Χ.Σεβαστίδης, σοβαροί προβληματισμοί για τον ρόλο των ιδιωτικών «Βάσεων Νομικών Πληροφοριών» και συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για την νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης του Ν. 3156/2003

Σοβαροί προβληματισμοί για τον ρόλο των ιδιωτικών «Βάσεων Νομικών Πληροφοριών» και συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για την νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης του Ν. 3156/2003

 

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Εφέτης

 

            Ι. Στα πλαίσια του Forum «Η Ελλάδα το 2040», που διοργάνωσε η Επιτροπή «Ελλάδα 2021», είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με την χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence) στη Δικαιοσύνη και τα όρια στην εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Μελετώντας τον «Ευρωπαϊκό Χάρτη Δεοντολογίας για τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στα δικαστικά συστήματα και στο περιβάλλον τους» και αξιοποιώντας την εμπειρία ξένων κρατών, όπου χρησιμοποιήθηκε η Τεχνητή Νοημοσύνη (εφεξής Τ.Ν.) διαπιστώνει κανείς ότι η εφαρμογή της για την αυτοματοποιημένη έκδοση αποφάσεων ή ως συμβουλευτικό εργαλείο των Δικαστών κρύβει πολλούς κινδύνους και δεν είναι συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές που θέτει το Σύνταγμα και οι Διεθνείς Συμβάσεις. Ειδικά σε σχέση με την «συμβουλευτική» λειτουργία των συστημάτων Τ.Ν. επισημαίνεται ότι η παροχή πληροφοριών από την αδιαφανή επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων, η ακρίβεια των οποίων είναι πρακτικά αδύνατον να επαληθευτεί, εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Η χρήση της Τ.Ν. στον χώρο της Δικαιοσύνης προϋποθέτει έλεγχο και εποπτεία της λειτουργίας των σχετικών συστημάτων από δημόσιο φορέα, με τη συμμετοχή Δικαστικών Λειτουργών, που θα εγγυάται την διαφάνεια στην εισαγωγή και επεξεργασία των δεδομένων.

            Οι διαπιστώσεις αυτές αφορούν και την λειτουργία των ιδιωτικών εταιριών διαχείρισης «Βάσεων Νομικών Πληροφοριών», οι οποίες ήδη εδώ και αρκετά χρόνια δραστηριοποιούνται και στη χώρα μας. Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος ελέγχου της ακρίβειας των στοιχείων που παρέχουν οι εταιρίες αυτές, ακόμα και όταν πρόκειται για κείμενα νόμου που δημοσιεύουν; Εξυπηρετείται κάποια σκοπιμότητα από την τροφοδότηση της βάσης δεδομένων μόνο με αποφάσεις που κινούνται προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, αποσιωπώντας άλλες αντίθετες δικαστικές κρίσεις, ακόμα και αν φαίνεται να εκφράζουν την κρατούσα θέση; Και τελικά πόσο αξιόπιστες είναι οι βάσεις νομικών δεδομένων; Οι ενδείξεις για την προβληματική λειτουργία αυτών των βάσεων δεδομένων ενισχύθηκαν και το θέμα αναδείχθηκε το τελευταίο διάστημα, όταν πλέον η νομολογία ασχολήθηκε έντονα με το ζήτημα της νομιμοποίησης των εταιριών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 να παρίστανται ως μη δικαιούχοι διάδικοι σε δικαστήρια σε σχέση με τις απαιτήσεις που διαχειρίζονται και κατ’ επέκταση της τύχης των δικαστικών αποφάσεων και της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται από τις εταιρίες αυτές. Τα στοιχεία αυτά θα παρουσιάσω στην αμέσως επόμενη ενότητα.

 

           ΙΙ. Στις 12.5.2022 δημοσιεύτηκαν οι αποφάσεις 822/2022 και 823/2022 του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με τις οποίες έγινε για πρώτη φορά δεκτό ότι οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 δεν νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι να παρασταθούν στο δικό τους όνομα στις δίκες που αφορούν απαιτήσεις που διαχειρίζονται. Οι αποφάσεις αυτές, όπως ήταν φυσικό, έγιναν άμεσα γνωστές στον νομικό κόσμο και διαδόθηκαν σε σύντομο χρόνο, προκαλώντας και σχετικό σχολιασμό από καθηγητές πανεπιστημίου. Ωστόσο, καμία τράπεζα νομικών πληροφοριών, επί μήνες, δεν ενδιαφέρθηκε να δημοσιεύσει το κείμενο των αποφάσεων αυτών, αφήνοντας στην αφάνεια μία σημαντική εξέλιξη στον χώρο της νομολογίας. Μόλις στις 29.9.2022 αναλάβαμε εμείς πρώτοι την πρωτοβουλία για ανάδειξη της νομολογιακής αυτής αντιμετώπισης του ζητήματος από τον Άρειο Πάγο, δημοσιεύοντας το κείμενο της απόφασης στην ιστοσελίδα μας «antimolia.gr». Τις επόμενες ημέρες οι αποφάσεις αυτές εντάχθηκαν και στις βάσεις δεδομένων όλων των εταιριών νομικών πληροφοριών. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η καθυστέρηση στην ενημέρωση των βάσεων δεδομένων οφείλεται σε έλλειψη πληροφόρησης των εταιριών αυτών.

          Ωστόσο, οι εξελίξεις που ακολούθησαν είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσες. Λίγες ημέρες μετά την ευρύτατη δημοσιότητα που έλαβαν οι πιο πάνω αποφάσεις (ΑΠ 822/2022 και ΑΠ 823/2022), γνωστή τράπεζα νομικών πληροφοριών άλλαξε το περιεχόμενο του άρθρου 10 παρ. 13 Ν. 3156/2003, όπως το είχε αναρτημένο στην βάση της. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή, που δεν υπέστη μέχρι σήμερα καμία νομοθετική μεταβολή, αναφέρει ότι «η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό ………… δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτά πριν από τη μεταβίβαση…». Η ακριβής διατύπωση της διάταξης αυτής μπορεί εύκολα να προκύψει από μία αναζήτηση του κειμένου του νόμου στην επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (et.gr), αλλά και έρευνα σε όλες τις υπόλοιπες βάσεις νομικών δεδομένων. Εντούτοις, η πιο πάνω τράπεζα νομικών πληροφοριών, στις αρχές Οκτωβρίου 2022, άλλαξε το περιεχόμενο της διάταξης αυτής και έτσι μέχρι και σήμερα εμφανίζεται στην βάση δεδομένων της να έχει το εξής περιεχόμενο «η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό ………… δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, οικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτά πριν από τη μεταβίβαση…». Για να μην υπάρχει καμία παρερμηνεία τονίζω ότι από το έτος 2003, όταν ψηφίστηκε ο Ν. 3156/2003 και μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2022 στη συγκεκριμένη βάση δεδομένων η διάταξη αυτή εμφανιζόταν με το ορθό περιεχόμενο, δηλ. με αναφορά σε μη μεταβολή της «δικονομικής» και όχι της «οικονομικής» φύσης των απαιτήσεων. Υπήρχε άραγε κάποιος ειδικός λόγος για την συμπεριφορά αυτή της συγκεκριμένης τράπεζας νομικών πληροφοριών; Μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι η ανακριβής αυτή αποτύπωση του νόμου οφείλεται σε σφάλμα; Πάντως, το σίγουρο είναι ότι η διαφορετική αυτή διατύπωση μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τον επίκαιρο προβληματισμό ως προς την νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 να παρίστανται ως μη δικαιούχοι διάδικοι, ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε στην επόμενη ενότητα.

           Αλλά οι συμπτώσεις δεν σταματούν εδώ. Το τελευταίο διάστημα, από την έναρξη του τρέχοντος δικαστικού έτους, στο Εφετείο Αθηνών δικάζονται καθημερινά αιτήσεις αναστολής πλειστηριασμών. Συχνά αντιμετωπίζεται το φαινόμενο η πρωτόδικη απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ να εκδίδεται την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης της αίτησης αναστολής του πλειστηριασμού ή ακόμα και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής. Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η πλειονότητα των αποφάσεων του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κινείται στην (ορθή κατά την άποψή μου) κατεύθυνση, της δικαιολόγησης του εκπροθέσμου και εξέτασης της αίτησης αναστολής στην ουσία. Ωστόσο, στην ίδια προαναφερόμενη τράπεζα νομικών πληροφοριών κατά την έρευνα της νομολογίας κάτω από το άρθρο 152 ΚΠολΔ μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η (μάλλον κρατούσα τάση) αγνοείται εντελώς και παραπέμπονται δύο μόνο αποφάσεις που απορρίπτουν ως εκπρόθεσμες αιτήσεις αναστολής.

           Η πρακτική αυτή (ακόμα και αν κανείς καλόπιστα θεωρήσει ότι οφείλεται σε αδυναμία και ανεπάρκεια παρακολούθησης της τρέχουσας νομολογίας και διαχείρισης του τεράστιου όγκου των νομοθετικών κειμένων) δημιουργεί μία παραπλανητική εικόνα για το ποια ακριβώς είναι η κρατούσα στη νομολογία θέση, που μπορεί σταδιακά να οδηγήσει σε αλλοίωση της νομολογιακής αντιμετώπισης κρίσιμων θεμάτων, αλλά και να συμβάλει τελικά στην εφαρμογή ανύπαρκτων νόμων!!!

 

         ΙΙΙ. Ο προβληματισμός σχετικά με την νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης να παρίστανται ως μη δικαιούχοι διάδικοι σε δίκες και διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης εκκινεί καταρχήν από την ύπαρξη σαφούς ρύθμισης στον Ν. 4354/2015 και την έλλειψη αντίστοιχης πρόβλεψης στον Ν. 3156/2003. Τέθηκε, έτσι, το ερώτημα αν υφίσταται κενό στις διατάξεις του Ν. 3156/2003, που μπορεί να καλυφθεί με αναλογική εφαρμογή των αντίστοιχων προβλέψεων του Ν. 4354/2015 ή ακόμα αν η αναγνώριση της ιδιότητας του μη δικαιούχου διαδίκου συνάγεται από την συστηματική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων των δύο αυτών νόμων ή αν αντίθετα η σαφής διατύπωση των δύο αυτών νόμων οφείλεται σε πρόθεση του νομοθέτη να αντιμετωπίσει διαφορετικά το καθεστώς, που διέπει τις εταιρίες διαχείρισης που υπάγονται (οικειοθελώς) στον ένα ή τον άλλο νόμο.

          Το ζήτημα αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο αρκετών γνωμοδοτήσεων και μελετών, αλλά οδήγησε και σε αντίθετες κρίσεις του Αρείου Πάγου και αναμένεται ήδη η έκδοση απόφασης από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Εδώ θα περιοριστώ μόνο στην αναφορά μιας παραμέτρου, που δεν έτυχε επεξεργασίας, αλλά ίσως έχει σημασία για την καλύτερη κατανόηση της θέσης των εταιριών διαχείρισης με βάση τους δύο προαναφερόμενους νόμους.

            Κατά τον Ν. 4354/2015 η ανάθεση της διαχείρισης των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε εταιρίες διαχείρισης προβλέπεται ως υποχρεωτική. Παράλληλα, ο νόμος αυτός ρητά αναγνωρίζει στην εταιρία διαχείρισης το δικαίωμα να παρίσταται ως μη δικαιούχος διάδικος και να ασκεί ένδικα βοηθήματα και καθιερώνει τη δέσμευση του πραγματικού δικαιούχου της απαίτησης από το δεδικασμένο που παράγεται στα πλαίσια της δίκης που διεξάγεται μεταξύ του δανειολήπτη και της εταιρίας διαχείρισης. Επίσης, στις πράξεις διαχείρισης κατά τον νόμο αυτό συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων και η σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού. Τέλος, με ρητή διάταξη στον Ν. 4354/2015 προβλέπεται ότι τόσο στην περίπτωση πώλησης και μεταβίβασης των απαιτήσεων όσο και στην περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης σε εταιρία διαχείρισης «δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη».

          Αντίθετα, ο Ν. 3156/2003 προβλέπει ως προαιρετική την ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων σε εταιρίες διαχείρισης, κάτι που αυτονόητα σημαίνει ότι και ο πραγματικός δικαιούχος της απαίτησης δεν χάνει το δικαίωμά του να επιδιώξει ο ίδιος την είσπραξη της απαίτησης. Η διαπίστωση αυτή, όμως, σημαίνει περαιτέρω, με βάση τα απολύτως κρατούντα στην επιστήμη, ότι, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση παράλληλης νομιμοποίησης (του πραγματικού δικαιούχου και του μη δικαιούχου διαδίκου), αν αναγνωριστεί στις εταιρίες διαχείρισης δικαίωμα παράστασης ως μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο που απορρέει από δίκη μεταξύ της εταιρίας αυτής και του δανειολήπτη δεν επεκτείνεται και στον πραγματικό δικαιούχο της απαίτησης. Παράλληλα, ο Ν. 3156/2003 προβλέπει ρητά (στο άρθρο 10 παρ. 13) μόνο για την περίπτωση μεταβίβασης της απαίτησης την μη μεταβολή της ουσιαστικής και δικονομικής φύσης της απαίτησης. Αντίθετα, στην ανάθεση της διαχείρισης κατά τον νόμο αυτό σε εταιρία διαχείρισης δεν περιέχεται αντίστοιχη πρόβλεψη. Αυτό σημαίνει ότι ισχύουν τα γενικά κρατούντα στον χώρο της εξαιρετικής νομιμοποίησης (δηλ. του μη δικαιούχου διαδίκου) και συνεπώς ο δανειολήπτης, εναγόμενος από την εταιρία διαχείρισης (αν γίνει δεκτό ότι νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος) στερείται επαρκούς προστασίας, αφού δεν θα μπορεί να προτείνει για παράδειγμα την ένσταση συμψηφισμού από ανταπαίτηση που έχει έναντι του πραγματικού δικαιούχου της απαίτησης. Σημειώνεται εδώ ότι κατά την απολύτως κρατούσα στη θεωρία άποψη ο μη δικαιούχος διάδικος δεν δικαιούται μεταξύ άλλων να συνάψει σύμβαση συμβιβασμού με τον αντίδικό του.

           Από την αντιπαραβολή των διατάξεων των δύο αυτών νόμων γίνεται σαφές ότι η θέση και οι εξουσίες των εταιριών διαχείρισης είναι εντελώς διαφορετικές σε καθεμία περίπτωση. Η εταιρία διαχείρισης του Ν. 4354/2015 έχει ευρύτατες εξουσίες, με δικαιώματα που φτάνουν μέχρι και τη σύναψη σύμβασης συμβιβασμού, το δεδικασμένο από τις δίκες στις οποίες συμμετέχει δεσμεύει κατά ρητή νομοθετική επιταγή και τον πραγματικό δικαιούχο της απαίτησης, ενώ ο δανειολήπτης προστατεύεται επαρκώς με τη δυνατότητα που του αναγνωρίζεται να προτείνει και έναντι της εταιρίας διαχείρισης όλες τις ουσιαστικές και δικονομικές ενστάσεις που έχει κατά του πραγματικού δικαιούχου. Η θέση αυτή της εταιρίας διαχείρισης του Ν. 4354/2015 δικαιολογεί απόλυτα την αναγνώριση του δικαιώματός της να παρίσταται στις σχετικές δίκες ως μη δικαιούχος διάδικος. Αντίθετα, η εταιρία διαχείρισης του Ν. 3156/2003 δεν έχει τέτοιες εξουσίες, ενώ τυχόν αναγνώριση σ’ αυτήν της ιδιότητας του μη δικαιούχου διαδίκου θα είχε ως συνέπεια να βρεθεί ο δανειολήπτης σε μειονεκτική ουσιαστική και δικονομική θέση και μάλιστα ακόμα και σε μία θετική γι’ αυτόν δικαστική εξέλιξη να μην έχει το δικαίωμα να προτείνει το επωφελές γι’ αυτόν δεδικασμένο έναντι του πραγματικού δικαιούχου της απαίτησης. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η μη αναγνώριση της ιδιότητας του μη δικαιούχου διαδίκου στις εταιρίες διαχείρισης του Ν. 3156/2003 δεν οφείλεται σε παράλειψη του νομοθέτη, αλλά αποτελεί συνειδητή νομοθετική επιλογή.

 

 

Α.Ερμίδου, η ανάγκη της μισθολογικής αναβάθμισης των Ειρηνοδικών

Η ανάγκη της μισθολογικής αναβάθμισης των Ειρηνοδικών

 

Ακριβή Ερμίδου,

Ειρηνοδίκης

 

Σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 4871/2021 το οποίο επανέλαβε την ρύθμιση του άρθρου 83 του ν. 4689/2020[1] «Οι εκπαιδευόμενοι κατά τη διάρκεια της κατάρτισής τους στη Σχολή λαμβάνουν κάθε μήνα αποδοχές ίσες με το ήμισυ των συνολικών αποδοχών του παρέδρου πρωτοδικείου» Με την ρύθμιση αυτή στην πραγματικότητα  λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά από την θεσμοθέτηση των Ειρηνοδικείων στη χώρα μας μια σημαντική καινοτομία  στο μισθολογικό ζήτημα των Ειρηνοδικών. Ο νομοθέτης με την απόφασή του να κάνει πράξη ύστερα από πολλά χρόνια  την ίδρυση  της κατεύθυνσης Ειρηνοδικών στην Εθνική Σχολή Δικαστών[2], αναγνωρίζει στην πράξη το δικαίωμα των υποψηφίων δοκίμων Ειρηνοδικών σε λήψη αποδοχών όμοιες με εκείνες που μέχρι τότε ελάμβαναν (και εξακολουθούν να λαμβάνουν) οι υποψήφιοι πάρεδροι. Με άλλα λόγια η ρύθμιση αυτή  έρχεται να αποτελέσει το  πρώτο βήμα στην μισθολογική εξομοίωση των Ειρηνοδικών με τους παρέδρους και κατ΄επέκταση με τους Πρωτοδίκες. Το  δεδομένο  αυτό πλέον, δηλ. ο ίδιος τρόπος της εισαγωγής  των δοκίμων Ειρηνοδικών στην Εσδι  όσον αφορά  το στάδιο προκήρυξης  του εισαγωγικού  διαγωνισμού  και  ειδικότερα το δεύτερο στάδιο, αυτού το οποίο περιλαμβάνει γραπτή εξέταση κοινή για την κατεύθυνση της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και  κατεύθυνσης των Ειρηνοδικών για όλους τους υποψηφίους, αλλά και το στάδιο κατάρτισης  των σπουδαστών με έμφαση στο κοινό χρόνο αυτής   αλλά και στο συνολικό χρόνο κατάρτισης στην Σχολή (που είναι 16 μήνες),  έρχεται να  απαλείψει κάθε μορφής   άδικη  διάκριση  που επί πολλά πολλά χρόνια  ταλανίζει τους Ειρηνοδίκες , αφού τους θεωρεί ιεραρχικά κατώτερους δικαστές  σε σχέση με τους Πρωτοδίκες και ορίζει τον πρώτο βασικό μισθό τους σε  ποσοστό 0,72  του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη.  Μένει πλέον να αντιληφθεί η πολιτεία  ότι έχει  υποχρέωση να συνεχίσει αυτό που ήδη ξεκίνησε με την  ανωτέρω τεράστια θεσμική μεταβολή, όπως εξάλλου αναγνώρισε και ο ίδιος ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης  κατά το χαιρετισμό του στην Γ.Σ της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων την 17/12/2022 και να διαμορφώσει πλέον τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να επέλθει πλήρης εξομοίωση του μισθολογίου των Ειρηνοδικών με τους  Πρωτοδίκες , ικανοποιώντας  ένα δίκαιο  αίτημα  των συναδέλφων που πλέον στηρίζεται σε  σταθερά θεμέλια.

—–

[1]  Το οποίο  αντικ. το  άρθρο 15 του ν. 3689/2008 (Α’ 164) ως εξής:«Άρθρο 15 Δικαιώματα και Υποχρεώσεις Εκπαιδευομένων «1. Οι εκπαιδευόμενοι όλων των κατευθύνσεων, ήτοι των κατευθύνσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, Διοικητικής Δικαιοσύνης, Εισαγγελέων και Ειρηνοδικών, κατά τη διάρκεια της Κατάρτισής τους στη Σχολή λαμβάνουν μηνιαίως αποδοχές ίσες με το ήμισυ των εκάστοτε συνολικών αποδοχών του παρέδρου πρωτοδικείου, όπως αυτές προσδιορίζονται με τον ν. 2521/1997 (Α’ 174)».

[2] Η ίδρυση της κατεύθυνσης Ειρηνοδικών προβλεπόταν στο  άρθρο 45 του ν.  3689/2008.

.

Γ.Πλαγάκος, Οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ. 2 ε΄ και στ΄ ΚΠΔ στις υποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης του κρατουμένου και της ανάκλησής της

Λήψη μελέτης σε μορφή pdf

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

Οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ στις υποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης του κρατουμένου και της ανάκλησής της.

 

 

Γεώργιος Πλαγάκος

Πρόεδρος Πρωτοδικών

 

α. Κατ’ άρθρο 14 παρ.2 ΚΠΔ, από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων στην ίδια ποινική υπόθεση αποκλείεται, μεταξύ άλλων, ε) ο ανακριτής και στ) ο δικαστής, που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. Στη λειτουργία των δικαστικών συμβουλίων (πλημμελειοδικών) ανακύπτει ενίοτε ο προβληματισμός -έστω και αν τελικά δεν εκφράζεται με την υποβολή δηλώσεων αποχής- εάν αυτές οι δύο περιπτώσεις καταλαμβάνουν και τις υποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης αλλά και της ανάκλησής της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105Β-106 και 107 ΠΚ αντίστοιχα. Ειδικότερα, ανακύπτει ο προβληματισμός εάν κωλύεται να μετέχει στη σύνθεση του δικαστικού συμβουλίου, που εξετάζει την αίτηση για την υφ’ όρον απόλυση του κρατουμένου ή την πρόταση του εισαγγελέα για την ανάκληση της χορηγηθείσας υφ’ όρον απόλυσης α) ο ανακριτής που χειρίσθηκε την υπόθεση, η οποία κατέληξε στην καταδίκη και φυλάκιση του κατηγορουμένου και β) ο δικαστής που μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου, το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο και του επέβαλε τη στερητική της ελευθερίας ποινή, την οποία εκτίει, όταν ζητεί την υφ’ όρον απόλυσή του. Για τον ανακριτή (περίπτωση ε΄) ο προβληματισμός είναι κοινός είτε εξέδωσε ένταλμα προσωρινής κράτησης ή διάταξη περιοριστικών όρων είτε όχι, δηλαδή δεν ενδιαφέρει εάν ο καταδικασθείς κρατήθηκε προσωρινά με ένταλμα που εξέδωσε ο ανακριτής, που αργότερα είναι μέλος του συμβουλίου, το οποίο ασχολείται με την υφ’ όρον απόλυση του καταδικασθέντος ή την ανάκλησή της. Ομοίως, στην περίπτωση στ΄ δεν ενδιαφέρει εάν ο δικαστής, που αργότερα είναι μέλος του ως άνω συμβουλίου, ψήφισε καταδικαστικά ή αθωωτικά για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο στη δίκη, στην οποία καταδικάσθηκε και του επιβλήθηκε η ποινή (ή αντίστοιχα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά ως μέλος του δικαστικού συμβουλίου, το οποίο παρέπεμψε τον κατηγορούμενο σε δίκη). Τούτο διότι ο προβληματισμός για τον αποκλεισμό τους δεν θεμελιώνεται σε εικαζόμενη προκατάληψή τους, δηλαδή σε υπόνοια μεροληψίας με βάση την προηγούμενη κρίση τους (έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης ή σύλληψης, παραπεμπτική ή καταδικαστική ψήφος), η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Τότε, η εξεταζόμενη περίπτωση θα ρυθμιζόταν από το άρθρο 15 ΚΠΔ. Αντίθετα, το ενδεχόμενο να συντρέχει περίπτωση του άρθρου 14 παρ.2ε΄ ή στ΄ ΚΠΔ θεμελιώνεται στο αντικειμενικό γεγονός της συμμετοχής του δικαστή σε προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο και είναι ανεξάρτητο της εκφρασθείσας κρίσης του[1].

β. Η απάντηση στον προβληματισμό αυτόν πρέπει να είναι αρνητική, δηλαδή ο ανακριτής και ο δικαστής που μετείχε είτε στο δικαστικό συμβούλιο, που εξέδωσε το παραπεμπτικό βούλευμα, είτε στη δίκη, στην οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και ήδη κρατούμενος, δεν κωλύονται, κατ’ άρθρο 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ αντίστοιχα, να μετέχουν στο δικαστικό συμβούλιο, που εξετάζει την αίτηση του κρατουμένου να απολυθεί υφ’ όρον ή την πρόταση του εισαγγελέα να ανακληθεί η χορηγηθείσα υφ’ όρον απόλυση. Τούτο διότι δεν πρόκειται για την ίδια αλλά για διαφορετική ποινική υπόθεση. Η έκταση του αποκλεισμού υπαγορεύεται από τον σκοπό της νομοθέτησής του. Ειδικότερα, κρίθηκε επανειλημμένως από το ΕΔΑΔ ότι η άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων σε διαδοχικά στάδια της ίδιας ποινικής υπόθεσης παραβιάζει το τεκμήριο της δικαστικής αμεροληψίας, που διασφαλίζεται από το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ[2]. Στο άρθρο 14 παρ.2 ε΄ και στ΄ ΚΠΔ δεν αναφέρεται ο όρος ίδια ποινική υπόθεση αλλά ο όρος αυτός αναφέρεται στην παράγραφο 1 και στις προηγούμενες περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 14 ΚΠΔ. Από την ανάγνωση, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 14 προκύπτει ότι ο νομοθέτης επιδιώκει τον αποκλεισμό των δικαστών και των λοιπών αναφερόμενων προσώπων από τη σύνθεση των δικαστηρίων και δικαστικών συμβουλίων, που επιλαμβάνονται της ίδιας ποινικής υπόθεσης. Δεν αποκλείεται η συμμετοχή τους σε άλλες υποθέσεις με τον ίδιο κατηγορούμενο, έστω και συναφείς, εκτός εάν συντρέχει άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ του αποκλεισμού (π.χ. λόγος ευπρέπειας, που οδηγεί στην υποβολή δήλωσης αποχής).

Επομένως, ουσιώδης είναι η εννοιολογική οριοθέτηση του όρου ίδια ποινική υπόθεση, διότι αυτή ορίζει την έκταση του αποκλεισμού του ανακριτή και του δικαστή που συνέπραξε στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ή συμμετείχε στη δίκη στο ακροατήριο. Ως ίδια ποινική υπόθεση νοείται αυτή, η οποία αφετηριάζεται με την κίνηση της ποινικής διαδικασίας και καταλήγει στην έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής με την ευρεία έννοια (ή απαλλακτικού βουλεύματος) ή καταδικαστικής απόφασης. Είναι ευνόητο ότι, εφ’ όσον τίθεται ζήτημα υφ’ όρον απόλυσης και επομένως αποκλεισμού ορισμένων δικαστών από τη σύνθεση του οικείου δικαστικού συμβουλίου, ενδιαφέρει μόνο η περίπτωση της καταδικαστικής απόφασης. Η ποινική υπόθεση τελειώνει με την αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου και όχι με την αποφυλάκιση του καταδικασθέντος. Στην ίδια ποινική υπόθεση, εκτός από τα ζητήματα της παραπομπής ή μη του κατηγορουμένου σε δίκη, ανήκουν και τα παρεμπίπτοντα ζητήματα που ανακύπτουν, όπως τα σχετικά με την προσωρινή κράτηση και την κατάσχεση, δέσμευση λογαριασμών, άλλων περιουσιακών στοιχείων κλπ. Πάντως, δεν ανήκουν όσα ζητήματα θεμελιώνονται σε διαφορετικά πραγματικά γεγονότα και σε διαφορετική νομική βάση σε σχέση με αυτά της κύριας δίκης και των παρεμπιπτόντως αυτής ζητημάτων. Επίσης, στην ίδια ποινική υπόθεση ανήκει και η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας (άρθρα 525 επ. ΚΠΔ)[3], διότι πρόκειται για την εκ νέου εκδίκαση της ίδιας ποινικής κατηγορίας.

Η αίτηση για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα τελείως διαφορετικά και δη μεταγενέστερα αυτών της κύριας δίκης και των παρεμπιπτόντων της ζητημάτων. Ειδικότερα, στηρίζεται στο είδος και το μέγεθος της επιβληθείσας ποινής, το εκτιθέν μέρος της και τη διαγωγή του καταδικασθέντος κατά την έκτιση της ποινής του, η οποία εξειδικεύεται με τη διαπίστωση ύπαρξης ή η μη πειθαρχικών ποινών, δηλαδή στη συνδρομή των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων, τις οποίες τάσσει ο νόμος για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης (άρθρα 105Β-106 ΠΚ). Επίσης, κατά την εξέταση της αίτησης της υφ’ όρον απόλυσης καλούνται σε εφαρμογή άλλοι κανόνες του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (άρθρα 105Β επ. ΠΚ) από αυτούς που εφαρμόστηκαν στην ποινική προδικασία και τη διεξαχθείσα δίκη, η οποία κατέληξε στην καταδίκη του κατηγορουμένου και ήδη κρατουμένου. Η συνδρομή ή μη των πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων που ορίζονται στα άρθρα 105Β επ. ΠΚ ουδόλως σχετίζεται με τα πραγματικά γεγονότα και τις νομικές διατάξεις, στις οποίες στηρίχθηκε η άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα, η διατύπωση της κατηγορίας από τον ανακριτή, η παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη από το δικαστικό συμβούλιο και η καταδίκη του στο ακροατήριο. Επομένως, η διαδικασία που ανοίγει με την αίτηση του κρατουμένου για υφ’ όρον απόλυσή του, παρά την ταυτότητα στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και ήδη αιτούντος κρατουμένου, δεν αποτελεί μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο της ίδιας ποινικής υπόθεσης, ώστε να απαγορεύεται στον ανακριτή ή τον δικαστή του ακροατηρίου να επιληφθεί εκ νέου, αλλά διαφορετική ποινική υπόθεση.

γ. Διατρέχοντας τη σχετική νομολογία διαπιστώνουμε ότι δεν αποκλείεται από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του σε περίπτωση καθορισμού συνολικής ποινής, κατ’ άρθρο 551 ΚΠοινΔ, ο δικαστής που ήταν μέλος του δικαστηρίου, που είχε δικάσει μία από τις υποθέσεις και είχε επιβάλει μία από τις συγχωνευόμενες ποινές[4]. Επίσης, έγινε δεκτό ότι δεν αποκλείεται από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων στον δεύτερο βαθμό του ο δικαστής που ήταν μέλος του δικαστηρίου, το οποίο είχε διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, διότι αφ’ ενός το δικαστήριο που ανέστειλε την εκτέλεση της ως καταδικαστικής απόφασης, δεν ασχολήθηκε με την ουσία της υπόθεσης, και αφ’ ετέρου η κρίση του δικαστή στον δεύτερο βαθμό δεν εξαρτάται καθόλου από την προηγηθείσα κρίση του στη δίκη για την αναστολή της εκτέλεσης[5]. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα γεγονότα, που εξέτασε το κατ’ άρθρα 551 και 497 ΚΠΔ αρμόδιο δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση για τον καθορισμό της συνολικής ποινής (αριθμός των ποινών και μέγεθος κάθε ποινής) και στη δεύτερη περίπτωση για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής (κριτήρια του άρθρου 497), είναι διαφορετικά από αυτά, στα οποία στηρίχθηκε η κάθε επί μέρους ποινική διαδικασία, η οποία κατέληξε στην επιβολή ποινής (α΄ περίπτωση) και η κατ’ έφεση δίκη, η οποία ακολούθησε την αναστολή εκτέλεσης (β΄ περίπτωση), αλλά χρονικά και νοηματικά οι ανωτέρω δίκες βρίσκονται εγγύτερα μεταξύ τους από ότι η εδώ εξεταζόμενη διενέργεια της κύριας ανάκρισης ή η εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο σε σχέση με την κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τον τρόπο έκτισης του υπολοίπου της ποινής. Συγκρινόμενη με τις δύο ανωτέρω περιπτώσεις (καθορισμός συνολικής ποινής και αναστολή εκτέλεσης ποινής), η εξέταση της αίτησης για υφ’ όρον απόλυση στηρίζεται σε γεγονότα ακόμη πιο απομακρυσμένα, χρονικά και νοηματικά, από την ποινική διαδικασία (προδικασία και δίκη στο ακροατήριο), η οποία προηγήθηκε και κατέληξε στην επιβολή της στερητικής της ελευθερίας ποινής, την οποία ο καταδικασθείς επιδιώκει να εκτίσει εν μέρει εκτός του καταστήματος κράτησης. Ως εκ τούτου, ούτε ο ανακριτής ούτε ο δικαστής, που ήταν μέλος του συμβουλίου που παρέπεμψε τον κατηγορούμενο σε δίκη ή του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, κωλύεται κατ’ άρθρο 14 παρ.2ε΄και στ΄ ΚΠΔ, να είναι μέλος του δικαστικού συμβουλίου που εξετάζει την αίτηση του ιδίου προσώπου, με την οποία ζητάει την υφ’ όρον απόλυσή του. Υπέρ αυτής της θέσης συνηγορεί το επιχείρημα ότι η νομοθετική απαρίθμηση των λόγων αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων είναι περιοριστική και επομένως δεν επιτρέπεται η επέκταση της ισχύος τους σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη και αν εμφανίζονται παρόμοιες με αυτές, για τις οποίες θεσπίσθηκαν ρητά οι λόγοι αποκλεισμού[6].

δ. Πέραν των ανωτέρω, για την ερμηνεία των λόγων αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄και στ΄ ΚΠΔ ορθό είναι να λαμβάνεται υπ’ όψιν ο σκοπός του νομοθέτη, όπως αυτός προκύπτει όχι μόνο από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού και από την οριοθέτηση της έννοιας ίδια ποινική υπόθεση αλλά και από το παρεμφερούς περιεχομένου άρθρο 305 παρ.2 ΚΠΔ. Σκοπός της απαγόρευσης του άρθρου 305 παρ. 2 ΚΠΔ είναι η αποφυγή επηρεασμού των μελών του δικαστικού συμβουλίου από τον ανακριτή, ο οποίος πιθανόν να έχει προσανατολισθεί εσφαλμένα έναντι της υπόθεσης. Επίσης, είναι ανεπίτρεπτο να συμμετέχει ο ανακριτής στον έλεγχο της ορθότητας της κύριας ανάκρισης, την οποία διενήργησε. Γι’ αυτό ακριβώς απαγορεύεται η συμμετοχή του ανακριτή στο δικαστικό συμβούλιο, όχι σε κάθε περίπτωση αλλά μόνον όταν πρόκειται να κριθεί η συνέχιση ή η περάτωση της ανάκρισης ή ζητήματα που ανέκυψαν κατά τη διάρκειά της[7]. Ο πρώτος από τους σκοπούς αυτούς υπό την ειδικότερη μορφή της μεροληψίας του ανακριτή ή του δικαστή που δίκασε την υπόθεση στο ακροατήριο ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ. Υπό το πρίσμα αυτό δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά ότι ο ανακριτής ή ο δικαστής, ο οποίος δίκασε στο ακροατήριο την υπόθεση, που κατέληξε στην καταδίκη του κρατουμένου που επιδιώκει να απολυθεί υφ’ όρον, πιθανόν να είναι δυσμενώς προκατειλημμένοι έναντι του κρατουμένου λόγω της προηγούμενης συμμετοχής τους στην κύρια ανάκριση ή τη δίκη που διεξήχθη, αφού η ποινική υπόθεση, την οποία γνωρίζουν λόγω της προηγούμενης συμμετοχής τους, δεν υπάρχει πλέον. Ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα αμεροληψίας, προκατάληψης, έλλειψης αντικειμενικότητας ή άλλο παρόμοιο ζήτημα, αφού στο δικαστικό συμβούλιο καλούνται να αποφανθούν για μία άλλη υπόθεση. Γι’ αυτό είναι πέραν του σκοπού του νομοθέτη, δηλαδή τελολογικά άστοχο, να ισχύουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄και στ΄ ΠΚ για τους δικαστές του συμβουλίου πλημμελειοδικών, όταν πρόκειται για υπόθεση υφ’ όρον απόλυσης του κρατουμένου, την υπόθεση του οποίου είχαν χειρισθεί στην κύρια ανάκριση ή στο ακροατήριο.

ε. Ως προς την ύπαρξη των λόγων αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ στο πρόσωπο των δικαστών που συμμετέχουν στο συμβούλιο, που εξετάζει την πρόταση ανάκλησης της χορηγηθείσας υφ’ όρον απόλυσης (άρθρο 107 ΠΚ), ισχύουν τα ακόλουθα. Τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται η πρόταση για την ανάκλησή της, ανάγονται εκ του νόμου στον χρόνο δοκιμασίας του υφ’ όρον απολυθέντος (άρθρα 107 παρ.1 και 109 ΠΚ), δηλαδή είναι μεταγενέστερα της υφ’ όρον απόλυσης. Επομένως, δεν σχετίζονται ούτε με όσα ελήφθησαν υπ’ όψιν για την άσκηση της ποινικής δίωξης, τη διατύπωση της κατηγορίας, τους τυχόν επιβληθέντες περιοριστικούς όρους ή την προσωρινή κράτηση, την παραπομπή και την καταδίκη του κατηγορουμένου ούτε με όσα ελήφθησαν υπ’ όψιν για την υφ’ όρον απόλυσή του. Ως εκ τούτων στο συμβούλιο, που εξετάζει την πρόταση για ανάκληση της χορηγηθείσας υφ’ όρον απόλυσης, δεν υπάρχει κώλυμα συμμετοχής ούτε του ανακριτή ούτε του δικαστή, που συμμετείχε στο συμβούλιο που παρέπεμψε τον κατηγορούμενο σε δίκη ή στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, ούτε του δικαστή, που συμμετείχε στο συμβούλιο, που διέταξε την υφ’ όρον απόλυση του καταδικασθέντος. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η ίδια απάντηση προσήκει σε παρεμφερείς υποθέσεις, των οποίων τα εκ του νόμου κρίσιμα γεγονότα είναι ουσιωδώς διαφορετικά από αυτά της ποινικής υπόθεσης, η οποία κατέληξε στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Τέτοιες υποθέσεις, στις οποίες δεν ισχύουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ, είναι η άρση της χορηγηθείσας υφ’ όρον απόλυσης, αν εντός του χρόνου δοκιμασίας ο απολυθείς διαπράξει έγκλημα με δόλο και του επιβληθεί γι’ αυτό αμετάκλητα στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη του ενός έτους (άρθρο 108 ΠΚ), η αίτηση προς το κατά τόπον αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών για κατ’ οίκον έκτιση της ποινής (άρθρο 105 ΠΚ) και η προσφυγή του κρατουμένου ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών του τόπου του σωφρονιστικού καταστήματος κατά απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου του σωφρονιστικού καταστήματος, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή στον κρατούμενο (άρθρο 60 παρ.7 του Σωφρονιστικού Κώδικα).

[1] Ας επισημανθεί ότι στον προβληματισμό αυτό δεν εισφέρει οτιδήποτε το άρθρο 9 ΚΟΔΚΔΛ, το οποίο αναφέρεται στα κωλύματα των δικαστικών λειτουργών.

[2] Βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ της 25.7.2002 (Perote Pellon κατά Ισπανίας), της 25.7.2000 (Tierce κλπ. κατά Αγίου Μαρίνου), της 24.5.1989 (Hauschildt κατά Δανίας) και της 1.10.1982 (Piersack κατά Βελγίου).

[3] ΣυμβΑΠ 222/2009 ΤΝΠ Νόμος.

[4] ΑΠ 237/2013 ΤΝΠ Νόμος.

[5] ΑΠ 1383/2011 ΤΝΠ Σάκκουλας.

[6] Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2019, σελ.224, όπου γίνεται μνεία σε αμφότερες τις αντίθετες απόψεις.

[7] Χ. Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2015, τ.3, άρθρο 305, σελ.3716.

Λ.Τσόγκας, πρακτικά ζητήματα για τα εγκλήματα φοροδιαφυγής με βάση τον νέο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τη νομολογία του Αρείου Πάγου και η σχέση των εγκλημάτων φοροδιαφυγής και της μη πληρωμής χρεών στο Δημόσιο με τη νομιμοποίηση εσόδων

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ  ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΝΕΟ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗ  ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΧΡΕΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ

Δεκέμβριος 2022

Επιμέλεια:

Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Για την προσέγγιση των εγκλημάτων φοροδιαφυγής είναι χρήσιμες οι εξής παρατηρήσεις:

 

===Δεν έχει καταργηθεί ο εξωλογιστικός προσδιορισμός. Τούτος προβλέπεται στο άρθρο 32 Ν.2238/1994. Αφορά υπολογισμό όχι φόρου αλλά εισοδήματος. Εφαρμόζεται όταν :

Α) ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης δεν τηρεί τα από το νόμο προβλεπόμενα βιβλία

Β) ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης δεν φυλάσσει τα βιβλία της

Γ) ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης αν και κλήθηκε προς τούτο,

δεν  προσκόμισε τα βιβλία της επιχείρησης στη φορολογική αρχή

Άρθρο 32 Ν.2238

Προσδιορισμός ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα με αντικειμενικό τρόπο

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρου 4 Ν.4110/2013,ΦΕΚ Α 17/23.1.2013.

  1. Ο προσδιορισμός του ακαθάριστου και του καθαρού εισοδήματος των φυσικών και νομικών προσώπων, που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα γίνεται με αντικειμενικό τρόπο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

 α) Όταν δεν τηρούνται τα προβλεπόμενα βιβλία ή τηρούνται βιβλία απλογραφικά αντί διπλογραφικά, δεν τηρούνται τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά προβλεπόμενα δικαιολογητικά έγγραφα, καθώς και τα συνοδευτικά στοιχεία συναλλαγών και καθίστανται αδύνατες οι ελεγκτικές επαληθεύσεις.

 β) Όταν δεν διαφυλάσσονται ή δεν προσκομίζονται μετά από δύο τουλάχιστον προσκλήσεις τακτικού φορολογικού ελέγχου τα τηρούμενα βιβλία, τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά προβλεπόμενα δικαιολογητικά έγγραφα, καθώς και τα συνοδευτικά στοιχεία συναλλαγών εκτός εάν υπάρχει η δυνατότητα αναπαραγωγής αυτών με αξιόπιστο τρόπο, από τον ίδιο τον υπόχρεο ή/και από τις διασταυρώσεις του ελέγχου.

