Αθήνα 21.11.2022
Αρ.Πρωτοκόλλου: 63248/2022
Κύριο Βασίλειο Οικονόμου
Πρόεδρο της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής
Κοινωνικών Υποθέσεων
Θέμα: Σχόλια και παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου «Εξορθολογισμός ασφαλιστικής και
συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και άλλες διατάξεις»
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Ανεξάρτητης Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 9 του Συντάγματος και τον ν. 3094/2003, έχω την τιμή να θέσω υπόψη της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων τις παρατηρήσεις και προτάσεις επί των προτεινόμενων διατάξεων του σχεδίου νόμου «Εξορθολογισμός ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και άλλες διατάξεις», το οποίο συζητείται από 18.11.2022 ενώπιον της Επιτροπής.
Οι παρατηρήσεις και οι προτάσεις μας έχουν διαμορφωθεί βάσει της πολυετούς εμπειρίας της Αρχής δια της διερεύνησης αναφορών πολιτών για ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής αλληλεγγύης και χειρισμού πλήθους σχετικών υποθέσεων.
Επί του άρθρου 3
“Έκτακτη οικονομική ενίσχυση των ευάλωτων συνταξιούχων Χριστουγέννων 2022”
Στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου επαναλαμβάνεται και για τη χορήγηση της οικονομικής ενίσχυσης των Χριστουγέννων του 2022 η ίδια ακριβώς ρύθμιση που είχε ακολουθηθεί για τη χορήγηση των προηγούμενων έκτακτων οικονομικών ενισχύσεων των ευάλωτων συνταξιούχων (2021 – Πάσχα 2022), των ν. 4865/2021 &. 4917/2022, όπου και πάλι προβλεπόταν ότι “Χορηγείται έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε όσους κατά τον μήνα Νοέμβριο 2021 ( ή Μάρτιο 2022) λαμβάνουν….».
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός, ότι, κατά την υλοποίηση των παραπάνω διατάξεων, επικράτησε η στενή ερμηνεία της διατύπωσης «λαμβάνουν», σύμφωνα με την οποία δικαιούχοι είναι αυτοί στους οποίους πράγματι καταβλήθηκε / εκταμιεύτηκε η σύνταξη εντός των συγκεκριμένων μηνών αναφοράς, και όχι όσοι την δικαιούνταν, και τελικά έλαβαν σύνταξη για τους μήνες αυτούς.
Η προσέγγιση όμως των συγκεκριμένων διατάξεων υπό αυτή την ερμηνεία οδηγεί στο φαινόμενο συνταξιούχοι που πληρούν τους ίδιους ακριβώς όρους και προϋποθέσεις να αντιμετωπίζονται διαφορετικά και άνισα, όχι για κάποιο άλλο λόγο, αλλά επειδή σε κάποιους ο ασφαλιστικός τους φορέας είχε ήδη καταβάλει, εγκαίρως, τη σύνταξη, ενώ σε κάποιους άλλους, για οποιοδήποτε λόγο, αν και δικαιούνταν την σύνταξη και είχαν υποβάλει σχετική αίτηση χορήγησης, αυτή δεν τους είχε καταβληθεί ακόμη.
Και μάλιστα, ακόμη χειρότερα, να τίθενται σε δυσμενέστερη θέση οι δεύτεροι στους οποίους, και η δικαιούμενη σύνταξη καθυστέρησε να καταβληθεί, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, και ακριβώς εξαιτίας αυτού του λόγου έχασαν και το προβλεπόμενο στην περίπτωσή τους, ποσό έκτακτης ενίσχυσης. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις συνταξιούχων και μάλιστα αναπηρίας, οι οποίοι δεν έλαβαν μία από τις δύο ενισχύσεις επειδή τον μήνα αναφοράς, για κάποιο λόγο, δεν εκταμιεύτηκε κανονικά η σύνταξη, η οποία τους καταβλήθηκε τον επόμενο ή μεθεπόμενο μήνα, αναδρομικά.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, μάλιστα, ήδη από το καλοκαίρι τ.ε. ζήτησε -σε πόρισμά του που απηύθυνε στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων- η Διοίκηση να προβεί άμεσα στις ανάλογες διορθωτικές ενέργειες, χορηγώντας έστω καθυστερημένα τις ενισχύσεις αυτές1.
Τούτων δοθέντων και προκειμένου να μην επαναληφθούν τα ίδια προβλήματα κατά την χορήγηση και της νέας έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης των Χριστουγέννων 2022 ο Συνήγορος του Πολίτη προτείνει την αναδιατύπωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου με την αντικατάσταση της λέξης «λαμβάνουν» με την λέξη «δικαιούνται», έτσι ώστε η πρώτη παράγραφος του άρθρου 3 να διαμορφωθεί ως εξής:
«1. Χορηγείται έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε όσους κατά τον μήνα Νοέμβριο 2022 δικαιούνται :α) οριστική ή προσωρινή κύρια σύνταξη ή προκαταβολή κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, β) προσυνταξιοδοτική παροχή γ) αναπηρικά επιδόματα που καταβάλλονται από τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.),δ) συνταξιοδοτικές παροχές της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85)»
Επίσης, η παράγραφος 4 του άρθρου 3 συμπληρώνεται, διαμορφούμενη ως ακολούθως:
«4. Η ενίσχυση καταβάλλεται μέχρι την 31η.12.2022. Σε όσους δικαιούχους εκκρεμεί η έκδοση της συνταξιοδοτικής απόφασης, ενώ έχουν υποβάλει αίτηση χορήγησης κύριας σύνταξης μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2022, καθώς και σε όσους, για οιονδήποτε λόγο, δεν καταβλήθηκε η συνταξιοδοτική παροχή του Νοεμβρίου 2022, ενώ την δικαιούνται, η έκτακτη οικονομική ενίσχυση καταβάλλεται μαζί με την χορήγηση της εκκρεμούσας συνταξιοδοτικής παροχής».
Επί του άρθρου 6
“Παραγραφή αξιώσεων e-ΕΦΚΑ – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ.2 και 3 στο άρθρο 95 ν. 4387/2016
Το άρθρο 6 έχει ως κύριο στόχο να εναρμονίσει το νομικό πλαίσιο του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων του e-ΕΦΚΑ που αφορούν ανεξόφλητες ασφαλιστικές εισφορές με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθμό 1833/2021, η οποία έκρινε ως αντισυνταγματική την πέραν της δεκαετίας διάρκεια του χρόνου παραγραφής για τις αξιώσεις αυτού του είδους. Θετικές παρίστανται τόσο η στόχευση αυτή όσο και η προσθήκη διευκρινιστικής διάταξης (στην παρ. 3) για το ότι η τυχόν κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης ή η τυχόν καταβολή έναντι της οφειλής δεν ασκεί επιρροή εάν έλαβε χώρα μετά το πέρας του χρόνου παραγραφής, αλλά και η συμπερίληψη (στην παρ. 5) της δυνατότητας να συνυπολογίζεται το σύνολο ή μέρος μόνο του χρόνου ασφάλισης που αντιστοιχεί σε παραγεγραμμένες αξιώσεις, υπέρ των μη μισθωτών αιτούμενων σύνταξη που θα υποβάλουν σχετικές αιτήσεις και θα καταβάλουν τα αντίστοιχα ποσά οφειλών (αντίστοιχες διατάξεις περιείχε το άρθρο 17 του π.δ. 258/2005). Επί των λοιπών διατάξεων θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:
- Επί των εννόμων συνεπειών της συμπλήρωσης χρόνου παραγραφής
Στο άρθρο 6, συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 του εσωτερικού άρθρου 95 του Ν. 4387/2016, προβλέπεται, ότι «[α]παίτηση, η οποία σύμφωνα με το παρόν [άρθρο] έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής που επέχει θέση ασφαλιστικής ενημερότητας».
Η διάταξη αυτή ανταποκρίνεται και σε σχετικό αίτημα που είχε διατυπώσει η Ανεξάρτητη Αρχή (στο έγγραφο υπ’ αρ. πρωτ. 267488/57167/10-12-2020). Ωστόσο, το προτεινόμενο άρθρο παραλείπει να ρυθμίσει σημαντικές έννομες συνέπειες που συναρτώνται, επί παραδείγματι, με τη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης κατά των οφειλετών, συνυπολογισμού παραγεγραμμένων οφειλών από καταλογισμούς κατά τον προσδιορισμό του ανώτατου ορίου της οφειλής για την απονομή σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 61 ν. 3863/2010 κλπ. Η έλλειψη αυτή έχει σημασία ιδίως για τις οφειλές που αντιστοιχούν σε εργοδοτικές εισφορές, για τις οποίες δεν υφίσταται διάταξη σχετική με την διαχείρισή τους σε περίπτωση που υποπέσουν σε παραγραφή2. Για τον λόγο αυτό, η Αρχή προτείνει είτε να διευρυνθεί η εν λόγω ρύθμιση ώστε να περιλάβει και την άρση των λοιπών δυσμενών εννόμων συνεπειών3 είτε να συμπεριληφθεί εξουσιοδοτική διάταξη για έκδοση Υπουργικής Απόφασης που θα προσδιορίσει την διαδικασία διαχείρισης των παραγεγραμμένων αξιώσεων του e-ΕΦΚΑ, τουλάχιστον για όσες αντιστοιχούν σε εργοδοτικές εισφορές.
