Ε.Φυτράκης, αναίρεση για εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη, 2021, σελ. 1549 επ.

 

Αναίρεση για εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου

(Σχόλιο στην ΟλΑΠ 5/2021)

 

Ευτύχης Φυτράκης

Δ.Ν. – Δικηγόρος

 

Ι. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Είναι αλήθεια ότι οι αποφάσεις των Ολομελειών των Ανωτάτων Δικαστηρίων διαθέτουν ιδιαίτερη σημασία και  προκαλούν ξεχωριστό νομικό ενδιαφέρον· τούτο οφείλεται αφενός στη σύνθεση του κρίνοντος δικαστικού σχηματισμού, και του συναφούς κύρους που αυτή προσφέρει, αφετέρου στην, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, οριστική κρίση ενός, κατά κανόνα σοβαρού, ζητήματος[1]. Επιπλέον, όμως, οι αποφάσεις των Ολομελειών ξεχωρίζουν και για την ποιότητα του νομικού τους λόγου. Δικαστές με μεγάλη εμπειρία, νομική συγκρότηση και συναίσθηση του ρόλου τους καλούνται να επιλύσουν, με τελειωτικό τρόπο, πολύπλοκα νομικά ζητήματα που, συχνά, καθορίζουν τις ζωές μεγάλου αριθμού ανθρώπων.

Η νομοθεσία έχει προβλέψει ώστε η, τακτική ή πλήρης, Ολομέλεια, ένα δυσκίνητο δηλ. όργανο, να επιλαμβάνεται μόνο όταν υπάρχει πραγματικά σοβαρός λόγος. Ενώ λοιπόν κάθε χρόνο τα ποινικά Τμήματα του Αρείου Πάγου εκδίδουν πάνω από χίλιες αποφάσεις, η ποινική Ολομέλεια, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία (2011-2020) εκδίδει μόλις 1-6 αποφάσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρ. 10 § 1 ΚΠΔ, ο Άρειος Πάγος δικάζει ως ακυρωτικό δικαστήριο τις αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων σε πενταμελή σύνθεση. Εφόσον, όμως, το δικάζον Τμήμα λάβει απόφαση, αναιρετική ή απορριπτική, με πλειοψηφία μίας ψήφου (δηλ. τριών έναντι δύο), τότε υποχρεούται να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην Ολομέλεια (άρ 3 § 3 ν. 3810/1957, άρ. 10 § 2 ΚΠΔ και, αντίστοιχα, άρ. 563 § 2 ΚΠολΔ). Η περίπτωση παραπομπής μιας υπόθεσης από το αρμόδιο Τμήμα στην Ολομέλεια, λόγω λήψης απόφασης με διαφορά μιας ψήφου, δεν είναι σπάνια[2], πράγμα που δηλώνει τον οριακό χαρακτήρα των επίμαχων νομικών ζητημάτων και το εριζόμενο των λύσεων που αυτά επιδέχεται.

Όμως η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (όπως και αυτή του ΣτΕ) δεν επιλαμβάνεται κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως Τμήματός του[3], δεν εξετάζει δηλ. την ορθότητα της αποφάσεως του Τμήματος αλλά κρίνει εξ’ αρχής το ζήτημα που έχει παραπεμφθεί. Ζητήματα παραδεκτού και αρμοδιότητας της Ολομέλειας είναι αλήθεια ότι δεν έχουν τύχει ενδελεχούς, νομολογιακής ή θεωρητικής, επεξεργασίας, καθώς εμφανίζονται ως «εσωτερικές» υποθέσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Δυο φορές, πάντως, τις τελευταίες δεκαετίες η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σε εμβληματικές μάλιστα υποθέσεις, κήρυξε την εισαγωγή σ’ αυτήν (παραπομπή ή αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου) απαράδεκτη. Αρχικά στην υπόθεση του «Λεξικού Μπαμπινιώτη» η (πολιτική) Ολομέλεια έκρινε απαράδεκτη την αναίρεση υπέρ του νόμου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου θεωρώντας ότι αυτή δεν επιτρέπεται κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων[4]. Αργότερα, ωστόσο, η πλήρης Ολομέλεια του ίδιου δικαστηρίου ανέτρεψε αυτή την απόφαση, κρίνοντας ότι συγχωρείται αναίρεση υπέρ του νόμου και κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων[5]. Παρόμοιο ζήτημα ανέκυψε και στην υπόθεση της «δίκης των εξ»[6]. Με την ΑΠ 1533/2009[7] το αρμόδιο Τμήμα δέχτηκε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας και παρέπεμψε το ζήτημα στην Ολομέλεια, λόγω πλειοψηφίας με διαφορά μίας ψήφου. Η Ολομέλεια, με τη σειρά της[8], έκρινε απαράδεκτη την παραπομπή διότι η απόφαση του Τμήματος δεν σχετιζόταν με την αναιρετική διαδικασία αλλά με αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Όμως παραπομπή, λόγω διαφοράς μίας ψήφου της αποφά­σεως, δικαιολογείται – κατά την απόφαση της Ολομέλειας- μόνο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Συνεπώς, το αρχικώς επιληφθέν Τμήμα έπρεπε να αποφανθεί τελειωτικά[9].

H ΟλΑΠ 5/2021 αξίζει ιδιαίτερης προσοχή· όχι μόνο γιατί «ασχολείται» με ένα ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα ουσιαστικού ποινικού δικαίου, όπως είναι η ερμηνεία και εφαρμογή του άρ. 348Α ΠΚ («πορνογραφία ανηλίκων»), αλλά και γιατί ανήκει στην κατηγορία των εξαιρετικά σπάνιων αποφάσεων με τις οποίες η Ολομέλεια κηρύσσει την παραπομπή από το Τμήμα απαράδεκτη.

II. Ο αναιρετικός λόγος της εσφαλμένης εφαρμογής νόμου. Ο Άρειος Πάγος δικάζει ως «ακυρωτικό δικαστήριο τις αιτήσεις αναίρεσης» (άρ. 10 § 1 ΚΠΔ). Όμως η αναίρεση, σε αντίθεση με την έφεση, δεν οδηγεί στη συνολική επανεξέταση της υπόθεσης, καθώς το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν συνιστά τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας. Ο Άρειος Πάγος επιλαμβάνεται μόνο της νομικής πληρότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξετάζονται δηλ. μόνο νομικά παράπονα κατά της απόφασης, με διπλό σκοπό: αφενός τη θεραπεία συγκεκριμένων (νομικών) σφαλμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης, αφετέρου την εξυπηρέτηση της ενότητας του δικαίου και την καθοδήγηση των κατωτέρων δικαστηρίων[10]. Αναίρεση (ακύρωση) μιας απόφασης συγχωρείται μόνο γιατί το δικαστήριο της ουσίας την εξέδωσε κατά παράβαση του νόμου[11]. Απ’ αυτή την έννοια-μήτρα της «παράβασης του νόμου» πηγάζουν όλοι οι ειδικότεροι λόγοι αναιρέσεως οι οποίοι περιγράφονται στον ΚΠΔ κατά τρόπο αποκλειστικό (άρ. 510). Προφανώς, λοιπόν, όλοι αυτοί οι λόγοι αφορούν αποκλειστικά το νομικό σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα στην αναιρετική δίκη είναι αν τα κατά τον ουσιαστικό δικαστή αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δικαιολογούν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου στους οποίους στηρίχθηκε η ενοχή ή η αθώωση του κατηγορουμένου, ή αν οι κανόνες αυτοί εφαρμόστηκαν εσφαλμένα[12].

Εν προκειμένω, το 6ο (ποινικό) Τμήμα του Αρείου Πάγου παρέπεμψε στην Ολομέλεια έναν αναιρετικό λόγο, για τον οποίο η απόφασή του (: αναιρετική) υπήρξε οριακή, ελήφθη δηλ. με πλειοψηφία μίας ψήφου (3-2). Ο αναιρετικός αυτός λόγος αναφέρεται στο άρ. 510 § 1 περ. Ε΄ ΚΠΔ και αφορά την «εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης»[13]. Είναι αλήθεια ότι ο συγκεκριμένος αναιρετικός λόγος συντίθεται από δύο διαφορετικά εννοιολογικά μεγέθη, τα οποία όμως συχνά χρησιμοποιούνται αδιάκριτα και ενίοτε πλεοναστικά. Η εσφαλμένη «ερμηνεία» του  νόμου είναι διαφορετική νομικά πλημμέλεια από την εσφαλμένη εφαρμογή· το δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή, μπορεί να εντόπισε και ερμήνευσε σωστά τις, κρίσιμες για την υπόθεση, διατάξεις, στη συνέχεια, όμως, να τις εφάρμοσε εσφαλμένα. Μ’ άλλα λόγια, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά[14], «εσφαλμένη εφαρμογή μπορεί να υπάρξει και χωρίς εσφαλμένη ερμηνεία». Αντίθετα εσφαλμένη ερμηνεία, συνεπάγεται πάντα εσφαλμένη εφαρμογή.

Τι είναι όμως εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης; Κατ’ αρχάς, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν σε ουσιαστική ποινική διάταξη δίδεται διαφορετική έννοια απ’ αυτήν που πραγματικά έχει[15]. Ο λόγος αυτός λοιπόν αφορά σφάλμα της μείζονος πρότασης της δικαστικής απόφασης (ερμηνευτικό σφάλμα). Αντίθετα, εσφαλμένη εφαρμογή (ουσιαστικής ποινικής διάταξης) υπάρχει όταν ο δικαστής «δεν υπάγει ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε»[16]. Μ’ άλλα λόγια εσφαλμένη εφαρμογή σημαίνει εσφαλμένη υπαγωγή (υπαγωγικό σφάλμα)[17]. Πιο αναλυτικά, εσφαλμένη εφαρμογή έχουμε όταν, αν και η απόφαση αποδίδει σωστά το νόημα του κανόνα δικαίου, (α) δεν τον εφάρμοσε στην προκείμενη υπόθεση, παρ’ ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε υπάγονταν σ’ αυτόν, ή, αντίστροφα, (β) τον εφάρμοσε, παρ’ ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν υπάγονταν σ’ αυτόν[18] ή, τέλος, (γ) τον εφάρμοσε με λάθος τρόπο[19]. Πρόκειται, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, για ευθεία εσφαλμένη εφαρμογή διότι η νομολογία μας αναγνωρίζει και την «εκ πλαγίου» (έλλειψη νόμιμης βάσης), οπότε η απόφαση, λόγω των ασαφειών, των αντιφάσεων ή των λογικών κενών που περιέχει, δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί αναιρετικά[20]. Η εκ πλαγίου εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικά γειτνιάζει με την (ή και συνιστά) περίπτωση έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθώς τα ως άνω «προβλήματα» διακόπτουν ή αναιρούν την αλληλουχία (συνοχή) του δικανικού συλλογισμού και κατ’ επέκταση την αιτιολόγησή του[21].

Η εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών κανόνων συνίσταται στην υπαγωγή των, αποδειχθέντων στο δικαστήριο, πραγματικών περιστατικών στο κανονιστικό πεδίο ορισμένης (ουσιαστικής ποινικής) διάταξης. Ο υπαγωγικός συλλογισμός, αν και συντίθεται από «νομικές σκέψεις»[22], δεν συνιστά πια νομική ερμηνεία· αντίθετα, συνίσταται στο ουσιαστικό «ταίριασμα» της γενικής και αφηρημένης πρότασης του νόμου (: νομική πρόταση) με την απτή και συγκεκριμένη πραγματικότητα της υπόθεσης (: ουσιαστική πρόταση).

Τίθεται, λοιπόν, και πάλι το, γνωστό παλαιόθεν, θεωρητικό ζήτημα της διάκρισης μεταξύ νομικών και πραγματικών ζητημάτων με μια εξόχως σημαντική πρακτική κατάληξη[23]: τα πρώτα υπάγονται σε αναιρετικό έλεγχο, τα δεύτερα όχι. Ωστόσο έχει εντοπισθεί και το αντίστροφο σκεπτικό, δηλ. να ονομάζεται ένα ζήτημα πραγματικό, όχι λόγω του (νομικού ή πραγματικού) χαρακτήρα του, αλλά προκειμένου να μην ελέγχεται αναιρετικά ή για να επαφίεται η πραγμάτευσή του στο δικαστή της ουσίας![24] Ως εκ τούτου, για την απονομή της δικαιοσύνης, χρειάζεται ένα   σταθερό και αξιόπιστο κριτήριο διάκρισης που να χωρίζει τα νομικά από τα πραγματικά ζητήματα[25]. Μια μορφολογική προσέγγιση διαπιστώνει εδώ ορθά ότι ενώ τις νομικές προτάσεις μπορεί κανείς να τις αιτιολογήσει, τους πραγματικούς ισχυρισμούς μπορεί μόνον να τους αποδείξει[26]. Ξεχωρίζει πάντως η άποψη που διακρίνει αφενός σε νομικές έννοιες και έννοιες της καθημερινής γλώσσας, δηλ. αφενός προτάσεις καθολικότητας οι οποίες διατυπώνουν έναν γενικό κανόνα, αφετέρου προτάσεις μοναδικότητας. Το κριτήριο δηλ. εδώ είναι αν διατυπώνονται κανόνες ή αν περιγράφονται μοναδικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν (πρέπει να) ελέγχονται αναιρετικά[27].

ΙΙΙ. Αξιολόγηση των αποδείξεων και υπαγωγή. Στη συγκεκριμένη υπόθεση το 6ο Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 643/2020 απόφασή του, παρέπεμψε στη Ολομέλεια, λόγω πλειοψηφίας με διαφορά μίας ψήφου, τον αναιρετικό λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικού ποινικού νόμου. Η διχογνωμία στο Τμήμα αφορούσε το αν οι πράξεις του δράστη συνιστούσαν επεξεργασία παιδοπορνογραφικού υλικού κατά την έννοια του άρ. 348Α § 4 περ. β΄ ΠΚ. Η Ολομέλεια, ωστόσο, κήρυξε την παραπομπή απαράδεκτη καθώς έκρινε ότι το εριζόμενο στο Τμήμα ζήτημα δεν ήταν νομικό αλλά πραγματικό, δεν αφορούσε δηλ. αληθινά την ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (δηλ. του άρ. 348Α § 4 περ. β΄ ΠΚ) αλλά την «αξιολόγηση … πραγματικών περιστατικών».  Ήταν, συνεπώς, αναιρετικώς ανέλεγκτο. Τέσσερα μέλη του δικαστηρίου σχημάτισαν αξιοπρόσεκτη μειοψηφία, φρονώντας ότι το παραπεμφθέν ήταν «νομικό ζήτημα και δη αυτό της ορθής ή μη υπαγωγής των δεκτών γενομένων υπό της προσβαλλόμενης απόφασης πραγματικών περιστατικών στη διάταξη του άρθρου 348Α ΠΚ …».

Ο Άρειος Πάγος δέχεται, παγίως, ότι η «περί πραγμάτων κρίση του [δικαστηρίου της ουσίας], μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων» είναι «αναιρετικώς ανέλεγκτη»[28]. Συνεπώς η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεί­ξεων δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως[29]. Περαιτέρω  γίνεται δεκτό ότι η αιτιολογία της απόφασης, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δεν απαιτείται να εκτείνεται στην αναφορά, τη βαρύτητα και την αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά (π.χ. μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων), ή τη αξιολογική συσχέτιση των επιμέρους αποδείξεων[30].

Όμως, εν προκειμένω, δεν ελέγχεται αναιρετικά η αξία, το περιεχόμενο, η αποδεικτική δύναμη (βαρύτητα) των προσκομισθεισών αποδείξεων ούτε  εξετάζεται η αντίκρουσή τους από άλλες ή η τυχόν αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Πράγματι, αυτά ανήκουν προνομιακά στο δικαστή της ουσίας και καταγράφονται στην ελάσσονα πρόταση της αποφάσεως. Στη συνέχεια, όμως, τα γεγονότα που προκύπτουν από τις αποδείξεις, αυτά δηλ. που γίνονται δεκτά ως «αποδειχθέντα», υπάγονται σε ορισμένη νομική ρύθμιση και, καθ’ όσον αφορά το ποινικό δίκαιο, στην ειδική υπόσταση του εγκλήματος[31]. Σημασία, μ’ άλλα λόγια, αναιρετικά δεν έχει τι έγινε και πως εμείς το ονομάζουμε αλλά αν το αποδειχθέν γεγονός «υπάγεται στο νόμο»[32].

IV. Η κακουργηματική παιδική πορνογραφία. Ερμηνεύοντας το άρ. 348Α § 4 περ. β΄ ΠΚ, ο Άρειος Πάγος έχει «προσθέσει» στο γράμμα της αντικειμενικής υπόστασης της κακουργημα­τικής μορφής του εγκλήματος το στοιχείο της «επεξεργασίας, διαχείρισης ή αξιοποίησης κ.λπ.» του παιδοπορνογραφικού υλικού από την οποία προκύπτει κίνδυνος περαιτέρω διάδοσης. Κατ’ ακολουθίαν, απαιτεί να υπάρχουν «ενδεικτικά στοιχεία», δηλ. αποδεικτικά στοιχεία τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης[33]. Ως εδώ έχουμε μείζονα πρόταση, σ’ όλες τις αποφάσεις. Δεν έχει όμως ξεκαθαριστεί, ως γενική θέση, τι συνιστά επεξεργασία, διαχείριση, αξιοποίηση κλπ. Υπάρχει βέβαια μια εκτενής νομολογιακή περιπτωσιολογία, δηλ. συγκεκριμένα γεγονότα που έχει κριθεί ότι συνιστούν τέτοιου είδους επεξεργασία. Με βάση αυτή τη νομολογία, το ζήτημα που τίθεται, σε κάθε ποινική υπόθεση κακουργηματικής παιδικής πορνογραφίας, είναι αν από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν ειδικότερες πράξεις του δράστη (π.χ. λήψη, αποθήκευση, ταξινόμηση, διαμοιρασμός κ.λπ. παιδοπορνογραφικών αρχείων) οι οποίες, με βάση το είδος και τη βαρύτητά τους, «ενδεικνύουν» ότι ο δράστης επεξεργάστηκε, διαχειρίστηκε ή αξιοποίησε κ.λπ. το υλικό αυτό. Αν αυτό καταφαθεί, τότε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρ. 348Α 4 περ. β΄ ΠΚ. Σ’ αυτό το πλαίσιο η «επεξεργασία, διαχείριση, αξιοποίηση κ.λπ.», ή όχι, συνιστούν νομική έννοια ενώ η διακρίβωση πράξεων του δράστη, π.χ. της ταξινόμησης ή της μετατροπής των αρχείων στον Η/Υ, αφορά πραγματικό γεγονός. Αν τα γεγονότα αυτά αποτελούν «επεξεργασία, διαχείριση, αξιοποίηση κλπ.» συνιστά ζήτημα υπαγωγής πραγματικών περιστατικών σε νομική έννοια, συνιστά δηλ. υπαγωγική κρίση και όχι γεγονός. Γεγονός προς απόδειξη κατά τη δίκη (δηλ. και αντικείμενο πραγματογνωμοσύνης) είναι αν πράγματι υπήρχε η κατανομή των αρχείων, η αποστολή, ανταλλαγή κ.λπ. Εδώ μπορούμε νομίζω, πια, να διακρίνουμε ανάμεσα στον πραγματικό ισχυρισμό για τα γεγονότα που έχουν λάβει χώρα και την αξιολογική κρίση για το αν αυτά συνιστούν «ενδεικτικά» στοιχεία επεξεργασίας, διαχειρίσεως, αξιοποιή­σεως κ.λπ. του υλικού. Το πρώτο στοιχείο ανήκει στα γεγονότα το δεύτερο στην υπαγωγή, δηλ. στο νομικό σκεπτικό της απόφασης[34].

Στη σχολιαζόμενη απόφαση, ωστόσο, φαίνεται να συγχέονται η «αξιολόγηση των αποδείξεων» με την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών όπως προέκυψαν μετά την εκτίμηση / αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από τον Δικαστή της ουσίας. Καταλήγοντας, αυτό που η Ολομέλεια του Ακυρωτικού μας θεωρεί, ανέλεγκτη αναιρετικά, «αξιολόγηση πραγματικών περιστατικών» δεν είναι παρά η νοητική λειτουργία υπαγωγής των αξιολογηθέντων και γενομένων δεκτών, από το Δικαστήριο της ουσίας, πραγματικών περιστατικών στην κρίσιμη ουσιαστική ποινική διάταξη, είναι δηλ. η υπαγωγή. Βέβαια, στη προκείμενη περίπτωση η υπαγωγή ολοκληρώνεται σε δύο βήματα, αφού «διαμεσολαβείται» από τη νομολογιακή ερμηνευτική επέκταση του γράμματος (που οδηγεί όμως σε περιστολή του αξιοποίνου) του άρ. 348Α § 4 περ. β΄ΠΚ. Η επέκταση αυτή απαιτεί τη διαπίστωση «επεξεργασίας, διαχείρισης, αξιοποίησης κ.λπ.» του παιδοπορνογραφικού υλικού από το δράστη, προκειμένου να θεμελιωθεί η διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος[35]. Ωστόσο, το στοιχείο αυτό δεν είναι αυτόνομο αλλά ανήκει στη «ουσιαστική ποινική διάταξη» του άρ. 348Α § 4 περ. β΄ ΠΚ. Με την απόφασή της, η Ολομέλεια φαίνεται ότι αφήνει εκτός αναιρετικού ελέγχου την εσφαλμένη υπαγωγή, δηλ. ολόκληρο τον αναιρετικό λόγο της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης.

Πραγματικά μπορούμε, ίσως, να αναρωτηθούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση: Ποια είναι τα αντικείμενα απόδειξης; Οι πράξεις του δράστη ή αν αυτές, που τέλεσε, συνιστούν «επεξεργασία» υλικού παιδικής πορνογραφίας και αν, ως εκ τούτου, υπάγονται στην αντικειμενική υπόσταση της διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος (§ 4); Συνεπώς, το ζήτημα που δίχασε το 6ο Τμήμα του Αρείου Πάγου δεν είναι τι έγινε (: τι έκανε ο δράστης) αλλά αν αυτά που έκανε συνιστούν κακουργηματική παιδική πορνογραφία. Αυτό, όμως, είναι νομικό ερώτημα, κατ’ ακρίβεια είναι ζήτημα ορθής (ή όχι) εφαρμογής νόμου, και εν προκειμένω του άρ. 348Α § 4 περ. β΄ ΠΚ. Επ’ αυτού το δικαστήριο της ουσίας (δηλ. το ΜΟΕΘεσ 100, 101/2019) αποφάνθηκε καταφατικά, αντίθετα το 6ο Τμήμα αρνητικά. Συνεπώς ανέμενε κανείς να απαντηθεί από την Ολομέλεια του ΑΠ το ερώτημα, αν τέτοιες συμπεριφορές συνιστούν κακούργημα, υπάγονται δηλ. στην αντικειμενική υπόσταση της διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος της παιδικής πορνογραφίας (§ 4 του άρ. 348Α ΠΚ), ή συνιστούν πλημμέλημα, δηλ. απλή παιδική πορνογραφία (της § 1 του άρ. 348Α ΠΚ).

Πέραν των άλλων, η σχολιαζόμενη απόφαση διακρίνεται από μια αντίφαση: Ενώ, κρίνοντας την παραπομπή απαράδεκτη, απέχει να κρίνει τον αναιρετικό λόγο που παραπέμφθηκε σ’ αυτήν, ταυτόχρονα δέχεται ότι η αιτίαση του αναιρεσείοντος δεν αφορά νομικό αλλά ουσιαστικό (αναιρετικώς ανέλεγκτο) ζήτημα. Μ’ αυτό το σκεπτικό, όμως, ο σχετικός αναιρετικός λόγος θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως απαράδεκτος και να απορριφθεί νωρίτερα, από το Τμήμα, ως πλήττων την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό είχε ήδη κριθεί από το 6ο Τμήμα (απόφ. 643/2020) το οποίο, κατά πλειοψηφία, ανήρεσε την απόφαση του ΜΟΕ. Εφόσον, δε, η Ολομέλεια έκρινε την παραπομπή απαράδεκτη, το Τμήμα «επανήλθε στο στάδιο της διαδικασίας πριν από την κρίση του για την παραπομπή»[36]. Το Τμήμα συνεπώς απομένει να προσθέσει το ελλείπον διατακτικό στην αναιρετική απόφασή του.

V. Τελική παρατήρηση. Η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έκρινε απαράδεκτη την παραπομπή σ’ αυτήν ενός αναιρετικού λόγου από το 6ο Τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου, λόγω οριακής πλειοψηφίας. Έτσι, όμως, αντί να λύσει τη «διχογνωμία», συμβάλλοντας στην ασφάλεια δικαίου, φαίνεται να περιέπλεξε περισσότερο τα πράγματα, υποπίπτοντας σ’ ένα μεθοδολογικό σφάλμα. Ειδικότερα, ενώ έπρεπε να εξετάσει αν τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν ή όχι στην αντικειμενική υπόσταση του άρ. 348Α § 4 περ. β΄ ΠΚ, δηλ. να κρίνει ένα συνηθισμένο/τυπικό ερώτημα υπαγωγής, έκρινε ότι το ζήτημα αυτό δεν αφορά τη «νομική ορθότητα» της απόφασης αλλά την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Η άρνηση της Ολομέλειας να ελέγξει τη νομική ορθότητα της υπαγωγής αυτής συνιστά εσφαλμένο περιορισμό του αναιρετικού ελέγχου.

Τα προβλήματα της διάταξης του άρ. 348Α § 4 περ. β΄ ΠΚ με την ευρεία αντικειμενική υπόσταση, τις υπέρμετρα αυστηρές ποινές και την εξίσωση ανισοβαρούς απαξίας συμπεριφορών (παραγωγή – κατοχή παιδοπορνο­γραφικού υλικού) είναι γνωστά. Έχουν επισημανθεί από την ποινική θεωρία και αντιμετωπίζονται καθημερινά από τη νομολογία. Είναι αληθινά αξιέπαινη η προσπάθεια των Δικαστηρίων της ουσίας αλλά και του Αρείου Πάγου να περιορίσουν τη νομοθετική υπερβολή, αποβάλλοντας από τη ρυθμιστική εμβέλεια του άρ. 348Α § 4 εδ. β΄ΠΚ, δηλ. τη διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος, συμπεριφορές μικρής απαξίας. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου είχε την ευκαιρία να επιστεγάσει αυτή την μακροχρόνια προσπάθεια και να προσφέρει ασφαλή καθοδήγηση για το μέλλον. Δυστυχώς αυτή η ευκαιρία χάθηκε. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, ο νομοθέτης φαίνεται να προσανατολίζεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση επιβαρύνοντας, έτι περαιτέρω, την ήδη υπέρμετρα αυστηρή προβλεπόμενη ποινή[37]. Τα δικαστήρια θα πρέπει να καταβάλουν, δυστυχώς, ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να διασώσουν το μέτρο και τη λογική του ποινικού δικαίου στο πεδίο των σεξουαλικών εγκλημάτων.

 

[1].    «[Ι]σάξια λειτουργία με τον ίδιο τον ποινικό νόμο» βλέπει στις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΑΠ ο Ι.Μανωλεδάκης, Πρόλογος σε: Λ.Μαργαρίτη, Ολομέλεια Αρείου Πάγου (αποφάσεις 1950-2002), 2003, σελ. 8.

[2].   Βλ. π.χ. ΟλΑΠ 4/2021, ΟλΑΠ 2/2021, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2012. Όλες οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ένδειξη, είναι δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου: www.areiospagos.gr

[3].   Το αντίθετο συμβαίνει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, όπου είναι δυνατή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, ενώπιον της Ολομέλειας, κατά αποφάσεως Τμήματός του (άρ. 3 § 2 ν. 4700/2020).

[4].   ΟλΑΠ (πολ.) 47/1990 ΝοΒ 1991, σελ. 245.

[5]    ΟλΑΠ (πολ.) 13/1999 ΝοΒ 2000, σελ. 447, με μειοψηφία 18 μελών!

[6].   Βλ. σχετ. Στ. Παπαγεωργίου-Γονατά, Όταν η κοινή Λογική εξοστρακίζεται, ΠοινΔικ 2010, σελ. 203.

[7].   ΠοινΔικ 2010, σελ. 42.

[8].   ΟλΑΠ 2/2010 ΠοινΔικ 2010, σελ. 153.

[9].   Τελικά εκδόθηκε η ΑΠ 1675/2010 ΠοινΔικ 2010, σελ. 1280 που διαπίστωσε παραγραφή.

[10]. Βλ. Ν.Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 4η έκδ. 2012, σελ. 483, Α.Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 2η έκδ. 2004, σελ. 511. Ομοίως και στο γερμανικό δίκαιο βλ. E.Schlüchter, Γερμανικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, Επιμ.-Μτφρ. Όλ.Τσόλκα, 2000, σελ. 241.

[11]. Ο ΓερμΚΠΔ (§ 337 StPO) αναφέρει, κατ’ αρχήν, ως λόγο αναιρέσεως την «παράβαση νόμου» («Verletzung des Gesetzes»), ορίζοντας όμως ρητά στη συνέχεια (Abs. 2), όπως και ο δικός μας ΚΠΔ, ότι παράβαση νόμου συνιστά και η μη εφαρμογή ή η μη ορθή εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου. Αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως ανευρίσκεται και στην Πολιτική μας Δικονομία όπου (άρ. 559 περ. 1 ΚΠολΔ) καθιερώνεται ως λόγος αναιρέσεως η παράβαση «ουσιαστικού κανόνα δικαίου».

[12]   Ul. Franke, in: Löwe/Rosenberg-StPO, 26. Aufl. 2013, § 337 Rn. 73.

[13]. Στη δικονομία του ΕλΣυν προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως (άρ. 170 περ. δ΄ ν. 4700/2020) η «εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου». Όμοια και στη δικονομία του ΣτΕ προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως (άρ. 56 § 1 περ. δ΄ ΠΔ 18/1989) η «εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει την επίδικη σχέση».

[14]. Ν.Ανδρουλάκης, όπ.π., σελ. 501.

[15]. Πάγια νομολογία, βλ. ενδ. ΑΠ 795/2020, 1496/2018, ΑΠ 910/2017, ΑΠ 963/2012. Ανάλυση βλ. σε Α.Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδ. 2019, σελ. 903, 971-2, τον ίδιο, Η αναίρεση στην ποινική δίκη, 2η έκδ. 2013, σελ. 255 επ., 406 επ., Ά.Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδ. 2020, σελ. 582 επ., 608-9, Ν.Ανδρουλάκη, όπ.π., 501-2. Στην πολιτική δικονομία γίνεται λόγος για «ψευδή» ερμηνεία (βλ. σχετ. Ν.Νίκα, Πολιτική δικονομία, ΙΙΙ, 2007, σελ. 429) καθώς και για «κακή» εφαρμογή (βλ. σχετ. Λ.Σινανιώτη, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ. 80).

[16]. Πάγια νομολογία βλ. ενδ. ΟλΑΠ 2/2019,  ΟλΑΠ 2/2017 ΠοινΧρον 2018, σελ. 22 επ., ΟλΑΠ 3/2010 ΠοινΧρον 2010, σελ. 456.

[17]. Κατ’ αντιστοιχία βλ. Ν.Νίκα, όπ.π., σελ. 430.

[18]. Κατ’ αντιστοιχία βλ. Κ.Καλαβρό, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 3η έκδ. 2017, σελ. 158. Δ.Κονδύλη, σε Κεραμέως / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2η έκδ. 2020, άρ. 559 αριθμ. 20.

[19]. Την περίπτωση εφαρμογής κανόνα (“Norm”) που δεν είναι κανόνας δικαίου (“Rechtsnorm”), ως περίπτωση, μάλλον εξεζητημένης, εσφαλμένης εφαρμογής, καταγράφουν οι L.Mayer-Goßner / B.Schmitt, Strafprozessordnung, 55. Aufl. 2012, § 337 Rn. 33.

[20]. Πάγια νομολογία, βλ. ενδ. ΑΠ 884/2020, ΑΠ 1816/2019, ΑΠ 136/2015.

[21]. Αναλυτικά για το ζήτημα βλ. Κ.Χατζηιωάννου, σε: Λ.Μαργαρίτη, ΚΠΔ-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, ΙΙ, 2η έκδ. 2018, σελ. 1740-1.

[22].       Πάγια νομολογία βλ. ενδ. ΑΠ 1574/2017, ΑΠ 289/2016, ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 1592/2012.

[23].       Σχετικό είναι το έργο του Ν.Μπιτζιλέκη, Γεγονότα και κρίσις στο δίκαιο και ειδικότερα στο ποινικό δίκαιο, 1999, σελ. 194 επ. Παλαιότερα βλ. Χρ. Δέδε, Η αναίρεσις εν τη ποινική δίκη, 1966, σελ. 106 επ., Πρβλ. H.-H.Kühne, Strafprezessrecht, 9. Aufl. 2015, σελ. 678.

[24].       Το επισημαίνει ο U.Neumann, Tatfrage” und “Rechtsfrage” im strafprozessualen Revisionsrecht, σε:  Τιμ. Τόμο Ν.Ανδρουλάκη, 2003, σ. 1091 επ. [1092-3].

[25]. Γεγονότα, κατά τον K.Engisch (: Εισαγωγή στη νομική σκέψη, Μτφρ. Δ.Σπινέλλη, 2η έκδ. 1986, σελ. 66) θεωρούνται συμβάντα, καταστάσεις, σχέσεις, αντικείμενα και ιδιότητες που ανάγονται στο παρελθόν και μπορούν να προσδιοριστούν τοπικά και χρονικά, ανήκουν στον εξωτερικό και στον εσωτερικό αισθητό κόσμο και είναι ταξινομημένα σύμφωνα με τους νόμους της φύσης.

[26]. Θέση της I.Puppe, Διαπιστώνειν, καταλογίζειν, αξιολογείν: Σημασιολογικές σκέψεις περί της αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων και του αναιρετικού ελέγχου αυτών, Μτφρ. Θ.Σοφού, σε: Ελλην. Εταιρεία Δικαιοφιλοσοφικής & Δικαιοϊστορικής ερεύνης, Αιτιολόγηση, νομιμοποίηση και δίκαιο, Αθήνα 2012,  σελ. 86-7. [: NStZ 2012, σελ. 409].

[27].       U.Neumann, όπ.π., σελ. 1094 επ.

[28]. Ενδ. βλ. ΑΠ 363/2017, ΑΠ 566/2012, ΑΠ 257/2009, ΑΠ 526/2008. «[Ε]ντελώς εσφαλμένη» θεωρεί αυτή τη νομολογιακή «παραδοχή» ο Ν.Ανδρουλάκης, όπ.π., σελ. 495.

[29]. ΑΠ 2052/2019, AΠ 1997/2009. Διαφορετικά όμως βλ. H.-H.Kühne, όπ.π., σελ. 676-7, 679, Ε.Schlüchter, όπ.π., σελ. 244.

[30]. Πάγια νομολογία, βλ. ενδ. ΟλΑΠ 1/2005 ΠοινΔικ 2005, 400 και σχετ. Κ.Χατζηιωάννου, Παρατ. σε ΑΠ 1837/2016, ΠοινΔικ 2018, σελ. 663 επ.

[31]. Βλ. K.Engisch, όπ.π., σελ.. 64-5.

[32].       Ν.Μπιτζιλέκη, όπ.π., σελ. 206.

[33]. Βλ. ενδ. ΑΠ 643/2020 Αρμ. 2020, σ. 1906-1913 με παρατ. Ι.Ναζίρη = ΠοινΔικ 2020, σελ. 1309, ΑΠ 1301/2019, ΑΠ 2081/2018, ΑΠ 1807/2018 και αναλυτικά για το θέμα Ε.Φυτράκη, σε: Ν.Παρασκευόπουλου / Ε.Φυτράκη, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, 2η έκδ. 2021, 404-5 με περαιτέρω νομολογιακές και βιβλιογραφικές παραπομπές.

[34]. Puppe, όπ.π., σελ. 89-90: «Εκείνα τα γεγονότα με τα οποία αιτιολογεί κανείς έναν πραγματικό ισχυρισμό, δηλ. τα λεγόμεναενδεικτικά γεγονότα’ (Indiztatsachen), δεν έχουν καμία σχέση με αυτόν τον πραγματικό ισχυρισμό».

[35]. Για τα στάδια της υπαγωγής βλ. Χρ. Δέδε, όπ.π., σελ. 125 επ.

[36]. ΑΠ 1675/2010 ΠοινΔικ 2010, σελ. 1280.

[37]. Με το άρ. 77 ΣχΝ του Υπ. Δικαιοσύνης «Τροποποιήσεις του ΠΚ και το ΚΠΔ» (σε διαβούλευση από 24.9.2021) το πλαίσιο ποινής, για το έγκλημα του άρ. 348Α § 4 ΠΚ, από «κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή» τροποποιείται σε «κάθειρξη και χρηματική ποινή».

Κ.Κοσμάτος, ευαλωτότητα και θυματοποίηση

Ευαλωτότητα και θυματοποίηση

 

Κώστα Κοσμάτου,

Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ

Κοινή παραδοχή αποτελεί ότι τα γενετήσια εγκλήματα σε βάρος ανηλίκων συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που διεγείρουν το κοινό αίσθημα. Το αίτημα που διατυπώνεται από την κοινή γνώμη, και συχνά υλοποιείται από την πολιτεία, εξαντλείται στο πεδίο της αυστηροποίησης της ποινικής νομοθεσίας για τους δράστες. Πρόκειται για μια γνωστή στη χώρα μας τάση, που εμφανίζει ως παρούσα την πολιτική ηγεσία των αρμόδιων υπουργείων, η οποία «ανταποκρίνεται» στο αίτημα της κοινής γνώμης, όπως αυτή διαμορφώνεται από τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» είναι πάντοτε παρόν και πρόθυμο να αποδείξει την «ετοιμότητα» της κυβέρνησης και να καθησυχάσει την κοινή γνώμη. Στο πλαίσιο αυτό εξαγγέλλονται νέες αυστηρότερες ποινές, δημιουργία ειδικών φυλακών, ενώ δεν λείπουν και οι «φωνές» για πραγματικά ισόβιο εγκλεισμό στους δράστες των σχετικών εγκλημάτων αυτών. Όλα τα παραπάνω επαναλαμβάνονται τις τελευταίες ημέρες με αφορμή εγκλήματα σε βάρος του 12χρονου κοριτσιού από τον Κολωνό.

Το φαινόμενο της εγκληματικότητας σε βάρος ευάλωτων ομάδων, όπως είναι η γενετήσια εκμετάλλευση των ανηλίκων, θα εκλείψει ή θα μειωθεί μόλις οι νέες ποινικές διατάξεις προβλέψουν τη μέγιστη ποινή για τον κατηγορούμενο; Την απάντηση ευχερώς δίνει η ιστορία, η οποία αποδεικνύει ότι η καταπολέμηση του εγκλήματος μόνο με αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου ελάχιστα αποδίδει.

Ας αφήσουμε, όμως, κατά μέρος τον ποινικό λαϊκισμό που εκπέμπουν οι παραπάνω θέσεις και ας δούμε την ουσία του ζητήματος. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι άλλο: ποια είναι τα μέτρα που η συντεταγμένη πολιτεία έλαβε ή θα λάβει για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του φαινομένου, τα οποία έχουν ως αφετηρία την προστασία των θυμάτων; Πώς για το συγκεκριμένο παιδί δεν υπήρξαν οι κατάλληλες πρόνοιες είτε για την αποτροπή των σε βάρος του πράξεων, είτε για την άμεση ανίχνευση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν; Αυτό το ερώτημα, το οποίο είναι κυρίαρχο κατά την άποψή μου, δεν αναδείχθηκε με τον προσήκοντα τρόπο στον δημόσιο διάλογο.

Με δεδομένο ότι συνεκτικός κρίκος όλων αυτών των κατηγοριών των ατόμων-υποψηφίων θυμάτων εντάσσονται στις «ευπαθείς», «ευάλωτες» ή λεγόμενες ομάδες «κοινωνικού αποκλεισμού», θεωρώ ότι η προσέγγιση του ζητήματος θα πρέπει να αναδεικνύει κυρίαρχα, μεταξύ άλλων:

α) τις προνοιακές πολιτικές που έχουν αναπτυχθεί για τις περιπτώσεις ατόμων, οικογενειών και ομάδων που βιώνουν συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού,

β) τις θεσμικές και πρακτικές παρεμβάσεις για την καταπολέμηση του φόβου των ευάλωτων θυμάτων να καταγγείλουν τις εγκληματικές σε βάρος τους πράξεις, δεδομένου ότι η τέλεση των εγκλημάτων αυτών συχνά λαμβάνει χώρα εντός του οικογενειακού ή του κοντινού κοινωνικού περιβάλλοντος του ανηλίκου,

γ) την ουσιαστική λειτουργία εξειδικευμένων δομών και υπηρεσιών αρωγής,

δ) την ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης των ανηλίκων στο διωκτικό και δικαστικό μας σύστημα, που δεν θα δημιουργεί πρόσθετα τραύματα και εκ νέου αποκλεισμό,

ε) την ύπαρξη ουσιαστικού κοινωνικού ελέγχου από μέρους της τοπικής κοινωνίας και των φορέων της.

Όπως είναι εμφανές, το κεντρικό πρόβλημα εστιάζεται στο ερώτημα: ποια είναι τα μέτρα που λαμβάνει η πολιτεία είτε για να πατάξει την εγκληματικότητα σε βάρος των ευάλωτων ομάδων, είτε να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε αφενός να ενδυναμωθεί ο ρόλος του κοινωνικού κράτους και αφετέρου να εξασφαλίζεται μια δικαιοσύνη φιλική στα ανήλικα θύματα γενετήσιων εγκλημάτων, με στόχο να διευκολύνεται η καταγγελία τους και να υποστηρίζεται η παρουσία τους σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας, με δημιουργία εξειδικευμένων δομών υποδοχής και στήριξης των θυμάτων, με ενημέρωση και αρωγή.

Διαφορετικά, θα αναλωνόμαστε σε μια ανέξοδη επικοινωνιακή αντεγκληματική πολιτική, που το μόνο που μπορεί να προσφέρει, είναι η αύξηση των ποινών εγκλημάτων κάθε φορά που έρχονται στην επικαιρότητα αντίστοιχα φαινόμενα.

 

Α.Ερμίδου, οι νέες διατάξεις περί μικροδιαφορών- η διαδρομή προς την αλλαγή τους

ΟΙ ΝΕΕΣ  ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ  ΠΕΡΙ ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΩΝ  –

Η   ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΡΟΣ  ΤΗΝ  ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥΣ

Ακριβή Ερμίδου

Ειρηνοδίκης Α’ Αθηνών

 

Στο από Μαρτίου 2017   άρθρο  του συναδέλφου  Γεωργίου Δελή  που δημοσιεύθηκε  στα Δικαστικά Νέα  ( αριθμός φύλλου 138), με τίτλο « Οι μικροδιαφορές  σε σχέση με την τακτική διαδικασία υπό το Νόμο 4335/2015»  επιχειρήθηκε  για πρώτη φορά  η εμβάνθυση στις σχετικές διατάξεις των  μικροδιαφορών ,  οι οποίες  παρά το τίτλο τους   αποτελούν τα τελευταία χρόνια  μεγάλη μερίδα της ειρηνοδικειακής  ύλης, και μάλιστα  ύλης  που κάθε άλλο αφορά σε «μικρές διαφορές». Από την παράθεση  μιας  σύντομης  ιστορικής αναδρομής των  σχετικών διατάξεων  μέχρι την  ψήφιση του ν. 4335/2015, στο ανωτέρω άρθρο  του ο συνάδελφός μας,   κατέληξε στην  διαπίστωση  ότι « η µακρόχρονη συµπόρευση µικροδιαφορών και τακτικής διαδικασίας ατόνησε µε το ν. 4335/2015,με συνέπεια  να απαιτείται  πλέον    είτε η νοµολογιακή αποκαθήλωση των µικροδιαφορών από την τακτική διαδικασία, προκειµένου να διαγράψουν εγκάρσια, λόγω ποσού, το σύνολο της πολιτικής δίκης ανεξαρτήτως διαδικασίας, είτε η νοµοθετική εναρµόνισή τους µε τον Καν. ΕΕ 861/2007 «για την θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας µικροδιαφορών», προκειµένου να συµβαδίσουν, εφεξής, µε την νέα τακτική διαδικασία και το πρότυπο έγγραφης διεξαγωγής της δίκης που εισήγαγε ο ν. 4335/2015».

