Ε.Μπενάκη, οι τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021 στα ασφαλιστικά μέτρα και ιδίως στην προσημείωση υποθήκης

Λήψη μελέτης σε μορφή pdf

 

Λήψη παρουσίασης (power point)

Γ.Δελής, η απλοποιημένη διαδικασία επίλυσης των νέων μικροδιαφορών

Λήψη μελέτης σε μορφή pdf

 

 

 

Β.Φούρκας, αυστηρή δι’ εγγράφων απόδειξη και ηλεκτρονικά έγγραφα

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

ΑΥΣΤΗΡΗ ΔΙ’ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

 

Β.Φούρκας,

Ειρηνοδίκης

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Η επίδραση της τεχνολογικής προόδου έχει διαδραματίσει καθοριστικό λόγο στον μηχανισμό απονομής του δικαίου και στον τρόπο διεξαγωγής κάθε δίκης. Οι εκάστοτε τεχνολογικές εξελίξεις επηρέαζαν σημαντικά την τελευταία τόσο την προδικασία όσο και την κύρια διαδικασία, ιδίως στο δίκαιο της απόδειξης. Το σημαντικότερο ρόλο από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας στην εξέλιξη της δίκης διαδραμάτιζε το μέσο επί του οποίου μπορούσε να αποτυπωθεί η γραφή. Από τους τόκους (μάρμαρα και πέτρες, πινάκια), στους πάπυρους και τις περγαμηνές φθάσαμε στο χαρτί. Η εφεύρεση του τελευταίου και ειδικότερα η εξέλιξη της τυπογραφίας, διαδραμάτισε τον σημαντικότερο ρόλο στην διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτικής δίκης. Όπως μπορεί να παρατηρηθεί, όσο πιο πολύ οικονομική και προσβάσιμη στο ευρύ κοινό γινόταν η χρήση του χαρτιού και της γραφής επί αυτού, τόσο σε μεγαλύτερο βαθμό ενισχυόταν το αποκαλούμενο «σύστημα έγγραφης διεξαγωγής της δίκης», με την υποχρεωτική άσκηση μέρους των διαδικαστικών πράξεων των διαδίκων εγγράφως (αρχή της έγγραφης άσκησης των διαδικαστικών πράξεων). Και, αν βέβαια η εφεύρεση του χαρτιού και η εξέλιξη της τυπογραφίας επηρέασαν και μετέβαλλαν την  μορφή της πολιτικής δίκης καθοριστικά, είναι απολύτως νομοτελειακό, ότι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, έχει ήδη αρχίσει να μεταβάλλεται και ραγδαία, θα μεταβληθεί ο μηχανισμός απονομής του δικαίου (ο τρόπος δηλαδή διεξαγωγής κάθε δίκης και ιδιαίτερα η πολιτική δίκη) από την αποκαλούμενη τεχνολογική επανάσταση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, που καταιγιστικά συντελείται στην εποχή μας. Η ταχύτατη εισχώρηση των άυλων ή ηλεκτρονικών μορφών επικοινωνίας στις ευρείες μάζες του κοινού, που ήδη συντελείται και με απίστευτες ταχύτητες εξελίσσεται, νομοτελειακά θα επιφέρει την ταχύτατη εισχώρηση αυτών και στον μηχανισμό απονομής του δικαίου, μεταβάλλοντας τόσο την προδικασία, την κύρια διαδικασία (ιδίως ως προς δίκαιο της απόδειξης, αλλά και την αποκαλούμενη δημοσιότητα της δίκης[1].

ΙΙ. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Από άποψη των δικονομικών κανόνων, που θεσπίζει ο νομοθέτης η απόδειξη διακρίνεται α) σε ελεύθερη ή άτυπη ή αδέσμευτη απόδειξη και β) σε τυπική ή αυστηρή απόδειξη. Η πρώτη (η ελεύθερη απόδειξη) δεν υπόκειται σε περιορισμούς από δικονομικούς κανόνες και πραγματώνεται με κάθε τρόπο και μέσο, που κάθε φορά κρίνει πρόσφορο ο δικαστής[2]. Η δεύτερη η τυπική ή αυστηρή απόδειξη[3] διεξάγεται αυστηρά με βάση κανόνες, που έχει θεσπίσει ο δικονομικός νομοθέτης ως προς την αποδεικτική διαδικασία και ιδίως την δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Από συγκερασμό δε των παραπάνω συστημάτων στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο έχει προκύψει η περιορισμένη ή εν μέρει ελεύθερη απόδειξη. Σύμφωνα με αυτή ο δικαστής δεν απαλλάσσεται εντελώς από τους κανόνες που διέπουν την αποδεικτική διαδικασία, ωστόσο δεν είναι και πλήρως δεσμευμένος από αυτούς, καθώς του αφήνονται περιθώρια πρωτοβουλίας.

Η αυστηρή απόδειξη, η οποία υπό το δίκαιο του ΚΠολΔ (1972) ίσχυσε ενώπιον των πολυμελών δικαστηρίων μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν. 2915/2001, χαρακτηρίζεται από την προκαθορισμένη τυπολογία των αποδεικτικών μέσων και τη διεξαγωγή της απόδειξης μέσα σε ένα αυστηρά προσδιοριζόμενο δικονομικό πλαίσιο[4]. Ο δικαστής στο πλαίσιο αυτό δεσμεύεται να σχηματίσει πεποίθηση (κρίση) για το αποδεικτέο πραγματικό γεγονός με βάση αποκλειστικά τα αναφερόμενα επώνυμα αποδεικτικά μέσα (άρθρ. 339 ΚΠολΔ) τηρώντας τους τύπους της αποδείξεως[5].. Η αυστηρή απόδειξη, θα μπορούσε να ειπωθεί, συνεπώς συνιστά περιορισμό στην πορεία του δικαστή για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι κατά αυτόν τον τρόπο προσβάλλεται το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της αποδείξεως. Η τυπικότητα της αυστηρής απόδειξης, ως μερικότερης εκδήλωσης της τυπικότητας, που διατρέχει το δικονομικό δίκαιο εν γένει, στοχεύει στη δικαιική ασφάλεια, εφόσον εγγυάται τόσο τα δικαιώματα ακρόασης και ανταπόδειξης όσο και την προσφορότητα των αποδεικτικών μέσων[6].

Στον αντίποδα της αυστηρής απόδειξης βρίσκεται η ελεύθερη απόδειξη[7]  η οποία μπορεί να διεξαχθεί χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς ως προς το παραδεκτό, την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων[8]  και τους κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας[9] Ο δικαστής στην ελεύθερη απόδειξη[10] είναι συνεπώς ελεύθερος να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε μέσα κρίνει πρόσφορα προς τον σκοπό αυτόν και όχι μόνο τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ. Δύναται επομένως να χρησιμοποιήσει ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα όπως λ.χ. ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις του άρθρου 422 ΚΠολΔ· αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου· καθώς και οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ο δικαστής ενεργεί αυτεπαγγέλτως, με ελεύθερη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, χωρίς να δεσμεύεται από την αυξημένη αποδεικτική δύναμη της δικαστικής ομολογίας και των δημοσίων εγγράφων[11]

Σύμφωνα τέλος με την  περιορισμένη ή εν μέρει ελεύθερη απόδειξη[12] συνιστά ενδιάμεσο μέσο αποδείξεως[13], ο δικαστής δεν είναι τελείως δεσμευμένος   από τους κανόνες που διέπουν την αυστηρή απόδειξη[14], ούτε όμως και εντελώς απαλλαγμένος από αυτούς[15] Ενώ δηλαδή η γνώση του δικαστή, στο εν λόγω είδος απόδειξης, σχηματίζεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, του παρέχεται η δυνατότητα από τον νόμο να χρησιμοποιήσει και να εκτιμήσει ελεύθερα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, ακόμη και αν για την παραγωγή τους δεν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες δικονομικές διατυπώσεις· έστω δηλαδή και αν τα υποστατά αυτά μέσα «δεν πληρούν τους όρους του νόμου». Ο κανόνας του υποστατού ισχύει και στην εν μέρει ελεύθερη απόδειξη[16] .Επομένως τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, που χαρακτηρίζουν αυτό το είδος της απόδειξης είναι – σε κάθε περίπτωση υποστατά.

ΙΙΙ. Η ΔΙ’ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Τα νεολατινικά αποκαλούμενα δίκαια, μεταξύ των οποίων προεχόντως το Ελληνικό, εκδηλώνουν υπερέχουσα εκτίμηση στην αποδεικτική σημασία των εγγράφων, δίνοντας προβάδισμα στην αποδεικτική τους σημασία[17]. που εκδηλώνεται σε πολλές επιμέρους ρυθμίσεις.

-Η έκδοση διαταγής πληρωμής.

– Άρθρα 394 και 395

– Άρθρ. 933 παρ.

Αντίθετα στα αποκαλούμενα δίκαια της κεντρικής ευρωπαϊκής οικογένειας, δεν αναγνωρίζεται τέτοιο αποδεικτικό προβάδισμα

                                     Η ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Το ελληνικό δίκαιο ακολουθεί αυστηρά σύστημα «απόδειξης της απαίτησης και αιτιολογημένης ανακοπής»[18] και δικαιοσυγκριτικά μάλλον το αυστηρότερο. Για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής απαιτείται δικαστική διάγνωση του επικαλούμενου δικαιώματος. Κρίση (δικανική πεποίθηση) για την νομική βασιμότητα αλλά και την γέννηση της απαίτησης κατά το χρόνο εκδόσεως της διαταγής με βάση τα έγγραφα, που προσκομίσθηκαν. Η δικαστική αυτή διάγνωση δεν διαφέρει ως προς τον τρόπο σχηματισμού από την διάγνωση, στην οποία προβαίνει το δικαστήριο, όταν επί δίκης μετά από άσκηση αγωγής ερημοδικεί ο εναγόμενος και η υπόθεση εξετάζεται «ωσεί παρόντων των διαδίκων» (σύστημα μονομερούς συζήτησης). Η μόνη διαφορά συνίσταται στο, ότι η διάγνωση στην περίπτωση της διαταγής πληρωμής (πέραν του ότι στηρίζεται μόνο σε αποδεικτικά έγγραφα) δεν είναι αυθεντική, ακριβώς γιατί δεν έχει κληθεί να ακουσθεί ο καθ’ ου[19]. Στην έκδοση διαταγής πληρωμής αυτό, που ενδιαφέρει τον δικαστή είναι μόνο η απόδειξη (γέννηση) της απαίτησης, καθώς στη σχετική διαδικασία όντας εξοπλισμένος με ατελή δικαιοδοσία[20] δεν ασχολείται με περιστατικά, που σε μια κατ’ αντιδικία δίκη προβαλλόμενα από τον εναγόμενο θεμελιώνουν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ή ουσιαστικές (γνήσιες ή καταχρηστικές) ενστάσεις.

           Η απόδειξη στην έκδοση διαταγής πληρωμής

Στην έκδοση διαταγής πληρωμής ισχύει, όπως προειπώθηκε, τυπική ή αυστηρή απόδειξη[21]. Η δικανική πεποίθηση, που απαιτείται για την έκδοση αυτής (παρότι κατά τα παραπάνω μη αυθεντική, πρέπει οπωσδήποτε να είναι πλήρης και όχι ατελής[22], με την έννοια, ότι δεν χωρεί αμφιβολία και δεν αρκεί πιθανολόγηση και η απαίτηση πρέπει να αποδεικνύεται άμεσα και όχι να συνάγεται συμπερασματικά. Απαιτείται δηλαδή άμεση και όχι έμμεση ή δια τεκμηρίων απόδειξη[23]. Έτσι δεν επιτρέπεται απόδειξη με έγγραφα, που ισχύουν ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς εξάλλου κατ’ άρθρ. 395 ΚΠολΔ αποκλείεται η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια, όπου αποκλείεται και η απόδειξη με μάρτυρες[24] και στην διαδικασία αυτή αποκλείονται οι μάρτυρες. Στα αποδεικτικά έγγραφα, που προσκομίζονται, πρέπει να περιέχονται (και επομένως να αποδεικνύονται) όλα τα στοιχεία, που ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου απαιτεί για την γέννηση της απαίτησης. Να προκύπτει δηλαδή ποιος είναι ο οφειλέτης, ποιος ο δανειστής και ποια η απαίτηση, χωρίς να απαιτείται για την διαπίστωση αυτών έμμεση συναγωγή συμπερασμάτων, με στοιχεία πέρα από όσα περιέχονται σε αυτά.

           Η φύση της προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης ως ειδικής διαδικαστικής

Όταν η έλλειψη της προϋπόθεσης αυτής διαπιστώνεται κατά τον τελικό (πρώτο ή τον δεύτερο υπαγωγικό) δικανικό συλλογισμό, αυτή εμφανίζεται ως ουσιαστική[25]. Στην ιδιαίτερη όμως διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν μπορεί να γίνει λόγος για απόρριψη της αίτησης ως νόμω ή ουσία αβάσιμης, αλλά μόνο λόγω έλλειψης αυτής της προϋπόθεσης για απόδειξη της απαίτησης με έγγραφα, λόγω γενικά διαδικαστικού απαραδέκτου, όπως αποκαλείται[26], καθώς με την απόρριψη δεν παράγεται δεδικασμένο ούτε ως προς την πεποίθηση για την νομική βασιμότητα[27], ούτε ως προς την ουσιαστική βασιμότητα (ύπαρξη ή όχι της απαίτησης). Ο αιτών μπορεί και πάλι με νέα αίτηση ή αγωγή να επανέλθει χωρίς να εμποδίζεται από τις διατάξεις για το δεδικασμένο (άρθρα 322 επ ΚΠολΔ) και χωρίς να απαιτείται καταβολή εκ νέου δικαστικού ενσήμου[28]. Η απόρριψη μια αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής γίνεται λόγω εσφαλμένης, θα μπορούσε να ειπωθεί, επιλογής της διαδικασίας αυτής, αφού η απαίτηση δεν μπορεί να αποδειχθεί εγγράφως. Έτσι καινά αποδεκτά, μπορεί να ειπωθεί, χαρακτηρίζεται η προϋπόθεση αυτή στο δίκαιό μας ως (ιδιαίτερη, ειδική) τυπική[29].  

 

V. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

 

Α. ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΑΡΤΙΝΑ Η ΕΓΧΑΡΤΑ Ή ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΑ ΠΛΕΟΝ ΕΓΓΡΑΦΑ

1.Τα έγγραφα κατά την Πολιτική Δικονομία του 1834.

Στην Πολιτική Δικονομία του 1834 (άρθ 384), τα έγγραφα οριζόταν κατά ένα πολύ ευρύ ορισμό «ως τα υλικά αντικείμενα, που περιέχουν απομνημόνευση (παρωχημένων) γεγονότων, εννοιών ή και πραγματικών καταστάσεων», όπως ανάλογα δηλαδή ορίζονται τα έγγραφα και σήμερα στο Ποινικό δίκαιο (άρθ 13 εδ γ ΠοικΚωδ), κατά το οποίο έγγραφα είναι όλα τα σημεία, που μπορούν να χρησιμεύσουν προς απόδειξη νομικών γεγονότων. Διακρίνονταν δε σε έγγραφα με την στενή έννοια, στα οποία η απομνημόνευση γίνεται με γράμματα (κείμενα γραπτού λόγου- γραφή) και στα μνημεία ή υπομνήματα, στα οποία η απομνημόνευση γίνεται με άλλα σημεία, όπως ορόσημα, σύμβολα, σφραγίδες κλπ[30]. Είναι προφανές, ότι η αναγκαιότητα για αναγόρευση των μνημείων ως υπομνημάτων ως εγγράφων  σχετιζόταν με το μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού, που υπήρχε στους προηγούμενους αιώνες.

 

2. Τα έγγραφα κατά τον ΚΠολΔ

Στον ΚΠολΔ (1968/1971) δεν συμπεριλήφθηκαν (ως παρωχημένα λόγω της μείωσης του αναλφαβητισμού) στην έννοια των εγγράφων τα μνημεία ή υπομνήματα, αλλά μόνο τα έγγραφα κατά την στενή έννοια (απομνημόνευση με γραφή). Έτσι όσα αποδεικνύονται από «έγγραφα κατά την ευρεία έννοια» (μνημεία ή υπομνήματα) δεν θεωρούνται, ότι αποδεικνύονται με βάση αυτό το αποδεικτικό μέσο, αλλά με άλλα αποδεικτικά μέσα και κυρίως αυτό της αυτοψίας[31] ή των δικαστικών τεκμηρίων. Περιλήφθηκαν όμως (άρθ 444 περ 3 ΚΠολΔ/1971) στην έννοια των εγγράφων για πρώτη φορά τα σύγχρονης εποχής αποδεικτικά μέσα, που είχε επικρατήσει να αποκαλούνται μηχανικές απεικονίσεις (φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση). Έτσι ως αποδεικτικό έγγραφο κατά την έννοια των άρθ 339 και 432 του ΚΠολΔ ορίστηκε[32] πλέον κάθε γραπτή βεβαίωση κρίσιμων πράξεων του εκδότη του ή γεγονότων, που έχουν συμβεί κατά την σύνταξή του από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό, καθώς και η μηχανική απεικόνιση κρίσιμων γεγονότων, κατά τη στιγμή, που συνέβησαν.

3. Διακρίσεις των εγγράφων

Από τις διακρίσεις των εγγράφων, που γίνονται (στο  ίδιο τον ΚΠολΔ ή έχουν επιχειρηθεί στην θεωρία) αυτές, που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην έκδοση διαταγής πληρωμής είναι, η οποία είναι πλέον και η μοναδική διαδικασία στον ΚΠολΔ, που εξακολουθεί να ισχύει η αυστηρή απόδειξη, καθώς απαιτείται η απαίτηση να αποδεικνύεται δι’ εγγράφων, είναι:

        α. Η διάκριση των εγγράφων ανάλογα με τον συντάκτη τους (δημόσια και ιδιωτικά)

Τα έγγραφα ανάλογα με τον συντάκτη τους διακρίνονται σε δημόσια και ιδιωτικά. Ως δημόσια κατ’ άρθ 438 ΚΠολΔ χαρακτηρίζονται τα έγγραφα, που συντάσσονται από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό, αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο, με την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων. Ενώ ιδιωτικά είναι τα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως δημόσια, ήτοι αυτά, που συντάσσονται από ιδιώτες. Η διάκριση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία κατά τα αμέσως παρακάτω όσο αφορά την αποδεικτική τους δύναμη, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας του τεκμηρίου γνησιότητας.

 

         β. Η διάκριση των εγγράφων ανάλογα με το περιεχόμενό τους (έγγραφα διαθέσεως ή δικαιοπρακτικά και έγγραφα μαρτυρίας)

Έγγραφα διαθέσεως ή δικαιοπρακτικά είναι τα έγγραφα, που περιέχουν δηλώσεις βουλήσεως (αναφέρονται κυρίως στο παρόν και το μέλλον διαμορφώνοντας δικαιώματα και έννομες σχέσεις), ενώ έγγραφα μαρτυρίας είναι αυτά, που περιέχουν ανακοινώσεις παράστασης (αφορούν κυρίως στο παρελθόν αναφερόμενα σε διαμορφωμένα δικαιώματα και έννομες σχέσεις). Η έννοια των δικαιοπρακτικών εγγράφων προσδιορίζεται στον ΚΠολΔ στο άρθρ.441 παρ 1 ΚΠολΔ, οι διατάξεις του οποίου αφορούν τα δημόσια έγγραφα. Κατά τις διατάξεις αυτές τα κατά τα άρθρα 438 και 439 ΚΠολΔ προς «σύσταση και βεβαίωση της δικαιοπραξίας αποτελούν πλήρη απόδειξη …». Έτσι κατά βάση όσο αφορά τα δημόσια έγγραφα προκύπτει σαφής διάκριση ανάμεσα στα δημόσια έγγραφα διαθέσεως ή δικαιοπρακτικά (καθώς περιέχουν δηλώσεις βουλήσεως, κυρίως δικαιοπραξίες ενώπιον συμβολαιογράφου) και στα άλλα δημόσια έγγραφα, που κατά τρόπο δεσμευτικό εκδίδονται είτε από την διοίκηση ή αρχές (ως διοικητικές πράξεις, βεβαιώσεις, πιστοποιητικά) είτε από τα δικαστήρια (κυρίως ως δικαστικές αποφάσεις). Ως πρόσφορα δημόσια έγγραφα στο άρθρ. 623 ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής νοούνται βέβαια τόσο τα δικαιοπρακτικά έγγραφα (συμβάσεις, που έχουν περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου) όσο και τα έγγραφα, που βεβαιώνουν από μόνα τους (αναγνωριστικές δικαστικές αποφάσεις) ή συνδυαστικά (έκδοση διαταγής πληρωμής με πράξη απαλλοτρίωσης και δικαστικές αποφάσεις καθορισμού τιμής μονάδας και αναγνώρισης δικαιούχων) αυθεντικά μια απαίτηση. Ενώ υποστηρίζεται και η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής και με δημόσια έγγραφα μαρτυρίας[33]. Ως πρόσφορα ιδιωτικά έγγραφα νοούνται κυρίως τα δικαιοπρακτικά έγγραφα, που περιέχουν δηλώσεις βουλήσεως του καθ’ ου (κυρίως αξιόγραφα και οι διάφορες μορφής συμβάσεις) ή και έγγραφα, που περιέχουν μαρτυρία (δήλωση γνώσης) του εκδότη σε βάρος του (εξώδικη ομολογία σύναψης δανείου)[34].

         γ. Η διάκριση των εγγράφων σε σχέση με το ουσιαστικό δικαίωμα (έγγραφα, που ενσωματώνουν δικαίωμα, συστατικά, αποδεικτικά, απλά διαδικαστικά)

Σε σχέση με το αποδεικτέο δικαίωμα τα έγγραφα εμφανίζονται είτε: α) ως έγγραφα, στα οποία ενσωματώνεται ορισμένο δικαίωμα, όταν το επί του εγγράφου εμπράγματο δικαίωμα συνάπτεται με το ενοχικό (αξιόγραφα). β) Είτε ως συστατικά έγγραφα, όταν η σύνταξη αυτών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για το κύρος μιας δικαιοπραξίας και την γέννηση του δικαιώματος (συστατικός τύπος). Είτε γ) ως καθαρά αποδεικτικά έγγραφα, όταν δεν ενσωματώνουν κάποιο δικαίωμα ούτε καταρτίζονται για την σύσταση δικαιώματος, αλλά προς απόδειξη δικαιοπραξίας και δικαιώματος (αποδεικτικός τύπος)[35]. Μόνο με βάση τέτοια έγγραφα, μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και όχι με απλά διαδικαστικά έγγραφα, όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται, που δεν αναφέρονται σε δικαίωμα, αλλά βεβαιώνουν την ενέργεια κάποιων διαδικαστικών πράξεων (πρακτικά δικαστηρίου εκτός αν αυτά μπορούν να κηρυχθούν εκτελεστός τίτλος, μαρτυρικές καταθέσεις, εκθέσεις αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης κλπ)[36].

4. Η αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων

Στα άρθρα 438-441 ΚΠολΔ προβλέπεται, ότι ένα δημόσιο έγγραφο: α) αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς όσα γεγονότα βεβαιώνονται στο έγγραφο, ότι έγιναν από το πρόσωπο, που συνέταξε αυτό και ως προς όσα βεβαιώνεται, ότι έγιναν ενώπιον του, εφόσον ήταν καθ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή την βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο μετά από προσβολή αυτού ως πλαστού (άρθ 438 του ΚΠολΔ) και β) αποτελεί πλήρη απόδειξη επιτρεπομένης της ανταποδείξεως: βα) ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει  ο συντάκτης αυτού (άρθ 440 ΚΠολΔ), ββ) ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των συμβαλλομένων για την σύσταση ή βεβαίωση δικαιοπραξίας (άρθ 441 παρ 1του ΚΠολΔ) και βγ) ως προς τα όσα αφηγηματικά αναφέρονται στα δικαιοπρακτικά αυτά έγγραφα και έχουν άμεση σχέση με το κύριο αντικείμενο του εγγράφου (άρθ 441 παρ 2 του ΚΠολΔ). Συμπερασματικά προς τα παραπάνω ένα δημόσιο έγγραφο δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη αλλά μόνο αρχή εγγράφου αποδείξεως ως προς όσα κατά τα αμέσως παραπάνω αφηγηματικά αναφέρονται, αλλά δεν έχουν σχέση με το κύριο αντικείμενο αυτού. Έτσι διαταγή πληρωμής μπορεί εκδοθεί μόνο με βάση έγγραφα των παραπάνω περιπτώσεων α και β (υποπεριπτώσεις βα, ββ και βγ) .

