συγκεκριμένο υποψήφιο και τάσσεται υπέρ ορισμένης πολιτικής παράταξης ή εκλογικού συνδυασμού. Όταν ο σύζυγος μετέχει σε πολιτικές συγκεντρώσεις, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να τον/την συνοδεύει. Τέτοιες συγκεντρώσεις δεν πρέπει να διοργανώνονται στην οικία του δικαστή και αν ο σύζυγος επιμένει να διοργανώσει στο σπίτι τέτοια συγκέντρωση, ο δικαστής οφείλει να αποστασιοποιηθεί εμφανώς από την εκδήλωση, ακόμη και να απουσιάσει κατά τηγ διάρκειά της, αν το κρίνει απαραίτητο. Συνιστάται ότι οικονομικές χορηγίες προς κόμματα, πολιτικές οργανώσεις ή υποψηφίους δεν πρέπει να γίνονται από κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς με συνδικαιούχο τον δικαστικό λειτουργό αλλά από ατομικούς λογαριασμούς των μελών της οικογενείας του. Από την άλλη πλευρά, η δημόσια παρουσία του συζύγου που είναι δικαστής με τον/την σύζυγό του σε εθιμοτυπικές περιστάσεις, π.χ. σε εθνικές επετείους ή τοπικές εορτές, μπορεί να μην αντίκειται στη δικαστική δεοντολογία (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ανεξαρτησία, παρ.1.3, αρ.38).

Ως προς τις συναναστροφές με τους δικηγόρους, στις περισσότερες κοινωνίες θεωρείται αποδεκτό να παρακολουθούν οι δικαστές εκδηλώσεις που διοργανώνουν οι δικηγορικοί σύλλογοι και να συναναστρέφονται κοινωνικά με δικηγόρους. Δεν αναμένεται ότι οι δικαστές με τον διορισμό τους θα απομονωθούν και θα διακόψουν κάθε δεσμό τους με τους ασκούντες τη δικηγορία. Επίσης, δεν θεωρείται οπωσδήποτε ωφέλιμο το να αποξενωθούν οι δικαστές από σχολικούς φίλους, που μπορεί να είναι δικηγόροι, πρώην συνεργάτες και πρώην συναδέλφους. Εξάλλου, η συναντήσεις δικαστών και δικηγόρων και κοινωνικές περιστάσεις είναι ωφέλιμη, διότι μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των εντάσεων μεταξύ δικαστών και δικηγόρων και να μετριάσει την απομόνωση που βιώνουν οι δικαστές. Σε κάθε περίπτωση, οι δικαστές πρέπει να συμπεριφέρονται με βάση την κοινή λογική και να επιδεικνύουν προσεκτική συμπεριφορά. Το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογία για την αποδοχή προσκλήσεων, οι οποίες προέρχονται από δικηγόρους, για τη συμμετοχή σε κοινωνικές συναθροίσεις. Εντούτοις, πρέπει να αποφεύγεται η συμμετοχή, όταν ο δικηγόρος ή το δικηγορικό γραφείο που διοργανώνει τη συνάθροιση, προσφέρει φιλοξενία και συναφείς παροχές πέραν του συνηθισμένου μέτρου. Κριτήριο πρέπει να είναι η εντύπωση που προκαλείται στον λογικό παρατηρητή, που δεν είναι εξοικειωμένος με τις συμβάσεις του νομικού επαγγέλματος (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.2, αρ.119 και 123).

Συνιστάται προσοχή ως προς την εκτίμηση του δεοντολογικά επιτρεπτού χαρακτήρα των επισκέψεων στο δικηγορικό γραφείο, στο οποίο εργαζόταν ο δικαστής. Αναφέρεται ότι κατά κανόνα τέτοιες επισκέψεις μπορεί να είναι αποδεκτές, αν είναι σπάνιες και γίνονται με συγκεκριμένη αφορμή, η οποία καθιστά την επίσκεψη δικαιολογημένη. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ενδεικτικά, όταν ο δικαστής επισκέπτεται το δικηγορικό γραφείο, στο οποίο εργαζόταν παλαιότερα, προκειμένου να παρευρεθεί σε μία ετήσια εκδήλωση, μία δεξίωση επ’ ευκαιρία ορισμένης επετείου ή μια γιορτή προς τιμήν ενός μέλους του γραφείου που ανέλαβε κάποιο νομικό αξίωμα (ενδεικτικά: διορισμός σε κάποια ανεξάρτητη αρχή, σε ευρωπαϊκό ή διεθνή οργανισμό) ή πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστών. Πάντως, οι συχνές κοινωνικές επαφές του δικαστή με τους πρώην συναδέλφους του θεωρούνται μη προσήκουσα συμπεριφορά, διότι μπορεί να δημιουργεί την εντύπωση της ευνοιοκρατίας στις δίκες, στις οποίες εμφανίζονται αυτοί οι δικηγόροι (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.2, αρ.125).

Ανάλογη προσοχή πρέπει να επιδεικνύει ο δικαστής, όταν καλείται σε κοινωνικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται από το προσωπικό διαφόρων υπηρεσιών ή από επαγγελματικούς φορείς, ιδίως όταν τα μέλη του προσωπικού ή οι ασκούντες το επάγγελμα εμφανίζονται συχνά στα δικαστήρια ή η εργασία τους τελεί σε εγγύτητα με την απονομή της δικαιοσύνης, όπως ενδεικτικά οι αστυνομικοί, το προσωπικό ελεγκτικών υπηρεσιών (εφορία και τελωνεία), δικαστικοί επιμελητές, ιατροδικαστές και γραφολόγοι. Η συχνή εκτός υπηρεσίας συνάφεια δεν είναι επιθυμητή, έστω και αν υπάρχει σχέση αλληλοεκτίμησης. Ομοίως με επικεφαλείς υπηρεσιών που εμπλέκονται συχνά σε δίκες στην περιφέρεια του δικαστηρίου, που υπηρετεί ο δικαστής (πολεοδομία, οικονομικές υπηρεσίες Δήμων), και με τους διοικούντες τους Ο.Τ.Α., αν τέτοιου είδους σχέσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εύλογη εντύπωση μεροληψίας. Κριτήρια για την απόφαση του δικαστή για την αποδοχή ή απόρριψη τέτοιων προσκλήσεων και γενικώς για τον χειρισμό τέτοιων κοινωνικών σχέσεων θα πρέπει να είναι η συχνότητα των υπηρεσιακών εμφανίσεων του άλλου προσώπου ενώπιόν του, η φύση και ο βαθμός της κοινωνικής επαφής, η κουλτούρα της τοπικής νομικής κοινότητας και -όσο μπορεί να προβλεφθεί- ο χαρακτήρας της τρέχουσας ή της επικείμενης δικαστικής διαμάχης, στην οποία εμπλέκεται το πρόσωπο αυτό (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.2, αρ.126).

 Οι επισκέψεις σε χώρους ψυχαγωγίας και διασκέδασης κατ’ αρχήν δεν δημιουργούν πρόβλημα αλλά θα πρέπει να υπάρχει διακριτικότητα και να λαμβάνεται υπ’ όψιν η φήμη του χώρου, τα πρόσωπα που ενδέχεται να συχνάζουν εκεί, η ύπαρξη δικαστικών υποθέσεων και ζητήματα σχετικά με το ενδεχόμενο της μη νόμιμης λειτουργίας του χώρου.  Ομοίως, η δικαστική δεοντολογία δεν φαίνεται να απαγορεύει καθολικά την οποιαδήποτε συμμετοχή σε τυχερά παίγνια. Από αυτό συνάγεται ότι μάλλον θεωρείται αποδεκτή η περιστασιακή συμμετοχή σε αυτά ως δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου αλλά θα πρέπει να δίνεται έμφαση στο πως αυτή η δραστηριότητα εκλαμβάνεται από τον μέσο λογικό παρατηρητή. Είναι διαφορετική η εντύπωση που δημιουργείται από την επίσκεψη του δικαστή σε ένα καζίνο κατά τις διακοπές ή κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο εξωτερικό ή από τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια σε οικογενειακό και φιλικό κύκλο από την εντύπωση που δημιουργείται από τη συχνή παρουσία σε χώρους, όπου διεξάγονται τυχερά παίγνια και τη συμπεριφορά του ως τακτικού παίκτη (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.2, αρ.116).

Η συμμετοχή του δικαστή σε ραδιοφωνικές ή και τηλεοπτικές εκπομπές -το ζήτημα μέχρι στιγμής δεν υφίσταται στην Ελλάδα- μπορεί να θεωρηθεί ότι στοχεύει στην προώθηση του οικονομικού συμφέροντος του μέσου ενημέρωσης και των χορηγών του. Από την άλλη πλευρά, μέρος του κοινού ενημερώνεται και διαμορφώνει άποψη  μέσω τέτοιων διαύλων ενημέρωσης σχετικά με ζητήματα, όπως η διάκριση των λειτουργιών του κράτους, η εφαρμογή του δικαίου και την απονομή της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να είναι αποδεκτή ή ακόμη και να ενδείκνυται η επιλεκτική συμμετοχή σε σχετικές εκπομπές. Για την εμφάνιση ή μη σε μία εκπομπή πρέπει να εκτιμάται η συχνότητα της εμφάνισης, το κοινό, το θέμα της εκπομπής και το εάν η εκπομπή συγκαταλέγεται στις αποκαλούμενες ποιοτικές ή εμπορικές εκπομπές (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.9, αρ.152).

Ο δικαστής δεν πρέπει να παρέχει νομικές συμβουλές αλλά επιτρέπεται να συμβουλεύει τους πολύ στενούς συγγενείς τους και να λέει τη νομική άποψή του σε στενούς φίλους σε φιλική, ανεπίσημη βάση, χωρίς αμοιβή και με τη διευκρίνιση ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως νομικός σύμβουλος αλλά ότι πρέπει να αναζητήσουν προσηκόντως νομικές συμβουλές απευθυνόμενοι σε δικηγόρο (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.9, αρ.174).

7) Επίλογος

Συνοψίζοντας, πρέπει να τονισθεί ότι οι άστοχες επιλογές, ακόμη και αν δεν συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα, φέρνουν ενίοτε τους δικαστικούς λειτουργούς σε αμήχανη θέση και κάποιες φορές υποσκάπτουν την αντίληψη που πρέπει να επικρατεί σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία. Η αποφυγή αυτών των κινδύνων επιτυγχάνεται κυρίως με την προληπτική δράση και δη με τον αυτοπεριορισμό και τη μετρημένη συμπεριφορά, ώστε να μην εκτιθέμεθα οι ίδιοι και να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον θεσμό της δικαιοσύνης, και όχι με την εκ των υστέρων προσπάθεια να αποδεικνύουμε ότι είμαστε έντιμοι, ανεξάρτητοι αντικειμενικοί και αμερόληπτοι.

Χ.Σεβαστίδης, υπευθυνότητα και υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών μετά την αφυπηρέτησή τους (εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 2-3/3/2023)

Λήψη μελέτης σε μορφή WORD

 

Υπευθυνότητα και υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών μετά την αφυπηρέτησή τους

 

Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης,

Εφέτης

 

 

     Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.

     Θα ξεκινήσω την εισήγησή μου με τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του αείμνηστου δασκάλου μας Ιωάννη Μανωλεδάκη σχετικά με την δικαστική ανεξαρτησία: «Η «δικαστική ανεξαρτησία» αποτελεί λοιπόν μύθο; Αν δούμε τη δικαιοσύνη ως εξουσία -έστω και ως λειτουργία- μέσα σε μια διάκριση εξουσιών του κρατικού φαινομένου (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) φοβούμαι πως η απάντηση θα είναι μάλλον καταφατική». Στο άρθρο του με τίτλο «σκέψεις για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης»[1] ο Ι.Μανωλεδάκης επιχειρεί μία απομυθοποίηση και ρεαλιστική προσέγγιση του προβλήματος της δικαστικής ανεξαρτησίας και αναλύει τους παράγοντες εκείνους που εμποδίζουν την πραγμάτωσή της στην εμπειρική πραγματικότητα.

     Είναι γενική παραδοχή ότι η ανεξαρτησία του δικαστηρίου προϋποθέτει πρωτίστως τη συνδρομή επαρκών εγγυήσεων έναντι εξωτερικών πιέσεων και ιδίως εγγυήσεις ανεξάρτητης δράσης έναντι της εκτελεστικής, αλλά και της νομοθετικής εξουσίας. Το Σύνταγμα, Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά και σειρά ειδικών προβλέψεων στο εσωτερικό μας δίκαιο περιβάλλουν τους δικαστές με εγγυήσεις σχετικά με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, την ισοβιότητα, την υπηρεσιακή τους εξέλιξη, την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας, την ιδιαίτερη μισθολογική αλλά και συνταξιοδοτική τους μεταχείριση, ενώ παράλληλα προβλέπουν ασυμβίβαστα και απαγορεύσεις, ώστε η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των δικαστών να μην περιορίζεται μόνο στο πεδίο γένεσης της δικαστικής ιδιότητας, αλλά να επεκτείνεται και στους όρους άσκησης του λειτουργήματός τους.

     Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι όλες οι εγγυήσεις και οι περιορισμοί εντοπίζονται μόνο στον χρόνο και τη διαδικασία διορισμού των δικαστικών λειτουργών και εκείνον της άσκησης των δικαστικών καθηκόντων, χωρίς να λαμβάνεται καμία πρόνοια για τις υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών μετά την αφυπηρέτησή τους. Όπως θα φανεί και από την ανάλυση που θα ακολουθήσει, η πρόβλεψη περιορισμών και έργων ή ενασχολήσεων ασυμβίβαστων με την δικαστική ιδιότητα, ακόμα και μετά την με οποιονδήποτε τρόπο αφυπηρέτηση του δικαστικού λειτουργού (πρόωρη παραίτηση, συνταξιοδότηση, απόλυση) είναι κομβικής σημασίας, προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη σχέσεων, που μπορούν να δημιουργήσουν συγκρούσεις συμφερόντων.

     ΙΙ. Η δικαστική ανεξαρτησία στην πραγματική της διάσταση. Σύγχρονες μορφές προσβολής της δικαστικής ανεξαρτησίας από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία.

     Η ανεξαρτησία των δικαστών αποτελεί προϋπόθεση της απονομής της δικαιοσύνης, είναι συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή και αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Ειδικότερες εκφάνσεις της είναι η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.

     Η προσωπική ανεξαρτησία συνίσταται στην κατοχύρωση των δικαστικών λειτουργών ως προς την υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση.

     Η λειτουργική ή αλλιώς ουσιαστική ανεξαρτησία, που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, θωρακίζει τον δικαστικό λειτουργό για μία ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες εξουσίες δράση, αποκλείοντας κάθε δυνατή επέμβαση της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας στο έργο του και οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση επιρροή στη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής του κρίσης. Παράλληλα, βέβαια, λειτουργική ανεξαρτησία σημαίνει και τον αποκλεισμό δέσμευσης των δικαστών από επιρροές που μπορούν να προέλθουν από διαδίκους, κοινωνικές δυνάμεις και κοινωνικούς θεσμούς (όπως κυρίως από τα πολιτικά κόμματα). Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για άσκηση πιέσεων και αθέμιτων επιρροών προέρχεται από τις δύο άλλες εξουσίες και τα πολιτικά κόμματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η προστασία του δικαστικού λειτουργήματος απέναντι στην νομοθετική και εκτελεστική εξουσία αποτέλεσε την ιστορικά πρώτη μορφή της αρχής της λειτουργικής ανεξαρτησίας και ανταποκρίνεται στον κεντρικό πυρήνα της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.

