Θ.Νικολαΐδου, Η διεύθυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο (Εισήγηση στην ημερίδα του antimolia.gr της 23-4-2024)

Η διεύθυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρ. 333 επ. ΚΠΔ) (Εισήγηση στην ημερίδα του antimolia.gr της 23-4-2024)

Επιμέλεια: Θεοκτή Ευ. Νικολαϊδου, Εφέτης

 

===ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ

  1. Εισαγωγικές επισημάνσεις
  2. Η έναρξη εκδίκασης της υπόθεσης, ο έλεγχος της κλήτευσης του απόντος κατηγορουμένου, η προσωπική εμφάνιση αυτού και η εκπροσώπηση του στο ακροατήριο, η διερεύνηση της ανάγκης διορισμού συνηγόρου.
  3. Η εξέταση των μαρτύρων, η απαγόρευση επικοινωνίας μεταξύ τους και η δυνατότητα αποχώρησης τους.
  4. Η ανάγνωση των εγγράφων. Έγγραφα, που προσκομίζονται για πρώτη φορά στο ακροατήριο (άρθρ. 362§3 ΚΠολΔ).
  5. Απολογία κατηγορουμένου.
  6. Λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Οι αγορεύσεις Εισαγγελέα και συνηγόρων.
  7. Η απαγγελία της απόφασης.
  8. Τελικές επισημάνσεις.

 

  1. ===Εισαγωγικές επισημάνσεις

Η διεύθυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο συνιστά καθοριστικό παράγοντα για την ομαλή εξέλιξη της ποινικής δίκης και προϋποθέτει ενδελεχή μελέτη των δικογραφιών και την τήρηση σημειώσεων με τάξη και μεθοδικότητα.

  1. Η έναρξη της εκδίκασης ξεκινά με την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου και περαιτέρω υπάρχουν δύο περιπτώσεις:

-απών κατηγορούμενος:

Ελέγχουμε την κλήτευση του (αποδεικτικό επίδοσης, απόσπασμα αναβλητικής απόφασης) ή αν έλαβε χώρα παραίτηση από κλήτευση.

Αν δεν έλαβε χώρα κλήτευση του κατηγορουμένου: η συζήτηση είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης κλήτευσης (ΑΕΚ)

Αν έλαβε μεν χώρα κλήτευση αλλά δεν είναι νομότυπη ή εμπρόθεσμη: η συζήτηση είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης νόμιμης κλήτευσης (ΑΕΝΚ).

-===παρών κατηγορούμενος:

Φυσική παρουσία κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή συνήγορος εφοδιασμένος με ειδική πληρεξουσιότητα (έλεγχος αυτής: απαιτείται ακριβής διεύθυνση και θεώρηση του γνησίου της υπογραφής-άρθρ. 340§3 ΚΠΔ).

Αν η αξιόποινη πράξη, που αποδίδεται στον παρόντα κατηγορούμενο με το κατηγορητήριο, συνιστά πλημμέλημα, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών ή ανήκει στην καθ΄ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (π.χ. η ανθρωποκτονία από αμέλεια, που τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 302 ΠΚ) προβαίνουμε υποχρεωτικά στο διορισμό συνηγόρου, στη διάθεση του οποίου θέτουμε τη δικογραφία (340§1 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 5090/2024). Προς εξοικονόμηση πολύτιμου χρόνου θα πρέπει στην έναρξη της συνεδρίασης να διερευνούμε την ανάγκη τέτοιου διορισμού αφού έχουμε εντοπίσει τις σχετικές δικογραφίες.

  1. ====Η εξέταση των μαρτύρων

  Μετά τη νομιμοποίηση -αν υπάρχει- της υποστήριξης της κατηγορίας ακολουθεί η εξέταση των παρόντων μαρτύρων, τα ονόματα των οποίων έχουμε εκφωνήσει. Στον ΚΠΔ και δη στις διατάξεις των άρθρων 342, 343 και 344 γίνεται λόγος για λήψη των αναλυτικών στοιχείων του κατηγορουμένου, θέση αυτού επί της κατηγορίας και συνοπτική απαγγελία της κατηγορίας από τον Εισαγγελέα, ωστόσο στη δικαστηριακή καθημερινότητα στα Πλημμελειοδικεία λόγω της σώρευσης πολλών υποθέσεων οι διατάξεις αυτές συνήθως δεν τηρούνται χάριν οικονομίας της δίκης.

   Αν υπάρχουν παρόντες περισσότεροι του ενός μάρτυρες για την ίδια υπόθεση, θα πρέπει να εξέλθουν του ακροατηρίου οι λοιποί μάρτυρες εκτός από αυτόν, που θα εξεταστεί αμέσως κατ΄εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 350 ΚΠΔ, που δεν εφαρμόζεται στην κατ΄έφεση δίκη -άρθρ. 502§1 ιδίου Κώδικα, ΑΠ 1227/2015 δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Πάντως η παρουσία μάρτυρα κατά την εξέταση άλλου μάρτυρα στο ακροατήριο δεν δημιουργεί καμία ακυρότητα, ούτε σχετική ούτε απόλυτη (ΑΠ 320/2015 δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου)

—  Ως προς τον τρόπο εξέτασης των μαρτύρων, έχει σημασία οι ερωτήσεις να είναι στοχευμένες, σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις, που αποδίδονται στον κατηγορούμενο και ο τρόπος υποβολής τους να μην υποδηλώνει ή να μην δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι έχουμε ήδη μορφώσει πεποίθηση λόγω της μελέτης της δικογραφίας, που προηγήθηκε.

 Μετά την εξέταση του μάρτυρα από τον προεδρεύοντα, ο λόγος δίνεται κατά σειρά στον Εισαγγελέα, ακολούθως στα λοιπά μέλη της σύνθεσης (αν πρόκειται για Τριμελές Δικαστήριο), στο συνήγορο υποστήριξης της κατηγορίας και τέλος στο συνήγορο υπεράσπισης.

 Οι ερωτήσεις, που υποβάλλονται, πρέπει να μην είναι παραπειστικές (άρθρ. 223§5 ΚΠΔ), να μην επαναλαμβάνονται και να μην αφορούν ζητήματα, που προκύπτουν από έγγραφα όπως π.χ. η σωματική βλάβη, που υπέστη ο παθών λόγω τροχαίου ατυχήματος, ο χρόνος νοσηλείας του κλπ, τα οποία προκύπτουν από τις ιατρικές βεβαιώσεις, που περιλαμβάνονται στα αναγνωστέα έγγραφα. Επίσης προσοχή απαιτείται στον τρόπο υποβολής των ερωτήσεων καθώς πολύ συχνά παρατηρείται ότι υποβάλλεται με τέτοιο τρόπο η ερώτηση ώστε το μόνο, που απομένει ως απάντηση είναι ένα ναι ή ένα όχι.   

Επίσης κατ΄άρθρο 357§4 ΚΠΔ επιτρέπεται μόνο η ανάγνωση περικοπών της κατάθεσης του μάρτυρα προς υποβοήθηση της μνήμης του ή για να επισημανθούν αντιφάσεις του κατά τη διάρκεια της εξέτασης του και όχι εκ των προτέρων (ΑΠ 37/2022, ΑΠ 931/2012 δημοσιευμένες στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

===Όταν ολοκληρώνεται η εξέταση του μάρτυρα, αυτός είναι υποχρεωμένος να παραμείνει στο ακροατήριο έως το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 359 εδ. α ΚΠΔ. Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη δεν ανάγεται σε ιδιορρυθμία του νομοθέτη ή σε διάθεση περαιτέρω ταλαιπωρίας των μαρτύρων αλλά προκειμένου να εξασφαλιστεί η δυνατότητα επανεξέτασης τους αν προκύψει τέτοια ανάγκη από την εξελισσόμενη αποδεικτική διαδικασία (εξέταση και άλλων μαρτύρων, ανάγνωση εγγράφων κλπ.). Ευχερώς πάντως γίνεται αντιληπτό ότι ιδιαίτερα σε δίκες, των οποίων η διάρκεια λόγω του πολυπρόσωπου χαρακτήρα τους, των δυσχερών αποδεικτικών ζητημάτων κλπ. προβλέπεται μεγάλη με αλλεπάλληλες διακοπές, η επιβολή της υποχρέωσης παραμονής στο ακροατήριο του μάρτυρα, του οποίου η εξέταση ολοκληρώθηκε, και εμφάνισης του σε κάθε μετά από διακοπή συνεδρίαση του Δικαστηρίου καθίσταται υπέρμετρα επαχθής και πρακτικά ανεφάρμοστη. Για τους λόγους αυτούς προβλέπεται η υπό προϋποθέσεις δυνατότητα αποχώρησης του μάρτυρα και ειδικότερα:

  • απαιτείται άδεια του δικαστηρίου ήτοι όλων των μελών, που το συγκροτούν αν πρόκειται για πολυπρόσωπο δικαστικό όργανο και επομένως δεν είναι ζήτημα, που ανάγεται στα καθήκοντα του διευθύνοντος τη συζήτηση, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 333 επ. ΚΠΔ.
  • απαιτείται η συναίνεση και όχι απλώς η ακρόαση του Εισαγγελέα και των διαδίκων (υπεράσπιση, υποστήριξη της κατηγορίας), στους οποίους πρέπει να δοθεί σχετικά ο λόγος και αυτό να καταγραφεί ρητώς στα πρακτικά.

  ===Ποιές είναι οι έννομες συνέπειες μη τήρησης της διάταξης του άρθρου 359 ΚΠΔ;

  Aπόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ίδρυση του από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α` ΚΠΔ αναιρετικού λόγου αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του αντέλεξαν στην αποχώρηση προβάλλοντας ότι είναι σημαντική για την εξακρίβωση της αλήθειας η συμπληρωματική εξέταση του μάρτυρα με την υποβολή ερωτήσεων.

Η ίδια απόλυτη ακυρότητα επέρχεται, αν ο μάρτυρας αποχωρήσει από το ακροατήριο πριν από την ολοκλήρωση της κατάθεσής του, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου και τη συναίνεση και του κατηγορουμένου, διότι έτσι αποστερείται ο τελευταίος του από τα άρθρα 357§3 και 223§3 ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματός του να κάνει απευθείας ερωτήσεις στον μάρτυρα (ΑΠ 2171/2018, ΑΠ 1728/2016, ΑΠ 920/2013 δημοσιευμένες στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). 

 

  1. ===ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Μετά την εξέταση των μαρτύρων ακολουθεί η ανάγνωση των εγγράφων, που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, και όσων προσκομίζονται από την υποστήριξη της κατηγορίας και την υπεράσπιση ‘’ως προς τα ουσιώδη και σημαντικά σημεία τους’’ (άρθρ. 362§1 εδ. β ΚΠΔ) π.χ. διαβάζεται το συμπέρασμα μίας πραγματογνωμοσύνης ή το πόρισμα μίας ιατροδικαστικής έκθεσης ως προς την αιτία θανάτου.

Έγγραφα συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα χωρίς μετάφραση στην ελληνική γλώσσα δεν μπορούν να διαβαστούν στο ακροατήριο (ΑΠ 604/2016 δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

 Όταν γίνεται λόγος για έγγραφα νοούνται ως αποδεικτικά μέσα και δεν περιλαμβάνονται νομολογία, φωτοτυπίες από συγγράματα ή μελέτες, που προσκομίζονται από τους συνηγόρους προς υποστήριξη των νομικών τους επιχειρημάτων ή ισχυρισμών (ΑΠ 969/2006).

 Από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 177 ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι το Ποινικό Δικαστήριο αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητα του, έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση, που δεν είναι αμετάκλητη καθώς η τήρηση της διάταξης του άρθρου 362 ΚΠΔ δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής ποινικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια δεν επιφέρει ακυρότητα η ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων, τα οποία προσκομίζονται από τους διαδίκους χωρίς αμφισβήτηση της γνησιότητας τους καθώς και η ανάγνωση -χωρίς μάλιστα την εναντίωση του κατηγορουμένου- εγγράφων άλλης δίκης ή και απόφασης, που εκδόθηκε επί άλλης δίκης και δεν έχει καταστεί αμετάκλητη. Τούτο διότι δεν θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου και δεν παραβιάζεται το από το άρθρο 171§1δ ΚΠΔ δικαίωμα υπεράσπισης αφού ο τελευταίος έχει πάντα τη δυνατότητα κατ΄άρθρο 358 ιδίου Κώδικα να εκθέσει τις απόψεις του, να κάνει παρατηρήσεις και να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα, που εξετάστηκαν (ΑΠ 1408/2022, ΑΠ 1179/2022, ΑΠ 101/2022, ΑΠ 128/2020, ΑΠ 710/2016).

 

===Σχετικά με την ανάγνωση εγγράφων, που προσκομίζονται στο ακροατήριο για πρώτη φορά, στη διάταξη του άρθρου 362§3 νέου ΚΠΔ ορίζεται ότι αν ζητείται η ανάγνωση εγγράφου, το οποίο προσκομίζεται για πρώτη φορά στο ακροατήριο και ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ο διάδικος, που δεν το προσκόμισε, δικαιούται, εφόσον δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί σχετικά με το περιεχόμενό του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, να ζητήσει προς τούτο διακοπή της δίκης μέχρι δέκα πέντε το πολύ ημέρες. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποθέτει:

α) ότι προσκομίζεται έγγραφο για πρώτη φορά στο ακροατήριο. Επομένως αν το ίδιο έγγραφο είχε προσκομιστεί σε προγενέστερο δικονομικό στάδιο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή της. Αυτό βέβαια μπορεί να ακούγεται αυτονόητο αν πρόκειται για μία δικογραφία λίγων μόνο σελίδων, πολλές φορές ωστόσο σε ογκωδέστατες δικογραφίες με πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, δεν είναι πάντοτε ευχερές να διαγνωστεί αν κάποιο έγγραφο προσκομίζεται για πρώτη φορά.

β) ότι το έγγραφο αυτό ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί ουσιώδους επιρροής στη δίκη αναγκαίως συνέχεται με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις και τους προβληθέντες ισχυρισμούς.     

γ) αντικειμενική αδυναμία του διαδίκου, που δεν προσκόμισε το έγγραφο, να τοποθετηθεί σχετικά με το περιεχόμενο του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

====ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

-Η εκπροσώπηση από συνήγορο δεν περιλαμβάνει την κατ΄άρθρο 365 ΚΠΔ απολογία του κατηγορουμένου καθώς πρόκειται για αυστηρά προσωποπαγές δικαίωμα (ΑΠ 520/2023, ΑΠ 266/2014, ΑΠ 253/2013 δημοσιευμένες στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επομένως αίτημα συνηγόρου υπεράσπισης εφοδιασμένου με ειδική πληρεξουσιότητα να λάβει το λόγο ‘’εν είδει απολογίας’’ είναι απορριπτέο.

-Ο κατηγορούμενος επιτρέπεται να συνεννοείται με το συνήγορο του όχι όμως για να απαντήσει σε ερώτηση. (άρθρ. 364 ΚΠΔ).

 -Επιτρέπεται η ανάγνωση της απολογίας του κατηγορουμένου κατά την προδικασία προς εντοπισμό αντιφάσεων όχι όμως προς υποβοήθηση της μνήμης του σε αντίθεση με τα ισχύοντα για τους μάρτυρες (άρθρ. 365§2 ΚΠΔ, ΑΠ 1167/2023, ΑΠ 681/2023, ΑΠ 1165/2022 δημοσιευμένες στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), και όχι σε περίπτωση άρνησης του να απαντήσει (ΑΠ 1167/2023, ΑΠ 1665/2022 όπ.π.π).

-Ερωτήσεις στον κατηγορούμενο υποβάλλονται από το διευθύνοντα τη συζήτηση, τον Εισαγγελέα και τους δικαστές αν πρόκειται για πολυπρόσωπο Δικαστήριο, και από τους λοιπούς διαδίκους και τους συνηγόρους τους μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος (‘’δι΄υμών’’).

===ΛΗΞΗ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Μετά την εξέταση των μαρτύρων, την ανάγνωση των εγγράφων και την απολογία του κατηγορουμένου, επέρχεται η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και δίνεται ο λόγος στον Εισαγγελέα να προτείνει επί της ενοχής ή μη. Αυτό είναι ένα πολύ κρίσιμο δικονομικό στάδιο δοθέντος ότι από τη στιγμή που λήγει η αποδεικτική διαδικασία, δεν επιτρέπεται η προσκομιδή κάποιου αποδεικτικού μέσου π.χ. εγγράφου προς ανάγνωση. Δεν συντρέχει βέβαια τέτοια περίπτωση αν προσκομίζεται απλώς νομολογία ή κάποια μελέτη ή απόσπασμα από σύγγραμα προς ενίσχυση των νομικών θέσεων της υπεράσπισης ή της υποστήριξης της κατηγορίας.

Ακολουθούν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας και υπεράσπισης, η διάσκεψη των μελών του Δικαστηρίου αν πρόκειται για πολυπρόσωπο Δικαστήριο, και η απαγγελία της απόφασης.

===Αν η απόφαση είναι καταδικαστική πρέπει να ακολουθήσει η πρόταση του Εισαγγελέα επί της ποινής εκτός αν υποβληθεί αίτημα αναγνώρισης ελαφρυντικής περίστασης, οπότε πρέπει να αποφανθούμε επ΄αυτού διότι ανάλογα με την απόρριψη ή την αποδοχή του σχετικού αιτήματος διαμορφώνεται το πλαίσιο της απειλούμενης ποινής. Αφού ο Εισαγγελέας προτείνει επί της ποινής και ακουστεί η υπεράσπιση επί του ιδίου θέματος, επιβάλλεται η ποινή και εξετάζεται αν συντρέχει περίπτωση αναστολής, μετατροπής κλπ., αν η έφεση πρέπει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ακολούθως δε πρέπει να αποφασίσει το Δικαστήριο για την τύχη τυχόν κατασχεθέντων, για την αφαίρεση χρόνου κράτησης κλπ.

===Ως προς την επιβολή εξόδων πρέπει να επισημανθεί ότι πλέον μετά την τροποποίηση του άρθρου 577 ΚΠΔ με το ν. 5090/2024 (έναρξη ισχύος 1-5-2024) το ποσό των εξόδων επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου από 200 έως 400 ευρώ και επί αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδιεκίου από 600 έως 1.500 ευρώ. Τα κριτήρια καθορίζονται στην §3 του ίδιου άρθρου: λαμβάνεται υπόψη αν η διαδικασία συμπεριλαμβανομένης της προδικασίας υπήρξε δαπανηρή για το Δημόσιο ιδίως λόγω της μακροχρόνιας διάρκειας διεξαγωγής της δίκης ή της κύριας ανάκρισης, της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και των κλήσεων σημαντικού αριθμού μαρτύρων (π.χ. σε δίκη επί πλαστογραφίας, για την οποία διενεργήθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να ληφθεί υπόψη η δαπάνη για την αμοιβή του πραγματογνώμονα ή σε δίκη επί κλοπών κατ΄εξαλκολούθηση, πρέπει να ληφθεί υπόψη η δαπάνη για την κλήση μεγάλου αριθμού παθόντων).

====ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  (άρθρ. 335§2 ΚΠΔ).

-ασκείται κατά διατάξεων του διευθύνοντος, που αφορούν:

α) την καταχώρηση ή μη δήλωσης στα πρακτικά (άρθρ. 141§2 ΚΠΔ)

β) τη διεύθυνση της διαδικασίας (π.χ. ερωτήσεις εκτός θέματος)

γ) την ανάκληση στην τάξη λόγω απρέπειας ή προσωπικής επίθεσης, την αφαίρεση του λόγου (άρθρ. 334 ΚΠΔ)

δ) την επανόρθωση παραλείψεων (άρθρ. 335§1 ΚΠΔ)

ε) τη σύλληψη υπόπτου ψευδορκίας (άρθρ. 337§2 ΚΠΔ)

στ) την αποχώρηση των μαρτύρων (άρθρ. 359 ΚΠΔ).

Η απαρίθμηση είναι περιοριστική, η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί αμέσως (ΑΠ 465/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2000 ΠραξΛογΠΔ 2000 272) και το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί διότι διαφορετικά συντρέχει έλλειψη ακρόασης. Η δε επί της προσφυγής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή.

   ===Συνοψίζοντας πρέπει να γίνουν δύο επισημάνσεις: α) ότι ο τρόπος διεύθυνσης της διαδικασίας αντικατοπτρίζει ακριβώς την προετοιμασία, που έχουμε κάνει για το ακροατήριο. Αν η προετοιμασία αυτή είναι οργανωμένη, όμοιος είναι και ο τρόπος διεύθυνσης της διαδικασίας. Αντιθέτως αν έχουμε μία θολή και εντελώς πρόχειρη εικόνα για τις δικογραφίες, που πρόκειται να εκδικαστούν, αυτό καθίσταται πρόδηλο από την όλη εξέλιξη της διαδικασίας στο ακροατήριο. β) είναι εξόχως σημαντικό για τον προεδρεύοντα, ο οποίος πάντα πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση, να μην παρασυρθεί από ενδεχόμενη ένταση, που προκαλείται στο ακροατήριο.

Ε.Γάκη, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη (εισήγηση στην ημερίδα του antimolia.gr της 23-4-2024)

ΟΙ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

(Εισήγηση στην ημερίδα του antimolia.gr της 23-4-2024)

 

Ευαγγελία Γάκη, Δικαστικός Λειτουργός Ε.Δ.

 

 

Η απαίτηση προβολής αυτοτελών ισχυρισμών προέρχεται από το χώρο της Πολιτικής Δικονομίας, όπου αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι τα πράγματα με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, τα ζητήματα του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, δηλαδή οι ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση της αγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως και γενικώς αυτοτελούς αιτήσεως των διαδίκων, και βασίζονται στην αρχή του συζητητικού συστήματος. Εξάλλου, η αστικοδικονομική προέλευση των αυτοτελών ισχυρισμών σχετίζεται και με το γεγονός ότι το άρθρο 333 παρ. 2 ΚΠΔ στο οποίο φέρονται αυτοί να βρίσκουν έρεισμα, έλκει την καταγωγή του από το αστικό δικονομικό δίκαιo.

Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα (παλαιό 170 παρ. 2 ΚΠΔ) νέο 171 παρ. 2, 178  παρ. 2 και  333 παρ. 2 ΚΠΔ στο Δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, προβάλλονται δε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα αναγκαία για τη θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, και τούτο για να μπορέσει ο δικαστής ύστερα από αξιολόγησή τους να τους κάνει δεκτούς ή να τους απορρίψει [1]

Από την άλλη, η άρνηση της κατηγορίας, είτε απλή είτε αιτιολογημένη, είναι η θέση του κατηγορουμένου, με την οποία αμφισβητείται η ουσιαστική υπόσταση της κατηγορίας, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα  που στοιχειοθετούν την έννοια της αξιόποινης πράξης, για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Αποτελεί, δηλαδή, ένα πραγματικό ισχυρισμό δεν έχει νομική επίδραση στην κατηγορία, δεν καταλύει δηλαδή ή δεν μειώνει νομικά κάποιο συστατικό στοιχείο αυτής, σύμφωνα με την έννοια του εγκλήματος του άρθρου 14 ΠΚ. 2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις), αλλά αμφισβητεί μόνο ουσιαστικά την κατηγορία.  Επομένως  ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει αυτοτελή υπόσταση και συνιστά άρνηση της κατηγορίας ή επιχείρημα κατά της κατηγορίας. Η επίδραση αυτών των ισχυρισμών είναι ουσιαστική, όχι νομική, δηλαδή καταλύεται η κατηγορία όχι νομικά, αλλά πραγματικά. [2]

 

 

ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΤΕΛΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ  ΠΚ

Α) Σε επίπεδο αδίκου

Ο ισχυρισμός περί άρσεως του αδίκου της πράξεως κατά άρθρο 20 ΠΚ (ΑΠ 1183/2018, ΠραξΛογΠΔ (2018), 924, ΑΠ 705/2018, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 608, ΑΠ 136/1989 (: αόριστη προβολή ισχυρισμού), Υπερ (1992), 176), ΑΠ 587/2020, ΠοινΧρ (Ο/2020), 739), ΑΠ 367/2022, ΠραξΛογΠΔ (2022), 947).

Ο ισχυρισμός περί προσταγής ως λόγος άρσεως του αδίκου χαρακτήρα 21 ΠΚ, ΑΠ 2040/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 800 (περίλ.), ΠοινΛογ (2001), 2488, ΑΠ 771/1990 (: αόριστη προβολή ισχυρισμού), Υπερ (1992), 160).

Ο ισχυρισμός περί συνδρομής των προϋποθέσεων της άμυνας 22 και 23 ΠΚ, ΑΠ 87/2020 ΠοινΔικ 2021, 1632, ΑΠ 238/2021 ΠοινΔικ2021,1645, ΑΠ 1/2022, ΑΠ 1593/2022ΑΠ 162/2022 (: αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 434, ΠοινΔικ (2022), 887, ΑΠ 238/2021, ΠραξΛογΠΔ (2021), 690, ΑΠ 1911/2019, ΠοινΧρ (Ο/2020), 503, Έχει κριθεί σχετικά ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο όταν ο κατηγορούμενος αναφέρει ότι «μου είχαν στήσει ενέδρα και μου επιτέθηκαν με ρόπαλα» (ΑΠ 997/1990, ό.π.) ή «πάνω στην άμυνά μου τον έβρισα, πήρα μια πέτρα, αλλά δεν του την πέταξα, προσπάθησα να αμυνθώ» (ΑΠ 872/1995, ΠοινΧρ (ΜΕ/1995), 1426) ή «αν δεν τον έσπρωχνα θα με έπνιγε» (ΑΠ 1824/1988, ΠοινΧρ (ΛΘ/1989), 610) ή «μου έδωσε κλωτσιά …. συνεπλάκην για να αμυνθώ» (ΑΠ 182/1989, ΠοινΧρ (ΛΘ/1989), 751). Αντίθετα, κρίθηκε ότι δεν προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο, όταν ο κατηγορούμενος αναφέρει «μπορεί το θύμα πάνω στην πάλη να κτυπήθηκε μόνο του» (ΑΠ 541/1989, ΠοινΧρ (Μ/1990), 33, Υπερ (1992), 173)

Ο ισχυρισμός περί συνδρομής των προϋποθέσεων κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο 25 ΠΚ ΑΠ 732/2020, Ποιν Δικ2022,491, ΑΠ 104/2021, ΠοινΔικ 2022,973, ΑΠ 338/2022ΑΠ 916/2022 (: απόλυτη ακυρότητα από την μη απάντηση του δικαστηρίου στον προταθέντα ισχυρισμό του κατηγορουμένου), ΠραξΛογΠΔ (2022), 904, ΑΠ 443/2022 (: αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού), ΠραξΛογΠΔ (2022), 884, ΑΠ 10/2022 (: αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού), ΠραξΛογΠΔ (2022), 305, ΑΠ 252/2021, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 529, ΑΠ 502/2020 (: αναιτιολόγητη απόρριψη ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 677, ΠοινΔικ (2022), 157 (περίλ.), ΑΠ 213/2018 (: αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού), Έχει κριθεί ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται αόριστα όταν δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, αλλά επαναλαμβάνεται μόνο η γενική και αόριστη διατύπωση του νόμου (ΑΠ 631/2005, ΠοινΔικ (2005), 1099 (περίλ.) ή όταν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν αρκούν για τη θεμελίωση της κατάστασης ανάγκης (ΑΠ 252/2021, ό.π., ΑΠ 1848/1988, Υπερ (1992), 172).

 

Σε επίπεδο υπαιτιότητας

Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης 30 ΠΚ. Η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξης στο δράστη και κατά συνέπεια, στην απαλλαγή του. (ΑΠ 1124/2022 (: απόλυτη ακυρότητα από την μη απάντηση του δικαστηρίου στον προταθέντα ισχυρισμό του κατηγορουμένου), ΠραξΛογΠΔ (2022), 893, ΑΠ 861/2021 (: αόριστη προβολή του ισχυρισμού), ΠραξΛογΠΔ (2022), 606, ΑΠ 252/2021, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 529, ΑΠ 31/2021 (: αντιφατικές αιτιολογίες για την απόρριψη του ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 422, ΠοινΔικ (2021), 1558, ΑΠ 350/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 198, ΜΟΕφΑιγαίου 43-48/2023, ΠοινΔικ 1/2024, 47, ΑΠ (Ποιν) 618/2023 ΠοινΔικ 1/2024, ΑΠ 31/2022 ΝΟΜΟΣ

Πάντως, για το ορισμένο της προβολής του ισχυρισμού αυτού αρκεί η επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν και δεν απαιτείται ο χαρακτηρισμός του ή η επίκληση των νομικών διατάξεων (πρβλ ΑΠ 837/1991, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 1257 (με παρατ. Ι.Γιαννίδη). Αν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν πραγματική πλάνη, δηλ. δεν θεμελιώνουν άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου από τα συστατικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού, το οποίο επαυξάνει τη βαρύτητα αυτού, αλλά αναφέρονται σε εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου ή σε νομικώς αδιάφορα για τη συγκρότηση του εγκλήματος περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αποτελεί άρνηση της κατηγορίας και μάλιστα υπό ευρεία έννοια, καθόσον, κυριολεκτικώς δεν αναφέρεται σε στοιχείο της κατηγορίας και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ούτε πολύ περισσότερο να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι’ αυτόν (Π 60/2017, Ζ΄ Τμ. (: ως προς τον ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, τον οποίο εν προκειμένω θεώρησε αρνητικό της κατηγορίας), ΑΠ 957/2022 ΑΠ 616/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 332, ΠραξΛογΠΔ (2022), 895), ΑΠ 31/2022  αξιολογεί τον ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης ως αρνητικό της κατηγορίας, επειδή δεν προβλήθηκε σαφώς και ορισμένος από τον συνήγορο υπεράσπισης, αλλά μόνο από τον κατηγορούμενο στα πλαίσια της απολογίας του

Σε επίπεδο καταλογισμού

Η συγγνωστή νομική πλάνη, 31 ΠΚ,  ΑΠ 600/2021 ΠοινΔικ 2022, 1318, ΑΠ 861/2021 ΠοινΔικ 2022, 1458, ΑΠ 915/2021 ΠοινΔικ 2022, 1459, ΑΠ 911/2022. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί νομικής πλάνης είναι αυτοτελής και εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο (με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που δημιουργούν την πεπλανημένη εντύπωση και επίκληση ειδικών συνθηκών -συναφών με την προσωπικότητα, το επάγγελμα, την ηλικία, τις γνώσεις και τις ικανότητες του κατηγορουμένου- ως προς το συγγνωστό), η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο· διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση για αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού αυτού

Ο ισχυρισμός περί συνδρομής κατάστασης ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό 32 ΠΚ ΑΠ 732/2020 Ποιν Δικ 2022,491(ΑΠ 518/2022 (: αόριστη προβολή του ισχυρισμού, χωρίς επίκληση του συγκεκριμένου κινδύνου που δεν μπορούσε να αποτραπεί και αν ο κίνδυνος προέρχεται από ενέργεια τρίτου πρέπει να μνημονεύεται στην απόφαση, καθώς και χωρίς προσδιορισμό της προξενηθείσας στον άλλο βλάβη, ώστε να κριθεί αν αυτή είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την απειληθείσα και τέλος χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την έλλειψη υπαιτιότητας του κατηγορουμένου), ΠοινΔικ (2022), 1549, ΠραξΛογΠΔ (2022), 309, ΑΠ 10/2022 ΠραξΛογΠΔ (2022), Η απόφαση που δέχεται τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό πρέπει να αναφέρει τον παρόντα κίνδυνο, που δεν μπορεί να αποτραπεί παρά με την τέλεση της αξιόποινης πράξης· ο κίνδυνος αυτός πρέπει να εξειδικεύεται και να προσδιορίζεται η προξενηθείσα στον άλλο βλάβη, για να αξιολογηθεί αν αυτή είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την απειληθείσα καθώς και να αναφέρονται τα περιστατικά που συνιστούν έλλειψη υπαιτιότητας του κατηγορουμένου [3]

Η αδυναμία αποφυγής του αδίκου κατ’ άρθρο 33 του νέου ΠΚ, ως νέος λόγος άρσεως του καταλογισμού καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 33 στον νέο ΠΚ η καλουμένη αδυναμία αποφυγής του αδίκου. Πρόκειται για τη γνωστή στη θεωρία περίπτωση του «τραγικού διλήμματος», άλλως «της συγκρούσεως καθηκόντων», η οποία ρυθμίζεται πλέον ρητώς στον χώρο του θετικού δικαίου. Το δογματικό εδώ πρόβλημα συνέχεται με τις προϋποθέσεις αποκλεισμού του καταλογισμού του δράστη, λόγω της αδυναμίας συμμορφώσεώς του προς τις επιταγές του θετικού δικαίου. [4]

Ο ισχυρισμός περί μειώσεως ή άρσεως του καταλογισμού 34 ΠΚ (ανικανότητα προς καταλογισμό). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής λόγων ψυχική ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης είναι αυτοτελής και εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο (με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και όχι με μόνη την αόριστη επίκληση του άρθρου 34 ΠΚ), η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο· διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση για αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού αυτού (ολΑΠ 1716/1990 (: αόριστος ο ισχυρισμός περί μέθης αν δεν αναφέρεται από τον κατηγορούμενο ότι αυτή δεν ήταν υπαίτια) άρθρο 36 ΠΚ (μειωμένη ικανότητα καταλογισμού). (με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μειωμένης ικανότητάς του προς καταλογισμό είναι αυτοτελής και εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο  και όχι με μόνη την αόριστη επίκληση του άρθρου 36 ΠΚ), η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο· διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση για αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού αυτού Επίσης έχει κριθεί ότι ο ισχυρισμός περί τοξικομανίας δεν εμπεριέχει και το αίτημα για αναγνώριση της ελαττωμένης ικανότητας του κατηγορουμένου (ΑΠ 1039/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 71), ενώ η τοξικομανία άνευ ετέρου δεν είναι ικανή να επιφέρει αποστέρηση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό (ΑΠ 946/2022, ΠοινΔικ (2023), 173, ΑΠ 898/2015, ΠοινΔικ (2016), 827 (περίλ.)), αλλά μπορεί να θεμελιώσει τον σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό περί μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αν ο εξαρτημένος κατηγορούμενος εμφανίζει εκ της χρήσης-κατάχρησης των ναρκωτικών ψυχιατρικές διαταραχές, παρανοϊκές εκδηλώσεις ή ψυχωσικά επεισόδια, που όμως πρέπει ειδικώς να μνημονεύονται προς παραδεκτή προβολή του σχετικού ισχυρισμού (ΑΠ 946/2022, ό.π., ΑΠ 324/2019, ΝοΒ (68/2020), 586 (περίλ.)).

Σε επίπεδο εξάλειψης αξιοποίνου

Η έμπρακτη μετάνοια ΑΠ 566/2021 ΠοινΔικ 2022,1316

Ο ισχυρισμός περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 43 ΠΚ συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, που αν προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα (ΑΠ 2008/2007, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 718). Επίσης, και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι επιχείρησε απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια είναι αυτοτελής και η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα [5]

Η εκούσια υπαναχώρηση από απόπειρα 44 ΠΚ Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εκούσιας υπαναχώρησής του από την απόπειρα είναι αυτοτελής και εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο (με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και όχι με μόνη την αόριστη επίκληση του άρθρου 44 ΠΚ), η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο· διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση για αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού αυτού (ΑΠ 635/2022 (: αναιτιολόγητη, λόγω ασάφειας και αντιφάσεων, η απόρριψη του ισχυρισμού για εκούσια υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα κατ’ άρθρο 44 παρ. 1 ΠΚ), [6]

Ο ισχυρισμός περί εξάλειψης του αξιοποίνου συνέπεια παραγραφής της πράξης για οποιαδήποτε λόγο βλ. ενδ. ΑΠ 128/2018, ΠοινΔικ (2018), 1126, ΠραξΛογΠΔ (2018), 367, ΑΠ 1444/2017, ΠραξΛογΠΔ (2018), 285, ΑΠ 1025/2017, ΠοινΔικ (2018), 932 (περίλ.), ΑΠ 1274/2016, ΠοινΔικ (2017), 888 (περίλ.), ΑΠ 681/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 499, ΠοινΔικ (2017), 361 (περίλ.), ΑΠ 1282/2012, ΠοινΔικ (2013), 846 (περίλ.), ΑΠ 623/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 359, ΕλλΔνη (53/2012), 1499, ΑΠ 502/2011, ΠραξΛογΠΔ (2011), 46) και για το ορισμένο αυτού δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται ο χρόνος της τυχόν αναστολής της παραγραφής

Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω έλλειψης εγκλήσεως ή εκπρόθεσμης εγκλήσεως έχει χαρακτήρα αυτοτελούς ισχυρισμού (βλ. ενδ. ΑΠ 1287/2022 (: ισχυρισμός περί υποβολής της έγκλησης από μη δικαιούμενο πρόσωπο), ΠραξΛογΠΔ (2023), 158, ΑΠ 610/2019, ΠοινΔικ (2021), 300 (περίλ.), ΑΠ 576/2018, ΠραξΛογΠΔ (2018), 811, ΑΠ 307/2018, Αρμ (2018), 489, ΑΠ 233/2018, ΠραξΛογΠΔ (2018), 487, ΑΠ 2022/2017, ΕλλΔνη (59/2018), 906, ΑΠ 1856/2016, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 196, ΑΠ 2059/2008, ΠοινΔικ (2009), 7809 (περίλ.)).