 Οι ανωτέρω προβληματισμοί  στην  συνέχεια   τέθηκαν  στην Ομάδα Εργασίας  με αντικείμενο την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής της μεταρρύθμισης του ΚΠολΔ (Αποφ. Υπ. Δ/νης 5542/φ.325/2019), από τους  Ειρηνοδίκες  που συμμετείχαν σ΄αυτήν,  αφενός  μεν του Γ.Δελή και Δ.Αντωνάτου που ορίσθηκαν  από την Διοίκηση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αφετέρου  της  γράφουσας  ως  εκπροσώπου  τότε  της  Ενδε.  Είναι αξιοσημείωτο ότι  για πρώτη φορά  αρμόδια  επιτροπή του  Υπουργείου Δικαιοσύνης   έδωσε τόση ιδιαίτερη βαρύτητα  σε  ζητήματα  Ειρηνοδικών, καθότι  για πολλά- πολλά χρόνια  φάνταζε  να μην απασχολεί τους  αρμόδιους   η οποιαδήποτε θεσμική μεταβολή αναφορικά με τα ειρηνοδικεία , παρά μόνο  η μετακύλιση  ύλης  προς αποσυμφόρηση των  πρωτοδικείων.  Αξίζει  λοιπόν να παρατεθεί  ένα απόσπασμα  από την   διαπίστωση της Ομάδας  Εργασίας  όπως αποτυπώθηκε στο σχετικό πόρισμα που κατατέθηκε τον Ιανουάριο 2020  στο Υπουργείο  Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με αυτό :  «  Με βάση τις απαντήσεις από τα Ειρηνοδικεία στο συμπληρωματικό ερωτηματολόγιο συλλογής στατιστικών δεδομένων, που συνέταξε η Ομάδα Εργασίας με αντικείμενο την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής της μεταρρύθμισης του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 4048/2012, εξήχθη συμπέρασμα ότι ο χρόνος έκδοσης οριστικής απόφασης στην νέα τακτική διαδικασία μειώθηκε, κατά κύριο λόγο, στα περισσότερα Ειρηνοδικεία της χώρας, ενώ, οι υποθέσεις μικροδιαφορών της τακτικής, που καταλαμβάνουν τον μεγαλύτερο όγκο της ειρηνοδικειακής ύλης, βραδύνουν σημαντικά, παρά την γενικότερη ανάγκη που εξυπηρετεί η ταχεία εκκαθάρισή τους. Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στο δίκαιο των μικροδιαφορών δεν επέφεραν ανάλογη μείωση, δηλαδή, του χρόνου έκδοσης απόφασης, σε σχέση με αυτή της νέας τακτικής διαδικασίας. Ακριβώς, όμως, λόγω της ελαστικότητας, εν γένει, των ειδικών διατάξεων περί μικροδιαφορών και του περιορισμού εχεγγύων της προδικασίας κ.ο.κ., θα έπρεπε, κατά κανόνα, να συμβαίνει το αντίθετο. Συνεπώς   κρίνεται αναγκαία νομοθετική επέμβαση, στη  βάση διεξοδικής ιστορικής προσέγγισης του Δικαίου των μικροδιαφορών στην ημεδαπή και συγκριτικής επισκόπησής του με τις βέλτιστες πρακτικές εκκαθάρισης των ήσσονος αξίας διαφορών στα κράτη μέλη Ε.Ε., σε συνδυασμό και με την τεχνογνωσία που έχουν, ήδη, τα Ειρηνοδικεία από την εφαρμογή στην πράξη της Ευρωπαϊκής Διαδικασίας Μικροδιαφορών, κατά τον Καν. ΕΕ 861/2007. Στην κατεύθυνση αυτή, κατατέθηκε στην Ομάδα Εργασίας μελέτη των Ειρηνοδικών Αθηνών, Βασιλείου Φούρκα και Γεωργίου Δελή, με τίτλο «Το Δίκαιο των μικροδιαφορών στην ημεδαπή και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Η διαχρονική εξέλιξη του δικαίου των μικροδιαφορών στο ελληνικό δίκαιο και συγκριτική επισκόπηση του δικαίου των ήσσονος αξίας διαφορών στα κράτη μέλη της ΕΕ. Η Ανάγκη για προσαρμοστικές ρυθμίσεις μετά τον ΕΚ 861/2007 για την θέσπιση της ΕΔΜ και τις τροποποιήσεις των Ν 4335/2015 και 3994/2011  δημ. Αρμ. 5/2019)»…Συνάγεται λοιπόν  το συμπέρασμα ότι βασικές αιτίες κατά τις οποίες το Δίκαιο των μικροδιαφορών βραδύνει στην χώρα μας είναι, αφενός ότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη μια πραγματικά απλουστευμένη διαδικασία, η οποία και θα οδηγούσε σε ταχεία εκκαθάριση των σχετικών υποθέσεων και αφετέρου ότι η παρέμβαση του δικονομικού νομοθέτη στις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών υπήρξε περιορισμένη, παρά την ολική αναδόμηση της τακτικής διαδικασίας…Τέλος, είναι αναγκαία και η διαπίστωση της σημερινής κατάστασης που επικρατεί στα εκθέματα των μικροδιαφορών. Πέραν, των απαντήσεων των Ειρηνοδικείων στο συμπληρωματικό ερωτηματολόγιο συλλογής στατιστικών δεδομένων, που ανέδειξαν το πρόβλημα, επιχειρήθηκε και η συλλογή δεδομένων για τις υποθέσεις που απαρτίζουν τα εκθέματα των μικροδιαφορών, τα οποία αποτελούνται κυρίως από υποθέσεις: 1) τιμολογίων πώλησης και, εν γένει, παροχής υπηρεσιών 2) αγωγές για ηθική βλάβη λόγω προσβολής προσωπικότητας, 3) αγωγές με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ΟΤΑ και λοιπά νπδδ, από τη λειτουργία τους και 4) αγωγές για διαφορές από τραπεζικές και ασφαλιστικές συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της ακυρότητας των ΓΟΣ όρων τους».   Ακολούθησε  ο νόμος  4842/2021   με τον  οποίο  έγιναν  εκ νέου  τροποποιήσεις  στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,    βασισμένες  κυρίως στην έκθεση αξιολόγησης  της ΄πιο πάνω  Ομάδας Εργασίας , μεταξύ των  οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες  που μεταβάλουν εκ βάθρου    το πρότυπο δίκης των μικροδιαφορών. Από την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω  νόμου γίνεται σαφές ότι  υιοθετήθηκε  η βασική ανάγκη   που προβλήθηκε  από τους ίδιους  του Ειρηνοδίκες, δηλ. η  μεταβολή του  προτύπου δίκης. Είναι σημαντικό ότι με τις νέες  διατάξεις  ξεκαθάρισε  το πεδίο των μικροδιαφορών σε  πολλά ζητήματα,  κύριο των  οποίων ήταν  ότι αυτές αποτελούν απόκλιση  της  τακτικής διαδικασίας,  και επομένως υιοθετήθηκε η ανάγκη να συμπορευτούν με τις διατάξεις  της  νέας τακτικής  διαδικασίας , στην ουσία δηλ. να δημιουργηθεί μια  « απλοποιημένη νέα  τακτική διαδικασία».    Θεωρώ  αναγκαίο να επισημάνω   τη τιμητική για το  κλάδο μας και κυρίως  για τους συναδέλφους μας Γ.Δελή , Β.Φούρκα και Δ. Αντωνάτο,   αναφορά του Αρεοπαγίτη κ. Στέφανου Πανταζόπουλου,   μέλος της Νομοπαρασκευαστικής  Επιτροπής του Ν. 4842/2021 , ο οποίος σε άρθρο του  στην ΕλΔνη ( 1/2022 -63) αναφέρει ακριβώς : «  Η ισχύουσα  νομοθετική ρύθμιση την  οποία συνέταξα με την  συνδρομή των  ειρηνοδικών …καθιερώνει μια διαδικασία απλή, ευέλικτη και σύντομη  και αποσκοπεί στην ταχύτερη απονομή της  δικαιοσύνης…», αναγνωρίζοντας   την επιστημονική τους κατάρτιση  και  την σημαντική συμβολή    των  συναδέλφων.  Ετσι  λοιπόν  υιοθετήθηκαν  στο νέο σύστημα  εκδίκασης  των μικροδιαφορών  διατάξεις  της νέας τακτικής  διαδικασίας  όπως  εδεικτικά α) η συγκέντρωση της δικογραφίας με το αποδεικτικό  υλικό,  β) η μη δυνατότητα αναβολής, γ)  το τεκμήριο ομολογίας , ενώ επι πλέον   για πρώτη φορά  επιτρέπεται  η λήψη ένορκης βεβαίωσης ( και ενώπιον δικηγόρου   )  χωρίς κλήση του αντιδίκου  και παράλληλα  διατηρείται   η προφορικότητα  σε τέτοιο  βαθμό ώστε να εφαρμόζεται η διάταξη των άρθρων  271παρ. 3 και  272 ΚΠολΔ , δηλ. η ερημοδικία  κρίνεται επι της έδρας. Εξάλλου  πολύ  σημαντική   κατά τη γνώμη μου είναι  η διάταξη του άρθρου  469παρ.2 ΚΠολ  σύμφωνα με την οποία  « Οι παριστάμενοι κατά τη συζήτηση διάδικοι μπορούν, κατά την κρίση του ειρηνοδίκη, να εξετάζονται κατ’ άρθρο 415 ή να παρέχουν διασαφήσεις για την υπόθεση, οι δε ενόρκως βεβαιώσαντες να καταθέτουν συμπληρωματικώς, εφόσον είναι παρόντες και ο ειρηνοδίκης κρίνει τούτο απολύτως αναγκαίο». Με την διάταξη αυτή  αποκαθίσταται  στην ουσία  η  καθοδηγητική ενέργεια  του ειρηνοδίκη, ( δυνατότητα  που καταργήθηκε με το  ν 4335/2015 )  καθόσον δίνει την  δυνατότητα  στον παριστάμενο  διάδικο και το μάρτυρά του να  διευκρινίσουν  τους ισχυρισμούς τους,  ενώ σε αντιδιαστολή με την  μη ύπαρξη  ανάγκης  περαιτέρω  διευκρινίσεων,  χορηγείται η δυνατότητα της μη εμφάνισης στο ακροατήριο  με την  κατάθεση της  κοινής δήλωσης κατά την παρ. 2του άρθρου 242. ( αρθρο 469παρ.1 ).

Όπως κάθε   νομοθετική μεταρρύθμιση θα  κριθεί και η ανωτέρω  από την πρακτική,   η οποία θα  καταδείξει   τυχόν    παραλείψεις, ή άλλα σημεία  που θα χρήζουν  βελτίωση ,  ωστόσο   το νέο σύστημα εκδίκασης  του μεγάλου πράγματι όγκου των  μικροδιαφορών, θα λειτουργήσει κατά την γνώμη μου θετικά ως προς την αποσυμφόρηση των  πινακίων των ειρηνοδικείων , την ταχεία απονομή της  δικαιοσύνης στο τομέα αυτό  και   την σύντομη  μετάβαση  στην  ηλεκτρονική μορφή της δικογραφίας,  με την εφαρμογή του άρθρου  468παρ 4  ΚΠολΔ  που προβλέπει ότι  « διαδικασία μπορεί να γίνει και με χρήση τυποποιημένων εγγράφων ή Τεχνολογίας Πληροφορίας και Επικοινωνίας»

 

 

Λ.Τσόγκας, νέοι Κώδικες- ζητήματα μετά από αναίρεση στο Δικαστήριο της παραπομπής και οι θεσμοί της ποινικής διαπραγμάτευσης και ποινικής συδνιαλλαγής

Νέοι Κώδικες- Ζητήματα  μετά από αναίρεση στο Δικαστήριο της παραπομπής και οι θεσμοί της ποινικής διαπραγμάτευσης και ποινικής συνδιαλλαγής

 

(εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 13-14.10.2022 με τίτλο «Ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή στην πράξη των νέων Ποινικών Κωδίκων και ιδίως μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4855/2021»)

 

Επιμέλεια:

Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Οκτώβριος 2022

===Σε ό,τι αφορά το στάδιο της εκτέλεσης της ποινής ειδική μνεία πρέπει να γίνει σε δύο άρθρα του νέου ΚΠΔ και ειδικότερα στα άρθρα 565 και 163. Στο άρθρο 565 ΚΠΔ ορίζεται ότι η ποινή, που επιβλήθηκε, εξαλείφεται με την παραγραφή και με την αμνηστία. Σχετικά όμως με το ζήτημα της εξάλειψης της ποινής λόγω της παραγραφής της κατά την ανωτέρω διάταξη, για να μην ανακύπτουν ζητήματα απόδειξης πότε η απόφαση κατέστη αμετάκλητη είναι αναγκαίο να τηρείται στην πράξη η πρόβλεψη του άρθρου 163 νέου ΚΠΔ, το οποίο αποτελεί αντικατάσταση του άρθρου 162 του προϊσχύσαντος ΠΚ. Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 163 ισχύοντος ΠΚ το ζήτημα της εμπρόθεσμης γνώσης (εννοείται της πληροφορίας που αφορά το επιδοθέν έγγραφο) οφείλει το δικαστήριο να το κρίνει αιτιολογημένα με την απόφασή  του για την πρόοδο ή μη της δίκης, ενώ κατά τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου τα αποδεικτικά επίδοσης καταδικαστικών αποφάσεων ουδέποτε καταστρέφονται.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι  είναι αναγκαία η δηνιουργία στις αρμόδιες δικαστικές υπηρεσίες η δημιουργία αρχείου με τα αποδεικτικά επίδοσης κάθε υπόθεσης, το οποίο πρέπει να είναι ηλεκτρονικό ενόψει των προβλέψεων στους Ν.4727/2020 και 4937/2022.

 

===Λόγω των πολλών μεταβολών στον Ποινικό Κώδικα και στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου προκύπτουν πρακτικά ζητήματα εκτέλεσης ποινών μετά από αναίρεση της απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας. Για το ζήτημα αυτό είναι διαφωτιστική η μελέτη του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Π.Μπρακουμάτσου , που έχει δημοσιευτεί στην Ποινική Δικαιοσύνη.

Ένα ζήτημα, που ανακύπτει, είναι το εξής:

Αν έλαβε χώρα αμετάκλητη καταδίκη σε βάρος του κατηγορουμένου βάσει νόμου, που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, αλλά καταργήθηκε αργότερα, με αποτέλεσμα να μην ισχύει κατά τον χρόνο της επιμέτρησης της ποινής από το δικαστήριο της παραπομπής μετά από αναίρεση ως προς την ποινή. Έτσι στο Δικαστήριο της παραπομπής μένουν τρεις δυνατότητες:

α) Το δικαστήριο της παραπομπής να μην επιβάλει ποινή. Τούτο όμως καθιστά την απόφαση ελλιπή, αφού δεν περατώνεται η δίκη, κατ՚ άρθρο 368 ΚΠΔ, καθόσον καταδικαστική απόφαση χωρίς ποινή δεν είναι νοητή.

β) Το δικαστήριο να εφαρμόσει τον νεότερο ποινικό νόμο, που καταργεί το αξιόποινο.

γ) Το δικαστήριο δεσμευόμενο από το δεδικασμένο δηλαδή του αμετακλήτου της ενοχής, θα επιβάλει ποινή, η οποία όμως αυτοδικαίως δεν θα εκτελεσθεί, κατ՚ άρθρο 2§2 ΠΚ, από τον αρμόδιο εισαγγελέα, του άρθρου 549 ΚΠΔ ή από το αρμόδιο δικαστήριο, κατ՚ άρθρο 562 ΚΠΔ.

===Περαιτέρω είναι  σαφής η  διάκριση μεταξύ αμετακλήτου της ενοχής και αμετακλήτου της ποινής. Στο πεδίο αυτό,  η περίπτωση όπου η πράξη τιμωρείται ηπιότερα λόγω μεταβολής των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης (π.χ. εξάλειψη επιβαρυντικών περιστάσεων) διαφοροποιείται από εκείνη, που απλώς αποκλιμακώνεται η ποινική κύρωση επί το επιεικέστερο. Έτσι αν κάποιος καταδικάσθηκε για απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας σύμφωνα με το άρθρο 386§1 εδ. β΄ του προϊσχύσαντος ΠΚ και κατά της καταδικαστικής απόφασης του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκε αναίρεση από τον καταδικασθέντα, η οποία απορρίφθηκε, ως προς το κεφάλαιο που αφορούσε την ενοχή, αλλά αναιρέθηκε, ως προς την ποινή αφού η αίτηση αναίρεσης αφορούσε μόνο το κεφάλαιο της ποινής, τότε το Δικαστήριο της παραπομπής, που επιλαμβάνεται της υπόθεσης μετά την ισχύ του νέου ΠΚ, θα λάβει υπόψη του ότι πλέον για την πλημμεληματική πράξη της απάτης προβλέπεται μία μόνο ποινή.   Τούτιο διότι τιμώρηση του καταδικασθέντος από το δικαστήριο της παραπομπής με βάση τον αμετακλήτως δοθέντα νομικό χαρακτηρισμό (απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας) προσκρούει στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (άρθρο 15 ΔΣΑΠΔ και 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ). Εξάλλου στην περίπτωση που το δικαστήριο της παραπομπής επιβάλλει ποινή σύμφωνα με την ισχύουσα πια διάταξη, δεν παραβιάζει τους περιορισμούς του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, καθόσον θα αρκεσθεί στην επιβολή της ηπιότερης ποινής, χωρίς να υπεισέλθει στο θέμα του αμετακλήτου της ενοχής.

===Ως προς το ανωτέρω ζήτημα έχει εκδοθεί η υπ’αριθμ. 47/2021 απόφαση του ΑΠ, σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση αυτή συντρέχει ως προς την ποινή λόγος εφαρμογής, κατά τα άρθρα 2§1 ΠΚ και 511 εδ. δ’ ΚΠΔ, της επιεικέστερης κατά τα προαναφερθέντα διάταξης του άρθρου 386§1 εδ. α’ του ισχύοντος νέου Ποινικού Κώδικα.

===Περαιτέρω  πρόβλημα ανακύπτει στην περίπτωση, που η απόφαση αναιρέθηκε ως προς το κεφάλαιο της ποινής και το δικαστήριο της παραπομπής καθ՚ υπέρβαση εξουσίας κρίνει εκ νέου την ενοχή. Έτσι στη συνέχεια είναι  εκ νέου αναιρετέα η απόφαση για υπέρβαση εξουσίας ή δεν πρέπει να εξετασθεί ο αυτεπάγγελτα εξεταζόμενος λόγος, διότι έτσι θα χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου, κατά ρητή επιταγή των άρθρων 470 και 524 παρ. 2 ΚΠΔ;

Επί του θέματος χρήσιμες είναι οι υπ’αριθ.999/2013 και 2062/2018 αποφάσεις του ΑΠ.

Κατά την πρώτη (ΑΠ 999/2013) αν αναιρεθεί η καταδικαστική απόφαση, μόνο ως προς τη μη αναγνώριση στο πρόσωπο του καταδικασθέντος ελαφρυντικής περίστασης και συνακόλουθα και ως προς την ποινή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση του εγκλήματος. Το δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμπεται κατά το άρθρο 519 του ΚΠΔ η υπόθεση, περιορίζεται στην αναγνώριση ή όχι της ελαφρυντικής περίστασης και στην επιβολή νέας ποινής σε περίπτωση αναγνώρισης και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου, ως προς την τέλεση του εγκλήματος ούτε και την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω τυχόν παραγραφής. Κατά τη δεύτερη (ΑΠ 2062/2018) αν στην πιο πάνω περίπτωση το δικαστήριο της παραπομπής ερευνήσει και την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς την τέλεση της πράξης ή την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής ,υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας και ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αφού άσκησε εξουσία που δεν του δίνει ο νόμος.(ΑΠ 1915/2010). Όμως κατά τη διάταξη του άρθρου 511 εδ.α ΚΠΔ “αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (αρθρ.515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ,αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης του άρθρου 510 ΚΠΔ εκτός της σχετικής ακυρότητας. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου.” Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται η αναίρεση της απόφασης για λόγο που δεν περιέχεται στην αίτηση αναίρεσης, αλλά εξετάζεται αυτεπάγγελτα από τον Άρειο Πάγο, εφόσον με την παραδοχή του επέρχεται χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου (ΑΠ 1584/1986).

===Επίσης άλλο ζήτημα αποτελεί η λήψη υπόψη από το δικαστήριο παραπομπής νέων περιστατικών, που προέκυψαν κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου παραπομπής, εφόσον αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν για την έκδοση απόφασης επί της ποινής, για την οποία και μόνο παραπέμφθηκε η απόφαση. Η νομολογία (ΑΠ 212/2013 ΝΟΜΟΣ) αντιμετώπισε ως εξής το θέμα στην περίπτωση, που αναιρέθηκε η απόφαση του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου μόνο ως προς την απόρριψη του αιτήματος για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων και ο αναιρεσείων κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής ζήτησε την εξέταση νέων μαρτύρων υιοθετώντας τη θέση ότι το δικάσαν Εφετείο, που δίκασε εκ νέου την υπόθεση, δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε νέα εξέταση μαρτύρων για την αναγνώριση ή μη της ελαφρυντικής περίστασης, αφού το θέμα αυτό κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που έχει δεχθεί το δικαστήριο αμετάκλητα για την ενοχή του κατηγορουμένου. Επομένως η αναγνώριση ή μη ελαφρυντικών θα γίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που είχε δεχθεί το δικαστήριο αμετακλήτως. Η απόφαση του ΑΠ που ενδιαφέρει τόσο για το ανωτέρω ζήτημα όσο και ως προς το ότι  κατά τα μέρη της αναιρεθείσας απόφασης, για τα οποία δεν προβλήθηκαν λόγοι αναίρεσης ή οι τυχόν προβληθέντες απορρίφθηκαν από την αναιρετική απόφαση, η προσβληθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη (άρθρο 546 ΚΠΔ), οπότε και δεν επιτρέπεται νέα συζήτηση επί των μερών τούτων ειναι η υπ’αριθ.212/2013. Τούτη έχει εφαρμογή και για το ζήτημα της αναγνώρισης και δεύτερου ελαφρυντικού από το Δικαστήριο της παραπομπής μετά την αναίρεση μολονότι δεν είχε προβληθεί στη δίκη της απόφασης, που αναιρέθηκε.

===Η ποινική διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει σε όλα τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα εξαιρουμένων μόνο των κακουργημάτων, που τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη, των εγκλημάτων, που τυποποιούνται στο άρθρο 187Α ΠΚ και αυτών που στρέφονται της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Κατά τούτο διαφέρει από την ποινική συνδιαλλαγή, η οποία φορά μόνο συγκεκριμένα κακουργήματα (δηλαδή αυτά της πλαστογραφίας, ψευδούς βεβαίωσης, κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, απάτης κατά της Ε.Ε, απιστίας, λαθρεμπορίας, φοροδιαφυγής, νομιμοποίησης εσόδων από εγκλημαικές δραστηριότητες, ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης), εφόσον το αίτημα συνδιαλλαγής έγινε πριν την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, αν όμως γίνει μετά την παραπομπή του σε δίκη η ποινική συνδιαλλαγή μπορεί να αφορά τις πλημμεληματικές μορφές των ανωτέρω εγκλημάτων . Το σημείο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι ότι με τον νέο ΠΚ καταργήθηκαν οι διατάξεις του Ν.1608/1950 και συνεπώς τα προβλεπόμενα στον Ν.1608/1950 κακουργήματα δεν τιμωρούνται πλέον με ισόβια κάθειρξη και συνεπώς μπορούν να  συμπεριληφθούν στον κατάλογο των εγκλημάτων για τα οποία είναι δυνατή η διαπραγμάτευση, πλην όμως όταν τα εγκλήματα του Ν/1608/1950 αφορούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 263Α του προϊσχύσαντος ΠΚ  τότε πρέπει να διευκρινιστεί ότι τούτα τα εγκλήματα είναι κατ’έγκληση διωκόμενα και συνεπώς είναι εξαιρετέα για διαπραγμάτευση.

===Για την ενεργοποίηση της ποινικής διαπραγμάτευσης απαιτείται αίτηση από τον κατηγορούμενο. Στο σημείο αυτό απαιτείται να γίνει διάκριση της διαδικασίας, που ακολουθείται όταν η αίτηση υποβάλλεται στην προδικασία με αυτή όταν η αίτηση υποβάλλεται στο ακροατήριο. Ειδικότερα όταν η δικογραφία βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας, ποινική διαπραγμάτευση μπορεί να νοηθεί μόνο όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα. Κατά συνέπεια η δικογραφία πρέπει να εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση ή στην προανάκριση. Μόλις γίνει η υποβολή της αίτησης η δικογραφία αν εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, επιστρέφεται από τον Ανακριτή στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και από αυτόν, αν η ποινική δίωξη αφορά κακουργήματα, υποβάλλεται στον Εισαγγελέα Εφετών. Σε περίπτωση ανάκρισης για πλημμελήμματα μόνο ή σε περίπτωση προανάκρισης ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών παραλαμβάνει τη δικογραφία και την κρατεί για τις περαιτέρω ενέργειές του. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας μεριμνά για τον διορισμό συνηγόρου στον κατηγορούμενο, αν τούτος δεν έχει ήδη πληρεξούσιο δικηγόρο. Για να αποφανθεί ο αρμόδιος Εισαγγελέας αν η υπόθεση είναι πρόσφορη για να ακολουθηθεί η διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης πρέπει οπωσδήποτε να καλέσει ενώπιόν του τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του ή μόνο τον συνήγορό του όπως συμβαίνει στην πράξη λόγω σχετικής εξουσιοδότησης του κατηγορουμένου να εκπροσωπηθεί από τον συνήγορό του στην εν λόγω διαδικασία.

===Η καταλληλότητα της υπόθεσης για διαπραγμάτευση κρίνεται μετά από την ακρόαση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του με βάση τις συνθήκες τέλεσης της πράξης (π.χ σε περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών  με βάση την ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών, τον τρόπο της μεθοδολογίας αν δηλαδή στην πράξη συμμετείχαν και άλλα πρόσωπα, αν τηρήθηκαν σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας για τη διακίνηση, τη συχνότητα τέλεσης, δηλαδή αν η πράξη τελέστηκε κατ’εξακολούθηση και κυρίως αν με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης ο κατηγορούμενος κρίνεται ότι έχει την ιδιότητα του εξαρτημένου). Οπωσδήποτε για το αν η υπόθεση είναι κατάλληλη για διαπραγμάτευση εκτός από τις συνθήκες τέλεσης της πράξης λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια τυχόν προηγούμενες καταδίκες ή τυχόν μαρτυρίες και έγγραφα της δικογραφίας, που φανερώνουν ότι ο κατηγορούμενος χαρακτηρίζεται από συμπεριφορ,  που τον εμποδίζει να συμβιώσει ειρηνικά στο κοινωνικό περιβάλλον, όπως είναι η σκληρότητα, η επιθετικότητα, η μεθοδικότητα για διάπραξη εγκλήματος, ώστε να μην είναι ανεκτό με βάση τους κανόνες της ειρηνικης κοινωνικής συμβίωσης να απολαύσει την ωφέλεια της ποινικής διαπραγμάτευσης, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος ευδοκίμησης της αίτησής του από τον Εισαγγελέα.

===Αν η υπόθεση κριθεί κατάλληλη για διαπραγμάτευση, τότε ο αρμόδιος Εισαγγελέας προτείνει την ποινή στον κατηγορούμενο και αν αυτός την αποδεχτεί, συντάσσεται το οικείο πρακτικό διαπραγμάτευσης. Σε αυτό αναφέρεται ο τόπος, ο χρόνος σύνταξης, η αποδιδόμενη πράξη στον κατηγορούμενο, το δικονομικό στάδιο, στο οποία εκκρεμεί η δικογραφία,  η ομολογία του κατηγορουμένου, η τυχόν προσωρινή του κράτηση, ο χρόνος έναρξής της, η καταλληλότητα της υπόθεσης για διαπραγμάτευση, η προτεινόμενη ποινή του Εισαγγελέα και ο τρόπος έκτισης της ποινής. Οπωσδήποτε βέβαια στο πρακτικό αναφέρονται η αποδοχή από την πλευρά του κατηγορουμένου του ύψους της ποινής και του τρόπου έκτισής της, ενώ στο πρακτικό ορίζεται ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου – αντίκλητός του, ο οποίος θα τον εκπροσωπήσει στο Δικαστήριο για την επικύρωση του πρακτικού. Προκειμένου να μην δημιουργείται καθυστέρηση στο Δικαστήριο της επικύρωσης του πρακτικού ή να μην γεννάται αναδίπλωση της θέσης του κατηγορουμένου είναι χρήσιμο να γίνεται μνεία στο πρακτικό διαπραγμάτευσης ότι ο κατηγορούμενος έθεσε στον αρμόδιο Εισαγγελέα όλες τις αποδείξεις, που είχε στη διάθεσή του, τους ισχυρισμούς του για την κατηγορία (που προφανώς θα αφορούν τους λόγους μειωμένης ποινής) και ότι σε καθεστώς  πλήρους ελευθερίας και κατανόησης ομολογεί την πράξη που του αποδίδεται. Για πρακτικούς λόγους είναι χρήσιμο στο πρακτικό να προσδιορίζεται η δικάσιμος και να παραιτείται της κλήτευσης και της προθεσμίας ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, ώστε να μην απαιτείται να τηρηθούν οι διατυπώσεις εισαγωγής της υπόθεσης στο Δικαστήριο για την επικύρωση του πρακτικού διαπραγμάτευσης. Μετά ταύτα ο αρμόδιος Εισαγγελέας επιστρέφει τη δικογραφία στην κύρια ανάκριση (εφόσον η υπόθεση εκκρεμούσε εκεί όταν υποβλήθηκε το αίτημα από τον κατηγορούμενο) προκειμένου να γίνει το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης. Αν η υπόθεση αφορά κακούργημα, τότε μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης από τον Ανακριτή η δικογραφία επιστρέφει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ο οποίος την υποβάλει στον Εισαγγελέα Εφετών για να εισαχθεί προς επικύρωση στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων. Ακολούθως συντάσσεται από τον Εισαγγελέα Εφετών το εισαγωγικό  έγγραφο.  Μέχρι να γίνει το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο για το χειρισμό επειγόντων δικονομικών ζητημάτων όπως εξακολούθηση ή παράταση  προσωρινής κράτησης, άρσης κατάσχεσης κλπ.

===Εκείνο, που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι αν η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση για κακούργημα και το αίτημα για ποινική διαπραγμάτευση υποβληθεί πριν την λήψη απολογίας του κατηγορουμένου, τότε μπορούν να ακολουθηθούν τα εξής δικονομικά βήματα: Να ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου, να επιβληθεί προσωρινή κράτηση ή περιοριστικοί όροι αν συντρέχουν οι σχετικοί λόγοι και ακολούθως η δικογραφία να περιέλθει στον αρομόδιο Εισαγγελέα για να κρίνει τη βασιμότητα του αιτήματος για ποινική διαπραγμάτευση. Σε αυτή την περίπτωση ο κατηγορούμενος μπορεί μόλις η υπόθεση επιστρέψει στον Ανακριτή μετά τη σύνταξη του οκείου πρακτικού διαπραγμάτευσης, να ζητήσει την άρση ή την  αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης ή την άρση των περιοριστικών όρων. Άλλως η δικογραφία μπορεί να επιστρέψει από τον Ανακριτή στον Εισαγγελέα πριν τη λήψη της απολογίας και στη συνέχεια ο αρμόδιος Εισαγγελέας ερχόμενος σε συμφωνία με τον κατηγορούμενο συντάσσει το σχετικό πρακτικό. Τότε θεωρείται ότι έχει περατωθεί η κύρια ανάκριση και έτσι η υπόθεση θεωρείται ότι είναι ώριμη για να εισαχθεί προς επικύρωση στο αρμόδιο Δικαστήριο. Αν όμως μετά τη σύνταξη του πρακτικού ο αρμόδιος Εισαγγελέας κρίνει ότι πρέπει να επιβληθούν περιοριστικοί όροι σε βάρος του κατηγορουμένου, τότε η δικογραφία επιστρέφει στον Ανακριτή, ο οποίος, αφού λάβει απολογία από τον κατηγορούμενο, μπορεί να εκδώσει διάταξη για περιοριστικούς όρους σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 283 ΚΠΔ ή να αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο κρίνοντας ότι δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής περιοριστικών όρων. Ακολούθως, αφού η διογραφία έχει επιστρέψει στον Ανακριτή, πρέπει να γίνει το τυπικό πέρας από τον Ανακριτή και μετά η δικογραφία να επιστρέψει στον αρμόδιο Εισαγγελέα για να εισαχθεί η υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο προς επικύρωση του πρακτικού διαπραγμάτευσης.

===Ως προς το πλαίσιο της ποινής, που πρέπει να λάβει υπόψη ο Εισαγγελέας Εφετών κατά τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης σε περίπτωση κακουργήματος, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 έτη πρέπει να αναφερθεί ότι είναι από 2 έως 5 έτη φυλάκισης και για  κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη πάνω από 10 έτη το αντίστοιχο πλαίσιο είναι από 2  έτη έως 7 έτη κάθειρξης. Σε περίπτωση πλημμελήματος το σχετικό πλαίσιο ποινής που πρέπει να ληφθεί υπόψη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα είναι αυτό των 10 ημερών έως 2 ετών φυλάκισης. Εκείνο, που έχει ενδιαφέρον κατά τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, είναι ότι ο αρμόδιος Εισαγγελέας μπορεί να καλέσει για ακρόαση και τον παθόντα της πράξης και να εξαρτήσει την ευδοκίμηση της διαπραγμάτευσης από την ικανοποίηση της ζημίας, που υπέστη από τον κατηγορούμενο. Κατά συνέπεια μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης μπορεί έμμεσα να λειτουργήσει εντός του πλαισίου της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, που αποτελεί τρόπο διευθέτησης των ποινικών υποθέσεων κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 2012/29 της ΕΕ,  η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τον Ν.4778/2017.

 ===Αν  ο Εισαγγελέας διαπιστώσει λόγο φαινομένης συρροής, τούτο το αναφέρει στο οικείο πρακτικό και επιβάλει μόνο μία ποινή για την πράξη, που κυριαρχεί και δεν επιβάλλει ποινή για την πράξη, που απορροφάται. Επίσης ο Εισαγγελέας μπορεί να διαγνώσει την εξάρτηση του κατηγορουμένου για πράξη διακίνησης ναρκωτικών στην επιβολή της ποινής. Οι τελευταίες δύο διαπιστώσεις προκύπτουν με σαφήνεια από τη διάταξη της §4 του άρθρου 303 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο η προτεινόμενη ποινή καθορίζεται με βάση την απαξία, τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό της υπαιτιότητας καθώς και την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου. Η σχέση απορρόφησης μιας πράξης από την άλλη, όπως επίσης η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως εξαρτημένου αποτελούν στοιχεία, που μπορεί να διαγνώσει ο Εισαγγελέας κατά τη σύνταξη του πρακτικού ποινικής διαπραγμάτευσης παρά τη μη ανάδειξή τους από την ασκηθείσα ποινική δίωξη, αφού συνδέονται με την απαξία της πράξης και τις συνθήκες τέλεσής της.

===Περαιτέρω ζητήματα, που ανακύπτουν στην πράξη ως την εφαρμογή της ποινικής διαπραγμάτευσης είναι αυτά, που αφορούν τα όρια της εξουσίας του Δικαστηρίου, που θα επικυρώσει το σχετικό πρακτικό διαπραγμάτευσης. Το Δικαστήριο λοιπόν κατά τη διαδικασία επικύρωσης του πρακτικού πρέπει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει λόγος οριστικής παύσης ποινικής δίωξης ή λόγος απαραδέκτου αυτής. Κατά συνέπεια εξετάζει την παραγραφή της πράξης, τυχόν διαφορετικό χαρακτήρα που αυτή μπορεί να έχει δηλαδή αν η πράξη είναι πλημμέλημα πια με βάση ευμενέστερο δίκαιο και έχει υποπέσει έτσι σε παραγραφή ή εξ αρχής λόγω του εσφαλμένου νομικού της πράξης σε κακούργημα αντί για πλημμέλημα με βάση τα περιστατικά από το αποδεικτικό υλικό συντρέχει πλέον λόγος ορθού νομικού χαρακτηρισμού σε πλημμέλημα και παύσης της ποινικής δίωξης εξαιτίας της παραγραφής. Επίσης το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ακόμη πιο μειωμένη ποινή δεχόμενο περιστάσεις, που δικαιολογούν τούτο. Επιπλέον ο κατηγορούμενος παρά την ομολογία της πράξης στον Εισαγγελέα μπορεί να προβάλει στο Δικαστήριο παραδεκτώς  ισχυρισμούς όπως εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες σε περίπωση διακίνησης ναρκωτικών. Για παράδειγμα παρά την ομολογία του κατηγορουμένου σε πράξη φοροδιαφυγής, η επίκληση στο Δικαστήριο εκ των υστέρων πρακτικού δ.σ της ανώνυμης εταιρίας, που έτυχε της απαιτούμενης δημοσιότητας, με βάση το οποίο ο κατηγορούμενος δεν είχε την ιδιότητα του εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας το επίδικο διάστημα, πρέπει να τύχει εκτίμησης από το Δικαστήριο.  Πλην όμως γίνεται αντιληπτό ότι το θέμα του παραδεκτού της προβολής των ισχυρισμών διαφέρει από εκείνο της βασιμότητάς τους. Τούτο σημαίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί ότι παραδεκτώς προβάλλονται οι ισχυρισμοί αυτοί ενώπιόν του και ακολούθως πρέπει να κρίνει για τη βασιμότητά τους. Το συμπέρασμα αυτό προκύπει από την αιτιολογική έκθεση του ΚΠΔ (βλ. σελ. 94), στην οποία αναφέρεται ότι η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας αποτελεί βασική αρχή στο ελληνικό δικονομικό σύστημα.  Για το λόγο αυτό, όπως προαναφέρθηκε, στο πρακτικό διαπραγμάτευσης είναι χρήσιμο να γίνεται μνεία ότι ο κατηγορούμενος εισέφερε τις αποδείξεις, που είχε στη διάθεσή του ενώπιον του Εισαγγελέα και ότι κατανόησε πλήρως την κατηγορία, τα περιστατικά, που αφορούν οι αποδείξεις της δικογραφίας, έθεσε υπόψη του Εισαγγελέα τους ισχυρισμούς του και ομολόγησε ακολούθως  την τέλεση της πράξης. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η ταχεία διεκπεραίωση της διαδικασίας επικύρωσης του πρακτικού  ποινικής διαπραγμάτευσης στο Δικαστήριο και ο Εισαγγελέας βρίσκει στο θεσμό αυτό την οδό για την αποσυμφόρηση των πινακίων των δικαστηρίων. Το Δικαστήριο επικυρώνοντας το σχετικό πρακτικό, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο επιβάλοντας στη συνέχεια σε αυτόν ποινή (που μπορεί να είναι μικρότερη από την αναφερόμενη στο πρακτικό) και διατάσσει την επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος του κατηγορουμένου. Βέβαια το Δικαστήριο μπορεί κατά τα άρθρα 2 νέου ΠΚ και  82, 99, 100 προϊσχύσαντος ΠΚ να μετατρέψει την ποινή φυλάκισης σε χρηματική, να την αναστείλει, να χορηγήσει προθεσμία για την καταβολή του ποσού της ποινής, να μετατρέψει την ποινή φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, όπως επίσης μπορεί ποινή φυλάκισης, που μπορεί να ανασταλεί με το άρθρο 99 νέου ΠΚ να την αναστείλει παρά τη μη πρόβλεψη τούτου στο οικείο πρακτικό διαπραγμάτευσης. Τέλος αποφαίνεται για την αφαίρεση του χρόνου προσωρινής κράτησης και για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων.

===Αν στο πρακτικό διαπραγμάτευσης έχει ενσωματωθεί πράξη για την οποία δεν χωρεί διαπραγμάτευση, το Δικαστήριο ακυρώνει ως προς το μέρος αυτό το πρακτικό και αν είναι καθ’υλη αρμόδιο προχωρά στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης ως προς την πράξη αυτή λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη και τη διάταξη του άρθρου 119 ΚΠΔ για την κατ’εξαίρεση καθ’υλη αρμοδιότητά του, άλλως ενεργεί όπως ορίζεται στο άρθρο 120 ΚΠΔ. Μέχρι την επικύρωση του πρακτικού από το Δικαστήριο ισχύουν όλα τα δικονομικά καταναγκαστικά μέτρα σε βάρος του κατηγορουμένου.

=== Ακόμη ειδική μνεία πρέπει να γίνει για το ζήτημα του αριθμού των αιτήσεων, που ο κατηγορούμενος στην ίδια υπόθεση μπορεί να υποβάλει. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο κατηγορούμενος αν υποβάλει   αίτηση και δεν επιτεύχθηκε συμφωνία με τον αρμόδιο Εισαγγελέα, το σχετικό δικαίωμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αναλωθεί και έτσι ο κατηγορούμενος παρά την απόρριψη της αίτησης για ποινική διαπραγμάτευση μπορεί να επανέλθει με νέα σε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση όταν προέκυψαν νέες αποδείξεις, που φανερώνουν την καταλληλότητα της υπόθεσης για διαπραγμάτευση και στη δεύτερη περίπτωση όταν έχει πια μεσολαβήσει ολική ή μερική ικανοποίηση του παθόντος (αν βέβαια υπάρχει τέτοιος στην υπόθεση). Αν δεν επιτευχθεί διαπραγμάτευση του κατηγορουμένου με τον αρμόδιο Εισαγγελέα, τότε η αίτηση καταστρέφεται, όπως επίσης καταστρέφονται και τα συνημμένα με αυτήν έγγραφα και δεν αποτελεί μέρος της δικογραφίας.

===Όταν το Δικαστήριο επικυρώσει το πρακτικό διαπραγμάτευσης και κηρύξει ένοχο το κατηγορούμενο επιβάλλοντας ποινή σε αυτόν, η απόφαση είναι άμεσα εκτελεστή. Κατά συνέπεια παύουν να ισχύουν τα δικονομικά καταναγκαστικά μέτρα σε βάρος του, που είχαν επιβληθεί κατά την κύρια ανάκριση. Ο κατηγορούμενος, όπως και ο Εισαγγελέας έχουν το δικαίωμα της αναίρεσης κατά της απόφασης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 303 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 505 ΚΠΔ. Οι λόγοι αναίρεσης είναι οι αναφερόμενοι στο άρθρο 510 ΚΠΔ.

===Σε ό,τι αφορά την ποινική συνδιαλλαγή (για τα εγκλήματα που αυτή μπορεί να γίνει) ο Εισαγγελέας καλεί υποχρεωτικά εκτός από τον κατηγορούμενο και τον παθόντα, στο δε οικείο πρακτικό συνδιαλλαγής εκτός από την ομολογία του κατηγορουμένου γίνεται μνεία ότι έγινε απόδοση του πράγματος στον παθόντα ή έλαβε χώρα πλήρης ικανοποίηση  της ζημίας, που προσδιορίζεται στην κατηγορία ενώ δεν υπάρχει προτεινόμενη ποινή από τον Εισαγγελέα, που να έχει αποδεχθεί ο κατηγορούμενος, αφού τούτη την επιβάλει το Δικαστήριο. Σε περίπτωση απόπειρας η ικανοποίηση του παθόντος λόγω της ηθικής του βλάβης δεν μπορεί να ξεπερνά τις 30.000 ευρώ, ενώ μπορεί να γίνει επιφύλαξη για διεκδίκηση υπερβαίνουσας αξίας στα Πολιτικά Δικαστήρια.

===Ο Εισαγγελέας, που διεκπεραιώνει τη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής, είναι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, όταν τούτη διεκπεραιώνεται πριν την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη. Διαφορετικά αν το αίτημα γίνει μετά την παραπομπή σε δίκη ή ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να διακόψει τη συνεδρίαση και να τάξει προθεσμία έως 15 ημέρες στους διαδίκους για τη σύνταξη του πρακτικού, στο οποίο θα έχει καταγραφεί η ομολογία του κατηγορουμένου και η πλήρης ικανοποίηση του παθόντος. Το Δικαστήριο επικυρώνει το πρακτικό, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο επιβάλλοντας ποινή, που για τις κακουργηματικές μορφές των εγκλημάτων, για τις οποίες μπορεί να γίνει συνδιαλλαγή, δεν μπορεί να είναι πάνω από δύο έτη φυλάκισης και επί επιβαρυντικών περιστάσεων πάνω από τρία έτη, ενώ στις πλημμεληματικές μορφές των εγκλημάτων δεν μπορεί να είναι πάνω από έξι και δώδεκα μήνες αντίστοιχα.

===Το Δικαστήριο έχει εξουσία να ενεργήσει σε ό,τι αφορά ισχυρισμούς του κατηγορουμένου και σε ό,τι αφορά την αναζήτηση λόγων παύσης της ποινικής δίωξης και απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, όπως ακριβώς και στη διαδικασία της πονικής διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη προεκτεθεί, ενώ κατά της απόφασής του το μόνο ένδικο μέσο, που μπορεί να ασκηθεί είναι αυτό της αναίρεσης.

Γ.Πλαγάκος, Οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο ως διατυπώσεις δημοσιότητας στην αναγκαστική εκτέλεση

Λήψη μελέτης σε μορφή pdf

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

Οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο ως διατυπώσεις δημοσιότητας στην αναγκαστική εκτέλεση.

 

Γεώργιος Πλαγάκος

Πρόεδρος Πρωτοδικών

 

Συνοπτικό διάγραμμα

  1. Εισαγωγικά
  2. Η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης.
  3. Η ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων του πλειστηριασμού.
  4. Η ανάρτηση της κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ εκδιδόμενης απόφασης.
  5. Η υποβολή καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.
  6. Η ανάρτηση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού.
  7. Οι αναρτήσεις επί άγονων πλειστηριασμών.
  8. Η ανάρτηση επί διακοπής του πλειστηριασμού λόγω τεχνικής βλάβης.
  9. Η ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού.
  10. Επίλογος.

 

 

  1. Εισαγωγικά

Η ενσωμάτωση της χρήσης του διαδικτύου στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με κορύφωση τη διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα επέδρασε εμφανώς στις διατυπώσεις δημοσιότητας που τηρούνται στην εκτελεστική διαδικασία. Ως δημοσίευση κάποιας πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης νοείται πλέον η ανάρτηση στο διαδίκτυο ενώ προβλέπονται και επιπλέον αναρτήσεις, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως δημοσιεύσεις. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με τις δημοσιεύσεις/αναρτήσεις που πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, να γίνουν κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και δη με το πρόσωπο που υποχρεούται να προβεί στην κάθε ανάρτηση, την προθεσμία κάθε ανάρτησης, το περιεχόμενό της και τις έννομες συνέπειες από τη μη τήρηση ή την πλημμελή τήρηση της σχετικής υποχρέωσης (τι αναρτάται, ποιος, που, πότε το αναρτά και ποιες οι συνέπειες από την παραβίαση των σχετικών διατάξεων).

  1. Η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης.

α. Η πρώτη χρονικά ανάρτηση στην εκτελεστική διαδικασία είναι αυτή του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, κατ’ άρθρο 955 παρ.2β για τα κινητά και 995 παρ.4γ ΚΠολΔ για τα ακίνητα. Τόσο επί κατάσχεσης κινητών όσο και επί κατάσχεσης ακινήτων το απόσπασμα το συντάσσει (εκδίδει κατά τη διατύπωση του νόμου) ο δικαστικός επιμελητής και δημοσιεύεται με επιμέλειά του. Η γραμματική διατύπωση του νόμου είναι διαφοροποιημένη, αναλόγως εάν πρόκειται για κατάσχεση κινητών ή ακινήτων. Στην πρώτη περίπτωση (κατάσχεση κινητών) ορίζεται ότι το απόσπασμα πρέπει να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων[1]. Στη δεύτερη περίπτωση (κατάσχεση ακινήτων) ορίζεται ότι το απόσπασμα πρέπει να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν χρησιμοποιείται ο όρος αναρτάται αλλά δημοσιεύεται τόσο λόγω της προγενέστερης χρήσης του όρου και της εξοικείωσης με αυτόν όσο και επειδή δεν πρόκειται απλώς για ιστοσελίδα αλλά για την ηλεκτρονική μορφή προϋπάρχοντος εντύπου.

