Δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση νομοσχεδίου με τίτλο “Εκσυγχρονισμός της μουσειακής πολιτικής και ζητημάτων διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς …”

Δημόσια διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου με τίτλο :«Εκσυγχρονισμός της μουσειακής πολιτικής και ζητημάτων διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς: ίδρυση μουσείων-ν.π.δ.δ., κρατική ασφάλιση της κινητικότητας των πολιτιστικών αγαθών, δράσεις του Ο.Δ.Α.Π. και του Μουσείου Ακρόπολης, ρυθμίσεις ποινικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, Συμβούλια του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μητρώο Προσωπικού Αρχαιολογικών Εργασιών και λοιπές διατάξεις σχετικά με το προσωπικό του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας στον πολιτισμό».

 

Παρατηρήσεις: Το άρθρο 75 του νομοσχεδίου προβλέπει την εφαρμογή των άρθρων 218 και 254 ΚΠΔ, για την προστασία μαρτύρων και την διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων και στα κακουργήματα που προβλέπονται στον κώδικα νομοθεσίας για την προστασία αρχαιοτήτων, ακόμα και αν αυτά δεν τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης.

 

Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, κ. Λίνα Μενδώνη θέτει από σήμερα, 14 Ιανουαρίου 2023, ημέρα Σάββατο και ώρα 15.45 σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, το σχέδιο νόμου «Εκσυγχρονισμός της μουσειακής πολιτικής και ζητημάτων διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς: ίδρυση μουσείων-ν.π.δ.δ., κρατική ασφάλιση της κινητικότητας των πολιτιστικών αγαθών, δράσεις του Ο.Δ.Α.Π. και του Μουσείου Ακρόπολης, ρυθμίσεις ποινικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, Συμβούλια του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μητρώο Προσωπικού Αρχαιολογικών Εργασιών και λοιπές διατάξεις σχετικά με το προσωπικό του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίαςστον πολιτισμό.».

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του σχεδίου νόμου επιδιώκεται ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου λειτουργίας πέντε μουσειακών δομών που λειτουργούν ως υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και του πλαισίου ασφάλισης της κινητικότητας των πολιτιστικών αγαθών για τη διενέργειας περιοδικών εκθέσεων. Περαιτέρω, εισάγονται ρυθμίσεις για την αποδοτικότερη λειτουργία του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (Ο.Δ.Α.Π) και του Μουσείου Ακρόπολης, το Μητρώο Προσωπικού Αρχαιολογικών Εργασιών και την ποινική προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Οι νέες προβλέψεις εστιάζουν, κυρίως, στα εξής ζητήματα:

α) Ιδρύονται πέντε (5) νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα οποία αναλαμβάνουν τις αρμοδιότητες των αντίστοιχων πέντε (5) ειδικών περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ, επιχορηγούνται και εποπτεύονται από αυτό, φιλοξενούν τις συλλογές των καταργούμενων υπηρεσιών και στελεχώνονται από το προσωπικό που υπηρετεί σ’ αυτές, το οποίο διατηρεί την οργανική του θέση στο ΥΠΠΟΑ και δηλώνει αν επιθυμεί να προσφέρει υπηρεσίες στα μουσεία-ν.π.δ.δ.

β) Προστίθενται κανόνες στον Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν. 4858/2021, Α’ 220), με τους οποίους προβλέπεται η ανάληψη από το Ελληνικό Δημόσιο της εγγυητικής υποχρέωσης για αποζημίωση, σε περίπτωση απώλειας ή φθοράς, κατά το δανεισμό πολιτιστικών αγαθών για τη διενέργεια περιοδικών εκθέσεων και η απαλλαγή των μουσείων της χώρας από το βάρος ιδιωτικών ασφαλίστρων.

γ) Εισάγονται ρυθμίσεις για την αποδοτικότερη λειτουργία του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (Ο.Δ.Α.Π.) ως προς τις δράσεις εκσυγχρονισμού της εμπορικής πολιτικής, την υπηρεσιακή δομή και τη δικαστική του εκπροσώπηση.

δ) Επικαιροποιούνται οι διατάξεις του ιδρυτικού νόμου 3711/2008 του Μουσείου Ακρόπολης, με τον εμπλουτισμό των τρόπων εκπλήρωσης των σκοπών του και των αρμοδιοτήτων του Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης

ε) Εισάγονται ποινικές διατάξεις περί προστασίας μαρτύρων και διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων για την αποτελεσματικότερη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.

στ) Αποσαφηνίζονται οι κατηγορίες και οι εργασίες του Μητρώου Προσωπικού Αρχαιολογικών Εργασιών του ΥΠΠΟΑ και ορίζεται η έναρξη εφαρμογής του την 1η.1.2024.

ζ) Εισάγονται ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας στο χώρο του πολιτισμού και την παραχώρηση στο ΥΠΠΟΑ του ακινήτου όπου στεγάζεται το αρχαιολογικό μουσείο Κιλκίς.

Σας καλούμε να συμμετάσχετε στη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, διατυπώνοντας τις απόψεις και τις παρατηρήσεις σας ως  προς τις προτεινόμενες ρυθμίσεις.

Η διαδικασία της ηλεκτρονικής δημόσιας  διαβούλευσης θα ξεκινήσει την 14η Ιανουαρίου και θα διαρκέσει έως την 28η Ιανουαρίου 2023.

H Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού

Λίνα Μενδώνη

 

Μετάβαση στον διαδικτυακό τόπο διαβουλεύσεων

Η με αρ. 25 Γνωμοδότηση του Συμβουλευτικού Συμβουλίου Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE) που αφορά την ελευθερία έκφρασης των δικαστών

Η με αρ. 25 Γνωμοδότηση του Συμβουλευτικού Συμβουλίου Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE) που αφορά την ελευθερία έκφρασης των δικαστών.

 

Το CCJE (Consultative Council of European Judges) είναι συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα που αφορούν την ανεξαρτησία, την αμεροληψία και την επαγγελματική επάρκεια των δικαστών. Είναι το μοναδικό όργανο στο πλαίσιο ενός διεθνούς οργανισμού που απαρτίζεται αποκλειστικά από δικαστές. Μέσω της λειτουργίας του CCJE αναδεικνύεται η προτεραιότητα που δίνει το Συμβούλιο της Ευρώπης στο επαγγελματικό καθεστώς των δικαστών και στην ποιότητα του δικαστικού συστήματος, καθώς το κράτος δικαίου και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών εξαρτώνται από μια ισχυρή και ανεξάρτητη δικαστική εξουσία, από τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας και από την αυξημένη εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών στο δικαστικό τους σύστημα. Οι γνωμοδοτήσεις του CCJE χρησιμεύουν ως προσανατολισμός για τα κράτη μέλη στην ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού προτύπου για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και μπορούν επίσης να καθοδηγούν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Το συμβουλευτικό αυτό όργανο ανταποκρίνεται στα αιτήματα των εθνικών δικαστικών ενώσεων, όταν υπάρχουν απειλές για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης σε ένα κράτος μέλος.

Με τη με αρ. 25 Γνωμοδότηση, που εκδόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2022, το CCJE επικεντρώνεται στο ζήτημα της ελευθερίας έκφρασης των δικαστών. Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση των καθηκόντων των δικαστών. Αποτελεί εγγενές στοιχείο της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας της δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία των δικαστών αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο σε ορισμένα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ως εκ τούτου διακυβεύεται ένας ακρογωνιαίος λίθος του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ωστόσο, πρέπει να υπάρχουν όρια στην ελευθερία έκφρασης των δικαστών για την προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.

Η Γνωμοδότηση παρέχει γενική καθοδήγηση στους δικαστές και ένα ευρύ πλαίσιο για μια εν εξελίξει συζήτηση σχετικά με τις παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν οι δικαστές ασκούν το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης, τόσο εντός όσο και εκτός του δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι δικαστές απολαμβάνουν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης όπως κάθε άλλος πολίτης. Ωστόσο, κατά την άσκηση αυτού του δικαιώματος θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις συγκεκριμένες ευθύνες και τα καθήκοντά τους στην κοινωνία, εκτός από τις υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου που σχετίζονται με τον δικαστικό τους ρόλο. Το CCJE θεωρεί ότι οι δικαστές θα πρέπει να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση κατά την έκφραση των απόψεων τους σε περιπτώσεις όπου αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία, την αμεροληψία ή την αξιοπρέπεια του αξιώματός τους.

Το CCJE υπογραμμίζει ότι κάθε φορά που απειλείται η δημοκρατία, η διάκριση των εξουσιών ή το κράτος δικαίου, κάθε δικαστής έχει καθήκον να υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τη συνταγματική τάξη – μεταξύ άλλων και για πολιτικά ευαίσθητα ζητήματα. Οι δικαστές κάθε κράτους μέλους μπορούν επίσης να αναλαμβάνουν δράση για τη διεθνοποίηση των ζητημάτων προσβολής της δικαστικής ανεξαρτησίας. Ιδίως οι δικαστές που εκπροσωπούν μία δικαστική ένωση ή ένα δικαστικό συμβούλιο πρέπει να απολαμβάνουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας.

Στη Γνωμοδότηση τονίζεται επίσης ότι οι μεμονωμένοι δικαστές – καθώς και τα δικαστικά συμβούλια και οι ενώσεις – έχουν ηθικό καθήκον να εξηγούν στο κοινό τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος και τις αξίες του, προκειμένου να προάγουν και να διαφυλάσσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαστική δραστηριότητα.

Το CCJE παρέχει λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Θεωρεί ότι οι δικαστές έχουν γενική υποχρέωση αυτοσυγκράτησης κατά την άσκηση του δικαιώματός τους στην ελευθερία της έκφρασης – ανεξάρτητα από το αν αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους ή χρησιμοποιούν ψευδώνυμο. Αυτό σημαίνει ότι οι δικαστές θα πρέπει να αποφεύγουν να εκφράζουν απόψεις ή να ανταλλάσσουν προσωπικές πληροφορίες στο διαδίκτυο που μπορούν να υπονομεύσουν την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία της δικαιοσύνης, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, την αξιοπρέπεια του αξιώματος ή την εμπιστοσύνη του κοινού στο κύρος του δικαστικού σώματος. Προκειμένου να αποφευχθούν ορισμένοι κίνδυνοι, το CCJE συνιστά στο δικαστικό σώμα να παρέχει στους δικαστές επαρκή κατάρτιση σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης και την επικοινωνία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Επισυνάπτεται το κείμενο της γνωμοδότησης (πατήστε εδώ)

Κατερίνα Ντόκα,

Εφέτης

 

Παρατηρήσεις των μελών του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. Θ.Καμπαγιάννη και Δημήτρη Σαραφιανού επί του Νομοσχεδίου “διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών”

Παρατηρήσεις των συμβούλων της Εναλλακτικής Παρέμβασης στο ΔΣ του ΔΣΑ Θανάση Καμπαγιάννη και Δημήτρη Σαραφιανού επί του Σ/Ν «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών»

 

[Έναν συγκριτικό πίνακα των προτεινόμενων και των υπαρχουσών διατάξεων για τις άρσεις απορρήτου μπορείτε να βρείτε εδώ].

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, με το από 12/9/2022 ψήφισμα του Διοικητικού Συμβουλίου του, έχει ήδη τοποθετηθεί δημόσια, αναφορικά με το φλέγον θέμα της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, της ανάγκης απόδοσης ευθυνών για τις παραβιάσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, καθώς και της ανάγκης θεσμικών παρεμβάσεων.

Όπως έχει ήδη επισημανθεί, σε μια δημοκρατική πολιτεία δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίστανται κρατικοί μηχανισμοί που λειτουργούν χωρίς έλεγχο και χωρίς όρους διαφάνειας και λογοδοσίας. Εξ αυτού προκύπτει η ανάγκη άμεσης αναθεώρησης του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών με την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των νόμιμων εγγυήσεων, αλλά και της διασφάλισης της σχετικής κρίσης από τακτικούς δικαστές (ιδίως, επώνυμη άρση, πρόβλεψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επικύρωση απόφασης από δικαστικό συμβούλιο, ενημέρωση από την ΑΔΑΕ του παρακολουθούμενου πολίτη).

Γενική παρατήρηση όσον αφορά το κατατεθέν σχέδιο νόμου

Το σχέδιο νόμου που εισήχθη προς επεξεργασία στη Βουλή (Διαρκής Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης) στις 29/11/2022 δεν ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως αυτές αναδείχθηκαν με τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των «νόμιμων επισυνδέσεων» δυνάμει εισαγγελικών διατάξεων και των κατασκοπευτικών λογισμικών τύπου Predator/Pegasus (βλ. παρακολουθήσεις Ν. Ανδρουλάκη, Θαν. Κουκάκη, Στ. Μαλιχούδη, καταγγελίες για δεκάδες παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, κλπ μέσω Predator). Τουναντίον, οι διατάξεις του έρχονται να νομιμοποιήσουν τη διαπιστωθείσα αυθαιρεσία, τόσο στο επίπεδο των «νόμιμων επισυνδέσεων» με τη θωράκιση και χειροτέρευση του νομοθετικού πλαισίου όσο και σε αυτό των κατασκοπευτικών λογισμικών τύπου Predator/Pegasus με τη νομιμοποίηση της προμήθειάς τους από το δημόσιο.

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, παρά τις εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις φορέων και προσώπων (Ανεξάρτητες Αρχές, δικηγορικές και δικαστικές ενώσεις, καθηγητές Νομικής, κλπ), οι αλλαγές στο σχέδιο νόμου, από τη μορφή που αναρτήθηκε στη Διαβούλευση σε αυτή που εισήχθη στη Βουλή, ήταν ελάχιστες και εν πολλοίς επουσιώδεις. Ο πυρήνας του νομοσχεδίου παρέμεινε αναλλοίωτος:

– Άρση του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» με αναιτιολόγητη και ανώνυμη εισαγγελική διάταξη που εγκρίνεται αναιτιολόγητα από δεύτερο εισαγγελέα, χωρίς δικαστικό συμβούλιο, χωρίς χρονικό όριο, με δυνατότητα ενημέρωσης μετά την αναγκαστική πάροδο τριετίας, μόνον αν το αποφασίσει όργανο στο οποίο πλειοψηφούν οι εισαγγελείς που ενέκριναν την άρση.

– Απαγόρευση πρόσβασης του θιγόμενου πολίτη στο πρωτογενές συλλεγέν υλικό.

– Ακύρωση και υφαρπαγή του ελεγκτικού ρόλου της ΑΔΑΕ.

– Νομιμοποίηση της χρήσης κατασκοπευτικών λογισμικών από την ΕΥΠ.

Στα πλαίσια του νομικού διαλόγου, προχωρούμε και σε κατ’ άρθρο παρατηρήσεις επί των κεφαλαίων Α’, Β’ και Γ’ του κατατεθέντος σχεδίου νόμου, ώστε να καταστούν σαφείς οι διατάξεις του, θεωρώντας επί της αρχής ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να νομιμοποιήσει με την ψήφο του τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία.

Κατ’ άρθρο παρατηρήσεις επί των κεφαλαίων Α’, Β’ και Γ’ του σχεδίου νόμου

Άρθρο 3: Ορισμοί

Ως «λόγοι εθνικής ασφάλειας» ορίζονται «οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια». Ο ορισμός είναι στενότερος από αυτόν που είχε δοθεί σε δημόσια διαβούλευση (ο ορισμός της διαβούλευσης: «οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος»).

Ο ορισμός, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι προβληματικός εξαιτίας της εξόχως αόριστης αναφοράς στις «βασικές λειτουργίες του κράτους» και ιδίως στα «θεμελιώδη συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών», ενώ οι λόγοι της εθνικής άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής, της ενεργειακής ασφάλειας και της κυβερνοασφάλειας αναφέρονται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι, ως έννομο αγαθό, η εθνική ασφάλεια είναι εννοιολογικά στενότερη από τη δημόσια ασφάλεια και αναφέρεται πρώτιστα σε απειλές κατά του κράτους από εξωτερικούς εχθρούς, με περιεχόμενο την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την εδαφική ακεραιότητα. Η έννοια της εθνικής ασφάλειας απαντάται τόσο σε υπερνομοθετικά κείμενα (π.χ. άρθρο 10 ΕΣΔΑ), όσο και σε συνταγματικά (π.χ. 19Σ «Προστασία απορρήτου επιστολών και επικοινωνιών», άρθρο 5Α Σ., «Πρόσβαση πολιτών στην πληροφόρηση») και σε κοινούς ειδικούς νόμους (πχ άρθρο 24 ν. 4624/2019) ως νόμιμος λόγος κάμψης της σχετικής προστασίας των ρυθμιζόμενων δικαιωμάτων και προστατεύεται ήδη από δεκάδες τυποποιημένων ποινικών αδικημάτων.

Χωρίς ρητή διαφοροποίηση της εθνικής ασφάλειας από τη δημόσια ασφάλεια, απάλειψη αόριστων εννοιών όπως τα «θεμελιώδη συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών» και περιοριστική αναφορά των σχετιζόμενων λόγων, ο ορισμός προσφέρεται για νομιμοποίηση καταχρηστικών πρακτικών. Η προτεινόμενη συσταλτική προσέγγιση επιτάσσεται ρητά από το άρθρο 19 του Συντάγματος.

Άρθρο 4: Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας

Το σχέδιο νόμου ακολουθεί τη διαφοροποίηση που υπάρχει και στο προϋπάρχον νομοθετικό πλαίσιο ανάμεσα στις άρσεις απορρήτου για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων και στις άρσεις απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, με σαφώς λιγότερες θεσμικές εγγυήσεις όσον αφορά τις δεύτερες. Θυμίζουμε ότι σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία, μόνον το έτος 2021, εκδόθηκαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, σε σχέση με 3.097 βουλεύματα για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Δηλαδή αν υπολογίσει κανείς τις εργάσιμες ημέρες, εκδίδονταν εξήντα εισαγγελικές διατάξεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας κάθε μέρα!

– Στην παράγραφο 4, ορίζεται ότι «Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας περιέχει: α) το όργανο που αιτείται την άρση, β) τον σκοπό της άρσης, γ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, δ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης και στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης», δηλαδή – a contario με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του σχεδίου νόμου – δεν περιέχει την αιτιολογία επιβολής της άρσης και το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή.

Η έκδοση εισαγγελικής διάταξης χωρίς αιτιολογία αντιβαίνει στις στοιχειώδεις αρχές του κράτους δικαίου, στη συνταγματική αρχή της έκδοσης δικαστικών αποφάσεων με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ, καθώς καθίσταται αδύνατη η ελεγξιμότητά της. Η απουσία ονόματος δεν επιτρέπει στην ΑΔΑΕ, στην οποία επιδίδεται η εισαγγελική διάταξη, έναν έστω prima facie έλεγχο του περιεχομένου της (διά του επωνύμου). Καμία απόφαση άρσης απορρήτου δεν πρέπει να λαμβάνεται χωρίς αιτιολογία και ονομαστική αναφορά, όπου αυτή είναι γνωστή.

Η έλλειψη αιτιολογίας της εισαγγελικής διάταξης δεν θεραπεύεται από τις προτεινόμενες προϋποθέσεις για το αίτημα της αρχής (Ε.Υ.Π. ή Δ.Α.Ε.Ε.Β.) που ζητά την άρση: «Το αίτημα περιλαμβάνει (α) τους λόγους που στοιχειοθετούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, (β) την αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου για την αντιμετώπιση του κινδύνου, (γ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για τα οποία ζητείται η άρση, (δ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, και (ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης». Και τούτο γιατί το ζητούμενο για την αιτούσα αρχή δεν είναι να παράσχει αιτιολογία, αλλά συγκεκριμένα γεγονότα και πληροφορίες που στοιχειοθετούν την αναγκαιότητα της άρσης. Η αιτιολογία αφορά την δικαστική αρχή και αποτελεί τη βασικότερη εγγύηση που περιγράφεται στην παρ. 2 του α. 19 του Συντάγματος. Στοιχειοθετημένο αίτημα της Υπηρεσίας και αιτιολογημένη διάταξη της δικαστικής αρχής είναι το ζητούμενο – και όχι το αντίστροφο.

– Στην παράγραφο 2, ορίζεται ότι το αίτημα υποβάλλεται «για μεν την Ε.Υ.Π. στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 (Α ́ 39), για δε τη Δ.Α.Ε.Ε.Β. στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994 (Α ́ 209)» και εγκρίνεται εντός 24 ωρών, ενώ στη συνέχεια υποβάλλεται «για έγκριση σε δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος είναι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή εισαγγελέας Εφετών και ορίζεται με απόφαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για θητεία ενός (1) έτους, με δυνατότητα ανανέωσης για ένα (1) έτος».

Η έκδοση εισαγγελικών διατάξεων από ενσωματωμένο στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών εισαγγελέα σήμανε, εκ του αποτελέσματος, τη μετατροπή του εισαγγελέα σε επισφραγιστή των αναγκών της Υπηρεσίας, αντί του ρόλου του ως εγγυητή του απορρήτου των επικοινωνιών κατά τη συνταγματική διάταξη του α. 19. Το «διπλό φίλτρο» (δλδ, η έγκριση από δεύτερο εισαγγελέα) ίσχυσε τα έτη 2008-2018 (ο δεύτερος εισαγγελέας καταργήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 4531/2018, ΦΕΚ Α 62/5.4.2018), αλλά δεν εμπόδισε την αριθμητική έκρηξη των εισαγγελικών διατάξεων άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας (από 1.124 το 2008 σε 11.113 το 2018). Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η κατάργηση του ενσωματωμένου στην ΕΥΠ εισαγγελέα (και όχι βέβαια η νομοθέτηση μιας θέσης ενός ακόμα ad hoc εισαγγελέα) και η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας αποκλειστικά με βούλευμα τριμελούς δικαστικού συμβουλίου εφετών ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, με διάταξη εισαγγελέα εφετών, η οποία θα επικυρώνεται από τριμελές δικαστικό συμβούλιο, κατά το πρότυπο της άρσης για διακρίβωση ιδιατέρως σοβαρών εγκλημάτων.

– Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι στην περίπτωση αιτήματος άρσης του απορρήτου που αφορά πολιτικά πρόσωπα «το αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα υποβάλλεται μόνο από την Ε.Υ.Π. και οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Το αίτημα, μαζί με τα στοιχεία που το συνοδεύουν, υποβάλλεται από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π. στον Προέδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων (24) ωρών.…. Μόνο εάν χορηγηθεί η άδεια της παρούσας, μπορεί το αίτημα να υποβληθεί στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 για τη συνέχιση της διαδικασίας».

Η περιγραφή του αιτήματος άρσης που αφορά πολιτικά πρόσωπα υπό την προϋπόθεση «να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας» νομιμοποιεί την ύπαρξη δύο ειδών αιτημάτων άρσης: ένα για τα πολιτικά πρόσωπα που στηρίζεται σε συγκεκριμένα (!) στοιχεία τα οποία καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και ένα για τα μη-πολιτικά πρόσωπα (δηλαδή τους πολίτες και μεταξύ αυτών δικηγόρους, δικαστές, δημοσιογράφους, κλπ), ως προς τους οποίους εξ αντιθέτου το αίτημα μπορεί να μην στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία και η διακινδύνευση να μην είναι άμεση και πιθανή. Σε κάθε περίπτωση, είναι προτιμότερη η ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας, αν όχι στην κατά το Σύνταγμα ανεξάρτητη αρχή, σε άλλο πιο αντιπροσωπευτικό όργανο της Βουλής, όπως η διάσκεψη των Προέδρων, που είναι διακομματικό συλλογικό όργανο.

– Στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι γνωστοποίηση επιβολής του περιοριστικού μέτρου μπορεί να λάβει χώρα «μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας… Για τη γνωστοποίηση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σχετικό αίτημα στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), το οποίο διαβιβάζεται στην Ε.Υ.Π. και τη Δ.Α.Ε.Ε.Β.».

Ο εκ του νόμου χαρακτηρισμός της εισαγγελικής διάταξης άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας ως απόρρητου εγγράφου επί τριετία συνιστά μείζονα χειροτέρευση του νομοθετικού πλαισίου σε σχέση με τη διάταξη που υπήρχε πριν τον Μάρτιο του 2021 (και η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 87 του ν. 4790/2021 που τροποποίησε την παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994) και πρέπει να απαλειφθεί.

– Στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι αρμόδιο για την ενημέρωση του καθού η άρση είναι τριμελές όργανο που αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.: «Του οργάνου προεδρεύει ο ανώτερος ιεραρχικά ή, επί ομοιοβάθμων, ο αρχαιότερος εισαγγελικός λειτουργός. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, με τήρηση απόρρητων συνοπτικών πρακτικών και καταγραφή της γνώμης της μειοψηφίας, εφόσον υφίσταται».

Η διάταξη αυτή αφαιρεί από την ΑΔΑΕ την ελεγκτική αρμοδιότητα που προβλέπεται από το Σύνταγμα και την απονέμει σε τριμελές όργανο στο οποίο πλειοψηφούν οι εισαγγελείς που διέταξαν και ενέκριναν την άρση. Η συμμετοχή του δεύτερου εισαγγελέα, αντί του Διοικητή της ΕΥΠ ή του Διευθυντή της ΔΑΕΕΒ που προβλεπόταν στο σχέδιο της διαβούλευσης, δεν απαντάει στη δικαιολογημένη κριτική που ασκήθηκε, καθώς και πάλι η απόφαση της άρσης θα ελεγχθεί από όργανο στο οποίο πλειοψηφούν αυτοί που την αποφάσισαν.

– Στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι «γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε».

Με δεδομένο το μέγεθος του πλήγματος που υπέστη ο καθού η άρση πολίτης στην ιδιωτική του ζωή και στο απόρρητο των επικοινωνιών του, καθώς με την επισύνδεση αίρεται το απόρρητο του περιεχομένου όλων των τηλεφωνικών επικοινωνιών του (και όχι μόνο τα εξωτερικά στοιχεία αυτών, πχ τηλεφωνικοί αριθμοί καλούντων και καλουμένων, αριθμός κλήσεων, διάρκεια, κλπ), η γνωστοποίηση της άρσης πρέπει να προβλέπεται ως υποχρέωση των αρχών εκ μόνου του γεγονότος του μη σχηματισμού δικογραφίας (καθώς στην περίπτωση σχηματισμού δικογραφίας, το συλλεγέν υλικό θα προσκομιστεί στη δικογραφία της οποίας θα λάβει γνώση ο θιγόμενος).

– Στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι «Αν αποφασισθεί η ενημέρωση, ο θιγόμενος ενημερώνεται για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του».

Η γνωστοποίηση θα πρέπει να περιέχει και την αιτιολογία λήψης του μέτρου και άρσης του απορρήτου, άλλως ο θιγόμενος πολίτης δεν μπορεί να απολαύσει πλήρως τα δικαιώματά του και να ασκήσει ένδικο μέσο.

Άρθρο 5: Διαχείριση υλικού σε άρσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας

– Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι «Αν ο εισαγγελικός λειτουργός του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 4 κρίνει ότι το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων συνιστά αποδεικτικό μέσο για την άσκηση ποινικής δίωξης, εξάγεται σε υλικό φορέα και αποστέλλεται, με νέα διάταξη, στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Με την ίδια διάταξη, το υλικό αυτό μπορεί να περιορίζεται στο περιεχόμενο που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση εγκλημάτων».

Η περιοριστική αναφορά σε υλικό που «συνιστά αποδεικτικό μέσο για την άσκηση της ποινικής δίωξης» και «που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση εγκλημάτων» αντιβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με τις οποίες οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές συλλέγουν υλικό που εισφέρει αποδεικτικά και στην αθώωση του υπόπτου/κατηγορουμένου. Για τον λόγο αυτό, το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων πρέπει να αποστέλλεται στο σύνολό του, ώστε να αξιοποιηθεί αποδεικτικά από τους διαδίκους.

– Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι «Μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων διαγράφεται από το σύστημα», ενώ στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι «το σύνολο του πληροφοριακού υλικού που εξάγεται για τις ανάγκες της Υπηρεσίας από το σύστημα επισυνδέσεων σε έγχαρτη μορφή ή αποτυπωμένο σε υλικούς φορείς, καταστρέφεται εντός έξι (6) μηνών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών».

Η θεμελίωση δικαιώματος γνωστοποίησης του μέτρου της άρσης μετά από τρία (3) χρόνια, σε συνδυασμό με την καταστροφή του συλλεγέντος υλικού μετά από έξι (6) μήνες, συνεπάγεται τη νομοθέτηση απαγόρευσης πρόσβασης του θιγόμενου στο συλλεγέν υλικό.

Άρθρο 6: Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων

– Στην παράγραφο 1 ορίζεται ένας μακρύς κατάλογος κακουργημάτων για τη διερεύνηση των οποίων είναι δυνατή η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αυξημένος σε σχέση με την προηγούμενη διάταξη.

Ωστόσο, όλα τα αναφερόμενα στην προτεινόμενη διάταξη κακουργήματα δεν συνιστούν άνευ ετέρου «ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα». Η διάταξη θα πρέπει να περιλαμβάνει περιοριστικά εκείνα τα κακουργήματα που κρίνονται ως τόσο «ιδιαιτέρως σοβαρά», ώστε η διερεύνησή τους να δικαιολογεί το συντριπτικό πλήγμα στην ιδιωτικότητα που προκαλεί η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του θιγομένου.

– Στην παράγραφο 2 ορίζεται ένας μακρύς κατάλογος πλημμελημάτων για τη διερεύνηση των οποίων είναι δυνατή η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αυξημένος σε σχέση με την προηγούμενη διάταξη.

Προστίθενται με τη διάταξη αυτή καινούργια πλημμελήματα για τα οποία είναι δυνατόν να διαταχθεί η άρση (για παράδειγμα προστέθηκαν τα πλημμελήματα του άρθρου 187 ΠΚ). Για λόγους τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, ο νομοθέτης πρέπει να περιορίσει τα αναφερόμενα πλημμελήματα στα σοβαρότερα εξ αυτών, ώστε να δικαιολογείται η άρση.

Άρθρο 8: Διαδικασία άρσης του απορρήτου

– Με τις παραγράφους 1 έως 3 ορίζεται η παράδοση των διατάξεων και των βουλευμάτων στην ΑΔΑΕ «με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα».

Με δεδομένο ότι η διαδικασία αυτή δεν θα είναι τεχνικά εφικτή μέχρι την ψήφιση του νόμου (η έκδοση της ΚΥΑ για την ψηφιοποίηση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και καταργείται με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου), η ΑΔΑΕ, στις από 21/11/2022 παρατηρήσεις της, εκφράζει την αντίρρηση ότι τυχόν ψήφιση της διάταξης ως έχει θα σημάνει την αυτόματη παύση της δυνατότητας καταχώρησης και αποθήκευσης των παραλαμβανομένων από την ΑΔΑΕ διατάξεων και βουλευμάτων (έστω έγχαρτα), την ακύρωση κάθε δυνατότητάς της να φτιάξει δικό της αρχείο και την εξάρτηση του ελεγκτικού της ρόλου από τους παρόχους των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, δηλαδή από ιδιωτικές εταιρείες. Από τη στιγμή που καταργείται η παράγραφος 13 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 («Μέχρι τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης της παρ. 12 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, το απόσπασμα της διάταξης που περιλαμβάνει το διατακτικό της παραδίδεται με απόδειξη μέσα σε κλειστό φάκελο»), οι αιτιάσεις της ΑΔΑΕ έχουν βάση και, από την ψήφιση του σχεδίου νόμου, ακυρώνεται εν τοις πράγμασι κάθε ελεγκτικός ρόλος της Ανεξάρτητης Αρχής.

– Με την παράγραφο 4 ορίζεται ότι «Ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης».

Στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο η ενημέρωση του Προέδρου της Βουλής και των αρχηγών των κομμάτων δεν αφορά γενικά «τα θέματα άρσεων των επικοινωνιών», αλλά την εκδοθείσα διάταξη, η οποία κοινοποιείται και στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

– Με την παράγραφο 4, ορίζεται ότι «Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους δέκα (10) μήνες. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και η εξακολούθηση της συνδρομής των στοιχείων αυτών επιβεβαιώνεται σε κάθε παράταση της ισχύος της άρσης».

Όπως και στο προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, η διάταξη άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας παραμένει χωρίς χρονικό όριο, το οποίο σημαίνει ότι η παρακολούθηση μπορεί να συνεχιστεί εις το διηνεκές, γεγονός που καθιστά και τη νέα διάταξη αντίθετη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

Άρθρο 12: Απαγορευμένα λογισμικά και συσκευές παρακολούθησης – Προσθήκη άρθρου 370ΣΤ ΠΚ

Με το άρθρο 12 ποινικοποιείται η κατοχή, προμήθεια, χρήση, διακίνηση, κλπ λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης «τα οποία καθορίζονται, είτε ονομαστικά είτε κατά τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, με απόφαση του Διοικητή της Ε.Υ.Π., η οποία εκδίδεται εντός επτά (7) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».

Η διάταξη στερείται σαφήνειας και προβλεψιμότητας, καθώς η αντικειμενική της υπόσταση εξαρτάται από κατάλογο που θα δημοσιοποιήσει μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου ο διοικητής της ΕΥΠ και θα επικαιροποιεί κάθε έξι μήνες.

Άρθρο 13: Προμήθεια λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης από το Δημόσιο

Με το άρθρο 13 ορίζεται ότι «Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μετά από πρόταση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η σύναψη συμβάσεων εκ μέρους κρατικών δομών για την προμήθεια λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης του άρθρου 370ΣΤ του Ποινικού Κώδικα για την εκπλήρωση των σκοπών τους».

Δίνεται η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν λογισμικά ή συσκευές, όπως τα λεγόμενα «βαλιτσάκια» και τα λογισμικά τύπου Pegasus/Predator, χωρίς καμία περαιτέρω εγγύηση ή πρόβλεψη, και σε αντίθεση με την κυβερνητική δέσμευση περί απαγόρευσης χρήσης των επίμαχων λογισμικών. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα και με την από 25/11/2022 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (5/2022), η εν λόγω διάταξη δεν παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις ώστε να θεωρηθεί συμβατή με τις απαιτήσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, καθώς από το νόμο απουσιάζουν τα βασικά κριτήρια με βάση τα οποία θα ήταν ανεκτός ο περιορισμός των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων.

Κείμενα-συμβολές επί του σχεδίου νόμου

Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ)

Παρατηρήσεις της ΑΔΑΕ επί του νομοσχεδίου για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών

https://tinyurl.com/3xshefhy

Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Γνωμοδότηση επί του σχεδίου νόμου “Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών”

https://tinyurl.com/4va99kb4

Ένωση Ελληνων Ποινικολόγων

Συνοπτικη Αξιολογηση του Σχ/Ν “Διαδικασια αρσης του απορρητου των επικοινωνιων, κυβερνοασφαλεια και προστασια προσωπικων δεδομενων πολιτων”

https://tinyurl.com/4yvyfer6

Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ)

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ, ΚΥΒΕΡΝΟΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ»

https://tinyurl.com/4b5djckj

Μειοψηφία ΔΣ ΕνΔΕ

https://tinyurl.com/yfkdyvjx

Δημήτρης Τσαραπατσάνης (αναπληρωτής καθηγητής Νομικής, Πανεπιστήμιο York)

“Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής” (για το Ινστιτούτο Eteron).

https://tinyurl.com/yc2tmzda

Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος: Ανακοίνωση για Σχέδιο Νόμου με τίτλο «Επιλογή, κατάρτιση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών-Τροποποιήσεις στον ν.4871/2021»

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Δ.Υ.Ε.)

Πρώην Σχολή Ευελπίδων, κτίριο 13, γραφείο 201,

τηλ: 210-8826464, mail: info@odye.gr site: www.odye.gr

Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2022

Αρ. Πρωτ. 41

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ-ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Θέμα: Απόφαση του Δ.Σ. της Ο.Δ.Υ.Ε. για το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Επιλογή, κατάρτιση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών-Τροποποιήσεις στον ν.4871/2021»

 

Τις επόμενες ημέρες η κυβέρνηση, αναμένεται να καταθέσει στη Βουλή το Σχέδιο Νόμου με τον τίτλο: «Επιλογή, κατάρτιση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών-Τροποποιήσεις στον ν.4871/2021».

Το Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, κατά την τελευταία συνεδρίαση του στις 16 και 17 Νοεμβρίου 2022,συζήτησε το υπό ψήφιση Σχέδιο Νόμου και αποφάσισε να εκθέσει τις παρακάτω θέσεις-απόψεις ενόψει της κατάθεσής του στη Βουλή:

1.Θεωρούμε απαράδεκτο το γεγονός ότι, ενώ πριν 4 μήνες συστάθηκε Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με έργο την επεξεργασία του Σχεδίου Νόμου με τον τίτλο «Εθνική Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων», μόλις ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της Επιτροπής και παραδόθηκε το πόρισμα του έργου της στον Υπουργό Δικαιοσύνης, εντελώς αναιτιολόγητα, αιφνιδιαστικά και αντίθετα σε κάθε δεοντολογία, ο Υπουργός Δικαιοσύνης ανακοίνωσε ένα άλλο Σχέδιο Νόμου, που στην ουσία, μέσα απ΄ αυτό δεν πρόκειται να ιδρυθεί καμία Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων, αλλά πολύ απλά και εν ολίγοις, οι προσλήψεις και η επιμόρφωση των Δικαστικών Υπαλλήλων, θα γίνονται μέσω της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Προσπερνώντας την προχειρότητα και τις παλινωδίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το γεγονός πως μέχρι πρόσφατα ο Υπουργός διαβεβαίωνε ότι τον Ιανουάριο του 2023 οι νεοδιοριζόμενοι βάσει του Σχεδίου Νόμου Δικαστικοί Υπάλληλοι, θα βρίσκονται στις θέσεις διορισμού τους στα Δικαστήρια, δεν μπορούμε να μην σταθούμε στον απαξιωτικό τρόπο που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης, τους Δικαστικούς Υπαλλήλους, αλλά και τα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής(Δικαστικούς Λειτουργούς, Δικαστικούς Υπαλλήλους, υπηρεσιακούς παράγοντες).

2.Το Σχέδιο Νόμου που θα εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή, σε καμία περίπτωση δεν απαντά στα χρόνια και συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα των Δικαστικών Υπηρεσιών και των υπηρετούντων σ΄ αυτές Δικαστικών Υπαλλήλων, δηλαδή: α)την υποστελέχωση, αφού πάνω από το 30% των οργανικών θέσεων παραμένουν κενές και με το ρυθμό προσλήψεων που εκ των πραγμάτων θέτει η λειτουργία της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, τα κενά αυτά, δεν πρόκειται να αναπληρωθούν ούτε στην επόμενη δεκαετία, δεδομένου μάλιστα του ετήσιου αριθμού αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης και β)την υπαμειβόμενη εργασία, αφού οι αποδοχές μας έχουν μειωθεί δραματικά, από το 2011 με την λαίλαπα του πρώτου μνημονίου, όταν καταργήθηκαν «εν μία νυκτί» το επίδομα ειδικών συνθηκών και ο διανεμητικός λογαριασμός του ΤΑΧΔΙΚ, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστιαία μείωση της τάξης του 25-40% μηνιαίως, ενώ καθημερινά, εδώ και πολλά χρόνια, χιλιάδες ώρες υπερωριακής εργασίας(σε ποινικά ακροατήρια, ανάκριση, αυτόφωρα), καθημερινές, αργίες και Σαββατοκύριακα, παραμένουν απλήρωτες ή αμειβόμενες ως «φιλοδώρημα», ενώ στο ίδιο το νομοσχέδιο δεν αναφέρεται καμία πρόβλεψη για καλύτερες αποδοχές των Δικαστικών Υπαλλήλων.

3.Η διαδικασία προσλήψεων Δικαστικών Υπαλλήλων, όπως την εισάγει το Σχέδιο Νόμου, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και απαιτητική, που θέτει εν αμφιβόλω την ισότιμη αντιμετώπιση των υποψηφίων, αφού, αφενός μεν παρακάμπτεται το ΑΣΕΠ, αφετέρου δε, εκτός της γραπτής εξέτασης προβλέπεται και προφορική δοκιμασία στο ίδιο γνωστικό περιεχόμενο.

4.Η επιμόρφωση των Δικαστικών Υπαλλήλων είναι μια αναγκαιότητα που ως συνδικαλιστικό όργανο, την τονίζουμε και την αναδεικνύουμε εδώ και δεκαετίες, χωρίς μέχρι σήμερα, ούτε η παρούσα, ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις να πράξουν το παραμικρό. Και θεωρούμε πως δεν χρειαζόταν η ψήφιση ενός Σχεδίου Νόμου για να υλοποιηθεί η επιμόρφωση, αφού υπάρχουν η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και το ΙΝΕΠ, φορείς που διαθέτουν και την τεχνογνωσία και τις υλικοτεχνικές υποδομές για να φέρουν εις πέρας τις επιμορφώσεις μας, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση και να εκπονηθεί ο κατάλληλος σχεδιασμός από μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Η κυβέρνηση δια του Υπουργού Δικαιοσύνης, παρουσιάζει ως «μαγική λύση» την ψήφιση του Σχεδίου Νόμου αδιαφορώντας πλήρως για τα προβλήματα που διαρκώς σωρεύονται στα Δικαστήρια όλης της χώρας. Εμείς θεωρούμε πως η ψήφιση του Σχεδίου Νόμου δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας και ο μόνος τρόπος για να δοθούν άμεσες και δραστικές λύσεις στα προβλήματα των Δικαστικών Υπηρεσιών και των Δικαστικών Υπαλλήλων, είναι:

Α)Η άμεση προκήρυξη διαγωνισμού με ενεργοποίηση του άρθρου 11 του Ν.4798/2021(ΦΕΚ 68Α), τουλάχιστον, για τις περίπου 500 θέσεις που έχουν εγκριθεί ως και το έτος 2022.

Β)Ο προγραμματισμός των προσλήψεων Δικαστικών Υπαλλήλων σε βάθος τριετίας, με στόχο την κάλυψη όλων των οργανικών κενών στις Δικαστικές Υπηρεσίες.

Γ)Η επαναθεσμοθέτηση του επιδόματος Ειδικών Συνθηκών, που είχε καθιερωθεί στη λογική του ότι βιώνουμε παρόμοιες συνθήκες εργασίας με τους Δικαστικούς Λειτουργούς.

Δ)Η έγκριση σε μόνιμη βάση είκοσι (20) ωρών μηνιαίως για υπερωριακή απασχόληση σε όλους τους Δικαστικούς Υπαλλήλους της χώρας, ως ελάχιστης έμπρακτης αναγνώρισης από την πολιτεία, του ρόλου που τους αναλογεί στην απονομή της Δικαιοσύνης.

Ε)Η εκπαίδευση και επιμόρφωση των υπηρετούντων και νεοδιοριζόμενων δικαστικών υπαλλήλων, από κρατικούς φορείς αποσυνδεδεμένη απ’ τις διαδικασίες πρόσληψης.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΔΥΕ

ΑΔΑΕ: παρατηρήσεις στο νομοσχέδιο για την διαδικασία άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Την Παρασκευή 18.11.2022 συνήλθε η Ολομέλεια της Αρχής Διασφαλίσεως του Απορρήτου των επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), προκειμένου να μελετήσει το νομοσχέδιο για την διαδικασία άρσης απορρήτου των Επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων (που αναρτήθηκε για διαβούλευση στις 15.11.2022) και διατύπωσε τις ακόλουθες παρατηρήσεις επί του εν λόγω νομοσχεδίου. Συντομότερη και περιληπτική αναφορά των πλέον βασικών παρατηρήσεων περιέχεται σε ξεχωριστό δελτίο τύπου, το οποίο, όπως και το παρόν, έχει αναρτηθεί στον δικτυακό τόπο της Αρχής (http://www.adae.gr)

 

ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ

Πέντε μέλη της Ολομέλειας (ο Πρόεδρος Χρήστος Ράμμος και τα μέλη Στέφανος Γκρίτζαλης, Νικόλαος Παπαδάκης, Αικατερίνη Παπανικολάου τακτικά μέλη `και Σπυρίδων Σκουλαρίκης αναπληρωματικό μέλος, μη προσελθόντος του αντιστοίχου τακτικού Γεωργίου Μπακάλη) επί των 7 συνολικά διατύπωσαν τις ακόλουθες παρατηρήσεις κατ’ άρθρο του νομοσχεδίου:

 

Άρθρο 4:

1.Με το άρθρο αυτό διατηρείται το παλιό σύστημα της έκδοσης της εισαγγελικής διάταξης για άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας κατά βάση στον εισαγγελέα της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ.

Ωστόσο, το σύστημα αυτό πάσχει, σε ότι αφορά τις εγγυήσεις διαφάνειας και αποτελεσματικής προάσπισης του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών. Και τούτο διότι το Σύνταγμα ανέθεσε, με το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο, την έκδοση των αποφάσεων (διατάξεων) άρσης του απορρήτου σε δικαστική αρχή (και όχι απαραίτητα σε εισαγγελικό λειτουργό) για λόγους μειζόνων εγγυήσεων και όχι για κάποιο ειδικό δογματικό από νομικής απόψεως λόγο. Και τούτο διότι ο συντακτικός νομοθέτης θεωρεί τους δικαστικούς λειτουργούς εγγυητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το έργο αυτό θα μπορούσε να είχε ανατεθεί εξ ολοκλήρου και σε ανεξάρτητη αρχή, όπως συμβαίνει σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικά δε η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν συνιστά καν δικαιοδοτικό έργο. Είναι μια διοικητική ενέργεια με βάση το λειτουργικό κριτήριο κατατάξεως των κρατικών πράξεων (αποφάσεων).

Mε τα δεδομένα αυτά, η από τον κοινό νόμο ανάθεση της αρμοδιότητας έκδοσης των διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας(1) σε εισαγγελικό λειτουργό και συγκεκριμένα σε εισαγγελέα εφετών, αποσπασμένο από τον φυσικό του χώρο (που είναι το δικαστήριο στην οργανική δύναμη του οποίου ανήκει), λειτουργούντα δε στο περιβάλλον της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ και μάλιστα σε μακροχρόνια βάση έχει ως συνέπεια μια μορφή ενσωμάτωσης του στο περιβάλλον και τη νοοτροπία που κυριαρχούν στις υπηρεσίες αυτές. Επομένως, ρύθμιση αυτή, χωρίς να είναι ευθέως αντισυνταγματική, απομακρύνεται πάντως με την νομοθετική αυτή επιλογή από την πιο πάνω στόχευση του συνταγματικού νομοθέτη.

Πρέπει, για τον λόγο αυτό, να επανέλθει το σύστημα το ισχύσαν προ του νόμου 3649/2008 και να ανατεθεί η αρμοδιότητα της έκδοσης των διατάξεων, περί των οποίων το άρθρο 4 του σχολιαζομένου νομοσχεδίου, σε δικαστικό λειτουργό, ο οποίος παραμένει στην έδρα του.

Περαιτέρω, για λόγους μεγαλύτερων εγγυήσεων πρέπει η αρμοδιότητα αυτή να ανατεθεί σε τριμελές δικαστικό συμβούλιο (όχι απαραίτητα εισαγγελικών λειτουργών) και να παύσει να ασκείται από ένα μονοπρόσωπο εισαγγελικό όργανο. Και τούτο, διότι είναι πασίδηλο ότι τα συλλογικά όργανα διαλέγονται μεταξύ τους· με τον δε διάλογο και την βάσανο των επιχειρημάτων δίδονται πάντα καλύτερες λύσεις και λαμβάνονται πιο ώριμες και ορθές αποφάσεις. Και αυτό είναι το ζητούμενο του συνταγματικού νομοθέτη για την περίπτωση, δηλαδή η προάσπιση του ατομικού δικαιώματος με βάση μια ορθή στάθμιση μεταξύ αφενός της ανάγκης προστασίας του δημοσίου συμφέροντος (εθνική ασφάλεια) και της προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών αφετέρου, μέσω της ορθής εφαρμογής της κατοχυρωμένης συνταγματικά αρχής της αναλογικότητας.

Το αντεπιχείρημα που είναι δυνατό να προβληθεί, στο σημείο αυτό, ότι το μονοπρόσωπο όργανο ενεργεί με μεγαλύτερη ταχύτητα, η οποία είναι προτιμητέα στην αντιμετώπιση των κινδύνων που μπορούν να απειλήσουν την εθνική ασφάλεια της χώρας, δεν είναι πειστικό. Και τούτο, διότι μπορεί ο νομοθέτης να θέσει σύντομες αποκλειστικές προθεσμίες εντός των οποίων τα δικαστικά αυτά συμβούλια οφείλουν να αποφαίνονται, όπως ακριβώς συμβαίνει στις περιπτώσεις της άρσεως του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης εγκλημάτων (άρθρο 6 §3 του σχολιαζόμενου νομοσχεδίου), χωρίς να δημιουργείται κανένα πρόβλημα.

Τέλος, το γεγονός ότι με το νομοσχέδιο προτείνεται, ως βελτιωτική ρύθμιση, η υποβολή της εκδοθείσης από τον, εντός της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ εδρεύοντα, εισαγγελέα εφετών διάταξης στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν θεραπεύει τις αδυναμίες του συστήματος, το οποίο εξακολουθεί να στηρίζεται κατά βάση στην μονοπρόσωπη αρμοδιότητα έκδοσης της πράξης με επόμενο απλώς στάδιο την έγκριση της απόφασης του μονοπρόσωπου οργάνου. Και τούτο, διότι είναι άλλο να κοινοποιείται σε ένα κρατικό λειτουργό μια ήδη διαμορφωμένη απόφαση, η οποία τον θέτει ουσιαστικά προ τετελεσμένου γεγονότος και δεν του μένει άλλη επιλογή από το να την εγκρίνει ή όχι, και άλλο να συνδιαμορφώνεται εξ αρχής μια κοινή απόφαση στο πλαίσιο ενός συλλογικού οργάνου.