     Επισημαίνεται στη συνταγματική θεωρία ότι οι παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, που απαγορεύονται από το Σύνταγμα, δεν είναι μόνο οι νομικά τυποποιημένες, δηλ. μέσω διοικητικών πράξεων ή οδηγιών, αλλά και οι άτυπες παρεμβάσεις, όπως δηλώσεις εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας για την πορεία μιας υπόθεσης ή κριτική στους χειρισμούς της δικαστικής εξουσίας.

     Από την μέχρι σήμερα θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος της δικαστικής ανεξαρτησίας διαπιστώνει κανείς ότι η έρευνα των απαγορευμένων παρεμβάσεων εστιάζεται και εξαντλείται μόνο στον χρόνο άσκησης των δικαστικών καθηκόντων. Εντοπίζονται, δηλαδή, οι τρόποι άμεσης ή έμμεσης παρέμβασης στο δικαιοδοτικό έργο και η προσπάθεια επιρροής μόνο στον χρόνο που ο δικαστικός λειτουργός ασκεί τα καθήκοντά του.

     Ωστόσο, η νομοθετική και ιδίως η εκτελεστική εξουσία, επιδιώκοντας σταθερά να παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης, είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο, φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια έχει βρει ένα διαφορετικό τρόπο άσκησης επιρροής στην δικαστική εξουσία, λιγότερο ορατό, αλλά εξίσου επικίνδυνο για την δικαστική ανεξαρτησία. Και αυτός δεν είναι άλλος από την καλλιέργεια προσδοκίας στους δικαστικούς λειτουργούς για κατάληψη δημόσιας θέσης ή δημόσιου αξιώματος μετά την αφυπηρέτησή τους. Οι πολυάριθμες ανεξάρτητες αρχές, οι διοικήσεις δημόσιων οργανισμών και φορέων στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς. Δικαστικοί λειτουργοί, αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους, εντάσσονται στην εκτελεστική εξουσία ή επιλέγονται ως υποψήφιοι κομμάτων σε βουλευτικές ή αυτοδιοικητικές εκλογές ή στις εκλογές για ανάδειξη εκπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

     Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ζήτημα κατά πόσο μία τέτοια πρακτική μπορεί να συνιστά έμμεση επιρροή στο δικαστικό έργο και κατά πόσο μπορεί να υποκρύπτει μία σύγκρουση συμφερόντων. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που αποδίδει μία από τις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος, απαιτεί την διακριτή και ανεξάρτητη δράση των φορέων της κάθε εξουσίας. Η διάταξη του άρθρου 26 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την αρχή αυτή, λειτουργεί, όπως λέγεται, ως κριτήριο ερμηνείας όλων των επιμέρους διατάξεων, που διέπουν την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία. Συνεπώς, η διασταύρωση των τριών εξουσιών, πέρα από τα όρια που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει, πρέπει να θεωρείται απαγορευμένη.

     Η προοπτική κατάληψης δημόσιου αξιώματος ή ανάλογης θέσης, που ανατίθεται αποκλειστικά από την νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία ή από πολιτικά κόμματα, μέσα από αδιαφανή διαδικασία, μπορεί να επηρεάσει τον αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο δράσης της δικαστικής εξουσίας; Μία ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος της δικαστικής ανεξαρτησίας μπορεί εύκολα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και μόνη η προσδοκία κατάληψης δημόσιου αξιώματος, που συνοδεύεται από σημαντικές οικονομικές παροχές, μπορεί να κατευθύνει το δικαστικό έργο και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις παρέμβασης των δύο άλλων εξουσιών στην δικαστική εξουσία, μέσω εξαρτήσεων των δικαστικών λειτουργών από την νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Η κατάληψη δημόσιων θέσεων και αξιωμάτων από συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία μορφή μεταβολής της υπηρεσιακής τους κατάστασης. Όπως η απόφαση για κάθε άλλη μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών (τοποθέτηση, προαγωγή, μετάθεση, απόσπαση, μετάταξη) δεν μπορεί να επηρεάζεται ούτε έμμεσα από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, με τον ίδιο τρόπο δεν θα πρέπει, τουλάχιστον για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, να αναγνωρίζεται στις δύο άλλες εξουσίες η δυνατότητα ανάθεσης στους δικαστικούς λειτουργούς θέσεων και αξιωμάτων μετά την αφυπηρέτησή τους.

     Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι και κατά την νομολογιακή επεξεργασία των σχετικών με την αμεροληψία των δικαστών διατάξεων από το ΕΔΔΑ και το ΔΕΕ δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην «εντύπωση περί αμεροληψίας και ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών», στο μέτρο που κάθε δικαστήριο μιας δημοκρατικής κοινωνίας οφείλει να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες. Η εμπιστοσύνη αυτή, όμως, κλονίζεται όταν οι δικαστικοί λειτουργοί, που πολλές φορές καλούνται να προστατέψουν τους πολίτες από την αυθαιρεσία της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας, φαίνεται να εξαρτώνται ως προς την μελλοντική τους σταδιοδρομία από τους εκπροσώπους των ελεγχόμενων αυτών εξουσιών.

     Κρίνεται απαραίτητη, για τη θωράκιση της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών, η πρόβλεψη συγκεκριμένου χρονικού περιορισμού στην κατάληψη δημοσίων θέσεων και αξιωμάτων από συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς. Ένα εύλογο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να είναι η διετία από την αφυπηρέτηση, ώστε η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου να απομακρύνεται χρονικά από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων. Προσωπικά θεωρώ ότι ο περιορισμός αυτός πρέπει να εκτείνεται σε χρόνο που απέχει πέραν της μιας πλήρους βουλευτικής περιόδου, ώστε η εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων να γίνεται σε χρόνο που δεν είναι γνωστή η σύνθεση της Βουλής και της Κυβέρνησης, όταν ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός θα μπορέσει να διεκδικήσει μία δημόσια θέση. Είναι αυτονόητο ότι οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να αφορούν σε όλες εκείνες τις θέσεις και τα αξιώματα, που απονέμονται αποκλειστικά από την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία, αλλά και από τα κόμματα, όπως θέσεις σε Ανεξάρτητες Αρχές, σε διοικήσεις δημόσιων οργανισμών, ένταξη σε ψηφοδέλτια κομμάτων, κ.λ.π. Κάθε άλλη ιδιωτική δραστηριότητα μπορεί να ασκείται χωρίς περιορισμούς.

     Έχει υποστηριχθεί ότι η πρόβλεψη ενός τέτοιου κωλύματος θα συνιστούσε περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Ωστόσο, μία τέτοια κριτική παραγνωρίζει την ιδιαίτερη θέση των δικαστικών λειτουργών και την αναγκαιότητα διασφάλισης της ανεξαρτησίας τους έναντι των εκπροσώπων των δύο άλλων εξουσιών. Όπως όλα τα ασυμβίβαστα και οι περιορισμοί που αναγνωρίζονται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από τον κοινό νομοθέτη σε σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς, έτσι και ο προτεινόμενος εδώ περιορισμός επιδιώκει έναν απόλυτα θεμιτό σκοπό, χωρίς να θίγει τον πυρήνα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, καθώς αφενός θα έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια αφετέρου θα αφορά την κατάληψη δημοσίων αξιωμάτων και θέσεων και δεν θα επεκτείνεται σε κάθε άλλη ιδιωτική δραστηριότητα.

     ΙΙΙ. Η αντιμετώπιση του ζητήματος από αλλοδαπά συστήματα και από διεθνείς οργανισμούς.

     Η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (γνωστή ως GRECO) αποτελεί όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον έλεγχο της διαφθοράς και των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της. Στα πλαίσια του 4ου κύκλου αξιολόγησης της Ελλάδας από την GRECO, που υιοθετήθηκε κατά την 68η Ολομέλειά της στο Στρασβούργο, στις 15-19 Ιουνίου 2015, στο Κεφάλαιο IV, που αφορά την πρόληψη της διαφθοράς Δικαστών, αναφέρεται στις παρ. 101 και 102 με θέμα «Απαγόρευση ή περιορισμός ορισμένων δραστηριοτήτων- Ασυμβίβαστα και επικουρικές δραστηριότητες- Περιορισμοί που ισχύουν μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία» ότι «στην πράξη υπάρχουν φορείς όπως η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, κ.λ.π., που κάνουν ευρεία χρήση υπηρετούντων και πρώην δικαστών. Εκτός από την ανωτέρω γενική απαγόρευση (αναφέρεται στα άρθρα 89 Συντάγματος και 41 του προϊσχύσαντος ΚΟΔΚΔΛ), οι δικαστές δεν μπορούν να έχουν διοικητικά καθήκοντα, αλλά μπορούν να εκπροσωπούν τη χώρα σε διεθνείς οργανισμούς….  Η GET (Ομάδα αξιολόγησης της GRECO) σημείωσε ορισμένες ανησυχίες που εξέφρασε η κοινωνία των πολιτών σχετικά με την εν λόγω επικουρική απασχόληση ή την απασχόληση μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία σε άλλους κρατικούς φορείς, όπως ανεξάρτητες υπηρεσίες, αλλά και στην υπηρεσία πολιτικών προσώπων, όπως λέγεται, ή σε διαιτητικές διαδικασίες. Θεωρεί ότι δεν απαιτούν περαιτέρω εξέταση δεδομένων των άλλων τομέων προτεραιότητας που προσδιορίζονται στην παρούσα έκθεση, αλλά η Ελλάδα ίσως χρειαστεί να μελετήσει αυτά τα ζητήματα». Είναι προφανές ότι η GRECO ανησυχεί ιδιαίτερα για το φαινόμενο κατάληψης δημόσιων αξιωμάτων από δικαστικούς λειτουργούς μετά την αφυπηρέτησή τους, το οποίο συνδέει σαφώς με τον κίνδυνο φαινομένων διαφθοράς των δικαστών.

     Το ζήτημα των περιορισμών ενός δημόσιου λειτουργού, που αφυπηρετεί, τέθηκε και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1999, με την υπόθεση Bangemann. Ο Bangemann ήταν Γερμανός Επίτροπος, που είχε αναλάβει τον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Όταν έφτανε το τέλος της θητείας του ανακοίνωσε ότι μετά την αφυπηρέτησή του θα αναλάμβανε καθήκοντα στην εταιρία Telefonica, μία ιδιωτική εταιρία με έδρα την Ισπανία. Αυτή η ανακοίνωση ήταν αρκετή για να τον καθαιρέσουν άμεσα από τα καθήκοντά του, ακόμα και πριν τη λήξη της θητείας του και να τον παραπέμψουν στο ΔΕΚ για να μην λάβει σύνταξη. Στο σκεπτικό της απόφασης της 9ης Ιουλίου 1999 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτιμά ότι τα μέλη της Επιτροπής οφείλουν να τηρούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους και ιδίως τα καθήκοντα της εντιμότητας και της διακριτικότητας ως προς την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή πλεονεκτημάτων. Τελικά το ΔΕΚ δεν επελήφθη της υπόθεσης γιατί υπήρξε συμβιβασμός με την Επιτροπή και το Συμβούλιο. Με την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδόθηκε την 17.12.1999 ο Bangemann στην ουσία δεσμεύτηκε για μία υποχρεωτική αργία 2ετίας, δηλαδή έως την 31.12.2001, κατά την οποία δεν θα αναλάμβανε θέση στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας Telefonica.

     Η υπόθεση Bangemann οδήγησε στην διατύπωση ρητής διάταξης στο άρθρο 245 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προβλέπει την υποχρέωση των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να τηρούν τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή, μετά τη λήξη της θητείας τους, ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων. Στη διάταξη αυτή στηρίχθηκε και η Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 31.1.2018 «περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» (2018/C 65/06), η οποία επιβάλλει την υποχρέωση στα πρώην μέλη της Επιτροπής να γνωστοποιήσουν την πρόθεσή τους να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα εντός περιόδου 2 ετών που έπονται της λήξης της θητείας τους. Έτσι, τελικά τα μέλη της Επιτροπής μετά την αποχώρησή τους δεν επιτρέπεται για χρονικό διάστημα 2 ετών να ασκούν δραστηριότητα που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ. Ο περιορισμός αυτός αποσκοπεί στην τήρηση από τα μέλη της Επιτροπής των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα καθήκοντά τους, τα οποία εξακολουθούν να έχουν επιπτώσεις μετά τη θητεία τους, ιδίως από το καθήκον να συμπεριφέρονται με εντιμότητα και διακριτικότητα. Έτσι, στα πλαίσια λειτουργίας των θεσμών της ΕΕ έγινε αντιληπτό ότι ο ανεξάρτητος και προς τα συμφέροντα της ΕΕ τρόπος δράσης των μελών της Επιτροπής πρέπει να επιβεβαιώνεται και από την συμπεριφορά τους μετά την λήξη της θητείας τους και για χρονικό διάστημα δύο ετών.

     Συναφές ζήτημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Κυπριακή Δημοκρατία. Από το 2007 στην Κύπρο εφαρμόζεται ο νόμος περί ελέγχου ανάληψης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα από πρώην κρατικούς αξιωματούχους για χρονικό διάστημα 2 ετών από την αφυπηρέτησή τους. Κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού για την ανάληψη εργασίας στον ιδιωτικό τομέα κατά το χρονιό αυτό διάστημα πρέπει ο κρατικός αξιωματούχος να εξασφαλίσει προηγουμένως άδεια από ανεξάρτητη τριμελή επιτροπή. Τον Νοέμβριο του 2022 αποφασίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής η επέκταση εφαρμογής του νόμου αυτού και στους δικαστικούς λειτουργούς. Σημειώνεται εδώ ότι ο περί δικηγόρων νόμος της Κύπρου απαγόρευε ήδη την άσκηση δικηγορίας για 1 χρόνο μετά την αφυπηρέτηση του δικαστικού λειτουργού. Σκοπός της πρόβλεψης περιορισμών στην άσκηση ιδιωτικών έργων από τους συνταξιούχους δικαστές είναι η αποτροπή των κρατικών αξιωματούχων και των δικαστικών λειτουργών από το να ενεργούν για προσωπικό συμφέρον και ενάντια στο δημόσιο συμφέρον κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους στη δημόσια υπηρεσία, η διαφάνεια στη δημόσια ζωή, που παρεμποδίζει την εκμετάλλευση δημόσιου αξιώματος για προσωπικό όφελος, αλλά και η διαφύλαξη της πίστης του κοινού στις ευρύτερες κρατικές υπηρεσίες.

     Στην 4η Διεθνή Διάσκεψη Δικαστών στο Ζαντάρ της Κροατίας, στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, ο εισηγητής του θέματος για την δικαστική ανεξαρτησία, Martin Mrcela, Δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας του, τόνισε την ανάγκη να τεθούν περιορισμοί στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, ώστε να μην επιτρέπεται η ανάληψη δημόσιας θέσης για ένα διάστημα 2 ετών μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα.

     Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και οι προβλέψεις της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή, που κύρωσε η Διεθνής Ένωση Δικαστών, κατά τη διάρκεια της 60ης Ετήσιας Γενικής Συνέλευσής της στο Σαντιάγκο της Χιλής. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 8-3 προβλέπεται ότι «μετά τη συνταξιοδότησή του, ο δικαστής μπορεί να ασκεί άλλη νομική επαγγελματική δραστηριότητα, εάν αυτή δεν είναι ηθικά ασυμβίβαστη με την προηγούμενη νομική του δραστηριότητα».

     Από τις πρωτοβουλίες αυτές, που λαμβάνονται και σε διεθνές επίπεδο, καθίσταται φανερό ότι πλέον οι υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών δεν περιορίζονται μόνο στον χρόνο της θητείας τους, αλλά επεκτείνονται και στον μετά την αφυπηρέτησή τους χρόνο, ώστε να διαφυλάσσεται η πίστη των πολιτών στην ανεξάρτητη και αμερόληπτη λειτουργία της δικαιοσύνης και παράλληλα να προλαμβάνονται πιθανά φαινόμενα διαφθοράς.