 

 5. Η γνησιότητα των δημοσίων εγγράφων

Τα δημόσια έγγραφα κατ άρθ 455 εδ α’ ΚΠολΔ θεωρούνται (τεκμαίρονται αμάχητα) γνήσια, χωρίς να είναι ανάγκη το δικαστήριο να διατάξεις αποδείξεις[37]. Ωστόσο όμως εξαιρετικά στο άρθ 455 εδ β’ προβλέπεται, ότι, αν το δικαστήριο αμφιβάλλει για την γνησιότητα αυτών, αυτεπαγγέλτως (και όχι μετά από αίτημα αντιδίκου) μπορεί να ζητήσει εξηγήσεις από τον φερόμενο ως συντάκτη (ακόμη δηλαδή να ζητήσει από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή επίσημο αντίγραφο από το αρχείο τους) και αν γεννηθούν σοβαρές υπόνοιες πλαστογραφίας, τότε εφαρμόζοντας το άρθ 462 ΚΠολΔ[38] αναβάλει την έκδοση απόφασης ή διατάζει αποδείξεις για την πλαστογραφία ενημερώνοντας παράλληλα κατ’ άρθ 33 ΚΠοινΔ και τον εισαγγελέα. Έτσι ανάλογα, αν προσκομίζεται δημόσιο έγγραφο για την έκδοση διαταγής πληρωμής και ο δικαστής ενεργώντας κατά τα παραπάνω μπορεί να μην προβεί στην έκδοση διαταγής.

 

6. Η αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων. Έγγραφα που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και έγγραφα, που δεν φέρουν τέτοια (ανυπόγραφα, μηχανικές απεικονίσεις)

Σύμφωνα με το άρθρο 443 ΚΠολΔ για να έχει αποδεικτική δύναμη ένα ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του. Ήτοι την ιδιόγραφη υπογραφή αυτού ή αντί για αυτή ένα σημάδι, που αυτός έβαλε και επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει, ότι το σημάδι έχει τεθεί αντί για υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε, ότι δεν μπορεί να υπογράψει. Έτσι δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα κατά την παραπάνω έννοια των άρθρων 443, 445 και 623 ΚΠολΔ (ώστε να αρκούν αποδεικτικά για την έκδοση διαταγής πληρωμής) τα ανυπόγραφα έγγραφα και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση[39], κατά την έννοια του άρθ 444 περ 3 ΚΠολΔ/1971 (ήδη μετά το Ν 3994/2011 του άρθ 444 παρ 1 περ γ’ ΚΠολΔ), καθότι οι τελευταίες δεν φέρουν ιδιόγραφη υπογραφή[40]. Οι παραπάνω μηχανικές απεικονίσεις ως έγγραφα έχουν την αποδεικτική δύναμη μόνο του άρθ 448 παρ 2 του ΚΠολΔ ως προς τα γεγονότα ή πράγματα, που αναγράφουν (επιτρεπομένης της ανταποδείξεως)[41]. Τα έγγραφα, που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, έχουν την αυξημένη αποδεικτική δύναμη του άρθ 445 του ΚΠολΔ και αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση, που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη (επιτρεπομένης της ανταποδείξεως), ενώ κατά τους ίδιους όρους αποτελούν πλήρη απόδειξη και ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων[42]. Αποδεικνύουν δε κατά κανόνα τα τελευταία κατ’ άρθ 447 ΚΠολΔ σε βάρος μόνο του εκδότη, με εξαίρεση τα επαγγελματικά βιβλία (εμπόρων και των επαγγελματιών, που τηρούν σύμφωνα με τον Εμπορικό Νόμο και των δικηγόρων, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών, γιατρών, φαρμακοποιών και μαιών, που τηρούν κατά τις ισχύουσες διατάξεις). Μόνο με βάση έγγραφα, που έχουν την αποδεικτική δύναμη του άρθ 445 ΚΠολΔ και όχι αυτή του άρθ 448 ΚΠολΔ μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής.

 

7. Η γνησιότητα των ιδιωτικών εγγράφων

Την γνησιότητα των ιδιωτικών εγγράφων οφείλει να την αποδείξει εκείνος, που τα επικαλείται ή τα προσάγει (παρ 1 του άρθ 457 ΚΠολΔ). Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 443, 445 και 457 παρ 3 ΚΠολΔ προκύπτει επίσης, ότι είναι διαφορετική έννοια η γνησιότητα της υπογραφής (γνησιότητα με την στενή έννοια) και διαφορετικό η γνησιότητα της δήλωσης ή του περιεχομένου (γνησιότητα με ευρεία έννοια). Όταν όμως γίνεται λόγος για γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου στον ΚΠολΔ εννοείται η γνησιότητα με την στενή έννοια. Γνήσιο δηλαδή θεωρείται ένα έγγραφο, όταν αναγνωρίσθηκε ή αποδείχθηκε η «πατρότητα» της υπογραφής του εκδότη του[43]. Για να αμφισβητηθεί το περιεχόμενό του, απαιτείται προσβολή αυτού ως πλαστού. Με βάση τις διατάξεις των παρ 1, 2 και 3 άρθ 457 ΚΠολΔ απόδειξη για την γνησιότητα διατάσσεται μόνο, αν αυτός εναντίον του οποίου προσάγεται έγγραφο δηλώσει, ότι δεν αναγνωρίζει ή αρνείται την γνησιότητα της υπογραφής του. Έτσι  στην έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς δεν καλείται και δεν ακούγεται ο καθ’ ου, η γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης.

 

9. Πως πρέπει να προσκομίζονται τα έγγραφα     

          α. Προσκόμιση αντιγράφων.

Σύμφωνα με το άρθ 449 παρ 1 και 2 ΚΠολΔ αντίγραφα[44], που η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από τον αρμόδιο υπάλληλο, έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο και ότι φωτογραφίες εγγράφων ή φωτοτυπίες εγγράφων, έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο. Στο άρθ 453 παρ 1 ΚΠολΔ ορίζεται, ότι ιδιωτικό έγγραφο, που θέλει να μεταχειριστεί ο διάδικος για απόδειξη πρέπει να υποβάλλεται στο πρωτότυπο με όλο το περιεχόμενό του (εδ α’), ενώ το δικαστήριο κατά την κρίση του μπορεί να λάβει υπόψη του και επικυρωμένο αντίγραφο (εδ β’). Ενώ κατά τις διατάξεις του δικηγορικού κώδικα (αρθ 52 του ΝΔ 3026/1954 του προηγούμενου και ήδη άρθ 36 παρ 2β Ν 4194/2013) ο δικηγόρος μπορεί να εκδίδει επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων, που έχει στην κατοχή του (εννοείται βέβαια, όταν κατέχει το πρωτότυπο του εγγράφου ή επίσημο αντίγραφο και όχι όταν κατέχει απλή φωτοτυπία αυτού)[45]. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι για την έκδοση (διαταγής πληρωμής) προβλέπεται κατ’ αρχήν ότι πρέπει να προσκομίζεται το πρωτότυπο του ιδιωτικού εγγράφου ή οπωσδήποτε επίσημο αντίγραφο δημοσίου εγγράφου. Στην ευχέρεια όμως του δικαστή είναι να δεχθεί και επικυρωμένο από τον δικηγόρο αντίγραφο. Εξαιρετικά όμως δεν ισχύει η προσκόμιση αντιγράφου στην περίπτωση των πιστωτικών τίτλων, όπου απαιτείται υποχρεωτικά, όπως επιτάσσει ήδη μετά το Ν 4335/2015 το άρθ 622 παρ 2 ΚΠολΔ (κατηργημένο άρθρο 640 ΚΠολΔ/1971) να προσκομίζεται το πρωτότυπο.

            

          β. Η προσκόμιση αποσπασμάτων.

Κατά την διάταξη της παρ. 2 του άρθρ. 453 του ΚΠολΔ στην περίπτωση, που διεξάγεται απόδειξη με βιβλίο ή άλλο εκτενές έγγραφο, που περιέχει περισσότερα θέματα, που δεν έχουν συνάφεια με την δίκη μπορεί να υποβληθεί επικυρωμένο απόσπασμα, που περιέχει μόνο τα μέρη, που έχουν συνάφεια με το αποδεικτέο ζήτημα [46]. Έτσι στα πλαίσια της έκδοσης διαταγής πληρωμής μπορεί να εκδοθεί τέτοια μόνο με την προσκόμιση επικυρωμένου αποσπάσματος, που αναφέρεται στην απόδειξη της προς επιδίκαση απαίτησης

             

           γ. Η προσκόμιση επίσημων μεταφράσεων.

Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 454 του ΚΠολΔ, όταν προσκομίζεται έγγραφο συνταγμένο σε ξένη γλώσσα, πρέπει να συνοδεύεται από επίσημη μετάφρασή του στα ελληνικά, κυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών, ή την πρεσβεία της Ελλάδας στη χώρα, που έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία της χώρας αυτής στην Ελλάδα ή το προξενείο της ίδιας της χώρας, ή άλλο κατά νόμο αρμόδιο πρόσωπο, όπως κατ’ άρθ 36 του Ν 4194/2013 του Κώδικα δικηγόρων (αρθ 53 του προηγούμενου ΝΔ 3026/1954) είναι οι δικηγόροι. Ξενόγλωσσα έγγραφα που δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση αποτελούν μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, υποστατά μεν πλην ελαττωματικά και για αυτό άκυρα και δεν λαμβάνονται υπόψη[47], πλην των περιπτώσεων, που επιτρέπεται (όπως πλέον προβλέπεται στο άρθ 340 ΚΠολΔ μετά το Ν 4335/2015) η απόδειξη και με αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου[48]. Έτσι, ενώ επί τακτικής δίκης, αν ερημοδικεί ο εναγόμενος, γίνεται δεκτή η αγωγή, χωρίς να ελέγχεται η νομότυπη προσκόμιση των ξενόγλωσσων εγγράφων, τούτο δεν μπορεί να συμβεί στην έκδοση διαταγής πληρωμής, λόγω της αυστηρής απόδειξης, που εφαρμόζεται. Έτσι δεν μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αν ξενόγλωσσα έγγραφα δεν συνοδεύονται οπωσδήποτε από μετάφραση.

         

          Β.  ΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

  

1. Εισαγωγικά

Ήδη από την δεκαετία του 90, τα πρώτης μορφής ηλεκτρονικά έγγραφα είχαν απασχολήσει και στην Ελλάδα την νομολογία και βέβαια την θεωρία, καθώς συνεχώς ολοένα και περισσότερο αυξανόταν ο αριθμός τους στις συναλλαγές μεταξύ των ιδιωτών αλλά και των φορέων του δημοσίου και η χρήση αυτών ως αποδεικτικών μέσων. Το παραπάνω γεγονός και η κοινοτική επιταγή (οδηγία) ανάγκασαν και τον Έλληνα νομοθέτη να επιχειρήσει ειδικότερες πλέον ρυθμίσεις, άλλοτε σύμφωνες με την νομολογία άλλοτε όχι και άλλοτε μη παίρνοντας σαφή θέση αφήνοντας αυτή (τη νομολογία) να επιλύσει τα σχετικά ζητήματα.

Γενικότερα για την απόδειξη ισχύος  (της ταυτότητας του εκδότη και της ακεραιότητας του περιεχομένου) των «έγχαρτων ή χάρτινων» εγγράφων, όπως μετά την θέσπιση και των ηλεκτρονικών εγγράφων, επικράτησε να αποκαλούνται πλέον τα παραδοσιακής μορφής (επί χαρτιού) έγγραφα, απαιτείται κατ’ άρθρ. 443 ΚΠολΔ, όπως αμέσως παραπάνω έγινε λόγος, ιδιόχειρη υπογραφή. Με τον τρόπο αυτό ταυτοποιείται ο εκδότης και το έγγραφο και τεκμαίρεται η γνησιότητα, η προέλευση και η ακεραιότητα αυτού, καθώς η ιδιόχειρη υπογραφή χαρακτηρίζει με μοναδικό τρόπο αυτό. Επί των άυλης μορφής ηλεκτρονικών εγγράφων όμως, καθώς δεν μπορεί να τεθεί υπογραφή με φυσικό τρόπο, η απόδειξη ισχύος (η απόδειξη της προέλευσης και της ακεραιότητας του περιεχομένου τους) επιτυγχάνεται με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση μέσω των αποκαλούμενων ηλεκτρονικών υπογραφών και σφραγίδων. Με την χρήση δηλαδή δεδομένων ηλεκτρονικής μορφής, που σε συνδυασμό με άλλα δεδομένα ηλεκτρονικής μορφής με βάση τον τρόπο και τις μεθόδους ασφαλείας, που πρέπει να τηρούνται, σύμφωνα με τον νόμο χαρακτηρίζουν (όπως ανάλογα η ιδιόχειρη υπογραφή επί των παραδοσιακής μορφής εγγράφων) κατά μοναδικό τρόπο ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, οδηγώντας με ασφάλεια στην εξακρίβωση της ταυτότητας του εκδότη και του περιεχομένου του.

2. Η ένταξη των ηλεκτρονικών εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων στον ΚΠολΔ

α) Η ένταξη των ιδιωτικών ηλεκτρονικών εγγράφων (ειδική κατηγορία και είδος μηχανικής απεικόνισης)

Επισημαίνεται, ότι, καθώς τα πρώτα ηλεκτρονικά έγγραφα, που προσκομίσθηκαν στα πολιτικά δικαστήρια ως αποδεικτικά στοιχεία ήταν ιδιωτικά, με αυτά ασχολήθηκε κυρίως η θεωρία και νομολογία. Ευθύς δε εξαρχής, θα μπορούσε να πει κάποιος, διατυπώθηκαν δύο απόψεις, που σχετίζονται με το αν τελικά το άυλης μορφής ηλεκτρονικό έγγραφο αποτελεί ή όχι πράγμα δεκτικό εξουσιασμού ή όχι. Η μια άποψη επηρεασμένη και από την γερμανική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του ζητήματος διατύπωσε την άποψη, ότι τα ψηφιακά δεδομένα (άυλα αποθηκευμένα) δεν μπορούν να αποτελούν πράγμα κατά την έννοια του εμπράγματου δικαίου, όπως αποτελεί ένα χάρτινο παραδοσιακής μορφής έγγραφο, που βέβαια μπορεί να προσαχθεί αυτούσιο στο δικαστήριο. Άρα αυτά μπορεί να αποκτήσουν αποδεικτική ισχύ (αφού βρίσκονται άυλα σε μαγνητικό δίσκο αποθηκευμένα) μόνο ως ιδιαίτερη μορφή μηχανικών απεικονίσεων, με την έννοια ότι και η γραφή, που περιέχουν αυτά δεν αποτελεί παρά μόνο μια οπτική «δια γραμμάτων» αποτύπωση (όπως η φωτογραφία ενός κειμένου). Πρέπει να σημειωθεί  βέβαια, ότι ο γερμανικός κώδικας (BGB παρ. 90), σε αντίθεση με τον ελληνικό ΑΚ, δεν περιλαμβάνει στον ορισμό του πράγματος τις επιδεχόμενες εξουσιασμού φυσικές ενέργειες και η νομολογία ιδίως αρνείται να υπαγάγει ερμηνευτικά στην έννοια του πράγματος τις εξουσιάσιμες φυσικές ενέργειες. Κατά την άλλη άποψη[49] το υπογεγραμμένο με ψηφιακή υπογραφή ηλεκτρονικό έγγραφο αποτελεί αυτοτελώς εξουσιάσιμο πράγμα κατά την έννοια του άρθρ. 947 ΑΚ, αφού υπόκειται σε εξουσιασμό και περιορισμό σε ορισμένο χώρο, ήτοι δηλαδή στο χώρο ενός ΗΥ, όπως συμβαίνει με ηλεκτρομαγνητική ενέργεια, που εξουσιάζεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο καλωδιακού συστήματος. Κατά την θέση αυτή η διαφορά μεταξύ των παραδοσιακής μορφής χάρτινων εγγράφων και των ηλεκτρονικών  εγγράφων έγκειται α) στο ότι η γραφή επί αυτών είναι αποτυπωμένη σε διαφορετικό υλικό φορέα. Στα πρώτα η γραφή είναι αποτυπωμένη σε χαρτί και στα δεύτερα σε ένα ηλεκτρομαγνητικό δίσκο. Και β) στον τρόπο  υπογραφής, καθώς τα πρώτα φέρουν ιδιόχειρη γραφή, μέσω της οποίας ταυτοποιούνται μονοσήμαντα οι εκδότες αυτών (αποδεικνύεται η γνησιότητά τους), ενώ τα δεύτερα ένα άλλο είδος ταυτοποίησης του εκδότη τους, που ονομάσθηκε ηλεκτρονική υπογραφή (καταχρηστικά, καθώς δεν είναι αποτυπωμένη με γραφή),  αφού λόγω της φύσης του υλικού φορέα τους δεν μπορούσε να τεθεί ιδιόχειρη. Μέσω αυτής όμως ταυτοποιούνται επίσης μονοσήμαντα επίσης οι εκδότες τους. Η πρακτική σημασία των παραπάνω απόψεων έγκειται ακριβώς στο πως θα έπρεπε ενταχθούν στο δίκαιο της απόδειξης τα φέροντα ηλεκτρονική υπογραφή (άρα πατρότητα εκδότη) ηλεκτρονικά αποκαλούμενα έγγραφα, ενόψει των τότε καινοτόμων κοινοτικών ρυθμίσεων με την οδηγία 99/33/ΕΚ, και κυρίως πώς αυτά θα προσκομιζόταν ενώπιον των δικαστηρίων, αφού ανεξάρτητα ποια άποψη θα ακολουθήσει κάποιος, ο υλικός φορέας του ηλεκτρονικού εγγράφου, ο ηλεκτρομαγνητικός δηλαδή δίσκος δεν μπορούσε και να περιληφθεί σε φάκελο δικογραφίας.

Κάτω από τα παραπάνω υποστηριζόμενα τα ιδιωτικά ηλεκτρονικά έγγραφα εντάχθηκαν στον ΚΠολΔ όχι άμεσα, όχι αποκαλώντας αυτά ευθέως ο νομοθέτης ως «ηλεκτρονικά έγγραφα», αλλά μέσω των διατάξεων για τις μηχανικές απεικονίσεις. Δεν θεώρησε αυτά ένα είδος νέων εγγράφων, που είναι συνταγμένα σε ένα νέο υλικό ηλεκτρομαγνητικό φορέα (αντί για χαρτί) και είναι υπογεγραμμένα με μια νέα μοναδική και προσωπική (όχι όμως ιδιόχειρη)  υπογραφή. Για το λόγο δε αυτό εξάλλου στον ΚΠολΔ στα άρθρα, που ρυθμίζεται η αποδεικτική δύναμη των αποκαλούμενων ιδιωτικών ηλεκτρονικών εγγράφων δεν χρησιμοποιείται ο όρος «ηλεκτρονικά έγγραφα», καθώς ενέταξε αυτά θεωρώντας τα νέας μορφής και είδους μηχανικές απεικονίσεις με αυξημένη αποδεικτική ισχύ, εξομοιώνοντας (κατά πλάσμα) δηλαδή όσα από τα ιδιωτικά αυτά (ηλεκτρονικά) έγγραφα, έφεραν ασφαλή ψηφιακή υπογραφή με τα έγγραφα, που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τις διατάξεις (άρθ 444 παρ 2 ΚΠολΔ- άρθ 40 Ν 3994/2011) κατέταξε αυτά (τα ιδιωτικά ηλεκτρονικά έγγραφα) στα αποδεικτικά μέσα μέσω των ρυθμίσεων του ΚΠολΔ για τις μηχανικές απεικονίσεις κάνοντας δεκτές τις θέσεις, ότι αυτά αποτελούν απεικόνιση εγγραφής, που έχει καταχωρηθεί στη μαγνητική επιφάνεια του σκληρού δίσκου του Η/Υ. Ο λόγος, που ωστόσο, που ανάγκασε τον νομοθέτη να διαφοροποιήσει τις απεικονίσεις δηλαδή αυτής της κατηγορίας (τα ιδιωτικά  ηλεκτρονικά έγγραφα δηλαδή) ειδικά από τις άλλες μηχανικές απεικονίσεις, εξομοιώνοντας πλήρως την αποδεικτική δύναμη αυτών (παρότι μηχανικές απεικονίσεις) με αυτά των παραδοσιακής μορφής χάρτινων ή έγχαρτων εγγράφων, είναι το γεγονός, όπως παραπάνω έγινε λόγος, ότι αυτά (τα ηλεκτρονικά έγγραφα), όπως και τα παραδοσιακής μορφής χάρτινα έγγραφα σε αντίθεση με τις απλές μηχανικές απεικονίσεις, φέρουν υπογραφή (έχουν πατρότητα προέλευσης), καθώς το ότι η διαμόρφωση του κειμένου τους σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει και στα χάρτινα ή έγχαρτα έγγραφα, υπάρχει δηλαδή εκδότης αυτών, υπήρξε γεγονός αναμφισβήτητο. Έτσι οι παραπάνω μηχανικές απεικονίσεις της παρ. 2 του άρθρ. 444 ΚΠολΔ (ιδιωτικά ηλεκτρονικά έγγραφα, όπως αυτά κατά τον ίδιο τρόπο ορίζονται και στο άρθ 3 του Ν 3979/2011) ορίστηκε κατ’ άρθρ. 448 παρ. 3, ότι έχουν την αποδεικτική δύναμη του άρθ 445 του ΚΠολΔ και βέβαια μπορούσαν να στηρίξουν την έκδοση διαταγής πληρωμής.

β) Η ένταξη των δημοσίων ηλεκτρονικών εγγράφων

Με τον παραπάνω τρόπο ωστόσο εντάχθηκαν στο σύστημα των αποδείξεων του ΚΠολΔ μόνο τα ιδιωτικά ηλεκτρονικά έγγραφα, καθώς οι διατάξεις των άρθρ. 444 για τις μηχανικές απεικονίσεις, 445 και 448 αφορούν τα ιδιωτικά έγγραφα. Ωστόσο ηλεκτρονικά μπορεί να δημιουργηθούν (υπογραφούν αποσταλούν στους διάφορους αποδέκτες, αρχειοθετηθούν κλπ) και δημόσια έγγραφα, κυρίως έγγραφα της διοίκησης (διοικητικές πράξεις ή διαπιστωτικού βεβαιωτικού χαρακτήρα έγγραφα κλπ), για την αποδεικτική δύναμη των οποίων στον ΚΠολΔ, παρά τις τροποποιήσεις, που επακολούθησαν με τους νόμους 3994/2011, 4055/2012 και 4335/2015, δεν έγινε λόγος. Αυτά βέβαια δεν εντάχθηκαν ως αποδεικτικά μέσα μέσω των διατάξεων για τις μηχανικές απεικονίσεις, που αφορούν τα ιδιωτικά εξάλλου έγγραφα, άλλα άμεσα από τον ίδιο τον νόμο. Αρχικά με τον ν. 3779/2011 (άρθρ. 9 παρ 1, 10 παρ 1, 13 παρ 1 και 14 παρ 1) και ήδη σήμερα από τον ν. 4727/2020, χωρίς να περιλαμβάνονται οι ρυθμίσεις αυτές και σε διατάξεις του ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα κατά τις ρυθμίσεις του  άρθρ. 13 παρ 1 του παραπάνω 3779/2011 τα έγγραφα των οργάνων του δημοσίου τομέα, εφόσον φέρουν προηγμένη υπογραφή έχουν την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα έγγραφα, που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή. Ενώ στο άρθ 14 παρ. 1 ορίζεται ειδικά η αποδεικτική δύναμη των αντιγράφων και των πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων, που έχουν ληφθεί ηλεκτρονικά με χρήση ΤΠΕ (Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Πρέπει να ειπωθεί όμως, ότι παρότι στον ΚΠολΔ δεν γινόταν καμία αναφορά για δημόσια ηλεκτρονικά έγγραφα (τούτο έγινε για πρώτη φορά με τον ν. 4727/2020, καθώς με το άρθρ. 101 αυτού προστέθηκε τρίτο εδάφιο στο άρθρ. 438 ΚΠολΔ σύμφωνα με το οποίο «την ίδια ισχύ έχουν και τα δημόσια ηλεκτρονικά έγγραφα», ήδη από το 2015 από τα δικαστήρια εκδίδονταν διαταγές πληρωμής και απόδοσης μισθίου με βάση τις καταχωρήσεις στο σύστημα taxisnet (ΑΑΔΕ) των σχετικών δηλώσεων κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ 4 Ν 4174/2013 και ΠΟΛ 1013/2014, που περιέχονται στο σχετικό πληροφοριακό (δημόσιο ηλεκτρονικό προφανώς) έγγραφο, που εκτυπώνουν από το σύστημα αυτό με βάση τους κωδικούς τους οι εκμισθωτές, που επιδιώκουν την έκδοση διαταγής πληρωμής ή απόδοσης.