- Επί της διακοπής του χρόνου παραγραφής
Στο ίδιο άρθρο ορίζεται, ότι «[η] παραγραφή διακόπτεται […] και με την κοινοποίηση πράξης βεβαίωσης, εν ευρεία ή εν στενή εννοία, προς τον ασφαλισμένο». Η δε παράγραφος 1 του άρθρου 58 του σχεδίου νόμου περιέχει εξουσιοδοτική διάταξη για έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης που θα ορίζει τρόπους κοινοποίησης στους ασφαλισμένους όχι μόνον των ΠΒΟ και των ατομικών ειδοποιήσεων οφειλών, αλλά και «κάθε άλλου εγγράφου σχετικού με τις οφειλές ασφαλισμένων […] πέραν αυτών που ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος». Με την εν λόγω αύξηση των ειδών των πράξεων, των οποίων η κοινοποίηση θα διακόπτει τον χρόνο παραγραφής, σε συνδυασμό και με την έλλειψη πρόβλεψης, ότι η κοινοποίηση καθενός από αυτά τα είδη πράξεων θα μπορεί να διακόψει τον χρόνο παραγραφής μόνον μία φορά, το άρθρο 6 επιτρέπει διοικητικές πρακτικές και πραγματικές καταστάσεις που μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι ασύμβατες με όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της προαναφερθείσας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθμό 1833/2021. Για παράδειγμα, στην περίπτωση καταλογισμού κατόπιν ουσιαστικού ελέγχου, ο e-ΕΦΚΑ θα μπορεί να διακόπτει τον χρόνο παραγραφής μία φορά με την κοινοποίηση καταλογιστικής Πράξης λίγο πριν από την πάροδο μίας πρώτης δεκαετίας από την περίοδο ασφάλισης, μία δεύτερη φορά λίγο πριν από την πάροδο δεύτερης δεκαετίας με την κοινοποίηση της βεβαίωσης εν στενή εννοία της οφειλής, μία τρίτη φορά λίγο πριν από την πάροδο τρίτης δεκαετίας με την κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης, αλλά και όσες ακόμη φορές επιθυμεί με την επανακοινοποίηση οποιουδήποτε από τα εν λόγω έγγραφα. Η τελευταία επισήμανση, για τις επανακοινοποιήσεις, έχει δε ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι από αναφορές που υποβλήθηκαν στην Ανεξάρτητη Αρχή έχουν διαπιστωθεί πρακτικές επανακοινοποίησης της ίδιας καταλογιστικής Πράξης Επιβολής Εισφορών ή άλλων καταλογιστικών Πράξεων στον οφειλέτη λίγο πριν από το πέρας κάθε δεκαετίας από την κρίσιμη περίοδο ασφάλισης (πρβλ. και Γνωμοδότηση ΝΣΚ 42/2020), ακόμη και δια απλής τοιχοκόλλησης σε δημοτικό κατάστημα, σε περιπτώσεις όπου ο εργοδότης είχε διακόψει τις εργασίες του. Για τους λόγους αυτούς, η Ανεξάρτητη Αρχή προτείνει αφενός να μην αυξηθούν τα προβλεπόμενα είδη πράξεων που μπορούν να διακόψουν τον χρόνο παραγραφής, αφετέρου να προβλεφθεί ρητά ότι η κοινοποίηση καθενός από τα ήδη προβλεπόμενα είδη πράξεων δύναται να διακόψει τον χρόνο παραγραφής μόνο για μία φορά.
- Επί της μεταβατικού δικαίου διάταξης της παρ. 2
Η μεταβατικού δικαίου διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του σχεδίου νόμου ορίζει, ότι οι μεταβολές που επιφέρει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου δεν θα επηρεάσουν αξιώσεις που είχαν παραγραφεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016. Επειδή η διατύπωση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει εξ αντιδιαστολής στο συμπέρασμα ότι οι μεταβολές που επιφέρει η παράγραφος 1 θα επηρεάσουν αναδρομικά αξιώσεις που ναι μεν δεν είχαν παραγραφεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 4387/2016 αλλά έχουν ήδη παραγραφεί ή θα έχουν παραγραφεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου που θα προκύψει από το νομοσχέδιο, προτείνεται η αναδιατύπωση της παραγράφου 2 ως εξής:
«Η παρ. 1 δεν επηρεάζει αξιώσεις που είχαν παραγραφεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 ή παραγράφηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος».
- Επί της μεταβατικού δικαίου διάταξης της παρ. 4
Αν και η μεταβατικού δικαίου διάταξη της παρ. 4 του προτεινόμενου άρθρου 6 εύλογα προβλέπει ολοκλήρωση εκκρεμών κατόπιν καταγγελίας ουσιαστικών ελέγχων εργοδοτών με καταχώριση των πραγματικών στοιχείων ασφάλισης των μισθωτών, η πρόβλεψη αυτή περιορίζεται στους ελέγχους που αφορούν καταγγελίες που υποβλήθηκαν μέχρι τις 30-6-2022. Επειδή οι προτεινόμενες μεταβολές του υπό εξέταση νομοσχεδίου θα γίνουν ευρέως γνωστές μόνον μετά από την υιοθέτησή του από τον κοινό νομοθέτη και τη δημοσίευσή του σε ΦΕΚ, προτείνεται η πρόβλεψη να επεκταθεί σε ελέγχους που αφορούν καταγγελίες που υποβλήθηκαν ή θα υποβληθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2022.
Επί του άρθρου 7
“Ρύθμιση οφειλών προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης – Αντικατάσταση υποπαρ. ΙΑ.1 παρ. ΙΑ άρθρου πρώτου ν. 4152/2013”
Με το άρθρο 7 του σχεδίου νόμου προτείνονται μεταβολές στη λεγόμενη «πάγια ρύθμιση» κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών (υποπαράγραφος ΙΑ.1 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου ν. 4152/2013, όπως ισχύει). Μεταξύ των θετικών προτεινόμενων ρυθμίσεων περιλαμβάνονται η αύξηση του μέγιστου δυνατού αριθμού μηνιαίων δόσεων από 12 σε 24 –ή 48 στην περίπτωση οφειλών που βεβαιώνονται μετά από ουσιαστικό έλεγχο της Διοίκησης επί περιόδων ασφάλισης– και η κατάργηση των προϋποθέσεων απόδειξης οικονομικής αδυναμίας (οι οποίες, μεταξύ άλλων, επέβαλλαν ένα δυσχερές έργο στις πολλαπλώς επιβαρυμένες υπηρεσίες του ΚΕΑΟ).
Ωστόσο, αξίζει να επισημάνουμε τα εξής:
- Παρότι οι διατάξεις των άρθρων 1 επ. ν. 4611/2019 και του άρθρου 32 ν. 4756/2020, σε συνδυασμό με τις συναφείς και τροποποιητικές αυτών διατάξεις (λ.χ. εκείνων των άρθρων 67-68 ν. 4821/2021), προσέφεραν μερική ανακούφιση σε μεγάλες κατηγορίες ασφαλισμένων από επιπτώσεις της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και της πρόσφατης πανδημίας (αντίστοιχα) στην ρευστότητα των επιχειρήσεων, εντούτοις το γεγονός ότι κάποιοι οφειλέτες δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν των διατάξεων αυτών (λ.χ. επειδή κατά την διάρκεια ισχύος της ρύθμισης του Ν. 4611/2019 ήταν ακόμη σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, ή επειδή δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 32 του Ν. 4756/2020, εντούτοις οι επιχειρήσεις τους αντιμετώπισαν μείωση εσόδων ή και ζημίες) συνιστά λόγο για να προβλεφθεί αφενός υπολογίσιμη μείωση των – υπολογισμένων με ιδιαίτερα υψηλό επιτόκιο (της τάξης του 8%) – τόκων των εντασσόμενων στη ρύθμιση οφειλών που αφορούν περιόδους ασφάλισης των ετών της οικονομικής κρίσης, καθώς και των ετών των μειζόνων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, και αφετέρου αύξηση του μέγιστου δυνατού αριθμού των δόσεων ρύθμισης με τη χρήση αλγορίθμου που θα λαμβάνει υπ’ όψη το ύψος της οφειλής και στοιχεία προσδιοριστικά της εισφοροδοτικής ικανότητας του οφειλέτη.
- Η περ. γ της παρ. 7 του προτεινόμενου άρθρου 7 προβλέπει ότι «[ε]ιδικά η μη εμπρόθεσμη καταβολή και δεύτερης δόσης εντός του δωδεκαμήνου έχει ως συνέπεια και την απαγόρευση υπαγωγής της οφειλής σε νέα ρύθμιση». Η πρόβλεψη αυτή είναι ιδιαίτερα ανεπιεικής, δεδομένου ότι δεν αποκλείεται ορισμένος οφειλέτης κατά την εικοσιτετράμηνη διάρκεια της ρύθμισης να αντιμετωπίσει δύο ή περισσότερους έκτακτους λόγους που να καθιστούν αδύνατη την εμπρόθεσμη καταβολή των δόσεων4. Επιπλέον, όπως προκύπτει από όλες τις τριμηνιαίες εκθέσεις προόδου των εργασιών του ΚΕΑΟ, το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών εισπράξεών του προέρχεται από εξυπηρέτηση οφειλών εντός ρύθμισης5. Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται η απάλειψη της περ. γ από την παρ. 7 του άρθρου 7, ή η αντικατάστασή της με εξουσιοδοτική διάταξη για έκδοση Υπουργικής Απόφασης που θα προσδιορίσει κριτήρια με βάση τα οποία η αρμόδια υπηρεσία του ΚΕΑΟ θα απορρίπτει αίτηση ένταξης οφειλής στη ρύθμιση (αποκλειστικά) λόγω καταχρηστικότητας.
- Στο σχέδιο νόμου δεν τίθενται διατάξεις για τη δυνατότητα επανένταξης του οφειλέτη σε απολεσθείσα ρύθμισή του. Για το ζήτημα αυτό η Ανεξάρτητη Αρχή έκανε σχετικές παρεμβάσεις κατά τα έτη 2016-2017. Ελλείψει ειδικότερων διατάξεων, ο Συνήγορος του Πολίτη βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με την ανάγκη να πειστεί η κατά περίπτωση αρμόδια υπηρεσία με αναγωγή σε γενικές αρχές και διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι δε περιφερειακές υπηρεσίες ΚΕΑΟ έχουν υποχρεωθεί να απευθύνουν εισήγηση στην κεντρική υπηρεσία σε κάθε σχετική περίπτωση, με αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμων πόρων και την δημιουργία αντικινήτρου στην Περιφερειακή Υπηρεσία να ενημερώνει τον πολίτη για το δικαίωμά του να υποβάλει σχετική αίτηση. Κρίνεται, συνεπώς, αναγκαία η προσθήκη διατάξεων για την αναβίωση ρυθμίσεων που χάνονται:
– είτε από λόγο ανώτερης βίας,
– είτε από λόγο που ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της Διοίκησης, ή στη σφαίρα ευθύνης πιστωτικών ιδρυμάτων σε περιπτώσεις σφαλμάτων κατά την διαδικασία είσπραξης ποσών δόσεων.