β. Επί κατάσχεσης κινητών τόσο η έκδοση όσο και η ηλεκτρονική δημοσίευση του αποσπάσματος πρέπει να γίνουν μέχρι τη δέκατη ημέρα από την κατάσχεση ενώ επί κατάσχεσης ακινήτων οι δύο αυτές πράξεις (έκδοση και ηλεκτρονική δημοσίευση του αποσπάσματος) πρέπει να γίνουν μέχρι και τη δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση[2]. Ως κατάσχεση νοείται η ολοκλήρωσή της, δηλαδή η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης.

γ (επί κινητών). Ως προς το περιεχόμενο του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο δημοσιεύεται ηλεκτρονικά, ο νόμος (άρθρο 955 παρ.2 ΚΠολΔ) ορίζει ρητά ότι επί κατάσχεσης κινητών πραγμάτων πρέπει αυτό να περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, τον αριθμό φορολογικού μητρώου τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, την τιμή της πρώτης προσφοράς, το ποσόν για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού. Επίσης, πρέπει να περιλαμβάνεται η τυχόν βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή σχετικά με τη αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Σημειωτέον ότι δεν απαιτείται να μνημονεύεται στο απόσπασμα η τυχόν διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927 ΚΠολΔ, διότι η φράση αυτή απαλείφθηκε από το κείμενο του άρθρου 955 παρ.2 ΚΠολΔ με το άρθρο 207 ν.4512/2018. Άλλωστε, πλέον ο πλειστηριασμός μόνο ηλεκτρονικά επιτρέπεται να διεξάγεται.

Από τη διατύπωση του νόμου ότι εντός της ίδιας (δεκαήμερης από την ολοκλήρωση της κατάσχεσης) προθεσμίας το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στον ενεχυρούχο δανειστή, εφόσον το ενέχυρο είναι γραμμένο σε δημόσιο βιβλίο, συνάγεται ότι για την εγκυρότητα της επίδοσης σε αυτόν δεν απαιτείται να έχει ήδη δημοσιευθεί ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, δηλαδή η δημοσίευση στην ιστοσελίδα αυτή δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα της επίδοσης στον ενεχυρούχο δανειστή ούτε άλλωστε για τη νομιμότητα οποιασδήποτε άλλης επίδοσης από αυτές που ορίζονται στο άρθρο 955 ΚΠολΔ.

δ (επί ακινήτων). Ως προς το περιεχόμενο του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο δημοσιεύεται ηλεκτρονικά, ο νόμος (άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ) ορίζει ρητά ότι επί κατάσχεσης ακινήτων πρέπει αυτό να περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, τον αριθμό φορολογικού μητρώου τους και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, το ποσόν για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, που θέτει ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στον δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927, το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού. Επίσης, πρέπει να περιλαμβάνεται η τυχόν βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης.

Ως προς το ότι το απόσπασμα πρέπει εντός της ίδιας (δεκαπενθήμερης από την ολοκλήρωση της κατάσχεσης) προθεσμίας να επιδοθεί στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές, ισχύουν κατ’ αναλογία όσα αναφέρονται παραπάνω υπό στοιχείο γ.

ε. Εάν ο δικαστικός επιμελητής δεν τηρήσει τις διατυπώσεις του άρθρου 955 (επί κατάσχεσης κινητών) και 995 (επί κατάσχεσης ακινήτων) ΚΠολΔ, ο πλειστηριασμός δεν επιτρέπεται να διεξαχθεί με ποινή ακυρότητας. Αυτό ορίζεται στα άρθρα 955 παρ.2 εδ.τελευταίο και 995 παρ.4στ ΚΠολΔ. Επομένως, η μη ανάρτηση-δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης επιφέρει ακυρότητα του πλειστηριασμού χωρίς την επίκληση και απόδειξη δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης, διότι πρόκειται για διατύπωση, για την παραβίαση της οποίας ο νομοθέτης ρητά ορίζει ως ποινή την ακυρότητα[3]. Η μη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στη οριζόμενη ιστοσελίδα δεν επιφέρει την ακυρότητα της αναγκαστικής κατάσχεσης ούτε του ιδίου του αποσπάσματος, το περιεχόμενο και η έκδοση του οποίου μπορεί να μην πάσχουν από οποιοδήποτε ελάττωμα. Η παράλειψη της δημοσίευσης πλήττει με ακυρότητα μόνο τον πλειστηριασμό λόγω μη τήρησης της νόμιμης προδικασίας και προβάλλεται με λόγο ανακοπής στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1β ΚΠολΔ[4]. Με παράλειψη δημοσίευσης εξομοιώνεται και η εκπρόθεσμη δημοσίευση του αποσπάσματος στην οριζόμενη ιστοσελίδα[5]. Επομένως, και η εκπρόθεσμη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης άγει σε ακυρότητα του πλειστηριασμού χωρίς την επίκληση βλάβης τόσο επί κινητών όσο και επί ακινήτων. Αντίθετα, εάν η ηλεκτρονική δημοσίευση του αποσπάσματος έγινε εμπρόθεσμα αλλά εντοπίζονται πλημμέλειες, π.χ. στο περιεχόμενό του, τότε πλήττεται με ακυρότητα μόνο η επίμαχη πράξη, δηλαδή η δημοσίευση του αποσπάσματος και δη μόνο με την επίκληση βλάβης. Ο σχετικός λόγος της ανακοπής προβάλλεται στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1α ΚΠολΔ), η οποία, σύμφωνα με τη ρητή γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού, καταλαμβάνει και ελαττώματα της εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατ’ άρθρο 955 και 995 ΚΠολΔ[6]. Εάν βεβαίως το σφάλμα ή η έλλειψη του ηλεκτρονικά δημοσιευθέντος αποσπάσματος μπορεί να διορθωθεί με την άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ, τότε δεν επέρχεται ακυρότητα αλλά χωρεί διόρθωση του αποσπάσματος. Τέλος, εάν παρά τη μη τήρηση των σχετικών με την ηλεκτρονική δημοσιότητα διατυπώσεων, δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, ο πλειστηριασμός καθίσταται απρόσβλητος, έστω και αν η παραβίαση των διατυπώσεων, εγκαίρως προβαλλόμενη με λόγο ανακοπής θα οδηγούσε στην ακύρωσή του χωρίς την επίκληση βλάβης.

  1. Η ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων του πλειστηριασμού.

α. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού υποχρεούται να αναρτήσει τα πληροφοριακά στοιχεία του πλειστηριασμού στο ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμού. Η σχετική υποχρέωση πηγάζει από τα άρθρα 959 παρ.3 όταν πρόκειται για πλειστηριασμό κινητών και 995 παρ.4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ όταν πρόκειται για πλειστηριασμό ακινήτων. Υπάρχει, όμως μία ουσιώδης διαφορά. Επί πλειστηριασμού κινητών η ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων δεν ορίζεται ρητά ως διατύπωση της προδικασίας του πλειστηριασμού[7]. Αντίθετα, αυτό συμβαίνει στον πλειστηριασμό ακινήτων (άρθρο 995 παρ.4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ).

Η ιστοσελίδα, στην οποία αναρτά ο συμβολαιογράφος τα πληροφοριακά στοιχεία άλλοτε αναφέρεται στις οικίες διατάξεις του ΚΠολΔ ως ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμού (άρθρο 995 παρ.4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ) και άλλοτε ως ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού (άρθρο 959 παρ.3 ΚΠολΔ) ή πλειστηριασμών (άρθρο 959 παρ.6). Πάντως, πρόκειται για την ίδια ηλεκτρονική πλατφόρμα-διαδικτυακή πύλη με τη συντομογραφία ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ., την οποία (συντομογραφία) χρησιμοποιεί ο ίδιος ο νομοθέτης. Αυτή η ηλεκτρονική πλατφόρμα είναι γνωστή και ως ιστοσελίδα eauction. Επομένως, ο μεν δικαστικός επιμελητής δημοσιεύει το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης στην ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων, σύμφωνα με τα ειδικότερα προαναφερθέντα, ο δε συμβολαιογράφος αναρτά τα πληροφοριακά στοιχεία του πλειστηριασμού στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. (eauction).

β (επί κινητών). Για τον πλειστηριασμό των κινητών πραγμάτων ισχύει το άρθρο 959 παρ.3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο τα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού περιέχουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης. Ούτε στο άρθρο 955 ΚΠολΔ ορίζεται οτιδήποτε σχετικό ούτε η διατύπωση του άρθρου 959 παρ.3 ΚΠολΔ είναι τέτοια, ώστε να συνάγεται ότι η ανάρτηση αυτή αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της προδικασίας του πλειστηριασμού. Πρόκειται μάλλον για νομοθετική αβλεψία. Του ΚΠολΔ μη ορίζοντος το περιεχόμενο της ανάρτησης, ισχύει μόνο το άρθρο 5 της ΥΑ 41756/2017 (Ανάρτηση αναγγελίας διενέργειας ηλεκτρονικού πλειστηριασμού), σύμφωνα με το οποίο ο συμβολαιογράφος αναρτά στην ιστοσελίδα των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. την αναγγελία διενέργειας πλειστηριασμού κατά τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, η αναγγελία περιέχει υποχρεωτικά τα ακόλουθα πεδία: Ονοματεπώνυμο και πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του συμβολαιογράφου, αντικείμενο του πλειστηριασμού, ημερομηνία διενέργειας και τιμή πρώτης προσφοράς του πλειστηριασμού, ποσό εγγύησης, καθώς και τον υπερσύνδεσμο προς την ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ όπου έχει αναρτηθεί η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης. Με τη χρήση του όρου περίληψη προφανώς εννοείται το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, αφού πλέον αυτός είναι ο χρησιμοποιούμενος στον ΚΠολΔ όρος. Επισημάνθηκε ορθά ότι, αν και δεν το ορίζει ο νόμος, στην αναγγελία του πλειστηριασμού πρέπει να αναφέρεται και η ώρα διεξαγωγής του, δηλαδή αν πρόκειται να διεξαχθεί από ώρα 10:00 έως ώρα 12:00 ή από ώρα 14:00 έως ώρα 16:00[8]. Στην αναγγελία μπορούν να προσαρτώνται φωτογραφίες του αντικειμένου που εκπλειστηριάζεται και κάθε σχετικό έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του συμβολαιογράφου.

γ (επί ακινήτων). Για τον πλειστηριασμό των ακινήτων ισχύει το άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστικός επιμελητής εντός είκοσι ημερών από την κατάσχεση οφείλει να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μεταξύ άλλων, την έκθεση εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής του π.δ. 59/2016, τόσο σε έντυπη όσο και σε ψηφιακή μορφή. Επίσης, παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε ηλεκτρονική μορφή, φωτογραφίες του κατασχεθέντος ακινήτου, τις οποίες λαμβάνει κατά την επιτόπια μετάβασή του σε αυτό. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει τη σχετική έκθεση, στην οποία μνημονεύει την παράδοση όλων των εγγράφων, περιλαμβανομένων: α) της έκθεσης εκτίμησης του κατασχεθέντος ακινήτου και σε ψηφιακή μορφή και β) των φωτογραφιών του κατασχεθέντος σε ηλεκτρονική μορφή. Αυτά ορίζονται ρητά στο άρθρο 995 παρ.4 εδ.α, β, ζ και η ΚΠολΔ. Έπειτα, ο συμβολαιογράφος αναρτά στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. τα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, την έκθεση εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής και τις φωτογραφίες (άρθρο 995 παρ.4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ).

Η γραμματική διατύπωση του άρθρου 995 παρ.4 ΚΠολΔ δεν πρέπει να οδηγήσει στην κρίση ότι στο άρθρο αυτό ορίζεται αυτοτελώς το περιεχόμενο της ανάρτησης του συμβολαιογράφου στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Η μνεία στα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δεν αποτελεί επαρκή προσδιορισμό του περιεχομένου αλλά μάλλον παραπομπή στο άρθρο 5 της προαναφερθείσας ΥΑ 41756/2017, σύμφωνα με το οποίο η αναρτώμενη από τον συμβολαιογράφο αναγγελία του πλειστηριασμού πρέπει να περιέχει υποχρεωτικά τα ανωτέρω αναφερόμενα (ονοματεπώνυμο και πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του συμβολαιογράφου, αντικείμενο του πλειστηριασμού, ημερομηνία διενέργειας και τιμή πρώτης προσφοράς του πλειστηριασμού, ποσό εγγύησης και υπερσύνδεσμο προς την ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ όπου έχει αναρτηθεί το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης). Επομένως, η ανάρτηση του συμβολαιογράφου στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. πρέπει και επί πλειστηριασμού ακινήτων να περιλαμβάνει το περιεχόμενο της αναγγελίας του πλειστηριασμού, όπως αυτό ορίζεται κατ’ άρθρο 5 ΥΑ 41756/2017[9], πλέον της έκθεσης εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής και των φωτογραφιών που παρέδωσε ο δικαστικός επιμελητής στον συμβολαιογράφο. Η επισήμανση για την ανάγκη μνείας της ώρας διενέργειας του πλειστηριασμού ισχύει και εδώ.

δ. Η εξεταζόμενη ανάρτηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. έχει διαφορετική προθεσμία από τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία εξετάσθηκε παραπάνω. Στον ΚΠολΔ δεν ορίζεται προθεσμία για την ανάρτηση αυτή ούτε για τον πλειστηριασμό κινητών ούτε για τον πλειστηριασμό ακινήτων. Γι’ αυτό γίνεται ερμηνευτικά δεκτό ότι η προθεσμία για την ανάρτηση του συμβολαιογράφου στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. είναι δεκαήμερη κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 208 παρ.2 ν.4512/2018 και αρχίζει αμέσως μετά την ανάρτηση του αποσπάσματος κατ’ άρθρο 955 παρ.2β για τα κινητά και 995 παρ.4γ ΚΠολΔ για τα ακίνητα στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων/του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)[10]. Υπό τη φράση ότι η δεκαήμερη προθεσμία αρχίζει αμέσως μετά την ανάρτηση του αποσπάσματος προφανώς εννοείται ότι το δεκαήμερο αρχίζει ήδη από την επόμενη ημέρα της δημοσίευσης του αποσπάσματος και όχι όταν λήξει η προθεσμία για τη δημοσίευσή του, η οποία μπορεί να μην εξαντλείται. Επομένως, η δεκαήμερη προθεσμία για την εκ μέρους του συμβολαιογράφου ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. δεν έχει σταθερή κάθε φορά αφετηρία αλλά εξαρτάται από τον χρόνο δημοσίευσης του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης.

Εάν πρόκειται για ευπαθή προϊόντα, που υπόκεινται σε φθορά, τότε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωση αναγγελίας του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. αλλά η σχετική ανάρτηση μπορεί να γίνει ακόμη και αυθημερόν, δηλαδή πριν από την έναρξη του πλειστηριασμού. Αυτό ίσχυε και πριν από την τροποποίηση του άρθρου 962 ΚΠολΔ[11] με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου, η οποία αναφέρεται στην ανάρτηση του άρθρου 959 παρ.6 ΚΠολδ και όχι της αναγγελίας του πλειστηριασμού.

ε. Μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί, με έρεισμα τη διατύπωση του νόμου, ότι η εκ μέρους του συμβολαιογράφου παραβίαση των διατάξεων σχετικά με την ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ, επιφέρει διαφορετικές συνέπειες, αναλόγως εάν πρόκειται για πλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων.

i) Επί κινητών, όπως ήδη επισημάνθηκε, ο ΚΠολΔ δεν ορίζει την ανάρτηση στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. ως απαραίτητη διατύπωση της προδικασίας του πλειστηριασμού ούτε το απαραίτητο περιεχόμενό της ανάρτησης και κατά μείζονα λόγο ούτε ότι η ανάρτηση επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας. Επίσης, η προθεσμία της ανάρτησης δεν ορίζεται εκ του νόμου και επομένως, δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας, αλλά συνάγεται ερμηνευτικά. Επομένως, με βάση τη γραμματική διατύπωση του νόμου (ορθότερα την παράλειψή της) επί πλειστηριασμού κινητών, η ολοσχερής παράλειψη της ανάρτησης αλλά και η εκπρόθεσμη ανάρτηση ή η έλλειψη κάποιου στοιχείου του περιεχομένου της ανάρτησης άγει σε ακυρότητα μόνο με την επίκληση και απόδειξη δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης του ανακόπτοντος. Αυτές οι παραλείψεις ή πλημμέλειες προβάλλονται με λόγο ανακοπής εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1β ΚΠολΔ, αφού η προθεσμία του προηγούμενου σταδίου (934 παρ.1α) καταλαμβάνει μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης πλην όμως η εδώ εξεταζόμενη ανάρτηση έπεται της ως άνω δημοσίευσης. Ασφαλώς, η ανωτέρω θέση για τη συνέπεια της ολοσχερούς παράλειψης της ανάρτησης (ακυρότητα με επίκληση και απόδειξη βλάβης) αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό τον σκοπό, για τον οποίο θεσπίσθηκε αυτή η διατύπωση. Ως αντίβαρο θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι επί παράλειψης της ανάρτησης αναιρείται θεμελιωδώς ο σκοπός του νομοθέτη για την επίτευξη δημοσιότητας μέσω της εξεταζόμενης ανάρτησης και γι’ αυτό η βλάβη του καθ’ ου η εκτέλεση είναι αυταπόδεικτη. Η αντίθετη θέση, δηλαδή ότι με βάση τις μέχρι πρότινος ισχύουσες παραδοχές για την τήρηση των διατυπώσεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ολοσχερής παράλειψη ορισμένης εκ του νόμου επιβαλλόμενης διατύπωσης, συνεπώς και της ανάρτησης στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. επιφέρει άνευ ετέρου ακυρότητα, είναι αμφίβολης ορθότητας ελλείψει θεμελίωσης στο κείμενο του νόμου.

ii) Επί ακινήτων, η ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων του πλειστηριασμού ορίζεται ρητά ως διατύπωση της προδικασίας του πλειστηριασμού. Επομένως, η ολοσχερής παράλειψη της ανάρτησης επιφέρει ακυρότητα του πλειστηριασμού χωρίς την επίκληση και απόδειξη βλάβης. Ως προς την εκπρόθεσμη ανάρτηση, θεωρούμε ότι το ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι άγει σε ακυρότητα μόνο με την επίκληση και απόδειξη δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης του ανακόπτοντος, αφού και εδώ δεν θα ήταν ορθό να θεμελιωθεί μία άνευ ετέρου ακυρότητα (χωρίς την επίκληση και απόδειξη βλάβης) στην παραβίαση μίας προθεσμίας, η οποία δεν ορίζεται ρητά αλλά συνάγεται ερμηνευτικά. Το ίδιο συμβαίνει, αν λείπει κάποιο πληροφοριακό στοιχείο από το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως επίσης και αν παραλείπεται η ανάρτηση στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. της έκθεσης εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής, και των φωτογραφιών του ακινήτου. Τούτο διότι τα σχετικά εδάφια του άρθρου 995 παρ.4 ΚΠολΔ βρίσκονται μετά το εδάφιο ε΄ της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με το οποίο ο πλειστηριασμός είναι άκυρος εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων, δηλαδή των τεσσάρων πρώτων εδαφίων. Επομένως, η ρητή απειλή της παραβίασης των νομίμων διατυπώσεων των ανωτέρω εδαφίων με ακυρότητα χωρίς την επίκληση βλάβης, δεν καταλαμβάνει το περιεχόμενο της ανάρτησης των πληροφοριακών στοιχείων στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. ούτε το ενδεχόμενο της μη ανάρτησης της έκθεσης εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής, και των φωτογραφιών του ακινήτου. Και εν προκειμένω οι λόγοι της ανακοπής προβάλλονται εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1β ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.

Εάν η ανάρτηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. δεν θεωρηθεί πράξη εκτέλεσης αλλά προπαρασκευαστική πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, δεν επέρχεται ακυρότητα, αν γίνει σε ημέρα αργίας ή κατά τη διάρκεια του μηνός Αυγούστου.

στ. Η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή είναι τελείως διακριτή πράξη από την ανάρτηση εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Κάθε πράξη γίνεται από διαφορετικό πρόσωπο, σε διαφορετική ιστοσελίδα, με διαφορετικό περιεχόμενο και εντός διαφορετικής προθεσμίας. Επομένως, κατά την αντιμετώπιση των λόγων της ανακοπής που αναφέρονται στην τήρηση των τύπων και του περιεχομένου κάθε δημοσίευσης/ανάρτησης, πρέπει να αποφεύγεται η σύγχυση μεταξύ των δύο διαφορετικών διατυπώσεων και η νομιμότητα έκαστης να κρίνεται μόνο δυνάμει των διατάξεων, που ρυθμίζουν την ίδια και όχι την άλλη δημοσίευση/ανάρτηση.

  1. Η ανάρτηση της κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ εκδιδόμενης απόφασης.

α. Άλλη ανάρτηση στο διαδίκτυο, η οποία αποτελεί διατύπωση δημοσιότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι η ανάρτηση της απόφασης, η οποία εκδίδεται επί της ανακοπής με αίτημα τη διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης και του αποσπάσματός της κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ. Η απόφαση αυτή πρέπει να δημοσιεύεται έως ώρα 12:00 το μεσημέρι της όγδοης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας και αναρτάται την ίδια ημέρα με επιμέλεια της γραμματείας στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Αυτό ορίζεται ρητά στο άρθρο 954 παρ.4γ ΚΠολΔ[12]. Η ανάρτηση αυτή είναι απαραίτητη για την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων προσώπων, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν ότι η αποδοχή, εν όλω ή εν μέρει, της ανακοπής δεν άγει σε μετάθεση της ημερομηνίας διεξαγωγής του πλειστηριασμού αλλά σε διεξαγωγή του κατά την αρχικά ορισθείσα ημερομηνία, οπότε είναι απαραίτητο να καθίσταται γνωστό εγκαίρως, εάν η κατασχετήρια έκθεση και το απόσπασμά της διορθώθηκαν και ποιο το ειδικότερο περιεχόμενο της διόρθωσης[13]. Όπως καθίσταται αντιληπτό, αυτή η ανάρτηση δεν λαμβάνει χώρα οπωσδήποτε σε κάθε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά εξαρτάται από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής που χορηγείται κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ.

β. Σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση του νόμου αναρτητέα είναι ολόκληρη η απόφαση και όχι μόνο το διατακτικό της. Η γραμματική διατύπωση της διάταξης είναι γενική, δηλαδή κατά νόμο απαιτείται ανάρτηση τόσο της απορριπτικής απόφασης όσο και αυτής που δέχεται την ανακοπή αλλά υποστηρίχθηκε ότι ο σκοπός της ανάρτησης, δηλαδή η ενημέρωση των ενδιαφερόμενων, ήτοι των υποψήφιων πλειοδοτών, επιβάλλει τη συσταλτική ερμηνεία της διάταξης. Έτσι, κατά την άποψή αυτή, απαραίτητη πρέπει να θεωρείται η ανάρτηση μόνο της απόφασης που δέχεται την ανακοπή και όχι της απορριπτικής απόφασης, αφού η μη ανάρτηση της τελευταίας δεν προκαλεί βλάβη[14]. Στην πράξη, μάλλον αναρτώνται όλες οι αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν με αυτές γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται η ανακοπή, αφού η ανάρτησή τους, ανεξαρτήτως αποτελέσματος της δίκης, συνάδει με τη γραμματική διατύπωση της νομοθετικής διάταξης.

Ουσιώδης διαφορά με τις άλλες αναρτήσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ότι η συγκεκριμένη ανάρτηση γίνεται με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου της εκτέλεσης και όχι με ενέργεια ή επιμέλεια κάποιου οργάνου της αναγκαστικής εκτέλεσης. Στο διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ, περιλαμβάνεται διάταξη για την ανάρτησή της, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ανάρτηση θα γίνει και δεν θα διαφύγει της προσοχής της γραμματείας αλλά η υποχρέωση ανάρτησης υπάρχει ακόμη και αν δεν περιέχεται η σχετική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης, διότι πρόκειται για υποχρέωση που πηγάζει από τον νόμο και όχι από την εκδιδόμενη δικαστική απόφαση. Εξ αυτού συνάγεται ότι δεν είναι απαραίτητο ο ανακόπτων να διατυπώνει στο δικόγραφό της κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ ασκούμενης ανακοπής αίτημα ανάρτησης της απόφασης που θα εκδοθεί.

γ. Η απόφαση, με την οποία γίνεται δεκτή η ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ είναι διαπλαστική αλλά υποστηρίζεται ότι αναπτύσσει την ενέργειά της από τον χρόνο της ανάρτησής της στην παραπάνω ιστοσελίδα κατ’ αναλογία αυτού που γινόταν δεκτό παλαιότερα, ότι δηλαδή ανέπτυσσε την ισχύ της από την κατάθεση αντιγράφου της στον υπάλληλο του πλειστηριασμού[15].

δ. Η ανάρτηση γίνεται εντός της όγδοης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας, όχι απαραίτητα μέχρι ώρα 12.00 το μεσημέρι, αφού κατά τη διατύπωση του νόμου μέχρι την ώρα αυτή πρέπει η απόφαση να έχει δημοσιευθεί αλλά όχι και να έχει αναρτηθεί. Η ημέρα του πλειστηριασμού δεν υπολογίζεται στην οκταήμερη προθεσμία αλλά περιλαμβάνεται σε αυτήν η ημέρα της δημοσίευσης και ανάρτησης της απόφασης. Ο νόμος δεν απαιτεί να είναι οι ημέρες εργάσιμες και επομένως, στο οκταήμερο περιλαμβάνονται τα Σάββατα, οι Κυριακές και όλες οι αργίες. Έτσι, εάν ο πλειστηριασμός διεξάγεται την Τετάρτη, την Πέμπτη ή την Παρασκευή η απόφαση επί της ανακοπής πρέπει να δημοσιευθεί και να αναρτηθεί μέχρι την προηγούμενη Τρίτη, Τετάρτη ή Πέμπτη αντίστοιχα.

ε. Ούτε από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ ούτε από άλλη διάταξη προκύπτει ότι η ανάρτηση της απόφασης με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου της εκτέλεσης τάσσεται ως διατύπωση, η παραβίαση της οποίας επιφέρει άνευ ετέρου ακυρότητα της διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι η παράλειψη ανάρτησης της απόφασης ή ακόμη και η εκπρόθεσμη ανάρτησή της, δηλαδή μετά την πάροδο της όγδοης προ του πλειστηριασμού ημέρας, προσβάλλεται με ανακοπή με την επίκληση και απόδειξη βλάβης του ανακόπτοντος. Η εκπρόθεσμη ανάρτηση μπορεί να οφείλεται είτε σε αμέλεια της γραμματείας, η οποία δεν προέβη εγκαίρως σε αυτήν, παρότι διέθετε τον απαραίτητο προς τούτο χρόνο, είτε στην ανυπαρξία του χρόνου των οκτώ ημερών προ του πλειστηριασμού. Η τελευταία περίπτωση νοείται όταν η ανακοπή κατατέθηκε μεν εμπρόθεσμα αλλά προσδιορίσθηκε και δικάσθηκε σε χρόνο μικρότερο των οκτώ ημερών προ του πλειστηριασμού ή δικάσθηκε σε χρόνο μεγαλύτερο των οκτώ ημερών πλην όμως η απόφαση εκδόθηκε μετά την πάροδο της όγδοης ημέρας προ του πλειστηριασμού. Τότε, εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατή η ανάρτηση της απόφασης εντός της όγδοης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας. Ο λόγος της ανακοπής που βάλλει κατά της μη ανάρτησης της απόφασης ή κατά της εκπρόθεσμης ανάρτησής της κατά κανόνα, δηλαδή σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, μπορεί να προβληθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1β ΚΠολΔ. Δεν αποκλείεται, όμως, έστω και θεωρητικά, εάν η ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ ασκηθεί, δικασθεί αμέσως και εκδοθεί η απόφαση πολύ νωρίς, να απομένει προθεσμία προσβολής αυτής της παρατυπίας και εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1α ΚΠολΔ.

στ. Υποστηρίζεται ότι, αν και δεν ορίζεται από το νόμο, η απόφαση, με την οποία διορθώνεται η κατασχετήρια έκθεση και το απόσπασμά της, πρέπει να αναρτάται και από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η ενημέρωση των υποψηφίων πλειοδοτών. Ακόμη και αν ήθελε γίνει ερμηνευτικά δεκτή μία τέτοια υποχρέωση, η παράλειψη αυτής της ανάρτησης δεν θα μπορούσε να επιφέρει την ακυρότητα της διαδικασίας[16].   

ζ. Παρόμοια με του άρθρου 954 παρ.4 είναι η ρύθμιση του άρθρου 1011Α παρ.3 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στον πλειστηριασμό των πλοίων. Η τελευταία διάταξη παραπέμπει στην τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 954 παρ.4 (1011Α παρ.3β ΚΠολΔ). Γι’ αυτό ισχύουν και εν προκειμένω όσα διαλαμβάνονται ανωτέρω με τη ρητή εκ του νόμου διαφοροποίηση ότι στον πλειστηριασμό πλοίων η ημερομηνία του πλειστηριασμού δεν παραμένει αμετάβλητη αλλά με την απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ ορίζεται ως νέα ημέρα πλειστηριασμού η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης.

  1. Η υποβολή καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.

Μια επιπλέον διατύπωση ελάχιστα πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού επιβάλλεται από το άρθρο 959 παρ.6 ΚΠολΔ. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μετά το πέρας της πιστοποίησης και δήλωσης συμμετοχής από τους υποψήφιους πλειοδότες στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. και τον διορισμό αντικλήτου εκ μέρους τους ελέγχει τα υποβαλλόμενα αρχεία, διαπιστώνει με πράξη του την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους και υποβάλλει στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμών (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.) κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος. Αυτό συμβαίνει από ώρα 15.00 της δεύτερης εργάσιμης ημέρας πριν από την ορισθείσα ημερομηνία του πλειστηριασμού μέχρι ώρα 17:00 της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας. Δεν πρόκειται για ανάρτηση κατά κυριολεξία αλλά για υποβολή στοιχείων πλην όμως περιλαμβάνουμε αυτή τη διαδικαστική πτυχή στην παρούσα καταγραφή για λόγους συστηματικής πληρότητας. Κατ’ εξαίρεση, όταν πρόκειται για πλειστηριασμό ευπαθών προϊόντων, υποκειμένων σε φθορά, η υποβολή του καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος στον πλειστηριασμό επιτρέπεται να γίνει και αυθημερόν (άρθρο 962 παρ.2 ΚΠολΔ). Σε μεγάλο βαθμό όμοιο είναι το περιεχόμενο του άρθρου 8 παρ.4 ΥΑ 41756/2017, κατά το οποίο μετά το πέρας της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου, ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ελέγχει τα υποβληθέντα αρχεία, διαπιστώνει με πράξη του μέχρι ώρα 17.00 της προηγούμενης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρας την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, υποβάλλει στα συστήματα κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να συμμετάσχουν και ενεργοποιεί στη διαδικτυακή πύλη την πρόσβαση στον πλειστηριασμό για τους υποψήφιους πλειοδότες που πληρούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής.

Η παράλειψη σύνταξης της διαπιστωτικής πράξης άγει σε ακυρότητα με την επίκληση και απόδειξη βλάβης, μη υπάρχουσας γραμματικής διατύπωσης στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, η οποία να συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου. Ομοίως και η μη υποβολή στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να συμμετάσχουν. Η μη ενεργοποίηση στη διαδικτυακή πύλη της πρόσβασης στον πλειστηριασμό για τους υποψήφιους πλειοδότες που πληρούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής οδηγεί σε αδυναμία διενέργεια του πλειστηριασμού για τεχνικό λόγο.

 

  1. Η ανάρτηση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού.

α. Περαιτέρω ανάρτηση στο διαδίκτυο ως διατύπωση της αναγκαστικής εκτέλεσης ορίζεται στο άρθρο 965 παρ.5θ ΚΠολΔ. Πρόκειται για την περίπτωση που επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, επειδή ο υπερθεματιστής αρνείται να καταβάλει το πλειστηρίασμα, ακόμη και μετά την εξώδικη πρόσκλησή του από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού,  ο οποίος με τη σειρά του κρίνει ότι η πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών να καταβάλουν το ποσόν που είχαν προσφέρει, είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής ή αν τους προσκάλεσε αλλά η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε. Τότε, επισπεύδεται ο αναπλειστηριασμός είτε με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είτε του υπέρ ου είτε του καθ’ ου η εκτέλεση ή από κάθε δανειστή που έχει αναγγελθεί με εκτελεστό τίτλο και συντάσσεται η σχετική πράξη από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Περίληψη της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού, με οποιουδήποτε πρωτοβουλία και αν έχει συνταχθεί, δημοσιεύεται με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Η περίληψη αυτή, που δημοσιεύεται ηλεκτρονικά, πρέπει να περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης.

β. Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η ηλεκτρονική δημοσίευση γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού όχι όμως στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. αλλά στην ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ. Δηλαδή, ο συμβολαιογράφος προβαίνει σε ηλεκτρονική δημοσίευση, λειτουργικά αντίστοιχη με τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία γίνεται επί του αρχικού πλειστηριασμού με επιμέλεια του δικαστικού επιμελητή. Εν προκειμένω, επειδή ο νόμος δεν απονέμει σχετική αρμοδιότητα στον δικαστικό επιμελητή, ώστε να δικαιολογείται η ηλεκτρονική δημοσίευση με δική του επιμέλεια, αλλά η εκτελεστική διαδικασία βρίσκεται σε στάδιο, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο έχει ο συμβολαιογράφος, αυτός επιμελείται την εκ του νόμου επιβαλλόμενη δημοσίευση.

γ. Η ηλεκτρονικά δημοσιευόμενη περίληψη της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού πρέπει να περιέχει κατ’ αρχήν το διαδικαστικό ιστορικό, στο οποίο στηρίζεται η επίσπευση του αναπλειστηριασμού, δηλαδή τη διενέργεια του πλειστηριασμού, τη μη εμπρόθεσμη καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, την εξώδικη όχλησή του εντός των δύο επόμενων εργάσιμων ημερών, τη μη καταβολή του πλειστηριάσματος εντός των επόμενων πέντε εργάσιμων ημερών και την πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών, η οποία απέβη ατελέσφορη ή την παράλειψη της πρόκλησής τους, επειδή κατά την ελεύθερη πλην όμως αιτιολογημένη κρίση του συμβολαιογράφου είναι αδύνατη ή δυσχερής. Πρόκειται για τα διαδικαστικά γεγονότα που πληρούν το πραγματικό του κανόνα του άρθρου 965 παρ.5ζ ΚΠολΔ ΚΠολΔ, δηλαδή σε αυτά θεμελιώνεται η επίσπευση του αναπλειστηριασμού. Η μνεία τους στην περίληψη της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού δεν επιβάλλεται ρητά από τον νόμο όμως συνάγεται με βεβαιότητα όχι μόνο από τη φύση της ηλεκτρονικά δημοσιευόμενης περίληψης, η οποία καθορίζει και το περιεχόμενό της, αλλά ιδίως από τη χρήση του συνδέσμου και (Περίληψη της πράξης, η οποία περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δημοσιεύεται…). Επομένως, από τη γραμματική διατύπωση του νόμου καθίσταται σαφές ότι, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη, η ηλεκτρονικά δημοσιευόμενη περίληψη δεν περιλαμβάνει μόνο όσα περιέχει το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης αλλά και επιπλέον στοιχεία, τα οποία δεν ορίζονται ρητά στον νόμο. Ο λόγος, για τον οποίο δεν ορίζονται ρητά, είναι προφανώς ότι προκύπτουν ευχερώς από τα προηγούμενα εδάφια της ίδιας παραγράφου, τα οποία ορίζουν τη διαδικαστική πορεία, η οποία οδηγεί στην επίσπευση του αναπλειστηριασμού.

Όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω ηλεκτρονικά δημοσιευόμενη περίληψη πρέπει να περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης. Επ’ αυτού ισχύουν όσα ορίζονται για το περιεχόμενο του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στα άρθρα 955 παρ.2β για τον πλειστηριασμό κινητών και 995 παρ.4 ΚΠολΔ για τον πλειστηριασμό ακινήτων και τα οποία αναπτύσσονται ανωτέρω υπό τα στοιχεία 1γ και δ του παρόντος κειμένου.

δ. Ούτε στο άρθρο 965 ούτε σε άλλο άρθρο του ΚΠολΔ ορίζεται η προθεσμία, εντός της οποίας οφείλει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβεί στην ηλεκτρονική δημοσίευση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού. Ορίζεται, όμως, στο άρθρο 965 παρ.5ι  ΚΠολΔ ότι η σχετική προθεσμία υπολογίζεται αφ’ ότου συνταχθεί η πράξη. Επομένως, ναι μεν δεν ορίζεται συγκεκριμένη προθεσμία αλλά ορίζεται ρητά ότι η προθεσμία αφετηριάζεται από τη σύνταξη της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού. Γι’ αυτό προσφέρεται έδαφος για την υποστήριξη διαφορετικών απόψεων. Υποστηρίχθηκε ότι κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 955 παρ.2β και 995 παρ.4γ ΚΠολΔ, τα οποία αναφέρονται στην έκδοση και ηλεκτρονική δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, η προθεσμία για την ηλεκτρονική δημοσίευση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού είναι δέκα ή δεκαπέντε ημερών από τη σύνταξη της πράξης, αναλόγως εάν πρόκειται για αναπλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων[17]. Κατ’ άλλη άποψη, η προθεσμία για την εξεταζόμενη δημοσίευση καθορίζεται με ανάλογη εφαρμογή της σχετικής διάταξης του άρθρου 973 παρ.1 ΚΠολΔ, οπότε, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για αναπλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων, η ηλεκτρονική δημοσίευση της περίληψης αυτής πρέπει να γίνεται εντός πέντε ημερών από τη σύνταξη της πράξης[18]. Υπέρ της πρώτης άποψης συνηγορεί το επιχείρημα ότι, εφ’ όσον η πράξη επίσπευσης του αναπλειστηριασμού είναι το λειτουργικό ισοδύναμο της κατασχετήριας έκθεσης, πρέπει για τη δημοσίευση της περίληψής της να ισχύει η προθεσμία, η οποία ισχύει για τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης. Υπέρ της δεύτερης άποψης μπορεί να επιστρατευθεί το επιχείρημα ότι η διαδικασία του αναπλειστηριασμού είναι απλουστευμένη σε σχέση με αυτήν του αρχικού πλειστηριασμού. Κατά την άποψη του γράφοντος πειστικότερη είναι η πρώτη άποψη.

ε. Ο νόμος δεν το ορίζει αλλά λόγω της ταυτότητας του σκοπού της διαδικασίας πρέπει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβαίνει στην αναγγελία του αναπλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., όπως πράττει για τον αρχικό πλειστηριασμό, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα ματαιωνόταν ο σκοπός της αναγγελίας. Η προθεσμία της ανάρτησης αυτής θα είναι και πάλι δεκαήμερη (βλ. ανωτέρω στοιχείο 2δ) με αφετηρία την επομένη της ηλεκτρονικής δημοσίευσης της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού.

στ. Από τη γραμματική διατύπωση του νόμου δεν προκύπτει ότι η παραβίαση του άρθρου 965 παρ.5θ και ι ΚΠολΔ επισύρει ως ποινή την ακυρότητα, Ούτε ο νόμος την ορίζει ρητά ως συνέπεια για την παραβίαση των διατάξεων σχετικά με τη δημοσίευση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού ούτε η διατύπωση των σχετικών διατάξεων είναι τόσο επιτακτική, ώστε να συνάγεται ότι η βούληση του νομοθέτη είναι η παραβίαση των διατάξεων επιφέρει την ακυρότητα του αναπλειστηριασμού. Επομένως, οι παραβιάσεις των οριζόμενων σχετικά με την ηλεκτρονική δημοσίευση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού πλήττουν με ακυρότητα τον αναπλειστηριασμό μόνο εάν ο ανακόπτων επικαλεστεί και αποδείξει βλάβη, η οποία δεν είναι δυνατό να επανορθωθεί αλλιώς παρά μόνο με την ακύρωση του αναπλειστηριασμού.

 

  1. Οι αναρτήσεις επί άγονων πλειστηριασμών.

α. Σειρά αναρτήσεων προβλέπεται και όταν δεν παρουσιάζονται πλειοδότες ή δεν υποβάλλονται προσφορές. Τότε, κατ’ άρθρο 966 παρ.1 ΚΠολΔ, εάν ο επισπεύδων επιθυμεί να αποκτήσει το κατασχεθέν στην τιμή της πρώτης προσφοράς, δικαιούται να ζητήσει να του κατακυρωθεί. Προς τούτο πρέπει να υποβάλει ηλεκτρονικά αίτηση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού μετά την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 959 παρ.6 ΚΠολΔ (από ώρα 17.00 της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας) και πριν από την έναρξη του πλειστηριασμού. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αναρτά την ηλεκτρονικά υποβληθείσα αίτηση στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.

β. Αν ο επισπεύδων δεν ζητήσει να του κατακυρωθεί το κατασχεθέν, ο πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 966 παρ.2 ΚΠολΔ και η σχετική δημοσίευση αναρτάται τόσο στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ όσο και στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Αν και ο δεύτερος πλειστηριασμός αποβεί άγονος, διεξάγεται νέος κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 966 παρ.2Α ΚΠολΔ και η σχετική δημοσίευση αναρτάται σε αμφότερες τις ανωτέρω ιστοσελίδες. Αν και ο τρίτος πλειστηριασμός αποβεί άγονος, διεξάγεται τέταρτος κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 966 παρ.2Β ΚΠολΔ και η σχετική δημοσίευση αναρτάται σε αμφότερες τις ανωτέρω ιστοσελίδες. Ο νόμος δεν το ορίζει ρητά αλλά είναι μάλλον ευνόητο ότι ο συμβολαιογράφος μεριμνά όχι μόνο για την ανάρτηση της αναγγελίας στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. αλλά και για την ηλεκτρονική δημοσίευση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ, αφού λόγω του σταδίου, στο οποίο βρίσκεται πλέον η εκτελεστική διαδικασία δεν υπάρχει ανάμιξη του δικαστικού επιμελητή, ώστε να δικαιολογείται η δημοσίευση με δική του ενέργεια.

γ. Δεν ορίζεται προθεσμία στο άρθρο 966 ΚΠολΔ για τις δημοσιεύσεις/αναρτήσεις που επιβάλλονται με τις επιμέρους προαναφερθείσες διατάξεις. Για τη δημοσίευση της επανάληψης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ προσφορότερη για κατ’ αναλογία εφαρμογή εμφανίζεται η προθεσμία των πέντε ημερών που ορίζεται στο άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ για την επανάληψη του ματαιωθέντος πλειστηριασμού. Άλλωστε, γίνεται δεκτό ότι η ματαίωση του πλειστηριασμού μπορεί να οφείλεται σε οποιοδήποτε λόγο, δηλαδή και στο ότι απέβη άγονος. Επομένως, η πενθήμερη προθεσμία για την ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού προσήκει να εφαρμόζεται και επί επανάληψης άγονου πλειστηριασμού, η δε αφετηρία της είναι η σύνταξη της πράξης, στην οποία καταγράφεται η δήλωση βουλήσεως του επισπεύδοντος για επανάληψη του πλειστηριασμού.  Για την ανάρτηση στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. επίσης δεν ορίζεται προθεσμία στο άρθρο 966 ΚΠολΔ πλην όμως εφαρμοστέα κατ’ αναλογία είναι η δεκαήμερη προθεσμία του άρθρου 208 παρ.2 ν.4512/2018, η οποία αρχίζει αμέσως μετά τη δημοσίευση της πράξης της δήλωσης επανάληψης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ, δηλαδή υπολογίζεται ήδη από την επομένη της δημοσίευσης.

δ. Εάν ο τέταρτος πλειστηριασμός αποβεί επίσης άγονος και διαταχθεί η διενέργεια αργότερα νέου πλειστηριασμού με την τελευταία ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς (άρθρο 966 παρ.3 ΚΠολΔ), δεν ορίζεται οτιδήποτε σχετικά με δημοσίευση στην ιστοσελίδα του e-ΕΦΚΑ και στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. αλλά μάλλον είναι αυτονόητο ότι απαιτούνται και πάλι αμφότερες οι ενέργειες που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους του ιδίου άρθρου και αναγράφονται ανωτέρω υπό στοιχείο β. Η ταυτότητα του νομικού λόγου επιτάσσει την ανάλογη εφαρμογή των προηγούμενων διατάξεων ως προς τις ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις-αναρτήσεις, αφού έτσι υπηρετείται ο σκοπός της δημοσιότητας, ο οποίος δεν επιτρέπεται εν προκειμένω να παραμερισθεί.

ε. Δυσχερώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η παραβίαση αυτών των διατυπώσεων άγει σε άνευ ετέρου ακυρότητα, αφού ούτε ο νόμος την απειλεί ως ποινή ούτε υπάρχει ισοδύναμη διατύπωση. Γι’ αυτό, τόσο η παράλειψη της δημοσίευσης της πράξης επανάληψης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ αλλά και της σχετικής ανάρτησης στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. όσο και η εκπρόθεσμη δημοσίευση/ανάρτηση άγουν σε ακυρότητα με την επίκληση και απόδειξη βλάβης, η οποία όμως ειδικά επί παραλείψεως των διατυπώσεων μάλλον είναι αυταπόδεικτη. Οι παραλείψεις και τα ελαττώματα των ανωτέρω αναρτήσεων στο διαδίκτυο και της εν γένει διαδικασίας προσβάλλονται με την ανακοπή όχι του άρθρου 933 αλλά του άρθρου 973 παρ.6 ΚΠολΔ.

8.  Η ανάρτηση επί διακοπής του πλειστηριασμού λόγω τεχνικής βλάβης.