     IV. Η ανάδειξη του ζητήματος στην Ελλάδα.

     Στην Ελλάδα η δημόσια συζήτηση για το ζήτημα αυτό ξεκίνησε το 2013 και είναι χαρακτηριστικό ότι τέθηκε για πρώτη φορά ως αίτημα αυτοπεριορισμού από την πλευρά των Δικαστών, αναδεικνύοντας τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να επιτελέσει προς την κατεύθυνση διασφάλισης της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρξε ανάλογη ανταπόκριση από την πλευρά των εκπροσώπων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, που επιδιώκουν διαχρονικά να υπάρχει πάντοτε ένας τρόπος έμμεσης επιρροής της δικαστικής εξουσίας.

     Τον Απρίλιο του 2013 για πρώτη φορά εγώ και ο Χριστόφορος Σεβαστίδης, ως αιρετά μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, υποβάλλαμε πρόταση να ζητήσουμε από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης την ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας, ώστε να αποκλειστεί η συμμετοχή συνταξιούχων ή παραιτηθέντων δικαστικών λειτουργών σε Ανεξάρτητες Αρχές ή η κατάληψη οποιουδήποτε άλλου αξιώματος, πριν την συμπλήρωση ενός ελάχιστου χρονικού ορίου από την αποχώρησή τους από το Σώμα. Το αίτημά μας αυτό απορρίφθηκε από τα υπόλοιπα 13 μέλη του Δ.Σ. Όσο περνούσε ο χρόνος η πρόταση αυτή συναντούσε όλο και μεγαλύτερη αποδοχή μέσα στο δικαστικό σώμα και οι συνθήκες φαίνονταν να ωριμάζουν. Επαναφέραμε το αίτημά μας αυτό πολλές φορές και με διάφορες αφορμές.

     Στη συνέχεια, την πρόταση αυτή υιοθέτησε και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και τέθηκε πολλές φορές στην ατζέντα των συζητήσεων του προέδρου του με άλλους φορείς, όπως την 1.2.2018 στη συνάντησή του με την Πρόεδρο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, κα Λαϊνιώτη και στις 21.2.2020 στη δημόσια συζήτηση ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου.

     Τον Δεκέμβριο του 2018, ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης, ζητήθηκε από τις δικαστικές ενώσεις να τοποθετηθούν επί των συνταγματικών διατάξεων που θεωρούσαν ότι έπρεπε να περιληφθούν στη σχετική συζήτηση. Στα πλαίσια της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, στις 15.12.2018, τέθηκε στους δικαστικούς λειτουργούς το ερώτημα-πρόταση για την «απαγόρευση συμμετοχής συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών σε άλλες θέσεις επί 2ετία μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα», που συγκέντρωσε το 55% των ψήφων (237 ψήφους), το 29,50% των συναδέλφων τάχθηκε υπέρ μιας απαγόρευσης υπό προϋποθέσεις και το 15,50% ψήφισε να  μην ρυθμιστεί το θέμα, καθώς αποτελεί ζήτημα του κοινού νομοθέτη. Την απόφαση αυτή της Γενικής μας Συνέλευσης υποβάλαμε σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την δικαστική με την εκτελεστική εξουσία. Τα δύο μεγάλα κόμματα δεν δέχτηκαν την πρότασή μας αυτή και έτσι το ζήτημα παραπέμφθηκε σε ρύθμιση από τον κοινό νομοθέτη.

     Τον Οκτώβριο του 2020, αμέσως μετά τις αρχαιρεσίες στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, το νέο Δ.Σ. επισκέφθηκε τον Υπουργό Δικαιοσύνης (κ. Κ.Τσιάρα), καθώς και την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου (κα Α.Αλειφεροπούλου) και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (κ. Β.Πλιώτα). Οι δυο τελευταίοι τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ των θέσεων και προτάσεών μας και μάλιστα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπερθεμάτισε ζητώντας η απαγόρευση να μην περιοριστεί στα 2 χρόνια μετά την αφυπηρέτηση των δικαστικών λειτουργών, αλλά να επεκταθεί σε 3 χρόνια.

     Η πρόταση αυτή επαναφέρθηκε στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια του διεθνούς Forum «Η Ελλάδα το 2040», που διοργανώθηκε από την Επιτροπή «Ελλάδα 2021» και με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Στην μελέτη που κατέθεσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων για τη Δικαιοσύνη του 2040 υπάρχει ειδική αναφορά στο πρώτο κεφάλαιο περί δικαστικής ανεξαρτησίας, που επιμελήθηκε η Πρόεδρος Εφετών κα Αμαλία Μήλιου. Στην εργασία αυτή αναφέρονται τα ακόλουθα: «Η στελέχωση Ανεξάρτητων Αρχών, ο διορισμός σε κυβερνητικές θέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά την συνταξιοδότηση, είναι εύλογο να δημιουργούν προβληματισμούς και να γεννούν δυσπιστία στην κοινωνία για την αμεροληψία του ανώτατου δικαστικού λειτουργού κατά το διάστημα που υπηρετούσε τη Δικαιοσύνη. Η επιλογή του συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού από την Κυβέρνηση σε μία διοικητική θέση που συνοδεύεται από και αυξημένο μισθό, λίγες ημέρες ή μήνες μετά την συνταξιοδότησή του θα μπορούσε να εκληφθεί και ως επιβράβευση για την μέχρι τότε στάση του. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ενώ οι ίδιοι δικαστικοί λειτουργοί ζητούν επιτακτικά την απαγόρευση τέτοιας πρακτικής, αντίθετα οι Κυβερνήσεις επιμένουν να την διατηρούν».

     Έμμεσες αναφορές στο ζήτημα αυτό συναντά κανείς και στον «Χάρτη Δεοντολογίας των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης», που καταρτίστηκε το 2022. Συγκεκριμένα, ορίζεται αρχικά ότι πηγή έμπνευσης του Χάρτη αποτέλεσαν μεταξύ άλλων και οι γνώμες της GRECO, στις οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιλαμβάνεται σαφής υπόδειξη προς τις ελληνικές αρχές να επανεξετάσει το ζήτημα της κατάληψης δημόσιων αξιωμάτων από τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, στη συνέχεια διευκρινίζεται ότι οι ρυθμίσεις του Χάρτη εφαρμόζονται στο πλαίσιο του ιδιωτικού και δημοσίου βίου τόσο των εν ενεργεία όσο και των αφυπηρετησάντων δικαστικών λειτουργών, στο μέτρο που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση του σεβασμού των αρχών και αξιών του Χάρτη, ενώ στο Κεφάλαιο III αναφέρεται ότι μετά την αφυπηρέτησή του ο δικαστικός λειτουργός απέχει από ενέργειες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι εκμεταλλεύεται πληροφορίες που απέκτησε κατά τον χρόνο που ήταν στην υπηρεσία.

     V. Τελικές παρατηρήσεις.

     Η ουσιαστική υλοποίηση της δικαστικής ανεξαρτησίας προϋποθέτει την αποκοπή του ομφάλιου λώρου μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής (ενίοτε και νομοθετικής) εξουσίας. Η πιθανότητα έστω και έμμεσου επηρεασμού του δικαστικού έργου από τους εκπροσώπους των δύο άλλων εξουσιών πρέπει να αποκλειστεί. Η ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού δεν είναι δεδομένη. Είναι το αποτέλεσμα θεσμικών εγγυήσεων και πρέπει να επιβεβαιώνεται από την προσωπική στάση του ίδιου τόσο κατά την διάρκεια του υπηρεσιακού του βίου όσο και μετά την αφυπηρέτησή του.

     Ωστόσο, και ο προτεινόμενος εδώ περιορισμός δεν μπορεί να διασφαλίσει σε απόλυτο βαθμό την δικαστική ανεξαρτησία. Η εκτελεστική εξουσία πάντα θα επιχειρεί να παρεμβαίνει στο δικαστικό έργο και πάντα θα βρίσκει τρόπους για έμμεσες πιέσεις και επιρροές στους δικαστές. Μένει στους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία τους.

     Και κλείνω την εισήγησή μου με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησα. Με τις διαπιστώσεις του καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη και τις προτροπές του προς τους δικαστικούς λειτουργούς: «Αν οι δικαστές βλέπουν το έργο τους σαν άσκηση ενός τμήματος της κρατικής εξουσίας, η ανεξαρτησία τους είναι, φοβούμαι, χαμένη «εξ ορισμού». Αν το δουν όμως από το παραπάνω πρίσμα ως προάσπιση της ελευθερίας των πολιτών, ως φραγμό στην αυθαιρεσία της κάθε μορφής και προέλευσης εξουσίας, σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν εμφανίζεται αυτή, αν ενσκύψουν στην κάθε υπόθεση με αμεροληψία και απροσωποληψία με ηρεμία, ευπρέπεια και ανθρωπισμό, με ψυχραιμία, ανοχή και υπομονή, αλλά και με αγάπη, αγάπη για κάθε άνθρωπο, ακόμα κι αν έχει τελέσει έγκλημα, τότε θα έχουν πετύχει, νομίζω, οι δικαστές μας την ανεξαρτησία τους μέσα στην ίδια τους τη συνείδηση. Και ό,τι εδραιώνεται στη συνείδηση των δικαστών επιβάλλεται τελικά και στην κοινωνική πραγματικότητα».

—————–

[1] Δημοσιευμένο στον τομ. 1 της επιστημονικής σειράς της ΕΝοΒΕ, με θέμα «προβλήματα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης», 1987, στις σελ. 51 επ.

Ημερίδα του antimolia.gr της 5.4.2023 με θέμα “η διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου σύμφωνα με τον Ν. 4842/2021”- Αρχείο εισηγήσεων

Η σελίδα antimolia.gr πραγματοποίησε στις 5.4.2023 διαδικτυακή επιστημονική εκδήλωση με θέμα “η διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου σύμφωνα με τον Ν. 4842/2021”.

 

Παρακολουθήστε την ημερίδα από το κανάλι μας στο youtube

 

Αρχείο εισηγήσεων:

1) Γ.Δελής, η απλοποιημένη διαδικασία επίλυσης των νέων μικροδιαφορών

 

2) Ε.Μπενάκη, οι τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021 στα ασφαλιστικά μέτρα και ιδίως στην προσημείωση υποθήκης

 

3) Κ.Παιδονόμου, η τακτική διαδικασία μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021

 

4) Χ.Παπαστάμου, οι ειδικές διαδικασίες μετά το Ν. 4842/2021

 

5) Β.Φούρκας, αυστηρή δι’ εγγράφων απόδειξη και ηλεκτρονικά έγγραφα

 

 

 

Χ.Παπαστάμου, οι ειδικές διαδικασίες μετά το Ν. 4842/2021

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ Ν. 4842/2021

 

Χρυσάνθη Γ. Παπαστάμου

ΜΔΕ Αστικού Δικαίου

Ειρηνοδίκης Αθηνών

 

Ο νόμος 4842/2021 με τον τίτλο «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» επέφερε από την 01.01.2022 σημαντικές τροποποιήσεις σε όλο πλέγμα των ρυθμίσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στόχος των τροποποιήσεων, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του νόμου, αλλά και από την αιτιολογική του έκθεση, είναι κατά κύριο λόγο η επιτάχυνση της πολιτικής δίκης και η κατά το δυνατόν ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό ο νομοθέτης, για την εισαγωγή των προκείμενων τροποποιήσεων, αξιοποίησε την εξαετή εμπειρία από την εφαρμογή του ν. 4335/2015, παρεμβαίνοντας διορθωτικά όπου οι ρυθμίσεις κρίθηκαν μη αποτελεσματικές ή επεκτείνοντας σε ειδικές διαδικασίες τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας που κρίθηκαν επιτυχείς. Αντικείμενο της παρούσας εισήγησης είναι η παρουσίαση των αλλαγών που επέφερε ο νόμος 4842/2021 στις διατάξεις περί ειδικών διαδικασιών, οι οποίες περιλαμβάνονται στα άρθρα 39 – 42 αυτού. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι ως άνω τροποποιήσεις αφορούν το σύνολο των ειδικών διαδικασιών και για το λόγο αυτό περιλαμβάνονται σε μία μόνο διάταξη, ήτοι στο άρθρο 39 του νόμου, με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 591 ΚΠολΔ, που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά των ειδικών διαδικασιών. Με τις διατάξεις δε των άρθρων 40 – 42 επήλθαν μεμονωμένες αλλαγές που αφορούν το κεφάλαιο των διαταγών πληρωμής και, οι οποίες κατά βάση κρίθηκαν απαραίτητες προς επίλυση διφορούμενων ζητημάτων και προς εναρμόνιση του κειμένου του νόμου με τη νομολογία Δικαστηρίων ως προς αυτά.

Α. Τροποποιήσεις του άρθρου 591 ΚΠολΔ

Ξεκινώντας από τις μεταρρυθμίσεις που ο ν. 4842/2021 επέφερε δια της τροποποίησης του άρθρου 591 ΚΠολΔ στις ειδικές διαδικασίες, θα σταθούμε αρχικά στην διάταξη της παραγράφου 1 εδαφ. στ΄, κατά την οποία «οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της πέμπτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους…». Επιμηκύνεται, επομένως, στις πέντε (αντί των τριών) εργάσιμες ημέρες (στις οποίες νομολογιακά πλέον έχει κριθεί ότι δεν περιλαμβάνεται το Σάββατο) η προθεσμία υποβολής της προσθήκης – αντίκρουσης, με προφανή σκοπό, όπως προκύπτει από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου, τη διευκόλυνση των πληρεξουσίων δικηγόρων. Είναι σημαντικό σε σχέση με τη συγκεκριμένη διάταξη να αναφερθεί ότι αφορά μόνο τη διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, καθώς η διάταξη του άρθρου 524 ΚΠολΔ δεν παραπέμπει ως προς τη διαδικασία συζήτησης της έφεσης σε αυτήν. Ως εκ τούτου, η προθεσμία υποβολής προσθήκης – αντίκρουσης στα δευτεροβάθμια δικαστήρια παραμένει τριήμερη, γεγονός που παρουσιάζεται ιδιαιτέρως αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς τη σπουδαιότητα και τη δυσκολία του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ως άνω διάταξη δεν συμπεριλαμβανόταν αρχικά σε αυτές που, κατά το άρθρο 116 παρ. 3 του ν. 4842/2021, εφαρμόζονταν και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του υποθέσεις, στις οποίες, ως εκ τούτου, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι εξακολουθεί να εφαρμόζεται η τριήμερη προθεσμία. Ήδη με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4912/2022, ωστόσο, επιλύθηκε η παραπάνω αντίφαση με την προσθήκη στις διατάξεις που εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη του ν. 4842/2021 υποθέσεις και η υπό συζήτηση διάταξη, προσθήκη που ήταν επιβεβλημένη, καθώς δεν υφίσταται κανένας απολύτως δικαιολογητικός λόγος για την διάκριση όσον αφορά την προθεσμία της προσθήκης μεταξύ εκκρεμών και νέων υποθέσεων.