Σε επίπεδο μείωσης της ποινής

Οι ελαφρυντικές περιστάσεις 84 ΠΚ (ΑΠ 64/2023, ΑΠ 88/2023, ΑΠ 464/2023, ΑΠ 484/2023ΑΠ 290/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 348, ΠραξΛογΠΔ (2022), 287, ΑΠ 152/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 30, ΑΠ 47/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠραξΛογΠΔ (2022).)

Δεν θεωρείται ότι ο κατηγορούμενος προβάλλει αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης μόνο από το γεγονός ότι δηλώνει πως συντάσσεται με το ελαφρυντικό που πρότεινε ο εισαγγελέας, χωρίς να επικαλείται και  ο ίδιος πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν [7]

Από τους αυτοτελείς ισχυρισμούς διακρίνεται η απλή ευχή για επιείκεια, που αναπληρώνει τους πρώτους και για τον λόγο αυτό δεν υποχρεώνει το δικαστήριο σε ρητή απάντηση και αιτιολογία (βλ. σχετ. Λ.Μαργαρίτη,/Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, ποινικό δίκαιο και Άρειος Πάγος, 2008, σελ. 87, σημ. 54, όπου περαιτέρω παραπομπές).

Η δικαστική άφεση της ποινής 104Β ΠΚ ΑΠ 10/2022 (: η οποία αν και δεν χαρακτηρίζει τον ισχυρισμό αυτό ως αυτοτελή, απαιτεί για την απόρριψή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία- εν προκειμένω κρίθηκε επαρκής η αιτιολόγηση της απόρριψης του ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 288, ΠραξΛογΠΔ (2022), 297, ΑΠ 505/2021 (: η οποία χαρακτηρίζει ρητά τον ισχυρισμό αυτό ως αυτοτελή), ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 413, Μ.Τσερτσίδη, παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΚαλαμ 212/2021, ΠοινΔικ (2022), σελ. 461). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη του αρ. 104Β παρ. 1 ΠΚ είναι αυτοτελής, η σιγή απόρριψη του οποίου προκαλεί την απόλυτη ακυρότητα της έλλειψης ακρόασης (αρ. 171 παρ. 2 ΚΠΔ) και στηρίζει τον προβλεπόμενο στο αρ. 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ αναιρετικό λόγο.

 Η κρίση για την εφαρμογή του αρ. 104Β παρ. 1 ΠΚ (είτε προβλήθηκε με αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορούμενου είτε αυτεπαγγέλτως) οφείλει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, ελέγχεται δε αναιρετικά η σχετική αιτιολογία υπό το πρίσμα του αρ. 510 παρ. 1 περ. Δ΄ ΚΠΔ.

Το αίτημα του κατηγορουμένου για επιβολή μειωμένης ποινής 133 ΠΚ, ΑΠ 771/2022 ΠραξΛογΠΔ (2022), 877, ΑΠ 755/2022 ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 349.

Ο ισχυρισμός περί υπερβολικής διάρκειας της δίκης 84 παρ. 3 ΠΚ, ΑΠ 13/2022, ΠοινΔικ 2022,1625, ΑΠ 158/2022, ΠοινΔικ 2022,1629

Ο ισχυρισμός περί μικρής αξίας του αντικειμένου της κλοπής ή της υπεξαίρεσης ΑΠ 714/2019, ΠοινΔικ 2021,309, ΑΠ 293/2020 ΠοινΔικ 2021,1648

Ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας της κληθείσας προς εφαρμογή ποινικής διατάξεως ΑΠ 1804/2016, ΟΛΑΠ 1/2019, ΑΠ 376/2019 ΠοινΔικ 2020,1391

Ο ισχυρισμός περί ίδιας αποκλειστικής χρήσης ναρκωτικών ουσιών ΑΠ 1225/2020, ΑΠ 127/2022

Ο ισχυρισμός  περί αστυνομικής παγίδευσης του κατηγορουμένου, δηλ. ότι οι αστυνομικοί υπερέβησαν την επιτρεπόμενη κεκαλυμμένη δράση τους και συνέβαλαν ενεργητικά στη διαμόρφωση της απόφασης του δράστη να τελέσει το έγκλημα, κατά μία άποψη γίνεται δεκτό ότι συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό [8]

Όταν ο διάδικος προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου (της ουσίας ή ενώπιον του Αρείου Πάγου) αυτοτελή ισχυρισμό περί δεδικασμένου πρέπει να αναφέρει την προηγούμενη απόφαση, τον κατηγορούμενο και την πράξη (με μνεία των πραγματικών περιστατικών και όχι απλά των διατάξεων του ουσιαστικού ποινικού νόμου) και το γεγονός ότι αυτή κατέστη με οποιονδήποτε τρόπο αμετάκλητη. Αν δεν μνημονεύονται τα στοιχεία αυτά ο (αυτοτελής κατά τη νομολογία) ισχυρισμός περί δεδικασμένου προβάλλεται αορίστως και επομένως το δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού (ΑΠ 426/2023)

Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και για την κρίση του αυτοτελούς ισχυρισμού περί εκκρεμοδικίας (βλ. σχετ. και ΑΠ 1198/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 355). Ειδικότερα, έχει γίνει δεκτό ότι αν η διωκόμενη πράξη απέχει λίγες μόνο ημέρες από άλλη πράξη για την οποία έχει προηγούμενα ασκηθεί και άλλη δίωξη κατά του ίδιου κατηγορουμένου, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της δεύτερης υπόθεσης πρέπει να αιτιολογεί τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ώστε να προκύψει αν πρόκειται για την ίδια ή διαφορετική πράξη (ΑΠ 526/1990, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 30). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι αν ο κατηγορούμενος προβάλλει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ισχυρισμό περί δεδικασμένου και αποδεικνύονται όλες οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου, πλην του αμετακλήτου της προηγούμενης καταδίκης, το δικαστήριο απορρίπτοντας τον ισχυρισμό οφείλει να αιτιολογήσει γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχει ούτε περίπτωση εκκρεμοδικίας

ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΡΙΝΟΜΕΝΟΙ ΕΦΕΞΗΣ ΩΣ ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ

Ο ισχυρισμός περί υπάρξεως άλλοθι ΑΠ 636/1993, ΠοινΧρον 1993,412, ΑΠ 54/2001, ΠοινΧρον 2001,691, ΑΠ 701/2003 ΠοινΧρον 2004,138, ΑΠ 1166/2014 ΠοινΧρον2015,657, αντίθετες ότι δεν είναι αυτοτελής και είναι αρνητικός ΑΠ 341/2000 ΠοινΧρον 2000,897, ΑΠ 747/2000 ΠοινΧρον 2001,69 , ΑΠ 1190/2005, ΑΠ 1466/2006, ΑΠ 353/2011, ΠοινΧρον 2012,55, ΑΠ 1079/2016, ΠοινΔικ 2017,559, ΑΠ 1231/2019, ΠοινΔικ 2021,938

Η επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας συνιστά κατά μια τάση της νομολογίας αυτοτελή ισχυρισμό. Υπάρχει βέβαια και η ομολογουμένως νεότερη τάση της νομολογίας η οποία κάνει δεκτό ότι η άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως που αποδίδεται στον κατηγορούμενο δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της κατηγορίας. ΑΠ 970/2023, ΑΠ 443/2020 ΠοινΔικ 2022, 150, ΑΠ 185/2022, ΑΠ 1071/2022ΑΠ 768/2022 (: ο ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 449, ΑΠ 543/2022 (: ο ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής [9]

ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

ΑΠ 117/2021 (: ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν έχει σχέση με τη διωκόμενη πράξη, είναι αρνητικός της κατηγορίας), ΠοινΔικ (2022), 85, ΑΠ 585/2020, ΠραξΛογΠΔ (2021), 415, ΑΠ 1829/2019, ΠοινΔικ (2020), 881, ΑΠ 1319/2019, ΠραξΛογΠΔ (2019), 901, ΑΠ 1835/2017, ΠοινΔικ (2018), 1205 (περίλ.), ΑΠ 341/2013, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 656, ΑΠ 1782/2011 (: ο περί αυτοδιακινδυνεύσεως του θύματος ισχυρισμός είναι αρνητικός της κατηγορίας, αφού κατατείνει στην έλλειψη υπαιτιότητας και του αναγκαίου αιτιώδους συνδέσμου), ΠοινΧρ (ΞΒ/2012), 584 (με σύμφ. παρατ. Α.Αναγνωστόπουλου), ΠοινΔικ (2012), 1056 (με αντίθ. παρατ. Κ.Βαθιώτη), ΑΠ 50/2011, ΠραξΛογΠΔ (2011), 23, ΑΠ 1290/2010 (: ο ισχυρισμός ότι «δεν στοιχειοθετείται η πράξη» είναι αρνητικός), ΠραξΛογΠΔ (2011), 23, ΑΠ 422/2008 (: ο ισχυρισμός ότι «δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος» είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός), ΠοινΧρ (ΝΘ/2009), 145).

ΑΠ 117/2021 (: ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν έχει σχέση με τη διωκόμενη πράξη, είναι αρνητικός της κατηγορίας), ΠοινΔικ (2022), 85, ΑΠ 585/2020, ΠραξΛογΠΔ (2021), 415, ΑΠ 1829/2019, ΠοινΔικ (2020), 881, ΑΠ 1319/2019, ΠραξΛογΠΔ (2019), 901, ΑΠ 1835/2017, ΠοινΔικ (2018), 1205 (περίλ.), ΑΠ 341/2013, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 656, ΑΠ 1782/2011 (: ο περί αυτοδιακινδυνεύσεως του θύματος ισχυρισμός είναι αρνητικός της κατηγορίας, αφού κατατείνει στην έλλειψη υπαιτιότητας και του αναγκαίου αιτιώδους συνδέσμου), ΠοινΧρ (ΞΒ/2012), 584 (με σύμφ. παρατ. Α.Αναγνωστόπουλου), ΠοινΔικ (2012), 1056 (με αντίθ. παρατ. Κ.Βαθιώτη), ΑΠ 50/2011, ΠραξΛογΠΔ (2011), 23, ΑΠ 1290/2010 (: ο ισχυρισμός ότι «δεν στοιχειοθετείται η πράξη» είναι αρνητικός), ΠραξΛογΠΔ (2011), 23, ΑΠ 422/2008 (: ο ισχυρισμός ότι «δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος» είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός), ΠοινΧρ (ΝΘ/2009), 145).

Χαρακτηριστικά στοιχεία και προϋποθέσεις ορθής δικονομικής προβολής των αυτοτελών ισχυρισμών

Α. Η απαίτηση προβολής των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο

Β. Η καταχώρηση των αυτοτελών ισχυρισμών στα πρακτικά και η απαίτηση για την προφορική τους ανάπτυξη

Γ. Οι χρονικοί περιορισμοί σχετικά με την προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών

Α. Πάντως, για να είναι αναγκαία η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αυτοί θα πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλ. με αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών (όχι κατ’ ανάγκη επίκληση νομικών κανόνων) που τους θεμελιώνουν και όχι με γενική και αόριστη επίκληση των προϋποθέσεων του νόμου ΑΠ 484/2023 ( αόριστη προβολή ελαφρυντικού άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε΄ ΠΚ), ΠραξΛογΠΔ (2023), 350, ΑΠ 374/2023 (: αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ. 2 περ. α΄ και ε΄ νέου ΠΚ), ΠραξΛογΠΔ (2023), 339, ΑΠ 1702/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 447, ΑΠ 1663/2022, ΠραξΛογΠΔ (2023), 83, ΑΠ 1406/2022, ΠραξΛογΠΔ (2023), 66, ΑΠ 1171/2022 (: αόριστη προβολή ελαφρυντικού άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε΄ ΠΚ, με μόνη την επίκληση της νομικής διάταξης που την θεμελιώνει), ΠραξΛογΠΔ (2022), 876, ΑΠ 1118/2022, ΠραξΛογΠΔ (2023), 77, ΑΠ 1116/2022, ΠραξΛογΠΔ (2022), 849.

Δεν θεωρείται ότι ο κατηγορούμενος προβάλλει αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης μόνο από το γεγονός ότι δηλώνει πως συντάσσεται με το ελαφρυντικό που πρότεινε ο εισαγγελέας, χωρίς να επικαλείται και  ο ίδιος πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν (ΑΠ 796/2019, ΠοινΔικ (2021), 470 (περίλ.))· πρόκειται για μία άκρως τυπολατρική προσέγγιση του ζητήματος, που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Από τους αυτοτελείς ισχυρισμούς διακρίνεται η απλή ευχή για επιείκεια, που αναπληρώνει τους πρώτους και για τον λόγο αυτό δεν υποχρεώνει το δικαστήριο σε ρητή απάντηση και αιτιολογία [10]

Β. Για την παραδεκτή προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών γίνεται δεκτό ότι αν αυτοί προβάλλονται με έγγραφο υπόμνημα που δίδεται στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρείται στα πρακτικά, θα πρέπει να προκύπτει από τα ίδια πρακτικά ότι έγινε και προφορική ανάπτυξη κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, όπως προκύπτει από την καθιερωμένη στο άρθρο 331 ΚΠΔ αρχή της προφορικότητας της επ’ ακροατηρίω κύριας διαδικασίας, η οποία όχι μόνο δεν περιστέλλεται με τη διάταξη του άρθρου 141 ΚΠΔ, αλλά αντίθετα ενισχύεται· διαφορετικά οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται απαραδέκτως και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει [11]

Δεν θεωρείται παραδεκτή η προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού αν γίνει σε προηγούμενη δικάσιμο, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε, αν στη μετ’ αναβολή συζήτηση δεν προβληθεί εκ νέου, χωρίς να αρκεί ότι στη μετ’ αναβολή συζήτηση αναγνώστηκαν τα πρακτικά της αρχικής δικασίμου (έτσι ΑΠ 1893/2009, ΠοινΔικ (2010), 754 (περίλ.)). Αν προβληθούν περισσότεροι αυτοτελείς ισχυρισμοί με έγγραφο υπόμνημα, η προφορική ανάπτυξη πρέπει να αφορά κάθε προβαλλόμενο ισχυρισμό χωριστά (ΑΠ 1185/2005, ό.π.). Τα τελευταία έτη διατυπώνεται στη νομολογία του Αρείου Πάγου η θέση ότι για την παραδεκτή προβολή αυτοτελών ισχυρισμών δεν αρκεί η προφορική ανάπτυξή τους, αλλά απαιτείται σε κάθε περίπτωση και γραπτή υποβολή τους[12], θέση αυτή δεν είναι ορθή, καθώς δεν εναρμονίζεται με την αρχή της προφορικότητας της ποινικής διαδικασίας στο ακροατήριο, ενώ σε κάθε περίπτωση η εξάρτηση του παραδεκτού της προβολής αυτοτελών ισχυρισμών από την γραπτή αποτύπωσή τους δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο.[13]Συνεπώς, για το παραδεκτό της προβολής αυτοτελών ισχυρισμών απαιτείται και αρκεί η προφορική ανάπτυξή τους, ακόμα και αν υποβάλλονται στο δικαστήριο και εγγράφως.

Γ. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι αυτοτελείς ισχυρισμοί αφορούν την άρση ή μείωση του αδίκου ή του καταλογισμού, θα πρέπει να προβάλλονται πριν την κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου. [14]

Ωστόσο έχει κριθεί από τον Άρειο Πάγο, ότι ο αυτοτελής ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων παραδεκτώς υποβάλλεται μετά την απόφαση για την ενοχή και κατά το στάδιο συζήτησης για την ποινή. [15]

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το Ανώτατο Ακυρωτικό σε περίπτωση μετ’ αναβολής συνεδρίασης του δικαστηρίου, η οποία είχε διαταχθεί για κρείσσονες αποδείξεις, θα πρέπει να προκύπτει ότι επαναπροβλήθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί. [16]

 

Παράλειψη υποβολής εισαγγελικής πρότασης επί των ισχυρισμών του κατηγορουμένου

ΑΠ 539/2023 ΠοινΔικ 1/2024, σελ 51-52- όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία (367 ΚΠΔ) πρέπει να δίνεται ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας, για να προτείνει επι της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου και επι των αυτοτελών ισχυρισμών για να μην δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της επ ακροατηρίου διαδικασίας 171 παρ. 1 β ΚΠΔ και 510 παρ. 1Α ΚΠΔ(ΑΠ 455/2022, ΑΠ 467/2020, ΑΠ 440/2020) υπό την προϋπόθεση ότι τα αιτήματα αυτά προβλήθηκαν κατά τρόπο ορισμένο κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας (350-366 ΚΠΔ) και όχι μετά την λήξη αυτής, οπότε δεν είναι αναγκαίο να δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα εάν αυτός δεν το ζητήσει. (174/2021, ΑΠ 1912/2019). Ο Εισαγγελέας της έδρας, όταν λαμβάνει το λόγο και προτείνει ενοχή ή αθώωση του κατηγορουμένου, σιωπηρώς προτείνει και την απόρριψη των υποβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών επι των οποίων είχε επιφυλαχθεί προηγουμένως και κατά συνέπεια δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα της διαδικασίας. (ΑΠ 34/2021)

ΑΠ 425/2023 μετά την πρόταση του Εισαγγελέα έδρας επι της ενοχής, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ζήτησε την αναγνώριση στο πρόσωπο του εντολέα του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 περ.β ΠΚ (μη ταπεινών αιτιών), το οποίο ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε και το σχετικό έγγραφο υπόμνημα. Το Δικαστήριο, το απέρριψε χωρίς να δοθεί προηγουμένως ο λόγος στον Εισαγγελέα να προτείνει επι του αυτοτελούς ισχυρισμού με αποτέλεσμα να έχει επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας  στο ακροατήριο ως προς το κεφάλαιο αυτό άρθρο 510 παρ.1 Α ΚΠΔ. Αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (133/2021 ΤριμΕφΠλημ Λαμίας)

 

 

ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤ ΕΦΕΣΗ ΔΙΚΗ

Επίσης, γίνεται δεκτό ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό που προτάθηκε από τον κατηγορούμενο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν επαναπροτάθηκε ενώπιον του, ανεξαρτήτως του ότι ο κατηγορούμενος είχε συμπεριλάβει σχετικά ειδικό λόγο στην έφεσή του, τον οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη, αν δεν προβληθεί με προφορική ανάπτυξη ενώπιον του (ΑΠ 1416/2020, ΠραξΛογΠΔ (2021), 313, ΑΠ 705/2019, ΠοινΔικ (2021), 308 (περίλ.), ΑΠ 1/2019, ΠοινΔικ (2020), 1226 (περίλ.), ΑΠ 1172/2018, ΠοινΔικ (2020), 138 (περίλ.). Σε κάθε περίπτωση η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών πρέπει να αποδεικνύεται αποκλειστικά από τα πρακτικά της σχετικής δίκης (βλ. και ΑΠ 640/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 113, ΑΠ 289/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023)

Η καταλυτική δράση του άρθρου 171 παρ.1 περ.δ ΚΠΔ επι των αυτοτελών ισχυρισμών

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην νομολογία  (τουλάχιστον μέχρι πριν μερικά χρόνια) η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο κατά τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ .

Η  παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει σε παραδεκτά και ορισμένα προταθέντα αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 (170 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ), που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ, ενώ,

Όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. ως και ο περιλαμβανόμενος σ αυτόν λόγος περί απόλυτης ακυρότητας, άρθρο 510 παρ.1Α και 171 παρ.1 στοιχ.δ ΚΠΔ διότι εκ της ως άνω μη απαντήσεως επι του ισχυρισμού του, στέρησε στον κατηγορούμενο του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη, που παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος άρθρο 28 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, (ΑΠ 446/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 294, ΑΠ 534/2020, Αρμ (2022), 298).

Σχετικά με τους παραδεκτώς προταθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς γίνεται δεκτό ότι η απόφαση που τους απορρίπτει καθίσταται αναιρετέα όταν περιέχει ενδοιαστική αιτιολογία, δηλ. όταν δεν διευκρινίζει με σαφήνεια αν δέχεται ή όχι ορισμένο ισχυρισμό του κατηγορουμένου ή δεν λαμβάνει θέση για τη συνδρομή ή όχι των πραγματικών περιστατικών [17]και γενικότερα, γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι το δικαστήριο έχει υποχρέωση να αιτιολογεί τη μη συνδρομή λόγων άρσης ή εξάλειψης του αξιοποίνου, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι κάποιος από τους λόγους αυτούς προτάθηκε από τον κατηγορούμενο ή προέκυψε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τη διαδικασία ως πιθανός, χωρίς να είναι αναγκαία η ορισμένη επίκληση όλων ανεξαιρέτως των περιστατικών που στηρίζουν τον αυτοτελή ισχυρισμό, ως συνέπεια της ανακριτικής αρχής που διέπει την ποινική δίκη, δηλ. αρκεί και η ατελής έκθεση των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζεται ο αυτοτελής ισχυρισμός (ΑΠ 332/2023, ΑΠ 64/2023)

ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Η παραπάνω θέση της νομολογίας έχει δεχθεί μάλλον ορθώς (όσον αφορά την αιτιολόγηση μόνο επι απόρριψης αυτοτελών ισχυρισμών), έντονη κριτική από τη μεγαλύτερη μερίδα της θεωρίας και αυτό διότι, ο ποινικός δικαστής αναζητά την ουσιαστική αλήθεια γεγονός που τον υποχρεώνει να διερευνήσει «αυτεπαγγέλτως» την υπόθεση σε όλες τις κρίσιμες πτυχές της, τόσο ως προς την ενοχή όσο και ως προς την αθώωση του κατηγορουμένου και ασφαλώς στα πλαίσια αυτά πρέπει να διερευνώνται και οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου.

 Η υποχρέωση αυτή του δικαστηρίου επιβάλλεται, όχι μόνο από την αρχή της δικαστικής ακρόασης, αλλά και από την ίδια τη νομιμοποιητική – απολογητική λειτουργία της αιτιολογίας. Συνεπώς, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί κάθε ουσιαστικό υπερασπιστικό ισχυρισμό, είτε αυτός είναι νομικός (αυτοτελής ισχυρισμός) είτε αμφισβητεί ουσιαστικά τα στοιχεία της κατηγορίας (αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός-επιχείρημα) Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δικής, 3η έκδ. 2007, σελ. 515 όπου κρίνει τους αυτοτελείς ισχυρισμούς «ως άτοπη μεταφορά μεγεθών του αστικού δικονομικού δικαίου»[18]

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στροφή της νομολογίας του Αρείου Πάγου σε σχέση με το ζήτημα της αιτιολογίας της απόφασης και  ως προς τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, καθώς γίνεται δεκτό, με επίκληση και του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, ότι το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου, τα οποία πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο πραγματικό, διαφορετικά η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα (βλ. έτσι και ΑΠ 27/2023, ΠοινΔικ (2023), 727, ΑΠ 861/2022 ( έκρινε ότι στα πλαίσια του εγκλήματος της απάτης η αμφισβήτηση του ύψους της προξενηθείσας στον παθόντα ζημίας πρέπει να απαντηθεί από το δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας, διότι η ζημία αυτή αποτελεί ουσιώδες ζήτημα), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 340, ΑΠ 565/2022 ( έκρινε ότι στα πλαίσια του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας, σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκαν τα χρέη, είναι κεφαλαιώδους σημασίας και το δικαστήριο για να τον απορρίψει πρέπει να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία), ΠοινΔικ (2022), 1584, Αρμ (2023), 552, ΑΠ 1165/2021 (: έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα από τη μη απάντηση στον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό περί «άλλοθι», ο οποίος προτάθηκε παραδεκτά και συνοδεύτηκε από αποδεικτική ενίσχυση με την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης), ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 659 (με σύμφ. παρατ. Ι.Λαζάνη), ΑΠ 404/2020

Το ΕΔΔΑ, εξειδικεύοντας το δικαίωμα αυτό, τονίζει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει πραγματικά και να ελέγξει τα όσα εισφέρονται στη διαδικασία από τα μέρη (ισχυρισμούς, αποδείξεις, επιχειρήματα), ο δε έλεγχος αυτής της υποχρέωσης, παρά τη συνολική εκτίμηση της διαδικασίας στην οποία προβαίνει το ΕΔΔΑ προκειμένου να διαπιστώσει αν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, μπορεί να επιτευχθεί ασφαλέστερα μόνο μέσω της διασφάλισης ενός minimum περιεχομένου της αιτιολογίας. Στα πλαίσια αυτά το ΕΔΔΑ, αδιαφορώντας για τη νομική ταυτότητα του ισχυρισμού, ξεπερνάει την τυπολογική διάκριση περί αυτοτελών και μη ισχυρισμών και εστιάζει στην πραγματική δυνατότητα που έχει ο κάθε ισχυρισμός να επηρεάσει την κρίση της υπόθεσης . Έτσι, η θέση του ΕΔΔΑ για το απαιτούμενο περιεχόμενο της αιτιολογίας της απόφασης δεν απαιτεί ειδική αιτιολογία για τους ισχυρισμούς που δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την υπόθεση, ενώ αντίθετα απαιτείται ειδική αιτιολογία για όλους τους άλλους, νομικούς ή μη ισχυρισμούς, που μπορούν να επηρεάσουν ουσιωδώς την υπόθεση Βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Σκέψεις για την αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων με αφορμή τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ΠοινΧρ 2008, 11

 

Παραδείγματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ που καταδεικνύουν ποιοι ισχυρισμοί πρέπει να απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια

Ότι ο μάρτυρας κατηγορίας στον οποίο βασίστηκε η καταδίκη του κατηγορουμένου ήταν αναξιόπιστος. Βλ. ΕΔΔΑ, MITROFAN κ. Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αρ. προσφ. 50054/07, 15/1/2013, σκέψη 51 επ. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός περιεχόταν στην έφεση του κατηγορουμένου με συγκεκριμένους ισχυρισμούς και επιχειρήματα τα οποία απορρίφθηκαν από το εφετείο εντελώς γενικόλογα. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ αποδίδει ιδιαίτερη Βαρύτητα στην ειδική και εμπεριστατωμένη απόρριψη των ισχυρισμών που προβάλλονται ως (ειδικοί) λόγοι εφέσεως. Βλ. ΕΔΔΑ, MITROFAN κ. Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αρ. προσφ. 50054/07, 15/1/2013

 Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου (σε δίκη σχετικά με διάδοση συκοφαντικών δηλώσεων μέσω των ΜΜΕ – άρθρο 29 παρ. 2 του Ρωσικού ΠΚ) ότι κακώς απορρίφθηκε η έκθεση του ορισθέντος γλωσσικού εμπειρογνώμονα (: linguistic expert) με την αιτιολογία ότι αυτός δεν κατείχε ειδική άδεια, καθώς τέτοια άδεια δεν απαιτείται από το Νόμο. Βλ. ΕΔΔΑ, KRASULYAK. Ρωσίας, αρ. προσφ. 12365/03, 22/2/2007, σκέψεις 51 επ.

 ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου (σε δίκη σχετικά με τη λειτουργία νυκτερινού καταστήματος πέραν της επιτρεπόμενης ώρας) ότι στο κατάστημα έλαβε χώρα ιδιωτικό πάρτι και δεν μπορούσε να εισέλθει σ’ αυτό ο οποιοσδήποτε. ΕΔΔΑ, MILENOVIC κ. Σλοβενίας, αρ. προσφ. 11411/11, 28/2/2013, σκέψεις 28 επ.-Βλ. επίσης Φαρσεδάκη/Σατλάνη, Δέκα Πρακτικά Θέματα Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας (ΜΕΡΟΣ Α ‘), ΠοινΔικ 2014, 857

Η ως άνω θέση της θεωρίας, φαίνεται να υιοθετείται κατά κάποιον τρόπο για πρώτη φόρα από τον Άρειο Πάγο με την υπ’ αριθμ. 636/1993 ΠοινΧρ ΜΓ, 412, απόφασή του(ΑΠ 54/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, σε εκείνη την υπόθεση ο αναιρεσείων είχε κριθεί ένοχος για παράβαση των κανόνων της οικοδομικής, καθότι ως Πολιτικός Μηχανικός είχε την επίβλεψη και την εποπτεία ενός έργου, κατά την εκτέλεση του οποίου συνέβη ένα ατύχημα. Ο κατηγορούμενος προέβαλε τον υπερασπιστικό ισχυρισμό, ότι κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος βρισκόταν σε διακοπές και είχε διατάξει την αναστολή των εργασιών έως ότου επιστρέψει, αλλά οι εργασίες συνεχίστηκαν κατ’ εντολή του εργολάβου. Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε σιωπηρά αυτόν τον ισχυρισμό. Πλην όμως, ο Άρειος Πάγος έκρινε αναιρετέα την απόφαση, διότι ο προβληθείς αυτός υπερασπιστικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην υπόθεση και έπρεπε να διερευνηθεί κατ’ ουσίαν και να κριθεί είτε θετικά είτε αρνητικά

Με τις υπ αριθμόν 1819/2016 και  ΑΠ 1821/2016( 101/2018 απόφασή του (Ε Τμήμα),  αποφάσεις σε ποινική υπόθεση ακάλυπτης επιταγής, αναιρέθηκε η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, επειδή δεν απαντήθηκε ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός ότι δεν εξέδωσε ο ίδιος την επιταγή, αλλά ο αδερφός του. Έτσι ο Άρειος Πάγος ανήρεσε την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με αποδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ.1Δ ΚΠΔ προσβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθώς και περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, 510 παρ. 1Α και 171 ΚΠΔ, διότι εκ της ως άνω απαντήσεως του στέρησε στον κατηγορούμενο του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που παρέχεται από της υπερνομοθετικής ισχύος άρθρο 28 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. [19]

ΑΠ 1018/2015 και ΑΠ 1493/2018, ΤΝΠ Αρείου Πάγου, οι οποίες έκριναν, κατά την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, ότι η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ., που επιφέρει σχετική ακυρότητα (όχι απόλυτη) της ακροαματικής διαδικασίας και στοιχειοθετεί τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ του ΚΠΔ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στοιχειοθετεί το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ. Μετά την αλλαγή του ΚΠΔ και την προσθήκη αυτοτελούς παραγράφου στο άρθρο 171 ΚΠΔ, η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορούμενου συνιστά απόλυτη ακυρότητα. [20]

Η συνέχεια αυτής της (μειοψηφικής μέχρι στιγμής) θέσης της νομολογίας ήρθε, μεταξύ άλλων, και με την πλέον εύστοχη υπ’ αριθμ. 1827/2019 απόφαση του Ε΄ τμήματος του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι: «Πιο συγκεκριμένα δεν εκτίθεται παντελώς η θέση του Δικαστηρίου επί του καίριου αρνητικού ισχυρισμού που προτάθηκε στο ακροατήριο από τους κατηγορούμενους ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι υποστήριξαν ότι κατά το χρόνο προκλήσεως της πυρκαγιάς ευρίσκονταν σε άλλο τόπο και δη ότι ευρίσκονταν σε καφετέρια της … και όχι στη … στην περιοχή … της τοπικής κοινότητας …, όπου έλαβε χώρα η πράξη του εμπρησμού, γεγονός που κατατίθεται και από τους εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες υπεράσπισης. Συνακόλουθα με τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως και ο περιλαμβανόμενος σ’ αυτόν λόγος περί απόλυτης ακυρότητας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και άρθρο 171 ΚΠΔ, διότι από το ότι δεν απαντήθηκαν οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων στέρησαν αυτούς του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, κατά τα προεκτιθέμενα». Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος με την ανωτέρω απόφασή του δεν απαίτησε την αιτιολογημένη απόρριψη όλων ανεξαρτήτως των υπερασπιστικών ισχυρισμών παρά μόνο εκείνων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κατηγορία, ήτοι των καίριων – κρίσιμων υπερασπιστικών ισχυρισμών που προβάλλει ο κατηγορούμενος.

ΑΡΘΡΟ 178 ΠΑΡ 2 ΚΠΔ

Στην παρ. 2 εδ β και γ θεσπίζεται αφενός η υποχρέωση των δικαστών και των εισαγγελέων να εξετάζουν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν  αφενός την ενοχή του κατηγορουμένου ή κατατείνουν στην αθώωση του και αφετέρου  καθιερώνει την μη υποχρέωση του κατηγορουμένου να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται.

Επομένως η επαναδιατύπωση του άρθρου 178 καθιστά αναγκαία την επανεξέταση των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών και κυρίως αποκλείει την διαφορετική αντιμετώπιση τους από τους αυτοτελείς.

Ο κατηγορούμενος, ανεξάρτητα από το στάδιο της ποινικής διαδικασίας, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται, με την έννοια ότι ο εισαγγελέας και οι δικαστές δεν επιτρέπεται να απορρίψουν τον ισχυρισμό ή να θεωρήσουν αναπόδεικτα τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ύποπτος/κατηγορούμενος με μόνη αιτιολογία ότι αυτός δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξής της αλήθειας του ισχυρισμού του. Πάντως πρέπει να διευκρινιστεί ότι η μόνη επίκληση πραγματικού περιστατικού δεν υποχρεώνει το δικαστήριο να αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης (352 παρ. 3 ΚΠΔ)

Η διατύπωση του άρθρου 178 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις σκέψεις στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4596/2019, πρέπει να εκληφθεί ως σαφής αποδοχή της τάσης που διαμορφώνεται στον Άρειο Πάγο, σε σχέση με την νομολογιακή κατασκευή των αυτοτελών ισχυρισμών και δέχεται ότι το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα όχι μόνο τους αυτοτελείς αλλά και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, δηλαδή όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου, που πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο πραγματικό, διαφορετικά η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας και λόγω απόλυτης ακυρότητας με βάση του άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. [21]

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 4596/2019

Η νομολογιακή κατασκευή των αυτοτελών ισχυρισμών κινείται στο όριο της απαγόρευσης μετάθεσης βάρους απόδειξης στον κατηγορούμενο.

Αυτή είναι ουσιαστικά η σημαντική συμβολή του άρθρου 178 ΚΠΔ στην σταδιακή εγκατάλειψη της κατασκευής των αυτοτελών ισχυρισμών, αφού υποχρεώνει το δικαστήριο να εξετάζει κάθε ισχυρισμό του κατηγορουμένου και να αποφαίνεται επ αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Παρόλα αυτά το βάρος απόδειξης που ρητά ορίζεται ότι ο ανήκει στο δικαστή δεν καθιστά τα τελευταία διαδικαστικά όργανα δέσμια του οποιαδήποτε αβάσιμου ισχυρισμού. [22]

Ήδη η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου φαίνεται να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, αφού, πέρα από την προαναφερόμενη σύγχρονη τάση για απαίτηση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψη κάθε αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού και κάθε επιχειρήματος του κατηγορουμένου, ο Άρειος Πάγος φαίνεται πλέον ότι αποφεύγει να προβεί σε χαρακτηρισμό των ισχυρισμών του κατηγορουμένου (ως αυτοτελών ή αρνητικών της κατηγορίας) και διαπιστώνοντας απλά ότι πρόκειται για «υπερασπιστικούς ισχυρισμούς» απαιτεί για την απόρριψή τους ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. έτσι και ΑΠ 1246/2022 (: διακίνηση ναρκωτικών από δράστη που έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 365, ΑΠ 290/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 348, ΠραξΛογΠΔ (2022), 287, ΑΠ 152/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 30, ΑΠ 47/2022 (: για αναγνώριση ελαφρυντικού), ΠραξΛογΠΔ (2022).

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η υποχρέωση αυτή του ποινικού δικαστή να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, των επιχειρημάτων και των αποδείξεων που επικαλείται ο κατηγορούμενος, απορρέει όχι μόνο από το άρθρο 93 παρ. 3 εδ. α΄ του Συντάγματος και τη νομιμοποιητική λειτουργία της αιτιολογίας, αλλά και από την αρχή της δικαστικής ακρόασης. Η αιτιολογημένη απόρριψη των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ. και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης.  Σημειωτέον δε, ότι τη σημασία του δικαιώματος ακρόασης και την άρρηκτη σχέση αυτού με το δικαίωμα υπεράσπισης αναγνώρισε και ο νομοθέτης του νέου ΚΠΔ, ο οποίος με την προσθήκη αυτοτελούς παραγράφου στο άρθρο 171 ΚΠΔ ενέταξε την παραβίασή του στις απόλυτες ακυρότητες. Κατόπιν τούτων, το ποινικό δικαστήριο θα πρέπει να απαντά αιτιολογημένα, σε κάθε υπερασπιστικό ισχυρισμό, είτε αυτός είναι νομικός (αυτοτελής ισχυρισμός) είτε αμφισβητεί ουσιαστικά τα στοιχεία της κατηγορίας (αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός-επιχείρημα). Ωστόσο, για να τύχει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ο υπερασπιστικός ισχυρισμός θα πρέπει να ασκεί ουσιώδη επιρροή στην υπόθεση-κατηγορία και να προτείνεται με σαφήνεια, ήτοι να συνοδεύεται από μία απλή επίκληση των αναγκαίων περιστατικών που τον θεμελιώνουν.