  1. Για τους υπόχρεους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 1:

 α) Το ακαθάριστο εισόδημα προσδιορίζεται με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες, που διαθέτει η ελεγκτική αρχή για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας τηςεπιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι αγορές, οι πωλήσεις και το μικτό κέρδος, που εμφανίζει η επιχείρηση, το μικτό κέρδος, που πραγματοποιείται από ομοειδείς επιχειρήσεις, που λειτουργούν με παρόμοιες συνθήκες, το απασχολούμενο προσωπικό, το ύψος των κεφαλαίων, που έχουν επενδυθεί, καθώς και των ίδιων κεφαλαίων κίνησης, το ποσό των δανείων και των πιστώσεων, το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων, των εξόδων διαχείρισης και γενικά κάθε επαγγελματική δαπάνη.

 Ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες για τον προσδιορισμό του ακαθαρίστου εισοδήματος λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος και ο τρόπος άσκησης του επαγγέλματος, ο τόπος, που ασκείται αυτό, η ειδικότητα, ο επιστημονικός τίτλος, ο κύκλος των εργασιών, το ύψος της αμοιβής πουεισπράττεται κατά περίπτωση, το προσωπικό, το οποίο απασχολείται, τα μέσα, που διαθέτονται, η πελατεία, το ύψος των επαγγελματικών δαπανών και γενικά κάθε άλλο στοιχείο, που προσδιορίζει την επαγγελματική δραστηριότητα και απόδοση αυτών. Η κρίση της ελεγκτικής αρχής για τονπροσδιορισμό του ακαθαρίστου εισοδήματος πρέπει να βασίζεται στα δεδομένα της κοινής πείρας.

 β) Το καθαρό εισόδημα προσδιορίζεται με πολλαπλασιασμό του ακαθαρίστου εισοδήματος, όπως αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α` με το μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους, που περιλαμβάνεται σε ειδικό πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Στην περίπτωση, που για κάποια δραστηριότητα δεν έχειπροβλεφθεί μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους στον ανωτέρω πίνακα, θα έχει εφαρμογή ομέσος όρος των συντελεστών της κατηγορίας του πίνακα στην οποία θα εντασσόταν η δραστηριότητα αυτή προσαυξημένος κατά πενήντα τοις εκατό (50%).

 Στα κατά τα ανωτέρω ακαθάριστα έσοδα δεν συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα ποσά εσόδων:

 αα) Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις, με εξαίρεση τους τόκους της περίπτωσης η` τηςπαραγράφου 3 του άρθρου 28, που αποτελούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

 ββ) Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου της επιχείρησης.

 γγ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλείς απαιτήσεις που έχουν αποσβεστεί, εφόσον είχανγίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμότουφορολογούμενου εισοδήματος.

 δδ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από φόρους, τέλη και εισφορές της επιχείρησης, εφόσον είχανκαταβληθεί αχρεωστήτως και είχαν γίνει δεκτά από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικήςυπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.

 Τα ποσά των πιο πάνω υποπεριπτώσεων αα` έως δδ` προστίθενται στο καθαρό κέρδος τηςεπιχείρησης, το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους.

 Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος προκύπτει αποδεδειγμένα, ότι, απόγεγονότα ανώτερης βίας, το πραγματικό κέρδος είναι κατώτερο από αυτό που προσδιορίζεται μετην εφαρμογή του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους, το κέρδος αυτό μπορεί νακαθορίζεται με χρήση κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώτερου από το μηδέν.

 Εξαιρετικά, σε περιπτώσεις μερικής ή ολικής καταστροφής της επιχείρησης και των βιβλίων καιστοιχείων από πυρκαγιά, σεισμό, πλημμύρα ή θεομηνία, μπορεί να αναγνωρισθεί αρνητικόςσυντελεστής μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των ακαθάριστων εσόδων των ανέλεγκτωνχρήσεων.

Στις περιπτώσεις αυτές, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων, το σχετικό αίτημα τηςεπιχείρησης κρίνεται από την επιτροπή της παραγράφου 5 του άρθρου 70, εφαρμοζομένωνανάλογα των οριζομένων στις διατάξεις των παραγράφων 6, 7 και 8 του ίδιου άρθρου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 άρθρου 38 Ν. 4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.

Ο εκτιμώμενος προσδιορισμός φόρου (όπως τούτος προβλέπεται στο άρθρο 33 του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας) γίνεται από τη διοίκηση  όταν ανακαλύπτονται εμβάσματα, καταθέσεις σε τράπεζες, περιουσιακά στοιχεία σε θυρίδες και έτσι η φορολογική διοίκηση συμπεραίνει τη φορολογητέα ύλη επί της οποίας οφείλεται ο φόρος.

 

===Η νομολογιακή προσέγγιση του εξωλογιστικού προσδιορισμού

ΑΠ 1992/2017

Με την ως άνω απόφαση το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται στο αιτιολογικό του τα κάτωθι: “Από την αποδεικτική διαδικασία, που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρα κατηγορίας και της μάρτυρος υπεράσπισης, από τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη κατά το χρονικό διάστημα από 20-3-2003 έως και 31-12-2006, ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…Επιχειρήσεις Α.Ε.” με τον διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.” και επομένως, φορολογικά υπεύθυνη της ανωτέρω εταιρείας που είχε έδρα το Δήμο Χανίων (…) και αντικείμενο δραστηριότητας υπηρεσίες που παρέχονται από καφέ μπαρ, η οποία τηρούσε βιβλία Γ κατηγορίας του ΚΒΣ, υπαγόταν δε για φορολόγηση στη Δ.Ο.Υ. ΑΆ Χανίων (ήδη Δ.Ο.Υ. ΑΆ και ΒΆ ) Το έτος 2010 κλήθηκε να προσκομίσει βιβλία και στοιχεία προκειμένου να διενεργηθεί τακτικός φορολογικός έλεγχος, πλην όμως αυτή δεν τα προσκόμισε. Κατόπιν αυτού η ανωτέρω υπηρεσία προχώρησε σε εξωλογιστικό υπολογισμό, με τον οποίο καταλογίστηκε στην εταιρεία οφειλόμενος ΦΠΑ που είχε εισπράξει κατά το χρονικό διάστημα από 20.03.2003 έως 31-12-2006 από την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους και όφειλε να αποδίδει στο Δημόσιο για κάθε μηνιαία φορολογική περίοδο την 25η ημέρα του επόμενου μήνα και ειδικότερα της καταλογίστηκε ότι δεν απέδωσε από 20-3-2003 έως 31-12-2004 ποσό 540.776,72 ευρώ, από 1-1-2005 έως 31-12-2005 ποσόν 92.572,67 ευρώ και από 1-1-2006 έως 31-12-2006 ποσό 54.392,34 ευρώ, σύμφωνα με την με …/2010 έκθεση τακτικού ελέγχου ΦΠΑ της ΔΟΥ ΑΆ Χανίων και τις με ημερομηνία …-10-2010, …-10-2010 και 5/14-10-2010 πράξεις προσδιορισμού ΦΠΑ αντίστοιχα. Η πράξη όμως αυτή δεν μπορεί να καταλογιστεί στην κατηγορουμένη ως αδίκημα φοροδιαφυγής, διότι ο ΦΠΑ είναι φόρος που προκύπτει από πραγματικές πωλήσεις του επιτηδευματία και όχι εκείνος που υπολογίζεται εξωλογιστικό, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ο οποίος δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα ΦΠΑ, αλλά οικονομική κύρωση που επιβάλλουν τα αρμόδια φορολογικά όργανα, επειδή ο επιτηδευματίας δεν επέδειξε τα παραστατικά των πωλήσεων του (βλ. Πενταμελές ΕφΑΘ 3313/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ, Τριμ. Εφ. Κακ. Ιωαν. 254/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εφόσον δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα που αποδίδεται στην κατηγορουμένη, πρέπει αυτή να κηρυχθεί αθώα”. …..Του νόμου μη διακρίνοντος, το παραπάνω αδίκημα τελείται και όταν ο προσδιορισμός του αποκρυβέντος εισοδήματος, επί του οποίου οφείλεται ΦΠΑ, γίνεται εξωλογιστικά, αφού και ο εξωλογιστικός προσδιορισμός αποτελεί νόμιμο τρόπο υπολογισμού των εισοδημάτων, όταν είναι αδύνατος ο έλεγχος των φορολογικών βιβλίων, τα οποία δεν έχουν προσκομισθεί, δεδομένου ότι η απόκρυψη των εισοδημάτων, των οποίων έγινε τεκμαρτός προσδιορισμός, σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί, ήτοι στην αποφυγή απόδοσης του ΦΠΑ, ενώ, πρέπει να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι στην περίπτωση του εξωλογιστικού προσδιορισμού νοείται ότι έχουν πραγματοποιηθεί πραγματικές πωλήσεις και έχουν ληφθεί από τον επιτηδευματία πραγματικά προς απόδοση ποσά. Ακολουθεί ότι ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των εισοδημάτων και η βάσει αυτού επιβολή ΦΠΑ, δεν αποτελεί κύρωση, αλλά σύννομο, όπως προαναφέρθηκε, τρόπο προσδιορισμού αυτών, υπαγόμενο στο πραγματικό του ν. 2523/1997, λαμβανομένου υπ όψιν ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του ελεγχομένου αδικήματος είναι το πραγματικό γεγονός της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης του σχετικού φόρου και, επομένως, ο τρόπος προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης (λογιστικά ή εξωλογιστικά) δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για το αξιόποινο της συμπεριφοράς.

 

===Η νομολογιακή προσέγγιση της παραβίασης του ουσιώδους τύπου από τη φορολογική διοίκηση

ΑΠ 1185/2019

Ειδικότερα, σε σχέση με την επίδραση στην ποινική διαδικασία της ακύρωσης από το Διοικητικό Δικαστήριο (λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διοικητικής διαδικασίας) των ανωτέρω πράξεων επιβολής προστίμου της αρμόδιας φορολογικής αρχής, που αφορούν τα επίδικα φορολογικά στοιχεία εκδόσεως του Κ. Ι., ορθώς δέχθηκε, ότι η έκδοση των άνω αποφάσεων του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου … επί των προσφυγών, που άσκησε ο ελεγχόμενος κατηγορούμενος, με τις οποίες ακυρώθηκαν οι προμνημονευόμενες αποφάσεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, περί επιβολής σε βάρος του προστίμου για την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ουδεμία έννομη συνέπεια έχει ως προς την ασκηθείσα ποινική δίωξη ούτε δεσμεύει το ποινικό Δικαστήριο ως προς το εάν τελέστηκε ή μη η εν λόγω αξιόποινη πράξη, αφού τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια καλούνται να αποφανθούν, αν συντρέχουν ή όχι τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος, όπως αυτό προσδιορίζεται στο άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, δηλαδή για ζήτημα, το οποίο σχετίζεται μεν, αλλά δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη, με το αντικείμενο της δίκης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

Σχόλιο 1. Το πόρισμα της πάνω όμως νομολογιακής θέσης προϋποθέτει πια (με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 68 Ν.4987/2022) ότι δεν υφίσταται ανοιχτή διοικητική – φορολογική διαφορά λόγω εκκρεμούς προσφυγής, η οποία συμπαρασύρει σε αναστολή  την ποινική διαδικασία.

Σχόλιο 2. Από την ανωτέρω απόφαση του ΑΠ συνάγεται ότι όταν υφίσταται εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος, το Ποινικό Δικαστήριο, οφείλει να διερευνήσει με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης ποιο ήταν τελικά το αποκτηθέν φορολογητέο εισόδημα και με βάση τον φορολογικό συντελεστή ποιος ήταν ο μη αποδοθείς φόρος, χωρίς αυτόματα να σημαίνει ότι το πόρισμα του εξωλογιστικού προσδιορισμού προσδιορίζει το εισόδημα, που αποκόμισε πραγματικά ο φορολογούμενος. Τούτο είναι κρίσιμο όταν ο φορολογούμενος δεν προσκομίζει τα λογιστικά του βιβλία και με βάση τις πληροφοριακές καταστάσεις της διοίκησης διαπιστώνεται ότι αποδέχθηκε ή εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία. Ερευνητέο τότε στην ποινική δίκη παραμένει  ποιο πραγματικά εισόδημα απέκτησε.

===Η νομολογιακή προσέγγιση του ισχυρισμού ότι δεν ασκεί διοίκηση στην επιχείρηση ο μηνυόμενος για πράξη φοροδιαφυγής

ΑΠ 1032/2019

 Με την τέταρτη αναιρετική αιτίαση αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σε συνδυασμό με έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας ως προς τον αξιούμενο δόλο. Η εν λόγω αιτίαση είναι αβάσιμη, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, που γίνεται για την έρευνα της βασιμότητας του προκείμενου αναιρετικού λόγου, δεν υπάρχει έλλειψη αυτής. Αντίθετα, πλήρως αιτιολογείται ο αναγκαίος υπερχειλής δόλος με την αναφορά στις παραδοχές της, ότι τα αναφερόμενα στο σκεπτικό έπραξε η αναιρεσείουσα με πρόθεση, προκειμένου (δηλαδή με σκοπό) να αποφύγει την πληρωμή του φόρου εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας. Ειδικότερα, αιτιολογείται ο δόλος της αναιρεσείουσας με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι αυτή ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της, ως άνω, εταιρείας και, ότι, αν και είχε εξουσιοδοτήσει τον τέως σύζυγό της να την εκπροσωπεί πλήρως σ’ αυτήν, “αναμφισβήτητα, η κατηγορουμένη γνώριζε την πορεία των υποθέσεων και των οικονομικών προβλημάτων της εταιρείας, έχοντας οριστεί νόμιμος εκπρόσωπός της, και διατηρώντας το πιο πάνω ποσοστό συμμετοχής 95%, το οποίο της προσέδιδε την ευθύνη για τις εν γένει υποθέσεις της εταιρείας, τις οποίες δεν πείθεται το Δικαστήριο ότι είχε αναλάβει στο σύνολό τους ο σύζυγός της, χωρίς γνώση της ιδίας, ενόψει του διαδραμόντος χρόνου, αλλά και του επικαλούμενου αορίστως ισχυρισμού της, ότι αυτός έπραξε τούτο “για δικούς του λόγους”. και περαιτέρω “Ανεξαρτήτως της σημαντικής δραστηριότητος του τελευταίου στην εταιρεία ουδόλως δικαιολογείται πειστικά η αποχή της από την λειτουργία της λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η εταιρεία δεν είχε προσωπικό, ενισχυτικό δε των παραπάνω είναι και η διαλαμβανόμενη στην έκθεση ελέγχου επισήμανση, ότι σε υπόθεση αποδοχής εικονικών τιμολογίων από την εταιρεία “Μ. Τ. … ΕΕ”, εκδόσεως της … ΕΠΕ, το μέλος της τελευταίας Ε. – Ε. Σ. είχε αναφέρει κατά τον έλεγχο ότι “παρακλήθηκε” από την κατηγορουμένη, με την οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις να υπογράψει τα εικονικά τιμολόγια (σελ. 19 της έκθεσης ελέγχου). Πέραν δε αυτού, η κατηγορουμένη γνωρίζοντας προφανώς τις ευθύνες της απέφευγε την επαφή της με την Δ.Ο.Υ., η οποία την αναζητούσε συστηματικά για την προσκόμιση των βιβλίων και στοιχείων, όπως αυτά προκύπτουν από την έκθεση ελέγχου. Ενόψει αυτού “ούτε” το γεγονός ότι η κατηγορουμένη μετά την πτώχευση της εταιρείας ζήτησε με ασφαλιστικά μέτρα κατά του συζύγου της την παράδοση των βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας ” …

Προσοχή. Είναι χρήσιμη η υπαριθ. 270/2019 απόφαση του Α.Π σύμφωνα με την οποία:

Αποστερείται της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η καταδικαστική απόφαση για φοροδιαφυγή στο Φ.Π.Α. ως προς το σκέλος της, με το οποίο κήρυξε ένοχο τον δεύτερο αναιρεσείοντα υπό την ιδιότητά του, ως Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της (υπόχρεης στην απόδοση του επίδικου Φ.Π.Α.) ανώνυμης εταιρείας, διότι δεν διευκρινίζει εάν, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ο προαναφερθείς ασκούσε πραγματικά καθήκοντα διοίκησης και διαχείρισης της εταιρείας, όντας αρμόδιος για την απόδοση παρακρατούμενων φόρων.

 

===Η νομολογιακή προσέγγιση του ζητήματος των εν μέρει εικονικών φορολογικών στοιχείων

ΑΠ 746/2020

Περαιτέρω, χωρίς σαφήνεια και λογικό ειρμό, ενώ το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχεται ότι τα ένδικα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών είναι μερικώς εικονικά, όπως και κρίθηκαν από την αρμόδια φορολογική αρχή, που προέβη στο σχετικό έλεγχο, καθόσον αντιπροσωπεύουν δαπάνη πολλαπλάσια αυτής που πράγματι καταβαλλόταν, δεν ερεύνησε κατά την αποδεικτική διαδικασία το συγκεκριμένο μέρος της εικονικότητας των εν λόγω φορολογικών στοιχείων, αυτό δηλαδή, που αντιστοιχεί σε ανύπαρκτες συναλλαγές αναφορικά με την δοθείσα παροχή υπηρεσιών (διαφήμιση) και κήρυξε ενόχους τους κατηγορούμενους της υπόψη αξιόποινης πράξης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση διότι, κατά τις παραδοχές της, αποδείχθηκε ότι η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων, τα οποία εγένοντο αποδεκτά από την πρώτη και τρίτο των κατηγορουμένων, υπερβαίνει μεν το ποσό των 75.000 ευρώ, όχι όμως και αυτό των 200.000 ευρώ, η δε συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων, που αποδέχθηκε η δεύτερη κατηγορουμένη, υπολείπεται του ποσού των 75.000 ευρώ, έτσι ενέταξε τους κατηγορούμενους στις πλημμεληματικές περιπτώσεις της παρ.5 εδ.α’ και β’ περ.α’ του άρθρου 66 ν.4174/2013, (όπως μετά την τροποποίηση του ισχύει). Δηλαδή, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, περιέλαβε στη συνολική αξία των εικονικών τιμολογίων και αυτή, που πραγματικά ανταποκρινόταν σε υπαρκτή συναλλαγή, η οποία πληρώθηκε και επομένως δεν είναι εικονική, καθόσον, όπως στις προπαρατεθείσες σκέψεις εκτέθηκε, για την αντικειμενική στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος ο νόμος απαιτεί να προσδιορίζεται αριθμητικά ή με ποσοστό επί της αξίας η εικονικότητα των φορολογικών στοιχείων, την οποία και μόνον τιμωρεί, θεωρώντας ως εικονικά, στην περίπτωση που στα φορολογικά στοιχεία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, μόνο το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (βλ. προτελευταίο εδάφιο της παρ.5 του άρθρου 66 ν.4174/2013). Κατόπιν αυτών, το δικάσαν Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς το αντικειμενικό στοιχείο της μερικής εικονικότητας των ενδίκων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, που φέρεται ότι αποδέχθηκαν οι αναιρεσείοντες από κοινού κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα, ενώ, συγχρόνως, στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης διότι κατέστη ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 66 παρ.5 ν.4174/2013. Επομένως, πρέπει, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο θεμελιούμενος στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης και στη συνέχεια, παραπεμφθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η σύνθεση του οποίου από δικαστές άλλους εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως είναι δυνατή (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).

Σχόλιο: Επειδή συχνά η φορολογική διοίκηση δεν προσδιορίζει την (άνω από την πραγματική) αξία  των εικονικών συναλλαγών είναι αναγκαίο να ερευνάται από το Ποινικό Δικαστήριο ποια είναι η μέση συνήθη αξία του είδους των συναλλαγών, που αφορούν τα επίμαχα (εν μέρει) εικονικά φορολογικά στοιχεία, ώστε με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης να προβεί ακολούθως στον (αναγκαίο) προσδιορισμό της (εν μέρει) εικονικής αξίας.

===Η νομολογιακή προσέγγιση της κατ’εξακολούθηση τέλεσης έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων για διάστημα πριν από τις 28-1-2004 και μετά από αυτό

ΑΠ 843/2020

Αβάσιμη κρίνεται και η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι έπρεπε να καταδικασθεί για διάπραξη της αποδιδόμενης σ’ αυτόν αξιόποινης πράξης σε βαθμό πλημμελήματος για όσες πράξεις τελέστηκαν κατ’ εξακολούθηση μέχρι 28-1-2004, καθόσον επί του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, όπως εν προκειμένω, τόσο κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, όσο και κατά την ισχύουσα επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του Ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά το άρθρο 8 του Ν.4337/2015, αλλά και κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ., για το χαρακτηρισμό της οικείας συμπεριφοράς, ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων και όχι η κατ’ ιδίαν αξία εκάστου εικονικού φορολογικού στοιχείου, πράγμα που σημαίνει, ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος φέρει χαρακτήρα κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, ακόμη και για τις κατ’ εξακολούθηση πράξεις που τελέστηκαν από το έτος 2003 μέχρι 28-1-2004, ενόψει του ότι το σύνολο του ποσού των εικονικών τιμολογίων που εξέδωσε υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ και ανέρχεται συνολικά σε 7.064.379,48 ευρώ.

 

===Η νομολογιακή προσέγγιση της σχέσης εικονικών-πλαστών φορολογικών στοιχείων με τη μη απόδοση ΦΠΑ και Φόρου Εισοδήματος

ΑΠ 1302/2019

Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 ν. 4174/2013 με την επίκληση ότι η έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων απορροφάται (φαινομενικώς κατ’ ιδέαν) από την πράξη της φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του ίδιου άρθρου 66 ν. 4174/2013 και δεν τιμωρείται αυτοτελώς, είναι αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνεται παραδοχή ότι τα ένδικα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν από την αναιρεσείουσα για τη διάπραξη ή υποστήριξη κάποιας από τις παραπάνω πράξεις φοροδιαφυγής, ώστε να τίθεται θέμα απορρόφησης από την άλλη αυτή φορολογική παράβαση του αδικήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ενώ στον προβληθέντα αορίστως αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό ότι δεν τιμωρείται η αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικών τιμολογίων λόγω απορρόφησης από τη φοροδιαφυγή, το δικαστήριο, αν και δεν υποχρεούνταν να απαντήσει, απέρριψε τον ισχυρισμό με την ακόλουθη αιτιολογία “στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει περίπτωση συρροής αποδοχής εικονικών τιμολογίων και φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 66 ν. 4174/2013 ώστε να απορροφάται η αποδοχή εικονικών τιμολογίων από την πράξη της φοροδιαφυγής καθόσον δεν υπάρχει άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, που να αφορά τα επίδικα εικονικά τιμολόγια και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης”.

Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος του λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

ΑΠ 510/2022

Η πράξη της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή της νόθευσης τέτοιων στοιχείων, έχει γίνει ανέγκλητη στην περίπτωση που ο υπαίτιος χρησιμοποίησε τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία για την τέλεση ή υποστήριξη άλλης πράξης φοροδιαφυγής του άρθρου 66 παρ. 1 έως 4 του ίδιου νόμου (δηλαδή αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος κλπ, φόρου προστιθέμενης αξίας κλπ και φόρου πλοίων), οπότε δεν είναι πλέον αυτοτελώς κολάσιμη, αλλά απορροφάται από την άλλη εγκληματική φορολογική πράξη, ήτοι την φοροδιαφυγή του άρθρου 66 παρ. 1 έως 4, η οποία καλύπτει και την απαξία της πρώτης (ΑΠ 742/2020, ΑΠ 342/2020, ΑΠ 244/2020, ΑΠ 1711/2019, ΑΠ 130/2017), δηλαδή, της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων. Η εν λόγω ρύθμιση προϋποθέτει ότι τα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 [και όχι της πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο – άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, πρβλ. ΑΠ 725/2019] και υπάρχει περί τούτου σχετική παραδοχή στην προσβαλλομένη απόφαση, μετά από την εκτίμηση των πραγμάτων, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικασθεί για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 ή ότι έχει ασκηθεί και εκκρεμεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές και δεν ισχύει στις περιπτώσεις που ο υπαίτιος χρησιμοποίησε μεν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, πλην όμως δεν καταδικάσθηκε ούτε έχει ασκηθεί σε βάρος του σχετική ποινική δίωξη (ΑΠ 843/2020, ΑΠ 244/2020, ΑΠ 1711/2019, ΑΠ 427/2019, ΑΠ 1752/2017, ΑΠ 130/2017)

Σχόλιο 1: Με το νέο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εφόσον η ποινική δίκη αναστέλλεται μέχρι να οριστικοποιηθεί διοικητικά η διαφορά, το Ποινικό Δικαστήριο, στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση των εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων, πρέπει να διερευνήσει αν έχει εκδοθεί πράξη προσδριορισμού φόρου για τα εγκλήματα της μη απόδοσης ΦΠΑ ή μη απόδοσης Φόρου Εισοδήματος, διότι δεν μπορεί πια να ασκηθεί ποινική δίωξη στον δράστη παρά μόνο αν η διαφορά οριστικοποιήθηκε. Κατά συνέπεια η έκδοση τέτοιας πράξης (που επιδίδεται στον Εισαγγελέα) πρέπει να οδηγήσει το Ποινικό Δικαστήριο (στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση των εικονικών φορολογικών στοιχείων) στην αναστολή της δίκης για να διαπιστωθεί αν ο δράστης διωχθεί για τον ΦΠΑ ή για τον Φόρο Εισοδήματος, άλλως  το Ποινικό Δικαστήριο πρέπει να απαλλάξει τον κατηγορούμενο για την έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, λόγω της έκδοσης πράξης προσδιορισμού φόρου για τα εικονικά φορολογικά στοιχεία, αφού τότε προκύπτει ότι η έκδοση ή αποδοχή των οποίων έγινε για την υποστήριξη της αποφυγής απόδοση ΦΠΑ ή Φόρου Εισοδήματος και η φορολογική διοίκηση εξέωσε τις σχετικές πράξεις προσδιορισμού και τις επέδωσε στον αρμόδιο Εισαγγελέα για τις δικές του ενέργειες.

Σχόλιο 2. Εννοείται η πρόβλεψη για τη μη θεμελίωση κατηγορίας για την έκδοση – αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, εφόσον με τούτα ο δράστης υποστήριξε τις πράξεις της μη απόδοσης ΦΠΑ ή Φόρου Εισοδήματος προϋποθέτει ότι τα ποσά των αντίστοιχων φόρων είναι σε ετήσια βάση άνω των ορίων για τη θεμελίωση του αξιοποίνου.

 

 

===Η νομολογιακή προσέγγιση της εκ των υστέρων πληρωμής μέρους του ΦΠΑ υπό την ισχύ του Ν.4174/2013 και εντεύθεν

ΑΠ 992/2018

Η εκ των υστέρων πληρωμή μέρους του οφειλόμενου ΦΠΑ, δεν προβλέπεται από οποιαδήποτε διάταξη ως λόγος μερικής άρσης του άδικου χαρακτήρα της εν λόγω πράξης ή μερικής άρσης του αξιοποίνου αυτής, ώστε να θεωρείται, στην περίπτωση της μερικής καταβολής του οφειλόμενου ποσού ΦΠΑ, ότι αντικείμενο της αξιόποινης αυτής πράξης είναι η μη καταβολή του εναπομείναντος ποσού ΦΠΑ.

===Η νομολογιακή προσέγγιση της άθροισης των φόρων, που δεν αποδόθηκαν

ΑΠ 2223/2018

Η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση για φοροδιαφυγή στο Φ.Π.Α. και στον Φ.Μ.Υ. (φόρος μισθωτών υπηρεσιών) διότι, ενώ οι παραπάνω φόροι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους και η μη απόδοσή τους συνιστά ξεχωριστό και ιδιαίτερο αδίκημα φοροδιαφυγής, με αυτοτελή ποινική αξιολόγηση, η αναιρεσιβαλλομένη προέβη σε ανεπίτρεπτη άθροιση των οφειλομένων ποσών των ως άνω δύο φόρων και, έπειτα, χαρακτήρισε εσφαλμένα τις δύο διακριτές πράξεις, σωρευτικά, ως τις μερικότερες ενός ενιαίου εξακολουθητικού εγκλήματος, ενώ θα έπρεπε να μην το πράξει, και να κηρύξει τον αναιρεσείοντα αθώο της φοροδιαφυγής στο Φ.Μ.Υ, αφού το ύψος αυτού ανερχόταν σε 7.287,31 ευρώ, ήτοι σε ποσό κατώτερο του νομοθετικού ορίου του αξιοποίνου. Επιπλέον η προσβαλλομένη, ως προς τη φοροδιαφυγή στο Φ.Π.Α., εσφαλμένα προσμέτρησε και τις προσαυξήσεις, ύψους 18.024,91 ευρώ, με αποτέλεσμα, εκ του σφαλερού τούτου υπολογισμού, να καταδικαστεί ο αναιρεσείων για κακούργημα, ενώ το αδίκημα συνιστούσε πλημμέλημα, αφού ο μη αποδοθείς Φ.Π.Α. ως κύριος φόρος, χωρίς συνυπολογισμό προσαυξήσεων, ανερχόταν σε 89.474, 94 ευρώ, ήτοι υπολειπόταν του κακουργηματικού ορίου των 100.000 ευρώ.

===Η νομολογιακή προσέγγιση του ζητήματος της σχέσης της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο με τη νομιμοποίηση εσόδων

ΑΠ 41/2018

Το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα ένοχο, κατά πιστή μεταφορά του ότι: “Στην … κατά το χρονικό διάστημα από 31-8-2010 έως 31-7-2015 όντας οφειλέτης του Δημοσίου καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στη … χρεών, δεν κατέβαλλε τα βεβαιωμένα στην φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι τις 24-8-2015 ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων τριάντα επτά χιλιάδων εννιακοσίων δέκα και ογδόντα τριών λεπτών (737.910,83) ευρώ, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στον με αύξοντα αριθμό … αναλυτικό πίνακα χρεών της …, που εκτίθεται στις από 9 έως και 14 σελίδες της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το ανωτέρω ποσό, το ιδιοποιήθηκε παράνομα και στην συνέχεια το ανέμειξε με άλλα νομίμως κατεχόμενα από αυτόν περιουσιακά στοιχεία, το χρησιμοποίησε στις εν γένει οικονομικές δραστηριότητές του και το κατείχε επί μακρόν σκοπεύοντας στη νομιμοποίησή του συγκαλύπτοντας έτσι την αληθή προέλευσή του και το απέκρυψε με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατή η δέσμευσή του εν γνώσει κατά τον χρόνο της κτήσεως και της διαχειρίσεως του γεγονότος, ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες”. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς εξειδίκευση ή αναφορά των περιουσιακών στοιχείων του αναιρεσείοντος, με τα οποία ανέμειξαν το ποσό των 737.910,83 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα χρέη, που δεν κατέβαλλε ο κατηγορούμενος στο Δημόσιο κατά το χρονικό διάστημα από 31-8-2010 μέχρι 31-7-2015, όπως και το είδος των οικονομικών του δραστηριοτήτων, για τις οποίες το χρησιμοποίησε ή έστω τον τρόπο διακίνησής του στην προσπάθειά του να του δώσει νομιμοφανή υπόσταση, μη αρκούσης της αόριστης αναφοράς ότι το κατέθετε σε τραπεζικούς λογαριασμούς του (χωρίς να προσδιορίζονται οι λογαριασμοί ή ο τραπεζικός φορέας) η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ώστε να είναι ευχερής ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής των άνω διατάξεων. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ, ΔΆ του Κ.Π.Δ., δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά και αφού παρέλκει η έρευνα του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΕΆ του Κ.Π.Δ. λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τούτο, αναιρεθεί και παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπΆ αριθμ. 66/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αιγαίου.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.

ΑΠ 548/2018

Σε σχέση με την παράνομη απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων, που φέρεται να απόκτησε ο αναιρεσείων από την μη καταβολή των χρεών του προς το Δημόσιο, αναφέρεται, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ότι “απέκτησε”, συνολικά τα αναφερόμενα στο διατακτικό 19 ακίνητα, χωρίς να προσδιορίζει: 1) αιτία κτήσης αυτής, 2) τίμημα και 3) χρόνο κτήσης αυτών, έτσι ώστε να προκύπτει ότι αποκτήθηκαν από την τελεσθείσα από μέρους του, αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο (βασικό έγκλημα) ή ενδεχόμενα από άλλη αιτία (γονική παροχή, κληρονομία, δωρεά κ.λ.π.). Με τον τρόπο αυτό το δικαστήριο ουσίας στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης, κατά τους βάσιμους περί τούτου αναιρετικούς λόγους από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δʼ και Εʼ του Κ.Π.Δ. Κατόπιν αυτών πρέπει: 1) να αναιρεθεί μερικά ή προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο κατά το σκέλος που αφορά την τέλεση της δεύτερης πράξης (νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), την ποινή φυλάκισης των τριών (3) ετών που επιβλήθηκε συνακόλουθα, για την ως άνω αξιόποινη πράξη και τη χρηματική ποινή καθώς και τη συνολική ποινή.

Σχόλιο. Όταν βασικό αδίκημα είναι η μη καταβολή χρεών στο δημόσιο βασικά στοιχεία, που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι πότε είναι το τελευταίο μη καταβληθέν χρέος, αφού το αδίκημα θεωρείται αθροιστικό  και ο χρόνος τέλεσης είναι η συμπλήρωση τεσσάρων μηνών μετά το τελευταίο μη καταβληθέν χρέος. Τούτο όμως συμπαρασύρει και το χρόνο τέλεσης της νομιμοποίησης, δηλαδή το χρόνο απόκτησης της επιλήψιμης περιουσίας. Επίσης πρέπει να γίνει διαχωρισμός των ποσών, που δεν καταβλήθηκαν και συνδέονται με φοροδιαφυγή. Απαιτείται δηλαδή να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποια είναι η αξία των μη αποδοθέντων ποσών, που συνακόλουθα επηρεάζει τον προσδιορισμό της αξίας της επιλήψιμης περιουσίας. Ακόμη πρέπει να διαφαίνεται η σύνδεση μεταξύ των δύο εγκλημάτων μέσω της χρονικής εγγύτητας και της ανυπαρξίας άλλων ή ισοδύναμων εισροών (προφανώς νόμιμων) στο εισόδημα του δράστη (δηλαδή πωλήσεων εμπορευμάτων, λήψη δωρεών, πώληση ακινήτων) κοντά στο χρόνο από τη μη πληρωμή χρεών στο δημόσιο.

 

===Νομιμοποίηση εσόδων και φοροδιαφυγή

Από τεχνικής πλευράς η διαπίστωση και θεμελίωση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από την κύρια πράξη της φοροδιαφυγής μέσω του τραπεζικού συστήματος πρέπει να αφορά καταθέσεις χρηματικών ποσών, που έγιναν σε χρόνο μεταγενέστερο από το χρόνο της υπερημερίας του φορολογούμενου όσον αφορά την τήρηση των φορολογικών του υποχρεώσεων, το δε ύψος των καταθέσεων αυτών να είναι ίσο ή πολλαπλάσιο κατά το χρόνο εισροής των ποσών στο τραπεζικό   σύστημα με το ύψος του αποδοτέου  σε συγκεκριμένο χρόνο προς το δημόσιο φόρου. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αν κάποιος ακολουθήσει την εξής θεώρηση: Το υπόλοιπο ΦΠΑ εκροών –εισροών μιας επιχείρησης ανέρχεται  χρεωστικά στο ποσό των 100.000 ευρώ σε ετήσια βάση για το έτος 2017 και στον τραπεζικό λογαριασμό του ιδιοκτήτη της επιχείρησης υπάρχουν καταθέσεις 500.000 ευρώ, άρα για το ποσό των 100.000 ευρώ ΦΠΑ, που δεν αποδόθηκε έχει διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων. Η ορθή προσέγγιση στο ανωτέρω παράδειγμα θα ήταν να διαπιστωθεί ο χρόνος υποβολής των σχετικών περιοδικών δηλώσεων απόδοσης ΦΠΑ για το έτος 2017 και σε περίπτωση που διαπιστωθούν κινήσεις στον τραπεζικό λογαριασμό του ιδιοκτήτη της επιχείρησης εντός του ανωτέρω διαστήματος ή μεταγενέστερες μέσω καταθέσεων χρηματικών ποσών, που προσεγγίζουν ή ξεπερνούν στο ύψος τους το οφειλόμενο ποσό ΦΠΑ, τότε θα μπορεί να γίνει λόγος για απόκρυψη μέσω του τραπεζικού συστήματος χρημάτων από φοροδιαφυγή. Οι σκέψεις αυτές είναι ακόλουθες με τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η δε άποψη, ότι η πράξη της νομιμοποίησης χρονικά έπεται από εκείνη της κύριας πράξης έχει επιδοκιμαστεί με την υπ’αριθ. 1386/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου.

Παρόμοια πρέπει να είναι η προσέγγιση της νομιμοποίησης εσόδων μέσω της χρήσης του τραπεζικού συστήματος με κύρια πράξη αυτή της παράλειψης υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Η ανεύρεση χρηματικών ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς προσώπων, που δεν απέδωσαν ή απέδωσαν ανακριβώς το φόρο εισοδήματος, δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι έχει τελεστεί το αδίκημα της νομιμοποίησης. Για να γίνει λόγος για τέλεσή του πρέπει να προσδιοριστεί σε ετήσια βάση η εισροή κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό συγκεκριμένου προσώπου, από τα οποία να μπορεί να προσδιοριστεί σε ετήσια βάση το ύψος του φορολογητέου εισοδήματος, που διέφυγε με το να μην καταχωρηθεί αυτό στη σχετική δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Ακολούθως θα πρέπει να προσδιοριστεί το ύψος του φόρου εισοδήματος, το δε ποσό, που αντιστοιχεί στον μη αποδοθέντα φόρο είναι και το ποσό της νομιμοποίησης. Κατά τούτο το ζητούμενο της σχετικής έρευνας θα είναι να εντοπιστούν τα ποσά, που κατατέθηκαν στον σχετικό τραπεζικό λογαριασμό μετά την παρέλευση της ημέρας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Εφόσον διαπιστωθούν καταθέσεις σε τέτοιο χρόνο, που προσεγγίζουν ή ξεπερνούν το ύψος του ποσού, που έπρεπε να καταβληθεί ως φόρος, θα μπορεί αντίστοιχα να γίνει λόγος για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων με κύρια πράξη αυτή της μη απόδοσης φόρου από την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς  δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.

Προσοχή: Για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δρατηριότητα απαιτείται η διαπίστωση του βασικού εγκλήματος και όχι η άσκηση δίωξης ή η καταδίκη του δράστη γι’αυτό. Όταν το βασικό αδίκημα είναι η φοροδιαφυγή και ο δράστης της νομιμοποίησης μετά τη διαπίστωση τέλεσης της φοροδιαφυγής αλλά πριν την έκδοση πράξης προσδιορισμού φόρου προβεί σε εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος ή δήλωσης φπα αποδίδοντας στο δημόσιο τον φόρο, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι υφίσταται το βασικό αδίκημα φοροδιαφυγής, αφού η διοίκηση δεν μπορεί να εκδώσει πράξη προσδιορισμού φόρου. Κατά συνέπεια ελεγκτέο είναι αν τελικά ο δράστης προέβη έγκαιρα (δηλαδή πριν την έκδοση σχετικής πράξης προσδιορισμού φόρου, η οποία επιδιδεται από τη φορολογική διοίκηση στον αρμόδιο Εισαγγελέα) στην απόδοση του φόρου στο δημόσιο. Εξάλλου τότε δεν υπάρχει επιλήψιμη περιουσία προς νομιμοποίηση.  

===Τελική παρατήρηση στο ανωτέρω ζήτημα: Η αρχή της αναλογικότητας είναι ο οδηγός για τη διαπίστωση της επιλήψιμης περιουσίας. Το ζητούμενο δηλαδή είναι τι ακριβώς στέρησε από το δημόσιο κατά την αποφυγή πληρωμής του φόρου και τι αντίστοιχα απέκρυψε ο δράστης νομιμοποιώντας το ποσό που δεν απέδωσε στο δημόσιο. Αντίστοιχα ίσης αξίας περιουσιακά στοιχεία (δηλαδή ισόποσα με το ποσό φόρου που δεν απέδωσε) πρέπει να στερηθεί ο δράστης σε επίπεδο δέσμευσης, κατάσχεσης, δήμευσης.

Ε.Γάκη, Ιδιώνυμες πραγματογνωμοσύνες των άρθρων 227,228 ΚΠΔ και 352A ΠΚ ανήλικων και ενήλικων θυμάτων των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δηλαδή για τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ

Ιδιώνυμες πραγματογνωμοσύνες των άρθρων 227,228 ΚΠΔ και  352A ΠΚ ανήλικων και ενήλικων θυμάτων των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δηλαδή για τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ

(Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών της 13-14.10.2022 με τίτλο «Ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή στην πράξη των νέων Ποινικών Κωδίκων και ιδίως μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4855/2021»)

 

Ευαγγελία Γάκη,

Ανακρίτρια Αεροδικείου Αθηνών

Η πραγματογνωμοσύνη συνιστά ένα από ισχυρότερα αποδεικτικά μέσα το οποίο το συναντάμε  στο τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του ΚΠΔ με τίτλο οι αποδείξεις και συγκεκριμένα στις διατάξεις των άρθρων 183-208 ΚΠΔ. Ο ανακριτής όταν συντρέχει λόγος πραγματογνωμοσύνης για την εξακρίβωση ορισμένου γεγονότος, πριν εκδώσει διάταξη ως οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30, 102, 138 και 274 ΚΠΔ, διαβιβάζει την δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών με έγγραφο του, στο οποίο αναγράφει την παραγγελία βάση της οποία διενεργεί ποινική δίωξη καθώς και λεπτομερή αναφορά των λόγων ένεκα των οποίων απαιτείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ζητώντας απ αυτόν να γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα αν συμφωνεί η διαφωνεί με τον διορισμό πραγματογνώμονα, θέτοντας την ημερομηνία και την υπογραφή του. Όπως ορθά ορίζεται στο άρθρο 195 ΚΠΔ, το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει να καθορίζεται από τον ανακρίνοντα με λεπτομέρεια και αντικειμενικότητα. Στη σχετική παραγγελία ή διάταξη θα πρέπει με λογικό ειρμό, συνεπή αλληλουχία και εύληπτη ροή να εκτίθενται, κατά σειρά, ο επιδιωκόμενος σκοπός της επιδιωκόμενης πραγματογνωμοσύνης, τα κύρια και ουσιώδη ζητήματα που χρήζουν διευκρίνισης και επίλυσης και μια σειρά ερωτημάτων στα οποία καλείται να απαντήσει με ειδικές γνώσεις της επιστήμης ή της τέχνης ο διορισθείς πραγματογνώμονας.  Ο ανακριτής δεν δεσμεύεται από την γνώμη του Εισαγγελέα ως προς το διορισμό πραγματογνώμονα, δεδομένου ότι για την διενέργεια η το είδος της πραγματογνωμοσύνης (τακτική ή προκαταρκτική) δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα.