Η πιο σημαντική ίσως τροποποίηση στις ειδικές διαδικασίες εισήχθη στην παράγραφο 2 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της οποίας «Με εξαίρεση τις διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, οι διάδικοι μπορούν, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 242, να συμφωνήσουν μόνο με κοινή δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά τη συζήτηση. Η δήλωση υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους όλων των μερών, κατατίθεται το αργότερο ως την παραμονή της δικασίμου και ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη δικάσιμο». Εισήχθη, επομένως, η δυνατότητα πλασματικής παράστασης των διαδίκων σε μέρος μόνο των ειδικών διαδικασιών και συγκεκριμένα στις περιουσιακές διαφορές και στις διαδικασίες στις οποίες κατά ρητή παραπομπή από το νομοθέτη εφαρμόζονται οι διατάξεις περί περιουσιακών διαφορών[1], ρητά αποκλειομένων από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης των διαφορών από το γάμο, την οικογένεια και την ελεύθερη συμβίωση. Αξίζει, ωστόσο, στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση 30/2021 του ΑΠ, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει αμιγώς περιουσιακό χαρακτήρα και δεν συνιστά γαμική διαφορά. Η διάταξη περί πλασματικής παράστασης στις ειδικές διαδικασίες παραπέμπει σε αυτήν του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην όμως η περιγραφόμενη στη διάταξη του άρθρου 591 δήλωση παράστασης διαφοροποιείται σημαντικά από αυτήν του άρθρου 242 τόσο ως προς το τυπικό σκέλος της όσο και ως προς τον σκοπό της. Εκκινώντας από το τυπικό μέρος και από τις προϋποθέσεις της δήλωσης παράστασης στις ειδικές διαδικασίες, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με αυτήν του άρθρου 242 παρ. 2, αυτή πρέπει να είναι κοινή και να υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους όλων των διαδίκων, ήτοι και των κυρίως ή προσθέτως παρεμβαινόντων. Δεν καταλείπεται κανένα απολύτως περιθώριο για την μονομερή εκ μέρους κάποιων μόνο εκ των διαδίκων υποβολή δήλωσης, τέτοια δε δήλωση οδηγεί στην ερημοδικία του διαδίκου, εφόσον αυτός δεν εμφανιστεί και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, λόγω μη πλήρωσης των προϋποθέσεων της δήλωσης και κατ’ επέκταση λόγω μη προσήκουσας παράστασης. Συνακόλουθα, προς αποφυγή αιφνιδιασμού των παραγόντων της δίκης, μόνο από κοινού θα μπορούσε να γίνει και η ανάκληση της ήδη υποβληθείσας δήλωσης μέχρι την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι εάν γινόταν δεκτό ότι καθένα από τα μέρη έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει μονομερώς τη δήλωσή του, αφαιρώντας επομένως από τη δήλωση την τυπική ισχύ της και μάλιστα ερήμην του αντιδίκου, ο τελευταίος εν αγνοία του θα ερημοδικαζόταν λόγω μη προσήκουσας παράστασης, ως απόρροια της μη συνδρομής των προϋποθέσεων της δήλωσης και δη του κοινού χαρακτήρα αυτής. Θα μπορούσε κανείς στο σημείο αυτό να μεφθεί την ορθότητα της διάταξης, δεδομένου ότι είναι δυνατό σε κάποιες περιπτώσεις να οδηγήσει σε αιφνιδιασμό των διαδίκων (για παράδειγμα σε περίπτωση άσκησης πρόσθετης παρέμβασης, όταν ο προσθέτως παρεμβαίνων δεν έχει συνυπογράψει τη δήλωση με τους διαδίκους) και να ισχυριστεί ότι θα ήταν ενδεχομένως ορθότερη η απευθείας εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 242 παρ. 2 και της δυνατότητας υποβολής μονομερούς δήλωσης από έναν ή περισσότερους (πάντως όχι από όλους) τους διαδίκους.[2] Η ως άνω διαφοροποίηση, ωστόσο, συνέχεται κατά τη γνώμη μου στενά με τον ίδιο το σκοπό του νομοθέτη από την εισαγωγή της δυνατότητας πλασματικής παράστασης και τη λειτουργία που καλείται να επιτελέσει η δήλωση στις ειδικές διαδικασίες, η οποία δεν έγκειται στην εγγραφοποίηση της διαδικασίας (που δεν φαίνεται να αποτελεί επιλογή του νομοθέτη), αλλά απλώς στη διευκόλυνση των παραγόντων της δίκης, όταν από κοινού κρίνουν ότι δεν απαιτείται ή δεν έχει να προσφέρει κάτι περισσότερο η προφορική διαδικασία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το εδάφιο δ΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 591 ΚΠολΔ, στο οποίο δεν επήλθε τροποποίηση, «Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα». Εξακολουθεί, επομένως, να ισχύει στις ειδικές διαδικασίες και μάλιστα επί ποινή απαραδέκτου η αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας, όπως αυτή εξειδικεύεται στην ως άνω διάταξη. Ενώ, λοιπόν, η πλασματική παράσταση του άρθρου 242 παρ. 2 αφορά κατά τη ρητή διάταξη του νομοθέτη στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, η εισαγωγή της πλασματικής παράστασης στις ειδικές διαδικασίες αποτελεί ένα τολμηρό βήμα του νομοθέτη που οδηγεί στην κάμψη της υποχρεωτικής προφορικότητας της διαδικασίας, η οποία μόνο κατά κοινή βούληση όλων των διαδίκων μπορεί να επέλθει και να γίνει δικαιικά ανεκτή, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η προφορικότητα της διαδικασίας προάγει την αναζήτηση της αλήθειας. Μόνο, επομένως, εάν αποδεχτούν  την ως άνω κάμψη όλοι οι παράγοντες της δίκης μπορεί να γίνει δεκτή η ως άνω υπέρβαση και η μη αναγκαιότητα, κατά συσταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. δ, της προφορικής προβολής όλων των ισχυρισμών κατά την εκφώνηση της υπόθεσης.[3] Περαιτέρω, σε αντίθεση με τη δήλωση παράστασης του άρθρου 242 παρ. 2, η δήλωση παράστασης του 591 ΚΠολΔ έχει ισχύ μόνο για την συγκεκριμένη ρητά αναφερόμενη σε αυτήν δικάσιμο, οπότε πρέπει να επανυποβληθεί σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, περίπτωση που μάλλον σπάνια θα ανακύψει, καθώς, εάν έχει υποβληθεί κοινή δήλωση από τους διαδίκους, δεν φαίνεται πιθανό να εμφανισθεί κάποιος εξ αυτών και να αιτηθεί την αναβολή της υπόθεσης. Τέλος, με δεδομένο ότι η διάταξη του άρθρου 524 ΚΠολΔ για τη συζήτηση της έφεσης παραπέμπει σε αυτήν του άρθρου 242 παρ. 2 και όχι στην υπό συζήτηση διάταξη του άρθρου 591, καθίσταται σαφές ότι στο δεύτερο βαθμό δυνατότητα πλασματικής παράστασης υφίσταται κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 242 παρ. 2 και όχι της διάταξης του άρθρου 591, οπότε δεν απαιτείται κοινή δήλωση όλων των μερών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το εφετείο δικάζει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο (π.χ. αίτηση ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, που εκδικάζεται από το εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – 898 ΚΠολΔ), οπότε εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 591. Μόνο στην περίπτωση ερήμην συζήτησης στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατή η πλασματική παράσταση στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς στην περίπτωση αυτή η διαδικασία είναι προφορική και στο δεύτερο βαθμό (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2), οπότε εάν κάποιος από τους διαδίκους υποβάλει δήλωση και δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο, ερημοδικάζεται. Ανακύπτει, ωστόσο, εν προκειμένω το ερώτημα εάν θα ήταν δυνατή, σε περίπτωση ερήμην συζήτησης στον πρώτο βαθμό και άσκησης έφεσης από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, οπότε και μόνο είναι υποχρεωτική η προφορική διαδικασία, η προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2, ώστε να είναι δυνατή η πλασματική παράσταση με κοινή μόνο δήλωση όλων των διαδίκων. Η γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, δεν παραπέμπει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διάταξη του άρθρου 591, μάλλον θα οδηγούσε σε αρνητική απάντηση επί του ως άνω ερωτήματος. Ωστόσο, επί της ουσίας δεν υφίσταται κανένας απολύτως λόγος που να δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των ως άνω περιπτώσεων και να αποκλείει την με κοινή δήλωση παράσταση των μερών και στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ.

Επόμενη τροποποίηση του ν. 4842/2021 στις ειδικές διαδικασίες συνιστά η εισαγωγή της παραγράφου 4 του άρθρου 591, κατά την οποία «Το δικαστήριο, εάν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 8 του άρθρου 237». Σύμφωνα δε με την τελευταία αυτή διάταξη, με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, με την οποία διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να εξεταστούν μάρτυρες ή διάδικοι, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης και η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 60 ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4842/2021, η εισαγωγή της ως άνω διάταξης κρίθηκε απαραίτητη, διότι με τις προηγούμενες ρυθμίσεις είχε δοθεί η δυνατότητα στον δικαστή να διατάζει με προφορική ανακοίνωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη στο πρότυπο της παρ. 2 του καταργηθέντος με τον ν. 4335/2015 άρθρου 650 (διαδικασία μισθωτικών διαφορών), η διάταξη όμως δεν έτυχε εφαρμογής και είχε περιέλθει σε πλήρη αχρησία, καθόσον τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα διατάσσονταν με την έκδοση αποφάσεων για επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254.[4] Με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης στο άρθρο 591 δε φαίνεται πλέον να καταλείπεται περιθώριο να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη ή αυτοψία με απόφαση επανάληψης της συζήτησης κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, παρά μόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο διατάσσει επανάληψη δυνάμει του άρθρου 254 για την προσκομιδή εγγράφων, οπότε μπορεί με την απόφαση αυτή να διαταχθεί και πραγματογνωμοσύνη ή αυτοψία. Η διάταξη εκδίδεται μετά τη συζήτηση, η δε επανάληψη της συζήτησης ολοκληρώνεται με την κατάθεση της έκθεσης αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 237 παρ. 8 εφαρμόζεται, κατόπιν της ρητής παραπομπής του άρθρου 524, και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ, δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 116 παρ. 3 του ν. 4842/2021, η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 4 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υποθέσεις. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη δεν εφαρμόζεται και, συνακόλουθα, η επανάληψη δεν θεωρείται συντελεσμένη στην περίπτωση των υποθέσεων στις οποίες είχε ήδη κατά την 01.01.2022 διαταχθεί επανάληψη της συζήτησης με το άρθρο 254, στις οποίες απαιτείται η επαναφορά της υπόθεσης με κλήση.[5] Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στο άρθρο 591 γίνεται παραπομπή μόνο στη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 237 και όχι στην παράγραφο 9 αυτού και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η  υποβολή προσθήκης για την αξιολόγηση της υποβληθείσας έκθεσης αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, γεγονός που γεννά ερωτηματικά και αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της διάταξης και τη στέρηση του δικαιώματος υπεράσπισης των διαδίκων, αφού χωρίς να υφίσταται προφανής λόγος απόκλισης από τα ισχύοντα στην τακτική διαδικασία, δεν δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους να αντικρούσουν το περιεχόμενο των ως άνω εκθέσεων.

Εν συνεχεία, στη διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 591 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ερημοδικίας του ανακόπτοντος, του εκκαλούντος, του αντεκκαλούντος ή του αιτούντος την αναψηλάφηση, το αντίστοιχο ένδικο μέσο απορρίπτεται». Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η προσθήκη της συγκεκριμένης διάταξης είναι περιττή όσον αφορά την ανακοπή ερημοδικίας και την έφεση, δεδομένου ότι στις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 524 παρ. 3 ΚΠολΔ προβλέπεται ως απόρροια της ερημοδικίας του ανακόπτοντος ή του εκκαλούντος αντίστοιχα η απόρριψη της ανακοπής ή της έφεσης. Η προσθήκη αυτή έγινε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, προς άρση κάθε αμφισβήτησης σε σχέση με το πρώτο εδάφιο της παρ. 7, που προβλέπει ότι κατά την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για την εκδίκαση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο, ενόψει του ότι το άρθρο 595 και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 621, που εφαρμόζονται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ρυθμίζουν διαφορετικά τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις των άρθρων 595 και 621 παρ. 2 ΚΠολΔ, στις οποίες ρυθμίζονται οι συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων στις διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και στις εργατικές διαφορές και, σύμφωνα με τις οποίες, «αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δε λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από του διαδίκους, η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι», εφαρμόζονται μόνο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η απόκλιση για τις ως άνω κατηγορίες υποθέσεων από τις περί ερημοδικίας διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ που ισχύουν στην τακτική διαδικασία και εφαρμόζονται και στο σύνολο των λοιπών περιουσιακών διαφορών, δικαιολογείται από τη βούληση του νομοθέτη όσον αφορά τις παραπάνω κατηγορίες διαφορών να εκπληρωθεί ο σκοπός της εύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας, παρίσταται αντιφατική η διαφοροποίηση των συνεπειών της ερημοδικίας στο δεύτερο βαθμό και η εκ μόνης της ερημοδικίας του ασκούντος το ένδικο μέσο απόρριψη αυτού.