————————

[1] ΑΠ 1493/2018, Ο όρος αυτοτελής ισχυρισμός εμφανίζεται στη νομολογία για πρώτη φορά το 1953 με την ΑΠ 113/1953, ΠοινΧρ Γ, 257).

[2] ΑΠ 80/2020, 8/2020, 343/2019,452/2019,623/2019,744/2019

[3] (ΑΠ 2013/2007, ΠοινΔικ (2008), 671 (περίλ.)).

[4] ΑΠ 1495/2012, ΑΠ 732/2020, αντίθετες, ΑΠ 27/2023, ΑΠ 549/2023

[5] (ΑΠ 1461/2009, ΠοινΧρ (Ξ/2010), 401, ΠοινΔικ (2010), 496 (περίλ.), ΝοΒ (58/2010), 752 (περίλ.), Αρμ (2009),

[6] ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 104, ΠοινΔικ (2023), 708 (με παρατ. Π.-Π.Παναγόπουλου), ΠραξΛογΠΔ (2022), 933, ΑΠ 31/2021 (: ελλιπής αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισμού), ΠοινΧρ (ΟΒ/2022)

[7] (ΑΠ 796/2019, ΠοινΔικ (2021), 470 (περίλ.))·

[8] ΑΠ 726/2017, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 522, ΑΠ 1544/2011, NOMOS, ΑΠ 1427/2010, NOMOS

[9] ενδ. ΑΠ 768/2022, ΠραξΛογΠΔ (2023), 449, ΑΠ 543/2022, ΠοινΔικ (2022), 1686, ΑΠ 446/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 294, ΑΠ 442/2022, ΠοινΔικ (2022), 1547, ΑΠ 368/2022, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 615, ΑΠ 29/2022, ΠραξΛογΠΔ (2022), 604, ΑΠ 253/2021, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 266, ΑΠ 935/2020, ΠραξΛογΠΔ (2020), 997, ΑΠ 812/2020, ΠραξΛογΠΔ (2020), 948, ΑΠ 811/2020, ΠραξΛογΠΔ (2021), 157, ΑΠ 745/2020, ΠραξΛογΠΔ (2020), 899, ΑΠ 735/2020, ΠοινΔικ (2021), 1392, ΑΠ 653/2020, ΠραξΛογΠΔ (2020), 694, ΑΠ 552/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021).

[10] (βλ. σχετ. Λ.Μαργαρίτη,/Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, ποινικό δίκαιο και Άρειος Πάγος, 2008, σελ. 87, σημ. 54, όπου περαιτέρω παραπομπές).

[11] βλ. έτσι ΟλΑΠ 2/2005, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 783 (με αντίθ. παρατ. Η.Αναγνωστόπουλου), ΠοινΔικ (2005), 656, ΕλλΔνη (46/2005), 1588, ΝοΒ (53/2005), 1321 (με αντίθ. παρατ. Χ.Αργυρόπουλου), ΑΠ 1702/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 447, ΑΠ 755/2022, ΠοινΧρ (ΟΓ/2023), 349, ΠραξΛογΠΔ (2022), 590, ΑΠ 741/2021, ΠοινΔικ (2022), 736, ΠραξΛογΠΔ (2022), 128, ΑΠ 1118/2019, NOMOS, ΑΠ 1071/2019, ΠοινΔικ (2020), 71, ΑΠ 1132/2018).

[12] (βλ. έτσι ενδ. ΑΠ 27/2023, ΠοινΔικ (2023), 727, ΑΠ 916/2022, ΠραξΛογΠΔ (2022), 904, ΑΠ 548/2021, ΠοινΔικ (2021), 1554, ΑΠ 589/2020, NOMOS, ΑΠ 534/2020, Αρμ (2022), 298 (με αντίθ. παρατ. Ι.Ν.(Ναζίρη))

[13] (βλ. σχετ. και Ι.Ναζίρη, παρατηρήσεις στην ΑΠ 534/2020, Αρμ (2022), σελ. 298 επ.).

[14] Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ολομέλεια Αρείου Πάγου κατά την τετραετία 2003-2006 και Ποινική Δικονομία, σε Καϊάφα-Γκμπάντι/Λ. Μαργαρίτη, Ποινικό Δίκαιο & Άρειος Πάγος, σελ. 83, ΑΠ 434/2009, ΠοινΔικ 2009, 1169, απ 1322/2005, ΠοινΔικ 2006,121, ΑΠ 813/2008, ΠοινΧρον 2009,321.

[15] ΑΠ 1615/2005, Αδάμπα, Η παραγραφή των ποινών και των μέτρων ασφαλείας, 2020, σελ109

[16] Βλ. ΑΠ 852/2011 ΠοινΔικ 2011, 1366.

[17] (ΑΠ 549/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 67/2000, ΠοινΧρ (Ν/2000), 204, Υπερ (2000), 830, ΑΠ 1822/1997, ΠοινΧρ (ΜΗ/1998), 609, Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, παρατηρήσεις στις ΑΠ 24/2000, 67/2000, 72/2000, 112/2000)

[18] Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ΣΤ εκδ., 2012, , σελ. 578, Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 515,  Ν. Ανδρουλάκη, Και πάλι για την αιτιολογία και τον αναιρετικό έλεγχο της ποινικής απόδειξης, ΠοινΧρ 200, 481 επ

[19] ΑΠ 121/2021 ΠοινΧρον2022,261, ΑΠ 1832/2019 ΠοινΧρον 2020,σελ 263, ΑΠ 1927/2019 ΝοΒ 2021,318

[20] ΑΠ 1927/2019 (ΠοινΔικ 2021, 1463) ΑΠ 404/2020 (ΤΝΠ QUALEX), ΑΠ 506/2020 (ΠοινΧρ 2021, 31), ΑΠ 694/2020 (ΠοινΧρ 2021, 419)

[21] (ΑΠ 101/2018, ΑΠ 1821/2016, ΑΠ 1819/2016, Χ. Σεβαστίδης, ΠοινΔικ 4/2019, σελ 431)

[22] Π.Μπρακουμάτσος, ΠοινΔικ 4/2022,σελ 537

Γ.Πλαγάκος, Η θέση του εγγυητή στη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (Με αφορμή την έκδοση της ΟλΑΠ 3/2023).

Η θέση του εγγυητή στη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.

(Με αφορμή την έκδοση της ΟλΑΠ 3/2023).

 

Γεώργιος Πλαγάκος

Εφέτης

 

Διάγραμμα μελέτης

1. Εισαγωγικά.

2. Η ευθύνη του εγγυητή για τις οφειλές του υπερχρεωμένου πρωτοφειλέτη.

α. Η νομοθετική ρύθμιση.

β. Οι διατυπωθείσες απόψεις και οι νομολογιακές τάσεις.

γ. Η απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπ’ αρ. 3/2023.

δ. Η ένσταση διζήσεως (855-856 ΑΚ).

ε. Η ένσταση ελευθερώσεως (862 ΑΚ).

στ. Η απαλλαγή του εγγυητή λόγω απόσβεσης της κύριας οφειλής (864 ΑΚ).

ζ. Η ελευθέρωση του εγγυητή κατ’ άρθρο 868 ΑΚ.

η. Η θέση του εγγυητή επί μη ευόδωσης της απαλλαγής του οφειλέτη (άρθρο 11 ν.3869/2010).

3. Το δικαίωμα της αναγωγής του εγγυητή κατά του πρωτοφειλέτη.

α. Η αρχική νομοθετική ρύθμιση.

β. Η τροποποίηση του άρθρου 12 ν.3869/2010.

4. Η υπαγωγή των οφειλών του εγγυητή στις διατάξεις του ν.3869/2010.

α. Το δικαίωμα υπαγωγής γενικώς.

β. Η σύμβαση εγγύησης ως εμπορική πράξη.

γ. Ποιες οφειλές του εγγυητή μπορούν να υπαχθούν στον ν.3869/2010.

δ. Το ληξιπρόθεσμο των οφειλών από την εγγυητική ευθύνη.

ε. Το δικαίωμα αναγωγής επί μη ευόδωσης της απαλλαγής του οφειλέτη (άρθρο 11 ν.3869/2010).

5. Η συμμετοχή του εγγυητή στη δίκη για τη ρύθμιση των οφειλών του ν.3869/2010 – Δικονομικά ζητήματα.

α. Η νομοθετική ρύθμιση.

β. Η άσκηση κύριας παρέμβασης από τον εγγυητή.

γ. Η άσκηση ανακοπής τρίτου από τον εγγυητή.

δ. Άλλα δικονομικά ζητήματα.

 

1. Εισαγωγικά.

Στη μελέτη αυτή θα επιχειρήσουμε μια επισκόπηση της θέσης του εγγυητή των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, όπως ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ σε συνδυασμό με αυτές του ν.3869/2010 και όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία κυρίως στο ουσιαστικό και δευτερευόντως στο δικονομικό δίκαιο. Το γεγονός ότι η εφαρμογή του ν.3869/2010 βαίνει προς το τέλος της, αφού πλέον δεν επιτρέπεται η υποβολή νέων αιτήσεων ρύθμισης οφειλών, δεν σημαίνει ότι στερείται νοήματος κάθε διερεύνηση ζητήματος που ανακύπτει από την ισχύ και εφαρμογή του νόμου αυτού. Τούτο διότι αφ’ ενός εκκρεμεί η εκδίκαση μεγάλου αριθμού υποθέσεων ιδίως στον δεύτερο βαθμό και αφ’ ετέρου οι ρυθμίσεις των χρεών που αποφασίσθηκαν ή θα αποφασισθούν δυνάμει των διατάξεών του θα ισχύουν για πολλά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων είναι πιθανό οι μεν πιστωτές να επιχειρούν την ικανοποίησή τους στρεφόμενοι κατά των εγγυητών των οφειλών που ρυθμίσθηκαν κατ’ εφαρμογή του ν.3869/2010 οι δε εγγυητές να επιχειρούν να στραφούν αναγωγικά κατά των πρωτοφειλετών, οι οποίοι ρύθμισαν τις οφειλές τους. Τα δικαιώματα αυτά, τα οποία θα ασκούνται στο μέλλον, ακόμη και όταν θα έχουν εκδικασθεί και σε δεύτερο βαθμό όλες οι υποθέσεις υπαγωγής των οφειλών στις διατάξεις του ν.3869/2010, καθιστούν χρήσιμη τη μελέτη της θέσης του εγγυητή, ιδίως υπό το πρίσμα της πρόσφατης απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 3/2023.

2. Η ευθύνη του εγγυητή για τις οφειλές του υπερχρεωμένου πρωτοφειλέτη.

α. Η νομοθετική ρύθμιση.

Στον ν.3869/2010 δεν ορίζεται ευθέως ότι μετά από την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση ρύθμισης των χρεών του υπερχρεωμένου οφειλέτη, αναστέλλονται όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση απαιτήσεων τους. Υπάρχουν βεβαίως οι ρητές επ’ αυτού διατάξεις των άρθρων 5 παρ.2 και 6 παρ.1 ν.3869/2010 αλλά αυτές αναφέρονται στα προγενέστερα διαδικαστικά στάδια. Για το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης εφαρμόζεται το άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, ήτοι του τότε ισχύοντος ν.3588/2007, σύμφωνα με το οποίο από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Η εφαρμογή του άρθρου αυτού επιβάλλεται όχι ερμηνευτικά αλλά δυνάμει του άρθρου 15 ν.3869/2010, σύμφωνα με το οποίο για τη ρύθμιση και απαλλαγή χρεών φυσικών προσώπων εφαρμόζονται, όπου επιβάλλεται, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του νόμου αυτού, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.  Ας σημειωθεί ότι κατά τον χρόνο ψήφισης του ν.3869/2210 αλλά και κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ισχύος του ίσχυε ο προηγούμενος ΠτΚ (ν.3588/2007), το άρθρο 27 του οποίου αναφέρεται στην ευθύνη του εγγυητή στην πτώχευση. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στην υπαγωγή των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων στις διατάξεις του ν.3869/2010, διότι τα της θέσης του εγγυητή ρυθμίζονται με το άρθρο 12 ν.3869/2010. Άλλωστε, η τυχόν παραπομπή στις διατάξεις του ΠτΚ για την ευθύνη του εγγυητή ενδεχομένως θα δημιουργούσε ερμηνευτικό πρόβλημα, αφού πλέον δεν ισχύει ο ΠτΚ που ίσχυε κατά τον χρόνο ψήφισης και σταδιακής διαμόρφωσης του ν.3869/2010 με τις επανειλημμένες τροποποιήσεις του αλλά ο νέος ΠτΚ (ν.4738/2021), με το άρθρο 100 παρ.2 του οποίου επιτείνεται η ευθύνη του εγγυητή συγκριτικά με το προγενέστερο δίκαιο.   Κατ’ άρθρο 12 ν.3869/2010, ακόμη και πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 65 ν.4549/2018, όριζε ότι τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των εγγυητών του οφειλέτη δεν θίγονται. Δηλαδή, εξ αρχής εισήχθη μία ρύθμιση ειδικότερη και αντίθετη προς αυτήν του άρθρου 851 ΑΚ, αφού πλέον θεσπίσθηκε ότι ο εγγυητής δεν ευθύνεται μόνο για την έκταση που κάθε φορά έχει η κύρια οφειλή αλλά σε μεγαλύτερη έκταση από τον πρωτοφειλέτη. Προφανώς υπόβαθρο της ρύθμισης αυτής αποτελεί αφ’ ενός η παραδοχή ότι η ρύθμιση των οφειλών του υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου κατά τις διατάξεις ν.3869/2010 αποτελεί αυστηρά υποκειμενική-προσωποπαγή περίσταση, ώστε να μην επιτρέπεται να επωφεληθεί ο εγγυητής από τη συνδρομή της[1]. Αφ’ ετέρου, όπως επισημάνθηκε, η διαπίστωση ότι κατά το χρόνο παροχής της εγγύησης ο εγγυητής θεωρούσε ότι ο πρωτοφειλέτης θα είχε τη δυνατότητα, λόγω της τότε οικονομικής του κατάστασης, να αποπληρώνει και στο μέλλον τα χρέη του, δεν έχει νομική σημασία, διότι η εσφαλμένη αντίληψη του εγγυητή ως προς τη φερεγγυότητα και το αξιόχρεο του πρωτοφειλέτη συνιστά πλάνη περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, η οποία είναι μη ουσιώδης (άρθρο 143 ΑΚ)[2]. Δημιουργήθηκε έτσι μια εξαιρετικά πολυάριθμη κατηγορία οφειλών, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 853 ΑΚ, κατά το οποίο ο εγγυητής επιτρέπεται να προτείνει εναντίον του δανειστή μόνο τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη, υπό την έννοια ότι εν προκειμένω ο ισχυρισμός για την υπαγωγή των οφειλών στις διατάξεις του ν.3869/2010 είναι προσωποπαγής και επομένως δεν προβάλλεται εκ μέρους του εγγυητή. Η δυσμενής θέση του εγγυητή είχε επισημανθεί πολύ νωρίς και σε γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στην οποία αναφέρεται πολύ χαρακτηριστικά ότι ο νομοθέτης με το άρθρο 12 ν.3869/2010 επέφερε ρήγμα στο πλέγμα των διατάξεων που ρυθμίζει τη θέση του εγγυητή και ειδικότερα διατηρώντας τα δικαιώματα των δανειστών έναντι του εγγυητή και αποκλείοντας παράλληλα το δικαίωμα αναγωγής του τελευταίου κατά του υπερχρεωμένου πρωτοφειλέτη (σύμφωνα με το τότε περιεχόμενο του άρθρου αυτού), επέλεξε να επιρρίψει στον εγγυητή τη ζημία από τη μείωση του χρέους, αφού ακόμη και αν δεν γινόταν η ρύθμιση, ο εγγυητής θα καλούνταν να καταβάλει το ποσόν της οφειλής λόγω της πλήρους αδυναμίας του οφειλέτη[3].

 

β. Οι διατυπωθείσες απόψεις και οι νομολογιακές τάσεις.

Η ερμηνεία του άρθρου 12 ν.3869/2010 ως προς την έκταση της ευθύνης του εγγυητή δεν ήταν πάντοτε ομόφωνη. Στη θεωρία και τη νομολογία διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Αρχικά διατυπώθηκε η θέση ότι ο εγγυητής οφείλει να καταβάλει το αρχικώς συμφωνηθέν ποσόν της οφειλής χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η μείωση του χρέους του πρωτοφειλέτη κατ’ άρθρο 8 ν.3869/2010[4]. Σύμφωνα με τη θέση αυτή ο εγγυητής όφειλε να καταβάλει το χρέος του πρωτοφειλέτη στο ακέραιο. Διατυπώθηκε και η ουσιωδώς διαφορετική θέση ότι ο εγγυητής ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη, ακόμη και μετά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ή ακόμη και μετά την απαλλαγή του, μόνο για το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό[5].

Η νομολογία ασχολήθηκε επίσης με το ζήτημα. Σύμφωνα με μια ερμηνεία, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 12 ν.3869/2010, τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των εγγυητών δεν θίγονται στις περιπτώσεις: α) που απορριφθεί η αίτηση ρύθμισης των οφειλών, β) που γίνει δεκτή η αίτηση αλλά επέλθει έκπτωση του οφειλέτη από την ρύθμιση, επειδή δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στις καταβολές, που όριζε η δικαστική ρύθμιση των οφειλών του ή γ) που γίνει δεκτή η αίτηση, εντός όμως των επιτρεπτών ορίων, που ορίζουν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις (483, 851 ΑΚ)[6]. Μπορεί δηλαδή ο πιστωτής να στραφεί άμεσα κατά του εγγυητή παρότι ο πρωτοφειλέτης εντάχθηκε σε ρύθμιση απαιτώντας την εκπλήρωση της οφειλής. Στις νομικές σκέψεις αυτής της νομολογιακής τάσης δεν διευκρινίζεται αν ο εγγυητής πρέπει να ευθύνεται στο ακέραιο ή μόνο για τη διαφορά μεταξύ του αρχικού ποσού της οφειλής και αυτού που απέμεινε μετά τη ρύθμιση. Η μνεία των αποφάσεων αυτών στο άρθρο 851 ΑΚ μας οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα ότι η τάση αυτή της νομολογίας συντάσσεται με την άποψη ότι ο εγγυητής δεν ενέχεται για την οφειλή στο ακέραιο αλλά μόνο για τη διαφορά μεταξύ του αρχικού ποσού και αυτού, στο οποίο μειώθηκε η οφειλή με τη ρύθμισή της κατά τα άρθρα 8 και 9 ν.3869/2010. Αυτή η νομολογιακή τάση δίνει έμφαση στο ότι η ευθύνη του εγγυητή ενεργοποιείται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, όταν εκπέσει ο πρωτοφειλέτης από τη ρύθμιση των χρεών του, προφανώς κατ’ άρθρο 11 παρ.2 ν.3869/2010, οπότε ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει από τον εγγυητή την εξόφληση ολόκληρης της οφειλής. Επίσης, αναφέρεται στο ενδεχόμενο παράλληλης εκ μέρους του δανειστή είσπραξης των δόσεων από τον πρωτοφειλέτη και του αντίστοιχου τμήματος της απαίτησης από τον εγγυητή, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλή είσπραξη, ήτοι σε αδικαιολόγητο πλουτισμό του πιστωτή με την επισήμανση ότι αυτό δεν ανταποκρίνεται ούτε στο πνεύμα ούτε και στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 12 ν.3869/2010.  Επίσης, υποστηρίχθηκε στη νομολογία ότι μέχρι την ολοκλήρωση της ρύθμισης κατ’ άρθρο 11 ν.3869/2010 ή την έκπτωση του υπαχθέντος σε αυτήν οφειλέτη, θα πρέπει να παρέχεται στον εγγυητή αναβλητική ένσταση κατά του δανειστή, ο οποίος θα επιδιώξει την είσπραξη του αρχικού χρέους καθ’ ο μέρος έχει υπαχθεί σε ρύθμιση με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών, η δε ένσταση αυτή μπορεί να προταθεί με την ανακοπή και την αίτησης αναστολής των άρθρων 933 και 938 ΚΠολΔ. Κατά την άποψη αυτή, το δικαίωμα αυτό του εγγυητή μπορεί να θεμελιωθεί και στη διάταξη του άρθρου 103 ΠτΚ, αναλόγως εφαρμοζόμενη κατ’ άρθρο 15 ν.3869/2010 αλλά και λόγω της ομοιότητας του επιδιωκόμενου σκοπού με αμφότερους τους νόμους[7].  Το αποφευκτέο ενδεχόμενο του αδικαιολόγητου πλουτισμού των πιστωτών και η προστατευτική για τον εγγυητή ισχύς του άρθρου 483 ΑΚ επισημάνθηκαν και από τη θεωρία. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι η μη εφαρμογή του άρθρου 851 ΑΚ υπέρ των εγγυητών, όταν οι οφειλές υπέρ των οποίων εγγυήθηκαν, υπήχθησαν στις διατάξεις του ν.3869/2010 δημιουργεί ζήτημα αντίθεσης προς το άρθρο 4 του Συντάγματος, αφού διαπλάθονται πλέον δύο κατηγορίες Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι συναλλάσσονται ως εγγυητές σε τραπεζικές δανειστικές συμβάσεις, δηλαδή μετέχουν στο ίδιο βιοτικό συμβάν, με άνισους όρους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι εγγυητές, όταν οι πρωτοφειλέτες δεν υπήχθησαν στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010. Η κατηγορία αυτή των εγγυητών έχει την προστασία του άρθρου 851 ΑΚ. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι εγγυητές, όταν οι πρωτοφειλέτες υπήχθησαν στις ρυθμίσεις του νόμου. Η κατηγορία αυτή των εγγυητών δεν διατηρεί την προστασία του άρθρου 851 ΑΚ χωρίς όμως να προκύπτει δικαιολογητικός λόγος αυτής της διάκρισης, ο οποίος να αφορά στο δημόσιο συμφέρον και να δικαιολογεί συνταγματικά τη δυσμενή διάκριση εις βάρος της δεύτερης κατηγορίας των εγγυητών[8]. Ως προς τη μνεία ότι η ευθύνη του εγγυητή ενεργοποιείται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν ο πρωτοφειλέτης εκπέσει της δικαστικής ρύθμισης των χρεών του, ας σημειωθεί ότι η μνεία αυτή εκ πρώτης όψεως φαίνεται να αποτελεί αδύναμο σημείο της παραπάνω ερμηνείας, διότι οι ρυθμίσεις των χρεών του υπερχρεωμένου οφειλέτη κατ’ άρθρα 8 και 9 ν.3869/2010 είναι τις περισσότερες φορές μακρόχρονες, οπότε ο εγγυητής τελεί σε μια πολυετή αναμονή και αβεβαιότητα σχετικά με το αν κληθεί από τον πιστωτή να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσόν ως απορρέον από την εγγυητική ευθύνη του. Δηλαδή, η παραδοχή ότι η εγγυητική ευθύνη ενεργοποιείται εάν υπάρξει έκπτωση του πρωτοφειλέτη από τη ρύθμιση, οδηγεί στη δημιουργία αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Ως αντεπιχείρημα θα μπορούσε να προβληθεί το ότι ούτως ή άλλως η σύμβαση εγγύησης προορίζεται να έχει μακρά διάρκεια, αφού συνήθως τα τραπεζικά δάνεια, τα οποία αποτελούν την πλειονότητα των ρυθμιζόμενων οφειλών, συμφωνούνται εξοφλητέα σε βάθος πολλών ετών ή και δεκαετιών, οπότε ο εγγυητής έχει ήδη αποδεχθεί συμβατικά αυτή την παρατεταμένη εκκρεμότητα[9]. Ως προς τη μνεία ότι υπάρχει και πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο των διπλών καταβολών, δηλαδή εκ μέρους τόσο του πρωτοφειλέτη όσο και του εγγυητή, και του συνακόλουθου αδικαιολόγητου πλουτισμού του πιστωτή, ας επισημανθεί ότι κατ’ άρθρο 483 εδ.α΄ ΑΚ, η καταβολή εκ μέρους ενός συνοφειλέτη απαλλάσσει και τους λοιπούς, ήτοι η καταβολή εκ μέρους του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή απαλλάσσει τον άλλο. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ της καταβολής ως τέτοιας, δηλαδή ως γεγονότος, και της δικαστικής ρύθμισης των χρεών, η οποία υποχρεώνει τον υπερχρεωμένο πρωτοφειλέτη σε περιοδικές καταβολές, αναλόγως του ειδικότερου περιεχομένου της ρύθμισης, αλλά η ίδια (η ρύθμιση) δεν αποτελεί καταβολή. Επομένως, το άρθρο 483 ΑΚ δεν είναι εφαρμοστέο ως ανάχωμα κατά την ενεργοποίηση της εγγυητικής ευθύνης μόνον εκ του γεγονότος ότι επήλθε, ακόμη και τελεσίδικη, δικαστική ρύθμιση των χρεών του πρωτοφειλέτη. Η δικαστική ρύθμιση των χρεών δεν είναι καταβολή ενώ ούτε κατ’ αναλογία θα μπορούσε να εξομοιωθεί η δικαστική ρύθμιση της οφειλής με ανανέωση της οφειλής ή υπόσχεση αντί καταβολής, ώστε με την έκδοση της απόφασης ρύθμισης να εφαρμόζεται το άρθρο 483 ΑΚ υπέρ του οφειλέτη. Ενδεχομένως, μια τέτοια αναλογία να μπορούσε να υποστηριχθεί εάν τελεσφορήσει η διαδικασία του προηγούμενου σταδίου, δηλαδή ο συμβιβασμός του υπερχρεωμένου οφειλέτη με τους πιστωτές του, κατ’ άρθρο 7 ν.3869/2010. Τότε, ίσως υπό προϋποθέσεις και σε κάθε περίπτωση ως απομακρυσμένο ενδεχόμενο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο συμβιβασμός αυτός ως ειδικότερη μορφή της σύμβασης του άρθρου 871 ΑΚ ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να έχει ανανεωτικό χαρακτήρα, δηλαδή η βούληση των μερών είναι η κατάργηση της αρχικής έννομης σχέση και η δημιουργία νέας[10], οπότε χωρεί η εφαρμογή του άρθρου 483 ΑΚ υπέρ του εγγυητή. Πάντως, το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των οφειλών που άγονται στη διαδικασία του ν.3869/2010 είναι οφειλές προς κάθε είδους οργανισμούς και μεγάλα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα, δηλαδή προς δανειστές με χαρακτηρισμό γνώρισμα τον μαζικό χαρακτήρα των συμβάσεων και γενικώς της απόκτησης των απαιτήσεων, καθιστά το ανωτέρω περιγραφόμενο ενδεχόμενο σπάνιο και ή απλώς θεωρητικό. Μάλιστα, ανεξαρτήτως των παραπάνω, διατυπώθηκε η άποψη ότι ο συμβιβασμός του άρθρου 7 ν.3869/2010 δεν ωφελεί τον εγγυητή[11]. Κατ’ άλλη άποψη, η οποία διατυπώθηκε στη νομολογία, ο πιστωτής δικαιούται κατ’ άρθρο 481 ΑΚ να στραφεί άμεσα κατά του ευθυνομένου εις ολόκληρον εγγυητή και να απαιτήσει την εκπλήρωση ολόκληρης της οφειλής παρά την υπαγωγή των χρεών του πρωτοφειλέτη σε ρύθμιση κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι ο εγγυητής, εναγόμενος κατ’ άρθρο 939 ΑΚ, αλυσιτελώς προτείνει ότι το χρέος του πρωτοφειλέτη υπήχθη στις διατάξεις του ν.3869/2010 και ότι ο πρωτοφειλέτης καταβάλλει κανονικά όλες τις ορισθείσες με τη δικαστική ρύθμιση δόσεις προς την ενάγουσα, διότι ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της περιουσιακής απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος εγγυητή[12]. Παρόμοια διαφοροποίηση της θεωρίας και της νομολογίας είχε εμφανισθεί στο απώτερο παρελθόν κατά την εφαρμογή του άρθρου 4 ν.1386/1983, το οποίο αναφερόταν στην αναστολή πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών των επιχειρήσεων που ετίθεντο υπό το καθεστώς εκείνου του νόμου (προβληματικές επιχειρήσεις) και ειδικότερα σε σχέση με το αν κατά τη διάρκεια της αναστολής πληρωμής δικαιούταν ο δανειστής να στραφεί κατά του εγγυητή της οφειλής της επιχείρησης[13].

γ. Η απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπ’ αρ. 3/2023.Δεκατρία χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του ν.3869/2010 το ζήτημα απασχόλησε την πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία με την απόφασή της υπ’ αρ. 3/2023 απεφάνθη ομόφωνα ότι η απαλλαγή του πρωτοφειλέτη από τα χρέη του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.3869/2010, είτε κατόπιν συμβιβασμού με τους πιστωτές του (άρθρο 7) είτε κατόπιν ρύθμισης αυτών με δικαστική απόφαση (άρθρα 8 και 9), ενεργεί υποκειμενικά, δηλαδή αφορά μόνο τον υπερχρεωμένο οφειλέτη και δεν επεκτείνεται στους εγγυητές, έναντι των οποίων οι πιστωτές διατηρούν ακέραια τα δικαιώματά τους. Έτσι, κρίθηκε πλέον ότι ο εγγυητής δεν δικαιούται να επικαλεσθεί υπέρ αυτού το άρθρο 851 ΑΚ (ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή), όταν ο πρωτοφειλέτης πέτυχε την υπαγωγή των οφειλών του στις διατάξεις του ν.3869/2010. Με άλλη διατύπωση, το πραγματικό γεγονός της ρύθμισης των χρεών του πρωτοφειλέτη στις διατάξεις του ως άνω νόμου θεμελιώνει προσωποπαγή ένσταση και ως εκ τούτου, ο εγγυητής δεν δικαιούται να επικαλεσθεί ούτε το γεγονός της ρύθμισης κατ’ άρθρο 853 ΑΚ προς περιορισμό της ευθύνης του, αφού το άρθρο αυτό του επιτρέπει να προτείνει κατά του δανειστή τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη[14]. Έτσι, η ευθύνη του εγγυητή έναντι του δανειστή παραμένει ακέραια και δεν περιορίζεται στη διαφορά μεταξύ του αρχικού χρέους και αυτού, στο οποίο μειώθηκε το χρέος λόγω της ρύθμισης. Στο κείμενο της απόφασης επισημαίνεται ότι ο εγγυητής δεν μπορεί να επικαλεστεί έναντι του δανειστή την απαλλαγή ή τη μείωση της οφειλής του πρωτοφειλέτη, δηλαδή δεν δικαιούται να περιορίσει έναντι του δανειστή την ευθύνη στη διαφορά μεταξύ των δύο ποσών. Επομένως, η θέση, η οποία επικράτησε απολύτως στη νομολογία, είναι αυστηρότερη για τον εγγυητή από αυτή, η οποία είχε επικρατήσει στη θεωρία. Ας προστεθεί για την πληρότητα της ανάπτυξης του ζητήματος ότι η ευθύνη του εγγυητή παραμένει ακέραια και ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει από αυτόν ολόκληρο το αρχικό χρέος, ακόμη και όταν το ποσόν του χρέους χρέος δεν μειώνεται απλώς αλλά μηδενίζεται με δικαστική απόφαση κατ’ άρθρο 8 παρ.2 ν.3869/2010[15]. Η μνεία στο κείμενο της απόφασης ότι ο πιστωτής διατηρεί ακέραια τα δικαιώματά του έναντι του εγγυητή και περαιτέρω ότι ο τελευταίος ευθύνεται για το αρχικώς συμφωνημένο χρέος ασφαλώς αναφέρεται μόνο στη μείωση του χρέους λόγω της ρύθμισης και δεν εξοβελίζει την εφαρμογή του άρθρου 483 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, η καταβολή που έγινε από έναν συνοφειλέτη απαλλάσσει και  τους λοιπούς. Ως εκ τούτου, ο εγγυητής, αμυνόμενος κατά του δανειστή, δικαιούται να ζητήσει να αφαιρεθούν από το ποσόν, το οποίο θα υποχρεωθεί να καταβάλει, όσα κατέβαλε ο πρωτοφειλέτης προ της υπαγωγής του στις διατάξεις του ν.3869/2010.  Ο Άρειος Πάγος θεμελίωσε την απόφασή του στον σκοπό του ν.3869/2010, ο οποίος ήταν η αντιμετώπιση του έντονου κοινωνικού προβλήματος της υπερχρέωσης των φυσικών προσώπων χωρίς πτωχευτική ικανότητα, τα οποία είχαν περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών τους. Με τη ρύθμιση των χρεών τους και την απαλλαγή από αυτά ο νομοθέτης στόχευσε  στον απεγκλωβισμό τους από την υπερχρέωση και παράλληλα στην εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου οικονομικής διαβίωσης για τα ίδια τα υπερχρεωμένα πρόσωπα και τα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς τους, στη διατήρηση της κύριας κατοικίας τους και στην επανάκτηση της αγοραστικής τους δύναμης, ώστε να προαχθεί η οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Δηλαδή, κρίσιμο για την παροχή της προστασίας του ν.3869/2010 είναι το πρόσωπο του οφειλέτη, στο οποίο απέβλεψε ο νομοθέτης και όχι το χρέος καθ’ εαυτό. Γι’ αυτό η ρύθμιση χρεών που επιτυγχάνεται κατ’ εφαρμογή του ν.3869/2010 έχει αυστηρά προσωποπαγή χαρακτήρα. Έτσι, δεν εμπίπτει στον σκοπό του νόμου η ελάφρυνση των χρεών για όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δηλαδή και για τους εγγυητές[16]. Νομοτεχνικά, η διάταξη του άρθρου 851 ΑΚ υποχωρεί ως παλαιότερη και γενικότερη έναντι αυτής του άρθρου 12 παρ.1 ν.3869/2012[17]. Ας σημειωθεί ότι η απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου εκδόθηκε επί υπόθεσης με εγγυητή το Ελληνικό Δημόσιο πλην όμως ρητά αναφέρεται στην απόφαση ότι αφού στο άρθρο 12 ν.3869/2010 δεν θεσπίζεται διάκριση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών ως εγγυητών, ούτε ο εφαρμοστής του δικαίου δύναται να προβεί σε διάκριση. Επομένως, ισχύουν για όλους τα ίδια και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ευθύνη του εγγυητή στο ακέραιο και συνακόλουθα η αδυναμία επίκλησης των διατάξεων των άρθρων 851 και 853 ΑΚ καταλαμβάνει όχι μόνο το Δημόσιο αλλά και τους ιδιώτες, οι οποίοι εγγυήθηκαν υπέρ της πληρωμής οφειλών, οι οποίες αργότερα υπήχθησαν στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η απόφαση ανατρέπει την κατά πλειοψηφία γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υπ’ αρ.536/2011, σύμφωνα με την οποία, το Δημόσιο με την παροχή εγγυήσεων, η οποία διέπεται από ειδικές διατάξεις (ν.2322/1995 και ν.2362/1995), ασκεί οικονομική πολιτική και ειδικότερα καθιστά εφικτή τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης ορισμένων κατηγοριών φυσικών και νομικών προσώπων από τον τραπεζικό τομέα με συνέπεια η εγγυητική του ευθύνη να αποκλίνει από αυτήν των εγγυητών του κοινού αστικού δικαίου και να μην τίθεται στην ίδια μοίρα με αυτούς[18].

Ίδια είναι η κρίση του Αρείου Πάγου και στο παρόμοιο ζήτημα της ευθύνης του εγγυητή στην περίπτωση των άρθρων 68 επ. ν.4605/2019, με τα οποία θεσπίσθηκε πρόγραμμα επιδότησης της αποπληρωμής στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, εξασφαλισμένων με εμπράγματη ασφάλεια σε κύρια κατοικία φυσικών προσώπων. Το πρόγραμμα αυτό επιδιώκει αφ’ ενός να αποτελέσει νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας των οικονομικά αδύναμων φυσικών προσώπων και αφ’ ετέρου να θεσπίσει έναν μηχανισμό ρύθμισης μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων αυτών των προσώπων, τα οποία εξασφαλίζονται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία τους. Και σε αυτή την περίπτωση έγινε δεκτό ότι, επειδή η ρύθμιση της οφειλής έχει κοινωνικό χαρακτήρα και στοχεύει στη στεγαστική προστασία των οικονομικά ασθενών φυσικών προσώπων και όχι την ελάφρυνση της ευθύνης άλλων εμπλεκόμενων στις δανειακές συμβάσεις προσώπων (συνοφειλετών και εγγυητών), ενεργεί υποκειμενικά και έχει αυστηρά προσωποπαγή χαρακτήρα. Γι’ αυτό, επί ρύθμισης οφειλής κατ’ άρθρα 68 επ. ν.4605/2019 δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 851 ΑΚ αλλά ο εγγυητής ευθύνεται για το αρχικώς συμφωνημένο από τον υπερχρεωμένο πρωτοφειλέτη χρέος, το ύψος του οποίου δεν επηρεάζεται ως προς τον εγγυητή από τη διαδικασία που ανοίγεται με βάση τις ως άνω διατάξεις ούτε αυτός εμπλέκεται στη διαδικασία[19].