Με έκθεση κοινοποιήσεως διατάξεως καλείται ο πραγματογνώμονας που έχει επιλεγεί, να προσέλθει στο γραφείο του ανακριτή για να δώσει το νόμιμο όρκο σύμφωνα με το άρθρο 194 ΚΠΔ  και να του επιδοθεί η διάταξη διορισμού του. Η κλήση μπορεί να είναι και τηλεφωνική. Στη συνέχεια του επιδίδεται η διάταξη με τους λόγους που επιτάσσουν τον διορισμό του και τα ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσει, ορίζεται προθεσμία εντός της οποίας  οφείλει  να προσκομίσει την πραγματογνωμοσύνη εκτός αν με αίτηση του ζητήσει την παράταση της. Παράλληλα γίνεται μνεία της γνώμης του Εισαγγελέα είτε είναι σύμφωνη είτε όχι. Επίσης γίνεται μνεία της υποχρέωσης του αναφορικά με το άρθρο 207 παρ.1βΚΠΔ να γνωστοποιήσει στους τεχνικούς συμβούλους το τόπο και το χρόνο διενέργειας αυτής καθώς και το θέμα αυτής.[1] Η διάταξη του πραγματογνώμονα αφού κοινοποιηθεί σε αυτόν, κοινοποιείται στον Εισαγγελέα, στον κατηγορούμενο αλλά και στον παραστάντα προς υποστήριξη της κατηγορίας, γεγονός που απορρέει από την υποχρέωση έγγραφης γνωστοποίησης των στοιχείων τους, όπως επιβάλλει η αξίωση ουσιαστικής άσκησης του δικαιώματος του εισαγγελέα και των διαδίκων,  προκείμενου ν ασκήσουν από τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματα τους, που προβλέπονται στα άρθρα 191, 192 και 204 ΚΠΔ, σε προθεσμία που τάσσει ο ανακριτής. Η έλλειψη της ανωτέρω πρόσκλησης καθιστά την ανακριτική διάταξη ως και τη διεξαχθείσα με βάση αυτή πραγματογνωμοσύνη, απόλυτα άκυρη. [2] Επιπλέον με την προσθήκη της παρ. 1 του άρθρου 204 ΚΠΔ απαιτείται η γνωστοποίηση ανάθεσης της πραγματογνωμοσύνης όπως προβλέπει το άρθρο 192 ΚΠΔ σε όλους τους διαδίκους για το διορισμό τεχνικών συμβούλων, ακόμα και στη περίπτωση που η πραγματογνωμοσύνη διενεργείται στα κατ άρθρο 184 ΚΠΔ εργαστήρια. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η περίπτωση της έγγραφης γνωστοποίησης καταλαμβάνει και το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης και αφορά τόσο τον ύποπτο όσο και τον παριστάμενο προς υποστήριξη κατηγορίας.

Ειδικότερα, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δηλαδή για τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ και ειδικότερα, του βιασμού, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, των γενετησίων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιον τους, της κατάχρησης ανηλίκων, της διευκόλυνσης προσβολών της ανηλικότητας, της πορνογραφίας ανηλίκων, της προσέλκυσης παιδιών για γενετήσιους λόγους, των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, της μαστροπείας και της γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής, προβλέπονται από τον κώδικα δύο «ιδιώνυμες» πραγματογνωμοσύνες.

Η πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ και η ψυχοδιαγνωστική εξέταση της διάταξης του άρθρου 352Α ΠΚ.

Η πρώτη  δεν αποτελεί αυτοδύναμο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Έχει το ρόλο της πραγματογνωμοσύνης που διενεργείται για την ενίσχυση των ευάλωτων μαρτύρων (vulenarable witnesses). [3] Ο όρος αυτός περιγράφει μάρτυρες -συνήθως ανηλίκους ή θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων – τους οποίους ο νομοθέτης κρίνει ότι λόγω του ψυχικού τραυματισμού που υπέστησαν από την εγκληματική πράξη, θα πρέπει να τους εξαίρεση από την κατ αντιπαράσταση εξέταση με τον κατηγορούμενο, καθώς η θέα και μόνο του τελευταίου είναι δυνατόν να τους προκαλέσει σημαντική ψυχική αναστάτωση, αλλά και να επηρεάσει σημαντική την ποιότητα της μαρτυρίας τους. [4] Στην περίπτωση των ευάλωτων μαρτύρων εκείνο που επιδιώκεται είναι να μην δει ο μάρτυρας τον κατηγορούμενο, λόγω του ότι πρέπει να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα και ψυχική του υγεία. Στο πλαίσιο του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, ρυθμίσεις που κατατείνουν στη προστασία ευάλωτων μαρτύρων συναντά κανείς όπως είπαμε, στις διατάξεις των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ. Κατά την εξέταση του ανήλικου (είτε του ενήλικου ) θύματος λόγω της ιδιαίτερης φύσης των εγκλημάτων του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ, ο νομοθέτης  παρεκκλίνει από το γενικό κανόνα του τρόπου εξέτασης των μαρτύρων, προϋποθέτοντας για την διεξαγωγή αυτής, το διορισμό ειδικών πραγματογνωμόνων (παιδοψυχίατρων ή παιδοψυχολόγων, ψυχιάτρων και ψυχολόγων αντίστοιχα).  Σκοπός αυτής της διάταξης είναι να προστατεύσει τα ανήλικα είτε τα ενήλικα θύματα των αδικημάτων της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής  κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής εξέτασης στην οποία θα πρέπει να  υποβληθούν.

Ειδικότερα το άρθρο 227 ΚΠΔ προβλέπει ένα διαφορετικό τρόπο εξέτασης των ανήλικων παθόντων από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Ο πραγματογνώμονας που πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένος [5]παιδοψυχίατρος η παιδοψυχολόγος,  όταν ερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, αλλά και ο αντίστοιχος διορισθέντας πραγματογνώμονας από τον ανακριτή, όταν διερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια της ανάκρισης, συντάσσει έκθεση αποφαινόμενος για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, εν συνέχεια παρίσταται στην και κατά την διάρκεια εξέτασης αυτού, είτε από το προανακριτικό υπάλληλο είτε από τον ανακριτή. Ο ρόλος του παιδοψυχίατρου ή του παιδοψυχολόγου κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος ως μάρτυρα είναι η προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση δηλαδή η δημιουργία φιλικής επαφής και κλίματος εμπιστοσύνης με αυτόν, ελάττωση της αμηχανίας του έναντι της άγνωστης σε αυτόν δικαστικής διαδικασίας και η ενημέρωση του για την σημασία που έχει η παρουσίαση της αλήθειας στο δικαστήριο για τον ίδιο, τον δράστη και την κοινωνία. Επιπλέον η συνεργασία με τους ανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς. Άμεση προτεραιότητα έχουν οι ειδικοί που υπηρετούν στα Αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων και όπου αυτά δεν λειτουργούν ο διορισμός γίνεται από το πίνακα πραγματογνωμόνων. [6]Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος γίνεται στα Αυτοτελή γραφεία προστασίας ανήλικων θυμάτων της εφετειακής περιφέρειας ή όπου αυτά δεν λειτουργούν σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους για το σκοπό αυτό. Παρατηρούμε ότι, με το άρθρο 120 του ν. 4855/2021, απαλείφεται ο όρος υποχρεωτικά που είχε εισαχθεί με το ΝΚΠΔ, στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1. Επομένως, δίνεται η  δυνατότητα όπου δεν υφίστανται αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων, η δικανική εξέταση των ανηλίκων να διενεργείται  είτε από ειδικά εκπαιδευμένο παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο ή σε περίπτωση έλλειψης τους ψυχολόγο ή ψυχίατρο που περιλαμβάνεται στο πίνακα πραγματογνωμόνων. Ο χώρος πρέπει να είναι ειδικά εξοπλισμένος και διαμορφωμένος για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει το άρθρο 7 της ΥΑ 7320/2019 Απόφασης του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην περιφέρεια της Αττικής έχει δημιουργηθεί και εξοπλιστεί  κατάλληλος χώρος στην Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων, που εδράζεται στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, προσαρμοσμένος για την προσήκουσα εξέταση των ανήλικων μαρτύρων θυμάτων προσβολής της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας,  αφού τα αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων-«Σπίτι του Παιδιού»  δεν έχουν ακόμα στελεχωθεί κατάλληλα και δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία (αρχές του 2022 ετέθη σε λειτουργία των Αθηνών).

Με την παρ. 4 της διάταξης του άρθρου 227 ΚΠΔ καθιερώνεται η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου και η δυνατότητα καταχωρίσεως της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο προβολής.[7] Παρόλο που ο νέος ΚΠΔ διατηρεί αυτούσια την εν λόγω πρόβλεψη στο άρθρο 227 ΚΠΔ αναριθμώντας στην παρ. 4,ανακύπτει το ζήτημα, όταν η κατάθεση του ανηλίκου δεν καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, εάν σ αυτή την περίπτωση προκαλείται ακυρότητα της κατάθεσης (απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ). Μια μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει ότι προκαλείται. Μέχρι και σήμερα λόγω αδυναμίας καταγραφής της κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο, λόγω της έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής, όσον αφορά τις δικογραφίες που έχουν σχηματισθεί για πράξεις του 2020 και πριν,  δύναται να θεωρηθεί  στην πράξη ότι αρκεί η προσκόμιση βεβαίωσης από την υπηρεσία που θα διενεργήσει την προβλεπόμενη διαδικασία ότι δεν υφίσταται υλικοτεχνική υποδομή. Παρόλα αυτά από το 2021 λειτουργεί όπως αναφέραμε στην Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος για την εξέταση του ανηλίκου θύματος, όπου υπάρχει η δυνατότητα πλέον καταγραφής. Η καταγραφή σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο (CD,DVD,USB κλπ) της κατάθεσης του ανηλίκου που θα συνοδεύει την  έκθεση εξέτασης του ως στοιχείο της δικογραφίας, συνιστά έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ.γ του ΠΚ, επομένως  θα χορηγείται αντίγραφο αυτού στους διαδίκους, όπως ισχύει και για τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας, σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοζόμενες διατάξεις του ΚΠΔ (άρθρα 100,105,106,107,108,147 και 244 ΚΠΔ). Παρόλα αυτά δεν είναι σύννομη η τήρηση αντιγράφου αυτού, υπο την έννοια της τήρησης αρχείου στην Υπηρεσία της Διεύθυνσης Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων όπως αυτό προβλέπεται στην παρ. 1 εδάφιο στ του άρθρου 7 της ΥΑ 7320/2019. [8] Από την διαδικασία αυτή εξαιρείται η κατ αντιπαράσταση εξέταση τους με τον κατηγορούμενο, δεδομένο ότι η θέαση αυτού είναι δυνατόν να προκαλέσει ψυχική αναστάτωση και να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα της μαρτυρίας του ανηλίκου. [9]

Για την ανωμοτί εξέταση των ανήλικων είτε ενήλικων θυμάτων ενώπιον του ανακριτή, ακολουθείται ακριβώς η ίδια διαδικασία. Ειδικότερα, διορίζεται ο πραγματογνώμονας, ο οποίος προετοιμάζει το ανήλικο είτε το ενήλικο θύμα, στην συνέχεια συντάσσει γραπτή έκθεση, που θα διατυπώσει τις διαπιστώσεις του όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ  σχετικά με την αντιληπτική του ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του. Στο άρθρο 11 της της Υ.Α. 7320/10.6.2019, ορίζεται ότι ο επιστήμων ψυχικής υγείας προετοιμάζει τον μάρτυρα για την εξέταση ως ακολούθως: τον ενημερώνει αναφορικά με το όνομα και την ιδιότητα του, συζητά αρχικά μαζί του για ουδέτερα θέματα, εγκαθιδρύει ένα υποστηρικτικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μαζί του, επεξηγεί τον λόγο, τον σκοπό και τους βασικούς κανόνες εξέτασης, όπως επίσης την πορεία της όλης διαδικασίας και τον ρόλο του, τον ενθαρρύνει να καταθέσει την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ο ίδιος τα βίωσε ή αντιλήφθηκε και να ανακαλέσει στη μνήμη του όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες. Στο άρ. 10 της Απόφασης ορίζεται ότι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του μάρτυρα αποτελεί μέρος της προετοιμασίας του για την εξέταση (δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία επιπλέον διαδικασία που θα επιβαρύνει περισσότερο τον ίδιο). Ο επιστήμων ψυχικής υγείας εξετάζει ιδίως το αναπτυξιακό του στάδιο, αξιολογεί την αντιληπτική, γλωσσική και μνημονική του ικανότητα, καθώς και την ικανότητα να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια[10]. Μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση του αναπτυξιακού σταδίου του ανηλίκου από τον αρμόδιο επιστήμονα αποτελεί ένα βασικό προ-απαιτούμενο, ώστε να αποφευχθεί μια μη ενδεδειγμένη τεχνική συνέντευξης κατά την κύρια φάση της εξέτασης[11]. Δεν επιτρέπεται, ωστόσο, να αποφανθεί σχετικά με το αληθές της αφήγησης του μάρτυρα[12], ούτε να υποδείξει στο δικαστήριο αν θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τους ισχυρισμούς του. Στο σημείο αυτό καθίσταται σκόπιμο να αναφέρουμε ότι όταν τίθεται ως ερώτημα στους πραγματογνώμονες δια μέσου των συνηγόρων, αν το ανήλικο θύμα βρίσκεται σε κατάσταση υποβολιμότητας, ο πραγματογνώμονας παρόλο που λόγω της εμπειρίας του δύναται να το απαντήσει, ενδεχομένως να μην το πράξει γιατί θα θεωρείται ότι επηρεάζει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση τη κρίση του δικαστηρίου. Παρόλα αυτά θα κληθεί να απαντήσει επιστημονικά αν υπάρχει πιθανότητα αυτό να συμβαίνει, έτσι ώστε να συνδράμει στον όσο γίνεται ορθότερο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης Με βάση τα παραπάνω: «… η αξιολόγηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου περιλαμβάνει α) την ικανότητα παρατήρησης και ερμηνείας των γεγονότων, β) την ικανότητα της μνήμης και γ) την ικανότητα μεταφοράς των γεγονότων και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια ο ανήλικος είναι ικανός να παρατηρήσει αυτό που συνέβη; Μπορεί να μεταφέρει αυτό που θυμάται; Μπορεί να θυμηθεί αυτό που παρατήρησε; Μπορεί να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια; Ο σκοπός της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί ένα εργαλείο προς το δικαστή ότι η κατάθεση του ανηλίκου είναι αξιόπιστη και κατά τούτο μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά και χρησιμεύει για να περιγράψει τις βασικές ιδιότητες που οι ανήλικοι πρέπει να διαθέτουν για να μπορούν να καταθέσουν. Το όριο βρίσκεται χαμηλά. Αυτό που απαιτείται είναι η βασική ικανότητα αντίληψης […] ειδικά στην περίπτωση που ο ανήλικος είναι απών στο ακροατήριο, ο δικαστής […] δεν διαθέτει, μπροστά του, τον ανήλικο και δεν μπορεί να τον εξετάσει για να διαπιστώσει εάν είναι ή όχι αξιόπιστος. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία, επιτελεί, ως «βοηθός» του δικαστή ο […] πραγματογνώμων»[13]. Σε συνέντευξη καλούνται επίσης τα μέλη της οικογένειας του ανηλίκου (ιδίως τα αδέλφια) προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος εν γένει. Οι γονείς είναι αναγκαίο να εξετάζονται πριν από τον ανήλικο, ενώ είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της οικογένειας (ιδίως τυχόν ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης, καθώς και σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας). Αξιοσημείωτη είναι εν προκειμένω η ρύθμιση του άρ. 227 παρ. 2 ΚΠΔ με βάση το οποίο είναι επιτρεπτή η συνοδεία του ανηλίκου από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (στην περίπτωση ενηλίκων νόμιμος εκπρόσωπος μπορεί να είναι ο δικαστικός συμπαραστάτης σε περίπτωση δικαστικής συμπαράστασης), εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του με αιτιολογημένη απόφαση για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξής του στην ερευνώμενη πράξη (επί παραδείγματι, ο ανακριτής δύναται να απαγορεύσει τη συνοδεία του ανηλίκου από τη μητέρα του σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε λάβει γνώση της θυματοποίησης και έμεινε αδρανής ή επιχείρησε τη συγκάλυψη του γεγονότος)[14].

Ο ανακριτής, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκε ο δικονομικός τύπος των άρθρων 227 παρ.1 και 4 και 228 παρ.1και 3 ΚΠΔ κατά την προηγηθείσα αστυνομική προανάκριση πρέπει να επαναλάβει τη λήψη της μαρτυρικής κατάθεσης του ανήλικου παθόντος κατ’ άρθρο 248 παρ.2α ΚΠΔ, παρέχοντας τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του να του εγχειρίσουν γραπτό κατάλογο ερωτήσεων προς το μάρτυρα, δυνατότητα που δίνεται πλέον μετά τον ΝΚΠΔ, ώστε να διασφαλιστούν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. (άρθρα 227 παρ. 3 και 228 παρ. 2 ΚΠΔ) (ΣυμβΠλημΚερκ23/2014).

Το συμβούλιο πλημμελειοδικών, με την σειρά του, που διαπιστώνει κατά την κρίση του επί της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης (άρθρο308παρ.1ΚΠΔ) μην νομότυπη λήψη της κατάθεσης κατά την προδικασία πρέπει να διατάσσει τη διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης (άρθρο 310 παρ.1δ και 3 ΚΠΔ) για την ορθή επανάληψη της λήψης της μαρτυρικής κατάθεσης από τον ανακριτή

Η γραπτή έκθεση, η οποία είναι ουσιαστικά η πραγματογνωμοσύνη,  πρέπει να προηγείται της εξέτασης του ανηλίκου η οποία είναι και η τελευταία ανακριτική πράξη. [15]   Ζήτημα τίθεται αν συνίσταται απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ  στη περίπτωση που ενώ, οι συνεδρίες για  την προετοιμασία του ανηλίκου έχουν λάβει χώρα πριν την κατάθεση του ανηλίκου, η σύνταξη και η παράδοση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε μετά. Οι ΑΠ 1244/2011, ΝΟΜΟΣ, και ΑναθΔικ 4/2012 ΠοινΧρον 2013,232, έχουν δώσει αρνητική απάντηση, αφού ο νόμος δεν όριζε ούτε στο προϊσχύον δίκαιο, άρθρο  226 Α παρ.2 ούτε και στο ισχύον, άρθρο 227 παρ. 2 ΚΠΔ, συγκεκριμένη προθεσμία, άρα μπορεί να γίνει μέχρι και την συζήτηση στο ακροατήριο.

Όμως στην πράξη, δημιουργούνται δύο ζητήματα, αφενός ως προς το πως θα περατωθεί η ανάκριση και ο Ανακριτής θα διαβιβάσει τα έγγραφα της δικογραφίας στο Εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 308 ΚΠΔ, εφόσον για να συμβεί αυτό, πρέπει κατά ρητή αναφορά στο νόμο να έχει  γίνει και η τελευταία ανακριτική πράξη πριν την απολογία του κατηγορουμένου, αφού η ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης από το παιδοψυχολόγο /παιδοψυχίατρο δεν θα έχει ολοκληρωθεί και αφετέρου θα παρακαμφθεί το δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση του συνόλου της δικογραφίας σύμφωνα με τα άρθρα 100 και 308 παρ.1 ΚΠΔ, μετά το πέρας της ανάκρισης.

Ο ανακριτής οφείλει να κοινοποιήσει την ανωτέρω διάταξη περί διορισμού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου στους διαδίκους, επι ποινή δεν ακυρότητας και στον κατηγορούμενου, οι οποίοι δικαιούται να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης αυτών ή να προβούν στο διορισμό τεχνικών συμβούλων.[16] Στην περίπτωση αυτόφωρων αδικημάτων όπου συντρέχει περίπτωση επείγουσας και άμεσης ανάγκης λήψης κατάθεσης της ανήλικης στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης (αστυνομικής προανάκρισης) και συνεπώς η γνωστοποίηση στον ύποπτο του διορισμού πραγματογνώμονος, προκειμένου να δοθεί και στον ίδιο η δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο, δεν είναι υποχρεωτική σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 204 παρ.2 ΚΠΔ.[17] Επιπλέον με την παρ. 3 του άρθρου 227 ΚΠΔ δίδεται το δικαίωμα στους συνηγόρους υπεράσπισης ή στους συνηγόρους του δηλούντα υποστήριξη κατηγορίας,  να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν από την κρίση του παιδοψυχολόγου η παιδοψυχίατρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 108 ΚΠΔ το ανήλικο θύμα ακόμα και αν δεν παρίσταται προς υποστήριξη κατηγορίας έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 92 και 100 ΚΠΔ.  Σύμφωνα με το άρθρο 207 παρ.2 ΚΠΔ ρητά εξαιρείται το δικαίωμα προσωπικής επαφής του τεχνικού συμβούλου με τον ανήλικο.

Σύμφωνα με το  άρθρο  227 παρ.4 εδ.β (αντίστοιχο 228 παρ. 3β) σε περίπτωση ηλεκτρονικής προβολής αντικαθίσταται η φυσική παρουσία του ανηλίκου. Η καταγραφή με οπτικοακουστικό μέσο τέθηκε για την αξιοπιστία του προσώπου του ευάλωτου μάρτυρα, με βασικό στόχο να απαγορευτεί στη συνέχεια η εξέταση του στο ακροατήριο. Η αποδεικτική υποκατάσταση (φυσική παρουσία του μάρτυρα αντικαθίσταται από ηλεκτρονική προβολή) επιβλήθηκε από τη υποχρέωση συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με τα διεθνή κείμενα. (άρθρο 19 παρ. 4 και  20 παρ.3 -6 οδηγίας 2011/92 ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας(4267/2014), άρθρα 9 παρ.4, 12 παρ.4 και 15 παρ.3 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ «Προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας).

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5   εδ.α η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, αν δεν είναι δυνατή η καταγραφή της σε οπτικοακουστικό μέσο. Η γραπτή κατάθεση από υποχρεωτική απέκτησε επικουρικό χαρακτήρα. (226Α παρ.4α και 226Β παρ 4 προϊσχύον δίκαιο). Επομένως πρέπει να αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης  ότι είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου γι αυτό και δεν ανεγνώσθη η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου, όπως και το αντίστροφο. Αλλιώς προκαλείται απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.[18]

Τέλος, στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 6 ΚΠΔ, ορίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η εμφάνιση και εξέταση του ανηλίκου θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου από τους δικαστές και τους παράγοντες της δίκης, αλλά αυτή μπορεί να διενεργηθεί κατ’ εξαίρεση μόνον κατόπιν αιτήματος από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα. Τότε μόνο, όταν γίνει δηλαδή δεκτό το αίτημα από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, μπορούν να τεθούν ερωτήματα στο ανήλικο θύμα ενόσω όμως αυτό βρίσκεται σε άλλο χώρο και όχι ενώπιον του δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων, μέσω ανακριτικού υπαλλήλου που διορίστηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, παρουσία ειδικού επιστήμονα της παρ. 1 εδ. α΄ του αρ. 227, επερχόμενης τοιουτοτρόπως κάμψης της θεμελιώδους αρχής της αμεσότητας, που απαιτεί προσωπική και άμεση επικοινωνία του Δικαστηρίου και των παραγόντων της δίκης με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα.

Ζήτημα τίθεται όμως αν παρόλα αυτά  επιλύεται το πρόβλημα επικίνδυνης συρρίκνωσης δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3δ ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3ε ΔΣΑΠΔ. Δεν επιλύεται διότι ο συνήγορος δεν έχει την δυνατότητα να υποβάλει νέες ερωτήσεις με βάση τις απαντήσεις του ανήλικου η του ενήλικου μάρτυρα.(Χαρ. Σεβαστίδης, ο.π. σε 2688). Θα ήταν ορθότερο ενδεχομένως η παρουσία του δικηγόρου του κατηγορουμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση , ακόμη και αν δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θέτει ερωτήσεις απευθείας στο μάρτυρα πάρα μόνο υποβάλλοντας τα εγγράφως στον ανακρίνοντα. Η καταδίκη του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την ΕΔΔΑ να βασισθεί αποκλειστικά σε μια κατάθεση χωρίς να παρασχεθεί στο κατηγορούμενο η δυνατότητα να υποβάλλει ερωτήσεις (αντιπροσωπευτικές αποφάσεις ΕΔΔΑ, Bocos Questa κατά Ολλανδίας, της 10.11.2005,  15.12.2011,al-Khawaja and Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου και 15.12.2015 υπόθεση Schatschaschvili κατά Γερμανίας)

Με το άρθρο 121 του ν. 4855/2021, επεκτείνεται η εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του άρθρου 228 ΚΠΔ σχετικά με την εξέταση ως μαρτύρων των θυμάτων του άρθρου 323Α  εμπορίας ανθρώπων και στα άρθρα 336 βιασμού, 337 παρ.4 της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας σε εργασιακό χώρο, 338 της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη,343 της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη,345 της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών και 349 παρ.3 της μαστροπείας. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η εξασφάλιση της ανεπηρέαστης και αντικειμενικής κατάθεσης των ενήλικων θυμάτων των εγκλημάτων που μνημονεύονται στην διάταξη αυτή. [19] Όπως παρατηρούμε από την αιτιολογική έκθεση, εμπλουτίζεται ο κατάλογος των αδικημάτων, για τα οποία προβλέπεται αυτή η ειδική διαδικασία εξέτασης[20] ως ειδικοί μάρτυρες και ο λόγος είναι διότι ο νομοθέτης θέλει να προστατέψει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως πολίτες τρίτων χωρών, θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης που λόγω της κακοποίησης που έχουν υποστεί αδυνατούν να καταθέτουν χωρίς την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων, αλλά και στην αποφυγή της δευτερογενούς θυματοποίησης των θυμάτων που προέρχονται από την επανειλημμένη εξέταση τους από τις αρχές.

Από την μελέτη του άρθρου αυτού παρατηρείται ότι οι διαδικασίες είναι όμοιες με αυτές του άρθρου 227 ΚΠΔ, όπως τις αναφέραμε ανωτέρω. Σημαντικό είναι  να αναφέρουμε ότι  ο τίτλος της διάταξης αυτής παρέμεινε ο ίδιος. Θεωρούμε ότι αυτό συνέβη λόγω προφανούς παραδρομής, διότι πλέον μετά και την προσθήκη με το νόμο 4855/2021 και άλλων αδικημάτων στην διαδικασία του άρθρου 228, o τίτλος αυτός δεν προσδιορίζει με ακρίβεια  το περιεχόμενο του, αφού δεν αφορά μόνο μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων. Επομένως, κατά την γνώμη του γράφοντος, ορθότερο θα ήταν το άρθρο 228 ΚΠΔ να μετονομαστεί «ενήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας», αφού πλέον η διαδικασία εξέτασης των ανήλικων μαρτύρων προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι,  στην διάταξη του άρθρου 228 ΚΠΔ, διατηρήθηκε η εξαίρεση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 204 έως και 208 ΚΠΔ, εν αντίθεσή με το  άρθρο 227 ΚΠΔ, όπου  ο νομοθέτης χορήγησε ρητά στην παρ. 2 αυτή την δυνατότητα. Ωστόσο χωρίς καμία δικαιολογητική βάση και λογικά εκ προφανούς παραδρομής, διατηρήθηκε το άρθρο 228 παρ. 1 ΚΠΔ η εξαίρεση από τα δικαιώματα των άρθρων 204-208 ΚΠΔ.[21] Επομένως αποτελεί παραφωνία το γεγονός ότι επιτρέπεται στην περίπτωση των ανήλικων θυμάτων η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου, ενώ για τα ενήλικα θύματα των αδικημάτων που εντάσσονται σ αυτή την διάταξη να απαγορεύεται η δυνατότητα σύμφωνα με το άρθρο 228 ΚΠΔ. Ο πραγματογνώμονας που διορίζεται έχει και εδώ και όπως και στο άρθρο 227 ΚΠΔ, την υποχρέωση να αποφανθεί για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντος καθώς και να παρίσταται στην εξέταση του. Οφείλει να συντάξει γραπτή έκθεση. Επομένως προηγείται ο διορισμός (ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων 183 επ.), έπεται η προετοιμασία του θύματος για την εξέταση του και η κρίση της ψυχικής κατάστασης και της  αντιληπτικής ικανότητας, ακολουθεί η υποβολή πραγματογνωμοσύνης και στο τέλος η κατάθεση του (ΑΠ 156/2007, ΣυμβΠλημΡόδου 42/2021 και Συμβ ΠλημΑμφ 200/2021, ΑΠ 884/2022).

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 228 παρ. 5 ΚΠΔ, στη περίπτωση που το δικαστήριο μετά από αίτηση του εισαγγελέα ή των διαδίκων, κρίνει ότι ο παθόντας πρέπει να καταθέσει μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, δύναται να διορίσει ανακριτικό υπάλληλο που θα εξετάσει τον παθόντα στο τόπο όπου βρίσκεται, σύμφωνα πάντα με την διαδικασία που ορίζεται στην παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, όμοια με αυτή του άρθρου 227 par. 6 ΚΠΔ.  Παρατηρούμε την ομοιότητα της διάταξης με αυτή του άρθρου 328 ΚΠΔ (εξέταση των μαρτύρων που έχουν κόλλημα να εμφανιστούν) που ανήκει στο προπαρασκευαστικό στάδιο της διαδικασίας και με την διάταξη του άρθρου  354 ΚΠΔ (μάρτυρες που είναι αδύνατο να εμφανιστούν) που ανήκει στη κύρια διαδικασία. Κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας μετά από αίτηση του Εισαγγελέα ή του διαδίκου ή ακόμα και αυτεπαγγέλτως ο Πρόεδρος θα ορίσει ανακριτικό υπάλληλο που θα εξετάσει το παθόντα στο τόπο όπου βρίσκεται παρουσία ειδικού επιστήμονα (παιδοψυχολόγου ή ψυχιάτρου σε περίπτωση ανηλίκου ή ενηλίκου) και γραμματέα που θα συντάξει έκθεση. Στην κύρια διαδικασία θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 354 ΚΠΔ και την εξέταση θα πραγματοποιήσει  ο Πρόεδρος ή μέλη του δικαστηρίου αντί για τον ανακριτικό υπάλληλο. Προκειμένου να εξετασθεί ο μάρτυρας το δικαστήριο διατάσσει την διακοπή της δίκης μέχρι το πολύ δεκαπέντε μέρες (353 παρ. 4 ΚΠΔ) ή την αναβολή για νέες αποδείξεις (352 ΠΑΡ. 3 ΚΠΔ). [22]Εάν γίνει δεκτό το αίτημα οι ερωτήσεις καθορίζονται  με σαφήνεια και υποστηρίζεται ότι μ’ αυτή τη διαδικασία αναπληρώνεται κατά κάποιο τρόπο η παρουσία του ανηλίκου ή του ενηλίκου στο ακροατήριο (Σεβαστίδης, ο.π. σε 2688).[23]

Με το άρθρο 121 του ν. 4855/2021 τροποποιήθηκε, η παρ. 5 του άρθρου 228 ΚΠΔ και ο παθόντας μπορεί να κλητευθεί και  εξεταστεί διαρκούσης της συνεδριάσεως με φυσική παρουσία κεκλεισμένων των θυρών, όπως προβλέπει το  άρθρο 330 ΚΠΔ, αφού προηγηθεί αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Ο νομοθέτης θέλει με την προσθήκη αυτή, να δώσει στο δικαστήριο την ευχέρεια να καλέσει τον ενήλικο παθόντα ενώπιόν του αφού η προσθήκη αυτή αφορά μόνο τους ενηλίκους (προβλέπεται μόνο στο άρθρο 228 ΚΠΔ και όχι στο 227 ΚΠΔ που αφορά ανηλίκους) και στην περίπτωση που αυτό θεωρείται αναγκαίο, αφού απαιτεί την έκδοση ειδικά αιτιολογημένης απόφασης, ώστε να εξασφαλίζεται όσο γίνεται η προστασία του μάρτυρα-παθόντα από ανώφελη προσαγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά επιπροσθέτως και για να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στη περίπτωση που δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που δικαιολογούν την ενοχή του και απαιτείται η εκ νέου κατάθεση του θύματος. Το δικαστήριο δύναται, είτε να διακόψει 353 ΚΠΔ όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής ή ο κατηγορούμενος είναι κρατούμενος, είτε να αναβάλει για «κρείσσονες αποδείξεις» σύμφωνα με το άρθρο 352  ΚΠΔ έτσι ώστε  να κλητεύσει  τον παθόντα στο ακροατήριο, τηρώντας πάντα τις ιδιαίτερες διατυπώσεις, υπό τις οποίες πρέπει να γίνει η εξέταση του. Όσον αφορά την διαδικασία εξέτασης του θα πρέπει  να διορισθεί ως συμπράττων ειδικός επιστήμονας ψυχολόγος ή ψυχίατρος, είτε εντός, είτε εκτός για λόγους ταχύτητας, του καταλόγου των πραγματογνωμόνων, που θα έχει την αποστολή να προετοιμάσει τον ενήλικο για την εξέταση του, θα συντάξει γραπτή έκθεση περί της αντιληπτικής του ικανότητας και φυσικά θα παρασταθεί κατά την εξέταση του, εφαρμόζοντας όσα προβλέπονται και για τους ανηλίκους, όπως αναλύσαμε ανωτέρω. Επομένως το δικαστήριο, στο διατακτικό του θα κλητεύσει τον παθόντα, θα διορίσει ως ειδικό επιστήμονα για να παρασταθεί ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ο οποίος αφενός θα πρέπει να προετοιμάσει ψυχολογικά τον ενήλικο για τον σκοπό και την αναγκαιότητα της εξέτασης και αφετέρου να γνωμοδοτήσει ως προς την αντιληπτική  ικανότητα του ενηλίκου και τέλος θα προκαθορίσει ότι η εξέταση θα γίνει με βάση συγκεκριμένες ερωτήσεις τις οποίες και θα θέσει στο διατακτικό της απόφασης του. [24]  Η πρόβλεψη αυτή ικανοποιεί την δυνατότητα του κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ.3 περ. δ της ΕΣΔΑ και προβλέπεται στη παρ 2 του άρθρου 228 ΚΠΔ, η οποία δίδει το δικαίωμα στους συνηγόρους των διαδίκων να ζητήσουν να υποβληθούν στον παθόντα από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, αφού κρίνει ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος αν αυτές θα επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του παθόντος.[25]

Η δεύτερη πραγματογνωμοσύνη που προβλέπεται στην διάταξη  του άρθρου 352Α ΠΚ θεσπίζει διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας κατάστασης τόσο του κατηγορουμένου όταν το θύμα είναι ανήλικο και όχι ενήλικο, όσο και των ανήλικων και όχι των ενήλικων θυμάτων στις περιπτώσεις των ανωτέρω εγκλημάτων. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να εντοπιστεί όσον αφορά τον κατηγορούμενο, έγκαιρα τυχόν γενετήσια διαστροφή ή παιδοφιλία των προβλεπόμενων στο Κεφάλαιο 19ο του Ποινικού Κώδικα εγκλημάτων[26]. Επομένως, πρόκειται για την καλούμενη ψυχολογική -ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, δηλαδή την ειδική εξέταση τόσο του κατηγορουμένου όσο και του ανήλικου θύματος, που αποσκοπεί στην υποβολή θεραπείας αυτών, δηλαδή του μεν κατηγορουμένου ως προς τον έγκαιρο εντοπισμό τυχόν γενετήσιας διαστροφής του με την λήψη μέτρων κατάλληλης θεραπείας σε περίπτωση καταδίκης (352Α παρ 2), τον αποκλεισμό επανάληψης στο μέλλον και την διευκόλυνση της οικογενειακής του επανένταξης, του δε θύματος ως προς την επίβλεψη και την αντιμετώπιση του μετατραυματικού συνδρόμου και την υποβολή αυτού σε θεραπεία. Κατά συνέπεια η πραγματογνωμοσύνη αυτή, έχει συγκεκριμένη χρησιμότητα, όπως προβλέπεται από την διάταξη και δεν διενεργείται γιατί αποσκοπεί στην διεύρυνση της υπόθεσης και την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, ως προς την τέλεση ή μη των προαναφερόμενων αδικημάτων εις βάρος των ανηλίκων, ούτε ως προς την ύπαρξη λόγου άρσης ή μείωσης του καταλογισμού σύμφωνα με το άρθρο 34 ή 36 ΠΚ.

Η διαδικασία αυτή διατάσσεται είτε στην προδικασία από τον αρμόδιο εισαγγελέα είτε στην κυρία ανάκριση από τον αρμόδιο ανακριτή. Η εξέταση αυτή συνιστά πραγματογνωμοσύνη, υπαγόμενη στις διατάξεις των άρθρων 183 επ. ΚΠΔ. Στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης, την εν λόγω ψυχοδιαγνωστική εξέταση του κατηγορουμένου, διατάσσει ο ανακριτής, με την έκδοση διάταξης, αφού υποχρεωτικά ακουστεί ο εισαγγελέας σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ2 και 4 και 138  παρ. 1 ΚΠΔ. Δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του. Η εξέταση αυτή δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αντιθέτως διατάσσεται είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου και  μόνο κατόπιν συναινέσεως του. Αν δεν συναινέσει ο κατηγορούμενος, δεν δύναται ο ανακριτής να προχωρήσει στην διενέργεια της. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι παρόλο που δεν προκύπτει από το γράμμα του νόμου, ότι η συναίνεση του κατηγορουμένου πρέπει να είναι γραπτή και να εγχειρίζεται στη δικογραφία. Η συναίνεση  δύναται να περιλαμβάνεται είτε στην προφορική απολογία του ενώπιον του ανακριτή είτε στο υπόμνημα που υποβάλλει σ αυτόν  ή πριν απ αυτήν, σε χωριστό έγγραφο  το οποίο και θα συμπεριληφθεί στην δικογραφία. Το λογικό  είναι να δίνεται η συναίνεση στην αρχή της διαδικασίας ώστε να μην χρειάζεται μετά νέα συμπληρωματική απολογία, όπως απαιτείται μετά την τελευταία ανακριτική πράξη. Σε περίπτωση αρνήσεως του ανακριτή να προχωρήσει στην διενέργεια αυτής της εξέτασης, απαιτείται η έκδοση διάταξης η οποία θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο, όπως προβλέπουν τα άρθρα 102 και 274 ΚΠΔ. Επί της διάταξης αυτή ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.

Μετά την συναίνεση του φερόμενου ως δράστη και την γνωμοδότηση του αρμόδιου Εισαγγελέα, επιστρέφει η δικογραφία στον ανακριτή, όπου προβαίνει στην έκδοση διάταξης με την οποία διορίζει πραγματογνώμονα ψυχίατρο, από τον πίνακα πραγματογνωμόνων που καταρτίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Στην ανωτέρω ανακριτική διάταξη παρατίθενται οι ερωτήσεις που απευθύνονται στον πραγματογνώμονα, η εισαγγελική γνωμοδότηση που δεν απαιτείται να είναι σύμφωνη, καθώς και τη συναίνεση του κατηγορουμένου. Ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει την διάταξη αυτή στον εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο και στον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας, ήτοι το νόμιμο εκπρόσωπο του ανηλίκου θύματος, διότι δεν προκύπτει καμία εξαίρεση από το νόμο όσον αφορά την κοινοποίηση της διατάξεως στον τελευταίο. Επομένως ο παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας νομιμοποιείται εν προκειμένω, στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του που πηγάζουν από τα άρθρα 191 και 192 ΚΠΔ και τον διορισμό αντίστοιχα τεχνικού συμβούλου σύμφωνα με τα άρθρα 204 ΚΠΔ., δικαίωμα το οποίο έχει και ο κατηγορούμενος αντίστοιχα. Αν μετά τη έκδοση της διάταξης ο κατηγορούμενος ανακαλέσει την δήλωση συναίνεσης του για την διενέργεια της ψυχοδιαγνωστικής του εξέτασης, τότε αυτός δεν δύναται να εξαναγκαστεί και ως εκ τούτου, ματαιώνεται η διενέργεια αυτής.

Όσα λεπτομερώς περιγράφονται ανωτέρω για την διενέργεια της προκείμενης πραγματογνωμοσύνης ισχύουν και σ αυτήν όσον αφορά την ορκοδοσία και την ανάληψη καθηκόντων μετά δε την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης αυτός υποβάλλει την έκθεση του στο ανακριτή  (αρ. 198 και 148 ΚΠΔ). Σε περίπτωση που το πόρισμα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης κατατείνει υπερ του εντοπισμού τυχόν γενετήσιας διαστροφής του κατηγορουμένου, δύναται στη περίπτωση αυτή το δικαστήριο να επιβάλει στον καταδικασθέντα την παρακολούθηση προγράμματος ψυχογενετήσιας θεραπείας του, η οποία εκτελείται κατά το χρόνο έκτισης της ποινής ή ανεξάρτητα απ αυτήν.

Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και όσον αφορά τα ανήλικα θύματα όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, προκειμένου να κριθεί αν έχουν ανάγκη θεραπείας. Κατά τα λοιπά καθώς και για την διενέργεια της προκείμενης πραγματογνωμοσύνης ισχύουν όσα λεπτομερώς εκτίθενται ανωτέρω στις οικείες παραγράφους περί πραγματογνωμοσύνης και διορισμού τεχνικού συμβούλου από τον κατηγορούμενο αλλά και από τον παριστάμενο προς υποστήριξη κατηγορίας. Κατά την κρίση του γράφοντος ο νομοθέτης θα ήταν σκόπιμο να επεκτείνει την ιδιώνυμη πραγματογνωμοσύνη αυτή και στους δράστες των ενήλικων θυμάτων αλλά και στα ενήλικα θύματα, δεδομένου ότι πρόβλεψε και γι αυτούς μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του ν. 4855/2021 μια ειδική διαδικασία εξέτασης τους σύμφωνα με το άρθρο 228 ΚΠΔ.