Ασφαλώς, απολύτως επιτακτική θα είναι η προσθήκη διατάξεων περί δυνατότητας επανένταξης σε απολεσθείσα ρύθμιση εάν δεν διαγραφεί η περ. γ της παρ. 7 του προτεινόμενου άρθρου 6. Ωστόσο, οι περί δυνατότητας επανένταξης σε απολεσθείσα ρύθμιση διατάξεις κρίνεται αναγκαίο να τεθούν ως γενικής εφαρμογής και όχι μόνο για την «πάγια ρύθμιση»6.
- Συναφώς, επισημαίνεται η έλλειψη πρόβλεψης για αποστολή ενημέρωσης στον οφειλέτη περί απώλειας της ρύθμισης. Όπως είχαμε αναπτύξει ήδη με το υπ’ αρ. πρωτ. 215522/31526/31-8-2016 έγγραφό μας προς την Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικών Αναφορών του Υπουργείου Εργασίας, αλλά και σε μεταγενέστερες ευκαιρίες7, σε κάθε περίπτωση που φαίνεται να συντρέχουν λόγοι απώλειας ορισμένης ρύθμισης, θα έπρεπε ο οφειλέτης να ενημερώνεται επακριβώς για τους λόγους αυτούς και να καλείται, εάν επιθυμεί, να υποβάλει τυχόν αντιρρήσεις εντός εύλογης προθεσμίας. Καθώς και σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο οφειλέτες να μη λαμβάνουν γνώση της απώλειας της ρύθμισης παρά μόνο μετά από πολλούς μήνες8, σε κάποιες δε περιπτώσεις το ΚΕΑΟ επικαλείται την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την απώλεια της ρύθμισης για να απορρίψει αιτήσεις αναβίωσής της, η Αρχή προτείνει ξανά να περιληφθεί διάταξη για ενημέρωση του οφειλέτη αμέσως μετά από την απώλεια οποιασδήποτε ρύθμισης για το γεγονός της απώλειας και για το δικαίωμα του οφειλέτη να υποβάλει αίτηση αναβίωσής της εάν συνέτρεξε λόγος ανώτερης βίας ή λόγος που ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της Διοίκησης, ή πιστωτικών ιδρυμάτων σε περίπτωση σφάλματος κατά την διαδικασία είσπραξης ποσών δόσεων (όπως αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, υπό 3).
- Κάθε ρύθμιση εκκινεί και λειτουργεί με βάση ορισμένη ατομική διοικητική πράξη (απόφαση ρύθμισης). Σε κάθε περίπτωση που κατά την διάρκεια της ρύθμισης βεβαιωθούν στο ΚΕΑΟ οφειλές για περιόδους ασφάλισης πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ρύθμισης και, γι’ αυτό, προστεθούν στις ρυθμισμένες οφειλές, η απόφαση της ρύθμισης πρέπει να τροποποιείται (καθώς υπάρχει μεταβολή στις υποχρεώσεις του οφειλέτη σε σχέση με τα οριζόμενα στην αρχική απόφαση) και, όπως ισχύει για κάθε ατομική διοικητική πράξη, η τροποποιημένη απόφαση πρέπει να κοινοποιηθεί στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 19 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας). Επειδή αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη, αλλά αντίθετα πολίτες έχουν αναφέρει στην Αρχή, ότι έλαβαν γνώση της αύξησης του ποσού της δόσης μετά από μήνες (σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις μόνον όταν είδαν να τους έχει κατασχεθεί ποσό από τραπεζική τους κατάθεση), είναι αναγκαίο στο εξεταζόμενο σχέδιο νόμου να προστεθεί σχετική διάταξη.
- Στην παράγραφο 5 του προτεινόμενου άρθρου έχει περιληφθεί εξαίρεση από τις ευνοϊκές συνέπειες της υπαγωγής στη ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ). Ωστόσο, οι λόγοι που υπαγορεύουν την διατήρηση της «πάγιας ρύθμισης» των κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών (συγκυριακά προβλήματα ταμειακής ρευστότητας των επιχειρήσεων, ανάγκη στήριξης σε αυτές αλλά και στην απασχόληση, ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας – βλ. σχετικές σκέψεις στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4152/2013) ισχύουν εξίσου και για τις κοινωνικοασφαλιστικές οφειλές έναντι του ΤΕΚΑ και, για τον λόγο αυτό, η Ανεξάρτητη Αρχή προτείνει την απάλειψη της εν λόγω εξαίρεσης.
Επί του άρθρου 8
“Ποινική αντιμετώπιση οφειλετών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης μετά τη ρύθμιση των οφειλών τους”
Το άρθρο 8 του σχεδίου νόμου περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία, εάν οφειλέτης είχε χάσει ρύθμιση οφειλών εξαιτίας των οποίων του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά αργότερα προβεί σε ρύθμιση εκ νέου, τότε «αναστέλλεται η ποινική δίωξη σε βάρος του οφειλέτη, κατά το άρθρο 1 του α.ν. 86/1967, και αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος […]». Κρίνεται επιβεβλημένο να οριστεί το ίδιο και για την περίπτωση όπου ο οφειλέτης επιτυχώς αιτηθεί την επανένταξη στη χαμένη ρύθμιση.
Επί του προτεινόμενου άρθρου 25
“Εθνική Σύνταξη υπηρετούντων υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου στην αλλοδαπή – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 7 ν. 4387/2016”
Με το άρθρο 25 τροποποιείται η παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), περί της Εθνικής Σύνταξης και προβλέπεται, πλέον, ότι η διαμονή υπαλλήλου του Ελληνικού Δημοσίου που υπηρετεί στην αλλοδαπή κατόπιν τοποθέτησης, μετάθεσης, απόσπασης ή επιτόπιας πρόσληψης, εξομοιώνεται με μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα, εφόσον κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, μισθοδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο και ασφαλίζεται στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) ή σε πρώην φορέα που έχει ενταχθεί σε αυτόν.
Στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης της ανωτέρω προτεινόμενης διάταξης αναφέρεται, ότι με αυτήν «εξομοιώνεται, μόνον για τους σκοπούς χορήγησης της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του ν. 4387/2016, με μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα και η διαμονή υπαλλήλου του Ελληνικού Δημοσίου που υπηρετεί στην αλλοδαπή κατόπιν τοποθέτησης, μετάθεσης, απόσπασης ή επιτόπιας πρόσληψης, εφόσον, κατά την υπηρεσία του, μισθοδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο και ασφαλίζεται στον e-Ε.Φ.Κ.Α. ή σε πρώην φορέα που έχει ενταχθεί σε αυτόν. Η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία για την εξασφάλιση του ποσού της εθνικής σύνταξης για τους υπαλλήλους του ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι λόγω των υπηρεσιακών αναγκών υπηρετούν στην αλλοδαπή και ασφαλίζονται στον ελληνικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης».
Συναφώς επισημαίνεται, ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 ν. 4387/2016 σχετικά με την προϋπόθεση προηγούμενης διαμονής για τη χορήγηση και τον υπολογισμό του ποσού της Εθνικής Σύνταξης είχαν προηγουμένως τροποποιηθεί με το άρθρο 73 του ν. 4915/22, (Α’ 63/24-3-22), όσον αφορά αποκλειστικά «τους ομογενείς με αλβανική ιθαγένεια και ομογενείς που προέρχονται από την πρώην Σοβιετική Ένωση»9.
Με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4387/2016, όπως έχουν ήδη τροποποιηθεί και τροποποιούνται περαιτέρω με την προτεινόμενη διάταξη του νομοσχεδίου, η χορήγηση και ο υπολογισμός του ποσού της εθνικής σύνταξης εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα έτη προηγούμενης διαμονής του αιτούντος στην Ελλάδα. Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 25 του σχεδίου νόμου, εξομοιώνεται ο χρόνος διαμονής στην αλλοδαπή με χρόνο διαμονής στην Ελλάδα μόνον για τους υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου που υπηρετούν στην αλλοδαπή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην εν λόγω διάταξη.
Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης δεν φαίνεται να περιλαμβάνει εργαζομένους σε υπηρεσίες εκτός του (στενού) Ελληνικού Δημοσίου. Για την εν λόγω κατηγορία ασφαλισμένων η εξομοίωση του χρόνου διαμονής στην αλλοδαπή με χρόνο διαμονής στην Ελλάδα είναι ευνοϊκή, εγείρει όμως ζητήματα άνισης μεταχείρισης, ιδίως όσον αφορά τους διακινούμενους εργαζομένους εντός της Ε.Ε., τους οποίους καταλαμβάνει ο Κανονισμός 883/2004.
Όσον αφορά τους Ευρωπαίους πολίτες, η διπλή μείωση της εθνικής σύνταξης βάσει ετών ασφάλισης και βάσει ετών κατοικίας στους διακινούμενους εντός της Ε.Ε. Ευρωπαίους πολίτες δεν εναρμονίζεται με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας που απορρέει από την ίδια την Συνθήκη ΛΕΕ και με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου του συντονισμού συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και ιδίως με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, ύστερα από την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, χάνουν κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα αποκλειστικά λόγω της διακίνησής τους και βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των μη διακινούμενων, που έχουν πραγματοποιήσει ωστόσο τον ίδιο χρόνο ασφάλισης. Η διαφορετική δυσμενής μεταχείριση αφορά κατ’ αρχάς τους διακινούμενους έναντι των μη διακινούμενων, αλλά, εμμέσως, συνεπάγεται και διάκριση λόγω ιθαγένειας, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, οι ημεδαποί θα πληρούν ευκολότερα την προϋπόθεση της διαμονής έναντι των αλλοδαπών.