δ. Η ένσταση διζήσεως (855-856 ΑΚ).Ο Άρειος Πάγος με την παραπάνω απόφαση της ολομελείας του δεν αντιμετώπισε ειδικώς το ζήτημα της ένστασης διζήσεως, την οποία δικαιούται να προτείνει ο εγγυητής έναντι του δανειστή και την περίπτωση της παραίτησης από αυτήν, η οποία αποτελεί την συντριπτική πλειονότητα, αν όχι το σύνολο των περιπτώσεων στις τραπεζικές συμβάσεις, ίσως επειδή στην κριθείσα περίπτωση εγγυητής ήταν το Ελληνικό Δημόσιο. Η ένσταση διζήσεως (855-856 ΑΚ) αποτελεί έκφανση του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης και αν ο εγγυητής δεν έχει παραιτηθεί από την ένσταση αυτή, δικαιούται να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής. Στην περίπτωση της υπαγωγής των χρεών του πρωτοφειλέτη στις διατάξεις του ν.3869/2010, τελολογικά ορθότερο είναι να δεχθούμε ότι ο εγγυητής στερείται την ένσταση αυτή όχι μόνον αν έχει παραιτηθεί από αυτήν και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (857 αρ.1 ΑΚ), όπως άλλωστε είναι αυτονόητο, αλλά και όταν δεν έχει παραιτηθεί από την προβολή της ένστασης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 857 αρ.3 ΑΚ (αν ο πρωτοφειλέτης κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης και ο δανειστής δεν έχει ενέχυρο σε πράγμα  του). Τούτο διότι η ρύθμιση των οφειλών του υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου που δεν διαθέτει την εμπορική ιδιότητα και την πτωχευτική ικανότητα είναι το λειτουργικό ισοδύναμο της πτώχευσης των εχόντων την εμπορική ιδιότητα. Οι έννομες συνέπειες είναι ανάλογες, διότι με την υπαγωγή των οφειλών στη ρύθμιση ο υπερχρεωμένος οφειλέτης βρίσκεται στο απυρόβλητο της εκτελεστικής διαδικασίας και οι δανειστές επιτρέπεται να λάβουν μόνον ότι ορίζεται με τη ρύθμιση. Επομένως, αφού απαγορεύεται στον δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του υπερχρεωμένου οφειλέτη, τα χρέη του οποίου υπήχθησαν στο προστατευτικό πεδίο του ν.3869/2010, προς είσπραξη της απαίτησής του, στερείται κάθε νοήματος να προβάλει ο εγγυητής στην περίπτωση αυτή την ένσταση διζήσεως, δηλαδή να παραπέμψει τον δανειστή σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη. Η επίσπευση τέτοιας αναγκαστικής εκτέλεσης θα προσκρούει στον συνδυασμό των άρθρων 15 ν.3869/2010 και 25 ν.3588/2007 (ΠτΚ), οπότε στην πράξη εξουδετερώνεται το προνόμιο που προσφέρει στον δανειστή η τυχόν υπάρχουσα εμπράγματη ασφάλεια. Λόγω της υπάρχουσας ουσιώδους αναλογίας μεταξύ της προστασίας του πτωχού από την ατομική αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους των δανειστών του και της προστασίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη από  την ατομική αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους των δικών του δανειστών, σύμφωνο με τον θεσμό της ρύθμισης των οφειλών κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010 και τις έννομες συνέπειες που αυτή συνεπάγεται, είναι ότι ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση διζήσεως κατ’ άρθρο 857 αρ.3 ΑΚ, αναλόγως εφαρμοζόμενο. Ακόμη και αν ο δανειστής διαθέτει εμπράγματη ασφάλεια επί της ακίνητης περιουσίας του πρωτοφειλέτη, δεν δύναται να ικανοποιηθεί προνομιακά από αυτή, αν η ακίνητη περιουσία εξαιρεθεί από την αναγκαστική εκποίηση κατ’ άρθρο 9 ν.3869/2010. Το ότι κατ’ άρθρο 12 ν.3869/2010 δεν θίγεται το εμπράγματο δικαίωμα του πιστωτή δεν σημαίνει ότι αυτός δύναται να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση με βάση την υποθηκική αγωγή, αν χωρήσει ρύθμιση κατ’ άρθρο 9 του νόμου. Το αντίθετο ισχύει. Επομένως, και σε αυτή την ειδικότερη περίπτωση, η ένσταση διζήσεως στερείται περιεχομένου με συνέπεια να ενισχύεται η κρίση περί αδυναμίας του εγγυητή να προβάλει την ένσταση αυτή. Υπάρχει και η περίπτωση της ύπαρξης περιουσίας, η οποία δεν εξαιρείται από τη ρευστοποίηση κατ’ άρθρο 9 ν.3869/2010 ούτε από τη κατάσχεση κατ’ άρθρο 953 παρ.3 ΚΠολΔ και εκποιείται από τον οριζόμενο διαχειριστή με σκοπό την ικανοποίηση των δανειστών (άρθρο 9 παρ.1στ΄ ν.3869/2010). Στην περίπτωση αυτή φρονούμε ότι, αν ο εγγυητής δεν έχει παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως, μάλλον πρέπει να γίνεται δεκτό ότι θα δικαιούται να προβάλει την ένσταση διζήσεως, αφού η προστατευτική για τον πρωτοφειλέτη εμβέλεια της ρύθμισης των οφειλών δεν καταλαμβάνει την ως άνω περιουσία, η οποία υπόκειται σε αναγκαστική εκτέλεση, οπότε αφού αυτή η περιουσία παραμένει εκτός της προστασίας των διατάξεων του ν.3869/2010, ούτε ο εγγυητής υπόκειται στις δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες της υπαγωγής των χρεών του πρωτοφειλέτη στην προστασία του νόμου. Δηλαδή καταλύεται εν προκειμένω ο λόγος, για τον οποίο μόνον ο πρωτοφειλέτης ωφελείται από την υπαγωγή των χρεών του στο προστατευτικό πεδίο του ν.3869/2010, αφού σε αυτό το πεδίο, έστω και περιορισμένο από άποψη περιουσιακής αξίας, δεν υπάρχει προσωποπαγής απαλλαγή του πρωτοφειλέτη από τα χρέη του αλλά διαθέσιμη περιουσία του προς ικανοποίηση των απαιτήσεων. Κατά την άποψη του γράφοντος αυτή η αντιμετώπιση του ζητήματος δεν αντίκειται στο περιεχόμενο της προαναφερθείσας απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπ’ αρ.3/2023, διότι με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ρύθμισης των οφειλών του υπερχρεωμένου οφειλέτη ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει στο ακέραιο την απαίτησή του από τον εγγυητή αλλά δεν αντιμετωπίσθηκε η νομιμότητα της άσκησης των κατ’ ιδίαν αντίθετων δικαιωμάτων (ενστάσεων) που διαθέτει ο εγγυητής και δη στην περίπτωση που το κρίσιμο πεδίο (ρευστοποιήσιμη περιουσία από τον διαχειριστή κατ’ άρθρο 9 παρ.1στ΄ ν.3869/2010) τελεί εκτός του προστατευτικού πεδίου του ν.3869/2010. Όταν ο δανειστής διαθέτει εμπράγματη ασφάλεια επ’ αυτής της περιουσίας, η απάντηση υπέρ της νομιμότητας της προβολής της ένστασης διζήσεως εκ μέρους του εγγυητή προσλαμβάνει μεγαλύτερη βεβαιότητα. Ενδεχομένως, η προβολή της ένστασης θα έχει περιορισμένη σημασία, αν η ρευστοποιούμενη περιουσία δεν καλύπτει το σύνολο της οφειλής και συνακόλουθα της εγγυητικής ευθύνης, οπότε μετά την ικανοποίηση τμήματος της απαίτησης ή εάν η εκτέλεση αποβεί ατελέσφορη, ο δανειστής θα στραφεί εκ νέου κατά του εγγυητή.  

ε. Η ένσταση ελευθερώσεως (862 ΑΚ).Οι εγγυητές των υπερχρεωμένων οφειλετών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους του δανειστή για την είσπραξη του ποσού της οφειλής, μεταξύ άλλων μέσων άμυνας έχουν στη διάθεσή τους και την ένσταση ελευθερώσεως του άρθρου 862 ΑΚ πλην όμως όχι χωρίς περιορισμούς. Καθίσταται ευχερώς αντιληπτό ότι ο εγγυητής δεν δύναται, προς απόκρουση της προσπάθειας του δανειστή να εισπράξει από αυτόν το ποσόν του δανείου, να ισχυρισθεί άνευ ετέρου ότι η ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη κατέστη αδύνατη από πταίσμα του δανειστή, όταν η ικανοποίηση αυτή απαγορεύεται λόγω της διαδικασίας υπαγωγής των οφειλών στο πεδίο του ν.3869/2010. Επομένως, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρεται η προβαλλόμενη ένσταση, δεν επιτρέπεται να ταυτίζεται με χρονικό διάστημα, κατά το οποίο απαγορευόταν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα και δη η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, έστω και κατά άρθρα 5 παρ.2 και 6 παρ.1 ν.3869/2010. Εφ’ όσον εντός αυτού του χρονικού διαστήματος ο δανειστής απαγορεύεται να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής του από τον πρωτοφειλέτη, δεν νοείται ούτε να καταλογισθεί στον δανειστή αδράνεια ως προς την επιδίωξη είσπραξης. Θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η ένσταση ελευθερώσεως νομίμως προβάλλεται έναντι της συμπεριφοράς του δανειστή κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, όταν υπάρχει περιουσία μη εξαιρούμενη από τη ρευστοποίηση κατ’ άρθρο 9 ν.3869/2010 και την κατάσχεση κατ’ άρθρο 953 παρ.3 ΚΠολΔ, οπότε η παράλειψη του δανειστή να αναγγελθεί στην αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται με πρωτοβουλία του ορισθέντος διαχειριστή, μπορεί να οδηγήσει στη ματαίωση της ικανοποίησής του με δική του υπαιτιότητα. Αντίθετα, όταν η ένσταση του εγγυητή αναφέρεται στη συμπεριφορά του δανειστή προ της απαγόρευσης των ατομικών διωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, δηλαδή στην πράξη -λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις σχετικές δικονομικές δυνατότητες των άρθρων 5 παρ.2 και 6 παρ.1 ν.3869/2010- προ της υποβολής της αιτήσεως, τότε η ένσταση προβάλλεται επιτρεπτώς. Ομοίως και όταν η ένσταση του εγγυητή αναφέρεται στη συμπεριφορά του δανειστή μετά από την οριστική απόρριψη της αίτησης του πρωτοφειλέτη για υπαγωγή των χρεών του στις διατάξεις του ν.3869/2010. Η νομολογιακή αντιμετώπιση αυτής της ένστασης ποικίλει, όπως είναι αναμενόμενο, αναλόγως των πραγματικών περιστατικών, τα οποία επικαλείται και αποδεικνύει ο ενιστάμενος εγγυητής[20]. Την ένταση αυτή δικαιούται να την προβάλλει και το Δημόσιο, το οποίο εγγυήθηκε την αποπληρωμή οφειλής προσώπου, το οποίο αργότερα πέτυχε την υπαγωγή των οφειλών του στις διατάξεις του ν.3869/2010[21].  

στ. Η απαλλαγή του εγγυητή λόγω απόσβεσης της κύριας οφειλής (864 ΑΚ).Υπό όλα τα ανωτέρω, μόλις που απαιτείται να αναφερθεί ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή του άρθρου 864 ΑΚ στο χρονικό τέλος της ρύθμισης, ακόμη και όταν αυτή έχει διεκπεραιωθεί με επιτυχία από τον πρωτοφειλέτη, δηλαδή αυτός έχει εκτελέσει κανονικά όλες τις υποχρεώσεις του και πλέον απαλλάσσεται κατ’ άρθρο 11 ν.3869/2010 από κάθε υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών. Η απαλλαγή από τα υπόλοιπα των οφειλών συνιστά απόσβεσή τους, η οποία όμως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, ισχύει μόνον ως προς τον πρωτοφειλέτη. Ο προσωπικός χαρακτήρας της απαλλαγής και η συνακόλουθη αδυναμία του εγγυητή να επωφεληθεί από τη μείωση του χρέους εκτείνεται χρονικά όχι μόνον όσο διαρκεί η ρύθμιση αλλά και μετά το πέρας της εκ μέρους του πρωτοφειλέτη κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεών του, είτε αυτές πηγάζουν από το άρθρο 8 είτε από το άρθρο 9 του ν.3869/2010. Εάν ίσχυε το αντίθετο, θα εξασθενούσε ουσιωδώς η νομική θέση, η οποία επικυρώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση του Αρείου Πάγου ότι ο πιστωτής διατηρεί ακέραια τα δικαιώματά του έναντι του εγγυητή, αφού αυτό θα είχε ικανή μεν χρονικά πλην όμως περιορισμένη χρονική ισχύ ενώ μετά την πιστοποίηση της απαλλαγής η απαίτηση θα αποσβηνόταν και ως προς τον εγγυητή. Έτσι, θα αναιρούνταν σε ικανό βαθμό ο σκοπός της επιλογής να διατηρείται η ευθύνη του εγγυητή. Η θέση αυτή ενισχύεται και από τη γραμματική διατύπωση της απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, στην οποία αναφέρεται ότι η απαλλαγή (άρθρο 11) ενεργεί υποκειμενικά, μόνον υπέρ του υπερχρεωμένου οφειλέτη, δηλαδή δεν συνδέεται η υποκειμενική ισχύς της ρύθμισης μόνο με τη χρονική περίοδο, η οποία προηγείται της κατ’ άρθρο 11 του ν.3869/2010 απαλλαγής του πρωτοφειλέτη.

ζ. Η ελευθέρωση του εγγυητή κατ’ άρθρο 868 ΑΚ.Ασφαλώς, η υπαγωγή των οφειλών στις διατάξεις του ν.3869/2010 έχει ως συνέπεια ότι αδρανοποιείται το δικαίωμα του εγγυητή, το οποίο του παρέχεται κατ’ άρθρο 868 ΑΚ, δηλαδή δεν δικαιούται, έστω και αν έχει παρέλθει ένα έτος από τη χορήγηση της εγγύησής του, να αξιώσει από τον δανειστή να καταγγείλει και να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του εντός μηνός και να συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία, ώστε επί μη συμμόρφωσης του δανειστή ο εγγυητής να ελευθερωθεί. Τούτο διότι, εφ’ όσον ο δανειστής δεν δικαιούται να μετέλθει ατομικών διωκτικών μέτρων κατά του υπερχρεωμένου πρωτοφειλέτη, δεν νοείται να ζητάει ο εγγυητής τη λήψη τέτοιων μέτρων και να εξαρτά την εγγυητική ευθύνη του από τη λήψη τους. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα ισοδυναμούσε με απαίτηση του εγγυητή να ενεργήσει ο δανειστής αντίθετα στον νόμο. Ακόμη και η ύπαρξη περιουσίας, μη εξαιρούμενης από τη ρευστοποίηση κατ’ άρθρο 9 ν.3869/2010 και την κατάσχεση κατ’ άρθρο 953 παρ.3 ΚΠολΔ δεν συνεπάγεται τη νόμιμη προβολή αυτής της ένστασης εκ μέρους του εγγυητή, αφού η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία θα οδηγήσει στην ικανοποίηση του δανειστή δεν ελέγχεται πλέον από αυτόν αλλά από τον οριζόμενο διαχειριστή.

η. Η θέση του εγγυητή επί μη ευόδωσης της απαλλαγής του οφειλέτη (άρθρο 11 ν.3869/2010).Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση, κατά την οποία δεν ευοδωθεί η απαλλαγή του οφειλέτη από τις οφειλές του κατά τη διαδικασία του ν.3869/2010. Στην έννοια της μη ευόδωσης της απαλλαγής από τις οφειλές εμπίπτουν οι δύο περιπτώσεις α) της μη πιστοποίησης της απαλλαγής με την έκδοση δικαστικής απόφασης λόγω της μη κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεών του (άρθρο 11 παρ.1) και β) της έκπτωσης από τη ρύθμιση λόγω καθυστέρησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του (άρθρο 11 παρ.2)[22]. Σε αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.3 του ν.3869/2010, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος στο οποίο θα βρίσκονταν, αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση του άρθρου 4 παρ.1. Για τον προσδιορισμό του ύψους των απαιτήσεων αποκλείεται, εφ’ όσον είχε γίνει δεκτή η αίτηση του άρθρου 4 παρ.1, ο ανατοκισμός από την κοινοποίηση της αίτησης αυτής στους πιστωτές και αφαιρούνται τα ποσά που έχουν καταβληθεί από τον οφειλέτη. Η ακριβής διαμόρφωση του ποσού της οφειλής μετά από την παραπάνω δυσμενή εξέλιξη για τον πρωτοφειλέτη εκφεύγει του θέματος της παρούσας μελέτης. Η επαναφορά των απαιτήσεων στην προτέρα της υποβολής της αιτήσεως κατάσταση δεν ισχύει μόνον ως προς την ποσοτική της διάσταση και όχι μόνο για τον πρωτοφειλέτη αλλά αντικατοπτρίζεται και στη νομική θέση, δηλαδή στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του εγγυητή. Αν λοιπόν, ο πρωτοφειλέτης δεν απαλλαγεί από τις οφειλές του είτε λόγω μη πιστοποίησης της απαλλαγής (άρθρο 11 παρ.1) είτε λόγω έκπτωσης (άρθρο 11 παρ.2), τότε με την επαναφορά τους στην προ της υποβολής της αιτήσεως κατάσταση, επανέρχονται σε ισχύ και τα δικαιώματα (ενστάσεις) του εγγυητή κατά της εγγυητικής ευθύνης του. Τούτο διότι πλέον εκλείπει η νομική κατάσταση (υπαγωγή των οφειλών στις διατάξεις του ν.3869/2010), η οποία διαφοροποιούσε την ευθύνη του πρωτοφειλέτη από αυτήν του εγγυητή καταλείποντας τον δεύτερο σε δυσμενέστερη θέση. Έτσι, αυτός πλέον μπορεί να επικαλεστεί ότι ευθύνεται στην έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή (851 ΑΚ) και έτσι να μειώσει το μέγεθος της οφειλής του κατά το άθροισμα των ποσών που είχαν καταβληθεί από τον οφειλέτη διαρκούσης της ισχύος της ρύθμισης[23]. Επίσης, ο εγγυητής θα μπορεί να προτείνει εναντίον του δανειστή τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις  του  πρωτοφειλέτη, ακόμα και αν αυτός είχε παραιτηθεί απ’ αυτές μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης (853 ΑΚ), καθώς επίσης και την ένσταση διζήσεως, δηλαδή, να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο  δανειστής  επιχειρήσει  αναγκαστική  εκτέλεση  εναντίον  του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (855 ΑΚ), αρκεί βεβαίως να μην έχει παραιτηθεί από αυτήν κατά τη συνομολόγηση της εγγύησης. Πρακτικά, η προβολή της τελευταίας ένστασης θα έχει ενδιαφέρον, όταν ο πρωτοφειλέτης διαθέτει ακίνητη περιουσία που είχε εξαιρεθεί από τη ρευστοποίηση, όχι απαραίτητα μόνο την κύρια κατοικία του. Η εμφάνιση αυτού του ενδεχομένου δεν αποκλείεται ακόμη και όταν θα έχουν εκδικασθεί όλες οι αιτήσεις υπαγωγής οφειλών στις διατάξεις του ν.3869/2010 σε πρώτο και δεύτερο βαθμό.

3. Το δικαίωμα της αναγωγής του εγγυητή κατά του πρωτοφειλέτη. α. Η αρχική νομοθετική ρύθμιση.Κατ’ άρθρο 858 ΑΚ, ο εγγυητής, εφ’ όσον ικανοποίησε τον δανειστή και έχει  δικαίωμα αναγωγής εναντίον του πρωτοφειλέτη, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του  δανειστή. Ουσιωδώς διαφορετικό είναι το περιεχόμενο του άρθρου 12 ν.3869/2010. Σύμφωνα με την αρχική του διατύπωσή του το άρθρο αυτό όριζε ότι ο οφειλέτης απαλλάσσεται έναντι των εγγυητών, των εις ολόκληρον υπόχρεων ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή, δηλαδή απέκλειε το δικαίωμα του εγγυητή να ασκήσει αναγωγικά κατά του πρωτοφειλέτη το δικαίωμά του προς είσπραξη του ποσού της ρυθμισθείσας οφειλής του τελευταίου, το οποίο αυτός (ο εγγυητής) κατέβαλε στον δανειστή είτε εκουσίως είτε με αναγκαστική εκτέλεση. Διευκρινίσθηκε ότι στην απαγόρευση της αναγωγής δεν εμπίπτει ο εγγυητής που κατέβαλε στον πιστωτή μέχρι την τελεσίδικη ρύθμιση των οφειλών, ο οποίος, ως πιστωτής πλέον, δύναται να ασκήσει κύρια παρέμβαση διαρκούσης της εκκρεμοδικίας[24].  Επισημάνθηκε ότι ο νομοθετικός αποκλεισμός του δικαιώματος αναγωγής του εγγυητή ήταν αναγκαίος, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο εγγυητής καταβάλλει στον πιστωτή τη διαφορά μεταξύ του αρχικού ποσού του δανείου και του ποσού, στο μειώθηκε το δάνειο λόγω της ρύθμισής του κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010, και έπειτα δικαιούται να αναζητήσει αυτό το καταβληθέν ποσόν από τον πρωτοφειλέτη, τότε η ρύθμιση της οφειλής υπέρ του τελευταίου στερείται της σημασίας της. Πραγματικά, αν ο οφειλέτης εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη δικαστική ρύθμιση και απαλλαγεί από τα υπόλοιπα των οφειλών του, η άσκηση αναγωγικής αξίωσης κατ’ αυτού εκ μέρους του εγγυητή θα ματαίωνε την επιδίωξη του νομοθέτη για βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη και παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε αυτόν, αφού απλώς θα άλλαζε το πρόσωπο του δανειστή για το υπόλοιπο ποσόν της οφειλής[25]. Μάλιστα, εκφράσθηκε η άποψη ότι ο νομοθέτης εισήγαγε αυτή τη διάταξη, η οποία είναι αντίθετη με τις περί αναγωγής διατάξεις του ΑΚ, λόγω υπερβολικής πρόνοιας υπέρ του πρωτοφειλέτη, τα χρέη του οποίου ρυθμίζονται σύμφωνα με το ν.3869/2010 και ειδικότερα, προκειμένου να τον προστατεύσει από τον τυχόν κακόβουλο εγγυητή, ο οποίος πιθανόν να έσπευδε να αποπληρώσει ολόκληρο το χρέος στον δανειστή και έπειτα, διαθέτοντας το νόμιμο ή συμβατικό δικαίωμα της αναγωγής κατά του απαλλαγέντος οφειλέτη, θα απαιτούσε από τον τελευταίο ολόκληρο το καταβληθέν στον δανειστή ποσόν, δηλαδή χωρίς οποιαδήποτε μείωση λόγω της απαλλαγής[26]. Είναι ίσως υπερβολικό να αναμένουμε την εκδήλωση τέτοιων κακόβουλων συμπεριφορών και δη υπό συνθήκες μακροχρόνιας έλλειψης οικονομικής ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, αφού κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ο εγγυητής, ο οποίος θα συμπεριφερθεί κατά τον προπεριγραφέντα τρόπο, θα υποστεί οικονομική ζημία, διότι δεν αναμένεται να κατορθώσει να ανακτήσει τα καταβληθέντα.

β. Η τροποποίηση του άρθρου 12 ν.3869/2010.Με την παραπάνω απόλυτη απαγόρευση δημιουργήθηκε ένα κενό υπό τη μορφή υπέρμετρης μετακύλισης ζημίας στον εγγυητή. Ειδικότερα, εντοπίσθηκε η περίπτωση, κατά την οποία ο εγγυητής, πριν από την ολοκλήρωση της οριστικής ρύθμισης, κατέβαλλε στον δανειστή ορισμένα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν είτε στο τμήμα της οφειλής, από το οποίο θα απαλλασσόταν ο πρωτοφειλέτης μετά την ολοκλήρωση της ρύθμισης είτε στο τμήμα της οφειλής, το οποίο επρόκειτο να καταβληθεί δυνάμει του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών ή της δικαστικής απόφασης για τη ρύθμισή τους. Τότε, το περιεχόμενο του άρθρου 12 ν.3869/2010 υπό την αρχική μορφή του απέκλειε την αναγωγική είσπραξη αυτών των ποσών εκ μέρους του εγγυητή, δηλαδή οδηγούσε στην απαλλαγή του οφειλέτη πριν την ολοκλήρωση της ρύθμισης. Αυτή η έκβαση των πραγμάτων στην περίπτωση της εκ μέρους του εγγυητή καταβολής ποσού, το οποίο αναλογεί στο μέρος της οφειλής που πρόκειται να ρυθμισθεί και να καταβληθεί υπό ορισμένους όρους στον δανειστή, χαρακτηρίσθηκε άδικη για τον εγγυητή. Αυτό το κενό κάλυψε ο νομοθέτης με το άρθρο 65 ν.4549/2018, με το οποίο προστέθηκε ένα επιπλέον εδάφιο στο άρθρο 12 ν.3869/2010, χωρίς να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου περί αποκλεισμού του εγγυητή από το δικαίωμα της αναγωγής. Σύμφωνα με αυτό το νέο εδάφιο, αν ο εγγυητής καταβάλει στον δανειστή τόσο το τμήμα της οφειλής, από την οποία ο οφειλέτης πρόκειται να απαλλαγεί κατ’ άρθρο 11 παρ.1 ν.3869/2010, όσο και μέρος της οφειλής που περιλαμβάνεται στην απόφαση ρύθμισης του άρθρου 8 ή στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 του νόμου αυτού, τότε αυτός (ο εγγυητής) υποκαθίσταται αυτοδικαίως για το τελευταίο ποσό στη θέση του πιστωτή στο μέτρο και με τις προϋποθέσεις που η οφειλή αυτή έχει διαμορφωθεί δυνάμει της ρύθμισης ή του σχεδίου διευθέτησης οφειλών που επικυρώθηκε με τη δικαστική απόφαση. Η γραμματική διατύπωση του προστεθέντος εδαφίου στο άρθρο 12 ν.3869/2010 διαφοροποιεί ρητά τις δύο περιπτώσεις με τη χρήση της φράσης «…υποκαθίσταται αυτοδικαίως για το τελευταίο ποσό στη θέση του πιστωτή…», δηλαδή μόνο για αυτό που οφείλει ο πρωτοφειλέτης κατ’ άρθρα 8 και 9 του νόμου στον δανειστή. Δηλαδή, στην περίπτωση που ο εγγυητής καταβάλλει στον δανειστή ποσόν, το οποίο αντιστοιχεί στο μέρος της οφειλής που ο πρωτοφειλέτης συνεχίζει να οφείλει, υποκαθίσταται στη θέση του δανειστή, όχι όμως για να διεκδικήσει άνευ ετέρου όσα κατέβαλε αλλά μόνον υπό τους όρους που καθορίσθηκαν και θα δέσμευαν τον δανειστή, αν δεν είχε εισπράξει το ποσόν από τον εγγυητή και συμμετείχε αυτός (ο δανειστής) στη ρύθμιση[27]. Η λύση αυτή χαρακτηρίσθηκε ως δίκαιη για τον εγγυητή, επειδή δεν επιβαρύνει τον πρωτοφειλέτη, ο οποίος θα καταβάλει στον εγγυητή τα ίδια ποσά που θα κατέβαλε στον πιστωτή[28] και επικυρώθηκε και νομολογιακά, αφού με την προαναφερθείσα απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι επί εξόφλησης του χρέους του πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής υποκαθίσταται στα δικαιώματα των πιστωτών, δικαιούμενος σε αναγωγή έναντι του πρωτοφειλέτη, μόνον για το ποσό που ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλει στους πιστωτές στο πλαίσιο της ρύθμισης των χρεών του. Αντίθετα, στην περίπτωση που ο εγγυητής καταβάλλει στον δανειστή ποσόν, το οποίο αντιστοιχεί στο μέρος της οφειλής, από το οποίο πρόκειται να απαλλαγεί ο πρωτοφειλέτης λόγω της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεών του, δεν υποκαθίσταται στη θέση του δανειστή, αφού ο πρωτοφειλέτης δεν θα υποχρεούταν να το καταβάλει στον αρχικό δανειστή του, η δε αντίθετη ρύθμιση υπέρ του εγγυητή θα αποτελούσε ρήγμα στον κανόνα του άρθρου 12 ν.3869/2010 ότι αποκλείεται στον εγγυητή η αναγωγική άσκηση απαιτήσεων και το σημαντικότερο είναι ότι θα καταστρατηγούσε τη βούληση του νομοθέτη για βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του υπερχρεωμένου οφειλέτη και για παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε αυτόν, προκειμένου να ανακάμψει οικονομικά.  Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη ευθυνόμενος εγγυητής όχι απλώς δεν επωφελείται από την απόφαση δικαστικής ρύθμισης των χρεών του πρωτοφειλέτη, καθώς παραμένει ακέραια η ευθύνη του έναντι του πιστωτή, αλλά βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από τον πρωτοφειλέτη, διότι στερείται το δικαίωμα να στραφεί κατ’ αυτού στην περίπτωση που καταβάλλει το υπόλοιπο (το επιπλέον αυτού που θα απομείνει μετά τη ρύθμιση) χρέος στον δανειστή[29].

4. Η υπαγωγή των οφειλών του εγγυητή στις διατάξεις του ν.3869/2010.

α. Το δικαίωμα υπαγωγής γενικώς.

Ο εγγυητής ευθύνεται έναντι του δανειστή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα παραπάνω στην ενότητα υπ’ αρ.2, πλην όμως μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του αυτή, υπαγόμενος ο ίδιος στις προστατευτικές διατάξεις του ν.3869/2010, εάν είναι φυσικό πρόσωπο και εφ’ όσον συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου αυτού[30]. Επομένως, για να επιτύχει ο εγγυητής την υπαγωγή των δικών του οφειλών στις διατάξεις του ως άνω νόμου, δεν πρέπει να έχει την πτωχευτική ικανότητα κατά τον κρίσιμο χρόνο της παύσης των πληρωμών. Αυτό ισχύει τόσο για τον εγγυητή οφειλών προσώπου, που ήδη αναγνωρίσθηκε ως υπερχρεωμένος οφειλέτης και τα χρέη του υπήχθησαν στις διατάξεις του ν.3869/2010 όσο και για τον εγγυητή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, φυσικού ή νομικού[31]. Δηλαδή, νοείται η προσφυγή του εγγυητή στις διατάξεις του ν.3869/2010, ακόμη και αν ο πρωτοφειλέτης δεν έχει προσφύγει σε αυτές[32], αρκεί να πληρούνται αυτοτελώς στο πρόσωπο του εγγυητή οι προϋποθέσεις του ν.3869/2010. Σημειωτέον ότι το στοιχείο του δόλου με το περιεχόμενο που απέκτησε από τη νομολογιακή επεξεργασία του στο πεδίο του ν.3869/2010, ερευνάται και όταν πρόκειται για την υπαγωγή των οφειλών του εγγυητή, όχι μόνο των ατομικών αλλά και αυτών που απορρέουν από την εγγυητική ευθύνη του, στο πεδίο εφαρμογής του ν.3869/2010, διότι και η παροχή εγγύησης συνιστά ανάληψη υποχρέωσης[33].

Είναι πιθανόν ο εγγυητής να καταστεί καθολικός διάδοχος του πρωτοφειλέτη. Αυτό συμβαίνει ιδίως, όταν πρόκειται για πρόσωπο, το οποίο κατά τις οικείες διατάξεις του κληρονομικού δικαίου καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πρωτοφειλέτη και ο τελευταίος αποβιώσει[34]. Αυτό μπορεί να συμβεί σε κάθε πιθανό χρονικό σημείο, δηλαδή και μετά την υπαγωγή των οφειλών του πρωτοφειλέτη στο πεδίο του ν.3869/2010. Δεδομένου του προσωποπαγούς χαρακτήρα της υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου αυτού, ο εγγυητής δεν καλύπτεται ως κληρονόμος από τη δικαστική ρύθμιση που αποφασίσθηκε υπέρ του πρωτοφειλέτη αλλά και στην περίπτωση αυτή πρέπει να υποβάλλει δική του αίτηση προς υπαγωγή της οφειλής του στις διατάξεις του νόμου, υπό τη διττή ιδιότητα του εγγυητή και του κληρονόμου του πρωτοφειλέτη, η δε αίτηση αυτή θα κριθεί αυτοτελώς σε σχέση με την ήδη κριθείσα αίτηση του αποβιώσαντος πρωτοφειλέτη.

 β. Η σύμβαση εγγύησης ως εμπορική πράξη.Η απόκτηση γενικώς της εμπορικής ιδιότητας και συνακόλουθα της πτωχευτικής ικανότητας δεν θα μας απασχολήσει, διότι είναι γνωστά τα ισχύοντα επ’ αυτού. Θα ασχοληθούμε μόνο με το αν η παροχή εγγύησης προσδίδει την εμπορική ιδιότητα και ως εκ τούτου την πτωχευτική ικανότητα και επομένως στερεί από τον εγγυητή τη δυνατότητα υπαγωγής των οφειλών του στις διατάξεις του ν.3869/2010. Η  σύμβαση εγγύησης (άρθρα 847 επ. ΑΚ) είναι καθ’ εαυτή σύμβαση αστικού δικαίου, αφού κατά κανόνα παρέχεται χαριστικά προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πρωτοφειλέτη. Αν όμως η εγγύηση δίδεται με σκοπό την απόκτηση κέρδους με αμοιβή ή άλλη χρηματική ωφέλεια ή αν ο εγγυητής έχει οικονομικό συμφέρον από τη λήψη του δανείου ή της πίστωσης, για την αποπληρωμή των οποίων εγγυήθηκε, τότε η πράξη είναι εμπορική και μάλιστα ανεξαρτήτως του εμπορικού χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή. Δηλαδή, στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για αντικειμενικά εμπορική πράξη, διότι περιέχει διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης για την ανάληψη του κινδύνου και κερδοσκοπία, ήτοι στοιχεία που αποτελούν αντικειμενικά γνωρίσματα χαρακτηρισμού της πράξης ως εμπορικής κατά το άρθρο 2 του β.δ. 2/14.05.1835 “περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων”. Εξάλλου η παροχή εγγυήσεων τέτοιων προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου κατά την ανωτέρω έννοια στον παρέχοντα αυτές, όταν ασκείται κατά σύνηθες και όχι απαραίτητα κατά κύριο επάγγελμα[35].

Επανειλημμένως κρίθηκε ότι η μεμονωμένη παροχή εγγύησης, έστω και με την κτήση ή προσδοκία κτήσης οφέλους, δεν αρκεί για να προσδώσει στον εγγυητή την ιδιότητα του εμπόρου, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι συστηματική και κατά σύνηθες επάγγελμα. Ιδίως άξιοι της προστασίας του ν.3869/2010 κρίθηκαν οι εγγυητές που ήταν στενοί συγγενείς του πρωτοφειλέτη, αφού στις περιπτώσεις αυτές η έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης για τα επενδυτικά σχέδια του δανειολήπτη, λόγω της περιορισμένης διάθεσης αναζήτησής της, σχετικά με την προοπτική ομαλής αποπληρωμής του δανείου και την αξία των προσφερομένων εξασφαλίσεων και ο ηθικός εγκλωβισμός αυτών των εγγυητών, οι οποίοι θεωρούν ότι η άρνησή τους να συμβληθούν ως εγγυητές θα ματαιώσει τη χορήγηση του δανείου στο μέλος της οικογενείας τους και πιθανόν θα επιφέρει την οικονομική καταστροφή του, επιδρούν διαβρωτικά στη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεσή τους[36]. Η κρίση του δικαστηρίου κάθε φορά σχηματίζεται κατά περίπτωση. Ακόμη και στην παροχή εγγυήσεων υπέρ των μελών της οικογένειας, λαμβάνονται υπ’ όψιν συνδυαστικά ο αριθμός των συμβάσεων εγγύησης, στις οποίες συμμετείχε ο αιτών εγγυητής, η εκ μέρους του ιδιοκτησία μεγάλης ακίνητης περιουσίας, η οποία καθιστά ευχερέστερη τη χρηματοδότηση του πρωτοφειλέτη, εάν οι εγγυήσεις παρέχονται ευθέως προς το μέλος της οικογένειας του εγγυητή ή προς εταιρία ελεγχόμενη από αυτό, ο χαρακτήρας των δανείων (στεγαστικά ή εμπορικές πιστώσεις), η ενδεχόμενη προηγούμενη, ταυτόχρονη ή και μεταγενέστερη της εγγύησης συμμετοχή ή εργασία του εγγυητή στην οικογενειακού χαρακτήρα εταιρία που έλαβε το δάνειο, η ηλικία, η κοινωνική εμπειρία και το μορφωτικό επίπεδο του εγγυητή, το είδος του έμμεσου οικονομικού οφέλους που προσδοκά ο εγγυητής (απόκτηση οικογενειακής στέγης ή βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων της επιχειρηματικής δραστηριότητας του συζύγου), εάν ο φερόμενος ως μη εμπορικός δανεισμός (στεγαστικά και προσωπικά δάνεια) εξοφλείται από τον πρωτοφειλέτη-μέλος της οικογένειας ή από εταιρικό λογαριασμό και γενικώς εξετάζεται κάθε περίσταση, η οποία είναι χρήσιμη  για την κρίση, αν η παροχή εγγυήσεων φέρει τον χαρακτήρα οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή εξομοιούται με επιχείρηση[37].