Τέλος με την παράγραφο 4 του άρθρου 352Α πκ δίνεται η δυνατότητα στον εισαγγελέα, στον ανακριτή είτε στο δικαστήριο την απομάκρυνση του υπαίτιου από το περιβάλλον. Αυτή η διάταξη δεν εφαρμόζεται στην πράξη όσο θα έπρεπε, παρόλο που εξασφαλίζει την ασφάλεια του ανήλικου θύματος.

[1]  Λ Μαργαρίτη, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1103

[2] Διατ.Ανακρ.Πρ.Σπαρτ 8/2017, Ποιν. Δικ. τευχος 3, Μάρτιος 2018, σελ 325

[3] Για την έννοια και τις ειδικότερες κατηγορίες “ευάλωτων μαρτύρων” βλ. διεξοδικά Ellison, The Adversarial Process and the Vulnerable Witness, 2001, σελ. 11 επ. και passim.

[4]Κ. Πανάγος, Ανήλικοι μάρτυρες σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης: Ο ρόλος των επιστημόνων ψυχικής υγείας στην εξέτασή τους, Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 11/2021, σελ 1515

[5] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νεός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1103

[6] Λ. Μαργαρίτης , Ο Νεός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1228

[7] Αιτ.εκθ. ν. 3627/2007, ΠοινΧρ ΝΗ/2008, σελ 189

[8] ΓνωμΕισΑΠ 1/2021 [Καταχώριση κατάθεσης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο – Αρμοδιότητα Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανηλίκων, Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 2/2021, σελ 270

[9] Κ. Πανάγος, Ανήλικοι μάρτυρες σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης: Ο ρόλος των επιστημόνων ψυχικής υγείας στην εξέτασή τους, Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 11/2021, σελ 1515

[10] Ο. Θεμελή, Το πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων κακοποίησης, ό.π. και γενικότερα Κουράκη Ν., Προβλήματα ανακριτικής στο ελληνικό δίκαιο της απόδειξης, στο Συμβολές στη μελέτη της ανακριτικής, ό.π., σελ. 33 επ.

[11] Ο. Θεμελή, Αλήθεια ή ψέματα; Η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και ο κίνδυνος της νομικής πλάνης κατά τη διερεύνηση των ισχυρισμών των ανήλικων θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, στον Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Α. Μαγγανά, Παπαζήσης, Αθήνα, 2018, σελ. 673.

[12] Με τα όρια που τίθενται στο έργο του ψυχολόγου ή ψυχιάτρου καταπιάστηκε το ΣυμβΠλημΧαλκίδας 257/2011, ΠοινΔικ 7/2012, σελ. 616 επ. (με σημειώσεις του Γ. Μπουρμά).

[13] Χ.-Μ Νικολοπούλος, Συστηματική προσέγγιση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου – θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας κατά τη διάταξη του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ.: Έννοια, νομική φύση και δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά την πρόσφατη νομολογία, στον Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Ν. Κουράκη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2016, σελ. 2146-8, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://crime-in-crisis.com.

[14] Κ. Παναγός, Ανήλικοι μάρτυρες σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης: ο ρόλος των επιστημών ψυχικής υγείας στην εξέταση τους, Ποιν.Δικ. τ. 11/2021, σελ 1515

[15] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1230

[16] ΣυμβΠλημΡόδ 42/2021 [Απόλυτη ακυρότητα επί απουσίας παιδοψυχίατρου – Διορισμός από τον κατηγορούμενο τεχνικού συμβούλου] (παρατ. Στ. Τσάκος) , Ποινική Δικαιοσύνη, Τεύχος 8-9/2021, σελ 1263

[17] ΣυμβΠλημΆμφ 200/2021 [Ανώμοτη κατάθεση ανηλίκου θύματος χωρίς την παρουσία παιδοψυχολόγου/παιδοψυχίατρου – Απόλυτη ακυρότητα] (παρατ. Ν. Κουμουλέντζος), Ποινική Δικαιοσύνη, Τεύχος 2/2022, σελ 294

[18] ΑΠ 985/2015, ΜΟΕ Θεσ/νίκης146,176,219,220/2017,ΤΝΠΝΟΜΟΣ

[19]Χ.  Σεβαστιδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Σάκκουλας, 2011, σελ 2692

[20] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1238

[21] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1240

[22] Γ. Κάβουρας σε Μαργαρίτη, Νέος ΚΠΔ, 2020, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 2068

[23] Η ΜΟΕφΑθ381-383,410-413/2009,ΠοινΔικ2010,σ.185 186 διέταξε τη διακοπή της δίκης ,προκειμένου να λάβει χώρα η εξέταση της ανήλικης, που δεν είχε εξετασθεί στην προδικασία, στην οικία της, από μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου, με την παρουσία της γραμματέα που θα συντάξει τη σχετική έκθεση και τη συμμετοχή παιδοψυχολόγου. ΗΤριμΕφΚακΘεσ2204/2012,αδημ.ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης, προκειμένου να επισυναφθεί στη δικογραφία νομότυπη έκθεση εξέτασης του ανηλίκου από προανακριτικό υπάλληλο με τη συνδρομή ειδικού επιστήμονα.

[24]Τριμ. Εφετ. Κακουργημ. Θες, 2204/2012, ΑΠ 985/2015,  ΜΟΕφΑθ 381,382,383,410,411,412,413/2009 [Ανήλικα θύματα προσβολής προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας] , Ποινική Δικαιοσύνη, τεύχος 2/2010, σελ 185

[25] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 1243

[26] Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020 σελ 2590

Κ.Κοσμάτος, η δημοσιότητα της προδικασίας ως αντικίνητρο για την εξακρίβωση της αλήθειας

Η δημοσιότητα της προδικασίας ως αντικίνητρο για την εξακρίβωση της αλήθειας

Κώστα Κοσμάτου

Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ

Το τελευταίο χρονικό διάστημα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας γίνεται μάρτυρας μιας υπερδημοσιότητας που λαμβάνει χώρα για εγκλήματα που τελούνται σε βάρος ανηλίκων, καθώς όλα τα ΜΜΕ ασχολούνται εκτενώς με τις περιπτώσεις που έρχονται στην επικαιρότητα. Νομικοί, αστυνομικοί, πραγματογνώμονες, εγκληματολόγοι, ψυχολόγοι, δικαστικοί συντάκτες και πάσης φύσεως «ειδικοί» εμφανίζονται και εκφέρουν απόψεις όχι γενικά και αόριστα για το φαινόμενο που απασχολεί, αλλά με βάση το υλικό των σχετικών δικογραφιών. Διαβιβαστικά της αστυνομίας, καταθέσεις μαρτύρων, πραγματογνωμοσύνες φέρονται σε  πραγματικό χρόνο ενώπιον όλου του κοινού, πολλές φορές και πριν λάβουν επίσημα γνώση τα διάδικα μέρη.

Όπως είναι γνωστό, η ποινική διαδικασία στη χώρα μας προβλέπει δύο μέρη: α) την προδικασία, η οποία υλοποιείται μέσω της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης και β) την διαδικασία στο ακροατήριο.

Καταρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης επιβάλλει τη μυστικότητα της προδικασίας και επιτάσσει την πλήρη δημοσιότητα της ακροαματικής διαδικασίας. Έτσι, κατ’ άρθρο 239 ΚΠΔ, ο σκοπός της ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 241 ΚΠΔ, προβλέπεται ρητά ότι η ανάκριση είναι έγγραφη και διενεργείται χωρίς δημοσιότητα. Αντίθετα, βασική αρχή που διέπει την ποινική δίκη αποτελεί αυτή της δημοσιότητας, κατ΄ άρθρο 329 ΚΠΔ, ως θεμελιακό στοιχείο της δίκαιης δίκης που καλύπτει την εγγυητική λειτουργία του ποινικοδικονομικού μας συστήματος και την ανάγκη  για ορθή εφαρμογή του νόμου. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις εγκλημάτων που στρέφονται κατά των ανηλίκων, ακόμα και η αρχή της δημοσιότητας στο ακροατήριο κάμπτεται, κατ’ άρθρο 330 ΚΠΔ, αν θεωρηθεί ότι θα έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου.

Σε σχέση με τις παραπάνω προβλέψεις και αναφορικά με  την ποινική διαδικασία που ακολουθείται για εγκλήματα που τελούνται σε βάρος ανηλίκων, είναι αναγκαίες οι εξής επισημάνσεις:

α) Διαχρονικά, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ανάγλυφα ότι τα εγκλήματα σε βάρος των ανηλίκων ανήκουν στη σφαίρα της αφανούς/κρυφής εγκληματικότητας. Τα εγκλήματα αυτά, μολονότι τελούνται, δεν καταγγέλλονται εύκολα, με αποτέλεσμα να μην συναντώνται στις επίσημες στατιστικές. Βασική αιτία του φαινομένου αυτού είναι η κυριαρχία του φόβου των θυμάτων να καταγγείλουν τις εγκληματικές σε βάρος τους πράξεις. Το γεγονός ότι η τέλεση των εγκλημάτων αυτών συχνά λαμβάνει χώρα εντός του οικογενειακού ή του κοντινού κοινωνικού περιβάλλοντος του ανηλίκου, η εξουσιαστική σχέση του δράστη με το θύμα, η αδυναμία απεύθυνσης του ανήλικου θύματος σε εξειδικευμένες δομές και υπηρεσίες, αλλά και η ενοχοποίηση του θύματος κατά την δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, αποτελούν μερικές από τις αιτίες που κάνουν τα ανήλικα θύματα επιφυλακτικά ως προς την καταγγελία τους.

β) Είναι αυτονόητο ότι η δημοσιοποίηση των υποθέσεων σχετικά με εγκλήματα που στρέφονται κατά των ευάλωτων ομάδων και συγκεκριμένα των ανηλίκων είναι σε θέση να αποτελέσει ένα μοχλό προκειμένου να προβούν τα θύματα σε καταγγελία. Η δημοσιοποίηση για έναρξη ποινικών διαδικασιών για τα εγκλήματα αυτά μπορεί να παρέχει στα θύματα το κίνητρο να δουν ότι οι σχετικές υποθέσεις που βρίσκονταν στην αφάνεια κινούνται, συνεπώς η καταγγελία τους μπορεί να πάρει «σάρκα και οστά». Ωστόσο, η είδηση και η δημοσιοποίηση υποθέσεων, ακόμα και αυτών που διεγείρουν το κοινό αίσθημα, θα πρέπει να σταματά στην παροχή της πληροφορίας αυτής, χωρίς να επεκτείνεται σε λεπτομέρειες για τις συνθήκες τέλεσης και το αποδεικτικό υλικό που εισφέρεται στη δικογραφία. Και τούτο όχι μόνο για λόγους αρχής, αλλά και για λόγους ουσίας για την ορθή ολοκλήρωση της ποινικής προδικασίας, ιδίως στις περιπτώσεις που το έγκλημα στρέφεται κατά ευάλωτων προσώπων, όπως είναι οι ανήλικοι.

γ) Η μυστικότητα της προδικασίας λειτουργεί ως το αναγκαίο μέσο για την ουσιαστική και απρόσκοπτη συλλογή του αποδεικτικού υλικού. Αρχικά, αποτελεί την αναγκαία συνθήκη προκειμένου να ξεπεράσει το ανήλικο θύμα ενδοιασμούς και φόβους για να προβεί σε καταγγελία και να εισφέρει στις δικαστικές αρχές το αναγκαίο αποδεικτικό υλικό. Ας μην ξεχνάμε ότι ένας βασικός ανασταλτικός παράγοντας για την καταγγελία γενετήσιων εγκλημάτων, ιδίως από ανηλίκους, αποτελεί η «ντροπή» που νιώθει το θύμα και ο ψυχικός διασυρμός που μπορεί να υποστεί, σηματοδοτώντας μια δεύτερη θυματοποίησή του. Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης προβλέπει «ειδικό» τρόπο εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων γενετήσιων εγκλημάτων, στις διατάξεις των άρθρων 227-28 ΚΠΔ. Είναι εμφανές ότι η δημοσιοποίηση των καταθέσεων του ανήλικου κατά την προδικασία, η οποία περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τις συνθήκες τέλεσης της σε βάρος του πράξης, όχι μόνο αντιστρατεύεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του θύματος στην ποινική διαδικασία, αλλά αποτελεί και ανασταλτικό παράγοντα για άλλα θύματα που θα επιθυμούσαν να καταγγείλουν τις σε βάρος τους πράξεις.

δ) Περαιτέρω, η μυστικότητα κατά την ανακριτική διαδικασία «βοηθάει» όσους έχουν να εισφέρουν αποδεικτικά με τη μαρτυρία τους ενώπιον των αρχών. Έτσι, οι μάρτυρες που καλούνται κατά την προδικασία καταθέτουν προφορικά χωρίς συνήγορο και χωρίς να έχουν προσυννενοηθεί με τα διάδικα μέρη και χωρίς να έχουν γνώση του υλικού της δικογραφίας που έχει ήδη συλλεγεί, ώστε να διασφαλίζεται ότι η κατάθεσή τους δεν επηρεάζεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και με στόχο (μεταξύ άλλων και) την εξακρίβωση της αξιοπιστίας τους. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η άκριτη δημοσιοποίηση στοιχείων σχετικών δικογραφιών δυσχεραίνει την συλλογή του αποδεικτικού υλικού που βασίζεται στην αλήθεια. Η καθημερινή ευρεία θεατότητα μαρτυρικών καταθέσεων και άλλων αποδεικτικών μέσων μπορεί να δημιουργήσει βάσιμες επιφυλάξεις των νέων μαρτύρων να καταθέσουν όσα γνωρίζουν. Επίσης, η γνώση των μαρτύρων ότι οι καταθέσεις τους θα γίνουν δημόσια γνωστές μπορεί να δημιουργήσει βάσιμες υπόνοιες ότι οι μάρτυρες θα υποστούν πιέσεις ή και εκβιασμούς για να  μην καταθέσουν την αλήθεια που γνωρίζουν, ιδίως όταν οι μάρτυρες αυτοί ανήκουν επίσης στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.

ε) Η μυστικότητα της προδικασίας δεν έχει εφαρμογή για τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο, ο οποίος δίνει τελευταίος τις εξηγήσεις ή την απολογία του, λαμβάνοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας και μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ωστόσο, η γνώση αυτή προβλέπεται από τον νόμο ότι λαμβάνει χώρα μετά την ολοκλήρωση της συλλογής του αποδεικτικού υλικού που πρέπει να αποτυπώνει την πραγματικότητα, χωρίς αυτή να κατασκευάζεται ανάλογα με τη (σταδιακή) δημοσιοποίηση στοιχείων της δικογραφίας. Η ουσιαστική διερεύνηση της αλήθειας απαιτεί την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, στοιχείο της οποίας αποτελεί η απρόσκοπτη συλλογή των αποδείξεων με τρόπο αντικειμενικό, που θα οδηγήσει σε μια δίκαιη δίκη τόσο για τον κατηγορούμενο, όσο και για το θύμα.

στ) Τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τη μυστικότητα της προδικασίας, δεν αναιρούν την βασική αρχή, συμβατή σε ένα Κράτος Δικαίου, του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η είδηση για την καταγγελία ενός εγκλήματος με θύμα ανήλικο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περιλαμβάνει την δημοσιοποίηση των στοιχείων της  σχετικής δικογραφίας. Περαιτέρω, η δημοσιοποίηση αυτή μπορεί να αποτελέσει βασικό αντικίνητρο τόσο για την υποβολή της καταγγελίας του θύματος, αλλά και ουσιαστική δυσχέρεια που μπορεί να συγκαλύψει την αλήθεια που επιδιώκεται μέσω της ανακριτικής διαδικασίας.

Χ.Σεβαστίδης, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα στην ποινική δίκη και ο έλεγχός της από τα δικαστήρια (εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 13-14/10/2022)

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα στην ποινική δίκη και ο έλεγχός της από τα δικαστήρια*

 

 

Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης

Εφέτης

 

 

Ι.- Εισαγωγικές επισημάνσεις.

Ο νέος ΚΠΔ κατά βάση διατήρησε τον κορμό των διατάξεων του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 για τον προσδιορισμό του αρμόδιου για την εκδίκαση των εγκλημάτων δικαστηρίου. Ωστόσο, με γνώμονα την αύξηση των εγγυήσεων για ορθή δικαστική κρίση, την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου, την σύμφωνη με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας μας διάρθρωση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων, την προστασία και ιδιαίτερη μεταχείριση των ανήλικων δραστών, ο νέος ΚΠΔ και εν συνεχεία ο Ν. 4855/2021 επέφεραν σημαντικές αλλαγές σε επιμέρους ρυθμίσεις, με τις οποίες θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

ΙΙ.- Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα επί κακουργημάτων και ειδικότερα η αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου.

Κύριο χαρακτηριστικό του νέου ΚΠΔ, στην αρχική του μορφή, στον χώρο της καθ’ ύλη αρμοδιότητας ήταν η ανάθεση της εκδίκασης των κακουργημάτων αποκλειστικά σε πολυμελείς συνθέσεις, ενώ το μονομελές εφετείο, που για πρώτη φορά εισήχθη στο δικονομικό μας σύστημα με τον Ν. 4055/2012, αναγνωριζόταν ως δικαστήριο με περιορισμένη αρμοδιότητα και πάντως χωρίς εξουσία ουσιαστικής διερεύνησης των υποθέσεων. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΚΠΔ η λειτουργία των μονομελών εφετείων δεν είναι συνταγματικά ανεκτή και μόνο σε περιπτώσεις που περιορίζεται το δικαστήριο σε επιμετρητική εργασία (άρθρα 301, 303 και 551 ΚΠΔ) η διατήρησή τους είναι ανεκτή και σκόπιμη.

Ωστόσο, πολύ σύντομα, λίγους μήνες μετά την ψήφιση του νέου ΚΠΔ, το άρθρο 7 παρ. 11 Ν. 4637/2019 τροποποίησε το άρθρο 110 ΚΠΔ αναγνωρίζοντας στο μονομελές εφετείο αρμοδιότητα για επί της ουσίας εκδίκαση κακουργηματικών υποθέσεων, σε περιορισμένη πάντως έκταση και συγκεκριμένα για τα κακουργήματα της κλοπής (άρθρο 374 ΠΚ), της ληστείας (άρθρο 380 ΠΚ), της παράτυπης μετανάστευσης (Ν. 4251/2014) και του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά (Ν. 4139/2013)[1]. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4637/2019 σκοπός της νομοθετικής αυτής μεταβολής ήταν η κάλυψη των άμεσων αναγκών αποσυμφόρησης της κακουργηματικής ύλης μέχρι να αποδώσουν οι εναλλακτικοί θεσμοί απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Στη συνέχεια η αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου διευρύνθηκε με το άρθρο 107 Ν. 4855/2021, το οποίο τροποποίησε εκ νέου το άρθρο 110 ΚΠΔ, υπάγοντας στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου και τα κακουργήματα του άρθρου 268 παρ. 1 περ. β΄ έως και ε΄ και παρ. 3 Ν.Δ. 86/1969 (παράνομη υλοτομία και μεταφορά δασικών προϊόντων, με προξενηθείσα ζημία άνω των 10.000,00 ευρώ) και του άρθρου 71 παρ. 1 Ν. 998/1979 (ανέγερση κτίσματος εντός δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων). Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4855/2021 «επί των προστιθέμενων κακουργημάτων, η αποδεικτική διαδικασία είναι απλή και τα αναφυόμενα προβλήματα ευχερή στην αντιμετώπισή τους». Έτσι, σήμερα η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου για επί της ουσίας εκδίκαση υποθέσεων περιορίζεται στις έξι κατηγορίες υποθέσεων που μνημονεύονται κατά τρόπο περιοριστικό-αποκλειστικό στο άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ.

Σε σχέση με την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: α) στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου υπάγεται και η περίπτωση της κλοπής του άρθρου 374 παρ. 2 ΠΚ, όταν δηλαδή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νπδδ ή των ΟΤΑ και η αξία του αντικειμένου υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, παρά το ότι το άρθρο 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 1 ΚΠΔ υπάγει στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου όλες τις άλλες αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και των προαναφερόμενων νομικών προσώπων, όπως απάτη, απάτη με υπολογιστή, υπεξαίρεση, απιστία και πλαστογραφία[2]. Και τούτο διότι η υπαγωγή της κακουργηματικής κλοπής στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου έγινε με την τροποποίηση του άρθρου 110 ΚΠΔ με το άρθρο 7 παρ. 11 Ν. 4637/2019, ήτοι με νόμο νεότερο, που αφαίρεσε τα συγκεκριμένα κακουργήματα από την αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, β) εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου όσα κακουργήματα απειλούνται στον νόμο είτε αποκλειστικά είτε διαζευκτικά με ποινή ισόβιας κάθειρξης. Έτσι, εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου η διακεκριμένη περίπτωση ληστείας του άρθρου 380 παρ. 2 ΠΚ, το κακούργημα του άρθρου 30 παρ. 1 περ. δ΄ Ν. 4251/2014 και οι ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών του άρθρου 23 Ν. 4139/2013[3]. Η εξαίρεση των εγκλημάτων αυτών από την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου είναι το αποτέλεσμα της επιλογής του νομοθέτη η έσχατη αυτή ποινή να επιβάλλεται μόνο από πολυμελή σύνθεση[4]. Ωστόσο, εδώ πρέπει να γίνει η ακόλουθη παρατήρηση: με βάση την ορθότερη υπό τον νέο ΚΠΔ άποψη, κατά την οποία επί απόπειρας ή απλής συνέργειας για την επίλυση των σχετιζόμενων με την αρμοδιότητα ζητημάτων κρίσιμο μέγεθος, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, είναι η μειωμένη ποινή και όχι η in abstracto απειλούμενη ποινή για το ολοκληρωμένο έγκλημα ή για το έγκλημα του φυσικού αυτουργού[5], θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση απόπειρας τέλεσης κακουργήματος από εκείνα που μνημονεύονται στο άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ ή απλής συνέργειας σε τέτοιο κακούργημα, αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο, ακόμα και αν για το ολοκληρωμένο έγκλημα ή το έγκλημα του φυσικού αυτουργού απειλείται ισόβια κάθειρξη, γ) εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου και υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου τα μνημονευόμενα στο άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ κακουργήματα, όταν τελούνται από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (άρθρο 111 στοιχ. Α, αριθ. 6 ΚΠΔ)[6] και δ) οι διατάξεις των άρθρων 110 περ. β΄ ΚΠΔ και 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 5 ΚΠΔ δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά[7]. Η αναφορά των κακουργημάτων των Ν. 4251/2014 (για την παράτυπη μετανάστευση) και 4139/2013 (κώδικας νόμων για τα ναρκωτικά) τόσο στο άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ, που προσδιορίζει την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου όσο και στο άρθρο 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 5 ΚΠΔ, που προσδιορίζει την αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, σημαίνει ότι αν για κάποιο από τα εγκλήματα αυτά απειλείται (σωρευτικά ή διαζευκτικά) ποινή ισόβιας κάθειρξης, αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο και όχι το ΜΟΔ, όπως θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η σχετική πρόβλεψη στο άρθρο 111 ΚΠΔ, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδιο για την εκδίκαση των κακουργημάτων αυτών είναι το μονομελές εφετείο.

Ιδιαίτερα σημαντικό στον χώρο αυτό είναι και το ζήτημα του καθορισμού του καθ’ ύλη αρμοδίου δικαστηρίου για την εκδίκαση εκείνων των κακουργημάτων που υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 υπάγονταν στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου και πλέον υπό τον νέο ΚΠΔ δεν υπάγονται στην (εξαιρετικά περιορισμένη) αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου, αλλά ούτε και υπήχθησαν ρητά στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου με βάση το άρθρο 111 ΚΠΔ. Τα κακουργήματα αυτά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητα του ΜΟΔ, ενόψει του ότι κατ’ ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 5 ΚΠΔ ως εγκλήματα «που έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα των εφετείων» δεν πρέπει να νοούνται όσα είχαν υπαχθεί υπό το προγενέστερο καθεστώς στην αρμοδιότητα του  μονομελούς εφετείου, αλλά μόνο εκείνα που είχαν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου· αυτό για παράδειγμα συμβαίνει με το κακούργημα του εμπρησμού σε δάση κατ’ άρθρο 265 παρ. 1 περ. β΄, γ΄ και δ΄ και παρ. 2 ΠΚ [8].

III. Καθ’ ύλη αρμοδιότητα και ιδιάζουσα δωσιδικία.

Όπως και υπό το προγενέστερο καθεστώς, ο νέος ΚΠΔ και ειδικοί ποινικοί νόμοι απονέμουν σε ειδικές κατηγορίες πολιτών ιδιάζουσα δωσιδικία, λόγω της ιδιαίτερης θέσης αυτών στη δικαστική λειτουργία και στην κοινωνική ιεραρχία, που απαιτεί μεγαλύτερες εγγυήσεις αντικειμενικής κρίσης, αλλά και από τον φόβο μήπως για τις κατηγορίες αυτές δεν υπάρχει το απαιτούμενο σθένος για πραγματική απονομή δικαιοσύνης από τα κατώτερα δικαστήρια. Εξάλλου, ενόψει του σκοπού αυτού, που επιδιώκει η καθιέρωση της ιδιάζουσας δωσιδικίας, γίνεται δεκτό ότι αυτή απονεμήθηκε στο αξίωμα που φέρουν τα πρόσωπα αυτά και όχι στα ίδια τα πρόσωπα, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η παράκαμψη της διάταξης αυτής ούτε με τη συναίνεση των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας[9].

Η αναφορά στον νόμο των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας είναι περιοριστική και για τον λόγο αυτό οι σχετικές διατάξεις, που εισάγουν εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες της καθ’ ύλη αρμοδιότητας, πρέπει να ερμηνεύονται στενά[10].

Ως πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας αναγνωρίζονται σήμερα μόνο[11]: α) οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί κάθε δικαστηρίου και κάθε βαθμίδας. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι μετά την Αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019, με το Ψήφισμα της 25.11.2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το άρθρο 96 παρ. 5 Συντ. ορίζει ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των λοιπών τακτικών δικαστικών λειτουργών κατά το άρθρο 87 παρ. 1 Συντ. και εξομοιώνονται ως προς όλα με τους τακτικούς δικαστές, ενώ το τελ. εδ. της παρ. 5 του άρθρου 96 Συντ. ορίζει ότι τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτή και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους ορίζονται με νόμο. Έτσι, ανακύπτει εύλογα το ερώτημα αν ως πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας πρέπει να νοούνται σήμερα και τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων. Ορθότερη είναι η άποψη ότι τα πρόσωπα αυτά έχουν ήδη εξομοιωθεί ως προς τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας με τους λοιπούς τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, ακόμα και πριν την έκδοση του εφαρμοστικού νόμου, ο οποίος μένει να ρυθμίσει μόνο τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς, τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος αυτού, των πειθαρχικών συμβουλίων και τα της επιθεώρησης. Επιβάλλεται, επομένως, η άμεση νομοθετική παρέμβαση, ώστε να τακτοποιηθεί η εκκρεμότητα αυτή και να υλοποιηθεί η αξίωση του Συντάγματος για πλήρη εξομοίωση των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων με τους λοιπούς τακτικούς δικαστές, με την ρητή ένταξη και αυτών στα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας· β) οι δικηγόροι. Κατά την ορθότερη άποψη η ρύθμιση αυτή καλύπτει όχι μόνο τους έλληνες δικηγόρους, αλλά και εκείνους που έχουν ιθαγένεια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν εγκατασταθεί νόμιμα και ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελλάδα[12]· γ) τα μέλη (λειτουργοί κατά τον Ν. 4831/2021) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η ιδιάζουσα δωσιδικία των προσώπων αυτών διατηρήθηκε και με τον νέο ΚΠΔ. Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε (χωρίς ουσιαστικό λόγο) και στο άρθρο 56 Ν. 4831/2021. Μέλη (λειτουργοί) του Ν.Σ.Κ., που αναγνωρίζονται ως πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας είναι ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι, οι Νομικοί Σύμβουλοι, οι Πάρεδροι, οι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι Α, οι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι και οι Δόκιμοι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι (άρθρο 34 παρ. 1 Ν. 4831/2021 και αντίστοιχα υπό το προγενέστερο καθεστώς άρθρο 27 Ν. 3086/2002)· και δ) οι διαχειριστές αφερεγγυότητας. Το άρθρο 259 παρ. 7 Ν. 4738/2020 προβλέπει ότι οι διαχειριστές αφερεγγυότητας έχουν την ειδική δωσιδικία των δικηγόρων σε ποινικές διαδικασίες.

Από την κατά τα ανωτέρω ιδιάζουσα δωσιδικία των προαναφερόμενων προσώπων εξαίρεση εισάγεται με το άρθρο 122 Π.Δ. 26/2012 (έτσι προγενέστερα και άρθρα 122 Π.Δ. 96/2007 και 122 Π.Δ. 351/2003) «κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή των βουλευτών» σχετικά με τα προβλεπόμενα στο Π.Δ. αυτό πλημμελήματα, τα οποία μάλιστα υπάγει στο σύνολό τους στην αποκλειστική αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου του τόπου όπου τελέστηκαν[13], [14].

Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι, ενώ υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950, αλλά και υπό τον νέο ΚΠΔ, όπως ίσχυε μέχρι τον Ν. 4855/2021, η ιδιάζουσα δωσιδικία αφορούσε μόνο τα πλημμελήματα, τα οποία ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους υπάγονταν στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, μετά την τροποποίηση του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ με το άρθρο 108 Ν. 4855/2021 η ιδιότητα των προσώπων αυτών επιδρά και στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα επί κακουργημάτων, καθώς πλέον στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου υπάγονται και τα κακουργήματα αρμοδιότητας μονομελούς εφετείου, όταν τελούνται από τα πρόσωπα αυτά. Ειδικότερα, μετά την ανάθεση στο μονομελές εφετείο της εκδίκασης ορισμένων κακουργηματικών υποθέσεων στην ουσία τους (αρχικά με την σύσταση των μονομελών εφετείων με τον Ν. 4055/2012, που τροποποίησε τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 και ακολούθως με τους Ν. 4637/2019 και 4855/2021, που τροποποίησαν το άρθρο 110 νέου ΚΠΔ) ανέκυψε το ερώτημα κατά πόσο μπορεί το μονομελές εφετείο να δικάζει κακουργηματικές υποθέσεις προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας, όταν για τις πλημμεληματικές πράξεις των προσώπων αυτών αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο. Έτσι, για παράδειγμα για την κακουργηματική κλοπή των προσώπων αυτών φαίνεται καταρχήν αρμόδιο το μονομελές εφετείο σύμφωνα με το άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ, ενώ για την πλημμεληματική κλοπή των ίδιων αυτών προσώπων αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο κατ’ άρθρο 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό ορθά επισημάνθηκε η έντονη αντινομία και προτάθηκε η διορθωτική ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ, ώστε η ρύθμιση του άρθρου 110 περ. β΄ ΚΠΔ να είναι ανεφάρμοστη για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας[15]. Τελικά το ζήτημα αυτό επιλύθηκε κατά τρόπο ορθό από τον νομοθέτη, καθώς σήμερα το άρθρο 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 108 Ν. 4855/2021, ορίζει ότι για τα κακουργήματα αρμοδιότητας μονομελούς εφετείου που τελούνται από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο[16]. Εκείνο που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι η διάταξη του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ αφορά αποκλειστικά στα κακουργήματα του άρθρου 110 περ. β΄ ΚΠΔ και όχι στις περ. α΄ και γ΄ του άρθρου αυτού, για τις οποίες αρμόδιο παραμένει το μονομελές εφετείο, ακόμα και αν πρόκειται για πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας· τούτο προκύπτει και από τις σχετικές επεξηγήσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4855/2021 σχετικά με τον νομοθετικό σκοπό της νέας ρύθμισης.

Ένα τελευταίο ζήτημα που απασχόλησε τη νομολογία είναι εκείνο του διαδικαστικού σταδίου, μέχρι το οποίο επιτρέπεται ο έλεγχος της αρμοδιότητας. Υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι η υποχρέωση για αυτεπάγγελτη έρευνα της καθ’ ύλη αρμοδιότητας ίσχυε σε κάθε στάδιο της δίκης επί της ενοχής και δεν επεκτεινόταν και στον Άρειο Πάγο, με επιχείρημα από το άρθρο 511 ΚΠΔ/1950, κατά το οποίο η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα δεν περιλαμβανόταν στους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους λόγους[17]. Υπό το νέο ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) γίνεται ορθά δεκτό ότι με βάση το άρθρο 511 ΚΠΔ η καθ’ ύλη αρμοδιότητα περιλαμβάνεται πλέον στους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους από τον Άρειο Πάγο λόγους αναίρεσης και συνεπώς σήμερα και ο Άρειος Πάγος πρέπει να ερευνά αυτεπαγγέλτως την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας και κατ’ επέκταση και ως προς την εφαρμογή των περί ιδιάζουσας δωσιδικίας διατάξεων[18]. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι με βάση τον νέο ΚΠΔ η συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν επηρεάζει την έκταση της έρευνας ακόμα και του Αρείου Πάγου σχετικά με την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας· επομένως, ακόμα και αν ο κατηγορούμενος αποκρύπτει την ιδιότητά του ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας, που επηρεάζει την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου, τόσο το δικαστήριο της ουσίας όσο και ο Άρειος Πάγος, αν εκ των υστέρων διαπιστώσει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλουν να κηρύξουν το δικαστήριο αναρμόδιο, ενώ ο κατηγορούμενος που ανακριβώς δηλώνει την ιδιότητά του θα υποστεί τις ανάλογες (ποινικές και πειθαρχικές) συνέπειες[19].

IV. Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων ανηλίκων.

Το άρθρο 113 ΚΠΔ ρυθμίζει την καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων ανηλίκων στον πρώτο βαθμό, κατανέμοντάς την ανάμεσα στο μονομελές και στο τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ενώ η εκδίκαση των υποθέσεων που αφορούν ανηλίκους σε δεύτερο βαθμό και η σχετική αρμοδιότητα των εφετείων ανηλίκων ρυθμίζεται σε αυτοτελές άρθρο και συγκεκριμένα στο άρθρο 114 ΚΠΔ, το οποίο αναγνωρίζει το εφετείο ανηλίκων μόνο ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων τόσο του μονομελούς όσο και του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων (άρθρο 114 ΚΠΔ).

Το άρθρο 113 ΚΠΔ ρυθμίζει την αρμοδιότητα του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων ως πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τρόπο αφαιρετικό-αρνητικό, υπάγει δηλαδή στην καθ’ ύλη αρμοδιότητά του όλες τις πράξεις ανηλίκων, εκτός από εκείνες που ανήκουν στην αρμοδιότητα του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων. Έτσι, με τον τρόπο αυτό εισάγεται ένα τεκμήριο αρμοδιότητας του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων, ανάλογα με εκείνο της αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου για την εκδίκαση των πλημμελημάτων ενηλίκων, το οποίο πάντως, σε αντίθεση με το τεκμήριο αρμοδιότητας του ΜΟΔ, δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση[20].

Κριτήριο για την υπαγωγή των πράξεων των ανηλίκων στην αρμοδιότητα του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκου είναι η απειλούμενη ποινή και ειδικότερα αν για τη συγκεκριμένη πράξη επιτρέπεται η επιβολή της στερητικής της ελευθερίας ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων[21]. Μόνο όταν επιτρέπεται η επιβολή της ποινής αυτής ανακύπτει αρμοδιότητα του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, ενώ για κάθε άλλη πράξη αρμόδιο είναι το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων. Η επιλογή αυτού του κριτηρίου για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων είναι ορθή και σύμφωνη με τη συστηματική λογική του νέου ΚΠΔ, κατά την οποία η επιβολή ποινών που μπορεί να οδηγήσουν τον καταδικασθέντα άμεσα σε κατάστημα κράτησης πρέπει να ανατίθεται σε πολυμελείς συνθέσεις.

Ανέκυψε στη νομολογία το ζήτημα της κρίσιμης διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής. Ειδικότερα, τέθηκε το ερώτημα ποια ποινή θα ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του καθ’ ύλη αρμοδίου δικαστηρίου, αν κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης του ανηλίκου δεν μπορούσε να επιβληθεί περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ενώ με νεότερη νομοθετική μεταβολή απειλείται για την ίδια πράξη η συγκεκριμένη ποινή. Έτσι, τίθεται το ζήτημα, αν σε μία τέτοια περίπτωση η αρμοδιότητα θα κριθεί με βάση την απειλούμενη για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο ποινή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ ή με την γενικά απειλούμενη κατά τον χρόνο της παραπομπής ποινή. Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη εκδοχή, αφού οι δικονομικοί κανόνες καθορίζουν την αρμοδιότητα κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και όχι με βάση τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης υπόθεσης· είναι δηλ. προσανατολισμένοι στη συγκεκριμένη κατηγορία εγκλήματος και όχι στο πρόσωπο κάθε κατηγορουμένου, ενώ σε κάθε περίπτωση η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση παρέχει μείζονες δικαιοκρατικές εγγυήσεις για τον ανήλικο κατηγορούμενο[22].

V. Αρμοδιότητα για εγκλήματα τελούμενα στο ακροατήριο.

Μία από τις καινοτομίες του νέου ΚΠΔ, ιδιαίτερα σημαντική στον χώρο της αρμοδιότητας προς εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, συνίσταται στην κατάργηση της δυνατότητας για άμεση εκδίκαση των πλημμελημάτων, που τελούνται στο ακροατήριο, από το συνεδριάζον δικαστήριο. Η επιλογή αυτή του νέου ΚΠΔ, που αποτυπώνεται στα άρθρα 116 και 117 ΚΠΔ, εναρμονίζει πλήρως το εσωτερικό μας δίκαιο με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και διασφαλίζει τη δικαιότητα της διαδικασίας[23]. Η διαπίστωση αυτή είναι κομβικής σημασίας για την κατανόηση και ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 116 και 117 ΚΠΔ, όπως θα φανεί και στη συνέχεια.

Σημειώνεται εδώ ότι κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ η σύγχυση των ρόλων μεταξύ του παθόντος-παραπονούμενου για τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, του μάρτυρα, του εισαγγελέα και του δικαστή μπορεί να εγείρει αντικειμενικά δικαιολογημένους φόβους όσον αφορά τη μη συμμόρφωση της διαδικασίας με τη διαχρονική αρχή ότι ουδείς δύναται να είναι δικαστής στην υπόθεσή του και συνεπώς όσον αφορά την αμεροληψία των δικαστών[24].

Σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠΔ αν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης δικαστηρίου διαπραχθεί πλημμέλημα, εφαρμόζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου η διαδικασία του άρθρου 39 ή των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ. Αρχικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο περιορισμός του ρυθμιστικού πεδίου της διάταξης αυτής μόνο στα πλημμελήματα είναι άστοχος και προφανώς ο συντάκτης του νέου ΚΠΔ επηρεάστηκε από την αντίστοιχη διατύπωση του άρθρου 116 προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 116 ΚΠΔ εφαρμόζεται και στην περίπτωση τέλεσης στο ακροατήριο κακουργήματος.

Σε σχέση με τα τελούμενα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης εγκλήματα το συνεδριάζον δικαστήριο έχει τις ακόλουθες δύο επιλογές: α) να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 39 ΚΠΔ, δηλαδή να συντάξει έκθεση κατ’ άρθρο 39 ΚΠΔ[25] και να τη διαβιβάσει στον αρμόδιο εισαγγελέα[26]. Σε περίπτωση που το έγκλημα διώκεται μόνο κατ’ έγκληση, αυτή είναι υποχρεωτικό να υποβληθεί από τον δικαιούχο, ακόμα και αν αυτός είναι μέλος του συνεδριάζοντος δικαστηρίου (βλ. και άρθρο 117 εδ. α΄ ΚΠΔ), η οποία μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση, που καταχωρείται στα πρακτικά (βλ. σχετ. και άρθρα 53 παρ. 2 και 418 παρ. 3 ΚΠΔ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 39 και 116 ΚΠΔ προκύπτει ότι, αν δεν αποφασιστεί να ακολουθηθεί η αυτόφωρη διαδικασία, η εφαρμογή του άρθρου 39 ΚΠΔ είναι για το δικαστήριο υποχρεωτική. Επίσης, μονόδρομος είναι για το δικαστήριο η σύνταξη έκθεσης κατ’ άρθρο 39 ΚΠΔ και στην περίπτωση που το έγκλημα στο ακροατήριο διαπράττεται από ανήλικο, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 3 ΚΠΔ τα εγκλήματα που τελούν ανήλικοι δεν δικάζονται ως αυτόφωρα ή β) να ακολουθήσει τη διαδικασία των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ, δηλ. εκείνη της αυτόφωρης διαδικασίας[27]. Στο σημείο αυτό η προσέγγιση του άρθρου 116 ΚΠΔ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες. Ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί στη θεωρία η άποψη ότι με βάση την πρόβλεψη αυτή του άρθρου 116 ΚΠΔ (εξακολουθεί να) αναγνωρίζεται στο δικαστήριο η δυνατότητα άμεσης εκδίκασης του πλημμελήματος από το συνεδριάζον δικαστήριο κατά την αυτόφωρη διαδικασία[28]. Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο για τους ακόλουθους λόγους: i) όπως προκύπτει από τη διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 116 και 117 ΚΠΔ κεντρική επιλογή του νέου ΚΠΔ αποτέλεσε η κατάργηση της δυνατότητας του συνεδριάζοντος δικαστηρίου να εκδικάζει άμεσα τα τελούμενα στο ακροατήριο εγκλήματα. Η επιλογή αυτή επιβεβαιώνεται και από την απάλειψη από το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α΄ ΚΠΔ της επιφύλαξης εφαρμογής των άρθρων 116 και 117 ΚΠΔ, αλλά και από τις σχετικές σκέψεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΚΠΔ για την απαγόρευση εκδίκασης των εγκλημάτων που τελούνται σε βάρος μελών της σύνθεσης δικαστηρίου από τους ίδιους δικαστές· ii) η αναγνώριση της δυνατότητας άμεσης εκδίκασης των τελούμενων στο ακροατήριο εγκλημάτων από το ίδιο το συνεδριάζον δικαστήριο παραβιάζει την κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ απαίτηση για εκδίκαση της υπόθεσης από αμερόληπτο δικαστήριο, όπως έχει νομολογηθεί και από το ΕΔΔΑ· iii) η απαγόρευση της άμεσης εκδίκασης των εγκλημάτων που τελούνται στο ακροατήριο προκύπτει και από την απουσία ειδικότερων προβλέψεων στο άρθρο 116 ΚΠΔ σχετικά με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, όπως αντίθετα συνέβαινε υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950· iv) το άρθρο 116 ΚΠΔ δεν θεμελιώνει αρμοδιότητα του συνεδριάζοντος δικαστηρίου, αλλά διευκρινίζει τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί το συνεδριάζον δικαστήριο και συνεπώς προκύπτει με σαφήνεια ότι και επί των εγκλημάτων αυτών πρέπει να τηρούνται οι γενικές διατάξεις τόσο σε σχέση με την αρμοδιότητα όσο και σε σχέση με την κίνηση της ποινικής δίωξης· v) η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας, που χαρακτηρίζεται από παράκαμψη της προδικασίας και συρρίκνωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, πρέπει να επιφυλάσσεται μόνο σε όσες περιπτώσεις υπάρχει ρητή και σαφής νομοθετική πρόβλεψη και σε περίπτωση οποιασδήποτε αμφιβολίας πρέπει να τηρείται η συνήθης-κοινή διαδικασία. Επομένως, το άρθρο 116 ΚΠΔ, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ με βάση τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναγνωρίζει τη δυνατότητα του δικαστηρίου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αυτοφώρου, να διατάξει τη σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στον αρμόδιο εισαγγελέα, ώστε να δοθεί στον τελευταίο η δυνατότητα να αποφασίσει αν θα εφαρμοστεί η αυτόφωρη διαδικασία[29]. Η αναγνώριση αυτής της δυνατότητας στο δικαστήριο είναι επιβεβλημένη, καθώς η σύλληψη του δράστη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας. Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η άμεση εκδίκαση του τελούμενου στο ακροατήριο πλημμελήματος από το συνεδριάζον δικαστήριο[30].