3. Η ταυτοποίηση  μέσω ηλεκτρονικής υπογραφής υπό την ισχύ της 99/93/ΕΚ οδηγίας

Γενικά τα ηλεκτρονικά έγγραφα και ηλεκτρονική υπογραφή, που απαιτείται να φέρουν ρυθμίζονταν στο ελληνικό δίκαιο μέχρι την έκδοση του πρόσφατου ν. 4727/2020 κυρίως από τις διατάξεις του π.δ. 150/2001, που εκδόθηκε προκειμένου να προσαρμοστεί το δίκαιό μας με το κοινοτικό (ισχύουσα τότε Οδηγία 99/93/ΕΚ) και ακολούθως συμπληρωματικά και διευκρινιστικά από τις διατάξεις του ν. 3979/2011. Η ηλεκτρονική υπογραφή κατά τις ρυθμίσεις του π.δ. 150/2011 και της παραπάνω οδηγίας διακρινόταν: α) σε προηγμένη, όπως αποκαλείται στο άρθρο 2 παρ. 1 π.δ. 150/2001 και άρθρο 2 αριθμ. 1 της 1999/93/ΕΚ οδηγίας και άρθρο 13 παρ. 1 ν. 3979/2011) ή ασφαλής ή ψηφιακή, όπως επικράτησε να αποκαλείται στις συναλλαγές. Και β) σε απλή. Ρητά κατά το νόμο (άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του π.δ. 150/2001) η ασφαλής ή ψηφιακή ή προηγμένη υπογραφή, καθώς είχε δημιουργηθεί μέσα σε περιβάλλον, που τελούσε υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του υπογράφοντος (κατοχή δηλαδή αποθηκευτικού μέσου, που επιτρέπει την υπογραφή, δηλ. έξυπνη κάρτα ή «στικάκι» κλπ, που έχει παραχωρηθεί από πιστοποιημένο πάροχο- αναγνωρισμένο πιστοποιητικό), θεωρούνταν νομικά ισοδύναμη της ιδιόχειρης υπογραφής όσο αφορά τις συνέπειές της κατά το ουσιαστικό δίκαιο και την αποδεικτική δύναμη κατά το δικονομικό. Όσες υπογραφές δεν πληρούσαν τις παραπάνω προϋποθέσεις μετέπιπταν στην κατηγορία των απλών, ανεξαρτήτως του διαφορετικού βαθμού πιθανολογικής ασφάλειας, που μεταξύ τους παρείχαν. Στα πλαίσια του παραπάνω νομοθετικού καθεστώτος, καθώς οι παραπάνω αυστηρές ρυθμίσεις της τότε οδηγίας 99/93/ΕΚ για την ταυτοποίηση με ασφαλή ηλεκτρονική υπογραφή εμμέσως υποστηριζόταν, ότι αφορούσαν μόνο τις απαιτούμενες προδιαγραφές για τις διασυνοριακές σχέσεις της χώρας μας με τις άλλα κράτη μέλη και δεν αφορούσε την ταυτοποίηση στο εσωτερικό μας δίκαιο, επικράτησε στην νομολογία και θεωρία[50], παρά τις έντονα διατυπωθείσες αντίθετες θέσεις, ότι και η απλή ηλεκτρονική υπογραφή, καθώς και αυτή μπορεί να ταυτοποιήσει μονοσήμαντα τον υπογράφοντα μπορεί να ισχύσει ως ισοδύναμη της ψηφιακής και άρα της ιδιόχειρης (πχ μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου- mail), ώστε να στηρίξει έκδοση διαταγής πληρωμής.

 

4. Ο Κανονισμός ΕΕ 910/2014 και ν. 4727/2020

α) Η ταυτοποίηση μέσω ηλεκτρονικής υπογραφής

Το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο πλέον μεταβλήθηκε με από τον νέο κανονισμό ΕΕ 910/2014 και συγκεκριμένα με το άρθρο 50 αυτού. Στον νέο κανονισμό, που ισχύει από 1-6-2016, όπως πλέον και στον πρόσφατο ν. 4727/2020, με τον οποίο μεταφέρθηκε το νέο δίκαιο του κανονισμού στην ελληνική έννομη τάξη, γίνεται λόγος για τρία πλέον είδη ηλεκτρονικών υπογραφών: α) την «εγκεκριμένη» ηλεκτρονική υπογραφή (άρθρο 3 αρθμ. 12 κανονισμού και άρθρο. 2.20  του ν. 4727/2020). Πρόκειται για υπογραφή, που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη ηλεκτρονικής υπογραφής και βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό (τα δεδομένα της δηλαδή δημιουργούνται σε περιβάλλον, που τελεί υπό την πλήρη διαχείριση του χρήστη, όπως συνάγεται εξ αντιδιαστολής από τις παρατηρήσεις με αριθμό 52 στο προοίμιο του κανονισμού), η οποία και μόνο είναι ισοδύναμη της ιδιόχειρης κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 του κανονισμού και άρθρου 15 παρ. 1 και 13 παρ. 3 του ν. 4727/2020. Στην έννοια της εγκεκριμένης περιλαμβάνεται και (βλ. και άρθρο 51 του κανονισμού) η ασφαλής, προηγμένη ή ψηφιακή του π.δ. 150/2001 και της 1999/93/ΕΚ οδηγίας. β) Για πρώτη φορά όμως γίνεται λόγος ένα νέο είδος νέας υπογραφής (άρθρο 3 και 26 του ΚΕΕ 910/2014 και άρθρο 2.49 ν. 4727/2020) την «προηγμένη» ηλεκτρονική υπογραφή του νέου κανονισμού, που δεν πρέπει να συγχέεται με την αποκαλούμενη κατά τα παραπάνω επίσης «προηγμένη» (ψηφιακή) των π.δ. 150/2011 και ν. 3979/2011 (σημ. πρόκειται για ατυχή χρήση ίδιας ορολογίας, που μόνο σύγχυση προκαλεί). Ήτοι για υπογραφή, τα δεδομένα της οποίας βρίσκονται μεν υπό την διαχείριση τρίτου εξ ονόματος του υπογράφοντος, αλλά ο τελευταίος (ο υπογράφων) μπορεί με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης να χρησιμοποιεί υπό τον αποκλειστικό έλεγχό του. Οι προηγμένες υπογραφές πρέπει να χαρακτηρίζονται από κάποιες υψηλές προδιαγραφές ασφαλείας, οι οποίες δεν προβλέπονται στον κανονισμό, αλλά αφέθηκε να ρυθμιστούν από τον κάθε εθνικό νομοθέτη. Στην κατηγορία αυτή βέβαια εντάσσονται και οι κωδικοί εισόδου σε κλειστά συστήματα με προεγγεγραμμένους χρήστες, που ελέγχονται από δημόσιες αρχές, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια. Ενώ τέλος η μόνη υπογραφή, που έχει κατά το νέο νομοθετικό πλαίσιο την ίδια έννοια με αυτό της οδηγίας είναι γ) η απλή, ήτοι η υπογραφή, τα δεδομένα της οποίας βρίσκονται υπό την διαχείριση τρίτου για λογαριασμό του υπογράφοντος και ταυτοποιούν μεν τον τελευταίο, αλλά όχι με υψηλό, αλλά βασικό ή χαμηλό βαθμό πιθανολογικής ασφάλειας.

β) Η ταυτοποίηση μέσω ηλεκτρονικής σφραγίδας

Στον νέο κανονισμό επίσης προβλέφθηκε άλλη μια καινοτομία, ένα άλλο είδος ταυτοποίησης πέραν της ηλεκτρονικής υπογραφής. Αυτό της ηλεκτρονικής σφραγίδας (άρθρο 3 αριθμοί 24-34 του κανονισμού και άρθρο 2 αριθμ. 13, 16, 18, 48 του ν. 4727/2020). Ηλεκτρονική σφραγίδα μπορούν να αποκτήσουν μόνο νομικά πρόσωπα. Στην έννοα των οποίων περιλαμβάνονται σωματεία, ιδρύματα, εμπορικές εταιρείες κλπ, ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα (κοινωνίες κληρονόμων, κοινοπραξίες κλπ) αλλά και φορείς του δημοσίου (αρθ 3 αρθμ 24 και προοίμιο αρθ 59, 65, 68 του κανονισμού), όχι όμως φυσικά πρόσωπα, που μπορούν να αποκτήσουν μόνο ηλεκτρονική υπογραφή (άρθρο 3 αρθμ 9). Με την ηλεκτρονική σφραγίδα ταυτοποιείται μονοσήμαντα άμεσα μόνο το νομικό πρόσωπο (περιλαμβανομένων και φορέων του δημοσίου), χωρίς να έχει ανάγκη να προστρέξει ο τρίτος συναλλασσόμενος σε πρόσθετο έλεγχο της εξουσιοδότησης του φυσικού προσώπου, που υπογράφει για λογαριασμό αυτού. Τούτο για να καταστούν ασφαλέστερες οι συναλλαγές και η εμπιστοσύνη, καθώς ένα φυσικό πρόσωπο εφοδιασμένο με (ψηφιακή) ηλεκτρονική υπογραφή (όπως ο εκπρόσωπος μιας ΑΕ) χρησιμοποιούσε αυτή υπό το καθεστώς της 99/93/ΕΚ και π.δ 150/2001 αναγκαστικά ταυτόχρονα και ως φυσικό πρόσωπο (για να δεσμευτεί ατομικά, όπου επιθυμούσε) και ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου (για να δεσμεύσει αυτό με βάση την αρχή της αυτοτέλειας). Έτσι πλέον καθίσταται σαφώς διακριτή η ηλεκτρονική υπογραφή, που έχει αποκτήσει ένα φυσικό πρόσωπο, που τυγχάνει να είναι εκπρόσωπος κάποιας εταιρείας, με την οποία ταυτοποιείται ατομικά και χρησιμοποιεί για να δεσμεύεται ως πρόσωπο ο ίδιος, από την ηλεκτρονική σφραγίδα, που έχει αποκτηθεί στο όνομα της εταιρείας και χειρίζεται ο ίδιος. Προβλέπονται βασικά και πάλι ανάλογα με την υπογραφή τρία είδη ηλεκτρονικών σφραγίδων: α) η εγκεκριμένη (αρθ 3 αρθμ 27 του κανονισμού και άρθρο 2.18 του ν. 4727/2020), β) η προηγμένη (αρθ 3 αρθμ 26 του κανονισμού και άρθρο 2.48 του ν. 4727/2020) και γ) η απλή, που μπορεί να συνδέονται και με χρονική πηγή (άρθρο 3 άρθμ 25 κανονισμού και άρθ 2.33 ν. 4727/2020). Σύμφωνα με το άρθ 35 παρ. 2 του κανονισμού και άρθρα 13 παρ 3 και 15 παρ 1 του ν. 4727/2020 μόνο η εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα χαίρει του τεκμηρίου της ακεραιότητας και της προέλευσης των δεδομένων, έχει δηλαδή  όμοια αποδεικτική ισχύ με έγγραφο, που φέρει ιδιόχειρη υπογραφή.

5. Η ραγδαία ανάπτυξη των διαδικασιών μετά τον κανονισμό στην έκδοση και την αποδεικτική ισχύ των δημόσιων ηλεκτρονικών εγγράφων

α. Ο νέος κανονισμός προσπαθώντας να ενοποιήσει τα εθνικά δίκαια από αγκυλώσεις και να απλουστεύσει τις ηλεκτρονικές διαδικασίες, περιέλαβε διατάξεις άμεσης εφαρμογής αποκλίνοντας από το δίκαιο της προηγούμενης οδηγίας σε σημαντικά ζητήματα, θέτοντας τέρμα στις διενέξεις σχετικά με το ποια υπογραφή μπορεί να είναι ισοδύναμη της ιδιόχειρης στο εσωτερικό μας δίκαιο, καθώς αμφισβητούνταν, αν οι αυστηρές διατάξεις της παραπάνω οδηγίας για χρήση ασφαλούς ή προηγμένης υπογραφής κατά την έννοια του άρθρ. 2 παρ. 1 π.δ. 150/2001 και και άρθρο 13 παρ. 1 ν. 3979/2011) αφορούσαν μόνο τις διασυνοριακές συναλλαγές ή αποτελούσαν και αναγκαστικό, λόγω της υπεροχής του κοινοτικού, εσωτερικό δίκαιο. Ρητά δε στο προοίμιο (αρθμ. 12) ορίζει, ότι για σκοπούς ηλεκτρονικής ταυτοποίησης τα εθνικά κράτη είναι ελεύθερα να εισάγουν νέα μέσα πρόσβασης στις εθνικές υπηρεσίες ταυτοποίησης (αρθμ. 12), αλλά και ότι το κάθε κράτος μέλος μπορεί ελεύθερα να καθορίσει το νομικό αποτέλεσμα, που κάθε είδος ηλεκτρονικής υπογραφής θα έχει (αρθμ. 49 εδ β).

β. Στα πλαίσια αυτού του νέου διαμορφωμένου πλαισίου του κανονισμού το ελληνικό δημόσιο, πριν ακόμη την ψήφιση του ν. 4727/2020, κάτω από τις ανάγκες και τις συνθήκες, που επέβαλλε η πανδημία του κωρονοϊού, προχώρησε σε πλήθος εφαρμογών στα πλαίσια των παρεχομένων υπηρεσιών προς τους πολίτες, που στηρίζονται ως προς την ταυτοποίηση όχι στην χρήση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής αλλά προηγμένης (πλατφόρμες, που επιτρέπουν την είσοδο σε προεγγεγραμμένους χρήστες, με την χρήση των κωδικών κυρίως του taxisnet και όχι μόνο, αφού η υπογραφή υπεύθυνης δήλωσης ή εξουσιοδότησης μέσω του συστήματος του gov.gr μπορεί να επιτευχθεί με κωδικούς e-banking τραπεζών) και ρητά προβλέπουν για αυτό πολλές διατάξεις, οι περισσότερες από τις οποίες περιλαμβάνονται στον ν. 4727/2020.

γ. Έτσι κατά τις βασικές ρυθμίσεις του άρθρ. 13 παρ 2 εδ β’  του 4727/2020 τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα εκδίδονται α) ως πρωτότυπα ηλεκτρονικά έγγραφα, β) ως ηλεκτρονικά ακριβή αντίγραφα και γ) ως ψηφιοποιημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα. Κατά την παρ. 3 Τα πρωτότυπα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα (εννοούνται τα έγγραφα, που έχουν παραχθεί, έχουν υπογραφεί και έχουν αρχειοθετηθεί και βρίσκονται αρχειοθετημένα στο ηλεκτρονικό σύστημα) φέρουν: α) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα και β) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του αρμόδιου οργάνου. Κατά την παρ. 4 τα ηλεκτρονικά ακριβή αντίγραφα (εννοούνται τα αντίγραφα που εκδίδονται από τα παραπάνω πρωτότυπα ηλεκτρονικά έγγραφα) φέρουν υποχρεωτικά: α) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα, β) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του αρμόδιου για την έκδοση του αντιγράφου οργάνου, γ) την ένδειξη «ακριβές αντίγραφο» και δ) τα στοιχεία του οργάνου που υπέγραψε το έγγραφο ως τελικώς υπογράφων. Ένώ κατά την παρ. 5 τα ψηφιοποιημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα από τους φορείς του δημόσιου τομέα μέσω ψηφιοποίησης ή αναπαραγωγής με χρήση ΤΠΕ έντυπων δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων που κατέχουν στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους (εννούνται τα αντίγραφα των χάρτινων ή έγχαρτων δημοσίων εγγράφων, είτε δηλ τα αντίγραφα των εγγράφων, που έχουν υπογραφεί με ιδιόχειρη υπογραφή και βρίσκονται  αρχειοθετημένα στα φυσικά αρχεία, φοριαμούς και ράφια δημοσίων υπηρεσιών, όπως οι δικαστικές αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων και παίρνουν ηλεκτρονική μορφή μετά από σάρωση) φέρουν: α) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα β) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του οργάνου που κάνει την ψηφιοποίηση ή αναπαραγωγή με χρήση ΤΠΕ σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο και γ) βεβαίωση ταύτισής τους με το έντυπο έγγραφο. Ενώ σε περίπτωση καταστροφής έντυπων εγγράφων μετά από την έκδοση των αντίστοιχων ψηφιοποιημένων ηλεκτρονικών αντιγράφων, στο πρωτόκολλο καταστροφής μνημονεύονται τα ειδικότερα στοιχεία που αναφέρονται στην παραγωγή και αρχειοθέτηση του ψηφιοποιημένου ηλεκτρονικού αντιγράφου.

δ. Ωστόσο σύμφωνα με το πνεύμα του νέου κανονισμού στο άρθρ. 6 του ν παραπάνω ν. 4727 προβλέπεται ότι «με την επιφύλαξη των διατάξεων για την Ενιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης, πιστοποιητικά και βεβαιώσεις κάθε είδους μπορούν να εκδίδονται με χρήση είτε προηγμένης ή εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής είτε προηγμένης ή εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας». Στο άρθρ. 24 ορίστηκε ότι «… η αυθεντικοποίηση του χρήστη της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης (ΕΨΠ) γίνεται μετά από επιλογή του χρήστη με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: α) Με την χρήση των κωδικών διαπιστευτηρίων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης…» (εννοούνται οι κωδικοί στο taxisnet), «β) με την χρήση των κωδικών διαπιστευτηρίων των συστημάτων ηλεκτρονικής τραπεζικής των πιστωτικών ιδρυμάτων…» (εννοούνται οι κωδικοί e-banking) και «γ) με την χρήση εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής». Στο το άρθρ. 31 παρ. 1 προβλέπεται ότι «η παροχή ψηφιακών δημοσίων υπηρεσιών από τους φορείς του δημόσιου τομέα, η έκδοση δημοσίων εγγράφων από τους φορείς αυτούς και η εκπλήρωση αιτημάτων που υποβάλλονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες ηλεκτρονικά ή μη, μπορεί να γίνεται με μερικώς ή πλήρως αυτοματοποιημένο τρόπο με την υποστήριξη ΤΠΕ, με την προϋπόθεση της αυθεντικοποίησης των αιτούντων και των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και της τήρησης των όρων ασφαλείας στο επίπεδο που (εκάστοτε εννοείται) επιβάλλεται από τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών και των αντίστοιχων δεδομένων». Ενώ στο άρθρ. 84 προβλέπεται ότι «Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης είναι υπεύθυνη για την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και την επιβεβαίωση ταυτότητας (αυθεντικοποίηση) των φυσικών προσώπων σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 με σκοπό την παροχή ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών. Αποτελεί τον μοναδικό αρμόδιο φορέα για την υλοποίηση διατομεακής διαλειτουργικότητας και διαλειτουργικότητας των επιμέρους μητρώων των φορέων του δημόσιου τομέα σε συνεργασία με την Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Απλούστευσης Διαδικασιών, τον μοναδικό αρμόδιο φορέα για την ταυτοποίηση των φυσικών προσώπων μεταξύ των μητρώων των φορέων αυτών αξιοποιώντας τα επιμέρους αναγνωριστικά, και είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τη λειτουργία του Κέντρου Διαλειτουργικότητας (ΚΕΔ) και την υλοποίηση όλων των σχετικών δράσεων σε συνεργασία με τους ως άνω φορείς».

ε. Έτσι στο ίδιο πνεύμα, όσο αφορά την διευκόλυνση πρόσβασης στα δικαστήρια κατά το δικαιοδοτικό τους έργο στο άρθρ. 119 του ΚΠολΔ με τις τροποποιήσεις του ν. 4842/2021 προστέθηκε τέταρτο εδάφιο σύμφωνα με το οποίο «δεν απαιτείται η παραπάνω υπογραφή και σφραγίδα (εννοείται η εγκεκριμένη), αν υφίσταται σύστημα επικοινωνιών στα δικαστήρια, στο οποίο έχουν πρόσβαση προεγγεγραμμένοι χρήστες με πιστοποίηση ταυτότητας, το οποίο επιτρέπει την επαλήθευση της ταυτότητας αυτών, την υποβολή του δικογράφου ηλεκτρονικά και την αυτοματοποιημένη αποστολή σε αυτούς αντιγράφου του κατατειθεμένου δικογράφου». Τούτο προτάθηκε για να καταστεί δυνατή η ηλεκτρονική κατάθεση στις μικροδιαφορές και η ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων επί κατάσχεσης εις χείρας τρίτων.

6. Οι άστοχες ρυθμίσεις του άρθρ. 16 του ν. 4727/2020 όσο αφορά την αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών ηλεκτρονικών εγγράφων

Παραδόξως, ενώ για την έκδοση δημοσίων εγγράφων και την αποστολή πιστοποιητικών, βεβαιώσεων η αντιγράφων, ο νομοθέτης αρκείται στην προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, η οποία και κατά τα παραπάνω θεωρείται ισοδύναμη της ιδιόχειρης, σε αντίφαση με την γενικότερη τάση για απλούστευση της έκδοσης διαταγής πληρωμής, σε αντίθεση με την νομολογία, που είχε στον χώρο των πολιτικών δικαστηρίων, υπό την ισχύ του προηγούμενου δικαίου, επικρατήσει, ότι μπορεί και απλή ηλεκτρονική υπογραφή να είναι ισοδύναμη της ιδιόχειρης, ώστε να μπορεί να στηρίξει έκδοση διαταγής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρ. 16 αυτό πλέον αποκλείεται. Συγκεκριμένα σύμφωνα με αυτό «Ηλεκτρονικό (εννοείται ιδιωτικό) έγγραφο που φέρει απλή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εκδότη του αποτελεί μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια του άρθρου 444 του ΚΠολΔ. Στην περίπτωση του άρθρου 160 του Αστικού Κώδικα και του Άρθρου 443 και απαιτείται εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα (παρ 1). Ενώ ηλεκτρονικά (ιδιωτικά) έγγραφα με απλή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή εκτιμώνται ελεύθερα ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις (παρ. 2). Σύμφωνα με τις νέες αυτές ρυθμίσεις πλέον δεν μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής στηριζόμενη σε ιδιωτικά έγγραφα, που δεν φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή αλλά φέρουν προηγμένη ή απλή ηλεκτρονική (όπως έγγραφα, που βεβαιώνουν τραπεζικές συναλλαγές μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων ή έγγραφα από μεταξύ ιδιωτών ηλεκτρονική αλληλογραφία με αποστολή mail). Οι παραπάνω διατάξεις του άρθρ. 16, που αποκλείουν την έκδοση διαταγής πληρωμής με ιδιωτικό ηλεκτρονικό έγγραφο, που δεν φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, δεν έχουν γίνει ευρέως γνωστές ακόμη στον νομικό κόσμο και ελάχιστα έχει γίνει αντιληπτό, ότι με το άρθρο αυτό επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο (ο αποκλεισμός έκδοσης διαταγής πληρωμής με βάση ηλεκτρονική υπογραφή, που δεν είναι εγκεκριμένη). Οι διατάξεις αυτές του άρθρ. 16 για κατάργηση ουσιαστικά της δυνατότητας να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με ηλεκτρονικό έγγραφο, που φέρει προηγμένη η απλή ηλεκτρονική υπογραφή, αντίκεινται στο πνεύμα του κανονισμού, με τον οποίο επιδιώκεται η απλούστευση των διαδικασιών (βλ αρθμ 49 και 50 στο προοίμιο του νέου κανονισμού, όπου ορίζεται, ότι στην εθνική νομοθεσία εναπόκειται να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα την άλλων ηλεκτρονικών υπογραφών και σφραγίδων και δη των προηγμένων). Μπορεί να ειπωθεί όμως ότι αντίκεινται και στο ίδιο το δίκαιο του κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο η ισχύς μιας υπογραφής ή σφραγίδας δεν πρέπει να απορρίπτεται με την αιτιολογία, ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις της εγκεκριμένης (βλ και άρθ 25 παρ 1, 35 παρ 1 και 41 παρ 1). Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις δεν μπορεί να θέτονται όρια στα ελληνικά δικαστήρια και τους δικαστές όσον αφορά τα ιδιωτικά ηλεκτρονικά έγγραφα, καθώς τεκμαίρεται η γνησιότητα αυτών, να κρίνουν, πότε μια ηλεκτρονική υπογραφή μπορεί ή όχι να είναι ισοδύναμη της ιδιόχειρης.