Περαιτέρω, η μείωση της εθνικής σύνταξης λόγω ετών διαμονής πλήττει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα και άλλων κατηγοριών ασφαλισμένων και, ειδικότερα, εκείνων που έχουν διαμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε τρίτες χώρες με τις οποίες μάλιστα δεν υφίσταται διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης, όπως οι επαναπατρισθέντες Έλληνες υπήκοοι και ομογενείς που είχαν εγκατασταθεί σε χώρες της αλλοδαπής και οι επαναπατρισθέντες πολιτικοί πρόσφυγες. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 4915/2022, αποκαταστάθηκε μόνον εν μέρει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα στην εθνική σύνταξη δύο κατηγοριών ασφαλισμένων, δηλαδή των ομογενών από την Αλβανία και εκείνων από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Η αποκατάσταση ήταν μόνον μερική δεδομένου ότι απαιτούνται από 1ης.1.2022 τριάντα έτη διαμονής στην Ελλάδα για την καταβολή του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, τα οποία βαίνουν αυξανόμενα μέχρι το 2032, οπότε και θα απαιτούνται 40 έτη, ενώ και ο επανυπολογισμός της σύνταξης των ήδη συνταξιούχων με βάση την παραπάνω ρύθμιση γίνεται μόνον από 1ης.1.2022.
Ενόψει των παραπάνω, ακόμα και εάν ο νομοθέτης εμμένει στην σύνδεση της χορήγησης της εθνικής σύνταξης και του υπολογισμού του ποσού της με τα έτη διαμονής του αιτούντος στην Ελλάδα, κατά την άποψη της Αρχής, θα πρέπει,
α) να εξομοιωθεί ο χρόνος διαμονής στα κράτη μέλη της Ε.Ε. με χρόνο διαμονής στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για μεν τους Ευρωπαίους πολίτες ενόψει του Κανονισμού 883/2004, για δε τους πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα και έχουν διακινηθεί εντός της Ε.Ε., υπό τους όρους του Κανονισμού 1231/2010, σύμφωνα με τον οποίο «ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν διέπονται ήδη από αυτούς τους κανονισμούς αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειάς τους, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους και στους επιζώντες τους, εφόσον διαμένουν νόμιμα στο έδαφος κράτους μέλους και η κατάστασή τους δεν περιορίζεται εντός του εδάφους ενός και μόνο κράτους μέλους».
β) να αποκατασταθεί πλήρως το συνταξιοδοτικό δικαίωμα στην εθνική σύνταξη των ομογενών από την Αλβανία και τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, με την χορήγηση του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, χωρίς μείωση λόγω ετών διαμονής.
γ) να εξεταστεί η δυνατότητα αναδρομικής χορήγησης των διαφορών στους ήδη δικαιούχους (και όχι μόνον από 1ης.1.2022)
δ) σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι προαναφερθείσες προτάσεις δεν γίνουν δεκτές, να διευκρινισθεί το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης διάταξης.
Τέλος, με την ευκαιρία της τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 7 του ν. 4387/2016, σχετικά με την εθνική σύνταξη, ο Συνήγορος του Πολίτη επαναφέρει τις δύο προτάσεις που έχει διατυπώσει κατά το παρελθόν με τα υπ’ αρ. 222723/19688/2018/07.05.2018 και 267731/3209/2020/21.01.2020 έγγραφά του, σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων και τον προσδιορισμό του καταβαλλόμενου ποσού, ήτοι:
α) την πρότασή του για η τροποποίηση του άρθρου 93 παρ. 1 περ. ε του ν. 4387/2016, καθώς και του άρθρου 3 της κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσας Κ.Υ.Α., ώστε ως κριτήριο για την χορήγηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων, να λαμβάνεται υπ’ όψιν το πραγματικό και όχι το φορολογητέο εισόδημα των αιτούντων, λαμβανομένων υπ’ όψιν ως προς τον συνυπολογισμό και των εξαιρέσεων της παρ. 2 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016.
β) ενόψει του χαρακτήρα του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων ως παροχής διασφάλισης ενός στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, το καταβαλλόμενο ποσό του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα θα πρέπει να διασφαλίζει ένα επαρκές εισόδημα βιοτικής αυτοτέλειας στον δικαιούχο, δηλαδή ένα εισόδημα που να μην οδηγεί σε διακινδύνευση των στοιχειωδών και συνεπώς ανελαστικών αναγκών του δικαιούχου (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή, ιατρική περίθαλψη). Κατά συνέπεια, προτείνεται το ποσό του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα να μην κυμαίνεται ανάλογα με τα έτη προηγούμενης διαμονής του δικαιούχου.
Επί του άρθρου 27
“Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από ψυχικώς ασθενείς”- Τροποποίηση περ. α παρ.1 άρθρου 23 ν. 4488/2017
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην περ. 1.α του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 περί αξιοποίησης του ασφαλιστικού χρόνου εργασίας ή αυτοαπασχόλησης των ΑμεΑ με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης, για την προσαύξηση της σύνταξής τους ή για την καταβολή νέας σύνταξης. Πρόκειται κατ’ αρχάς για θετική πρόταση που θεσπίζει τον συνυπολογισμό του διανυθέντα χρόνου απασχολησιοθεραπείας για την επαύξηση των συνταξιοδοτικών αποδοχών και / ή τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, για τη συγκεκριμένη ευάλωτη ομάδα της περ. 1.α, με ρητή παραπομπή στο άρ. 20 ν. 4387/2016.
Επιπλέον, στην παρ. 1 διατηρούνται οι ισχύουσες περ. β΄ και περ. γ΄ που προστέθηκε με το άρ. 56 ν. 4950/2022.
Επί του άρθρου αυτού εισηγούμαστε τις ακόλουθες βελτιώσεις:
- Τη νομοτεχνική βελτίωση του τίτλου του άρθρου και συγκεκριμένα ο τίτλος «Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από ψυχικώς ασθενείς» να αντικατασταθεί από τον τίτλο
«Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από άτομα με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία – Τροποποίηση παρ. 1.α. του ν. 4488/2017»
για την ορθή γραμματική και συστηματική ένταξη της διάταξης στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
- To προτεινόμενο εδ. β΄ της περ. 1.α. που προβλέπει την αξιοποίηση του χρόνου απασχολησιοθεραπείας σε δύο περιπτώσεις, για την προσαύξηση σύνταξης ή την απονομή δεύτερης σύνταξης, όπως διατυπώνεται, καταλαμβάνει μόνο τους συνταξιούχους που εμπίπτουν στο πεδίο της διάταξης. Στη φράση στο τέλος του εδαφίου β΄ της υπό τροποποίηση περ. 1.α. «δύνανται να αξιοποιήσουν το διανυθέντα χρόνο ασφάλισής τους για προσαύξηση της καταβαλλόμενης μηνιαίας σύνταξης ή απονομή δεύτερης κύριας σύνταξης γήρατος, αναπηρίας ή λόγω θανάτου, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο» προτείνουμε να προστεθεί η φράση «τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή την» για να καταλάβει στο καθ’ ύλην πεδίο της όλα τα πρόσωπα της περ. 1.α., δηλαδή να δώσει τη δυνατότητα αξιοποίησης του διανυθέντα χρόνου ασφάλισης και στους απασχολούμενους δικαιούχους προνοιακών ή άλλων επιδομάτων.
- Κρίνεται σκόπιμη η επέκταση της προτεινόμενης ρύθμισης σε άτομα με αναπηρία, δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων, που βρίσκονται στη «γκρίζα ζώνη» των προστατευτικών διατάξεων, δηλαδή περιπτώσεις αμεα που (α) έχουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, (β) έχουν λάβει γνωμάτευση του αντίστοιχου Τομέα Ψυχικής Υγείας, ότι η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή η αυτοαπασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης, ωστόσο από το συνολικό ποσοστό αναπηρίας το αποδιδόμενο σε ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία είναι χαμηλότερο του 50%.
Επί του παρόντος, καταγράφονται περιπτώσεις11 που διακόπτεται η χορήγηση επιδομάτων βαριάς αναπηρίας από το χρόνο ανάληψης μισθωτής απασχόλησης, παρά την αναγγελθείσα εγκαίρως στον ΟΠΕΚΑ βεβαίωση του Τομέα Ψυχικής Υγείας ότι η εργασία ενδείκνυται για τη βελτίωση της κατάστασης της ψυχικής υγείας του δικαιούχου.
Συναφώς επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο:
(α) η συγκεκριμένη ομάδα ΑμεΑ εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο του αρθ. 22 του Ν. 2716/1999 που τροποποίησε την παρ. 3 του αρθ. 18 «Ασφαλιστική κάλυψη ατόμων με ειδικές ανάγκες» Ν. 2072/1992 ως ακολούθως: «3. Ατομα με ειδικές ανάγκες με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, που επιδοτούνται με προνοιακό ή άλλο επίδομα, διατηρούν το επίδομά τους αυτό και όταν υποβάλλονται σε φυσικοθεραπεία, εργοθεραπεία, απασχολησιοθεραπεία, λογοθεραπεία, ημερήσια φύλαξη και ψυχολογική στήριξη», και εντάσσεται συστηματικά στην ίδια τελολογία με το υπό τροποποίηση άρ. 23 «Απασχόληση λόγω ψυχικών παθήσεων», χωρίς όμως, εν προκειμένω, να προϋποτίθεται η πιστοποίηση ψυχικής ή νοητικής αναπηρίας ή ψυχικής και νοητικής αναπηρίας, με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) παρά μόνο «η υποβολή σε φυσικοθεραπεία, εργοθεραπεία, απασχολησιοθεραπεία, λογοθεραπεία, ημερήσια φύλαξη και ψυχολογική στήριξη», για την αθροιστική απόληψη μισθών και προνοιακών επιδομάτων,
(β) δεν προκύπτει η νομιμοποιητική βάση της ανάκτησης βιοποριστικής ικανότητας που συνεπάγεται την απώλεια προνοιακής στήριξης σε αμεα με αναπηρία 67% αλλά με ψυχική και / ή νοητική αναπηρία έως 50% όταν υπόκεινται σε απασχολησιοθεραπεία,
(γ) η συμπερίληψη της συγκεκριμένης ομάδας αμεα στο καθ’ ύλην πεδίο της προτεινόμενης διάταξης θα θεραπεύσει και τα ζητήματα διακριτικής μεταχείρισης που τίθενται σύμφωνα με το άρ. 4 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρ. 21 παρ. 2 του Συντάγματος, το άρ. 5 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα των αμεα, τις κατευθυντήριες – οργανωτικές διατάξεις υλοποίησης της Διεθνούς Σύμβασης για την άρση των εμποδίων που δυσχεραίνουν την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των αμεα στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας και τις κρατικές δεσμεύεις που ερείδονται στη συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του ΠΠΠ της Σύμβασης, εφόσον επί του παρόντος μεταχειρίζονται ομοίως με υγιείς εργαζομένους, δηλαδή με πρόσωπα που εντάσσονται σε διαφορετική πληθυσμιακή ομάδα, και δυσμενέστερα από ομοειδή ομάδα ατόμων που βρίσκονται σε ευνοϊκότερη κατάσταση, δηλαδή εν συγκρίσει με τα αμεα που ενώ απορροφούνται βάσει ειδικού νομοθετικού πλαισίου σε προστατευμένο εργασιακό περιβάλλον (π.χ. σε ΚοιΣΠΕ άρ. 12 ν. 2716/1999 μέσω προγραμμάτων κατάρτισης, ενίσχυσης της απασχόλησης συμπεριλαμβανομένης της αυτοαπασχόλησης, σε Κοιν.Σ.Επ άρ. 13 ν. 4331/2015 κλπ.), δηλαδή, σε ασφαλέστερες εργασιακές συνθήκες από τους δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων που απορροφώνται στην ελεύθερη αγορά εργασίας και παρ’ ότι, υπάρχουν περιπτώσεις που οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι πάσχουν από χαμηλότερο ποσοστό αναπηρίας (του νόμου μη διακρίνοντος), και λαμβάνουν υψηλότερες μισθολογικές αποδοχές (εφόσον δεν εισάγεται εισοδηματικό κριτήριο), οι τελευταίοι έχουν εκ του νόμου κύρια ασφάλιση κατά τη διάρκεια της προστατευμένης απασχόλησης χωρίς να εκπίπτουν του δικαιώματός τους σε αθροιστική είσπραξη των μισθών και των προνοιακών επιδομάτων τους.