Πρέπει να παρατηρηθεί στο σημείο αυτό ότι και υπό το ισχύον σήμερα καθεστώς δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εισαχθεί τελικά η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο (και με την ίδια σύνθεση), ενώπιον του οποίου διαπράχθηκε. Αυτό για παράδειγμα θα συμβεί αν το έγκλημα (πλημμέλημα) τελέστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου που δικάζει αυτόφωρα πλημμελήματα και μετά την παραπομπή του δράστη στον εισαγγελέα ο τελευταίος εφαρμόσει την αυτόφωρη διαδικασία και παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το ίδιο με εκείνο στο ακροατήριο του οποίου τελέστηκε το έγκλημα. Η διαδικαστική αυτή πορεία της υπόθεσης πρέπει να αποφεύγεται, ώστε να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, όπως προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ. Έτσι, θα πρέπει να εισάγεται η υπόθεση στο ακροατήριο την επόμενη ημέρα ή την ίδια ημέρα σε δικαστήριο με άλλη σύνθεση (π.χ. αν συνεδριάζουν στο ίδιο δικαστήριο περισσότερες συνθέσεις για εκδίκαση αυτόφωρων εγκλημάτων) ή αν υπάρχει αδυναμία εκδίκασης υπό άλλη σύνθεση να μην ακολουθείται από τον εισαγγελέα η αυτόφωρη διαδικασία. Το άρθρο 116 ΚΠΔ δεν προσδιορίζει τα κριτήρια, βάσει των οποίων το δικαστήριο[31] θα επιλέξει τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί για το έγκλημα που τελείται στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη. Θα πρέπει να γίνει αρχικά δεκτό ότι η εφαρμογή του άρθρου 39 ΚΠΔ (δηλ. η σύνταξη έκθεσης για το έγκλημα και η διαβίβασή της στον αρμόδιο εισαγγελέα) είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, αν για το έγκλημα που διαπράχθηκε στο ακροατήριο δεν μπορεί να εφαρμοστεί η αυτόφωρη διαδικασία, όπως για παράδειγμα αν δράστης είναι ανήλικος ή αν η διάπραξη του εγκλήματος διαπιστωθεί μετά την παρέλευση των απώτατων χρονικών ορίων για την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας. Το δικαστήριο κατά την επιλογή της διαδικασίας που θα ακολουθήσει πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος και κυρίως την επίδραση που μπορεί να έχει κάθε επιλογή στην εξέλιξη της διαδικασίας της υπόθεσης που δικάζεται κατά την τέλεση του εγκλήματος, ώστε να αποφευχθούν διακοπές και καθυστερήσεις, εντάσεις με πρόδηλη βλάβη της διαδικασίας, αλλά και συρρίκνωση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, π.χ. με την απώλεια αποδεικτικών μέσων[32]. Πάντως, δεν πρέπει να ερευνάται από το δικαστήριο η σκοπιμότητα εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας για το συγκεκριμένο έγκλημα (όσο δεν επηρεάζεται η διαδικασία στο ακροατήριο για την υπόθεση, στα πλαίσια της οποίας τελέστηκε το έγκλημα), καθώς η κρίση αυτή έχει ανατεθεί με το άρθρο 417 ΚΠΔ αποκλειστικά στον εισαγγελέα.

Το άρθρο 117 εδ. β΄ ΚΠΔ καθορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση που δράστης του πλημμελήματος είναι συνήγορος διαδίκου. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να διασφαλιστεί η παρουσία του συνηγόρου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά την οποία αυτός (ο συνήγορος) τέλεσε το έγκλημα, και έτσι να μην στερηθεί ο διάδικος της συνδρομής του συνηγόρου του, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διαφύλαξη του δίκαιου χαρακτήρα της δίκης[33]. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι το εδ. β΄ του άρθρου 117 ΚΠΔ εφαρμόζεται όχι μόνο όταν το έγκλημα που τελείται στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης στρέφεται κατά μέλους του δικαστηρίου, αλλά και όταν στρέφεται κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου, αφού συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος να διασφαλιστεί η παραμονή του συνηγόρου στο ακροατήριο μέχρι την ολοκλήρωση της άσκησης των καθηκόντων του. Για την εφαρμογή του εδ. β΄ του άρθρου 117 ΚΠΔ δεν αρκεί η ιδιότητα του δράστη ως δικηγόρου, αλλά πρέπει να είναι συνήγορος κάποιου από τους διαδίκους (κατηγορουμένου ή υποστηρίζοντος την κατηγορία) και μάλιστα στην υπόθεση που εκδικαζόταν κατά τον χρόνο τέλεσης απ’ αυτόν του εγκλήματος. Το άρθρο 117 εδ. β΄ ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 110 Ν. 4855/2021, προβλέπει ότι μετά την ολοκλήρωση της άσκησης των καθηκόντων του συνηγόρου εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων, προσαρμόζοντας με τον τρόπο αυτό τις διατάξεις του ΚΠΔ με τις αντίστοιχες προβλέψεις του Ν. 4194/2013[34]· αυτό σημαίνει ότι σήμερα ο συνήγορος του διαδίκου, που φέρεται ως δράστης διάπραξης πλημμελήματος στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, οδηγείται, με απόφαση του δικαστηρίου, μετά την άσκηση των καθηκόντων του στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος δεν μπορεί να εφαρμόσει την αυτόφωρη διαδικασία, αλλά θα ακολουθήσει τη συνήθη-κοινή διαδικασία[35]. Δεν πρέπει πάντως να αποκλειστεί η δυνατότητα του δικαστηρίου να εφαρμόσει κατ’ άρθρο 116 ΚΠΔ τη διαδικασία του άρθρου 39 ΚΠΔ[36]. Τονίζεται, πάντως, ότι σε κάθε περίπτωση άμεση εκδίκαση των εγκλημάτων αυτών από το συνεδριάζον δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτή.

VI. Η κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα κατ’ άρθρο 119 ΚΠΔ.

Το άρθρο 120 παρ. 1 ΚΠΔ καθιερώνει την υποχρέωση κάθε δικαστηρίου να ελέγχει την καθ’ ύλη αρμοδιότητά του με βάση τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα. Ωστόσο, στο άρθρο 119 ΚΠΔ προβλέπονται δύο περιπτώσεις κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητας του δικαστηρίου: α) η πρώτη αφορά στην κατ’ ουσία έρευνα της υπόθεσης από το καταρχήν αναρμόδιο, αλλά ανώτερο δικαστήριο, όταν η αναρμοδιότητα προέκυψε από τη συζήτηση της υπόθεσης και β) η δεύτερη αφορά στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή την κήρυξή της απαράδεκτης από το καταρχήν αναρμόδιο δικαστήριο, περίπτωση που δεν ρυθμιζόταν ρητά στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 και είχε αποτελέσει αντικείμενο θεωρητικών αμφισβητήσεων[37].

Η περ. α΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ καθορίζει τον τρόπο ελέγχου της καθ’ ύλη αρμοδιότητας με βάση τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από την κατ’ ουσία έρευνα της υπόθεσης από το δικαστήριο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη αυτή αν αποδειχθεί από τη συζήτηση στο ακροατήριο (και συγκεκριμένα από την αποδεικτική διαδικασία) ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε άλλο έγκλημα από εκείνο, για το οποίο παραπέμφθηκε, το οποίο ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου[38], το επιληφθέν δικαστήριο δεν κηρύσσεται αναρμόδιο, αλλά παραμένει αρμόδιο και δικάζει κατ’ ουσία την υπόθεση[39]. Το ίδιο ισχύει και όταν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψει ότι ο κατηγορούμενος δεν φέρει την ιδιότητα που θεμελιώνει την αρμοδιότητα του δικάζοντος ανώτερου δικαστηρίου, π.χ. αν αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος για πλημμέλημα δεν είναι πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας. Η κατ’ εξαίρεση αυτή αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου, που θεμελιώνεται ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο[40], πρέπει να θεωρηθεί για το δικαστήριο δεσμευτική-υποχρεωτική, με την έννοια ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει στο κατώτερο δικαστήριο[41].

Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου, να προκύπτουν από τη συζήτηση της υπόθεσης, δηλ. από την αποδεικτική διαδικασία και να είναι διάφορα των πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο, διότι σε διαφορετική περίπτωση (όταν δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου αναγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα) το δικαστήριο εφαρμόζοντας το άρθρο 118 ΚΠΔ είναι υποχρεωμένο να κηρύξει την αναρμοδιότητά του, ακόμα και αν η εσφαλμένη παραπομπή στο ανώτερο δικαστήριο οφείλεται σε προφανή παραδρομή[42]. Επομένως, το (αναρμόδιο) δικαστήριο οφείλει να κηρύξει την αναρμοδιότητά του και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο, αν η αναρμοδιότητα αυτή στηρίζεται στα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα, ακόμα και αν το δικάζον δικαστήριο είναι ανώτερο από το αρμόδιο και η αναρμοδιότητα διαπιστωθεί ή γίνει αντιληπτή από το δικαστήριο μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού κρίσιμο για την κατ’ εξαίρεση θεμελίωση αρμοδιότητας με βάση το άρθρο 119 ΚΠΔ είναι όχι ο χρόνος διαπίστωσης της αναρμοδιότητας, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν.

Σε περίπτωση, όμως, που από τη συζήτηση προκύψει βαρύτερος χαρακτήρας της πράξης ή ιδιότητα του κατηγορουμένου ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας και βάσει αυτών αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου, το ήδη επιληφθέν δικαστήριο πρέπει υποχρεωτικά να κηρυχθεί αναρμόδιο και θα ενεργήσει όσα ορίζονται στο άρθρο 120 παρ. 2-4 ΚΠΔ[43].

Πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι όσα αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω προϋποθέτουν ότι με βάση τα αποδειχθέντα από τη συζήτηση πραγματικά περιστατικά θα είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας και η καταδίκη του κατηγορουμένου για διαφορετικό έγκλημα από εκείνο για το οποίο αρχικά παραπέμφθηκε· σε διαφορετική περίπτωση, όταν η πράξη που αποδείχθηκε ότι τελέστηκε είναι εντελώς διάφορη κατά τα συνιστώντα αυτή πραγματικά περιστατικά από την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (όταν δηλαδή πρόκειται για περίπτωση ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας), δεν είναι δυνατή ούτε η εκδίκαση της υπόθεσης από το επιληφθέν δικαστήριο, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε απόλυτη ακυρότητα και θα καθιστούσε την απόφαση αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ, αλλά ούτε η παραπομπή λόγω αναρμοδιότητας σε άλλο ανώτερο δικαστήριο· στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει το επιληφθέν δικαστήριο να κηρύξει τον κατηγορούμενο αθώο και να διαβιβάσει κατ’ άρθρο 39 ΚΠΔ σχετική έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα για τη διερεύνηση της διάπραξης του διάφορου εγκλήματος που προέκυψε από τη συζήτηση της υπόθεσης[44].

Η περ. β΄ του άρθρου 119 νέου ΚΠΔ αντιμετωπίζει για πρώτη φορά και επιλύει το ερμηνευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 σχετικά με την κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη στις περιπτώσεις του άρθρου 368 περ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ, παρά τη διαπίστωση της αναρμοδιότητάς του να δικάσει την ουσία της υπόθεσης.

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό γινόταν δεκτό υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 ότι το δικαστήριο που διαπίστωνε την αναρμοδιότητά του ήταν υποχρεωμένο να κηρυχθεί αναρμόδιο, δίχως να μπορεί να αποφανθεί ούτε αν συντρέχει λόγος οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης[45]. Πάντως, προτάθηκε ορθά στη θεωρία η νομοθετική πρόβλεψη της δυνατότητας του επιληφθέντος-αναρμοδίου δικαστηρίου να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη σε περιπτώσεις συνδρομής λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου ή έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης[46].

Ο νέος ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό με ρητή νομοθετική πρόβλεψη στο άρθρο 119 περ. β΄ ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 111 Ν. 4855/2021, που συνιστά εξαίρεση του γενικού κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 120 ΚΠΔ και υπηρετεί την οικονομία της δίκης. Έτσι, σήμερα προβλέπεται ότι αν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξής της απαράδεκτης, το (αρχικά αναρμόδιο) επιληφθέν δικαστήριο καθίσταται κατ’ εξαίρεση αρμόδιο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη, αν είναι ανώτερο από το (κατά κανόνα) καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο.

Σε σχέση με την ισχύουσα αυτή διάταξη του άρθρου 119 περ. β΄ ΚΠΔ πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: α) το (καταρχήν αναρμόδιο) δικάζον δικαστήριο πρέπει να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 368 περ. β΄ ή γ΄ ΚΠΔ μόνο εφόσον είναι ανώτερο από το καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο· τούτο ορίζεται πλέον ρητά στο άρθρο 119 περ. β΄ ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 111 Ν. 4855/2021. Η επιλογή αυτή για περιορισμό της κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητας μόνο στις περιπτώσεις που το επιληφθέν (καταρχήν αναρμόδιο) δικαστήριο είναι ανώτερο του καθ’ ύλη αρμοδίου δικαστηρίου είναι ορθή, αφού τα ζητήματα της οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή της κήρυξής της απαράδεκτης πολλές φορές απαιτούν εκτίμηση αποδεικτικού υλικού και συνδέονται με δυσχερή νομικά ζητήματα[47],[48]· β) σε αντίθεση με όσα ισχύουν στην περ. α΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ, η κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα στην περ. β΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ δεν προϋποθέτει διαπίστωση του λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου ή της έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης από τη συζήτηση στο ακροατήριο, αλλά μπορεί ο λόγος οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξής της απαράδεκτης να προκύπτει από τα μνημονευόμενα στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα πραγματικά περιστατικά· γ) όπως και στην περ. α΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ, έτσι και η κατ’ άρθρο 119 περ. β΄ ΚΠΔ αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη πρέπει να θεωρηθεί για το δικαστήριο δεσμευτική-υποχρεωτική, με την έννοια ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει στο κατώτερο δικαστήριο.

Πρέπει εδώ να τονιστεί ιδιαίτερα ότι το άρθρο 119 ΚΠΔ προβλέπει περιπτώσεις κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητας του δικάζοντος δικαστηρίου να επιληφθεί ορισμένων υποθέσεων, ακόμα και αν είναι καταρχήν αναρμόδιο. Αντίθετα, με την διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαιοδοσία των κοινών-τακτικών ποινικών δικαστηρίων επί υποθέσεων υπαγόμενων σε άλλη ειδική ποινική δικαιοδοσία, αλλά και αντίστροφα δεν μπορεί να θεμελιωθεί αρμοδιότητα δικαστηρίων ειδικής ποινικής δικαιοδοσίας για έγκλημα υπαγόμενο σε άλλη ειδική δικαιοδοσία ή στη δικαιοδοσία των κοινών-τακτικών ποινικών δικαστηρίων. Έτσι, σε περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση, που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου, υπάγεται σε άλλη δικαιοδοσία (π.χ. όχι στην τακτική-κοινή ποινική δικαιοδοσία, αλλά στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, αλλά και το αντίστροφο), το δικαστήριο δεν καθίσταται κατ’ εξαίρεση αρμόδιο, ακόμα και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 119 ΚΠΔ, αλλά οφείλει να κηρύξει (όχι απλά την αναρμοδιότητά του, αλλά) απαράδεκτη την ποινική δίωξη και να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, το δικαστήριο που δικάζει την ουσία της υπόθεσης δεν καθίσταται αρμόδιο ακόμα και αν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο προκύψει ότι το έγκλημα υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου άλλης δικαιοδοσίας και μάλιστα ακόμα και αν διαπιστωθεί η συνδρομή λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου ή έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης[49].

VII.- Η μετά την κήρυξη της καθ’ ύλη αναρμοδιότητας διαδικασία (άρθρο 120 παρ. 2-4 ΚΠΔ).

Ο κανόνας της παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ). Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ το δικαστήριο, διαπιστώνοντας την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του, οφείλει κατά κανόνα να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο και μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ η υπόθεση παραπέμπεται στον εισαγγελέα[50].

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 119 και 120 ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο διατάσσεται σε δύο περιπτώσεις: α) όταν το δικαστήριο πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας κρίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή το κλητήριο θέσπισμα ότι είναι καθ’ ύλη αναρμόδιο, οπότε παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν το τελευταίο είναι ανώτερο ή κατώτερο από εκείνο στο οποίο εισήχθη η υπόθεση, εκτός αν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξής της απαράδεκτης και το δικάζον δικαστήριο είναι ανώτερο από το κατά κανόνα αρμόδιο δικαστήριο, οπότε καθίσταται αρμόδιο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη με βάση το άρθρο 119 περ. β΄ ΚΠΔ, β) όταν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψει ότι το έγκλημα υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου, καθώς αν διαπιστωθεί η αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο με βάση το άρθρο 119 περ. α΄ ΚΠΔ.

Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 2 ΚΠΔ προϋποθέτει ότι η υπόθεση εισήχθη στο δικαστήριο κατά την συνήθη-τακτική διαδικασία· αντίθετα, αν εισάγεται στο μονομελές πλημμελειοδικείο αίτηση του εισαγγελέα για έκδοση ποινικής διαταγής κατά τα άρθρα 409 επ. ΚΠΔ και το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι είναι καθ’ ύλη αναρμόδιο, δεν παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο κατ’ άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι το μονομελές πλημμελειοδικείο παραπέμπει την υπόθεση στην συνήθη-τακτική διαδικασία, διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών.

Μετά την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 120 ΚΠΔ με το άρθρο 7 παρ. 14 Ν. 4637/2019 κάθε δικαστήριο, ακόμα και το μονομελές πλημμελειοδικείο (εννοείται ότι αυτό αφορά και το μονομελές εφετείο), διαπιστώνοντας την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο[51], ενώ παραπομπή στον εισαγγελέα προβλέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ[52]· η κατ’ εξαίρεση παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα προβλέπεται ομοίως για κάθε δικαστήριο υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, δηλαδή ανάλογα με το είδος του εγκλήματος και ανεξάρτητα αν πρόκειται για μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο. Επομένως, η διάκριση που γινόταν υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 μεταξύ μονομελούς και πολυμελούς δικαστηρίου έχει πλέον υπό τον νέο ΚΠΔ εξαλειφθεί[53].

Σε σχέση με τη φύση της παραπεμπτικής στο αρμόδιο δικαστήριο απόφασης με βάση το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι υπό τον νέο ΚΠΔ, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 120 παρ. 2 ΚΠΔ με το άρθρο 7 παρ. 14 Ν. 4637/2019, η απόφαση αυτή δεν επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απόφαση δικαστηρίου[54]. Έτσι, με βάση και τη σαφή διατύπωση του άρθρου 120 ΚΠΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κυρίαρχη υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 θέση, κατά την οποία η παραπεμπτική λόγω καθ’ ύλη αναρμοδιότητας απόφαση του δικαστηρίου επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, πρέπει να εγκαταλειφθεί. Σημειώνεται εδώ ότι και υπό το προγενέστερο καθεστώς είχε υποστηριχθεί με πειστικά επιχειρήματα η άποψη ότι η παραπεμπτική απόφαση είναι μία κανονική απόφαση και δεν εξομοιώνεται με βούλευμα. Λόγω της φύσης αυτής της παραπεμπτικής απόφασης θα πρέπει να γίνει δεκτό υπό τον νέο ΚΠΔ ότι δεν είναι δυνατή η αναθεώρηση της κατηγορίας από το συμβούλιο εφετών κατά το άρθρο 317 παρ. 2 ΚΠΔ.

Σε σχέση με το περιεχόμενο της παραπεμπτικής απόφασης πρέπει να γίνει δεκτό αφενός ότι η απόφαση αυτή πρέπει να περιέχει πλήρη περιγραφή της πράξης αφετέρου ότι επιβάλλεται ο σαφής καθορισμός του δικαστηρίου, στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση[55]. Ειδικότερα, σε σχέση με τα δύο αυτά υποχρεωτικά στοιχεία της παραπεμπτικής απόφασης πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: α) η παραπεμπτική απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει αναλυτική-ακριβή περιγραφή της πράξης με αναγραφή των πραγματικών περιστατικών και παράλληλα μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που προβλέπουν το συγκεκριμένο έγκλημα. Αν η απόφαση δεν περιέχει πλήρη περιγραφή της πράξης ή των άρθρων του ποινικού νόμου, μπορεί να συμπληρωθεί κατά το άρθρο 145 ΚΠΔ[56]. Υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 η υποχρέωση αυτή συναγόταν από την ίδια τη φύση της παραπεμπτικής απόφασης, η οποία κατά την απολύτως κρατούσα άποψη εξομοιωνόταν με παραπεμπτικό βούλευμα. Ωστόσο, και υπό τον νέο ΚΠΔ και παρά την έλλειψη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης, η υποχρέωση για αναλυτική περιγραφή της πράξης και των άρθρων του ποινικού νόμου πρέπει να θεωρείται αυτονόητη, αφού η απόφαση αυτή αποτελεί το εισαγωγικό δικόγραφο, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να δικαστεί η υπόθεση στο ακροατήριο του καθ’ ύλη αρμόδιου δικαστηρίου[57]. Επισημαίνεται ορθά ότι η ανάγκη για ακριβή περιγραφή της πράξης και των άρθρων του ποινικού νόμου είναι επιτακτική ιδιαίτερα σε όσες περιπτώσεις η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου προέκυψε από τη συζήτηση της υπόθεσης, οπότε το δικαστήριο παραπέμποντας στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο οφείλει να περιγράψει τη «νέα» κατηγορία που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, μετά από ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών[58]. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα κηρύσσεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή το κλητήριο θέσπισμα, η παραπεμπτική απόφαση θα αρκεστεί στην επανάληψη αυτών των πραγματικών περιστατικών[59]. Αν κατά της παραπεμπτικής απόφασης ασκηθεί έφεση, η οποία κρίνεται αβάσιμη, η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν θα διαλάβει παραπεμπτική διάταξη, αφού ως προς αυτή ισχύει η πρωτόδικη απόφαση[60]· β) η παραπεμπτική απόφαση πρέπει να εξειδικεύει το δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, δηλαδή το καθ’ ύλην, αλλά και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να αρκεί η απλή διαπίστωση της αναρμοδιότητας του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου. Πάντως, ειδικά για την παραπομπή στο ΜΟΔ αρκεί να γίνει η παραπομπή στο ΜΟΔ που θα οριστεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών (ο οποίος πάντως πρέπει να αναφέρεται στην παραπεμπτική απόφαση), όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με το παραπεμπτικό βούλευμα, ενόψει του ότι η επιλογή του κατά τόπο αρμόδιου ΜΟΔ αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του εισαγγελέα εφετών[61].

Αντίθετα, γίνεται δεκτό ότι δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας από το αρχικά επιληφθέν αναρμόδιο δικαστήριο η ύπαρξη ή μη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου[62]. Ακόμα και υπό το προγενέστερο καθεστώς, όπου κυριαρχούσε η άποψη ότι η παραπεμπτική απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, γινόταν δεκτό ότι δεν επιτρεπόταν η έρευνα για την ύπαρξη ή μη επαρκών ενδείξεων ενοχής, οι οποίες κατά το στάδιο αυτό θεωρούνται δεδομένες[63]. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό θα πρέπει να γίνει ορθότερα η ακόλουθη διάκριση: αν η αναρμοδιότητα προκύπτει πριν την έναρξη της συζήτησης, η έλλειψη ελέγχου ως προς τις επαρκείς ενδείξεις οφείλεται στην αδυναμία του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου να ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης, ενώ αν η αναρμοδιότητα προκύψει από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, το δικαστήριο αποδίδοντας στην πράξη τον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό θα έχει ήδη ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας και θα έχει κρίνει όχι απλά την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων, αλλά περαιτέρω θα έχει δεχθεί ως αποδεδειγμένη την κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας αποδιδόμενη πράξη.

Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ το δικαστήριο που κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο έχει δυνητικά τις εξουσίες του άρθρου 315 ΚΠΔ[64]. Έτσι, το αρχικά επιληφθέν (αλλά καθ’ ύλη αναρμόδιο) δικαστήριο έχει τις ακόλουθες εξουσίες: α) αν κατά του κατηγορουμένου είχε επιβληθεί προσωρινή κράτηση ή περιοριστικοί όροι, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση για την απόλυση ή συνέχιση της κράτησης του κατηγορουμένου, καθώς και για τη διατήρηση ή άρση ή τροποποίηση ή αντικατάσταση των περιοριστικών όρων (άρθρο 315 παρ. 1 ΚΠΔ). Εδώ θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για τη διατήρηση ή άρση ή αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, παρά την παράλειψη του άρθρου 315 παρ. 1 ΚΠΔ να ρυθμίσει ειδικά το ζήτημα αυτό, ενόψει του ότι ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν συνιστά υπό τον νέο ΚΠΔ περιοριστικό όρο· β) αν κατά του κατηγορουμένου είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης και αυτός διαφεύγει, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση την κατάργηση του εντάλματος ή τη διατήρηση της ισχύος του και την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου σε περίπτωση σύλληψής του (άρθρο 315 παρ. 2 ΚΠΔ)· γ) ακόμα και αν δεν έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης ή προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση την επιβολή περιοριστικών όρων ή τη σύλληψη και προσωρινή κράτησή του (άρθρο 315 παρ. 3 ΚΠΔ)· δ) αν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης επιβλήθηκε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση για τη διατήρηση ή άρση ή περιορισμό της δέσμευσης αυτής, ενώ αν η δέσμευση επιβλήθηκε σε βάρος τρίτου προσώπου, κατά του οποίου δεν κινήθηκε ποινική δίωξη, το δικαστήριο, εφόσον πιθανολογήσει ότι ο τρίτος γνώριζε ως ενδεχόμενο ή όφειλε να γνωρίζει ότι η περιουσία που απέκτησε προέρχεται από αξιόποινη πράξη και ότι σκοπός της μεταβίβασης σ’ αυτόν ήταν η αποφυγή της δέσμευσής της, διατάσσει τη διατήρηση της δέσμευσης και ορίζει τον τρίτο μεσεγγυούχο της περιουσίας, επιτρέποντάς του κάθε πράξη εκμετάλλευσής της, πλην της εκποίησης ή διάθεσής της (άρθρο 315 παρ. 5 ΚΠΔ)· ε) αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 69Α ΠΚ, δηλ. αν πρόκειται για κατηγορούμενο με ψυχική ή διανοητική διαταραχή, το δικαστήριο επιβάλλει στον κατηγορούμενο ένα από τα μέτρα του άρθρου 69Α παρ. 3 ΠΚ, ενώ αν ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά αντικαθιστά υποχρεωτικά την προσωρινή κράτηση με το ίδιο μέτρο (άρθρο 315 παρ. 6 ΚΠΔ). Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η παρ. 4 του άρθρου 315 ΚΠΔ, που προβλέπει (προκειμένου για τη διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου) κλήτευση του κατηγορουμένου, για να διατυπώσει τις απόψεις του, καθώς ο κατηγορούμενος έχει κλητευθεί για να εμφανιστεί ενώπιον του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου, ενώ σε κάθε περίπτωση το άρθρο 120 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ παραπέμπει στο άρθρο 315 ΚΠΔ μόνο ως προς τις εξουσίες του δικαστηρίου και όχι ως προς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται[65]. Τις πιο πάνω εξουσίες μπορεί να ασκήσει το αρχικά επιληφθέν (και κηρυχθέν αναρμόδιο) δικαστήριο ταυτόχρονα με την απόφαση κήρυξης της αναρμοδιότητάς του και με ιδιαίτερη διάταξη αυτής[66],[67]. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι εξουσίες του άρθρου 315 ΚΠΔ αναγνωρίζονται μόνο στο δικαστήριο που, μετά την κήρυξη της καθ’ ύλη αναρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο και όχι σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ, δηλαδή όταν το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα· στην τελευταία αυτή περίπτωση γίνεται ορθά δεκτό ότι ούτε αναλογική εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ είναι επιτρεπτή[68].

Ενόψει του ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η παραπεμπτική απόφαση του δικαστηρίου στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο δεν εξομοιώνεται πλέον με παραπεμπτικό βούλευμα, πρέπει να αντιμετωπίζεται και ως προς την προσβολή της με ένδικα μέσα ως δικαστική απόφαση, υποκείμενη μόνο στα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων, δηλ. σε έφεση κατ’ άρθρο 488 ΚΠΔ και αναίρεση κατ’ άρθρο 504 παρ. 2 ΚΠΔ[69]. Αν η έφεση κατά της παραπεμπτικής απόφασης κριθεί αβάσιμη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα απορρίψει την έφεση, χωρίς να διαλάβει στην απόφασή του παραπεμπτική διάταξη, αφού ως προς αυτή ισχύει η πρωτοβάθμια απόφαση που κήρυξε την αναρμοδιότητα[70],[71]. Αν η έφεση κατά της παραπεμπτικής απόφασης κριθεί βάσιμη, θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε κάθε περίπτωση ακυρώνει την πρωτοβάθμια απόφαση που κήρυξε την αναρμοδιότητα και στη συνέχεια παραπέμπει προς ουσιαστική εκδίκαση την υπόθεση στο αρχικά επιληφθέν (και εσφαλμένα κηρυχθέν αναρμόδιο) δικαστήριο. Τούτο γινόταν δεκτό και από τη θεωρία πριν την τροποποίηση του άρθρου 121 ΚΠΔ με το άρθρο 113 Ν. 4855/2021[72]. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πιο πάνω τροποποίηση του άρθρου 121 ΚΠΔ δεν μετέβαλε την αντιμετώπιση του ερευνώμενου εδώ ζητήματος, ενόψει και του ότι κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4855/2021 η επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από ακύρωση της πρωτοβάθμιας απόφασης, προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση δύο επί της ουσίας συζητήσεις της υπόθεσης, ώστε να μην παρουσιάζεται δικαιοκρατικό έλλειμμα· επομένως, αν με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 121 ΚΠΔ γίνει δεκτό ότι σε μία τέτοια περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την παραπεμπτική απόφαση και να δικάσει το ίδιο ανέκκλητα την υπόθεση, τότε στην πράξη η υπόθεση θα δικαστεί επί της ουσίας μία μόνο φορά, κάτι που βρίσκεται εκτός του νομοθετικού σκοπού.

Η παραπεμπτική απόφαση πρέπει να επιδίδεται στον κατηγορούμενο, όταν αυτός είναι απών και δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, προκειμένου να ξεκινήσει η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτής[73]. Αντίθετα, αν ο κατηγορούμενος είναι παρών ή εκπροσωπείται από τον συνήγορό του, για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων δεν απαιτείται επίδοση της παραπεμπτικής απόφασης, αφού η απαγγελία της απόφασης στο ακροατήριο επέχει θέση κοινοποίησής της στον κατηγορούμενο[74]. Μετά το αμετάκλητο της παραπεμπτικής απόφασης, ο αρμόδιος εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο δικαστήριο, όπου παραπέμφθηκε, με κλήση[75],[76]. Επομένως, όσο διαρκεί η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων ή αν κατά της απόφασης που κηρύσσει την αναρμοδιότητα ασκηθεί ένδικο μέσο μέχρι την εκδίκασή του, δεν επιτρέπεται κλήτευση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο της παραπομπής[77]· αν όσο εκκρεμεί το ασκηθέν ένδικο μέσο επιδοθεί κλήση για το δικαστήριο της παραπομπής, η κλήση πάσχει από σχετική ακυρότητα και αν παρόλα αυτά δεν κηρυχθεί η ακυρότητα και το δικαστήριο της παραπομπής προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης, πριν το αμετάκλητο της παραπεμπτικής απόφασης, υποπίπτει σε υπέρβαση εξουσίας και η απόφασή του είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ. Κατά της παραπεμπτικής απόφασης δεν χωρεί προσφυγή, αφού δεν πρόκειται για κλητήριο θέσπισμα, οπότε και μόνο εφαρμόζονται τα άρθρα 322 και 323, αλλά για κλήση[78].

Πρέπει εδώ να τονιστεί ιδιαίτερα ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου 120 ΚΠΔ με το άρθρο 7 παρ. 14 Ν. 4637/2019 καταργήθηκε το εδ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ, που προέβλεπε διαδικασία κανονισμού της αρμοδιότητας, όταν η υπόθεση παραπεμπόταν στο ακροατήριο με βούλευμα και το δικαστήριο κηρυσσόταν αναρμόδιο. Ειδικότερα, κρίθηκε ορθά ότι η πρόβλεψη για διαδικασία κανονισμού της αρμοδιότητας ήταν υπερβολική και προκαλούσε αδικαιολόγητα καθυστερήσεις[79]. Έτσι, σήμερα δεν ανακύπτει ποτέ υποχρέωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά το άρθρο 132 ΚΠΔ, μετά την κήρυξη της καθ’ ύλη αναρμοδιότητας από το αρχικά επιληφθέν δικαστήριο, ακόμα και αν η παραπομπή σ’ αυτό έγινε με βούλευμα.

Η κατ’ εξαίρεση παραπομπή στον εισαγγελέα (άρθρο 120 παρ. 3 και 4 ΚΠΔ). Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 112 Ν. 4855/2021, προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα. Πρόκειται ειδικότερα για την περίπτωση που το δικαστήριο που κηρύσσεται αναρμόδιο κρίνει ότι η εισαχθείσα ενώπιόν του υπόθεση έχει βαρύτερο χαρακτήρα, δηλ. κακουργήματος, για το οποίο δεν προηγήθηκε κύρια ανάκριση[80].

Στην παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ περιλαμβάνεται η εξαίρεση από τον κανόνα της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο που διαπιστώνει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του δεν παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο, αλλά στον εισαγγελέα, ενώ στην παρ. 4 προβλέπεται εξαίρεση από την πιο πάνω εξαίρεση και άρα επάνοδο στον κανόνα της παρ. 2. Ειδικότερα, η παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ ορίζει ότι αν το δικαστήριο, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση, διαπιστώσει ότι είναι καθ’ ύλη αναρμόδιο, διότι η πράξη όπως χαρακτηρίζεται απ’ αυτό είναι κακούργημα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα, ο οποίος (με βάση το εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ) πρέπει στη συνέχεια να παραγγείλει κύρια ανάκριση. Σημειώνεται εδώ ότι κατά το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 135 Ν. 4855/2021, το δικαστήριο ενημερώνει τον κατηγορούμενο ότι προσανατολίζεται σε βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό μόνο όταν πρόκειται να εκδώσει απόφαση επί της ενοχής και όχι όταν πρόκειται να κηρυχθεί αναρμόδιο· συνεπώς, για την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ και την παραπομπή της υπόθεσης από το αναρμόδιο δικαστήριο στον εισαγγελέα δεν χρειάζεται προηγούμενη ενημέρωση του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ. Θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι η εξαιρετική αυτή πρόβλεψη του άρθρου 120 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που το αρχικά επιληφθέν πλημμελήματος δικαστήριο κρίνει ότι η πράξη αυτή έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και όχι όταν το δικαστήριο που κηρύσσει την αναρμοδιότητά του επιλαμβάνεται κακουργηματικής πράξης, για την οποία κρίνεται ότι αρμόδιο είναι άλλο δικαστήριο· θα πρέπει, επομένως, η εισαγόμενη ως πλημμέλημα πράξη να χαρακτηρίζεται ως κακούργημα[81]. Είναι προφανές ότι την υποχρέωση αυτή (για παραπομπή στον εισαγγελέα) έχει κάθε δικαστήριο, ανεξάρτητα αν είναι μονομελές ή πολυμελές[82]. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ (και δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής της παρ. 4 του ίδιου άρθρου) η παραπομπή στον εισαγγελέα είναι για το δικαστήριο υποχρεωτική. Αυτό για παράδειγμα μπορεί να συμβεί όταν το τριμελές πλημμελειοδικείο, που επιλαμβάνεται της πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, κρίνει ότι πρόκειται για ανθρωποκτονία με πρόθεση, οπότε συντρέχει αρμοδιότητα του ΜΟΔ· στην περίπτωση αυτή το τριμελές πλημμελειοδικείο δεν θα παραπέμψει την υπόθεση στο ΜΟΔ, αλλά στον εισαγγελέα, προκειμένου να διενεργηθεί κύρια ανάκριση. Ωστόσο, η παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα, προκειμένου να διενεργηθεί κύρια ανάκριση, προϋποθέτει ότι το αρχικά επιληφθέν δικαστήριο, μετά την επιτρεπτή βελτίωση της κατηγορίας, θα διαπιστώσει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του· αντίθετα, αν το δικαστήριο και μετά τη βελτίωση της κατηγορίας παραμένει καθ’ ύλη αρμόδιο, δυνατότητα παραπομπής της υπόθεσης στον εισαγγελέα για διενέργεια κύριας ανάκρισης δεν αναγνωρίζεται[83], αλλά σε μία τέτοια περίπτωση το ίδιο δικαστήριο (δηλ. το αρχικά επιληφθέν) θα αποφασίσει για την ουσία της υπόθεσης, με εφαρμογή πάντως του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, δηλ. μετά από σχετική ενημέρωση του παρόντα κατηγορουμένου και την παροχή σ’ αυτόν του αναγκαίου χρόνου προετοιμασίας του. Πάντως, προτείνεται η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ στην περίπτωση που ο ιδιάζουσας δωσιδικίας κατηγορούμενος παραπέμπεται στο τριμελές εφετείο για το πλημμέλημα της απάτης και το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι η πράξη φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα, οπότε το ίδιο αυτό δικαστήριο παραμένει αρμόδιο για την εκδίκαση της (κακουργηματικής πλέον) υπόθεσης· προτείνεται ειδικότερα στην περίπτωση αυτή με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ η παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα, προκειμένου να διενεργηθεί κύρια ανάκριση[84]. Η άποψη αυτή στηριζόταν στην επιλογή του νέου ΚΠΔ (μέχρι την τροποποίηση του άρθρου 120 ΚΠΔ με το άρθρο 112 Ν. 4855/2021) να μην δικάζονται κακουργήματα, χωρίς προηγούμενη διενέργεια κύριας ανάκρισης· ωστόσο, η επιλογή του Ν. 4855/2021 να αναγνωρίσει τη δυνατότητα εκδίκασης κακουργημάτων χωρίς προηγούμενη διενέργεια κύριας ανάκρισης, μάλλον πρέπει να οδηγήσει πλέον στο αντίθετο συμπέρασμα, δηλ. του αποκλεισμού της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ στην πιο πάνω περίπτωση. Η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, που υποχρεωτικά θα διεξαχθεί πριν την επί της ουσίας απόφαση και η οποία αντιμετωπίζεται νομοθετικά ως λειτουργικά ισοδύναμη με την κύρια ανάκριση, θα καλύψει την μη διενέργεια κύριας ανάκρισης, χωρίς μάλιστα να ενδιαφέρει το ειδικότερο διαδικαστικό στάδιο στο οποίο διαπιστώνεται ο κακουργηματικός χαρακτήρας, αφού εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του δικαστηρίου. Επαναλαμβάνεται και εδώ ότι όταν το δικαστήριο παραπέμπει κατ’ άρθρο 120 παρ. 3 ΚΠΔ την υπόθεση στον εισαγγελέα, δεν έχει τις εξουσίες του άρθρου 315 ΚΠΔ, χωρίς να αναγνωρίζεται δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της διάταξης αυτής και στα πλαίσια του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ.

Το άρθρο 112 Ν. 4855/2021 προσέθεσε στο άρθρο 120 ΚΠΔ νέα παρ. 4, που προβλέπει επάνοδο στον κανόνα της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, καθώς ορίζει σε ποιες περιπτώσεις το δικαστήριο δεν επιτρέπεται να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα, ακόμα και όταν το πλημμέλημα χαρακτηρίζεται ως κακούργημα. Ειδικότερα, η παρ. 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ προβλέπει δύο περιπτώσεις: α) την περίπτωση που για το πλημμέλημα διενεργήθηκε κύρια ανάκριση και β) την περίπτωση που ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο[85]. Στη δεύτερη από τις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι ο νομοθέτης αντιμετωπίζει την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο ως λειτουργικά ισοδύναμη με την κύρια ανάκριση[86], κάτι που όπως θα φανεί και στη συνέχεια δεν είναι πάντοτε αυτονόητο και συνεπώς η διάταξη αυτή χρήζει συσταλτικής ερμηνείας.