7. Η γνησιότητα των ιδιωτικών ηλεκτρονικών εγγράφων

Όσον αφορά την γνησιότητα ιδιωτικού ηλεκτρονικού εγγράφου, που φέρει την ψηφιακή (προηγμένη) υπογραφή του άρθ 1 παρ 2 και 3 του ΠΔ 150/2001 και της κατηργημένης οδηγίας (βλ και αρθ 51 του ΚΕΕ 910/2014), το μόνο, που οφείλει να αποδείξει αυτός, που το προσκομίζει είναι μόνο, ότι αυτό φέρει τέτοια υπογραφή. Το ίδιο ισχύει όσο αφορά και την εγκεκριμένη υπογραφή και εγκεκριμένη σφραγίδα. Τα παραπάνω μέσα ταυτοποίησης παράγουν τεκμήριο προέλευσης και ακεραιότητας. Ως προς το νέο είδος της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής (του άρθ 3 αρθμ 11, άρθ 26) της προηγμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας (άρθ 3 αριθμ 26, άρθ 36), αλλά και της εγκεκριμένη χρονοσφραγίδας (του άρθ 3 αρθμ 33 και άρθ 42), αλλά και όσων παλαιών εγγράφων οι υπογραφές των οποίων πληρούν τις προϋποθέσεις της προηγμένης του νέου δικαίου, το βάρος απόδειξης φαίνεται να περιορίζεται μόνο στο ότι το έγγραφο, που φέρει τέτοια υπογραφή ή σφραγίδα, προέρχεται από τον φερόμενο ως εκδότη. Υποχρεούται δηλαδή να αποδείξει (αν αμφισβητηθεί) μόνο την προέλευση αυτού, αφού η ακεραιότητα και η βούληση τεκμαίρονται. Τα έγγραφα, που φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή (κατά την έννοια του άρθ 3 αρθμ 11 και 26 του νέου ΚΕΕ), προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα και εγκεκριμένη χρονοσφραγίδα, δεν εξομοιώνονται άμεσα (αυτοδίκαια) με τα έγγραφα, που φέρουν ιδιόχειρη, καθώς δεν τεκμαίρεται η προέλευσή τους αλλά μόνο η ακεραιότητά τους. Αλλά δεν έχουν και τον «χαμηλό» βαθμό πιθανολογικής ασφάλειας, που έχει η απλή, αφού περιβάλλονται με το τεκμήριο ακεραιότητας και με «υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης».  Η απόδειξη όμως της γνησιότητας ενός ηλεκτρονικού εγγράφου, που φέρει απλή ηλεκτρονική υπογραφή, είναι πιο δυσχερής, για αυτόν που το προσκομίζει, καθώς ο τρόπος αυτός υπογραφής δεν παρέχει μεγάλο βαθμό πιθανολογικής ασφάλειας. Πρέπει δε να αποδείξει (και επομένως και να επικαλεστεί για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής) ότι το έγγραφο προέρχεται από τον φερόμενο ως εκδότη, είναι ακέραιο, φέρει δηλαδή την (απλή ηλεκτρονική) υπογραφή αυτού, αλλά και πρόσθετα, ότι έχει θέσει αυτή αυτός με βούληση να δεσμευθεί[51]. Υποχρεούται δηλαδή να αποδείξει, όπως έμμεσα γινόταν αποδεκτό στην νομολογία και θεωρία, αν υπάρξει αμφισβήτηση με λόγο ανακοπής, την προέλευση, την ακεραιότητα και την βούληση του εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου να δεσμευτεί.

 

8. Η προσκόμιση ηλεκτρονικού εγγράφου στην διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής

α) Πως είχε αντιμετωπισθεί το ζήτημα πριν τον ν. 4727/2020

Το ζήτημα, που ευθύς εξαρχής δίχασε την θεωρία και νομολογία όσο αφορά τα ηλεκτρονικά έγγραφα, πάνω στο οποίο ο νομοθέτης (Ν 3994/2011) δεν πήρε θέση, αφήνοντας μάλλον την νομολογία να διαμορφώσει το δίκαιο, ήταν το τι αποτελεί τελικά τέτοιο (ηλεκτρονικό έγγραφο): α) η καταχώρηση και αποθήκευση δηλαδή ενός κειμένου τον ίδιο τον Η/Υ, ή β) η αποτύπωση αυτού στο χαρτί μετά την εκτύπωση. Κατά μία άποψη ηλεκτρονικά έγγραφα αποτελούν οι εξαγόμενες αποτυπώσεις σε χαρτί (εκτυπώσεις). Υποστηρίχθηκε δε σχετικά, ότι αυτά ως μηχανικές απεικονίσεις αποτελούν το τελικό προϊόν μίας διαδικασίας που εξελίσσεται σε τρία βασικά στάδια. Στο πρώτο στάδιο, τα δεδομένα του κειμένου εισάγονται με γραφή αναγνώσιμη στον άνθρωπο (στάδιο εισαγωγής). Στο δεύτερο στάδιο, τα δεδομένα που καταχωρήθηκαν κωδικοποιούνται και αποθηκεύονται σε στοιχεία κατανοητά μόνο από το σύστημα του Η/Υ (στάδιο επεξεργασίας). Και στο τρίτο στάδιο τα δεδομένα μετά από σχετικές εντολές, αποκωδικοποιούνται σε σημεία κατανοητά από τον άνθρωπο (στάδιο εξαγωγής)[52]. Ακριβώς σ’ αυτή τη διαδικασία παραγωγής του διακρίνεται το ηλεκτρονικό έγγραφο από το χάρτινο έγγραφο, καθώς βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του τελευταίου είναι η παραγωγή του μόνο σε ένα μόνο στάδιο, αφού συντάσσεται άμεσα, ιδιοχείρως ή με τη βοήθεια μηχανικού μέσου (γραφομηχανή κλπ). Ωστόσο υποστηρίχθηκε σθεναρά και με ισχυρά βέβαια επιχειρήματα και η εκδοχή, ότι ηλεκτρονικό έγγραφο είναι οι ίδιες οι μαγνητικές κωδικοποιημένες καταχωρήσεις ηλεκτρονικών δεδομένων στη μονάδα επεξεργασίας, ή και ο ίδιος ο  ο ηλεκτρομαγνητικός (σκληρός) δίσκος του ΗΥ, παρότι δεν αποτυπώνονται σ’ αυτόν οπτικές ή ακουστικές παραστάσεις, αλλά νοήματα»[53].

Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις βέβαια δεν στερούνταν πρακτικής σημασίας ως προς το τι αποτελεί πράγματι η αποτύπωση σε χαρτί (εκτύπωση) του δημιουργημένου και καταχωρημένου στον Η/Υ κειμένου. Αν αποτελεί δηλαδή παραγόμενο αντίγραφο ή πρωτογενές πρωτότυπο. Κατά την δεύτερη από τις παραπάνω εκδοχές (αφού το πρωτότυπο είναι αποθηκευμένο στην μνήμη Η/Υ) η εκτύπωση αποτελεί το παραγόμενο αντίγραφο και όχι το πρωτότυπο. Για αυτό και υποστηρίχτηκε στη θεωρία[54] και την νομολογία[55] ότι απαιτείται να προσκομίζεται στο δικαστήριο το «επικυρωμένο κατά νόμο αντίγραφο του αποσταλμένου ηλεκτρονικού μηνύματος (mail)», με την έννοια ότι ο δικηγόρος, ως κατά νόμο αρμόδιος, οφείλει, προτού προσκομίσει το έγγραφο στο δικαστήριο, να επικυρώσει την εξαγόμενη εκτύπωση του κειμένου, που απεστάλη μέσω email, ως αντίγραφο. Κατά την πρώτη εκδοχή αντίθετα δεν μπορεί να γίνει επικύρωση εγγράφου ως αντιγράφου από πρωτότυπο, η ανάγνωση του οποίου δεν είναι ανθρωπίνως εφικτή. Έτσι, ως πρωτότυπο[56] κατά την άποψη αυτή παραδεκτά προσκομίζεται στο δικαστήριο η εκτύπωση των εγγράφων. Ο Άρειος Πάγος[57] έχει κάνει δεκτή αυτή την άποψη στην περίπτωση των τηρούμενων (μηχανογραφικά) σε ηλεκτρονική μορφή στο αρχείο ενός Η/Υ τραπεζικών βιβλίων, κάνοντας δεκτό, ότι η προσκόμιση αυτών μετά από εκτύπωση με σχετική βεβαίωση της γνησιότητας από τον υπάλληλο της τράπεζας, που ενήργησε αυτή, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο. Χωρίς να απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο.

            β) Οι ρυθμίσεις του ν 4727/2020

Το όλο αντιφατικό τοπίο και όλα τα ζητήματα σχετικά με το πώς πρέπει να προσκομίζονται τα ηλεκτρονικά δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα και βέβαια στο αυστηρό σύστημα απόδειξης, που ισχύει στην έκδοση διαταγής πληρωμής, επιλύθηκε, με τον παραπάνω ν. 4727/2020. Με τις ρυθμίσεις του ο νομοθέτης, μη λαμβάνοντας άμεσα θέση πάνω στις διατυπωθείσες απόψεις, όρισε σαφώς ποιές περαιτέρω μετά την εκτύπωση επικυρώσεις και βεβαιώσεις, απαιτείται να φέρουν  οι εκτυπώσεις των δημοσίων ηλεκτρονικών εγγράφων (πρωτότυπα, ηλεκτρονικά αντιγραφα και ψηφιοποιημένα αντίγραφα) και ποιες οι εκτυπώσεις των ιδιωτικών  ηλεκτρονικών εγγράφων, που προσκομίζονται ενώπιον των δικαστηρίων. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 14 του ν. 4727/2020 όσον αφορά τα δημόσια έγγραφα η εκτύπωση πρωτότυπου ηλεκτρονικού δημοσίου εγγράφου ή ηλεκτρονικού ακριβούς αντιγράφου ή ψηφιοποιημένου ηλεκτρονικού αντιγράφου, εφόσον δεν έχουν διακινηθεί ηλεκτρονικά (άλλα προσκομίζονται με φυσική παρουσία, όπως συμβαίνει για την έκδοση διαταγής πληρωμής) γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή με ισχύ ακριβούς αντιγράφου από τους φορείς του δημόσιου τομέα, από τα δικαστήρια όλων των βαθμών και τις εισαγγελίες όλης της χώρας, καθώς και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, εφόσον είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν η ακρίβεια και η ισχύς της εκτύπωσης με χρήση ΤΠΕ, ιδίως στην περίπτωση που το πρωτότυπο ηλεκτρονικό δημόσιο έγγραφο ή το ηλεκτρονικό ακριβές αντίγραφο ή το ψηφιοποιημένο ηλεκτρονικό αντίγραφο φέρει μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό επαλήθευσης και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα επαλήθευσης μέσω πληροφοριακού συστήματος του Δημοσίου. Σε περίπτωση όμως, που δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν η ακρίβεια και η ισχύς της κατά το προηγούμενο εδάφιο, απαιτείται η επικύρωση της εκτύπωσης από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) ή δικηγόρο (βλ και 32256/15-9-2021 απόφασης των Υπουργών Επικρατείας και του Υφυπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 15 όσον αφορά τα ιδιωτικά ηλεκτρονικά έγγραφα, η εκτύπωση των ιδιωτικών ηλεκτρονικών εγγράφων γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από τους φορείς του δημόσιου τομέα, από τα δικαστήρια όλων των βαθμών και τις εισαγγελίες όλης της χώρας και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, εφόσον φέρει επικύρωση από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή ΚΕΠ ή δικηγόρο, η οποία γίνεται μέσω της διαπίστωσης της ταύτισης του περιεχομένου του εκτυπωμένου εγγράφου με το ηλεκτρονικό ιδιωτικό έγγραφο. Συνεπώς κατά τα παραπάνω απαιτείται τα ηλεκτρονικά έγγραφα, που προσκομίζονται για έκδοση διαταγής πληρωμής να φέρουν τις παραπάνω επικυρώσεις και βεβαιώσεις. Έτσι πλέον τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα κίνησης τραπεζικών λογαριασμών, με τα οποία επιχειρείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν πρέπει να φέρουν βεβαίωση υπογραμμένη από τραπεζικό υπάλληλο, αλλά την βεβαίωση (ή πρόσθετα και την βεβαίωση) του δικηγόρου, που τα προσκομίζει, ότι πρόκειται για αποτύπωση από το ηλεκτρονικό σύστημα της εντολέως του Τράπεζας.

————–

 

[1] Γενικά ο δημόσιος χαρακτήρας της δίκης εκδηλώνεται: α) χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό με την χορήγηση πλήρους ελευθερίας πρόσβασης όλου του υλικού της (πραγματικού και αποδεικτικού) στους άμεσα ενδιαφερομένους (αποκαλούμενη δημοσιότητα έναντι των διαδίκων). Σύμφωνα με αυτή οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να πληροφορηθούν κάθε διαδικαστική πράξη, ακόμη και αν αυτή δεν διεξάγεται σε πανηγυρική συνεδρίαση στο ακροατήριο. Και β) Με την (επιδεχόμενη περιορισμούς)  χορήγηση πρόσβασης σε κάθε τρίτο, ακόμη και χωρίς κανένα έννομο συμφέρον και σχέση με την εκδικαζόμενη διαφορά, να παρακολουθήσει τη δίκη (αποκαλούμενη δημοσιότητα έναντι του κοινού ή λαϊκή δημοσιότητα), που διακρίνεται σε: α) άμεση όταν αναφέρεται στο δικαίωμα κάθε τρίτου να παρακολουθήσει πρωτογενώς ο ίδιος ως θεατής και ακροατής μια δίκη παρευρισκόμενος σε μια δικαστική αίθουσα και β) έμμεση, με την οποία εννοείται η δευτερογενής παρακολούθηση με την παρακολούθηση της εξέλιξης μιας δίκης έμμεσα μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η αρχή της δημοσιότητας δεν πρέπει να συγχέεται βέβαια, καθότι δεν ταυτίζεται, με τις έννοιες της προφορικότητας και την αμεσότητας, αν και για λόγους ιστορικούς, καθώς προέκυψαν ως πολιτικό αίτημα στο πλαίσιο των φιλελεύθερων αρχών της γαλλικής επανάστασης, προστατεύονται κατά βάση με από τις ίδιες διατάξεις. Το σύστημα της προφορικής διεξαγωγής της δίκης αφορά τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων (αναφέρεται στο πραγματικό υλικό της δίκης) με την έννοια δηλαδή, ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να στηρίξει την απόφασή του σε στοιχεία, που δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο προφορικής συζήτησης μεταξύ των διαδίκων και του δικαστή. Έτσι το αίτημα της προφορικότητας ικανοποιείται με την δια πληρεξουσίου παράσταση του διαδίκου στη δίκη και την ανάπτυξη των ισχυρισμών από αυτόν, χωρίς να είναι απαραίτητη η εμφάνιση του διαδίκου στη δίκη. Περαιτέρω η αμεσότητα της διαδικασίας αφορά την αποδεικτική διαδικασία (αναφέρεται στο αποδεικτικό υλικό της δίκης) με την έννοια, ότι το δικαστήριο (ο δικαστής, που δικάζει), πρέπει να έρχεται σε απευθείας επαφή με τους διαδίκους, τους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες (οι οποίοι πρέπει να εξετάζονται ενώπιον του), ώστε να μπορεί να ελέγξει την αξιοπιστία των κρίσιμων γεγονότων, που αυτοί βεβαιώνουν. Έτσι το αίτημα για αμεσότητα δεν ικανοποιείται με την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον εντεταλμένου δικαστή ή συμβολαιογράφου, ενώ δεν αρκεί η παράσταση δια πληρεξουσίου δικηγόρου, αλλά απαιτείται και η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του διαδίκου στη δίκη. Τα παραπάνω (δημοσιότητα, προφορικότητα, αμεσότητα) για λόγους ιστορικούς συνυπάρχουν πλέον, λόγω της ιδιαίτερης αποστολής της, μόνο στην ποινική δίκη (με αρκετές πλέον και εκεί διαφοροποιήσεις). Ήδη το ΕΔΔΑ αποδέχεται την έγγραφη διεξαγωγή δίκης (χωρίς δηλαδή δημόσια συνεδρίαση σε ακροατήριο- προφορικότητα), όταν αυτή δεν συνεπάγεται απομείωση των διαδικαστικών δυνατοτήτων και ευκαιριών, που θα είχαν οι διάδικοι, αν μπορούσαν να προβάλλουν ισχυρισμούς και να αξιολογήσουν τα αποδεικτικά τους μέσα στο ακροατήριο. Και ενώ περαιτέρω δέχεται, ότι στο δικαίωμα για δημόσια συνεδρίαση περιλαμβάνεται το δικαίωμα κάθε διαδίκου για προφορική ακρόαση σε έναν τουλάχιστον βαθμό δικαιοδοσίας (ΕΔΔΑ 21.1.1990 Hakanson and Suresson v. Sweden (11855/85) παρ. 64. ΕΔΔΑ 29.10.1991 Solomonsson v. Sweden (11826/85) παρ 36. ΕΔΔΑ 23.2.1994 Fredin v. Sweden II (18928/91) παρ. 21. ΕΔΔΑ 12.11.2002 Dory v.Sweden (28394/95) παρ. 39.), ταυτόχρονα αποδέχεται, ότι αυτή (η προφορική ακρόαση) δεν είναι αναγκαίο να διενεργηθεί οπωσδήποτε στο ακροατήριο, καθώς αυτό (η προφορική ακρόαση των διαδίκων) μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους τρόπους, όπως ακόμη και με τηλεδιάσκεψη εκτός αυτού (του ακροατηρίου δηλαδή). Κυρίαρχο δηλαδή κατά το ΕΔΔΑ δεν είναι η εξασφάλιση της δημοσιότητας έναντι των τρίτων (λαϊκή δημοσιότητα) αλλά η προφορικότητα και αμεσότητα της δίκης (η προφορική δηλαδή ακρόαση), που μπορεί να υπάρξει και χωρίς δημόσια συνεδρίαση. 

 

[2] Ράμμος Γ., όπ.π., §255, σ. 730-732

 

[3] Μπέης Κ., Πολιτική Δικονομία, Απόδειξη και Ειδικές Διατάξεις, Κεφάλαιο ΙΒ’, υπό Ι. Γενικές Διατάξεις, χρησιμοποιεί τον όρο δικονομική απόδειξη σε αντιδιαστολή προς την ελεύθερη απόδειξη.

 

[4] Βλ  Παϊσίδου Ν., Η έννοια των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων και η ένταξη τους στο νέο άρθρο 270 ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2002, σ. 649.

 

[5] Στο πλαίσιο της αυστηρής απόδειξης  βρίσκουν την απόλυτη εφαρμογή τους οι κανόνες του υποστατού και του εγκύρου των αποδεικτικών μέσων. Σύμφωνα με τον πρώτο κανόνα υποστατά ή επώνυμα θεωρούνται τα αποδεικτικά μέσα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 339 ΚΠολΔ. Η πρόβλεψη στον ανωτέρω κατάλογο και τον δικαστικών τεκμηρίων συμβιβάζεται με την αυστηρή απόδειξη, χωρίς να αναιρεί τον κανόνα του υποστατού, αφού πρόκειται για επώνυμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία υπόκεινται και σε διαδικαστικούς κανόνες του επιτρεπτού τους (άρθρο 395 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τον δεύτερο κανόνα, το έγκυρο αναφέρεται στις προϋποθέσεις του κύρους των αποδεικτικών μέσων όπως αυτές διαγράφονται από τον ΚΠολΔ. Για να θεωρείται ένα αποδεικτικό μέσο έγκυρο, είναι αναγκαίο να έχουν τηρηθεί όλοι οι όροι που απαιτούνται από το δικονομικό νομοθέτη για να τους αποδίδεται η εκάστοτε προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη. Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται απόλυτα μόνο στην αυστηρή απόδειξη

 

[6]  Βλ. Παϊσίδου Ν., Τα δικαστικά τεκμήρια στην πολιτική δικονομία, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 1991, σ. 127 με περαιτέρω παραπομπές.

[7]  Επισημαίνεται ότι η ελεύθερη απόδειξη διακρίνεται από την πιθανολόγηση, καθώς και στην περίπτωση αυτή καταρχήν σκοπείται ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποίθησης από το δικαστή, εκτός αν άλλως ορίζεται στο νόμο.

 

[8]  Είναι προφανές πως σο είδος αυτό της απόδειξης ο κανόνας του εγκύρου αναιρείται  αφού ο δικαστής αναδεικνύεται σε αδέσμευτο κριτή της προσήκουσας διαδικαστικής πορείας.

 

[9]  Βλ. ΑΠ 406/1998 ΕλλΔνη 1999.84. Για την έννοια της ελεύθερης αποδείξεως βλ. Μπέη, Απόδειξη, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας, β’ έκδοση, εκδ. οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1983, σ.1379-1380. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Νίκα), ΚΠολΔ Ι άρθρ.8 αριθ.1.

 

[10] Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται για αυτό το είδος απόδειξης από την Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, σ.77· ο Κ. Μπέης (Δ 1985.11) την αποκαλεί περιορισμένη ελεύθερη απόδειξη· ο Λ. Σινανιώτης (Ερμηνεία, Γ. άρθρο 347, σ.221) χρησιμοποιεί τον όρο μερική ελευθέρα απόδειξις· ο Ν. Βερβεσός (Αναμν. Τομ. Ε. Μιχελάκη, σ.602) θεωρεί ότι το είδος αυτό της απόδειξης το οποίο αποκαλεί «τέταρτο», καλύπτει την «εκ των ενόντων κρίση» του προϊσχύσαντος δικαίου·  

 

[11] Βλ. Νικολόπουλο Ν. ό.π., σ.123 με περαιτέρω παραπομπές.

[12] Η εν μέρει ελεύθερη απόδειξη διακρίνεται σαφώς από την πιθανολόγηση στα ακόλουθα σημεία: i. Στην εν μέρει ελεύθερη απόδειξη απαιτείται ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποίθησης, σε αντίθεση με την πιθανολόγηση που αρκεί ο σχηματισμός ήσσονος βαθμού πεποίθησης. ii.Στην εν μέρει ελεύθερη απόδειξη ο δικαστής λαμβάνει υπ’ όψιν τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 ΚΠολΔ σύμφωνα με την αποδεικτική τους δύναμη, ενώ στην πιθανολόγηση, ο δικαστής δεσμεύεται μεν από τη δικαστική ομολογία, κατά μία άποψη, όχι όμως και από την αποδεικτική δύναμη των εγγράφων τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα. iii. Στην εν μέρει ελεύθερη απόδειξη επιτρέπονται τα ατελή όχι όμως και τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ωστόσο επιτρέπονται όπου ο νόμος αρκείται σε πιθανολόγηση iv. Στην εν μέρει ελεύθερη απόδειξη τα μη πληρούντα τους όρους αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπ’ όψιν μόνον υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη, ένας περιορισμός που δεν τίθεται όπου ο νόμος αρκείται σε πιθανολόγηση και ισχύει η ελεύθερη απόδειξη.,

[13] Μετά το ν.2915/2001 η εν μέρει ελεύθερη απόδειξη υπεισήλθε και στην τακτική διαδικασία του Πολυμελούς. Τόσο στην εν μέρει ελεύθερη απόδειξη όσο και στην απόδειξη όπου ο νόμος αρκείται σε πιθανολόγηση γίνεται δεκτό ότι ισχύουν θεμελιώδεις κανόνες της δικονομικής τάξεως, όπως η κατανομή του βάρους απόδειξης και το ανεπίτρεπτο της χρήσης της ιδιωτικής γνώσης του δικαστή. Βλ. Πάρις Σ. Αρβανιτάκις, Αρχή των νομικών αποδείξεων και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (μετά τον ν.2915/2001), Σύγχρονα Ζητήματα Αποδείξεως στην Πολιτική Δίκη – Αφιέρωμα στην Π.Γέσιου – Φαλτσή, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006 σ.133.