Περαιτέρω, με την εισαγωγή της διάταξης της παραγράφου 8 του άρθρου 591 ορίσθηκε πλέον με σαφήνεια ότι οι διατάξεις των άρθρων 466 έως 471 περί μικροδιαφορών δεν εφαρμόζονται στις ειδικές διαδικασίες. Με τον τρόπο αυτό επιλύθηκε οριστικά η διχογνωμία που, ελλείψει αντίστοιχης νομοθετικής ρύθμισης, υφίστατο σχετικά με τη δυνατότητα παράλληλης εφαρμογής των περί μικροδιαφορών διατάξεων στις ειδικές διαδικασίες.[6] Ειδικότερα, κατά το προγενέστερο του ν. 4335/2015 νομοθετικό καθεστώς γινόταν δεκτό ότι οι διαδικαστικές ρυθμίσεις των άρθρων 466 επ. ΚΠολΔ εφαρμόζονταν και στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 642, 666 παρ. 3 και 681 εδαφ. γ΄ του παλαιού ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή των οποίων αποκλειόταν ρητά η εφαρμογή των ρυθμίσεων περί μικροδιαφορών στις ειδικές διαδικασίες των πιστωτικών τίτλων, των εργατικών διαφορών και των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας. Υπό το καθεστώς του ν. 4335/2015 και τον παραγκωνισμό των ως άνω ρυθμίσεων που απέκλεισαν ρητά την παράλληλη εφαρμογή του διαδικαστικού πλαισίου των μικροδιαφορών στο πεδίο ορισμένων ειδικών διαδικασιών, συνεπέστερη παρουσιάσθηκε η ερμηνευτική εκδοχή της παράλληλης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 466 επ, στο βαθμό που δεν είναι ασύμβατες προς τις εκάστοτε διαδικαστικές ιδιαιτερότητες των επιμέρους ειδικών διαδικασιών και υπό τον όρο πάντα ότι η υπόθεση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, το οποίο και μόνο δικάζει κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών.[7] Ορθώς, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου επιλύθηκε νομοθετικά το ως άνω ζήτημα προς την κατεύθυνση της απόρριψης της δυνατότητας συνεφαρμογής των διατάξεων περί μικροδιαφορών στις ειδικές διαδικασίες. Οι ειδικές περί μικροδιαφορών διατάξεις αποτελούν διαδικαστική απόκλιση από την γενική (τακτική) διαδικασία (ΑΠ 932/2004 ΕλλΔνη 2005/1665) και δεν πρέπει να εφαρμόζονται στις ειδικές διαδικασίες, που αποτελούν ειδικό κεφάλαιο του ΚΠολΔ με διατάξεις στις οποίες δεν περιλαμβάνεται παραπομπή στις περί μικροδιαφορών διαδικαστικές αποκλίσεις. Η τήρηση των ειδικών διαδικασιών είναι υποχρεωτική για τις υποθέσεις που υπάγονται σε αυτές, καθόσον κατά την παρ. 6 του άρθρου 591 του ΚΠολΔ «Εάν η υπόθεση δεν υπάγεται στην διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί το δικαστήριο αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται». Ο ενάγων, επομένως, δεν μπορεί να έχει δικαίωμα να επιλέξει αντί της ειδικής διαδικασίας τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών ή άλλη ειδική διαδικασία, ακόμη κι αν συμφωνεί ο εναγόμενος, γιατί η θέσπιση των ειδικών διαδικασιών εξέρχεται από τα όρια της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, την δε τήρησή της ερευνά αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο.[8] Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 466 – 471 ΚΠολΔ δεν εγκαθιδρύεται αυτοτελής («επώνυμη») Ειδική Διαδικασία λόγω της ιδιαιτερότητας της φύσης της υπόθεσης (όπως συμβαίνει με τη θέσπιση των ειδικών διαδικασιών), αλλά συνιστούν αυτές ειδικές διατάξεις της Τακτικής Διαδικασίας λόγω της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, οι οποίες θεσπίστηκαν για λόγους ταχύτητας σε σχέση με τις λοιπές διαφορές της τακτικής διαδικασίας. Οι διατάξεις των άρθ. 466 επ. του ΚΠολΔ δημιουργούν όλως ιδιαίτερο και απλοποιημένο διαδικαστικό περιβάλλον,  που θεσπίσθηκε και ίσχυσε ως θεσμική εξαίρεση, δεν θα μπορούσε δε χωρίς ρητή νομοθετική πρόβλεψη και συμπληρωματικές ρυθμίσεις, να αποτελέσει μία νέα ολοκληρωμένη διαδικασία γενικής εφαρμογής για όλες τις διαφορές το αντικείμενο των οποίων δεν ξεπερνά τις 5.000 ευρώ. Πολλώ δε μάλλον τη στιγμή που το διαδικαστικό περιβάλλον των μικροδιαφορών μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021 είναι παντελώς ασύμβατο με τις ρυθμίσεις των ειδικών διαδικασιών και, συνεπώς, δεν χωρεί αλληλοσυμπληρούμενη εφαρμογή των δύο διαδικαστικών πλαισίων. Εντελώς παρενθετικά  στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε και σε δύο προσθήκες που πραγματοποίησε ο ν. 4842/2021 σε διατάξεις που συστηματικά εντάσσονται στην τακτική διαδικασία, πλην όμως εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες. Η πρώτη εξ αυτών είναι η προσθήκη στη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 των εδαφίων γ΄ και δ΄, κατά τα οποία «σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 227. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια έγγραφα μέσα στην προθεσμία που θα ταχθεί, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση επί της αγωγής». Η έλλειψη, επομένως, των πληρεξουσίων εγγράφων ορίζεται από το νομοθέτη ως τυπική παράλειψη, οπότε το Δικαστήριο μπορεί και στις ειδικές διαδικασίες, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 περί συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων να τάξει προθεσμία για την προσκόμισή τους, σε περίπτωση δε άπρακτης παρέλευσης της ταχθείσας προθεσμίας, εκδίδεται οριστική απόφαση κατ’ ακολουθία των διατάξεων περί ερημοδικίας του διαδίκου που δεν προσκόμισε το πληρεξούσιο.Η δεύτερη προσθήκη αφορά τη διάταξη του άρθρου 260 ΚΠολΔ, η οποία κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 16 του ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 120 του νόμου, την 01.01.2022 τροποποιήθηκε ως εξής: «Στην τακτική διαδικασία και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, αν οι διάδικοι δε λάβουν κανονικά μέρος στη συζήτηση ή δεν εμφανιστούν στο ακροατήριο, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν 90 ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο από τον γραμματέα με εντολή του διευθύνοντος το δικαστήριο και η δίκη καταργείται». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η ισχύς της παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ επεκτάθηκε και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, διότι διαπιστώθηκε με στατιστικά στοιχεία από το Πρωτοδικείο Αθηνών, ότι σε ποσοστό σαράντα έως πενήντα τοις εκατό (40-50%) η συζήτηση των εγγραφεισών υποθέσεων ματαιώνεται. Η προθεσμία για την επαναφορά της υπόθεσης σε νέα συζήτηση αυξήθηκε από εξήντα (60) σε ενενήντα (90) ημέρες, προς διευκόλυνση των διαδίκων. Η διάταξη καταλαμβάνει και τις εκκρεμμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υποθέσεις, αν η ματαίωση έλαβε χώρα με την 01.01.2022, ενώ, αν η συζήτηση της υπόθεσης είχε ματαιωθεί κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, η προθεσμία των 90 ημερών εκκινεί από την 01.01.2022. Επισημαίνεται ότι η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται, κατά ρητή παραπομπή από το άρθρο 524 ΚΠολΔ, και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ότι για την αποτροπή της κατάργησης της δίκης αρκεί η κατάθεση κλήσης επαναφοράς του ένδικου βοηθήματος ή μέσου εντός της ορισθείσας προθεσμίας των 90 ημερών και δεν απαιτείται και η επίδοση αυτού. Με τις δύο ως άνω προσθήκες εξαντλούνται οι επελθούσες με το ν. 4842/2021 τροποποιήσεις στο σύνολο των ειδικών διαδικασιών και προχωράμε στην παρουσίαση των διατάξεων των άρθρων 40-42 που αφορούν τις διατάξεις των διαταγών πληρωμής.  Β. Τροποποιήσεις που αφορούν τις διαταγές πληρωμής Ειδικότερα, με το άρθρο 40 του νόμου 4842/2021 τροποποιήθηκε επί το αυστηρότερο η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 633, επεκτείνοντας την απαγόρευση χορήγησης αναστολής σε περίπτωση άσκησης ανακοπής μετά τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής και στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 632, δηλαδή και όταν η ανακοπή εκκρεμεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής στον πρώτο βαθμό. Η διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υποθέσεις.Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 40 του ν. 4842/2021 προστέθηκε στο άρθρο 633 παράγραφος, κατά την οποία «Εάν η διαταγή πληρωμής που έχει εκτελεστεί, ακυρωθεί εν όλω ή εν μέρει με τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί της ανακοπής, το δικαστήριο διατάζει, εάν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η ακυρωθείσα διαταγή πληρωμής. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της έφεσης και των προσθέτων λόγων είτε με τις ενώπιον του εφετείου προτάσεις του ανακόπτοντος. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται». Με τη διάταξη αυτή επιλύθηκε οριστικά η διχογνωμία που είχε διαμορφωθεί σχετικά με το δικαίωμα επαναφοράς του διαδίκου, ο οποίος συμμορφώθηκε εκούσια ή αναγκαστικά με τη διαταγή πληρωμής. Κατά μία γνώμη, στην περίπτωση της εξαφάνισης διαταγής πληρωμής η αναζήτηση των καταβληθέντων μπορεί να γίνει μόνο μέσω της ουσιαστικού δικαίου αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό και όχι προσωρινά εκτελεστή απόφαση. Κατά την αντίθετη άποψη, επειδή οι ανακοπές των άρθρων 632 και 633 εισάγουν το διαπλαστικό αίτημα ακύρωσης της διαταγής πληρωμής, επιτελούν λειτουργία ισοδύναμη με αυτή των ενδίκων μέσων και ως εκ τούτου, όταν ακυρωθεί τελεσίδικα η διαταγή πληρωμής, συγχωρείται η αναλογική εφαρμογή των περί επαναφοράς διατάξεων. Ορθά κατά τη γνώμη μου ο νομοθέτης κινήθηκε προς την κατεύθυνση της δυνατότητας του διαδίκου που υπέστη την εκτέλεση να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εναρμονιζόμενος με την με αριθμό 5/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Άρειου Πάγου, η οποία, κρίνοντας επί του συναφούς με την επαναφορά ζητήματος της αξίωσης αποζημίωσης του οφειλέτη, αποφάνθηκε ότι η παρ. 1 του άρθρου 940 που αφορά την περίπτωση εξαφάνισης ή μεταρρύθμισης προσωρινά εκτελεστής απόφασης, δυνάμει της οποίας επισπεύθηκε αναγκαστική εκτέλεση,  εφαρμόζεται και σε περίπτωση που η εκτέλεση επισπεύθηκε δυνάμει τελεσιδίκως ακυρωθείσας διαταγής πληρωμής. Κατά το ακριβές λεκτικό της ως άνω απόφασης, «Οι ανακοπές των άρθρων 632 και 633 του ΚΠολΔ επιτελούν, παρεμφερή λειτουργία με εκείνη των ενδίκων μέσων, δοθέντος ότι βάλλουν κατά της νομιμότητας της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς τα ένδικα μέσα βάλλουν κατά της νομιμότητας της δικαστικής αποφάσεως, προσέτι δε και από την άποψη των επερχομένων αποτελεσμάτων, η ευδοκίμηση των ανωτέρω ανακοπών εξαφανίζει τον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς και η ευδοκίμηση των ενδίκων μέσων εξαφανίζει τη δικαστική απόφαση. Σε περίπτωση δε υπάρξεως τελεσίδικης δικαιοδοτικής κρίσεως περί του κύρους της διαταγής πληρωμής, αυτή (τελεσίδικη απόφαση) παράγει και αναπτύσσει πλήρες δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 331 ΚΠολΔ, και την οπλίζει με ωριμότητα και δύναμη ισοσθενή προς εκείνη της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, προς την οποία και εξομοιώνεται πλήρως…». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου  116 παρ. 3β του νόμου 4842/2021, η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται για όλες τις διαταγές πληρωμής που ακυρώνονται μετά την έναρξη ισχύος του, ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσής τους. Μολονότι δε η διάταξη κάνει λόγο περί υποβολής του σχετικού αιτήματος δια του δικογράφου της εφέσεως ή των ενώπιον του εφετείου προτάσεων του ανακόπτοντος, ορθό είναι μάλλον να γίνει δεκτό ότι εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η αναγκαστική εκτέλεση έλαβε χώρα πριν τη συζήτηση της ανακοπής στον πρώτο βαθμό, οπότε ο ανακόπτων θα μπορεί με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της πρωτόδικης απόφασης που ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής. Τούτο δε, γιατί υπάρχει πιθανότητα να μην ασκηθεί έφεση από τον καθ’ ου η ανακοπή και η απόφαση να τελεσιδικήσει με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας εφέσεως, οπότε δεν θα εκκρεμεί άλλη δίκη και ο ανακόπτων δεν θα έχει πλέον τη δυνατότητα να υποβάλει το σχετικό αίτημα[9]. Επισημαίνεται, τέλος, ότι δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 644 ΚΠολΔ, η οποία εισήχθη με το άρθρο 42 του ν. 4842/2021, η ως άνω διάταξη περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση εφαρμόζεται και στην περίπτωση τελεσίδικης ακύρωσης διαταγής απόδοσης μισθίου που έχει εκτελεσθεί.Τέλος, με το άρθρο 41 του ν. 4842/2021 τροποποιήθηκε η παράγραφος 1 του εισαχθέντος με το άρθρο 48 ν. 4488/2017 άρθρου 636Α του ΚΠολΔ, ως εξής: «1. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 621 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού κατά τις διατάξεις των άρθρων 623 έως 636, εφόσον η σύναψη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και το ύψος του μισθού αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης από τον οφειλέτη, και εφόσον έχει επιδοθεί έγγραφη όχληση με δικαστικό επιμελητή δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης. Η εργασία που αντιστοιχεί στον μισθό για τον οποίο ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, τεκμαίρεται ότι έχει παρασχεθεί». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, με την εισαγωγή της επιφύλαξης άρθρου 621 παρ. 2 εδαφ. β΄«ρυθμίστηκε το ζήτημα της εφαρμογής του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 621, όταν ερημοδικεί ο ανακόπτων, διότι η παρ. 7 του άρθρου 632 που αναφέρεται στην ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής βασίζεται στις δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας, παρά το ότι πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για δίκη για εργατική απαίτηση και δεν δικαιολογείται η διαφορετική νομοθετική αντιμετώπιση για το ίδιο ζήτημα της ερημοδικίας κάποιου από τους διαδίκους». Είναι προφανές ότι τόσο η τοποθέτηση της επιφύλαξης του άρθρου 621 παρ. 2β, που αφορά τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων στις δικές των εργατικών διαφορών, στην παράγραφο 1 του άρθρου 636 Α, που αφορά τις προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, όσο και η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νόμου δημιουργούν έντονη σύγχυση στον εφαρμοστή του δικαίου, σχετικά με το ακριβές νόημα της επιφύλαξης και την πραγματική βούληση του νομοθέτη με την εισαγωγή της συγκεκριμένης διάταξης. Ορθό είναι, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό ότι η εισαγωγή της συγκεκριμένης επιφύλαξης στην παράγραφο 1 του άρθρου 636Α αποτελεί σφάλμα του νομοθέτη, του οποίου η βούληση μάλλον ανάγεται στη μη εφαρμογή στην περίπτωση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού της διάταξης του άρθρου 632 παρ. 7 που επιτάσσει επί ερημοδικίας του ανακόπτοντος την απόρριψη της ανακοπής, αλλά στην εφαρμογή στην περίπτωση αυτή της διάταξης του άρθρου 621 παρ. 2 εδαφ. β, που επιτάσσει την πρόοδο της διαδικασίας σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Πράγματι, ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την απόκλιση από τις περί ερημοδικίας διατάξεις της τακτικής διαδικασίας στις εργατικές διαφορές και έγκειται, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, υφίσταται και στην περίπτωση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, με την οποία ανοίγεται δίκη εργατικών διαφορών, δεν είναι δε νομοθετικά ανεκτή η διαφορετική μεταχείριση της ερημοδικίας σε αυτήν.Κλείνοντας, θα μπορούσε νομίζω κανείς εύστοχα να παρατηρήσει ότι οι επελθούσες στις ειδικές διαδικασίες τροποποιήσεις του νόμου 4842/2021 δύσκολα θα μπορέσουν να επιτελέσουν το στόχο του νομοθέτη, που έγκειται κατά βάση στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Η εισαγωγή της πλασματικής παράστασης και στις ειδικές διαδικασίες διευκολύνει μεν τους πληρεξουσίους δικηγόρους και θα οδηγήσει ενδεχομένως βαθμιαία στην αποσυμφόρηση των ακροατηρίων, ωστόσο δεν συντελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ταχύτερη ολοκλήρωση της διαδικασίας, ενώ κατά τη γνώμη μου η χρήση της διάταξης εν τέλει θα περιοριστεί μόνο στις περιπτώσεις δικών με αυστηρά νομικό αντικείμενο, στις οποίες δεν αναφύονται ζητήματα απόδειξης. Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, κανείς να παραβλέψει ότι στο σύνολο των τροποποιήσεων ο νομοθέτης κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αξιοποιώντας, όπως ήδη ανωτέρω ειπώθηκε, τόσο την εμπειρία από την εξαετή εφαρμογή της θεμελιακής τροποποίησης του ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015 όσο και τη νομολογία των Δικαστηρίων σχετικά με την άρση διχογνωμιών και αμφισβητήσεων.

—————–

 

[1] Π. Γιαννόπουλος, «Οι μεταρρυθμίσεις του ν. 4842/2021 στις ειδικές διαδικασίες, τα ασφαλιστικά μέτρα και την εκουσία δικαιοδοσία», ΕλλΔνη 1/2022, σελ. 32 – 39.

[2] Ι. Δεληκωστόπουλος, «Τα essentialia των αλλαγών του ν. 4842/2021 στην τακτική διαδικασία, στις ειδικές διαδικασίες και στα ασφαλιστικά μέτρα», ΕΠολΔ 2/2022, σελ. 133.