Ο νομοθέτης προνόησε για την περίπτωση, κατά την οποία λόγω τεχνικής αδυναμίας λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων διενέργειας του πλειστηριασμού καταστεί ανέφικτη ή διακοπεί η διενέργειά του (άρθρο 966 παρ.4 ΚΠολΔ). Τότε, η διαδικασία θεωρείται ότι παραμένει σε εκκρεμότητα και συνεχίζεται με εντολή του επισπεύδοντος. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αναρτά στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. αναγγελία του πλειστηριασμού δέκα εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία συνέχισης. Σημειωτέον ότι επειδή δεν πρόκειται για εξ αρχής διεξαγωγή αλλά για ολοκλήρωση διακοπέντος πλειστηριασμού, δεν ορίζεται η υποχρέωση δημοσίευσης κάποιας πράξης στην οικεία ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ. Η παράλειψη της αναγγελίας στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., όπως επίσης και η εκπρόθεσμη αναγγελία της συνέχισης του πλειστηριασμού μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα με την επίκληση και απόδειξη βλάβης. Στην περίπτωση αυτή μάλλον ουσιώδες θα είναι και το εάν η διενέργεια του πλειστηριασμού διεκόπη ενώ υπολειπόταν ακόμη χρόνος για την υποβολή περαιτέρω προσφορών ή μετά την εξάντληση του χρόνου υποβολής τους.

  1. Η ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού.

α. Η τελευταία ανάρτηση-διατύπωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία θα μας απασχολήσει στην παρούσα καταγραφή, είναι η ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού και της ημέρας διεξαγωγής του στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 973 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ. Πρόκειται για την περίπτωση, κατά την οποία ο πλειστηριασμός έχει ματαιωθεί για οποιοδήποτε λόγο και είτε ο αρχικός επισπεύδων είτε ο καθολικός ή ειδικός διάδοχός του είτε ένας υποκατασταθείς δανειστής δηλώνει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τη βούλησή του να συνεχίσει τον ματαιωθέντα πλειστηριασμό. Η δήλωση συνέχισης του αρχικού επισπεύδοντος ή του διαδόχου του ρυθμίζεται στο άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ. Η δήλωση συνέχισης από υποκαθιστάμενο δανειστή, αν πρόκειται για εξώδικη υποκατάσταση, ρυθμίζεται στο άρθρο 973 παρ.3 ΚΠολΔ και στην ίδια παράγραφο περιλαμβάνεται η εξεταζόμενη ανάρτηση-διατύπωση της εκτελεστικής διαδικασίας. Η δικαστική υποκατάσταση ρυθμίζεται στην παρ.4 αλλά ως προς την εξεταζόμενη ανάρτηση, υπάρχει ρητή παραπομπή στην παρ.3 του ιδίου άρθρου. Επομένως, είτε η συνέχιση του πλειστηριασμού γίνεται με εξώδικη είτε με δικαστική υποκατάσταση, η αναγκαία ανάρτηση ορίζεται στο άρθρο 973 παρ.3 ΚΠολΔ. Ομοίως, εάν εμφανίστηκαν περισσότεροι δανειστές που θέλουν να επισπεύσουν την εκτέλεση ή οι αιτούντες τη δικαστική υποκατάσταση είναι περισσότεροι και απαιτείται η παρεμβολή δικαστικής κρίσης για την επιλογή του καταλληλότερου (άρθρο 973 παρ.5 ΚΠολΔ). Και τότε απαιτείται η σχετική ανάρτηση, αφού υπάρχει ρητή παραπομπή στη διαδικασία της παρ.3 του άρθρου αυτού.

β. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει την πράξη για την εμφάνιση του αρχικού ή του νέου επισπεύδοντος, στην οποία καταγράφεται η δήλωσή του για τη συνέχιση του πλειστηριασμού και μεριμνά, ώστε η γνωστοποίηση της δήλωσης συνέχισης/υποκατάστασης και η ημέρα του πλειστηριασμού να αναρτηθούν στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) εντός πέντε ημερών από τη σύνταξη της πράξης. Επί υποκατάστασης δανειστή στη θέση του αρχικού επισπεύδοντος απαιτείται να επιδοθεί αντίγραφο της πράξης στον αρχικό επισπεύδοντα εντός τριών ημερών από τη δήλωση του υποκαθισταμένου στον συμβολαιογράφο. Αυτή η τριήμερη προθεσμία τρέχει παράλληλα με την πενθήμερη προθεσμία της ανάρτησης και δεν προϋποτίθεται να προηγηθεί η επίδοση, για να ακολουθήσει η ανάρτηση. Επίσης, ας σημειωθεί ότι ο χρόνος της ανάρτησης δεν συνδέεται με τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού, ο οποίος υπολογίζεται από τον χρόνο σύνταξης της πράξης.

Στο παρόν στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης ο νόμος δεν απονέμει κάποια αποφασιστική αρμοδιότητα προώθησης της διαδικασίας στον δικαστικό επιμελητή, ώστε να δικαιολογείται η ηλεκτρονική δημοσίευση με δική του επιμέλεια, αλλά κυρίαρχο ρόλο έχει ο συμβολαιογράφος, οπότε αυτός επιμελείται για την ως άνω ανάρτηση. Αν και πρόκειται για ενέργεια στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιπτώσεις δεν χρησιμοποιείται ο όρος δημοσίευση αλλά ανάρτηση (άρθρο 973 παρ.1γ ΚΠολΔ: … μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η δήλωση…), ο οποίος όμως στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για την ανάρτηση της αναγγελίας στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Αυτή η διαφοροποίηση μάλλον είναι ακούσια και δεν έχει νομική συνέπεια.

γ. Κατά ρητή παραπομπή του νόμου και δη του άρθρου 995 παρ.5 ΚΠολΔ αυτή η δημοσίευση-ανάρτηση επιβάλλεται και στον πλειστηριασμό ακινήτων.

δ. Αν και δεν το ορίζει ο νόμος, πρέπει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβαίνει στην αναγγελία του νέου πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. λόγω της ταυτότητας του σκοπού της διαδικασίας. Στην αντίθετη περίπτωση θα ματαιωνόταν ο σκοπός της αναγγελίας. Η προθεσμία της ανάρτησης αυτής θα είναι και πάλι δεκαήμερη (βλ. ανωτέρω στοιχείο 2δ) με αφετηρία την επομένη της ηλεκτρονικής δημοσίευσης-ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού.

ε. Το περιεχόμενο της αναρτώμενης γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού είναι νομικά αρρύθμιστο. Από τον νόμο (άρθρο 973 παρ.1γ ΚΠολΔ) προκύπτει ευθέως ότι στην αναρτώμενη γνωστοποίηση πρέπει να περιέχεται η δήλωση του αρχικού ή άλλου επισπεύδοντος για συνέχιση του πλειστηριασμού και η ημερομηνία του νέου πλειστηριασμού. Η διορθωτική ερμηνεία της διάταξης επιβάλλει να αναρτάται και η ώρα διεξαγωγής του. Ως δήλωση εννοείται προφανώς η διατύπωση της βούλησης να συνεχισθεί ο αρχικά ορισθείς πλην όμως ματαιωθείς πλειστηριασμός, το ειδικότερο περιεχόμενο και η ημερομηνία της δήλωσης αυτής και η ημερομηνία του ματαιωθέντος πλειστηριασμού. Επιπλέον, ερμηνευτικά, στο περιεχόμενο της αναρτώμενης γνωστοποίησης περιλαμβάνεται η ταυτότητα και οι αριθμοί φορολογικού μητρώου του δηλούντος τη συνέχιση του πλειστηριασμού και του καθ’ ου η εκτέλεση, το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, το χρηματικό ποσόν, για την είσπραξη του οποίου επισπεύδεται ο πλειστηριασμός (εάν βεβαίως η δήλωση κατατίθεται από άλλον δανειστή και όχι από τον αρχικό επισπεύδοντα) και η παραπομπή στον κωδικό της αρχικής δημοσίευσης του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης. Στην αναρτώμενη γνωστοποίηση της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού δεν είναι απαραίτητο να περιέχονται τα στοιχεία επιβολής της αναγκαστικής κατάσχεσης και ιδίως η περιγραφή του κατασχεθέντος, διότι η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού δεν έχει θέση κατασχετήριας έκθεσης, η δε πληροφόρηση των υποψήφιων πλειοδοτών επιτυγχάνεται επαρκώς με την παραπομπή στο ήδη ηλεκτρονικά δημοσιευθέν απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης[19].

στ. Αμφότερες οι αναρτήσεις, δηλαδή τόσο στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ όσο και στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. είναι πράξεις εκτέλεσης και ως τέτοιες δεν επιτρέπεται να γίνονται εντός του μηνός Αυγούστου, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του άρθρου, στο οποίο ορίζεται η διενέργεια αυτών των δημοσιεύσεων-αναρτήσεων (965 παρ.5, 966, 995 παρ.2, 995 παρ.4 ΚΠολΔ).

ζ. Η παράλειψη των ανωτέρω διατυπώσεων, δηλαδή τόσο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ όσο και της σχετικής ανάρτησης στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., όπως επίσης και κάθε ελάττωμα σχετικό με αυτές (εκπρόθεσμη τήρηση των διατυπώσεων, ελλιπές ή εσφαλμένο περιεχόμενο των αναρτήσεων), μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή, η οποία ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της κατ’ άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ (άρθρο 973 παρ.6 ΚΠολΔ). Αυτή η προθεσμία ισχύει για όλες τις περιπτώσεις συνέχισης του πλειστηριασμού, που ορίζονται στις πέντε πρώτες παραγράφους αυτού του άρθρου. Επειδή για την παραβίαση αυτών των διατυπώσεων ούτε ο νόμος απειλεί ρητά με ακυρότητα ούτε υπάρχει ισοδύναμη διατύπωση, τόσο η παράλειψή τους όσο και η πλημμελής συμμόρφωση με αυτές (εκπρόθεσμη ανάρτηση ή με ελλιπές περιεχόμενο) άγει σε ακυρότητα με την επίκληση και απόδειξη βλάβης, η οποία όμως ειδικά επί παραλείψεως των διατυπώσεων ή επί ουσιωδών ελλείψεων του περιεχομένου της γνωστοποίησης, π.χ. της ημερομηνίας και ώρας διεξαγωγής του νέου πλειστηριασμού, είναι μάλλον αυταπόδεικτη[20].

 

  1. Επίλογος.

Ο νομοθέτης εισήγαγε τις δημοσιεύσεις-αναρτήσεις στις προαναφερόμενες ιστοσελίδες του διαδικτύου ως διατυπώσεις της αναγκαστικής εκτέλεσης με σκοπό την εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής δημοσιότητας, η οποία με τη σειρά της διασφαλίζει τη διαφάνεια της διαδικασίας και επιπλέον μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη μεγαλύτερου πλειστηριασμάτος. Παρά ταύτα, είναι εμφανές ότι η εισαγωγή αυτών των διατυπώσεων της ηλεκτρονικής δημοσιότητας είναι νομοτεχνικά ατελής, αφού δεν διακρίνεται από συστηματική ενότητα. Επιπλέον, τις περισσότερες φορές οι κυρώσεις που επισύρει η παραβίασή των διατυπώσεων της ηλεκτρονικής δημοσιότητας δεν ανταποκρίνονται στη σπουδαιότητά της, δηλαδή δεν υπηρετούν αποτελεσματικά τον σκοπό της. Αυτό μπορεί, κατ’ αρχάς, να πηγάζει από τη βούληση του νομοθέτη με απώτερο σκοπό την εξισορρόπηση των συγκρουόμενων συμφερόντων. Επίσης, μπορεί να οφείλεται σε κάποιο βαθμό στον ίδιο τον χαρακτήρα των νομοθετικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ, οι οποίες είναι αλλεπάλληλες και, ορώμενες εκ των υστέρων, σε μεγάλο βαθμό ημιτελείς. Έτσι, η παραβίαση των διατυπώσεων αυτών συνήθως επιφέρει ακυρότητα μόνο με την επίκληση και απόδειξη βλάβης του ανακόπτοντος. Η διαπίστωση αυτή σε συνδυασμό με το ότι κάποιες από τις ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις/αναρτήσεις δεν ορίζονται ρητά στον νόμο αλλά προκύπτουν ερμηνευτικά, οδηγεί στην εκτίμηση ότι η μη πιστή συμμόρφωση του επισπεύδοντος με τις διατυπώσεις της ηλεκτρονικής δημοσιότητας στην αναγκαστική εκτέλεση κατά κανόνα δεν επιδρά ουσιωδώς στην πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας.

 

[1] Η πρόσβαση σε αυτή την ιστοσελίδα και η χρήση της ρυθμίζονται με το π.δ. 67/2015.

[2] ΜΠρΠατρ 132/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[3] Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, τ.ΙΙα, εκδ.2017, σελ.486.

[4] Βλ. σχετ. ΟλΑΠ 3/2007, ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 281/2012 ΤΝΠ Νόμος. Πρόκειται για προγενέστερη νομολογία σε σχέση με τη θέσπιση της ηλεκτρονικής δημοσιότητας αλλά διατηρεί την ερμηνευτική αξία της.

[5] ΑΠ 686/2018, ΑΠ 1293/2010, ΑΠ 658/2007 ΤΝΠ Νόμος.

[6] Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π., σελ.487, ΜΕφΠειρ 334/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[7] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, εκδ.2021, άρθρο 959, αρ.5.

[8] Π.Ρεντούλης σε Ι.Τέντε, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδοση, σελ.333.

 

[9] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 995, αρ.9.

[10] Για την εξέλιξη του σχετικού προβληματισμού βλ. Π.Ρεντούλη, ο.π., σελ.334 επ. και Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 955, αρ.10.

[11] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 962.

[12] Για τη διαδικασία της ανάρτησης αυτής της απόφασης, η οποία όμως δεν ενδιαφέρει την παρούσα καταγραφή, εκδόθηκε το π.δ. 95/2016.

[13] ΜΠρΚορινθ 300/2019, ΜΠρΗλ 23/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[14] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 954, αρ.10.

[15] Ο.π., άρθρο 954, αρ.10 και Π. Γέσιου Φαλτσή, ο.π., σελ.243.

[16] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 954, αρ.10.

[17] Π.Ρεντούλης, ο.π., σελ. 358.

[18] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 965, αρ.24.

[19] Ο.π., άρθρο 973, αρ.5, όπου και περαιτέρω παραπομπές.

[20] Ο.π., άρθρο 973, αρ.5.

 

Γ.Δελής, Η διαδικασία της νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου, υπό το ν. 4491/2017

Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 378 επ.

 

Με την έναρξη ισχύος του ν. 4491/2017 «Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου» ανέκυψε το ζήτημα της διαδικαστικής πορείας της αυτοπρόσωπης δήλωσης του αιτούντος προσώπου ενώπιον του δικάζοντος Ειρηνοδίκη, η οποία δεν είχε νομοθετικά αποσαφηνιστεί, πολλώ μάλλον δε νομολογιακά αντιμετωπιστεί. Ειδικότερα, τέθηκε το ζήτημα αν η μυστικότητα της δήλωσης «σε ιδιαίτερο γραφείο», συμπαρασύρει στον αποκλεισμό της δημοσιότητας εξ ολοκλήρου τη διαδικασία του ν. 4491/2017 ή αν θα μπορούσε να αποσπαστεί της δημόσιας συζητήσεως του αρ. 782 ΚΠολΔ, με την οποία και παραδοσιακά διεξάγεται η βεβαίωση οιουδήποτε ληξιαρχικού γεγονότος. Για την απάντηση του ερωτήματος αυτού, κατόπιν ευγενικής προσφοράς της Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, επιχειρήθηκε η κατωτέρω εισήγηση στην ΟλΕιρΑθ της 20.12.2017, το οποίο, παρεμπιπτόντως, οδήγησε στην προσπάθεια συνολικής, κατά το δυνατόν, εξέτασης του ν. 4491/2017 καθόσον αφορά στη διαδικασία του και, αντανακλαστικά, στις ουσιαστικές Δικαίου ρυθμίσεις που εισήγαγε.

 

 

«Η διαδικασία της νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου, υπό το ν. 4491/2017[1]»

 

Εισαγωγή

Μέριμνα του σύγχρονου Κράτους Δικαίου, όπως αυτό εκφράστηκε στη Γαλλική Επανάσταση, εκπέμποντας στο διηνεκές την φιλελεύθερη αστική δημοκρατία, αποτελεί το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του ατόμου[2], μεταξύ άλλων, και στον τομέα της  αξιοπρέπειάς του. Υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, και έκτοτε, το βιολογικό φύλο του ανθρώπου, κατά τη διάκρισή του σε αρσενικό και θηλυκό με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του[3], αποτελεί πραγματική κατάσταση, η οποία βιώνεται διαφορετικά από έκαστο των ανθρώπων. Έτσι, μπορεί ένα άτομο να φέρει τα γενετήσια χαρακτηριστικά του άρρενος και να βιώνει το φύλο του ως θήλυ, και αντίστροφα. Πρόκειται, για την περίπτωση διάστασης του βιολογικού – κοινωνικού φύλου του ατόμου, η οποία έχει, πλέον, διεθνώς αναγνωριστεί ως «δυσφορία γένους». Κοινωνικό φύλο είναι οι κοινωνικές διαφορές των δύο φύλων, σε αντίθεση με τις βιολογικές διαφορές τους. Την θεμελιώδη αυτή διάκριση αναγνώρισε πανηγυρικά ο ν. 4491/2017, που διακήρυξε, το πρώτον, τη δυνατότητα αλλαγής φύλου στην ληξιαρχική πράξης γέννησης, χωρίς την ανάγκη χειρουργικής επέμβασης, ακρωτηριασμού, υποχρεωτικής στείρωσης κ.ο.κ., η οποία, ούτως ή άλλως, είχε, ήδη, κριθεί ότι αντιβαίνει στο αρ. 2, 26 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο αρ. 8 ΕΣΔΑ, με την υπ’ αρ. 418/2016, αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου μας, η οποία έχει χαρακτηριστεί «ιστορική»[4], και παραπέμθηκε και στην ΑιτΕκθ του νόμου.

Στο ν. 4491/2017, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του ατόμου δεν εκδηλώθηκε ως αφηρημένη δυνατότητα, η οποία, όυτως ή άλλως, προσιδιάζει στο ουσιαστικό δίκαιο, αλλά, ως ελευθερία μεταβολής του φύλου του, όπως αυτό διοικητικά βεβαιώνεται. Δηλαδή, στο επίκεντρο της κρατικής πρόνοιας βρέθηκε η δικονομικά προσδιορισμένη ελευθερία του προσώπου, ενσυνείδητου και υπεύθυνου για τις δικονομικές πράξεις του, εντός καθορισμένης δικονομικής δραστηριότητας[5]. Το πρόσωπο, έτσι, δεν παραμένει περιχαρακωμένο στην ασφάλεια αυθεντικότητας της διοίκησης, δίκην τεκμηρίου δοκιμασμένης αυτεπαγγέλτου ενέργειας και εξουσιαστικής κρατικής επαλήθευσης του φύλου του. Αντίθετα, ανάγεται σε κυρίαρχο παράγοντα, προηγμένη έκφανση της ελευθερίας του, η οποία συμπληρώνεται από ad hoc δικονομικές ρυθμίσεις, προσανατολισμένες στα ιδιαίτερα γνωρίσματα της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί. Οι ρυθμίσεις αυτές, απαντούνται κυρίως μεν, ελλειπτικά δε, στο αρ. 4 του ν. 4491/2017. Ο νομοθέτης, άλλοτε σε συμπόρευση με θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, και άλλοτε κατά παρέκκλισή τους, επιχειρεί να ρυθμίσει το σύνολο της διαδικασίας, ενώ, απονέμει ιδιαίτερο ρόλο στο αιτούν πρόσωπο με την αυτοπρόσωπη δήλωσή του ενώπιον του δικάζοντος Ειρηνοδίκη, προκειμένου να αντισταθμίσει τη δεδομένη καχυποψία του για την αλήθεια μεταβολής της ληξιαρχικής του πράξης.

Καθίσταται, συνεπώς, εμφανής η ανάγκη τελολογικής συνερμηνείας ουσιαστικού και δικονομικού Δικαίου του ν. 4491/2017, για τα οποία ο εφαρμοστής του Δικαίου ακροβατεί στο μεταίχμιο ιδιωτικού – ατομικού συμφέροντος του αιτούντος προσώπου και των χρηστών ηθών. Για τον λόγο αυτό, ο «φορμαλισμός» υπό την έννοια τήρησης του δικονομικού τύπου, παρά τις εγγενείς αδυναμίες του[6], αποτελεί, συγχρόνως, εχέγγυο τόσο του Κράτους Δικαίου[7], όσο και προστασίας των προσώπων που προτίθενται να κάνουν χρήση του νόμου.

 

Πεδίο της έρευνας

Αντικείμενο της παρούσας εισήγησης αποτελεί ο ν. 4491/2017. Σκοπός της έρευνας είναι η συστηματική εξέταση και αντιμετώπισή του και όχι η αναλυτική παρουσίαση και επεξεργασία, η οποία, εξάλλου, θα καθιστούσε την εισήγηση ογκώδη και δυσανάγνωστη. Εξετάζεται, λοιπόν, συγκριτικά το δικαιώμα αλλαγής φύλου ανά τον κόσμο, ενώ, παρεμπιπτόντως, ερευνάται και το προϊσχύσαν νομοθετικό και νομολογιακό καθεστώς στην ημεδαπή. Επιπλέον, εξετάζονται τα κυριότερα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή του ν. 4491/2017.

Η εισήγηση αναπτύσσεται σε δύο, κυρίως, κεφάλαια. Στο πρώτο από αυτά επιχειρείται η συγκριτική επισκόπηση της δυνατότητας αλλαγής φύλου ανά την υφήλιο, η τομή που επέφερε στην χώρα μας ο ν. 4491/2017 και, αντανακλαστικά, θίγονται οι ουσιαστικού Δικαίου ρυθμίσεις που εισήγαγε ο νόμος, ενώ, στο δεύτερο καταβάλλεται προσπάθεια να παρουσιαστούν τα κυριότερα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή του νόμου και η, κατά το δυνατό, αντιμετώπισή τους. Μεμονωμένες δικονομικές περιπτώσεις εντοπίζονται και αναλύονται ειδικά. Τέλος, η παρούσα εισήγηση αφορά, κυρίως, στα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή του ν. 4491/2017 στην Υπηρεσία μας, χωρίς, υποχρεωτικές λύσεις στα «θολά» σημεία του, τα οποία, ούτως ή άλλως, με την εμπειρία και την επιστημονική οξύτητα των συναδέλφων, νομολογιακά, θα διαπλαστούν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

1.  Συγκριτική Επισκόπηση[8]

      Η νομική αναγνώριση του επαναπροσδιορισμού φύλου, με τη δυνατότητα αλλαγής του νομικά προσδιορισμένου φύλου στο πιστοποιητικό γέννησης του προσώπου, είναι νόμιμη, σχεδόν, σε όλο τον κόσμο. Παραμένει παράνομη σε 20, τουλάχιστον, χώρες και, δη, της Αφρικής[9], της Ασίας[10], της Λατινικής Αμερικής[11] και στην Γροιλανδία, , εκ των χωρών δε της Ευρώπης, στην Αλβανία, ενώ, απολύτως ελεύθερη συναντάται στην Αργεντινή, στο Πακιστάν, στο Μπαγκλαντές και στο Εκουαδόρ.

 Αντίθετα, στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, προϋποθέτει την χειρουργική ή ορμονική επέμβαση στο σώμα του ανθρώπου, κατόπιν, μάλιστα, ειδικής επιστημονικής εξέτασής του. Τούτο ισχύει, ιδίως, για τις χώρες της Ασίας, τις εναπομείνασες της Αφρικής, στην Αμερική και για την, τουλάχιστον ήμισυ, Ευρώπη, ιδίως, για τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ[12] , αλλά, και, μέχρι πρόσφατα, για τις περισσότερες της Κεντρικής Ευρώπης, όπως λ.χ. στην Ισπανία. Ειδικά στην τελευταία νόμος του 2007, προέβλεπε ότι γιατρός πρέπει να βεβαιώσει ότι το αιτούν πρόσωπο έχει ψυχιατρική παρακολούθηση για δύο έτη και έχει υποβληθεί σε ορμονολογική θεραπεία[13].

Καθόσον αφορά στην ΕΕ, δε, ο επαναπροσδιορισμός του φύλου του προσώπου επέρχεται και χωρίς ακρωτηριασμό, στείρωση κ.ο.κ., στην Αυστρία και στην Σουηδία, ενώ, και η δικαστική απόφαση για την μεταβολή της αστικής κατάστασης του ατόμου σπανίως συναντάται. Ενδεικτικά, στην Μεγάλη Βρετανία νόμος του 2004 προβλέπει ότι ένας ειδικός γιατρός ή ένας ειδικός ψυχολόγος, όπως, επίσης, και ένας δεύτερος γιατρός, οφείλουν να βεβαιώσουν την ύπαρξη μιας «επίμονης δυσφορίας φύλου», Εν συνεχεία μια Επιτροπή Ειδικών, αποτελούμενη από γιατρούς και νομικούς αποφασίζει αν θα επιτρέψει την αλλαγή της προσωπικής καταστάσεως μετά από μελέτη του φακέλου του προσώπου. Σχετικοί Νόμοι υπάρχουν στην Πορτογαλία, στο Καντόνι της Ζυρίχης και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το 2011. Ο προηγούμενος Γερμανικός νόμος του 1980 προϋπέθετε εγχείρηση για την διαδικασία αλλαγής φύλου. Η σχετική διάταξη κρίθηκε ως αντισυνταγματική, δηλαδή ως αντικείμενη στην αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας, ενώ, ήδη, στην Γερμανία η αλλαγή φύλου, χαρακτηρίζεται από την απλότητά της, χωρίς ιατρικές γνωματεύσεις, ούτε και ηλικιακά κριτήρια[14]. Το ίδιο ισχύει για την Πορτογαλία και την Ισπανία, οι οποίες πρώτες συμμορφώθηκαν, κατά τη διακριτική ευχέρειά τους, με την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία έχει αποφανθεί ότι «τα κράτη – μέλη θα πρέπει να εγγυώνται την πλήρη νομική αναγνώριση επαναπροσδιορισμού φύλου ενός προσώπου, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, με γρήγορες, διαφανείς και εύκολα προσβάσιμες διαδικασίες» και, ήδη, για την ημεδαπή.

 

2. Το προϊσχύσαν Δίκαιο

Στην χώρα μας, πριν την εφαρμογή του ν. 4491/2017, η διαδικασία διόρθωσης του καταχωρηθέντος στη ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως του προσώπου φύλου, λάμβανε χώρα με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το αρ. 782 ΚΠολΔ και το άρθρο 13 του Ν.344/1976 «Περί Ληξιαρχικών Πράξεων», όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4144/2013, ως γνήσια υπόθεσή της. Για τη διόρθωση φύλου[15] απαιτούνταν κοινοποίηση της αιτήσεως στον Εισαγγελέα, ως ειδική διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού συζητήσεώς της, η οποία λάμβανε χώρα σε ακροατήριο, κατόπιν πράξης[16] της οικείας Γραμματείας και υπογραφή της από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας, ο οποίος και ορίζε την ημερομηνία, το ακροατήριο και την ώρα συζήτησής της.

 Καθόσον αφορά δε στις ουσιαστικές ρυθμίσεις για την ευδοκίμηση της αιτήσεως, δεν νοούνταν διόρθωση του καταχωρημένου φύλου χωρίς χειρουργική επέμβαση στο σώμα. Μάλιστα, στις περισσότερες αποφάσεις[17], προκειμένου να αποφευχθεί σύγχυση στις συναλλαγές, και ex officio, διατάσσονταν ο οικείος ληξίαρχος να μνημονεύσει την χειρουργική επέμβαση στο σώμα της ληξιαρχικής πράξης, ενώ, σε μεμονωμένες αποφάσεις απαντάται και η πρόσθετη προϋπόθεση πως το αιτούν πρόσωπο παρακολουθείται από ψυχίατρο, από τον οποίο προσκομίζονταν διάγνωση περί «αναμφίβολου τρανσεξουαλισμού»[18]. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί πως, ήδη, τα τελευταία έτη παρατηρούνταν μεταστροφή, στο επιεικέστερο, της νομολογίας, με αποκορύφωμα την υπ’ αρ. 418/2016, αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου μας, η οποία έκανε δεκτή αίτηση αλλαγής φύλου χωρίς ιατρική επέμβαση, ακολουθήθηκε δε και από έτερες αποφάσεις μας, όπως η υπ’ αρ. 1572/2016, οι οποίες και έτυχαν καθολικής αποδοχής από τον νομικό κόσμο[19]. Επίσης, στο προϊσχύσαν Δίκαιο δεν υφίστατο περιορισμός στην ηλικία του αιτούντος προσώπου, στη δικαιοπρακτική του ικανότητα, καθώς, και αίρεση αγαμίας του, προϋποθέσεις που τέθηκαν, το πρώτον, με το ν. 4491/2017, και χαρακτηρίστηκαν από το «Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών» στη δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε του νόμου ως αυστηρότερες του υπάρχοντος, υπό το ν. 344/1976, πλαισίου.

3. Η καμπή του ν. 4491/2017

Τα γεγονότα[20] που συνθέτουν την αστική κατάσταση κάθε φυσικού προσώπου, κυρίως η γέννησή του, αλλά και άλλα σχετικά γεγονότα, όπως η ονοματοδοσία, αποδεικνύονται αποκλειστικώς με τις αντίστοιχες ληξιαρχικές πράξεις, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που σε ορισμένο τόπο και χρόνο δεν τηρήθηκαν ληξιαρχικά βιβλία ή αυτά καταστράφηκαν ή χάθηκαν[21]. Έτσι, ως γεγονός δεκτικό ληξιαρχικής καταχώρισης[22], νοείται η φυσική μεταβολή, όπως είναι η γέννηση, αλλά, και ειδικότερα ζητήματα, σχετικά με τη μη αμφισβητούμενη γέννηση του φυσικού προσώπου, όπως λχ ότι το πρόσωπο, του οποίου η γέννηση βεβαιώνεται με ληξιαρχική πράξη, είναι άρρεν ή θήλυ, ή ότι μεταγενέστερα άλλαξε το φύλο του από αρσενικό σε θηλυκό και αντίστροφα[23]. Υπό την έννοια αυτή, ληξιαρχικό γεγονός δεκτικό δικαστικής βεβαίωσης νοούνταν η αντικειμενική κατάσταση μεταβολής της αστικής κατάστασης του προσώπου, καθόσον αφορά στο φύλο του, σε λογική ακολουθία ακρωτηριασμού ή ορμονοθεραπείας, αντίστοιχα. Δηλαδή, αντικείμενο της σχετικής δίκης, κατά την ιστορική της βάση αποτελούσε η δικαστική βεβαίωση ότι το αιτούν πρόσωπο γεννήθηκε με συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία και κατόπιν ιατρικής επέμβασης προσδιορίστηκαν στα χαρακτηριστικά του έτερου φύλου[24].

Ο ν. 4491/2017 αποτελεί την μεγάλη καμπή στην εξέλιξη του δικαίου των ληξιαρχικών πράξεων, ως ανωτέρω, αποσπασματικά, αναλύθηκε. Τούτο διότι ο νόμος, το πρώτον, αναγνωρίζει την ενδιάθετη κατάσταση του προσώπου, τον τρόπο, δηλαδή, που αισθάνεται το φύλο του, ως δικαίωμα μεταβολής του ληξιαρχικού γεγονότοτος του φύλου του, ανεξάρτητο της πραγματικής κατάστασης της βιολογικής του όψης. Δηλαδή, δύναται πλέον το πρόσωπο να είναι, κατά τα αναπαραγωγικά του όργανα, γένους θηλυκού και, κατά την προσωπική του αντίληψη κοινωνικού φύλου (sex) αρσενικού και, αντίστροφα, εκ των οποίων μόνο το τελευταίο στοιχείο θα απεικονίζεται στην ληξιαρχική πράξη γεννήσεως και ονοματοδοσίας του. Η νομική αναγνώριση, συνεπώς, της ταυτότητας του φύλου, πέραν από την προσφορά καινοτόμου θεσμού, τον οποίο ενδεχομένως διεκδίκησουν και έτεροι κλάδοι του Δικαίου, επηρεάζει καταλυτικά, και το ίδιο το δόγμα[25] του τελευταίου. Ο προσανατολισμός, αντανακλαστικά, θίγει την αντικειμενικότητα των ληξιαρχικών γεγονότων στην αναγνώριση του υποκειμενικού δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του κοινωνικού φύλου, ως εγγενές στοιχείο της ληξιαρχικής πράξης. Το δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητας του ατόμου με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου, όπως το ίδιο το βιώνει, και ουχί του σώματός του, ενθυλακώθηκε στην μήτρα της κρατικής πρόνοιας και αναγνωρίστηκε ως έννομο συμφέρον[26] για τη δικαστική βεβαίωση της ανακρίβειας που, εφόρου ζωής, συνοδεύε το αιτούν πρόσωπο. Συνεπώς, οι κανόνες του ν. 4491/2017, θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της ατομικής ολοκλήρωσης, ως ενιαίο, και διαχρονικά έγκυρο, κριτήριο, που αποτελεί το πλέον σημαντικό δείγμα της βαθειάς επιρροής του στο Δικαίο των ληξιαρχικών πράξεων, γενικά.

4. Ουσιαστικές ρυθμίσεις[27]

Ο ν. 4491/2017 περιέχει, κυρίως, ουσιαστικές ρυθμίσεις για την νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Ειδικότερα, στο αρ. 1 ορίζεται «1.Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου του ως στοιχείου της προσωπικότητάς του. 2.Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου του.». Διακηρύσσεται, δηλαδή, πανηγυρικά η δυνατότητα του προσώπου να διορθώσει το καταχωρημένο φύλο του και την πραγματική του κατάσταση, με βάση τα χαρακτηριστικά του φύλου του, όπως το ίδιο το βιώνει. Η διάταξη αποτελεί εξειδίκευση της συνταγματικής αρχής προστασίας της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, του αρ. 5 Σ, που αποτέλεσε και τη λυδία λίθο του ν. 4491/2017, με την παραδοχή ότι οι ιατρικές επεμβάσεις για την ολική ή μερική αλλαγή των χαρακτηριστικών φύλου πρέπει να επιλέγονται ελεύθερα από τον ενδιαφερόμενο και δεν αποτελούν υποχρεωτική προϋπόθεση για να προχωρήσει το πρόσωπο στη νομική διόρθωση του φύλου του.

Στο αρ. 2, διδονται οι ορισμοί: «1.Ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Η ταυτότητα φύλου περιλαμβάνει την προσωπική αίσθηση του σώματος, καθώς και την κοινωνική και εξωτερική έκφραση του φύλου, τα οποία αντιστοιχούν στη βούληση του προσώπου. Η προσωπική αίσθηση του σώματος μπορεί να συνδέεται και με αλλαγές που οφείλονται σε ιατρική αγωγή ή άλλες ιατρικές επεμβάσεις που επιλέχθηκαν ελεύθερα. 2. Ως χαρακτηριστικά φύλου νοούνται τα χρωμοσωμικά, γονιδιακά και ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δευτερογενή χαρακτηριστικά, όπως η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τριχοφυΐας». Διεκρυνίζεται, δηλαδή, ότι η ταυτότητα (κοινωνικού) φύλου προσδιορίζεται υποκειμενικά από κάθε πρόσωπο, με βάση την ιδία αίσθηση του σώματός του και την κοινωνική του έκφραση, όπως ένδυση, τρόπος ομιλίας κ.ο.κ., ανεξαρτήτως της όψης του, ενώ, διακηρύσσεται και η προαιρετικότητα της χειρουργικής επέμβασης στο σώμα, η οποία αποτελεί ελεύθερη επιλογή του προσώπου.

Οι κυριότερες, όμως, ουσιαστικές ρυθμίσεις δίδονται στο αρ. 3, κατά το οποίο: 1.Σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου το πρόσωπο μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα. 2.Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, με εξαίρεση τους ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο (17ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα και τους ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει επιπλέον θετική γνωμάτευση διεπιστημονικής Επιτροπής που συστήνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας για δύο (2) έτη, στην οποία μετέχουν ένας παιδοψυχίατρος, ένας ψυχίατρος, ένας ενδοκρινολόγος, ένας παιδοχειρούργος, ένας ψυχολόγος, ένας κοινωνικός λειτουργός και ένας παιδίατρος ως Πρόεδρος, άπαντες με εξειδίκευση στο συγκεκριμένο ζήτημα. 3.Προϋπόθεση για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου είναι το πρόσωπο που αιτείται τη διόρθωση να μην είναι έγγαμο. 4. Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου δεν απαιτείται να βεβαιώνεται ότι το πρόσωπο έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε προηγούμενη ιατρική επέμβαση. Δεν απαιτείται επίσης η οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που σχετίζεται με τη σωματική ή ψυχική του υγεία.».

Ειδικότερα, απαιτείται διάσταση μεταξύ του καταχωρισμένου στη ληξιαρχική πράξη του προσώπου φύλου και της αληθινής βούλησής του γι αυτό, υπό την έννοια ακούσιας λανθάνουσας ασυμφωνίας τους, ενώ, για τη διόρθωσή της απαιτείται πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα του αιτούντος προσώπου, σύμφωνα με τα αρ. 127 επ. ΑΚ και, κατά κλιμακωτή, εξαιρετική πάντως, διαδοχικότητα, σε συνάρτηση με το αρ. 742 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ως εν προκειμένω, η συμπλήρωση του 17ου έτους του αιτούντος προσώπου[28], κατόπιν ρητής συναίνεσης των των ασκούντων τη γονική μέριμνα του, είτε η συμπλήρωση του 15ου έτους του, κατόπιν θετικής γνωμάτευσης της ανωτέρω Επιτροπής, για την σύσταση της οποίας εκκρεμεί ΚΥΑ. Ειδικά, για την τελευταία, παρόμοιος θεσμός συναντάται και στην επιτροπεία ανηλίκου, κατά το αρ. 796 παρ. 3, με την σύνταξη έκθεσης κοινωνικής υπηρεσίας, που προσδιορίζεται στο αρ. 2 π.δ. 250/1999, και η οποία πρέπει να κατατίθεται στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τρείς ημέρες πρίν από την συζήτηση, ενώ, η μη κατάθεσή της δεν εμποδίζει την πρόοδο της σχετικής Δίκης, κατά το άρθρο 19 του Ν. 2521/1997[29]. Για ιδία διαδικαστική πορεία, όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος στις υποθέσεις του ν. 4491/2017, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται υποχρεωτική κλήτευση της διεπιστημονικής Επιτροπής στη δίκη, ειμή μόνο θετική γνωμάτευσή της προ διενέργειάς της.

Επιπλέον, ο νόμος στην παρ. 3 του αρ. 3, θέτει αίρεση αγαμίας του αιτούντος προσώπου. Καίτοι, δηλαδή, ο νόμος χρησιμοποιεί υποτακτική ενεστώτα «να μην είναι έγγαμο», εντούτοις πρέπει να γίνει δεκτή αγαμία του προσώπου εφόρου ζωής. Τούτο, προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του νόμου κατά την οποία «Η συγκεκριμένη προϋπόθεση, εφόσον έχει ήδη θεσμοθετηθεί το δικαίωμα σύναψης συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ομοφύλων, το οποίο παρέχει σχεδόν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του γάμου, βαίνει σε απόλυτη συμφωνία τόσο με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και με τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αναφορικά με την προστασία της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής», η, δε, αγαμία του αιτούντος, αναμένεται να αποτελέσει το επόμενο πεδίο αντιπαράθεσης των διεμφυλικών προσώπων, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι επιτρέπεται στο σύνολο, σχεδόν, του δυτικού κόσμου[30].

Η σπουδαιότερη, όμως, ουσιαστική ρύθμιση που εισάγει το αρ. 3, είναι η πανηγυρική διακήρυξη ότι δεν αποτελούν προϋποθέσεις για τη διόρθωση του φύλου ούτε η προηγούμενη χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου ούτε άλλη προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που να σχετίζονται με την σωματική ή ψυχική του υγεία του προσώπου, σε αποσαφήνιση και των εναπομείναντων νομολογιακών ιδεαλισμών, διάταξη, η οποία εναρμονίζει την εσωτερική έννομη τάξη τόσο με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και με τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αναφορικά με την προστασία της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής.

Περαιτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις απαντούνται, αποσπασματικά, στο αρ. 4 και 5 του ν. 4491/2017. Ειδικότερα, κατά το αρ. 4 παρ. 4 «Η νέα ληξιαρχική πράξη μπορεί στο εξής να αλλάξει μία φορά». Θεσμοθετείται, δηλαδή, δις δυνατότητα δίορθωσης του καταχωρισμένου φύλου από το πρόσωπο, οικεία βουλήση, ενώ, η διάταξη, μάλλον, προβληματίζει στον σκοπό της, αν ληφθεί υπόψη η απεριόριστη δυνατότητα δικονομικής ανακλήσεως των αποφάσεων της εκουσίας δικαιοδόσιας, κατά το αρ. 758 ΚΠολΔ, με τις ειδικότερες σε αυτό προϋποθέσεις, που δεν φαίνεται να απασχόλησε τον νομοθέτη του ν. 4491/2017.

Τέλος, κατά το αρ. 5 «Δικαιώματα, υποχρεώσεις και κάθε είδους ευθύνη του προσώπου, που δημιουργήθηκαν πριν από τη διόρθωση του φύλου, εξακολουθούν να υφίστανται. Διατηρούνται επίσης οι αριθμοί φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και μητρώου κοινωνικής ασφάλισης (ΑΜΚΑ)… 2.Αν το πρόσωπο που διόρθωσε το καταχωρισμένο φύλο του έχει παιδιά, είτε γεννημένα σε γάμο, είτε γεννημένα σε σύμφωνο, είτε γεννημένα χωρίς γάμο των γονέων τους, είτε υιοθετημένα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του από τη γονική μέριμνα δεν επηρεάζονται. Στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των παιδιών δεν επέρχεται καμία μεταβολή λόγω της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου του γονέα.». Αποφεύγεται, έτσι, οιαδήποτε καταστρατήγηση του νόμου, προκειμένου το αιτούν πρόσωπο να απωλέσει τα ίχνη του, είτε να εξαφανίσει έκνομες ενέργειές του, αφού εξακολουθούν να το συνοδεύουν οι υποχρεώσεις προ της δίορθωσης του φύλου του, η οποία, συνακολουθα, δεν επηρεάζει την σχέση του με το τέκνο του, ούτε επέρχεται κάποια μεταβολή, λόγω της διόρθωσης, στην ληξιαρχική πράξη γέννησης του τελευταίου[31].

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

1. Η επιλογή της εκούσιας δικαιοδοσίας

Ως γνήσια υπόθεση[32] εκουσίας δικαιοδοσίας ανάγεται στο αρ. 4 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 4491/2017 η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, που ορίζει ότι «Η διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου γίνεται με δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 782 ΚΠολΔ». Η πρόβλεψη της διαδικασίας του αρ. 782 ΚΠολΔ για τη διόρθωση του φύλου, μάλλον, πλεονάζει, εφόσον, και χωρίς ρητή αναφορά της, εκεί θα αποκρυσταλλώνονταν, ενώ, δεν μπορεί να αποκλειστεί και η δυνατότητα αναγνωριστικής, εν γένει, της αστικής κατάστασης του προσώπου, αγωγής καθόσον στο φύλο του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατά το αρ. 18 ΚΠολΔ.

          Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, παρά τα εχέγγυά της[33], στασιάζεται αν δεσμεύει τον Ληξίαρχο για την αλλαγή του καταχωρισθέντος φύλου του αιτούντος, ή αν συνεκτιμάται η σχετική απόφαση, μαζί με τα λοιπά στοιχεία που θα προσκομίσει ενώπιον του ο τελευταίος, για τη διόρθωση της ληξιαρχικής του πράξης. Ενδεικτική της διχογνωμίας η διάσταση σκέψεων των υπ’ αρ. 4047/2008 και   508/2005[34] αποφάσεων του Στε, από τις οποίες η μεν πρώτη ορίζει ότι «σε αρμονία ερμηνευόμενης προς το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος – εμπίπτουν οι αποφάσεις των δικαστηρίων που ασκούν κατ’ ουσία δικαιοδοτικό έργο όχι δε και εκείνες που εκδίδονται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚπολΔ). […] η δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και βεβαιώνει ορισμένο γεγονός προκειμένου να συνταχθεί ή διορθωθεί ληξιαρχική πράξη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του ν.344/1976 (“περί ληξιαρχικών πράξεων”, Α’ 143), δεν δεσμεύει, κατά το ανωτέρω άρθρο 1 ΚΕΦ. Α’ του ν.3068/2002, την αρμόδια αρχή κατά την άσκηση της απονεμόμενης με τον εν λόγω διοικητικό νόμο αρμοδιότητας διόρθωσης του αναγραφόμενου στα μητρώα αρρένων έτους και ημερομηνίας γέννησης (βλ. ΣτΕ 1051/2005, 2894/2000), αλλά συνεκτιμάται με άλλα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. ΣτΕ 1983, 1401/2000, 1051/2005) που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος σύμφωνα με το άρθρο 22 του νόμου αυτού», η δε δεύτερη ότι «Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι η μεταβολή του κυρίου ονόματος του προσώπου γίνεται με απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής δύναται να ασκήσει έφεση και ο εκπροσωπών το δημόσιο συμφέρον εισαγγελέας, βάσει δε της αποφάσεως αυτής, όταν καταστεί τελεσίδικη, γίνεται η σχετική καταχώριση στην ληξιαρχική πράξη. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η δικαστική απόφαση περί της μεταβολής του κυρίου ονόματος είναι δεσμευτική για τα διοικητικά όργανα, τα οποία δεν δύνανται να αποκλίνουν αυτής, αμέσως ή εμμέσως, κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων σχετικών προς την μεταβολή αυτή, όπως επί υποβολής αιτήματος μεταβολής του καταχωρισμένου στο μητρώο αρρένων κυρίου ονόματος συνεπεία αντίστοιχης διορθώσεως της ληξιαρχικής πράξεως κατόπιν τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως (βλ. ΣτΕ 2564/2002, 101/2002, 196/2001, 3361/ 1998, επτ. 5008/1996).»[35]

 

2. Καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα

Περαιτέρω, κατά το αρ. 782 ΚΠολΔ, όπως, η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο έκτο του ν. 4335/2015[36] «όταν ο νόμος απαιτεί δικαστική απόφαση για να βεβαιωθεί ένα γεγονός με το σκοπό να συνταχθεί ληξιαρχική πράξη, η απόφαση εκδίδεται με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή του εισαγγελέα από το ειρηνοδικείο της περιφέρεις του ληξίαρχου ο οποίος θα συντάξει την ληξιαρχική πράξη». Η διάταξη αφορά στη βεβαίωση οποιουδήποτε ληξιαρχικού γεγονότος, κατά τον ν. 344/1976, εφαρμόζεται δε και για τη διόρθωση του καταχωρισμένου στην ληξιαρχική πράξη του αιτούντος προσώπου, και απονέμει, κατά παρέκκλιση του τεκμηρίου αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατ΄αρ. 740 ΚΠολΔ, υλική αρμοδιότητα να δικάσει την αίτηση στον Ειρηνοδίκη στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ο αρμόδιος ληξίαρχος, δηλαδή, τελικώς, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου συντελέστηκε το γεγονός που βεβαιώνεται ή θα βεβαιωθεί με την αντίστοιχη ληξιαρχική πράξη. Αν το γεγονός είχε συντελεστεί στο εξωτερικό, τοπική αρμοδιότητα έχει το δικαστήριο μας, αφού στο ειδικό ληξιαρχείο Αθηνών διαβιβάζουν οι προϊστάμενοι των ελληνικών προξενικών αρχών αντίγραφα των ληξιαρχικών πράξεων που συντάσσουν εκείνοι για τα γεγονότα, τα οποία συντελέστηκαν στην αλλοδαπή. Η αρμοδιότητα αυτή εκφεύγει της εξουσίας διαθέσεως του αιτούντος, συνιστά δε διαδικαστική προϋπόθεση της αιτήσεως, η τήρηση της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον αφορά σε δημοσίου δικαίου διατάξεις του ΚΠολΔ[37], ενώ, ενόψει της ελαστικότητας που διέπει τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, γίνεται δεκτό ότι δεν μπορεί να εξαναγκαστεί το αιτούν πρόσωπο  να απομακρυνθεί από τον τόπο της κατοικίας του και να μεταβεί σε άλλον τόπο όπου καταχωρίσθηκε η ληξιαρχική του πράξη και, για τον λόγο, αποκρυσταλλώνεται «ελαστική αποκλειστική αρμοδιότητα»[38] της τελευταίας, με δυνατότητα εισαγωγής και στον τόπο κατοικίας του. Αντίθετα, προπετής υποβολή της αίτησεως σε άσχετο, κατά τόπο, δικαστήριο, δεδομένου ότι ελλείπει το στοιχείο της αντιδικίας, οδηγεί στην απόρριψη[39] και ουχί σε παραπομπή της, αφού δεν ευρίσκει έρεισμα δικαιολογητικός λόγος διατήρησης των συνεπειών κατάθεσής της[40].