 

[14] Ο κανόνας του εγκύρου που αναφέρεται στις προϋποθέσεις του κύρους των αποδεικτικών μέσων αναιρείται στο εν λόγω είδος απόδειξης, λόγω της ευχέρειας του δικαστή να εκτιμά και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα

 

[15] Βλ. χαρακτηριστικά ΑΠ 1002/2001, ΕλλΔνη 2003.423, κατά την οποία, η λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ενέχει αποδέσμευση του δικαστηρίου, από τις διατάξεις περί αποδείξεως, που περιορίζεται μόνο στο είδος των αποδεικτικών μέσων, τα οποία μπορούν αν ληφθούν υπόψη· δεν ενέχει όμως αποδέσμευση του δικαστή από την υποχρέωση να προσδώσει σε ορισμένα, όπως λχ. Τη δικαστική ομολογία, την προβλεπόμενη από τον νόμο αυξημένη αποδεικτική δύναμη.

 

[16]  Μετά το ν.2915/2001 η εν μέρει ελεύθερη απόδειξη υπεισήλθε και στην τακτική διαδικασία του Πολυμελούς. Τόσο στην εν μέρει ελεύθερη απόδειξη όσο και στην απόδειξη όπου ο νόμος αρκείται σε πιθανολόγηση γίνεται δεκτό ότι ισχύουν θεμελιώδεις κανόνες της δικονομικής τάξεως, όπως η κατανομή του βάρους απόδειξης και το ανεπίτρεπτο της χρήσης της ιδιωτικής γνώσης του δικαστή.  

[17] Ποδηματά Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής Αποτίμηση των βασικών συγκλίσεων και αποκλίσεων σελ 69, Αρμ 2006 σελ. 359

 

[18] Ανάλογα με τις προϋποθέσεις, που απαιτούνται, για την έκδοση διαταγής πληρωμής τα ευρωπαϊκά δίκαια, μπορούν να καταταχθούν σε δύο κατηγορίες: σε αυτά, που ακολουθούν την αρχή της «απόδειξης» και σε αυτά, που ακολουθούν την αρχή της «μη απόδειξης». Ενώ ως προς όσα απαιτούνται σχετικά με το περιεχόμενο του δικογράφου των αντιρρήσεων, αυτά διακρίνονται και πάλι σε δύο βασικές κατηγορίες: σε αυτά που ακολουθούν την αρχή της «αναιτιολόγητης ανακοπής» και σε αυτά, που ακολουθούν την αρχή της «αιτιολογημένης ανακοπής» Ποδηματά Η Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής έκδ 2011 παρ 4 σελ 63-64 και δικαιοσυγκριτική παρουσίαση Οικονομόπουλου ΣχΠολΔ ΙV σελ 226). Από τον συνδυασμό των αρχών της «μη απόδειξης» και «αναιτιολόγητης ανακοπής» (καθώς τα δίκαια, που ακολουθούν την αρχή της μη απόδειξης ακολουθούν και την αρχή της αναιτιολόγητης ανακοπής) δημιουργείται ένα δικαιικό σύστημα, που ακολουθείται από χώρες, όπως η Γερμανία, Αυστρία, Φιλανδία, Πορτογαλία Μπέη ΠολΔικ ΚεφΔ εισαγωγικά στα άρθρα για την διαταγή πληρωμής σελ 159 (διαφορές της ελληνικής διαταγής πληρωμής από την διαταγή πληρωμής του γερμανικού δικαίου). Κατά τα βασικά του χαρακτηριστικά των δικαίων αυτών ο αιτών τη διαταγή πληρωμής δηλώνει, ότι κατέχει (διατίθεται στη δίκη, που τυχόν ακολουθήσει, να προσκομίσει) έγγραφα και η διαταγή εκδίδεται χωρίς να λαμβάνει χώρα εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας, συνήθως από δικαστικούς γραμματείς, όργανα εκτέλεσης ή άλλους κρατικούς υπαλλήλους. Ενώ για την άσκηση αντιρρήσεων απαιτούνται ελάχιστες αναγκαίες προϋποθέσεις ως προς το περιεχόμενο του δικογράφου και αρκεί απλά η μόνη δήλωση του καθ’ ου η διαταγή, ότι αμφισβητεί την απαίτηση. Με την υποβολή των αντιρρήσεων παύει αυτόματα η ισχύς της διαταγής πληρωμής. Η δίκη, που ακολουθεί, έχει ως αντικείμενο την διάγνωση της βασιμότητας της απαιτήσεως και επέχει η σχετική αίτηση για την έκδοση της διαταγής χαρακτήρα εισαγωγικού δικογράφου, συμπληρωμένου θεμιτά και με τους ισχυρισμούς, που προβάλλει ο αιτών (το σύστημα αυτό δεν είναι πλέον άγνωστο στον έλληνα δικαστή, καθώς εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμή κατά τον ΚανΕΚ 1896/2006). Από τον συνδυασμό των αρχών της «απόδειξης» και της «αιτιολογημένης ανακοπής», δημιουργείται ένα διαφορετικό σύστημα, που ακολουθούν χώρες, όπως η Γαλλία, Ισπανία, Ελλάδα, Βέλγιο Λουξεμβούργο. Κατά τα βασικά χαρακτηριστικά των δικαίων αυτών η διαταγή πληρωμής εκδίδεται μετά από έλεγχο για την ύπαρξη της απαίτησης και ο αιτών υποχρεούται να επικαλεστεί και να προσκομίσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν αυτή. Το δικόγραφο των αντιρρήσεων χαρακτηρίζεται ανακοπή και πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένους λόγους και αίτημα ακύρωσης της διαταγής, η ισχύς της οποίας δεν παύει μόνο με την άσκηση (κατάθεση και επίδοση του δικογράφου), καθώς ακολουθεί ακυρωτική δίκη, που έχει σαν αντικείμενο την ακύρωση της διαταγής με βάση τους προβαλλόμενους λόγους.

 

[19] Για το λόγο αυτό επειδή κατά το ελληνικό δίκαιο κατά το αυστηρό σύστημα απόδειξης της απαίτησης και αιτιολογημένης ανακοπής απαιτείται σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποιθήσεως και από την έκδοσή της είναι τίτλος εκτελεστός, δεν μπορεί να ανατεθεί η έκδοση αυτής κατ άρθ 87 παρ 1 του Συντ σε άλλα πρόσωπα, πλην δικαστών. Καθώς μόνο στους τελευταίους το ελληνικό Σύνταγμα χορηγεί το δικαίωμα λήψης απόφασης επί εννόμων σχέσεων (για τις οποίες ερίζουν αντίδικα μέρη), εξοπλίζοντας αυτούς σχετικά με εξουσία προς διάγνωση και εξουσία προς διάπλαση. Επισημαίνεται σχετικά (βλ Μπέη ΠολΔικ εισαγωγικά στη διαταγή πληρωμής σελ 159), ότι στην Γερμανία μετά την υποβολή τη αίτησης εκδίδεται πρώτα από τον γραμματέα του δικαστηρίου, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, διαταγή πληρωμής (Mahnbescheid). Με το έγγραφο αυτό όμως ο οφειλέτης προσκαλείται να πληρώσει ή να ασκήσει αντιρρήσεις μέσα σε ένα χρονικό διάστημα. Αν δεν πληρώσει ή δεν εναντιωθεί, τότε εκδίδεται σε ξεχωριστό έγγραφο νέα διαταγή, που αποκαλείται διαταγή εκτέλεσης (Vollstreckungsbescheid) από δικαστήριο αυτή τη φορά (ZPO 699), η οποία εξομοιώνεται με προσωρινά εκτελεστή ερήμην δικαστική απόφαση και εκτελείται. Η καταψήφιση της απαίτησης δηλαδή τελικά και εκεί «διατάσσεται» από δικαστή. 

 

[20] Μπέη ΠολΔικ άρθ 631 σελ 200 για την διαφορά της δικαστικής απόφασης από την διαταγή πληρωμής, Ποδηματά η Ευρωπαϊκή Διαταγή πληρωμής παρ 4 σελ 70, η ελληνική διαταγή υπό το φώς των δικαιοσυγκριτικών δεδομένων, Τσαντίνη οπ σελ 247 επ

 

[21] Ράμμου ΕγχΑστΔικΔικ τόμος 2ος σελ 729, Νικολόπουλου το δίκαιο της αποδείξεως 2005 σελ 122, Γέσιου- Φαλτσή Δίκαιο Αποδείξεων 1985 σελ 81-82

 

[22] Αθανασάς Η διαταγή πληρωμής παρ 7 σελ 230

 

[23] Νικολόπουλου το δίκαιο της αποδείξεως 2005 σελ 120-121, Γέσιου- Φαλτσή Δίκαιο Αποδείξεων 1985 σελ 68

 

[24] Αθανασάς Η διαταγή πληρωμής παρ 7 σελ 231

[25]  σημειώσεις Μπέη κάτω από ΑΠ 40/1994 Δ 25/861

 

[26] Έχει επικρατήσει ως ορολογία, όταν κάποια διαταγή πληρωμής ακυρώνεται λόγω μη συνδρομής κάποιας από τις δικονομικές προϋποθέσεις (γενικές ή ειδικές), καθώς τον δικαστή τόσο της διαταγής πληρωμής όσο και του δικαστηρίου της ανακοπής δεν τον ενδιαφέρει, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, η περαιτέρω διερεύνηση για την διαπίστωση της ύπαρξης ή όχι της απαίτησης με άλλα, εκτός των εγγράφων, που προσκομίσθηκαν για την έκδοσή της, αποδεικτικά μέσα, ότι αυτή απορρίπτεται ή ακυρώνεται λόγω «διαδικαστικού απαραδέκτου» (ενδεικτικά ΟλΑΠ 10/1997 ΕλΔ 38/768). 

[27] Αν όμως έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής, παρά την νομική αβασιμότητα, ακριβώς γιατί το προσκομιζόμενο επικαλούμενο κατά τα παραπάνω ιδιωτικό έγγραφο είναι άκυρο και ασκηθεί ανακοπή κατά αυτής για αυτό το λόγο, η διαταγή δεν θα ακυρωθεί πλέον λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου αλλά λόγω νομικής αβασιμότητας, καθώς από την απόφαση επί της ανακοπής παράγεται πλέον δεδικασμένο επί του ζητήματος αυτού, που δεν παράγεται, όταν ο δικαστής απορρίψει για τον ίδιο λόγο την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής.

 

[28] (βλ ΑΠ 27/2000 ΕλΔ 41/701, ΕΑ 5445/1991 ΕλΔ 43/793). 

[29] Τσικρικάς Αποδεικτικά ζητήματα από την διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής Δ 36/603 

 

[30] Μπρακατσούλας τα έγγραφα στην πολιτική δίκη 1986 κεφ 2 παρ 1 σελ 18-19, Βαθρακοκοίλης ΠολΔικ άρθ 432 σελ 892-893, Οικονομίδης Λιβαδάς παρ 203, Ράμμος σε Glasson Γ παρ 605 α, Σταυρόπουλος  άρθ 449 παρ 2α

 

[31] Σταυρόπουλος ΕρΠολΔικ 1969 άρθ 449 παρ 2β

 

[32] Κατά τον ορισμό Μπέη ΠολΔικ άρθ 432 σελ 1379

 

[33] Αθανασά παρ 7 σελ 257, όπου υποστηρίζεται, ότι ως προς τα δημόσια έγγραφα μαρτυρίας θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση. Αν η δήλωση, που περιέχεται, είναι επιζήμια για αυτόν, που την έκανε τότε αποτελεί εξώδικη ομολογία κατ άρθ 352 παρ 2 ΚΠολΔ και τα έγγραφα είναι κατάλληλα να στηρίξουν έκδοση διαταγής πληρωμής (παραπέμπει δε στην ΑΠ 790/1999 ΝοΒ 2001/24), ενώ τα επωφελή δεν είναι

 

[34] Βαθρακοκοίλη άρθ 623 αρθ 4 σελ 805, Παπαδάκη οπ παρ 6 αρθμ 1.3 σελ 64

 

[35] Γέσιου-Φαλτσή το δίκαιο της αποδείξεως 272-273,  Βαθρακοκοίλη ΕρΚΠολΔ άρ 432 σελ 893 αρθμ 4

 

[36] ΑΠ 213/1977 ΝοΒ 27/48, ΑΠ 818/1977 ΕΕΔ 36/884

 

[37] Ράμμου ΕγχΑστΔικΔικ ΙΙ παρ 276 δελ 895, Γέσιου Φαλτή Δίκαιο Αποδείξεως σελ 281, ΑΠ 971/2006 ΧρΙΔ 2007/233, ΑΠ 1978/2006 ΕλΔ 48/458                                                                               

 

[38] Γέσιου- Φαλτσή Το δίκαιο αποδείξεως 1985 σε΄λ 281, Απαλλαγάκη ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ άρθρο 2013 σελ 921, ΑΠ 1798/2006 ΕλΔ 48/458, ΑφΑ 1647/2007 ΔΕΕ 2007/820

 

[39] μηχανική απεικόνιση είχε κριθεί, ότι αποτελεί το βιβλιάριο καταθέσεων ταμιευτηρίου στο οποίο δεν υπάρχει υπογραφή του αρμόδιου υπαλλήλου, απεικονίζεται δε σ’ αυτό από τον Η/Υ της τραπεζικής εταιρίας η αρχική κατάθεση και οι υπογραφόμενες από τον καταθέτη μεταγενέστερες αναλήψεις ή καταθέσεις που διατηρούνται στο αρχείο της τράπεζας και στη μνήμη του Η/Υ (ΑΠ 1765/2008, Νόμος, ΑΠ 405/2007 ΕλΔ 2008/209, ΑΠ 1122/2005 ΔΕΕ 2006/289, ΕφΘεσ 74/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011/243, ΕφΘεσ 690/2006 ΕλΔ 2006/1518, οι οπτικοακουστικοί δίσκοι – DVD (ΑΠ 813/2010, ΕΠολΔ 2010/830), οι αυτόματες συσκευές καταγραφής στοιχείων οχήματος – ταχογράφοι (ΑΠ 925/2008 ΝοΒ 2008/2469).

 

[40] Όπως επισημαίνεται Μητσόπουλος ΝοΒ 31,1983/331-332 αρθμ 8 οι μηχανικές απεικονίσεις «περιέχουσαι αντικειμενικήν αποτύπωσιν γεγονότων ή πραγμάτων δεν εξαρτούν την αποδεικτικήν των αξίας από την προέλευσίν των εκ συγκεκριμένου προσώπου». Εξαιρετικά ως προς τις φωνοληψίες, που εγγράφονται σε μαγνητοταινία, όπου σε αντίθεση τις άλλες μηχανικές απεικονίσεις υπάρχει συγκεκριμένη προέλευση (υπάρχει δηλαδή «εκδότης»), είχε υποστηριχθεί ότι μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αν συνοδεύεται από γραπτό κείμενο, που περιέχει τις δηλώσεις με πιστοποίηση αρμοδίου οργάνου για την ευκρίνεια της μεταφοράς και καταβολή χαρτοσήμου. Βλ επί του ζητήματος ΕφΘεσ 104/1978 Δ 10/104 και θέσεις Μπέη ΠολΔικ σελ 177, Σινανιώτη Ειδικαί Διαδικασίαι 1984 σελ 158, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα σελ 1162, Σκαλίδη ΕΕμπΔ 1975/354.

 

[41] βλ για την αποδεικτική δύναμη των απλών αυτών μηχανικών απεικονίσεων Ράμμου ΕγχΑστΔικΔικ ΙΙ σελ 893, Κοροντζή Η έγγραφη απόδειξη στην πολιτική δίκη σελ 41-42, Απαλλαγάκη Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ σελ 901

 

[42]  Μπέη ΠολΔικ άρθ 445 1750-1751, Γέσιου το δίκαιο της απόδειξης σελ 289

 

[43] Αρβανιτάκης Ζητήματα Αποδεικτικών Εγγράφων 1992 σελ 67, Νικολόπουλος το δίκαιο της αποδείξεως 2005 σελ 232, Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αποδείξεως 1985 σελ 282, ΑΠ 1086/2004 ΧρΙΔ 2005/157, ΑΠ 430/2001 ΕλΔ 2001/1559, ΕφΑ 1542/2000 ΕλΔ 2002/1457

 

[44] έχει επικρατήσει αυτά να αποκαλούνται επίσημα ή κυρωμένα ή επικυρωμένα. Και ανάλογα τον τρόπο παραγωγής διακρίνονται σε αντιπεφωνημένα (όταν έχουν δημιουργηθεί χειρόγραφα ή με μηχανικό μέσο- γραφομηχανή και το περιεχόμενό τους έχει αντιπαραβληθεί «λέξη προς λέξη» με το πρωτότυπο) και σε φωτοτυπικά, όταν έχει παραχθεί μετά από φωτοτύπηση του πρωτοτύπου

 

[45] Δεν εφαρμόζονται στην πολιτική δίκη οι διατάξεις του αρθ 1 του Ν 4250/2014 σχετικά με την κατάργηση υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων, που προβλέπεται, ότι μπορεί να υποβάλλονται στο Δημόσιο (ορθότερα γίνονται αποδεκτά από τις υπηρεσίες αυτού). Οι διατάξεις του παραπάνω νόμου ορίζοντας, ότι αντί για επίσημα αντίγραφα μπορούν να προσκομισθούν απλές φωτοτυπίες στοχεύουν στην διευκόλυνση του πολίτη στις δημόσιες αρχές και δεν σχετίζονται με την προσκόμισή τους ως αποδεικτικά μέσα σε δικαστήρια    

 

[46] Απαλλαγάκη Ερμηνεία κατ άρθ ΚΠολΔ 2013 σελ 919

 

[47] ΑΠ 1344/2007 ΝοΒ 56/905, ΑΠ 839/1989 ΝοΒ 38/1440

[48] ΑΠ 1511/2009 ΕΠολΔ 2010/740, ΑΠ 1627/2010 ΕλΔνη 2011/431, ΕφΠ 884/2005 ΕλΔνη 2005/1100

[49] Χριστοδούλου Ηλεκτρονικά Έγγραφα και Ηλεκτρονική δικαιοπραξία 2001 σελ 56-57

 

[50] ΕφΑθ 32/2011 ΔΕΕ 2011/ 591 και ΕΠολΔ 2011/756, ΜΠρΑθ 1932/2011 ΕΠολΔ 2011/482 με παρατηρήσεις Κατηφόρη, ΜΠρΑθ 6302/2004 Αρμ 2005/239, ΜΠρΑθ 1963/2004 Δ 2005/586 και ΔΙΜΕΕ 3-2004/404 με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου, διαταγή πληρωμής ΜΠρΑθ 1327/2001 ΝοΒ 2001/866 και ΕΕμΔ 2001/256 και ΕΤρΑξΧρΔ 2002/558 και ΔΕΕ 2001/377 με παρατηρήσεις Κουσούλη  και Δ 32-2001/457 με παρατηρήσεις Χριστοδούλου  και Μπέη

 

[51] Μανιώτη Το ηλεκτρονικό έγγραφο -Επίκαιρες πρακτικές εφαρμογές ΕΠολΔ 2017/108

 

[52]  Κουσούλη Σύγχρονες μορφές έγγραφης  συναλλαγής σελ 117

 

[53] Τέντες σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ Ι στο άρθ 444 παρατηρήσεις με αρθμ 5.

 

[54] Μανιώτη Η ψηφιακή υπογραφή σελ 56-57.

 

[55] ΑΠ 1628/2003 ΕλΔ 45/723, ΕφΑ 32/2011 ΕΠολΔ 2011/756, ΜΠΑθ 1932/2011 ΕΠολΔ 2011/482, με παρατηρήσεις Κατηφόρη, ΜΠΑθ 6302/2004 Αρμ. 2005/239, ΜΠΑθ 1963/2004 Δ 2005/586, ΔΙΜΕΕ 3/2004/404 με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου, ΜΠΑθ 1327/2001 ΝοΒ 2001/866, ΕΕμΔ 2001, σελ. 256., ΕΤρΑξΧρΔ 2002, σελ. 558, ΔΕΕ 2001, σελ. 377, με παρατηρήσεις Κουσούλη Σ. και Δ 32 (2001), σελ 457 με παρατηρήσεις Χριστοδούλου και Μπέη.

 

[56] Κουσούλης Ηλεκτρονικό έγγραφο και ηλεκτρονική υπογραφή. Οι σύγχρονες εξελίξεις, σε τεύχος 56 ΕΝΟΒΕ σελ. 219 επ, Νικολόπουλος το δίκαιο της Αποδείξεως 2011 σελ 253, Χριστοδούλου Δ 2001/465, όπου υποστηρίζει, ότι η μόνη νοητή βεβαιωτική αρμοδιότητα του δικηγόρου σχετικά με το printout θα ήταν να το θεωρήσει κατά κάποιον τρόπο ως μετάφραση από τη γλώσσα της πληροφορικής στη νεοελληνική γλώσσα και με αυτήν την έννοια να βεβαιώσει την ακρίβειά της.

 

[57] ΑΠ 1421/2013 ΕΠολΔ 2014/55 και Νόμος, ΑΠ 1094/2006 ΕλΔνη 50/549, ΑΠ 902/2006 ΕλΔνη 50/126, ΕΔωδ 25/2015 Νόμος 

Χ.Σεβαστίδης, Λαϊκές κινητοποιήσεις στο Ισραήλ και χρήσιμα συμπεράσματα από την Πολωνία

Λαϊκές κινητοποιήσεις στο Ισραήλ

και χρήσιμα συμπεράσματα από την Πολωνία

(Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών της 31.3.2023)

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ Εφέτης,

Μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

      Η ιστορία των λαών του κόσμου είναι διάσπαρτη από σκληρές δικτατορίες που επιβλήθηκαν με την αξιοποίηση όλων των τυπικών δημοκρατικών διαδικασιών, την πιστή εφαρμογή της εκλογικής διαδικασίας και την αρχική λαϊκή υποστήριξη των δικτατόρων. Οι λαοί πλήρωσαν τις επιλογές τους αυτές με εκατόμβες νεκρών, παγκόσμιους πολέμους,  οικονομική εξαθλίωση. Όταν ο εκλεγμένος από τον λαό ηγέτης ασφυκτιά από τους περιορισμούς που του επιβάλει η αστική δημοκρατία, αποδεσμεύεται από τους κανόνες νομιμότητας που ο ίδιος έχει θέσει και μετατρέπει την δημοκρατία είτε σε αυταρχικό καθεστώς είτε σε μια απροκάλυπτη δικτατορία. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και η μεταγενέστερη αρχή του κράτους δικαίου, καύχημα των δημοκρατιών δυτικού τύπου, σταδιακά εξαντλούν την δυναμική τους μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η εκτελεστική εξουσία που ενοχλείται από τα όποια θεσμικά αντίβαρα μπορούν να ανακόψουν έστω και κατά ένα μέρος την άσκηση αχαλίνωτης εξουσίας, έχοντας στο πλευρό της ένα συμβιβασμένο κοινοβούλιο,  επιχειρεί να καταργήσει τον ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο και να θέσει υπό τον έλεγχό της και την δικαστική λειτουργία. Οι τρόποι χειραγώγησης και υποταγής κλιμακώνονται σταδιακά και κάποιες φορές μπορούν να φτάσουν μέχρι και την φυσική εξόντωση των δικαστών ή τη φυλάκισή τους (πρακτική της Τουρκικής Δημοκρατίας).

    Η προσπάθεια της Ισραηλινής Κυβέρνησης να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό της το Δικαστικό Σώμα έχει προκαλέσει διαμαρτυρίες και αντιδράσεις τέτοιας έκτασης και έντασης που ανάγκασαν τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό να υπαναχωρήσει τουλάχιστον προσωρινά. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές πλημμυρίζουν από την αρχή του έτους τους κεντρικούς δρόμους του Τελ Αβίβ, της Ιερουσαλήμ, της Χάιφα και άλλων μεγάλων πόλεων σε ένα πρωτόγνωρο κύμα διαμαρτυρίας στη χώρα. Ο λαός του Ισραήλ απαιτεί δημοκρατία.

      Οι κυριότερες αλλαγές που επιχειρείται να εισαχθούν είναι οι εξής : ***

     – Αλλαγή της σύνθεσης της Επιτροπής επιλογής δικαστών. Η Επιτροπή αυτή έως τώρα αποτελούνταν από εννέα μέλη,  εκ των οποίων τα τέσσερα ήταν βουλευτές, τα τρία ήταν δικαστές και τα δύο δικηγόροι. Με τη μεταρρύθμιση η Επιτροπή αυτή θα αποτελείται από έξι βουλευτές, από τους οποίους οι πέντε θα προέρχονται από τον κυβερνητικό συνασπισμό και ένας βουλευτής από την αντιπολίτευση και τρεις δικαστές. Επομένως την πλειοψηφία στην Επιτροπή, της οποίας οι αρμοδιότητες συνίστανται στον διορισμό, την προαγωγή και την απομάκρυνση των δικαστών σε όλα τα επίπεδα του Δικαστικού Σώματος, θα έχει πλέον η εκτελεστική εξουσία.