Έτσι, τελικά, σήμερα από τον συνδυασμό των παρ. 3 και 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ προκύπτει ότι το καθ’ ύλη αναρμόδιο δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα μόνο όταν ο κακουργηματικός χαρακτήρας της (αρχικά χαρακτηρισθείσας ως πλημμέλημα) πράξης προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα, άρα όχι όταν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση μόνο εφόσον δεν είχε διενεργηθεί για την υπόθεση κύρια ανάκριση. Είναι προφανές ότι στην πράξη η περίπτωση αυτή θα είναι ιδιαίτερα σπάνια και συνεπώς ουσιαστικά ακυρώνεται η παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ[87]. Σημειώνεται εδώ ότι αν το δικαστήριο, παρά το ότι ο κακουργηματικός χαρακτήρας της διωκόμενης πράξης προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα, προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, δεν αποκλείεται η εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ (εννοείται εφόσον παράλληλα δεν είχε διενεργηθεί κύρια ανάκριση), καθώς η παρ. 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ αποκλείει τη διαδικαστική αυτή εξέλιξη μόνο στην περίπτωση που ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία και όχι από μόνο το γεγονός ότι ξεκίνησε η αποδεικτική διαδικασία· συνεπώς, κρίσιμο για την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ είναι όχι το διαδικαστικό στάδιο κατά το οποίο κηρύσσεται η αναρμοδιότητα, αλλά το διαδικαστικό στάδιο κατά το οποίο προκύπτει η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα. Σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά τον Ν. 4855/2021, τέθηκε το ζήτημα πότε η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο δικαιολογεί την παράκαμψη της κύριας ανάκρισης και κατά συνέπεια την παραπομπή της υπόθεσης στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο και ειδικότερα, αν η εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 4 ΚΠΔ προϋποθέτει αποδεικτική διαδικασία που ολοκληρώνεται με την απολογία του κατηγορουμένου ή αν αντίθετα η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και όταν ο κατηγορούμενος απουσιάζει ή εκπροσωπείται στο ακροατήριο μόνο από συνήγορο. Η γραμματική ερμηνεία της διάταξης αυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο που ανακύπτει ζήτημα αναρμοδιότητας και εφαρμογής του άρθρου 120 ΚΠΔ. Ωστόσο, η εξασφάλιση της λειτουργικής ισοδυναμίας της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο με την κύρια ανάκριση, που αποτελεί τον δικαιολογητικό λόγο της εξαιρετικής ρύθμισης του άρθρου 120 παρ. 4 ΚΠΔ, επιβάλλει μία συσταλτική ερμηνεία της διάταξης αυτής, ώστε να αξιώνεται μία ολοκληρωμένη αποδεικτική διαδικασία, με την παροχή της δυνατότητας στον κατηγορούμενο να απολογηθεί για το κακούργημα, για το οποίο πρόκειται να κηρυχθεί η αναρμοδιότητα. Τυχόν αντίλογος, ότι και η κύρια ανάκριση μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την απολογία του κατηγορουμένου, δεν φαίνεται πειστικός, κυρίως διότι εκείνο που έχει σημασία τόσο στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης όσο και στη διαδικασία στο ακροατήριο είναι η ενημέρωση του κατηγορουμένου για την κατηγορία και την βαρύτητά της, ώστε να έχει την δυνατότητα να επιλέξει αν θα εμφανιστεί για να απολογηθεί. Επομένως, πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο όταν ο κατηγορούμενος είναι παρών στο ακροατήριο (χωρίς να αρκεί η εκπροσώπησή του από συνήγορο) ή τουλάχιστον ενημερώνεται για το ενδεχόμενο εφαρμογής της διάταξης αυτής και του δίνεται η δυνατότητα να απολογηθεί σε μετά διακοπή συνεδρίαση[88].

Ωστόσο, η επιλογή αυτή του Ν. 4855/2021 κρίνεται άστοχη και ιδιαίτερα προβληματική για τους ακόλουθους λόγους[89]: α) η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά την κύρια ανάκριση, αφού το δικαστήριο δεν μπορεί να μετατρέπεται σε ανακριτική αρχή και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ενεργήσει όλες τις ανακριτικές ενέργειες, που θα διενεργούσε ο ανακριτής και κάποιες από τις οποίες απαιτούν πολύμηνες προσπάθειες. Παράλληλα, είναι προφανές ότι ορισμένες ανακριτικές ενέργειες που επιτρέπεται να διενεργηθούν για το κακούργημα (π.χ. οι ειδικές ανακριτικές πράξεις των άρθρων 254 και 255 ΚΠΔ) δεν επιτρέπονται για την εισαχθείσα στο ακροατήριο πλημμεληματική πράξη και συνεπώς η υπόθεση θα οδηγηθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ελλιπής. Εξάλλου, η διαδικασία στο αρχικά επιληφθέν δικαστήριο δεν παρέχει τις εγγυήσεις της ανακριτικής διαδικασίας, αφού, ενόψει του ότι πρόκειται για πλημμέλημα, ο κατηγορούμενος είναι πολύ πιθανό να παρίσταται αυτοπροσώπως χωρίς συνδρομή συνηγόρου, όπως προβλέπεται στην ανακριτική διαδικασία. Αξίζει εδώ να αναφερθεί η αιτιολόγηση της λύσης που δόθηκε από τον νέο ΚΠΔ, στην αρχική του μορφή, με τις παραδοχές ότι «η λύση αυτή είναι επιβεβλημένη, ενόψει των αξιώσεων δικαιότητας της διαδικασίας και της συναφούς νομολογίας του ΕΔΔΑ, αφού το έλλειμμα πληροφόρησης της κατηγορίας και αποτελεσματικής υπεράσπισης στην προδικασία δεν μπορεί να ιαθεί με διεκπεραιωτικού τύπου αναφορές ότι ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα ενός εγκλήματος ως πλημμελήματος ή κακουργήματος η κατάφαση των επαρκών ενδείξεων τέλεσής του αποτελεί σαφή βάση που θα επέτρεπε τη συνέχιση εκδίκασης της πράξης χωρίς διενέργεια ανάκρισης»[90]· οι επισημάνσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν και να αποδεικνύουν το άστοχο των επιλογών του Ν. 4855/2021· β) η τυχόν κύρια ανάκριση για πλημμέλημα, που προηγήθηκε της παραπομπής στο ακροατήριο, δεν καθιστά περιττή την διενέργεια κύριας ανάκρισης για το κακούργημα[91]. Και τούτο διότι αφενός οι επιτρεπόμενες ανακριτικές ενέργειες για το πλημμέλημα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις περιορισμένες σε σχέση με εκείνες που θα μπορούσαν να διενεργηθούν για το κακούργημα αφετέρου διότι δυσχεραίνεται η θέση του κατηγορουμένου, καθώς μπορούν να επιβληθούν σε βάρος του μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, χωρίς στην πραγματικότητα αυτός να έχει απολογηθεί για την κακουργηματική πράξη, ενώ και τα δικαιώματά του στην κύρια ανάκριση για το πλημμέλημα υστερούν σε σχέση με εκείνα που αναγνωρίζονται για τον κατηγορούμενο για κακούργημα (π.χ. ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου από τον ανακριτή για κακουργηματικές πράξεις)· γ) ο κατηγορούμενος στερείται στην πράξη του δικαιώματος να υποβάλλει αποδεικτικά αιτήματα, καθώς πληροφορείται για πρώτη φορά τον χαρακτηρισμό της διωκόμενης πράξης ως κακουργήματος με την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης. Σημειώνεται εδώ ότι κατά το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 135 Ν. 4855/2021, το δικαστήριο ενημερώνει τον κατηγορούμενο ότι προσανατολίζεται σε βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό μόνο όταν πρόκειται να εκδώσει απόφαση επί της ενοχής και όχι όταν πρόκειται να κηρυχθεί αναρμόδιο. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος θα παραπεμφθεί για κακούργημα στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου χωρίς ποτέ να έχει απολογηθεί για την πράξη αυτή. Πέραν των πιο πάνω παρατηρήσεων ορθά επισημαίνεται ότι με την παρ. 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ διανοίγεται η εν δυνάμει ακραία δικονομική δυνατότητα ένα μονομελές πλημμελειοδικείο να διαγνώσει κακούργημα και να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο[92].

VIII.- Η επίδραση της κήρυξης της αναρμοδιότητας στην παραγραφή των εγκλημάτων.

Η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού απαιτεί διάκριση μεταξύ της (μετά την κήρυξη της αναρμοδιότητας) παραπομπής της υπόθεσης στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου και της παραπομπής της στον εισαγγελέα ή της κήρυξης της ποινικής δίωξης απαράδεκτης. Ειδικότερα, διακρίνουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο και παραγραφή (άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ). Σύμφωνα με την πρώτη και κρατούσα άποψη, η οποία υποστηριζόταν και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950, η αναστολή του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων δεν απαιτεί αναγραφή στην κλήση ή στο κλητήριο θέσπισμα του αρμόδιου δικαστηρίου και επομένως η απόφαση του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου περί παραπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο δεν επαναφέρει την υπόθεση από την κύρια διαδικασία στο στάδιο της προδικασίας, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην ανατρέπεται η αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την αρχική κλήτευση του κατηγορουμένου[93]. Σύμφωνα με την δεύτερη άποψη, που είχε υποστηριχτεί κατά το παρελθόν, για την έναρξη της κύριας διαδικασίας και κατ’ αποτέλεσμα για την κατ’ άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ/1950 (ήδη άρθρο 113 παρ. 1 νέου ΠΚ) αναστολή της παραγραφής των εγκλημάτων απαιτείται κλήτευση του κατηγορουμένου σε αρμόδιο δικαστήριο[94]. Επομένως, κατά τη δεύτερη αυτή άποψη σε περίπτωση που το δικαστήριο, στο οποίο αρχικά κλήθηκε ο κατηγορούμενος να δικαστεί, κηρυχθεί αναρμόδιο και παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο η επελθούσα με την αρχική κλήτευση του κατηγορουμένου αναστολή της παραγραφής ανατρέπεται και εφόσον από την τέλεση της πράξης μέχρι την απόφαση περί παραπομπής συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο. Οι ίδιες αυτές παραδοχές εξακολουθούν να ισχύουν και υπό τον νέο ΚΠΔ για την περίπτωση που το δικαστήριο (ανεξάρτητα αν πρόκειται για μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο) μετά την κήρυξη της αναρμοδιότητάς του παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο κατ’ άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ: η απόφαση του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου περί παραπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο δεν επαναφέρει την υπόθεση από την κύρια διαδικασία στο στάδιο της προδικασίας, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην ανατρέπεται η αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την αρχική κλήτευση του κατηγορουμένου[95].

β) παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα και παραγραφή (άρθρο 120 παρ. 3 και 4 ΚΠΔ). Υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 κατά την απολύτως κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη γινόταν δεκτό, για την περίπτωση που η αναρμοδιότητα κηρυσσόταν από το μονομελές πλημμελειοδικείο ή το πταισματοδικείο, ότι η υπόθεση επανερχόταν στο στάδιο της προδικασίας, δεδομένου ότι το κλητήριο θέσπισμα, με βάση το οποίο είχε παραπεμφθεί αρχικά ο κατηγορούμενος, καθίστατο ανενεργό και ότι επομένως η επελθούσα αναστολή ανατρεπόταν[96]. Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, η εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν ήταν το αμέσως επόμενο διαδικαστικό στάδιο, αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε ο εισαγγελέας μπορούσε να διατάξει τη διενέργεια κύριας ανάκρισης ή προανάκρισης ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση η εκ νέου παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο προϋποθέτει σύνταξη και επίδοση νέου κλητηρίου θεσπίσματος και από τότε αρχίζει η αναστολή της παραγραφής. Οι ίδιες αυτές παραδοχές εξακολουθούν να ισχύουν και υπό τον νέο ΚΠΔ για την περίπτωση που το δικαστήριο (ανεξάρτητα αν πρόκειται για μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο) μετά την κήρυξη της αναρμοδιότητάς του παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα κατ’ άρθρο 120 παρ. 3 ΚΠΔ, προκειμένου να διενεργηθεί κύρια ανάκριση: η απόφαση του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου περί παραπομπής της υπόθεσης στον εισαγγελέα επαναφέρει την υπόθεση από την κύρια διαδικασία στο στάδιο της προδικασίας, με περαιτέρω αποτέλεσμα την ανατροπή της αναστολής της παραγραφής που επήλθε με την αρχική κλήτευση του κατηγορουμένου[97].

γ) κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Όπως, ήδη αναφέρθηκε και πιο πάνω στην περίπτωση, κατά την οποία κριθεί ότι η υπόθεση, που εισάγεται ενώπιον ορισμένου (είτε μονομελούς είτε πολυμελούς) δικαστηρίου, υπάγεται στη δικαιοδοσία άλλων δικαστηρίων (π.χ. των στρατιωτικών δικαστηρίων, αντί των κοινών ποινικών δικαστηρίων), τότε το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, που έχει δικαιοδοσία. Ο αρμόδιος αυτός εισαγγελέας θα πρέπει να ασκήσει νέα ποινική δίωξη, δηλαδή σαν να μην είχε προηγηθεί η ποινική δίωξη της άλλης (προηγούμενης) δικαιοδοσίας. Γίνεται αντιληπτό ότι στην περίπτωση αυτή η υπόθεση επαναφέρεται στην απαρχή της προδικασίας και επομένως η μέχρι τότε επελθούσα αναστολή της παραγραφής του εγκλήματος με την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του δικαστηρίου, που κρίθηκε ότι στερείται δικαιοδοσίας, ανατρέπεται[98]. Πρέπει, πάντως, να διευκρινιστεί εδώ ότι αν κηρυχθεί αναρμόδιο το δικαστήριο ανηλίκων και παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο κοινού ποινικού δικαστηρίου, αλλά και στην αντίστροφη περίπτωση, η αναστολή της παραγραφής δεν ανατρέπεται, ενόψει του ότι σε κάθε περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών[99].

IX.- Η αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας.

Στον χώρο της αρμοδιότητας λόγω συνάφειας και συναιτιότητας δύο είναι οι βασικές αλλαγές που επήλθαν με τον νέο ΚΠΔ: η πρώτη αφορά στο κριτήριο προσδιορισμού του καθ’ ύλη αρμόδιου δικαστηρίου για την εκδίκαση των συναφών εγκλημάτων και η δεύτερη στην κατάργηση της δυνατότητας συνεκδίκασης υποθέσεων ανηλίκων και ενηλίκων.

Σε σχέση με το δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να δικάσει τα συναφή εγκλήματα, ο προϊσχύσας ΚΠΔ/1950 υιοθετούσε το κριτήριο του βαρύτερου εγκλήματος. Αυτό δημιουργούσε σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα σε περίπτωση που το βαρύτερο έγκλημα υπαγόταν σε δικαστήριο κατώτερου βαθμού ή σε περίπτωση που ένα έγκλημα υπαγόταν στην αρμοδιότητα του ΜΟΔ και το άλλο στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου. Η αυστηρή γραμματική ερμηνεία του άρθρου 128 παρ. 1 εδ. β΄ προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αρμοδιότητα είχε το δικαστήριο, στο οποίο υπαγόταν το βαρύτερο έγκλημα, ακόμα και αν αυτό δεν ήταν το ανώτερο δικαστήριο. Ωστόσο, η μάλλον κρατούσα στη θεωρία άποψη δεχόταν την αντίθετη άποψη, υπέρ της αρμοδιότητας του ανώτερου δικαστηρίου, με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 130 παρ. 1 εδ. β΄ του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950. Το άρθρο 129 παρ. 2 του νέου ΚΠΔ καθορίζει ως αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση όλων των συναφών εγκλημάτων (όχι το αρμόδιο για την εκδίκαση του βαρύτερου εγκλήματος, αλλά) το ανώτερο, διευκρινίζοντας στο εδ. β΄ ότι το ΜΟΔ θεωρείται ανώτερο από όλα τα άλλα δικαστήρια.

Η δεύτερη καινοτομία του νέου ΚΠΔ συνίσταται στην κατάργηση της δυνατότητας συνεκδίκασης εγκλημάτων ανηλίκων και ενηλίκων. Μάλιστα, πρέπει να τονιστεί ότι η απαγόρευση αυτής της συνεκδίκασης αφορά τόσο τα συναφή εγκλήματα (άρθρο 129 παρ. 4 ΚΠΔ) όσο και την περίπτωση συμμετοχής στο έγκλημα ανηλίκων και ενηλίκων. Σε σχέση με τη νέα αυτή ρύθμιση πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις: πρώτον, σκοπός του νέου ΚΠΔ είναι η πληρέστερη προστασία των ανηλίκων και η αποφυγή νόθευσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών εκδίκασης των υποθέσεων ανηλίκων[100]· δεύτερον, σε σχέση με τα συναφή εγκλήματα η απαγόρευση αυτή αφορά σε κάθε μορφή συνάφειας του άρθρου 128 ΚΠΔ. Επομένως, καταλαμβάνει και την περ. α΄ του άρθρου 129 ΚΠΔ, δηλ. την περίπτωση που όλα τα συναφή εγκλήματα τελούνται από το ίδιο πρόσωπο, άλλα πριν την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του και άλλα μετά την ενηλικίωσή του· τρίτον, η απαγόρευση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από την ηλικία του ανήλικου δράστη κατά τον χρόνο της παραπομπής των εγκλημάτων στο ακροατήριο. Αυτό είναι εύλογο, αφού η αρμοδιότητα των δικαστηρίων ανηλίκων καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο με βάση την ηλικία του δράστη κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, χωρίς να ενδιαφέρει η ενηλικίωσή του κατά την παραπομπή ή εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο· τέταρτον, ανοικτό παραμένει το ζήτημα της δυνατότητας συνανάκρισης των πιο πάνω υποθέσεων. Ειδικότερα, η διατύπωση του άρθρου 130 παρ. 3 ΚΠΔ («η ποινική δίωξη … χωρίζεται και ο ανήλικος δικάζεται από το δικαστή ανηλίκων») μπορεί να εκληφθεί ως περιορισμός της απαγόρευσης μόνο στην συνεκδίκαση στο ακροατήριο, χωρίς πρόβλεψη αντίστοιχης απαγόρευσης στο στάδιο της προδικασίας. Ωστόσο, προσεκτικότερη ανάγνωση της διάταξης αυτής πρέπει να οδηγήσει στο αντίθετο συμπέρασμα, δηλ. του υποχρεωτικού χωρισμού των υποθέσεων ήδη από το στάδιο που καθίσταται γνωστή η ανηλικότητα του δράστη. Μόνο με τον τρόπο αυτό υλοποιείται ο στόχος των νέων διατάξεων του ΚΠΔ, αφού και στο στάδιο της προδικασίας υπάρχει μέριμνα για ιδιαίτερη προστασία των ανήλικων δραστών. Επομένως, αν εξαρχής είναι δεδομένη η ανηλικότητα, τότε η υπόθεση θα ερευνηθεί με βάση τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις για τους ανηλίκους, ενώ αν το στοιχείο αυτό προκύψει από την ανακριτική διαδικασία, τότε η υπόθεση θα χωριστεί ως προς τον ανήλικο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Αυτός, εξάλλου, είναι ο λόγος για τον οποίο στη διάταξη γίνεται λόγος για χωρισμό της ποινικής δίωξης και όχι μόνο γα εκδίκαση από το δικαστήριο ανηλίκων.

Πριν κλείσουμε την αναφορά μας στα ζητήματα αυτά πρέπει να μνημονεύσουμε και τη διάταξη του άρθρου 130 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία αναγνωρίζει τη δυνατότητα χωρισμού των υποθέσεων όχι μόνο στο δικαστήριο και στο δικαστικό συμβούλιο, όπως και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950, αλλά και στον εισαγγελέα σε περίπτωση απευθείας κλήσης. Σε σχέση με την τελευταία αυτή πρόβλεψη του νέου ΚΠΔ πρέπει να επισημάνουμε ότι απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή (αν πρόκειται για απευθείας κλήση επί πλημμελήματος μετά από διενέργεια κύριας ανάκρισης κατ’ άρθρο 308 παρ. 3 ΚΠΔ) ή του προέδρου εφετών (αν πρόκειται για απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ). Θα πρέπει να γίνει δεκτό σε σχέση με τον εισαγγελέα ότι αυτός μπορεί να διατάξει τον χωρισμό των υποθέσεων και σε κάθε άλλη περίπτωση απευθείας εισαγωγής υπόθεσης (για πλημμέλημα) στο ακροατήριο, οπότε δεν χρειάζεται σύμφωνη γνώμη άλλου δικαστικού προσώπου, όπως δεν απαιτείται τέτοια και για την απευθείας παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο.

X.- Αμφισβήτηση αρμοδιότητας μεταξύ εισαγγελέων (άρθρα 132 παρ. 2 και 35 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ).

Ο προϊσχύσας ΚΠΔ/1950 δεν περιείχε ειδικές διατάξεις για τη περίπτωση αμφισβήτησης της αρμοδιότητας μεταξύ περισσότερων εισαγγελέων. Έτσι, γινόταν δεκτό κατά μία άποψη ότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 132 ΚΠΔ, αλλά η σχετική αμφισβήτηση έπρεπε να λυθεί από τον προϊστάμενο εισαγγελέα, ενώ κατ’ άλλη άποψη η αμφισβήτηση έπρεπε να εισαχθεί στο δικαστικό συμβούλιο. Κρατούσα, όμως, ήταν η άποψη ότι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται το άρθρο 132 ΚΠΔ[101].

Ο νέος ΚΠΔ περιέλαβε ρητή διάταξη για το ζήτημα αυτό στο άρθρο 132 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά το πρότυπο της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 ΣχΚΠΔ (Μανωλεδάκη)[102],[103]. Σκοπός της νέας ρύθμισης είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος κατά τρόπο αντίθετο προς την κρατούσα υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 νομολογία του Αρείου Πάγου, προς αποφυγή παρεμβολής του δικαστικού συμβουλίου, που καθιστούσε χρονοβόρα τη διαδικασία κανονισμού αρμοδιότητας[104].

Σήμερα το άρθρο 132 παρ. 2 ΚΠΔ ορίζει ρητά ότι η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας μεταξύ εισαγγελέων κανονίζεται από τον εισαγγελέα εφετών, όταν αυτή ανακύπτει αφορά εισαγγελείς (πλημμελειοδικών) της περιφέρειάς του και σε κάθε άλλη περίπτωση (αν αφορά σε εισαγγελείς εφετών ή σε εισαγγελείς πλημμελειοδικών διαφορετικών περιφερειών) από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ειδική ρύθμιση για τον κανονισμό αρμοδιότητας μεταξύ των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και των κατά τόπους εισαγγελέων πλημμελειοδικών περιέχει το άρθρο 35 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ, που ορίζει ότι αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Η διάταξη αυτή, ως ειδικότερη, υπερισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 132 παρ. 2 ΚΠΔ.

Σε σχέση με τις διατάξεις αυτές πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: α) η αρμοδιότητα αυτή του εισαγγελέα εφετών ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι αποκλειστική και συνεπώς στις περιπτώσεις που υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο της παρ. 2 του άρθρου 132 ΚΠΔ δεν ανακύπτει αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών ή του Αρείου Πάγου· τυχόν υποβολή σχετικής αίτησης στο συμβούλιο εφετών ή του Αρείου Πάγου στις περιπτώσεις αυτές είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, χωρίς μάλιστα να τίθεται ζήτημα παραπομπής της αίτησης στον αρμόδιο εισαγγελέα[105], β) αν η σύγκρουση αρμοδιότητας αφορά στους Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος και σε άλλο εισαγγελέα εφετών, που κατ’ άρθρο 32 ΚΠΔ έχει δικαίωμα να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση, είναι προφανές ότι θα εφαρμοστεί ο γενικός κανόνας του άρθρου 132 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠΔ και αρμόδιος θα είναι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και γ) αν η σύγκρουση της αρμοδιότητας ανακύψει μεταξύ εισαγγελέων διαφορετικών δικαιοδοσιών (π.χ. μεταξύ εισαγγελέα των κοινών ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελέα στρατιωτικού δικαστηρίου), θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι εφαρμόζεται αναλογικά η παρ. 1 του άρθρου 132 ΚΠΔ και αρμόδιος για τον κανονισμό της αρμοδιότητας είναι ο Άρειος Πάγος, καθώς η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι αναγνωρίζεται μεταξύ εισαγγελέων που υπάγονται στην ίδια δικαιοδοσία. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 200 παρ. 1 ΣΠΚ, που στα πλαίσια της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων αναθέτει στον εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

———-

* Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών της 13-14.10.2022 με τίτλο «Ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή στην πράξη των νέων Ποινικών Κωδίκων και ιδίως μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4855/2021».

[1] Βλ. σχετ. Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία, 10η έκδ. (2021), αριθ. 82, σελ. 53, ο οποίος ενώ αναγνωρίζει καταρχήν την ανάγκη εκδίκασης της βαριάς εγκληματικότητας από πολυπρόσωπα δικαιοδοτικά όργανα, δέχεται τελικά την αναγκαιότητα λειτουργίας των μονομελών εφετείων για την κατ’ ουσία εκδίκαση περιορισμένου αριθμού κακουργημάτων.

[2] Βλ. έτσι και Α.Τριανταφύλλου, οι αλλαγές του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων και στα ένδικα μέσα, ΤιμΤομ Ι.Γιαννίδη «το ποινικό δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση», 2020, σελ. 726-727.

[3] Βλ. ενδ. ΣυμβΑΠ 517/2021 (: για τη ληστεία), NOMOS. Βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ο νέος ΚΠΔ (επιμέλεια Λ.Μαργαρίτη), 2020, άρθρο 110, αριθ. 16, σελ. 512.

[4] Βλ. έτσι και την Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4055/2012, με τον οποίο ιδρύθηκε για πρώτη φορά το μονομελές εφετείο.

[5] Βλ. έτσι και Λ.Μαργαρίτη, παρατηρήσεις στις ΣυμβΕφΛαρ 163/2021 και ΣυμβΠλημΛαρ 532/2021, ΠοινΔικ (2022), σελ. 130 επ., Ι.Ναζίρη, παρατηρήσεις στις ΣυμβΕφΛαρ 163/2021 και ΣυμβΠλημΛαρ 532/2021, Αρμ (2022), σελ. 648 επ.· πρβλ έτσι και ΣυμβΕφΛαρ 163/2021, ΠοινΔικ (2022), 121, Αρμ (2022), 632. Πρβλ όμως αντίθ. ΣυμβΠλημΛαρ 532/2021, ΠοινΔικ (2022), 127, Αρμ (2022), 647.

[6] Βλ. σχετ. και π.κ., στην παράγραφο III.

[7] Βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 110, αριθ. 16, σελ. 512 και άρθρο 111, αριθ. 10, σελ. 521.

[8] Βλ. έτσι και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 109, αριθ. 2, σελ. 489 και άρθρο 111, αριθ. 10, σελ. 522-523.

[9] ΑΠ 192/1958, ΠοινΧρ (Η/1958), 477, ΑΠ 112/1955, ΠοινΧρ (Ε/1955), 290, Κ.Γκρόζος, παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΘεσ 6636/1998, Υπερ (1998), σελ. 1277, Α.Κονταξής, κώδικας ποινικής δικονομίας, δ΄ έκδ. (2006), άρθρο 111, σελ. 917-918.

[10] Βλ. σχετ. και ΓνωμΕισΑΠ (Ι.Γραφανάκη) 2/1972, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 172, Κ.Βουγιούκα, ποινικόν δικονομικόν δίκαιο, τομ. Ι, ζ΄ έκδ. (1988), σελ. 121, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 111, σελ. 918, Μ.Παπαδογιάννη, ερμηνεία και νομολογία κατ’ άρθρον του κώδικος ποινικής δικονομίας, 1981, άρθρο 111, σελ. 233, Π.Ραπτόπουλο, ο Διοικητής του Αγίου Όρους είναι πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας; Υπερ (1998), σελ. 1328.

[11] Διατάξεις προγενέστερες του νέου ΚΠΔ που αναγνώριζαν την ιδιότητα αυτή σε άλλα πρόσωπα καταργήθηκαν με το άρθρο 586 περ. δ΄ ΚΠΔ. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 586 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό και με το άρθρο 590 παρ. 4 ΚΠΔ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι για τις υποθέσεις που δεν δικάστηκαν σε πρώτο βαθμό μέχρι και την 30.6.2019 τα πρόσωπα αυτά δεν υπάγονται στην ιδιάζουσα δωσιδικία, ενώ για τις υποθέσεις που ήδη δικάστηκαν σε πρώτο βαθμό μέχρι τον χρόνο αυτό η λόγω ιδιάζουσας δωσιδικίας καθ’ ύλη αρμοδιότητα δεν ανατρέπεται (βλ. έτσι ορθά και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 75, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα-Ένδικα μέσα), Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 686).

[12] Βλ. σχετ. ΣυμβΑΠ 35/2012, ΠοινΔικ (2012), 990, ΠραξΛογΠΔ (2012), 48, ΕλλΔνη (53/2012), 1468, ΣυμβΑΠ 1751/2011, ΠοινΧρ (ΞΒ/2012), 581, οι οποίες έκριναν ορθά ότι η ιδιάζουσα δωσιδικία ισχύει μόνο για τους δικηγόρους που έχουν εγκατασταθεί και παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην ελληνική επικράτεια. Βλ. πάντως ΠλημΑθ 2450/1983 (με αντίθ. ΕισΠροτ (Ε.Κομκοτού)), ΕλλΔνη (25/1984), 749, η οποία θεώρησε -προφανώς εσφαλμένα- ότι την ιδιάζουσα δωσιδικία έχουν όλοι οι αλλοδαποί (και εκτός Ε.Ε.) δικηγόροι, ακόμα και αν δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.

[13] Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 32, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 560· βλ. σχετ. υπό το αντίστοιχο καθεστώς του Π.Δ. 92/1994 ΣυμβΠλημΤρικ 204/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 713, υπό το αντίστοιχο καθεστώς του Π.Δ. 265/1989 ΣυμβΠλημΚαρδ 116/1990, Υπερ (1991), 922 και υπό το αντίστοιχο καθεστώς του Π.Δ. 650/1974 Π.Καίσαρη, κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, 1982, άρθρο 111, σελ. 1385, Μ.Παπαδογιάννη, ό.π., άρθρο 111, σελ. 234.

[14] Αντίστοιχες εξαιρέσεις είχαν περιληφθεί κατά το παρελθόν και σε άλλες διατάξεις, όπως για παράδειγμα: α) στο άρθρο 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987 σχετικά με τα προβλεπόμενα στον Α.Ν. 86/1967 «περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολήν και την απόδοσιν εισφορών εις Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως» πλημμελήματα (ΣυμβΑΠ 1309/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 596, ΣυμβΑΠ 1038/2008, ΠοινΔικ (2009), 42, Αρμ (2008), 959, ΣυμβΑΠ 1036/2008, NOMOS, ΑΠ 825/1990, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 207, ΣυμβΠλημΧίου 29/2017, ΕλλΔνη (59/2018), 593, Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 31, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 559-560)· η διάταξη αυτή, όμως, καταργήθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 586 ΚΠΔ και την προσθήκη νέας περ. θ΄ με το άρθρο 169 Ν. 4855/2021, και συνεπώς και για τα εγκλήματα αυτά ισχύει ως προς τα πρόσωπα του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ ο θεσμός της ιδιάζουσας δωσιδικίας. Σημειώνεται ότι κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4855/2021 διευκρινίζεται πως με την τροποποίηση αυτή του άρθρου 586 ΚΠΔ «επιδιώκεται να αποτυπωθεί η βούληση του νομοθέτη για ίση μεταχείριση ως προς όλα τα πλημμελήματα», β) στο άρθρο 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987 σχετικά με το προβλεπόμενο στο άρθρο μόνον παρ. 1 Α.Ν. 690/1945 πλημμέλημα της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών (ΑΠ 825/1990, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 207, ΣυμβΠλημΧίου 29/2017, ό.π., Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 31, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 559-560, Θ.Σάμιος, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο (Άρθρο μόνο Α.Ν. 690/1945), ΔΦΝ (2003), σελ. 855)· η διάταξη αυτή, όμως, καταργήθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 586 ΚΠΔ και την προσθήκη νέας περ. θ΄ με το άρθρο 169 Ν. 4855/2021, και συνεπώς και για το έγκλημα αυτό ισχύει ως προς τα πρόσωπα του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ ο θεσμός της ιδιάζουσας δωσιδικίας, γ) στο άρθρο 66 Ν.Δ. 136/1946 σχετικά με τα προβλεπόμενα σ’ αυτό αγορανομικά αδικήματα (Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 32, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 560, Π.Καίσαρης, άρθρο 111, σελ. 1384-1385, Α.Μπουρόπουλος, ερμηνεία του κώδικος ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (1957), άρθρο 111, σελ. 162)· το Ν.Δ. 136/1946 καταργήθηκε στο σύνολό του με το άρθρο 48 παρ. 2 Ν. 4177/2013, χωρίς να περιληφθεί στον νέο νόμο αντίστοιχη διάταξη, δ) στο άρθρο 117 παρ. 1 εδ. α΄ προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 σχετικά με τα εγκλήματα της εξύβρισης ή δυσφήμησης μέλους του δικαστηρίου, που τελούνται στο ακροατήριο του δικαστηρίου· ήδη σήμερα ο νέος ΚΠΔ δεν προβλέπει άμεση εκδίκαση των εγκλημάτων που τελούνται στο ακροατήριο και ε) το άρθρο 3 Α.Ν. 710/1945 «περί διώξεως και τιμωρίας των παραβάσεων της περί προστασίας Εθνικού Νομίσματος νομοθεσίας και των αγορανομικών αδικημάτων» σχετικά με τα προβλεπόμενα σ’ αυτόν αδικήματα (Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 111, σελ. 1385, Α.Μπουρόπουλος, ό.π., άρθρο 111, σελ. 162, Μ.Παπαδογιάννης, ό.π., άρθρο 111, σελ. 234, Α.Τούσης, κώδιξ ποινικής δικονομίας, γ΄ έκδ. (1981), άρθρο 111, σελ. 184), διάταξη που πάντως σήμερα δεν έχει εφαρμογή μετά την κατάργηση με το άρθρο 26 παρ. 10 Ν. 2076/1992 των διατάξεων που προέβλεπαν ποινικές κυρώσεις για την παράβαση της νομοθεσίας περί συναλλάγματος (Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 32, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 560, Α.Τριανταφύλλου, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, 2005, σελ. 98, σημ. 217).

[15] Βλ. τις ορθές αυτές επισημάνσεις σε Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 22-23, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Α΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 417-418, Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 21.

[16] Βλ. και Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 21.

[17] Έτσι ΑΠ 708/2019, ΠραξΛογΠΔ (2020), 28, που έκρινε ότι δεν είναι αναιρετέα η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αν η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως δικηγόρου δεν γνωστοποιήθηκε μέχρι την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Βλ. έτσι και από τη θεωρία Λ.Μαργαρίτη, ποινική δικονομία- ένδικα μέσα, τομ. IV, 2014, σελ. 769.

[18] Βλ. έτσι ορθά Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 17, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Α΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 416, Γ.Συλίκο, καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και μάλιστα σε περίπτωση κατηγορουμένου δικηγόρου και γενικώς προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας, ΠραξΛογΠΔ (2020), σελ. 218 επ.

[19] Βλ. και Γ.Συλίκο, ό.π., σελ. 219.

[20] Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 113, αριθ. 1, σελ. 550.

[21] Είναι αυτονόητο ότι η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων ανηλίκων καθορίζεται με βάση την in abstracto απειλούμενη στον νόμο ποινή, η οποία αποτυπώνει τη βαρύτητα του εγκλήματος και όχι με βάση τη δυνατότητα επιβολής μειωμένης ποινής (βλ. έτσι ενδ. ΜΟΔΘηβ 345-346/2004, ΑρχΝ (2005), 571, Θ.Δαλακούρα, ποινικό δικονομικό δίκαιο, τομ. Ι, β΄ έκδ. (2019), αριθ. 357, σελ. 325-326, Λ.Μαργαρίτη, εμβάθυνση στην ποινική δικονομία, 2006, σελ. 973 επ., Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 113, αριθ. 13, σελ. 559). Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι για τα εγκλήματα αυτά το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων μπορεί να επιβάλει στον ανήλικο είτε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είτε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα· για τη θεμελίωση της αρμοδιότητας του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων αρκεί η δυνατότητα επιβολής της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, χωρίς να καθίσταται υποχρεωτική η επιβολή της ποινής αυτής.

[22] Βλ. έτσι και ΣυμβΠλημΘεσ 253/2020, Αρμ (2020), 1918, Κ.Κοσμάτο, παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 253/2020, Αρμ (2020), σελ. 1924-1925· βλ. όμως αντίθ. υπέρ της πρώτης εκδοχής ΜονΠλημΧαλκιδ 6903/2008, ΠοινΔικ (2011), 482.

[23] Θ.Δαλακούρας, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 113.

[24] Βλ. έτσι ΕΔΔΑ Κυπριανού κατά Κύπρου της 15.12.2005 (αριθ. προσφυγής 73797/01), η οποία δέχθηκε παραβίαση της κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ απαίτησης για εκδίκαση της υπόθεσης από αμερόληπτο δικαστήριο, διότι οι δικαστές που έγιναν δέκτες της συμπεριφοράς συνηγόρου του κατηγορουμένου, η οποία στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε ως καταφρόνηση του δικαστηρίου, έλαβαν την απόφαση για ποινική δίωξη του συνηγόρου, εκδίκασαν τα θέματα που προέκυπταν από τη συμπεριφορά του συνηγόρου, αποφάσισαν για την ενοχή του και επέβαλαν σ’ αυτόν ποινική κύρωση

[25] Κατά την ορθότερη άποψη τα πρακτικά της δίκης, όπου κατ’ άρθρο 141 παρ. 1 ΚΠΔ καταχωρείται η κατά τη διάρκεια της δίκης διάπραξη εγκλήματος, ως αξιόλογο γεγονός, επέχουν θέση έκθεσης (έτσι ΣυμβΠλημΙωαν 10/1982, Αρμ (1982), 755 επ. (759), Ι.Ζησιάδης, ποινική δικονομία, τομ. Α΄, γ΄ έκδ. (1976), σελ. 323, Γ.Κτιστάκης, η ποινική διαδικασία, 2006, σελ. 82, ο ίδιος, άσκηση ποινικής δίωξης και ο εισαγγελέας πρωτοδικών, 2003, σελ. 65, Α.Μπουρόπουλος, ό.π., άρθρο 38, σελ. 59, Μ.Παπαδογιάννης, ό.π., άρθρο 38, σελ. 90, Μ.Παπαχρήστου, ο νέος ΚΠΔ (επιμέλεια Λ.Μαργαρίτη), 2020, άρθρο 39, αριθ. 7, σελ. 138, Α.Τούσης, ό.π., άρθρο 38, σελ. 59∙ πρβλ και ΣυμβΑΠ 279/1963, ΠοινΧρ (ΙΓ/1963), 609).

[26] Αν πρόκειται για έγκλημα που τελεί πρόσωπο, που υπάγεται στη στρατιωτική δικαιοσύνη, η έκθεση θα διαβιβαστεί στον εισαγγελέα του αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου.

[27] Και εδώ για την εφαρμογή της διάταξης αυτής επί εγκλήματος που διώκεται μόνο κατ’ έγκληση, θα πρέπει προηγουμένως να υποβληθεί έγκληση από τον δικαιούχο, ακόμα και με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά (βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 116, αριθ. 9, σελ. 575).

[28] Βλ. έτσι Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, 6η έκδ. (2019), σελ. 129-130, Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, άρθρο 116, αριθ. 2-6, σελ. 316-317, Κ.Φράγκο, κώδικας ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), άρθρο 116, αριθ. 1, σελ. 484.

[29] Τονίζεται εδώ ότι η απόφαση του δικαστηρίου να διατάξει τη σύλληψη του δράστη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα δεν δεσμεύει τον τελευταίο να εφαρμόσει την αυτόφωρη διαδικασία, αλλά αυτός παραμένει ο μόνος αρμόδιος να κρίνει κατ’ άρθρο 417 ΚΠΔ αν συντρέχουν λόγοι να μην εφαρμοστεί η αυτόφωρη διαδικασία.

[30] Βλ. έτσι ορθά Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 116, αριθ. 1, σελ. 573· πρβλ και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 34, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 561, Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 113.

[31] Τονίζεται ότι η επιλογή της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί ανήκει στην κρίση όλου του δικαστηρίου και όχι μόνο του διευθύνοντος τη συζήτηση.

[32] Βλ. σχετ. και Α.Καρρά, ό.π., σελ. 129, κατά τον οποίο η πρόταξη της διαδικασίας του άρθρου 39 ΚΠΔ υποδεικνύει ως ορθότερη την επιλογή της διαδικασίας αυτής.

[33] Βλ. και Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 113.

[34] Βλ. και Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4855/2021.

[35] Βλ. και Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 29.

[36] Βλ. για τη δυνατότητα αυτή και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 35, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 561, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 25.

[37] Η διάταξη του άρθρου 119 ΚΠΔ συνιστά εξαίρεση του γενικού κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 120 ΚΠΔ και υπηρετεί την οικονομία της δίκης (Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 598, Α.Τριανταφύλλου, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, 2005, σελ. 153· πρβλ και Λ.Μαργαρίτη, γνωμοδότηση επί της ΤριμΠλημΘεσ 15786/2001, ΠοινΔικ (2002), σελ. 140).

[38] Άρα δεν είναι αναγκαίο να πρόκειται για ελαφρύτερο έγκλημα.

[39] ΑΠ 711/1999, ΝοΒ (47/1999), 1461 (περίλ.), ΤριμΠλημΞανθ 438/2006, ΠοινΔικ (2007), 13, ΜονΠλημΣαμ 69/1971, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 325, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 119, σελ. 953, Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 598.

[40] Βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 598.

[41] Χ.Σεβαστίδης, παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΝαυπλ 583/2007, ΠοινΔικ (2009), σελ. 174, Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 598· βλ. όμως αντίθ. Α.Στάικο, επίτομος ερμηνεία ελληνικής ποινικής δικονομίας, 1951, άρθρο 119, σελ. 506, ο οποίος θεωρεί ότι η αρμοδιότητα επαφίεται στην περίπτωση αυτή στη διακριτική εξουσία του δικάζοντος δικαστηρίου.

[42] Βλ. έτσι ΠεντΕφΘεσ 414/2005, ΠοινΔικ (2005), 697, Αρμ (2005), 762, Μ.Παπαδογιάννη, ό.π., άρθρο 119, σελ. 253, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 3, σελ. 599, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 154.