3. Κατάθεση της αίτησης

Η αίτηση, εξάλλου, διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου σωματείου κατατίθεται στην Γραμματεία του αρμόδιου Ειρηνοδικείου[41], με την μορφή δικογράφου, και φέρει τα απαραίτητα στοιχεία του αρ. 118 ΚΠολΔ, απευθύνεται, δηλαδή, στο ανωτέρω Δικαστήριο, αναφέρει το είδος του δικογράφου[42], το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο του αιτούντος προσώπου, την κατοικία του και τον αριθμό φορολογικού του μητρώου[43], το αντικείμενο του δικογράφου, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου του[44] και, μαζι με αυτήν, κατά τη διάταξη του αρ. 4 παρ. 1 in fine ν. 4491/2017,  συνυποβάλλεται αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του αιτούντος προσώπου. Δεδομένου, όμως, ότι η επισύναψη της τελευταίας πράξης στην αίτηση δεν απειλείται με ποινή ακυρότητας, σε περίπτωση ελλείψεώς της, είναι δυνατή η, κατ΄αρ. 227, 741 ΚΠολΔ, προσκόμισή της κατόπιν καθοδηγητικής ενέργειας του Δικαστηρίου ή και επιμελεία του αιτούντος, κατόπιν μη οριστικής απόφαση του αρ. 254 ΚΠολΔ. Ομοίως, συνυποβάλλεται και γραμμάτιο προείσπραξης Δικηγορικής αμοιβής[45], κατά τον Κώδικα Δικηγόρων[46].

Για την κατάθεση της αιτήσεως συντάσσεται πράξη[47] της οικείας Γραμματείας και ακολουθεί υπογραφή της από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας, ο οποίος ορίζει την ημερομηνία, το ακροατήριο και την ώρα συζήτησής της, καθώς, και τον χρόνο κλήσης έτερων προσώπων[48]. Ακολουθεί δε κοινοποίηση της αιτήσεως στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατ΄αρ. 748 παρ. 2, επι ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, ενώ, από καταθέσεώς της άρχονται και οι δικονομικές συνέπειες άσκησής της. Εκλύεται, δηλαδή, έκτοτε εκκρεμοδικία[49] για κύριο αντικείμενο της αιτήσεως[50], που εντοπίζεται στη δημοσίου δικαίου αξίωση του αιτούντος κατά της πολιτείας, να προβεί στην επιδιωκόμενη διαπίστωση – βεβαίωση του φύλου του στην ληξιαρχική πράξη, με βάση την πραγματική του βούληση του και τον τρόπο που το ιδίο το βιώνει. Εμποδίζεται, συνεπώς, ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση νέας αιτήσεως, η επανακατάθεσή της από το ιδίο αιτούν, ενώ, ενδεχόμενη όμοια, κατά περιεχόμενο, επανυποβολή της μετά την έκδοση αποφάσεως και προ τελεσιδικίας, οδηγεί στην απόρριψη ελλείψει εννόμου συμφέροντος[51], κατ’ αρ. 778 ΚΠολΔ.

Τέλος, δύσκολα νοείται συνδρομή ανάγκης για έκδοση προσωρινής διαταγής, κατ΄αρ. 781 ΚΠολΔ, καθόσον αφορά στη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης, στη δε ακραία περίπτωση προσωρινής διαταγής προς το ληξίαρχο να μη χορηγήσει προσωρινώς αντίγραφα της κρίσιμης ληξιαρχικής πράξης, ώσπου να εκδικαστεί η αίτηση για τη διόρθωσή της [52], η αίτηση περί χορηγήσεως προσωρινής διαταγής μπορεί να υποβληθεί με το δικόγραφο της κύριας αίτησης, ή και αυτοτελώς[53], σε κάθε περίπτωση, όμως, εγγράφως[54], και πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που δικαιολογούν την επείγουσα – προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, ενώ, ενόψει της επείγουσας περίπτωσης, είναι δυνατή η υποβολή της άνευ πληρεξουσίου Δικηγόρου, κατά το αρ. 94 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ. Επί αποδοχής, όμως, το εύρος της θα είναι περιορισμένο, χωρίς να καταλαμβάνει το σύνολο του βίου του αιτούντος.

 

4. Ενεργητική νομιμοποίηση

Για την παραδεκτή υποβολή της αιτήσεως διόρθωσης του καταχωρισμένου στην ληξιαρχική πράξη φύλου νομιμοποιούνται, υπαλλακτικώς:

α. 1) τo πρόσωπο που ζητεί τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου. Πρόκειται για την κατά κανόνα νομιμοποίηση του προσώπου που αναγράφεται στην ληξιαρχική πράξη, σε λογική ακολουθία του ουσιαστικού, δημοσίας τάξης, δικαιώματός του να τη διορθώσει, κατ΄απόκκλιση από την γενική νομιμοποίηση του αρ. 782 ΚΠολΔ, σύμφωνα  με την οποία για την βεβαίωση ληξιαρχικού γεγονότος την αίτηση υποβάλλει «όποιος έχει έννομο συμφέρον». Ενόψει του προσωποπαγούς δικαιώματος στο φύλο, δεν νοείται ετεροπροσδιορισμός του, στη δε εξαιρετική περίπτωση που τρίτος υποβάλει αίτηση διόρθωσης φύλου, αυτή θα απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της, αφού δεν έχει δικαίωμα στη διόρθωση, και ουχί, λόγω έλλειψης νομιμοποιήσεώς του[55] και, επίσης, 2) το ιδίο πρόσωπο, που έχει συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του, κατά το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4491/2017 «εφόσον υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική του μέριμνα», η οποία και πρέπει ρητά να μνημονεύεται. Η διάταξη, σε τελολογική συνάρτηση με αυτή του αρ. 742 ΚΠολΔ, που απονέμει ικανότητα δικαστικής παράστασης, κατ΄εξαίρεση από την γενική του αρ. 63 ΚΠολΔ, εισάγει, επίσης, κατά κανόνα νομιμοποίηση 17χρονου, για τις υποθέσεις της προσωπικής του κατάστασης. Στην περίπτωση αυτή, όμως, απαιτείται να κλητεύεται[56], υποχρεωτικά, ο νόμιμος εκπρόσωπός του, κατ΄αρ. 742 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος και αποκτά, έτσι, αφενός την ιδιότητα του διαδίκου[57] και αφετέρου τη δικονομική δυνατότητα προσβολής της απόφασης που θα εκδοθεί[58].

β. οι ασκούντες την γονική μέριμνα του προσώπου που αναγράφεται στην ληξιαρχική πράξη, εφόσον έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, κατά το αρ. 3 παρ. 3 In fine ν. 4491/2017[59]. Πρόκειται για περιπτώσεις, εξαιρετικής, αποκλειστικής κοινής νομιμοποίησης των ασκούντων την γονική μέριμνα ανηλίκου για τη διόρθωση του φύλου του. Έτσι, αν την αίτηση υποβάλει εις εξ αυτών, υποχρεωτικά, κατ΄αρ. 742 παρ. 2 ΚΠολΔ, κλητεύεται και ο έτερος, προκειμένου να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, εκτός αν αδυνατεί στην άσκηση της μέριμνάς του, κατ΄αρ. 1510 παρ. 3 ΑΚ. Αυτονόητα, η αίτηση κατατίθεται στο όνομα των ασκούντων την γονική μέριμνα του, τουλάχιστον, δεκαπεντάχρονου προσώπου, και για λογαριασμό του.

 

5.Αντικείμενο της αίτησης

Η έννοια του αντικειμένου της δίκης αποτελεί, ίσως, το πλέον αμφισβητούμενο ζήτημα στο χώρο της επιστήμης του δικονομικού δικαίου. Σύμφωνα με την ισχύουσα εκδοχή[60], στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο είδος διαδικασίας γενικότερης εκτάσεως[61], το αντικείμενο της αιτήσεως εντοπίζεται στη «δημοσίου δικαίου αξίωση του αιτούντος κατά της πολιτείας να προβεί στην επιδιωκόμενη διάπλαση[62]».

Συνακόλουθα, η ιστορική βάση της αιτήσεως του ν. 4491/2017, συγκροτείται από το σύμπλεγμα των πραγματικών περιστατικών, τα οποία δικαιολογούν, ως έννομη συνέπεια, την εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού Δικαίου, και, δη, την βεβαίωση του ληξιαρχικού γεγονότος του φύλου, προκειμένου να διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη. Συγκεκριμένα, οι ανωτέρω νομιμοποιούμενοι απαιτείται να επικαλεστούν τα εξής πραγματικά περιστατικά: α. ότι έχει καταρτιστεί, ήδη, η ληξιαρχική πράξη με καταχώριση φύλου, β. ότι στην πράξη αυτή αναγράφεται συγκεκριμένο φύλο του αιτούντος, γ. ότι το φύλο αυτό δεν συνάδει με τον τρόπο που το βιώνει το ίδιο, δ. ότι αυτοπροσδιορίζεται στο έτερο φύλο ε. στο οποίο επιθυμεί να βεβαιωθεί η ληξιαρχική πράξη που το αφορά κατόπιν στ. οριστικής εξάλειψης του αναγραφόμενου φύλου.

Στην περίπτωση δε αιτήσεως για λογαριασμό δεκαπεντάχρονου απαιτείται, επιπλέον, να αναφέρεται ότι έχει συνταχθεί θετική γνωμάτευση της ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής του αρ. 3 ν. 4491/2017, που θα συσταθεί με ΚΥΑ. Η προηγούμενη γνωμάτευσή της αποτελεί πρόσθετο, ειδικό, στοιχείο νομιμότητας της αιτήσεως[63], επί παραλείψεως επικλήσεως της οποίας απορρίπτεται αυτή, αυτεπαγγέλτως, λόγω της νομικής αοριστίας της[64]– κατά την νομολογία δε, για παραβίαση της εγγράφου προδικασίας των αρ. 111, 216, 591 ΚΠολΔ[65] – η οποία δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε αποδεικτικά μέσα[66]. Αντίθετα, επίκληση της γνωμοδότησης, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευσή της σε θετική ή αρνητική, αφορά σε πραγματική – ποσοτική αοριστία, η οποία συμπληρώνεται απεριόριστα[67], έστω, και καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, κατ΄αρ. 236, 591 ΚΠολΔ[68], ενώ, στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ασκηθεί η αίτηση ενόσω εκκρεμεί η γνωμάτευση, λόγω της τομής που επιφέρει η αίτηση στον χρόνο[69], ορθότερο είναι απορρίπτεται ως πρόωρη[70].

Επιπλέον, ως αίτημα, το οποίο αποτελεί δικονομικό αντίκρυσμα της αξιώσεως του ουσιαστικού Δικαίου[71], νοείται η ζητούμενη δημιουργία μιας νέας νομικής κατάστασης, που επήλθε κατα την ιστορική βάση του ενδίκου βοηθήματος. Συνεπώς, κύριο αντικείμενο της αιτήσεως του ν. 4491/2017, αποτελεί το ουσιαστικό αίτημα να διαπιστωθεί το ακριβές ληξιαρχικό γεγονός του φύλου, προκειμένου να διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη στα βιβλία του οικείου ληξίαρχου. Πρόκειται για, αμιγώς, διαπλαστικό αίτημα, που αφορά στη δημιουργία νέας νομικής κατάστασης, η οποία επέρχεται με την βεβαίωση του φύλου, κατόπιν διαπιστώσεως ανακρίβειάς του, σε λογική ακολουθία του γεγονότος[72] ότι το αιτούν αισθάνεται το φύλο του διαφορετικά της καταχωρίσεως, την εξάλειψη της οποίας διώκει. Δεν απαιτείται, δηλαδή, η έκδοση διαταγής προς το ληξίαρχο για τη διόρθωση του φύλου, που αυτός είχε καταχωρίσει ανακριβώς, αλλά μόνον η διαπίστωση του ακριβούς φύλου και ο τονισμός της ορθότητας του, σε αντιπαραβολή προς εκείνα τα στοιχεία που βεβαιώνονται στη ληξιαρχική πράξη ανακριβώς. Για τον λόγο αυτό, αίτημα να διαταχθεί ο ληξίαρχος στη διόρθωση, απορρίπτεται ex officio[73], η δε κανονιστική υποχρέωση του τελευταίου, να συμμορφώσει την ληξιαρχική πράξη, εκλύεται ευθέως από τον ν.  344/1976, και όχι από τη δικαστική απόφαση[74]. Σε αντίθετη περίπτωση, εξάλλου, θα είχε και ο ληξίαρχος ιδίο δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως[75].

 

6. Η συζήτηση της αίτησης

Η εκδίκαση της αιτήσεως, όπως, ανωτέρω αποσπασματικά παρουσιάστηκε, κατ΄αρ. 782 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το αρ. 4 παρ. 1 εδ. α’ ν. 4491/2017 ακολουθεί: α. το ανακριτικό σύστημα, κατά το αρ. 744 ΚΠολΔ[76], επιβάλλεται, δηλαδή, η ενεργός συμμετοχή του Ειρηνοδίκη στην συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που εισφέρει το αιτούν πρόσωπο. Η εξουσία, όμως, αυτή, αφορά, κυρίως, σε υποδείξεις στον αμελή διάδικο. Δε δύναται, αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο ούτε το αίτημα να μεταβάλει, ούτε να υποκαταστήσει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά[77], πολλώ μάλλον δε να οδηγήσει στη δημιουργία νέων, εκ του μηδενός, αποδεικτικών μέσων[78]. Συνεπώς, ο Ειρηνοδίκης δύναται να καλέσει το αιτούν να προσκομίσει λ.χ., την υπό διόρθωση ληξιαρχική πράξη που δεν επισυνάφθηκε εσφαλμένα στην αίτηση, να συμπληρώσει ελλειπή αποδεικτικά μέσα, ουχί, όμως, και να διορθώσει τον τρόπο που βιώνει το φύλο του, β. η, κατ΄αρεσκείαν, μεταβολή του αιτήματος, κατά το αρ. 751 ΚΠολΔ, με την αυτονότητη προϋπόθεση ότι δεν αφορά στην μεταβολή, εκ νέου, του φύλου, παρά μόνο στην ουσία της υπόθεσης[79], ως πλέγμα πραγματικών περιστατικών, που δικαιολογούν την έννομη συνέπεια διόρθωσής του στην ληξιαρχική πράξη, γ. η δυνατότητα υποκειμενικής διεύρυνσης των ορίων της δίκης, με κλήση, προσεπίκληση και παρέμβαση οιουδήποτε ενδιαφερόμενου, κατά τα αρ. 748 παρ. 3, 752, 753 ΚΠολΔ[80], δ. η δυνατότητα ανάκλησης της σχετικής απόφασης, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες έκδοσής της, κατ΄αρ. 758 ΚΠολΔ[81] ε. η ερημοδικία μετεχόντων προσώπων, ρυθμίζεται αποκλειστικά στο αρ. 754 ΚΠολΔ στ. τα δικαστικά έξοδα κατανέμονται κατά το αρ. 746 ΚΠολΔ και, τέλος, ζ. η απόφαση υπόκειται στα έκτακτα και τακτικά ένδικα μέσα των αρ. 760 επ. ΚΠολΔ.

i. Η αυτοπρόσωπη δήλωση του αιτούντος προσώπου

Αντίθετα, ερμηνευτικά προβλήματα ανακύπτουν κατά το αρ. 4 παρ. 2 σύμφωνα με το οποίο: «2. Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται αυτοπρόσωπη δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου. Η δήλωση γίνεται σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα». Η διάταξη υπαγορεύθηκε από τη διαπίστωση στην ΕισΕκθ ότι «Η νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου αποτελεί, πρωτίστως ζήτημα, αυτοπροσδιορισμού» και, για τον λόγο αυτό, δε νοείται βεβαίωση του αληθούς ληξιαρχικού γεγονότος του φύλου χωρίς ακρόαση του ενδιαφερόμενου προσώπου[82], ενώ, εμμέσως υπηρετείται και η καχυποψία του νομοθέτη στο κακόπιστο αιτούν πρόσωπο, καθώς, και το γενικότερο συμφέρον «ότι τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου ενδιαφέρουν, επίσης, την πολιτεία και την κοινωνία στο σύνολό της.». Για τη διαδικαστική πορεία της αυτοπρόσωπης δήλωσης, όμως, δεν γίνεται λόγος. Η διάταξη, σε συνδυασμό με το αρ. 4 παρ. 1 εδ. α΄ ν. 4491/2017, χρήζει γραμματικής είτε τελολογικής ερμηνείας, αντίστοιχα. Ειδικότερα:

 

α. Γραμματική ερμηνεία

Η διατύπωση της παρ. 2 του αρ. 4 ν. 4491/2017 ομοιάζει με την αυτοπρόσωπη συναίνεση των γονέων στην υιοθεσία, κατά το αρ. 800 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο «Οι συναινέσεις για την υιοθεσία δηλώνονται ενώπιον μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου που τελεί την υιοθεσία σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα». Παρόλο, που στην τελευταία περίπτωση η αυτοπρόσωπη δήλωση αφορά, μεταξύ άλλων, και στο συμφέρον τρίτου, δηλαδή, του υιοθετούμενου και ουχί του ίδιου του αιτούντα, όπως στο ν. 4491/2017, εντούτοις και οι δύο διατάξεις γονιμοποιήθηκαν στην μήτρα της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της δημοσιότητας, κατ΄αρ. 110 παρ. 2, 112 ΚΠολΔ, υπό την αρνητική όψη αποκλεισμού της, κατ’ εξειδίκευση του αρ. 93 παρ. 2 Σ, ενώ, και νομοτεχνικά ομοιάζουν. Συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι για τη διαδικαστική πορεία συζητήσεως του ν. 4491/2017 ισχυεί mutatis mutandis η διαδικασία της υιοθεσίας, όπως, έχει νομολογικά, ήδη, διαπλασθεί.

Έτσι, α. η συζήτηση της υποθέσεως, καθώς, και η εξέταση των μαρτύρων γίνεται επί της έδρας σε δημόσια συνεδρίαση, β. το Δικαστήριο μπορεί κατόπιν αιτήματος ή και ex officio να αποκλείσει τη δημοσιότητα, με τη διεξαγωγή της συζήτησης κεκλεισμένων των θυρών, κατ΄αρ. 114 ΚΠολΔ, γ. το αιτούν πρόσωπο δύναται να παραστεί μετά ή δια πληρεξουσίου Δικηγόρου, κατ΄αρ 94, 741 ΚΠολΔ, δ.i. η αυτοπρόσωπη δήλωσή του μπορεί να χορηγηθεί και σε ιδιαίτερο γραφείο, χωρίς δημοσιότητα. Η δήλωση χορηγείται είτε αυθημερόν είτε σε άλλη ημερομηνία ενώπιον του δικάζοντος Ειρηνοδίκη, σε κάθε περίπτωση προ της συζητήσεως, και μπορεί να προσδιοριστεί η διενέργεία της κατόπιν σχετικού, προς τούτο, αιτήματος του αιτούντος, με ειδική επισημείωση προσδιορισμού της στο δικόγραφο της αίτησης, δ.ii. η αυτοπρόσωπη δήλωση του αιτούντος για την δικαστική βεβαίωση του φύλου του, μπορεί να χορηγηθεί και επί της έδρας. Γίνεται, δηλαδή, δεκτό ότι η διάταξη του αρ. 4 παρ. 2 ν. 4491/2017 εξειδικεύει τον τρόπο που δίδεται η δήλωση του αιτούντος, χωρίς να ορίζει ότι ο μοναδικός τρόπος παροχής της είναι σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα. Τούτο, διότι ο απαιτούμενος τύπος είναι η αυτοπρόσωπη δήλωση του προσώπου, ανεξαρτήτως του τόπου παροχής της και στην περίπτωση, συνεπώς, που το αιτούν παράσχει τη δήλωσή του στο ακροατήριο και όχι σε ιδιαίτερο γραφείο η απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί για τον λόγο αυτό[83].

 Η ως άνω διεξαγωγή της συζητήσεως προάγει την ενεργό συμμετοχή του αιτούντος, αφού προϋποθέτει την επενέργειά του στη συδιαμόρφωση της διαδικασίας. Έτσι θα πρέπει να ερωτάται το αιτούν πρόσωπο, όπως παρίσταται στην κατάθεση της αιτήσεως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου, αφενός αν επιθυμεί τη διεξαγωγή της συζητήσεως χωρίς δημοσιότητα και αφετέρου αν θα παράσχει τη δήλωσή του επί της έδρας ή σε ιδιαίτερο γραφείο. Επιπλέον, καθίσταται προαιρετική η παράστασή του μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου κατά την συζήτηση, η υποχρεωτικότητα της οποίας δεν προβλέπεται σε καμία πολιτική, ποινική ή και διοικητική διαδικασία, ενώ, ευλόγως μπορεί να λεχθεί ότι και ειδικός σκοπός του νόμου ήταν αυτό ακριβώς, να μην εξαναγκάσει το αιτούν πρόσωπο στην βάσανο του ακροατηρίου. Αντίθετα, επιχειρήματα κατά της ανωτέρω απόψεως αντλούνται απο την, χρονοβόρα πλην εκούσια, διάσπαση της διαδικασίας σε δύο στάδια, αυτό της συζητήσεως και αυτό της αυτοπρόσωπης δήλωσης του αιτούντος σε ιδιαίτερο γραφείο.

 

β. Τελολογική ερμηνεία

Από την άλλη μεριά, μπορεί να προταχθεί και τελολογική ερμηνεία της διάταξης του αρ. 4 παρ. 2 ν. 4491/2017, σύμφωνα με την οποία «επιδιώκεται η θέσπιση ενός συγκεκριμένου, ειδικού νομοθετήματος, με το οποίο να καθιερώνεται μία κατά το δυνατόν απλή διαδικασία για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου των διεμφυλικών προσώπων…Η προϋπόθεση της δικαστικής απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας παραμένει, περιλαμβάνονται, όμως, συγκεκριμένες ειδικές ρυθμίσεις, όπως ότι απαιτείται αυτοπρόσωπη δήλωση του ενδιαφερομένου σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα. Πρόκειται για μια διαδικασία σύντομη, απλή, με χαμηλό κόστος, με εγγυήσεις ασφάλειας δικαίου για τον πολίτη, αλλά και για την έννομη τάξη, καθώς είναι συνεκτική με τη διαδικασία που απαιτείται για την αλλαγή ονόματος[84]».

Συνεπώς: α. η συνεδρίαση εξακολουθεί να είναι δημόσια, πλην, β. λαμβάνει χώρα σε γραφείο, στο οποίο γ. παράσχεται και η αυτοπρόσωπη δήλωση του αιτούντος, δ, η παράστασή του είναι, υποχρεωτικά, μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου και ε. δεν είναι αναγκαία η εξέταση μαρτύρων, για την ευδοκίμηση της αιτήσεως[85].

Η θέση αυτή εξασφαλίζει το ενιαίο συζήτησης και αυτοπρόσωπης δήλωσης του αιτούντος, προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, καθώς, και μείωσης των εξόδων της, καθιερώνοντας απλή και, συγχρόνως, γρήγορη διαδικασία, ενώ, στον αντίποδά της βρίσκεται η υποχρεωτική παράσταση του αιτούντος μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου, η οποία ξενίζει, εξ απόψεως παραδοσιακής ενότητας της πολιτικής δίκης.

 

ii. Συμπεράσματα

Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις, συνάγεται ότι επιχειρήματα αντλούνται, εκατέρωθεν, για τους τρόπους διεξαγωγής της δίκης του ν. 4491/2017. Και ναι μεν η έκδοση απόφασης του αρ. 782 ΚΠολΔ, με τις ειδικότερες προϋποθέσεις της, παραμένει, πλην όμως, η αυτοπρόσωπη δήλωση του αιτούντος για την μεταβολή του ληξιαρχικού γεγονότος του φύλου του, ευθέως επηρέασε την σχετική δίκη, δημιουργώντας διαδικαστικά προβλήματα, στα οποία ο Ειρηνοδίκης ακροβατεί στο μεταίχμιο ερμηνείας κανόνων Δικονομικού Δικαίου, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη, ότι ο καινοτόμος θεσμός της αυτοπρόσωπης δήλωσης, δεν έχει, εισέτι, νομολογιακά αντιμετωπιστεί. Για τον λόγο αυτό, και ενόψει του γεγονότος ότι η δίκη του ν. 4491/2017 απονεμήθηκε στα Ειρηνοδικεία, ως κατώτερα Δικαστήρια του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ορθότερη, μάλλον, μεθοδολογικά η γραμματική ερμηνεία της διάταξης του αρ. 4 παρ. 2 του ν. 4491/2017, κατά την οποία η αυτοπρόσωπη δήλωση μπορεί να δοθεί και σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα, χωρίς να μεταβάλεται η διαδικασία του αρ. 782 ΚΠολΔ, όπως, με το μέχρι πρότινος καθεστώς, διεξάγονταν.

 

7. Η έκδοση απόφασης και τα αποτελέσματά της

Με την τήρηση των ανωτέρω διαδικαστικών προϋποθέσεων, ο Ειρηνοδίκης, και εφόσον αποκτήσει πλήρη δικανική πεποίθηση[86] για την αλήθεια των ιστορούμενων πραγματικών περιστατικών, έχει «υπηρεσιακό καθήκον[87]» να απαντήσει στο αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, με την μορφή της επιδιωκόμενης διάπλασης, όπως, κυριαρχικά, οριοθέτηθηκε το αντικείμενο της αίτησης[88].

Εκδίδεται, δηλαδή απόφαση, που έχει χαρακτήρα διαπιστωτικού μέτρου[89] και περιορίζεται να βεβαιώσει το κρίσιμο γεγονός του φύλου του αιτούντος προσώπου. Ενόψει της διαπλαστικής της φύσης, δεν είναι δεκτική προσωρινής εκτελεστότητας. Η απόφαση, που δέχεται την αίτηση, εκλύει δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, καθόσον αφορά στο ληξιαρχικό γεγονός του φύλου, που εκτείνεται, κατ’ αρχήν, και σε κάθε τρίτο, και, μάλιστα, χωρίς την αναμονή τελεσιδικίας[90], κατ΄αρ. 763 ΚΠολΔ, η οποία περιορίζεται στη δέσμευση του ληξιάρχου να δεχτεί την πραγματική δια­πίστωση του φύλου, που περιέχεται στο διατακτικό της. Από επιτεύξεως τελεσιδικίας, όμως, και εντεύθεν, που επέρχεται με την επίδοση της αποφάσεως στον Εισαγγελέα, σε τυχόν μετέχοντα πρόσωπα, κατ΄αρ. 757 ΚΠολΔ, και με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας εφέσεως, κατ΄αρ. 518, 760 ΚΠολΔ, εκπέμπεται στο διηνεκές, και έναντι όλων[91], ότι έχει δημιουργηθεί νέα κατάσταση, που συνίσταται στο ουσιαστικό δικαίωμα του αιτούντος να διορθώσει το φύλο στην ληξιαρχική του πράξη, ενώ, δεδομένου ότι η δικαστική βεβαίωση δεν εκτείνεται στην εν γένει κατάσταση του αιτούντος, όπως απορρέει από την γέννηση, η απόφαση δε δημιουργεί δεδικασμένο για την αστική κατάστασή του. Συνεπώς, είναι πάντα δυνατή η αναγνωριστική αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία της αμφισβητούμενης διαδικασίας[92], ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατ΄αρ. 18 ΚΠολΔ.

Τέλος, στο ουσιαστικό δίκαιο η απόλαυση του δικαιώματος, που δικαστικά βεβαιώνεται, επέρχεται, κατ’ άρ. 15 ν. 344/1976, με τη διαγραφή του υπάρχοντος φύλου στην ληξιαρχική πράξη και με την εγγραφή του έτερου. Αφού αντικείμενο της δίκης είναι μόνο η δικαστική βεβαίωση του ληξιαρχικού γεγονότος, και όχι η έκδοση διαταγής προς το ληξίαρχο να συμμορφωθεί, είναι αδιάφορο αν η δικαστική βεβαίωση του φύλου θα χρησιμοποιηθεί στο ληξιαρχείο ή σε άλλη δημόσια αρχή, όπως, λ.χ. η δημοτική αρχή που τηρεί το δημοτολόγιο[93].

 

Επίλογος.

Ο δημόσιος διάλογος, που προηγήθηκε της δημοσιεύσεως, καταδεικνύει την «συναισθηματική φόρτιση» που συνόδευσε το ν. 4491/2017, ενώ, και την νομοπαρασκευαστική επιτροπή δεν φαίνεται να την απασχόλησαν, ιδιαίτερα, ζητήματα τα οποία έτυχαν καθολικού προβληματισμού, όπως η ηλικία του αιτούντος προσώπου κ.ο.κ.[94]. Είναι, όμως, γεγονός πως ο ν. 4491/2017 ήρθε να ρυθμίσει μια, σχετικά αρρύθμιστη, κατάσταση, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι, στο πρότερο ισχύος του καθεστώς, δεν υφίστατο περιορισμός στην ηλικία του αιτούντος προσώπου, στη δικαιοπρακτική του ικανότητα, ούτε καν η προϋπόθεση αγαμίας του. Υπό αυτή την έννοια, ο νόμος εκπέμπει διττή προστασία, αφενός προς το αιτούν πρόσωπο, το οποίο καλείται, έκτοτε, εντός προκαθορισμένου δικονομικού πλαισίου και αφετέρου προς το συμφέρον της ολότητας, για λογαριασμό της οποίας τέθηκαν και οι ελάχιστες νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του, ενώ, και η παράλειψη ακρωτηριασμού ή ορμονικής θεραπείας, που αποτελούν την κυριότερη διακήρυξη του νόμου, είχαν, ήδη, νομολογιακά αποσαφηνιστεί και προ της δημοσιεύσεώς του[95]. Συνεπώς, ο ν. 4491/2017 πρέπει να ερμηνευθεί ως πολιτειακή ολοκλήρωση του ουσιαστικού δικαιώματος των διεμφυλικών προσώπων να βεβαιώσουν το φύλο στην ληξιαρχική πράξη που, εφόρου ζωής, τους συνοδεύει και ουχί ως δικαίωμα που απολαύουν, το πρώτον, νομοθετικά. Έτσι, οι πλέον έμπειροι συνάδελφοι, με την νομολογιακή σοφία τους και την πρακτική οξυδέρκειά τους, θα συνεισφέρουν στον αυθορμητισμό των νεωτέρων, προκειμένου, αμφότεροι, απηλλαγμένοι από τις προσωπικές τους πεποιθήσεις και σύμφωνα με τον νόμο και την συνείδησή τους, να παράξουν λύσεις στα ζητήματα ορθής εφαρμογής του ν. 4491/2017, που, ακούσια, παραλείφθηκαν, ή και εσφαλμένα παρουσιάστηκαν, στην παρούσα εισήγηση.

 

Αθήνα, Δεκέμβριος 2017

Γεώργιος Β. Δελής

Ειρηνοδίκης Αθηνών, υπ. Δ.Ν.

[1] ΦΕΚ Α’ 152/13.10.2017

[2] Κατά τη χαρακτηριστική έκφραση Γαζή «Ο άνθρωπος χωρίς ελευθερία να τελεί το βίο του κατά το Δίκαιο παύει να είναι άνθρωπος», Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, τομ. Α΄- Β’, 1970 – 1974, σ. 84.

[3] «Η αντίληψη για τα δύο διακριτά και ασύμμετρα βιολογικά φύλα αποτελεί τέκνο του Διαφωτισμού και του ύστερου 18ου αιώνα. Για χιλιάδες χρόνια πριν ήταν καθολικά αποδεκτό ότι τα γυναικεία γεννητικά όργανα ήταν ίδια με τα ανδρικά, με τη διαφορά ότι, σε αντίθεση με τα τελευταία, βρίσκονταν στο εσωτερικό του σώματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει λαϊκό στιχούργημα «οι γυναίκες είναι άντρες γυρισμένοι ανάποδα». Οι άνθρωποι δηλαδή αντιλαμβάνονταν τον κόλπο ως εσωτερικό πέος, τα χείλη σαν ακροποσθία, τη μήτρα σαν όσχεο και τις ωοθήκες σαν όρχεις. Η αντίληψη αυτή υπογραμμίζεται και από τη γλώσσα. Επί δυο χιλιετίες δεν υπήρχε ιδιαίτερος όρος που να δηλώνει την ωοθήκη ή τον κόλπο, όργανα που από το 19ο αιώνα αναδεικνύονται σε συνεκδοχές της γυναίκας. Στο νοητικό αυτό σύμπαν η γενετήσια εμπειρία των ανθρώπων αντικατοπτρίζει τη μεταφυσική πραγματικότητα πάνω στην οποία εκείνοι πίστευαν ότι εδραιωνόταν η κοινωνική τάξη. Σύμφωνα με το μοντέλο του ενιαίου γενετήσιου φύλου άνδρες και γυναίκες διατάσσονται, ανάλογα με το βαθμό μεταφυσικής τελείωσής τους, σε μια ενιαία ιεραρχική κλίμακα στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το άρρεν. Με λίγα λόγια, στην προγενέστερη του Διαφωτισμού εποχή το γενετήσιο φύλο «εδραζόταν στερεότερα στις πολιτικές του κοινωνικού φύλου, δηλαδή στο πολιτισμικό σύστημα. Το να είναι κάποιος άνδρας ή γυναίκα σήμαινε να κατέχει μια ορισμένη κοινωνική βαθμίδα, μια θέση, να προσλαμβάνει έναν πολιτισμικό ρόλο και όχι να είναι οργανικά κάποιο από τα δυο ασύμμετρα γενετήσια φύλα». Μέσα στα διαφορετικά κείμενα, από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Γαληνό μέχρι τον Αγ. Αυγουστίνο και τον Αβικέννα, μπορούν αν ανιχνευθούν αντιλήψεις που συνθέτουν το νοητικό σύμπαν του ενιαίου γενετήσιου φύλου. Στην αρχαία ελληνική σκέψη, οι γυναίκες είναι αντεστραμμένοι και συνεπώς ατελέστεροι άνδρες». εγγ. Έφη Κάννερ, «Κατασκευάζοντας το φύλο, σώμα και κοινωνικό φύλο, από τους αρχαίους Έλληνες έως τον Φρόυντ», Ουτοπία – Επιθεώρηση Θεωρίας και Πολιτισμού, 61.169.

[4] η απόφαση αυτή ακολούθηθηκε και από έτερες αποφάσεις

[5] Baldassarre A. Liberta,1) Problemi generali, Estrato dal v. XIX della enciclopedia Giuridica, 1988, σ. 6.

[6] Εσφαλμένες, άδικες αποφάσεις ή και χρονοβόρες διαδικασίες.

[7] δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι η χαλάρωση της διαδικασίας, λαμβάνει χώρα, συνήθως, σε περιόδους τυραννίας. Κατά την ρήση του Rudolph von Jhering “Die Form ist die geschworene Feindein der Willkur, die Zwilligsschwester der Greiheit” (σε ελεύθερη μτφρση: Η τυπικότητα είναι η ορκισμένη εχθρός της αυθαιρεσίας, η δίδυμη αδελφή της ελευθερίας)

[8] πηγή: http://www.equaldex.com/

[9] Μαρόκο, Αλγερία, Λιβύη, Σουδάν, Αιθιοπία, Ερυθραία, Σομαλία, Ακτή Ελεφαντοστού Νιγηρία, Καμερούν, Κογκό, Ναμίμπια και Ζάμπια.

[10] Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν, Σρι Λάνκα, Ταυλάνδη, Μαλαισία, Φιλιππίνες και Βόρεια Κορέα

[11] Περού, Σουρινάμ, Παραγουάη

[12] Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία, Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία

[13] Σχετικοί Νόμοι υπάρχουν στην Πορτογαλία, στο Καντόνι της Ζυρίχης

[14] χαρακτηριστικότερη η περίπτωση της τραγουδίστριας Κιμ Πέτρας, η οποία προέβη σε αλλαγή φύλου – με τη συναίνεση φυσικών των γονιών της – σε ηλικία μόλις 12 ετών.

[15] Η περίπτωση ανηλικότητας του αιτούντος δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ, αλλά, μάλλον θα ήταν προδιαγεγραμμένη η τύχη της.

[16] λαμβάνει, δηλαδή, μοναδικό αριθμό κατάθεσης.

[17] ενδ. από τις πιο πρόσφατες ΕιρΡοδ 51/2015 ΤΝΠ Νόμος

[18] ΕισΕκθ ν. 4491/2017

                    [19] Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Το ζήτημα της χειρουργικής και άλλων ιατρικών επεμβάσεων και αγωγών ως προϋποθέσεων για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, ΧρΙΔ 2017.561, Λελέκης Α. Διόρθωση ληξιαρχικής πράξης γέννησης τρανς ατόμων, λόγω “αλλαγής φύλου”, χωρίς ιατρικά προαπαιτούμενα, με αφορμή την ΕιρΑθ 1572/2016, ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ 2017.32.

[20] γεγονός εννοιολογικά σημαίνει κάτι που έχει γίνει, που έχει πράγματι συμβεί στο παρελθόν και διακρίνονται από γεγονότα προς σύνταξη ληξιαρχικής πράξης, υπό νομική έννοια

[21] Διάγραμμα του εισηγητή σχεδίου Μιχελάκη, ΣχεδΠο/ΝΔ, VII σελ. 61. Σόντης στην ΕρμΑΚ 37 αριθ. 8.

[22] Η έννοια του «γεγονότος» που είναι δυνατόν να  βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση κατά τη διαδικασία της εκουσίας  δικαιοδοσίας δεν έχει καμία σχέση με τα «πραγματικά περιστατικά» που διερευνώνται κατά τη διαδικασία της  αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, αλλά αντίθετα τα γεγονότα αυτά υπό την  έννοια της 782 παρ. 1 ΚΠολΔ είναι συγκεκριμένα και ορισμένα και αφορούν  τόσο την προσωπική κατάσταση του φυσικού προσώπου (γέννηση, θάνατος, γάμος, βάπτιση κλπ.), όσο και την κατάρτιση δικαιοπραξιών προσωπικής κατάστασης (τέλεση γάμου, ονοματοδοσία), όχι όμως και την αντίστοιχη έννομη σχέση, γι’ αυτό και η απόφαση που βεβαιώνει την τέλεση γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο για την έννομη σχέση του γάμου (ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗΣ ό.π. στο άρθρο 782 αριθμ. 2 σελ. 502). Ζητείται δε η βεβαίωσή τους από το Δικαστήριο προκειμένου να συνταχθεί η οικεία ληξιαρχική πράξη για το λόγο ότι από  διάφορες αιτίες δεν είχε συνταχθεί και ο επιδιώκων τη σύνταξή της έχει προφανώς έννομο συμφέρον. Οποιοδήποτε άλλο γεγονός δεν είναι δυνατόν να  βεβαιωθεί με την ανωτέρω διαδικασία και με βάση την προαναφερομένη διάταξη αλλά αποτελεί πιθανόν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

[23] Μπρακατσούλας, σελ. 123, 124. Η αντίληψη ότι, σε περίπτωση ερμαφρόδιτου, διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης επιτρέπεται μόνον όταν από πλάνη είχε δηλωθεί ορισμένο φύλο ως επικρατέστερο, και όχι όταν μεταγενέστερα μεταβλήθηκε το φύλο (Δ. Μητσόπουλος – Β. Νικόπουλος – Β. Σίτης, ο.π. σελ. 28), δεν είναι πειστική. Και τούτο γιατί παραβλέπει ότι αντικείμενο της σχετικής δίκης δεν είναι η διόρθωση των σφαλμάτων της ληξιαρχικής πράξης, αλλά η δικαστική βεβαίωση ληξιαρχικών γεγονότων, δηλαδή γεγονότων, σχετικών με την αστική κατάσταση των προσώπων. Μόνον όταν ζητείται να διαγνωστούν με δύναμη δεδικασμέ­νου οι έννομες σχέσεις που απορρέουν από τα γεγονότα τούτα, τότε δεν πρόκειται για υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, αλλά για ιδιωτική διαφορά που θα πρέπει να εισαχθεί με την προσή­κουσα διαγνωστική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

[24] Προς τούτο και η σχετική επισημείωση την ληξιαρχική πράξη

[25] Τσάτσος Δ., Το πρόβλημα ερμηνείας του Δικαίου, 1978, σ. 122 επ.

[26] Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον, σ. 103 – 105, με παρατηρήσεις Κρητικού, ΕλλΔνη 1997.699 – 703

[27] εγγ. ΑιτΕκθ ν. 4491/2017

[28] Κατά την ΕισΕκθ «Αναγράφεται ρητά ότι προϋπόθεση για το νομικό επαναπροσδιορισμό του φύλου είναι η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα του ενδιαφερομένου, με εξαίρεση τους ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει συναίνεση των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα. Η άσκηση πολλών ατομικών δικαιωμάτων, εξαιτίας της σπουδαιότητάς τους, προϋποθέτει ένα «ελάχιστο» πνευματικής ωριμότητας του ατόμου. Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης σε πολλές περιπτώσεις ορίζει, μεταξύ άλλων, ένα κατώτατο ηλικιακό όριο, προκειμένου να επιτρέψει την άσκησή τους. Εν προκειμένω, ως όριο τίθεται το 17ο έτος της ηλικίας του ενδιαφερόμενου, το οποίο ταυτίζεται με αυτό του δικαιώματος του εκλέγειν. Η ανωτέρω προϋπόθεση, τίθεται προεχόντως για την προστασία του ανήλικου προσώπου με κριτήριο το βέλτιστο συμφέρον του.

 

[29] Κοσμίδης, Η εκδίκαση των υποθέσεων Οικογενειακού Δικαίου μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, Αρμ. 52.1037 επ.

[30] http://www.protagon.gr/themata/nomiki-anagnwrisi-tis-taftotitas-fylou-44341491952

[31] Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Μεγάλη Βρετανία δεν αναφέρεται το φύλο των γονέων τέκνου, στη δε ληξιαρχική πράξη γέννησής του αναφέρονται αυτοί, ως ΓΟΝΕΑΣ Α και ΓΟΝΕΑΣ Β.

[32] Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, παρ. 67, σ. 148

[33] Μητσόπουλος, Η έννοια της εκούσιας δικαιοδοσίας, ΝΔ 1971.33 επ.

[34] ΤΝΠ Νόμος

[35] εγγ. Βασίλης Σωτηρόποιυλος, σχόλιο στη δημόσα διαβούλευση του ν. 4491/2017, διαθ. εδώ: http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=8074

[36] ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015

[37] Φραγκίστας Χ. Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, Γενικό μέρος, σ. 28 -30.

[38] Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 782, αρ. 10, σ. 1544.

[39] mutatis mutandis για όσα ισχύουν στην αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, 2000, άρθρο 625, αρ. 4, μ.π.π.

[40] κατά τόπο, συνήθως, στη δικαστηριακή πρακτική

[41] και στο τμήμα της Εκουσίας Δικαιοδοσίας, εφόσον τηρείται τέτοιο

[42] ότι πρόκειται για αίτηση

[43] η υποχρέωση για αναγραφή ΑΦΜ θεσμοθετήθηκε το πρώτον με τον ν. 4335/2015 και δέχθηκε σφοδρή κριτική. Ήδη, όμως, τα δικαστήρια, με σχετικά αποσπασματική αντίθετη νομολογία, κατέληξαν ότι η μη αναγραφή του δεν άγει σε ακυρότητα τη διαδικαστική πράξη καταθέσεως της αιτήσεως (ΠΠρΛαμ 1/2016 ΤΝΠ Νόμος)

[44] Η κατάθεση της αίτησης από πληρεξούσιο Δικηγόρο, είναι πλέον υποχρεωτική στις υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά τα αρ. 94, ως τροποποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 ν. 4335/2015, 741 ΚΠολΔ.