2.Το προτεινόμενο νομοσχέδιο εξακολουθεί να μην συμπεριλαμβάνει στα στοιχεία, που περιέχονται στις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, την αιτιολογία λήψεως του μέτρου και το ονοματεπώνυμο του παρακολουθούμενου (βλ. άρθρο 4 §4), σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης βαριών εγκλημάτων (βλ. άρθρο 6 παρ.8). Όμως, η αιτιολόγηση όλων των αποφάσεων των κρατικών οργάνων, ειδικότερα δε των δυσμενών για τους διοικουμένους, αποτελεί εγγενές στοιχείο των αρχών του κράτους δικαίου και του πολιτεύματος ης φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ευρωπαϊκού τύπου, το οποίο ισχύει στην χώρα μας. Μέσω της αιτιολογίας μπορεί να ελεγχθεί το κάθε κρατικό όργανο (είτε διοικητικό είτε δικαστικό) εάν ενήργησε μέσα στο πλαίσιο του νόμου, εάν υπερέβη ή όχι τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, εάν ενήργησε αυθαιρέτως ή όχι, εάν προέβη σε κατάχρηση εξουσίας και, τέλος, εάν προέβη σε νόμιμες σταθμίσεις με βάση την προαναφερθείσα αρχή της αναλογικότητας. Επιπλέον μόνο μέσω του ελέγχου της αιτιολογίας μπορεί, εξ άλλου, να επιτευχθεί η λογοδοσία του κάθε κρατικού οργάνου, που αποτελεί γενική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τούτο, τέλος, καθίσταται επιτακτικότερο από το γεγονός ότι στο άρθρο 3 περίπτ α του νομοσχεδίου δίδεται ένας ευρύτατος ορισμός της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», με κινδύνους καταχρήσεων.

Το επιχείρημα ότι η παράθεση αιτιολογίας δεν προσήκει στα θέματα της προστασίας της εθνικής ασφάλειας δεν ευσταθεί. Και τούτο, διότι η αιτιολογία αυτή δεν κοινοποιείται ούτως ή άλλως στον ενδιαφερόμενο, κατά την διάρκεια της παρακολούθησης και μέχρι αυτή να λήξει και ακολούθως μέχρι να αποφασιστεί, κατόπιν αιτήσεως του θιγέντος ότι μπορεί αυτός να ενημερωθεί, επειδή έχει διαπιστωθεί ότι με την ενημέρωση αυτή δεν θα διακυβευθεί ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του (βλ κατωτέρω υπό 4). Ο έλεγχος της αιτιολογίας της άρσης του απορρήτου και μέσω αυτής της νομιμότητας της οικείας διάταξης μπορεί να θεσπιστεί ότι θα μπορεί να γίνεται ανά πάσα στιγμή , είτε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ιεραρχικό και πειθαρχικό προϊστάμενο των εισαγγελικών λειτουργών) είτε από την ΑΔΑΕ στο πλαίσιο του ελέγχου που κάνει βάσει του άρθρου 6 παρ. 1 περιπτ ε και στ του ν. 3115/2003. Και τούτο είτε αυτεπαγγέλτως (δειγματοληπτικά) είτε στο πλαίσιο καταγγελίας.

Σε ό,τι αφορά το δογματικό ζήτημα αν η ΑΔΑΕ μπορεί θεμιτά από απόψεως συνταγματικής τάξεως να ελέγξει τη νομιμότητα ενεργειών δικαστικού λειτουργού παρατηρητέα τα εξής: Το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 26 (διάκριση των εξουσιών), με συνέπεια να αποτελεί την μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, έχει επιλέξει ως εγγυητή της διασφάλισης του απορρήτου την ΑΔΑΕ · και μάλιστα και ως προς τα δύο εδάφια της παρ.1 του αυτού άρθρου, ήτοι όχι μόνο ως προς την πρωταρχική και γενική προστασία του δικαιώματος (εδάφιο πρώτο), αλλά και κατά το μέρος που αφορά την διαδικασία της άρση του απορρήτου από την δικαστική αρχή (εδάφιο δεύτερο). Εν ολίγοις η ΑΔΑΕ έχει επιλεγεί από τον συνταγματικό νομοθέτη ως αντίβαρο εξουσίας(2) στην δικαστική αρχή, στην οποία έχει αναθέσει, για τους λόγους που εξετέθησαν ήδη, το έργο της εκδόσεως των διατάξεων άρσης του απορρήτου.

Θα πρέπει, συμπερασματικά, να προβλεφθεί ότι, μεταξύ των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο σώμα των διατάξεων περί άρσεως του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, θα είναι και η αιτιολογία της λήψεως του μέτρου, χωρίς την συμπερίληψη στην αναφορά αυτή στοιχείων άκρως απορρήτων, όπως θα ήταν αυτά που αφορούν την εθνική άμυνα ή τις διεθνείς σχέσεις της χώρας3. Τέλος, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι το στοιχείο της αιτιολογίας περιλαμβάνεται μόνο στην διάταξη που κοινοποιείται στην ΑΔΑΕ, όχι δε και στην διάταξη που κοινοποιείται στους παρόχους. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να υπομνησθεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή και οι υπηρετούντες στην ΑΔΑΕ δεσμεύονται με την σειρά τους από την τήρηση των απορρήτων πληροφοριών, οι οποίες περιέρχονται στη γνώση τους.

3. Η απαγόρευση τήρησης αρχείου από τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου) θέτει ζητήματα διαφάνειας της διαδικασίας άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και αδυναμίας πραγματοποίησης λυσιτελούς και αποτελεσματικού ελέγχου από την ΑΔΑΕ επί διαταχθείσης άρσεως απορρήτου, όπως επιτάσσει αφενός μεν το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος αφετέρου δε οι διατάξεις των περιπτώσεων ε και στ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3115/2003 (έλεγχος των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου, στις περιπτώσεις υποβολής σχετικής καταγγελίας)(4).

4. Στο άρθρο 4 παρ. 7 καθορίζεται η διαδικασία της εκ των υστέρων ενημέρωσης του θιγέντος της κατά το παρελθόν τυχόν επισυμβάσης άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η αρμοδιότητα αυτή αφαιρείται τελείως από την ΑΔΑΕ για πρώτη φορά ύστερα από 18 χρόνια και ανατίθεται σε τριμελές όργανο το οποίο αποτελείται α) από τον Διοικητή της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ (ανάλογα με το αν η διάταξη είχε εκδοθεί από τον εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ), β)τον εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ (ανάλογα με το ποιος είχε εκδώσει την διάταξη) και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Ομοίως η αίτηση δεν υποβάλλεται στην ΑΔΑΕ, αλλά στον εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ.

Παρατηρείται, εν πρώτοις, ότι στο όργανο αυτό παρουσιάζεται το παράδοξο να συμμετέχουν, σύμφωνα με την διάταξη αυτή, ταυτόχρονα και ισότιμα ο κατά το άρθρο 6 παρ. 1 περιπτ. α του ν. 3115/2003 ελέγχων (Πρόεδρος της ΑΔΑΕ) και ο κατά την τελευταία αυτή διάταξη ελεγχόμενος (Διοικητής της ΕΥΠ και Διευθυντής της ΔΑΕΕΒ.

4α) Η βασική παρατήρηση που πρέπει να γίνει εν προκειμένω είναι ότι η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι με βάση το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος τελικός εγγυητής της τήρησης της νομιμότητας της όλης διαδικασίας άρσης του απορρήτου είναι η ΑΔΑΕ και όχι η δικαστική αρχή, στην οποία ανατίθεται η στάθμιση περί του αν μπορεί ή όχι να αρθεί το απόρρητο ενός προσώπου(5)

Σύμφωνα, εξ άλλου, με νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) [πρβλ. α) Klass και λοιποί κατά Γερμανίας, απόφαση της 6.9.1978, παράγραφος 58, β)Weber και Saravia κατά Γερμανίας, υπόθεση υπ’ αριθ. 54934/00) παράγραφος 136, και γ) Roman Zakharov κατά Ρωσίας, απόφαση της 4.12.2015, παράγραφος 288] μια από τις προϋποθέσεις για να κριθεί ότι το κανονιστικό καθεστώς των άρσεων απορρήτου μας χώρας είναι συμβατό με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ)(6) είναι, κατά το εν λόγω Δικαστήριο, και το να προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ότι, μετά την λήξη της παρακολούθησης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η λήψη του μέτρου, μπορεί να ενημερωθεί ο θιγείς από ανεξάρτητη αρχή με εχέγγυα ανεξαρτησίας, ότι ελήφθη εις βάρος του ένα τέτοιο μέτρο. Εν προκειμένω το τριμελές συλλογικό όργανο, στο οποίο χορηγείται με το νομοσχέδιο η αρμοδιότητα της γνωστοποίησης αυτής στις περιπτώσεις που η άρση είχε λάβει χώρα για λόγους εθνικής ασφάλειας, στερείται των εχεγγύων ανεξαρτησίας που επιβάλλεται να έχει μια ανεξάρτητη αρχή. Και τούτο, λόγω της συμμετοχής σε αυτό του Διοικητή της ΕΥΠ (ή κατά περίπτωση του Διευθυντή της ΔΑΕΕΒ), ενός οργάνου δηλαδή που δεν έχει καμία ανεξαρτησία απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση και το οποίο, περαιτέρω, συμμετέχοντας στην έκδοση της απόφασης περί γνωστοποίησης, καλείται να κρίνει τις συνέπειες των ιδίων αυτού πράξεων ή, σε κάθε περίπτωση, τις συνέπειες των πράξεων του προκατόχου του, ή κάποιου προκατόχου του. Τούτο δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, που σκοπό έχει την προστασία ενός δικαιώματος. Η προστασία πρέπει εν προκειμένω να χορηγηθεί έναντι της ΕΥΠ και, επομένως, είναι πασιφανές ότι δεν μπορεί να ανατεθεί σε όργανο της. Δεν μεταβάλλει δε σε τίποτε την διαπίστωση αυτή, το γεγονός ότι ο Διοικητής είναι ένα μόνο από τα τρία μέλη του εν λόγω οργάνου. Εξ άλλου, το αυτό πρόβλημα ανακύπτει και με τον εισαγγελέα (της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ), που είναι κατά το νομοσχέδιο το δεύτερο μέλος του τριμελούς αυτού οργάνου (του οποίου προβλέπεται μάλιστα και ότι προεδρεύει) ·εισαγγελέα δηλαδή, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην υπηρεσία, όργανα της οποίας του εισηγήθηκαν την έκδοση της διάταξης(7). Και το μέλος αυτό καλείται να αποφασίσει επί των συνεπειών πράξεως του ή πράξεως του προκατόχου του ή κάποιου προκατόχου του. Επομένως, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να επιστρέψει στην ΑΔΑΕ, όπως, εξ άλλου, παγίως προβλέπονταν από της ιδρύσεως της το 2003 μέχρι την κατάργηση του δικαιώματος ενημέρωσης του θιγέντος, όταν η άρση του απορρήτου του είχε γίνει για λόγους εθνικής ασφάλειας· κατάργηση που έγινε με την διάταξη της παρ.1 άρθρου 87 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021.

4β)Περαιτέρω, η μη τεκμηριούμενη απαγόρευση αποτύπωσης της τυχόν μειοψηφίας και της τήρησης πρακτικών καθιστά προβληματική την συμμετοχή του κάθε μέλους που για λόγους συνειδησιακούς θα ήθελε να μειοψηφήσει και να αποτυπωθεί η αποκλίνουσα γνώμη του για ένα τόσο σοβαρό θέμα σε ένα πρακτικό. Σε κάθε δε περίπτωση είναι δύσκολα συμβατό με το άρθρο 101Α παρ. 2 του Συντάγματος και ειδικότερα με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία που απολαμβάνει ένα μέλος συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής (άρα και ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ), επιλεγέν από άμεσο συνταγματικό όργανο(8) το να υποχρεούται το μέλος αυτό, το οποίο δεν είναι ένας απλός διοικητικός υπάλληλος, να συμμετέχει σε ένα διοικητικό όργανο (η συμμετοχή του εισαγγελικού λειτουργού δεν το καθιστά δικαστικό), στο οποίο δεν θα έχει καμία αξία και καμία αποτύπωση η τυχόν μειοψηφήσασα γνώμη του, η δε παρουσία του θα προσφέρει απλή νομιμοποίηση της όποιας απόφασης έχουν λάβει τα δύο άλλα μέλη.

4γ) Το χρονικό διάστημα των τριών ετών μετά την λήξη της άρσης του απορρήτου για να επιτραπεί η υποβολή αίτησης, που προβλέπεται στην αυτή παράγραφο και άρθρο (άρθρο 4§7) του νομοσχεδίου είναι υπερβολικά μακρύ και άνευ αποχρώντος λόγου μεγάλο. Δεν υπάρχει, πράγματι, αποχρών λόγος στην περίπτωση που έχει διαπιστωθεί ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός, για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, να μην γνωστοποιείται άμεσα η λήψη του μέτρου στον θιγέντα.

4δ) Στην ίδια διάταξη του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι στην ενημέρωση του θιγέντος γίνεται αναφορά μόνο της επιβολή του περιοριστικού μέτρου και της διάρκειάς του και όχι των λόγων, για τους οποίους είχε ληφθεί το μέτρο. Έτσι, όμως, η ενημέρωση του θιγέντος δεν εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ(9), πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να γίνεται αυτή η εκ των υστέρων κοινοποίηση. Και ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από τη χορήγηση στον θιγέντα της δυνατότητας άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα του απέναντι σε κάθε τυχόν μη σύννομη, ή καταχρηστική και δυσανάλογη εις βάρος του χρήση του μέτρου· χρήση που ισοδυναμεί με παραβίαση του δικαιώματος του σε προστασία του ιδιωτικού του βίου. Χωρίς δε γνώση της αιτιολογίας δεν μπορεί ο θιγείς να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα του σε δικαστική προστασία, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 20§1 του Συντάγματος.

4ε) Τέλος, πρέπει να προσδιοριστεί αν η διάταξη του άρθρου 4§7 καταλαμβάνει και τις ήδη εκκρεμείς ενώπιον της ΑΔΑΕ αιτήσεις πολιτών, που ζητούν να πληροφορηθούν αν έχει αρθεί κατά το παρελθόν το απόρρητο των επικοινωνιών τους.

 Άρθρο 5

Δεν προβλέπεται ποιος φορέας ελέγχει τη διαγραφή ή την καταστροφή του υλικού στις διάφορες σχετικές περιπτώσεις περί των οποίων διαλαμβάνει το άρθρο αυτό.

Στην παρ. 5 δεν προβλέπεται η σύνταξη έκθεσης για την καταστροφή, σε αντίθεση με τις παρ. 3 και 4 του ιδίου άρθρου.

 Άρθρο 6

1.Με το άρθρο 6 του νομοσχεδίου εγκαταλείπεται η μέχρι τώρα φιλοσοφία του ν. 2225/1994 που επέβαλε (και ορθά) την απαρίθμηση των βαριών εγκλημάτων για τα οποία προβλέπεται η άρση του απορρήτου (κάτι το οποίο στοιχούσε με την συνταγματική αρχιτεκτονική που θέλει το απόρρητο των επικοινωνιών να είναι απολύτως απαραβίαστο και η «παραβίαση» του για την διακρίβωση αδικημάτων να είναι η εξαίρεση σε ένα κανόνα(10)), με βάση ειδική κάθε φορά κρίση περί της ποινικής απαξίας του κάθε συμπεριλαμβανομένου στην απαρίθμηση αδικήματος. Αντίθετα υιοθετείται η ρύθμιση ότι για όλα τα κακουργήματα(11) χωρίς εξαίρεση μπορεί να δικαιολογηθεί η άρση του απορρήτου, προστίθεται δε επιπλέον και ένας μεγάλος κατάλογος πλημμελημάτων (πάνω από 50 από μια πρόχειρη καταμέτρηση). Αυτό σημαίνει ότι για περίπου τα μισά, αν όχι τα περισσότερα, αδικήματα του Ποινικού κώδικα προβλέπεται πλέον η δυνατότητα άρσης του απορρήτου. Έτσι όμως η διάταξη παρουσιάζει σοβαρό πρόβλημα ασυμφωνίας με το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, διότι μετατρέπει τον κανόνα σε εξαίρεση και την εξαίρεση σε κανόνα. Η διευκόλυνση των διωκτικών αρχών δεν μπορεί να καθίσταται η υπέρτατη επιδίωξη σε μια συνταγματικά ρυθμιζόμενη πολιτεία, έτσι ώστε να λησμονείται ουσιαστικά η συνταγματική επιταγή η άρση του απολύτως απαραβίαστου απορρήτου να γίνεται μόνο για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα.

2.Μεταξύ των στοιχείων της διάταξης περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 παρ. 8 περιπτ ε του νομοσχεδίου και η εδαφική έκταση εφαρμογής της (χωρική άρση) που δεν συνάδει με τον προσωποποιημένο χαρακτήρα της άρσης του απορρήτου κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων (βλ. άρθρο 6 παρ. 4).

3. Παρ. 3. Αναφέρεται σε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, ενώ η παρ. 5 αναφέρεται σε διάταξη του Συμβουλίου. Πρέπει να ενοποιηθεί ο όρος.

4.Παρ. 6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο Εισαγγελέας και ο Ανακριτής, εννοείται από κοινού ή ο καθείς μόνος του; Διότι αμέσως μετά αναφέρεται διαζευκτικά ο Εισαγγελέας ή ο Ανακριτής για να εισαχθεί το ζήτημα στο Συμβούλιο.

5. Παρ. 7. Για τα εγκλήματα των Στρατιωτικών Δικαστηρίων πρέπει να προσδιοριστεί αν υφίστανται ή όχι επείγοντες λόγοι;

6.Παρ. 8. Στο σημείο ζ’ η φράση «εφόσον είναι γνωστή» πρέπει να τεθεί ως «εφόσον είναι γνωστά» ώστε να καταλαμβάνει και το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων στρέφεται το μέτρο της άρσης και η φράση να αναδιατυπωθεί στο σύνολό της ως εξής: «το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστά, άλλως κάθε διαθέσιμο στοιχείο που καθιστά προσωποποιημένο τον χαρακτήρα της άρσης» (π.χ. αριθμός σύνδεσης)

7.Παρ. 10.Στο τελευταίο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου ορίζεται ότι «η ΑΔΑΕ απαντά επί του αιτήματος εντός τριών (3) μηνών, άλλως η αίτηση θεωρείται ότι έχει απορριφθεί».

Η σιωπηρή απόρριψη των αιτημάτων των πολιτών, όταν μάλιστα αυτοί ζητούν να πληροφορηθούν αν έχει αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών τους, που σύμφωνα με τα προλεχθέντα είναι θεμελιώδες και απολύτως απαραβίαστο συνταγματικό τους δικαίωμα, αν και είναι γνωστή ως πρακτική στην έννομη τάξη, δεν είναι ο πλέον ενδεδειγμένος από δικαιοκρατική άποψη τρόπος ενημέρωσης τους, διότι η σιωπηρή απόρριψη στερείται εξ ορισμού αιτιολογίας · και χωρίς αιτιολογία μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί από τον θιγόμενο αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας της δίκης με ένδικο βοήθημα ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης.

 Άρθρο 8

Στο άρθρο 8 §2 προβλέπεται ειδικότερα ότι: «Οι διατάξεις που αποστέλλονται κατά τον ως άνω τρόπο στην Α.Δ.Α.Ε. αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικό αρχείο, που βρίσκεται σε βάση δεδομένων συστήματος. Η βάση του δευτέρου εδαφίου δημιουργείται και λειτουργεί στην Α.Δ.Α.Ε. κατά την παρ. 3, διαθέτει κρυπτογραφημένα στοιχεία, πιστοποιημένη πρόσβαση και αρχείο καταγραφής ενεργειών των χρηστών».

1.Η πιστοποιημένη πρόσβαση και το αρχείο καταγραφής των χρηστών δεν παρουσιάζουν κάποιο πρόβλημα, εφόσον είναι στοιχειώδεις κανόνες προστασίας αρχείων και δεδομένων. Ανακύπτουν όμως πολύ σοβαρά ερωτήματα από την ασάφεια αυτής της ατελούς και εντελώς προβληματικής διάταξης:

α) Κατ’ αρχάς δεν εξηγείται για ποιο λόγο είναι απαραίτητη η κρυπτογράφηση. Η κρυπτογράφηση είναι απαραίτητη όταν διαβιβάζονται δεδομένα (όπως συμβαίνει στην περίπτωση που διαβιβάζονται οι διατάξεις από τους αρμόδιους εισαγγελείς στην ΑΔΑΕ). Στην προκειμένη όμως περίπτωση η κρυπτογράφηση τίθεται ως προϋπόθεση για την αποθήκευση των ήδη εισελθόντων στην ΑΔΑΕ δεδομένων. Αρχείο για το οποίο αυτονοήτως η ΑΔΑΕ έχει ήδη λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας και θα λάβει και οποιαδήποτε άλλα παραστεί αναγκαίο.

β) τίθεται περαιτέρω το ερώτημα τι σημαίνει «κρυπτογραφημένα στοιχεία» ;

γ) Θα είναι το σύνολο της αποθηκευόμενης διάταξης κρυπτογραφημένο ή μέρος της μόνο; Και αν ναι ποιο μέρος της;

δ) Δεν αναφέρεται πουθενά πως θα προσδιοριστεί και ποιος θα προσδιορίσει την μέθοδο κρυπτογράφησης. Η ΑΔΑΕ με απόφαση της Ολομέλειας της, όπως προσήκει σε μια συνταγματικά κατοχυρωμένη Αρχή; Κάποια υπουργική απόφαση κοινή ή απλή;

ε) Δεν διευκρινίζεται αν η μέθοδος κρυπτογράφησης θα πρέπει να είναι συμβατή με την μέθοδο που θα υιοθετηθεί για την αποστολή των διατάξεων και βουλευμάτων στην ΑΔΑΕ, οψέποτε εκδοθεί η κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του σχολιαζόμενου άρθρου του νομοσχεδίου (για την οποία μάλιστα προβλέπεται ότι θα εκδοθεί στο απροσδιόριστο μέλλον); Αν ναι, τότε πρέπει η απαίτηση της κρυπτογράφησης να συνδεθεί χρονικά με την έκδοση της εν λόγω κ.υ.α., να τοποθετηθεί σε μελλοντικό χρόνο και να θεσπισθεί αντίστοιχη μεταβατική περίοδος προσαρμογής. Στο σημείο αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα παράγραφο 5 του άρθρου 8 του νομοσχεδίου οι διατάξεις και τα βουλεύματα θα εξακολουθήσουν να περιέρχονται στην ΑΔΑΕ με την παραδοσιακή και ισχύουσα από το έτος ιδρύσεως της Αρχής (2003) μορφή, δηλ. την έγχαρτη. Μορφή η οποία έχει καταστήσει μέχρι στιγμής αδύνατη την δημιουργία ενός αξιόπιστου αρχείου από την ΑΔΑΕ, ενόψει και του πολύ μεγάλου αριθμού των εκδιδομένων κατ’ έτος διατάξεων και βουλευμάτων περί άρσεως του απορρήτου, τα οποία μόνο τεράστιο πρόβλημα συσσώρευσης και αποθήκευσης έχουν δημιουργήσει και είναι αδύνατον να υποστούν ουσιαστική και σε βάθος επεξεργασία.

ε) Εάν, τέλος, πρόθεση του νομοθέτη είναι να επιλέξει η ΑΔΑΕ ελεύθερα την μέθοδο της κρυπτογράφησης με απόφαση της Ολομέλειας της, θα πρέπει αυτό να οριστεί σαφώς και με μεταβατική διάταξη, που θα ορίζει ότι μέχρι να επιλεγεί και τεθεί σε εφαρμογή η εν λόγω μέθοδος κρυπτογράφησης, θα συνεχιστεί η αποθήκευση των δεδομένων που περιέχονται στις διατάξεις και στα βουλεύματα χωρίς κρυπτογράφηση. Άλλως αναγκαστικά θα σταματήσει η αποθήκευση των δεδομένων και το ειδικό αρχείο της ΑΔΑΕ θα παύσει να ενημερώνεται.

ε) Η προαναφερθείσα ασάφεια ερμηνευτική απορία όχι μόνο δεν επιλύεται, αλλά αντίθετα επιτείνεται με τα αναφερόμενα στο τρίτο εδάφιο της αυτής παρ. (δηλ της παρ. 2 του άρθρου 8), ότι δηλαδή η βάση δεδομένων θα λειτουργεί «κατά την παρ.3(12)». Και τούτο διότι η τελευταία αυτή παράγραφος δεν διαφωτίζει σε τίποτε σχετικά με την κρυπτογράφηση ή την λοιπή φυσιογνωμία του αρχείου. Πράγματι, το μόνο που ορίζει η τελευταία αυτή παράγραφος, στην οποία γίνεται η παραπομπή, είναι ότι «με απόφαση της Ολομέλειας της Α.Δ.Α.Ε., οι διατάξεις περί άρσης του απορρήτου, που έχουν αποθηκευτεί σε φυσικά αρχεία στην Αρχή από την ίδρυσή της, ψηφιοποιούνται σε ηλεκτρονικά αρχεία και αποθηκεύονται στη βάση της παρ. 2». Εμφανίζεται, δηλαδή το φαινόμενο μιας «κυκλικής» ρύθμισης. Η παρ. 2 παραπέμπει στην παρ. 3, η οποία με την σειρά της αναπέμπει πίσω στην παρ. 2..