Εν συνόψει, με την υπό τροποποίηση διάταξη δίνεται η ευκαιρία της κωδικοποίησης της ενιαίας μεταχείρισης όλων των κατηγοριών των αμεα με ψυχική και/ή νοητική αναπηρία που η ασφαλιστέα απασχολησιοθεραπεία τους δεν συνεπάγεται ανάκτηση βιοποριστικής ικανότητας, η οποία μπορεί να λάβει το ακόλουθο περιεχόμενο:
Άρθρο 27 «Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από άτομα με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία – Τροποποίηση παρ. 1.α. του Ν. 4488/2017»
«1.α. Γενικές και ειδικές διατάξεις που προβλέπουν διακοπή ή περικοπή της σύνταξης αναπηρίας ή της σύνταξης λόγω θανάτου και των προνοιακών ή άλλων επιδομάτων όταν ο δικαιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται, δεν έχουν εφαρμογή στους δικαιούχους με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία, με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω ή σε πρόσωπα που εμπίπτουν στο άρ. 22 του Ν. 2716/1999 με αποδιδόμενο σε ψυχική και/ή νοητική αναπηρία ποσοστό χαμηλότερο του 50% αλλά συνολικό ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, εφόσον η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή η αυτοαπασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης και η κρίση αυτή πιστοποιείται με γνωμάτευση μονάδας ψυχικής υγείας, η οποία θα ισχύει για τρία (3) έτη, του αντίστοιχου Τομέα Ψυχικής Υγείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2716/1999 (Α’ 96). Οι δικαιούχοι του πρώτου εδαφίου, οι οποίοι έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα έχει ενταχθεί στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) πριν και μετά από την έναρξη ισχύος του άρθρου 20 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), περί απασχόλησης των συνταξιούχων, δύνανται να αξιοποιήσουν τον διανυθέντα χρόνο ασφάλισής τους για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή την προσαύξηση της καταβαλλόμενης μηνιαίας σύνταξης ή απονομή δεύτερης κύριας σύνταξης γήρατος, αναπηρίας ή λόγω θανάτου, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο».
Επί του άρθρου 28
“Προθεσμία και αρμοδιότητα για την άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων των Διοικητικών Επιτροπών του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης”
Η παρ. 1 του προτεινόμενου άρθρου σχετικά με την 60νθήμερη προθεσμία προσφυγής κατά των αποφάσεων των Διοικητικών Επιτροπών, με ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας από την κοινοποίηση της απόφασης στον προσφεύγοντα, εναρμονίζεται πλήρως με το άρθρο 66 του ΚΔΔ και τη νομολογιακή κρίση ότι από το συγκεκριμένο χρόνο τεκμαίρεται η πλήρης γνώση όλων των νομιμοποιούμενων να προσβάλουν την απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής (δηλαδή και των κοινωνικοασφαλιστικών οργάνων).
Επί των παρ. 2-4 με τις οποίες κωδικοποιείται και επεκτείνεται η νομιμοποιητική αρμοδιότητα οργάνων του e-ΕΦΚΑ (όπως Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων και Τοπικών Διευθύνσεων) για άσκηση προσφυγών ουσίας κατά πράξεων των αποφάσεων των ΤΔΕ (ενδοστρεφής προσφυγή), θα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
Τα όργανα που ορίζονται ως αρμόδια για τη νόμιμη εκπροσώπηση του e-ΕΦΚΑ για την άσκηση προσφυγών κατά των αποφάσεων των ΤΔΕ, είναι τα ίδια όργανα που, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, εισηγούνται τα προς συζήτηση θέματα προς τα μέλη των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών παρέχοντας τις απαιτούμενες πληροφορίες, διευκρινίσεις ή γνώμες ενώ τα ίδια όργανα επιπλέον συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ως μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου12.
Το γεγονός, ότι οι εισηγητές την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής του διοικουμένου και συμμετέχοντες στη συνεδρίαση της ΤΔΕ έχουν και αρμοδιότητα άσκησης ενδίκου βοηθήματος κατά της εκδιδόμενης απόφασης, θέτει σοβαρά ζητήματα απονεύρωσης της ενδικοφανούς διαδικασίας πολλώ μάλλον εάν ληφθεί υπ’ όψιν, ότι στην πράξη τα εν λόγω όργανα κατά κανόνα εκλαμβάνουν τη δικονομική δυνατότητα άσκησης προσφυγής ως «δέσμια αρμοδιότητα», δηλαδή προσφεύγουν κατά των αποφάσεων που κάνουν δεκτά τα αιτήματα των ασφαλισμένων, χωρίς καμία διάκριση, ακόμα και σε περιπτώσεις που τα ένδικα βοηθήματα θα απορριφθούν μετά βεβαιότητας ως προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα, για παράδειγμα σε περιπτώσεις που το νομικό ζήτημα του παραδεκτού ή του βασίμου έχει ήδη κριθεί και βασίζεται σε πάγια νομολογία του ΣτΕ και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή προκύπτει αναμφισβήτητα από την ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων13.
Η υποβάθμιση της ενδικοφανούς διαδικασίας ελέγχου της διοικητικής πράξης, η τήρηση της οποίας τρέπεται σε απλό διαδικαστικό τύπο παραδεκτού για τη μετέπειτα άσκηση προσφυγής ουσίας από τον e-ΕΦΚΑ σε περίπτωση έκδοσης απόφασης υπέρ του διοικουμένου και η έλλειψη σεβασμού στην απόφαση της ΤΔΕ από τον ίδιο το Φορέα στον οποίο υπάγεται το ελεγκτικό συλλογικό όργανο, επιδρά αποφασιστικά στην ποιότητα της λειτουργίας του οργάνου και στη διαμόρφωση της διοικητικής του κρίσης επί της υπόθεσης εφόσον εκ προοιμίου καθίσταται γνωστό ότι η έκβαση του ελέγχου υπέρ του προσφεύγοντος δεν θα επιδράσει επίκαιρα στην πραγματική και νομική του κατάσταση, αλλά θα τον εμπλέξει, κατόπιν προειλημμένης απόφασης του νομιμοποιούμενου οργάνου των παρ. 2-4, σε μακροχρόνια και εξουθενωτική δικαστική διένεξη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τηρητέα ενδικοφανής διαδικασία αντί της εκπλήρωσης του σκοπού της που είναι η θεραπεία της διαφοράς σε διοικητικό στάδιο, τρέπεται σε στείρο μηχανισμό αναβολής του χρόνου αποκατάστασης της νομιμότητας. Συναφώς, κρίσιμο είναι να αξιολογηθεί η συνάρτηση της προτεινόμενης διάταξης με την έτι περαιτέρω σώρευση κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και την επακόλουθη καθυστέρηση στον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων και απονομής της δικαιοσύνης που έχει πολλάκις προκαλέσει την καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος επίκαιρης δικαστικής προστασίας14.
Επί του άρθρου 44
“Επέκταση ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας – Τροποποίηση άρθρου 142 ν. 3655/2008”
Ως κατ’ αρχήν θετική αποτιμάται η επέκταση της διάρκειας της ειδικής παροχής. Επιφύλαξη ως προς την πιθανή σύγχυση και την πρακτική της εφαρμογή, δημιουργεί το γεγονός ότι η ειδική αυτή παροχή μητρότητας, την οποία δικαιούνταν μόνον μητέρες, διατηρεί μεν τον τίτλο «ειδική παροχή προστασίας μητρότητας», προσλαμβάνει ωστόσο χαρακτηριστικά άδειας ανατροφής (αφού μπορεί να αξιοποιηθεί και από πατέρες εργαζομένους).
Ειδικότερα, με τη ρύθμιση του άρθρου 44 παρατείνεται η διάρκεια της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας από τους 6 μήνες στους 9, ενώ η μητέρα δικαιούται να μεταβιβάσει έως επτά (7) μήνες από την ειδική άδεια προστασίας μητρότητας στον πατέρα, με την προϋπόθεση ότι αυτός απασχολείται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις με πλήρη ή μερική απασχόληση.