[45] Η μη συνυποβολή του, κατά την ορθότερη άποψη, δεν άγει τη διαδικαστική πράξη της αιτήσεως σε απαράδεκτο, ειμή μόνο απειλεί διοικητικές κυρώσεις για το Δικηγόρο. Για τον λόγο αυτό, η Γραμματεία του Ειρηνοδικείου υποχρεούται να στείλει σχετική αναφορά στον αρμόδιο Δικηγορικό Σύλλογο.

[46] Ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α’ 208/27.9.2013)

[47] λαμβάνει, δηλαδή, μοναδικό αριθμό κατάθεσης.

[48] όπως λ.χ. οι γονείς του αιτούντος

[49] ως προάγγελος δεδικασμένου

[50] Αρβανιτάκης σε ό.π., Εισαγ. 739 – 866, αρ. 11, σ. 1459

[51] Μητσόπουλος, Μελέται γενικής θεωρίας του Δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου, 1983, 597 – 660.

[52] Μπέης, Ερμηνεία, Εκουσία Δικαιοδοσία, υπό άρθρο 782

[53] Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 781, αρ. 5, σ. 1541

[54] Κατά το αρ. 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 ν. 4335/2015

[55] ΑΠ 871/2003 ΕλΔνη 44.1624, ΑΠ 954/1997 ΕλΔνη 40.339, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27.1427, ΕφΛαρ 609/2002 Δικογρ 2003.84, ΕφΑθ 8107/2001 ΕλΔνη 44.225, ΕφΑθ 3895/1998 ΑρχΝ 1999.427, Μπέης: ΠολΔικ. Άρθρο 68 σελ. 360 μ.π.π.

[56] Επι ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως και στην προθεσμία του αρ. 748 ΚΠολΔ.

[57] Αρβανιτάκης σε ό.π., αρθρο 742, αρ. 3, σ. 1476

[58] ΕφΑθ 7159/1986 ΕλλΔνη 1987.675

[59] Η διάταξη γνώρισε μεγάλες αντιδράσεις, καίτοι δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την νομοπαρασκευαστική επιτροπή

[60] υπό το αρ. 216 ΚΠολΔ, Μακρίδου Κ. Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 1998, σ. 16 επ., Καλαβρός Κ. , Το αντικείμενο της πολιτικής δίκης I , σελ 127 επ., Νίκας Ν. , Πολιτική Δικονομία  I, σ.  427.

[61] Ράμμος, ΣχπΠολΔ VII 15)

[62] Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, 2000, Εισαγ. 739 – 866, αρ. 11, σ. 1459

[63] Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, Σάκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 137, ο ίδιος, περί την συνταγματικότητα αντίστοιχων διατάξεων, Αρμ.2004.332.

[64] Μακρίδου Κ., Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 1998,  σ. 210 -222

[65] πάγια νμλγια, ενδ. ΑΠ 1510/1992 ΕλλΔνη 1994.368, ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 1991.235

[66] Νίκας, ό.π., σ. 150

[67] ΑΠ 1065/2003 ΕλλΔνη 2004.84.

[68] Μακρίδου, ό.π., σ. 282

[69] κατ΄αρ. 10 ΚΠολΔ, Καμπουράκης, Ζητήματα τινά εκ του αμεταβλήτου της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητος, ΠολΔ 45.221

[70] ΕφΛαρ 214/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 371/1997 ΕλΔνη 38.1601, ΕφετΑθ 4851/1992 ΕΣυγκΔ 1994.214

[71]Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σ. 125

[72] τα οποίο αποτελεί στοιχείο του αιτιολογικού

[73] ΜΠρΗρακλ 362/1970 Δ 2,292

[74] Κατά μία εκδοχή (Σταυρόπουλος, 2η εκδ. 782 § 2 ε σελ. 919) απλώς δεν απαιτείται να διατάσσεται ο ληξίαρχος να προχωρήσει στη σύνταξη ή διόρθωση της οικείας ληξιαρχικής πράξης. Όμως η εκδοχή αυτή, στην έκταση που αφήνει να νοηθεί ότι δεν βλάπτει τίποτε και να περιέχεται στο διατακτικό της απόφαση διαταγή προς το ληξίαρχο να συμμορφωθεί, παραβλέπει ότι έτσι θα εκδιδόταν δεσμευτική για το ληξίαρχο δικαστική επιταγή, δίχως να του έχει δοθεί προηγουμένως η δυνατότητα να ακουστεί, κάτι που θα ήταν αντίθετο με το άρθρο 20 § 1 Σ.

[75] Μπέης, ό.π.

[76] εγγ. Παρασκευόπουλος, Αυτεπάγγελτος ενέργεια του δικαστηρίου κατά τον ΚΠολΔ, ΝοΒ 1970.882 επ.

[77]Ψαρουδάκη Μ., Η μερικής αγωγή, Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών, 2001.428

[78] Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, 2000, άρθρο 744, αρ. 1, σ. 1479.

[79] Ράμμος, Εγχερίδιον Δικονομικού Δικαίου, σ. 1964

[80] Με την τροποποίηση του ν. 4335/2015 η συμμετοχή τρίτων στην τριτανακοπή παρέχεται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, κατόπιν τηρήσεως προδικασίας

[81] εγγ. Γιαννούλης, Η ανάκλησις ή μεταρρύθμισης οριστικής απόφασης, εκδοθείσης κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, Δ 1976.516 – 522.

[82] Η δήλωση του αιτούντος ότι επιθυμεί τη διαγραφή του φύλου του και τη βεβαίωση του έτερου φύλου στην ληξιαρχική του πράξη, συνιστά διφυής πράξη δικονομικού και δικαιοπρακτικού χαρακτήρα. Ενόψει του τελευταίου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η προσβολή της δήλωσης για ελαττώματα της βούλησης, κατ΄αρ. 140 επ. ΑΚ, για τα οποία, όμως, δεν θα γίνει λόγος.

[83] Φουντεδάκη Κ, Σάκκουλας, Υιοθεσία – Προϋποθέσεις προσβολής, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 174 επ.

[84] ΑιτΕκθ ν. 4491/2017

[85] Η εύρεση των οποίων στις υποθέσεις προσωπικής κατάστασης είναι δυσχερής, όπως προκύπτει και από πλείστα σχόλια διεμφυλικών προσώπων, κατά τη δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε του νόμου.

[86] Η οποία ισχύει και στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ως μέτρο απόδειξης

[87] Μπεής Κ., Παρατηρήσεις στην ΜΠΠειρ 30/1996, Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου, σ. 542, Δ. 28.1257, Ψαρουδάκη Μ., Η μερική αγωγή, Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών, 2001.428.

[88] Κονδύλης, ό.π., σ. 189.

[89] Σόντης στην ΕρμΑΚ 37 αριθ. 31

[90] υπό το προϊσχύσαν του ν. 344/1976 καθεστώτος, απαιτούνταν αμετάκλητη απόφαση

[91] και το δικαστή, δηλαδή, μεταγενέστερης αιτήσεως

[92] ΜΠρΗρακλ 362/1970 Δ 2,292 με σύμφωνο ενημ. σημ. Κ. Μπέη. ΜΠρΜυτ 237/1982 ΑρχΝ 34,184

[93] Μπέης, ό.π.

[94] https://www.youtube.com/watch?v=jPzWDFs3Sdw

[95] Αξίζει να σημειωθεί πως και η Επιτροπή Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, κάνει λόγο για επαρκές πλαίσιο προ του ν. 4491/2017, διαθ. https://www.imml.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1856:ep-vioithikis-2&catid=151:arthra&Itemid=123 ..

Λ.Τσόγκας: Η κατάσχεση στην ποινική προδικασία, νέες ρυθμίσεις στον ΚΠΔ και η εφαρμογή τους σήμερα

Η κατάσχεση στην ποινική προδικασία, νέες ρυθμίσεις στον ΚΠΔ και η εφαρμογή τους σήμερα

 

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

 

Η κατάσχεση αποτελεί δικονομική ενέργεια, που σχετίζεται με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας κατά τη συλλογή των αποδείξεων στην ποινική δίκη. Έτσι ως τέτοια ενέργεια εντάσσεται στο πλέγμα εκείνων των δικονομικών ενεργειών, που πρέπει να λάβουν χώρα κατά το άρθρο 251 ΚΠΔ. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

Άρθρο 251 – Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση –

Αρχή της αναλογικότητας.

1. Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι, στους οποίους έχουν ανατεθεί ανακριτικές πράξεις κατά το άρθρο 249 παρ. 2, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος.

2. Κατά τη διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης ο ανακριτής και ο ανακριτικός υπάλληλος οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος).

Τα σημεία, που πρέπει να αναλυθούν, είναι τα εξής:

1ον. Δεν νοείται κατάσχεση πράγματος ακόμη και αν τούτο συνδέεται με την αξιόποινη πράξη, αν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (π.χ. ο εξαρτημένος αναζητά ως χώρο κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ουσιών ένα όχημα για να εξασφαλίσει την ημερήσια δόση του. Το όχημα δεν μπορεί να κατασχεθεί λόγω της δυσαναλογίας μεταξύ της αξίας του θιγόμενου αγαθού, που αυτό αντανακλά και της σχέσης του με την ερευνώμενη πράξη). Η στάθμιση λοιπόν της αξίας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού κατά την κατάσχεση του πράγματος με την συμβολή, που το πράγμα έχει στην απαξία της πράξης, καθορίζει την ανάγκη τυχόν κατάσχεσής του.

2ον. Η κατάσχεση πράγματος αποτελεί δικονομική ενέργεια, που αποσκοπεί στη συλλογή αποδείξεων για την ταυτότητα του δράστη, για την ανακάλυψη και την εξιχνίαση του εγκλήματος.

3ον. Αφού η κατάσχεση αποσκοπεί στη συλλογή αποδείξεων για την ταυτότητα του δράστη και την τέλεση του εγκλήματος, τούτο σχετίζεται και με τις προϋποθέσεις της άρσης της κατάσχεσης. Ειδικότερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 268§3 ΚΠΔ η άρση της μπορεί να διαταχθεί όταν πια δεν πιθανολογείται κίνδυνος να προκληθούν δυσχέρειες από αυτή στην εξακρίβωση της αλήθειας. Μάλιστα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ευχέρειας του αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου να κρίνει απορριπτέα την αίτηση άρσης της κατάσχεσης με το σκεπτικό ότι το κατασχεθέν πράγμα είναι δημευτέο κατά τα διαλαμβανόμενα στον Ποινικό Κώδικα. Ακόμη αυτή η προσέγγιση αφορά και το ζήτημα της αλλαγής φύλακα των πραγμάτων, που τελούν υπό κατάσχεση. Με βάση την ανωτέρω νομοθετική πρόβλεψη δεν μπορεί πια να υποστηριχθεί η θέση ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, ο Ανακριτής ή ο Εισαγγελέας αποφαίνονται παρεμπιπτόντως για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων μόνο όταν αυτά σχετίζονται με την ανακάλυψη της αλήθειας και όχι όταν αποτελούν αντικείμενα, που υπόκεινται σε δήμευση, γιατί έτσι υποκαθίσταται η κρίση του Δικαστηρίου. Τούτο συμβαίνει λόγω της αναπληρωματικής δήμευσης, που έχει εισαχθεί στο ποινικό δίκαιο. Ειδικότερα κατά την §3 του άρθρου 68 ΠΚ αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος, το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης, μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους. Αν τα παραπάνω αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναμειχθεί με περιουσία, που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων. Περαιτέρω κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου αν το πράγματα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη.

4ον. Γίνεται αντιληπτό από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι στην περίπτωση που το κατασχεθέν πράγμα είναι το μέσο τέλεσης του εγκλήματος και μάλιστα το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, που ταυτοποιεί τον κατηγορούμενο με το έγκλημα ή φανερώνει συγκεκριμένη ιδιότητά του στην τέλεση του εγκλήματος (που μόνο αν την είχε μπορεί να θεωρηθεί φυσικό υποκείμενο τέλεσής της), τότε η διατήρησή του στο δικονομικό καθεστώς της κατάσχεσης αποτελεί αναγκαιότητα για την εξακρίβωση της αλήθειας. Διαφορετικά δεν θα είναι δυνατό να γίνει η επαλήθευση της σχέσης του δράστη με την ερευνώμενη πράξη στον τόπο και χρόνο, που αυτή του αποδίδεται, δίχως το Δικαστήριο να έχει στη διαθεσή του το βασικό αποδεικτικό στοιχείο, που είναι το μέσο τέλεσής της. Τούτο μάλιστα καθίσταται ακόμη σαφέστερο στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη ή όταν υπάρχουν συμμέτοχοι, που δεν έχουν ταυτοποιηθεί. Επομένως με βάση τα προαναφερθέντα αν ο δράστης ομολογεί την πράξη και δεν υπάρχουν συμμέτοχοι, που την αρνούνται ή είναι άγνωστοι και έτσι το κατασχεθέν πράγμα  δεν σχετίζεται με την ταυτοποίηση του δράστη, όπως επίσης όταν δεν  υπάρχουν αποδεικτικά κενά στη δικογραφία, έτσι  που η απόδειξη της τέλεσης της πράξης να μπορεί να επιτευχθεί από τη διατήρηση του κατασχεθέντος πράγματος στην εξουσία της πολιτείας, τούτο δεν μπορεί να τελεί  πια υπό κατάσχεση.

5ον. Ειδικά ως προς το ζήτημα της αλλαγής φύλακα των πραγμάτων, που έχουν κατασχεθεί, σημειώνεται ότι το πρόσωπο του νέου φύλακα, που τελικά να αναλάβει τη φύλαξη των πραγμάτων σε αντικατάσταση του αρχικά ορισθέντος, πρέπει να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά φερεγγυότητας για τη φύλαξή τους και την παράδοσή τους στις δικαστικές αρχές μόλις τούτο ζητηθεί. Κατά συνέπεια δεν νοείται χρήση του πράγματος, παρά μόνο αξιόπιστη φύλαξή του, ενώ προς τούτο μπορεί να ζητηθεί η καταβολή εγγύησης.

6ον. Επειδή κατά το άρθρο 586 εδ.θ’ ΚΠΔ ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που αναφέρεται σε θέματα, που αυτός ρυθμίζει, προκύπτει ότι όπου σε άλλο νόμο (π.χ. άρθρο 177 Ε.Τ.Κ) προβλέπεται η υποχρεωτική φύλαξη των πραγμάτων από κρατικές υπηρεσίες χωρίς να υφίσταται δικονομικά η  δυνατότητα ιδιώτης να ζητήσει την αλλαγή του φύλακα των κατασχεθέντων πραγμάτων, τούτο πια δεν ισχύει. Έτσι εφασμοστέες είναι αποκλειστικά οι διατάξεις των άρθρων 268, 269 ΚΠΔ.

7ον. Για τα πράγματα, τα οποία υπόκεινται σε φθορά ή η κατοχή τους απαγορεύεται, ή προκαλούν κίνδυνο στη δημόσια υγεία είναι υποχρεωτική η πώληση ή καταστροφή τους κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 269§2 ΚΠΔ.

8ον. Κατάσχεση νοείται κατά την §1 άρθρου 266 ΚΠΔ και μετά την κύρια ανάκριση διαρκούσης της δίκης με απόφαση του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή η σχετική διάταξη της απόφασης του Δικαστηρίου εκτελείται με παραγγελία του Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, που έλαβε τη σχετική απόφαση μέσω των προανακριτικών οργάνων. Προς τούτο είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται από το Δικαστήριο ποιοι είναι οι προανακριτικοί υπάλληλοι, που εντέλλονται για την κατάσχεση. Ακόμη κατά  την §2 του ανωτέρω άρθρου νοείται κατάσχεση πράγματος και μετά την έκδοση αμετάκλητης (καταδικαστικής) απόφασης ακόμη και αν εκτίθηκε η ποινή ή επήλθε η απόσβεσή της. Αρμόδιο όργανο για να λάβει τη σχετική απόφαση είναι ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου (Πλημμελειοδικείου ή Εφετείου) της αμετάκλητης απόφασης, ενώ την τελική απόφαση για την τύχη των κατασχεθέντων θα λάβει το Δικαστήριο της αμετάκλητης απόφασης, στο οποίο θα εισαχθεί το ζήτημα αυτό. Στην περίπτωση αυτή γίνεται αντιληπτό ότι ο Εισαγγελέας θα αποφασίσει για την κατάσχεση πράγματος και το σχετικό ζήτημα, που θα κριθεί τελικά από το Δικαστήριο, εφόσον το πράγμα είναι δημευτέο κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 68, 76 ΠΚ. Ακόμη άλλη περίπτωση που μετά από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση μπορεί να δικαιολογήσει την κατάσχεση πράγματος, είναι, όταν τούτο θεωρείται αναγκαίο για την επανάληψη της διαδικασίας.

9ον. Εκτός από την κατάσχεση πραγμάτων νοείται πια κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 265 ΚΠΔ και κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων, αρκεί τούτα να είναι αποθηκευμένα σε υπολογιστή ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης. Η υλοποίηση της εν λόγω κατάσχεσης περιγράφεται στην §2 του εν λόγω άρθρου, κατά την οποία η κατάσχεση πραγματοποιείται αποκλειστικά με τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού, που επιτρέπει σε εκείνον, που τη διεξάγει: α) Την αφαίρεση και την κατάσχεση του υλικού φορέα των υπό στοιχείων α-γ της §1, στο οποίο βρίσκονται αποθηκευμένα τα δεδομένα και/ή β) την αντιγραφή και την αφαίρεση των αποθηκευμένων ψηφιακών δεδομένων των υπό στοιχείων α-γ της §1 σε μέσο αποθήκευσης δεδομένων και γ) την αναπαραγωγή και την επαλήθευση της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας των κατασχεθέντων δεδομένων. Ωστόσο τα ψηφιακά δεδομένα, που είναι αποθηκευμένα και προσβάσιμα μέσω συστήματος και υπηρεσιών νεφοϋπολογιστικής (cloudservices), δεν θεωρούνται αποθηκευμένα σε απομακρυσμένο σύστημα υπολογιστή ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή. Για την έρευνα των αποθηκευμένων αρχείων σε σύστημα νεφοϋπολογιστικής θα πρέπει να έχει τηρηθεί η διαδικασία της προηγούμενης δικαστικής άρσης απορρήτου κατά τις διατάξεις του Ν. 2225/1994. Αφού κατασχεθούν τα ψηφιακά δεδομένα, ακολουθεί η διερεύνησή τους. Έτσι εφόσον δεν είναι τεχνικά δυνατή από την διενεργήσασα την κατάσχεση αστυνομική αρχή η διαπίστωση της αυθεντικότητας και ακεραιότητας των δεδομένων και προφανώς η ανάλυσή τους, τούτο μπορεί να γίνει από τις εξειδικευμένες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. Έτσι ακολουθεί το πόρισμα των αστυνομικών αρχών για τις διαπιστώσεις κατά την εξέταση των ψηφιακών δεδομένων. Είναι όμως αναγκαίο να ακολουθούνται οι αναγνωρισμένοι κανόνες της ψηφιακής εγκληματολογίας, ώστε η ανάλυση των ψηφιακών δεδομένων να είναι ακριβής γιατί έτσι θα είναι αξιόπιστες και οι αποδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου. Για την ακρίβεια των αποδείξεων, τη δυνατότητα αμφισβήτησής τους από τον κατηγορούμενο, την ανάγκη υποστήριξής τους από επιπλέον αποδείξεις όταν οι καθοριστικής αξίας αποδείξεις δεν είναι ισχυρές σχετικές είναι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Bykov κατά Ρωσίας, Jalloh κατά Γερμανίας και Gäfgen κατά Γερμανίας, ενώ για την κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων σχετική είναι η  απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Kırdök κ.α. κατά Τουρκίας.

 

10ον. Η διάταξη του άρθρου 248 παρ. 2 ΚΠΔ  είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση, που κατά την κύρια ανάκριση διαπιστωθεί η ανάγκη επανάληψης της κατάσχεσης με σύνταξη νέας έκθεσης προς τούτο. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής:

Ο ανακριτής δικαιούται να επαναλάβει τις ανακριτικές πράξεις του εισαγγελέα ή των υπ’ αυτόν ανακριτικών υπαλλήλων μόνο αν θεωρεί ότι αυτό είναι αναγκαίο για τη νομιμότητά τους ή την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης. Επίσης προς τον σκοπό αυτό δικαιούται να διενεργήσει νέες ανακριτικές πράξεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας ή κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 274.

 

11ον. Είναι πια αναγκαίο να υπάρχουν στα κτίρια των Δικαστηρίων ειδικοί χώροι τοποθέτησης των αντιγράφων των μέσων με τα ψηφιακά δεδομένα, που κατάσχονται. Προφανώς τούτη η ανάγκη συνοδεύεται και με τη δημιουργία αρχείου καταχώρησης των εν λόγω αντιγράφων. Η σχετική ανάγκη πηγάζει από την §4 του άρθρου 265 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία τα ψηφιακά δεδομένα, που κατάσχονται, διατηρούνται αποθηκευμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας σε ένα και μόνο υλικό μέσο αποθήκευσης, που περιέχεται στη δικογραφία. Ασφαλές αντίγραφο αυτού ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα ανάκτησης των δεδομένων, που έχουν κατασχεθεί, σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής, σχηματίζεται κατά την κατάσχεσή τους και διατηρείται στο γραφείο πειστηρίων του πρωτοδικείου, στο οποίο υποβάλλεται η δικογραφία και το οποίο παρέχει τις κατάλληλες εγγυήσεις φυσικής ασφάλειας και πρόσβασης σε εκείνους μόνο, που ασκούν καθήκοντα στην υπόθεση. Η παρούσα ισχύει αναλόγως και στα ψηφιακά δεδομένα, που αφορούν στα δεδομένα επικοινωνίας, που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Επομενως κάθε προανακριτική αρχή μετά την κατάσχεση πρέπει να αποστείλει στο κατά τόπον αρμόδιο Πρωτοδικείο (όπως τούτο καθορίζεται από το άρθρο 122 ΚΠΔ) το αντίγραφο υλικού φορέα με τα ψηφιακά δεδομένα, που αφορά η κατάσχεση και ακολούθως τούτο, αφού (προφανώς) καταχωρηθεί στο οικείο αρχείο, να διατηρηθεί στον κατάλληλο χώρο πειστηρίων, που θα έχει προς τούτο διαμορφωθεί.

 

12ον. Η δημιουργία αντιγράφων από κατασχεθέντα ψηφιακά μέσα, πρέπει να σχετίζεται μόνο με τη δικογραφία, που έχει σχηματιστεί, δηλαδή πρέπει να αφορά τις ερευνώμενες της συγκεκριμένης δικογραφίας πράξεις. Για τη δημιουργία αντιγράφων από τα πιο πάνω ψηφιακά δεδομένα, προκειμένου να αξιοποιηθούν τούτα σε άλλη δικογραφία, απαιτείται (ανάλογα με το δικονομικό στάδιο της υπόθεσης) απόφαση του Εισαγγελέα, του Ανακριτή, του Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου, όπου τα ψηφιακά δεδομένου βρίσκονται σε  εκκρεμότητα.

Κ.Κουτσογεώργος, Μοναξιά και ελευθερία

Μοναξιά και ελευθερία

 

Κωνσταντίνος Κουτσογεώργος

Εφέτης

 

Αν επιχειρούσαμε να αναζητήσουμε την  ακριβέστερη και πληρέστερη περιγραφή του ιδεώδους μιας απόλυτης, καθολικής ελευθερίας ίσως θα ήταν αδύνατο να μην καταλήξουμε να χρησιμοποιήσουμε την φράση «δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος» που βρίσκεται χαραγμένη στον τάφο του Ν. Καζαντζάκη στα ενετικά τείχη στον προμαχώνα Μαρτινέγκο που είναι το υψηλότερο σημείο του Ηρακλείου Κρήτης. Μέσα από τη φράση αυτή, η οποία ήταν  επιθυμία του δημιουργού της να χαραχθεί στον τάφο του, αναδύεται  μια ύπαρξη απολύτως απαλλαγμένη από οποιονδήποτε θετικό ή αρνητικό καταναγκασμό προερχόμενο  είτε από τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που συνδέονται με την  συνεχή επιδίωξη στόχων, η οποία  παρακινείται από την ελπίδα ότι θα  επιτευχθούν είτε από τους κάθε είδους περιορισμούς στους οποίους υποβάλλεται  ο άνθρωπος που φοβάται. Ποιος θα μπορούσε  να αρνηθεί  ότι η θεωρητική σύλληψη   μιας ύπαρξης σαν αυτή η οποία δεν περιορίζεται ούτε δεσμεύεται από οτιδήποτε είναι μια απολύτως ελεύθερη ύπαρξη, αφού είναι απαλλαγμένη από κάθε είδους καταναγκασμό; Το ίδιο βέβαιοι όμως θα ήμασταν ότι μια παρόμοια  ύπαρξη θα ήταν αδύνατον να  απαλλαχθεί  από όλους τους  στοιχειώδεις αυτούς καταναγκασμούς και περιορισμούς που ταυτίζονται με την ζωή μας χωρίς παράλληλα  να απαρνηθεί  κάθε ανθρώπινη σχέση και επικοινωνία, χωρίς να αναζητήσει την απόλυτη μοναξιά. Εύκολα  κατανοούμε γιατί  ο Ν Καζαντζάκης επέλεξε να σημαδέψει με την φράση του αυτή τον θάνατο  ταυτίζοντας την μοναξιά  του ανθρώπου που ως φυσική  ύπαρξη  έχει αποσυρθεί από τον κόσμο με την απόλυτη, αλλά απολύτως αδύνατη ελευθερία.

Μια άλλη όμως περισσότερο ορθολογική και λιγότερο ακραία ερμηνεία της ίδιας φράσης μας παραπέμπει στον πυρήνα της πνευματικής ελευθερίας    που αποτελεί το θεμέλιο κάθε άλλη μορφής  ελευθερίας. Με την έννοια   αυτή η συγκεκριμένη φράση υπογραμμίζει  την ανάγκη να απαλλάξουμε τον εαυτό μας  από κάθε προκατάληψη που κατευθύνει την κρίση  και από οποιονδήποτε  φόβο που περιορίζει το πνεύμα απορρίπτοντας  κάθε  εσωτερική ή εξωτερική επίδραση  που  αποκλείει την ελεύθερη σκέψη και έκφραση.    Η κατάκτηση της ελευθερίας σε αυτή την μορφή της αποτελεί ένα ιστορικό επίτευγμα, το οποίο  θεωρείται δεδομένο  στην εποχή μας. Όμως προηγήθηκαν περίοδοι της ιστορίας του ανθρώπου που η ελευθερία αυτή ήταν απλώς ένα απαγορευμένο ιδανικό. Η ελεύθερη σκέψη είναι αδύνατη χωρίς ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών. Για να επιτευχθεί όμως αυτή η μορφή ελευθερίας προϋποτίθεται ότι έχει διαμορφωθεί, υφίσταται και λειτουργεί  μια οργανωμένη κοινωνία στην οποία  βρίσκονται ενταγμένοι  οι άνθρωποι ατομικά. Μέσα από την αλληλεπίδραση  που ασκεί η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων  μεταβιβάζονται κάθε είδους πληροφορίες, ιδέες  σκέψεις, αντιλήψεις εκτιμήσεις, κρίσεις που τροφοδοτούν  την σκέψη ώστε στην συνέχεια να παραχθούν νέες. Επομένως δεν υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος χώρος  εκτός των διανθρώπινων σχέσεων που αναπτύσσονται σύμφωνα με τους κανόνες της οργανωμένης κοινωνίας, ο οποίος θα  επέτρεπε στον άνθρωπο να αναπτύξει ελεύθερα και να εκφράσει την  σκέψη του.

Αν ανατρέξουμε στις  εποχές όπου  η απελευθέρωση  του ανθρώπου  ήταν  αδιανόητη χωρίς την κατάκτηση της ίδιας  ελευθερίας  για όλους  καταλήγουμε να θεωρήσουμε ακατάληπτη  την αντίληψη που θεωρεί το ιδεατό απομονωμένο  μοναχικό άτομο ως πρότυπο ελευθερίας. Με αυτήν την έννοια κατά την περίοδο των  αγώνων  των Ελλήνων για την εθνική τους απελευθέρωση από την Οθωμανική κυριαρχία η ελευθερία του καθενός ταυτιζόταν με αυτή των υπολοίπων. Κανείς από τους αγωνιζόμενους δεν ήταν δυνατόν να υιοθετήσει τη σκέψη ότι για να κατακτηθεί  και να διαφυλαχθεί η ελευθερία  του χρειαζόταν καθένας να απομονωθεί από όλους τους υπόλοιπους, διότι όπως γνώριζαν όλοι,  μια τέτοια επιλογή θα σήμαινε τον φυσικό αφανισμό του συνόλου. Αλλά και κατά την περίοδο την αρχαίας Αθήνας της εποχής του Περικλή η υψηλότερη εκδήλωση της ελευθερίας  του πολίτη ήταν  η συμμετοχή  του στην συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου.

Η έννοια της ατομικής ελευθερίας εμφανίστηκε  ως αντίδραση στους  περιορισμούς και καταναγκασμούς που  αυθαίρετα χωρίς κανόνες σύμφωνα με την επιθυμία του μονάρχη επιβάλλονταν στους υποτελείς του. Η αντίδραση αυτή εκδηλώθηκε στο χώρο  του πνεύματος από κορυφαίους στοχαστές και φιλοσόφους κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, των οποίων η σκέψη κατέληξε στην διαμόρφωση της έννοιας των ατομικών δικαιωμάτων που  προστατεύουν την ζωή, την υγεία, την τιμή και την περιουσία  κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου από τις παραβιάσεις που μέχρι την εποχή εκείνη ήταν ανεξέλεγκτες. Με τον τρόπο αυτό το άτομο αναδείχθηκε ως μια διακριτή μονάδα  που χρειαζόταν την προστασία των δικαιωμάτων  του, ώστε να μην υποβάλλεται σε αυθαίρετους καταναγκασμούς  από τους άλλους. Η διάκριση αυτή μεταξύ των ατόμων και η προστασία  των δικαιωμάτων τους αποτελεί αυτονόητο αλλά και αναγκαίο όρο της οργάνωσης κάθε σύγχρονης κοινωνίας, διότι  επιτρέπει την ειρηνική επίλυση διαφορών  οι οποίες σε προηγούμενες εποχές προκαλούσαν βίαιες συγκρούσεις που εξελίσσονταν  σε  αιματηρές  αναμετρήσεις. Παράλληλα η ατομική ελευθερία  αναδείχθηκε  ως έννοια σχετική και οριοθετημένη η οποία  είναι εξίσου απαραβίαστη για τον καθένα που επιβάλλεται να την ασκεί χωρίς να καταργεί την ελευθερία των υπολοίπων. Με τον τρόπο αυτό οριοθετήθηκε και η αμφίδρομη  σχέση  μεταξύ της ατομικής ελευθερίας  και της ευθύνης που την συνοδεύει ώστε να διασφαλίζεται το ίδιο μέτρο ελευθερίας για όλους .

Η σύλληψή του ατόμου  ως ελεύθερης διακριτής μονάδας αναγκαστικά  περιέχει μεταξύ άλλων και την αποδοχή της  μοναχικότητας  ως όρο και  εκδήλωση της απαραβίαστης ελευθερίας του. Δεν θα υπήρχε αλλιώς κανένας τρόπος να αναγνωρίσουμε ότι κάθε  άτομο είναι ελεύθερο να αποφασίζει  εάν, πότε,  πώς και με ποιον θα ανταλλάξει τους συλλογισμούς του ή θα αναπτύξει μια οποιαδήποτε είδους ανθρώπινη  σχέση χωρίς παράλληλα  να αποδεχόμαστε ως θεωρητικά τουλάχιστον  αυτονόητη την πιθανότητα  να επιλέξει για οποιονδήποτε  λόγο να απομονωθεί  εντελώς και διαρκώς από την κοινωνία  σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο. Επιπλέον  συχνά η μοναξιά η οποία  προκαλείται από την δημιουργική ανάγκη του ανθρώπου που επιδιώκει να παραμείνει απερίσπαστος,  ώστε να  ολοκληρώσει  ένα  έργο, εμφανίζεται ως  όρος απαραίτητος  ώστε να καλλιεργηθεί η καλλιτεχνική ελευθερία και έκφραση  όπως και η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και δημιουργίας.

Η απόλυτη όμως σύλληψη της μοναξιάς  ως αποκλειστικού χώρου και τρόπου άσκησης της ελευθερίας σε οποιαδήποτε μορφή εμφάνισής της δεν αποδίδει, αλλά αντιθέτως διαστρεβλώνει την μεταξύ τους σχέση. Η αντίληψη αυτή  καταλήγει να  ταυτίζει την ελευθερία με μια ιδεατή κατασκευή παρόμοια με  εκείνη που αποτυπώνεται στην παραπάνω έκφραση του Ν  Καζαντζακη. Με τον τρόπο αυτό η σύλληψη της ελευθερίας υποβαθμίζει την κοινωνική διάσταση   καθενός από τους όρους που την διαμορφώνουν και επιτρέπουν την εκδήλωσή της, αφού και η ίδια η μοναχικότητα δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, αλλά αναγκαστικά προσδιορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις που κάθε άνθρωπος  αναπτύσσει και προκύπτει από αυτές υπό την έννοια ότι η ίδια η εμφάνισή της  αποτελεί μια ειδικότερη μορφή διαβαθμισμένης διακριτής λειτουργικής  σύνδεσης εντός του υφιστάμενου οργανωμένου   κοινωνικού  περιβάλλοντος. Πώς θα ήταν νοητή μια  μοναχικότητα που καταλήγει σε αίτημα απελευθερωτικής απομόνωσης σε ένα σύμπαν  απόλυτης μοναξιάς σαν αυτής του Ροβινσώνα Κρούσου; Επιπλέον όπως έχει ήδη αναφερθεί εμφανίζονται  καταστάσεις  ελευθερίας  και αιτήματα απελευθέρωσης  που αποκλείεται να  κατακτηθούν και να υπάρξουν στο επίπεδο του μοναχικού ατόμου, διότι αποτελούν οργανωτικούς όρους της κοινωνικής συγκρότησης ώστε η συλλογικότητα να αποτελεί  συνθήκη  για την επίτευξή τους .

Τα επιτεύγματα της τεχνολογίας έχουν επιτρέψει την απολύτως ανώνυμη επικοινωνία  μεταξύ των ανθρώπων η οποία ολοκληρώνεται  χωρίς τα διάφορα μέρη που συμμετέχουν σε αυτήν να έχουν ενδιαφέρον να σχηματίσουν οποιαδήποτε άποψη για την ανθρώπινη υπόσταση των  υπολοίπων. Η διάσταση αυτή  της επικοινωνίας από την οποία πλέον έχει αφαιρεθεί εντελώς ο διαπροσωπικός χαρακτήρας έχει συμβάλλει  στην ανάπτυξη μιας αντίληψης που συλλαμβάνει την  ελευθερία ως απρόσωπη εκδήλωση  που αναπτύσσεται  από τον καθένα στον περίκλειστο ατομικό του χώρο, όπου παραμένει εγκλωβισμένος σε απόσταση από τους άλλους,   ανταλλάσσοντας  διάφορα κείμενα με ανθρώπους που δεν γνωρίζει ούτε ενδιαφέρεται να αναπτύξει μια διαπροσωπική σχέση μαζί τους. Μια τέτοια όμως επιλογή προβαλλόμενη σε μια γενικευμένη διάσταση καταλήγει να μεταβάλλει  την αίσθηση και την αντίληψη της ελευθερίας υποκαθιστώντας στη θέση της την κατάσταση μοναξιάς την οποία βιώνει κάθε άνθρωπος που στερείται διαπροσωπικών σχέσεων επικοινωνίας.  Εάν  κυριαρχήσει η αντίληψη αυτή η οποία δεν  διακρίνει την μοναξιά  από την ελευθερία θα προκληθεί η  αλλοίωση ή και η αναίρεση της  αξίας της ελεύθερης ύπαρξης αφού αυτή πλέον θα συνδυασθεί με τα βιώματα, τους φόβους, την ανασφάλεια  και τις συγκρούσεις που κυριεύουν κάθε άνθρωπο που παραμένει κλεισμένος στον εαυτό του.

Επομένως δεν αποκλείεται  ο μεγαλύτερος κίνδυνος που  απειλεί να περιορίσει ή και να καταστρέψει την   ελευθερία  του ανθρώπου  να αποτελεί πλέον η μοναξιά αυτή η οποία ενώ  εμφανίζεται με την μορφή της απελευθέρωσης από τους περιορισμούς και κανόνες τους οποίους   θέτει η διαπροσωπική σχέση μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία δεν   αποτελεί την ατομική υπέρβαση ή και άρνηση αυτών  αλλά  επιβάλλεται ως κυρίαρχος τρόπος ελεγχόμενου συσχετισμού μεταξύ  απόντων που καταστρέφει  την  συλλογικότητα  και την  μοναχικότητα που αναπτύσσεται εντός αυτής.

Γ.Δελή: Το ενημερωτικό έντυπο εκούσιας διαμεσολάβησης, ως όρος παραδεκτού της συζήτησης

Το ενημερωτικό έντυπο εκούσιας διαμεσολάβησης, ως όρος παραδεκτού της συζήτησης

 

Γεωργίου Β. Δελή, ΜΔΕ Ειρηνοδίκη Αθηνών,

 

          Περίληψη: Με το αρ. 3 παρ. 2 εδ. β’ ν. 4640/2019 το παραδεκτό συζήτησης αγωγής σχετίστηκε με την υποχρεωτική, έγγραφη ενημέρωση του εντολέα από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης της διαφοράς του, πρό της προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη. Στη παρούσα, γίνεται προσπάθεια να εξεταστούν, ενδεικτικά, οι περιπτώσεις που η προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου στερείται νοήματος και, αντίστοιχα, δεν νοείται κύρωση απαραδέκτου σε περίπτωση ελλείψεώς του, ιδίως, καθόσον αφορά στην εξουσία διάθεσης των μερών, ως προϋπόθεση υπαγωγής της διαφοράς τους στο πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης.

          Με το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019[1] εισήχθη ο νεοπαγής θεσμός υποχρεωτικής ενημέρωσης του εντολέα από τον πληρεξουσίου Δικηγόρου του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολαβητικής διευθέτησης, μέρους ή εν συνόλω, αστικής ή εμπορικής διαφοράς του, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενης ή μέλλουσας, εφόσον, αμφότερα τα μέρη, έχουν εξουσία διάθεσής της, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου[2]. Η ενημέρωση περιβάλλεται νόμιμο, πανηγυρικό τύπο ιδιωτικού εγγράφου[3], το οποίο υποβάλλεται στο δικαστήριο μεταγενέστερης δίκης με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής, ή με τις προτάσεις, το αργότερο μέχρι τη συζήτηση, ως ειδικός όρος παραδεκτού της. H κύρωση του απαραδέκτου αφορά σε όσες αγωγές κατατέθηκαν από 30.11.2019 και εντεύθεν[4]. Δεδομένου, όμως, ότι έγκαιρη ενημέρωση δεν συνδέεται με δικονομικές συνέπειες[5], είναι δυνατή μεταγενέστερη διενέργειά της[6], η, δε, προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου στο απώτερο χρονικό διάστημα συζήτησης της διαφοράς, καταλείπει ευχέρεια αναζήτησής του, όπως, έχει επισημανθεί[7] και, νομολογιακά, αποσαφηνιστεί[8]. Αποτελεί, δηλαδή, τυπική παράλειψη[9], η οποία δύναται να συμπληρωθεί καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το αρ. 227 ΚΠολΔ.

          Μέσω της καθιέρωσης προδικασίας διαμεσολάβησης επιδιώκεται η εξοικείωση, εν γένει, των πολιτών με τη δυνατότητα εθελούσιας χρήσης του θεσμού εναλλακτικού τρόπου διευθέτησης διαφοράς προ της δικαστικής προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη[10], ενώ, με την υποχρεωτική έγγραφη ενημέρωση του ν. 4640/2019 επιδιώκεται «να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης»[11], η, δε, νομοθετική πρόβλεψη για απαράδεκτο της επιγενόμενης συζήτησης έχει αποδοκιμαστεί ότι ενέχει υπέρμετρη πρόνοια στην προώθηση της διαμεσολάβησης[12], με το πρόσθετο επιχείρημα ότι η σχετική πλημμέλεια του πληρεξουσίου Δικηγόρου εξαντλεί την ενέργειά της, αποκλειστικά, στην εσωτερική σχέση της αμοιβόμενης εντολής[13]. Ζήτημα, συνεπώς, συνταγματικότητας της διάταξης του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, εφόσον είναι, εν γένει, δυνατή η καθιέρωση προδικασίας διαμεσολάβησης ως τυπική προϋπόθεση δίκης, μόνο υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να νοηθεί[14].

          Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης αφορά και σε υποθέσεις που εκφεύγουν της υποχρεωτικής πρώτης συνεδρίας διαμεσολάβησης, κατά το αρ. 6 ν. 4640/2019. Ως όρος του παραδεκτού συζήτησης, όμως, επιγενόμενης αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας, το ενημερωτικό έντυπό της, συνέχεται με δύο, επιπλέον, προϋποθέσεις. Η διαφορά α. να είναι δεκτική διαμεσολάβησης και β. η επιγενόμενη δίκη να αφορά σε ένδικο βοήθημα «αγωγής». Ειδικότερα:

          α. Η πρώτη προϋπόθεση αναφέρεται στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης, το οποίο καταλαμβάνει αστικής ή εμπορικής φύσης διαφορές[15], που ο φορέας τους απολαύει εξουσία διάθεσής τους, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, [16]σε λογική αλληλουχία με τον απαλλοτριωτό χαρακτήρα των ιδιωτικών δικαιωμάτων. Δεκτικές διαθέσεως αξιώσεις υπάγονται στην εκούσια διαμεσολαβήση και, αντίθετα, δε νοείται συμβιβαστική διευθέτηση[17] διαφοράς που δεν υπόκειται στην ιδιωτική αυτονομία και στην ελεύθερη διάθεση των μερών. Στις περιπτώσεις αυτές, η προσκόμιση ενημερωτικού εντύπου για το παραδεκτό συζήτησης συγκεκριμένης επίδικης διαφοράς, στερείται νοήματος και, αντίστοιχα, δεν νοείται κύρωση σε περίπτωση ελλείψεώς του, εφόσον, δεν θα ήταν, ούτως ή άλλως, πρόσφορη[18] η εκούσια διαμεσολάβησή της[19]. Το πότε συμβαίνει αυτό επαφίεται, ηθελημένα, στη διδασκαλία της θεωρίας και στη διαπλαστική ενέργεια της νομολογίας[20]. Κρίνεται, δηλαδή, ad hoc, και, επί τη βάσει συγγενών θεσμών, κυρίως, της διαιτησίας στην οποία η εξουσία διάθεσης αποτελεί κεντρική έννοια και του δικαστικού συμβιβασμού, από τον οποίο μπορούν να αντληθούν ερμηνευτικές λύσεις[21], αφορά υποθέσεις που η εξουσία διάθεσης ελλείπει i. στο αντικείμενο της διαφοράς, ii. στο υποκείμενό της, είτε, συνάγεται iii. από το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαιώματος[22], ενώ, υπάρχουν και περιπτώσεις που επιχειρήματα αντλούνται εκατέρωθεν. Ενδεικτικά:

         i. Έλλειψη εξουσίας διάθεσης στο αντικείμενο της ουσιαστικής έννομης σχέσης, απαντάται, ιδίως, στις περιπτώσεις εκείνες που η απαλλοτρίωση απειλείται με ποινή απόλυτης ακυρότητας, για λόγους δημοσίας τάξης. Πρόκειται, κυρίως, για διαφορές Οικογενειακού Δικαίου[23], χάριν διασφαλίσεως της κοινωνικής ειρήνης, και Εργατικού Δικαίου, για λόγους ελάχιστης προστασίας του φορέα του εργασιακού δικαιώματος[24]. Ειδικά, δε, για τις εργατικές διαφορές γίνεται δεκτό ότι εμπίπτουν, prima facie, στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4640/2019[25]. Τούτο ισχύει, ιδίως, για τις αξιώσεις από την εργασία που διαθέτει ελεύθερα ο μισθωτός και αφορούν στο τμήμα του μισθού του το οποίο είναι ανώτερο του νομίμου[26], στα επιδόματα επίτευξης στόχων (μπόνους)[27], στις αξιώσεις που θεμελιώνονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό[28], στο δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ως άκυρης, εφόσον πρόκειται για σχετική, inter partes, ακυρότητα μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου[29] και, μετά την ΠΥΣ 6/28.2.2012[30] και το αρ. 7 υποπ. ΙΑ.11, εδ. 2α του Ν. 4093/2012, στο επίδομα γάμου που θεσπίστηκε με την ΔΑ 10/1976 και καταβάλλεται, ήδη, από ελευθεριότητα του εργοδότη και ουχί από υποχρέωσή του που προκύπτει από κανονιστικό όρο ΕΓΣΣΕ[31]. Αντίθετα, ελλείπει εξουσία διάθεσης σε δικαιώματα που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, όπως είναι ο νόμιμος μισθός[32] που ορίζεται σε υποχρεωτικές ΣΣΕ και ΔΑ[33], τα επιδόματα εορτών [34], οι αποδοχές αδείας[35] και το επίδομα αδείας[36], η προσαύξηση 25% λόγω νυκτερινής εργασίας[37], η προσαύξηση 75% λόγω εργασίας την ημέρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, καθώς και τις λοιπές ημέρες υποχρεωτικής αργίας[38], η αποζημίωση αδείας[39], η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας[40] και η προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού[41]. Οι νόμιμες αυτές αξιώσεις, σύμφωνα με την νομολογία, υπόκεινται σε συμβιβαστική διευθέτηση στο μέτρο που «υπάρχει σοβαρή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια των σχετικών δικαιωμάτων[42]», παρόλο που φέρονται να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης, κατά την συστηματική ερμηνεία της[43]. Σε κάθε περίπτωση, είναι δυνατή η συσταλτική εφαρμογή του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019[44] για τις νόμιμες αξιώσεις του μισθωτού[45], ενώ, κατά κύριο λόγο, το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό για τις συνήθεις, στην πράξη, αγωγές εργαζόμενου που το αντικείμενό τους αποκρυσταλλώνεται, αποκλειστικά, στην παραβιάση συνταγματικών, και υπερνομοθετικής ισχύος, αρχών[46]. Επί αντικειμενικής σώρευσης των ανωτέρω υποθέσεων, κατ΄αρ. 218 ΚΠολΔ, κύρωση του απαραδέκτου λανθάνει μόνο για τα διαμεσολαβήσιμα κεφάλαια της εργατικής αγωγής[47].