     -Προκειμένου να κριθεί ότι ένας νόμος είναι «αντισυνταγματικός», δηλαδή ότι αντιβαίνει στους Βασικούς Νόμους του κράτους (το Ισραήλ δεν έχει Σύνταγμα αλλά 14 Βασικούς νόμους που διέπουν τη δομή και τη λειτουργία του κράτους και τα δικαιώματα των πολιτών), απαιτείται πλέον πλειοψηφία του 80% έως 100% των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

     -Θεσπίζεται ‘ρήτρα παράκαμψης’ σύμφωνα με την οποία η Κνεσέτ (η Βουλή του Ισραήλ)  μπορεί να ανατρέψει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έχει κρίνει έναν νόμο αντισυνταγματικό.

     -Δίνεται η δυνατότητα να καταστούν βασικά νομοθετήματα απρόσβλητα από δικαστικό έλεγχο.

     -Περιορίζεται η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των κυβερνητικών αποφάσεων.

     Το Ισραήλ ακολουθεί τον δρόμο που χάραξε η Τουρκία, η Πολωνία, η Ουγγαρία. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας Paweł Jabłońsk, δήλωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξη πως η ισραηλινή κυβέρνηση διαβουλεύτηκε με την πολωνική κυβέρνηση για τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις. Η Πολωνία μπορεί περήφανα να διεκδικεί τον ρόλο του πρωτοπόρου. Ήδη από το 2016 ο Υπουργός Δικαιοσύνης της χώρας αυτής είναι και ο γενικός Εισαγγελέας με ιεραρχικές εξουσίες επί των εισαγγελικών λειτουργών, με δυνατότητα να ανατρέψει μία εισαγγελική διάταξη ή να αφαιρέσει υπόθεση από εισαγγελικό λειτουργό, ενώ η επιλογή πλέον των δικαστών-μελών του Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης, δεν γίνεται από το Δικαστικό Σώμα όπως γινόταν μέχρι τότε αλλά από την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή. Παραχωρούνται αρμοδιότητες στο Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης, στο οποίο μετέχει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης καθώς και εκπρόσωπος του Προέδρου της χώρας, να εξετάζει, να αξιολογεί τους υποψήφιους δικαστές και να εκκινεί πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστών, με αναθεώρηση του πειθαρχικού δικαίου ώστε οι διώξεις να πολλαπλασιαστούν ακόμα  και για θέματα που αφορούν τη δικαιοδοτική κρίση.

     Το σχέδιο διάλυσης της δικαιοσύνης στην Πολωνία συνάντησε τεράστιο κύμα αντιδράσεων τόσο μέσα στους κόλπους του Δικαστικού Σώματος (ενδεικτική η άρνηση 30 δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας να δικάσουν με όσους είχαν διοριστεί από το πολιτικοποιημένο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο) όσο και στον λαό.  Το Ισραήλ βρίσκεται σήμερα στην ίδια θέση που βρέθηκε η Πολωνία πριν λίγα χρόνια. Ποια ήταν όμως η τύχη της «δικαστικής μεταρρύθμισης» στην Πολωνία και τι συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν για το σήμερα;

     Η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε αρχικά την πρόθεσή της να μπλοκάρει τα κονδύλια προς την Πολωνία λόγω της μη συμμόρφωσης της με την υποχρέωση αποκατάστασης της ανεξαρτησίας του δικαστικού συστήματος. Όμως η πίστη στα ευρωπαϊκά ιδεώδη, στις αξίες και στις αρχές της δημοκρατίας έχουν ένα όριο! Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας χωράνε όλοι. Η ευρωπαϊκή οικογένεια μέσω του Συμβουλίου της ΕΕ αποφάσισε να αποδεσμεύσει πλέον τα ευρωπαϊκά κονδύλια και να δεχτεί και πάλι στην αγκαλιά της την απείθαρχη Πολωνία. Τι κι αν οι ευρωπαϊκές Ενώσεις Δικαστών προσέφυγαν στις 28-8-2022 ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της απόφασης αυτής του Συμβουλίου της ΕΕ; Σε πολιτικό επίπεδο η μάχη για την Πολωνία έχει κερδηθεί. Ο λαός της Πολωνίας έμεινε αδικαίωτος και οι δικαστικοί λειτουργοί της εκτεθειμένοι. Η Πολωνία μεταλαμπαδεύει την εμπειρία της και στο Ισραήλ και ενδεχομένως στο μέλλον σε κάθε ηγέτη που επιζητά την αποδέσμευσή του από τον δικαστικό έλεγχο. Αποφασιστικότητα μέχρι τέλους. Αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας. Αρκεί τα ανταλλάγματα που θα δώσεις ως ηγέτης στους φίλους και συμμάχους να έχουν τόση αξία γι’ αυτούς ώστε η παραβίαση των δημοκρατικών κανόνων και των ευρωπαϊκών αξιών να αποτελεί μια επουσιώδη λεπτομέρεια που μπορεί να θυσιαστεί. Η προάσπιση της δημοκρατίας και η προστασία του Συντάγματος θα πρέπει να γίνει υπόθεση των ίδιων των λαών!

 

*** για την συγκέντρωση του υλικού ευχαριστώ τη συνάδελφο Εφέτη, Κατερίνα Ντόκα.

Γ.Βώττης, ζητήματα αποζημιώσεων λόγω παραβίασης ενοχικών υποχρεώσεων που συνιστούν και προσβολή των αντίστοιχων απόλυτων δικαιωμάτων και δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας

Κ.Κοσμάτος, Το δικαίωμα προσφυγής για τις συνθήκες κράτησης κατά το άρθρο 6Α του Σωφρονιστικού Κώδικα μετά το Ν 4985/2022

Το δικαίωμα προσφυγής για τις συνθήκες κράτησης κατά το άρθρο 6 Α του Σωφρονιστικού Κώδικα μετά το Ν 4985/2022 

 

Κώστας Κοσμάτος 

Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ 

 

Ι. Είναι γνωστό ότι η χώρα μας επιδεικνύει ιδιαίτερα κακές επιδόσεις στο πεδίο της έκτισης των ποινών. Άλλωστε, η κακή κατάσταση των σωφρονιστικών καταστημάτων στη χώρα μας είναι διαχρονική και έχει οδηγήσει κατ’ επανάληψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε έκδοση αποφάσεων που την καταδικάζουν για απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, κυρίως εξαιτίας του υπερπληθυσμού[1].

Μάλιστα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων του Σεπτεμβρίου του 2022, παρατηρήθηκε «μια σταθερή επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και της μεταχείρισης των κρατουμένων κατά την τελευταία δεκαετία»[2]. 

ΙΙ. Με το άρθρο 8 του Ν 4985/2022[3], εισάγεται νέο άρθρο 6Α στο ΣωφρΚ, με τίτλο «Άρθρο 6Α Προσφυγή κρατουμένων για τις συνθήκες κράτησης και δίκαιη ικανοποίηση». Βασικά στοιχεία της διάταξης αυτής είναι τα εξής:

α) Προβλέπεται (άρθρο 6 Α παρ. 1) δικαίωμα προσφυγής του κρατουμένου στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινής του άρθρου 86 Σωφρονιστικού Κώδικα, δηλαδή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης,  στις περιπτώσεις μη τήρησης κανόνων διαβίωσης των κρατουμένων, ιδίως των άρθρων 21 (Χώροι διαβίωσης των κρατουμένων), 25 (Υγιεινή και καθαριότητα), 27 (Υγειονομική περίθαλψη), 32 (Διατροφή), 36 παρ. 1 (Σωματική άσκηση και άθληση) του Σωφρονιστικού Κώδικα και στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε άλλους διεθνείς κανόνες για τη μεταχείριση των κρατουμένων.

β) Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 Α  Σωφρονιστικού Κώδικα προσφυγή των κρατουμένων για τις συνθήκες διαβίωσής τους, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου αφορά στο σύνολο των κρατουμένων, όπως καταδίκων, υποδίκων σε Σωφρονιστικά Καταστήματα ή αστυνομικά κρατητήρια. Επίσης δικαιούχοι του δικαιώματος της προσφυγής του άρθρου 6 Α καθίστανται και οι πρώην κρατούμενοι, οι οποίοι θα πρέπει να την ασκήσουν στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινής εντός  αποκλειστικής προθεσμίας τεσσάρων (4) µηνών από την απόλυσή τους.

γ) Βασικό κριτήριο για την άσκηση της προσφυγής, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 Α, αποτελεί η δυσμενής επίδραση στην κατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του κρατουμένου, από την μη τήρηση των παραπάνω κανόνων διαβίωσης.

δ) Στην παρ. 2 του άρθρου 6 Α ρυθμίζεται η διαδικασία υποβολής και εκδίκασης της προσφυγής. Ειδικότερα:

i. Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί είτε εγγράφως είτε προφορικώς στον Διευθυντή του Σωφρονιστικού Καταστήματος ή στη γραμματεία του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών και συντάσσεται γι’ αυτό σχετική έκθεση.

ii. Η προσφυγή συνοδεύεται στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινής με τις έγγραφες απόψεις του Διευθυντή του Καταστήματος.

iii. Ο κανόνας που ορίζει η διάταξη του άρθρου 6 Α είναι ότι ο προσφεύγων κρατούμενος δεν μετάγεται κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Ωστόσο, το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών δύναται, μετά από αίτημα του προσφεύγοντος, εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι που μνημονεύονται στην απόφαση, να ζητήσει τη μεταγωγή και αυτοπρόσωπη εμφάνισή του για να εκθέσει τις απόψεις του.

iv. Το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την προσφυγή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την άσκησή της.

δ) Κατά την παρ. 3 του άρθρου 6 Α προβλέπονται οι δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 6 Α ΣωφρΚ, το Δικαστήριο:

i. Διατάσσει κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο, για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης του κρατουμένου εντός του Σωφρονιστικού Καταστήματος ή του κρατητηρίου της Αστυνομίας.

ii. Διατάσσει τη μεταφορά του κρατουμένου στο νοσοκομείο των φυλακών ή άλλο δημόσιο νοσοκομείο.

iii. Διατάσσει τη μεταφορά ή την κατά προτεραιότητα μεταγωγή του κρατουμένου σε άλλο κατάστημα κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 72 ΣωφρΚ.

iv. Επιδικάζει, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον προσφεύγοντα, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το χρηματικό ποσό της οποίας ορίζεται από πέντε (5) έως τριάντα (30) ευρώ ανά ημέρα παραβίασης και με ευεργετικό υπολογισμό της ποινής, ο οποίος υπολογίζεται σε µία (1) επιπλέον ημέρα έκτισης ανά δέκα (10) ημέρες κράτησης υπό δυσμενείς συνθήκες.

v. Κατά ρητή επιταγή της ίδιας διάταξης, η σχετική απόφαση που εκδίδεται επί της προσφυγής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

ΙΙΙ. Τα ζητήματα που προκύπτουν από τις νέες προβλέψεις για το δικαίωμα προσφυγής των κρατουμένων, κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 6 Α ΣωφρΚ, εστιάζονται στα παρακάτω πεδία:

α) Από τη γραμματική ερμηνεία της νέας διάταξης του άρθρου 6 Α ΣωφρΚ προκύπτει ζήτημα σχετικά με το βάρος απόδειξης των λόγων της προσφυγής από τον κρατούμενο, δεδομένων των μέσων που διαθέτει (αδυναμία φωτογράφησης, πλήρους καταγραφής, δεδομένων), σε συνδυασμό με το κριτήριο που θέτει η ίδια διάταξη για την άσκηση της προσφυγής, δηλαδή τη δυσμενή επίδραση στην κατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του κρατουμένου, από την μη τήρηση των προβλεπόμενων κανόνων διαβίωσης. Είναι εμφανές ότι εν προκειμένω ο κρατούμενος επιφορτίζεται υπέρμετρα να αποδείξει όχι μόνο τον υπερπληθυσμό στο κατάστημα που κρατείται, αλλά και την επίδρασή του στην υγεία του. Στο πλαίσιο αυτό, για την ερμηνεία και την εφαρμογή της διάταξης θα πρέπει να κάνουμε δεκτό ότι η χωρητικότητα του συγκεκριμένου καταστήματος που κρίνεται για τις συνθήκες διαβίωσης στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με την ύπαρξη υπερπληθυσμού, αρκούν για να θεμελιώσουν την βασιμότητα της προσφυγής του κρατουμένου για μη προβλεπόμενες συνθήκες διαβίωσης. Αποδεικτικό, δε, στοιχείο αποτελεί ο σχετικός Πίνακας της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής για τη χωρητικότητα των κρατουμένων στα Καταστήματα Κράτησης που ενημερώνεται ανά 15νθήμερο από το αρμόδιο Υπουργείο.

β) H η μεταγωγή σε άλλο κατάστημα μπορεί υποθετικά να οδηγήσει σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, ωστόσο βιώνεται πολλές φορές ως μέτρο τιμωρίας του κρατουμένου, ιδίως στις περιπτώσεις όπου το κατάστημα κράτησης από το οποίο διατάσσεται η μεταγωγή αποτελεί τον τόπο κατοικίας του κρατουμένου. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές ο κρατούμενος που προσφεύγει για τις συνθήκες διαβίωσής του στο κατάστημα κράτησης του τόπου που ζει η οικογένειά του και έχει από τα μέλη της τακτικές επισκέψεις, μπορεί να μεταχθεί σε άλλο κατάστημα που μπορεί να βρίσκεται σε μακρινή απόσταση και η επικοινωνία του με το οικογενειακό του περιβάλλον να μειωθεί αισθητά ή και να χαθεί. Ουσιαστικά, η απόφαση του Δικαστηρίου για μεταγωγή σε άλλο σωφρονιστικό κατάστημα μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή άλλων δικαιωμάτων του κρατουμένου, όπως την επικοινωνία του με το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον. Τούτο, διότι η απομάκρυνσή του από τον τόπο της κατοικίας του σηματοδοτεί αδυναμία ευχερούς διεξαγωγής επισκεπτηρίου συγγενών και συνηγόρων υπεράσπισής του. Με βάση τις επισημάνσεις αυτές, η κρίση του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινής θα πρέπει να ερευνά και να συνεκτιμά τις παραπάνω παραμέτρους που σαφώς επιδρούν θετικά (ή αντίστοιχα αρνητικά) στην ψυχική υγεία του κρατουμένου.

γ) Ερμηνευτικά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καταβολή αποζημίωσης μπορεί να σωρευθεί και με άλλα αιτήματα του κρατουμένου, όπως η εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης του κρατουμένου εντός του Καταστήματος, ή η μεταφορά του στο νοσοκομείο των φυλακών ή άλλο δημόσιο νοσοκομείο ή την κατά προτεραιότητα μεταγωγή του σε άλλο κατάστημα κράτησης. Τούτο, διότι η αποζημίωση ανάγεται στο παρελθόν και αφορά την ηθική βλάβη που ουσιαστικά υπέστη ο κρατούμενος, ζώντας για χρονικό διάστημα σε ένα περιβάλλον που οι συνθήκες διαβίωσής του δεν ήταν επαρκείς.

δ) Είναι προφανές ότι η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κρατουμένου θα πρέπει να είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο. Η παρουσία του κρατουμένου και η ανάπτυξη του αιτήματός του ενώπιον του δικαστηρίου αποτελεί ουσιαστικά την ολοκλήρωση της άσκησης του δικαιώματος για δικαστική προστασία. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να δεχθούμε ότι, παρά την contra διατύπωση του νόμου, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας (όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Συντάγματος) απαιτεί την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κρατουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως στις περιπτώσεις που ο κρατούμενος δεν εκπροσωπείται από συνήγορο.

ε) Ιδιαίτερα προβληματική είναι η ρητή απαγόρευση στο άρθρο 6 Α παρ. 4 β’ ΣωφρΚ, σύμφωνα με την οποία δεν παρέχεται το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινής. Η αμετάκλητη κρίση ενός και μόνον οργάνου για την κρίση ως προς τη σχετική παραβίαση φαίνεται ότι αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

IV. Αναμφισβήτητα, η πρόβλεψη για παροχή έννομης προστασίας στους κρατουμένους με την παροχή δικαιώματος προσφυγής για τις συνθήκες κράτησης κινείται σε θετική κατεύθυνση, ωστόσο αρχικό μέλημα της Πολιτείας θα πρέπει να αποτελεί η δημιουργία και λειτουργία καταστημάτων κράτησης που να πληρούν όσα ο Σωφρονιστικός Κώδικας ορίζει.

Από την παραπάνω παρουσίαση της διάταξης του άρθρου 6 Α ΣωφρΚ προκύπτει ότι με τη νέα ρύθμιση δεν δίνεται προτεραιότητα στην άμεση αποκατάσταση των συνθηκών διαβίωσης του κρατουμένου, όπως θα μπορούσαν να είναι η αύξηση του χρόνου παραμονής του εκτός των κελιών ή η οργανωμένη άθληση ή η διεύρυνση του χρόνου εργασίας ή η αύξηση του χρόνου και του τρόπου των επισκέψεων ή η διευκόλυνση της τηλεφωνικής επικοινωνίας με την αύξηση του αριθμού των κοινόχρηστων καρτοτηλεφώνων.

Με τις νέες διατάξεις φαίνεται ότι επιχειρείται κυρίαρχα η «αποσυμφόρηση» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί προσφυγών κρατουμένων που ασκούνταν σωρηδόν για παραβιάσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Όπως ορθά παρατηρείται «υφίσταται ο κίνδυνος να αποτελέσει η συγκεκριμένη προσφυγή κενό γράμμα, που εισήχθη κατ’ επίφαση, για να αποφεύγεται προσωρινά η καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ, λόγω παραβίασης των άρθρων 3 και 13 της ΕΣΔΑ, αλλά και για να τερματιστεί η επιτήρηση της χώρας από την επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης»[4].

———–

[1]. Βλ. σχετικά τις καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος Ελλάδας μας που έχουν εκδοθεί ύστερα από προσφυγές κρατουμένων για τις συνθήκες κράτησης στα περισσότερα καταστήματα κράτησης της χώρας σε www.nsk.gr

[2] Βλ. αναλυτικά https://rm.coe.int/1680a7ce97

[3] Βλ. τη συνολική επεξεργασία του στη Βουλή, σε https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=0b5ff810-934f-423b-930b-af2e01419bab

[4] Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, σε Συνοπτική Αξιολόγηση του Σχ/Ν «Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός Σωφρονιστικού Κώδικα- τροποποιήσεις στον ν. 2776/1999».

Α.Ερμίδου/Γ.Δελής, η δημιουργία σύγχρονου πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

(μια πραγματική μεταρρύθμιση)

 

      Είναι πλέον καθολικά αποδεκτή η ανάγκη μεταρρύθμισης του δικαστικού μας συστήματος προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά του προς όφελος των πολιτών στο σύγχρονο περιβάλλον αυξανόμενης, με γεωμετρική πρόοδο, πολυπλοκότητας των εννόμων σχέσεων.

     Η δημόσια συζήτηση είναι διαρκής, έντονη και τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική. Θεματικές ημερίδες και συνέδρια, μελέτες, προτάσεις και συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις συγκροτούν την προσπάθεια καταπολέμησης των καταγεγραμμένων χρόνιων παθογενειών της Ελληνικής Δικαιοσύνης, κυρίως στον κρίσιμο και ευαίσθητο τομέα του χρόνου απονομής της, ο δε διάλογος αφορά σε όλους τους δικαιοδοτικούς κλάδους, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου όσο και σε οργανωτικό και λειτουργικό επίπεδο.

      Παρόλη την εμπέδωση της ανάγκης για αλλαγές και την μεταρρυθμιστική κίνηση που παρατηρείται στον τομέα της πολιτικής δικαιοσύνης, ιδίως μετά την εισαγωγή του Ν. 4335/2015, η συζήτηση για την τύχη των Ειρηνοδικείων στην χώρα μας μετά των τέλος των υπερχρεωμένων που αποτέλεσαν τον κύριο όγκο της ύλης – μεσοσταθμικά 30% – για μία δεκαετία με σημαντική συνεισφορά και αυταπάρνηση των συναδέλφων Ειρηνοδικών στο διάστημα της οικονομικής κρίσης, κινείται μάλλον προς την λάθος κατεύθυνση. Πέρα από τις κατά καιρούς τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τις οποίες μεταβλήθηκε αρκετές φορές η καθ’ ύλην αρμοδιότητα στα δικαστήρια του πρώτου βαθμού (Ειρηνοδικεία-Πρωτοδικεία), αυξήθηκε η αρμοδιότητα λόγω ποσού των Ειρηνοδικείων ή ανατέθηκε σ’ αυτά ειδική ύλη, το τελευταίο χρονικό διάστημα στο δημόσιο διάλογο έχουν κατατεθεί προτάσεις για νέα οριζόντια αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, με σύγχρονη συγχώνευσή τους σε μεγάλα, κεντρικά δικαστήρια, προτάσεις, όμως, που παραγνωρίζουν την νομική και ιστορική φύση του θεσμού, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις σύγχρονες τάσεις εξέλιξης του κλάδου και, σε τελική ανάλυση, οδηγούν στη δημιουργία συλλήβδην οιονεί Πρωτοδικείων τα οποία θα συγκροτούνται από Ειρηνοδίκες.

       Η εξέλιξη του θεσμού, όμως, πρέπει να οδηγηθεί σε έναν διαφορετικό δρόμο.

     Τα Ειρηνοδικεία ως θεσμός κατέκλυσαν κυριολεκτικά την Ευρώπη μετά την Γαλλική Επανάσταση. Σταδιακά εγκαταλείφθηκαν στην Γαλλία, χώρα αρχικής καταγωγής τους, με την μεγάλη μεταρρύθμιση που άρχισε το 2002 και ολοκληρώθηκε το 2017. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατάργηση των Ειρηνοδικείων επετεύχθη σε βάθος χρόνου και δη δεκαπενταετία προκειμένου να μη διασαλευθεί η εργασιακή ειρήνη των υπηρετούντων συναδέλφων Γάλλων Ειρηνοδικών. Ο θεσμός καταργήθηκε με την αφυπηρέτηση και του τελευταίου εξ αυτών.

      Αντίστοιχα, στην Γερμανία τα Ειρηνοδικεία, ήδη, από το 1959 αντικαταστάθηκαν από τα «Τοπικά Δικαστήρια» – παραρτήματα του γενικού Πρωτοδικείου – και ο «Ειρηνοδίκης» αποτελεί τον εισαγωγικό βαθμό στο δικαστικό σώμα.

     Οι δύο μεγάλες αυτές σχολές του Δικαίου που αμφότερες έχουν βαθιές επιρροές στο νομικό μας δόγμα και πολιτισμό, δείχνουν το δρόμο για την πραγματική μεταρρύθμιση του θεσμού, και συνολικά του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, στο κομβικό σημείο που βρίσκεται σήμερα. Η αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου στην χώρα μας θεωρείται ήδη υψηλή για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα.

      Στην Ελλάδα το Ειρηνοδικείο από το 1925 χαρακτηρίστηκε ως «νόθο κατασκεύασμα», ενώ, το Σύνταγμα του 1975 αναβάθμισε τον Ειρηνοδίκη σε τακτικό, ισόβιο Δικαστικό Λειτουργό. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η σύγχρονη δικαστηριακή ιστορία του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας στην χώρα μας είναι στενά συνδεδεμένη με την προσπάθεια μεταρρύθμισης του θεσμού του Ειρηνοδικείου. Για έναν αιώνα το Ελληνικό κράτος επιχείρησε την μεταρρύθμισή του τουλάχιστον έξι φορές. Όλες οι προσπάθειες απέτυχαν. Δικαιολογητικός λόγος για τη διατήρηση των Ειρηνοδικείων υπήρξε η ανάγκη διατήρησης πεπειραμένων Δικαστών στον πρώτο βαθμό, χωρίς την ιεραρχική εξέλιξή τους.

       Ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου και την εξέλιξη της Ελληνικής κοινωνίας στο Ευρωπαϊκό περιβάλλον των σύγχρονων συναλλαγών, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη μεταρρύθμισης του θεσμού του Ειρηνοδικείου. Όσο πιο πολύπλοκες γίνονται οι έννομες σχέσεις τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη αντιμετώπισής τους, ιδίως, στον πρώτο βαθμό που η ποιότητα και η ταχύτητα κρίνουν, εν πολλοίς, την ίδια την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος της χώρας.