 

γ. Ποιες οφειλές του εγγυητή μπορούν να υπαχθούν στον ν.3869/2010.

Η αρχή της καθολικότητας ως προς τη ρύθμιση των χρεών ισχύει και για τον εγγυητή. Δηλαδή, εάν υπαχθεί και αυτός στις προστατευτικές διατάξεις του ν.3869/2010, θα καταλαμβάνονται όχι μόνον οι τυχόν υπάρχουσες οφειλές του ως πρωτοφειλέτη αλλά και αυτές, για τις οποίες ευθύνεται ως εγγυητής, είτε ο πρωτοφειλέτης υπήγαγε τη δική του ευθύνη στις διατάξεις του ως άνω νόμου είτε όχι. Μέχρι πρότινος γινόταν δεκτό ότι στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή επί υπαγωγής και των χρεών του πρωτοφειλέτη στις διατάξεις του ν.3869/2010, η απορρέουσα από την εγγυητική ευθύνη οφειλή του εγγυητή πρέπει να ρυθμίζεται κατά τις διατάξεις του ιδίου νόμου μόνον ως προς το ποσό, για το οποίο θα απαλλαγεί ο πρωτοφειλέτης. Τούτο διότι δεν επιτρέπεται να υπαχθεί στη μεταγενέστερη ρύθμιση για τον εγγυητή το ίδιο μέρος του χρέους που έχει ήδη υπαχθεί στην προγενέστερη ρύθμιση του πρωτοφειλέτη, αφού γι’ αυτό το μέρος του χρέους έχουν ορισθεί μηνιαίες καταβολές και ως προς αυτό εκκρεμεί η αίρεση της ολοκλήρωσης της πρώτης ρύθμισης (ή έκπτωσης από αυτή) και συνεπώς ως αβέβαιο δεν μπορεί να υπαχθεί σε νέα ρύθμιση, αφού δεν έχει επέλθει το γεγονός από το οποίο θα καταστεί απαιτητό. Επομένως, στη μεταγενέστερη ρύθμιση των οφειλών του εγγυητή, θα περιληφθεί μόνο το ποσόν, για το οποίο απαλλάχθηκε ο πρωτοφειλέτης, αφού ως προς αυτό συνεχίζει να ευθύνεται ο εγγυητής, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερθέντα, κατ’ άρθρο 12 ν.3869/2010, παρά την προηγηθείσα ρύθμιση των χρεών του πρωτοφειλέτη. Δεν θα περιληφθεί όμως στη μεταγενέστερη ρύθμιση των οφειλών του εγγυητή και το υπόλοιπο, το οποίο υποχρεούται να καταβάλλει ο πρωτοφειλέτης κατ’ άρθρο 8 και 9 ν.3869/2010, αφού ως προς αυτό όσο διαρκεί η πρώτη ρύθμιση τελεί υπό την αίρεση της ολοκλήρωσή της[38]. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου το ίδιο πρέπει να ισχύει κατά την άποψη αυτή, αν με την ίδια απόφαση, δηλαδή συγχρόνως, υπαχθούν στις διατάξεις του ν.3869/2010 οι οφειλές του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή, πράγμα που νοείται να συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση, κατά την οποία δύο σύζυγοι, ο ένας εκ των οποίων είναι ο πρωτοφειλέτης και ο άλλος είναι ο εγγυητής, με κοινή αίτησή τους προσφεύγουν στις προστατευτικές διατάξεις του ν.3869/2010[39]. Τότε το δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν το περιεχόμενο της ρύθμισης που αποφάσισε για τον πρωτοφειλέτη σε προηγούμενο τμήμα της ίδιας απόφασής του, προβαίνει συγχρόνως σε ανάλογη ρύθμιση για τον εγγυητή.

Είναι προφανές ότι η ανωτέρω νομολογιακή διάκριση ως προς το επιτρεπτό της υπαγωγής της οφειλής του εγγυητή στις διατάξεις του ν.3869/2010, στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο εγγυητής ευθύνεται μόνο για το τμήμα της οφειλής, για το οποίο θα απαλλαγεί ο πρωτοφειλέτης. Δεν είναι βέβαιο ότι αυτή η άποψη μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται αναντίρρητα ορθή μετά από την έκδοση της απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπ’ αρ.3/2023, σύμφωνα με την οποία ο εγγυητής ευθύνεται στο ακέραιο για την οφειλή του πρωτοφειλέτη, υπέρ της οποίας εγγυήθηκε, αν μάλιστα έχει παραιτηθεί και από την ένσταση της διζήσεως, όπως είθισται να συμβαίνει στην πλειονότητα των τραπεζικών συμβάσεων. Τότε, η ανωτέρω διαφοροποίηση μεταξύ των τμημάτων της οφειλής δεν έχει έρεισμα και ο εγγυητής ευθύνεται εξ αρχής για ολόκληρο το ποσόν της οφειλής που ρυθμίσθηκε υπέρ του πρωτοφειλέτη. Επομένως, πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει την προστασία των διατάξεων του ν.3869/2010 για ολόκληρο το ποσόν της οφειλής, την αποπληρωμή της οποίας εγγυήθηκε.

δ. Το ληξιπρόθεσμο των οφειλών από την εγγυητική ευθύνη.

Αν η αίτηση του εγγυητή για υπαγωγή των οφειλών του στις διατάξεις του ν.3869/2010 είναι προγενέστερη της αίτησης του πρωτοφειλέτη ή αν ο τελευταίος δεν προσφύγει καθόλου στις διατάξεις του νόμου αυτού, τότε εφ’ όσον μεν έχει παύσει να εξυπηρετεί την οφειλή του, αυτή έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και περιλαμβάνεται άνευ ετέρου στη ρύθμιση. Εφ’ όσον όμως η οφειλή, για την οποία εγγυήθηκε ο αιτών εγγυητής, εξυπηρετείται κανονικά, υπάρχει διάσταση απόψεων. Κατά μια άποψη, όταν ο πρωτοφειλέτης είναι ενήμερος, ο εγγυητής δεν δικαιούται να αιτηθεί την υπαγωγή της οφειλής του αυτής, που απορρέει από την εγγυητική ευθύνη, στις διατάξεις του ν.3869/2010. Αυτή η άποψη στηρίζεται στον παρεπόμενο χαρακτήρα της εγγυητικής ευθύνης, η οποία ενεργοποιείται μόνον επί μόνιμης αδυναμίας των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, η οποία όμως εν προκειμένω δεν υπάρχει. Κατά την αντίθετη άποψη, υπάρχει δικαίωμα ρύθμισης των υποχρεώσεων του αιτούντος που πηγάζουν από την εγγυητική ευθύνη του, ακόμη και αν ο πρωτοφειλέτης είναι ενήμερος, αφού κατ’ άρθρο 6 παρ.3 ν.3869/2010 είναι δυνατή η αντιμετώπιση οφειλών ως ληξιπρόθεσμων, ακόμη και όταν εξυπηρετούνται κανονικά από τους οφειλέτες[40]. Κατ’ άλλη άποψη προτάθηκε η ακόλουθη διάκριση. Αν πρόκειται για τη μοναδική οφειλή, την οποία άγει προς ρύθμιση ο εγγυητής, τότε θα πρέπει να έχει καταστεί πραγματικά ληξιπρόθεσμη, δηλαδή να έχει επέλθει το γεγονός, από το οποίο εξαρτήθηκε ο ληξιπρόθεσμος χαρακτήρας της. Αν όμως η οφειλή που πηγάζει από την εγγυητική ευθύνη του αιτούντος είναι μία από τις περισσότερες οφειλές που άγονται προς υπαγωγή στο προστατευτικό πεδίο του ν.3869/2010, τότε κατ’ άρθρο 6 παρ.3 εδ.τελευταίο ν.3869/2010 και αυτή η οφειλή θεωρείται ληξιπρόθεσμη και πρέπει να συμπεριληφθεί στη ρύθμιση των οφειλών. Εάν αυτή η πηγάζουσα από την εγγυητική ευθύνη οφειλή δεν συμπεριληφθεί στη ρύθμιση που επιχειρεί να επιτύχει ο εγγυητής, δεν θα μπορεί να υπαχθεί ούτε στο μέλλον σε ρύθμιση, αφού κατ’ άρθρο 1 παρ.1 ν.3869/2010 μόνο μία φορά μπορεί να απαλλαγεί ο οφειλέτης από τα χρέη του κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού. Εάν δεν συμπεριληφθεί αυτή η οφειλή στη ρύθμιση των χρεών του εγγυητή, αυτός θα μείνει για πάντα με την εγγυητική ευθύνη να τον βαρύνει, η δε τροποποίηση της απόφασης κατ’ άρθρο 8 παρ.4 ν.3869/2010, ώστε αργότερα να συμπεριληφθεί και η επίμαχη οφειλή του εγγυητή, αν καταστεί πραγματικά ληξιπρόθεσμη, δεν βρίσκει εφαρμογή εν προκειμένω[41]. Υπό όλα τα ανωτέρω, μάλλον τελολογικά ορθότερη είναι η δεύτερη άποψη ως εγγύτερη στον νομοθετικό σκοπό της επανένταξης των υπερχρεωμένων οφειλετών στον οικονομικό και κοινωνικό βίο της χώρας, αφού στους υπερχρεωμένους οφειλέτες περιλαμβάνεται και οι υπερχρεωμένοι εγγυητές[42]. Μάλιστα, ο νομοθέτης, παρά τις επανειλημμένες τροποποιήσεις του ν.3869/2010, δεν εξαίρεσε τους εγγυητές από την υπαγωγή στο προστατευτικό πεδίο του νόμου αυτού ούτε γενικώς ούτε υπό προϋποθέσεις, η δε εκ μέρους τους αδυναμία εξυπηρέτησης της οφειλής δυνάμει της εγγυητικής ευθύνης τους είναι αυτοτελές γεγονός προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με την εξυπηρέτησή της από τον πρωτοφειλέτη κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο ο εγγυητής αιτείται την προσφυγή στις ευμενείς διατάξεις του ν.3869/2010.

ε. Το δικαίωμα αναγωγής επί μη ευόδωσης της απαλλαγής του οφειλέτη (άρθρο 11 ν.3869/2010).Στην περίπτωση, κατά την οποία δεν ευοδωθεί η απαλλαγή του πρωτοφειλέτη από τις οφειλές του είτε λόγω μη πιστοποίησης της απαλλαγής (άρθρο 11 παρ.1) είτε λόγω έκπτωσης (άρθρο 11 παρ.2), τότε με την επαναφορά τους στην προ της υποβολής της αιτήσεως κατάσταση, επανέρχεται σε ισχύ και το αναγωγικό δικαίωμα του εγγυητή, αφού πλέον έχει ανατραπεί η νομική κατάσταση (υπαγωγή των οφειλών στις διατάξεις του ν.3869/2010), η οποία εμπόδιζε την άσκηση αυτού του δικαιώματος. Έτσι, ο εγγυητής θα δύναται πλέον να στραφεί αναγωγικά κατά του πρωτοφειλέτη προς αναζήτηση όσων κατέβαλε στον δανειστή χωρίς καμία διαφοροποίηση μεταξύ των κονδυλίων που συναπάρτιζαν την οφειλή αλλά διαφοροποιούνταν μεταξύ τους κατ’ άρθρο 12 ν.3869/2010 υπό το εκλείψαν καθεστώς ισχύος της ρύθμισης. Το ενδεχόμενο αυτό αναμένεται να εμφανισθεί ακόμη και όταν θα έχει περατωθεί η εκδίκαση σε πρώτο και δεύτερο βαθμό όλων των αιτήσεων υπαγωγής οφειλών στις διατάξεις του ν.3869/2010.

 

5. Η συμμετοχή του εγγυητή στη δίκη για τη ρύθμιση των οφειλών του ν.3869/2010 – Δικονομικά ζητήματα.

α. Η νομοθετική ρύθμιση.

Λιγότερο σημαντικά κατέστησαν πλέον τα δικονομικά ζητήματα λόγω της επικείμενης εξάντλησης των εκδικαζόμενων υποθέσεων του ν.3869/2010. Κατ’ άρθρο 5 παρ.1 ν.3869/2010, ο οφειλέτης πρέπει εντός δεκαπέντε ημερών από την κατάθεση να επιδώσει την αίτηση στους πιστωτές και τους εγγυητές. Η επίδοση αντιγράφου δικογράφου της αίτησης στους εγγυητές τους καθιστά διαδίκους[43], οπότε δεσμεύονται από την απόφαση και μπορούν να την προσβάλουν με έφεση[44]. Επ’ αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία[45]. Αυτή η επίδοση αυτή αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, η δε παράλειψή της δεν επιφέρει την απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης αλλά καθιστά απαράδεκτη τη συζήτησή της. Το απαράδεκτο ισχύει έναντι όλων των μετεχόντων στη δίκη και το δικαστήριο πρέπει να διατάξει την επίδοση της αίτησης στον εγγυητή και την κλήτευση όλων των μετεχόντων στη νέα δικάσιμο που θα οριστεί με την κλήση επαναφοράς της αίτησης προς συζήτηση. Ομοίως, στο στάδιο του προδικαστικού συμβιβασμού, αν δεν έχει γίνει επίδοση στον εγγυητή, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο και να διαταχθεί η κλήτευση του εγγυητή προκειμένου να παρασταθεί σε αυτήν[46]. Η επίδοση στους εγγυητές είναι υποχρεωτική, επειδή αν προβούν σε καταβολές προς τους πιστωτές, δεν έχουν δικαίωμα να στραφούν αναγωγικά κατά του οφειλέτη. Γι’ αυτό, ακόμη και αν δεν υπήρχε η διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 ν.3869/2010, θα ήταν ενδεδειγμένη η κατ’ άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ κλήτευση των εγγυητών ως προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης[47]. Ο εγγυητής όχι μόνο πρέπει να γνωρίζει την εισαγωγή της πρωτοφειλής στη ρυθμιστική διαδικασία του ν.3869/2010, επειδή θα επιδεινωθεί η θέση του κατ’ άρθρο 12 ν.3869/2010 αλλά και διότι συμμετέχοντας στη διαδικασία είναι δυνατό να εισφέρει στοιχεία, τα οποία αγνοούν οι πιστωτές, όπως η εμπορική ιδιότητα του οφειλέτη, ή και ο ίδιος ο οφειλέτης, όπως η αποπληρωμή του δανείου από τον εγγυητή, ή τέλος στοιχεία για τις ιδιαίτερες συνθήκες κατάρτισης της εγγυητικής σύμβασης[48]. Επίσης, έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί την υποβολή της αίτησης εκ μέρους του πρωτοφειλέτη, ώστε να κινήσει και αυτός, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις στο πρόσωπό του, τη διαδικασία υπαγωγής των δικών οφειλών στο προστατευτικό πεδίο του ν.3869/2010, περιλαμβανομένης της οφειλής του από την εγγυητική ευθύνη. Από το περιεχόμενο του άρθρου 12 απορρέει ότι στους εγγυητές επιδίδεται υποχρεωτικά και αντίγραφο του δικογράφου της αίτησης έκπτωσης του υπερχρεωμένου οφειλέτη από τη ρύθμιση των οφειλών του, αφού η τυχόν ευδοκίμηση της αίτησης πρόκειται να μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική θέση τους έναντι του πρωτοφειλέτη, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην ενότητα υπ’ αρ.3[49].

Επί έφεσης κατά απόφασης, η οποία εκδόθηκε σε αίτηση ρύθμισης χρεών κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010, αν δεν κλητευθεί ο εγγυητής του πρωτοφειλέτη, ο οποίος με την κλήτευσή του στην πρωτοβάθμια δίκη είχε καταστεί διάδικος, δεν επέρχεται ως κύρωση το απαράδεκτο της συζήτησης της έφεσης αλλά εφαρμόζεται το άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη, τέτοιος δε τρίτος είναι και ο εγγυητής, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα[50]. Επομένως, όταν η έφεση δεν απευθύνεται και κατά του εγγυητή[51], πρέπει να διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης της έφεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο που θα προσδιορίζεται με μέριμνα του επιμελέστερου των διαδίκων, προκειμένου να κληθεί και ο εγγυητής. Κατά μεν μία άποψη πρόκειται για ευχέρεια του δικαστηρίου, αφού αυτό προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 748 παρ.3 ΚΠολΔ[52]. Κατ’ άλλη άποψη, δεν πρόκειται για διακριτική ευχέρεια αλλά για υποχρέωση του δικάζοντος κατ’ έφεση δικαστηρίου[53]. Δεδομένου ότι κατ’ άρθρο 762 ΚΠολΔ, αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση υποχρεούται να διατάξει την κλήτευση του εγγυητή που κατέστη διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη και έλαβε μέρος σε αυτή ενώ μπορεί απλώς να καλέσει τον εγγυητή, ο οποίος αν και κατέστη διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη, δεν έλαβε μέρος σε αυτήν, αφού με τη δικονομική συμπεριφορά του έδειξε ότι δεν ενδιαφέρεται για την έκβαση της υπόθεσης.

 β. Η άσκηση κύριας παρέμβασης από τον εγγυητή.Η τυχόν έλλειψη της επίδοσης του άρθρου 5 παρ.1 ν.3869/2010 θεραπεύεται και αποφεύγεται η κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης, αν ο εγγυητής έχοντας πληροφορηθεί την υποβολή της αίτησης, παρασταθεί ασκώντας κύρια παρέμβαση με αίτημα την απόρριψη της αίτησης του πρωτοφειλέτη[54]. Το έννομο συμφέρον του πηγάζει από τη ρύθμιση του άρθρου 12 του ως άνω νόμου, η εφαρμογή του οποίου θα επιδεινώσει τη θέση του σε σύγκριση με αυτήν που έχει, όσο δεν υπάγονται οι οφειλές, υπέρ των οποίων εγγυήθηκε στις διατάξεις του ν.3869/2010[55]. Το έννομο συμφέρον για άσκηση κύριας παρέμβασης υφίσταται ακόμη και μετά την τροποποίηση του άρθρου 12 ν.3869/2010 με το άρθρο 65 ν.4549/2018, αφού η νομοθετική μεταβολή δεν εξάλειψε αλλά μετρίασε απλώς τη ζημία που υφίσταται ο εγγυητής από τη στέρηση του αναγωγικού δικαιώματός του. Κρίθηκε ότι ο εγγυητής δεν έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει προσθέτως υπέρ του αιτούντος πρωτοφειλέτη στη δίκη που εκκρεμεί μεταξύ του αυτού και των πιστωτριών του για την υπαγωγή των οφειλών του στις διατάξεις του ν.3869/2010, επειδή όχι μόνο δεν θα επωφεληθεί από την απόφαση δικαστικής ρύθμισης των χρεών του πρωτοφειλέτη, αφού θα παραμείνει ακέραια η ευθύνη του έναντι του δανειστή πιστωτών αλλά θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση, διότι θα στερηθεί το δικαίωμα της αναγωγικής αναζήτησης των καταβληθέντων. Επομένως, η παρέμβαση του εγγυητή στη δίκη αυτή νοείται μόνον ως κύρια και με το αντίθετο αίτημα, δηλαδή αυτό της απόρριψης της αίτησης ρύθμισης που υπέβαλε ο πρωτοφειλέτης, η δε πρόσθετη παρέμβαση του εγγυητή, με την οποία ζητείται η αποδοχή της αίτησης του πρωτοφειλέτη και η υπαγωγή των οφειλών του στις διατάξεις του ν.3869/2010, είναι απορριπτέα ελλείψει εννόμου συμφέροντος[56].

γ. Η άσκηση ανακοπής τρίτου από τον εγγυητή.Η μη επίδοση της αίτησης στον εγγυητή και η μη άσκηση κύριας παρέμβασης εκ μέρους του έχει ως συνέπεια ότι δεν καθίσταται διάδικος, οπότε θεμελιώνει έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής τρίτου[57], η οποία δεν υπόκειται σε ορισμένη προθεσμία. Ο εγγυητής δικαιούται να ασκήσει την ανακοπή τρίτου τόσο κατά της απόφασης του ειρηνοδικείου, με την οποία ρυθμίσθηκαν οι οφειλές του υπερχρεωμένου πρωτοφειλέτη, αν δεν είχε ασκηθεί έφεση κατ’ αυτής, όσο και κατά της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, αν η ασκηθείσα έφεση έγινε δεκτή και η ρύθμιση των οφειλών έγινε με την απόφαση αυτή ή αν απορρίφθηκε επί της ουσίας η έφεση πιστωτή κατά της απόφασης του ειρηνοδικείου, με την οποία ρυθμίσθηκαν τα χρέη, διότι στην τελευταία περίπτωση η πρωτόδικη ενσωματώθηκε στην απόφαση του εφετείου[58]. Ενδέχεται να εμφανισθούν στο μέλλον τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή να έχουν διεξαχθεί δίκες και να έχουν ρυθμισθεί χρέη υπερχρεωμένων οφειλετών χωρίς την τήρηση της προδικασίας του άρθρου 5 παρ.1 ν.3869/2010 και χωρίς την άσκηση κύριας παρέμβασης εκ μέρους των εγγυητών. Σε αυτές τις περιπτώσεις τίποτε δεν αποκλείει την άσκηση ανακοπής τρίτου εκ μέρους των εγγυητών ακόμη και πολλά χρόνια μετά από την τελεσιδικία της απόφασης και τη λειτουργία της ρύθμισης. Είναι επομένως σημαντικό, η τυχόν μη τήρηση αυτής της διαδικαστικής προϋπόθεσης να ερευνάται και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο άσκησης τριτανακοπής στο μέλλον.

δ. Άλλα δικονομικά ζητήματα.

Ο πολυπρόσωπος χαρακτήρας της δίκης και οι χρονικές καθυστερήσεις που εμφιλοχωρούν στη διαδικασία είχαν ως συνέπεια να διατυπωθεί η άποψη, σύμφωνα με τις οποίες, επί θανάτου του εγγυητή, ως προς τον οποίο τηρήθηκε η προδικασία του άρθρου 5 παρ.1 ν.3869/2010, δεν είναι απαραίτητη η επανάληψη της διαδικασίας αυτής και έναντι των κληρονόμων του, για τον λόγο ότι ο θάνατος του κλητευθέντος εγγυητή εκκρεμούσης της δίκης, δεν έχει ως συνέπεια τη βίαιη διακοπή (άρθρο 286 ΚΠολΔ) αλλά την κατάργησή της ως προς τον εγγυητή με την επισήμανση ότι οι κληρονόμοι του δικαιούνται να ασκήσουν παρέμβαση, αφού από την κατάργησή της ως προς τον κληρονομούμενο εγγυητή, καθίστανται τρίτοι. Ως επιχείρημα επιστρατεύθηκε εκτός από την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο έντονα προσωποπαγής χαρακτήρας του δικαιώματος του υπερχρεωμένου οφειλέτη, επομένως και του εγγυητή, προς ρύθμιση των χρηματικών οφειλών του και η ιδιάζουσα, χαλαρή παθητική ομοδικία μεταξύ των πιστωτών και των εγγυητών του αιτούντος πρωτοφειλέτη[59]. Νομολογιακά εντοπίζεται και η αντίθετη και μάλλον ορθότερη άποψη, κατά την οποία το δικαστήριο πρέπει να εφαρμόσει το άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ και να καλέσει τους κληρονόμους του αποβιώσαντος εγγυητή[60].

Της δικονομικής θέσης του εγγυητή άπτεται εν μέρει και το ακόλουθο ζήτημα. Με σκοπό την επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του ν.3869/2010 προστέθηκαν στον νόμο αυτό τα άρθρα 4Α έως 4Κ με το άρθρο 1 ν.4745/2020. Προβληματισμός δημιουργήθηκε και από το ενδεχόμενο παραβίασης των προθεσμιών κοινοποιήσεων της αιτήσεως-κλήσεως επαναπροσδιορισμού στους μετέχοντες στη δίκη, μεταξύ των οποίων και οι εγγυητές (άρθρα 4Δ , 4Α και 4ΣΤ ν.3869/2010). Διατυπώθηκε η θέση ότι η οριζόμενη κύρωση του ανυπόστατου της αίτησης-κλήσης επαναπροσδιορισμού είναι αντισυνταγματική, λαμβανομένου ιδίως υπ’ όψιν ότι ο αιτών διάδικος δεν μπορούσε να ενεργεί αυτοπροσώπως και επομένως δεν ευθύνεται για τις εκπρόθεσμες ενέργειες, αφού η κοινοποίηση της αίτησης-κλήσης επαναπροσδιορισμού γινόταν από την αυτόματα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ)[61]. Τέλος, ας σημειωθεί ότι επί συνεκδίκασης δύο αυτοτελών αιτήσεων προσώπων, συνήθως συζύγων, ο ένας εκ των οποίων εγγυήθηκε τις οφειλές του άλλου, επειδή ακριβώς πρόκειται για αυτοτελείς αιτήσεις ρύθμισης οφειλών, δημιουργούνται χωριστά αντικείμενα δίκης και συνεπώς, αποτελούν διαφορετικά κεφάλαια με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τη λειτουργία του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί ασκήσεως ενδίκου μέσου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εφαρμογή του άρθρου 520 παρ.2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται μόνο ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά συνέχονται με τα προσβληθέντα κεφάλαια. Επομένως, αν προσβληθεί με έφεση η απόφαση μόνο καθ’ ό μέρος με αυτή απορρίπτεται η ρύθμιση των οφειλών του ενός αιτούντος, εγγυητή ή πρωτοφειλέτη, δεν επιτρέπεται η άσκηση πρόσθετων λόγων έφεσης που αναφέρονται στον άλλο αιτούντα, διότι δεν πρόκειται για τα ίδια ή για αναγκαστικά συνεχόμενα κεφάλαια[62].

 

——————-

[1] Ο Ν.Κατηφόρης, Η Δικονομία της Ρυθμίσεως Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων – (ν. 3869/2010), 2013, σ. 165 = sakkoulas-online, επισημαίνει την αντίθεση του περιεχομένου του άρθρου 12 ν.3869/2010 με τα ισχύοντα υπό το καθεστώς του άρθρου 44 παρ.2 ν. 1892/1990 αλλά και με τα οριζόμενα στο σχέδιο αναδιοργάνωσης (άρθρο 125 παρ. 4 ΠτΚ), καθώς επίσης και στην προπτωχευτική διαδικασία συνδιαλλαγής, η οποία υπήρξε πρόδρομος της διαδικασίας εξυγίανσης.

[2] Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2018, σ. 22, αρ. 44 = sakkoulas-online.

[3] Γνωμοδότηση Α΄ Τμήματος ΝΣΚ 536/2011, σελ.11, ΤΝΠ Νόμος.

[4] Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2012, σελ.257.

[5] Ν. Κατηφόρης, Η Δικονομία της Ρυθμίσεως Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων – (ν. 3869/2010), 2013, σ. 165 = sakkoulas-online, Ι. Βενιέρης / Θ. Κατσάς, Η εφαρμογή του ν.3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 2011, σελ. 360 αλλά και Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2016, σελ.497 με αναδιαμόρφωση της πρότερης θέσης του.

[6] ΜΠρΠατρ 193/2020, ΕιρΠατρ 321/2021 ΤΝΠ Νόμος.

[7] ΕιρΙλίου 30/2015 ΤΝΠ Νόμος.

[8] Σπ.Μπεκάρης, Η θέση του εγγυητή στον ν.3869/2010, δημοσιευμένη σε πλήρες κείμενο στην ΤΝΠ Νόμος.

[9] Για τη θέση του εγγυητή στην περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης εκπίπτει από τη ρύθμιση βλ. παρακάτω.

[10] Για την κάλυψη άλλων δικαιοπραξιών υπό τη σύμβαση του συμβιβασμού και τον αναγνωριστικό ή δημιουργικό-ανανεωτικό χαρακτήρα του συμβιβασμού: Β.Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, Ειδικό Ενοχικό, τ.Γ΄, Ημίτομος, άρθρο 871, αριθμοί 12,14.

[11] Αθ. Κρητικός, ο.π., 2016, σελ.290.

[12] ΕφΑθ 1710/2023 ΤΝΠ Νόμος. Προς την ίδια κατεύθυνση και η ΕφΘεσ 524/2019 ΤΝΠ Νόμος παρά το ότι για λόγους που αφορούν την ουσία της υπόθεσης έκρινε ότι η αγωγή της δανείστριας κατά του εγγυητή έπρεπε να απορριφθεί.

[13] Β.Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, ο.π., άρθρο 853, αριθμός 4.

[14] Κατά τον Σπ.Μπεκάρη, ο.π., ο χαρακτηρισμός της αίτησης ρύθμισης των οφειλών ως προσωποπαγούς δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο θεμέλιο για τον αδικαιολόγητο συνταγματικά διαχωρισμό των εγγυητών στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες, ήτοι αυτών που οι οφειλές υπέρ των οποίων δόθηκε η εγγύηση, δεν υπήχθησαν στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010, οπότε ο εγγυητής έχει την προστασία του άρθρου 851 ΑΚ, και αυτών που οι οφειλές υπήχθησαν στις ρυθμίσεις του νόμου, οπότε ο εγγυητής στερείται της προστασίας του άρθρου 851 ΑΚ.

[15] ΟλΑΠ 3/2023 ΕλλΔνη 2023.752, Αθ.Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2018, σ. 185, αρ. 2 = sakkoulas-online.

[16] ΟλΑΠ 3/2023 ο.π.

[17] Βλ. σχετ. και σχόλιο Κωνσταντίνου Παπαχρήστου-Δημητρά σε ΑΠ 243/2023, Επιθεώρηση Ακινήτων 1 (2024).217 επ. ΤΝΠ Σάκκουλας.

[18] Βλ. και υποσημείωση υπ’ αρ.3.

[19] ΑΠ 1088/2023 ΤΝΠ Σόλων.

[20] ΕφΠειρ 715/2020, ΠΠρΠατρ 460/2021, ΜΠρΠειρ 100/2023 ΤΝΠ Νόμος.

[21] ΜΠρΑθ 2958/2020 ΤΝΠ Νόμος.

[22] Για αυτή την εννοιολογική προσέγγιση βλ. Αθ. Κρητικό, ο.π., 2016, σελ.491 επ.

[23] Αθ. Κρητικός, ο.π., 2016, σελ.494.

[24] Ν. Κατηφόρης, Η Δικονομία της Ρυθμίσεως Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων – (ν. 3869/2010), 2013, σ. 167 = sakkoulas-online.

[25] Αθ.Κρητικός, ο.π., 2016,σελ.497 και του ιδίου, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2018, σ. 184-185, αρ. 1 = sakkoulas-online.

[26] Σπ.Μπεκάρης, ο.π.

[27] ΕφΑθ 1710/2023 ΤΝΠ Νόμος: Αν ο πιστωτής ικανοποιηθεί (εννοείται από τον εγγυητή) τότε δεν υφίσταται χρέος ως προς αυτόν. Στη θέση του υπεισέρχεται αυτοδικαίως ο εγγυητής για το τμήμα όμως του χρέους που εντάχθηκε στην ρύθμιση στο όνομα του πιστωτή. Δηλαδή οι καταβολές που γίνονταν στον πιστωτή, θα γίνουν πλέον στον εγγυητή.

[28] Α. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2018, σ. 184-185, αρ. 1 = sakkoulas-online.

[29] ΕιρΛαμ 296/2018 ΤΝΠ Νόμος.

[30] ΟλΑΠ 3/2023, ΕφΑθ 1710/2023 ο.π.

[31] ΜΠρΗλ 166/2023, ΕιρΓρεβ 159/2018 ΤΝΠ Νόμος.

[32] ΕιρΧαν 574/2015, ΜΠρΑθ 2807/2013 ΤΝΠ Νόμος (διηγηματικώς).

[33] ΑΠ 991/2023, ΑΠ 545/2021, ΑΠ 1715/2017, ΜΠρΘεσ 6920/2020, ΜΠρΑθ 8932/2017, ΕιρΛαμ 381/2017 ΤΝΠ Νόμος.

[34] Βλ. σχετ. ΑΠ 490/2021 ΤΝΠ Νόμος.

[35] ΑΠ 805/2019, ΑΠ 626/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[36] ΜΠρΑθ 3223/2013, ΜΠρΧαν 9/2015, ΜΠρΗλείας 129/2022, ΜΠρΗλείας 350/2022, ΕιρΝΙωνίας 754/2022, ΕιρΠατρ 24/2021, ΕιρΛαμ 389/2018, ΕιρΑθ 54/2011, ΕιρΧαλ 1/2011 ΤΝΠ Νόμος.

[37] Για αυτή την περιπτωσιολογία: ΑΠ 1332/2020, ΑΠ 518/2020, ΑΠ 805/2019 (άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας εις βάρος των εταίρων-εγγυητών, οι οποίοι απέκτησαν έτσι την εμπορική ιδιότητα), ΜΠρΠατρ 8/2021, ΜΠρΘεσ 6920/2020, ΜΠρΗρ 118/2019, ΜΠρΑθ 3223/2013, ΜΠρΘεσ 17753/2012, ΕιρΠατρ 99/2021, ΕιρΠατρ 220/2020, ΕιρΓρεβ 159/2018 ΤΝΠ Νόμος.

[38] ΜΠρΕυρυτ 16/2021, ΕιρΗρακλ 638/2023 ΤΝΠ Νόμος, ΕιρΛαρ 149/2019 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕιρΙλίου 30/2015 ΤΝΠ Νόμος. Προς την ίδια κατεύθυνση και η ΜΠρΧαν 197/2014 ΤΝΠ Νόμος, με την οποία κρίθηκε ότι ευλόγως ο αιτών έκρινε ότι δεν έπρεπε να συμπεριλάβει στην αίτησή του τις οφειλές, την πληρωμή των οποίων εγγυήθηκε, επειδή τις είχε ήδη συμπεριλάβει στη δική του αίτηση ο πρωτοφειλέτης.

[39] Για την υποβολή κοινής αίτησης βλ. Αθ.Κρητικό, ο.π., 2016, σελ.207. Βλ. επίσης και ΕιρΠεριστερίου 510/2023, ΤΝΠ Νόμος ΕιρΛαμίας 8/2023 ΤΝΠ Νόμος, με τις οποίες ορίσθηκαν μηδενικές καταβολές κατ’ άρθρο 8 παρ.2 ν.3869/2010, οπότε δεν απαιτήθηκε αριθμητικός υπολογισμός, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ΕιρΛαμίας 65/2023 ΤΝΠ Νόμος, με την οποία απερρίφθη η αίτηση αμφοτέρων, πρωτοφειλέτη και εγγυητή.

[40] ΜΠρΚαβ 563/2013 ΤΝΠ Νόμος.

[41] Για το ζήτημα αυτό βλ. σχόλιο (αντίθετο) Αθ. Κρητικού στην ΕιρΧαλανδρ 39/2012 ΕλλΔνη 2013.242 (246).

[42] Για την ανάπτυξη των δύο απόψεων: Ν. Κατηφόρης, Η Δικονομία της Ρυθμίσεως Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων – (ν. 3869/2010), 2013, σ. 167-168 = sakkoulas-online.

[43] ΑΠ 438/2019, ΜΠρΛαμ 185/2022, ΕιρΑθ 87/2023, ΕιρΘηρ 79/2022, ΕιρΑργους 113/2021, ΕιρΛέρου 37/2018 ΤΝΠ Νόμος.

[44] ΜΠρΚαλαβρ 54/2020, ΕιρΚορ 1127/2019 ΤΝΠ Νόμος. Ευνόητο είναι ότι υποχρέωση επίδοσης δεν υφίσταται, όταν ο πρωτοφειλέτης και ο εγγυητής υποβάλλουν κοινή αίτηση.

[45] ΟλΑΠ 3/2023 ο.π.

[46] Αθ.Κρητικός, ο.π., 2016, σελ.208-209, ΜΠρΚαλαβρ 54/2020, ΕιρΚορ 1127/2019, ΕιρΚω 226/2017, ΕιρΛαμ 242/2018, ΕιρΠατρ 271/2015 ΤΝΠ Νόμος.

[47] Ν. Κατηφόρης, ο.π., σελ. 166 = sakkoulas-online.

[48] ΕιρΚαβ 276/2020, ΕιρΚορ 1127/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[49] ΕιρΧανίων 596/2021 ΤΝΠ Νόμος.

[50] ΜΠρΚορ 156/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[51] Όταν στο δικόγραφο της έφεσης του αιτούντος και ήδη εκκαλούντος αναγράφεται ότι η έφεση κοινοποιείται απλώς στον εγγυητή, ο οποίος είχε ήδη καταστεί διάδικος πρωτοδίκως, κατ’ ορθή εκτίμηση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η έφεση στρέφεται κατ’ αυτού: ΜΠρΗλ 189/2022 ΤΝΠ Νόμος.

[52] Ι. Βενιέρης / Θ. Κατσάς, Η εφαρμογή του ν.3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 2016, σελ.655.

[53] Ν. Κατηφόρης, ο.π., σελ.110 = sakkoulas-online.

[54] ΕιρΚορ 1127/2019, ΕιρΚω 226/2017 ΤΝΠ Νόμος.

[55] ΜΠρΚαλαβρ 54/2020,ο.π., ΕιρΛαμ 133/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[56] ΕιρΛαμ 296/2018 ΤΝΠ Νόμος.