[43] Βλ. και ΑΠ 290/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 115, ΑΠ 2454/2003, ΠοινΛογ (2003), 2613, ΤριμΠλημΠειρ 248/2002, παραπέμπεται από Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 158-159, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 119, σελ. 953-954, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 117, σελ. 72, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 599.

[44] Έτσι και Θ.Δαλακούρας, ποινικό δικονομικό δίκαιο, τομ. Ι, β΄ έκδ. (2019), αριθ. 338, σελ. 306, σημ. 779, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 119, σελ. 1478, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 120, σελ. 957, Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 4, σελ. 600, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 153-154, Α.Μπουρόπουλος, παρατηρήσεις, ΠοινΧρ (Β/1952), σελ. 563-564.

[45] ΑΠ 223/1956, ΠοινΧρ (ΣΤ/1956), 491, ΑΠ 122/1956, ΠοινΧρ (ΣΤ/1956), 301, ΤριμΕφΘεσ 111/1999, ΠοινΔικ (1999), 458, ΤριμΕφΠειρ 415/1999, Υπερ (2000), 575, ΝοΒ (48/2000), 544, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 119, σελ. 1477, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 119, σελ. 954, Λ.Μαργαρίτης, παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΠειρ 415/1999, Υπερ (2000), σελ. 576-577, Α.Παπαδαμάκης, ποινική δικονομία, 8η έκδ. (2018), αριθ. 118, σελ. 91, Α.Τούσης, ό.π., άρθρο 119, σελ. 198, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 168· βλ. όμως αντίθ. μεμονωμένα την ΤριμΕφΘεσ 84/2002, ΠοινΔικ (2002), 375.

[46] Έτσι Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 577, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 170-171.

[47] Βλ. σχετ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 5, σελ. 601.

[48] Το άρθρο 119 περ. β΄ νέου ΚΠΔ στην αρχική του μορφή, δηλ. πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 111 Ν. 4855/2021, δεν διευκρίνιζε αν η κατ’ εξαίρεση αυτή αρμοδιότητα αναγνωριζόταν μόνο όταν το δικάζον δικαστήριο ήταν ανώτερο του καθ’ ύλη αρμοδίου ή και σε περίπτωση που αυτό ήταν κατώτερο του τελευταίου. Ωστόσο, είχε γίνει δεκτό ότι και στην περ. β΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ, υπό την αρχική του μορφή, μόνο το ανώτερο (του καθ’ ύλη αρμοδίου) δικαστήριο μπορούσε να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη (βλ. έτσι Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 114, Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 36-37, Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία, 9η έκδ. (2019), αριθ. 112, σελ. 64, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 5, σελ. 601)· ορθότερη, όμως, υπό την αρχική μορφή της διάταξης του άρθρου 119 περ. β΄ νέου ΚΠΔ ήταν μάλλον η αντίθετη άποψη (βλ. έτσι και Α.Τριανταφύλλου, οι αλλαγές του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων και στα ένδικα μέσα, ΤιμΤομ Ι.Γιαννίδη «το ποινικό δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση», 2020, σελ. 728-729).

[49] Βλ. έτσι ορθά και Θ.Δαλακούρα, ποινικό δικονομικό δίκαιο, τομ. Ι, β΄ έκδ. (2019), αριθ. 338, σελ. 305, Α.Τριανταφύλλου, οι αλλαγές του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων και στα ένδικα μέσα, ΤιμΤομ Ι.Γιαννίδη «το ποινικό δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση», 2020, σελ. 729.

[50] Επισημαίνεται ότι δεν εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 120 ΚΠΔ, όταν το δικαστήριο διαπιστώνει την έλλειψη δικαιοδοσίας, π.χ. διότι η υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Σε μία τέτοια περίπτωση το δικαστήριο δεν κηρύσσει απλά την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του, αλλά κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία για τη συγκεκριμένη περίπτωση.

[51] Για τη δικαιολόγηση της επιλογής αυτής η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4637/2019 αναφέρει ότι «η κατάργηση του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 120 που διαλάμβανε ότι «το μονομελές πλημμελειοδικείο παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα» κρίθηκε αναγκαία αφενός για λόγους οικονομίας της δίκης και αφετέρου γιατί η επί μονομελούς πλημμελειοδικείου διάσπαση του κανόνα παραπομπής της υπόθεσης από το αναρμόδιο δικαστήριο κατευθείαν στο αντίστοιχο αρμόδιο δεν είχε επαρκή δικαιολόγηση, αφού δεν συνδεόταν με ζητήματα περικοπής υπερασπιστικών δικαιωμάτων, όπως επί κακουργημάτων όπου η διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα για να ακολουθηθεί κυρία ανάκριση είναι ενόψει της δίκαιης δίκης επιβεβλημένη».

[52] Βλ. και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 79, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 688, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 1, σελ. 605 και αριθ. 4, σελ. 608.

[53] Βλ. και Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 116, Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία, 10η έκδ. (2021), αριθ. 114, σελ. 70, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 4, σελ. 608.

[54] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 92, σημ. 143, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 693, σημ. 137, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 1, σελ. 605 και αριθ. 10, σελ. 610-611· βλ. πάντως Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, άρθρο 120, αριθ. 4, σελ. 321, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 114, σελ. 69, οι οποίοι και υπό το νέο καθεστώς εξακολουθούν να δέχονται ότι η παραπεμπτική απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος.

[55] Είναι αυτονόητο ότι, όπως κάθε απόφαση, έτσι και η απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο, πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη (βλ. άρθρο 139 ΚΠΔ) και μάλιστα ως προς όλες τις διατάξεις της, δηλαδή σχετικά με την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, αλλά και σε σχέση με την λήψη ή διατήρηση μέτρων δικονομικού καταναγκασμού.

[56] Βλ. έτσι και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 7, σελ. 609.

[57] Βλ. έτσι και Θ.Δαλακούρα, ποινικό δικονομικό δίκαιο, τομ. Ι, β΄ έκδ. (2019), αριθ. 337, σελ. 303, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 114, σελ. 70, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 7, σελ. 610

[58] Βλ. έτσι ορθά Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 7, σελ. 610.

[59] Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 7, σελ. 610.

[60] Βλ. έτσι και ΑΠ 2368/2009, ΠοινΔικ (2010), 924 (περίλ.), Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 17, σελ. 616.

[61] Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 8, σελ. 610

[62] Βλ. έτσι και υπό τον νέο ΚΠΔ Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 11, σελ. 612.

[63] Βλ. έτσι ΑΠ 127/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 338, ΑΠ 818/2011, ΠοινΔικ (2011), 1360 (περίλ.), Αρμ (2013), 106, ΤριμΕφΘεσ 663,682/2000, ΠοινΔικ (2001), 385, ΤριμΕφΘεσ 72/2000, Υπερ (2000), 848, ΤριμΕφΘεσ 260/1998, ΠοινΔικ (1999), 132, Θ.Δαλακούρα, ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α΄, 2003, σελ. 102, Α.Κονταξή, άρθρο 120, σελ. 959, σημ. 4, Α.Τριανταφύλλου, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, 2005, σελ. 166∙ βλ. όμως αντίθ. Α.Στάικο, ό.π., άρθρο 120, σελ. 518.

[64] Για την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης σε σχέση με την λήψη ή διατήρηση μέτρων δικονομικού καταναγκασμού βλ. και π.π., παραπομπή 55.

[65] Βλ. έτσι και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 12, σελ. 612-613.

[66] Βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 12, σελ. 613.

[67] Αξίζει εδώ να αναφερθεί προς καλύτερη κατανόηση των εξουσιών του δικαστηρίου ότι κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4637/2019, με το άρθρο 7 παρ. 14 του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ, «η πρόβλεψη του εδ. β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 120 … απηχεί τις δικαιοκρατικές αξιώσεις άμεσης εκ νέου αντιμετώπισης των ζητημάτων που συνδέονται με την παραπομπή του κατηγορουμένου. Προς αποφυγή καταχρήσεων οφείλει να διασαφηνιστεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει ως πεδίο αναφοράς τις περιπτώσεις αναρμοδιότητας δικαστηρίων κακουργημάτων, όπως λ.χ. της αναρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου που παραπέμπει στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων ή της αναρμοδιότητας του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων που παραπέμπει στο ΜΟΔ. Στις περιπτώσεις αναρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου που παραπέμπει σε μονομελές πλημμελειοδικείο ή αντιστρόφως, η εφαρμογή των εξουσιών του άρθρου 315 είναι κατά κανόνα νοητή στις περιπτώσεις άρσης των τυχόν τεθέντων περιοριστικών όρων ή το πρώτον επιβολής τους σε εξαιρετικές περιστάσεις».

[68] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 93, σημ. 143, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 694, σημ. 137, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 115, σελ. 71.

[69] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 92, σημ. 143, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 693-694, σημ. 137, Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, 6η έκδ. (2019), σελ. 131, Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, άρθρο 120, αριθ. 9, σελ. 322-323, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 15, σελ. 615-616· βλ., πάντως, έτσι και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 ΑΠ 127/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 338, ΑΠ 497/2014, ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), 19, ΝοΒ (62/2014), 1681, Αρμ (2014), 1913, Λ.Μαργαρίτη, ποινική δικονομία- ένδικα μέσα, τομ. ΙΙΙ (έφεση κατά αποφάσεων), 2013, σελ. 125, Κ.Χατζηιωάννου, ένδικα μέσα κατά αποφάσεων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ΠοινΔικ (2013), σελ. 1013.

[70] Βλ. έτσι και ΑΠ 2368/2009, ΠοινΔικ (2010), 924 (περίλ.), Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 17, σελ. 616.

[71] Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την απόρριψη της έφεσης, είτε παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα είτε δικάσει την υπόθεση το ίδιο, υποπίπτει σε υπέρβαση εξουσίας και η απόφασή του είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ (ΑΠ 846/2002, ΠοινΛογ (2002), 998, ΠραξΛογΠΔ (2002), 208, ΑΠ 1294/1992, ΠοινΧρ (ΜΒ/1992), 931, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 17, σελ. 616).

[72] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 104-105, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 820, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 17, σελ. 617.

[73] Βλ. έτσι και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 14, σελ. 614· βλ. έτσι και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 ΑΠ 1952/2018, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 513, ΑΠ 1951/2018, ΠραξΛογΠΔ (2019), 27, ΑΠ 849/2009 (: όταν ο κατηγορούμενος είναι παρών δεν απαιτείται επίδοσή της), ΠοινΧρ (Ξ/2010), 209, ΑΠ 1588/2007 (: ρητά διευκρινίζει ότι αν η παραπεμπτική απόφαση εκδόθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, δεν απαιτείται επίδοσή της σ’ αυτόν και για τον λόγο αυτό δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας της κλήσης), ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 522, ΑΠ 1033/1978, ΠοινΧρ (ΚΘ/1979), 157, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 120, σελ. 959 και 961, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 166, Α.Τούση, ό.π., άρθρο 120, σελ. 200.

[74] ΑΠ 1952/2018, ό.π., ΑΠ 849/2009, ό.π., ΑΠ 1588/2007, ό.π.

[75] Βλ. σχετ. και ΑΠ 1951/2018, ό.π., ΑΠ 127/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 338, ΑΠ 1033/1978, ό.π., ΣυμβΑΠ 135/1962, ΠοινΧρ (ΙΒ/1962), 414, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 120, σελ. 1486, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 120, σελ. 959 και 961, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 166.

[76] Οι συνέπειες της επίδοσης της κλήσης για εμφάνιση στο αρμόδιο δικαστήριο πριν την επίδοση ή πριν το αμετάκλητο της παραπεμπτικής απόφασης είναι ανάλογες με τις συνέπειες που επέρχονται στην περίπτωση εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο με παραπεμπτικό βούλευμα, πριν το τελευταίο καταστεί αμετάκλητο.

[77] Βλ. και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 102 επ., σημ. 161, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 819 επ., σημ. 155, Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, άρθρο 120, αριθ. 10, σελ. 323.

[78] Βλ. σχετ. ΑΠ 127/2016, ό.π., ΣυμβΑΠ 135/1962, ό.π., ΕφΑθ 819/1983, ΠοινΧρ (ΛΔ/1984), 961, ΕφΑθ 101/1962, ΠοινΧρ (ΙΒ/1962), 108 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Χ.Λάζαρη)), ΜΟΔΚυπαρ 47-50,57-63/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 33, Γ.Καλφέλη, η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως, 1990, σελ. 35, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 120, σελ. 961, Λ.Μαργαρίτη, παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΛαρ (Κ.Ηρακλείδη) 10/1979, Αρμ (1979), σελ. 577, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 14, σελ. 614, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 168, Α.Τούση, ό.π., άρθρο 120, σελ. 200.

[79] Βλ. σχετ. και Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 116, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 1, σελ. 605. Βλ. και τις σχετικές επισημάνσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4637/2019.

[80] Υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 γινόταν δεκτό ότι υποχρέωση του πολυμελούς δικαστηρίου για παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο ανέκυπτε και όταν έκρινε ότι η εισαχθείσα ενώπιόν του υπόθεση είχε βαρύτερο χαρακτήρα κακουργήματος, ακόμα και αν για την υπόθεση αυτή δεν είχε προηγηθεί διενέργεια κύριας ανάκρισης (ΑΠ 818/2011, ΠοινΔικ (2011), 1360 (περίλ.), ΑΠ 2454/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), 915, ΠοινΛογ (2003), 2613, Β.Αδάμπας, ΚΠΔ (επιμέλεια Λ.Μαργαρίτη), β΄ έκδ. (2011), άρθρο 246, αριθ. 7, σελ. 904, Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 18, σελ. 618∙ πρβλ έτσι και Α.Ζύγουρα, αι δικονομικαί προϋποθέσεις δια την εισαγωγήν εις δίκην του κατηγορουμένου, ΠοινΔικ (1998), σελ. 904, Υπερ (1999), σελ. 743, Αρμ (1999), σελ. 1634, ΑρχΝ (1999), σελ. 305. Βλ. όμως αντίθ. ΑΠ 1275/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 439, ΠοινΔικ (2011), 700, ΠραξΛογΠΔ (2010), 531, ΝοΒ (59/2011), 409 (περίλ.)).

[81] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 82, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 689, Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 114-115, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 18, σελ. 620.

[82] Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 18, σελ. 619

[83] Βλ. έτσι ορθά Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 85, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 690.

[84] Βλ. έτσι Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 88, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 692.

[85] Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4855/2021 «με την προσθήκη νέας παρ. 4 αποφεύγεται η επαναφορά της υπόθεσης στην προδικασία, αφού η αποδεικτική διαδικασία του ακροατηρίου υποκαθιστά την κυρία ανάκριση, επανάληψη της οποίας δεν είναι αναγκαία εάν ήδη αυτή είχε διενεργηθεί. Έτσι και η ταχύτητα της δίκης προωθείται και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν παραβλάπτονται».

[86] Βλ. έτσι και Ι.Ναζίρη, παρατηρήσεις στην ΜονΠλημΝαξ 393/2021, Αρμ (2022), σελ. 653.

[87] Βλ. τις ορθές αυτές επισημάνσεις και σε Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 116, σελ. 71.

[88] Βλ. έτσι ορθά και ΜονΠλημΝαξ 393/2021, Αρμ (2022), 651, Ι.Ναζίρη, παρατηρήσεις στην ΜονΠλημΝαξ 393/2021, Αρμ (2022), σελ. 653.

[89] Θετική υποδοχή των νέων ρυθμίσεων βλ. σε Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 40.

[90] Βλ. έτσι Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 115.

[91] Σκέψεις γύρω από το ζήτημα αυτό υπό την αρχική μορφή του άρθρου 120 νέου ΚΠΔ βλ. και σε Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 88-89, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 692, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 18, σελ. 619.

[92] Α.Παπαδαμάκης, ό.π., αριθ. 116, σελ. 71.

[93] ολΑΠ 2/1997, ΠοινΧρ (ΜΖ/1997), 1029, ΝοΒ (45/1997), 833 (με αντίθ. παρατ. Χ.Αργυρόπουλου), ΑΠ 512/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 683, ΠοινΔικ (2017), 219 (περίλ.), ΑΠ 771/2015, NOMOS, ΑΠ 566/2013, NOMOS, ΑΠ 1063/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 360, ΠειρΝομ (2013), 179, ΑΠ 2061/2007, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 738, ΑΠ 1381/2004, ΠοινΔικ (2004), 1343, ΑΠ 1249/2000, ΠοινΧρ (ΝΑ/2001), 436, ΠοινΔικ (2001), 228, ΕλλΔνη (41/2000), 1477, ΑΠ 835/1998, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), 437, ΑΠ 1170/1997, ΝοΒ (46/1998), 557, ΤριμΕφΠατρ 19/1998, ΠοινΔικ (1998), 984, ΣυμβΕφΘεσ 539/1997, Υπερ (1997), 1255, ΣυμβΠλημΑθ 3790/2011, ΠοινΔικ (2011), 1171, ΣυμβΠλημΑθ 220/2001, ΠοινΛογ (2001), 1480, Α.Παπαδαμάκης, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), 8η έκδ. (2018), αριθ. 122, σελ. 94∙ πρβλ και ΑΠ 1588/2007, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 522.

[94] ΑΠ 1411/1996, ΠοινΧρ (ΜΖ/1997), 1005, Υπερ (1997), 307, ΕφΑθ 4644/1996, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 1709, ΣυμβΠλημΧίου 29/2017, ΕλλΔνη (59/2018), 593, ΣυμβΠλημΛαρ 119/1990, Υπερ (1991), 1181, ΠλημΘηβ 129/1969, ΠοινΧρ (ΙΘ/1969), 494, ΠλημΚορ 113/1971, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 403, Χ.Αργυρόπουλος, παρατηρήσεις στην ολΑΠ 2/1997, ΝοΒ (45/1997), σελ. 835, Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, παρατηρήσεις στην ΑΠ 1411/1996, Υπερ (1997), σελ. 308-309, Α.Καρράς, ποινικό δικονομικό δίκαιο, γ΄ έκδ. (2007), αριθ. 609, σελ. 650, Α.Κωστάρας, σε «συστηματική ερμηνεία του ποινικού κώδικα», 2005, άρθρο 113, αριθ. 43, σελ. 1308, Λ.Μαργαρίτης, σε Μαργαρίτη Λ./Ζαχαριάδη Α «το κλητήριο θέσπισμα», 1996, σελ. 63, σημ. 28∙ πρβλ και ΑΠ 1698/1990, ΠοινΧρ (Μ/1990), 716 (: με παρατηρήσεις Α.Τζαννετή), σχετικά με το αντίστοιχο ζήτημα που γεννάται σε περίπτωση που ο δεσμός συνάφειας εκλείψει εκ των υστέρων.

[95] Βλ. ήδη έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 115, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 824. Βλ. πάντως Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, 6η έκδ. (2019), σελ. 626, ο οποίος και μετά την έναρξη ισχύος του νέου ΚΠΔ επαναλαμβάνει την θέση του ότι η αναστολή της παραγραφής του εγκλήματος προϋποθέτει κλήτευση στο αρμόδιο δικαστήριο.

[96] Βλ. ενδ. ΑΠ 1063/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 360, ΠοινΔικ (2013), 963, ΠειρΝομ (2013), 179, ΣυμβΕφΘεσ 539/1997, Υπερ (1997), 1255 (με αντίθ. ΕισΠροτ (Π.Νικολούδη)), ΣυμβΠλημΑθ 3790/2011, ΠοινΔικ (2011), 1171, ΣυμβΠλημΑθ 220/2001, ΠοινΛογ (2001), 1480, Α.Ζαχαριάδη, παρατηρήσεις στην ΠεντΣτρατΘεσ 531/2002, Αρμ (2003), σελ. 710-711, Λ.Μαργαρίτης, παρατηρήσεις στην ΣυμβΕφΘεσ 539/1997, Υπερ (1997), σελ. 1261-1262, Ε.Μιχαήλο, παρατηρήσεις στις ΑΠ 1063/2012 και 570/2012, ΠοινΔικ (2013), σελ. 966 επ., Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), 8η έκδ. (2018), αριθ. 122, σελ. 95, Π.Παπανδρέου, η Αρμοδιότητα, ΠοινΔικ (2009), σελ. 774, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 178-179∙ βλ. όμως αντίθ. την άποψη ότι η αναστολή της παραγραφής ανατρέπεται μόνο όταν ο εισαγγελέας παραγγείλει ανάκριση ή προανάκριση ή εισάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο ή προκαλέσει κανονισμό αρμοδιότητας και όχι όταν παραπέμψει απευθείας τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου συντάσσοντας νέο (διορθωτικό ή συμπληρωματικό) κλητήριο θέσπισμα σε ΑΠ 581/2022, NOMOS, ΑΠ 1580/2019 (: δέχθηκε ειδικότερα ότι αν ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο αποκλειστικά και μόνο για να παύει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, η υπόθεση επανέρχεται στην προδικασία και ανατρέπεται η αναστολή της παραγραφής του εγκλήματος· η θέση αυτή, όμως, καταλήγει να αναθέτει στον εισαγγελέα την επιλογή αν θα παραγράψει ή όχι την υπόθεση, κάτι που από μόνο του αποδεικνύει την εσφαλμένη αντίληψη των περί παραγραφής διατάξεων και την προβληματική αντιμετώπιση του ζητήματος από την μάλλον κρατούσα υπό το προγενέστερο καθεστώς νομολογία), ΠοινΔικ (2020), 478, ΝοΒ (68/2020), 1838 (περίλ.), ΑΠ 771/2015, NOMOS, ΑΠ 570/2012 (: στα πλαίσια κήρυξης τοπικής αναρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου), ΠοινΔικ (2013), 964, ΣυμβΠλημΘεσ 30/2006, Αρμ (2006), 768.

[97] Βλ. ήδη έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 115-116, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 824, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 122, σελ. 76-77, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 32, σελ. 626.

[98] Βλ. έτσι ΠεντΑεροδΑθ 279/2008, ΠοινΔικ (2011), 1103, ΠραξΑρχειοθΕισΣτρατΑθ (Γ.Δουβλέκα) 538/2009, ΠοινΔικ (2011), 714, Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 116, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 824, Α.Ζαχαριάδη, ό.π., σελ. 711, Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 40, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 122, σελ. 76, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 34, σελ. 626, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 183∙ βλ. όμως αντίθ. ΠεντΣτρατΘεσ 531/2002, Αρμ (2003), 709.

[99] Βλ. έτσι και Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 122, σελ. 77.

[100] Βλ. στο σημείο αυτό και τις σκέψεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΚΠΔ.

[101] Βλ. ενδ. ΣυμβΑΠ 472/2019, ΠοινΧρ (Ο/2020), 270, ΠοινΔικ (2019), 1346, ΠραξΛογΠΔ (2019), 270, ΣυμβΑΠ 1064/2018 (: αν οι εισαγγελείς υπάγονται στο ίδιο εφετείο, αρμόδιο είναι το συμβούλιο εφετών), ΠοινΔικ (2019), 1389 (περίλ.), Αρμ (2018), 1543, ΣυμβΑΠ 694/2018, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 590, ΣυμβΑΠ 1175/2016, ΠοινΔικ (2017), 696 (περίλ.), NOMOS, ΣυμβΑΠ 330/2015, ΠοινΧρ (ΞΣΤ/2016), 521, ΠοινΔικ (2016), 336 (περίλ.), ΣυμβΑΠ 734/2013, ΠοινΧρ (ΞΔ/2014), 271, ΣυμβΑΠ 2596/2008, ΠοινΔικ (2009), 867 (περίλ.), ΣυμβΑΠ 967/2008, ΠοινΧρ (ΝΘ/2009), 336, ΠοινΔικ (2009), 587, ΕλλΔνη (50/2009), 1564 (με αντίθ. παρατ. Α.Ζύγουρα)· πρβλ και ΣυμβΑΠ 1904/2010, ΠοινΔικ (2011), 889 (περίλ.), Ισοκράτης.

[102] Βλ. για τη διάταξη του ΣχΚΠΔ (Μανωλεδάκη) Ι.Μανωλεδάκη, το Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 1996, σελ. 74-75.

[103] Σημειώνεται ότι η ρύθμιση αυτή αρχικά περιλήφθηκε στην παρ. 3 του άρθρου 132 νέου ΚΠΔ και μετά την κατάργηση της παρ. 2, η παρ. 3 του άρθρου αυτού αναριθμήθηκε σε παρ. 2 με το άρθρο 7 παρ. 18 περ. β΄ και γ΄ Ν. 4637/2019, ενώ η διάταξη αυτή έλαβε την σημερινή της μορφή με την τροποποίησή της με το άρθρο 114 Ν. 4855/2021.

[104] Βλ. τις σχετικές επισημάνσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΚΠΔ.

[105] ΣυμβΑΠ 572/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 342, ΠοινΔικ (2022), 164 (περίλ.), Αρμ (2021), 1581 (με παρατ. Ι.Ν.(αζίρη))· βλ. όμως ΣυμβΑΠ 1498/2019, ΠοινΔικ (2021), 1294 (περίλ.), NOMOS, που εσφαλμένα υπό το καθεστώς του νέου ΚΠΔ έλυσε σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ εισαγγελέων.

Λ.Τσόγκας, εγκλήματα φοροδιαφυγής και νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4987/2022)

Εγκλήματα φοροδιαφυγής και νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4987/2022)

 

Επιμέλεια:

Λάμπρος Σ. Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Οι επισημάνσεις, που μπορούν να γίνουν με βάση τα οριζόμενα στον Ν.4987/2022, είναι οι εξής:

1ον. Με τον νέο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας καθορίζεται το τοπίο του φορολογικού ελέγχου της διοίκησης για τη διαπίστωση των μορφών της φοροδιαφυγής, αλλά και της στοιχειοθέτησης των υποστάσεων, της παραγραφής και του τρόπου της ποινικής δίωξης των προβλεπόμενων εγκλημάτων φοροδιαφυγής. Ειδικά στο θέμα της παραγραφής των εγκλημάτων φοροδιαφυγής επαναλαμβάνεται η βούληση του νομοθέτη να μην ταυτίζεται  ο χρόνος της παραγραφής των εν λόγω εγκλημάτων με το χρόνο τέλεσής τους. Η καταδίωξη όμως των εγκλημάτων φοροδιαφυγής σε ποινικό επίπεδο προϋποθέτει την ύπαρξη (ανοιχτής, δηλαδή μη διεκπεραιωθείσας με επίλυση) φορολογικής διαφοράς. Η τελευταία με τη σειρά της προϋποθέτει τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου, ο οποίος γίνεται σε συγκεκριμένα στάδια και προσλαμβάνει συγκεκριμένες μορφές. Έτσι πρέπει να ειπωθεί ότι κάθε έγκλημα φοροδιαφυγής προϋποθέτει τον προσδιορισμό από το Δημόσιο κάποιο είδους φόρου.

===Ειδικότερα  ο προσδιορισμός του φόρου μπορεί να είναι άμεσος. Τούτος  προκύπτει χωρίς περαιτέρω ενέργεια, ταυτόχρονα με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης (βλ. αχετ. άρθρο 31 Ν.4987/2022).

===Μπορεί όμως ο φόρος να προκύπτει από τον διοικητικό προσδιορισμό, δηλαδή όταν κατά τη φορολογική νομοθεσία η φορολογική δήλωση δεν συνιστά άμεσο προσδιορισμό φόρου, η (φορολογική) διοίκηση εκδίδει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου. Έτσι η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται με βάση στοιχεία, που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική δήλωση ή κάθε άλλο στοιχείο, που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση (βλ. σχετ. άρθρο 32 Ν.4987/2022).

===Ωστόσο ο φόρος μπορεί να προέρχεται και από μια άλλη μορφή προσδιορισμού, που είναι ο εκτιμώμενος προσδιορισμός του φόρου και τούτο λαμβάνει χώρα όταν ο φορολογούμενος δεν τηρεί την υποχρέωσή του να υποβάλει φορολογική δήλωση, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. Τότε η  (φορολογική) διοίκηση προβαίνει στην έκδοση πράξης εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου. Για να γίνει όμως αυτό η διοίκηση οφείλει να διαπιστώσει και κατά συνέπεια να προσδιορίσει την πραγματική φορολογητέα ύλη με βάση τα συγκεντρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία για την οικονομική ζωή του φορολογούμενου (βλ. σχετ. Άρθρο 33 Ν.4987/2022).

===Περαιτέρω υπάρχουν άλλες δύο μορφές προσδιορισμού φόρου και ειδικότερα ο διορθωτικός και ο προληπτικός (βλ. σχετ. άρθρα 34, 35 Ν.4987/2022). Πιο αναλυτικά ο διορθωτικός προσδιορισμός λαμβάνει χώρα όταν  η (φορολογική) διοίκηση προχωρά (αποκαθιστώντας τη φορολογική ακρίβεια των οικονομικών δεδομένων) σε έκδοση πράξης διόρθωσης οποιουδήποτε προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή προληπτικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον από (φορολογικό) έλεγχο διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι ο προηγούμενος προσδιορισμός φόρου δεν ήταν ο πραγματικός. Με τη σειρά του και ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου, που εκδίδεται κατόπιν πλήρους φορολογικού ελέγχου, υπόκειται σε μεταγενέστερη διόρθωση. Τούτο όμως συμβαίνει μόνον εάν προκύψουν νέα στοιχεία, κατά τα οριζόμενα στο αρθρο 25 παρ.5 του Ν.4987/2022.

===Τέλος προβλέπεται η μορφή του προληπτικού προσδιορισμού του φόρου, ο οποίος προϋποθέτει να έχει γίνει η έναρξη  της φορολογικής περιόδου, αλλά να μην έχει υποβληθεί η σχετική φορολογική δήλωση. Η σχετική πράξη προληπτικού  προσδιορισμού φόρου εκδίδεται προκειμένου να διασφαλιστεί η άμεση είσπραξη του φόρου, εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένα αποδειτικά στοιχεία και δεν πιθανολογείται απλά ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα, θέτοντας σε κίνδυνο την είσπραξη του φόρου, ιδίως μέσω της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο. Ο  φορολογούμενος όμως έχει ως αντιστάθμισμα το δικαίωμα της απευθείας προσφυγής κατά της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου  ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου αμφισβητώντας τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την έκδοση της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου.

2ον  Το δικαίωμα του δημοσίου να προσδιορίσει τον φόρο με τις ανωτέρω αναφερόμενες μορφές υπόκειται σε παραγραφή. Προφανώς με βάση όσα προεκτέθηκαν είναι αλυσιτελές να γίνει λόγος για παραγραφή του προληπτικού προσδιορισμού του φόρου, αφού τούτο ταυτίζεται με την εκ των προτέρων δράση της διοίκησης για έκδοση σχετικής πράξης μετά την έναρξη της φορολογικής περιόδου προκειμένου να μη διαφύγει ο φορολογούμενος στο εξωτερικό. Ο τρόπος, με τον οποίο επέρχεται η παραγραφή του δικαιώματος του δημοσίου για τον προσδιοριοσμό του φόρου, ορίζεται στο άρθρο 36 Ν.4987/2022. Ο γενικός κανόνας είναι ότι η (φορολογική) διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης. Στις περιπτώσεις που για συγκεκριμένη μορφή φορολογίας προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων, η έκδοση της πράξης μπορεί να γίνει εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης.

3ον. Υπάρχουν εξαιρέσεις της πενταετούς φορολογικής παραγραφής από τη λήξη του έτους, μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία υποβολής της δήλωσης, οι οποίες αποσαφηνίζονται στις παραγράφους 2, 3,4 του άρθρου 36 Ν.4987/2022, που έχουν ως εξής:

Παρ.2. Η περίοδος, που αναφέρεται στην παρ. 1, παρατείνεται στις εξής περιπτώσεις:

α) εάν, εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας παραγραφής, υποβάλλεται αρχική ή τροποποιητική δήλωση ή περιέρχονται σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 25 σε υπόθεση που έχει διενεργηθεί πλήρης έλεγχος ή σε κάθε άλλη περίπτωση περιέρχονται σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή εκτός Φορολογικής Διοίκησης, από τις οποίες προκύπτει φορολογική οφειλή και μόνο για το ζήτημα στο οποίο αφορούν, για περίοδο ενός (1) έτους από τη λήξη της πενταετίας,

β) εάν ζητηθούν πληροφορίες από χώρα της αλλοδαπής, για όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί για τη διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών προσαυξημένο κατά ένα (1) έτος από την παραλαβή τους από τη Φορολογική Διοίκηση,

γ) εάν ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, ένδικο βοήθημα ή μέσο, για περίοδο ενός (1) έτους μετά την έκδοση απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, και μόνο για το ζήτημα, το οποίο αφορά,

δ) για όσο διάστημα διαρκεί η προθεσμία υποβολής αιτήματος Διαδικασίας Αμοιβαίου Διακανονισμού (Δ.Α.Δ.) του άρθρου 63Α, όπως αυτή ορίζεται στις ειδικότερες διατάξεις, που προβλέπουν τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος Δ.Α.Δ., και μόνο για την υποβολή και αποδοχή του σχετικού αιτήματος, καθώς επίσης και εφόσον υποβληθεί τέτοιο αίτημα, για όσο χρόνο διαρκεί η Δ.Α.Δ. και μόνο για το ζήτημα, το οποίο αφορά ή σχετίζεται με αυτή. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης Αμοιβαίου Διακανονισμού, παρατείνεται για ένα (1) έτος μετά την έκδοση της απόφασης η περίοδος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου με έρεισμα την απόφαση αυτή και με σκοπό τη συμμόρφωση με αυτήν,

ε) εάν υποβληθεί αίτηση για ακύρωση ή τροποποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 63Β ή ακυρωθεί ή τροποποιηθεί άμεσος προσδιορισμός φόρου, πράξη προσδιορισμού φόρου ή πράξη επιβολής προστίμου χωρίς αίτηση του φορολογούμενου, σύμφωνα με το άρθρο 63Β, για περίοδο ενός (1) έτους μετά την έκδοση της πράξης ακύρωσης ή τροποποίησης του άρθρου 63Β, και μόνο για το ζήτημα, το οποίο αφορά.

Παρ.3.α) Εξαιρετικά, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης ή της τελευταίας δήλωσης σε περίπτωση, που προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων:

αα) σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση εντός της περιόδου, που αναφέρεται στην παρ. 1,

αβ) σε περίπτωση, που μετά την πενταετία περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες, που δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν, που είχε προσδιορισθεί βάσει προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και μόνο για το ζήτημα, το οποίο αφορούν.

β) Σε περίπτωση, που μετά από την περαίωση ανέλεγκτων χρήσεων βάσει ειδικών διατάξεων νόμου ή μετά από την έκδοση της αρχικής πράξης προσδιορισμού φόρου και εντός πενταετίας, από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής αρχικής δήλωσης, περιέλθουν σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 25, οι σχετικές πράξεις προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου, βάσει περαίωσης ή βάσει ελέγχου, που έχει διενεργηθεί πριν από την 1η.1.2014 ή βάσει πλήρους ελέγχου, που έχει διενεργηθεί από την 1η.1.2014 και μετά, πρέπει να εκδοθούν κατά περίπτωση εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 36 ή την παρ. 1 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994 (Α’ 151) ή την παρ. 1 του άρθρου 57 του ν. 2859/2000 (Α’ 248). Εφόσον περιέλθουν σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης συμπληρωματικά στοιχεία κατά το τελευταίο έτος της αρχικής (πενταετούς) παραγραφής, το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης να εκδώσει πράξη προσδιορισμού φόρου παρατείνεται κατά ένα (1) έτος.

Παρ.4 Εάν ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου συνεπάγεται τροποποίηση πράξης προσδιορισμού φόρου για φορολογικό έτος, για το οποίο το δικαίωμα ελέγχου έχει παραγραφεί, η αντίστοιχη προσαρμογή φόρου διενεργείται στο παλαιότερο φορολογικό έτος, για το οποίο το δικαίωμα ελέγχου δεν έχει ακόμη παραγραφεί και στο οποίο αφορά ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου.

4ον. Επειδή για το ζήτημα της παραγραφής του Δημοσίου να διενεργήσει φορολογικό έλεγχο και να προσδιορίσει τον μη αποδοθέντα φόρο, προβάλλονται   συχνά σχετικοί ισχυρισμοί στην ποινική δίκη, αξίζει να αναφερθεί η υπ’αριθ.742/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στην εν λόγω απόφαση του ΑΠ σημειώνεται ότι με τον τρίτο εκ του άρθρου 510 παρ.1Α’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, λόγω της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για έκδοση οιασδήποτε φορολογικής πράξης εις βάρος του αναφορικά με την ελεχθείσα χρήση του έτους 2001, λόγω παρόδου της προβλεπόμενης στο άρθρο 84 ν 2238/1994 πενταετίας από τη χρήση αυτή μέχρι τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου και την έκδοση σε βάρος του των 181 και 182/2012 πράξεων προσδιορισμού ΦΠΑ,<<εξέλιπε η διοικητική- φορολογική βάση για την απόδοση ποινικής ευθύνης περί φοροδιαφυγής…και κατ’ ανάγκη η ενεργητική νομιμοποίηση του Δημοσίου για παράσταση πολιτικής αγωγής>>. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον η εκ μέρους του αναιρεσείοντος αμφισβήτηση της ισχύος των πράξεων της διοίκησης δεν έχει καμία έννομη επιρροή στο αξιόποινο του ένδικου εγκλήματος και στη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, αφού οι επικαλούμενες πράξεις της φορολογικής διοίκησης είναι ισχυρές, εφόσον δεν έχει χωρήσει ακύρωση αυτών με την προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία.

5ον.Στο εδάφιο α’ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 66 προβλέπονται τα εγκλήματα της μη πληρωμής Φόρου Εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ ή ΕΦΑ και στο εδάφιο β’ της πιο πάνω παραγράφου του εν λόγω άρθρου προβλέπονται τα εγκλήματα της μη απόδοσης ΦΠΑ ή ΦΚΕ και άλλων παρακρατούμενων φόρων, όπως και των από τους ειδικούς νόμους προβλεπόμενων επιρριπτόμενων φόρων και φόρου ασφαλίστρων.

Οι κυρώσεις προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 66 και έχουν ως εξής:

 Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ.:

α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία, που έχουν αποκρυβεί, υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή

β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς, που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται, υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος:

αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά Φ.Π.Α. ή

ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.

Τέλος κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 66 τα πιο πάνω εγκλήματα προσλαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρούνται με  κάθειρξη, αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της παρ. 3 υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά Φ.Π.Α., ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.

Για τις υποχρεώσεις των φορολογούμενων αναφορικά με την απόδοση των πιο πάνω φόρων πρέπει να μνημονευτούν τα πιο κάτω νομοθετήματα: Ν.4172/2013 για φόρο εισοδήματος, Ν.4223/2013 (αρθρ.1,8) για ΕΝΦΙΑ, ν.2238/1994 (αρθρ.51Α παρ.3) για ΕΦΑ, ν.2859/2000, Ν. 4261/2014 για ΦΠΑ.

===Στην παράγραφο 5 του άρθρου 66 τυποποιούνται τα εγκλήματα της έκδοσης πλαστών, εικονικών φορολογικών στοιχείων, της νόθευσης φορολογικών στοιχείων και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων. Τα εγκλήματα αυτά στοιχειοθετούνται χωρίς να είναι συσταστικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης οπωσδήποτε η διαφυγή φόρου. Έτσι στη βασική πλημμεληματική μορφή εφόσον η αξία των φορολογικών στοιχείων δεν ξεπερνά στο σύνολό της τις 75.000 ευρώ ο δράστης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ Αν η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων στο σύνολό τους είναι άνω των 75.000 ευρώ τότε συντρέχει η διακεκριμένη πλημμεληματική μορφή και ο δράστης τιμωρείται  με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ. Αν όμως η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων είναι άνω των 200.000 ευρώ στο σύνολό τους τότε η πράξη είναι κακουργηματική και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη. Η πιο πάνω ποινή είναι σε συνάρτηση με οριζόμενα στο άρθρο 463 ΠΚ.

===Με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 66 η έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων είναι πάντα πλημμέλημα. Ακόμη κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο, το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό, που αναγράφεται στο στοιχείο.

===Ακόμη για τον προσδιορισμό των ανωτέρω αναφερόμενων ποσών στα εικονικά τιμολόγια (χωρίς να προσμετράται στην αξία τους ο ΦΠΑ)  δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία, που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παρ. 1 έως 4, (φορολογία εισοδήματος, μη απόδοση ΦΠΑ), οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος.

===Στο σημείο αυτό είναι άξια αναφοράς η υπ’αριθ.54/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία τα ουσιαστικά ποινικά αδικήματα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα και στον ΦΠΑ των ετών 2004 και 2005, για τη διάπραξη και υποστήριξη των οποίων οι εκκαλούντες κατ/νοι αποδέχθηκαν κατά συναυτουργία τα ως άνω εικονικά φορολογικά στοιχεία των ετών 2004 και 2005 ήταν, τότε, πλημμελήματα, κατά τα εφαρμοστέα ως ευμενέστερα (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ) άρθρα 17 και 18 του Ν. 2523/1997, όπως ίσχυαν πριν από τον Ν. 3943/31.3.2011 και έχουν, ως εκ τούτου, παραγραφεί ήδη. Αλλά και με την εκδοχή ότι εφαρμόζεται αντί των ως άνω άρθρων 17 και 18 του Ν. 2523/1997 το άρθρο 66 του ΚΦΔ και πάλι τα ουσιαστικά ποινικά αδικήματα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα και στον ΦΠΑ των ετών 2004 και 2005, για τη διάπραξη και υποστήριξη των οποίων οι εκκαλούντες κατ/νοι αποδέχθηκαν κατά συναυτουργία τα ως άνω εικονικά φορολογικά στοιχεία των ετών 2004 και 2005 ήταν πλημμελήματα και έχουν παραγραφεί ήδη, αφού εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 66 του ΚΦΔ και όχι η παρ. 4 αυτού, καθώς ο μη αποδοθείς ΦΠΑ υπολείπεται του χρηματικού ορίου του κακουργήματος της παρ. 4, ήτοι του ποσού των 100.000 ευρώ ανά φορολογικό και διαχειριστικό έτος και συγκεκριμένα ανέρχεται για μεν το φορολογικό και διαχειριστικό έτος 2004 σε 71.464 ευρώ (5.788,80 + 52.822,80 + 12.852), για δε το φορολογικό και διαχειριστικό έτος 2005 σε 30.425 ευρώ (20.240,70 + 10.184). Αφού, λοιπόν, οι ως άνω κύριες πράξεις φοροδιαφυγής δεν μπορούν να τιμωρηθούν εξ αυτού του λόγου, η ως άνω φαινομενική συρροή αίρεται και η απωθηθείσα ποινική διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του ΚΦΔ αναβιώνει και εφαρμόζεται κανονικά, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, απορριπτόμενου ως νομικά αβάσιμου του αντίθετου αυτοτελούς ισχυρισμού του 1ου εκκαλούντος κατ/νου.