στ) Η σημαντικότερη από όλες τις παρατηρήσεις για την σχολιαζόμενη προβληματική διάταξη, που απορρέει, εξ άλλου, συμπερασματικά από τις προηγηθείσες (α-ε) παρατηρήσεις, είναι ότι αν αφεθεί έτσι ως έχει η διατύπωση της, αυτό θα σημάνει με μαθηματική ακρίβεια ότι, με την ψήφιση του σχολιαζόμενου νομοσχεδίου θα σταματήσει υποχρεωτικά και αυτομάτως η δυνατότητα καταχώρησης και αποθήκευσης των παραλαμβανομένων από την ΑΔΑΕ διατάξεων και βουλευμάτων, αφού σύμφωνα με τα προηγηθέντα θα είναι αδύνατη η επιτασσόμενη κρυπτογράφηση. Τούτο ισοδυναμεί με ακύρωση κάθε δυνατότητας της ΑΔΑΕ να φτιάξει για ένα απροσδιόριστο διάστημα ένα δικό της αρχείο με προσωπικά δεδομένα αντλούμενα από τα βουλεύματα και τις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου, που αποστέλλονται σε αυτήν και θα είναι υποχρεωμένη για να ασκήσει το συνταγματικό της καθήκον και τις αρμοδιότητες που της αναθέτει σε εκπλήρωση του καθήκοντός της αυτού ο νομοθέτης (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 περιπτ. α, ε, στ, ζ και άρθρ. 11 του ν. 3115/2003) να καταφεύγει στα τηρούμενα από τα ελεγχόμενα από αυτήν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (δηλαδή τους παρόχους των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, αρχεία) χωρίς μάλιστα να έχει καμία δυνατότητα να διασταυρώσει τα περιεχόμενα σε αυτά δεδομένα. Ουσιαστικά, η ΑΔΑΕ θα γίνει με τον τρόπο αυτό και εκ των πραγμάτων μια μη αξιόπιστη Αρχή και μια μοναδική περίπτωση ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής που δεν θα έχει δικό της αρχείο διατάξεων και βουλευμάτων περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Αυτό μπορεί κανείς βάσιμα να υποθέσει ότι δεν είναι κάτι που είναι δυνατό να επιθυμεί η Εθνική Αντιπροσωπεία.

2. Προβλέπεται, επίσης, στο σχολιαζόμενο άρθρο 8 παρ. 2 του νομοσχεδίου ότι «Πρόσβαση στο εν λόγω αρχείο, καθώς και αναζήτηση στοιχείων στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Α.Δ.Α.Ε., από την κρυπτογραφημένη βάση δεδομένων, δύναται να πραγματοποιηθεί από τρία (3) τουλάχιστον μέλη της, ειδικά εξουσιοδοτημένα προς τούτο. Η ειδική εξουσιοδότηση για την πρόσβαση του προηγούμενου εδαφίου χορηγείται κάθε φορά με απόφαση της Ολομέλειας της Α.Δ.Α.Ε. και τα εξουσιοδοτούμενα μέλη της, από κοινού, διενεργούν την εν λόγω πρόσβαση. Τα αποτελέσματα της αναζήτησης παρουσιάζονται σε νεότερη συνεδρίαση της Ολομέλειας».

2α) Δεν είναι κατανοητός ούτε εμφανής ο λόγος, για τον οποίο ο νομοθέτης προχωρεί σε τέτοια λεπτομερή ρύθμιση για θέμα μάλιστα που αφορά μια ανεξάρτητη αρχή. Επίσης είναι ακατανόητο γιατί καθιερώνεται μια τέτοια γραφειοκρατική δυσκαμψία για την πρόσβαση στο ειδικό αρχείο δεδομένων εκ διατάξεων και βουλευμάτων της Αρχής. Πρόσβαση, η οποία πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είναι αρκετά συχνή πρακτική για μια Αρχή σαν την ΑΔΑΕ, για την εξεύρεση των απαραιτήτων στοιχείων που της επιτρέψουν να κάνει τους απαραίτητους ελέγχους πριν απαντήσει σε ενδεχόμενη καταγγελία πολίτου, υποβληθείσα κατά το άρθρο 6 παρ. 1 περιπτ ε του ν. 3115/2003.

Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο, ότι στην αναζήτηση στοιχείων από το αρχείο τα μέλη της Ολομέλειας θα επικουρούνται από μέλη του υπηρεσιακού προσωπικού (το οποίο αυτονοήτως θα έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από την Ολομέλεια της Αρχής)(13). Αλλά εφόσον τούτο δεν ορίζεται ρητώς στο νομοσχέδιο, είναι απαραίτητο να προστεθεί στην σχολιαζόμενη διάταξη μια σχετική ρύθμιση. Δεν είναι δυνατόν να ανατίθενται υπαλληλικά, στην ουσία τους, καθήκοντα σε μέλη της Ολομέλειας της Αρχής, τα οποία έχουν εκλεγεί από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής για να ασκούν την Διοίκηση της Αρχής. Για αυτόν, εξ άλλου, ακριβώς τον λόγο, της επικουρίας δηλαδή των μελών της, έχει προσληφθεί στην Αρχή και υπαλληλικό προσωπικό καθώς και Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό.

2β) Άλλο πρόβλημα που δημιουργεί η εντελώς άστοχη αυτή διάταξη είναι, το ότι επιβάλλει η πρόσβαση στο ειδικό αρχείο της Αρχής να γίνεται από τρία μέλη της Ολομελείας της ταυτόχρονα. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή είναι υποτιμητική για τα μέλη συνταγματικά κατοχυρωμένης Αρχής, για πρόσωπα, δηλαδή, εγνωσμένου κύρους και απολαύοντα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας (άρθρο 3 §1 και 3 του ν. 3051/2002), επιλεγμένα κατά το άρθρο 101 Α από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, δεδομένου ότι με την καθιέρωση της υποχρέωσης αυτής- της από κοινού τουτέστιν πρόσβασης στο αρχείο – υπονοείται αντικειμενικά, και ανεξαρτήτως προθέσεων, ότι κάθε ένα εξ αυτών των μελών, μόνο του, ίσως δεν είναι αξιόπιστο, με συνέπεια να χρειάζεται επιτήρηση από άλλο (ή άλλα), η ρύθμιση είναι και εξόχως δυσλειτουργική, δημιουργεί δε μια περιττή τροχοπέδη στην λειτουργία της Αρχής. Και τούτο διότι α) είναι δύσκολο κάθε φορά που πρέπει να εξετασθεί μια καταγγελία ή να εξαχθεί ένα δεδομένο απαραίτητο για την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής ή για μια εκ μέρους της ενημέρωση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής των Ελλήνων να πρέπει να προσέρχονται υποχρεωτικά 3 μέλη της Αρχής μαζί για μια πρόσβαση σε ένα δεδομένο περιεχόμενο στο ειδικό αρχείο της ΑΔΑΕ, και β) σύμφωνα με την διάταξη απαιτείται να χορηγείται μια ξεχωριστή εξουσιοδότηση της Ολομέλειας για κάθε μια πρόσβαση και μάλιστα κάθε φορά σε 3 καινούργια μέλη. Συμπερασματικά αυτή επαναλαμβάνεται ότι η ρύθμιση είναι ακατανόητη και δεν εξυπηρετεί καμία εμφανή ανάγκη. Μόνο προβλήματα δημιουργεί. Προτείνεται να αποσυρθεί η διάταξη αυτή και να παραμείνει το καθεστώς πρόσβασης στο ειδικό καθεστώς της Αρχής ως έχει.

2γ) Περαιτέρω, βάσει της αυτής παραγράφου (δηλ της παρ. 2 του άρθρου 8) προβλέπεται αποστέλλεται από τη ΔΑΕΕΒ στην ΑΔΑΕ ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα (σε μορφή τύπου pdf), το οποίο πρέπει να καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφαλείας του απορρήτου, με το πλήρες κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Θα πρέπει, όμως, να συμπληρωθεί η διάταξη με την πρόβλεψη ότι η εν λόγω ηλεκτρονική πλατφόρμα θα μπορεί να αναπτύσσεται και να αξιοποιείται με συμπλήρωση από τον αποστολέα των διατάξεων και βουλευμάτων διαφόρων επιμέρους πεδίων, εξ αυτών που περιλαμβάνονται στην διάταξη ή το βούλευμα. Και τούτο για να υποστηριχθεί η ΑΔΑΕ στο έργο της με βάση την μέθοδο της «ψηφιοποίησης στην πηγή», με σκοπό, δηλαδή, την πληρέστερη τήρηση του αρχείου της, ώστε να υποστηρίζονται με αυτό καλύτερα και αποτελεσματικότερα οι έλεγχοι τους οποίους διεξάγει και η εξαγωγή στατιστικών στοιχείων για ενημέρωση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.

3.Ακολούθως, βάσει της παραγράφου 4 του άρθρου 8 δημιουργείται ηλεκτρονική πλατφόρμα, δια της οποίας αποστέλλεται από την ΕΥΠ στην ΑΔΑΕ ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα (σε μορφή τύπου pdf), το οποίο πρέπει να καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφαλείας του απορρήτου, με το πλήρες κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Θα πρέπει, όμως, να συμπληρωθεί η διάταξη με την πρόβλεψη ότι η εν λόγω ηλεκτρονική πλατφόρμα θα μπορεί να αναπτύσσεται και να αξιοποιείται με συμπλήρωση από τον αποστολέα των διατάξεων και βουλευμάτων διαφόρων επιμέρους πεδίων, εξ αυτών που περιλαμβάνονται στην διάταξη. Και τούτο για να υποστηριχθεί η ΑΔΑΕ στο έργο της με βάση την μέθοδο της «ψηφιοποίησης στην πηγή» και με σκοπό, δηλαδή, την πληρέστερη τήρηση του αρχείου της, ώστε να υποστηρίζονται με αυτό καλύτερα και αποτελεσματικότερα οι έλεγχοι τους οποίους διεξάγει και η εξαγωγή στατιστικών στοιχείων για ενημέρωση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.

4. Επιπλέον, θα πρέπει να προβλεφθεί στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 2 και 8 παρ. 4 του νομοσχεδίου ότι πρέπει να κοινοποιούνται στην ΑΔΑΕ και οι εισαγγελικές αποφάσεις που αφορούν την ΕΥΠ και την ΔΑΕΕΒ, με τις οποίες απορρίπτεται υπηρεσιακό αίτημα για έκδοση διάταξης άρσης απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Και τούτο διότι, το ΕΔΔΑ για την εκτίμηση της συμβατότητας της σχετικής με τις άρσεις του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας νομοθεσίας μίας χώρας με την ΕΣΔΑ, συνεκτιμά ως ιδιαίτερα κρίσιμο κριτήριο το ποσοστό των εγκριθεισών άρσεων σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των υποβληθέντων αιτημάτων [πρβλ. ΕΔΔΑ Iordachi and others v. Moldova (25198/02) παράγραφοι 13 και 51]. Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι προβληματικό το καθεστώς άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών της Μολδαβίας, διότι επί τρία συναπτά έτη εγένοντο δεκτά από τον έχοντα την σχετική αρμοδιότητα έκδοσης διατάξεων άρσης του απορρήτου τα υποβαλλόμενα σε αυτόν αιτήματα άρσης του απορρήτου σε ποσοστό της τάξεως του 97% των αιτήσεων.

5.Σημειώνεται ακολούθως ότι, όπως ήδη εκτέθηκε πιο πάνω, με την παρ. 5 του σχολιαζόμενου άρθρου 8 του νομοσχεδίου δίδεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης να εκδώσουν κοινή απόφαση, με την οποία θα καθορίζονται οι τεχνικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες για τη θέση σε εφαρμογή και λειτουργία της διαδικασίας ως προς την παράδοση, με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα του αποσπάσματος ή ολόκληρης της διάταξης ή του βουλεύματος.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι παρόμοια εξουσιοδοτική διάταξη με υπήρχε και στο άρθρο 5 § 12 του ν. 2225/1994 (με τροποποίηση που επήλθε με το άρθρο 37 παρ. 2 Ν.4786/2021,ΦΕΚ Α 43/23.3.2021). H τελευταία αυτή διάταξη θεσπίστηκε ύστερα από επίπονες και επίμονες προσπάθειες της Αρχής με σκοπό να απαλλαγεί από τον τεράστιο και δυσκολοδιαχείριστο όγκο πολλών χιλιάδων εγχάρτων και πολυσελίδων βουλευμάτων και διατάξεων άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, έτσι ώστε να καταφέρει να αποκτήσει για πρώτη φορά στην 18χρονη ιστορία της ένα σύγχρονο, εύχρηστο και αξιόπιστο αρχείο για να εκτελέσει την συνταγματική της αποστολή. Παρά το γεγονός, όμως, ότι έχουν παρέλθει από την θέσπιση της διατάξεως αυτής 20 μήνες και παρά το γεγονός ότι εστάλη στις 4.5.2022 το υπ’ αριθ. 1191 σχετικό υπομνηστικό έγγραφο του Προέδρου της ΑΔΑΕ στους δύο συναρμόδιους για την έκδοση της εν λόγω κοινής υπουργικής αποφάσεως υπουργούς (δηλ τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης), δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα η εν λόγω απαραίτητη για την καλή λειτουργία της Αρχής κ.υ.α. Σημειώνεται ότι στις 23.8.2022 είχε αποσταλεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης προς την ΑΔΑΕ ένα προσχέδιο κ.υ.α. προς επεξεργασία, το οποίο απ’ ότι προέκυψε από την μελέτη που του έγινε από τα αρμόδια στελέχη της Αρχής ήταν ανεπαρκές για να καλύψει τις ανάγκες της. Παρά ταύτα, οι υπηρεσίες της ΑΔΑΕ το επεξεργάστηκαν και μάλιστα σε σχετικά ταχύ χρονικό διάστημα και το επέστρεψαν σχολιασμένο στα δύο συναρμόδια Υπουργεία στις 5.10.2022. Δηλαδή η ΑΔΑΕ συμμετείχε στην συνολική αυτή 20μηνη καθυστέρηση μόνο για 43 ημέρες

6.Στο άρθρο 8 παρ. 8 τέταρτο εδάφιο του νομοσχεδίου ορίζεται ότι επιτρέπεται υπέρβαση του ανώτατου ορίου παρακολούθησης που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου (και που είναι δέκα μήνες) και τούτο μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και εφόσον η υπέρβαση στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας.

Ωστόσο, πρέπει και στην τελευταία αυτή περίπτωση να οριστεί ένα ανώτατο όριο, πέραν του οποίου δεν θα επιτρέπεται καμία παράταση άρσης, ούτε δηλαδή για τις περιπτώσεις που το μέτρο έχει ληφθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας και έχει ήδη γίνει η πιο πάνω υπέρβαση του ανωτάτου ορίου για εξαιρετικούς λόγους. Στο σημείο αυτό πρέπει ακόμη να τονισθεί ότι ένα από τα κριτήρια που, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, καθιστά συμβατή με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ τη σχετική με τις άρσεις του απορρήτου της επικοινωνίας νομοθεσία ενός κράτους- μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι και ο προσδιορισμός ανωτάτου χρονικού ορίου (δηλαδή χρονικής «οροφής»), μετά την πάροδο του οποίου δεν επιτρέπεται η συνέχιση της παρακολούθησης (Πρβλ απόφαση Roman Zakharov κατά Ρωσίας, απόφαση της 4.12.2015 παράγραφος 231).

 Άρθρο 12

Mε το άρθρο αυτό προστέθηκε νέο άρθρο (με αριθμό 370ΣΤ) στον Ποινικό Κώδικα έχον ως εξής : «Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους τιμωρείται όποιος παράγει, πωλεί, προμηθεύεται προς χρήση, εισάγει, κατέχει, διανέμει ή με άλλο τρόπο διακινεί λογισμικά ή συσκευές παρακολούθησης, δηλαδή με δυνατότητα υποκλοπής, καταγραφής και κάθε είδους άντλησης περιεχομένου ή και δεδομένων επικοινωνίας (κίνησης και θέσης), τα οποία καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Ε.Υ.Π., η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση του πρώτου εδαφίου επικαιροποιείται το αργότερο κάθε έξι (6) μήνες».

Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ένα ποινικό αδίκημα η αντικειμενική υπόσταση του οποίου δεν είναι σταθερά και σαφώς διατυπωμένη και γνωστή εκ των προτέρων, αλλά θα ποικίλλει εφόσον θα καθορίζεται εκάστοτε δια παραπομπής σε απόφαση διοικητικού οργάνου· θα εξαρτάται δηλαδή από το τι θα αποφασίζει κάθε εξάμηνο, ενδεχομένως δε και νωρίτερα, ο εκάστοτε Διοικητής της ΕΥΠ. Ουσιαστικά ο Διοικητής της ΕΥΠ θα αποφασίζει ποιος θα διώκεται ποινικά και ποιος όχι, με βάση το επίμαχο άρθρο. Kαι θα το πράττει με άδηλα και αδιαφανή κριτήρια. Με τον τρόπο, όμως, αυτό η επίμαχη διάταξη στερείται της απαραίτητης για κάθε νόμο (πόσο μάλλον για κάθε ποινικό νόμο) σαφήνειας και προβλεψιμότητας. Δημιουργείται, επομένως, έντονο έλλειμμα ασφάλειας δικαίου και ενδεχομένως αντίθεσης στην αρχή nullum crimen nulla poena sine lege και στο άρθρο 7 του Συντάγματος.

 Άρθρο 13

Με το άρθρο 13 δίνεται η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν λογισμικά ή συσκευές εκ μέρους των κρατικών δομών, τα οποία (οι οποίες) ενδέχεται να παρακάμπτουν τον φορέα του μέσου επικοινωνίας ή ανταπόκρισης (πχ τον πάροχο). Ενδεικτικά, τέτοια λογισμικά ή συσκευές είναι τα λεγόμενα «βαλιτσάκια» και τα λογισμικά τύπου Pegasus/Predator.

Στην περίπτωση αυτή και ειδικά όταν η άρση του απορρήτου δεν ζητείται μέσω συστήματος επισυνδέσεων που λειτουργεί με βάση τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών και των παρόχων, κρίνεται σκόπιμο στη διάταξη/βούλευμα να αναγράφεται και το τεχνικό μέσο δια του οποίου θα επιτευχθεί η άρση του απορρήτου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί καταλλήλως από την ΑΔΑΕ.

Είναι επίσης απαραίτητο να προβλεφθεί εξουσιοδότηση για έκδοση κανονισμού από την ΑΔΑΕ, η οποία είναι απαραίτητη διότι πλέον «ανοίγει» η δυνατότητα νόμιμης παρακολούθησης εκτός του συστήματος των νομίμων επισυνδέσεων (Lawful interception, LI).

 

 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ

Τρία μέλη της Ολομέλειας (ο Πρόεδρος Χρήστος Ράμμος και τα μέλη Στέφανος Γκρίτζαλης και Αικατερίνη Παπανικολάου) υποστήριξαν την άποψη ότι η η απόφαση για την χορήγηση της άδειας προκειμένου να εκδοθεί διάταξη άρσης του απορρήτου πολιτικού προσώπου για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 6 παρ. 3 του νομοσχεδίου) πρέπει να λαμβάνεται όχι από μονοπρόσωπο όργανο, αλλά από όργανο ευρύτερης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, του Προέδρου της Βουλής μετέχοντος. Ειδικότερα, δε το μέλος Σ. Γκρίτζαλης πρότεινε περαιτέρω, ως προς τη σύνθεση του υπό συζήτηση οργάνου, την συμμετοχή του Προέδρου της Βουλής και των προερχόμενων από όλα τα κόμματα, πλην της κυβέρνησης, Αντιπροέδρων. Σε περίπτωση δε ισοψηφίας, να υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

 

ΤΡΙΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ

Τέλος, το μέλος της Ολομέλειας Δημ. Βέργαδος δήλωσε ότι συμφωνεί, κατ’ αρχήν, με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου και διατύπωσε τις ακόλουθες παρατηρήσεις επί επιμέρους άρθρων του νομοσχεδίου(14):

1.Με το άρθρο 6 παρ. 1 προβλέπεται η άρση του απορρήτου για όλα ανεξαιρέτως τα κακουργήματα χωρίς να εξετάζεται ποια εξ αυτών είναι ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα (άρθρο 19 παρ. 1), η διατύπωση του οποίου (ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα) επιβάλλει την ειδική κρίση για τη σοβαρότητα του κάθε αδικήματος, όπως άλλωστε συνέβαινε μέχρι σήμερα με τη συγκεκριμένη απαρίθμηση στον νόμο των κακουργημάτων που δικαιολογούν την άρση του απορρήτου.

2.Στο άρθρο 6 παρ. 3 γίνεται αναφορά σε βούλευμα σε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, ενώ η παρ. 5 αναφέρεται σε διάταξη του Συμβουλίου. Προτείνεται να χρησιμοποιηθεί ο ίδιος όρος ή βούλευμα ή διάταξη.

Εκ της Ολομελείας

Χρήστος Ν. Ράμμος

Πρόεδρος της ΑΔΑΕ

Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.

1 Που είναι η περίπτωση την οποία αφορά το άρθρο 4 του νομοσχεδίου, το οποίο σχολιάζεται στο σημείο αυτό.

2 Βάσει της αρχής των checks and balances, ως γενικού ερμηνευτικού κανόνα, ο οποίος επιβάλλει καμία αρμοδιότητα σε μια δικαιοκρατούμενη φιλελεύθερη δημοκρατία να ασκείται ανέλεγκτα και ο οποίος αργεί μόνο ενώπιον ρητής περί του αντιθέτου συνταγματικής διατάξεως.

3 Η αναφορά αυτή δεν είναι ενδεικτική είναι αποκλειστική προς αποφυγή καταχρήσεων.

4 Βλ. και επιχειρηματολογία ανωτέρω υπό 2.

5 Βλ. και επιχειρηματολογία ανωτέρω υπό 2.

6 Το εν λόγω άρθρο 8 αναφέρεται στην προστασία του ιδιωτικού βίου

7 Πρβλ. ανωτέρω υπό 1

8 Την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής

9 Βλ. ανωτέρω υπό 4α

10 Η διατύπωση του Συντάγματος είναι «ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα»

11 Του Ποινικού Κώδικα, των ειδικών ποινικών νόμων και του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα

12 Εννοείται του αυτού άρθρου, δηλ του άρθρου 8

13 Tούτο, εξ άλλου, ήδη ισχύει. Στο άρθρο 5 §4 του ν. 2225/1994 ορίζεται μεταξύ άλλων ότι «Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό αρχείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. και ένα ακόμη μέλος της Ολομέλειας που ορίζεται από αυτήν, καθώς και μέλη του προσωπικού της, τα οποία είναι ειδικά εξουσιοδοτημένα προς τούτο από την Ολομέλεια της Αρχής.

14 οι παρατηρήσεις αυτές έχουν ήδη υιοθετηθεί και από την πλειοψηφία των μελών της Ολομέλειας της ΑΔΑΕ, έστω και με εν μέρει διαφορετική διατύπωσηβλ. ανωτέρω στην «Πρώτη ενότητα παρατηρήσεων» – άρθρο 6- παρατηρήσεις 1 και 3 12

Συνήγορος του Πολίτη: Σχόλια και παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου «Εξορθολογισμός ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και άλλες διατάξεις»

Αθήνα 21.11.2022

Αρ.Πρωτοκόλλου: 63248/2022

Κύριο Βασίλειο Οικονόμου

Πρόεδρο της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής

Κοινωνικών Υποθέσεων

 

Θέμα: Σχόλια και παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου «Εξορθολογισμός ασφαλιστικής και

συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και άλλες διατάξεις»

 

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Ανεξάρτητης Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 9 του Συντάγματος και τον ν. 3094/2003, έχω την τιμή να θέσω υπόψη της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων τις παρατηρήσεις και προτάσεις επί των προτεινόμενων διατάξεων του σχεδίου νόμου «Εξορθολογισμός ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και άλλες διατάξεις», το οποίο συζητείται από 18.11.2022 ενώπιον της Επιτροπής.

Οι παρατηρήσεις και οι προτάσεις μας έχουν διαμορφωθεί βάσει της πολυετούς εμπειρίας της Αρχής δια της διερεύνησης αναφορών πολιτών για ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής αλληλεγγύης και χειρισμού πλήθους σχετικών υποθέσεων.

 

Επί του άρθρου 3

“Έκτακτη οικονομική ενίσχυση των ευάλωτων συνταξιούχων Χριστουγέννων 2022”

Στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου επαναλαμβάνεται και για τη χορήγηση της οικονομικής ενίσχυσης των Χριστουγέννων του 2022 η ίδια ακριβώς ρύθμιση που είχε ακολουθηθεί για τη χορήγηση των προηγούμενων έκτακτων οικονομικών ενισχύσεων των ευάλωτων συνταξιούχων (2021 – Πάσχα 2022), των ν. 4865/2021 &. 4917/2022, όπου και πάλι προβλεπόταν ότι “Χορηγείται έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε όσους κατά τον μήνα Νοέμβριο 2021 ( ή Μάρτιο 2022) λαμβάνουν….».

Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός, ότι, κατά την υλοποίηση των παραπάνω διατάξεων, επικράτησε η στενή ερμηνεία της διατύπωσης «λαμβάνουν», σύμφωνα με την οποία δικαιούχοι είναι αυτοί στους οποίους πράγματι καταβλήθηκε / εκταμιεύτηκε η σύνταξη εντός των συγκεκριμένων μηνών αναφοράς, και όχι όσοι την δικαιούνταν, και τελικά έλαβαν σύνταξη για τους μήνες αυτούς.