[57] ΜΠρΚαλαβρύτων 54/2020 ο.π.

[58] ΑΠ 505/2006 ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχετ. και ΟλΑΠ 40/1996 ΤΝΠ Νόμος.

[59] ΟλΕιρΚαβ-Παγγ-Θασ 872/2021, ΕιρΚαβ 276/2020 ΤΝΠ Νόμος.

[60] ΜΠρΛαμ 268/2022 ΤΝΠ Νόμος.

[61] Ο.π. Σκέψη για την κοινοποίηση στους εγγυητές μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της ΕΓΔΙΧ σε ΕιρΠειρ 2163/2022, ΕιρΑχαρν 1416/2022, ΕιρΛαμ 282/2022 ΤΝΠ Νόμος.

[62] ΑΠ 1047/2021 ΤΝΠ Νόμος.

Λ.Τσόγκας, Ακυρότητες στην ποινική δίκη- περιπτωσιολογία στις επιδόσεις με φυσικό τρόπο με την παρεμβολή τρίτων προσώπων

 

ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ-ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΜΕ ΦΥΣΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ ΤΡΙΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

(Εισήγηση στην ημερίδα του antimolia.gr της 23-4-2024)

Απρίλιος 2024

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών

===Σε ό,τι αφορά τις ακυρότητες στο ακροατήριο συχνό είναι το ζήτημα στην πράξη της σχέσης της ακυρότητας, που εμφιλοχώρησε στην προδικασία με τη διαδικασία στο ακροατήριο. Έτσι αναπτύσσεται ο προβληματισμός αν μπορεί να προταθεί και σε τέτοια περίπτωση αν πρέπει να γίνει δεκτός ως νομικά βάσιμος και κατά συνέπεια ως εξεταστέος στην ουσία ο ισχυρισμός ότι σε περίπτωση μη νόμιμης εξέτασης ανηλίκου κατά την κύρια ανάκριση για πράξεις γενετήσιας προσβολής σε βάρος του, ο κατηγορούμενος νόμιμα προβάλει τούτο στο ακροατήριο και ζητεί τη μη λήψη υπόψη του σχετικού αποδεικτικού μέσου και αν τούτο γίνει από το Δικαστήριο επέρχεται η ακυρότητα της διαδικασίας σε αυτό. Ο ΑΠ με την υπ’αριθ.875/2023 απόφαση έκανε δεκτό ότι τέτοιος ισχυρισμός αφορά την προδικασία και μετά την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου δεν νοείται προβολή του στο ακροατήριο.

 ===Ακόμη άξια μνείας είναι η απόφαση της ολομέλειας του ΑΠ σε Συμβούλιο 1/2008, σύμφωνα με την οποία ακυρότητες πράξεων της προδικασίας, εάν δεν προτάθηκαν ενώπιον του δικαστικού Συμβουλίου, μπορούν να προταθούν διά της κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγής ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνδέονται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εάν οι ακυρότητες δεν προβλήθηκαν διά της ως άνω προσφυγής ή εφόσον προβλήθηκαν απορρίφθηκαν από τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν επιδρούν επί του κύρους της διά κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και συνεπώς δεν δύνανται να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητας αυτής. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, δεν έχει εξουσία το δικαστήριο να κηρύξει την ακυρότητα της παραπομπής και να παραπέμψει και πάλι την υπόθεση στην ανάκριση, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη.

===Περαιτέρω εάν γίνει επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης χωρίς μνεία ότι η ερήμην εκδίκαση ως συνέπεια της μη εμφάνισης του κατηγορουμένου έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζήτησης δεν θεμελιώνει σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης. Σχετική ως προς αυτό το ζήτημα είναι η υπ’αριθ.81/2024 απόφαση του ΑΠ.

Ως εκ τούτου με βάση τα ανωτέρω μόνη συνέπεια είναι το απαράδεκτο της συζήτησης, επομένως πρέπει να γίνει εκ νέου (ορθή) επίδοση. Αν έγινε ορθά η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος και δεν έφθασε στην Εισαγγελία έγκαιρα το οικείο αποδεικτικό επίδοσης, το Δικαστήριο θα κηρύξει ελλείψει της απόδειξης της επίδοσής του απαράδεκτη τη συζήτηση. Όταν όμως εκ των υστέρων παραληφθεί στην Εισαγγελία το οικείο αποδεικτικό επίδοσης, από το οποίο προκύπτει ότι τούτη είχε γίνει νομότυπα και εμπρόθεσμα, ο Εισαγγελέας πρέπει να επαναφέρει την υπόθεση στο ακροατήριο με κλήση, που θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο και αφού η αρχική επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ήταν έγκυρη, τούτη επιφέρει τις συνέπειές της. Επομένως το Δικαστήριο στη νέα συζήτηση θα ανακαλέσει την προηγούμενη απόφαση για απαράδεκτη συζήτηση και θα εξετάσει την υπόθεση στην ουσία της.  Τότε μόνο δεν μπορεί να συμβούν τα ανωτέρω, όταν το Δικαστήριο παράλληλα με την κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης λόγω μη επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος, αποφάνθηκε ότι η πράξη έχει υποπέσει σε παραγραφή και έπαυσε την ποινική δίωξη. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή  λύεται οριστικά το ζήτημα της παραγραφής. Για όσα επισημάνθηκαν κρίσιμες είναι οι διατάξεις των άρθρων 321 παρ. 2γ,4β, 548 ΚΠΔ.

  ===Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση εγγράφων από το δικαστικό συμβούλιο για την παραπομπή του κατηγορουμένου είναι άξιο αναφοράς ότι η κατά το άρθρο 171§1 εδ.δ’ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα για μη τήρηση των διατάξεων, που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις, που επιβάλλει ο νόμος, δεν επέρχεται στην περίπτωση που το Δικαστικό Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη και εκτιμά έγγραφο της ποινικής δικογραφίας κατά του οποίου ο κατηγορούμενος προέβαλε ισχυρισμό περί πλαστότητας, χωρίς προηγουμένως να απαντήσει επί του ισχυρισμού αυτού, ή δεν αναβάλλει την έκδοση του βουλεύματος ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία (ΣυμβΑΠ 1068/2003).

===Στο πεδίο της ακυρότητας αναφορικά με την παραβίαση υπερασπιστικού δικαιώματος του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, όταν τούτο συνδέεται με αίτημά του για επισύναψη στη δικογραφία ενός εγγράφου η μη ικανοποίηση του αιτήματος επιφέρει παραβίαση υπερασπιστικού δικαιώματος μόνο όταν υπάρχει ζήτημα υπό αμφισβήτηση, που το ζητηθέν έγγραφο μπορεί να αποσαφηνίσει. Αν όμως από άλλες αποδείξεις το εν λόγω ζήτημα έχει επιλυθεί και δεν υφίσταται αμφισβήτηση γι’αυτό η μη ικανοποίηση του αιτήματος δεν επιφέρει ακυρότητα (βλ. ΑΠ 809/2022).

===Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία στο ακροατήριο ζητήματα προκύπτουν από την εφαρμογή στην πράξη της διάταξης του άρθρου 327 παρ. 2 ΚΠΔ. Σύμφωνα με την υπ’αριθ. 1405/2009 απόφαση του ΑΠ η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 327 παρ. 2 του ΚΠΔ, που προβλέπει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει από τον Εισαγγελέα την κλήτευση ενός τουλάχιστον μάρτυρα, αν κατηγορείται για πλημμέλημα ή δύο μαρτύρων, αν κατηγορείται για κακούργημα, συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, διότι παραβιάζει δικαίωμα που έχει σχέση με την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ. Κατά τη διάταξη όμως της παρ. 4 του ίδιου άρθρου “Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο”.

Συνεπώς αν η υπόθεση είναι αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και δικάζεται κατ’ έφεση από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ο κατηγορούμενος δεν έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον Εισαγγελέα την κλήτευση μάρτυρα και επομένως η απόρριψη από τον τελευταίο της αίτησης, που υποβλήθηκε, δεν δημιουργεί ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πρώτο και με στοιχ. β’, της αιτήσεως αναιρέσεως λόγο, επικαλείται την, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που προκλήθηκε από την απόρριψη της από 27.3.2008 αίτησής του, την οποία υπέβαλε κατά την προπαρασκευαστική διαδικασία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και με την οποία ζήτησε την κλήτευση των μαρτύρων … και …, προκειμένου αυτοί να προσέλθουν και να καταθέσουν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζοντος ως Εφετείου, μετά την άσκηση από τον αναιρεσείοντα έφεσης κατά της 39221/2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Συνεπώς ο παραπάνω λόγος είναι αβάσιμος, διότι βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί.

=== Ωστόσο πρέπει να αποσαφηνιστεί τι ισχύει με τους απόντες μάρτυρες στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η απόφαση του ΑΠ, που ενδιαφέρει, είναι η υπ’αριθ.739/2020. Σύμφωνα με αυτή:

Κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠΔ, στην κατ’ έφεση δίκη, εάν εμφανισθεί ο εκκαλών και αρχίσει η συζήτηση, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει, εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα του αν τα ονόματά τους γνωστοποιήθηκαν ή μη, ή αν εξετάσθηκαν ή όχι στην πρωτόδικη δίκη. Μόνο αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην εξέταση τέτοιων μαρτύρων και το δικαστήριο αρνηθεί να τον ακούσει ή παραλείψει ν’ αποφανθεί, επέρχεται απόλυτη, κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.

(Σημείωση: Προσοχή το άρθρο 502 πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 άρθρου 352 ΚΠΔ για αναβολή της δίκης για νέες αποδείξεις).

Ακόμη ο Εισαγγελέας κατά το άρθρο 327 και 500 εδ. γ’ και δ’ Κ.Π.Δ κλητεύει όλους τους κατά την κρίση του ουσιώδεις μάρτυρες, η εκτίμηση του δε αυτή, αν δηλαδή ο μάρτυρας είναι ουσιώδης υπόκειται στην κρίση του και η παράλειψη του να κλητεύσει τέτοιους μάρτυρες δεν επιφέρει ακυρότητα, έστω και αν δεν κλητεύθηκαν στην κατ’ έφεση δίκη.

 Βέβαια το Δικαστήριο κρίνει κυριαρχικά και με αιτιολογημένη απόφαση του, κατά τη διεξαγωγή της δίκης να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις με σκοπό να εξετασθούν και άλλοι μάρτυρες, που δεν κλητεύθηκαν ή δεν εμφανίστηκαν στη δίκη. Όμως το παραδεκτά υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να αιτιολογείται πλήρως σε περίπτωση απόρριψης και εκδίκασης περαιτέρω της υπόθεσης. Το αίτημα είναι  ορισμένο, μόνον όταν αναφέρονται τα ζητήματα για τα οποία θα κατέθετε ο μάρτυρας, ώστε να κριθεί αν τα ζητήματα αυτά είναι κρίσιμα για να σχηματίσει το δικαστήριο ασφαλέστερη κρίση. Αν το δικαστήριο, απορρίψει το αίτημα αυτό, παρ’ ότι υποβλήθηκε παραδεκτά και είναι ορισμένο, χωρίς στην παρεμπίπτουσα απόφασή του να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στη συνέχεια δε προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, ιδρύονται λόγοι αναίρεσης τόσο για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, το οποίο ρυθμίζεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όσο και για έλλειψη αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠΔ). Εν τέλει εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ΚΠΔ δικανική του πεποίθηση.

===Επιπρόσθετα όταν το δικαστήριο χρειάζεται να αναγνώσει την απολογία του κατηγορουμένου πρέπει να έχει υπόψη του όσα διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 365παρ. 2 ΚΠΔ. Σύμφωνα με την απόφαση του ΑΠ 1665/2022 η ανάγνωση περικοπών και μόνον της έγγραφης απολογίας του κατηγορουμένου στην προδικασία είναι επιτρεπτή, μόνο στην περίπτωση που στο ακροατήριο απαντά ο κατηγορούμενος κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει καταθέσει στην προδικασία και όχι όταν απλώς αρνείται να απαντήσει σε κάποια ερώτηση χάριν της πληρέστερης προστασίας του καθιερωμένου, κατά τα κατωτέρω δικαιώματος σιωπής αυτού. Δυνατότητα ανάγνωσης της απολογίας προς υποβοήθηση της μνήμης του κατηγορουμένου δεν προβλέπεται από την άνω διάταξη. Δεν επιτρέπεται η ανάγνωση και, ειδικότερα, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα της κατά την προδικασία ληφθείσας απολογίας του κατηγορουμένου και μάλιστα ολόκληρης, ανεξάρτητα από την τυχόν προβολή ή μη αντιρρήσεων για την ανάγνωσή της, εκ μέρους του κατηγορουμένου, διότι παραβιάζεται το δικαίωμα σιωπής και η αρχή της αμεσότητας που πρέπει να διέπει την ποινική διαδικασία.

===Βέβαια συχνά εμφανίζεται στην πράξη το ζήτημα της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αν τούτο δεν είναι μεταφρασμένο (όπως το άρθρο 237 ΚΠΔ) επιβάλλει στη γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος.

Πως όμως διαπιστώνεται τυχόν κατανόηση της ελληνικής γλώσσας από τον κατηγορούμενο παρά το ότι αυτός είναι υπήκοος άλλης χώρας της Ε.Ε και το επιδοθέν σε αυτόν κλητήριο θέσπισμα είναι στην ελληνική γλώσσα? Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στη μελέτη της υπ’αριθμ. 1685/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή το Ακυρωτικό Δικαστήριο αναίρεσε απόφαση Δικαστηρίου της ουσίας, που έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου, αφού, μολονότι ήταν ολλανδός υπήκοος, του επιδόθηκε στην ελληνική γλώσσα κλητήριο θέσπισμα. Ειδικότερα στην ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι από το Δικαστήριο της ουσίας αγνοήθηκαν κρίσιμα έγγραφα, τα οποία συνέταξε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην ελληνική γλώσσα, είναι υπογεγραμμένα από αυτόν, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του, με τα οποία παρείχε εντολές και εξουσιοδοτούσε τους συνηγόρους του για δικονομικές ενέργειες και από τα οποία προκύπτει αντίθετο συμπέρασμα από την άνω κρίση του.

===Πρέπει όμως να γίνει η εξής επίσήμανση, όπως δέχθηκε ο ΑΠ με την υπ’αριθ.1369/2018 απόφασή του. Δηλαδή ότι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από έλληνες δικηγόρους δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου και παραίτησή του από το υπερασπιστικό του δικαίωμα, στο να λάβει γνώση της κατηγορίας σε γλώσσα που να κατανοεί.

===Επίσης στην πράξη συχνά ανακύπτουν ζητήματα στην επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος όταν τούτη πρέπει να γίνει μέσω τρίτου προσώπου. Ειδικότερα:

Α) Όταν ο κατηγορούμενος έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας στην αλλοδαπή, τότε η επίδοση γίνεται μόνο στον συνήγορό του, που έχει διορίσει. Αν δεν έχει διορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο, τότε η επίδοση γίνεται στον αντίκλητο (που είναι δικηγόρος της έδρας του οικείου Πρωτοδικείου). Αν δεν έχει διορίσει ούτε αντίκλητο ή ο διορισθείς παύθηκε ή για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατή η επίδοση στον αντίκλητο, τότε τούτη γίνεται στον γραμματέα τπυ Πλημμελειοδικείου, που ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η ανάκριση ή η αυτεπάγγελτη προανάκριση (άρθρ. 156 παρ. 4 ΚΠΔ). Αυτό, που πρέπει να προσεχθεί στην πιο πάνω περίπτωση, είναι η σειρά των μορφών επίδοσης.

Β) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει στην ημεδαπή διεύθυνση κατοικίας, που είναι ανύπαρκτη ή ελλιπής, τότε αν υπάρχει προηγούμενη διεύθυνση κατοικίας, που είχε όμως δηλωθεί από αυτόν, η επίδοση γίνεται σε αυτήν τη διεύθυνση (δηλαδή την προηγούμενη δηλωθείσα). Αν ούτε αυτό είναι δυνατό, τότε η επίδοση γίνεται στον γραμματέα της Εισαγγελίας, όπου ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου που εκκρεμεί η υπόθεση. Τότε μόνο παρακάμπτεται η πιο πάνω διαδικασία (της επίδοσης στην Εισαγγελία), όταν ο κατηγορούμενος έχει διορίσει αντίκλητο, οπότε η επίδοση μόνο στον αντίκλητο του κατηγορουμένου (άρθρ. 156 παρ. 3 ΚΠΔ).

Γ) Αν ο κατηγορούμενος δεν βρίσκεται στην οικία του την ώρα της επίδοσης, τούτη γίνεται σε κάποιο πρόσωπο, που έστω προσωρινά διαμένει μαζί του, ή στον οικιακό βοηθό, ή στον διευθυντή της επιχείρησης, ή στον θυρωρό της οικίας. Αν τα ανωτέρω πρόσωπα αρνηθούν την παραλαβή ή αν δεν βρεθούν ούτε αυτά, ακολουθεί η θυροκόλληση. Τότε σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται επίδοση και στον αντίκλητο (χωρίς να είναι κρίσιμο αν ήταν ή όχι υποχρεωτικός ο διορισμός αντικλήτου). Η μεταγενέστερη χρονικά από τις δύο είναι η κρίσιμη για την επέλευση των αποτελεσμάτων της επίδοσης (αρθρ. 155 παρ. 1 ΚΠΔ).

Δ). Στην περίπτωση της παραγράφου 3 άρθρου 156 ΚΠΔ που ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε υπαρκτή διεύθυνση κατοικίας αλλά βρέθηκε άλλη υπαρκτή διεύθυνση, που είχε δηλώσει προγενέστερα, τότε η επίδοση γίνεται σε αυτή (αφού τούτη νοείται ως υπαρκτή διεύθυνση) και μόνο αν γίνει θυροκόλληση σε αυτή (επειδή ο κατηγορούμενος δεν ήταν παρών ή δεν βρέθηκαν συγγενικά του πρόσωπα ή άλλοι σύνοικοι), ακολουθεί επίδοση στον αντίκλητο.

Ε) Αν ο κατηγορούμενος είναι αγνώστου διαμονής και δεν εντοπίζεται κάποιο συγγενικό πρόσωπο (σύζυγος, ένας από τους γονείς, τα αδέρφια και τέκνα του) τότε η επίδοση γίνεται στον γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, που έγινε ή γίνεται η ανάκριση, η προανάκριση, η προκαταρκτική εξέταση (άρθρ. 157 παρ. 2 ΚΠΔ).

Ε.Γάκη, συγκριτικός πίνακας Ν. 3500/2006 (πριν και μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 5090/2024)

 

Ν. 3500/2006 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 5090/2024 (ισχύ από 1.5.2024)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ

Ευαγγελία Γάκη

Δικαστικός Λειτουργός Ε.Δ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 1

Ορισμοί. Για τον παρόντα νόμο θεωρείται:

1. Ενδοοικογενειακή βία, η τέλεση αξιόποινης πράξης, σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του Ποινικού Κώδικα.

 

 

2. α. οικογένεια ή κοινότητα που αποτελείται από συζύγους  «ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης» ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους.

β. στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια.

γ. οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στους μόνιμους συντρόφους και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, στους τέως συζύγους, στα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και στους τέως μόνιμους συντρόφους.

3. θύμα ενδοοικογενειακής βίας κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος. Θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέσθηκε αξιόποινη πράξη, κατά τα άρθρα 299 και 311 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και ο ανήλικος κατά την παράγραφο 2, ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας.

 

 

Άρθρο 2

 Απαγόρευση χρήσης βίας

Η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας απαγορεύεται.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Η ενδοοικογενειακή βία ως τεκμήριο κλονισμού του γάμου

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1439 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος.”

 

 

Άρθρο 4

Σωματική βία σε βάρος ανηλίκων

 

Επί ασκήσεως σωματικής βίας σε βάρος ανηλίκου, ως μέσου σωφρονισμού στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα.

 

 

Άρθρο 5

Χρηματική ικανοποίηση

Η κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος για μία από τις πράξεις του παρόντος νόμου, δεν μπορεί να είναι κατώτερη των χιλίων (1.000) ευρώ, εκτός αν ο ίδιος ο παθών ζήτησε μικρότερο ποσό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6

Ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη

1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β΄ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους.

2. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου είναι δυνατόν να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο ετών. Αν επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του, τιμωρείται με κάθειρξη.

3. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου τελέσθηκε σε βάρος εγκύου ή σε βάρος μέλους της οικογένειας το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο ετών και αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους.

 

4. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν το θύμα είναι ανήλικος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αντίστοιχα και όταν ο δράστης εργάζεται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας, η δε πράξη του στρέφεται σε βάρος προσώπου, το οποίο δέχεται τις υπηρεσίες του φορέα αυτού.

 

 

 

Άρθρο 7

Ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή

1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β΄ του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα.

 

 

2. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση.

 

 

 

Άρθρο 8

Βιασμός και κατάχρηση σε ασέλγεια

1.Η παρ. 1 του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται.

2.Η παρ. 1 του άρθρου 338 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται.

 

Άρθρο 9

 Ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας

1.         Το μέλος της οικογένειας το οποίο προσβάλλει την αξιοπρέπεια άλλου μέλους της, με ιδιαίτερα ταπεινωτικό λόγο ή έργο που ανάγεται στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

 

2.        Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών μέχρι τριών ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι ανήλικος.

3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αντίστοιχα και όταν ο δράστης εργάζεται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας, η δε πράξη του στρέφεται σε βάρος προσώπου, το οποίο δέχεται τις υπηρεσίες του φορέα αυτού.

 

Άρθρο 10

Παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης

Όποιος σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειάς του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον δωροδοκεί, με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι τριών ετών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

Άρθρο 11

Προϋποθέσεις

1. Στα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας ο αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης εισαγγελέας διερευνά τη δυνατότητα διαμεσολάβησης κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων.

 

2. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά:

α) να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

β) να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές. Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της παρακολούθησής του. Το σχετικό πιστοποιητικό επισυνάπτεται στο φάκελο της δικογραφίας. Αναφέρονται δε σε αυτό, αναλυτικά, το αντικείμενο του συμβουλευτικού – θεραπευτικού προγράμματος και ο αριθμός των συνεδριών που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της παρακολούθησης του προγράμματος εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου 13.

 

 

 

γ) να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3. Αν το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικος, η ποινική διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού και από κοινού από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια, εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται κατ` αυτήν και να ακούγεται. Τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου αντιπροσωπεύουν τον ανήλικο στη διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης και για τις αστικές αξιώσεις.

4. Οι σχετικές με την ποινική διαμεσολάβηση διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται, αν ο φερόμενος ως δράστης της πράξεως ενδοοικογενειακής βίας είναι επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του ανηλίκου.

5. Αν την πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βαθμό πλημμελήματος φέρεται να έχει τελέσει ανήλικος, εφαρμόζεται το άρθρο 45Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Άρθρο 12

Διαδικασία

1. Αν σε βάρος του υπαιτίου κινηθεί η Διαδικασία των άρθρων 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική διαδικασία χωρεί κατά τις παραγράφους 3 έως 6 του παρόντος άρθρου. Το δικαστήριο που αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά το πρώτο εδάφιο, εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν στον υπαίτιο Περιοριστικοί όροι κατά το άρθρο 18 του παρόντος νόμου.

2. Αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια:

α) μπορεί να διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο ως θύμα, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα της καταγγελίας για την σε βάρος του τέλεση της πράξεως,

β) εξετάζει ο ίδιος κάθε μάρτυρα που προτείνεται, καθώς και τα πρόσωπα της οικογένειας ή παραγγέλλει την εξέταση αυτών από τους αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους, και

γ) καλεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξεως να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο εξηγήσεις υπό τους όρους του άρθρου 31 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

3. Αν ο παρέχων εξηγήσεις δεν υποβάλει ο ίδιος, ή μέσω του συνηγόρου του, την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, καλείται, προς τούτο, από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να λάβει προθεσμία τριών ημερών για να απαντήσει.

4. Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει, κινείται η ποινική Διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι θετική, ο εισαγγελέας ενημερώνει τον παθόντα ή τον συνήγορό του για την κατά τα ανωτέρω δήλωση του ενδιαφερομένου και, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα, παρέχεται στον παθόντα προθεσμία, το πολύ τριών ημερών, για να δηλώσει αν δέχεται τη διαμεσολάβηση.

5. Αν η απάντηση του παθόντος είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει ή δεν επέλθει συμφωνία ως προς τους όρους της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 11, κινείται η ποινική Διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παθόντος είναι θετική, ο εισαγγελέας με διάταξή του θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας. Κατά της διατάξεως αυτής δεν χωρεί προσφυγή.

6. Αν τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση της πράξης είναι περισσότερα, για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης απαιτείται μεταξύ τους συμφωνία. Το ίδιο ισχύει και αν η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη αφορά περισσότερα θύματα. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά τα προηγούμενα εδάφια, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή.

7. Η συμφωνία των διαδίκων μερών για την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του παρόντος έναρξη της Διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης μπορεί να υποβληθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα και με σχετικό πρακτικό εκ μέρους των συνηγόρων τους.

 

 

 

 

 

Άρθρο 13

 Ποινικές συνέπειες

1. Η διάταξη του εισαγγελέα που εκδίδεται κατόπιν ποινικής διαμεσολάβησης καταχωρίζεται σε ειδική μερίδα στο δελτίο ποινικού μητρώου και τηρείται για χρονικό διάστημα ίσο προς τον εκ του νόμου προβλεπόμενο χρόνο παραγραφής του εγκλήματος στο οποίο αφορά.

2. Αν ο ενδιαφερόμενος συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η σχετική Διαδικασία ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για το έγκλημα που αφορά.

3. Η διαπιστούμενη από τον εισαγγελέα υπαίτια μη ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης διακόπτει τη διαδικασία και προκαλεί την αναδρομική άρση των επελθόντων αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο, η δε ποινική διαδικασία συνεχίζεται κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χωρίς να επιτρέπεται πλέον η υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση.

4. Ενόσω διαρκεί η Διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης, τελεί σε εκκρεμοδικία η πράξη στην οποία αυτή αφορά. Η άσκηση ποινικής δίωξης για πράξη για την οποία εξαλείφθηκε η ποινική αξίωση της πολιτείας, λόγω ολοκληρώσεως της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης, είναι απαράδεκτη. Η παραγραφή της πράξης αναστέλλεται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης.

5. Η άρνηση ενός εκ των διαδίκων μερών να δεχθεί τη διαμεσολάβηση ή η αποτυχία ολοκληρώσεώς της, για οποιαδήποτε αιτία, δεν επάγονται σε βάρος αυτών καμία αρνητική ουσιαστική ή δικονομική συνέπεια στην ποινική δίκη που επακολουθεί.

6. Στην παρ. 3 του άρθρου 574 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται στοιχείο γ΄, το οποίο έχει ως εξής:”

γ) η διάταξη του εισαγγελέα που εκδίδεται κατόπιν ποινικής διαμεσολάβησης σε εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας.”

 

 

 

 

Άρθρο 14

Αστικές συνέπειες

1. Η συμφωνία των διαδίκων για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης ισχύει ως συμβιβασμός ως προς τις χρηματικές αξιώσεις από το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας. Μόνη η συμφωνία του παθόντος συζύγου για την έναρξη της διαδικασίας δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής διαζυγίου ή την υποβολή αιτήσεως συναινετικής λύσεως του γάμου, την πρόοδο της δίκης και τη λύση του γάμου.

2. Η εντός τριετίας από την αρχειοθέτηση της υπόθεσης μη συμμόρφωση του φερόμενου ως δράστη προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης παρέχει στο θύμα του εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας το δικαίωμα να ζητήσει, με αγωγή του, την ανατροπή της συμφωνίας, όσον αφορά στις χρηματικές αξιώσεις. Με την άσκηση της αγωγής ανατροπής αναβιώνουν οι χρηματικές αξιώσεις του παθόντος, τα δε καταβληθέντα λόγω της συμφωνίας αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

3. Μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης αποκλείεται η ανατροπή της συμφωνίας, εξ οιουδήποτε λόγου και η αναζήτηση των καταβληθέντων σε συμμόρφωση αυτής. Τα ίδια αποτελέσματα επιφέρει και η λύση του γάμου μεταξύ των συζύγων εντός της τριετίας.

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 15

Προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης

Στο τέλος του άρθρου 735 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:

“Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να διατάσσεται ιδίως η απομάκρυνση του καθ` ου από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας.”

 

Άρθρο 16

Παραγραφή

«Αν οι πράξεις των άρθρων 6, 7 και 9 του παρόντος στρέφονται κατά ανηλίκου, η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος και για ένα έτος μετά, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα, και για τρία έτη μετά, εφόσον πρόκειται για κακούργημα.».

 

Άρθρο 17

 Ποινική δίωξη

1. Η ποινική δίωξη για τα εγκλήματα των άρθρων 6, 7, 9 και 10 ασκείται αυτεπαγγέλτως.

2. Σε βάρος του υπαιτίου εφαρμόζεται η Διαδικασία των άρθρων 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

 

Άρθρο 18

 Περιοριστικοί όροι

 

«1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθούν στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, περιοριστικοί όροι, όπως ιδίως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Όποιος παραβιάζει τον περιοριστικό όρο που του έχει επιβληθεί τιμωρείται με φυλάκιση.».

 

 

 

 

 

 

2. Ο περιοριστικός όρος που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να ανακληθεί, αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί από το αρμόδιο δικαστικό όργανο που τον επέβαλε, με αίτηση αυτού στον οποίο επιβλήθηκε ή του θύματος, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίησή του ή και αυτεπαγγέλτως αν εκλείψουν οι λόγοι επιβολής ή προκύψει λόγος αντικατάστασης του όρου. Το δικαστικό όργανο αποφαίνεται αφού ακούσει το θύμα και αυτόν στον οποίο επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος.

3. Το δικαστικό όργανο που είναι αρμόδιο κατά την παράγραφο 1 για την επιβολή, ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίηση των περιοριστικών όρων, μπορεί να ζητήσει, συμβουλευτικά, τη γνώμη ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επιστημόνων με ειδικές γνώσεις σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά εργάζονται σε δημόσιο φορέα υγείας.

 

 

 

 

 

 

 

Άρθρο 19

 Εξέταση μαρτύρων

1. Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, μέλη της οικογένειας εξετάζονται ως μάρτυρες χωρίς όρκο.

2. Οι ανήλικοι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, αλλά αναγιγνώσκεται η κατάθεσή τους, εφόσον υπάρχει, εκτός εάν η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία από το δικαστήριο.

 

Άρθρο 20

 Υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας

1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους.

2. Οι παραβάτες της διατάξεως αυτής τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

ΑΡΩΓΗ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ

 Άρθρο 21

Κοινωνική συμπαράσταση

 

1. Τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δικαιούνται ηθικής συμπαράστασης και της αναγκαίας υλικής συνδρομής από νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

 

2.         Οι αστυνομικές αρχές που επιλαμβάνονται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται, εφόσον το ζητήσει το θύμα, να ενημερώσουν αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, αρωγή.

 

 

Άρθρο 22

Ευεργέτημα πενίας

Στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, εξαιτίας του συγκεκριμένου περιστατικού, παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας με μόνη την απόδειξη του περιστατικού βίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 194 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν αδυνατούν να καταβάλουν, έστω και προσωρινά, τις απαιτούμενες δικαστικές δαπάνες.

 

Άρθρο 23

 Υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών

1. Εκπαιδευτικός ή μέλος του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) ή του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (Ε.Β.Π.) της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας.

Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής.

2. Κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο διευθυντής της σχολικής μονάδας, ο οποίος ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη στις παραπάνω αρμόδιες αρχές, και ο εκπαιδευτικός, ο οποίος την πληροφορήθηκε ή τη διαπίστωσε, καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες, μόνο αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο.

 

 

 

 

3. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τα μέλη του προσωπικού και τους Προϊσταμένους των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) του άρθρου 6 και της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 4547/2018 (Α` 102).».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άρθρο 24

Το άρθρο 342 του Ποινικού Κώδικα (κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια) αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 342. Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια

1.        Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά,

τιμωρείται ως εξής:

α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών,

β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, όχι όμως και τα δεκαοκτώ έτη, με κάθειρξη.

2.        Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης της πρώτης παραγράφου:

α) από οικείο,β) από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο ή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του, γ) από εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, γυμναστή ή άλλο πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα στον ανήλικο, δ) από πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του ανηλίκου, ε) από κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση, στ) από ψυχολόγο, ιατρό, νοσοκόμο ή από ειδικό επιστήμονα που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο.

3.        Ο ενήλικος ο οποίος με χειρονομίες, με προτάσεις ή με εξιστόρηση, απεικόνιση ή παρουσίαση πράξεων που αφορούν τη γενετήσια ζωή προσβάλλει την αιδώ ανηλίκου, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και αν η πράξη τελείται κατά συνήθεια με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές.

4. Ο ενήλικος, ο οποίος μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας, αποκτά επαφή με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δεκαέξι έτη και με προτάσεις ή με εξιστόρηση, απεικόνιση ή παρουσίαση πράξεων που αφορούν τη γενετήσια ζωή προσβάλλει την αιδώ του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και αν η πράξη τελείται κατά συνήθεια με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.

5. Η Παραγραφή των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του ανηλίκου.”

 

Άρθρο 25-27 Παραλείπονται ως αναφερόμενα στους εξωτερικούς φρουρούς της Ελλ. Αστυνομίας

 

Άρθρο 28

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει τρεις μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

 

 

 

 

Άρθρο 1

Ορισμοί.  Για τον παρόντα νόμο θεωρείται:

1. Ενδοοικογενειακή βία, η τέλεση αξιόποινης πράξης, σε βάρος μέλους της οικογένειας ή σε βάρος προσώπου που δέχεται τις υπηρεσίες φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας στον οποίο ο δράστης εργάζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299, 311, 336 και 338 του Ποινικού Κώδικα.

2.α. Οικογένεια, η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους.

β. Στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια.

γ. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στους μόνιμους συντρόφους και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, στους πρώην συζύγους, στα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και στους πρώην μόνιμους συντρόφους.

3. Θύμα ενδοοικογενειακής βίας, κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, και 9 του παρόντος. Θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέσθηκε αξιόποινη πράξη, κατά τα άρθρα 299, 311, 336 και 338 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και ο ανήλικος κατά την παρ. 2, ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας.

 

 

Άρθρο 2

Απαγόρευση χρήσης βίας

Η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας απαγορεύεται.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Η ενδοοικογενειακή βία ως τεκμήριο κλονισμού του γάμου

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1439 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος.”

 

 

Άρθρο 4

Σωματική και ψυχολογική βία σε βάρος ανηλίκων

Επί ασκήσεως σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος ανηλίκου, στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα.

Η 30ή Απριλίου κάθε χρόνου ορίζεται ως ημέρα κατά της σωματικής τιμωρίας ανηλίκων.

 

Άρθρο 5

Χρηματική ικανοποίηση

Η κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος για μία από τις πράξεις του παρόντος νόμου, δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, εκτός αν ο ίδιος ο παθών ζήτησε μικρότερο ποσό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6

Ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη

1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α’ της παρ. 1 του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β’ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον ενός (1) έτους.

2. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου είναι δυνατόν να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών. Αν επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών. Αν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του, τιμωρείται με κάθειρξη.

3. Αν η πράξη της παρ. 1 τελέσθηκε σε βάρος εγκύου ή σε βάρος μέλους της οικογένειας, το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί ή αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και αν φέρει και τα χαρακτηριστικά του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών.

4. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν το θύμα είναι ανήλικος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών.

5. ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ

 

 

 

 

 

Άρθρο 7

Ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή

1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας κάθε μορφή βίας ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β’ του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα. Όποιος τελεί την αξιόποινη πράξη του πρώτου εδαφίου ενώπιον ανηλίκου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους.

2. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας απειλώντας το με κάθε μορφή βίας ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση. Όποιος τελεί την αξιόποινη πράξη του πρώτου εδαφίου ενώπιον ανηλίκου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.

 

Άρθρο 8

Βιασμός και κατάχρηση σε ασέλγεια

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Των παρ. 1 των άρθρων 336 και 338 του παλαιού Π.Κ.

  

Άρθρο 9

Ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας

1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προσβάλλει την αξιοπρέπεια άλλου μέλους της, με ιδιαίτερα ταπεινωτικό λόγο ή έργο που ανάγεται στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.

 

2. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών τιμωρείται η πράξη της παρ. 1, αν ο παθών είναι ανήλικος ή η πράξη τελείται ενώπιον του.

3. ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ.

 

 

 

Άρθρο 10

Παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης

Όποιος σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειάς του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον δωροδοκεί, με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι τριών ετών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

Άρθρο 11

Προϋποθέσεις

1. Στα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας ο αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης εισαγγελέας ή ο αρμόδιος ανακριτικός υπάλληλος, ενεργώντας στο πλαίσιο της παρ. 2 του άρθρου 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διερευνούν τη δυνατότητα διαμεσολάβησης κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων.

2. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά:

α) Να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

β) Να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό θεραπευτικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα απεξάρτησης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα ή σε ιδιωτικό φορέα που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές. Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της παρακολούθησής του. Το σχετικό πιστοποιητικό επισυνάπτεται στον φάκελο της δικογραφίας. Αναφέρονται δε σε αυτό, αναλυτικά, το αντικείμενο του συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος ή του προγράμματος απεξάρτησης και ο αριθμός των συνεδριών που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της παρακολούθησης του προγράμματος εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 13.

γ) Να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα. Αν αποδεδειγμένα προκύπτει, πως τόσο το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, όσο και το θύμα βρίσκονται σε πρόδηλη οικονομική αδυναμία, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να αποζημιωθεί το θύμα σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο και υφίσταται η ανάγκη μετεγκατάστασης του θύματος και των ανήλικων τέκνων του σε ασφαλές περιβάλλον και κάλυψης βασικών βιοτικών αναγκών τους, προβλέπεται η καταβολή εφάπαξ ποσού αποζημίωσης προς το θύμα, η οποία καταβάλλεται δίχως καθυστέρηση από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης του άρθρου 1 του ν. 3811/2009 (Α’ 231) κατόπιν αίτησης του θύματος με αναλογική εφαρμογή του ανωτέρου νόμου. Η περ. δ’ του άρθρου 9 του ν. 3811/2009, περί κατάχρησης δικαιώματος, εφαρμόζεται αναλόγως. Το Ελληνικό Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του αποζημιωθέντος θύματος σε βάρος του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, μέχρι το ύψος του καταβληθέντος ποσού, την είσπραξη του οποίου επιδιώκει σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α’ 190). Η αποζημίωση του θύματος από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, δεν θίγει το δικαίωμα αποζημίωσής του από το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 του Αστικού Κώδικα.

δ) Να προβεί σε κάθε άλλη ενέργεια αποκατάστασης ή μεταμέλειας που προτείνει το θύμα.

3. Αν το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικος, η ποινική διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού και από κοινού από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια, εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται κατ’ αυτήν και να ακούγεται. Τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου αντιπροσωπεύουν τον ανήλικο στη Διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης και για τις αστικές αξιώσεις.

4. Οι σχετικές με την ποινική διαμεσολάβηση διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται, αν ο φερόμενος ως δράστης της πράξεως ενδοοικογενειακής βίας είναι επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του ανηλίκου.

5. Αν την πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βαθμό πλημμελήματος φέρεται να έχει τελέσει ανήλικος, εφαρμόζεται το άρθρο 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Άρθρο 12

Διαδικασία

1. Αν σε βάρος του υπαιτίου κινηθεί η Διαδικασία των άρθρων 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική Διαδικασία χωρεί κατά τις παρ. 3 έως 6 του παρόντος άρθρου. Το δικαστήριο που αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, για οποιαδήποτε αιτία, εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν στον υπαίτιο περιοριστικοί όροι κατά το άρθρο 18 του παρόντος νόμου.

 2. Αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια:

α) μπορεί να διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο ως θύμα, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα της καταγγελίας για την σε βάρος του τέλεση της πράξεως,

β) εξετάζει ο ίδιος κάθε μάρτυρα που προτείνεται, καθώς και τα πρόσωπα της οικογένειας ή παραγγέλλει την εξέταση αυτών από τους αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους, και

γ) καλεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξεως να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο εξηγήσεις υπό τους όρους του άρθρου 31 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

3. Αν ο παρέχων εξηγήσεις δεν υποβάλει ο ίδιος, ή μέσω του συνηγόρου του, την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, καλείται, προς τούτο, από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να λάβει προθεσμία τριών (3) ημερών για να απαντήσει.

4. Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει, κινείται η ποινική Διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι θετική, ο εισαγγελέας ενημερώνει τον παθόντα ή τον συνήγορό του για την κατά τα ανωτέρω δήλωση του ενδιαφερομένου και, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα, παρέχεται στον παθόντα προθεσμία, το πολύ τριών (3) ημερών, για να δηλώσει αν δέχεται τη διαμεσολάβηση.

5. Αν η απάντηση του παθόντος είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει ή δεν επέλθει συμφωνία ως προς τους όρους της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 11, κινείται η ποινική Διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παθόντος είναι θετική, ο εισαγγελέας με διάταξή του θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας. Κατά της διατάξεως αυτής δεν χωρεί προσφυγή.

6. Αν τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση της πράξης είναι περισσότερα ή η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη αφορά περισσότερα θύματα, η δικογραφία χωρίζεται για τα μέρη που συναινούν και λαμβάνει αυτοτελή δικονομική πορεία σύμφωνα με τις επιμέρους διακρίσεις της παρ. 5.

 

7. Η συμφωνία των διαδίκων μερών για την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του παρόντος έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης μπορεί να υποβληθεί και με σχετικό πρακτικό εκ μέρους των συνηγόρων τους, στον αρμόδιο εισαγγελέα το αργότερο εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Στην τελευταία περίπτωση ο αρμόδιος εισαγγελέας αποσύρει τη δικογραφία από το πινάκιο προκειμένου να λάβουν χώρα οι ενέργειες του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 του παρόντος.

 

Άρθρο 13

Ποινικές συνέπειες

1. Η διάταξη του εισαγγελέα που εκδίδεται κατόπιν ποινικής διαμεσολάβησης καταχωρίζεται σε ειδική μερίδα στο δελτίο ποινικού μητρώου και τηρείται για χρονικό διάστημα ίσο προς τον εκ του νόμου προβλεπόμενο χρόνο παραγραφής του εγκλήματος στο οποίο αφορά.

2. Αν ο ενδιαφερόμενος συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η σχετική Διαδικασία ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για το έγκλημα που αφορά.

3. Η διαπιστούμενη από τον εισαγγελέα υπαίτια μη ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης διακόπτει τη Διαδικασία και προκαλεί την αναδρομική άρση των επελθόντων αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο, η δε ποινική Διαδικασία συνεχίζεται κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χωρίς να επιτρέπεται πλέον η υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση.

4. Ενόσω διαρκεί η διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης, τελεί σε εκκρεμοδικία η πράξη στην οποία αυτή αφορά. Η άσκηση ποινικής δίωξης για πράξη για την οποία εξαλείφθηκε η ποινική αξίωση της πολιτείας, λόγω ολοκληρώσεως της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης, είναι απαράδεκτη. Η παραγραφή της πράξης αναστέλλεται μέχρι την ολοκλήρωση της Διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης

5. Η άρνηση ενός εκ των διαδίκων μερών να δεχθεί τη διαμεσολάβηση ή η αποτυχία ολοκληρώσεώς της, για οποιαδήποτε αιτία, δεν επάγονται σε βάρος αυτών καμία αρνητική ουσιαστική ή δικονομική συνέπεια στην ποινική δίκη που επακολουθεί.

6. Στην παρ. 3 του άρθρου 574 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται στοιχείο γ΄, το οποίο έχει ως εξής:

“γ) η διάταξη του εισαγγελέα που εκδίδεται κατόπιν ποινικής διαμεσολάβησης σε εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας.”

 

 

 

 

Άρθρο 14

Αστικές συνέπειες

1. Η συμφωνία των διαδίκων για την έναρξη της διαδικασίας της ποινικής διαμεσολάβησης δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής διαζυγίου ή την υποβολή αιτήσεως συναινετικής λύσης του γάμου, την πρόοδο της δίκης και τη λύση του γάμου ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης.

 

 

2. Η μη συμμόρφωση του φερόμενου ως δράστη προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης και η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή της συμφωνίας, όσον αφορά στις χρηματικές αξιώσεις του θύματος, οι οποίες αναβιώνουν αναδρομικά και μπορούν να αναζητηθούν κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Τα καταβληθέντα, λόγω της συμφωνίας, μπορούν να αναζητηθούν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

3. Μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης και τη συμμόρφωση του φερόμενου ως δράστη στους όρους της συμφωνίας, όσον αφορά στις χρηματικές αξιώσεις του θύματος, αποκλείεται η ανατροπή αυτής, εξ οιουδήποτε λόγου και η αναζήτηση των καταβληθέντων σε συμμόρφωση αυτής.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 15

Προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης

Στο τέλος του άρθρου 735 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:

“Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να διατάσσεται ιδίως η απομάκρυνση του καθ` ου από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας.”

 

Άρθρο 16

Παραγραφή

Αν οι πράξεις των άρθρων 6, 7 και 9 του παρόντος στρέφονται κατά ανηλίκου, η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής αναστέλλεται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.

 

 

 

Άρθρο 17

Ποινική δίωξη

1. Η ποινική δίωξη για τα εγκλήματα των άρθρων 6, 7, 9 και 10 ασκείται αυτεπαγγέλτως.

2. Σε βάρος του υπαιτίου εφαρμόζεται η Διαδικασία των άρθρων 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 

Άρθρο 18

Περιοριστικοί όροι

 

1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθούν στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, περιοριστικοί όροι, όπως ιδίως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας, η συμμετοχή του σε θεραπευτικά ή συμβουλευτικά προγράμματα ή προγράμματα απεξάρτησης. Για την επιβολή περιοριστικών όρων λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα και η συχνότητα της πράξης, η επικινδυνότητα του δράστη και η υποτροπή. Απόσπασμα των ανωτέρω αποφάσεων, βουλευμάτων και διατάξεων, που επιβάλλουν περιοριστικούς όρους διαβιβάζεται αυθημερόν στον αρμόδιο για την εκτέλεσή τους Εισαγγελέα και κοινοποιείται αμελλητί στις διωκτικές αρχές. Όποιος παραβιάζει τον περιοριστικό όρο που του έχει επιβληθεί τιμωρείται με φυλάκιση.

2. Ο περιοριστικός όρος που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να ανακληθεί, αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί από το αρμόδιο δικαστικό όργανο που τον επέβαλε, με αίτηση αυτού στον οποίο επιβλήθηκε ή του θύματος, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίησή του ή και αυτεπαγγέλτως αν εκλείψουν οι λόγοι επιβολής ή προκύψει λόγος αντικατάστασης του όρου. Το δικαστικό όργανο αποφαίνεται αφού ακούσει το θύμα και αυτόν στον οποίο επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος.

3. Το δικαστικό όργανο που είναι αρμόδιο κατά την παρ. 1 για την επιβολή, ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίηση των περιοριστικών όρων, μπορεί να ζητήσει, συμβουλευτικά, τη γνώμη ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επιστημόνων με ειδικές γνώσεις σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά εργάζονται σε δημόσιο φορέα ή σε ιδιωτικό φορέα που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας.

 

 

 

 

Άρθρο 19

Εξέταση μαρτύρων

1. Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, μέλη της οικογένειας εξετάζονται ως μάρτυρες χωρίς όρκο.

2. Οι ανήλικοι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, αλλά αναγιγνώσκεται η κατάθεσή τους, εφόσον υπάρχει, εκτός εάν η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία από το δικαστήριο.

 

Άρθρο 20

Υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας

1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους.

2. Οι παραβάτες της διατάξεως αυτής τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

ΑΡΩΓΗ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 21

Κοινωνική συμπαράσταση

 

1. Τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δικαιούνται ηθικής συμπαράστασης και της αναγκαίας υλικής συνδρομής από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς υπό την εποπτεία των Υπουργείων Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

2. Οι αστυνομικές αρχές που επιλαμβάνονται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται να ενημερώσουν αμελλητί αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, αρωγή.

 

 

Άρθρο 22

Ευεργέτημα πενίας

Στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, εξαιτίας του συγκεκριμένου περιστατικού, παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας με μόνη την απόδειξη του περιστατικού βίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 194 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν αδυνατούν να καταβάλουν, έστω και προσωρινά, τις απαιτούμενες δικαστικές δαπάνες.

 

Άρθρο 23

Υποχρεώσεις των επαγγελματιών

1. Παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, μέλος του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, επιμελητής, προπονητής ή γιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε ανήλικο, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πληροφορείται ή διαπιστώνει με οποιονδήποτε τρόπο, ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ανηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούται να το αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες διωκτικές αρχές. Την ίδια υποχρέωση έχει ιατρός που με βάση σοβαρά αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής εξέτασης διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ενηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας.

 

 

2. Τα πρόσωπα της παρ. 1, που προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά.

2.Α. Τα πρόσωπα της παρ. 1 καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μόνο αν το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο.

3. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τα μέλη του προσωπικού και τους Προϊσταμένους των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) του άρθρου 6 και της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 4547/2018 (Α’ 102).

 

Άρθρο 23Α

Ατομική αξιολόγηση των θυμάτων και διαχείριση του κινδύνου επανάληψης της βίας και δευτερογενούς θυματοποίησης

1. Οι υπηρεσίες υποδοχής θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, όπως οι αστυνομικές αρχές, οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες υγείας και οι εξειδικευμένες δομές για την υποστήριξη των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, και ιδίως των γυναικών, κατά τον λόγο αρμοδιότητάς τους και κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης και σύμφωνης γνώμης του θύματος, προβαίνουν σε:

α) ατομική αξιολόγηση του θύματος, με σκοπό την εκτίμηση του κινδύνου να υποστεί επανάληψη της βίας ή δευτερογενή θυματοποίηση και

β) διαχείριση του κινδύνου, με τον προσδιορισμό των κατάλληλων μέτρων άμεσης προστασίας του θύματος, προκειμένου να αποτραπούν η επανάληψη της βίας και η δευτερογενής θυματοποίηση.

2. Η ατομική αξιολόγηση και διαχείριση του κινδύνου διενεργείται με τη συμμετοχή του θύματος, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη:

α) τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, όπως την ηλικία, τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητα ή εθνοτική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία, το καθεστώς διαμονής ή κατοικία, τη σχέση συγγένειας και τον βαθμό οικονομικής ή άλλης εξάρτησης με τον δράστη, καθώς και το ιστορικό προηγούμενης θυματοποίησης,

β) τον βαθμό βλάβης του θύματος, το είδος, τη σοβαρότητα και τη συχνότητα της βίας.

γ) παράγοντες επικινδυνότητας ή υποτροπής της βίας, που συντρέχουν στο πρόσωπο του δράστη, όπως ιδίως απειλές για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του θύματος, την κατοχή πυροβόλου όπλου, προηγούμενες καταδίκες για ενδοοικογενειακή βία, εξακολουθητική παρακολούθηση, εξαρτήσεις από αλκοόλ ή άλλες ουσίες, εκδήλωση βίας ή απειλών ενώπιον ανηλίκου,

δ) άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν είτε στο πρόσωπο του θύματος είτε στο πρόσωπο του δράστη.

 

3. Οι διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ενώπιον των οποίων εκκρεμεί υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας, όποτε κρίνεται αναγκαίο, ενημερώνουν και παραπέμπουν το θύμα, κατόπιν αίτησής του, σε κοινωνικές υπηρεσίες ή σε υπηρεσίες υγείας ή σε εξειδικευμένες δομές υποστήριξης θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, και ιδίως των γυναικών, για τη διενέργεια ατομικής αξιολόγησης, με σκοπό να προσδιοριστούν τα κατάλληλα μέτρα άμεσης προστασίας του.

Η ατομική αξιολόγηση επικαιροποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, αν ουσιωδώς μεταβάλλονται οι περιστάσεις που αποτέλεσαν τη βάση της.

4. Στο πλαίσιο διαχείρισης του κινδύνου, για τον προσδιορισμό των κατάλληλων μέτρων για την προστασία του θύματος, η υπηρεσία υποδοχής συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες, κατά περίπτωση, υπηρεσίες και αρχές και μπορεί να διαβιβάζει προς αυτές ή να λαμβάνει από αυτές τις αναγκαίες πληροφορίες, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του θύματος.

5. Ο τελικός προσδιορισμός και η λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας του θύματος γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη του.

6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Προστασίας του Πολίτη, Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Υγείας και Μετανάστευσης και Ασύλου καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες και διαδικασίες σχετικά με τη μεθοδολογία και τον τρόπο συνεργασίας των υπηρεσιών και αρχών των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος.

 

Άρθρο 24

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ του άρθρου 342 ΠΚ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άρθρο 25-27 Παραλείπονται ως αναφερόμενα στους εξωτερικούς φρουρούς της Ελλ. Αστυνομίας

 

Άρθρο 28

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει τρεις μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

 

 

Λ.Τσόγκας, εμπορία ανθρώπων- Ανταλλαγή πληροφοριών για την καταπολέμησή της- Ειδική μνεία στα βιομετρικά προσωπικά δεδομένα και στο εφαρμοστέο δίκαιο των αποδείξεων κατά τη διεθνή δικαστική συνεργασία

ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ – ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ ΣΤΑ ΒΙΟΜΕΤΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΦΟΡΜΑΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ  ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

 

Επιμέλεια:

Λάμπρος Σ. Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

 

===Η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί, όπως το ΕΔΔΑ επεσήμανε επανειλημμένα, βασική αποστολή των κρατών (άρθρο 4 της ΕΣΔΑ).

===Μέσα στις υποχρεώσεις των κρατών κατά την εφαρμογή του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ ανάγεται η διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας για τα θύματα. Τούτη όμως δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκόμενων αρχών σε εθνικό επίπεδο αλλά και των δικαστικών αρχών σε διεθνές επίπεδο συνεργασίας.

===Σε εθνικό επίπεδο σημαντική είναι η ανταλλαγή των πληροφοριών μεταξύ οποιασδήποτε δημόσιας αρχής και δικαστικής αρχής γίνεται μέσω της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 38 ΚΠΔ.

=== Εκείνο, που πρέπει να επισημανθεί σε επίπεδο συλλογής προσωπικών δεδομένων από δημόσια αρχή στα πλαίσια εξυπηρέτησης του δημοσίου σκοπού της, η οποία ακολούθως προχωρά σε διαβίβασή τους στον αρμόδιο Εισαγγελέα, είναι η ανάγκη για την ορθή-νόμιμη συλλογή των βιομετρικών δεδομένων. Τούτη η περίπτωση αφορά το άρθρο  9 του Κανονισμού για τα Προσωπικά Δεδομένα, το οποίο άρθρο ρυθμίζει την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πλέον δεν υπάρχει ο όρος ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Στην ειδικής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανήκουν τα βιομετρικά, τα οποία σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 4 εδ.14 είναι εκείνα, που προκύπτουν από ειδική τεχνική επεξεργασία συνδεόμενη με συμπεριφορικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου και επιτρέπουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίησή του, όπως εικόνες προσώπου και δακτυλοσκοπικά δεδομένα. Τούτα λοιπόν  δεν μπορούν να τύχουν επεξεργασίας από δημόσια αρχή στα πλαίσια εκτέλεσης του δημοσίου σκοπού της, αν δεν υπάρχει νομική βάση από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, που να προβλέπει την επεξεργασία τους και δεν υπάρχουν σαφή νομοθετικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των φυσικών προσώπων. Βέβαια η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων μπορεί να γίνει από υπαλλήλους δημοσίας υπηρεσίας, αν το φυσικό υποκείμενο δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του για συγκεκριμένο σκοπό και τούτη η συγκατάθεση δεν απαγορεύεται για την επεξεργασία των δεδομένων από το ενωσιακό ή εθνικό δικαιο δίκαιο.

===Η ψηφιακή φωτογράφηση υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει βιομετρικό προσωπικό δεδομένο και έτσι να υπαχθεί στο πεδίο του άρθρου 9 του Κανονισμού για τα προσωπικά δεδομένα. Αυτό συμβαίνει αν ψηφιακή η φωτογράφηση προσώπου είναι από κοντινή απόσταση (και μάλιστα με υψηλής ευκρίνειας μέσο) και με την κατάλληλη τεχνική ανάλυση μπορεί να εξασφαλίσει τη μοναδικότητα της ταυτοποίησης του προσώπου (όπως ακριβώς συμβαίνει με το δακτυλικό αποτύπωμα) ή αν η ψηφιακή φωτογράφηση συνδέεται μέσω της τεχνικής ανάλυσής της με πληροφορίες για συμπεριφορικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα αν η ψηφιακή φωτογράφηση είναι συνεχόμενη. Τότε, τούτη ουσιαστικά αποτυπώνει εκδήλωση συμπεριφοράς του φυσικού προσώπου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται η μοναδικότητα της πιστοποίησής του. Το συμπέρασμα ότι οι ψηφιακές φωτογραφίες του φυσικού προσώπου, που μπορούν να υποστούν τεχνική ανάλυση μέσω ειδικού εξοπλισμού, αποτελούν ιδιαίτερης κατηγορίας προσωπικό δεδομένο προκύπτει και από τις σκέψεις στη σελίδα 18 στο εγχειρίδιο της ΕΕ για τα προσωπικά δεδομένα έκδοση 2.0 της 29ης Ιανουαρίου 2020.

=== Περαιτέρω οι προανακριτικοί υπάλληλοι στα πλαίσια του άρθρου 251 ΚΠΔ μπορούν να ζητήσουν και να συλλέξουν από οποιαδήποτε δημόσια αρχή κάθε πληροφορία, που είναι χρήσιμη και έχει αποκτηθεί νόμιμα, προκειμένου να ερευνηθεί στα πλαίσια αυτεπάγγελτης προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης τυχόν πράξη εμπορίας ανθρώπων.

===Σε επίπεδο διεθνούς συνεργασίας άξια μνείας είναι η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν.4216/2013. Στο άρθρο 32 προβλέπεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης και μέσω της εφαρμογής των σχετικών ισχυουσών διεθνών και περιφερειακών πράξεων, των συμφωνιών, που συνάπτονται στη βάση ενιαίας ή αμοιβαίας νομοθεσίας των εθνικών τους δικαίων, στον ευρύτερο δυνατό βαθμό, με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, την προστασία και υποστήριξη των θυμάτων, την ανάκριση ή την ποινική δίωξη των σχετικών  εγκλημάτων.  Η πιο πάνω ρύθμιση είναι σε ακολουθία με τις θέσεις του ΕΔΔΑ, που επιβάλει τη δικονομική υποχρέωση στα κράτη για αποτελεσματική εξέταση των υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων.

===Ακόμη στο άρθρο 33 ορίζεται ότι όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος, με βάση τις πληροφορίες, που βρίσκονται στη διάθεση του, έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι η ζωή, η ελευθερία ή η σωματική ακεραιότητα  ατόμου, που αφορά η Σύμβαση, βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο στην επικράτεια άλλου συμβαλλόμενου μέρους, τότε το συμβαλλόμενο μέρος, που κατέχει τις πληροφορίες, σε μία τέτοια επείγουσα περίπτωση, τις διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση στο τελευταίο, προκειμένου να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας.

===Το πιο πάνω άρθρο δεν αναφέρεται στη διαβίβαση αποδείξεων, ούτε σε αυτό προσδιορίζεται ο μηχανισμός ανταλλαγής αποδείξεων μεταξύ των δικαστικών αρχών των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά η ρύθμισή του αφορά μόνο την ανακοίνωση πληροφοριών. Κατά συνέπεια η αποστολή πληροφοριών από τις αρχές ενός συμβαλλόμενου κράτους στις αρχές άλλου αποτελούν τη βάση για να δημιουργηθεί ο μηχανισμός ανάμεσα στα συμβαλλόμενα κράτη συλλογής αποδείξεων σε βάρος των υπόπτων για την εμπορία ανθρώπων.

===Δύο είναι οι  κύριοι μηχανισμοί, που θα μπορούσαν να μνημονευθούν: ο πρώτος είναι οι ΚΟΕ (Κοινές Ομάδες Έρευνας). Το κύριο σημείο στην ΚΟΕ αποτελεί ο προσδιορισμός του σκοπού της. Η περιγραφή του θα πρέπει να περιλαμβάνει τις περιστάσεις του υπό διερεύνηση εγκλήματος στα εμπλεκόμενα κράτη (ημερομηνία, τόπος και φύση). Θα πρέπει να προσδιορίζεται αν επιδιώκεται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η συντονισμένη σύλληψη υπόπτων, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, η στρατηγική δίωξης, δηλαδή η ρύθμιση θεμάτων περί δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης διαβίβασης των δικογραφιών. Πρέπει ακόμη να αποσαφηνίζεται ποια είναι τα κράτη, στα οποία θα λειτουργεί η ΚΟΕ. Η ΚΟΕ πραγματοποιεί τις εργασίες της σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών, στα οποία επιχειρεί σε οποιαδήποτε στιγμή. Έτσι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν αποδείξεις στο κράτος, που λαμβάνει το αίτημα από το κράτος έκδοσης του αιτήματος, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις συλλογής τους από το κράτος, που λαμβάνει το αίτημα και συνδέονται με τις θεμελιώδεις αρχές του (πχ οι διατάξεις περί απορρήτου των επικοινωνιών, οι διατάξεις για το άσυλο της κατοικίας). Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται να μην συγκεντρωθεί στο κράτος αυτό παράνομο αποδεικτικό μέσο και έτσι να λάβει χώρα αξιόποινη πράξη από τα κρατικά όργανα, που τα συγκεντρώνουν, παρά μόνο αν η χώρα έχει αναλάβει υποχρέωση στα πλαίσια διεθνούς σύμβασης, που έχει κυρώσει. Τότε όμως δεν θα είναι παράνομα αποδεικτικά μέσα τα συγκεντρωθέντα με άλλο τρόπο από αυτόν, που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, αφού θα πρόκειται για θεσμοθέτηση ειδικών διατάξεων συλλογής αποδείξεων σε υποθέσεις διεθνούς συνεργασίας με βάση την κυρωθείσα  διεθνή  σύμβαση.

===Άλλος μηχανισμός είναι αυτός της Ε.Ε.Ε με βάση το Ν.4489/2017. Στο πεδίο αυτό εξετάζονται τρία σημεία:

Α) Ποιο είναι το δίκαιο, που εφαρμόζεται για το κύρος μιας ανακριτικής πράξης, που διέταξε το Α’ κράτος στο Β’ και η υπόθεση εκδικάζεται στο Α’ κράτος. Το εφαρμοστέο δίκαιο για το κύρος των ανακριτικών πράξεων είναι του Β’ κράτους, δηλαδή του κράτους, στο οποίο ελήφθη το μέτρο. Κατά συνέπεια αν ο κατηγορούμενος πιστεύει ότι έχει εμφιλοχωρήσει ακυρότητα και τη λήψη του μέτρου, πρέπει να επικαλεστεί το δίκαιο του Β’ κράτους, δηλαδή του κράτους, εντός του οποίου ελήφθη το μέτρο και όχι το δίκαιο του κράτους, στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση.

Β) Ποιο είναι το δίκαιο, που εφαρμόζεται για τη δικονομική αξιοποίηση των αποδείξεων στην ποινική δίκη όταν το Α΄ κράτος ζήτησε τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων στο Β’ κράτος και η υπόθεση εκδικάζεται στο Α’. Με βάση την οδηγία για την ΕΕΕ το κράτος έκδοσης του αιτήματος μπορεί να ζητεί από το κράτος εκτέλεσης ερευνητικά μέτρα, που προβλέπονται στο εσωτερικό του δίκαιο. Έτσι  η αρχή εκτέλεσης τηρεί τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που έχει ορίσει με σαφήνεια η αρχή έκδοσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην οδηγία και εφόσον οι σχετικές διατυπώσεις-διαδικασίες δεν είναι αντίθετες προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης. Κατά συνέπεια η αρχή του κράτους έκδοσης του αιτήματος για την ΕΕΕ πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφικά τις διατυπώσεις λήψης του ζητούμενου μέτρου, αφού το δίκαιο του κράτους έκδοσης του ζητούμενου μέτρου (που είναι και το κράτος στο οποίο θα εκδικαστεί η υπόθεση) είναι το δίκαιο που εφαρμόζεται για την αξιοποίηση  των αποδείξεων που συγκεντρώθηκαν. Εκείνο, που χρειάζεται προσοχής στο σημείο αυτό, είναι ότι αν εκτός από τις ανωτέρω περιγραφόμενες διατυπώσεις λήψης του μέτρου από την αρχή του κράτους έκδοσης της ΕΕΕ, στο  κράτος εκτέλεσης απαιτούνται με ποινή ακυρότητας και άλλες,  όμως τούτες δεν τηρήθηκαν κατά τη λήψη του στο κράτος εκτέλεσης, το μέτρο είναι άκυρο. Ο κατηγορούμενος λοιπόν μπορεί να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας στο κράτος έκδοσης του ζητούμενου μέτρου όπου εκδικάζεται η υπόθεσή του επικαλούμενος όμως το δίκαιο του κράτους, στο οποίο ελήφθη το μέτρο.

Γ) Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει διαβίβαση τηλεφωνικών συνομιλιών από κράτος σε κράτος τότε για τη διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων, που βρίσκονται ήδη στην κατοχή άλλου κράτους, η πρόβλεψη του άρθρου 6, παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ για παραπομπή σε εγχώρια υπόθεση, επιβάλλει στην αρχή έκδοσης την υποχρέωση να διαπιστώσει εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις το οικείο εθνικό δίκαιο επιτρέπει τη μεταφορά αποδεικτικών στοιχείων, που συνελέγησαν μέσω της παρακολούθησης επικοινωνιών από μια ποινική διαδικασία σε άλλη ποινική διαδικασία στο εσωτερικό της χώρας (πρόταση Γεν.Εισ ΔΕΕ υπόθεση C-670/22).

===Επιπλέον ζήτημα ανακύπτει με την υποχρέωση των αρχών ενός κράτους να ερευνήσουν την πιθανότητα τέλεσης εμπορίας ανθρώπων εκτός της εδαφικής τους επικράτειας κατά την έρευνα, που διεξήγαγαν για την τέλεση της εν λόγω πράξης εντός της εδαφικής τους επικράτειας. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση με αριθμ. προσφυγής 58216/12 κατά της Αυστρίας έλαβε τη θέση ότι δεν απαιτείται, βάσει του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, από τα κράτη να προβλέπουν διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους για εγκλήματα εμπορίας ανθρώπων, που τελέστηκαν στην αλλοδαπή. Περαιτέρω σημείωσε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω βήματα σχετικά με την υπόθεση, όπως η απόδοση ευθυνών στους εργοδότες εκτός Αυστρίας δε θα είχε πιθανότητα επιτυχίας, καθώς δεν υπήρχε σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής μεταξύ της Αυστρίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ενώ οι προσφεύγουσες στράφηκαν στις αστυνομικές αρχές ένα χρόνο μετά τα κρίσιμα περιστατικά, αφότου οι εργοδότες τους είχαν πλέον εγκαταλείψει τη χώρα. Η τελευταία σκέψη είναι χαρακτηριστική για τα κριτήρια, που πρέπει να ακολουθηθούν από τις δικαστικές αρχές ενός κράτους να ερευνήσουν την τέλεση πράξης εμπορίας εκτός της εδαφικής του επικράτειας κατά τη διάρκεια εγχώριας έρευνας.

===Τέλος άξιο αναφοράς στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί το ότι στo άρθρο 4, στο οποίο δίνεται ο ορισμός της εμπορίας ανθρώπων, καθορίζονται τρία κριτήρια στη σχέση δράστη και θύματος, ώστε το τελευταίο να μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Τα τρία αυτά κριτήρια είναι τα εξής: 1ον) συγκεκριμένη δράση του υπόπτου εμπίπτουσα στην αναφερόμενη στο άρθρο αυτό περιπτωσιολογία, 2ον) τα μέσα, που χρησιμοποίησε και τέλος 3ον) ο σκοπός του δράστη. Τούτη η επισήμανση είναι σημαντική γιατί έτσι αποσαφηνίζεται ποια είναι η σκοπιμότητα και η αναγκαιότητα στη συλλογή των αποδείξεων σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων κατά τη διάρκεια διεθνούς δικαστικής συνεργασίας.

Μ.Τσέφας/Ι.Ασπρογέρακας, Δικαστική διεκδίκηση της παρακρατηθείσας εισφοράς υπέρ ανεργίας

Δικαστική διεκδίκηση της παρακρατηθείσας εισφοράς υπέρ ανεργίας

 

Μιχαήλ Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών.

Ιωάννη Ασπρογέρακα,  Προέδρου Πρωτοδικών,

μελών ΔΣ ΕνΔΕ

         Επί προεδρίας κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη, την περίοδο 2020-2022, η Ένωσή μας είχε θέσει στο δημόσιο διάλογο ήδη από τις αρχές του 2021, αλλά και αργότερα εντός του ίδιου έτους στον αρμόδιο Υπουργό Οικονομικών, το ζήτημα της διακοπής της παρακράτησης από τις αποδοχές μας της εισφοράς αλληλεγγύης του  άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 3986/2011. Κι αυτό γιατί, με το άρθρο 121 παρ. 1 του ν. 4799/2021, που τροποποίησε την παρ. 50 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), απαλλάσσονταν ήδη από το 2021 από την εν λόγω παρακράτηση οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και τα μέλη Δ.Σ, αλλά και τα εισοδήματα από κεφάλαιο, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και από τόκους. Η μοναδική κατηγορία που εξαιρούνταν ήταν οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα και οι συνταξιούχοι. Ήδη, πριν την οριστική της κατάργηση από την κυβέρνηση, με το άρθρο 177 του ν. 4972/2022 (ΦΕΚ Τεύχος Α 181/23.09.2022) και δη από 01.01.2023 για όλα τα εισοδήματα, απευθυνθήκαμε σε δικηγορικό γραφείο, ενημερώσαμε τους συναδέλφους για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί και θέσαμε από το Μάρτιο του 2022 στη διάθεσή τους τα σχέδια των προσφυγών για τη διεκδίκηση της επιστροφής των παρακρατηθέντων ποσών για τα έτη 2021 και 2022, που ανέρχονται στο ποσό των 1.500 ευρώ περίπου κατ’ έτος για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Τα σχέδια αυτά μάλιστα διατέθηκαν και σε συναδέλφους άλλων δικαστικών ενώσεων. Επί των σχετικών προσφυγών, έχει εκδοθεί η απόφαση με αριθμό 14979/2023 του 9ου Μονομελές Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία με το σκεπτικό ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος δύναται να επηρεάσει τη φορολογική μεταχείριση ευρύτερου κύκλου προσώπων, ήτοι του συνόλου των δικαστικών λειτουργών, παρέπεμψε αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος.

         Σήμερα, με πρωτοβουλία και των Διοικητικών Δικαστών, έχει αναδειχθεί το θέμα της παράνομης παρακράτησης από τις αποδοχές μας της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας του άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011.  Η εισφορά αυτή αφορά  διαφορετικό κονδύλιο από το ποσό που διεκδικούμε με τις προαναφερόμενες προσφυγές. Συγκεκριμένα, η παρακράτηση της εν λόγω εισφοράς υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.. Αποτελείται από δύο (2) επιμέρους κονδύλια και αναγράφεται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της μισθοδοσίας μας με την αντίστοιχη αιτιολογία:  «Έσοδα από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης (2%) για την καταπολέμηση της ανεργίας (αρθ.38, παρ.2α Ν.3986/2011)», ενώ αφορά παρακράτηση ύψους περίπου εκατό (100) ευρώ συνολικά το μήνα για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Ειδικότερα, στη νομοθεσία που διέπει τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως με το άρθρο 3 του ν. 4921/2022 (Α΄ 75) μετονομάστηκε σε Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), προβλέπεται ρητά η καταβολή εισφοράς υπέρ του Οργανισμού για την ασφάλιση του κινδύνου της ανεργίας. Στην ασφάλιση αυτή εμπίπτουν τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία ορισμένου ή αορίστου χρόνου με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ενώ εξαιρούνται ρητά της ασφάλισης για τον κίνδυνο της ανεργίας, μεταξύ άλλων, οι υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου ή άλλων Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου. Έτσι, η ασφάλιση του κινδύνου της ανεργίας αφορά αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι στον οποίο αφενός συνεισφέρουν στον σχηματισμό του απαιτούμενου κεφαλαίου (μέσω των εισφορών εργοδότη και εργαζομένου) και αφετέρου είναι οι αποκλειστικά ωφελούμενοι σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου αυτού. Αντίθετα, υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου ουδέποτε υπάγονταν στον ΟΑΕΔ (ήδη ΔΥΠΑ) ούτε, αντίστοιχα, μπορούν να αξιώσουν την καταβολή του επιδόματος ανεργίας ακόμη και αν επέλθει ο σχετικός κίνδυνος για αυτούς με την απόλυσή τους. Ως βασικό επιχείρημα συνεπώς για την κατάργηση της παρακράτησης αυτής για τους δημόσιους υπαλλήλους αναδεικνύεται, άνευ αμφιβολίας, τούτο, ότι δηλαδή η εν λόγω εισφορά δεν λειτουργεί ανταποδοτικά ως προς αυτούς.