          Ο ίδιος, εξάλλου, προβληματισμός ισχύει και για τις περιουσιακές διαφορές από αμοιβές του αρ. 614 παρ. 5 ΚΠολΔ, ιδίως, των νομικών, ελεύθερων επαγγελμάτων του Δικηγόρου, Συμβολαιογράφου και Δικαστικού Επιμελητή, αντίστοιχα, για τους οποίους προβλέπονται νόμιμες αμοιβές, ως ελάχιστη προστασία τους[48]. Οι αμοιβές αυτές, μετά τον ν. 3919/2011[49], λειτουργούν ως μαχητό τεκμήριο[50] στην περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για το ύψος τους, το οποίο και καθορίζεται «είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω», ελεύθερα[51]. Συνεπώς, υπάγονται, καταρχήν, στην εκούσια διαμεσολάβηση, η, δε, εξαίρεσή τους, μόνο στο δημόσιο χαρακτήρα των νομικών λειτουργημάτων θα μπορούσε να υποστηριχθεί[52].

          ii. Η έλλειψη εξουσίας διάθεσης, όμως, μπορεί να αφορά και στο υποκείμενο της επιγενόμενης έννομης σχέσης της Δίκης, απαλλοτριωτού, κατά τα λοιπά, ουσιαστικού δικαιώματος. Κατά κανόνα, στην τήρηση ενημερωτικού εντύπου εκούσιας διαμεσολάβησης υποχρεούται ο φορέας του δικαιώματος, που νομιμοποιείται, ενεργητικά, στην άσκηση αγωγής[53]. Εξ αντιδιαστολής, δεν νοείται προδικασία σε περιπτώσεις εξαιρετικής νομιμοποιήσεως διαδίκου, ο οποίος στερείται της, κατά το ουσιαστικό Δίκαιο, εξουσίας διαθέσεως του κυρίως νομιμοποιούμενου. Τούτο, κατά μία άποψη[54], ισχύει για όλες, ανεξαιρέτως, τις περιπτώσεις «ξενοδικίας»[55], για τις οποίες, ούτως ή άλλως, ο κατ΄ εξαίρεση νομιμοποιούμενος διάδικος στερείται της δυνατότητας σύναψης δικαστικού συμβιβασμού[56], ενώ, κατά άλλη άποψη, το κρίσιμο, εν προκειμένω, δεν έγκειται, αμιγώς, στην νομιμοποίηση του διαδίκου, αλλά, επιπλέον, στη δυνατότητά του να διαχειρίζεται, δικαιοπρακτικά, συγκεκριμένη έννομη σχέση[57].

          Έτσι, στην συντρέχουσα εξαιρετική νομιμοποίηση[58], δεν καταλαμβάνονται από την υποχρέωση τήρησης έγγραφης προδικασίας εκούσιας διαμεσολάβησης λόγω έλλειψης εξουσίας διάθεσης και διαχείρισης στο πρόσωπό τους, ο πλαγιαστικώς ενάγων – δανειστής του οφειλέτη[59], καθώς, και ο εταίρος, ή κάθε τρίτος, στην πλαγιαστική άσκηση εταιρικής αγωγής ΕΠΕ του αρ. 26 ν. 3190/1955[60], το ΤΕΕ για τις αμοιβές των μηχανικών του[61], τα αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, οι αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια, για τα δικαιώματα των μελών τους που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή άλλες διατάξεις, που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής συμβάσεως, κατά το αρ. 622 ΚΠολΔ[62] και η ένωση καταναλωτών για την άσκηση των ατομικών αξιώσεων των μελών της κατά προμηθευτών ή παραγωγών, κατά το αρ. 10 παρ. 15 εδ. α’, β’ ν. 2251/1994[63], ενώ, οι φορείς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων δημιουργών, κατά τα αρ. 49, 55 ν. 2121/1993, ως ισχύει, ανεξαρτήτως του προβληματισμού αν λειτουργούν εξ ιδίου δικαίου ή ως εξαιρετικά νομιμοποιούμενοι διάδικοι για την εύλογη αμοιβή των μελών τους [64], εμπίπτουν, καταρχήν, στην προδικασία, λόγω της, ex legge, διαχειριστικής και προστατευτικής τους εξουσίας στα πνευματικά[65] δικαιώματα[66]. Με βάση τη διαχειριστική εξουσία, επίσης, γίνεται δεκτή ενέργεια του όρου παραδεκτού της συζήτησης[67] στις περιπτώσεις αποκλειστικής εξαιρετικής νομιμοποίησης του αναγκαστικού διαχειριστή[68], του εκτελεστή διαθήκης[69] και του εκκαθαριστή της κληρονομίας[70], ουχί, όμως, και του συνδίκου της πτώχευσης[71].

          Διαφορετικό είναι το ζήτημα των διαφορών από την σχέση της οροφοκτησίας, κατά τον ν. 3741/1929  και αρ. 1001 και 1117 ΑΚ[72], ιδίως, καθόσον αφορά στις ενώσεις συνιδιοκτητών χωρίς νομική προσωπικότητα που δεν έχουν ικανότητα δικαίου, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, και δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων[73]. Έχουν, όμως, ικανότητα δικαστικής παράστασης, ενώ, τις σχετικές αγωγές ασκεί και ο διαχειριστής στο όνομά του[74], ο οποίος νομιμοποιείται ως εκπρόσωπος της συνιδιοκτησίας και ουχί ως εξαιρετικά νομιμοποιούμενος διάδικος[75]. Συνεπώς, και το ενημερωτικό έντυπο τηρείται στο όνομά του, ενώ, και η θέση που είχε εκφραστεί παλιότερα περί εξαιρέσεως των σχετικών διαφορών από το πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης με επίκληση της διαιτησίας[76], έχει εγκαταληφθεί[77], ιδίως, αν ληφθεί υπόψη και η υπαγωγή τους στην πρότερη υποχρεωτική διαμεσολάβηση του ν. 4512/2018[78].

          iii. Έλλειψη εξουσίας διάθεσης αντλείται και από το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαιώματος, ιδίως, σε αυστηρά προσωποπαγείς αξιώσεις που συνδέονται με το δίκαιο της προσωπικότητας, όπως, η ηθική βλάβη των αρ. 59, 932 ΑΚ[79] και το ηθικό δικαίωμα του δημιουργού στα πνευματικά του δικαιωμάτα [80]. Με αφορμή την έλλειψη εξουσίας διάθεσης, επιπλέον, ζήτημα τίθεται αν υπάγονται στη διαμεσολάβηση διαπλαστικά δικαιώματα, που η επιδωκόμενη διάπλαση επτυγχάνεται, αποκλειστικά, μέσω της δικαστικής οδού, όπως, λ.χ. κατά την ΑΚ 154 για την ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης, απειλής. Δεδομένου, δε, ότι τα δικαιώματα αυτά δεν εξαιρούνται της ιδιωτικής αυτονομίας γίνεται δεκτή, εν γένει, η δυνατότητα διαμεσολάβησής τους[81], ενώ, επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση αντλείται και από τη δυνατότητα προβολής των σχετικών δικαιωμάτων κατ΄ένσταση[82].

          β. Τέλος, κατά το αρ. 3 παρ. 2 εδ. β’ ν. 4640/2019, το ενημερωτικό έγγραφο καταλαμβάνει την επιγενόμενη επιθετική, διαδικαστική πράξη της «αγωγής» γνήσιας, αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας[83], καθώς, και ένδικα βοηθήματα που επιτελούν την ιδία λειτουργία, εισάγοντας αυτοτελή και αυθύπαρκτη αξίωση προς διάγνωση. Πρόκειται, ιδίως[84], για την κύρια παρέμβαση[85], την προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή[86] και την ανταγωγή[87]. Αντίθετα, αργεί η προσκόμισή του και, συνακόλουθα, κύρωση απαραδέκτου συζήτησης, στα ασφαλιστικά μέτρα[88], στις υποθέσεις γνήσιας εκούσιας δικαιοδοσίας[89], στις δίκες περί την εκτέλεση[90] και στις ανακοπές κατά δικαστικών και εξώδικων πράξεων[91], και, από την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, στις παρεμπίπτουσες αγωγές του αρ. 282 επ. ΚΠολΔ[92] και στις λοιπές προσεπικλήσεις[93], στην απλή πρόσθετη παρέμβαση[94], στην αυτοτελή[95] και στην ανακοίνωση δίκης[96]. Στις υποκειμενικά σύνθετες δίκες, η υποχρέωση προσκόμισης βαρύνει τους επιτιθέμενους ομοδίκους, είτε αυτοί συνδέονται με το δεσμό της απλής είτε της αναγκαίας ενεργητικής ομοδικίας[97], αντίστοιχα. Στην πράξη, βέβαια, είναι δυνατή η υπογραφή κοινού ενημερωτικού εντύπου. Η κύρωση παράλειψής του για έναν εξ αυτών, όμως, διαφέρει. Έτσι, στην περίπτωση απλής ομοδικίας[98], ένεκα της ανεξαρτησίας των σωρευόμενων δικών και της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων, το απαράδεκτο της συζήτησης αφορά μόνο στον αδρανήσαντα ομόδικο[99], χωρίς να επηρεάζεται η θέση των λοιπών[100], ενώ, στην αναγκαία ομοδικία, δεδομένου ότι η έγγραφη υποχρέωση ενημέρωσης αφορά στην προδικασία του ένδικου βοηθήματος, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς όλους τους ομοδίκους και αυτεπαγγέλτως[101].

[1] «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις.» ΦΕΚ Α΄194/4.12.2019.

[2] εγγ. Γιαννόπουλος Π., Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δϊκης, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020.

[3] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 208

[4] όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του αρ. 3  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 Ν.4647/2019 (ΦΕΚ Α` 204/16.12.2019).

[5] παρόλο που αποτελεί γνήσιο, λειτουργικό καθήκον του πληρεξουσίου Δικηγόρου.

[6] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 207

[7] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ.208

[8] ΕιρΑθ 8551/2020 αδημ.

[9] εγγ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 227, σ. 501.

[10] Θεοχάρης Δ., η Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015.96 επ., διαθ. εδώ: https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/43470#page/96/mode/2up, με ημ. Προσβ. 15.10.2020.

[11] αιτιολογική έκθεση ν. 4640/2019, διαθ. εδώ:  https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/d-diamesolavisi-eis.pdf, με ημ. Προσβ. 22.10.2020.

[12] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 209.

[13] ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α΄208/27.9.2013)

[14] Ορφανίδης Γ., Εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών – Συμφιλίωση – Διαμεσολάβη, διαθ. εδώ: https://www.diamesolavisi.com/view.asp?ItemID=20180712163957&mcid=3, με ημ. προσβ. 7.10.2020, έτσι και η ΕιρΑθ 1044/2020 ΕφΑΔ 2020.1322 με παρατηρήσεις Λ. Μαστροπέρου, πρ. Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, όμοιες οι ΕιρΑθ 976/2020, 977/2020

[15] για την έννοια των ιδιωτικών διαφορών εγγ. Κουσούλης Σ., Διαιτησία, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 29 επ., μ.π.π., Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 1, αρ. 1.,σ. 3.

[16] η εξουσία διάθεσης ως προϋπόθεση του ενημερωτικού εντύπου εκούσιας διαμεσολάβησης προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4640/2019 που αναφέρεται σε «σχετικό» με τη δυνατότητα διαμεσολάβησης ενημερωτικό έγγραφο, και, ultima ratio, από την όλη οικονομία του ν. 4640/2019, Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 205

[17] για τη διάκριση συμβιβασμού και διαμεσολάβησης, Γιαννόπουλος, ό.π., σ 150 επ.

[18] Κωνσταντινάκος Ν., Η διαμεσολάβηση αστικών και εμπορικών διαφορών στις έννομες τάξεις των ΗΠΑ, ΕΕ, Ελλάδος, Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας, Διδακτορική διατριβή, σ. 188 επ., μ.π.π., διαθ, εδώ: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2870917/theFile/2871055, με ημ. προσβ.24.10.2020.

[19] κατά τον Γιαννόπουλο το ενημερωτικό έγγραφο διαμεσολάβησης αργεί σε κάθε περίπτωση που η δαιμεσολάβηση δεν θα ήταν «νομικά διαθέσιμη ως επιλογή», ό.π., σ. 205. Έτσι και η Μαστροπέρου Λ. , παρατηρήσεις στην ΕιρΑθ 1044/2020 ό.π..

[20] Kούκιο Γ., ό.π., σ. 20

[21] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 18.

[22] Διαμαντόπουλος Γ., Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, ΝοΒ 2015.144

[23] οι Οικογενειακές διαφορές εμπίπτουν στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, κατ΄αρ. 6 παρ. 1 περ. α’ ν. 4640/2019, από την οποία εξαιρούνται ex legge  οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 Κ.Πολ.Δ, ακριβώς, λόγω της έλλειψης εξουσίας διάθεσης των διαδίκων, Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 160 μ.π.π.. Και για τις υποθέσεις αυτές δεν νοείται εκούσια διαμεσολάβηση και, συνακόλουθα, κατάρτιση και προσκομιδή εημερωτικού για αυτή εντύπου, ως όρο του παραδεκτού συζητήσεως επιγενόμενης αγωγής τους.

[24] αρ. 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 5 α.ν. 539/1945 κ.α.

[25]  Έτσι, Τσέλιος Χ., Εργατικές Διαφορές και Διαμεσολάβηση, ΔΕΝ 2020/843, Κούκιο Γ., ό.π., σ. 21. Μάλιστα, οι εργατικές διαφορές στον προγενέστερο νόμο υπάγονταν στην υποχρεωτική πρώτη συνεδρία διαμεσολάβησης.

[26] ΑΠ 843/2002 ΕλΔικ 2002.1659

[27] ΕιρΑθ 160/2016 αδημ.

[28]ΑΠ 1391/1990 ΔΕΕ 1993.585, Λεβέντης Γ. – Παπαδημητρίου Κ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σ. 543

[29] Μακρίδου Κ., ό.π., σ. 223

[30] ΦΕΚ Α 38/28.2.2012

[31] Λαναράς Κ., Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, σ. 696

[32]Μακρίδου Κ, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σ. 222

[33] ΟλΑΠ 25/2004 ΤΝΠ Νόμος

[34] αρ. 1 Ν. 1082/1980, ΥΑ  19040/1981

[35] αρ.2 παρ. 1 α.ν. 539/1945, 13 Ν. 3227/2004

[36] αρ. 3 παρ. 8 α.ν. 539/1945,3 Ν. 4504/1966

[37] ΥΑ 18310/1946

[38] αρ. 1, 3 β.δ.748/1966

[39]ΑΠ 983/2000 ΔΕΝ 2000.1531

[40]αρ. 2 παρ. 1 Ν. 3198/1955

[41] άρθρο 4 παρ. 5 του νόμου 2874/2000 και από το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3385/2005

[42] ΑΠ 248/2019, 470/2018, 656/2018  Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος, .

[43] νομοθετικές ενδείξεις για την εξαίρεση των νομίμων εργατικών αξιώσεων από τη διαμεσολάβηση αντλεί ο Τσέλιος, ό.π., α. από την σκέψη 10 της οδηγίας 2008/52 «για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» όπου διαλαμβάνονται τα εξής: «10. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται στις διαδικασίες στις οποίες δύο ή περισσότερα μέρη μιας διασυνοριακής διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε φιλική συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ωστόσο δεν θα πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις ως προς τα οποία τα μέρη δεν έχουν την ελευθερία να αποφασίζουν βάσει του οικείου εφαρμοστέου δικαίου. Τέτοια δικαιώματα και υποχρεώσεις αποτελούν ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο στο οικογενειακό και το εργατικό δίκαιο», β. από το γεγονός ότι η διάταξη του παλιού άρθρου 667 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με βάση την οποία το Δικαστήριο στις εργατικές διαφορές έπρεπε να προσπαθεί το συμβιβασμό κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, δεν περιελήφθη στη μεγάλη τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έγινε με το νόμο 4335/2015, γ. από την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του νόμου 2112/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών  υπαλλήλων» που ορίζει τα εξής: «Η αληθής έννοια της προηγουμένης παραγράφου είναι, ότι οιαδήποτε σύμβασις, συναπτομένη προ ή μετά την λύσιν της μισθώσεως εργασίας, είναι αυτοδικαίως άκυρος, πλην αν αύτη περιέχη αναγνώρισιν ή εξόφλησιν ειδικώς των εκ του νόμου τούτου αξιώσεων του υπαλλήλου ή είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον» και δ. από τη διάταξη του άρθρου 679 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία: «Είναι άκυρη η συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα του εργαζομένου από τα άρθρα 656 έως 658, 659 παράγραφο 2 έως 667, 668 εδάφιο 2 [λόγω του ότι το άρθρο 668 του Αστικού Κώδικα έχει καταργηθεί με το άρθρο 25 παράγραφο 2 του νόμου 1733/1983, πρέπει να θεωρηθεί πως η διάταξη παραπέμπει πλέον στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 του νόμου 1733/1983], 670, 674, 677 και 678 ή διευρύνεται η ευθύνη του εργαζομένου από το άρθρο 652». Την εξαίρεση των εργατικών διαφορών από τη διαμεσολάβηση υπό προϋποθέσεις φέρεται να προτάσσει και ο Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 157, μ.π.π..

[44] ακομά και με βάση την προστατευτική αρχή «εν αμφιβολία υπέρ του εργαζομένου», που διαμορφώνεται στο εργατικό δίκαιο ως ειδικός κανόνας ερμηνείας, όταν μετά την εξάντληση όλων των ειδών και κανόνων ερμηνείας απομένουν αμφιβολίες για το αληθές νόημα του ερμηνευόμενου κανόνα, Κοπαλίδης Σ, Το ζήτημα της ερμηνείας στο Εργατικό Δίκαιο, διαθ. εδώ: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2751573/theFile/2758810, με ημ. προσβ. 8.10.2020.

[45] Έτσι και ο Κωνσταντινάκος Ν. για την εξαίρεση νομίμων αξιώσεων εργαζόμενου από την εκούσια διαμεσολάβηση, ό.π., σ. 164.

[46] λ.χ παραβίαση της αρχής της ισότητας (ΑΠ 1111/2003 ΕλλΔνη 2005.143, ΑΠ 1186/2001 ΕλΔ 43.750, ΑΠ 1166/1998 ΔΕΝ 54.581, ΑΠ 1745/1998 ΔΕΝ 55.545, ΕφΑθ 1896/2007 ΔΕΕ 2007.989, ΑΠ 243/2008, ‘Α δημ. ΤΝΠ Νόμος ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΑθ 363/2010 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος), της αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ, αλλά, ευρίσκει έρεισμα και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 του Σ και 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, ήδη, αρ. 157 ΣΛΕΕ (ΑΠ 677/2014 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος ΑΠ 288/2003 ΔΕΕ 2003.1108, ΑΠ 2057/1990 ΔΕΝ 1992.139, Ζερδελής Δ., Εργατικό Δίκαιο, γ’ εκδ., 2015, σ. 210, υποσημ. 167, μ.π.π., κ.ο.κ.

[47] Έτσι και ο Γιαννόπουλος για την περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης διαμεσολαβήσιμων και μη αξιώσεων Οικογενειακού ΔΙκαίου, ό.π., σ. 166. Τούτο διότι η έγγραφη ενημέρωση μπορεί και να αφορά σε μέρος της διαφοράς για το οποία τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσής της, κατά το ουσιαστικό δίκαιο.

[48] για τους Δικηγόρους κατά τον ΚΔ (ν. 4194/2013), για τους Συμβολαιογράφους  κατά τον Ν. 2830/2000 και την ΚΥΑ 10062/8.7.2009 (ΦΕΚ Β’ 1487/2009) και για τους Δικαστικούς Επιμελητές κατά τον ν. 2318/1995 και την ΚΥΑ 21798/11.3.2016 (ΦΕΚ Β΄709/11.3.2016), ενώ, ελάχιστες αμοιβές ισχύουν και για μηχανικούς και λοιπά ελεύθερα επαγγέλματα.

[49] «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων» (ΦΕΚ Α΄32/2.3.2011).

[50] Γώγος Κ., Ερμηνεία Κώδικα Δικηγόρων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016.226, Παυλόπουλος Α., Θεμελιώδη ζητήματα δικηγορικών αμοιβών με αφορμή την ΜΕφΑθ 1378/2016, ΣΥΝήΓΟΡΟΣ, 118.28

[51] Αιτιολογίκη έκθεση ν. 3919/2011

[52] Μακρογιάννης Π., Το ακατάσχετο του μερίσματος που δικαιούται ο Δικηγόρος από τον Δικηγορικό Σύλλογό του, διαθ. εδώ΅http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=6&mid=&mnu=&id=17527, με ημ. προσβ. 24.10.2020. κατά τον συγγραφέα η αμοιβή του Δικηγόρου είναι, μεν ιδιωτική, αλλά, στο μέτρο που σχετίζεται με προεισπράξεις και δικαιώματα του Δικηγορικού Συλλόγου, είναι ακατάσχετη.

[53] Γιαννόπουλος Π. Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2018.114.

[54] Κωνσταντινάκος Ν., ό.π., σ. 188.

[55] Αρβανιτάκης Π., Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, Σάκκουλας, 1989.132.

[56] Νίκας Ν. Ο Δικαστικός Συμβιβασμός, Σάκκουλας, 1984.43

[57] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 24, μ.π.π.. σε Τσικρικά, Θέματα από το δίκαιο της διαιτησίας, Δ. 1989.723 επ.

[58] για τις περιπτώσεις εξαιρετικής νομιμοποίησης, εγγ. Πλέυρη Α., Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, Διδακτορική διατριβή, διαθ. εδώ:  http://ikee.lib.auth.gr/record/134181?ln=el, με ημ. προσβ. 24.10.2020.

[59] Γιαννόπουλος Π., Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, ό.π., σ. 153, Κωνσταντινάτος Ν., ό.π., σ. 188, μ.π.π.

[60] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 151 επ., ΠΠρΡοδ 107/2015 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος.

[61] Γιαννόπουλος Π., Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, ό.π., σ. 46. Την αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 1 ΠΔ 48/1994, δύναται να αξιώσει είτε το ΤΕΕ, ως υποκαθιστάμενο στα δικαιώματα του μηχανικού κατά τις διατάξεις του β.δ. της 30/31.5.1956 “περί κανονισμού του τρόπου καταβολής της αμοιβής των μηχανικών εν γένει”, που εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου μόνου του 2726/1953, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α 32/2.3.2011) και του άρθρου 2§2 του ΠΔ 242/1984, είτε ο ίδιος ο μελετητής και επιβλέπων μηχανικός (ΑΕΔ 26/1993).

[62] Παπαδημητρίου Κ., Η συλλογική παρέμβαση των εργαζομένων στην επίλυση ατομικών διαφορών εργασίας, 1998, ο ιδίος, Η νομιμοποίηση των επαγγελματικών σωματείων σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 669 παρ. 1 ΚΠολΔ, Δ. 1990.497, Κονδύλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 669, αρ. 2 επ..σ. 1267.

[63] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 169 επ.

[64] κατά την Πλέυρη Α., «Ορθό είναι ότι οι βάσει του άρθρου 13§3, εδ. δ΄ του ν. 2121/1993 συμβασιούχοι ή αδειούχοι (απλοί ή αποκλειστικοί) δεν λειτουργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι, διότι επιδιώκουν αναγνωριζόμενο από τον νόμο δικό τους προσωπικό όφελος και έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να επιδικασθεί απευθείας στους ίδιους ακόμη και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν», ό.π., σ. 194

[65] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 195, ΜΠρΠατρ 11/2020 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος.

[66] το ηθικό δικαίωμα στα πνευματικά δικαιωμάτα, όμως, ως έκφανση της προσωπικότητας του δημιουργού, προσωποπαγή και ανεκχώρητα, δεν κατάλαμβάνονται από την προδικασία εκούσιας διαμεσολάβησης στην περίπτωση ατομικής αγωγής του, Μπέης,  Οι διαφορές απο αδικοπραξία και οι αξιώσεις απο ηθική βλάβη, ως αντικείμενα διαιτησίας, διαθ. εδώ: http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=24968, με ημ. προσβ 25.10.2020.

[67] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 25

[68] Πλέυρη Α., ό.π., σ. 117

[69] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 119

[70] Πλεύρη Α, ό.π., σ. 124

[71] Κωνσταντινάκος Ν.,ό.π., σ. 163, σημ. 340,

[72] εγγ. Ερμίδου Α., Ζητήματα από διαφορές οροφοκτησίας, www.ende.gr

[73] Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, «ο σκοπός για τον οποίο δεν αναγνωρίστηκε στις ενώσεις αυτές ικανότητα δικαίου από τον νομοθέτη είναι ο έμμεσος εξαναγκασμός τους να εγγράφονται στα σχετικά βιβλία και να τηρούν τις αρχές της δημοσιότητας», ό.π., σ. 294, σημ. 28.,

[74] ΠΠρΠειρ 658/2016 Δ/ΝΗ 2016.578, ΤΝΠ Νόμος.

[75] Πλέυρη Α., ό.π., σ. 76

[76] Ορφανίδης Γ., ό.π.

[77] Παναγόπουλος Κ., Ατελής ικανότητα Δικαίου μορφωμάτων χωρίς νομική προσωπικότητα, Ομιλία στο 11ο Συνέδριο Ένωσης Αστικολόγων στην Πάτρα την 24.4.2015, Digesta 2015.68 επ.

[78] Γιαννόπουλος Π., Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, ό.π., σ. 72

[79] ακόμα και σε συρροή με αδικοπρακτική ευθύνη που υπόκειται στην εκούσια διαμεσολάβηση.

[80] Μπέης, ό.π..

[81]Θεοχάρης Δ., ό.π., σ.141, Κούκιο Γ., ό.π., σ..24.

[82] Ματθίας, Άσκηση του δικαιώματος ακυρώσεως δικαιοπραξίας με ένσταση, Δ9,486 επ. Μπέης, Δ 9,435 επ. (437 επ.). Σταθόπουλος, Διαπλαστική αποφασις και πρόκλησις αυτής δι’ ενστά­σεως, ΝοΒ 26,1 επ., ΑΠ 1447/2010 ΤΝΠ Νόμος.

[83] καταψηφιστική, αναγνωριστική και διαπλαστική, εγγ. Νίκας, ΠολΔ Ι, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 437 επ…

[84] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 195 και 207

[85] κατά την κρατούσα γνώμη η κύρια παρέμβαση έχει την μορφή παρεμπίπτουσας αγωγής που διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης, Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 368.

[86] «με την παραδεκτή άσκηση της προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή, εξελίσσονται παράλληλα δύο έννομες σχέσεις, η μία της εκκρεμούς ήδη κύριας δίκης και η άλλη που ασκείται με την προσεπίκληση», Νίκας Ν., ό.π., σ. 396.

[87] με την ανταγωγή εισάγεται αυτοτελής και αυθύπαρκτη αγωγή, Νίκας Ν., ΠολΔ ΙΙ, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 281

[88] δεδομένου ότι  η ενημέρωση για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης θα λάβει χώρα προ συζητήσεως της κύριας αγωγής, Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 207, contra Κούκιο Γ., Προβλήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου από το θεσμό της διαμεσολάβησης, Digesta 2019. 29, όχι όμως και όσες διαφορές εκδικάζονται κατά παραπομπή με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, Διαμαντόπουλος, Η Διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, ΝοΒ 2015.144, σημ. 42 μ.π.π., όπως λχ. κατά το αρ. 988 ΚΠολΔ, ή διαφορές από ασφαλιστική εκκαθάριση κατά το αρ. 239 παρ. 4 ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α’ 13/05-02-2016), που κατήργησε το ν.δ. 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» και εφαρμόζεται στις υφιστάμενες, ήδη, την 31.12.2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις.

[89] εφόσον στην εκούσια δικαιοδοσία δε μπορεί να γίνει λόγος για «διαφορά», Γιαννόπουλος Π., ό.π., Κούκιο Γ., ό.π., σ.15

[90] Θεοχάρης Δ., η Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015.142, Κουσούλης Σ., Διαιτησία, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 30, μ.π.π.

[91] εγγ. Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 583, αρ. 1 επ., σ. 1084

[92] με την παρεμπίπτουσα αγωγή δεν εισάγεται νέο αντικείμενος, αλλά, επιδιώκεται η προσαρμογή του αρχικού σε μεταγενέστερες εξελίξεις, που μπορούν να εμποδίσουν, διακόψουν ή καταργήσουν την πρόοδο της κύριας δίκης, Μακρίδου σε ό.π., άρθρο 282, σ. 571.

[93] με τις παρεμβάσεις του αληθούς κυρίου ή νομέα και του αναγκαίου ομοδίκου δεν ανοίγονται παρεμπίπτουσες δίκες, αλλά, στην ουσία διευρύνει εκ των υστέρων τα υποκειμενικά όρια της, ήδη, ανοιγείσας κύριας δίκης, Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος 4η εκδ., σ. 377

[94] με την απλή πρόσθετη παρέμβαση δεν εισάγεται αυτοτελής αξίωση προς διάγνωση, ούτε διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης, ειμή μόνο ο προσθέτως παρεμβαίνων προσέρχεται στη δίκη προς υποστήριξη του υπερ ου, ως βοηθός διάδικός του, Νίκας Ν. Σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 80, σ. 185.

[95] και στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν εισάγεται αυτοτελής αξίωση προς διάγνωση, εφόσον ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων δε διεξάγει δική του δίκη, Νίκας Ν. σε ό.π., άρθρο 83, σ. 194. Κατά τον Γιαννόπουλο η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης της διαφοράς είναι ισχυρή για το δικαιοδόχο – ειδικό διάδοχο που απολαύει, ήδη, εξουσία διάθεσης και ασκεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του δικαιοπαρόχου – κυρίου διαδίκου και, ήδη, απαλλοτριώσαντα, ό.π., σ. 195.

[96] με την ανακοίνωση δεν εισάγεται αίτηση παροχής έννομης προστασίας, Νίκας σε ό.π., άρθρο 91, σ. 207.

[97] Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 207.

[98] λ.χ. άσκηση αγωγής καταβολής μισθωμάτων από περισσότερους συνεκμισθωτές,

[99] Νίκας σε ό.π., άρθρο 75, αρ. 2, σ.171.

[100] μπορεί και να υποστηριχθεί ότι για την ενότητα της κρίσεως και κατ΄ανάλογη εφαρμογή του αρ. 75 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, είναι δυνατή η αναβολή συζητήσεως ως προς όλους τους απλούς ομοδίκους, προκειμένου να ενημερωθεί για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης ο αδρανήσας και, εν συνεχεία, να κληθεί στην συζήτηση, ΕφΛαρ 113/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατ 709/2004 Νόμος, ΜΠρΑθ 658/2010 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος, Νίκας, Πολιτική Δικανομιία I, 2003, σελ. 350 μ.π.π.. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στις περιπτώσεις που ελλοχεύει ο κίνδυνος η δίκη του αδρανήσαντα να καταστεί άνευ αντικειμένου, αν προχωρήσει η συζήτηση για τους λοιπούς ομοδίκους του.

[101] προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος κατακερματισμού της επιγενόμενης δίκης και να διαφυλαχθεί η ενιαία διεξαγωγή της, Μπέης Κ., ΠολΔ κάτω από το  άρθρ. 76, IV 14, ΑΠ 1372/1993, ΕλλΔνη 1994.1599, ΕφΑθ 1774/70 ΝοΒ 18.1481, ΕφΘεσ 1/71 Αρμ 25.487, ΑΠ 97/1993, ΕΕΝ1994.90, ΑΠ 1030/74 ΝοΒ 23.613, ΕφΘεσ 892/1990, Αρμ. 1991. 573, ΕΕΜΠΔ 1991.634ΕφΠειρ 1154/82 Δ 13.829, Νίκας σε ό,π., αρ. 6, σελ. 177

Λ.Τσόγκα: Παράθεση ζητημάτων σχετικά με το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής

Παράθεση ζητημάτων σχετικά με το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής

Επιμέλεια

Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Εισαγωγική παρατήρηση:

Απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της επιταγής είναι και η υπογραφή του εκδίδοντος την επιταγή (εκδότη). Συνεπώς το λευκό φύλλο επιταγής, που δεν φέρει την υπογραφή  κατά τη διάταξη του άρθρου 1 άρ. 6 του Ν 5960/1933 περί επιταγής, απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητητα της επιταγής, δεν παράγει συνέπειες. Είναι άκυρη η επιταγή αν λείπει ο χρόνος έκδοσης (ΑΠ 740/2001) ή ο τόπος έκδοσης (ΑΠ 709/1982 ΠοινΧρ ΛΓ΄, 130). Περαιτέρω, για να είναι έγκυρη η επιταγή, πρέπει να έχει εκδοθεί από τον πραγματικό εκδότη της.

Τα στοιχεία της έγκυρης επιταγής προσδιορίζονται στο άρθρο 1 Ν.5960/1933 σύμφωνα με το :

Η επιταγή περιέχει:

  1. Την ονομασίαν «επιταγή», καταχωριζομένην εν αυτώ τω κειμένω του τίτλου και εκφραζομένην, εν η γλώσση συντάσσεται ο τίτλος ούτος.
  2. Την απλήν και καθαράν εντολήν περί πληρωμής ωρισμένου ποσού.
  3. Το όνομα εκείνου, ο οποίος οφείλει να πληρώση (πληρωτής).
  4. Την σημείωσιν του τόπου της πληρωμής.
  5. Την σημείωσιν της χρονολογίας και του τόπου της εκδόσεως της επιταγής.
  6. Την υπογραφήν του εκδίδοντος την επιταγήν (εκδότης).

1ον. Στοιχεία της επιταγής. ΑΠ 1438/2019

Το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και ότι για τη στοιχειοθέτηση του απαιτείται: 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση στο έντυπο της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται από το νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση υπογραφής, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, περίπτωση που συντρέχει, όταν αυτή εμφανισθεί στην πληρώτρια τράπεζα εντός οκτώ (8) ημερών από την επομένη της έκδοσής της (άρθρο 29 σε συνδ. με άρθρο 56 του άνω νόμου “περί επιταγής”) και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης επιταγής που είναι ακάλυπτη.

2ον. ΑΠ 1438/2019. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και το σκοπό της διάταξης του άνω άρθρου, σαφώς προκύπτει, ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο “εκδίδων” επιταγή χωρίς αντίκρυσμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο, για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή.

3ον. Ως εκ τούτου, επί εκδότη νομικού προσώπου, το φυσικό πρόσωπο, που εκδίδει με την υπογραφή του επί του τίτλου την ακάλυπτη επιταγή στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που εκπροσωπεί, υπέχει ατομική ποινική ευθύνη για την έκδοση και τη μη πληρωμή της επιταγής αυτής από το λογαριασμό της εταιρίας. Προσοχή: υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση υπογραφής του εκδότη, αδιαφόρως αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας (ΑΠ 1484/2019).

4ον. ΑΠ 1438/2019. Το αξιόποινο του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη οποιασδήποτε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσης της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία έκδοσης. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξης, αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω της ανύπαρκτης ή της παράνομης αιτίας. Αρκεί ότι η επιταγή, ως αξιόγραφο, έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας.

5ον. ΑΠ 1438/2019 Για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικά μεν, α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με την επιβολή λόγω υπηρεσιακής ή άλλης εξάρτησης ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσης του ή και της σχέσης του με το φυσικό αυτουργό κ.λ,π. και β) διάπραξη από τον άλλον (αυτουργό) της πράξης αυτής, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτέλεσης αυτού, υποκειμενικά δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξης αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.

 6ον. Επί ηθικής αυτουργίας σε ορισμένη αξιόποινη πράξη για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει εκτός των άλλων, να αναφέρονται σε αυτή ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, ήτοι να εκτίθεται στην απόφαση ότι ο κατηγορούμενος με παραινέσεις, προτροπές, πεθώ, φορτικότητα κ.λ.π. έπεισε το φυσικό αυτουργό να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός τους μέχρι τις τελευταίες λεπτομέρειες, από άποψη τόπου, τρόπου και χρόνου τέλεσης της πράξης. (ΑΠ 1734/2019, 523/2019)

7ον. Για την απόδειξη λεκτέα σύμφωνα με την υπ’αριθ. ΑΠ 1484/2019 είναι τα εξής :

Α) Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά.

Β) Συναυτουργία στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να νοηθεί μόνο στην περίπτωση της από κοινού έκδοσης, δηλαδή της υπογραφής της ίδιας επιταγής από περισσότερα πρόσωπα.

Γ) το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Στην . στις 4-1-2012 και οι δύο κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες, με την έννοια της σύμπραξης στην εκτέλεση της κυρίας πράξης με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις και δη διαδοχικές, από τις οποίες στη δεύτερη κατηγορούμενη αποδίδεται η θέση των υπογραφών στην κατωτέρω επίδικη επιταγή….τέλεσαν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής που δεν πληρώθηκε στον κομιστή, διότι δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσαν με πρόθεση την με αριθμό …152-0 μεταχρονολογημένη επιταγή με αναγραφόμενη στο σώμα της ημερομηνία εκδόσεως την 15-2-2012 για να πληρωθεί από την Τράπεζα … ΑΕ, για το ποσό των 25.657,82 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία “… Ε.Π.Ε.”, η οποία εκπροσωπείται νομίμως και είναι η νόμιμη κομίστρια αυτής. Και αφού εμφανίστηκε προς πληρωμή στις 4-1-2012, δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα, διότι δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφαλαία. Απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός του 1ου κατηγορουμένου ότι ασχολούνταν μόνο με το δημιουργικό σκέλος της εταιρίας, καθώς αποδείχθηκε ότι είχε ενεργή συμμετοχή στη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας, καθώς και ο ισχυρισμός της δεύτερης κατηγορούμενης ότι δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, καθώς γνώριζε ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της εταιρίας κατά την έκδοση της επιταγής, δεδομένου ότι η ίδια με την έκδοση της επιταγής αποδέχθηκε την πιθανότητα έλλειψης κεφαλαίων κατά την πληρωμή της….”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον τότε πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και την τότε δεύτερη κατηγορούμενη (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα, κατ’ αναίρεση, δίκη) ενόχους για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής από κοινού, για την οποία επέβαλε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ ένοχο τον 1ο κατηγορούμενο χωρίς ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ….του ότι: Στην ., στις 4-1-2012, και οι δύο κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας με την επωνυμία “…” (ΑΦΜ …14), τέλεσαν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσαν με πρόθεση τη με αριθμό …152-0 μεταχρονολογημένη επιταγή με αναγραφόμενη στο σώμα της ημερομηνία εκδόσεως την 15-2-2012, για να πληρωθεί από την Τράπεζα … Α.Ε., για το ποσό των #25.657,82# ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “… Ε.Π.Ε.”, η οποία εκπροσωπείται νομίμως και είναι η νόμιμη κομίστρια αυτής. Και αφού εμφανίσθηκε προς πληρωμή στις 4-1-2012, δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια”. Όμως, με τις ανωτέρω εκτεθείσες παραδοχές και, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν συγκροτείται συναυτουργική συμμετοχή όταν οι κατηγορούμενοι δεν υπογράφουν την επιταγή από κοινού, ως συνεκδίδοντες, στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και νόμιμης βάσης, καθόσον στο πόρισμά της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αναφορικά με την συναυτουργική συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην τέλεση της αξιόποινης πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, διότι δεν παρατίθενται με σαφήνεια πραγματικά περιστατικά για την από κοινού τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης από αυτόν, αφού, κατά τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης παραδοχές, η θέση των υπογραφών επί της επίμαχης επιταγής αποδίδεται στην συγκατηγορουμένη του, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 45 του ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933.

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί.

8ον. ΑΠ 821/2007. Υπ/ντρια Υποκ/τος της Εθνικής Τράπεζας είναι υποκατάστατο όργανο. Έγκληση από ενεχυρούχο δανειστή μετά από ενεχυρική οπισθογράφηση. Ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται στην απόφαση αν είναι πρόεδρος του δ.σ ή διευθύνων σύμβουλος:

 Α)Το άρθρο 24 του καταστατικού της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος ΑΕ, το οποίο έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 12620/12-10-2004 τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ορίζει ότι “η Τράπεζα εκπροσωπείται στα Δικαστήρια από τον Διοικητή ή τον αναπληρωτή του, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 του καταστατικού και, αν επιβάλλεται να γίνει αυτοπρόσωπη εμφάνιση της Τράπεζας ενώπιον Δικαστηρίου ή Εισαγγελικής ή άλλης Δικαστικής Αρχής ή προκειμένου περί δόσεως όρκων, εγχειρίσεως μηνύσεως ή εγκλήσεως και παραιτήσεως από αυτές, δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής……. την Τράπεζα εκπροσωπούν νόμιμα, πλην του Διευθύνοντος Συμβούλου και του Αναπληρωτή του και κάθε Γενικός Διευθυντής, Διευθυντής ή Υποδιευθυντής Διοικήσεως ή περιφερειακής Διοικήσεως ή περιφερειακής Διευθύνσεως και για τις υποθέσεις των Καταστημάτων ή Υποκαταστημάτων και ο Διευθυντής του Καταστήματος ή Υποκαταστήματος ή ο αναπληρωτής του ή ένας από τους Υποδιευθυντές ή ένας από τους Εντεταλμένους”. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά του ήδη αναιρεσείοντος …….., ασκήθηκε ποινική δίωξη για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, ήτοι των με αριθμούς ….., ……, …….., ποσού 5.000.000 δραχμών της κάθε μιάς για να πληρωθούν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. σε διαταγή της εταιρείας με την επωνυμία “VERUS ΕΠΕ” και οι οποίες περιήλθαν νομίμως από οπισθογράφηση στην εγκαλούσα Ανώνυμη Εταιρεία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.” (ΕΤΕ) και οι οποίες, αν και εμφανίσθηκαν από αυτήν στις 7/11/2001, 19/1//2001 και 26/11/2001, αντιστοίχως, στην πληρώτρια Τράπεζα, δεν πληρώθηκαν, διότι δεν υπήρχε αντίκρυσμα. Την σχετική έγκληση που απαιτείται για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, εκδότη των πιο πάνω επιταγών, υπέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα ΕΤΕ με το από 18/4/2002 έγγραφο που υπογράφεται και έχει εγχειρισθεί από την ……., Υποδιευθύντρια του Καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της οδού ……, το οποίο αφορά η υπόθεση αυτή. Η πιο πάνω Υποδιευθύντρια ενήργησε στην υπόθεση αυτή, όχι ως πληρεξούσια, αλλά ως καταστατικό όργανο, το οποίο, κατά το άρθρο 24 του καταστατικού, αλλά και την από 8-11-2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, είχε δικαίωμα ασκήσεως, υπογραφής και υποβολής της εν λόγω εγκλήσεως.
Συνεπώς εφόσον η πιο πάνω Υποδιευθύντρια ενήργησε ως υποκατάστατος του Δ.Σ. της ΕΤΕ ΑΕ και όχι ως πληρεξούσιος και εντολοδόχος αυτής, δεν χρειαζόταν, να τηρήσει τις απαιτούμενες κατά τα προεκτεθέντα, για τον εντολοδόχο διατυπώσεις και ειδικότερα κατά την υποβολή της εγκλήσεως να συνοδεύεται αυτή από το οικείο πρακτικό του Δ.Σ. της ΕΤΕ με βεβαιωμένο το γνήσιο των υπογραφών των μελών του.
Συνεπώς, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τον αναιρεσείοντα για το συγκεκριμένο έγκλημα, για το οποίο νομίμως και εγκύρως είχε υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση, ορθά ερμήνευσε τις πιο πάνω διατάξεις και δεν υπερέβη την εξουσία του και οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Ε και Η ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζoνται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Β. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μην εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο. με την προσβαλλόμενη 24407/2006 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής: “Ο κατηγορούμενος – εκκαλών, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας “ΤΥ…… Α.Ε.” εξέδωσε με πρόθεση, δρώντας εξακολουθητικά, στις 7, 17 και 24.11.2001, στην Αθήνα, τις επακριβώς αναφερόμενες στο διατακτικό της παρούσης επίδικες επιταγές της ΕΤΕ, εις διαταγήν της “VERUS ΕΠΕ”, ποσού 5.000.000 δρχ. εκάστης (και νυν το ισόποσο σε ευρώ), οι οποίες στη συνέχεια περιήλθαν με νόμιμη οπισθογράφηση στην εγκαλούσα ΕΤΕ, νομίμως εκπροσωπουμένη εν προκειμένω από την ……., η οποία δεν πληρώθηκε κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση των εν λόγω επιταγών επειδή δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό στον οποίο εσύροντο.

Γ). Ας σημειωθεί εδώ ότι η εγκαλούσα τράπεζα (ΕΤΕ), ήταν ενεχυρούχος δανείστρια, αποκτήσασα με την οπισθογράφηση αυτοτελή και ανεξάρτητη νομική θέση έναντι της ενεχυράστης οπισθογράφου εταιρείας “…… ΑΒΕΕ” και νομίμως άσκησε με βάση το ενέχυρο το δικαίωμα εισπράξεως του τίτλου στο όνομά της, είχε δε περαιτέρω το δικαίωμα να υποβάλει την παρούσα έγκληση, ούσα κομίστρια των επιδίκων επιταγών κατά το χρόνο της εμφάνισης και μη πληρωμής (ΑΠ 1054/2004, Ποιν. Δικ. 10, έτος 2004, σελ. 1108)”. Κατ’ ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, για έκδοση ακαλύπτων επιταγών, κατ’ εξακολούθηση (26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 ΠΚ, 79 Ν. 5960/33, όπως ισχύει. Για τις πράξεις δε αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο επέβαλε στον ήδη αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ, ημερησίως. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων εξέδωσε με πρόθεση τις πιο πάνω επιταγές ενεργώντας με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας “ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΗ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ Α.Ε.”, χωρίς να είναι απαραίτητος ο ειδικότερος προσδιορισμός, αν δηλαδή ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής ή διευθύνων σύμβουλος.