- Στο σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι «Κατά τη διάρκεια της ως άνω ειδικής άδειας, ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει στην εργαζόμενη μητέρα μηνιαίως ποσό ίσο με τον κατώτατο μισθό, όπως κάθε φορά καθορίζεται με βάση την ΕΓΣΣΕ…». Επισημαίνουμε ότι ήδη με την υποπαράγραφο ΙΑ. 11 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 θεσπίστηκε νέο σύστημα καθορισμού νομίμου κατώτατου μισθού υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατοτεχνιτών, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1.4.2013. Εν συνεχεία με το άρθρο 103 του ν. 4172/2013 θεσπίστηκε η ειδική διαδικασία του νόμιμου κατώτατου μισθού, ο οποίος πλέον δεν καθορίζεται με ΕΓΣΣΕ. Επομένως, η φράση «με βάση την ΕΓΣΣΕ» πρέπει να απαλειφθεί.
- Στο σχέδιο νόμου επαναλαμβάνεται η ισχύουσα αυτή τη στιγμή διάταξη και το δικαίωμα λήψεως της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας συσχετίζεται με την ισόχρονη προς το μειωμένο ωράριο άδεια του άρθρου 9 της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004-2005. Ειδικότερα, στο άρθρο 142 του ν. 3655/2008 προβλέπεται ότι «Η μητέρα που είναι ασφαλισμένη του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ,…μετά τη λήξη της άδειας λοχείας και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9 της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 – 2005, δικαιούται να λάβει ειδική άδεια προστασίας μητρότητας…». Σύμφωνα με την ισχύουσα αυτή τη στιγμή διάταξη την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας δικαιούνται οι απασχολούμενες, οι οποίες λαμβάνουν την άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου (μειωμένο ωράριο) της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 – 2005. Την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας δεν δικαιούνται -σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη- οι μητέρες οι οποίες λαμβάνουν βάσει ΣΣΕ ή ευνοϊκότερης συμφωνίας άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου (ως μειωμένο ωράριο ή ως ισόχρονη άδεια) ευνοϊκότερη από αυτήν της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 -2005.
Πιο συγκεκριμένα οι απασχολούμενες στις Τράπεζες και στις Ναυτιλιακές Εταιρείες, σε κλάδους δηλ. που χορηγείται παραδοσιακά βάσει της οικείας ΣΣΕ λίγο ευνοϊκότερη άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου σε σύγκριση με την προβλεπόμενη από την ΕΓΣΣΕ άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου, αποκλείονται εκ του νόμου από την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας και ο ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ) αρνείται να τις επιδοτήσει.
Με την ευκαιρία της παράτασης της διάρκειας της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας από τους 6 στους 9 μήνες πρέπει -κατά την εκτίμησή μας- να αρθεί ο αποκλεισμός των απασχολούμενων στις Τράπεζες και Ναυτιλιακές Εταιρείες από το δικαίωμα χρήσης της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας, καθώς δεν δικαιολογείται από το σκοπό και το πνεύμα του νόμου, σύμφωνα με τα οποία (και μετά τη θέσπιση του ν. 4808/2021) γίνεται προσπάθεια εξίσωσης των δικαιωμάτων όλων των εργαζόμενων γονέων. Ήδη η εν λόγω άδεια της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 –2005 ενσωματώθηκε στο ν. 4808/2021 (βλ. άρθρο 37 του ν. 4808/2021), στον οποίο κωδικοποιήθηκαν όλες οι διευκολύνσεις και άδειες που χορηγούνται στους εργαζόμενους γονείς του ιδιωτικού τομέα. Συνεπώς, στην υπό συζήτηση ρύθμιση εκτιμούμε ότι δεν πρέπει να γίνεται συσχετισμός του δικαιώματος στην ειδική παροχή προστασίας μητρότητας με την άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνου της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 – 2005 και τα σχετικά σημεία που μνημονεύουν το μειωμένο ωράριο ή την ισόχρονη άδεια της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004-2005 πρέπει να απαλειφθούν.
- Με την ευκαιρία της τροποποίησης της διάταξης για την ειδική παροχή προστασίας μητρότητας, ο Συνήγορος του Πολίτη επαναφέρει την πρότασή του για επέκταση του δικαιώματος στην ειδική αυτή παροχή και στους δικηγόρους, οι οποίοι απασχολούνται με σχέση έμμισθης εντολής. Πράγματι, η σχέση έμμισθης μολονότι δεν αποτελεί σχέση εξαρτημένης εργασίας, προσομοιάζει με την τελευταία ειδικά ως προς την υποχρέωση του εμμίσθου δικηγόρου να προσφέρει τις υπηρεσίες του απασχολούμενος με συγκεκριμένο ωράριο εργασίας. Αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη ότι οι έμμισθοι δικηγόροι καταβάλουν εισφορές όπως ακριβώς και οι απασχολούμενοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (βλ. άρθρο 38 ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), ενώ λαμβάνουν επίδομα τοκετού και λοχείας (βλ. άρθρο 83 του ν. 4826/2021) εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι δεν υπάρχει δικαιολογητικός λόγος να αποκλείονται από μία τόσο σημαντική διευκόλυνση για την ανατροφή των τέκνων τους, όπως η ειδική παροχή προστασίας μητρότητας. Επισημαίνεται ότι μετά τον ν. 4808/2021 και την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/1158 για την εναρμόνιση επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, αποτυπώνεται πλέον με σαφήνεια η βούληση τόσο του ενωσιακού όσο και του εθνικού νομοθέτη να υπάρχει κοινή μεταχείριση όσον αφορά τις διευκολύνσεις και τις παροχές προς τους εργαζόμενους γονείς ανεξάρτητα από το είδος και τη μορφή απασχόλησής τους.
- Τέλος, ως προς την χορήγηση της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας σε εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο, από την ένταξη του παιδιού στην οικογένεια και έως την ηλικία των οκτώ (8) ετών, θετική κρίνεται η προσθήκη διευκρίνισης, ότι ως ένταξη του παιδιού στην οικογένεια νοείται η ημερομηνία φυσικής παράδοσης, για φροντίδα και ανατροφή με σκοπό την υιοθεσία, του παιδιού από τον φορέα που το έχει υπό την προστασία του, ή τον φυσικό γονέα ή γονείς. Ομοίως, η ημερομηνία ένταξης του παιδιού στην οικογένεια προσδιορίζεται ως άνω και στο άρθρο 45 του σχεδίου νόμου.
Επί του άρθρου 45
“Επέκταση της άδειας μητρότητας στην υιοθεσία- Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 44 ν. 4488/2017”
Η ισότιμη μεταχείριση της τεκμαιρόμενης και θετής μητέρας έχει αποτελέσει και κατά το παρελθόν αντικείμενο παρέμβασης του Συνηγόρου του Πολίτη. Στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του σχεδίου νόμου αναφέρεται ότι «Με την προτεινόμενη διάταξη τίθενται ορισμοί ως προς τις έννοιες «εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο» και «ένταξη του παιδιού στην οικογένεια» προς άρση κάθε αμφιβολίας ως προς το περιεχόμενο αυτών των εννοιών. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί εφικτή η υλοποίηση της χορήγησης του επιδόματος λοχείας στην εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο, ακόμη και πριν την τελεσιδικία της απόφασης υιοθεσίας, με τη φυσική ένταξη του παιδιού στην οικογένεια».
Αναφορικά, όμως, με τις προϋποθέσεις φαίνεται να υπάρχει διαφοροποίηση στην τεκνοθεσία, η οποία έγινε στο εξωτερικό, αφού σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να καταστεί τελεσίδικη η αναγνώριση της αλλοδαπής απόφασης, και όχι η ένταξη του παιδιού στην οικογένεια, προκειμένου η μητέρα να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά της. (βλ. παρ.2 στοιχείο ββ).
Επί του άρθρου 48
“Απαγόρευση διακρίσεων στην πρόσβαση στην εργασία εις βάρος οροθετικών στον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV)”
Οι διακρίσεις σε βάρος οροθετικών ατόμων έχουν απασχολήσει και εξακολουθούν να απασχολούν τον Συνήγορο του Πολίτη. Η ρητή πρόβλεψη με την παρούσα διάταξη ενδεχομένως να συμβάλει στην αποτελεσματική εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας και την απαγόρευση διακρίσεων στην πρόσβαση στην εργασία εις βάρος οροθετικών στον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) .
Θα πρέπει, όμως, να διευκρινισθεί, ότι η διατύπωση της παρ.1 εδ. β’ «Από την παραπάνω απαγόρευση εξαιρούνται επαγγέλματα στα οποία, με ειδικές διατάξεις, επιβάλλεται η διερεύνηση της παραπάνω ιδιότητας για ιατρικούς λόγους», δεν φαίνεται να επαρκεί για την προστασία κατά των διακρίσεων αν δεν υπάρξει και εκσυγχρονισμός του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου (π.χ. άρθρο 13 παρ.4. του π.δ. 225/2000 , με το οποίο προβλέπεται ότι : «.(..) Επιπρόσθετα στη Μονάδα δεν μπορεί να εργάζεται Ιατρικό, Νοσηλευτικό και Βοηθητικό προσωπικό που είναι φορέας Ηπατίτιδας Β` ή Ηπατίτιδας C ή του ιού ΗΙV».
Τέλος, ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι επιβάλλεται ο εκσυγχρονισμός του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου αναφορικά και με άλλες χρόνιες παθήσεις, οι οποίες μέχρι σήμερα αποτελούν λόγο αποκλεισμού από την απασχόληση και την εργασία15.
Επί του άρθρου 50
“Μη αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών”
Το άρθρο 50 προβλέπει ότι ποσά αναπηρικών παροχών σε χρήμα τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου που θα προκύψει από το εξεταζόμενο σχέδιο νόμου (i) δεν θα καταλογιστούν στους λήπτες και (ii) αν έχουν ήδη καταλογισθεί, δεν θα αναζητηθούν. Δεδομένου, ότι οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε σκόπιμη η διάταξη συντρέχουν εξίσου και για τα ποσά (αναπηρικών παροχών σε χρήμα) τα οποία θα καταβληθούν μετά από την ημερομηνία ισχύος του αναμενόμενου νόμου αλλά θα αφορούν περιόδους πριν από την ημερομηνία αυτή (ποσά αναδρομικών), κρίνεται επιβεβλημένη, δεδομένης και της συνταγματικής γενικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.), η τροποποίηση τού εν λόγω προτεινόμενου άρθρου, ώστε να αναφέρεται σε ποσά αναπηρικών παροχών σε χρήμα τα οποία είτε καταβλήθηκαν είτε θα καταβληθούν αχρεωστήτως και αφορούν χρονικές περιόδους μέχρι την έναρξη ισχύος του θεσπιθησόμενου Νόμου.