[3] Αντίθετα σε Ι. Κατρά, «Οι ειδικές διαδικασίες μετά το ν. 4842/2021», ΕλλΔνη 1/2022, σελ. 98, κατά τον οποίο η διάταξη περί πλασματικής παράστασης παραμένει ανεφάρμοστη, αφού είναι απαραίτητη η παράσταση των διαδίκων κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και η προβολή στο ακροατήριο όλων των μέσων επίθεσης και άμυνας.

[4] Ι. Κατράς, ό.π., σελ. 97.

[5] Π. Γιαννόπουλος, ό.π. , σελ 34.

[6] Γ. Δελής, «Το δίκαιο των μικροδιαφορών», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 146 επ.

[7] Ι. Μιχαηλίδη σε Χ. Απαλαγάκη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο», εκδόσεις ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 4η έκδοση, άρθρο 466, σελ. 1170.

[8] Γ. Δελής, «Οι μικροδιαφορές σε σχέση με την Τακτική Διαδικασία υπό το Ν. 4335/2015», Δικαστικά νέα, 2017, τεύχος 2.

[9] Κ. Γιαννούλης, «Παρατηρήσεις επί του νόμου 4842/2021», ΝοΒ 2022, τόμος 70, σελ. 1227.

Κ.Παιδονόμου, η τακτική διαδικασία μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

Η τακτική διαδικασία μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021

 

Κυριακή – Χαρίκλεια Παιδονόμου

Ειρηνοδίκης Αθηνών

 

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εμπειρία της εφαρμογής του ν. 4335/2015, που επέφερε σαρωτικές αλλαγές ιδίως στην τακτική διαδικασία, κρίθηκε θετική και ο νόμος επιτυχής καθώς οδήγησε σε σημαντική μείωση του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4842/2021. Ωστόσο, αναδείχθηκαν πτυχές των νέων ρυθμίσεων που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν εκ των προτέρων και έχρηζαν βελτίωσης και προσαρμογής. Η ανάγκη αυτή οδήγησε στην ψήφιση του ν. 4842/2021, ο οποίος διατηρεί την ίδια δομή της τακτικής διαδικασίας, ήτοι με την περιστολή της προφορικότητας της αποδεικτικής διαδικασίας, οι δε παρεμβάσεις του είναι  στοχευμένες σε επιμέρους διατάξεις, προκειμένου να επιτύχουν την βελτίωση αυτών, με κύριο στόχο την αποφυγή καθυστερήσεων. Στην παρούσα εισήγηση επιχειρείται η ανάδειξη των αλλαγών που επέφερε ο ν. 4842/2021 στην τακτική διαδικασία στις διατάξεις της συζήτησης, της απόφασης της απόδειξης.

ΙΙ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

ΙΙα) ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ – ΠΡΟΒΟΛΗ ΝΕΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ – ΔΙΑΣΑΦΗΣΕΙΣ (άρθρα 237 παρ. 1, 3, 4, 5, 238 παρ. 1, 155 παρ. 1)

Το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι ” Μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά την παρ. 2 του άρθρου 215, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές.” Βλέπουμε πως προβλέπεται διαφορετική αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων που είναι η λήξη της προθεσμίας για την επίδοσή της αγωγής, ώστε να άρει τη δικονομική ανισότητα που υπήρχε, σε βάρος του εναγομένου, για την οποία είχε επικριθεί ο προηγούμενος νόμος[1]. Ωστόσο το σταθερό χρονικό σημείο εξακολουθεί να είναι το αρχικό, δηλαδή η κατάθεση της αγωγής, διότι αυτό δεν αποκλείεται από τη νέα διάταξη, στη λήξη της αναφέρεται η τροποποίηση. Πράγματι, όμως, έχουμε επιμήκυνση αυτής της προθεσμίας, η οποία τρέπεται από 100 σε 120 ημέρες (αν αθροίσουμε προθεσμία επίδοσης και προθεσμία κατάθεσης προτάσεων) και για για τον εναγόμενο, αν υπολογίσουμε από την τελευταία ημέρα της προθεσμίας επίδοσης, τρέπεται από 70 σε 90 ημέρες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 237 παρ. 1 εδ. β-ζ ΚΠολΔ, “Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 227. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια έγγραφα μέσα στην προθεσμία που θα ταχθεί, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση επί της αγωγής. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου παρατείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής για όλους τους διαδίκους, αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.” Τα πληρεξούσια έγγραφα προσκομίζονται παραδεκτά όχι μόνο με τις προτάσεις αλλά και με την προσθήκη και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την τυπική συζήτηση[2]. Ορθή θεωρείται αυτή η ρύθμιση του άρθρου 227 ΚΠολΔ με σκοπό την αποφυγή καθυστερήσεων. Γίνεται δεκτό ότι η εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ επεκτείνεται και για να ζητηθούν τα αποδεικτικά επίδοσης, το ενημερωτικό έγγραφο της διαμεσολάβησης και το δικαστικό ένσημο, προς αποφυγή καθυστερήσεων[3]. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια στην προθεσμία που θα ταχθεί, εκδίδεται απόφαση η οποία είναι οριστική. Οριστική είναι η απόφασή λόγω ερημοδικίας κάποιου από τους διαδίκους, όταν αυτός δεν προσκομίσει το πληρεξούσιο, όμως δεν είναι οριστική η απόφαση στην περίπτωση που δεν προσκομίζουν τα πληρεξούσια αμφότεροι οι διάδικοι οπότε χωρεί ματαίωση της συζήτησης, γιατί ακολουθεί κλήση. Περαιτέρω, η προθεσμία παρατείνεται σε 120 ημέρες για όλους (ισότητα των όπλων των διαδίκων) σε περίπτωση που ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Σε περίπτωση που το γεγονός αυτό επέλθει μετά την κατάθεση της αγωγής και πριν την επίδοση, δηλ. αλλάξει διεύθυνση ο εναγόμενος και καταστεί αγνώστου διαμονής, τότε έχει το βάρος ο ενάγων να ενημερώσει το δικαστήριο, προσκομίζοντας στη γραμματεία σχετική βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, ώστε να διαμορφωθούν σχετικώς οι προθεσμίες[4].

Στο α. 237 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: “Στην περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης λόγω καθ` ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας ή λόγω μη εισαγωγής της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία, οι ως άνω προθεσμίες των ενενήντα (90) ή εκατόν είκοσι (120) ημερών για την κατάθεση των προτάσεων αρχίζουν από την κατάθεση της κλήσης για τον προσδιορισμό δικασίμου. Το ίδιο ισχύει, αν το δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής. Στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250 οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις το αργότερο μέχρι τη νέα συζήτηση της υπόθεσης, δίχως να προτείνονται νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα με την επιφύλαξη της παρ. 5 του παρόντος.” Ειδικότερα, στην περίπτωση παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο ή όταν είναι διαφορετική η προσήκουσα διαδικασία που υπάγεται η υπόθεση ή όταν κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, προβλέπεται ρητά ότι οι προτάσεις κατατίθενται εντός 90 ή 120 ημερών από την κατάθεση της κλήσης και όχι από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση. Αντιθέτως, στην περίπτωση της αναστολής δίκης δυνάμει των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ, διατηρείται η εκκρεμοδικία και δεν απαιτείται εκ νέου έναρξη της προθεσμίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ για κατάθεση  προτάσεων που ακολουθεί την αναστολή και η δικάσιμος ορίζεται με την κατάθεση της κλήσης, γιατί εδώ έχουμε μία συζήτηση που είναι συνέχεια της προηγούμενης, κατά το άρθρο 281 ΚΠολΔ[5]. Στην περίπτωση των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ πρέπει να προσέξουμε ότι καθιερώνεται η δυνατότητα κατάθεσης συμπληρωματικών προτάσεων μέχρι τη νέα συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς να είναι όμως επιτρεπτή η προβολή νέων ισχυρισμών και παραπέμπει το άρθρο 237 στην παράγραφο 5 ΚΠολΔ. Εδώ χρειάζεται προσοχή και πρέπει να τονιστεί ότι όταν υπάρχουν νέοι ισχυρισμοί στο πλαίσιο των 249 και 250 ΚΠολΔ αυτοί δεν κατατίθενται με τις προτάσεις μέχρι τη συζήτηση αλλά πρέπει να κατατεθούν 20 μέρες πριν, όπως προβλέπει το άρθρο 237 παρ. 5. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του μεταβατικού δικαίου (α. 116 παρ. 1α του ν. 4842/2021), η παράγραφος 1 του α. 237 ΚΠολΔ εφαρμόζεται σε όσα ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα κατατίθενται μετά την 01.01.2022. Ο νομοθέτης παρέλειψε να προβλέψει μεταβατικό δίκιο για την παράγραφο 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, δηλαδή για την κατάθεση της προσθήκης στις προτάσεις μέχρι τις 15 επόμενες μέρες, ορθό όμως είναι ότι θα πρέπει ερμηνευτικά για την ταυτότητα του νομικού λόγου να θεωρήσουμε ότι ισχύει το ίδιο[6]. Η παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ αναφέρεται στην κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης και προστίθεται ότι αυτή μπορεί να γίνει μέχρι τη 12:00 ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας για την κατάθεσή τους.

Εν συνεχεία, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 155 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις (σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του ά. 116 παρ. 1 του ν. 4842/2021):  “1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Όταν στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 υποβάλλεται με τις προτάσεις και αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικό του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο. Στην περίπτωση αυτή η αντίκρουση από τον αντίδικο γίνεται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση των εκπρόθεσμων προτάσεων». Συνεπώς, όταν έχουμε εκπρόθεσμες προτάσεις και ζητάει ο διάδικος την επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση για λόγο ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, προβλέπεται ότι οι εκπρόθεσμες προτάσεις κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικο περί της ενέργειας του αυτής με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται το σχετικό φάκελο. Ορθή είναι η διάταξη για να διασφαλίσει το δικαίωμα ακροάσεως του αντιδίκου, ο οποίος πρέπει να ενημερωθεί για την εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων.

Ακολούθως, τροποποιήθηκε το άρθρο 238 παρ. 1, σύμφωνα με το οποίο “Παρεμπίπτουσες αγωγές, ανταγωγές, παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και ανακοινώσεις στην περίπτωση του άρθρου 237 κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Παρεμβάσεις μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε ενενήντα (90) και εκατόν είκοσι (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται σε προθεσμία εκατόν είκοσι (120) ημερών και στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου σε προθεσμία εκατόν ογδόντα (180) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Για την προσθήκη ισχύει η παρ. 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.” Επομένως, το άρθρο περιλαμβάνει ρητώς πλέον και τις παρεμπίπτουσες αγωγές, εκτός από τις ανταγωγές, παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και ανακοινώσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διάκριση σε αυτοτελείς και μη αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές. Ως προς τις μη αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές (που εξαρτώνται από την κύρια αγωγή πχ αγωγή τόκων επί της κύριας απαίτησης) εξακολουθεί να ισχύει το α. 283 παρ. 2 και αυτές μπορούν να ασκηθούν σε κάθε στάση δίκης και κατ’ έφεση. Ως προς τις αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές, όμως, που ερευνώνται ανεξάρτητα από την κύρια δίκη (πχ αγωγή ανατοκισμού, αγωγή ασφαλιστή επί του συνεναγόμενου του ασφαλισμένου, κάθε αγωγή με την οποία ασκείται το δικαίωμα αναγωγής επί του συνεναγομένου οφειλέτη), όπως προαναφέρθηκε ισχύει η ρύθμιση αυτή του α. 238 και αναφορικά με τη νέα τακτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό για την εξυπηρέτηση του σκοπού της συγκέντρωσης όλου του υλικού της υπόθεσης στις ως άνω προθεσμίες και της επιτάχυνσης της δίκης[7]. Ως προς την κατάθεση των προτάσεων για όλες αυτές τις διαδικαστικές πράξεις προβλέπεται προθεσμία 120 ή 180 ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Να προσέξουμε εδώ ότι το νέο άρθρο 238 ΚΠολΔ καθιερώνει ένα δεύτερο αφετηριακό σημείο για την κατάθεση των προτάσεων διαφορετικό από εκείνο του  237 παρ.1 ΚΠολΔ, δηλαδή εδώ δεν αποτελεί αφετηρία για τον υπολογισμό της προθεσμίας η λήξη της προθεσμίας για επίδοση αλλά η κατάθεση της αγωγής. Ως προς το διαχρονικό δίκαιο εδώ εφαρμόζεται επίσης ότι και στο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή καταλαμβάνει τα δικόγραφα αυτών των διαδικαστικών πράξεων που θα κατατεθούν μετά την 1.1.2022, αν λοιπόν έχουμε μία αγωγή που ασκήθηκε πριν την 1.1.2022 και μία ανταγωγή μετά την 1.1.2022 θα διέπονται από διαφορετικό δικονομικό σύστημα χωρίς το γεγονός αυτό να δημιουργήσει ιδιαίτερα ζητήματα, επειδή τα δύο αυτά συστήματα δεν έχουν ουσιώδεις διαφορές, μόνο στις προθεσμίες.

Περαιτέρω, τροποποιείται η παράγραφος 5 του άρθρου 237, σύμφωνα με την οποία: “Ισχυρισμοί που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης ή αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου μπορούν να προταθούν με προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250. Η αντίκρουση γίνεται το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Στην ίδια προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο Ειρηνοδίκης μπορούν, ύστερα από αίτηση των διαδίκων που υποβάλλεται με την αγωγή ή και αυτοτελώς πριν από την ορισμένη δικάσιμο, να καλέσουν εγγράφως τους διαδίκους ή τους νομίμους αντιπροσώπους τους να εμφανιστούν αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση”. Η διάταξη αυτή, με εφαρμογή και στις εκκρεμείς υποθέσεις, αποτελεί σημαντική διορθωτική παρέμβαση, διότι παρέχει τη δυνατότητα στους διαδίκους να προτείνουν τους οψιγενείς ισχυρισμούς τους, δηλ αυτούς που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης ή αυτούς που αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, με προσθήκη στις προτάσεις τους το αργότερο 20 ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250, όπως επισημάναμε και παραπάνω. Η αντίκρουση των ως άνω ισχυρισμών γίνεται το αργότερο 10 ημέρες πριν από τη συζήτηση. Πριν την τροποποίηση αυτή δεν υπήρχε δυνατότητα προβολής οψιγενών ισχυρισμών, παρά μόνο στο δεύτερο βαθμό και αυτό συνιστούσε σημαντικό πρόβλημα της νέας τακτικής διαδικασίας που διορθώθηκε με την ως άνω τροποποίηση του ν. 4842/21. Επίσης στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 εισήχθη σχετική ρύθμιση, εντός της ίδιας προθεσμίας των 20 ημερών πριν από τη συζήτηση, ο δικαστής, ύστερα από αίτηση των διαδίκων, να μπορεί να τους καλεί εγγράφως να εμφανιστούν οι ίδιοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους προκειμένου να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση.

Κάνοντας μία συνολική αποτίμηση και στα δύο άρθρα ειδικά για τον χρόνο κατάθεσης των προτάσεων στον πρώτο βαθμό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι α) η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων επί της αγωγής έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης αγωγής, β) η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων για νέους ισχυρισμούς είναι προπαρασκευαστική και ξεκινάει από τη συζήτηση, γ) η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων επί των παρεμπιπτουσών και λοιπών αγωγών του ά. 238 έχει ως αφετηρία την κατάθεση της αγωγής. Επίσης, α) όταν πρόκειται για παραπομπή από αναρμόδιο σε αρμόδιο δικαστήριο ή για απαράδεκτη συζήτηση, οι προτάσεις κατατίθενται όπως το προβλέπει το άρθρο 237 παρ. 3 εντός 90 ή 120 ημερών από την κατάθεση της κλήσης, β) όταν έχουμε ματαίωση της συζήτησης όπου οι προτάσεις κατατίθενται στη συζήτηση που ακολουθεί κατατίθενται όχι από την κατάθεση της κλήσης αλλά με την πάροδο 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για επίδοση αυτής κατά το α. 237 παρ. 1 και 2 και το ά. 260.