Η προσέγγιση όμως των συγκεκριμένων διατάξεων υπό αυτή την ερμηνεία οδηγεί στο φαινόμενο συνταξιούχοι που πληρούν τους ίδιους ακριβώς όρους και προϋποθέσεις να αντιμετωπίζονται διαφορετικά και άνισα, όχι για κάποιο άλλο λόγο, αλλά επειδή σε κάποιους ο ασφαλιστικός τους φορέας είχε ήδη καταβάλει, εγκαίρως, τη σύνταξη, ενώ σε κάποιους άλλους, για οποιοδήποτε λόγο, αν και δικαιούνταν την σύνταξη και είχαν υποβάλει σχετική αίτηση χορήγησης, αυτή δεν τους είχε καταβληθεί ακόμη.

 

Και μάλιστα, ακόμη χειρότερα, να τίθενται σε δυσμενέστερη θέση οι δεύτεροι στους οποίους, και η δικαιούμενη σύνταξη καθυστέρησε να καταβληθεί, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, και ακριβώς εξαιτίας αυτού του λόγου έχασαν και το προβλεπόμενο στην περίπτωσή τους, ποσό έκτακτης ενίσχυσης. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις συνταξιούχων και μάλιστα αναπηρίας, οι οποίοι δεν έλαβαν μία από τις δύο ενισχύσεις επειδή τον μήνα αναφοράς, για κάποιο λόγο, δεν εκταμιεύτηκε κανονικά η σύνταξη, η οποία τους καταβλήθηκε τον επόμενο ή μεθεπόμενο μήνα, αναδρομικά.

Ο Συνήγορος του Πολίτη, μάλιστα, ήδη από το καλοκαίρι τ.ε. ζήτησε -σε πόρισμά του που απηύθυνε στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων- η Διοίκηση να προβεί άμεσα στις ανάλογες διορθωτικές ενέργειες, χορηγώντας έστω καθυστερημένα τις ενισχύσεις αυτές1.

 

Τούτων δοθέντων και προκειμένου να μην επαναληφθούν τα ίδια προβλήματα κατά την χορήγηση και της νέας έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης των Χριστουγέννων 2022 ο Συνήγορος του Πολίτη προτείνει την αναδιατύπωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου με την αντικατάσταση της λέξης «λαμβάνουν» με την λέξη «δικαιούνται», έτσι ώστε η πρώτη παράγραφος του άρθρου 3 να διαμορφωθεί ως εξής:

 

«1. Χορηγείται έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε όσους κατά τον μήνα Νοέμβριο 2022 δικαιούνται :α) οριστική ή προσωρινή κύρια σύνταξη ή προκαταβολή κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, β) προσυνταξιοδοτική παροχή γ) αναπηρικά επιδόματα που καταβάλλονται από τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.),δ) συνταξιοδοτικές παροχές της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85)»

Επίσης, η παράγραφος 4 του άρθρου 3 συμπληρώνεται, διαμορφούμενη ως ακολούθως:

 

«4. Η ενίσχυση καταβάλλεται μέχρι την 31η.12.2022. Σε όσους δικαιούχους εκκρεμεί η έκδοση της συνταξιοδοτικής απόφασης, ενώ έχουν υποβάλει αίτηση χορήγησης κύριας σύνταξης μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2022, καθώς και σε όσους, για οιονδήποτε λόγο, δεν καταβλήθηκε η συνταξιοδοτική παροχή του Νοεμβρίου 2022, ενώ την δικαιούνται, η έκτακτη οικονομική ενίσχυση καταβάλλεται μαζί με την χορήγηση της εκκρεμούσας συνταξιοδοτικής παροχής».

 

Επί του άρθρου 6

“Παραγραφή αξιώσεων e-ΕΦΚΑ – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ.2 και 3 στο άρθρο 95 ν. 4387/2016

Το άρθρο 6 έχει ως κύριο στόχο να εναρμονίσει το νομικό πλαίσιο του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων του e-ΕΦΚΑ που αφορούν ανεξόφλητες ασφαλιστικές εισφορές με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθμό 1833/2021, η οποία έκρινε ως αντισυνταγματική την πέραν της δεκαετίας διάρκεια του χρόνου παραγραφής για τις αξιώσεις αυτού του είδους. Θετικές παρίστανται τόσο η στόχευση αυτή όσο και η προσθήκη διευκρινιστικής διάταξης (στην παρ. 3) για το ότι η τυχόν κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης ή η τυχόν καταβολή έναντι της οφειλής δεν ασκεί επιρροή εάν έλαβε χώρα μετά το πέρας του χρόνου παραγραφής, αλλά και η συμπερίληψη (στην παρ. 5) της δυνατότητας να συνυπολογίζεται το σύνολο ή μέρος μόνο του χρόνου ασφάλισης που αντιστοιχεί σε παραγεγραμμένες αξιώσεις, υπέρ των μη μισθωτών αιτούμενων σύνταξη που θα υποβάλουν σχετικές αιτήσεις και θα καταβάλουν τα αντίστοιχα ποσά οφειλών (αντίστοιχες διατάξεις περιείχε το άρθρο 17 του π.δ. 258/2005). Επί των λοιπών διατάξεων θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:

  1. Επί των εννόμων συνεπειών της συμπλήρωσης χρόνου παραγραφής

Στο άρθρο 6, συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 του εσωτερικού άρθρου 95 του Ν. 4387/2016, προβλέπεται, ότι «[α]παίτηση, η οποία σύμφωνα με το παρόν [άρθρο] έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής που επέχει θέση ασφαλιστικής ενημερότητας».

Η διάταξη αυτή ανταποκρίνεται και σε σχετικό αίτημα που είχε διατυπώσει η Ανεξάρτητη Αρχή (στο έγγραφο υπ’ αρ. πρωτ. 267488/57167/10-12-2020). Ωστόσο, το προτεινόμενο άρθρο παραλείπει να ρυθμίσει σημαντικές έννομες συνέπειες που συναρτώνται, επί παραδείγματι, με τη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης κατά των οφειλετών, συνυπολογισμού παραγεγραμμένων οφειλών από καταλογισμούς κατά τον προσδιορισμό του ανώτατου ορίου της οφειλής για την απονομή σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 61 ν. 3863/2010 κλπ. Η έλλειψη αυτή έχει σημασία ιδίως για τις οφειλές που αντιστοιχούν σε εργοδοτικές εισφορές, για τις οποίες δεν υφίσταται διάταξη σχετική με την διαχείρισή τους σε περίπτωση που υποπέσουν σε παραγραφή2. Για τον λόγο αυτό, η Αρχή προτείνει είτε να διευρυνθεί η εν λόγω ρύθμιση ώστε να περιλάβει και την άρση των λοιπών δυσμενών εννόμων συνεπειών3 είτε να συμπεριληφθεί εξουσιοδοτική διάταξη για έκδοση Υπουργικής Απόφασης που θα προσδιορίσει την διαδικασία διαχείρισης των παραγεγραμμένων αξιώσεων του e-ΕΦΚΑ, τουλάχιστον για όσες αντιστοιχούν σε εργοδοτικές εισφορές.

  1. Επί της διακοπής του χρόνου παραγραφής

Στο ίδιο άρθρο ορίζεται, ότι «[η] παραγραφή διακόπτεται […] και με την κοινοποίηση πράξης βεβαίωσης, εν ευρεία ή εν στενή εννοία, προς τον ασφαλισμένο». Η δε παράγραφος 1 του άρθρου 58 του σχεδίου νόμου περιέχει εξουσιοδοτική διάταξη για έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης που θα ορίζει τρόπους κοινοποίησης στους ασφαλισμένους όχι μόνον των ΠΒΟ και των ατομικών ειδοποιήσεων οφειλών, αλλά και «κάθε άλλου εγγράφου σχετικού με τις οφειλές ασφαλισμένων […] πέραν αυτών που ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος». Με την εν λόγω αύξηση των ειδών των πράξεων, των οποίων η κοινοποίηση θα διακόπτει τον χρόνο παραγραφής, σε συνδυασμό και με την έλλειψη πρόβλεψης, ότι η κοινοποίηση καθενός από αυτά τα είδη πράξεων θα μπορεί να διακόψει τον χρόνο παραγραφής μόνον μία φορά, το άρθρο 6 επιτρέπει διοικητικές πρακτικές και πραγματικές καταστάσεις που μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι ασύμβατες με όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της προαναφερθείσας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθμό 1833/2021. Για παράδειγμα, στην περίπτωση καταλογισμού κατόπιν ουσιαστικού ελέγχου, ο e-ΕΦΚΑ θα μπορεί να διακόπτει τον χρόνο παραγραφής μία φορά με την κοινοποίηση καταλογιστικής Πράξης λίγο πριν από την πάροδο μίας πρώτης δεκαετίας από την περίοδο ασφάλισης, μία δεύτερη φορά λίγο πριν από την πάροδο δεύτερης δεκαετίας με την κοινοποίηση της βεβαίωσης εν στενή εννοία της οφειλής, μία τρίτη φορά λίγο πριν από την πάροδο τρίτης δεκαετίας με την κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης, αλλά και όσες ακόμη φορές επιθυμεί με την επανακοινοποίηση οποιουδήποτε από τα εν λόγω έγγραφα. Η τελευταία επισήμανση, για τις επανακοινοποιήσεις, έχει δε ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι από αναφορές που υποβλήθηκαν στην Ανεξάρτητη Αρχή έχουν διαπιστωθεί πρακτικές επανακοινοποίησης της ίδιας καταλογιστικής Πράξης Επιβολής Εισφορών ή άλλων καταλογιστικών Πράξεων στον οφειλέτη λίγο πριν από το πέρας κάθε δεκαετίας από την κρίσιμη περίοδο ασφάλισης (πρβλ. και Γνωμοδότηση ΝΣΚ 42/2020), ακόμη και δια απλής τοιχοκόλλησης σε δημοτικό κατάστημα, σε περιπτώσεις όπου ο εργοδότης είχε διακόψει τις εργασίες του. Για τους λόγους αυτούς, η Ανεξάρτητη Αρχή προτείνει αφενός να μην αυξηθούν τα προβλεπόμενα είδη πράξεων που μπορούν να διακόψουν τον χρόνο παραγραφής, αφετέρου να προβλεφθεί ρητά ότι η κοινοποίηση καθενός από τα ήδη προβλεπόμενα είδη πράξεων δύναται να διακόψει τον χρόνο παραγραφής μόνο για μία φορά.

  1. Επί της μεταβατικού δικαίου διάταξης της παρ. 2

Η μεταβατικού δικαίου διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του σχεδίου νόμου ορίζει, ότι οι μεταβολές που επιφέρει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου δεν θα επηρεάσουν αξιώσεις που είχαν παραγραφεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016. Επειδή η διατύπωση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει εξ αντιδιαστολής στο συμπέρασμα ότι οι μεταβολές που επιφέρει η παράγραφος 1 θα επηρεάσουν αναδρομικά αξιώσεις που ναι μεν δεν είχαν παραγραφεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 4387/2016 αλλά έχουν ήδη παραγραφεί ή θα έχουν παραγραφεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου που θα προκύψει από το νομοσχέδιο, προτείνεται η αναδιατύπωση της παραγράφου 2 ως εξής:

«Η παρ. 1 δεν επηρεάζει αξιώσεις που είχαν παραγραφεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 ή παραγράφηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος».

  1. Επί της μεταβατικού δικαίου διάταξης της παρ. 4

Αν και η μεταβατικού δικαίου διάταξη της παρ. 4 του προτεινόμενου άρθρου 6 εύλογα προβλέπει ολοκλήρωση εκκρεμών κατόπιν καταγγελίας ουσιαστικών ελέγχων εργοδοτών με καταχώριση των πραγματικών στοιχείων ασφάλισης των μισθωτών, η πρόβλεψη αυτή περιορίζεται στους ελέγχους που αφορούν καταγγελίες που υποβλήθηκαν μέχρι τις 30-6-2022. Επειδή οι προτεινόμενες μεταβολές του υπό εξέταση νομοσχεδίου θα γίνουν ευρέως γνωστές μόνον μετά από την υιοθέτησή του από τον κοινό νομοθέτη και τη δημοσίευσή του σε ΦΕΚ, προτείνεται η πρόβλεψη να επεκταθεί σε ελέγχους που αφορούν καταγγελίες που υποβλήθηκαν ή θα υποβληθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2022.

Επί του άρθρου 7

“Ρύθμιση οφειλών προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης – Αντικατάσταση υποπαρ. ΙΑ.1 παρ. ΙΑ άρθρου πρώτου ν. 4152/2013”

Με το άρθρο 7 του σχεδίου νόμου προτείνονται μεταβολές στη λεγόμενη «πάγια ρύθμιση» κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών (υποπαράγραφος ΙΑ.1 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου ν. 4152/2013, όπως ισχύει). Μεταξύ των θετικών προτεινόμενων ρυθμίσεων περιλαμβάνονται η αύξηση του μέγιστου δυνατού αριθμού μηνιαίων δόσεων από 12 σε 24 –ή 48 στην περίπτωση οφειλών που βεβαιώνονται μετά από ουσιαστικό έλεγχο της Διοίκησης επί περιόδων ασφάλισης– και η κατάργηση των προϋποθέσεων απόδειξης οικονομικής αδυναμίας (οι οποίες, μεταξύ άλλων, επέβαλλαν ένα δυσχερές έργο στις πολλαπλώς επιβαρυμένες υπηρεσίες του ΚΕΑΟ).

Ωστόσο, αξίζει να επισημάνουμε τα εξής:

  1. Παρότι οι διατάξεις των άρθρων 1 επ. ν. 4611/2019 και του άρθρου 32 ν. 4756/2020, σε συνδυασμό με τις συναφείς και τροποποιητικές αυτών διατάξεις (λ.χ. εκείνων των άρθρων 67-68 ν. 4821/2021), προσέφεραν μερική ανακούφιση σε μεγάλες κατηγορίες ασφαλισμένων από επιπτώσεις της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και της πρόσφατης πανδημίας (αντίστοιχα) στην ρευστότητα των επιχειρήσεων, εντούτοις το γεγονός ότι κάποιοι οφειλέτες δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν των διατάξεων αυτών (λ.χ. επειδή κατά την διάρκεια ισχύος της ρύθμισης του Ν. 4611/2019 ήταν ακόμη σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, ή επειδή δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 32 του Ν. 4756/2020, εντούτοις οι επιχειρήσεις τους αντιμετώπισαν μείωση εσόδων ή και ζημίες) συνιστά λόγο για να προβλεφθεί αφενός υπολογίσιμη μείωση των – υπολογισμένων με ιδιαίτερα υψηλό επιτόκιο (της τάξης του 8%) – τόκων των εντασσόμενων στη ρύθμιση οφειλών που αφορούν περιόδους ασφάλισης των ετών της οικονομικής κρίσης, καθώς και των ετών των μειζόνων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, και αφετέρου αύξηση του μέγιστου δυνατού αριθμού των δόσεων ρύθμισης με τη χρήση αλγορίθμου που θα λαμβάνει υπ’ όψη το ύψος της οφειλής και στοιχεία προσδιοριστικά της εισφοροδοτικής ικανότητας του οφειλέτη.

  1. Η περ. γ της παρ. 7 του προτεινόμενου άρθρου 7 προβλέπει ότι «[ε]ιδικά η μη εμπρόθεσμη καταβολή και δεύτερης δόσης εντός του δωδεκαμήνου έχει ως συνέπεια και την απαγόρευση υπαγωγής της οφειλής σε νέα ρύθμιση». Η πρόβλεψη αυτή είναι ιδιαίτερα ανεπιεικής, δεδομένου ότι δεν αποκλείεται ορισμένος οφειλέτης κατά την εικοσιτετράμηνη διάρκεια της ρύθμισης να αντιμετωπίσει δύο ή περισσότερους έκτακτους λόγους που να καθιστούν αδύνατη την εμπρόθεσμη καταβολή των δόσεων4. Επιπλέον, όπως προκύπτει από όλες τις τριμηνιαίες εκθέσεις προόδου των εργασιών του ΚΕΑΟ, το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών εισπράξεών του προέρχεται από εξυπηρέτηση οφειλών εντός ρύθμισης5. Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται η απάλειψη της περ. γ από την παρ. 7 του άρθρου 7, ή η αντικατάστασή της με εξουσιοδοτική διάταξη για έκδοση Υπουργικής Απόφασης που θα προσδιορίσει κριτήρια με βάση τα οποία η αρμόδια υπηρεσία του ΚΕΑΟ θα απορρίπτει αίτηση ένταξης οφειλής στη ρύθμιση (αποκλειστικά) λόγω καταχρηστικότητας.

  1. Στο σχέδιο νόμου δεν τίθενται διατάξεις για τη δυνατότητα επανένταξης του οφειλέτη σε απολεσθείσα ρύθμισή του. Για το ζήτημα αυτό η Ανεξάρτητη Αρχή έκανε σχετικές παρεμβάσεις κατά τα έτη 2016-2017. Ελλείψει ειδικότερων διατάξεων, ο Συνήγορος του Πολίτη βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με την ανάγκη να πειστεί η κατά περίπτωση αρμόδια υπηρεσία με αναγωγή σε γενικές αρχές και διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι δε περιφερειακές υπηρεσίες ΚΕΑΟ έχουν υποχρεωθεί να απευθύνουν εισήγηση στην κεντρική υπηρεσία σε κάθε σχετική περίπτωση, με αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμων πόρων και την δημιουργία αντικινήτρου στην Περιφερειακή Υπηρεσία να ενημερώνει τον πολίτη για το δικαίωμά του να υποβάλει σχετική αίτηση. Κρίνεται, συνεπώς, αναγκαία η προσθήκη διατάξεων για την αναβίωση ρυθμίσεων που χάνονται:

– είτε από λόγο ανώτερης βίας,

– είτε από λόγο που ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της Διοίκησης, ή στη σφαίρα ευθύνης πιστωτικών ιδρυμάτων σε περιπτώσεις σφαλμάτων κατά την διαδικασία είσπραξης ποσών δόσεων.

Ασφαλώς, απολύτως επιτακτική θα είναι η προσθήκη διατάξεων περί δυνατότητας επανένταξης σε απολεσθείσα ρύθμιση εάν δεν διαγραφεί η περ. γ της παρ. 7 του προτεινόμενου άρθρου 6. Ωστόσο, οι περί δυνατότητας επανένταξης σε απολεσθείσα ρύθμιση διατάξεις κρίνεται αναγκαίο να τεθούν ως γενικής εφαρμογής και όχι μόνο για την «πάγια ρύθμιση»6.

  1. Συναφώς, επισημαίνεται η έλλειψη πρόβλεψης για αποστολή ενημέρωσης στον οφειλέτη περί απώλειας της ρύθμισης. Όπως είχαμε αναπτύξει ήδη με το υπ’ αρ. πρωτ. 215522/31526/31-8-2016 έγγραφό μας προς την Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικών Αναφορών του Υπουργείου Εργασίας, αλλά και σε μεταγενέστερες ευκαιρίες7, σε κάθε περίπτωση που φαίνεται να συντρέχουν λόγοι απώλειας ορισμένης ρύθμισης, θα έπρεπε ο οφειλέτης να ενημερώνεται επακριβώς για τους λόγους αυτούς και να καλείται, εάν επιθυμεί, να υποβάλει τυχόν αντιρρήσεις εντός εύλογης προθεσμίας. Καθώς και σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο οφειλέτες να μη λαμβάνουν γνώση της απώλειας της ρύθμισης παρά μόνο μετά από πολλούς μήνες8, σε κάποιες δε περιπτώσεις το ΚΕΑΟ επικαλείται την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την απώλεια της ρύθμισης για να απορρίψει αιτήσεις αναβίωσής της, η Αρχή προτείνει ξανά να περιληφθεί διάταξη για ενημέρωση του οφειλέτη αμέσως μετά από την απώλεια οποιασδήποτε ρύθμισης για το γεγονός της απώλειας και για το δικαίωμα του οφειλέτη να υποβάλει αίτηση αναβίωσής της εάν συνέτρεξε λόγος ανώτερης βίας ή λόγος που ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της Διοίκησης, ή πιστωτικών ιδρυμάτων σε περίπτωση σφάλματος κατά την διαδικασία είσπραξης ποσών δόσεων (όπως αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, υπό 3).

  1. Κάθε ρύθμιση εκκινεί και λειτουργεί με βάση ορισμένη ατομική διοικητική πράξη (απόφαση ρύθμισης). Σε κάθε περίπτωση που κατά την διάρκεια της ρύθμισης βεβαιωθούν στο ΚΕΑΟ οφειλές για περιόδους ασφάλισης πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ρύθμισης και, γι’ αυτό, προστεθούν στις ρυθμισμένες οφειλές, η απόφαση της ρύθμισης πρέπει να τροποποιείται (καθώς υπάρχει μεταβολή στις υποχρεώσεις του οφειλέτη σε σχέση με τα οριζόμενα στην αρχική απόφαση) και, όπως ισχύει για κάθε ατομική διοικητική πράξη, η τροποποιημένη απόφαση πρέπει να κοινοποιηθεί στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 19 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας). Επειδή αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη, αλλά αντίθετα πολίτες έχουν αναφέρει στην Αρχή, ότι έλαβαν γνώση της αύξησης του ποσού της δόσης μετά από μήνες (σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις μόνον όταν είδαν να τους έχει κατασχεθεί ποσό από τραπεζική τους κατάθεση), είναι αναγκαίο στο εξεταζόμενο σχέδιο νόμου να προστεθεί σχετική διάταξη.

  1. Στην παράγραφο 5 του προτεινόμενου άρθρου έχει περιληφθεί εξαίρεση από τις ευνοϊκές συνέπειες της υπαγωγής στη ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ). Ωστόσο, οι λόγοι που υπαγορεύουν την διατήρηση της «πάγιας ρύθμισης» των κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών (συγκυριακά προβλήματα ταμειακής ρευστότητας των επιχειρήσεων, ανάγκη στήριξης σε αυτές αλλά και στην απασχόληση, ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας – βλ. σχετικές σκέψεις στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4152/2013) ισχύουν εξίσου και για τις κοινωνικοασφαλιστικές οφειλές έναντι του ΤΕΚΑ και, για τον λόγο αυτό, η Ανεξάρτητη Αρχή προτείνει την απάλειψη της εν λόγω εξαίρεσης.

Επί του άρθρου 8

“Ποινική αντιμετώπιση οφειλετών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης μετά τη ρύθμιση των οφειλών τους”

Το άρθρο 8 του σχεδίου νόμου περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία, εάν οφειλέτης είχε χάσει ρύθμιση οφειλών εξαιτίας των οποίων του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά αργότερα προβεί σε ρύθμιση εκ νέου, τότε «αναστέλλεται η ποινική δίωξη σε βάρος του οφειλέτη, κατά το άρθρο 1 του α.ν. 86/1967, και αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος […]». Κρίνεται επιβεβλημένο να οριστεί το ίδιο και για την περίπτωση όπου ο οφειλέτης επιτυχώς αιτηθεί την επανένταξη στη χαμένη ρύθμιση.

Επί του προτεινόμενου άρθρου 25

“Εθνική Σύνταξη υπηρετούντων υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου στην αλλοδαπή – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 7 ν. 4387/2016”

Με το άρθρο 25 τροποποιείται η παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), περί της Εθνικής Σύνταξης και προβλέπεται, πλέον, ότι η διαμονή υπαλλήλου του Ελληνικού Δημοσίου που υπηρετεί στην αλλοδαπή κατόπιν τοποθέτησης, μετάθεσης, απόσπασης ή επιτόπιας πρόσληψης, εξομοιώνεται με μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα, εφόσον κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, μισθοδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο και ασφαλίζεται στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) ή σε πρώην φορέα που έχει ενταχθεί σε αυτόν.

Στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης της ανωτέρω προτεινόμενης διάταξης αναφέρεται, ότι με αυτήν «εξομοιώνεται, μόνον για τους σκοπούς χορήγησης της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του ν. 4387/2016, με μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα και η διαμονή υπαλλήλου του Ελληνικού Δημοσίου που υπηρετεί στην αλλοδαπή κατόπιν τοποθέτησης, μετάθεσης, απόσπασης ή επιτόπιας πρόσληψης, εφόσον, κατά την υπηρεσία του, μισθοδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο και ασφαλίζεται στον e-Ε.Φ.Κ.Α. ή σε πρώην φορέα που έχει ενταχθεί σε αυτόν. Η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία για την εξασφάλιση του ποσού της εθνικής σύνταξης για τους υπαλλήλους του ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι λόγω των υπηρεσιακών αναγκών υπηρετούν στην αλλοδαπή και ασφαλίζονται στον ελληνικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης».

Συναφώς επισημαίνεται, ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 ν. 4387/2016 σχετικά με την προϋπόθεση προηγούμενης διαμονής για τη χορήγηση και τον υπολογισμό του ποσού της Εθνικής Σύνταξης είχαν προηγουμένως τροποποιηθεί με το άρθρο 73 του ν. 4915/22, (Α’ 63/24-3-22), όσον αφορά αποκλειστικά «τους ομογενείς με αλβανική ιθαγένεια και ομογενείς που προέρχονται από την πρώην Σοβιετική Ένωση»9.