      Το εγχείρημα βέβαια δεν είναι εύκολο, προϋποθέτει βούληση, μέθοδο και χρόνο για να υλοποιηθεί, αλλά, είναι η μόνη ορθολογική πρόταση που κοιτάζει στα μάτια το μέλλον. Να αρχίσει τώρα και να ολοκληρωθεί σε βάθος έστω και εικοσαετίας συντονισμένα, όπως δείχνει και το παράδειγμα άλλων κρατών.

    Με βάση τα δικά μας δεδομένα, η δημιουργία ενός σύγχρονου πρώτου βαθμού μπορεί να υλοποιηθεί, εναλλακτικά, προς δύο κατευθύνσεις, αναλόγως των δικαστικών σχηματισμών και της αποκέντρωσης ή συγκέντρωσης τους, αντίστοιχα, που πρέπει να επιτευχθεί ανάλογα και πάντα με την ύπαρξη αντίστοιχης πολιτικής βούλησης. Με το Γαλλικό πρότυπο επιτυγχάνεται η συγχώνευση των δικαστικών σχηματισμών και η συγκέντρωσή τους σε μεγάλα, κεντρικά δικαστήρια, ενώ, με το Γερμανικό πρότυπο η διάχυση της αρμοδιότητας σε μικρότερους σχηματισμούς. Η αποκέντρωση λ.χ. του Πρωτοδικείου Αθηνών αποτελεί πραγματικό ζητούμενο για δεκαετίες. Ειδικότερα:

Α. Δημιουργία Μεγάλων Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων (Γαλλικό πρότυπο). Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με:

  • Μεταφορά τουλάχιστον 300 υπηρετούντων Ειρηνοδικών στο Πρωτοδικείο, κατόπιν αίτησής τους και κρίσης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ανάλογη ρύθμιση για την μετάταξη Ειρηνοδικών στο Πρωτοδικείο ίσχυσε και στο πρόσφατο παρελθόν δύο φορές μετά το Σύνταγμα του 1975).
  • Κυκλική, περιορισμένης διάρκειας, εκπαίδευσης των 300 Ειρηνοδικών στην ΕΣΔι.
  • Εισαγωγή των 300 Ειρηνοδικών στον κλάδο των Πρωτοδικών σε παράλληλη επετηρίδα, προκειμένου να μη διασαλευθεί η αρχαιότητα των ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών.
  • Για τους νεοεισερχόμενους Δικαστικούς Λειτουργούς εισαγωγή στο Δικαστικό σώμα με εξετάσεις στην ΕΣΔι για τον βαθμό του παρέδρου Πρωτοδικείου.
  • Διατήρηση των λοιπών υπηρετούντων Ειρηνοδικών.
  • Με την αφυπηρέτηση εκάστου Ειρηνοδίκη κατάργηση της οργανικής του θέσης.
  • Αναλόγως του βαθμού αποχώρησης από τον κλάδο των Ειρηνοδικών, σταδιακή μείωση της ύλης των Ειρηνοδικείων έως την πλήρη κατάργησή τους.

Β. Δημιουργία Μικρών και Μεγάλων Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων (Γερμανικό πρότυπο). Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με:

  • Μεταφορά τουλάχιστον 300 υπηρετούντων Ειρηνοδικών στο Πρωτοδικείο, κατόπιν αίτησής τους και κρίσης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ανάλογη ρύθμιση για την μετάταξη Ειρηνοδικών στο Πρωτοδικείο ίσχυσε και στο πρόσφατο παρελθόν δύο φορές μετά το Σύνταγμα του 1975).
  • Κυκλική, περιορισμένης διάρκειας, εκπαίδευσης των 300 Ειρηνοδικών στην ΕΣΔι.
  • Εισαγωγή των 300 Ειρηνοδικών στον κλάδο των Πρωτοδικών σε παράλληλη επετηρίδα, προκειμένου να μη διασαλευθεί η αρχαιότητα των ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών.
  • Καθιέρωση του Ειρηνοδίκη ως εισαγωγικού βαθμού.
  • Για τους νεοεισερχόμενους Δικαστικούς Λειτουργούς εισαγωγή στο Δικαστικό σώμα με εξετάσεις στην ΕΣΔι για τον βαθμό του δόκιμου Ειρηνοδίκη.
  • Μεταφορά ύλης από το Πρωτοδικείο στο Ειρηνοδικείο ανεξαρτήτως ποσού και δη για τις πιο κοινές και απλές συμβάσεις, μισθώσεις, οροφοκτησία κ.ο.κ., προκειμένου αφενός να συγκρατηθεί και να μην αυξηθεί οριζόντια η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου και αφετέρου να συνεχίσουν να εκδικάζονται από τα Ειρηνοδικεία οι ίδιες υποθέσεις που εκδικάζονται και σήμερα, χωρίς την επιβάρυνσή τους με δικαστική ύλη νέας φύσης, όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν.
  • Για τους νεοεισαχθέντες Ειρηνοδίκες, μετά την ευδόκιμη υπηρεσία τους στον βαθμό του Ειρηνοδίκη και στην επίλυση των πιο απλών υποθέσεων, προαγωγή τους στον βαθμό του Πρωτοδίκη όπου και θα επιλαμβάνονται δυσκολότερων υποθέσεων εμπορικού κ.ο.κ..
  • Εξέλιξη στη δικαστική ιεραρχία με βάση τα χρόνια υπηρεσίας. Λ.χ. 2 έτη Ειρηνοδίκης, 6 χρόνια Πρωτοδίκης. Στα 8 χρόνια συνολικής υπηρεσίας προαγωγή στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικων κ.ο.κ..
  • Διατήρηση των λοιπών υπηρετούντων Ειρηνοδικών χωρίς δυνατότητα προαγωγής.
  • Αναλόγως του βαθμού αποχώρησης των Ειρηνοδικών, παλιών λόγω αφυπηρέτησής τους ή νέων λόγω εξάντλησης της ιεραρχίας, κάλυψη των κενών με τον εισαγωγικό διαγωνισμό στην ΕΣΔι.

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης Α’ πρώην Υπεύθυνη Οικονομικής Διαχείρισης της ΕνΔΕ

Γεώργιος Δελής, υπ. ΔΝ Ειρηνοδίκης Αθηνών

Μ.Τσέφας, Τροποποίηση της παρ. 8 του άρθ. 3 ν. 4440/2016 (Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση κ.λ.π.) που αφορά τους δικαστικούς υπαλλήλους, ώστε να περιλαμβάνει και τους ΙΔΑΧ

Με τις πρόσφατες διαδικασίες από τα τέλη του έτους 2022 για την κινητικότητα των διοικητικών υπαλλήλων μέσω  του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας (ΕΣΚ) του ν. 4440/2016, με σκοπό την κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων, αναδείχθηκαν ελλείψεις και κενά ως προς τη δυνατότητα κάλυψης των κενών θέσεων με υπαλλήλους με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) οι οποίοι αποτελούν πλέον ένα σημαντικό ποσοστό υπαλλήλων εργαζόμενων στο δημόσιο.  Το πρόβλημα διαπιστώθηκε όταν κλήθηκαν να κάνουν χρήση της σχετικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας ενδιαφερόμενοι διοικητικοί υπάλληλοι άλλων φορέων του δημοσίου για την μετάταξή τους σε κενές θέσεις στα δικαστήρια της χώρας όπου το σύστημα απέκλειε τους ΙΔΑΧ παρόλο που δεν υπήρχε επαρκές ενδιαφέρον μετάταξης από μόνιμους υπαλλήλους, με αποτέλεσμα σημαντικός αριθμός  οργανικών θέσεων στα δικαστήρια να παραμένει κενός. Για το λόγο αυτό, κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση της ισχύουσας σχετικής διάταξης της παρ. 8 του άρθ. 3 ν. 4440/2016, ώστε εναρμονιζόμενη με το σκοπό του νόμου της κινητικότητας και τις μεγάλες και παρατεταμένες ανάγκες σε προσωπικό των δικαστηρίων της χώρας, να περιλαμβάνει και τους υπαλλήλους ΙΔΑΧ. Ακολουθεί η σχετική ανάλυση που δικαιολογεί την ανάγκη της προτεινόμενης τροποποίησης.

Ι. Με το άρθ. 238 ν. 4798/2021 (Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων) προβλέφθηκε και ρυθμίστηκε για πρώτη φορά η μετάταξη των πολιτικών διοικητικών  υπαλλήλων στα δικαστήρια μέσω του νόμου για την κινητικότητα (ν.4440/2016) ο οποίος αρχικά εξαιρούσε πλήρως από την κινητικότητα τους δικαστικούς υπαλλήλους (βλ. άρθ. 2 παρ.4 ν.4440/2016 που ορίζει ότι:  «Από τις διατάξεις του παρόντος εξαιρούνται οι δικαστικοί υπάλληλοι…..»).

Η διάταξη αυτή του άρθ. 238 του ν. 4798/2021, όριζε στον τίτλο και στο περιεχόμενό της επί λέξει τα εξής: «Μετατάξεις πολιτικών διοικητικών  υπαλλήλων στα δικαστήρια.  Στο άρθρο 3 του ν. 4440/2016 (Α’ 224) προστίθεται παρ. 8 ως εξής: 8. Ειδικά για τα δικαστήρια, τις εισαγγελίες και τις γενικές επιτροπείες της χώρας επιτρέπεται αποκλειστικά η μετάταξη των υπαλλήλων που ανήκουν οργανικά στους  φορείς της παρ. 1, μέσω των διαδικασιών των κύκλων  του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας. Αρμόδιο όργανο  της κατά το άρθρο 7 αξιολόγησης των υποψηφίων είναι  το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο των  ως άνω φορέων υποδοχής. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης και την επιλογή όσων υποψηφίων πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση των οικείων θέσεων μόνιμων δικαστικών υπαλλήλων κατά τη διαδικασία του άρθρου 223 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει πράξη μετάταξης των υπαλλήλων που έχουν επιλεχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Μετά  τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η πράξη μετάταξης κοινοποιείται αμελλητί στην υπηρεσία προέλευσης του υπαλλήλου, καθώς και στον ίδιο, ο οποίος υποχρεούται να αναλάβει υπηρεσία στη νέα  του θέση το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την πιο  πάνω κοινοποίηση».

ΙΙ. Με την παραπάνω διάταξη, τόσο από τον τίτλο της, όσο και από το περιεχόμενό της, όπου αφενός ανέφερε ότι αφορά μετάταξη των υπαλλήλων που ανήκουν οργανικά στους  φορείς της παρ. 1, χωρίς να κάνει περιορισμό (ότι πρόκειται μόνο για μόνιμους υπαλλήλους και όχι για ΙΔΑΧ), αφετέρου  ρητά παρέπεμπε στο άρθ. 223 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 4798/2021) που αφορούσε τους υπηρετούντες στα δικαστήρια υπαλλήλους ΙΔΑΧ και τη διαδικασία μονιμοποίησής τους, συμπεραίνεται παρά την κατ΄αρχάς ασαφή διατύπωσή του, ότι ο σκοπός του νομοθέτη  με την τροποποίηση του άρθρου 3 του ν. 4440/2016 και την προσθήκη της παρ. 8, ήταν να περιλάβει στον νόμο της κινητικότητας  και δη στη μετάταξη των υπαλλήλων στα δικαστήρια, και τους υπαλλήλους ΙΔΑΧ.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται: Α)  Από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθ. 7 του άνω νόμου περί κινητικότητας (ν. 4440/2016, όπως η παρ. 6 προστέθηκε με το άρθ. 74 ν. 4590/2019) που ρητά ορίζει: «6. Υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μπορούν να μετέχουν στη διαδικασία κάλυψης οργανικών θέσεων μόνιμου προσωπικού μέσω του ΕΣΚ. Εφόσον για προκηρυσσόμενη θέση μόνιμου προσωπικού δεν υποβληθούν αιτήσεις από μόνιμους υπαλλήλους ή οι αιτούντες μόνιμοι υπάλληλοι δεν έχουν τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, δύναται να επιλεγεί υπάλληλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ο οποίος κρίνεται κατάλληλος για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης αυτής από το αρμόδιο τριμελές όργανο της παραγράφου 1. Ο υπάλληλος που επιλέγεται μετατάσσεται σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, με παράλληλη δέσμευση της κενής οργανικής θέσης μόνιμου προσωπικού για όσο χρόνο υφίσταται η προσωποπαγής θέση».

Β) Από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθ. 2 του άνω νόμου περί κινητικότητας (ν. 4440/2016) που ρητά ορίζει:  «5. Στο πλαίσιο εφαρμογής του ΕΣΚ (Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας), οι προκηρυσσόμενες θέσεις καλύπτονται με ενιαίο τρόπο, ανεξαρτήτως εάν οι υπάλληλοι είναι μόνιμοι ή απασχολούμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση η μετάταξη διενεργείται με την ίδια σχέση εργασίας. Οι μετατασσόμενοι διατηρούν το ίδιο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς, καθώς και τυχόν προσωπική διαφορά στις αποδοχές τους».

ΙΙΙ. Με τον πρόσφατο ν. 4919/2022 (ΦΕΚ Α΄ 71/07.04.2022) τροποποιήθηκε εκ νέου η διάταξη για τη μετάταξη των υπαλλήλων που υπηρετούν στα δικαστήρια μέσω του νόμου για την κινητικότητα. Συγκεκριμένα,  με το άρθ. 62 του άνω νόμου, ορίζονται ως προς τον τίτλο και το περιεχόμενο της διάταξης τα εξής: «Άρθρο 62. Μετάταξη διοικητικών υπαλλήλων στα δικαστήρια, τις εισαγγελίες και τις γενικές επιτροπείες της χώρας -Τροποποίηση παρ. 8 άρθρου 3 ν. 4440/2016.  Στην παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 4440/2016 (Α΄224)  προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο ως προς τα προσόντα  των υποψήφιων προς μετάταξη μονίμων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων σε περίπτωση έλλειψης υποψηφίων που πληρούν όλα τα απαιτούμενα προσόντα και η παρ. 8 του άρθρου 3 διαμορφώνεται ως εξής: 8. Ειδικά για τα δικαστήρια, τις εισαγγελίες και τις γενικές επιτροπείες της χώρας επιτρέπεται αποκλειστικά η μετάταξη των μονίμων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, που ανήκουν οργανικά στους φορείς της παρ. 1, μέσω των διαδικασιών των κύκλων του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας. Αρμόδιο όργανο της, κατά το άρθρο 7, αξιολόγησης των  υποψηφίων είναι το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο των ως άνω φορέων υποδοχής. Οι διευθύνοντες τα Δικαστήρια ή τις Εισαγγελίες στα οποία ανήκουν οι εκάστοτε προκηρυσσόμενες θέσεις, δύνανται να υποβάλλουν στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο γνωμοδότηση επί των υποβληθεισών αιτήσεων. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας  αξιολόγησης και την επιλογή όσων υποψηφίων πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση των οικείων θέσεων μόνιμων δικαστικών υπαλλήλων, εφαρμοζομένων αναλόγως των παρ. 2 έως 4 του άρθρου 7, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει πράξη μετάταξης των υπαλλήλων που έχουν επιλεχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Σε περίπτωση έλλειψης  υποψηφίων που πληρούν το σύνολο των απαιτούμενων προσόντων μπορούν να επιλεγούν και υποψήφιοι, που δεν πληρούν τα προσόντα των παρ. 6, 7 και 8 του άρθρου 22 του ν. 4798/2021 (Α΄ 68). Μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η πράξη μετάταξης  κοινοποιείται αμελλητί στην υπηρεσία προέλευσης του υπαλλήλου, καθώς και στον ίδιο, ο οποίος υποχρεούται να αναλάβει υπηρεσία στη νέα του θέση το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την πιο πάνω κοινοποίηση».

Με την ανωτέρω διάταξη, διαφοροποιείται αδικαιολόγητα το ρυθμιστικό πλαίσιο της προϊσχύουσας διάταξης της παρ. 8 του άρθ. 3 ν. 4440/2016 (υπό το ν. 4798/2021) για την κινητικότητα των υπαλλήλων στα δικαστήρια, τις εισαγγελίες και τις γενικές επιτροπείες της χώρας, περιορίζοντας τη δυνατότητα μετάταξης με το νόμο της κινητικότητας,  μόνον για τους  μόνιμους υπαλλήλους, χωρίς ωστόσο η τελευταία επίμαχη τροποποίηση  να είχε  βάσει του τίτλου της και του περιεχόμενου της αυτή τη στόχευση, καθώς ο σκοπός της ήταν να εισάγει ως αναφέρει εισαγωγικά, νέο πέμπτο εδάφιο που θα ρύθμιζε την περίπτωση έλλειψης  υποψηφίων που πληρούν το σύνολο των απαιτούμενων προσόντων βάσει των διατάξεων των παρ. 6, 7 και 8 του άρθρου 22 του ν. 4798/2021 και όχι να παρέμβει σε συνολική λεκτική και ορολογική διαφοροποίηση του προϋφιστάμενου κειμένου περιορίζοντας τους υποψηφίους μόνο στους μόνιμους υπαλλήλους, αποκλείοντας αντιστοίχως τους ΙΔΑΧ.

ΙV. Λαμβάνοντας υπόψη, 1) την προϊσχύουσα διάταξη του άρθ. 238 του ν. 4798/2021, που ρύθμιζε το ζήτημα της μετάταξης των υπαλλήλων στα δικαστήρια, τις εισαγγελίες και τις γενικές επιτροπείες της χώρας χωρίς να περιορίζει την ιδιότητα του μετατασσόμενου υπαλλήλου (μόνιμου ή ΙΔΑΧ), 2) τις γνωστές μεγάλες και παρατεταμένες ελλείψεις  δικαστικών υπαλλήλων σε όλα τα δικαστήρια της χώρας, 3) την ανάγκη άμεσης κάλυψης των κενών οργανικών θέσεων, 4) τη δυνατότητα κάλυψης των κενών και με υπάλληλους ΙΔΑΧ όπως ρητά προβλέπεται στον νόμο της κινητικότητας (βλ. ανωτέρω παρ. 6 άρθ. 7, και παρ. 5 άρθ. 2 ν. 4440/2016), η υφιστάμενη διάταξη του άρθ. 62 ν. 4919/2022, είναι εσφαλμένη, καθώς αδικαιολόγητα περιορίζει το πλαίσιο κάλυψης των κενών δικαστικών υπαλλήλων με εξαίρεση των υπαλλήλων ΙΔΑΧ από την κινητικότητα.

V. Εν όψει των ανωτέρω, κρίνουμε αναγκαία την τροποποίηση της υφιστάμενης διάταξης της παρ. 8 του άρθ. 3 ν. 4440/2016 (όπως ισχύει με το άρθ. 62 ν. 4919/2022) με την ακόλουθη, η οποία θα περιλαμβάνει και τους υπαλλήλους ΙΔΑΧ στο ΕΣΚ για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων στα δικαστήρια και η οποία θα έχει την εξής διατύπωση:

«Άρθρο 62. Μετάταξη διοικητικών υπαλλήλων στα δικαστήρια, τις εισαγγελίες και τις γενικές επιτροπείες της χώρας – Τροποποίηση παρ. 8 άρθρου 3 ν. 4440/2016.

 Η ΠΑΡ. 8 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ Ν. 4440/2016 (Α΄224)  ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΙΔΑΧ ΣΤΟ ΕΣΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΚΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΩΣ ΕΞΗΣ:

«8. Ειδικά για τα δικαστήρια, τις εισαγγελίες και τις γενικές επιτροπείες της χώρας επιτρέπεται αποκλειστικά η μετάταξη  ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ που ανήκουν οργανικά στους φορείς της παρ. 1, μέσω των διαδικασιών των κύκλων του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας. Αρμόδιο όργανο της, κατά το άρθρο 7, αξιολόγησης των  υποψηφίων είναι το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο των ως άνω φορέων υποδοχής. Οι διευθύνοντες τα Δικαστήρια ή τις Εισαγγελίες στα οποία ανήκουν οι εκάστοτε προκηρυσσόμενες θέσεις, δύνανται να υποβάλλουν στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο γνωμοδότηση επί των υποβληθεισών αιτήσεων. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας  αξιολόγησης και την επιλογή όσων υποψηφίων πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση των οικείων θέσεων μόνιμων δικαστικών υπαλλήλων, εφαρμοζομένων αναλόγως των παρ. 2 έως 4 του άρθρου 7, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει πράξη μετάταξης των υπαλλήλων που έχουν επιλεχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Σε περίπτωση έλλειψης  υποψηφίων που πληρούν το σύνολο των απαιτούμενων προσόντων μπορούν να επιλεγούν και υποψήφιοι, που δεν πληρούν τα προσόντα των παρ. 6, 7 και 8 του άρθρου 22 του ν. 4798/2021 (Α΄ 68) ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΜΕ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (ΙΔΑΧ), ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΑΙΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡ.1 ΜΕ ΔΙΕΤΗ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑ. Μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η πράξη μετάταξης  κοινοποιείται αμελλητί στην υπηρεσία προέλευσης του υπαλλήλου, καθώς και στον ίδιο, ο οποίος υποχρεούται να αναλάβει υπηρεσία στη νέα του θέση το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την πιο πάνω κοινοποίηση».

Ε.Βερβεροπούλου, Η αποτελεσματικότητα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης: μία κριτική ανάλυση

Η αποτελεσματικότητα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης: μία κριτική ανάλυση

 

Ε. Βερβεροπούλου

Ειρηνοδίκης

 

Εισαγωγή

Με το παρόν άρθρο παρουσιάζουμε εν συντομία τη θεωρία της αποκαταστατικής δικαιοσύνης και στη συνέχεια παραθέτουμε ενδεικτικά αποτελέσματα μερικών ερευνών ως προς την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής αυτής.

  1. Θεωρία αποκαταστατικής δικαιοσύνης

Αποκαταστατική δικαιοσύνη είναι κάθε πράξη, της οποίας πρωταρχικός στόχος είναι η απόδοση δικαιοσύνης, μέσω της επανόρθωσης της βλάβης που προκλήθηκε από την προσβολή. Είναι μία προσέγγιση επίλυσης ενός προβλήματος, μία διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν οι εμπλεκόμενοι. Η αποκαταστατική δικαιοσύνη είναι θυματοκεντρική, το θύμα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδικασίες, καθόσον κυρίαρχος στόχος αυτής είναι η αποκατάσταση της ζημίας του θύματος. Η αποτελεσματικότητα των συστημάτων αποκαταστατικής δικαιοσύνης διαφαίνεται από την μείωση της υποτροπής των δραστών και την ικανοποίηση των μερών. Ο Charles Barton[1] παρουσιάζει τέσσερις καθοριστικούς λόγους που συμβάλλουν σ’ αυτό και αποτελούν τα στάδια της α.δ.

Το πρώτο στάδιο είναι η αντιστροφή της ηθικής αποσύνδεσης. Δηλαδή, ενώ με την παραδοσιακή ποινική δικαιοσύνη ο δράστης επιλέγει να αποσυνδεθεί ηθικά από την πράξη, μετατοπίζοντας την ευθύνη έξω από τον εαυτό του, η αποκαταστατική δικαιοσύνη τον φέρνει αντιμέτωπο, σε ψυχολογικό και ηθικό επίπεδο, με την πράξη του και ακολούθως την ευθύνη του, μέσα από την συνειδητοποίηση των συνεπειών της πράξης του. Κατά το δεύτερο στάδιο, με την επιλεγόμενη διαδικασία ο δράστης εξελίσσεται ηθικά και κοινωνικά μέσα από την εμπειρία που του παρέχει η επαφή και επικοινωνία με το ίδιο το θύμα. Το τρίτο βήμα- στάδιο είναι η συναισθηματική και ψυχολογική θεραπεία: Το τραύμα θεραπεύεται με την επικοινωνία μεταξύ του δράστη και του θύματος και την εύρεση, ύστερα από συμφωνία, κοινά αποδεκτής, συμβολικής αποκατάστασης. Το τελευταίο βήμα προς την επανόρθωση του δράστη συνίσταται στην επανενταξιακή ντροπή. Στο στάδιο αυτό, η αξιόποινη πράξη ξεχωρίζει από το πρόσωπο του προσβολέα. Αφενός αποδοκιμάζεται η επιλήψιμη συμπεριφορά, αφετέρου οι συμμετέχοντες εκφράζουν τον σεβασμό και την αποδοχή τους προς τον δράστη, γεγονός που οδηγεί στην ομαλή επανένταξή του στην κοινωνία.