         Επί της νομικής φύσης της εν λόγω εισφοράς υποστηρίζεται η άποψη ότι αποτελεί φορολογική επιβάρυνση και ειδικότερα φόρος εισοδήματος, καθώς αποτελεί οριστική χρηματική παροχή προς το κράτος, που έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και καταβάλλεται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, είτε για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος, είτε για ειδικό δημόσιο σκοπό (βλ. ΣτΕ 2465/2018), όπως στην προκείμενη περίπτωση την καταπολέμηση της ανεργίας. Υποστηρίζεται όμως και άλλη άποψη ότι αποτελεί δηλαδή κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, με την αιτιολογία ότι αυτή επιβάλλεται επί του ακαθάριστου εισοδήματος του υποχρέου (επί των μικτών αποδοχών), κάτι που διαχρονικά χαρακτηρίζει τις ασφαλιστικές κρατήσεις-εισφορές (π.χ. για την παροχή σύνταξης ή εφάπαξ βοηθήματος ή για την κάλυψη του κινδύνου υγείας) και επιπλέον διότι τα εισπραττόμενα ποσά της ειδικής εισφοράς του 2% δεν αποτυπώνονται στη φορολογική δήλωση, ούτε στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα, σε αντίθεση με την φορολογική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, η οποία εμφανίζεται σε συγκεκριμένο κωδικό στη δήλωση αλλά και στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα. Το αν η εν λόγω εισφορά αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ή κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, συναρτάται με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί δικαστικά για την διεκδίκηση επιστροφής των παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών παρελθόντων φορολογικών ετών. Ειδικότερα, στην πρώτη περίπτωση πρέπει να ασκηθεί (φορολογική) προσφυγή στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο. Το ζήτημα όμως που φαίνεται να προβληματίζει είναι ποια πράξη προσβάλλεται με την προσφυγή, καθώς τα ποσά της ειδικής εισφοράς του 2% δεν αποτυπώνονται, όπως σημειώθηκε, στη φορολογική δήλωση, ούτε στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα της ΑΑΔΕ. Και στο θέμα αυτό υποστηρίζονται δύο απόψεις, η πρώτη εκ των οποίων προκρίνει την προσβολή των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος της ΑΑΔΕ, αφού έχει προηγηθεί με την ίδια προσφυγή η μερική ανάκληση, λόγω νομικής πλάνης, των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος μέχρι πέντε (5) παρελθόντων φορολογικών ετών, εντός του οποίου χρόνου μπορεί η Φορολογική Διοίκηση να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, κατ’ άρθρο 36 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 1751/2017). Η δεύτερη εξ αυτών υποστηρίζει ότι πρέπει να διατυπωθούν αντιρρήσεις ως προς την παρακράτηση της εισφοράς αυτής απευθείας στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών (ΕΑΠ) και να προσβληθεί η τυχόν αρνητική της απάντηση. Αντίθετα, αν θεωρηθεί κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, πρέπει να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο, αφού προηγηθεί σχετική αίτηση διακοπής της πενταετούς παραγραφής αποζημίωσης σε βάρος του Δημοσίου. Και στο θέμα αυτό όμως υποστηρίζονται δύο απόψεις και ειδικότερα αναφορικά με το που πρέπει να απευθύνεται η αίτηση διακοπής της παραγραφής, δηλαδή αν η αίτηση αυτή πρέπει να κατατεθεί στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού και νυν Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), υπέρ του οποίου φαίνεται ότι παρακρατείται η εν λόγω εισφορά ή απευθείας στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ως παρακρατών το δημόσιο υπέρ του πρώτου το εν λόγω ποσό.

         Ανεξάρτητα όμως του νομικού χαρακτηρισμού της εν λόγω εισφοράς, κρίνουμε σκόπιμο να διεκδικήσουμε τη μελλοντική κατάργηση της παρακράτησης αυτής από τη μισθοδοσία μας, διότι θεωρούμε ότι η διατήρησή της παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας και του δικαιώματος των δικαστικών λειτουργών στην προστασία της περιουσία τους (άρθρο 4 παρ 1 και 5,  17 και 25 παρ. 1 Σ).  Κι αυτό γιατί εξέλιπαν οι λόγοι που επέβαλαν τη θέσπισή της, λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), η ανεργία έχει σημειώσει σημαντική πτώση ήδη από τον Αύγουστο του 2018, ημερομηνία κατά την οποία η χώρα εξήλθε από τα μνημόνια και η ελληνική οικονομία ακολουθεί ανοδική πορεία, με τους κατώτατους μάλιστα μισθούς στον ιδιωτικό τομέα έκτοτε να αυξάνονται. Σε κάθε περίπτωση, ο έκτακτος χαρακτήρας της ως επείγον μέτρο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, έχει μεταβληθεί σε μόνιμο, δεδομένου ότι η εν λόγω εισφορά ξεκίνησε να εισπράττεται από 1.1.2011, διανύεται σήμερα το 14ο συναπτό έτος επιβολής της, που υπερβαίνει  το 1/3 του συνολικού χρόνου (35ετία) που κατά την κοινή πείρα υπηρετεί ένας υπάλληλος ή λειτουργός στο Δημόσιο, ενώ κατά τη θέσπισή της δεν προβλέφθηκε συγκεκριμένη διάρκεια επιβολής της, ούτε η εξάρτηση της παρακράτησης αυτής από συγκεκριμένα δημοσιονομικά μεγέθη ή τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας και την αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης. Για τους ίδιους όμως λόγους, κρίνουμε ότι είναι εφικτή και η δικαστική διεκδίκηση των ποσών που μας παρακρατήθηκαν παράνομα για τα παρελθόντα φορολογικά έτη και σε βάθος πενταετίας, παρακολουθώντας την ήδη αρξαμένη νομική συζήτηση, όπως ως άνω συνοπτικά αναπτύχθηκε και διεκδικώντας για το διάστημα μετά το 2018, ποσό περίπου 1.200 ευρώ ετησίως και συνολικά περίπου 6.000 ευρώ για χρονικό διάστημα πέντε (5) φορολογικών ετών, για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η Ένωση μπορεί να λάβει πρωτοβουλία για την ανάδειξη και την επιτυχή διεκδίκηση των αιτημάτων αυτών, τα οποία έχουν στέρεη νομική βάση και θετική προοπτική, με ενέργειες ανάλογες με αυτές που κάναμε για την εισφορά αλληλεγγύης των ετών 2021 και 2022. Η βελτίωση της υπηρεσιακής μας κατάστασης και της οικονομικής μας θέσης δεν επιτυγχάνεται χωρίς προγραμματισμό, σχέδιο και επιχειρήματα. Έχουμε ανάγκη από μία Ένωση που θα ενεργεί με πρακτικά βήματα, με διαφάνεια και πραγματιστικές στοχεύσεις, πρωταγωνίστρια των εξελίξεων με τρόπο ανάλογο της θεσμικής μας θέσης.

 

Χ.Σεβαστίδης, Πίνακας καθ’ ύλη αρμοδιότητας επί πλημμελημάτων του Ποινικού Κώδικα

Λήψη αρχείου σε μορφή WORD

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΘ’ ΥΛΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ

ΕΠΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

         Η περιπτωσιολογική αντιμετώπιση της κατανομής της αρμοδιότητας επί πλημμελημάτων μεταξύ του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου και η έλλειψη σαφούς κριτηρίου της αρμοδιότητας των δικαστηρίων αυτών, μετά τις αλλαγές του Ν. 5090/2024 στον ΚΠΔ, καθιστούν αναγκαία την καταγραφή όλων των πλημμελημάτων του Ποινικού Κώδικα. Στη συνέχεια γίνεται μία προσπάθεια παρουσίασης σε πίνακα της αρμοδιότητας του μονομελούς και τριμελούς πλημμελειοδικείου για όλα τα πλημμελήματα του ΠΚ, με την διευκρίνιση ότι κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 115 παρ. 1 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 76 Ν. 5090/2024, όλα τα πλημμελήματα των ειδικών ποινικών νόμων υπάγονται ανεξαιρέτως στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου και τυχόν διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων που προέβλεπαν εξαιρετικά αρμοδιότητα άλλων δικαστηρίων πρέπει να θεωρούνται με την έναρξη ισχύος του Ν. 5090/2024 καταργημένες.

 

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Εφέτης

Μάρτιος 2024

 

 

 

Άρθρο ΠΚ Περιγραφή εγκλήματος Αρμόδιο Δικαστήριο
137Α παρ. 4 εδ. α΄ Σωματική κάκωση, κ.λ.π., όταν δεν συνιστούν βασανιστήρια Τριμελές Πλημμελειοδικείο
141 παρ. 1 Έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
141 παρ. 2 Επέλευση αντιποίνων Τριμελές Πλημμελειοδικείο
142 Έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
142Α Παραβάσεις κανονισμών Ε.Ε. Μονομελές Πλημμελειοδικείο
147 υποπερ. α΄ Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας από αμέλεια σε καιρό ειρήνης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
147 υποπερ. β΄ Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας από αμέλεια σε καιρό πολέμου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
148 παρ. 1 Κατασκοπεία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
153 Προσβολές κατά των εκπροσώπων άλλου κράτους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
154 Προσβολή διπλωματικών αντιπροσώπων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
155 Προσβολή συμβόλων άλλου κράτους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
157 παρ. 2 Προσβολές κατά οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
157 παρ. 3 Προσβολές κατά οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης, όταν οι παθόντες διέτρεξαν κίνδυνο ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
158 παρ. 1 και 2 Νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
159Α παρ. 3 Από αμέλεια διευθυντή κ.λ.π. επιχείρησης μη αποτροπή τέλεσης δωροδοκίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
160 Αντιποίηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
160Α παρ. 1 και 2 Διατάραξη συνεδριάσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
161 παρ. 1 Βία κατά εκλογέων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
161 παρ. 2 Βία κατά εκλογέων, όταν διέτρεξαν σοβαρό προσωπικό κίνδυνο Τριμελές Πλημμελειοδικείο
162 Εξαπάτηση εκλογέων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
163 Παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
164 παρ. 1 και 2 Νόθευση εκλογής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
165 παρ. 1, 2 και 3 Δωροδοκία εκλογέα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
166 Διατάραξη εκλογικής διαδικασίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
167 παρ. 1 και 2 Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
167 παρ. 3 Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων, όταν διέτρεξαν σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, κ.λ.π. Τριμελές Πλημμελειοδικείο
167Α Αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς Μονομελές Πλημμελειοδικείο
168 παρ. 1-5 Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
168Α Διατάραξη δικαστικών συνεδριάσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
169 Απείθεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
169Α Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων κ.λ.π. Μονομελές Πλημμελειοδικείο
170 παρ. 1 και 2 Στάση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
172 παρ. 1 και 2 Ελευθέρωση φυλακισμένου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
173 παρ. 1 Απόδραση κρατουμένου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
173 παρ. 2 εδ. α΄ Συμμετοχή σε απόδραση κρατουμένου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
173 παρ. 2 εδ. β΄ Συμμετοχή υπαλλήλου κράτησης σε απόδραση κρατουμένου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
173Α παρ. 1 και 2 Παραβίαση περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
174 παρ. 1 Στάση κρατουμένων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
175 παρ. 1-3 Αντιποίηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
177 Παραβίαση κατάσχεσης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
178 Παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή Μονομελές Πλημμελειοδικείο
179 Παραβίαση φύλαξης της αρχής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
180 Βλάβη επίσημων κοινοποιήσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
181 Μη ανακοίνωση ανεύρεσης νεκρού, κ.λ.π. Μονομελές Πλημμελειοδικείο
182 παρ. 1 και 2 Παραβίαση περιορισμών διαμονής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
183 Διέγερση σε ανυπακοή Μονομελές Πλημμελειοδικείο
184 παρ. 1-4 Διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
186 παρ. 1, 2 και 4 Πρόκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187 παρ. 3 εδ. α΄ και β΄ Συμμορία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187 παρ. 4 Διευκόλυνση ή υποβοήθηση τέλεσης δραστηριοτήτων εγκληματικής οργάνωσης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 1 περ. δ΄ Πλημμέλημα τελούμενο υπό τις συνθήκες της διάταξης αυτής, για το οποίο η κατώτερη απειλούμενη ποινή είναι κάτω των 2 ετών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 1 περ. δ΄ Πλημμέλημα, τελούμενο υπό τις συνθήκες της διάταξης αυτής, για το οποίο η κατώτερη απειλούμενη ποινή είναι τουλάχιστον 2 ετών Τριμελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 2 Τρομοκρατική οργάνωση για τέλεση πλημμελημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 4 Υποκίνηση ή συμβολή σε τέλεση τρομοκρατικής πράξης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 5 Εκπαίδευση στην κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών κ.λ.π. με σκοπό τέλεσης τρομοκρατικής πράξης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 6 Απειλή με τέλεση τρομοκρατικής πράξης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 7 Πραγματοποίηση ταξιδιού για τέλεση ή συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Β παρ. 1 και 2 Αξιόποινη υποστήριξη τρομοκρατίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
189 παρ. 1-4 Διατάραξη της κοινής ειρήνης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
190 Απειλή διάπραξης εγκλημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
191 Διασπορά ψευδών ειδήσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
191Α παρ. 1 και 2 Προσβολή συμβόλων ή ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
200 παρ. 1-2 Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
207 παρ. 2Α Προμήθεια ή κατοχή παραποιημένου ή νοθευμένου υλικού μέσου πληρωμής, εκτός από το νόμισμα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
207 παρ. 3 Ιδιαίτερα ελαφρά περίπτωση παραποίησης ή νόθευσης νομίσματος ή άλλου υλικού μέσου πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
208 παρ. 1 και 2 Κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
208Α Καθ’ υπέρβαση κατασκευή νομίσματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
208Β Παραγωγή, πώληση, κ.λ.π. μεταλλίων, κ.λ.π. που φέρουν τους όρους «ευρώ», «λεπτά ευρώ» Μονομελές Πλημμελειοδικείο
208Γ παρ. 1 και 2 Πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
209 παρ. 2 Προμήθεια ή κατοχή ή διάθεση παραποιημένου ή νοθευμένου άυλου μέσου πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
209 παρ. 3 Ιδιαίτερα ελαφρά περίπτωση παραποίησης ή νόθευσης άυλου μέσου πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
210 Παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
210Α Αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθέντων άυλων μέσων πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
210Β παρ. 2 Τέλεση πλημμελημάτων άρθρων 209 παρ. 2, 210 και 210Α ΠΚ στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
211 Προπαρασκευαστικές πράξεις για διάπραξη των εγκλημάτων των άρθρων 207, 208, 208Α, 208Β, 209 παρ. 1 και 210 ΠΚ Μονομελές Πλημμελειοδικείο
216 παρ. 1 και 2 Κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου (παρ. 1) ή χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου (παρ. 2) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
216 παρ. 3 περ. α΄ Κατάρτιση ή χρήση πλαστού με όφελος ή ζημία ιδιαίτερα μεγάλη Τριμελές Πλημμελειοδικείο
217 παρ. 1-3 Πλαστογραφία πιστοποιητικών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
220 παρ. 1 και 2 Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
221 παρ. 1 εδ. α΄ Ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις Μονομελές Πλημμελειοδικείο
221 παρ. 1 εδ. β΄ Ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις, που προορίζονται για δικαστική χρήση Τριμελές Πλημμελειοδικείο
221 παρ. 2 Χρήση ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
222 Υπεξαγωγή εγγράφων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
224 παρ. 1, 2 και 4 Ψευδής κατάθεση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
226 παρ. 1 Ψευδής πραγματογνωμοσύνη ή διερμηνεία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
229 παρ. 1 και 2 Ψευδής καταμήνυση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
230 Ψευδής καταγγελία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
231 Υπόθαλψη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
232 Παρασιώπηση εγκλημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
233 παρ. 1 και 2 Απιστία δικηγόρων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
234 Παραβίαση της μυστικότητας δικαστικών συνεδριάσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
235 παρ. 1, 3, 4 και 5 Δωροληψία υπαλλήλου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
236 παρ. 1, 3 και 4 Δωροδοκία υπαλλήλου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
237 παρ. 3 και 4 Δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών Τριμελές Πλημμελειοδικείο
237Α Εμπορία επιρροής- Μεσάζοντες Τριμελές Πλημμελειοδικείο
239 Κατάχρηση εξουσίας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
240 παρ. 1-3 Παραβάσεις στην εκτέλεση των ποινών Τριμελές Πλημμελειοδικείο
241 Παραβίαση οικιακού ασύλου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
242 παρ. 1, 2 και 4 εδ. α΄ Ψευδής βεβαίωση, κ.λ.π. Τριμελές Πλημμελειοδικείο
243 παρ. 1 και 3 Νόθευση δικαστικού εγγράφου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
244 Παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
251 παρ. 1 και 2 Παραβίαση δικαστικού απορρήτου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
252 παρ. 1 και 2 Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
254 Αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
255 Αθέμιτη συμμετοχή Τριμελές Πλημμελειοδικείο
259 Παράβαση καθήκοντος Τριμελές Πλημμελειοδικείο
260 Ανυποταξία σε πολιτική αρχή Τριμελές Πλημμελειοδικείο
264 παρ. 2 Εμπρησμός από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 2 περ. α΄ Εμπρησμός σε δάση από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 2 περ. β΄ Εμπρησμός σε δάση από αμέλεια, αν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, κ.λ.π. Τριμελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 3 εδ. α΄ Εμπρησμός σε δάση- παραβίαση προληπτικών μέτρων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 4 περ. α΄ Εμπρησμός σε δάση- προπαρασκευαστικές πράξεις Τριμελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 5 εδ. α΄ Αποθήκευση κ.λ.π. εύφλεκτων υλών σε δάση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 5 εδ. β΄ Αποθήκευση κ.λ.π. εύφλεκτων υλών σε δάση, που συνέβαλε στην εξάπλωση δασικής πυρκαγιάς Τριμελές Πλημμελειοδικείο
268 παρ. 1 περ. α΄ Πλημμύρα από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
268 παρ. 2 Πλημμύρα από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
270 παρ. 1 περ. α΄ Έκρηξη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
270 παρ. 2 Έκρηξη από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
272 παρ. 1 Κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών Τριμελές Πλημμελειοδικείο
273 παρ. 1 περ. α΄ Κοινώς επικίνδυνη βλάβη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
273 παρ. 1 περ. β΄ Κοινώς επικίνδυνη βλάβη από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
273 παρ. 2 Κοινώς επικίνδυνη βλάβη από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
275 παρ. 1 περ. α΄ Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
275 παρ. 2 Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
277 παρ. 1 περ. α΄ Πρόκληση ναυαγίου από το οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
277 παρ. 2 Πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
279 παρ. 3 Δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό από αμέλεια, όταν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
281 παρ. 1 και 2 Επιβλαβή φάρμακα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
285 παρ. 1 περ. α΄ και β΄ Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
285 παρ. 2 υποπερ. α΄ Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών, που είχε ως αποτέλεσμα την μετάδοση ασθενειών σε ζώα Τριμελές Πλημμελειοδικείο
285 παρ. 4 περ. α΄ και β΄ Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
286 παρ. 1 περ. α΄ Παραβίαση κανόνων οικοδομικής, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
286 παρ. 2 Παραβίαση από αμέλεια κανόνων οικοδομικής, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
288 παρ. 1 και 2 Παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου και παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
290 παρ. 1 περ. αα΄ και ββ΄ Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
290 παρ. 2 Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία από αμέλεια, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
290Α παρ. 1 περ. αα΄ και ββ΄ Επικίνδυνη οδήγηση, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
290Α παρ. 2 Επικίνδυνη οδήγηση από αμέλεια, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
291 παρ. 1 περ. αα΄ Διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
291 παρ. 2 Οδήγηση οχήματος σταθερής τροχιάς ή κυβέρνηση πλοίου ή αεροπλάνου από πρόσωπο που δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
291 παρ. 3 Διατάραξη από αμέλεια ασφάλειας συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292 παρ. 1 και 2 Παρακώλυση συγκοινωνιών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 1 Πρόσβαση χωρίς δικαίωμα σε σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 2 Παραβίαση κανονισμών από πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 3 Παράλειψη λήψης αναγκαίων μέτρων από πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 4 εδ. α΄ Τέλεση πράξεων άρθρου 292Α παρ. 1-3 ΠΚ με σκοπό περιουσιακού οφέλους ή ζημίας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 5 Διάθεση ή προσφορά ή διαφήμιση μέσων για την τέλεση της πράξης του άρθρου 292Α παρ. 1 ΠΚ Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Β παρ. 1 Παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Β παρ. 2 περ. α΄ και  β΄ Παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων με χρήση ειδικού εργαλείου ή αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Β παρ. 2 περ. γ΄ Παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες Τριμελές Πλημμελειοδικείο
292Γ Παραγωγή, πώληση κ.λ.π. συσκευών, προγραμμάτων, κ.λ.π. για παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Δ παρ. 1 Προσβολές του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών του κοινού Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Δ παρ. 2 Προσβολές του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών του κοινού από πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
292Ε παρ. 1 Παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Ε παρ. 2 Παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών από πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
292Ε παρ. 3 Παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
293 παρ. 1 Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
293 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρο 292Β παρ. 2 περ. α΄ και  β΄ Παρακώλυση λειτουργίας κοινωφελών εγκαταστάσεων με χρήση ειδικού εργαλείου ή αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες Μονομελές Πλημμελειοδικείο
293 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρο 292Β παρ. 2 περ. γ΄ Παρακώλυση λειτουργίας κοινωφελών εγκαταστάσεων που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες Τριμελές Πλημμελειοδικείο
293 παρ. 4 Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
300 Ανθρωποκτονία κατ’ απαίτηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
301 Συμμετοχή σε αυτοκτονία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
302 παρ. 1 Ανθρωποκτονία από αμέλεια Τριμελές Πλημμελειοδικείο
304 παρ. 2 Διακοπή της εγκυμοσύνης με τη συναίνεση της εγκύρου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
304 παρ. 3 Διακοπή της εγκυμοσύνης από την έγκυο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
304 παρ. 5 Διακοπή της εγκυμοσύνης από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
304Α παρ. 1 και 2 Σωματική βλάβη εγκύου ή νεογνού Μονομελές Πλημμελειοδικείο
306 παρ. 1 Έκθεση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
306 παρ. 2 περ. α΄ Έκθεση από την οποία προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη Τριμελές Πλημμελειοδικείο
307 Παράλειψη προσφοράς βοήθειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
308 παρ. 1 Σωματική βλάβη (απλή και εντελώς ελαφρά) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
309 Επικίνδυνη σωματική βλάβη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
310 παρ. 1 Βαριά σωματική βλάβη ως επακόλουθο απλής σωματικής βλάβης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
310 παρ. 2 εδ. α΄ Βαριά σωματική βλάβη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
312 παρ. 1 περ. α΄ Απλή σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
312 παρ. 1 περ. β΄ Επικίνδυνη σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
312 παρ. 1 περ. γ΄ υποπερ. α΄ Βαριά σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων Τριμελές Πλημμελειοδικείο
313 Συμπλοκή Μονομελές Πλημμελειοδικείο
314 παρ. 1 Σωματική βλάβη από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
315 Κατάπειση σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων γυναίκας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
322 παρ. 4 Παράλειψη λήψης μέτρων από προϊστάμενο υπηρεσίας για πρόληψη, καταστολή, έρευνα και δίωξη πράξεων αρπαγής Τριμελές Πλημμελειοδικείο
323Α παρ. 6 Πρόσληψη, κ.λ.π. θύματος εμπορίας ανθρώπων Τριμελές Πλημμελειοδικείο
323Α παρ. 7 Εξώθηση ανηλίκων σε επαιτεία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
324 παρ. 1 Αρπαγή ανηλίκων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
324 παρ. 3 εδ. β΄ Αρπαγή ανηλίκων με σκοπό να εισπραχθούν λύτρα και απελευθέρωση του ανηλίκου πριν την εκπλήρωση του όρου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
325 Παράνομη κατακράτηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
330 παρ. 1 και 2 Παράνομη βία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
331 Αυτοδικία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
333 παρ. 1 και 2 Απειλή Μονομελές Πλημμελειοδικείο
334 παρ. 1 και 2 Διατάραξη οικιακής ειρήνης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 1 Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 2 Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, όταν ο παθών είναι κάτω των 12 ετών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 3 εδ. α΄ Απόκτηση επαφής ενηλίκου με ανήλικο κάτω των 15 ετών μέσω διαδικτύου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 3 εδ. β΄ Συνάντηση μετά από επαφή ενηλίκου με ανήλικο κάτω των 15 ετών μέσω διαδικτύου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 4 Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας εργαζομένου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
339 παρ. 3 Εξώθηση ανηλίκου να παρίσταται σε γενετήσια ράξη μεταξύ άλλων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
342 παρ. 2 Χειρονομίες, προτάσεις, κ.λ.π. γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
343 Κατάχρηση σε γενετήσια πράξη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
345 παρ. 1 περ. β΄ Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών (ποινή για τους κατιόντες) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
345 παρ. 1 περ. γ΄ Γενετήσια πράξη μεταξύ αδελφών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
346 παρ. 1 Εκδικητική πορνογραφία Τριμελές Πλημμελειοδικείο
346 παρ. 2 Απειλή τέλεσης πράξεων εκδικητικής πορνογραφίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348 παρ. 1 Διευκόλυνση προσβολών ανηλικότητας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
348 παρ. 2 εδ. β΄ Συμμετοχή σε ταξίδι με σκοπό τέλεσης γενετήσιων πράξεων σε ανηλίκους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Α παρ. 1 Παραγωγή, διανομή, κ.λ.π. υλικού παιδικής πορνογραφίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Α παρ. 2 Παραγωγή, προσφορά, κ.λ.π. υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Α παρ. 6 Πρόσβαση σε υλικό παιδικής πορνογραφίας μέσω πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Β Προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Γ παρ. 1 εδ, α΄ περ. γ΄ Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων, που συμπλήρωσαν τα 14 έτη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Γ παρ. 1 εδ. β΄ Παρακολούθηση πορνογραφικής παράστασης στην οποία συμμετέχουν ανήλικοι Μονομελές Πλημμελειοδικείο
349 παρ. 3 Μαστροπεία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
351Α παρ. 1 περ. γ΄ Γενετήσια πράξη έναντι αμοιβής με ανήλικο που συμπλήρωσε τα 15 έτη Τριμελές Πλημμελειοδικείο
352Β Προστασία της ιδιωτικής ζωής του ανήλικου θύματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
353 παρ. 1 Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
354 Διατάραξη της οικογενειακής τάξης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
356 Διγαμία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
358 Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
359 Εγκατάλειψη εγκύου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
360 παρ. 1 και 2 Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
360Α παρ. 1 Υιοθεσία για απασχόληση σε επικίνδυνες για την υγεία δραστηριότητες Μονομελές Πλημμελειοδικείο
360Α παρ. 2 Υιοθεσία με αποκόμιση αθέμιτου οφέλους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
361 παρ. 1 Εξύβριση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
363 Συκοφαντική δυσφήμηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
365 Προσβολή μνήμης νεκρού Μονομελές Πλημμελειοδικείο
369 παρ. 2 εδ. β΄ Μη δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370 παρ. 1, 2 και 3 Παραβίαση απορρήτου εγγράφων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370Β παρ. 1, 3 και 4 Παράνομη πρόσβαση σε σύστημα πληροφοριών ή σε δεδομένα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370Γ παρ. 1 και 2 Αθέμιτη αντιγραφή, κ.λ.π. στοιχείων ή προγραμμάτων υπολογιστών, που συνιστούν απόρρητα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370Δ παρ. 1 και 2 Αντιγραφή ή χρησιμοποίηση προγραμμάτων υπολογιστών ή πρόσβαση σε πληροφοριακό σύστημα χωρίς δικαίωμα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370ΣΤ παρ. 1 και 2 Απαγόρευση διακίνησης λογισμικών, συσκευών παρακολούθησης και άλλων δεδομένων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
371 παρ. 1 και 2 Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
372 παρ. 1 Κλοπή (απλή και ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
374Α Αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
375 παρ. 1 εδ. α΄ Υπεξαίρεση (απλή και ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
375 παρ. 1 εδ. β΄ Υπεξαίρεση από εντολοδόχο, κ.λ.π. Τριμελές Πλημμελειοδικείο
377 Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
378 παρ. 1 και 2 Φθορά ξένης ιδιοκτησίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
379 παρ. 1 Φθορά ψηφιακών δεδομένων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
379 παρ. 2 περ. α΄ Φθορά ψηφιακών δεδομένων, από την οποία επλήγη μεγάλος αριθμός πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
379 παρ. 2 περ. β΄ Φθορά ψηφιακών δεδομένων, που προκάλεσε σοβαρές ζημίες Τριμελές Πλημμελειοδικείο
379 παρ. 3 Κατασκευή, κατοχή, κ.λ.π. συσκευών, συνθηματικών, κ.λ.π. με σκοπό φθοράς ψηφιακών δεδομένων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
379Α Κλοπή, υπεξαίρεση, φθορά ψηφιακών δεδομένων στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
385 παρ. 1 Εκβίαση Τριμελές Πλημμελειοδικείο
385 παρ. 3 Εκβίαση με βία ή απειλή βλάβης επιχείρησης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
386 παρ. 1 εδ. α΄ υποπερ. α΄ Απάτη (απλή) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
386 παρ. 1 εδ. α΄ υποπερ. β΄ Απάτη με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία Τριμελές Πλημμελειοδικείο
386Α υποπερ. α΄ Απάτη με υπολογιστή (απλή) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
386Α υποπερ. β΄ Απάτη με υπολογιστή με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία Τριμελές Πλημμελειοδικείο
386Β παρ. 1 και 2 Απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις Τριμελές Πλημμελειοδικείο
387 Απάτη μικρής αξίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
389 παρ. 1 και 2 Απατηλή πρόκληση βλάβης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
390 παρ. 1 εδ. α΄ υποπερ. α΄ Απιστία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
390 παρ. 1 εδ. α΄ υποπερ. β΄ Απιστία με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία Τριμελές Πλημμελειοδικείο
394 παρ. 1 , 2 και 4 Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
394Α παρ. 1 Διακεκριμένη αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος Τριμελές Πλημμελειοδικείο
395 παρ. 1 και 2 Παρακώλυση συναγωνισμού Τριμελές Πλημμελειοδικείο
396 παρ. 1 και 2 Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα Τριμελές Πλημμελειοδικείο
397 παρ. 1-4 Καταδολίευση δανειστών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
398 Αλιεία στην αιγιαλίτιδα ζώνη και τα εσωτερικά ύδατα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
404 παρ. 1 Τοκογλυφία Μονομελές Πλημμελειοδικείο

 

 

 

Κ.Κοσμάτος, Περισσότερη φυλακή, φυλακή (σχεδόν) για όλους: η αρχή του τέλους του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου;

Περισσότερη φυλακή, φυλακή (σχεδόν) για όλους: η αρχή του τέλους του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου;

 

Κώστας Κοσμάτος,

Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ

 

         Πριν από 35 περίπου χρόνια, η γενιά μου γοητευμένη από τη διδασκαλία του αείμνηστου Δασκάλου μας Καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδακη, εργαζόταν με αφετηρία το αξίωμα ότι η φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού μας δικαίου είναι κατάκτηση του νομικού πολιτισμού, βασική συνιστώσα  του Κράτους Δικαίου και απαραίτητη λειτουργία του ποινικού δικαίου αδιαχώριστη από την αντεγκληματική λειτουργία.

         Στη διαδρομή των χρόνων δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά καιρούς εισχωρούσαν έκτακτες διατάξεις που αποτελούσαν ρωγμές στη φιλοσοφία του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τις οποίες εκφραζόταν έντονη κριτική από την επιστημονική κοινότητα. Ακόμη και όταν ο ποινικός λαϊκισμός και οι «κακουργηματοποιήσεις» οδήγησαν στην απορρύθμιση της σωφρονιστικής πολιτικής, όλοι μας είχαμε την απόλυτη πεποίθηση  ότι οι αλλαγές που έρχονταν και παρέρχονταν δεν είχαν οριζόντιο χαρακτήρα και, σε κάθε περίπτωση, δεν αλλοίωναν τον ίδιο τον πυρήνα της φιλελεύθερης φυσιογνωμίας του ποινικού μας συστήματος.

         Όλοι, άλλωστε, την τελευταία δεκαπενταετία είχαμε ακουμπήσει τις ελπίδες μας για μια νέα αρχή, που θα διόρθωνε τις αρρυθμίες, στις πολυετείς εργασίες της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για έναν νέο ΠΚ και ΚΠΔ, στο πλαίσιο της οποίας εργάστηκαν πλήθος ανθρώπων με υψηλό κύρος και ήθος.

         Όμως, η πρόσφατη ψήφιση του νόμου που τροποποιεί τον ΠΚ και τον ΚΠΔ  (Ν 5090/2024) κατάφερε στο ακέραιο αυτό που κάποτε φαινόταν αδιανόητο: ένα πισωγύρισμα, μια βαθιά αλλοίωση της ψυχής του κράτους δικαίου, μια απομάκρυνση από την ευρωπαϊκή παράδοση, έναν πρόχειρο αυτοσχεδιασμό. Βασικές του στοχεύσεις αποτελούν η άκριτη αυστηροποίηση των ποινών κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της εξατομίκευσης της ποινής, ιδίως με τις αλλαγές στην αναστολή, ώστε να μπορεί κανείς να πει ότι η στέρηση της ελευθερίας, γίνεται από έσχατο το βασικό, πια, μέσο άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής. Τα προβλήματα του νέου νόμου είναι δομικά και έχουν αναπτυχθεί σχεδόν από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας.

         Ωστόσο, οι νέες προβλέψεις δεν αφορούν μόνο την επιστημονική κοινότητα αλλά κυρίαρχα την κοινωνία, η οποία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι με την εφαρμογή τους δημιουργείται ένα μεγάλο πλήθος εν δυνάμει κρατουμένων. Ο νόμος αυτός στοχεύει κυρίαρχα (και αυτό επισημάνθηκε επίσημα) στην «μικρομεσαία» εγκληματικότητα.  Με το νέο νομοθέτημα η φυλακή για όλους μας είναι «κοντά». Όταν μια ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους για να μην εκτιθεί πρέπει να μετατραπεί και να «πληρωθεί», και πάνω από δύο (2) έτη οδηγεί αναπόδραστα στη φυλακή, ανεξάρτητα από την ποιότητα του ποινικού παρελθόντος του καταδικασθέντος, όταν δηλ. πρακτικά η αναστολή εκτέλεσης της ποινής γίνεται η εξαίρεση κι όταν ο χρόνος εγκλεισμού αυξάνεται, οι μνήμες της «σωφρονιστικής αποικίας» του Κάφκα, αποτελούν ορατό εφιάλτη.

         Είναι αλήθεια ότι οι παραπάνω θέσεις δεν έτυχαν επικοινωνίας με τον δέοντα τρόπο και δεν διαχύθηκαν στον κοινωνικό ιστό, με αποτέλεσμα σήμερα η κοινωνία να πιστεύει (χωρίς να υπάρχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση) ότι η αυστηροποίηση και η μηδενική ανοχή στο έγκλημα οδηγούν αναπόδραστα στη μείωση της εγκληματικότητας. Σε αυτό βέβαια συντέλεσε και η προβολή του εγκληματικού φαινομένου από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να βρουν πρόσφορο έδαφος πολιτικές ποινικού λαϊκισμού. Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής η άκρως υποτιμητική αντιμετώπιση και οργανωμένη δυσφήμηση όσων άσκησαν κριτική στη φιλοσοφία και στις διατάξεις του νόμου, οι οποίοι μετατράπηκαν από γνώστες και ειδικοί επιστήμονες του πεδίου σε (υποτιμητικά αναφερόμενους ως) «δικαιωματιστές».

         Ωστόσο, ακόμα και αν τα κοινωνικά αντανακλαστικά (κατά ποσοστό 90% …κατά τη μέτρηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης) συνηγορούσαν υπέρ της αυστηροποίησης του ποινικού μας συστήματος, όταν θα φτάσει η ώρα να δούμε να διαβαίνουν το κατώφλι των φυλακών καθημερινοί άνθρωποι που θα παραβούν (ακόμα και από αμέλεια τους) τον ποινικό νόμο, η κοινωνία θα καταλάβει ότι ο αντίλογος που αναπτύχθηκε από το σύνολο (σχεδόν) των φορέων και επιστημόνων δεν αφορούσε κάποιες «συντεχνίες» και τη διασφάλιση των συμφερόντων τους. Αντίθετα, οι «συντεχνίες» αυτές (όπως είναι οι δικηγόροι και ειδικότερα οι «κύριοι ποινικολόγοι») μάλλον θα ευνοούνταν από αυστηροποίησεις της ποινικής νομοθεσίας, καθώς είναι εμφανές ότι αναμένεται η ραγδαία αύξηση της ύλης τους από κατηγορουμένους που θα αναζητούν δικηγόρο με το φόβο ότι μπορεί να καταδικαστούν σε ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους με αποτέλεσμα ακόμη και να κινδυνεύσουν να εγκλειστούν στη φυλακή.

         Δυστυχώς, έχει ξημερώσει μια δύσκολη εποχή για τον ποινικό μας πολιτισμό και για το Κράτος Δικαίου. Ωστόσο, όσοι πιστεύουμε στην φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού  μας δικαίου, οφείλουμε να αντισταθούμε, στα ακροατήρια, στα αμφιθέατρα, στην κοινωνία!

Γνωμοδότηση Καθηγήτριας Τ.Παπαδοπούλου για την ενοποίηση του Α΄ Βαθμού δικαιοδοσίας στην πολιτική δικαιοσύνη

Δημοσιεύεται γνωμοδότηση της Καθηγήτριας Τ.Παπαδοπούλου για την ενοποίηση του Α΄Βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων.

Λήψη γνωμοδότησης σε μορφή pdf