Επί του άρθρου 51
“Συμψηφισμός, παραγραφή και ρύθμιση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης – Τροποποίηση άρθρου 45 ν. 4520/2018”
Με το άρθρο 51 του προτεινόμενου νομοσχεδίου τροποποιούνται οι παρ. 1, 2, 5 και 6 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018 (Α’ 30), περί της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών από τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ο.Π.Ε.Κ.Α.), και εξειδικεύονται οι ρυθμίσεις περί καταλογισμού και επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών σε χρήμα, είτε μέσω επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών είτε μέσω συμψηφισμού με καταβαλλόμενες από τον ΟΠΕΚΑ παροχές σε χρήμα.
Περαιτέρω, διατηρούνται ως είχαν οι διατάξεις των παραγράφων 8 και 9 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018, σύμφωνα με τις οποίες:
«8. Σε περίπτωση θανάτου ανασφάλιστου υπερήλικα του ν. 1296/1982, καταβάλλονται από τον ΟΠΕΚΑ στον επιμεληθέντα της κηδείας, ύστερα από αίτησή του, έξοδα κηδείας, μέχρι του ποσού των οκτακοσίων (800) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΠΕΚΑ, καθορίζονται τα δικαιολογητικά, η διαδικασία καταβολής των εξόδων κηδείας, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Εκκρεμείς, κατά το χρόνο έκδοσης της ανωτέρω απόφασης, αιτήσεις καταβολής εξόδων κηδείας για αποβιώσαντες ανασφάλιστους υπερήλικες του ν. 1296/1982 εξετάζονται με τις προϋποθέσεις της απόφασης αυτής.
- Με εξαίρεση την περίπτωση που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων σε δικαιούχους του ν. 1296/1982 και του ν. 4093/2012 αναζητούνται.».
Επί των προτεινόμενων διατάξεων θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:
- Με την τροποποίηση της παρ. 1 ενσωματώνονται σε ρητή διάταξη δύο από τις τρεις νομολογιακά διαπλασθείσες προϋποθέσεις σχετικά με τον καταλογισμό αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, προϋποθέσεις οι οποίες απορρέουν από την αρχή της χρηστής διοίκησης. Συγκεκριμένα, κατά την πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, δεν επιτρέπεται η αναζήτηση περιοδικών κοινωνικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξη τους, αν οι παροχές αυτές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των πιο πάνω επιτρέπεται μόνο εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς»16. Η προτεινόμενη διάταξη τυποποιεί τις δύο αυτές προϋποθέσεις της αναζήτησης, δηλαδή την καλή πίστη του λαβόντος και την μη παρέλευση ευλόγου χρόνου, την οποία ορίζει κατά μέγιστο χρόνο στα πέντε έτη από τον καταλογισμό.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η γενικότητα του κανόνα της πενταετίας ως προς τον καταλογισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων έχει αμφισβητηθεί από την θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι ο εύλογος χρόνος πρέπει να κρίνεται ειδικά, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης17, ενώ δεν ακολουθείται άκαμπτα ούτε από την νομολογία. Πράγματι, η νομολογία, αφενός, θέτει και μία τρίτη προϋπόθεση όσον αφορά την αναζήτηση, ερειδόμενη αυτή τη φορά στον βιοποριστικό χαρακτήρα των περιοδικών κοινωνικών παροχών, η οποία συνίσταται στην αποφυγή της οικονομικής εξουθένωσης του λαβόντος, αφετέρου λαμβάνει υπ’ όψιν την παράμετρο αυτή και για προσδιορισμό του ευλόγου χρόνου. Η παρέλευση ευλόγου χρόνου κρίνεται σε συνάρτηση με το στοιχείο της απρόοπτης ανατροπής της οικονομικής ισορροπίας του συνταξιούχου και τις ειδικές συνθήκες κάθε περίπτωσης: από το ύψος του αναζητούμενου ποσού σε συνάρτηση με τη διάρκεια της χρονικής περιόδου στην οποία αυτό αντιστοιχεί, από την οικονομική κατάσταση αυτού που υποχρεούται να το επιστρέψει18. Η νομολογία δέχεται ότι ακόμη και στην περίπτωση που το διάστημα ανάμεσα στην είσπραξη και την αναζήτηση είναι μικρό, ο καλοπίστως εισπράξας μπορεί να αποδείξει ότι η επιστροφή της παροχής στον ασφαλιστικό φορέα θα δημιουργήσει σε βάρος του απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες για τη διαβίωσή του19, ώστε να μην υποχρεωθεί να επιστρέψει τις παροχές. Έχει βάσιμα υποστηριχθεί ότι, αν η σύνταξη είναι το μοναδικό εισόδημα του δικαιούχου η αναζήτηση δεν είναι δυνατή επειδή «ακόμα κι η επιστροφή ενός μικρού ποσού για κάποιον που λαμβάνει μόνο τη σύνταξή του είναι ικανή να ανατρέψει και να θέσει σε κίνδυνο το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσής του»20.
Ενόψει του βιοποριστικού χαρακτήρα των προνοιακών παροχών, οι οποίες, επιπροσθέτως, καταβάλλονται σε πρόσωπα που είναι, κατά τεκμήριο, ιδιαιτέρως ευάλωτα οικονομικά και κοινωνικά, η προτεινόμενη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2, σύμφωνα με την οποία «[α]ν το δικαιούμενο μεικτό μηνιαίο ποσό των παροχών είναι μικρότερο των πενήντα (50) ευρώ, παρακρατείται πλήρως μέχρι την εξόφληση της οφειλής», δεν συμβιβάζεται με την προϋπόθεση της αποφυγής της οικονομικής εξουθένωσης του λαβόντος. Σε κάθε περίπτωση, η προϋπόθεση αυτή θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί καταλογισμού από τα αρμόδια όργανα.
- Η παρ. 9 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018, η οποία έχει παραμείνει αυτούσια, αναφέρεται στην αναζήτηση των συντάξεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στους δικαιούχους του ν. 1296/1982 και του ν. 4093/2012, «μέχρι τη διακοπή της παροχής του ανασφάλιστου υπερήλικα, όπως προβλέπονταν από τις διατάξεις της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6. της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012» (κατά τα οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016). Σημειώνουμε ότι η σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα του ν. 1296/1982 και του ν. 4093/2012 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018 («Κάθε προνοιακή παροχή, επίδομα, οικονομική ενίσχυση ή σύνταξη…»). Συνεπώς, με την εξαίρεση των συντάξεων για τις οποίες προβλέπει ειδικά η παρ. 6 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, οι οποίες δεν καταλογίζονται σε καμμία περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 45, όπως διαμορφώνονται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο. Για λόγους σαφήνειας, προτείνεται η συμπλήρωση της διάταξης της παρ. 9 ως εξής:
«9. Με εξαίρεση την περίπτωση που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 93 του ν.
4387/2016, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων σε δικαιούχους του ν. 1296/1982 και του ν. 4093/2012 αναζητούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 1,2,3, και 6 του παρόντος άρθρου.».
- Τέλος, με την ευκαιρία της τροποποίησης του άρθρου 45 του ν. 4520/2018, ο Συνήγορος του Πολίτη επαναφέρει πρόταση, που έχει διατυπώσει κατά το παρελθόν, σχετικά με την καταβολή εξόδων κηδείας όχι μόνον στις περιπτώσεις θανάτου ανασφάλιστου υπερήλικα του ν. 1296/1982, αλλά και στις περιπτώσεις θανάτου δικαιούχου του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων. Σημειώνουμε, ότι τα έξοδα κηδείας χαρακτηρίζονται ως παροχές ασθενείας και η μη υπαγωγή των ανασφάλιστων υπερηλίκων που λαμβάνουν το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων στο νομικό καθεστώς των παροχών ασθενείας που χορηγούνται στους ασφαλισμένους, είχε ως αποτέλεσμα και την μη καταβολή των εξόδων στον επιμεληθέντα της κηδείας τους. Ήδη, η υπαγωγή των ανασφάλιστων υπερηλίκων που λαμβάνουν τον επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων στο νομικό καθεστώς χορήγησης παροχών ασθενείας της Κ.Υ.Α. περί προσβάσεως των ανασφαλίστων σε παροχές ασθενείας, συνεπάγεται περιορισμούς ως προς την κάλυψη των αναγκών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, οι οποίοι δεν συνάδουν με τις ανάγκες των δικαιούχων της παροχής, εξ ορισμού μεγάλης ηλικίας και εύθραυστης υγείας. Επίσης, η παροχή που λαμβάνουν, παρά το ότι ονομάζεται «επίδομα» και όχι σύνταξη, έρχεται να καλύψει μόνιμες ανάγκες των δικαιούχων, οι οποίοι έχουν οριστικά απομακρυνθεί από την αγορά εργασίας (σε αντίθεση π.χ. με το Ε.Ε.Ε.). Ανεξαρτήτως όμως τούτων, η κάλυψη των εξόδων κηδείας της κατηγορίας αυτής των συνανθρώπων μας αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση της Πολιτείας, η οποία υπαγορεύεται από τις συνταγματικές αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Επί του άρθρου 52
«Πιλοτικό Πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης»
Ο Συνήγορος χαιρετίζει τη θέσπιση πιλοτικού προγράμματος Πρώιμης Παρέμβασης για παιδιά ηλικίας μηδέν (0) έως έξι (6) ετών με αναπηρία ή αναπτυξιακή καθυστέρηση ή διαταραχή ή με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισής αυτών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, διαταραχές αυτιστικού φάσματος (Δ.Α.Φ.), σύνδρομο Down, νοητική αναπηρία, προβλήματα ακοής ή όρασης, διαταραχές λόγου ή ομιλίας και κινητικές δυσκολίες, καθώς και τις οικογένειές τους, για τη διασφάλιση και ενίσχυση της ανάπτυξης του παιδιού και την υποστήριξη της οικογένειας, την προώθηση της κοινωνικής ένταξης του παιδιού και της οικογένειας και την αποφυγή της περιθωριοποίησής τους.