  1. Αποτελεσματικότητα της α.δ.: μείωση της υποτροπής και ικανοποίηση των μερών

Τα διαφορετικά προγράμματα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης που προβλέπονται στις έννομες τάξεις όπου εφαρμόζεται η α.δ., συμβάλλουν στη μείωση της υποτροπής των δραστών, δοθέντος ότι είναι εξατομικευμένα, βασίζονται στις ανάγκες αυτών, μέσα από τη μελέτη της προσωπικότητάς τους και των ατομικών και κοινωνικών τους περιστάσεων. Σημαίνοντα ρόλο στην επιτυχία των προγραμμάτων, μεταξύ άλλων, διαδραματίζουν οι διαμεσολαβητές, που απαιτείται να έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες.

Ένα τέτοιο επιτυχημένο πρόγραμμα εφαρμόστηκε στο Winnipeg του Καναδά, όπου μελετήθηκε η υποτροπή μεταξύ δραστών, οι οποίοι είχαν συλληφθεί για αδικήματα με απειλούμενη ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης που επέλεξαν πρόγραμμα α.δ. και καταδικασμένων που είχαν απολυθεί υπό όρους. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής κατέδειξαν ότι στον πρώτο χρόνο η υποτροπή για τους πρώτους έφτανε στο 15,3%, ενώ για τους υπό όρους απολυθέντες σε 37,5%, στο δεύτερο χρόνο για τους συλληφθέντες το ποσοστό έφτανε στο 27,8%, ενώ για τους δεύτερους 54,4% και στον τρίτο χρόνο για τους δράστες που ανέμεναν καταδίκη το ποσοστό έφτανε το 34,7%, ενώ για τους υπό όρους απολυθέντες έφτανε το 66,1%[2]. Μία ακόμα αξιοσημείωτη έρευνα διενεργήθηκε στο Timaru της Νέας Ζηλανδίας Οι ερευνητές εξέτασαν ομάδα δραστών, όπου εφαρμόστηκαν προγράμματα α.δ. σε σύγκριση με μια ομάδα ελέγχου που ταίριαζαν στα βασικά τους χαρακτηριστικά με τους πρώτους. Διαπιστώθηκε ότι η πρώτη ομάδα καταδικάστηκε εκ νέου λιγότερο συχνά και ότι η διαφορά στα ποσοστά υποτροπής μεταξύ των δύο ομάδων ήταν σημαντική ένα χρόνο μετά τη συμμετοχή τους σε πρόγραμμα αποκατάστασης, ενώ τα αδικήματα, στα οποία καταδικάστηκαν, ήταν λιγότερο σοβαρά από εκείνα της ομάδας ελέγχου που δεν ήταν μέρος διαδικασιών α.δ.[3]

Περαιτέρω, οι συμμετέχοντες στις διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης αναφέρουν ότι είναι ικανοποιημένοι σε μεγάλο βαθμό. Αξίζει ν’ αναφερθεί μία μελέτη που διενεργήθηκε στην Πενσυλβάνια, όπου καταγράφεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των συμμετεχόντων, δηλαδή των θυμάτων, των θυτών και των οικογενειών τους, σε ποσοστό 90%, συστήνει τη διαδικασία αυτή και σε άλλους. Στη μελέτη αυτή, ποσοστό 93% των θυμάτων ανέφερε ότι η συνάντηση με το θύτη τους ήταν χρήσιμη, ποσοστό 100% των δραστών ανέφεραν ότι η συνάντηση με το θύμα ήταν χρήσιμη, ενώ ποσοστό 94% από τους συμμετέχοντες δήλωσαν ότι θα επαναλάμβαναν τη διαδικασία της αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Συμπληρωματικά, σχετική έρευνα που διενεργήθηκε στη Μινεσότα ποσοστό 98% των θυμάτων και 94% των παραβατών θα συνιστούσαν τη συνδιάσκεψη σε άλλους, ενώ ποσοστό 95% των θυμάτων και των παραβατών ήταν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα της διάσκεψης[4]. Στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας, σε σχετική μελέτη που συμμετείχαν θύματα και δράστες, καταγράφηκε ότι ποσοστό 90% των συμμετεχόντων θεώρησε ότι η διάσκεψη ήταν δίκαιη, τόσο για το θύμα όσο και για τον δράστη. Επιπλέον, ποσοστό 90% θεώρησε ότι είχε την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του και αντιμετωπίστηκε με σεβασμό, ενώ τουλάχιστον ποσοστό 79% εκ των ερωτηθέντων κατέθεσε ότι ήταν ικανοποιημένο με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η υπόθεσή του από το δικαστικό σύστημα[5].

  1. Έρευνες για την εφαρμογή της α.δ. σε ειδικές κατηγορίες εγκλημάτων
    • Δίκαιο ανηλίκων

Στις χώρες που εφαρμόζεται η αποκαταστατική δικαιοσύνη, οι πρώτες χρονολογικά διατάξεις που έχουν θεσπιστεί, αφορούν στο δίκαιο ανήλικων, όπου λόγω της φύσης του δικαίου αυτού και της ψυχοσύνθεσης των ανηλίκων, οι διαδικασίες α.δ. ενδείκνυνται. Οι Bouffard J., Cooper M. and Bergseth K.[6] πραγματοποίησαν μελέτη σε υποθέσεις παραβατικών ανηλίκων. Οι ανωτέρω ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όλα τα προγράμματα αποκαταστατικής δικαιοσύνης είναι αποδοτικά, ξεκινώντας από εκείνα που έχουν τη μικρότερη επέμβαση στην προσωπικότητα του ανηλίκου μέχρι εκείνα που είναι περισσότερο επεμβατικά, εφόσον αφορούν σε μικρές παραβάσεις. Δηλαδή, τα προγράμματα αυτά οδηγούν με βεβαιότητα στην επανόρθωση και στη μείωση της υποτροπής των ανήλικων δραστών, σε σύγκριση με το σύστημα της παραδοσιακής ποινικής δικαιοσύνης.

  • Έμφυλη βία, ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλικά εγκλήματα

Ως προς τα αδικήματα της έμφυλης βίας, στο εγχειρίδιο του ΟΗΕ για τη νομοθεσία της βίας κατά των γυναικών[7] συστήνεται η εφαρμογή της διαμεσολάβησης σε όλες τις υποθέσεις, κρίνοντας ότι το θύμα και ο θύτης βρίσκονται στην ίδια διαπραγματευτική θέση. Αντιθέτως, στο συνέδριο του Συμβουλίου της Ευρώπης στην Κωνσταντινούπολη το έτος 2014 για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, έγινε δεκτό ότι το θύμα δεν είναι στην ίδια θέση με το δράστη, ο οποίος είναι ο πιο ισχυρός και κυρίαρχος στη σχέση μέσα στην οικογένεια, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά αντιμετωπίζουν τις συνέπειες από την εγκληματική πράξη[8]. Σε σχετική έρευνα του οργανισμού της Νέας Σκωτίας που διαχειρίζεται καταφύγια κακοποιημένων γυναικών (THANS), τα θύματα δήλωσαν εκφοβισμό από τους πρώην συντρόφους τους, οι οποίοι του άσκησαν πίεση, προκειμένου να συμμετέχουν στη διαδικασία και τελικά συμβιβάστηκαν ως προς τα δικαιώματά τους[9].

Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, μία πρακτική που εφάρμοσε ένας δικαστής στην πολιτεία Αρκάνσας των ΗΠΑ το έτος 2001 ήταν η συγκρότηση του Πάνελ των Επιπτώσεων των Θυμάτων[10]. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία συμφώνησαν να μιλήσουν σε μία ομάδα δραστών εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, τους οποίους δεν γνώριζαν από πριν. Τα θύματα είχαν την ευκαιρία να εξηγήσουν στους δράστες πώς η ενδοοικογενειακή βία επηρέασε αυτά και τις οικογένειές τους. Από τα θύματα που συμμετείχαν στο πάνελ, ποσοστό 85% δήλωσε ότι η διαδικασία άξιζε τον κόπο και θα συνιστούσε τέτοια αντίστοιχα πάνελ και σε άλλα θύματα. Από τους δράστες, ποσοστό 57% υποστήριξε ότι η διαδικασία ήταν επιτυχής και θα τη συνιστούσε σε άλλους δράστες, ενώ επιπλέον εξέθεσαν ότι η εμπειρία ήταν καθοριστική στο να κατανοήσουν τα θύματα και να συλλογιστούν πώς θα μπορούσαν να αποφύγουν τη βία[11].

Επίσης, σχετική μελέτη που διενεργήθηκε στην Αγγλία, όπου συμμετείχαν πολίτες που χαρακτηρίστηκαν ως θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων, ποσοστό 70% εξ αυτών απάντησε ότι επιθυμεί να συναντηθεί με το δράστη, ποσοστό 56% προτιμά να εφαρμόζεται η διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης συμπληρωματικά με την κλασσική ποινική διαδικασία, ενώ ένα ποσοστό 30% εξ αυτών επιθυμεί οι διαδικασίες α.δ. να εφαρμόζονται εναλλακτικά σε σχέση με το παραδοσιακό ποινικό σύστημα[12]. Από την πλευρά των δραστών, μόνο ένα ποσοστό 16% συμφώνησε με την αποκλειστική εφαρμογή της α.δ. σε σχέση με την κλασσική ποινική δικαιοσύνη. Αντίστοιχη μελέτη στο Ισραήλ, που διενεργήθηκε σε θύματα που συμμετείχαν σε διαδικασία α.δ., αναδεικνύει ένα αίσθημα μερικής ικανοποίησης των θυμάτων, τα οποία αποκόμισαν μία αίσθηση ασφάλειας, σεβασμού και αυτοεκτίμησης, ένιωσαν συναισθηματική επανόρθωση, ενώ τα αισθήματα του άγχους, του θυμού και του φόβου μειώθηκαν. Οι συμμετέχουσες σε διαδικασία α.δ. συγκαταλέγουν ως θετικά στοιχεία την ευκαιρία για διάλογο με το θύτη και το δικαίωμα του θύματος να επιλέξει τη διαδικασία (α.δ. ή παραδοσιακό δικαστικό σύστημα) που του ταιριάζει. Ως αρνητικά στοιχεία, κατατάσσουν τον κίνδυνο έλλειψης επαγγελματισμού των υπεύθυνων που οργανώνουν τη διαδικασία και τον κίνδυνο επαναθυματοποίησης των θυμάτων[13].

  1. Συμπερασματικά

Από την εφαρμογή προγραμμάτων α.δ. σε νομικά συστήματα που έχουν εντάξει την αποκαταστατική δικαιοσύνη σε πυλώνα της ποινικής δικαιοσύνης, αναδεικνύεται ότι η α.δ. είναι αποτελεσματική και οδηγεί γενικά σε ικανοποίηση των συμμετεχόντων μερών. Ο βαθμός ικανοποίησης εξαρτάται συχνά από το είδος και τη βαρύτητα του εγκλήματος, όπου, στα οικονομικά εγκλήματα και στα χαμηλότερης απαξίας εγκλήματα που αφορούν ανήλικους δράστες, είναι υψηλός.

Σχετικά όμως με τα εγκλήματα της έμφυλης βίας, της ενδοοικογενειακής βίας και τα σεξουαλικά εγκλήματα, τα θύματα είναι σκεπτικά ως προς την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας τους με το θύτη. Πέραν του φόβου και του αισθήματος της ανασφάλειας που πρέπει να αντιπαρέλθουν, προκειμένου να έλθουν σε συνάντηση με το θύτη τους, αμφιβάλλουν εύλογα για την πρόθεση του τελευταίου, που μπορεί να εκφράζει τη συγγνώμη του, αλλά τα κίνητρά του στηρίζονται λιγότερο στη μεταμέλεια και περισσότερο στο προσωπικό του συμφέρον. Οι ανωτέρω προβληματισμοί επιβεβαιώνονται από σχετική έρευνα[14], στην οποία αναφέρεται ότι οι δράστες ανησυχούσαν περισσότερο για την ποινή τους σε σχέση με την συνάντησή τους με το θύμα, ενώ απέβλεπαν στην αποκατάσταση του ονόματός τους, παρά στην αποκατάσταση της βλάβης του θύματος.

Δεν πρέπει να παραβλέπεται, ωστόσο, η δυναμική αποκατάστασης που αναπτύσσεται, όταν το θύμα γνωστοποιεί το αδίκημα και λαμβάνει υποστήριξη από τους αρμόδιους φορείς, αλλά και τους οικείους του και την κοινωνία. Το θύμα έχει τη δυνατότητα να εξιστορήσει τα πραγματικά περιστατικά, να εκθέσει τις ανάγκες του, οι οποίες θα τύχουν αναγνώρισης, και με αυτόν τον τρόπο αποκτά ενδυνάμωση, η οποία οδηγεί ευχερέστερα στη θεραπεία του. Οι αρχές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης συμβάλλουν στην αναγνώριση εκ μέρους του θύτη της προσβολής, αλλά και στη δικαίωση του θύματος, το οποίο δεν κατηγορείται, αλλά απαλλάσσεται από τα αισθήματα της ντροπής και της ενοχής, δεδομένου ότι η διαδικασία δέχεται a priori ότι το θύμα έχει υποστεί την επίθεση. Αντίθετα, με το παραδοσιακό ποινικό σύστημα το θύμα είναι υποχρεωμένο να βιώσει πάλι την επίθεση μέσα από την κατάθεσή του και, όταν απαιτείται από το εκάστοτε νομικό πλαίσιο, να ‘απολογηθεί’ ενώπιον των παραγόντων της δίκης, όπως εισφέρεται μέσα από εμπειρίες γυναικών, που έχουν υποστεί επίθεση.

Καταλήγοντας, η άποψή μας είναι ότι δεν θα πρέπει να είναι πραγματικό το δίλημμα: αποκαταστατική δικαιοσύνη ή παραδοσιακή ποινική δικαιοσύνη. Τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής, προς τούτο ενδείκνυται η εφαρμογή της πρώτης συμπληρωματικά με τη δεύτερη.

[1] Barton Ch., «Theories of Restorative Justice: four explanations for why restorative justice processes work» 2000.

[2] Δηλαδή, τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά για τη διαδικασία της αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Έρευνα που εξήχθη από Bonta J., Wallace- Capretta Suz., Rooney J., Mconey K., «An outcome evaluation of a restorative justice- alternative to incarceration», Contemporary Justice Review 2010.

[3] G. Maxwell, Al. Morris και T. Anderson «Community Panel Adult Pre-trial Diversion: Supplementary Evaluation», Department of the Prime Ministry and Cabinet, Ιnstitute of Criminology, Victoria University, Wellington, 1999

[4] Schmid Donald J «Restorative Justice: A New Paradigm for Criminal Policy», Victoria University of Wellington Law Review 2003.

[5] Heather Strang «Restorative Justice Programs in Australia: A Report to the Criminology Research Council» 2001

[6] Η οποία αποτυπώνεται στο άρθρο τους, «The Effectiveness of Various Restorative Justice Interventions on Recidivism Outcomes Among Juvenile Offenders» 2016, sagepub.com

[7] Handbook for Legislation on Violence against Women, United Nations 2009.

[8] Drost Lisanne and others, «Restorative Justice in Cases of Domestic Violence. Best practice examples between increasing mutual understanding and awareness of specific protection needs» 2015.

[9] Edwards Alan and Sharpe Susan, «Restorative Justice in the Context of Domestic Violence: A Literature Review», Mediation and Restorative Justice Centre 2004.

[10] Victim Impact Panel (VIP)

[11] Edwards Al. and Sharpe S., «Restorative Justice ό.π. ανωτέρω.

[12] Marsh F., Wager N. M. Restorative justice in cases of sexual violence: Exploring the views of the public and survivors, Probation Journal 2015.

[13] Koriat Inbal P.- Chalamish Carmit K., The me too movement and restorative justice: exploring the views of the public, Journal Contemporary Justice Review, Issues in Criminal, social and restorative justice 2020.

[14]Daly, K, Stubbs J., «Feminist engagement with restorative justice», Journal Title Theoretical Criminology 2017.

Ε.Βερβεροπούλου, σύγκριση παραδοσιακού ποινικού συστήματος και αποκαταστατικής δικαιοσύνης

Σύγκριση παραδοσιακού ποινικού συστήματος και αποκαταστατικής δικαιοσύνης

 

Ελένη Βερβεροπούλου,

Ειρηνοδίκης

 

     1. Δίκαιη ποινή.

    Η παραδοσιακή ποινική δικαιοσύνη εστιάζει στην εγκληματική πράξη, στο πρόσωπο που τη διέπραξε και στην ποινή που του αξίζει. Η επιβολή της κατάλληλης και δίκαιης ποινής στο δράστη στηρίζεται στην εφαρμογή της ανταποδοτικής θεωρίας και της αρχής της αναλογικότητας της ποινής σε σχέση με τη σοβαρότητα του αδικήματος. Στις ανταποδοτικές θεωρίες για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας εστιάζεται το ενδιαφέρον σε αντικειμενικά κριτήρια. Εφόσον κρίνεται ότι έχει τελεστεί η αξιόποινη πράξη, είναι επιτρεπτή η τιμωρία στο δράστη και επιβάλλεται η κατάλληλη ποινή για το έγκλημα, η δε επανόρθωση έχει την εκδοχή της εκδίκησης για το θύμα. Από πλευρά ηθικής, επιβάλλεται η δίκαιη ποινή, χωρίς να ενδιαφέρουν τα αποτελέσματα αυτής στον κοινωνικό χώρο, δίνοντας βάρος στην πράξη του δράστη και όχι ιδιαίτερα στα στοιχεία της προσωπικότητας αυτού.

     Με την οπτική της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο πρόσωπο που έχει ζημιωθεί, στις ανάγκες του και στο πρόσωπο που έχει υποχρέωση από τη ζημία αυτή. Τα μέτρα αποκατάστασης θεωρούνται ποινή, συνδυάζονται με την ομολογία ενοχής του δράστη και αναγνώρισης της απαξίας της πράξης του, με την υπόσχεση από μέρους του ότι δεν θα επαναλάβει την αξιόποινη πράξη στο μέλλον. Το έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται ως ιδιωτική υπόθεση, αλλά ως μία πράξη που θέτει σε κίνδυνο, τόσο τη σχέση του δράστη και της λοιπής κοινωνίας, όσο και την ίδια τη βάση της τελευταίας. Η ευρύτερη κοινωνία επεμβαίνει, για τη προάσπιση των δικαιωμάτων των δύο μερών και τη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ τους, με την οργάνωση της διαδικασίας και την επικύρωση από τον δικαστή των αποτελεσμάτων της συμφωνίας του δράστη και του θύματος για την αποκατάσταση της ζημίας του τελευταίου. Στην επανόρθωση, αμβλύνοντας τα αρνητικά συναισθήματα του θύματος και των συγγενών του, μέσα από την έκφραση αυτών και την επικοινωνία τους με το δράστη. Στην επανένταξη, από τη σκοπιά του δράστη, με τη συνειδητοποίηση του πόνου που προκάλεσε η πράξη του και τις επιπτώσεις που είχε στους άλλους.

 

     2. Ευθύνη του δράστη

    Το εννοιολογικό πλαίσιο για την αποκαταστατική δικαιοσύνη εκκινεί από τη διαπίστωση ότι έγκλημα είναι η βλάβη σε πρόσωπα και σχέσεις. Στη συνέχεια, οι παραβιάσεις δημιουργούν υποχρεώσεις. Εξ αυτού παρέπεται ότι η δικαιοσύνη περιλαμβάνει το θύμα, το θύτη και την κοινωνία, η απονομή της οποίας αναγνωρίζει τις δημιουργηθείσες ανάγκες και υποχρεώσεις, το οποίο θα οδηγήσει σε επανόρθωση. Η βλάβη που προξένησε το έγκλημα παράγει την ανάγκη επανόρθωσης της βλάβης και η επανόρθωση παράγει την ευθύνη για θετική δράση, προκειμένου να αναζητηθεί ικανοποίηση των αναγκών αυτών Η αποκαταστατική δικαιοσύνη, λοιπόν, είναι κάθε πράξη της οποίας πρωταρχικός στόχος είναι η απόδοση δικαιοσύνης, μέσω της επανόρθωσης της βλάβης που προκλήθηκε από το έγκλημα.

     Στο παραδοσιακό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, οι δικονομικές δικλείδες που τίθενται για την προστασία των δικαιωμάτων των δραστών, δίνουν πολύ λίγες ευκαιρίες να αναγνωρίσουν οι τελευταίοι την ευθύνη για τις πράξεις τους, ενώ αντιθέτως δίνουν πολλά κίνητρα για να μείνουν τούτοι παθητικοί στη διαδικασία. Οι διασκέψεις της αποκαταστατικής δικαιοσύνης ενθαρρύνουν τους δράστες να αποδεχτούν την ευθύνη τους. Με δεδομένο ότι ο θεσμός αυτός μετατοπίζει το ποινικό ενδιαφέρον από την τιμωρία στην ευθύνη, την αποκατάσταση και την θεραπεία, οι θύτες συνειδητοποιούν ότι σημαντικό βήμα για την θεραπεία τους και την επανένταξή τους είναι η ανάληψη ευθύνης για τις πράξεις τους.

     Εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι το έγκλημα, ως βλάβη ή ζημία του θύματος, αποτελεί τη δράση, αναπόφευκτα προκαλείται και η αντίδραση σε αυτό, δηλαδή η ανάγκη για αποκατάσταση της βλάβης. Εξάγοντας όμως επιχειρήματα από την έννοια της βλάβης, αναλύοντας την ψυχοσύνθεση του θύματος, σημαίνον ρόλο διαδραματίζει η ανάγκη του θύματος να ακουστεί, ώστε να διαπιστωθεί το λάθος του δράστη και να επαληθευτεί με συγκεκριμένη διαδικασία. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, υφίσταται η ανάγκη του θύματος να συγχωρέσει το δράστη, αλλά όχι να ξεχάσει την πράξη, όπως επίσης να λάβει διαβεβαίωση ότι δεν θα επαναληφθεί η ίδια προσβολή και εν τέλει να ικανοποιηθεί η ανάγκη της ασφάλειας που έχει διαταραχθεί και της απονομής της δικαιοσύνης. Η ανάγκη ως προς το δράστη, συνδέεται με την ευκαιρία που του δίνεται μέσω της αποκαταστατικής δικαιοσύνης να αναγνωρίσει το λάθος του, να εκφράσει τη λύπη του προς το θύμα, και μέσα από την υπεύθυνη πλέον συμπεριφορά του να γίνει δέκτης αποδοχής και υποστήριξης από την κοινωνία. Με την αναγνώριση του λάθους του, ο δράστης αντιλαμβάνεται την αίσθηση της δικαιοσύνης και αποκτά ελπίδα για το μέλλον.

     Συγκρίνοντας τη διαδικασία της παραδοσιακής και της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, παρατηρείται ότι στην πρώτη ο δράστης αποστασιοποιείται από την πράξη του και τείνει να δικαιολογεί τη στάση του, ενώ στη δεύτερη δίνεται έμφαση στην ηθική σύνδεση μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη, του αποτελέσματος που αυτή προκαλεί με τη στενή έννοια του όρου και εν συνεχεία των συνεπειών της πράξης του σε άλλους, ήτοι το θύμα ή τα θύματα.

     Μέσα όμως από μία διαδικασία, όπου εφαρμόζεται η αποκαταστατική δικαιοσύνη και οι αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται, στην οποία συμμετέχουν ο θύτης και το θύμα, αναδεικνύεται το όφελος για τα μέλη της κοινωνίας με αντανάκλαση στην τελευταία. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται, επειδή διδάσκεται, μέσα από τις διαδικασίες που εφαρμόζονται, ότι η έκφραση από τη μεριά του θύτη των τύψεων που αισθάνεται για την πράξη του και της μεταμέλειάς του και από τη μεριά του θύματος της συγχώρεσης, επιτυγχάνεται η κοινωνική και ηθική ανάπτυξη και των δύο μερών. Οι δύο πλευρές μαθαίνουν από τα λάθη και τις επιλογές των ίδιων και των άλλων.

     Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις, η διαδικασία της αποκαταστατικής δικαιοσύνης κάνει τη διαφορά. Τούτο συμβαίνει, καθώς επιδιώκεται η συμβολική επανόρθωση τουλάχιστον ισότιμα, που ικανοποιεί κατ’ αποτέλεσμα και τα δύο μέρη.