9ον. ΑΠ 1418/2019

Η επιταγή μπορεί να εκδοθεί και μεταχρονολογημένη, δηλαδή να φέρει ημερομηνία εκδόσεως μεταγενέστερη από την πραγματική. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 79, 28 και 29 εδ. α’ και δ’ του ίδιου Ν 5960/1933, το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από τη πρώτη από αυτές ως άνω έγκλημα συντελείται, όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή και δεν πληρωθεί, ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στην ημέρα της πραγματικής εκδόσεως και την ημέρα, κατά την οποία παρέρχεται η προθεσμία προς εμφάνιση, δηλαδή, κατ’ άρθρ. 56 Ν. 5960/1933, από την επομένη της πραγματικής εκδόσεως της επιταγής μέχρι και την όγδοη ημέρα από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται σε αυτήν ως ημέρα εκδόσεως.

10ον. ΑΠ 1255/2013

Αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κρίθηκαν αβάσιμες και συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός του ότι η ένδικη επιταγή είχε εκδοθεί από αυτόν λευκή και συμπληρώθηκε από τον εγκαλούντα χωρίς προηγούμενη συμφωνία τους είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και μάλιστα αιτιολογημένα.

11ον.Το ζήτημα της επιρροής της συμφωνίας εξυγίανσης στο έγκλημα της επιταφής

 ΑΠ 1407/2019

Η εξάλειψη του αξιοποίνου της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, όταν η σχετική συμφωνία εξυγίανσης επικυρώθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4072/2012, ήτοι μετά την 11-4-2012, συντρέχει το πρώτο με την πλήρη και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή και όχι με την επικύρωση της συμφωνίας από το Πτωχευτικό Δικαστήριο, όπως τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 106η παρ. 3 του ΠτΚ, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 234 παρ. 12 περ. α’ του Ν. 4072/2012. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η διάταξη του άρθρου 106η παρ. 3 του ΠτΚ, ως ίσχυε πριν την κατά τα ως άνω τροποποίησή της, δεν μπορεί τύχει εφαρμογής, ως ηπιότερος ουσιαστικός ποινικός Νόμος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, στις περιπτώσεις που η μεν αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής έχει τελεσθεί πριν την 11-4-2012, η δε επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης έλαβε χώρα μετά την ίδια ως άνω ημερομηνία. Και τούτο, διότι η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, εκτός από τη γραμματική και τελεολογική ερμηνεία της ίδιας διάταξης, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σύμφωνα με την οποία κρίσιμος είναι ο χρόνος της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν το λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου και όχι ο χρόνος της τέλεσης της πράξης αυτής καθ’ εαυτής, αντίκειται προεχόντως και στην ειδικότερη μεταβατική διάταξη του άρθρου 234 παρ. 13 του Ν. 4072/2012, η οποία δεν καταλείπει οποιαδήποτε αμφιβολία, ως προς την ερμηνεία της για την εφαρμογή των διαδοχικά ισχυουσών ως άνω διατάξεων.

Ν.4072/2012 ΑΡΘΡ.234

Αρθρ.12. Το άρθρο 106η του Ν. 3588/2007, όπως το εν λόγω άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 3 του άρθρου 106η αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Με την επικύρωση της συμφωνίας:

(α) Αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.

(β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 (Α΄ 43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης κατά το άρθρο 100. Η αναστολή δεν υπόκειται στον χρονικό περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων.

(γ) Προστίθεται νέα παράγραφος 4, η οποία έχει ως εξής:

«4. Σε περίπτωση πλήρους και εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος».

(δ) Η παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5.

  1. Οι διατάξεις του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως τροποποιούνται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί διαδικασιών εξυγίανσης που έχουν ήδη αρχίσει κατά την έναρξη εφαρμογής του.

Η προθεσμία των δύο (2) μηνών της παραγράφου 1 του άρθρου 101, του Κώδικα αυτού, όπως η παράγραφος αυτή αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση ενός (1) μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εκτός αν η προθεσμία των τεσσάρων (4) μηνών που προέβλεπε η αντικατασταθείσα παράγραφος 1 συμπληρώνεται νωρίτερα.

Ν.4738/2020

Αρθρ.60 παρ.6. Με την επικύρωση της συμφωνίας:

α) Αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.

β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 (Α΄ 136), εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 44. Η αναστολή δεν υπόκειται στον χρονικό περιορισμό της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων.

γ) Οι ρυθμιζόμενες με τη συμφωνία εξυγίανσης οφειλές προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης καθίστανται ενήμερες υπό τον όρο τήρησης της συμφωνίας εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να χορηγούν τις αντίστοιχες βεβαιώσεις ενημερότητας, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης.

δ) Εφόσον προβλέπεται στη συμφωνία εξυγίανσης, αίρονται τυχόν κατασχέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των κατασχέσεων εις χείρας τρίτων, που έχουν ως αιτία ρυθμιζόμενες με τη συμφωνία οφειλές.

Άρθρο 61

Εξάλειψη του αξιοποίνου

Σε περίπτωση πλήρους και εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 60.

12ον.ΑΠ 254/2021

Σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 243, 251, 358, 364 [ήδη 362] 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 954/2020, 49/2011, 1202/2011, ΑΠ 171/2017, ΑΠ 1520/2017 Πολιτικό Τμήμα).

13ον. ΑΠ 1372/2015

Δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ανοίξει ή να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα.

14ον. ΑΠ 901/2019

Το πιστοποιητικό που εκδίδει η αρμόδια εισαγγελία πρωτοδικών, κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούντος, περί ασκήσεως ποινικής διώξεως σε βάρος του εγκαλούμενου και της πορείας αυτής, αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του τελευταίου. Η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού στον εγκαλούντα αποτελεί επέμβαση στα αρχεία της εισαγγελίας, τα οποία ως διαρθρωμένα σύνολα εγγράφων αποτελούν «αρχεία» κατά την έννοια του νόμου. Το πιστοποιητικό χορηγείται, προκειμένου ο εγκαλών και αιτών να το χρησιμοποιήσει μόνο στο πλαίσιο της μεταξύ αυτού και του εγκαλούμενου διαφοράς. Η περαιτέρω χρήση του εν λόγω πιστοποιητικού για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο και μόνο αυτό χορηγήθηκε, ήτοι παράδοση αυτού σε τρίτον, χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία του εν λόγω ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου. Η εν συνεχεία χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού από τον τρίτο, χωρίς δικαίωμα και χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά παράνομη επέμβαση σε αρχείο που πλέον δημιούργησε ο τρίτος. Αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε στο αποκρουστέο αποτέλεσμα της νομιμοποίησης της ανεξέλεγκτης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, τα οποία αποκτώνται μεν αρχικώς νομίμως, στη συνέχεια όμως παραδίδονται σε τρίτους χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν να ελεγχθούν για τυχόν, κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου 2472/1997, χρήση τους (πρβλ. ΑΠ 1520/2017 Πολιτική).

15ον.Απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της επιταγής είναι και η υπογραφή του εκδίδοντος την επιταγή (εκδότη). Συνεπώς το λευκό φύλλο επιταγής, που δεν φέρει την υπογραφή  κατά τη διάταξη του άρθρου 1 άρ. 6 του Ν 5960/1933 περί επιταγής, απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητητα της επιταγής, δεν παράγει συνέπειες. Είναι άκυρη η επιταγή αν λείπει ο χρόνος έκδοσης (ΑΠ 740/2001) ή ο τόπος έκδοσης (ΑΠ 709/1982 ΠοινΧρ ΛΓ΄, 130). Περαιτέρω, για να είναι έγκυρη η επιταγή, πρέπει να έχει εκδοθεί από τον πραγματικό εκδότη της.

16ον.Η ύπαρξη πληρεξουσιότητας προς ενέργεια από τον πληρεξούσιο εμπορικών πράξεων στο όνομα των νόμιμων εκπροσώπων εταιρίας, που παρεχώρησαν την πληρεξουσιότητα αυτή, στις οποίες πράξεις περιλαμβάνεται και η έκδοση επιταγής, δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως επιταγής χωρίς αντίκρισμα, διότι αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός του εν λόγω αδικήματος, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 46 ή 47 ΠΚ (ΑΠ 671/2013).

17ον.ΑΠ 1512/2006

     Από τα άρθρα 1, 2 και 28 του ν. 5960/1933 συνάγεται ότι η σημείωση πάνω στην επιταγή του χρόνου της έκδοσής της είναι απαραίτητο στοιχείο του κύρους της. Δε θίγεται όμως το κύρος της επιταγής αν η σημειούμενη σε αυτήν ημερομηνία έκδοσής της δεν είναι αληθινή. Έτσι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι έγκυρη και μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και πριν από την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτήν ότι εκδόθηκε, αφού είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει»…… Επίσης χωρίς σημασία είναι η σημείωση στην επιταγή του αριθμού του λογαριασμού του εκδότη και δεν επιδρά στο κύρος της επιταγής η αναγραφή αριθμού λογαριασμού τρίτου προσώπου (ΑΠ 1121/1992)

18ον. ΑΠ 1718/2004

Η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και η βεβαίωση μη πληρωμής της, δηλ. γενικότερα η τήρηση των διατυπώσεων επιμέλειας κατ’ άρθρο 29 και 40 επ. Ν 5960/1933, χωρίς να απαιτείται ανυπερθέτως η σημείωση της τράπεζας ότι η επιταγή δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρύσματος, εφόσον αυτή η σημείωση είναι απλώς αποδεικτικό και όχι συστατικό στοιχείο για την τέλεση του εγκλήματος. Το γεγονός της μη πληρωμής της επιταγής κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση στην πληρώτρια τράπεζα δύναται το δικαστήριο να το συναγάγει από οποιοδήποτε αποδεικτικό υλικό κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.

19ον. Η εφαρμογή του άρθρου 469 ΚΠΔ στο έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. ΑΠ 952/2014

Στην προκειμένη περίπτωση με την …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, καταδικάστηκαν, σε δεύτερο βαθμό, για παράβαση του άρθρου 79 Ν 5960/1933, η Α. Φ. – Κ. και ο νυν αιτών Α. Ν., ως συναυτουργοί, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών ο καθένας. Κατά της παραπάνω απόφασης άσκησεν αναίρεση μόνον η πρώτη κατηγορουμένη και εκδόθηκε η με αρ. 1268/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι αναιρείται η άνω καταδικαστική απόφαση και παραπέμπεται η υπόθεση για νέα συζήτηση, μόνον ως προς την ανωτέρω αναιρεσείουσα, κατά παραδοχή ως βασίμου, αντικειμενικού λόγου, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, έλλειψης νόμιμης βάσης, για ανέφικτο ελέγχου ορθής εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 45 ΠΚ και 79 παρ. 1 Ν 5960/1933. Με την κρινόμενη από 7/4/2014 αίτηση, ο μη συμμετασχών στην άνω δίκη του Αρείου Πάγου, δεύτερος καταδικασθείς κατηγορούμενος Α. Ν. ζητεί τη συμπλήρωση της ανωτέρω απόφασης του Αρείου Πάγου, ώστε εφαρμοζομένου, κατ’ άρθρο 469 ΚΠΔ, του επεκτατικού αποτελέσματος, να αναιρεθεί η …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς αυτόν. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε απαραδέκτως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, ο Άρειος Πάγος βάσει του άρθρου 145 ΚΠΔ δύναται και αυτεπάγγελτα να προβαίνει στη διόρθωση των αποφάσεών του. Από την απλή επισκόπηση της ανωτέρω απόφασης 1268/2013 του Αρείου Πάγου καθίσταται πρόδηλο, ότι ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός είναι αντικειμενικός καθόσον δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας Α. Φ. Κ.  Ειδικότερα η συγκεκριμένη απόφαση έκρινε ότι: «Υπό τις ανωτέρω όμως εκτεθείσες παραδοχές και εν όψει του ότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν συγκροτείται συναυτουργική συμμετοχή όταν οι κατηγορούμενοι δεν εκδίδουν την επιταγή από κοινού, ως συνεκδίδοντες, στερείται η προσβαλλόμενη νόμιμης βάσης, καθόσον στο πόρισμά της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αναφορικά με την συναυτουργική συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην τέλεση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ενόψει του προβληθέντος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρισμού αυτής, ότι στο σώμα της ένδικης επιταγής υφίσταται μία μόνο υπογραφή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 45 του ΠΚ και 79 παρ. 1 του N 5960/1933». Το Δικαστήριο όμως του Αρείου Πάγου παρέλειψε να αποφανθεί όπως όφειλεν αυτεπάγγελτα για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ως άνω ασκηθέντος ενδίκου μέσου της αναίρεσης και στον μη ασκήσαντα αυτό και μη παρεμβάντα στη δίκη αιτούντα.

Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, το επωφελές για την αναιρεσείουσα Α. Φ. – Κ. αποτέλεσμα του ένδικου μέσου της αναίρεσης, που άσκησε μόνον αυτή, πρώτη κατηγορουμένη, πρέπει κατ’ άρθρο 469 του ΚΠΔ. να επεκταθεί αυτεπάγγελτα και στον αιτούντα μη ασκήσαντα αναίρεση, συγκατηγορούμενο και συγκαταδικασθέντα Α. Ν. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, να συμπληρωθεί αυτεπάγγελτα η 1268/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 469 ΚΠΔ να κριθεί ότι ο Α. Ν. του Χ. ωφελείται από την ασκηθείσα και γενόμενη δεκτή αίτηση αναίρεσης της συγκατηγορουμένης του Α. Φ. – Κ. του Δ., να αναιρεθεί η με αριθ. 665/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς τον αιτούντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς

Συμπληρώνει τη με αριθ. 1268/2013 απόφαση του.

Επεκτείνει το αναιρετικό αποτέλεσμα της ανωτέρω αποφάσεως του Αρείου Πάγου και στον καταδικασθέντα αιτούντα Α. Ν. του Χ.

Αναιρεί τη με αριθ. …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς τον αιτούντα – συγκαταδικασθέντα Α. Ν. του Χ.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, και κατά το αναιρούμενο ως παραπάνω μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν την παρούσα υπόθεση.

20ον.Αν ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής την εκδίδει κατά το χρονικό διάστημα που έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών ως έμπορος, τότε όχι μόνο δεν αίρεται το αξιόποινο, αλλά υπάρχει επίταση του δόλου του (ΑΠ 1263/2002).

21ον.Όμως σε περίπτωση  μεταχρονολογημένης επιταγής, που μετά την έκδοσή της, ο εκδότης αυτών κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης και η πτωχευτική απόφαση ορίζει ως χρόνο παύσης πληρωμών προγενέστερο του αναγραφόμενου χρόνου έκδοσης, ο ΑΠ  με την υπ’αριθ. 213/2003  έκρινε ότι  η μη πληρωμή της επιταγής αυτής ως ανυπαίτια αφού, λόγω της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης (άρθ. 534 επ. ΕμπΝ), δεν είναι δυνατή η πληρωμή της επιταγής κατά τη μεταγενέστερη ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος έκδοσής της.

22ον.  ΑΠ 1512/2006

 Από τα άρθρα 1, 2 και 28 του ν. 5960/1933 συνάγεται ότι η σημείωση πάνω στην επιταγή του χρόνου της έκδοσής της είναι απαραίτητο στοιχείο του κύρους της. Δε θίγεται όμως το κύρος της επιταγής αν η σημειούμενη σε αυτήν ημερομηνία έκδοσής της δεν είναι αληθινή. Έτσι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι έγκυρη και μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και πριν από την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτήν ότι εκδόθηκε, αφού είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει»…… Επίσης χωρίς σημασία είναι η σημείωση στην επιταγή του αριθμού του λογαριασμού του εκδότη και δεν επιδρά στο κύρος της επιταγής η αναγραφή αριθμού λογαριασμού τρίτου προσώπου (ΑΠ 1121/1992)

23ον. Το ζήτημα της μεταγενέστερης θεώρησης από τον δικηγόρο του γνησίου της υπογραφής

ΑΠ 401/2021:Έτσι, χωρίς την τήρηση της εν λόγω διατύπωσης, η πληρεξουσιότητα-εξουσιοδότηση κατάθεσης της έγκλησης είναι ελλιπής …”, υπερέβη την εξουσία του (αρνητικά), με το να μη δεχθεί ως έγκυρη την έγκληση και να μην προχωρήσει στη διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του εντολέα στην έγγραφη δήλωση με την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα για υποβολή έγκλησης καθίσταται αναγκαία προς εξασφάλιση του κύρους της και αποτροπή τυχόν αμφισβήτησης του γεγονότος της παρασχεθείσας εντολής και υπογραφής από τον ίδιο τον εντολέα, καθώς και της χρονολογίας αυτής, ώστε να αποκλείονται επιπτώσεις στην εγκυρότητα της ενεργηθείσας πράξεως. Η τυχόν μεταγενέστερη (χρονικά) θεώρηση εφ’ όσον δεν παράγει ακυρότητα ή απαράδεκτο, απαιτείται να υπάρχει κατά το χρόνο κατάθεσης- εγχείρησης της μήνυσης ή έγκλησης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα την 8.1.2014 και ώρα 12.00 ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Σ. Π., δηλαδή αναμφισβήτητα μετά την ως άνω θεώρηση της υπογραφής. Στην ένσταση δε περί απαραδέκτου της ένδικης έγκλησης που προέβαλε ο κατηγορούμενος Δ.ς Τ. του Γ., δεν περιλήφθηκε αιτίαση και δεν τέθηκε θέμα περί πλαστότητας ή αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του Προέδρου, Αντιπροέδρου, Γραμματέα και των μελών του Διοικητικού συμβουλίου της εξουσιοδοτούσας εταιρείας προς υποβολή της, αλλά αυτός αρκέστηκε μόνο στην κατάδειξη του τυπικού γεγονότος της θεώρησης του γνησίου της υπογραφής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από τη Δικηγόρο Αθηνών Α. Τ. όχι κατά την ημέρα συνεδρίασης του Δ.Σ. (10.12.2013) αλλά την 18.12.2013. Έτσι, το Δικαστήριο της ουσίας κατέστησε αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως της υπερβάσεως εξουσίας, κατά παραδοχή του μοναδικού σχετικού λόγου της αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

24ον. Το ζήτημα της υποβολής μήνυσης (ακόμη και μετά το τρίμηνο) σε αδίκημα που διωκόταν αυτεπάγγελτα και με το νέο ΠΚ διώκεται κατ’έγκληση.

ΑΠ 773/2020:

Υποβολή έγκλησης – αρκεί η σε προγενέστερο χρόνο μήνυση ακόμα και μετά την πάροδο τριμήνου. Επί αδικήματος που διωκόταν αυτεπάγγελτα υπό το προϊσχύσανκαθεστώς και ήδη διώκεται κατΆ έγκληση, η δήλωση βούλησης του εγκαλούντος για την τιμωρία του δράστη δεν απαιτείται να είναι ρητή και πανηγυρική αλλά αρκεί να συνάγεταιείτε από το όλο περιεχόμενο της έγκλησης (ανεξάρτητα απότον χρόνο υποβολής της) είτε και από τη ρητή δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο ένορκης εξέτασηςτου παθόντος.

25ον. Η αλληλοσυμπλήρωση των άρθρων 18 και 22παρ.3 Ν.2190 και η πρακτική τους εφαρμογή.

ΑΠ 71/2018

Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει, ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της, τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18§2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [Ολ. ΑΠ 1096/76, 415 και 6/2006]. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (Ολ. ΑΠ 4, 5, 6/2006).

26ον. Το ζήτημα της επισύναψης κατά την κατάθεση των αναγκαίων εγγράφων που στηρίζουν την έγκληση, πότε υπάρχει μεταπληρεξουσιότητα υποκατάστατου και τι απαιτείται για την έγκληση από αυτόν.

ΑΠ 151/2020

Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 4 εδ. α’ του άρθρου 46 του ΚΠοινΔ, “Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτή”. Όμως, η μη υποβολή τους δεν δημιουργεί απαράδεκτο ή ακυρότητα, αφού τέτοια κύρωση δεν τάσσεται στην ανωτέρω διάταξη. Η επισύναψη των σχετικών εγγράφων στην κατατιθέμενη έγκληση είναι μεν αναγκαία για τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του προσώπου που καταθέτει την έγκληση, όμως, δεν έχει αναχθεί σε δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητας αυτής (έγκλησης).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η σε βάρος του ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε παραδεκτά και ότι καθ’ υπέρβαση εξουσίας καταδικάστηκε, διότι η έγκληση σε βάρος του δεν υποβλήθηκε από υποκατάστατο όργανο του διοικητικού συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία “… AEBEE”, το δε επισυναπτόμενο στην έγκληση πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου δεν έφερε την κατά νόμο βεβαίωση περί της γνησιότητας της υπογραφής των μελών του διοικητικού συμβουλίου της. Από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων η από 7.11.2012 έγκληση της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας και τα συνημμένα σ’ αυτή έγγραφα και ειδικότερα τα με αριθμούς 9618/11, 654/ 62, 5491/82, 6574/99, 7737/02 ΦΕΚ (τεύχ. ΑΕ και ΕΠΕ), στα οποία δημοσιεύθηκε η σύσταση της εν λόγω εταιρίας, το καταστατικό της, η σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου και η μετατροπή της σε α.ε. και το υπ’ αριθμ. 326/ 12 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης αυτής εταιρίας. Σύμφωνα με το ως άνω υπ’ αριθμ. 326/ 12 πρακτικό, συνεδρίασε το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας σε απαρτία και αποφάσισε ομόφωνα να εξουσιοδοτήσει την Δικηγόρο Αθηνών Γ. Α. να υποβάλει την ως άνω έγκληση κατά του αναιρεσείοντος για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά τα οριζόμενα σ’ αυτό (πρακτικό).

Το πρακτικό αυτό προσκομίστηκε σε ακριβές αντίγραφο, το οποίο εξήχθη από το βιβλίο πρακτικών και με αυτό το διοικητικό συμβούλιο της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας μεταβίβασε το δικαίωμα εκπροσώπησης στην προαναφερόμενη δικηγόρο για να υποβάλει την ανωτέρω έγκληση και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, ενώ σχετική πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 13 παρ. 3 του ως άνω καταστατικού. Το πρακτικό αυτό φέρει την υπογραφή του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου, με σχετική καταστατική πρόβλεψη, του οποίου έχει θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής από την ως άνω Δικηγόρο. Επομένως, η Δικηγόρος Γ. Α., κατά την υποβολή της ως άνω εγκλήσεως, ενήργησε ως μεταπληρεξούσιος υποκατάστατου οργάνου του διοικητικού συμβουλίου και δεν ήταν αναγκαία η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των υπόλοιπων δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου, αφού αρκεί ότι έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του ως άνω υποκατάστατου προσώπου, το οποίο προσυπογράφει το αντίγραφο του πρακτικού. Κατά ακολουθίαν των ανωτέρω, νομότυπα υποβλήθηκε η ανωτέρω έγκληση.

27ον. Η εκκαθάριση και το ζήτημα της εκπροσώπησης κατά το εν λόγω στάδιο

ΑΠ 987/2020

Οι διατάξεις αυτές του Ν.2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, ως το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, εκπροσωπεί αυτό στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Η δε διάταξη του άρθρου 22§3 του Ν. 2190/1920 ρυθμίζει το ζήτημα της υποκατάστασης του ΔΣ της ανώνυμης εταιρίας, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο, εφόσον διενεργείται με βάση τις διατάξεις αυτές, που περιλαμβάνουν, στο πεδίο εφαρμογής τους, τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας και, μεταξύ άλλων, επιτρέπουν στο ΔΣ αυτής, που κατ’ αρχήν ενεργεί συλλογικά, να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις, προβλέπουν δε, ότι για ορισμένα θέματα είναι δυνατό να αποφασιστεί από το διοικητικό συμβούλιο μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή, κατά το άρθρο 22§3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της, διότι υποκατάσταση με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22§3 του Ν. 2190/1920 το τρίτο πρόσωπο, στο οποίο το ΔΣ ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του ΔΣ, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της προβλεπόμενης, από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του διοικητικού συμβουλίου, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 48α του ίδιου ως άνω Ν. 2190/1920, περί ανωνύμων εταιρειών συνάγεται ότι μετά τη λύση της ανώνυμης εταιρείας αυτή τίθεται υπό εκκαθάριση εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 48 § 2 και 49 του ίδιου νόμου. Μετά τη θέση της εταιρείας υπό εκκαθάριση, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, παύει η ανήκουσα στα μέχρι τότε αρμόδια όργανα αυτής εξουσία εκπροσώπησής της, και περιέρχεται αυτή αποκλειστικά στους εκκαθαριστές οι οποίοι έχουν και τη διοίκηση και διαχείριση αυτής. Κάθε δε εταιρεία είτε προσωπική, είτε κεφαλαιουχική (ΑΕ – ΕΠΕ), που τελεί υπό εκκαθάριση, δικαιούται να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα στο ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα που έχουν τελεσθεί σε βάρος της, δηλαδή όταν αυτή είναι αμέσως παθούσα (ΑΠ 709/2018).

28ον.Το ζήτημα της αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων και η αιτιολογία της απόφασης.

ΑΠ  151/2020

Για την ύπαρξη πλήρους ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους ούτε μνεία του τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά μόνο από αυτά κατ’ επιλογή, όπως τούτο επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ. (Ολ.Α.Π. 1/2005). Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα και ανενδοιάστως, ότι αυτά έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολο τους, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της ακροαματικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα, που εισφέρθηκαν σ’ αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να θεωρείται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη ( ΑΠ 196/ 2019).

“Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι στις …, στις 30/08/2012, ως Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΤΕ”, εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα εξέδωσε με πρόθεση την υπ’αριθ. … επιταγή της Τράπεζας ALPHA BANK με ημερομηνία εκδόσεως την 30/08/2012 για το χρηματικό ποσό των [25.000,00] ευρώ, σε διαταγή του ιδίου του κατηγορούμενου Κ. Π., νομίμως περιελθούσης στην κατοχή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “…”, νομίμως εκπροσωπούμενης, κατόπιν οπισθογραφήσεως, η οποία είναι και η νόμιμη κομίστρια αυτής. Ο ισχυρισμός του κατ/νου ότι δεν γνώριζε την έκδοση της επιταγής, αφού κατά το χρόνο (έκδοσής της η εταιρία βρισκόταν σε εκκαθάριση, με μοναδικό εκκαθαριστή τον πατέρα του, δεν μπορεί να γίνε δεκτός, αφού δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του αξιογράφου, αλλά και δεν αποδείχθηκε η ανάμειξη στις εταιρικές υποθέσεις άλλου προσώπου πλην του κατ/νου. Πρέπει, όμως, να του αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2δ ΠΚ, καθόσον μετά την τέλεση της πράξης του κατέβαλε προσπάθειες για την απομείωση των συνεπειών της.”.

Ακολούθως, το εν λόγω Δικαστήριο της ουσίας με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 842 2 δ’ ΠΚ του ότι: “Στις …, στις 30.8.2012: Ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΤΕ”, εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα εξέδωσε με πρόθεση την υπ’ αριθμ. … επιταγή της Τράπεζας ALPHA ΒΑΝΚ με ημερομηνία εκδόσεως την 30.8.2012 για το χρηματικό ποσό των (25.000,00) ευρώ, σε διαταγή του ιδίου του κατηγορούμενου Κ. Π., νομίμως περιελθούσης στην κατοχή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “… ABEE …”, νομίμως εκπροσωπούμενης, κατόπιν οπισθογραφήσεως, η οποία είναι και η νόμιμη κομίστρια αυτής.

Και αφού εμφανίσθηκε προς πληρωμή στις 06/09/2012 δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια”.

Όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης υπ’αριθμ. ΖΤ 2277/2019 αποφάσεως, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της. ούτε στη συνέχεια αυτού, αλλά ούτε και από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της κατάφασης της ενοχής του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος (πέραν των αναγνωσθέντων εγγράφων και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία), έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, ενόψει του ότι ουδόλως μνημονεύει τούτο (Δικαστήριο) στην προσβαλλομένη απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων, το οποίο, ως προεκτέθηκε, δεν αναφέρεται ούτε κατ’είδος στο αιτολογικό. Έτσι, υφίσταται ανεπάρκεια του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τα ληφθέντα υπόψη για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα κρίσεως αποδεικτικά μέσα, εφ’ όσον δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι αυτά αξιολογήθηκαν και εκτιμήθηκαν στο σύνολο τους.

29ον. Τόπος κατοικίας-Αναγραφείσα διεύθυνση στη μήνυση στην οποία δεν βρέθηκε ο μηνυόμενος, εσφαλμένη αιτιολογία απόρριψης της έφεσης

ΑΠ 82/2022

Τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων αυτών του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠοινΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή στη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, την οποία θεσπίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., περιεχόμενο της οποίας είναι η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην εισαγγελική αρχή, που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο, τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός, ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή στη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη διεύθυνση διαφορετική από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε και, ως εκ τούτου, η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.), από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνσή του και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης, ενόψει μάλιστα του ότι, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών δεν συντρέχει λόγος, για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους. Διαφορετικά, όπως προεκτέθηκε, ιδρύεται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΟλΑΠ 2/2014). Η απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκτός του ότι επιβάλλεται να διακρίνεται από πληρότητα και σαφήνεια και να μην περιέχει αντιφάσεις ή λογικά κενά, πρέπει να περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσης του, που αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα ούτε να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αλλά είναι αναγκαίο να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, και όχι μόνο ορισμένα από αυτά επιλεκτικώς (ΑΠ 1434/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αριθμό 3125/23-10-2020, του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1276/3-7-2020 του ήδη αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου κατά της απόφασης με αριθμό 18586/24-5-2017 του Ε’Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και την ως άνω έφεση, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της έφεσής του, είχε επικαλεσθεί ότι είχε γνωστή κατοικία επί της οδού …, στη Γλυφάδα και ότι ακύρως κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής και κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, είχε προτείνει ως μάρτυρες απόδειξης τη Σ. Τ. και Ν. Κ., οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, προσκόμισε δε και έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Τελικά, το ως άνω Δικαστήριο [Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών] έκρινε την προμνημονευόμενη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εκπρόθεσμη και την απέρριψε για το λόγο αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: “Η εκκαλούμενη 18586/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος επιδόθηκε σε αυτόν την 23-3-2018 σύμφωνα με τις διατάξεις περί επιδόσεων σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής, και συγκεκριμένα, επειδή αυτός απουσίαζε από την κατοικία του επί της οδού … στην Αμαλιάδα Ηλείας και η διαμονή του ήταν άγνωστη, ούτε βρέθηκε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 156 § 1 Κ.Π.Δ., η επίδοση έγινε προς τη δημοτική υπάλληλο Χ. Α., που όρισε για το σκοπό αυτό ο Δήμαρχος Ηλείας. Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε την 3-7-2020, δηλαδή μετά την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 § 1 Κ.Π.Δ. Η ανωτέρω διεύθυνση κατοικίας, στην οποία αναζητήθηκε ο εκκαλών, είναι η αναφερόμενη στην 22560/2014 μηνυτήρια αναφορά της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Ο εκκαλών με την έφεσή του ισχυρίζεται ότι ασκεί αυτήν εκπρόθεσμα, επειδή κατά τη δικάσιμο, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, είχε κλητευθεί ακύρως ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής επί της οδού … στη Γλυφάδα. Εφόσον, όμως, ο εκκαλών δεν προσβάλλει την εγκυρότητα της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, όπως απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, αναφέροντας μάλιστα και τα σχετικά αποδεικτικά μέσα, αλλά μόνο την εγκυρότητα της κλήτευσής του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως ισχυρισμός του ως αλυσιτελής. Επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι υπάρχει ορισμένος και πλήρης ισχυρισμός περί ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο της επίδοσης ο εκκαλών κατοικούσε πράγματι επί της οδού … στη Γλυφάδα Αττικής, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων, αλλά και από την άδεια κυκλοφορίας του … δικύκλου, που μεταβιβάσθηκε σε αυτόν την 17-6-2013 με σχετική χειρόγραφη σημείωση επ’ αυτής της υπαλλήλου της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Αττικής Ε. Π., την από 3-3-2012 κλήση προς αυτόν του Τμήματος Τροχαίας Ελληνικού, την από 18-11-2014 χειρόγραφη απόδειξη είσπραξης, που χορήγησε σε αυτόν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το … ασφαλιστήριο αυτοκινήτου έτους 2019 της εταιρίας Groupama, λογαριασμούς τηλεφώνου μηνών Νοεμβρίου 2010 και Μαρτίου 2011 της εταιρίας Vodafone, την από 2-5-2017 επιστολή της ασφαλιστικής εταιρίας Eurolife προς αυτόν, αποδείξεις πληρωμής των εταιριών PC ΟΝΕ Α.Ε. και EINHELL ΕΛΛΑΣ Α.Ε., την …/15-2-2019 πράξη κατάθεσης εγγράφου της συμβ/φου Μ. Α., την από 21-12-2018 αναγγελία της πρόσληψής του προς τον Ο.Α.Ε.Δ. εκ μέρους της εταιρίας Synolo Solutions Ε.Π.Ε. Ωστόσο, ο εκκαλών στις ατομικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, που υπέβαλλε, δήλωνε ανέκαθεν και δηλώνει μέχρι σήμερα ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό … στην Αμαλιάδα, όπως προκύπτει και από τις αναγνωσθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του των ετών 2017 και 2018. Επομένως η αρχή, που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης, και εν προκειμένω η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, δεν είχε τρόπο να πληροφορηθεί την πραγματική κατοικία του, αφού ο ίδιος κατά το χρόνο, που έγινε η επίδοση, δήλωνε ως κατοικία του στη φορολογική αρχή την αναφερόμενη στη μηνυτήρια αναφορά, ενώ δεν υπήρχε υποχρέωση της Εισαγγελίας να αναζητήσει περαιτέρω τη διεύθυνσή του από ιδιωτικές εταιρίες, το Τμήμα Τροχαίας Ελληνικού, την Περιφέρεια Αττικής, τον Ο.Α.Ε.Δ. ή το Ε.Κ.Π.Α. Ο εκκαλών με την από 19-1-2007 υπεύθυνη δήλωσή του προς τη Δ.Ο.Υ. ΙΑ’ Γλυφάδας ανέφερε ότι διαμένει επί της οδού … στη Γλυφάδα, η δήλωση όμως αυτή α) είχε γίνει σε πολύ προγενέστερο χρόνο από αυτόν της επίδοσης, επακολούθησαν δε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του εκκαλούντος με αναφερόμενη διεύθυνση επί της οδού … στην Αμαλιάδα Ηλείας, και β) έγινε στα πλαίσια και μόνο του φορολογικού ελέγχου των βιβλίων και στοιχείων της εταιρίας Computers Repairing Center Ε.Π.Ε., που διενεργούσε η ως άνω Δ.Ο.Υ., χωρίς ο ίδιος (εκκαλών) να προβεί και σε μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας, που δήλωνε ως ατομικώς φορολογούμενος. Επίσης, ο εκκαλών προσκομίζει τον από 3-7-2020 πίνακα μετατροπής ποινής και πίνακα διακανονισμού ποινής του Τμήματος Εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών με τους οποίους υπολογίζεται το ποσό της μετατροπής και οι δόσεις της ποινής, που του επιβλήθηκε με την 39880/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όμως στα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται η διεύθυνση κατοικίας του. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας κατ’ άρθρο 578 § 1 Κ.Π.Δ”. Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών στέρησε την απόφασή του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ δέχεται το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ότι ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων κατά τον χρόνο επίδοσης της εκκαλούμενης απόφαση είχε γνωστή κατοικία, στην Γλυφάδα Αττικής, επί της οδού …, στη συνέχεια καταλήγει ότι ήταν νόμιμη η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής, διότι η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών δεν είχε τρόπο να πληροφορηθεί την πραγματική κατοικία του, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ίδιος κατά το χρόνο, που έγινε η επίδοση, δήλωνε ως κατοικία του στη φορολογική αρχή την αναφερόμενη στη μηνυτήρια αναφορά και δεν υπήρχε υποχρέωση της Εισαγγελίας να αναζητήσει περαιτέρω τη διεύθυνσή του. Η εν λόγω αιτιολογία, όμως, δεν είναι επαρκής, ενόψει του ότι εκλαμβάνει ως νόμιμη την επίδοση στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής, καίτοι δέχεται ως αποδειχθέν ότι ο κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή, χωρίς να υπάρχει παραδοχή, ότι ο τελευταίος (κατηγορούμενος) γνώριζε, ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τη συγκεκριμένη πράξη, ώστε να έχει υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στην αρμόδια δικαστική (εισαγγελική) αρχή, ή ότι είχε διενεργηθεί σε βάρος του ανάκριση ή προανάκριση, κατά την οποίαν να είχε δηλωθεί ως διεύθυνση κατοικίας η οδός … στην Αμαλιάδα. Κατ’ ακολουθίαν αυτών και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ), προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της έφεσης της αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου (δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής) και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την απόφαση με αριθμό 3125/23-10-2020 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2021.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

30ον Αναγκαία η μνεία περιστατικών ή η επισύναψη εγγράφων στην έκθεση του ενδίκου μέσου για τους λόγους ανωτέρας βίας. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να δικαιολογούν πλήρως το εκρπόθεσμο της άσκησής του

ΑΠ 617/2021

Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο, κατά τη συναγόμενη από το άρθρο 255 παρ.2 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Αν δεν διαλάβει τέτοια περιστατικά στην έκθεση ή αν τα περιστατικά αυτά δεν αποδεικνύονται από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσκομίζει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται με άλλο έγγραφο και ειδικότερα υπόμνημα μεταγενέστερα είναι απαράδεκτη. Τέλος, ως ανώτερη μεν βία νοείται κάθε γεγονός εξαιρετικό και απρόβλεπτο, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα ακραίας φροντίδας, εξαιρετικής επιμέλειας και ιδιαίτερης συναίνεσης, ανυπέρβλητο δε κώλυμα θεωρείται το γεγονός εκείνο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο διαδίκου και δεν θα μπορούσε να υπερνικηθεί με κανένα τρόπο (ΑΠ 905/2019).

Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της ασκηθείσας αναιρέσεως, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 307/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία δημοσιεύτηκε με τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο Β. Α. του Α., παριστάμενο διά πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την απαγγελία της αποφάσεως, καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 13-1-2020. Ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη από 3-3-2020 αίτηση αναιρέσεως, με επίδοση δηλώσεως στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 3-3-2020, δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 473 παρ.2 εικοσαήμερης προθεσμίας.

Στην αίτηση αναίρεσης προβάλλεται ως λόγος ανώτερης βίας, άλλως ανυπέρβλητου κωλύματος προς δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησής της, η απουσία του αναιρεσείοντα για λόγους επαγγελματικούς, που αναφέρονται σε αιφνίδια και απρόοπτα επαγγελματικά συμβάντα, τα οποία απαιτούσαν την άμεση παρουσία του σε χώρες του εξωτερικού. Για την απόδειξη του προβαλλόμενου, ως άνω, λόγου ανώτερης βίας, ο αναιρεσείων επικαλείται και προσκομίζει τα σχετικά αεροπορικά εισιτήρια. Όπως παραπάνω αναφέρεται στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την απαγγελία αυτής ο αναιρεσείων παρέστη διά πληρεξουσίου δικηγόρου, και όφειλε να ασκήσει την αναίρεση εντός της νόμιμης προθεσμίας από τη δημοσίευση της απόφασης. Άλλωστε, ο παραστάς δικηγόρος του είχε τη δυνατότητα να ασκήσει ο ίδιος την αίτηση αναιρέσεως μέσα στη νόμιμη προθεσμία χωρίς ειδική εντολή του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 465 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ.. Τέλος, σε κάθε περίπτωση η απουσία του αναιρεσείοντος στο εξωτερικό, εντός της εικοσαημέρου προθεσμίας, καλύπτει χρονικό διάστημα μόνον επτά (7) ημερών. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠοινΔ) και επίσης να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας τη κατηγορία (αρθ. 176, 183 ΚΠοινΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 31ον. Το ζήτημα της κατά τόπο αρμοδιότητας του Ποινικού Δικαστηρίου

ΑΠ 359/2020

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εγγράφως, με καταχώρηση στα πρακτικά, και προφορική της ανάπτυξη, την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι για την εκδίκασή της, κατά τόπον αρμόδια Δικαστήρια είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά, για το λόγο ότι “…η επίμαχη επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή στην Τράπεζα με την επωνυμία “HSBC” και συγκεκριμένα στο Ναυτιλιακό κατάστημά της, στον Πειραιά επί της …, καθώς σε αυτό ορίστηκε ρητώς να γίνει η πληρωμή αυτής. Επομένως, και για τον ανωτέρω λόγο σε συνδυασμό με την αιτία εκδόσεως της επίμαχης επιταγής, ήτοι για την κάλυψη υπηρεσιών σε πλοίο, με αποτέλεσμα από την μη πληρωμή της να προκύπτει ναυτική διαφορά υπό την έννοια του νόμου για την εκδίκαση της οποίας, κατά τόπον αρμόδια Δικαστήρια είναι το τα Δικαστήρια του Πειραιά.”. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, ο εν λόγω όμως συνήγορος του αναιρεσείοντος επανέφερε αυτήν με λόγο έφεσης και ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ενεργούντος ως εφετείου, το οποίο επίσης την απέρριψε κατ’ ουσίαν με την πιο κάτω σκέψη:
“… η έκδοση της επίμαχης επιταγής δεν αποτελεί ναυτική διαφορά διότι, αν και ο κατηγορούμενος φέρεται ότι εξέδωσε αυτή στο πλαίσιο της επιχειρηματικότητας της εταιρείας, της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος, ήτοι της διαχείρισης φορτηγών πλοίων, το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και ο τόπος τέλεσης του αδικήματος είναι ο τόπος έκδοσης αυτής. Κατόπιν αυτών και εφόσον οι επίμαχες επιταγές φέρεται ότι εκδόθηκαν στο …, το παρόν δικαστήριο είναι κατά τόπο αρμόδιο και θα πρέπει να απορριφθεί η ένσταση που προέβαλε ο κατηγορούμενος της κατά τόπο αναρμοδιότητας.” Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεχόμενο ότι, εφόσον, κατά τα αναγραφόμενα στην ως άνω επιταγή, τόπος εκδόσεως ήταν το …, αρμόδιο για την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης είναι το δικάσαν Δικαστήριο, ορθώς απέρριψε την ένσταση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ο σχετικός (2ος) λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ (πρώην Η’) Κ.Ποιν.Δ., για υπέρβαση εξουσίας, με την έννοια ότι παρά την αναρμοδιότητα κατά τόπο του δικάσαντος Δικαστηρίου προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και στην καταδίκη του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

32ον.Το ζήτημα του περιεχομένου του κλητηρίου θεσπίσματος στο έγκλημα της επιταγής

ΑΠ 359/2020

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης ΑΤ1669/2019 δευτεροβάθμιας απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και των οικείων πρακτικών, σε συνδυασμό με την πρωτόδικη ΣΤΜ4481/2018 απόφαση και τα σχετικά πρακτικά του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθώς και την με αριθμό 52009/18.06.2018 έφεση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβλήθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή στο επιδοθέν σ’ αυτόν κλητήριο θέσπισμα α) δεν περιέχονται τα πλήρη στοιχεία του και συγκεκριμένα σ’ αυτό αναγράφεται “… Καλούμε τον Δ. Τ. του Γ. …” αντί του ορθού “…Καλούμε τον Δ. – Μ. Τ. του Γ. – Ε….”, β) δεν αναφέρεται ο αριθμός λογαριασμού του δικαιούχου, και γ) το ποσό, για το οποίο εκδόθηκε, η επιταγή είναι εσφαλμένο, καθώς αναφέρεται σε ευρώ, αντί του ποσού των δολλαρίων Η.Π.Α. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών απέρριψε την παραπάνω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφορικά με τα στοιχεία του αναιρεσείοντος σιωπηρώς, ενώ με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε αυτήν, κατά τα λοιπά, πλην όμως με παρεμπίπτουσα απόφασή του συμπλήρωσε τα πλήρη στοιχεία αυτού και στη συνέχεια με την ΣΤΜ4481/2018 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την προαναφερόμενη έφεση, με ειδικό λόγο της οποίας (μεταξύ άλλων) πλήττει την πρωτόδικη απόφαση για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε σ’ αυτόν, επικαλούμενος τους ίδιους λόγους που είχε προβάλει και κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Κατά την εκδίκαση της έφεσης ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, επανέφερε τον ίδιο αυτοτελή ισχυρισμό, ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, διατυπωμένο σε γραπτό κείμενο, που αναπτύχθηκε προφορικά και καταχωρίστηκε στα πρακτικά. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμο, με το εξής αιτιολογικό:
“Επειδή η εκκαλούμενη απόφαση σιωπηρά απέρριψε την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ως προς το όνομα του κατηγορουμένου και μετά το συμπλήρωσε, έχει καλυφθεί η ακυρότητα. Σε κάθε δε περίπτωση δεν προκύπτει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου από τη μη αναφορά του δεύτερου ονόματος και του πατρωνύμου και επομένως δεν οδηγεί σε παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Εφόσον, μάλιστα, με τα ίδια στοιχεία δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο και επομένως πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, η αναφορά του λογαριασμού στο κλητήριο θέσπισμα δεν είναι απαραίτητη διότι αυτή (αναφορά λογαριασμού) δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγή. Ενώ, το ότι στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται το ποσό σε ευρώ, ενώ είναι σε δολάρια, οπότε δεν αναφέρεται το ύψος του ποσού που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεν οδηγεί σε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, διότι εφόσον αναφέρεται ο αριθμός της επιταγής από την αποδεικτική διαδικασία θα προκύψει το ποσό, το οποίο είναι σε δολάρια και επομένως πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος.” Υπό τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας ορθώς και με πλήρη αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμη την προταθείσα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και με το να μην κηρύξει άκυρο για τους ως άνω λόγους το επιδοθέν στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα, και να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας που δεν καλύφθηκε. Επομένως, ο σχετικός λόγος (1ος) αναίρεσης, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ για σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.