Με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4387/2016, όπως έχουν ήδη τροποποιηθεί και τροποποιούνται περαιτέρω με την προτεινόμενη διάταξη του νομοσχεδίου, η χορήγηση και ο υπολογισμός του ποσού της εθνικής σύνταξης εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα έτη προηγούμενης διαμονής του αιτούντος στην Ελλάδα. Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 25 του σχεδίου νόμου, εξομοιώνεται ο χρόνος διαμονής στην αλλοδαπή με χρόνο διαμονής στην Ελλάδα μόνον για τους υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου που υπηρετούν στην αλλοδαπή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην εν λόγω διάταξη.

Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης δεν φαίνεται να περιλαμβάνει εργαζομένους σε υπηρεσίες εκτός του (στενού) Ελληνικού Δημοσίου. Για την εν λόγω κατηγορία ασφαλισμένων η εξομοίωση του χρόνου διαμονής στην αλλοδαπή με χρόνο διαμονής στην Ελλάδα είναι ευνοϊκή, εγείρει όμως ζητήματα άνισης μεταχείρισης, ιδίως όσον αφορά τους διακινούμενους εργαζομένους εντός της Ε.Ε., τους οποίους καταλαμβάνει ο Κανονισμός 883/2004.

Όσον αφορά τους Ευρωπαίους πολίτες, η διπλή μείωση της εθνικής σύνταξης βάσει ετών ασφάλισης και βάσει ετών κατοικίας στους διακινούμενους εντός της Ε.Ε. Ευρωπαίους πολίτες δεν εναρμονίζεται με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας που απορρέει από την ίδια την Συνθήκη ΛΕΕ και με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου του συντονισμού συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και ιδίως με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, ύστερα από την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, χάνουν κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα αποκλειστικά λόγω της διακίνησής τους και βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των μη διακινούμενων, που έχουν πραγματοποιήσει ωστόσο τον ίδιο χρόνο ασφάλισης. Η διαφορετική δυσμενής μεταχείριση αφορά κατ’ αρχάς τους διακινούμενους έναντι των μη διακινούμενων, αλλά, εμμέσως, συνεπάγεται και διάκριση λόγω ιθαγένειας, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, οι ημεδαποί θα πληρούν ευκολότερα την προϋπόθεση της διαμονής έναντι των αλλοδαπών.

Περαιτέρω, η μείωση της εθνικής σύνταξης λόγω ετών διαμονής πλήττει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα και άλλων κατηγοριών ασφαλισμένων και, ειδικότερα, εκείνων που έχουν διαμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε τρίτες χώρες με τις οποίες μάλιστα δεν υφίσταται διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης, όπως οι επαναπατρισθέντες Έλληνες υπήκοοι και ομογενείς που είχαν εγκατασταθεί σε χώρες της αλλοδαπής και οι επαναπατρισθέντες πολιτικοί πρόσφυγες. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 4915/2022, αποκαταστάθηκε μόνον εν μέρει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα στην εθνική σύνταξη δύο κατηγοριών ασφαλισμένων, δηλαδή των ομογενών από την Αλβανία και εκείνων από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Η αποκατάσταση ήταν μόνον μερική δεδομένου ότι απαιτούνται από 1ης.1.2022 τριάντα έτη διαμονής στην Ελλάδα για την καταβολή του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, τα οποία βαίνουν αυξανόμενα μέχρι το 2032, οπότε και θα απαιτούνται 40 έτη, ενώ και ο επανυπολογισμός της σύνταξης των ήδη συνταξιούχων με βάση την παραπάνω ρύθμιση γίνεται μόνον από 1ης.1.2022.

Ενόψει των παραπάνω, ακόμα και εάν ο νομοθέτης εμμένει στην σύνδεση της χορήγησης της εθνικής σύνταξης και του υπολογισμού του ποσού της με τα έτη διαμονής του αιτούντος στην Ελλάδα, κατά την άποψη της Αρχής, θα πρέπει,

α) να εξομοιωθεί ο χρόνος διαμονής στα κράτη μέλη της Ε.Ε. με χρόνο διαμονής στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για μεν τους Ευρωπαίους πολίτες ενόψει του Κανονισμού 883/2004, για δε τους πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα και έχουν διακινηθεί εντός της Ε.Ε., υπό τους όρους του Κανονισμού 1231/2010, σύμφωνα με τον οποίο «ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν διέπονται ήδη από αυτούς τους κανονισμούς αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειάς τους, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους και στους επιζώντες τους, εφόσον διαμένουν νόμιμα στο έδαφος κράτους μέλους και η κατάστασή τους δεν περιορίζεται εντός του εδάφους ενός και μόνο κράτους μέλους».

β) να αποκατασταθεί πλήρως το συνταξιοδοτικό δικαίωμα στην εθνική σύνταξη των ομογενών από την Αλβανία και τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, με την χορήγηση του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, χωρίς μείωση λόγω ετών διαμονής.

γ) να εξεταστεί η δυνατότητα αναδρομικής χορήγησης των διαφορών στους ήδη δικαιούχους (και όχι μόνον από 1ης.1.2022)

δ) σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι προαναφερθείσες προτάσεις δεν γίνουν δεκτές, να διευκρινισθεί το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης διάταξης.

Τέλος, με την ευκαιρία της τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 7 του ν. 4387/2016, σχετικά με την εθνική σύνταξη, ο Συνήγορος του Πολίτη επαναφέρει τις δύο προτάσεις που έχει διατυπώσει κατά το παρελθόν με τα υπ’ αρ. 222723/19688/2018/07.05.2018 και 267731/3209/2020/21.01.2020 έγγραφά του, σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων και τον προσδιορισμό του καταβαλλόμενου ποσού, ήτοι:

α) την πρότασή του για η τροποποίηση του άρθρου 93 παρ. 1 περ. ε του ν. 4387/2016, καθώς και του άρθρου 3 της κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσας Κ.Υ.Α., ώστε ως κριτήριο για την χορήγηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων, να λαμβάνεται υπ’ όψιν το πραγματικό και όχι το φορολογητέο εισόδημα των αιτούντων, λαμβανομένων υπ’ όψιν ως προς τον συνυπολογισμό και των εξαιρέσεων της παρ. 2 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016.

β) ενόψει του χαρακτήρα του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων ως παροχής διασφάλισης ενός στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, το καταβαλλόμενο ποσό του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα θα πρέπει να διασφαλίζει ένα επαρκές εισόδημα βιοτικής αυτοτέλειας στον δικαιούχο, δηλαδή ένα εισόδημα που να μην οδηγεί σε διακινδύνευση των στοιχειωδών και συνεπώς ανελαστικών αναγκών του δικαιούχου (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή, ιατρική περίθαλψη). Κατά συνέπεια, προτείνεται το ποσό του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα να μην κυμαίνεται ανάλογα με τα έτη προηγούμενης διαμονής του δικαιούχου.

Επί του άρθρου 27

“Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από ψυχικώς ασθενείς”- Τροποποίηση περ. α παρ.1 άρθρου 23 ν. 4488/2017

Με την προτεινόμενη ρύθμιση, προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην περ. 1.α του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 περί αξιοποίησης του ασφαλιστικού χρόνου εργασίας ή αυτοαπασχόλησης των ΑμεΑ με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης, για την προσαύξηση της σύνταξής τους ή για την καταβολή νέας σύνταξης. Πρόκειται κατ’ αρχάς για θετική πρόταση που θεσπίζει τον συνυπολογισμό του διανυθέντα χρόνου απασχολησιοθεραπείας για την επαύξηση των συνταξιοδοτικών αποδοχών και / ή τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, για τη συγκεκριμένη ευάλωτη ομάδα της περ. 1.α, με ρητή παραπομπή στο άρ. 20 ν. 4387/2016.

Επιπλέον, στην παρ. 1 διατηρούνται οι ισχύουσες περ. β΄ και περ. γ΄ που προστέθηκε με το άρ. 56 ν. 4950/2022.

Επί του άρθρου αυτού εισηγούμαστε τις ακόλουθες βελτιώσεις:

  1. Τη νομοτεχνική βελτίωση του τίτλου του άρθρου και συγκεκριμένα ο τίτλος «Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από ψυχικώς ασθενείς» να αντικατασταθεί από τον τίτλο

«Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από άτομα με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία – Τροποποίηση παρ. 1.α. του ν. 4488/2017»

για την ορθή γραμματική και συστηματική ένταξη της διάταξης στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.

  1. To προτεινόμενο εδ. β΄ της περ. 1.α. που προβλέπει την αξιοποίηση του χρόνου απασχολησιοθεραπείας σε δύο περιπτώσεις, για την προσαύξηση σύνταξης ή την απονομή δεύτερης σύνταξης, όπως διατυπώνεται, καταλαμβάνει μόνο τους συνταξιούχους που εμπίπτουν στο πεδίο της διάταξης. Στη φράση στο τέλος του εδαφίου β΄ της υπό τροποποίηση περ. 1.α. «δύνανται να αξιοποιήσουν το διανυθέντα χρόνο ασφάλισής τους για προσαύξηση της καταβαλλόμενης μηνιαίας σύνταξης ή απονομή δεύτερης κύριας σύνταξης γήρατος, αναπηρίας ή λόγω θανάτου, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο» προτείνουμε να προστεθεί η φράση «τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή την» για να καταλάβει στο καθ’ ύλην πεδίο της όλα τα πρόσωπα της περ. 1.α., δηλαδή να δώσει τη δυνατότητα αξιοποίησης του διανυθέντα χρόνου ασφάλισης και στους απασχολούμενους δικαιούχους προνοιακών ή άλλων επιδομάτων.

  1. Κρίνεται σκόπιμη η επέκταση της προτεινόμενης ρύθμισης σε άτομα με αναπηρία, δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων, που βρίσκονται στη «γκρίζα ζώνη» των προστατευτικών διατάξεων, δηλαδή περιπτώσεις αμεα που (α) έχουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, (β) έχουν λάβει γνωμάτευση του αντίστοιχου Τομέα Ψυχικής Υγείας, ότι η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή η αυτοαπασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης, ωστόσο από το συνολικό ποσοστό αναπηρίας το αποδιδόμενο σε ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία είναι χαμηλότερο του 50%.

Επί του παρόντος, καταγράφονται περιπτώσεις11 που διακόπτεται η χορήγηση επιδομάτων βαριάς αναπηρίας από το χρόνο ανάληψης μισθωτής απασχόλησης, παρά την αναγγελθείσα εγκαίρως στον ΟΠΕΚΑ βεβαίωση του Τομέα Ψυχικής Υγείας ότι η εργασία ενδείκνυται για τη βελτίωση της κατάστασης της ψυχικής υγείας του δικαιούχου.

Συναφώς επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο:

(α) η συγκεκριμένη ομάδα ΑμεΑ εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο του αρθ. 22 του Ν. 2716/1999 που τροποποίησε την παρ. 3 του αρθ. 18 «Ασφαλιστική κάλυψη ατόμων με ειδικές ανάγκες» Ν. 2072/1992 ως ακολούθως: «3. Ατομα με ειδικές ανάγκες με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, που επιδοτούνται με προνοιακό ή άλλο επίδομα, διατηρούν το επίδομά τους αυτό και όταν υποβάλλονται σε φυσικοθεραπεία, εργοθεραπεία, απασχολησιοθεραπεία, λογοθεραπεία, ημερήσια φύλαξη και ψυχολογική στήριξη», και εντάσσεται συστηματικά στην ίδια τελολογία με το υπό τροποποίηση άρ. 23 «Απασχόληση λόγω ψυχικών παθήσεων», χωρίς όμως, εν προκειμένω, να προϋποτίθεται η πιστοποίηση ψυχικής ή νοητικής αναπηρίας ή ψυχικής και νοητικής αναπηρίας, με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) παρά μόνο «η υποβολή σε φυσικοθεραπεία, εργοθεραπεία, απασχολησιοθεραπεία, λογοθεραπεία, ημερήσια φύλαξη και ψυχολογική στήριξη», για την αθροιστική απόληψη μισθών και προνοιακών επιδομάτων,

(β) δεν προκύπτει η νομιμοποιητική βάση της ανάκτησης βιοποριστικής ικανότητας που συνεπάγεται την απώλεια προνοιακής στήριξης σε αμεα με αναπηρία 67% αλλά με ψυχική και / ή νοητική αναπηρία έως 50% όταν υπόκεινται σε απασχολησιοθεραπεία,

(γ) η συμπερίληψη της συγκεκριμένης ομάδας αμεα στο καθ’ ύλην πεδίο της προτεινόμενης διάταξης θα θεραπεύσει και τα ζητήματα διακριτικής μεταχείρισης που τίθενται σύμφωνα με το άρ. 4 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρ. 21 παρ. 2 του Συντάγματος, το άρ. 5 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα των αμεα, τις κατευθυντήριες – οργανωτικές διατάξεις υλοποίησης της Διεθνούς Σύμβασης για την άρση των εμποδίων που δυσχεραίνουν την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των αμεα στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας και τις κρατικές δεσμεύεις που ερείδονται στη συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του ΠΠΠ της Σύμβασης, εφόσον επί του παρόντος μεταχειρίζονται ομοίως με υγιείς εργαζομένους, δηλαδή με πρόσωπα που εντάσσονται σε διαφορετική πληθυσμιακή ομάδα, και δυσμενέστερα από ομοειδή ομάδα ατόμων που βρίσκονται σε ευνοϊκότερη κατάσταση, δηλαδή εν συγκρίσει με τα αμεα που ενώ απορροφούνται βάσει ειδικού νομοθετικού πλαισίου σε προστατευμένο εργασιακό περιβάλλον (π.χ. σε ΚοιΣΠΕ άρ. 12 ν. 2716/1999 μέσω προγραμμάτων κατάρτισης, ενίσχυσης της απασχόλησης συμπεριλαμβανομένης της αυτοαπασχόλησης, σε Κοιν.Σ.Επ άρ. 13 ν. 4331/2015 κλπ.), δηλαδή, σε ασφαλέστερες εργασιακές συνθήκες από τους δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων που απορροφώνται στην ελεύθερη αγορά εργασίας και παρ’ ότι, υπάρχουν περιπτώσεις που οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι πάσχουν από χαμηλότερο ποσοστό αναπηρίας (του νόμου μη διακρίνοντος), και λαμβάνουν υψηλότερες μισθολογικές αποδοχές (εφόσον δεν εισάγεται εισοδηματικό κριτήριο), οι τελευταίοι έχουν εκ του νόμου κύρια ασφάλιση κατά τη διάρκεια της προστατευμένης απασχόλησης χωρίς να εκπίπτουν του δικαιώματός τους σε αθροιστική είσπραξη των μισθών και των προνοιακών επιδομάτων τους.

Εν συνόψει, με την υπό τροποποίηση διάταξη δίνεται η ευκαιρία της κωδικοποίησης της ενιαίας μεταχείρισης όλων των κατηγοριών των αμεα με ψυχική και/ή νοητική αναπηρία που η ασφαλιστέα απασχολησιοθεραπεία τους δεν συνεπάγεται ανάκτηση βιοποριστικής ικανότητας, η οποία μπορεί να λάβει το ακόλουθο περιεχόμενο:

Άρθρο 27 «Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από άτομα με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία – Τροποποίηση παρ. 1.α. του Ν. 4488/2017»

«1.α. Γενικές και ειδικές διατάξεις που προβλέπουν διακοπή ή περικοπή της σύνταξης αναπηρίας ή της σύνταξης λόγω θανάτου και των προνοιακών ή άλλων επιδομάτων όταν ο δικαιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται, δεν έχουν εφαρμογή στους δικαιούχους με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία, με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω ή σε πρόσωπα που εμπίπτουν στο άρ. 22 του Ν. 2716/1999 με αποδιδόμενο σε ψυχική και/ή νοητική αναπηρία ποσοστό χαμηλότερο του 50% αλλά συνολικό ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, εφόσον η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή η αυτοαπασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης και η κρίση αυτή πιστοποιείται με γνωμάτευση μονάδας ψυχικής υγείας, η οποία θα ισχύει για τρία (3) έτη, του αντίστοιχου Τομέα Ψυχικής Υγείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2716/1999 (Α’ 96). Οι δικαιούχοι του πρώτου εδαφίου, οι οποίοι έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα έχει ενταχθεί στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) πριν και μετά από την έναρξη ισχύος του άρθρου 20 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), περί απασχόλησης των συνταξιούχων, δύνανται να αξιοποιήσουν τον διανυθέντα χρόνο ασφάλισής τους για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή την προσαύξηση της καταβαλλόμενης μηνιαίας σύνταξης ή απονομή δεύτερης κύριας σύνταξης γήρατος, αναπηρίας ή λόγω θανάτου, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο».

Επί του άρθρου 28

“Προθεσμία και αρμοδιότητα για την άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων των Διοικητικών Επιτροπών του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης”

Η παρ. 1 του προτεινόμενου άρθρου σχετικά με την 60νθήμερη προθεσμία προσφυγής κατά των αποφάσεων των Διοικητικών Επιτροπών, με ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας από την κοινοποίηση της απόφασης στον προσφεύγοντα, εναρμονίζεται πλήρως με το άρθρο 66 του ΚΔΔ και τη νομολογιακή κρίση ότι από το συγκεκριμένο χρόνο τεκμαίρεται η πλήρης γνώση όλων των νομιμοποιούμενων να προσβάλουν την απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής (δηλαδή και των κοινωνικοασφαλιστικών οργάνων).

Επί των παρ. 2-4 με τις οποίες κωδικοποιείται και επεκτείνεται η νομιμοποιητική αρμοδιότητα οργάνων του e-ΕΦΚΑ (όπως Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων και Τοπικών Διευθύνσεων) για άσκηση προσφυγών ουσίας κατά πράξεων των αποφάσεων των ΤΔΕ (ενδοστρεφής προσφυγή), θα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:

Τα όργανα που ορίζονται ως αρμόδια για τη νόμιμη εκπροσώπηση του e-ΕΦΚΑ για την άσκηση προσφυγών κατά των αποφάσεων των ΤΔΕ, είναι τα ίδια όργανα που, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, εισηγούνται τα προς συζήτηση θέματα προς τα μέλη των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών παρέχοντας τις απαιτούμενες πληροφορίες, διευκρινίσεις ή γνώμες ενώ τα ίδια όργανα επιπλέον συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ως μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου12.

Το γεγονός, ότι οι εισηγητές την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής του διοικουμένου και συμμετέχοντες στη συνεδρίαση της ΤΔΕ έχουν και αρμοδιότητα άσκησης ενδίκου βοηθήματος κατά της εκδιδόμενης απόφασης, θέτει σοβαρά ζητήματα απονεύρωσης της ενδικοφανούς διαδικασίας πολλώ μάλλον εάν ληφθεί υπ’ όψιν, ότι στην πράξη τα εν λόγω όργανα κατά κανόνα εκλαμβάνουν τη δικονομική δυνατότητα άσκησης προσφυγής ως «δέσμια αρμοδιότητα», δηλαδή προσφεύγουν κατά των αποφάσεων που κάνουν δεκτά τα αιτήματα των ασφαλισμένων, χωρίς καμία διάκριση, ακόμα και σε περιπτώσεις που τα ένδικα βοηθήματα θα απορριφθούν μετά βεβαιότητας ως προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα, για παράδειγμα σε περιπτώσεις που το νομικό ζήτημα του παραδεκτού ή του βασίμου έχει ήδη κριθεί και βασίζεται σε πάγια νομολογία του ΣτΕ και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή προκύπτει αναμφισβήτητα από την ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων13.

Η υποβάθμιση της ενδικοφανούς διαδικασίας ελέγχου της διοικητικής πράξης, η τήρηση της οποίας τρέπεται σε απλό διαδικαστικό τύπο παραδεκτού για τη μετέπειτα άσκηση προσφυγής ουσίας από τον e-ΕΦΚΑ σε περίπτωση έκδοσης απόφασης υπέρ του διοικουμένου και η έλλειψη σεβασμού στην απόφαση της ΤΔΕ από τον ίδιο το Φορέα στον οποίο υπάγεται το ελεγκτικό συλλογικό όργανο, επιδρά αποφασιστικά στην ποιότητα της λειτουργίας του οργάνου και στη διαμόρφωση της διοικητικής του κρίσης επί της υπόθεσης εφόσον εκ προοιμίου καθίσταται γνωστό ότι η έκβαση του ελέγχου υπέρ του προσφεύγοντος δεν θα επιδράσει επίκαιρα στην πραγματική και νομική του κατάσταση, αλλά θα τον εμπλέξει, κατόπιν προειλημμένης απόφασης του νομιμοποιούμενου οργάνου των παρ. 2-4, σε μακροχρόνια και εξουθενωτική δικαστική διένεξη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τηρητέα ενδικοφανής διαδικασία αντί της εκπλήρωσης του σκοπού της που είναι η θεραπεία της διαφοράς σε διοικητικό στάδιο, τρέπεται σε στείρο μηχανισμό αναβολής του χρόνου αποκατάστασης της νομιμότητας. Συναφώς, κρίσιμο είναι να αξιολογηθεί η συνάρτηση της προτεινόμενης διάταξης με την έτι περαιτέρω σώρευση κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και την επακόλουθη καθυστέρηση στον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων και απονομής της δικαιοσύνης που έχει πολλάκις προκαλέσει την καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος επίκαιρης δικαστικής προστασίας14.

Επί του άρθρου 44

“Επέκταση ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας – Τροποποίηση άρθρου 142 ν. 3655/2008”

Ως κατ’ αρχήν θετική αποτιμάται η επέκταση της διάρκειας της ειδικής παροχής. Επιφύλαξη ως προς την πιθανή σύγχυση και την πρακτική της εφαρμογή, δημιουργεί το γεγονός ότι η ειδική αυτή παροχή μητρότητας, την οποία δικαιούνταν μόνον μητέρες, διατηρεί μεν τον τίτλο «ειδική παροχή προστασίας μητρότητας», προσλαμβάνει ωστόσο χαρακτηριστικά άδειας ανατροφής (αφού μπορεί να αξιοποιηθεί και από πατέρες εργαζομένους).

Ειδικότερα, με τη ρύθμιση του άρθρου 44 παρατείνεται η διάρκεια της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας από τους 6 μήνες στους 9, ενώ η μητέρα δικαιούται να μεταβιβάσει έως επτά (7) μήνες από την ειδική άδεια προστασίας μητρότητας στον πατέρα, με την προϋπόθεση ότι αυτός απασχολείται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις με πλήρη ή μερική απασχόληση.

  1. Στο σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι «Κατά τη διάρκεια της ως άνω ειδικής άδειας, ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει στην εργαζόμενη μητέρα μηνιαίως ποσό ίσο με τον κατώτατο μισθό, όπως κάθε φορά καθορίζεται με βάση την ΕΓΣΣΕ…». Επισημαίνουμε ότι ήδη με την υποπαράγραφο ΙΑ. 11 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 θεσπίστηκε νέο σύστημα καθορισμού νομίμου κατώτατου μισθού υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατοτεχνιτών, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1.4.2013. Εν συνεχεία με το άρθρο 103 του ν. 4172/2013 θεσπίστηκε η ειδική διαδικασία του νόμιμου κατώτατου μισθού, ο οποίος πλέον δεν καθορίζεται με ΕΓΣΣΕ. Επομένως, η φράση «με βάση την ΕΓΣΣΕ» πρέπει να απαλειφθεί.

  1. Στο σχέδιο νόμου επαναλαμβάνεται η ισχύουσα αυτή τη στιγμή διάταξη και το δικαίωμα λήψεως της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας συσχετίζεται με την ισόχρονη προς το μειωμένο ωράριο άδεια του άρθρου 9 της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004-2005. Ειδικότερα, στο άρθρο 142 του ν. 3655/2008 προβλέπεται ότι «Η μητέρα που είναι ασφαλισμένη του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ,…μετά τη λήξη της άδειας λοχείας και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9 της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 – 2005, δικαιούται να λάβει ειδική άδεια προστασίας μητρότητας…». Σύμφωνα με την ισχύουσα αυτή τη στιγμή διάταξη την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας δικαιούνται οι απασχολούμενες, οι οποίες λαμβάνουν την άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου (μειωμένο ωράριο) της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 – 2005. Την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας δεν δικαιούνται -σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη- οι μητέρες οι οποίες λαμβάνουν βάσει ΣΣΕ ή ευνοϊκότερης συμφωνίας άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου (ως μειωμένο ωράριο ή ως ισόχρονη άδεια) ευνοϊκότερη από αυτήν της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 -2005.

Πιο συγκεκριμένα οι απασχολούμενες στις Τράπεζες και στις Ναυτιλιακές Εταιρείες, σε κλάδους δηλ. που χορηγείται παραδοσιακά βάσει της οικείας ΣΣΕ λίγο ευνοϊκότερη άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου σε σύγκριση με την προβλεπόμενη από την ΕΓΣΣΕ άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου, αποκλείονται εκ του νόμου από την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας και ο ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ) αρνείται να τις επιδοτήσει.