ΙΙ β) ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ (Άρθρο 260)

Σύμφωνα με το άρθρο 260 ΚΠολΔ: “1. Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. 2. Στην τακτική διαδικασία και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη ή δεν εμφανιστούν στο ακροατήριο, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν ενενήντα (90) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο από τον γραμματέα με εντολή του διευθύνοντος το δικαστήριο και η δίκη καταργείται. Για τη νέα συζήτηση της τακτικής διαδικασίας εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215 και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 237”. Με την τροποποίηση του άρθρου 260 ΚΠολΔ επιμηκύνεται, σε 90 ημέρες, η προθεσμία προσδιορισμού νέας συζήτησης με κλήση μετά από ματαίωση και επίσης προβλέπεται ότι με την άπρακτη πάροδο των 90 ημερών η δίκη καταργείται, ενώ υπό το προϊσχύον δίκαιο η αγωγή θεωρούνταν μη ασκηθείσα. Ως προς το διαχρονικό δίκαιο, δεν περιλαμβάνεται ειδική πρόβλεψη για την τακτική διαδικασία, για το άρθρο 260 ΚΠολΔ, μόνο για τις ειδικές προβλέπεται ότι η παρ. 2 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, ωστόσο υποστηρίζεται ορθώς ότι και στην τακτική διαδικασία πρέπει να εφαρμοσθεί η ίδια μεταβατική διάταξη και επομένως στις εκκρεμείς υποθέσεις πρέπει να παρέλθουν 90 ημέρες από τη ματαίωση. Στην τακτική εκκρεμείς πρέπει να θεωρηθούν οι υποθέσεις στις οποίες η ματαίωση επήλθε από την 1.1.2022. Εάν η ματαίωση της συζήτησης έλαβε χώρα πριν από την 1.1.2022 και αν ακόμη οι 60 ημέρες δεν έχουν συμπληρωθεί την 1.1.2022, η προθεσμία παραμένει 60 ημέρες σε αυτή την περίπτωση.

ΙΙΙ. ΑΠΟΔΕΙΞΗ

ΙΙΙ. α) Επανάληψη συζήτησης για διεξαγωγή περαιτέρω αποδείξεων (άρθρα 237 παρ. 8, 9 και 254)

Η νέα ρύθμιση του άρθρου 237 παρ. 8 ΚΠολΔ, ορίζει ότι: “Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους, που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών, από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, ή η εξέταση των διαδίκων, με απλή διάταξη του δικαστηρίου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες, για την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων δεν επαρκεί, επιτρέπεται μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον του ίδιου δικαστή, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν παρίστανται. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων οριστεί για οποιοδήποτε λόγο μέσα στο επόμενο δικαστικό έτος και η εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ίδιου δικαστή δεν είναι δυνατή, η υπόθεση διαγράφεται από τη χρέωση του συγκεκριμένου δικαστή και ακολουθεί νέα χρέωση για την εξέταση των μαρτύρων και την έκδοση της απόφασης. Στη θέση της διαγραφείσας υπόθεσης, στον εισηγητή ή στον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου ανατίθεται άλλη υπόθεση. Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Η καταχώριση της διάταξης μπορεί επίσης να γνωστοποιείται με πρωτοβουλία του γραμματέα με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Ο δικαστής που έχει οριστεί ως εισηγητής ή ο πρωτοδίκης ή ο ειρηνοδίκης αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων ή των διαδίκων ή την κατάθεση της έκθεσης αυτοψίας ή της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Η άνω διάταξη ανακαλείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση των διαδίκων”. Με την ως άνω διάταξη εισάγεται για τη διεξαγωγή αποδείξεων η απλή διάταξη του δικαστηρίου. Στην αιτιολογική έκθεση καταγράφεται ότι τα δικαστήρια δεν εξέδιδαν διατάξεις για την εξέταση των μαρτύρων και κατέφευγαν στον μηχανισμό της επανάληψης συζήτησης του άρθρου 254, καθιστώντας πολύ χρονοβόρα την εξέλιξη της διαδικασίας[8]. Πρέπει να συσχετιστεί με το νέο άρθρο 254 ΚΠολΔ στο οποίο προστέθηκε τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο “Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται”. Εδώ είναι σαφής και ρητή η βούληση του νομοθέτη να μετακυλήσει το μεγαλύτερο μέρος της ύλης του α. 254 ΚΠολΔ στο α. 238 παρ.8 ΚΠολΔ, προς αποφυγή καθυστερήσεων. Έτσι λοιπόν καταργείται κατά τρόπο γενικό και οριζόντιο η δυνατότητα του δικαστηρίου να εκδίδει μη οριστική απόφαση για επανάληψη της διαδικασίας, κατά το άρθρο 254, προκειμένου να διεξαχθούν αποδείξεις, αντ’ αυτού το δικαστήριο δύναται να εκδίδει μία απλή διάταξη απαλλαγμένη από οριστικές διατάξεις και αιτιολογίες. Η διάταξη εκδίδεται από το δικαστήριο, ανακαλείται ελεύθερα, από το δικαστήριο που την εξέδωσε είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση των διαδίκων, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη αυτοτελούς στάσης δίκης. Υποστηρίζεται ορθά ότι το δικαστήριο δικαιούται να επέμβει διορθωτικά στο περιεχόμενο της με στόχο να γίνει πιο αποτελεσματική η διεξαγωγή της απόδειξης, όπως λόγου χάρη η αλλαγή στο πρόσωπο ενός μάρτυρα που πλέον δεν μπορεί να καταθέσει. Προς αποφυγή πάντως καταστρατηγήσεων αυτή η διόρθωση δεν πρέπει να αφορά στην ημερομηνία εξέτασης των μαρτύρων, καθώς τυχόν κωλύματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με την προβλεπόμενη στο άρθρο 237 παρ. 8 διακοπή της συνεδρίασης για άλλη μέρα. Η διάταξη εκδίδεται χωρίς να παρατίθεται σε αυτήν αιτιολογία για το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο των ισχυρισμών που συγκροτούν το αντικείμενο της δίκης. Η κρίση αυτή δεν καταγράφεται μεν, αλλά σε κάθε περίπτωση θεωρείται αυτονόητη σιωπηρή προϋπόθεση έκδοσης της διάταξης[9].

Όσον αφορά την έκδοση διάταξης για την εξέταση των μαρτύρων και των διαδίκων, αν αυτή κριθεί αναγκαία και εκδοθεί διάταξη, δεν καταγράφονται σε αυτήν οι λόγοι που καθιστούν απολύτως αναγκαία την εξέταση μαρτύρων ούτε αναφέρονται τα αποδεικτέα ζητήματα στα οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες. Ως προς το περιεχόμενο, θα πρέπει να ορίζει τα πρόσωπα και το χρόνο εξέτασης, συγκεκριμένη ημέρα, ώρα και αίθουσα για την εξέταση, ενώ μόνο η καταχώρηση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου θα επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Σε αυτήν την καθορισμένη ημερομηνία, η προσαγωγή των μαρτύρων θα γίνεται με επιμέλεια των διαδίκων, οι διάδικοι δεν έχουν υποχρέωση να παρασταθούν και δεν υφίστανται καμία δυσμενή συνέπεια από τη μη εμφάνιση τους, καθώς η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής. Στο νόμο δεν ορίζεται τι θα συμβεί στην περίπτωση που δεν προσέλθει κανένας διάδικος ή μάρτυρας. Υποστηρίζεται ότι σε αυτή την περίπτωση η συζήτηση δεν ματαιώνεται, θεωρείται συντελεσμένη και η υπόθεση επανέρχεται στο δικαστήριο για έκδοση οριστικής απόφασης. Τώρα αν κατά την ορισθείσα δικάσιμο συντρέχουν γεγονότα ανωτέρας βίας στο πρόσωπο διαδίκων ή πληρεξουσίων δικηγόρων, αυτά θα αντιμετωπιστούν μέσω της διακοπής της συζήτησης σε άλλη δικάσιμο και όχι μέσω της αναβολής. Αφού ολοκληρωθεί η εξέταση των μαρτύρων, προβλέπεται η δυνατότητα προσθήκης μόνο για την αξιολόγηση των καταθέσεων εντός προθεσμίας 8 εργάσιμων ημερών, χωρίς να επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών και η προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων.

Περαιτέρω, όσον αφορά την έκδοση διάταξης για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής δεν εντάσσονται στο γενικό κριτήριο του απολύτως αναγκαίου της διεξαγωγής που αναφέρει το α. 237 παρ. 8 ΚΠολΔ, αλλά καθορίζονται αποκλειστικά από το άρθρο 368 ΚΠολΔ, ήτοι διατάσσεται όταν απαιτούνται ειδικές η ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Το περιεχόμενο της διάταξης περιλαμβάνει τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, την προθεσμία για την κατάθεση και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Επομένως, έχουμε δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τη διαταγή προς εξέταση μαρτύρων, στη διάταξη για την πραγματογνωμοσύνη πρέπει να αναφέρεται το αποδεικτέο ζήτημα και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αναιρεί την έλλειψη αιτιολογίας, αλλά εν προκειμένω μπορεί σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ το δικαστήριο να οριοθετήσει πληρέστερα την εντολή προς τον πραγματογνώμονα, να του υποδείξει οτιδήποτε το ίδιο θεωρεί κρίσιμο και χρειάζεται τη συνδρομή του, όπως και οτιδήποτε σε σχέση με τον τρόπο που ο πραγματογνώμονας θα εκτελέσει τα καθήκοντά του και με το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης. Επίσης, δεν ορίζεται συγκεκριμένη ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής γνωμοδότησης χορηγείται όμως προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 60 ημέρες. Όμως, αυτή η προθεσμία είναι πάρα πολύ μικρή, σπάνια θα τηρηθεί, αλλά μπορεί να παραταθεί από το δικαστήριο αν το ζητήσουν οι πραγματογνώμονες ή οι διάδικοι. Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία δεν είναι ανατρεπτική, επομένως και η εκπρόθεσμη κατάθεση της γνωμοδότησης δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της. Το δικαστήριο μπορεί σταθμίζοντας τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης είτε να εμμείνει και μετά την πάροδο της προθεσμίας στη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, αν τη θεωρεί αναγκαία, είτε να ανακαλέσει τη σχετική διάταξη με σκοπό να αποφευχθεί η παρέλκυση της δίκης[10]. Αφού ολοκληρωθεί η πραγματογνωμοσύνη, η έγγραφη γνωμοδότηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Με την κατάθεση θεωρείται αυτομάτως συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης, χωρίς να υπάρχει  περιθώριο επαναφοράς της υπόθεσης προς συζήτηση με κλήση και κλήτευση των διαδίκων. Οι διάδικοι δικαιούνται να καταθέσουν προσθήκη μόνο για αξιολόγηση ενός 8 εργάσιμων ημερών από την κατάθεση όχι από τη διενέργεια, όπως αναφέρεται στο νόμο, χωρίς να επιτρέπεται ομοίως να προβάλουν νέους  ισχυρισμούς και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα. Εδώ θα πρέπει να γίνει όμως δεκτή μία σχετική εξαίρεση για την προσκομιδή έγγραφης γνωμοδότησης των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, λόγω των ειδικότερων στο σημείο προβλέψεων του άρθρου 391 ΚΠολΔ[11].

Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι με την συρρίκνωση του άρθρου 254 ΚΠολΔ υπάρχει έντονος προβληματισμός για το ποια θα είναι η πρόσφορη διαδικαστική πράξη για να επιλυθούν άλλα αποδεικτικά ελλείμματα της υπόθεσης, όπως η προσκομιδή εγγράφων, η απόδειξη αλλοδαπού δικαίου ή η διενέργεια πράξεων στο εξωτερικό. Το άρθρο 237 παρ. 7 ΚΠολΔ προβλέπει ότι μετά τη συζήτηση εκδίδεται οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας με την επιφύλαξη του άρθρου 237 παρ. 8 ΚΠολΔ, όμως το α. 237 παρ. 8 ΚΠολΔ δεν επιτρέπει τη προσκομιδή εγγράφων. Υποστηρίζεται στη θεωρία και τη νομολογία[12]  ότι τα δικαστήρια θα εξακολουθούν να εφαρμόζουν το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να καλύψουν αποδεικτικά κενά. Αυτή η συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, εντάσσεται τόσο στο γράμμα του άρθρου 254 που κάνει λόγο για κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση, αλλά και στην τελολογία του, που προτάσσει την ορθή έκδοση της απόφασης παρά τη σχετική καθυστέρηση στη διαδικασία. Μία άλλη σκέψη είναι η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 237 παρ. 8 με συνέπεια το δικαστήριο να εκδώσει μία διάταξη με την οποία να ζητά τη νομική πληροφορία ή την προσκομιδή κάποιου εγγράφου. Βέβαια δεν είναι σαφής εδώ ο τρόπος με τον οποίον θα προσκομιστούν τα έγγραφα και ποιο θα είναι το ειδικότερο περιεχόμενο της διάταξης[13].

Ως προς το διαχρονικό δίκαιο, οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, ήτοι μετά την 1.1.2022, για το ζήτημα ποιες είναι οι εκκρεμείς υποθέσεις, κρατούσα στη νομολογία άποψη τείνει να γίνει η άποψη ότι για να μην διασπάται η ενότητα της αποδεικτικής διαδικασίας και για την ασφάλεια δικαίου, ο νέος τρόπος διεξαγωγής των αποδείξεων θα αφορά μεν όσες αγωγές έχουν κατατεθεί πριν την 1.1.2022, αλλά θα συζητηθούν μετά την 1.1.2022. Πάντως σε περιπτώσεις που έχει ήδη διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης κατά το άρθρο 254 για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αυτή η επανάληψη συντελείται με μόνη την κατάθεση, αλλά απαιτείται η κλήση για νέα συζήτηση καθώς η συνέπεια της αυτόματης συζήτησης συνδέεται με την έκδοση διάταξης.