=== Η πιο πάνω απόφαση του Αρείου Πάγου (54/2019) είναι ενδιφέρουσα και για το ζήτημα της άσκησης της ποινικής δίωξης στους συμμετόχους. Ειδικότερα ο Άρειος Πάγος δέχτηκε ότι η μηνυτήρια αναφορά των εκεί αναφερόμενων δημοσίων οργάνων (Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λπ.) αποτελεί, στην πραγματικότητα, αίτηση της αρμόδιας αρχής για άσκηση ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 41 ΚΠΔ […..]. Περαιτέρω, η αίτηση προς δίωξη του άρθρου 41 ΚΠΔ, ναι μεν δεν ενέχει τη μορφή έγκλησης με την έννοια του άρθρου 46 ΚΠΔ, πλην όμως εφαρμόζεται και επ’ αυτής αναλογικά το άρθρο 119 ΠΚ και ισχύει και επ’ αυτής η αρχή του αδιαιρέτου […]. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται παραδεκτώς εναντίον όλων των συμμέτοχων του εγκλήματος φοροδιαφυγής, και αν ακόμη η αίτηση δίωξης του άρθρου 41 ΚΠΔ, ήτοι η μηνυτήρια αναφορά του αρμόδιου οργάνου του άρθρου 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός μόνον από αυτούς. Στην προκείμενη περίπτωση, και αν ακόμη η υποβληθείσα μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. … στρεφόταν εναντίον μόνον του Β. Π., η προκείμενη ποινική δίωξη θα είχε ασκηθεί παραδεκτώς εναντίον και του συναυτουργού του στην αποδοχή των εικονικών φορολογικών στοιχείων Σ. Π., σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις, που προεκτέθηκαν αμέσως παραπάνω.

6ον. Η ποινική δίωξη ασκείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 55Α, 68 Ν.4987/2022. Έτσι πρέπει να γίνουν τα εξής:

Α) Να γίνει ο σχετικός φορλογικός έλεγχος, ο οποίος αποτυπώνεται σε ό,τι αφορά τις ενέργειες, που έλαβαν χώρα και τις διαπιστώσεις, που προέκυψαν στη σχετική έκθεση της αρχής.

Β) Να γίνει η σύνταξη της οικεία πράξης προσδιορισμού του φόρου με βάση τις μορφές, που αναλύθηκαν πιο πάνω.

Γ) Να γίνει επίδοση των ανωτέρω εκτελέστών πράξεων (πράξεων προσδιορισμού του φόρου) στον φορολογούμενο για να αρχίσουν οι προθεσμίες άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων σε ό,τι αφορά την οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς.

Δ) Αν ασκηθούν τα ένδικα βοηθήματα από τον φορολογούμενο, τότε απαιτείται η  έκδοση αμετάκλητης απόφασης των Διοικητικών Δικαστηρίων. Βέβαια στο αποτέλεσμα αυτό μπορούν να οδηγηθούν δικονομικά τα πράγματα με το να μην ασκήσει ο φορολογούμενος όλα τα ένδικα μέσα στα Διοικητικά Δικαστήρια κατά τη διαδικασία αμφισβήτησης της σε βάρος του εκτελεστής πράξης για τη διαπιστωθείσα από τη διοίκηση φοροδιαφυγή. Γι’αυτό ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών πρέπει να έχει υπόψη του τις πιθανές δικονομικές προοπτικές μιας διοικητικής – φορολογικής διαφοράς.
Ε) Όταν εκδίδεται εκτελεστή πράξη της διοίκησης σχετικά με τον προσδιορισμό του φόρου, τούτη η έκδοση συνοδεύεται με αποστολή της προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η ενέργεια αυτή συνιστά ανακοίνωση της φορολογικής παράβασης, πλην όμως ο Εισαγγελέας δεν μπορεί να προβεί σε άσκηση ποινικής δίωξης παρά μόνο όταν ακολουθήσει η οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς (άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης ενδίκων βοηθημάτων ή το αμετάκλητο της διαφοράς). Έτσι ο αρμόδιος Εισαγγελέας συντάσσει πράξη αναβολής της ποινικής διαδικασίας της υπόθεσης αναμένοντας την αποστολή προς αυτόν έγγραφης ανακοίνωσης ή από την αρμόδια αρχή (σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των ενδίκων βοηθημάτων) ή από τη Γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου (σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης). Η δεύτερη αυτή (έγγραφη) ανακοίνωση αποτελεί την απαιτούμενη δικονομική προύπόθεση για να γίνει λόγος για άσκηση ποινικής δίωξης με τις οριζόμενες στο άρθρο 43 ΚΠΔ  προϋποθέσεις. Τότε μόνο ο αρμόδιος Εισαγγελέας δεν συντάσσει πράξη αναβολής, αλλά προχωρά σε ενέργειες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43 ΚΠΔ, όταν δηλαδή κατά την αποστολή της εκτελεστής πράξης έχει ήδη παρέλθει άπρακτος ο χρόνος της προσφυγής, οπότε η εκτελεστή πράξη της αρχής πρέπει να συνοδεύεται με μηνυτήρια αναφορά, η οποία, αν δεν υπάρχει σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να ζητηθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και όταν από την εκτελεστή πράξη το ποσό του μη αποδοθέντος φόρου είναι κάτω του ορίου του αξιοποίνου της περιπτώσεις των εγκλημάτων των παραγράφων 1,2 του άρθρου 66.

===Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
===Στον Ν.4987/2022 δεν υπάρχει μεταβατική διάταξη, που να αναφέρει (όπως έγινε με τον Ν.4745/2020) ότι οι διατάξεις του αφορούν τις πράξεις μετά την ισχύ του. Κατά συνέπεια οι δικονομικής φύσης προβλέψεις του νόμου αυτού, ισχύουν άμεσα και αφορούν όσες περιπτώσεις, για τις οποίες έχουν ήδη γίνει φορολογικοί έλεγχοι και έχουν εκδοθεί εκτελεστές πράξεις της φορολογικής διοίκησης, που μπορούν να υπαχθούν στις μορφές προσδιορισμού φόρου, που αναφέρονται πιο πάνω. Κατά συνέπεια θα εφαρμοστούν ανεξαρτήτως του χρόνου τέλεσης της πράξης, εφόσον έχουν εκδοθεί οι σχετικές εκτελεστές πράξεις και έχουν αποσταλεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα, οι προβλέψεις για την αναβολή στην άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα μέχρι το αμετάκλητο πέρας της φορολογικής διαφοράς, την αναστολή της ποινικής διαδικασίας από τον ανακριτή, το δικαστήριο, το δικαστικό συμβούλιο ανάλογα με το δικονομικό στάδιο, στο οποίο εκκρεμεί η  υπόθεση.

7ον. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της παραγραφής των εγκλημάτων φοροδιαφυγής για όσες πράξεις τελούνται μετά τις 4-11-2022, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του Ν.4987/2022 η  παραγραφή των εγκλημάτων του άρθρου 66 σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 55Α αρχίζει από το πέρας του χρονικού διαστήματος, μέσα στο οποίο η Φορολογική Διοίκηση μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 36, να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, εκτός κι αν έχει ήδη εκδοθεί τέτοια πράξη, οπότε η παραγραφή των ως άνω εγκλημάτων αρχίζει από την έκδοση της πράξης αυτής.  Ακόμη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 68 αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής, που ασκήθηκε. Ως προς τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν.4987/2022 και  πριν από τις 6-11-2020 δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4745/2020 πρέπει να θεωρηθεί ότι η παραγραφή επέρχεται από την οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς. Τούτο διότι ο ΑΠ με τις υπ’αριθμ. 95/2022 και 782/2022 αποφάσεις του στήριξε την κρίση του αυτή περί μη παραγραφής εκτός άλλων και στο επιχείρημα ότι διαχρονικά στα φορολογικά εγκλήματα η παραγραφή δεν ταυτιζόταν με το χρόνο τέλεσης ενόψει της ανάγκης για ευρύτερη προκαταρκτική έρευνα. Τούτο διότι τα εγκλήματα αυτά από τη φύση τους χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη περιπλοκότητα. Έτσι πλέον καθίσταται μη ρεαλιστική η τελεσίδικη περάτωση τόσο της διοικητικής όσο και της ποινικής διαδικασίας πριν την (με βάση τους γενικούς κανόνες) παραγραφή του αξιόποινου των εγκλημάτων. Ακόμη με τις ανωτέρω αποφάσεις του ΑΠ τονίζεται ότι αν ισχύσει η άποψη ότι παρά την πιο πάνω διαχρονική αντιμετώπιση της παραγραφής των εν λόγω εγκλημάτων, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο τέλεσής τους, τότε στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα συντρέχει πλέον λόγος αναστολής της προθεσμίας, μολονότι τούτο προβλέπεται στους φορολογικούς νόμους, καθώς από την τέλεση του φορολογικού αδικήματος μέχρι την έκδοση εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής θα έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη προθεσμία παραγραφής. Επιπλέον με τις εν λόγω αποφάσεις αποσαφηνίστηκε  ότι  οι διατάξεις περί παραγραφής και περί αναστολής αυτής εμφανίζονται ως αδιάσπαστο σύνολο διατάξεων και μόνο ως μία ενιαία ρύθμιση μπορούν να αντιμετωπιστούν, ώστε δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός της εφαρμογής τους, εν μέρει με βάση τον προϊσχύσαντα και εν μέρει με βάση τον μεταγενέστερο νόμο.

===Εξάλλου το ζήτημα, που ανακύπτει ενόψει της μη πρόβλεψης μεταβατικής διάταξης  για την αντιμετώπιση των παλαιών πράξεων, δηλαδή αυτών που φέρονται να τελέστηκαν πριν την ισχύ του Ν.4987/2022, είναι αυτό της επιλογής της ευμενέστερης διάταξης στην παραγραφή των εγκλημάτων φοροδιαφυγής και ειδικότερα μεταξύ της παραγραφής, που προβλέπεται στα άρθρα 55Α παρ.2 και 68 παρ.2 Ν.4987/2022 και της αυτής της οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής στις διατάξεις των άρθρων 21 Ν.2523/1997, 55Α Ν.4174/2013. Από τη σύγκριση οι τελευταίες είναι ευμενέστερες.

Γ.Πλαγάκος, συγκριτικός πίνακας νόμων 3156/2003 και 4354/2015 για την εκχώρηση των τραπεζικών απαιτήσεων

Λήψη άρθρου σε μορφή pdf

 

Συγκριτικός πίνακας νόμων 3156/2003 και 4354/2015 για την εκχώρηση των τραπεζικών απαιτήσεων

 

Γεώργιος Πλαγάκος

Πρόεδρος Πρωτοδικών

 

Στον παρακάτω πίνακα προσπάθησα να συγκεντρώσω και να παρουσιάσω με παραστατικό τρόπο τις κυριότερες ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των δύο νόμων (ν.3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων και ν.4354/2015 για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων), οι οποίοι τα τελευταία χρόνια εφαρμόζονται καθημερινά στις σχέσεις των τραπεζών και των εταιριών ειδικού σκοπού με τους οφειλέτες τους. Ασφαλώς δεν πρόκειται για έναν εξαντλητικό κατάλογο, αφού παρόμοιες συγκρίσεις με όσες περιέχονται σε αυτόν, θα μπορούσαν να γίνουν για πολύ περισσότερες διατάξεις των δύο νόμων. Προτιμήθηκαν για παράθεση και σύγκριση οι διατάξεις που απασχολούν τη δικαστηριακή πράξη, όπως αυτή διαμορφώνεται από το περιεχόμενο των δικογράφων των ανακοπών κατά των διαταγών πληρωμής και κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης.

 

                                                 Ν. 3156/2003                                                                 Ν. 4354/2015    

 Α. Ως προς την εκχώρηση (πώληση και μεταβίβαση) των απαιτήσεων.
1. Εκχωρούνται εξυπηρετούμενα και μη δάνεια και πιστώσεις (άρθρο 10 παρ.1α και 6α ν.3156/2003). Ομοίως (άρθρο 1 παρ.1α ν.4354/2015).
2. Η σύμβαση εκχώρησης καταρτίζεται εγγράφως, ο δε έγγραφος τύπος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός. Το έγγραφο μπορεί να είναι ιδιωτικό (10 παρ.1 ν.3156/2003). Ομοίως (άρθρα 1 παρ.1β και 3 παρ.1 ν.4354/2015).
3. Η σύμβαση εκχώρησης συνάπτεται μόνο λόγω πωλήσεως (άρθρο 10 παρ.1α ν.3156/2003). Ομοίως (άρθρο 1 παρ.1β ν.4354/2015).
4. Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει (άρθρο 10 παρ.11α ν.3156/2003). Ομοίως (άρθρο 3 παρ.5α ν.4354/2015).
5. Η σύμβαση εκχώρησης των απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία της στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν.2844/2000 (άρθρο 10 παρ.8 ν.3156/2003). Ομοίως (άρθρο 3 παρ.3α ν.4354/2015).

 

 

 

6. Η μορφή και το περιεχόμενο του εντύπου της περίληψης της καταχωριζόμενης σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων ορίζονται στην υπουργική απόφαση (ΥΑ) 20783/9.11.2020 (ΦΕΚ 4944Β’/9.11.2020). Η προγενέστερη ΥΑ 161338/2003 καταργήθηκε. Δεν υπάρχει αντίστοιχη ΥΑ για την εκχώρηση απαιτήσεων κατά τις διατάξεις του ν.4354/2015 ούτε ρύθμιση στον ίδιο τον νόμο.
7. Από την ανωτέρω καταχώριση επέρχεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης (άρθρο 10 παρ.9 ν.3156/2003). Ομοίως (άρθρο 3 παρ.4β ν.4354/2015).

 

 

 

8. Ως αναγγελία στον οφειλέτη λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν.2844/2000 (άρθρο 10 παρ.10 ν.3156/2003). Η παραπάνω καταχώριση δεν υποκαθιστά την αναγγελία της εκχώρησης, η οποία πρέπει να είναι πραγματική αλλά άτυπη, δηλαδή με κάθε πρόσφορο μέσο (άρθρο 3 παρ.4α ν.4354/2015).
9. Πριν από την αναγγελία αυτή (δια της καταχώρισης) δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από την εκχώρηση (άρθρο 10 παρ.10β ν.3156/2003). Ομοίως: Πριν από την καταχώριση (που δεν ισχύει ως αναγγελία) δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από την εκχώρηση (άρθρο 3 παρ.4β ν.4354/2015).

 

10. Δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση. Προϋπόθεση του κύρους της πώλησης (και της σχετικής εκχώρησης λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της) είναι η προγενέστερη ενημέρωση του δανειολήπτη και του εγγυητή, εφ’ όσον α) το δάνειο είναι μη εξυπηρετούμενο και β) ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής (άρθρο 3 παρ.2 ν.4354/2015). Εξαιρέσεις από την υποχρέωση αυτή περιέχονται στο άρθρο 3 παρ.2γ ν.4354/2015.
11. Η ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ δανειστή-οφειλέτη ότι η απαίτηση θα είναι ανεκχώρητη δεν αντιτάσσεται έναντι του εκδοχέα και δεν εμποδίζει την εκχώρηση (άρθρο 10 παρ.8 ν.3156/2003). Ομοίως (άρθρο 3 παρ.3β ν. 4354/2015).
12. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφ’ όσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές (άρθρο 10 παρ.6β ν.3156/2003). Ομοίως (άρθρο 3 παρ.1β ν.4354/2015).
13. Δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση (άρθρο 3 παρ.3δ ν.4354/2015).

 

14. Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων δεν μεταβάλλει ούτε την ουσιαστική, οικονομική και φορολογική φύση τους ούτε τη φύση των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν πριν από τη μεταβίβαση (άρθρο 10 παρ.13 ν.3156/2003). Ομοίως και ειδικότερα: Η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων και η ανάθεσης της διαχείρισής τους δεν επιδεινώνει την ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή. Περιέχονται επιμέρους ρυθμίσεις για την εφαρμογή του ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών (άρθρα 1 παρ.22, 3 παρ.7 ν.4354/2015).

 

 Β. Ως προς την ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων.
15. Η εκδοχέας (ειδική διάδοχος-Ε.Α.Α.Δ.Π.) είτε διατηρεί το δικαίωμα είσπραξης και την εν γένει διαχείριση των απαιτήσεων είτε τα αναθέτει σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή στην εκχωρήτρια ή σε τρίτο πρόσωπο που ήταν επιφορτισμένο με την διαχείριση και είσπραξη τους πριν από τη μεταβίβασή τους στην Ε.Α.Α.Δ.Π. (άρθρο 10 παρ.14α ν.3156/2003).Εξουσία διαχείρισης: Συντρέχουσα, εκτός αν ορίζεται άλλως στη σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης. Η εκδοχέας (ειδική διάδοχος-Ε.Α.Α.Δ.Π.) υποχρεούται κατ’ άρθρο 1 παρ.1γ ν.4354/2015 να συνάψει σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων με εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων του νόμου αυτού (Ε.Δ.Α.Δ.Π.). Εξουσία διαχείρισης: Αποκλειστική υπέρ της Ε.Δ.Α.Δ.Π. χωρίς δικαίωμα να συμφωνηθεί το αντίθετο.
16. Δεν υπάρχει ανάλογος όρος σύγκρισης, διότι το άρθρο 10 ν.3156/2003 δεν αναφέρεται σε μη εκχωρούμενες απαιτήσεις αλλά μόνο στη μεταβίβαση απαιτήσεων λόγω τιτλοποίησης. Στις εταιρείες διαχείρισης μπορεί να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων-πιστώσεων που δεν εκχωρήθηκαν από τον αρχικό δανειστή (άρθρο 2 παρ.1 ν.4354/2015).

Εξουσία διαχείρισης: συντρέχουσα, εκτός αν ορίζεται άλλως στη σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης.

17. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και πρόκειται για οφειλές καταναλωτών, πληρωτέες στην Ελλάδα, η διαχειρίστρια εταιρία πρέπει να έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρθρο 10 παρ.14β ν.3156/2003). Η εκχώρηση των απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ του εκδοχέα (Ε.Α.Α.Δ.Π) και διαχειρίστριας εταιρίας (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), που εδρεύει στην Ελλάδα, αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον ν.4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος  και σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, εφ’ όσον είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα με την ίδρυση υποκαταστήματος για τη διαχείριση απαιτήσεων (άρθρο 1 παρ.1α΄ και γ΄ ν.4354/2015).
18. Η σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης των απαιτήσεων υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (άρθρο 2 παρ.2 ν.4354/2015). Ομοίως (άρθρο 10 παρ.14 ν.3156/2003).
19. Η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων και κάθε σχετική μεταβολή σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν.2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος (άρθρο 10 παρ.16 ν.3156/2003). Δεν επιβάλλεται η δημοσιότητα της σύμβασης διαχείρισης των απαιτήσεων που συνάπτονται μεταξύ του αρχικού δανειστή ή του εκδοχέα και των Ε.Δ.Α.Δ.Π. ούτε με καταχώριση στο δημόσιο βιβλίο του ενεχυροφυλακείου ούτε με άλλο τρόπο.
20. Η μορφή και το περιεχόμενο του εντύπου της περίληψης της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης των απαιτήσεων ορίζονται στην ΥΑ161337/30.10.2003 (ΦΕΚ1688Β’/18.11.2003). Δεν υπάρχει ανάλογη ΥΑ για την ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων κατά τις διατάξεις του ν.4354/2015.Το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης ορίζεται στο ίδιο τον νόμο και επιτρέπεται να εξειδικεύεται περαιτέρω με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 2 παρ.2,3 ν.4354/2015).
21. Δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση. Αντίγραφο της σύμβασης ανάθεσης κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα ημερών από την υπογραφή της (άρθρο 2 παρ.2. περ.γ ν.4354/2015).
22. Το άρθρο 10 παρ.14 επ. αναφέρεται στη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων χωρίς ειδικότερες προβλέψεις. Η εξουσία διαχείρισης περιλαμβάνει ιδίως τη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατ’ άρθρα 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών κατά τον Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών (άρθρο 2 παρ.1 ν.4354/2015) και εξαιρετικά την αναχρηματοδότησή τους, εφ’ όσον λάβουν ειδική άδεια από την ΤτΕ (άρθρο 1 παρ.20 ν.4354/2015).

 

23. Ελλείψει αντίστοιχης διάταξης στον ν.3156/2003, η ενεργητική νομιμοποίηση της διαχειρίστριας εταιρίας αμφισβητείται και μετά από την έκδοση αντίθετων αποφάσεων του Αρείου Πάγου, το ζήτημα παραπέμφθηκε στην ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου με την απόφαση ΑΠ 1873/2022. Η διαχειρίστρια εταιρία (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) νομιμοποιείται ενεργητικά τόσο στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης όσο και στη συμμετοχή στη δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος προς υπεράσπιση της απαίτησης (άρθρο 2 παρ.4 ν.4354/2015).
 Γ. Ως προς την εκχώρηση και την ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων.
24. Αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων περί τραπεζικού απορρήτου στις σχέσεις μεταξύ μεταβιβάζοντος και εταιρείας ειδικού σκοπού, η δε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων οφειλετών, στο μέτρο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς τιτλοποίησης απαιτήσεων, δεν προϋποθέτει προηγούμενη άδεια της Αρχής του ν. 2472/1997 ή συναίνεση του οφειλέτη.Ο μεταβιβάζων δικαιούται να δίνει στην εταιρεία ειδικού σκοπού στοιχεία-δεδομένα σχετικό με τις απαιτήσεις και τους οφειλέτες. Ομοίως η εταιρεία ειδικού σκοπού έναντι των ομολογιούχων ή των εκπροσώπων τους και όσων μετέχουν στις διαδικασίες του νόμου αυτού (άρθρα 10 παρ.20, 21, 22 ν.3156/2003). Ομοίως και ειδικότερα: Το επαγγελματικό απόρρητο του δικαιούχου των υπό διαχείριση απαιτήσεων έναντι των δανειοληπτών αίρεται στις σχέσεις του με την Ε.Δ.Α.Δ.Π., στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της διαχείρισης και εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 20 και 21 του άρθρου 10 του ν.3156/2003 (άρθρο 1 παρ.21 ν.4354/2015).

Μετά την ανάγνωση του πίνακα, ας υπενθυμισθεί, ότι με το άρθρο 1 παρ.1δ ν.4354/2015 ορίζεται ότι η ισχύς των διατάξεων του νόμου αυτού δεν θίγουν τις διατάξεις μίας σειρά νόμων (ν.3156/2003, ν.1905/1990, ν.1665/1986 και ν.4261/2014). Αυτό συνεπάγεται ότι οι ειδικότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις του ν.4354/2015 για την εγκυρότητα της μεταβίβασης απαιτήσεων λόγω πώλησης σε εταιρείες του άρθρου 1 παρ.1β δεν εφαρμόζονται όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων πραγματοποιείται με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003. Επομένως, τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα μπορούν -εκτός του πλαισίου του ν.4354/2015- να πωλούν μεταξύ τους (όχι σε εταιρίες ειδικού σκοπού) απαιτήσεις ή να αναλαμβάνουν τη διαχείρισή τους χωρίς να απαιτείται να τηρήσουν τις διατυπώσεις που ορίζει προβλέπει ο νόμος αυτός είτε ως προς την εκχώρηση των απαιτήσεων είτε ως προς την ανάθεση της διαχείρισής τους σε πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ε.Γάκη, καθ’ ύλην αρμοδιότητα Στρατιωτικών Δικαστηρίων

ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

Τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία δικάζουν όλα -κατά κανόνα- τα εγκλήματα των στρατιωτικών , δηλαδή όσων ανήκουν στον στρατό (ξηράς, θάλασσας και αέρα) και στο λιμενικό σώμα, εκτός από εκείνα που σύμφωνα με τις διατάξεις του στρατιωτικού ποινικού κώδικα ή ειδικών νόμων υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων καθώς και των αιχμαλώτων πολέμου.

Στις διατάξεις του ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ΣΠΚ), που κυρώθηκε με το Ν. 2287/1995, ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

α) Με το άρθρο 5 παρ. 1 εδάφιο α’ ορίζεται ότι: “Στρατός είναι ο Ελληνικός στρατός της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα και στρατιωτικές υπηρεσίες είναι οι υπηρεσίες που ανήκουν σ’ αυτές”, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 β του ιδίου ως άνω κώδικα, στρατιωτικοί είναι όσοι ανήκουν στο στρατό και στο λιμενικό σώμα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 γ’ του ίδιου Κώδικα, οπλίτες είναι οι υπαξιωματικοί, οι λιμενοφύλακες, οι στρατιώτες, οι ναύτες, οι σμηνίτες και οι μαθητές των στρατιωτικών σχολών και κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, κληρωτός, εθελοντής ή έφεδρος που γίνεται δεκτός στη στρατιωτική υπηρεσία, είναι στρατιωτικός από την κατάταξη του και πριν ακόμη ορκισθεί. Οι λοιποί είναι στρατιωτικοί από την ορκωμοσία τους. Επίσης, στρατιωτικός είναι και όποιος καλείται νόμιμα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσμίας προς κατάταξη.

 Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας εφαρμόζεται όμως σε αυτόν μόνο όσον αφορά το έγκλημα της ανυποταξίας.

β) Με το άρθρο 167 παρ. 1, ορίζεται ότι: “Η ποινική δικαιοσύνη στον στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τον Άρειο Πάγο…”,

γ) Με το άρθρο 193 παρ. 1, ορίζεται ότι ” Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης [βλ. σχετικά ΑΠ 1194/2017 ΤΝΠ QUALEX, ΑΠ 767/2015 ΠοινΔικ 2016, 752], ανεξαρτήτως αν κατά την εκδίκαση έχουν χάσει τη στρατιωτική ιδιότητα [ΑΠ 843/1976 ΠοινΧρ ΚΖ΄, 251 – βλ. όμως ΕφΑθ 11833/1993 ΠοινΧρ ΜΓ΄, 1034, κατά την οποία η σχετική δικαιοδοσία θεμελιώνεται αν η στρατιωτική ιδιότητα υπάρχει είτε κατά τον χρόνο τέλεσης είτε κατά τον χρόνο εκδίκασης της πράξης].

 ε) Με το άρθρο 213 ορίζεται ότι: “Οι διατάξεις του Κ.Π.Δ. και οι λοιπές διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες ενώπιον των κοινών ποινικών δικαστηρίων και αρχών, εφαρμόζονται και στις διαδικασίες ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων και αρχών, εκτός αν ο κώδικας αυτός ή άλλος ειδικός νόμος ορίζουν διαφορετικά”.

Επίσης, κατά το άρθρο 195 του ΣΠΚ, αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι: α) τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού Ποινικού Δικαίου,

β) τα Στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό. [Συμβ ΑΠ 1904/2010 ΠοινΧρ 2011,730, ΑΠ 794/2004 ΕλλΔνη 2004,1535, ΠΛογ 2004,908, ΣυμβΑΠ 1287/2001 ΝοΒ 2002,439, ΠοινΧρ 2002,519 (παρατ. Θ. Σάμιου), ΑΠ 617/2000 ΝοΒ 2000,1483, ΠοινΔικ 2000,1215, ΠοινΧρ 2000,1008, βλ. σχετικά και ΔιατΕισ­ΑναθΔικ 38/2006 ΠοινΔικ 2006,1277, κατά την οποία επιβάλλεται ο χωρισμός των υποθέσεων, ενόψει του κανόνα εκδίκασης των στρατιωτικών από στρατιωτικά δικαστήρια].

 Η αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων δεν υφίσταται για πράξεις στρατιωτικών και ιδιωτών που είναι απλώς συναφείς, χωρίς το στοιχείο της συμμετοχής [ΑΠ 1194/2017 ΤΝΠ QUALEX, ΣυμβΑΠ 767/2015 ΤΝΠ QUALEX, ΑΠ 794/2004 ΕλλΔνη 2004,1535, ΠΛογ 2004,908, ΣυμβΑΠ 1287/2001, ό.π., ΔΝαυτΠειρ. Βλ. περισσότερα σε Μαργαρίτη Λ., Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-461), 2020, άρθρο 1, σελ. 9 επ.

Το τελευταίο τούτο άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση συμμετοχής στρατιωτικών και ιδιωτών, με την έννοια της σύμπραξης στην κύρια πράξη και της συναπόφασης, αναφέρεται δηλαδή στα εκ δόλου τελούμενα εγκλήματα (άρθρο 45 ΠΚ), ενώ, όταν η πράξη αποδίδεται σε περισσότερα πρόσωπα χωρίς να συντρέχει και το υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου, όπως συμβαίνει στα εξ αμελείας εγκλήματα, που τελούνται με συγκλίνουσα αμέλεια περισσότερων προσώπων, τότε πρόκειται απλώς περί παραυτουργίας, οπότε, στις περιπτώσεις αυτές, η πράξη εκάστου κατηγορουμένου εξετάζεται και κρίνεται αυτοτελώς. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι επί εγκλήματος εξ αμελείας, που φέρεται ότι οφείλεται στη συγκλίνουσα αμελή συμπεριφορά περισσότερων προσώπων και συγκεκριμένα στρατιωτικών και ιδιωτών, οι μεν στρατιωτικοί υπάγονται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, οι δε ιδιώτες στη δικαιοδοσία των κοινών Ποινικών Δικαστηρίων, ενόψει του ότι δεν νοείται συμμετοχή (συναπόφαση) κατά την εκτέλεση του εγκλήματος αυτού (ΑΠ 1860/2017, ΑΠ 767/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ωστόσο δικάζονται ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια τα ακόλουθα εγκλήματα :

 αα. Τα μη στρατιωτικά εγκλήματα , που διαπράττονται κατά τη διάρκεια της άδειας, αργίας ή διαθεσιμότητας, όταν αυτές υπερβαίνουν τους τρεις μήνες ή κατά τη διάρκεια της λιποταξίας. (ΑΠ 632/2021[1], ΑΠ 1819/2019[2])

ββ. Τα πλημμελήματα που τελούνται στο ακροατήριο οποιουδήποτε κοινού δικαστηρίου, αν αυτά δικασθούν αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Π.Δ.

γγ. Οι παραβάσεις των νόμων για τη διεξαγωγή δημοσίων εκλογών ή δημοψηφίσματος.

δδ. Τα εγκλήματα της πειρατείας.

εε. Οι παραβάσεις που προβλέπονται από τον τελωνειακό (λαθρεμπορία), και δασικό κώδικα και από τους νόμους περί θήρας και αλιείας.

στ. Οι παραβάσεις των φορολογικών νόμων.

ζζ. Τα κακουργήματα και πλημμελήματα που υπάγονται στα εφετεία με ειδικούς νόμους. (ενδεικτικά: πλημμέλημα ναρκωτικών ουσιών στρατιωτικά δικαστήρια και κακούργημα ναρκωτικών ουσιών, κοινά ποινικά δικαστήρια).

ηη. Τα εγκλήματα που διαπράττονται σε βάρος οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά την εκτέλεση των αστυνομικών τους καθηκόντων ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτά.

Εδώ πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι -παρόλο  της συνταγματικής απαγόρευσης υπαγωγής ιδιωτών στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων– όσοι δεν υπηρετούν πλέον ενεργώς στον στρατό ξηράς, το ναυτικό και την αεροπορία κατά τον χρόνο της εκδίκασης του εγκλήματος, που φέρεται ότι τελέσθηκε απ’ αυτούς κατά τον χρόνο κατά τον οποίο υπηρετούσαν, δικάζονται από τα στρατιωτικά δικαστήρια. (ΑΠ 1037/2019)

Ακόμα θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν ο δράστης τέλεσε ορισμένες μερικότερες πράξεις ενός κατ’ εξακολούθηση ή διαρκούς εγκλήματος, ενώ ήταν ιδιώτης, και άλλες ενώ ήταν στρατιωτικός, «καθ’ ύλην αρμόδιο», δικαστήριο για την εκδίκαση του εγκλήματος είναι το κοινό ποινικό δικαστήριο (βλ. άρθρο 197, παρ. 2 Σ.Π.Κ.· πρβλ. και Συμβ. Διαρκ. Στρ. Αερ. Αθ. 21/1990, Υπερ. 1992/146)

Άρθρο 197. Αρμοδιότητα επί συναφών, κατ`εξακολούθηση και διαρκών εγκλημάτων. 1. Αν συρρέουν εγκλήματα που υπάγονται άλλα σε στρατιωτικά δικαστήρια και άλλα στα κοινά ποινικά δικαστήρια, δικάζονται από το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία για το βαρύτερο έγκλημα. ( Κατ` εξαίρεση, η λιποταξία δικάζεται πάντα από τα στρατιωτικά δικαστήρια.) [3]

Είναι υποχρεωτικός ο χωρισμός της υπόθεσης του στρατιωτικού όταν

Α)  οι πράξεις που τέλεσε και βρίσκονται σε συνάφεια κατ΄ άρθρο 128βκπδ, με άλλες πράξεις ιδιωτών που υπάγονται σε ανώτερα δικαστήρια.

Β) Επίσης σε περιπτώσεις όπου μεταξύ των εμπλεκομένων δικαστηρίων δεν είναι και τόσο ευδιάκριτη η σχέση υπεροχής

Γ) Όταν τα συναφή εγκλήματα γίνονται από πολλούς εναντίον αλλήλων είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Αν η συναφής πράξη του ιδιώτη δεν υπάγεται σε ανώτερο δικαστήριο θα υπάρξει χωρισμός της υπόθεσης ως προς το στρατιωτικό.

Όσα  περιουσιακά αδικήματα τελεσθούν από στρατιωτικούς και  στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ και  επιδιωχθέν όφελος ή η προσγενόμενη η απειληθείσα ζημιά υπερβαίνουν ορισμένο όριο (ανερχόμενο κατά τον προηγούμενο ΠΚ στα 150.000 ευρώ και σήμερα κατά  την ψήφιση του ν. 4619/2019 σε 120.000 ευρώ),  υπάγονται κατά αποκλειστική αρμοδιότητα στο Τριμελές Εφετείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 1α ΚΠΔ.

Επίσης μέχρι και σήμερα παραμένει σε εφαρμογή το ψήφισμα ΟΒ της 16.9/5.10.1949 που κύρωσε τον Α.Ν. 853/1948, με το οποίο ο νομοθέτης υπαγάγει τα αδικήματα της κλοπής σε βαθμό κακουργήματος, της ληστείας και της αρπαγής στην αρμοδιότητα του πενταμελούς τότε και τριμελούς σήμερα εφετείου, καταδεικνύοντας ότι όταν τελεστούν από στρατιωτικό αρμόδια είναι τα κοινά σε κάθε περίπτωση και όχι τα στρατιωτικά δικαστήρια.[4]

Οπλίτες και άρα υπαγόμενοι στα Στρατιωτικά Δικαστήρια, θεωρούνται και οι μαθητές των στρατιωτικών σχολών (άρθρο 5 παρ.1 περ. γ ΣΠΚ). (ΤριμΠλημΑθ 3534/2022, Ποιν. Δικ. 10/2022 σελ 1421-1422) (ΑΠ 1860/2017)

Ζήτημα τέθηκε ως προς τους αλλοδαπούς μαθητές των ελληνικών στρατιωτικών σχολών, που φοιτούν σ αυτές με βάση διμερείς συμφωνίες. Σύμφωνα με την ΑΠ 1613/1986, Πλημ. Θες. 463/1989, θεωρούνται και αυτοί στρατιωτικοί και για την καθ ύλην αρμοδιότητα τους θα υπαχθούν στα στρατιωτικά δικαστήρια.

 

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΟΙΝΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
1)193 ΣΠΚ-Στρατιωτικοί κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης

2) 195 ΣΠΚ, αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι: β) τα Στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό

3)Η αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων δεν υφίσταται για πράξεις στρατιωτικών και ιδιωτών που είναι απλώς συναφείς, χωρίς το στοιχείο της συμμετοχής (ΠΑΡΑΥΤΟΥΡΓΙΑ). Θα υπάρξει χωρισμός της υπόθεσης ως προς το στρατιωτικό.

4)η λιποταξία δικάζεται πάντα από τα στρατιωτικά δικαστήρια.

Είναι υποχρεωτικός ο χωρισμός της υπόθεσης του στρατιωτικού όταν

1)  οι πράξεις που τέλεσε και βρίσκονται σε συνάφεια κατ΄ άρθρο 128Βκπδ, με άλλες πράξεις ιδιωτών που υπάγονται σε ανώτερα δικαστήρια.

2) Επίσης σε περιπτώσεις όπου μεταξύ των εμπλεκομένων δικαστηρίων δεν είναι και τόσο ευδιάκριτη η σχέση υπεροχής

3) Όταν τα συναφή εγκλήματα γίνονται από πολλούς εναντίον αλλήλων είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Αν η συναφής πράξη του ιδιώτη δεν υπάγεται σε ανώτερο δικαστήριο θα υπάρξει χωρισμός της υπόθεσης ως προς το στρατιωτικό.

4) Οπλίτες και άρα υπαγόμενοι στον ΣΠΚ, θεωρούνται και οι μαθητές των στρατιωτικών σχολών (άρθρο 5 παρ.1 περ. γ ΣΠΚ). (ΤριμΠλημΑθ 3534/2022, Ποιν. Δικ. 10/2022 σελ 1421-1422)

5) άρθρο 5 παρ. 3. ΣΠΚ: Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας εφαρμόζεται όμως σε αυτόν μόνο όσον αφορά το έγκλημα της ανυποταξίας.

1)195 ΣΠΚ, αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι: α) τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού Ποινικού Δικαίου,

2) έγκλημα εξ αμελείας, που φέρεται ότι οφείλεται στη συγκλίνουσα αμελή συμπεριφορά περισσότερων προσώπων και συγκεκριμένα στρατιωτικών και ιδιωτών, οι μεν στρατιωτικοί υπάγονται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, οι δε ιδιώτες στη δικαιοδοσία των κοινών Ποινικών Δικαστηρίων, ενόψει του ότι δεν νοείται συμμετοχή (συναπόφαση) κατά την εκτέλεση του εγκλήματος αυτού. (παραυτουργίας)

ΑΝΤΙΘΕΤΑ έγκλημα εκ δόλου εν όψει ότι νοείται συμμετοχή (συναπόφαση)  περισσότερων προσώπων και συγκεκριμένα στρατιωτικών και ιδιωτών, υπάγεται στην δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων. (Ναυτ. Πειρ. 5/2015)

3) αα. Τα μη στρατιωτικά εγκλήματα , που διαπράττονται κατά τη διάρκεια της άδειας, αργίας ή διαθεσιμότητας, όταν αυτές υπερβαίνουν τους τρεις μήνες ή κατά τη διάρκεια της λιποταξίας.

ββ. Τα πλημμελήματα που τελούνται στο ακροατήριο οποιουδήποτε κοινού δικαστηρίου, αν αυτά δικασθούν αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Π.Δ.

γγ. Οι παραβάσεις των νόμων για τη διεξαγωγή δημοσίων εκλογών ή δημοψηφίσματος.

δδ. Τα εγκλήματα της πειρατείας.

εε. Οι παραβάσεις που προβλέπονται από τον τελωνειακό και δασικό κώδικα και από τους νόμους περί θήρας και αλιείας.

στ. Οι παραβάσεις των φορολογικών νόμων.

ζζ. Τα κακουργήματα και πλημμελήματα που υπάγονται στα εφετεία με ειδικούς νόμους. ( ενδεικτικά: κακουργήματα ναρκωτικά, πόθεν έσχες). ΑΝΤΙΘΕΤΑ πλημμέλημα ναρκωτικών και ποθεν εσχες στα Στρατιωτικά δικαστήρια (ΑΠ 1049/1980, ΣυμβΕφΠειρ 283/1999)

ηη. Τα εγκλήματα που διαπράττονται σε βάρος οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά την εκτέλεση των αστυνομικών τους καθηκόντων ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτά.

4) ο δράστης τέλεσε ορισμένες μερικότερες πράξεις ενός κατ’ εξακολούθηση ή διαρκούς εγκλήματος, ενώ ήταν ιδιώτης, και άλλες ενώ ήταν στρατιωτικός, «καθ’ ύλην αρμόδιο», δικαστήριο για την εκδίκαση του εγκλήματος είναι το κοινό ποινικό δικαστήριο

5) όσα  περιουσιακά αδικήματα τελεσθούν από στρατιωτικούς και  στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ και  επιδιωχθέν όφελος ή η προσγενόμενη η απειληθείσα ζημιά υπερβαίνουν ορισμένο όριο των 120.000 ευρώ,  υπάγονται κατά αποκλειστική αρμοδιότητα στο Τριμελές Εφετείο,

6) ψήφισμα ΟΒ της 16.9/5.10.1949 που κύρωσε τον Α.Ν. 853/1948, τα αδικήματα της κλοπής σε βαθμό κακουργήματος αλλά και της ληστείας και της αρπαγής στην αρμοδιότητα του πενταμελούς τότε και τριμελούς σήμερα εφετείου, καταδεικνύοντας ότι όταν τελεσθούν από στρατιωτικό αρμόδια είναι τα κοινά σε κάθε περίπτωση και όχι τα στρατιωτικά δικαστήρια.

 

[1] Τέλεση αξιόποινης πράξης, μη αποτελούσας στρατιωτικό έγκλημα, από στρατιωτικό ευρισκόμενο σε άδεια ανατροφής τέκνου, μεγαλύτερη του τριμήνου. Αρμόδιο για την εκδίκασή της είναι το κοινό ποινικό δικαστήριο.

[2] ο κατηγορούμενος είναι εν ενεργεία στρατιωτικός που, όμως, κατά την τέλεση της πράξεως βρισκόταν σε άδεια ανατροφής τέκνου που υπερέβαινε τους τρεις μήνες και, ως εκ τούτου, υπαγόταν στην δικαιοδοσία των κοινών ποινικών Δικαστηρίων. Αίρει την αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας και ορίζει ως αρμόδιο να επιληφθεί της υποθέσεως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου.

[3] Α. Παπαδαμάκης, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο,  Σάκουλας, 2021, 465

[4] Βλ Μαργαρίτης Λ., Ο νέος κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, 528