Με την ευκαιρία της παράτασης της διάρκειας της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας από τους 6 στους 9 μήνες πρέπει -κατά την εκτίμησή μας- να αρθεί ο αποκλεισμός των απασχολούμενων στις Τράπεζες και Ναυτιλιακές Εταιρείες από το δικαίωμα χρήσης της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας, καθώς δεν δικαιολογείται από το σκοπό και το πνεύμα του νόμου, σύμφωνα με τα οποία (και μετά τη θέσπιση του ν. 4808/2021) γίνεται προσπάθεια εξίσωσης των δικαιωμάτων όλων των εργαζόμενων γονέων. Ήδη η εν λόγω άδεια της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 –2005 ενσωματώθηκε στο ν. 4808/2021 (βλ. άρθρο 37 του ν. 4808/2021), στον οποίο κωδικοποιήθηκαν όλες οι διευκολύνσεις και άδειες που χορηγούνται στους εργαζόμενους γονείς του ιδιωτικού τομέα. Συνεπώς, στην υπό συζήτηση ρύθμιση εκτιμούμε ότι δεν πρέπει να γίνεται συσχετισμός του δικαιώματος στην ειδική παροχή προστασίας μητρότητας με την άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 – 2005 και τα σχετικά σημεία που μνημονεύουν το μειωμένο ωράριο ή την ισόχρονη άδεια της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004-2005 πρέπει να απαλειφθούν.

  1. Με την ευκαιρία της τροποποίησης της διάταξης για την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας, ο Συνήγορος του Πολίτη επαναφέρει την πρότασή του για επέκταση του δικαιώματος στην ειδική αυτή παροχή και στους δικηγόρους, οι οποίοι απασχολούνται με σχέση έμμισθης εντολής. Πράγματι, η σχέση έμμισθης μολονότι δεν αποτελεί σχέση εξαρτημένης εργασίας, προσομοιάζει με την τελευταία ειδικά ως προς την υποχρέωση του εμμίσθου δικηγόρου να προσφέρει τις υπηρεσίες του απασχολούμενος με συγκεκριμένο ωράριο εργασίας. Αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη ότι οι έμμισθοι δικηγόροι καταβάλουν εισφορές όπως ακριβώς και οι απασχολούμενοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (βλ. άρθρο 38 ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), ενώ λαμβάνουν επίδομα τοκετού και λοχείας (βλ. άρθρο 83 του ν. 4826/2021) εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι δεν υπάρχει δικαιολογητικός λόγος να αποκλείονται από μία τόσο σημαντική διευκόλυνση για την ανατροφή των τέκνων τους, όπως η ειδική παροχή προστασίας μητρότητας. Επισημαίνεται ότι μετά τον ν. 4808/2021 και την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/1158 για την εναρμόνιση επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, αποτυπώνεται πλέον με σαφήνεια η βούληση τόσο του ενωσιακού όσο και του εθνικού νομοθέτη να υπάρχει κοινή μεταχείριση όσον αφορά τις διευκολύνσεις και τις παροχές προς τους εργαζόμενους γονείς ανεξάρτητα από το είδος και τη μορφή απασχόλησής τους.

  1. Τέλος, ως προς την χορήγηση της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας σε εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο, από την ένταξη του παιδιού στην οικογένεια και έως την ηλικία των οκτώ (8) ετών, θετική κρίνεται η προσθήκη διευκρίνισης, ότι ως ένταξη του παιδιού στην οικογένεια νοείται η ημερομηνία φυσικής παράδοσης, για φροντίδα και ανατροφή με σκοπό την υιοθεσία, του παιδιού από τον φορέα που το έχει υπό την προστασία του, ή τον φυσικό γονέα ή γονείς. Ομοίως, η ημερομηνία ένταξης του παιδιού στην οικογένεια προσδιορίζεται ως άνω και στο άρθρο 45 του σχεδίου νόμου.

Επί του άρθρου 45

“Επέκταση της άδειας μητρότητας στην υιοθεσία- Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 44 ν. 4488/2017”

Η ισότιμη μεταχείριση της τεκμαιρόμενης και θετής μητέρας έχει αποτελέσει και κατά το παρελθόν αντικείμενο παρέμβασης του Συνηγόρου του Πολίτη. Στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του σχεδίου νόμου αναφέρεται ότι «Με την προτεινόμενη διάταξη τίθενται ορισμοί ως προς τις έννοιες «εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο» και «ένταξη του παιδιού στην οικογένεια» προς άρση κάθε αμφιβολίας ως προς το περιεχόμενο αυτών των εννοιών. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί εφικτή η υλοποίηση της χορήγησης του επιδόματος λοχείας στην εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο, ακόμη και πριν την τελεσιδικία της απόφασης υιοθεσίας, με τη φυσική ένταξη του παιδιού στην οικογένεια».

Αναφορικά, όμως, με τις προϋποθέσεις φαίνεται να υπάρχει διαφοροποίηση στην τεκνοθεσία, η οποία έγινε στο εξωτερικό, αφού σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να καταστεί τελεσίδικη η αναγνώριση της αλλοδαπής απόφασης, και όχι η ένταξη του παιδιού στην οικογένεια, προκειμένου η μητέρα να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά της. (βλ. παρ.2 στοιχείο ββ).

Επί του άρθρου 48

Απαγόρευση διακρίσεων στην πρόσβαση στην εργασία εις βάρος οροθετικών στον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV)”

Οι διακρίσεις σε βάρος οροθετικών ατόμων έχουν απασχολήσει και εξακολουθούν να απασχολούν τον Συνήγορο του Πολίτη. Η ρητή πρόβλεψη με την παρούσα διάταξη ενδεχομένως να συμβάλει στην αποτελεσματική εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας και την απαγόρευση διακρίσεων στην πρόσβαση στην εργασία εις βάρος οροθετικών στον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) .

Θα πρέπει, όμως, να διευκρινισθεί, ότι η διατύπωση της παρ.1 εδ. β’ «Από την παραπάνω απαγόρευση εξαιρούνται επαγγέλματα στα οποία, με ειδικές διατάξεις, επιβάλλεται η διερεύνηση της παραπάνω ιδιότητας για ιατρικούς λόγους», δεν φαίνεται να επαρκεί για την προστασία κατά των διακρίσεων αν δεν υπάρξει και εκσυγχρονισμός του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου (π.χ. άρθρο 13 παρ.4. του π.δ. 225/2000 , με το οποίο προβλέπεται ότι : «.(..) Επιπρόσθετα στη Μονάδα δεν μπορεί να εργάζεται Ιατρικό, Νοσηλευτικό και Βοηθητικό προσωπικό που είναι φορέας Ηπατίτιδας Β` ή Ηπατίτιδας C ή του ιού ΗΙV».

Τέλος, ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι επιβάλλεται ο εκσυγχρονισμός του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου αναφορικά και με άλλες χρόνιες παθήσεις, οι οποίες μέχρι σήμερα αποτελούν λόγο αποκλεισμού από την απασχόληση και την εργασία15.

Επί του άρθρου 50

“Μη αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών”

Το άρθρο 50 προβλέπει ότι ποσά αναπηρικών παροχών σε χρήμα τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου που θα προκύψει από το εξεταζόμενο σχέδιο νόμου (i) δεν θα καταλογιστούν στους λήπτες και (ii) αν έχουν ήδη καταλογισθεί, δεν θα αναζητηθούν. Δεδομένου, ότι οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε σκόπιμη η διάταξη συντρέχουν εξίσου και για τα ποσά (αναπηρικών παροχών σε χρήμα) τα οποία θα καταβληθούν μετά από την ημερομηνία ισχύος του αναμενόμενου νόμου αλλά θα αφορούν περιόδους πριν από την ημερομηνία αυτή (ποσά αναδρομικών), κρίνεται επιβεβλημένη, δεδομένης και της συνταγματικής γενικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.), η τροποποίηση τού εν λόγω προτεινόμενου άρθρου, ώστε να αναφέρεται σε ποσά αναπηρικών παροχών σε χρήμα τα οποία είτε καταβλήθηκαν είτε θα καταβληθούν αχρεωστήτως και αφορούν χρονικές περιόδους μέχρι την έναρξη ισχύος του θεσπιθησόμενου Νόμου.

Επί του άρθρου 51

Συμψηφισμός, παραγραφή και ρύθμιση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης – Τροποποίηση άρθρου 45 ν. 4520/2018”

Με το άρθρο 51 του προτεινόμενου νομοσχεδίου τροποποιούνται οι παρ. 1, 2, 5 και 6 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018 (Α’ 30), περί της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών από τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ο.Π.Ε.Κ.Α.), και εξειδικεύονται οι ρυθμίσεις περί καταλογισμού και επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών σε χρήμα, είτε μέσω επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών είτε μέσω συμψηφισμού με καταβαλλόμενες από τον ΟΠΕΚΑ παροχές σε χρήμα.

Περαιτέρω, διατηρούνται ως είχαν οι διατάξεις των παραγράφων 8 και 9 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018, σύμφωνα με τις οποίες:

«8. Σε περίπτωση θανάτου ανασφάλιστου υπερήλικα του ν. 1296/1982, καταβάλλονται από τον ΟΠΕΚΑ στον επιμεληθέντα της κηδείας, ύστερα από αίτησή του, έξοδα κηδείας, μέχρι του ποσού των οκτακοσίων (800) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΠΕΚΑ, καθορίζονται τα δικαιολογητικά, η διαδικασία καταβολής των εξόδων κηδείας, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Εκκρεμείς, κατά το χρόνο έκδοσης της ανωτέρω απόφασης, αιτήσεις καταβολής εξόδων κηδείας για αποβιώσαντες ανασφάλιστους υπερήλικες του ν. 1296/1982 εξετάζονται με τις προϋποθέσεις της απόφασης αυτής.

  1. Με εξαίρεση την περίπτωση που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων σε δικαιούχους του ν. 1296/1982 και του ν. 4093/2012 αναζητούνται.».

Επί των προτεινόμενων διατάξεων θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:

  1. Με την τροποποίηση της παρ. 1 ενσωματώνονται σε ρητή διάταξη δύο από τις τρεις νομολογιακά διαπλασθείσες προϋποθέσεις σχετικά με τον καταλογισμό αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, προϋποθέσεις οι οποίες απορρέουν από την αρχή της χρηστής διοίκησης. Συγκεκριμένα, κατά την πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, δεν επιτρέπεται η αναζήτηση περιοδικών κοινωνικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξη τους, αν οι παροχές αυτές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των πιο πάνω επιτρέπεται μόνο εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς»16. Η προτεινόμενη διάταξη τυποποιεί τις δύο αυτές προϋποθέσεις της αναζήτησης, δηλαδή την καλή πίστη του λαβόντος και την μη παρέλευση ευλόγου χρόνου, την οποία ορίζει κατά μέγιστο χρόνο στα πέντε έτη από τον καταλογισμό.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η γενικότητα του κανόνα της πενταετίας ως προς τον καταλογισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων έχει αμφισβητηθεί από την θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι ο εύλογος χρόνος πρέπει να κρίνεται ειδικά, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης17, ενώ δεν ακολουθείται άκαμπτα ούτε από την νομολογία. Πράγματι, η νομολογία, αφενός, θέτει και μία τρίτη προϋπόθεση όσον αφορά την αναζήτηση, ερειδόμενη αυτή τη φορά στον βιοποριστικό χαρακτήρα των περιοδικών κοινωνικών παροχών, η οποία συνίσταται στην αποφυγή της οικονομικής εξουθένωσης του λαβόντος, αφετέρου λαμβάνει υπ’ όψιν την παράμετρο αυτή και για προσδιορισμό του ευλόγου χρόνου. Η παρέλευση ευλόγου χρόνου κρίνεται σε συνάρτηση με το στοιχείο της απρόοπτης ανατροπής της οικονομικής ισορροπίας του συνταξιούχου και τις ειδικές συνθήκες κάθε περίπτωσης: από το ύψος του αναζητούμενου ποσού σε συνάρτηση με τη διάρκεια της χρονικής περιόδου στην οποία αυτό αντιστοιχεί, από την οικονομική κατάσταση αυτού που υποχρεούται να το επιστρέψει18. Η νομολογία δέχεται ότι ακόμη και στην περίπτωση που το διάστημα ανάμεσα στην είσπραξη και την αναζήτηση είναι μικρό, ο καλοπίστως εισπράξας μπορεί να αποδείξει ότι η επιστροφή της παροχής στον ασφαλιστικό φορέα θα δημιουργήσει σε βάρος του απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες για τη διαβίωσή του19, ώστε να μην υποχρεωθεί να επιστρέψει τις παροχές. Έχει βάσιμα υποστηριχθεί ότι, αν η σύνταξη είναι το μοναδικό εισόδημα του δικαιούχου η αναζήτηση δεν είναι δυνατή επειδή «ακόμα κι η επιστροφή ενός μικρού ποσού για κάποιον που λαμβάνει μόνο τη σύνταξή του είναι ικανή να ανατρέψει και να θέσει σε κίνδυνο το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσής του»20.

Ενόψει του βιοποριστικού χαρακτήρα των προνοιακών παροχών, οι οποίες, επιπροσθέτως, καταβάλλονται σε πρόσωπα που είναι, κατά τεκμήριο, ιδιαιτέρως ευάλωτα οικονομικά και κοινωνικά, η προτεινόμενη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2, σύμφωνα με την οποία «[α]ν το δικαιούμενο μεικτό μηνιαίο ποσό των παροχών είναι μικρότερο των πενήντα (50) ευρώ, παρακρατείται πλήρως μέχρι την εξόφληση της οφειλής», δεν συμβιβάζεται με την προϋπόθεση της αποφυγής της οικονομικής εξουθένωσης του λαβόντος. Σε κάθε περίπτωση, η προϋπόθεση αυτή θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί καταλογισμού από τα αρμόδια όργανα.

  1. Η παρ. 9 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018, η οποία έχει παραμείνει αυτούσια, αναφέρεται στην αναζήτηση των συντάξεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στους δικαιούχους του ν. 1296/1982 και του ν. 4093/2012, «μέχρι τη διακοπή της παροχής του ανασφάλιστου υπερήλικα, όπως προβλέπονταν από τις διατάξεις της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012» (κατά τα οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016). Σημειώνουμε ότι η σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα του ν. 1296/1982 και του ν. 4093/2012 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018 («Κάθε προνοιακή παροχή, επίδομα, οικονομική ενίσχυση ή σύνταξη…»). Συνεπώς, με την εξαίρεση των συντάξεων για τις οποίες προβλέπει ειδικά η παρ. 6 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, οι οποίες δεν καταλογίζονται σε καμμία περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 45, όπως διαμορφώνονται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο. Για λόγους σαφήνειας, προτείνεται η συμπλήρωση της διάταξης της παρ. 9 ως εξής:

«9. Με εξαίρεση την περίπτωση που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 93 του ν.

4387/2016, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων σε δικαιούχους του ν. 1296/1982 και του ν. 4093/2012 αναζητούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 1,2,3, και 6 του παρόντος άρθρου.».

  1. Τέλος, με την ευκαιρία της τροποποίησης του άρθρου 45 του ν. 4520/2018, ο Συνήγορος του Πολίτη επαναφέρει πρόταση, που έχει διατυπώσει κατά το παρελθόν, σχετικά με την καταβολή εξόδων κηδείας όχι μόνον στις περιπτώσεις θανάτου ανασφάλιστου υπερήλικα του ν. 1296/1982, αλλά και στις περιπτώσεις θανάτου δικαιούχου του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων. Σημειώνουμε, ότι τα έξοδα κηδείας χαρακτηρίζονται ως παροχές ασθενείας και η μη υπαγωγή των ανασφάλιστων υπερηλίκων που λαμβάνουν το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων στο νομικό καθεστώς των παροχών ασθενείας που χορηγούνται στους ασφαλισμένους, είχε ως αποτέλεσμα και την μη καταβολή των εξόδων στον επιμεληθέντα της κηδείας τους. Ήδη, η υπαγωγή των ανασφάλιστων υπερηλίκων που λαμβάνουν τον επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων στο νομικό καθεστώς χορήγησης παροχών ασθενείας της Κ.Υ.Α. περί προσβάσεως των ανασφαλίστων σε παροχές ασθενείας, συνεπάγεται περιορισμούς ως προς την κάλυψη των αναγκών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, οι οποίοι δεν συνάδουν με τις ανάγκες των δικαιούχων της παροχής, εξ ορισμού μεγάλης ηλικίας και εύθραυστης υγείας. Επίσης, η παροχή που λαμβάνουν, παρά το ότι ονομάζεται «επίδομα» και όχι σύνταξη, έρχεται να καλύψει μόνιμες ανάγκες των δικαιούχων, οι οποίοι έχουν οριστικά απομακρυνθεί από την αγορά εργασίας (σε αντίθεση π.χ. με το Ε.Ε.Ε.). Ανεξαρτήτως όμως τούτων, η κάλυψη των εξόδων κηδείας της κατηγορίας αυτής των συνανθρώπων μας αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση της Πολιτείας, η οποία υπαγορεύεται από τις συνταγματικές αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του κοινωνικού κράτους δικαίου.

Επί του άρθρου 52

«Πιλοτικό Πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης»

Ο Συνήγορος χαιρετίζει τη θέσπιση πιλοτικού προγράμματος Πρώιμης Παρέμβασης για παιδιά ηλικίας μηδέν (0) έως έξι (6) ετών με αναπηρία ή αναπτυξιακή καθυστέρηση ή διαταραχή ή με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισής αυτών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, διαταραχές αυτιστικού φάσματος (Δ.Α.Φ.), σύνδρομο Down, νοητική αναπηρία, προβλήματα ακοής ή όρασης, διαταραχές λόγου ή ομιλίας και κινητικές δυσκολίες, καθώς και τις οικογένειές τους, για τη διασφάλιση και ενίσχυση της ανάπτυξης του παιδιού και την υποστήριξη της οικογένειας, την προώθηση της κοινωνικής ένταξης του παιδιού και της οικογένειας και την αποφυγή της περιθωριοποίησής τους.

Ήδη στην από το 2020 έκθεση της με τίτλο «Από το Ίδρυμα στην Κοινότητα: Εναλλακτική φροντίδα ευάλωτων παιδιών και υποστήριξη οικογενειών», η Αρχή είχε διατυπώσει σειρά συστάσεων21 για την εξασφάλιση ενός ολιστικού σχήματος υποστήριξης της οικογένειας και του παιδιού στην κοινότητα και συνακόλουθα πρόληψης της τοποθέτησης παιδιών στο τραυματικό καθεστώς της ιδρυματικής φροντίδας που μεταξύ άλλων περιελάμβαναν:

-τη διασφάλιση επαρκούς και εξειδικευμένης υποστήριξης των παιδιών με αναπηρία ως προς τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες

-τη λειτουργία ανοιχτών δομών (για δημιουργική απασχόληση, εκπαίδευση σε αυτοεξυπηρέτηση και εκμάθηση δεξιοτήτων, και άλλες δραστηριότητες), οι οποίες θα παρέχουν ιδίως σε παιδιά με νοητική αναπηρία, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές ή πολυαναπηρίες, τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπηρεσίες ανοιχτής φροντίδας,

– καθώς και -στο πλαίσιο σφαιρικής και ολοκληρωμένης υποστήριξης των παιδιών με αναπηρία και των οικογενειών τους- εισαγωγή ρύθμισης, βάσει της οποίας να προωθούνται τα στοιχεία των παιδιών με διαγνωσμένη αναπηρία στη γέννησή τους, από το μαιευτήριο ή από την πρώτη μονάδα υγείας στην οποία διαγνώστηκε η αναπηρία, σε ειδικό μητρώο των αρμόδιων υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας στην περιοχή κατοικίας των γονέων, προκειμένου οι υπηρεσίες να λαμβάνουν γνώση και να ενεργοποιούνται ώστε να παρέχουν συνδρομή και δικτύωση στο παιδί και την οικογένεια για τα ιατρικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και άλλα προβλήματα που προκύπτουν καθώς και για την έγκαιρη έναρξη πρώιμης παρέμβασης για την βέλτιστη δυνατή εξέλιξή του παιδιού.

Επομένως, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση πιλοτικού προγράμματος πρώιμης παρέμβασης, ευθυγραμμίζεται με τις υφιστάμενες ανάγκες όπως έχουν καταγραφεί από το Συνήγορο. Ωστόσο η Αρχή διατυπώνει επιφυλάξεις και προβληματισμό ως προς τα ακόλουθα σημεία:

-Την πιλοτική φύση του προγράμματος. Η υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου και συγκροτημένου σχεδιασμού έγκαιρης παρέμβασης για οικογένειες και παιδιά έχει καθυστερήσει σημαντικά στη χώρα μας και ο πιλοτικός χαρακτήρας της ρύθμισης δεν προβλέπεται να καλύψει το σύνολο του πληθυσμού που χρήζει υποστήριξης.

-Την κάλυψη των πόρων του προγράμματος από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας 2.0 (όπως εγκρίθηκε στις 13 Ιουλίου 2021) αντί των πόρων του τακτικού προϋπολογισμού: Ο στενός χρονικός ορίζοντας της χρηματοδότησης, δεν θα επιτρέψει την επένδυση σε βιώσιμες δράσεις ώστε να εξασφαλιστεί η παρακολούθηση και πλαισίωση παιδιών και οικογενειών σε βάθος χρόνου.

-Δεν έχει καταγραφεί ο κατά προσέγγιση αριθμός των ωφελούμενων παιδιών και οικογενειών καθώς και το εύρος χρηματοδότησης του εν λόγω προγράμματος. Ειδικότερα, δεν καθίσταται σαφές από τη διάταξη αν η χρηματοδότηση καλύπτει -εκτός τη συμβουλευτική υποστήριξη, ενδυνάμωση και καθοδήγηση της οικογένειας, καθώς και τη σύνταξη εξατομικευμένου σχεδίου παρέμβασης για το παιδί και την οικογένεια- και τις άλλες υπηρεσίες που αναφέρονται ενδεικτικά στη διατύπωση (ειδικές θεραπείες κλπ.).

– Στην παρ. 3 αναφέρεται πως «Επιλέξιμοι ωφελούμενοι του πιλοτικού προγράμματος Πρώιμης Παρέμβασης είναι παιδιά ηλικίας μηδέν (0) έως έξι (6) ετών, με διαπιστωμένη αναπηρία ή αναπτυξιακή καθυστέρηση ή διαταραχή ή με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης αυτών, σύμφωνα με την παρ. 1.» Σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί σε επόμενο χρόνο ο τρόπος της διαπίστωσης με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον των ωφελούμενων παιδιών και τη διευκόλυνση των οικογενειών.

Περαιτέρω, ο Συνήγορος θα παρακολουθήσει την υλοποίηση του ανωτέρω προγράμματος και επιφυλάσσεται να υποβάλει παρατηρήσεις και απόψεις σε επόμενο χρόνο.

Τέλος ιδιαίτερα θετική κρίνεται από την Αρχή και η μνεία ότι η συμμετοχή στο πιλοτικό πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης δεν αποστερεί τον ωφελούμενο από την απόλαυση οποιουδήποτε δικαιώματος ή ωφελήματος απονέμεται σύμφωνα με τον νόμο σε αυτόν.

Επί του άρθρου 59

“Ατομικό σχέδιο οικογενειακής αποκατάστασης και επαγγελματική αναδοχή- Τροποποίηση παρ. 7 άρθρου 5 και παρ. 1 άρθρου 16 του ν. 4538/2018”

Ο Συνήγορος του Πολίτη κρίνει ως θετική την προτεινόμενη τροποποίηση της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 4538/2018, σύμφωνα με την οποία η σύνταξη και καταχώριση του Α.Σ.Ο.Α. θα πρέπει να διενεργείται από τον φορέα που έχει τον ανήλικο υπό την προστασία του, και όχι από την κατά περίπτωση αρμόδια για την εγγραφή του Μονάδα Παιδικής Προστασίας και Φροντίδας- δεδομένου ότι έχει διαπιστώσει στην εν λόγω διαδικασία προσκόμματα και εσφαλμένες προσεγγίσεις κατά τη διενέργεια ελέγχων- ωστόσο θα πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια της «προστασίας», καθώς και οι φορείς που εμπλέκονται στη διαδικασία για τη διευκόλυνση της υλοποίησης της εν λόγω διάταξης και την αποφυγή παρερμηνειών που ενδέχεται να προκύψουν.

Περαιτέρω, ο Συνήγορος αξιολογεί ως ιδιαίτερα θετική τη διεύρυνση του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής που επιχειρείται με την τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 4538/3018, καθώς αντίστοιχη σύσταση έχει διατυπώσει η Αρχή ήδη από το 202022.

Ειδικότερα, αφενός η υλοποίηση της επαγγελματικής αναδοχής χωρίς την προϋπόθεση της δικαστικής απόφασης, αφετέρου η διεύρυνση της ισχύος της διάταξης και σε άλλες περιπτώσεις πέραν εκείνων που μνημονεύονται στην τρέχουσα εκδοχή του άρθρου 16 του ν.4538/18, αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην κάλυψη των υφιστάμενων αναγκών παιδιών που βρίσκονται σε δομές κλειστού τύπου, αλλά και στην πρόληψη της τοποθέτησης ανηλίκων σε ιδρύματα που θεωρούνται de facto κακοποιητικά λόγω της απουσίας προσώπων συναισθηματικής αναφοράς.