ΙΙΙ. β) Τροποποιήσεις στα κατ’ ιδίαν αποδεικτικά μέσα:

Σε ότι αφορά τους μάρτυρες έχουν τροποποιηθεί τα άρθρα 400 και 401 ΚΠολΔ και εντάσσονται στους εξαιρετέους μάρτυρες και στους μάρτυρες που δικαιούνται να αρνηθούν τη μαρτυρία τους οι ψυχολόγοι, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται με τους εντολείς τους, οι οποίοι τους εμπιστεύονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα τους. Από άποψη διαχρονικού δικαίου, αυτή η αποδεικτική απαγόρευση ισχύει για δικόγραφα που κατατίθενται μετά την 1.1.2022. Στις ένορκες βεβαιώσεις επίσης υπήρξε νομοθετική παρέμβαση με τον ν. 4842/2021, η οποία είναι διορθωτική προς επιμέρους ζητήματα που απασχόλησαν την πράξη και ανέκυψαν κατά την πανδημία. Έτσι, με τροποποίηση του άρθρου 421 ΚΠολΔ, ο δικηγόρος καθίσταται όργανο λειτουργικά αρμόδιο για λήψη ένορκης βεβαίωσης, προβλέπεται όμως ως κώλυμα ότι η ένορκη βεβαίωση δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, γιατί ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση ανάμεσα στην υποχρέωση του δικηγόρου να καταγράψει με ακρίβεια τη δήλωση του ενόρκως βεβαιούντος και στο καθήκον του για την προάσπιση των συμφερόντων του εντολέα του. Αμέσως μετά τη λήψη της ένορκης, ο δικηγόρος πρέπει να την αποστείλει ηλεκτρονικά στον Δικηγορικό Σύλλογο που ανήκει, από τον οποίο λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης, με την οποία η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και μοναδικό αριθμό. Με δεδομένο ότι ο διορισμός των δικηγόρων γίνεται σε επίπεδο πρωτοδικειακής περιφέρειας, αντίθετα με τους ειρηνοδίκες και τους συμβολαιογράφους, όταν η ένορκη βεβαίωση πρόκειται να προσκομισθεί σε δίκη αρμοδιότητας ειρηνοδικείου, αρκεί ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου λαμβάνεται να είναι διορισμένος στο πρωτοδικείο στο οποίο υπάγεται το δικαστήριο. Ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου λαμβάνεται η ένορκη βεβαίωση λειτουργεί ως δημόσιος λειτουργός (1§1 ΚΔικ) με συνέπεια το συντασσόμενο έγγραφο να φέρει το χαρακτήρα του δημοσίου εγγράφου και να παρέχει πλήρη απόδειξη (438 ΚΠολΔ) για όσα βεβαιώνονται ότι έλαβαν χώρα ενώπιον του συντάκτη ή ότι έγιναν από τον ίδιο[14]. Το νέο α. 421 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Επιπλέον, ως προς τον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων που μπορεί να προσκομίσει κάθε διάδικος, έτσι ως ίσχυε μέχρι σήμερα ο αριθμός των ενόρκων βεβαιώσεων ήταν πέντε με τις προτάσεις και άλλες τρεις για την αντίκρουση ισχυρισμών, αλλά ίσχυε και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Με την τροποποίηση του ν. 4842/2021, κάθε διάδικος μπορεί να προσκομίσει με τις προτάσεις μέχρι τρεις ένορκες βεβαιώσεις και άλλες δύο για την αντίκρουση αλλά πλέον για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Πολύ σημαντική είναι η τροποποίηση του άρθρου 424 ΚΠολΔ σχετικά με τη νομική μεταχείριση ελλείψεων και παρατυπιών κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Στην προηγούμενη μορφή του το άρθρο 424 ΚΠολΔ προέβλεπε κατά τρόπο γενικό και απόλυτο ότι κάθε παραβίαση των προϋποθέσεων λήψης της ένορκης βεβαίωσης είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, θέση που υιοθέτησε η κρατούσα νομολογία. Με τον ν. 4842/2021, αμβλύνεται αυτή η αυστηρότητα διότι κρίθηκε δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό[15] και σύμφωνα με τη νέα πρόβλεψη οι ελλείψεις και τα ελαττώματα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι ελλείψεις που κρίνονται ότι είναι πολύ σημαντικές για την ορθή καταγραφή της κατάθεσης και για την άσκηση του δικαιώματος ανταπόδειξης του αντιδίκου. Λόγω της σπουδαιότητας τους ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο χωρίς να είναι αναγκαία η επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης του αντιδίκου, χωρίς χρονικό περιορισμό και χωρίς να είναι επιτρεπτή εκ των προτέρων παραίτηση από την προσβολή τους. Οι παθογένειες που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία είναι η έλλειψη εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου, η σύνταξη ενώπιον αναρμοδίου οργάνου ή ενώπιον του πληρεξούσιου δικηγόρου των διαδίκων, η σύνταξη σε άλλον τόπο, ημέρα και χρόνο από αυτούς που αναφέρεται στην κλήση, καθώς και όταν δεν αναφέρεται στην κλήση το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα, ο τόπος και ο χρόνος λήψης. Στη δεύτερη κατηγορία των ελαττωμάτων που προβλέπει το άρθρο 424 ΚΠολΔ, εντάσσονται όλες οι λοιπές παρατυπίες, που είναι δυνατόν να προκληθούν στη διαδικασία λήψης, τις οποίες τις θεωρεί ο νομοθέτης ήσσονος σημασίας και επιφέρουν το ανυπόστατο της ένορκης βεβαίωσης μόνο εφόσον ο αντίδικος επικαλεστεί και αποδείξει δικονομική βλάβη. Τέτοιες περιπτώσεις μπορούν ενδεικτικά να θεωρηθούν η μη αναφορά του επαγγέλματος ή διεύθυνσης του μάρτυρα, ή ελλείψεις της κλήσης ως προς το περιεχόμενο του α. 118 ΚΠολΔ. Τέλος, ως προς το διαχρονικό δίκαιο για τις ένορκες, ομοίως προβλέπεται ότι αυτές οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Στην τακτική διαδικασία ορθό είναι να θεωρούνται εκκρεμείς οι υποθέσεις που θα κατατεθούν προτάσεις μετά την 1.1.2022.

ΙV. ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Το α. 308 ΚΠολΔ, τροποποιείται και προβλέπει ότι η συμφωνία των διαδίκων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης να μην εκδοθεί απόφαση δεν παράγει έννομες συνέπειες, διότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να ματαιώσουν τη συζήτηση της υπόθεσης με το α. 260, αλλά μετά τη συζήτηση της υπόθεσης το δικαστήριο έχει λειτουργική αρμοδιότητα και υποχρέωση να εκδώσει απόφαση. Ως προς το διαχρονικό δίκαιο, η νέα διάταξη καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Ωστόσο, γεννάται μεγάλος προβληματισμός για την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου, καθώς επιβαρύνει υπέρμετρα τους διαδίκους, οι οποίοι σε περίπτωση εύρεσης συναινετικής λύσης μεταξύ τους μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν, έστω αναδρομικά τη ματαίωση της υπόθεσης, που αποτελούσε μέχρι και την τροποποίηση του νόμου, κοινή πρακτική με νομολογιακή αποδοχή και αναγνώριση.

V. ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ (ΑΡΘΡΟ 20Α ΚΠΟΛΔ)

Με το άρθρο 2 του ν. 4842/2021, του οποίου η ισχύς αρχίζει από 1.1.2022, προστέθηκε στον ΚΠολΔ το άρθρο 20Α, με το οποίο καθιερώνεται η πιλοτική δίκη στον Άρειο Πάγο όταν προκύπτει δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχουν συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων, προκειμένου να επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου. Είχε ήδη εισαχθεί στην ελληνική έννομη τάξη και δη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το ν. 3900/2010. Εν προκειμένω, η πιλοτική δίκη αφορά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου και εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ με απλή πράξη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ` ύλην Τμήματος, ύστερα από α) υποβολή αιτήματος ενός εκ των διαδίκων στη γραμματεία του ΑΠ, είτε β) υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από το δικαστήριο της ουσίας, με έκδοση προδικαστικής απόφασης, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων, είτε γ) απλή πράξη του Εισαγγελέα του ΑΠ. Όταν το δυσχερές νομικό ζήτημα επιλυθεί από την ΟλΑΠ, η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση σε νέα δικάσιμο με κλήση, με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου, στη γραμματεία του δικαστηρίου της ουσίας και δεσμεύει τους διαδίκους της δίκης που είχε αχθεί ενώπιόν του. Πέραν όμως της συγκεκριμένης υπόθεσης, θα αφορά και παρόμοιες περιπτώσεις στις οποίες εγείρεται το ίδιο ακριβώς ερμηνευτικό ζήτημα και αποτελεί ισχυρό οδηγό για όλα τα δικαστήρια. Οι δικαστές πριν αποστείλουν προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 20Α ΚΠολΔ, πρέπει να μεριμνήσουν να ενημερωθούν από την αρμόδια γραμματεία του Αρείου Πάγου κατά πόσον έχει ήδη αποσταλεί όμοιο ερώτημα ή έχει εκδοθεί απόφαση επί ομοίου ερωτήματος.

 

VI. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εισήγηση επιχείρησε να παρουσιάσει τις κυριότερες τροποποιήσεις του ν. 4842/2021 αναφορικά με την τακτική διαδικασία. Θετικές είναι οι τροποποιήσεις που αφορούν τις ένορκες βεβαιώσεις και την αντιμετώπιση των ελαττωμάτων τους, εφόσον παρέχουν ευελιξία στο δικαστήριο να αξιολογήσει τη σπουδαιότητα αυτών των ελαττωμάτων. Ωστόσο, υπάρχει έντονος προβληματισμός και κριτική για την κατάργηση της δυνατότητας έκδοσης απόφασης για επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, το οποίο αποτελούσε ένα σημαντικό δικονομικό εργαλείο στα χέρια του δικαστή, για τον σκοπό της ορθής διάγνωσης της διαφοράς. Βεβαίως, υπάρχει πεδίο έρευνας και εφαρμογής και οι νέες διατάξεις θα αξιολογηθούν κατά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, ως προς τον ρητά εκπεφρασμένο στόχο του νομοθέτη για ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, δίχως όμως να πρέπει να παραβλέπεται η ουσιαστική ανάγκη της ποιότητας και ορθότητας αυτής.

————

 

[1]        Βλ. Αιτιολογική έκθεση σύμφωνα με την οποία: “Η τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 237 ΚΠολΔ για την κατάθεση των προτάσεων σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά την παρ. 2 του άρθρου 215, πρώτον αποσυνδέει την έναρξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων από το μεταβλητό και επιδεχόμενο αμφισβήτησης στοιχείο της επίδοσης της αγωγής και ορίζει ένα αντικειμενικό στοιχείο, δεύτερον αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ισότητας των διαδίκων ως προς την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, την οποία παραβιάζει το ισχύον σύστημα, εφόσον η προθεσμία για την κατάθεση των προτάσεων του εναγομένου είναι εβδομήντα (70) ημέρες και για τον ενάγοντα εκατό (100) ημέρες, ενώ με την προτεινόμενη ρύθμιση και για τους δύο διαδίκους ισχύει η προθεσμία των ενενήντα (90) ημερών και τρίτον αντιμετωπίζει την αιτίαση ότι η υφιστάμενη προθεσμία για την κατάθεση των προτάσεων δεν είναι αρκετή, καθότι με το προτεινόμενο σύστημα η προθεσμία ορίζεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες, αυξάνεται, δηλαδή, κατά είκοσι (20) ημέρες, ενώ με το ισχύον σύστημα ορίζεται σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής.”

[2]        Κ. Μακρίδου, “Αξιολόγηση των ρυθμίσεων του πρόσφατου ν. 4842/2021 για την τακτική και τις ειδικές διαδικασίες”, σε ΕλλΔνη 1/2022, σελ. 1-12.

[3]        ΕφΠειρ. 161/2022 δημ. www.efeteio-peir.gr

[4]        Ι. Κουκουράκη, “Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δίκη ο ν. 4335/2015”, ΕλλΔνη 2017, 1019.

[5]        βλ. Ατιολογική έκθεση ν. 4842/2021 “… επιλύονται προβλήματα, που ανέκυψαν στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250. Ειδικότερα, στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, υποστηρίχθηκε τόσο η άποψη ότι στη μετά από κλήση συζήτηση της αγωγής εφαρμόζονται οι προθεσμίες του άρθρου 237 για την κατάθεση προτάσεων και προσθήκης και νέα δικάσιμος ορίζεται μετά τη συμπλήρωση των προθεσμιών αυτών, όσο και η άποψη ότι η μετά την αναβολή συζήτηση αποτελεί συνέχεια της αρχικής και δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων και δικάσιμος ορίζεται κατά την κατάθεση της σχετικής κλήσης. Λαμβανομένου υπόψη ότι το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων έχει προβληθεί και ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό έχει κατατεθεί εντός των αρχικών προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 και η αναστολή της δίκης ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου κατά τη μελέτη της υπόθεσης μετά τη συζήτηση, κρίνεται ότι δεν είναι αναγκαία η τήρηση εκ νέου των προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 και αρκεί η παροχή δυνατότητας κατάθεσης συμπληρωματικών προτάσεων και προσθήκης για την αξιολόγηση των νέων δεδομένων”

[6]        Κ. Μακρίδου, ό.π.

[7]        Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 4η έκδ. 2016, σελ. 377-378.

[8]        βλ. Ατιολογική έκθεση ν. 4842/2021 “Με την προτεινόμενη παρ. 8, σύμφωνα με την τροποποίηση της παρ. 6, διατάσσεται, εφόσον κριθεί απολύτως αναγκαίο από τη μελέτη της δικογραφίας, με διάταξη του δικαστηρίου, όχι μόνο του προέδρου επί πολυμελούς δικαστηρίου, η επανάληψη της συζήτησης ενώπιον του ορισμένου για τον σκοπό αυτό δικαστή, για την εξέταση των μαρτύρων, την εξέταση των διαδίκων, αλλά και τη διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης και όχι μόνο για την εξέταση μαρτύρων, όπως ισχύει μέχρι τώρα, με αντίστοιχη κατάργηση του περιεχομένου του άρθρου 254 ΚΠολΔ στην τακτική διαδικασία και βέβαια κατάλληλη προσαρμογή του περιεχομένου της παρ. 8 του άρθρου αυτού για το αποδεικτικό μέσο της αυτοψίας και της πραγματογνωμοσύνης, ενώ για την εξέταση των διαδίκων αρκεί απλή αναφορά του μέσου αυτού. Διαπιστώθηκε, βάσει στατιστικών στοιχείων, ότι η παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται ή εφαρμόζεται σπανίως, είτε επειδή το δικαστήριο αρκείται για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης στα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται από τους διαδίκους, είτε επειδή, κυρίως, το δικαστήριο ανατρέχει στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπου δίνεται η δυνατότητα έκδοσης απόφασης επανάληψης της συζήτησης και για τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κάτι όμως που καθιστά πολύ χρονοβόρα την εξέλιξη της διαδικασίας. Με την κατάργηση του άρθρου 254 το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διάταξη, δίχως να απαιτείται νέα συζήτηση της υπόθεσης.”

[9]        Αικ. Καραΐνδρου, Οι τροποποιήσεις του ν. 4842/2021 στο δίκαιο αποδείξεως, δημ. enobe.org.gr

[10]     Αικ. Καραΐνδρου, ό.π.

[11]     Αικ. Καραΐνδρου, ό.π.

[12]     ΕφΠατρ 382/2022, δημ. Νόμος

[13]     Αικ. Καραΐνδρου, ό.π.

[14] Κ. Καλαβρός/Σ. Τσαντίνης/Π. Γιαννόπουλος, Ενημερωτικό Σημείωμα για τις ρυθμίσεις του άρθρου 74 ν. 4690/2020 για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, ΕΠολΔ 2020, σελ 210

[15] βλ. Αιτιολογική έκθεση “Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 424 ΚΠολΔ επιβάλλεται, διότι η ισχύουσα ρύθμιση είναι δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό της ασφάλειας ως προς την ταυτότητα του ενόρκως βεβαιώσαντος. Το άρθρο 422 ΚΠολΔ ως προς τα ως άνω στοιχεία είναι πιστή αντιγραφή του προϊσχύσαντος άρθρου 397 ΚΠολΔ. Τότε όμως η νομολογία δεχόταν πάγια ότι η έλλειψη των στοιχείων αυτών μπορούσε να δημιουργήσει ακυρότητα μόνον με το στοιχείο της βλάβης. Με την ισχύουσα ρύθμιση οι διάδικοι στερούνται ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου για κάποιο επουσιώδες διαδικαστικό σφάλμα και αιφνιδιάζονται, όταν το δικαστήριο θεωρεί ότι η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη, το ίδιο δε δικαστήριο αναγκάζεται να εντάξει την περίπτωση αυτή στην έννοια του απόλυτα αναγκαίου για την έκδοση διάταξης κατά την παρ. 8 του άρθρου 237, προκειμένου να μην απορρίπτεται συλλήβδην η αγωγή ως ουσία αβάσιμη ή να γίνεται αυτή δεκτή.”