Η διατύπωση της εν λόγω διάταξης, ωστόσο («εφόσον διαπιστώνεται αιτιολογημένα από τον φορέα που τους έχει υπό την προστασία του ότι καθίσταται αδύνατη με άλλον τρόπο η οικογενειακή αποκατάστασή τους ή η φιλοξενία τους σε άλλο πλαίσιο εναλλακτικής φροντίδας»), ενδέχεται να δημιουργήσει ερμηνευτικού και πρακτικού χαρακτήρα προβλήματα κατά την εφαρμογή της. Πιο συγκεκριμένα:

  1. Η αναφορά σε «φορέα που τους έχει υπό την προστασία του» σηματοδοτεί -χωρίς τη μεσολάβηση άλλης επεξήγησης- την τοποθέτηση του παιδιού πρώτα σε ίδρυμα που θα αναλάβει την προστασία του και περαιτέρω, την παραμονή του σε αυτό, μέχρι την υποβολή της αιτιολόγησης που μνημονεύεται. Τούτο, όμως, δεν ευθυγραμμίζεται με τις αρχές της αποϊδρυματοποίησης και δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη πρόληψης της έκθεσης του παιδιού σε ιδρυματικό περιβάλλον. Κατά την άποψη της Αρχής, ερμηνευτικά ζητήματα -όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω- θα δημιουργήσει ο όρος «προστασία» που δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένο νομικό καθεστώς (επιμέλεια, γονική μέριμνα, πραγματική φροντίδα κλπ).

  1. Η μνεία σε «άλλο πλαίσιο εναλλακτικής φροντίδας» στη συνέχεια, δημιουργεί την υπόνοια, ότι ο φορέας που θα αναλάβει τη φροντίδα («προστασία») του παιδιού θα πρέπει να βεβαιώσει πως είναι αδύνατη η τοποθέτησή του σε άλλη δομή κλειστού τύπου. Σημειωτέον, ότι ο όρος «εναλλακτική φροντίδα» (alternative care) που αναφέρεται στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, όπως κυρώθηκε από τον υπερνομοθετικής ισχύος ν. 2101/92, περιλαμβάνει τόσο την αναδοχή και την υιοθεσία, όσο (ως ultima ratio) την τοποθέτηση σε κατάλληλο ίδρυμα. Έτσι, η διάταξη αναιρεί μέρος της στοχοθεσίας του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής, αφού αφετηρία για την τοποθέτηση του παιδιού σε επαγγελματία ανάδοχο, δεν θα είναι -κατά τα άνω- η εξατομικευμένη αξιολόγηση των αναγκών και του βέλτιστου συμφέροντός του αλλά η αδυναμία εύρεσης κλίνης σε άλλη δομή κλειστού τύπου, γεγονός που εξάλλου αντίκειται και στο άρθρο 3 της ΔΣΔΠ.

Με τιμή,

Ανδρέας Ι. Ποττάκης

Συνήγορος του Πολίτη

1 Το πόρισμα αυτό, με θέμα «Περιπτώσεις μη καταβολής των έκτακτων οικονομικών ενισχύσεων 2021 και Πάσχα 2022, σε συνταξιούχους, οι οποίοι φαίνεται να πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησής τους», μαζί με σχετικό Δελτίο Τύπου έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Αρχής, στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.synigoros.gr/el/category/default/post/porisma-or-xorhghsh-twn-ektaktwn-oikonomikwnenisxysewn- twn-eyalwtwn-synta3ioyxwn

2 Πρβλ. και το υπ’ αρ. πρωτ. 267488/57167/10-12-2020 έγγραφό μας προς την Γενική Διεύθυνση Εισφορών e-ΕΦΚΑ και τη Συντονίστρια του ΚΕΑΟ, που αναδεικνύει ιδίως το επιλυόμενο με το προτεινόμενο άρθρο πρόβλημα της αδυναμίας έκδοσης αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας, αλλά προτείνει να μην καταλείπονται εν γένει δυσμενείς έννομες συνέπειες στον υπόχρεο μετά από την πάροδο της τριετίας από την συμπλήρωση της παραγραφής, σε αρμονία με το άρθρο 139 του Ν. 4270/2014 και ήδη με την παρ. 2 του άρθρου 75 του νέου Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, κυρωθέντος με το ν. 4978/2022).

3 Λ.χ. «Απαίτηση, η οποία σύμφωνα με το παρόν έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής που επέχει θέση ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν βεβαιώνεται ούτε αποτελεί βάση για λήψη μέτρων εκτέλεσης και δεν λαμβάνεται υπ’ όψη για τον υπολογισμό των οφειλών κατά το άρθρο 61 του Ν.3863/2010, όπως ισχύει».

4 Λχ. ασθένεια, τραυματισμός, οικογενειακή ανάγκη, πρόσκαιρη εκμηδένιση της ρευστότητας της επιχείρησης, απρόβλεπτα δυσμενή οικονομική συγκυρία.

5 Με μικρή αλλά σταθερή αύξηση κατά τα τελευταία 4 έτη, από περίπου 55% στο δεύτερο μισό του 2018 σε 61,35% στο δεύτερο τρίμηνο του 2022.

6 Στο παρελθόν, εξάλλου, έχουν δοθεί με εγκυκλίους σχετικές κατευθύνσεις σε περιφερειακές υπηρεσίες ΦΚΑ για ρυθμίσεις άλλων Νόμων.

7 Βλ. τα αναρτημένα έγγραφα στην ιστοσελίδα https://old.synigoros.gr/?i=health-and-socialwelfare.el.provlimata_eispraksis_eisforwn.446126.

8 Λ.χ. επειδή οφειλές παρελθούσας χρονικής περιόδου ετών βεβαιώθηκαν στο ΚΕΑΟ και προστέθηκαν στην πάγια ρύθμιση χωρίς ενημέρωση του οφειλέτη.

9 Με το άρθρο 73 του ως άνω νόμου προσετέθη παράγραφος 2α στο άρθρο 7 του ν. 4387/2016 ως εξής: «2.α. Ειδικά για τους ομογενείς με αλβανική ιθαγένεια και ομογενείς που προέρχονται από την πρώην Σοβιετική Ένωση, το ποσοστό μείωσης της εθνικής σύνταξης που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρ. 2 υπολογίζεται μεταβατικά με βάση τα τριάντα (30) έτη νόμιμης και μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα, με έτος αφετηρίας υπολογισμού το 1992. Το ως άνω ποσοστό μείωσης της εθνικής σύνταξης προσαυξάνεται ανά έτος αναλογικά μέχρι και το 2032, οπότε και εφαρμόζονται οι γενικές προϋποθέσεις απόδοσης της εθνικής σύνταξης της παρ. 2. Ως προς τις υπόλοιπες προϋποθέσεις υπολογισμού της εθνικής σύνταξης ισχύει η παρ. 2, καθώς και οι παρ. 3-6 του παρόντος. Η ομογενειακή ιδιότητα προκύπτει για τους Έλληνες πολίτες αποκλειστικά από τη νομική αιτιολογία της καταχώρησης του Έλληνα πολίτη στο Μητρώο Πολιτών και για τους μη Έλληνες πολίτες από την κατοχή ισχύοντος Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς. Για ομογενείς του πρώτου εδαφίου, οι οποίοι είναι ήδη συνταξιούχοι εξ ιδίου δικαιώματος λόγω γήρατος, το ποσό της εθνικής σύνταξης επανυπολογίζεται με βάση τριάντα (30) έτη νόμιμης και μόνιμης διαμονής, από 1.1.2022. Επίσης, επανυπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο το ποσό της εθνικής σύνταξης των δικαιοδόχων προσώπων που λαμβάνουν σύνταξη κατά μεταβίβαση από δικαιούχο ομογενή του πρώτου εδαφίου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εξωτερικών, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Προστασίας του Πολίτη και Εσωτερικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας». Τέλος, με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 3 της υπ’ αριθμ. 73135/22 ΚΥΑ (ΦΕΚ 4135 Β/3-8-2022) «Υπολογισμός εθνικής σύνταξης ομογενών, βάσει της παρ. 2α του άρθρου 7 του ν. 4387/2016», η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 73 του ν. 4915/22, ορίσθηκε ότι: «Σε περίπτωση που κατά την εξεταζόμενη περίοδο έχει δημιουργηθεί πραγματικός χρόνος ασφάλισης, η περίοδος αυτή θεωρείται χρόνος διαμονής στην Ελλάδα. Ο χρόνος διαμονής στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπολείπεται του πραγματικού χρόνου ασφάλισης που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης».

11 Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει χειριστεί υπόθεση ΑμεΑ με 85 % ποσοστό αναπηρίας εκ της οποίας 40% αποδιδόμενο σε ψυχική νόσο.

12 Βλ. αρθ. 2 υπ’ αριθ. 11641 (ΦΕΚ Β’ 622/14.02.2022) Υπουργική Απόφαση «Σύσταση, σύνθεση και λειτουργία Διοικητικών Επιτροπών του e-ΕΦΚΑ» η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του αρθ. 52 Ν. 4387/2016.

13 Η συγκεκριμένη διοικητική πρακτική έχει πολυπαραγοντικό υπόβαθρο: ενδεικτικά, αναφέρεται η μη άσκηση διακριτικής ευχέρειας σε περιπτώσεις που η αποχή από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος επισείει, ενδεχομένως, πειθαρχική και δημοσιολογιστική ευθύνη του οργάνου, η έλλειψη νομικής γνώσης για τη στάθμιση της έκβασης της διαφοράς, η χαμηλή δικαστική δαπάνη που επιβαρύνεται ο e-ΕΦΚΑ για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, η έλλειψη θεσμικών αντίβαρων αποτροπής της αδιάκριτης ενδοστρεφούς προσφυγής.

14 Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ήδη προ 12ετίας, διατύπωσε τη βέβαιη δικανική πεποίθηση ότι «οι σημαντικές και επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελούν ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο, που μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος. Έτσι, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η διατήρηση μιας διαδικασίας σε εκκρεμότητα για υπερβολικό χρονικό διάστημα ενδέχεται να προσβάλει το ίδιο το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο. Ειδικότερα, η αδικαιολόγητη έλλειψη απόφασης από το δικαστήριο για ιδιαίτερα μακρύ χρονικό διάστημα μπορεί υπό την πίεση των γεγονότων να εξομοιωθεί με αρνησιδικία και κατά τον τρόπο αυτό τον ένδικο μέσο που άσκησε ο ενδιαφερόμενος μπορεί να στερηθεί από κάθε αποτελεσματικότητα όταν το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης δεν κατορθώνει να αποφανθεί επί της διαφοράς εγκαίρως, όπως το απαιτούν οι περιστάσεις και το διακύβευμα κάθε ιδιαίτερης υπόθεσης» (βλ. Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2010, σκ. 52, προσφυγή υπ’ αριθ. 50973/08, Β.Α. και λοιποί κατά Ελλάδας, που αφορούσε σε χορήγηση εφάπαξ από το ΜΤΣ). Στην ίδια υπόθεση, η Επιτροπή Υπουργών κάλεσε τότε την Ελλάδα, λόγω του σοβαρότατου συστηματικού προβλήματος που βρίσκεται στη βάση των παραβιάσεων, να επισπεύσει την υιοθέτηση ενός σχεδίου νόμου που θα στόχευε στην επιτάχυνση των διαδικασιών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

15 Βλ. ενδεικτικά στην ιστοσελίδα του Συνηγόρου του Πολίτη επιτυχή διαμεσολάβηση για την άρση αποκλεισμού δικαιούχου από προγράμματα απασχόλησης του ΟΑΕΔ, https://www.synigoros.gr/?i=equality.el.imdpositive.494650, καθώς και το συναφές με την υπό διερεύνηση αναφορά θέμα για την επανακατάταξη στην Ελληνική Αστυνομία διαγραφέντος σπουδαστή λόγω Ηπατίτιδας Β΄ https://www.synigoros.gr/?i=equality.el.imdworkpublic.447225.

16 ΣτΕ 237/2000, 1876/2002, 703/2004, 2010/2006, 819/2007, 154/2008, 166/2009, 2291/2009.

17 Όπως υποστηρίζει ο Α. Στεργίου, με παραπομπή σε Π. Λαζαράτο, Προβληματισμοί σχετικά με την ανάκληση παράνομων ευμενών πράξεων στο ευρωπαϊκό δίκαιο, στον Τόμο επιστημονικών μελετών προς τιμήν του Ε. Σπηλιωτόπουλου, Αθήνα – Κομοτηνή, 2000, σ. 325 επ.

18 Α. Στεργίου, Οι γενικές αρχές του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, ΕφημΔΔ, 4-2011, σ. 516

19 ΣτΕ 2911/2007, ΣτΕ 3459/06, ΔιΔικ, 2008, σ. 973, ΣτΕ 387/93, ΕΔΚΑ, 1993, σ. 451, ΣτΕ 2488/93, ΔΕΝ 51/1995, σ. 743, ΣτΕ 1179/93, ΕΔΚΑ, 1994, σ. 89, ΔΕφΑθ 2362/95, ΕΔΚΑ, 1995, σ. 39.

20 Α. Στεργίου, όπ.π.

21 Ειδική Έκθεση «Από το Ίδρυμα στην Κοινότητα: Εναλλακτική φροντίδα ευάλωτων παιδιών και υποστήριξη οικογενειών», Συνήγορος του Πολίτη, 2020, σελ.55-62, https://www.synigoros.gr/el/category/paidi/post/eidikh-ek8esh:-prostasia-eyalwtwn-paidiwn

22 Ό.π. σελ. 54

Δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου υπό τον τίτλο: «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών»

Δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου υπό τον τίτλο: «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών»

Τίθεται από σήμερα 15.11.2022 στις 17:40 σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργού Επικρατείας, με τον τίτλο: «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών». Δεδομένης της σπουδαιότητας της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, σας καλούμε να συμμετάσχετε στη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, διατυπώνοντας τις απόψεις και τις παρατηρήσεις σας στις σχετικές ρυθμίσεις.

Η διαβούλευση θα ολοκληρωθεί την 22α.11.2022.

Oι Υπουργοί

Δικαιοσύνης                                                                                Επικρατείας

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ                                           ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ

 

Δόθηκαν στη δημοσιότητα 25 ερωτήσεις και απαντήσεις που εξειδικεύουν το περιεχόμενο της νομοθετικής πρωτοβουλίας (βλ. το κείμενο εδώ).

 

Μετάβαση στον διαδικτυακό τόπο διαβουλεύσεων

 

Άρνηση τριάντα (30) Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας να δικάσουν μαζί με όσους έχουν διορισθεί από το πολιτικοποιημένο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο

Άρνηση τριάντα (30) Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας να δικάσουν μαζί με όσους έχουν διορισθεί από το πολιτικοποιημένο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο

 

Τριάντα (30) δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας, μεταξύ αυτών ο Πρόεδρος του Ποινικού Τμήματος, Michał Laskowski, ο Πρόεδρος του Εργατικού Τμήματος, Piotr Prusinowski και ο πρώην Πρόεδρος του Αστικού Τμήματος Dariusz Zawistowski, αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε σύνθεση Τμήματος στο οποί μετείχαν «νέο-δικαστές», όπως ονομάζονται όσοι έχουν διορισθεί από το πολιτικοποιημένο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο της Πολωνίας (NCJ). Οι ανώτατοι Δικαστές επέδωσαν σχετική επιστολή στην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας Malgorzata  Manowska, στην οποία επικαλούνται πολυάριθμες αποφάσεις του ΔΕΕ, του ΕΔΔΑ αλλά και του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας, που αμφισβητούν τη νομιμότητα τόσο του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου όσο και το διορισμό των νέο-δικαστών. Αναφέρουν πως ένας δικαστής δεν μπορεί να συμμετέχει σε μία δίκη όταν γνωρίζει πως ορισμένα από τα μέλη της σύνθεσης έχουν επιλεγεί κατά παράβαση των αρχών του κράτους δικαίου και της  δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνονται στις διατάξεις των άρθρων 6 της ΕΣΔΑ, 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., 19 παρ.1 εδ. β της Συνθήκης για την Ε.Ε. και 45 παρ.1 του Συντάγματος της Πολωνίας. Σημειώνουν πως η συμμετοχή νέο-δικαστών  προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας και εκθέτει το πολωνικό κράτος στην καταβολή υψηλών αποζημιώσεων σε όσους θίγονται από τις αποφάσεις που θα εκδοθούν. «Ο κομφορμισμός δεν είναι σύμφυτος με το δικαστικό ήθος» τονίζουν.

Με τη στάση τους αυτή οι ανώτατοι δικαστές της Πολωνίας στηρίζουν ουσιαστικά τους δικαστές των κατωτέρων δικαστηρίων που αντιμετωπίζουν πειθαρχικές κατηγορίες και κυρώσεις (όπως αναστολή καθηκόντων, θέση σε διαθεσιμότητα κ.α.), επειδή αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε δικαστικές συνθέσεις μαζί με νέο-δικαστές, επικαλούμενοι σχετικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που επανειλημμένως έχει κρίνει πως το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο της Πολωνίας, ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις που επήλθαν τον Δεκέμβριο του 2017, ελέγχεται από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και ως εκ τούτου οι δικαστές που διορίζονται από το όργανο αυτό δεν πληρούν τα εχέγγυα της δικαστικής ανεξαρτησίας.

Το πλήρες κείμενο της δήλωσης των τριάντα (30) Ανωτάτων Δικαστών της Πολωνίας είναι το ακόλουθο :

«Δηλώνουμε ότι υπάρχουν θεμελιώδη νομικά εμπόδια που δεν μας επιτρέπουν να μετέχουμε στην εξέταση υποθέσεων μαζί με άτομα που διορίζονται στο Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν πρότασης του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου.

 Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου – των Τμημάτων Αστικού, Ποινικού και Εργατικού δικαίου – της 23ης Ιανουαρίου 2020, BSA I-4110-1/20 (OSNKW 2000 αριθ. 2, σημείο 1 και OSNC 2020 αριθ. 4, σημείο 34), κρίθηκε ότι η συμμετοχή ενός τέτοιου προσώπου σε σχηματισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου οδηγεί σε πλημμελή σύνθεση του δικαστηρίου κατά τις διατάξεις των άρθρων 439 § 1 εδ.β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 379 εδ. 4 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για κάθε δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ένας δικαστής δεν μπορεί να συμμετάσχει σε διαδικασίες και αποφάσεις εάν είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι η σύνθεση του Δικαστηρίου είναι πλημμελής και θεμελιώνει λόγο έφεσης ή θα οδηγήσει στην ακυρότητα της διαδικασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι απαράδεκτο να εκδικάζεται η υπόθεση και να εκδίδεται απόφαση. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο δικαστής είναι υποχρεωμένος  να μετέχει εν γνώσει του στην εν λόγω πλημμελή διαδικασία.

Ο κομφορμισμός δεν είναι σύμφυτος με το ήθος του δικαστικού λειτουργήματος.

Κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (για παράδειγμα, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουλίου 2021, Reczkowicz κατά Πολωνίας, αριθ. 43447/19, της 8ης Νοεμβρίου 2021, Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας, αριθ. 49868/19 και 57511/19, της 3ης Φεβρουαρίου 2022, Advance Pharma  κατά Πολωνίας,  προσφυγή αριθ. 1469/20) έχει κριθεί ότι η εκδίκαση υποθέσεων από πρόσωπα που διορίζονται στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει πρότασης του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, που αποτελείται από μέλη που ορίσθηκαν κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017, συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η παραβίαση αυτή θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης σε βάρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Δικαστικές αποφάσεις εκδοθείσες με τη συμμετοχή πλημμελώς διορισμένου δικαστή προσβάλλουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, στο άρθρο 19 παρ.1 εδ.β της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, αριθμός αίτησης 26374/18, Gudmundur Andri Astradsson κατά Ισλανδίας, απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου της ΕΕ της 19ης Νοεμβρίου 2019, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-585/18, C-624/18 και C-625/18, A.K. κατά Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και C.P. και D.O. κατά Ανωτάτου Δικαστηρίου, EU:C:2019:982, απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου της ΕΕ της 2ας Μαρτίου 2021, στην υπόθεση C-824/18, A.B., C.D., E.F., G.H. και I.J. κατά Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (EU:C:2021:153), και, σε εκτέλεση, απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2021, II GOK 2/18, LEX no. 2687377 και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου αυτού II GOK 3/18 έως II GOK 20/18 και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2021, III PSKP 13/21, OSNP 2022 αριθ. 2, σημείο 11).

Οι ελλείψεις αυτές δεν διορθώθηκαν με την τροποποίηση του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 2022.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, δηλώνουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να συμμετέχουμε σε σύνθεση στην οποία μετέχουν νέο-δικαστές. Ένας δικαστής δεν μπορεί να παραβιάζει εν γνώσει του το δικαίωμα των πολιτών σε δίκαιη δίκη και να εκθέτει το κράτος της Πολωνίας στην υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων. Αντίθετη συμπεριφορά προσκρούει στην υποχρέωση “πίστης στη Δημοκρατία της Πολωνίας” και “προάσπισης του δικαίου και του κράτους δικαίου”, όπως αναφέρεται στον δικαστικό όρκο .

Δηλώνουμε ότι, έχοντας εξαντλήσει τα συστημικά και δικονομικά μέσα που εγγυώνται στους διαδίκους ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, δεν θα συμμετέχουμε σε σχηματισμούς στους οποίους μετέχουν άτομα που διορίζονται στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει πρότασης του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου που συντίθεται με μέλη, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017.

Η ανωτέρω δήλωση  δεν συνιστά άρνηση απονομής δικαιοσύνης.»

Η δήλωση των τριάντα ανώτατων Δικαστών έρχεται μετά την προσφυγή των τεσσάρων ευρωπαϊκών δικαστικών ενώσεων [Association of European Administrative Judges (AEAJ) , European Association of Judges (EAJ/IAJ),  Rechters voor Rechters (Judges for Judges) , Magistrats Européens pour la Démocratie et les Libertés (MEDEL)] ενώπιον του ΔΕΕ κατά της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ για την απεμπλοκή των ευρωπαϊκών κονδυλίων προς την Πολωνία, λόγω μη συμμόρφωσής της με την υποχρέωση αποκατάστασης της ανεξαρτησίας του δικαστικού συστήματος από την εκτελεστική εξουσία.

Κατερίνα Ντόκα

Εφέτης

Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπη ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) για την κατάσταση στα καταστήματα κράτησης στην Ελλάδα

Σύμφωνα με την Έκθεση, η CPT παρατηρεί μία σταθερή επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και της μεταχείρισης των κρατουμένων κατά την τελευταία δεκαετία, ακατάλληλες υλικές συνθήκες, απουσία κατάλληλου καθεστώτος, κακή παροχή υγειονομικής περίθαλψης. Όλα αυτά τα ζητήματα επιδεινώνονται από τον σοβαρό υπερπληθυσμό στα περισσότερα ελληνικά καταστήματα κράτησης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 ετών η CPT παρακολουθεί στενά την κατάσταση στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας επισκέψεις σε καταστήματα κράτησης και έχει εμπλακεί ενεργά με τις ελληνικές αρχές μέσω συνομιλιών υψηλού επιπέδου και προωθώντας τη συνεργασία με το Συμβούλιο της Ευρώπης για τη μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη στρατηγικής κατεύθυνσης και επενδύσεων από τις διαδοχικές κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της χρόνιας κρίσης εντός των καταστημάτων κράτησης. Πάρα πολλοί κρατούμενοι στην Ελλάδα εξακολουθούν να κρατούνται σε συνθήκες που αποτελούν προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους. Η τρέχουσα κατάσταση στα καταστήματα κράτησης αποτελεί κακή εικόνα της Ελλάδας και έρχεται σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και αξίες.

 

Λήψη Έκθεσης σε μορφή pdf

Κώδικας Ηθικής και Επαγγελματικής Συμπεριφοράς Υπαλλήλων του Δημόσιου Τομέα

Λήψη Κώδικα σε μορφή pdf

Η σύνταξη του Κώδικα Ηθικής και Επαγγελματικής Συμπεριφοράς Υπαλλήλων του Δημόσιου Τομέα αποτελεί προϊόν συνεργασίας του Υπουργείου Εσωτερικών και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, κατόπιν διαβούλευσης με τον Συνήγορο του Πολίτη.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας:

Ο Κώδικας Ηθικής και Επαγγελματικής Συμπεριφοράς Υπαλλήλων του Δημόσιου Τομέα εμπεριέχει θεμελιώδεις αξίες καθώς και την αναμενόμενη από τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα συμπεριφορά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ταυτόχρονα, οι υπάλληλοι διέπονται από μια και μοναδική υποχρέωση, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και αυτό απαιτεί την τήρηση προτύπων επαγγελματικής συμπεριφοράς, εδραιώνοντας κουλτούρα ηθικής στη δημόσια διοίκηση, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ακεραιότητα των φορέων της. Παράλληλα, εν λόγω Κώδικας απαντά σε σειρά ζητημάτων, όπως η σύγκρουση συμφερόντων, η παρενόχληση, ο εκφοβισμός, η ισότιμη μεταχείριση, η διαχείριση και δημοσιοποίηση πληροφοριών καθώς και τυχόν φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας από ανώτερα στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης, ενώ κατά τη διαμόρφωσή του ελήφθησαν υπόψη σύγχρονη βιβλιογραφία, διεθνή πρότυπα, μεθοδολογίες και καλές πρακτικές, οι οποίες προκρίνουν ένα σύστημα που βασίζεται περισσότερο σε ηθικές αξίες (value based) παρά σε κανόνες συμμόρφωσης (compliance based)