Ήδη στην από το 2020 έκθεση της με τίτλο «Από το Ίδρυμα στην Κοινότητα: Εναλλακτική φροντίδα ευάλωτων παιδιών και υποστήριξη οικογενειών», η Αρχή είχε διατυπώσει σειρά συστάσεων21 για την εξασφάλιση ενός ολιστικού σχήματος υποστήριξης της οικογένειας και του παιδιού στην κοινότητα και συνακόλουθα πρόληψης της τοποθέτησης παιδιών στο τραυματικό καθεστώς της ιδρυματικής φροντίδας που μεταξύ άλλων περιελάμβαναν:
-τη διασφάλιση επαρκούς και εξειδικευμένης υποστήριξης των παιδιών με αναπηρία ως προς τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες
-τη λειτουργία ανοιχτών δομών (για δημιουργική απασχόληση, εκπαίδευση σε αυτοεξυπηρέτηση και εκμάθηση δεξιοτήτων, και άλλες δραστηριότητες), οι οποίες θα παρέχουν ιδίως σε παιδιά με νοητική αναπηρία, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές ή πολυαναπηρίες, τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπηρεσίες ανοιχτής φροντίδας,
– καθώς και -στο πλαίσιο σφαιρικής και ολοκληρωμένης υποστήριξης των παιδιών με αναπηρία και των οικογενειών τους- εισαγωγή ρύθμισης, βάσει της οποίας να προωθούνται τα στοιχεία των παιδιών με διαγνωσμένη αναπηρία στη γέννησή τους, από το μαιευτήριο ή από την πρώτη μονάδα υγείας στην οποία διαγνώστηκε η αναπηρία, σε ειδικό μητρώο των αρμόδιων υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας στην περιοχή κατοικίας των γονέων, προκειμένου οι υπηρεσίες να λαμβάνουν γνώση και να ενεργοποιούνται ώστε να παρέχουν συνδρομή και δικτύωση στο παιδί και την οικογένεια για τα ιατρικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και άλλα προβλήματα που προκύπτουν καθώς και για την έγκαιρη έναρξη πρώιμης παρέμβασης για την βέλτιστη δυνατή εξέλιξή του παιδιού.
Επομένως, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση πιλοτικού προγράμματος πρώιμης παρέμβασης, ευθυγραμμίζεται με τις υφιστάμενες ανάγκες όπως έχουν καταγραφεί από το Συνήγορο. Ωστόσο η Αρχή διατυπώνει επιφυλάξεις και προβληματισμό ως προς τα ακόλουθα σημεία:
-Την πιλοτική φύση του προγράμματος. Η υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου και συγκροτημένου σχεδιασμού έγκαιρης παρέμβασης για οικογένειες και παιδιά έχει καθυστερήσει σημαντικά στη χώρα μας και ο πιλοτικός χαρακτήρας της ρύθμισης δεν προβλέπεται να καλύψει το σύνολο του πληθυσμού που χρήζει υποστήριξης.
-Την κάλυψη των πόρων του προγράμματος από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας 2.0 (όπως εγκρίθηκε στις 13 Ιουλίου 2021) αντί των πόρων του τακτικού προϋπολογισμού: Ο στενός χρονικός ορίζοντας της χρηματοδότησης, δεν θα επιτρέψει την επένδυση σε βιώσιμες δράσεις ώστε να εξασφαλιστεί η παρακολούθηση και πλαισίωση παιδιών και οικογενειών σε βάθος χρόνου.
-Δεν έχει καταγραφεί ο κατά προσέγγιση αριθμός των ωφελούμενων παιδιών και οικογενειών καθώς και το εύρος χρηματοδότησης του εν λόγω προγράμματος. Ειδικότερα, δεν καθίσταται σαφές από τη διάταξη αν η χρηματοδότηση καλύπτει -εκτός τη συμβουλευτική υποστήριξη, ενδυνάμωση και καθοδήγηση της οικογένειας, καθώς και τη σύνταξη εξατομικευμένου σχεδίου παρέμβασης για το παιδί και την οικογένεια- και τις άλλες υπηρεσίες που αναφέρονται ενδεικτικά στη διατύπωση (ειδικές θεραπείες κλπ.).
– Στην παρ. 3 αναφέρεται πως «Επιλέξιμοι ωφελούμενοι του πιλοτικού προγράμματος Πρώιμης Παρέμβασης είναι παιδιά ηλικίας μηδέν (0) έως έξι (6) ετών, με διαπιστωμένη αναπηρία ή αναπτυξιακή καθυστέρηση ή διαταραχή ή με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης αυτών, σύμφωνα με την παρ. 1.» Σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί σε επόμενο χρόνο ο τρόπος της διαπίστωσης με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον των ωφελούμενων παιδιών και τη διευκόλυνση των οικογενειών.
Περαιτέρω, ο Συνήγορος θα παρακολουθήσει την υλοποίηση του ανωτέρω προγράμματος και επιφυλάσσεται να υποβάλει παρατηρήσεις και απόψεις σε επόμενο χρόνο.
Τέλος ιδιαίτερα θετική κρίνεται από την Αρχή και η μνεία ότι η συμμετοχή στο πιλοτικό πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης δεν αποστερεί τον ωφελούμενο από την απόλαυση οποιουδήποτε δικαιώματος ή ωφελήματος απονέμεται σύμφωνα με τον νόμο σε αυτόν.
Επί του άρθρου 59
“Ατομικό σχέδιο οικογενειακής αποκατάστασης και επαγγελματική αναδοχή- Τροποποίηση παρ. 7 άρθρου 5 και παρ. 1 άρθρου 16 του ν. 4538/2018”
Ο Συνήγορος του Πολίτη κρίνει ως θετική την προτεινόμενη τροποποίηση της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 4538/2018, σύμφωνα με την οποία η σύνταξη και καταχώριση του Α.Σ.Ο.Α. θα πρέπει να διενεργείται από τον φορέα που έχει τον ανήλικο υπό την προστασία του, και όχι από την κατά περίπτωση αρμόδια για την εγγραφή του Μονάδα Παιδικής Προστασίας και Φροντίδας- δεδομένου ότι έχει διαπιστώσει στην εν λόγω διαδικασία προσκόμματα και εσφαλμένες προσεγγίσεις κατά τη διενέργεια ελέγχων- ωστόσο θα πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια της «προστασίας», καθώς και οι φορείς που εμπλέκονται στη διαδικασία για τη διευκόλυνση της υλοποίησης της εν λόγω διάταξης και την αποφυγή παρερμηνειών που ενδέχεται να προκύψουν.
Περαιτέρω, ο Συνήγορος αξιολογεί ως ιδιαίτερα θετική τη διεύρυνση του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής που επιχειρείται με την τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 4538/3018, καθώς αντίστοιχη σύσταση έχει διατυπώσει η Αρχή ήδη από το 202022.
Ειδικότερα, αφενός η υλοποίηση της επαγγελματικής αναδοχής χωρίς την προϋπόθεση της δικαστικής απόφασης, αφετέρου η διεύρυνση της ισχύος της διάταξης και σε άλλες περιπτώσεις πέραν εκείνων που μνημονεύονται στην τρέχουσα εκδοχή του άρθρου 16 του ν.4538/18, αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην κάλυψη των υφιστάμενων αναγκών παιδιών που βρίσκονται σε δομές κλειστού τύπου, αλλά και στην πρόληψη της τοποθέτησης ανηλίκων σε ιδρύματα που θεωρούνται de facto κακοποιητικά λόγω της απουσίας προσώπων συναισθηματικής αναφοράς.
Η διατύπωση της εν λόγω διάταξης, ωστόσο («εφόσον διαπιστώνεται αιτιολογημένα από τον φορέα που τους έχει υπό την προστασία του ότι καθίσταται αδύνατη με άλλον τρόπο η οικογενειακή αποκατάστασή τους ή η φιλοξενία τους σε άλλο πλαίσιο εναλλακτικής φροντίδας»), ενδέχεται να δημιουργήσει ερμηνευτικού και πρακτικού χαρακτήρα προβλήματα κατά την εφαρμογή της. Πιο συγκεκριμένα:
- Η αναφορά σε «φορέα που τους έχει υπό την προστασία του» σηματοδοτεί -χωρίς τη μεσολάβηση άλλης επεξήγησης- την τοποθέτηση του παιδιού πρώτα σε ίδρυμα που θα αναλάβει την προστασία του και περαιτέρω, την παραμονή του σε αυτό, μέχρι την υποβολή της αιτιολόγησης που μνημονεύεται. Τούτο, όμως, δεν ευθυγραμμίζεται με τις αρχές της αποϊδρυματοποίησης και δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη πρόληψης της έκθεσης του παιδιού σε ιδρυματικό περιβάλλον. Κατά την άποψη της Αρχής, ερμηνευτικά ζητήματα -όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω- θα δημιουργήσει ο όρος «προστασία» που δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένο νομικό καθεστώς (επιμέλεια, γονική μέριμνα, πραγματική φροντίδα κλπ).
- Η μνεία σε «άλλο πλαίσιο εναλλακτικής φροντίδας» στη συνέχεια, δημιουργεί την υπόνοια, ότι ο φορέας που θα αναλάβει τη φροντίδα («προστασία») του παιδιού θα πρέπει να βεβαιώσει πως είναι αδύνατη η τοποθέτησή του σε άλλη δομή κλειστού τύπου. Σημειωτέον, ότι ο όρος «εναλλακτική φροντίδα» (alternative care) που αναφέρεται στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, όπως κυρώθηκε από τον υπερνομοθετικής ισχύος ν. 2101/92, περιλαμβάνει τόσο την αναδοχή και την υιοθεσία, όσο (ως ultima ratio) την τοποθέτηση σε κατάλληλο ίδρυμα. Έτσι, η διάταξη αναιρεί μέρος της στοχοθεσίας του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής, αφού αφετηρία για την τοποθέτηση του παιδιού σε επαγγελματία ανάδοχο, δεν θα είναι -κατά τα άνω- η εξατομικευμένη αξιολόγηση των αναγκών και του βέλτιστου συμφέροντός του αλλά η αδυναμία εύρεσης κλίνης σε άλλη δομή κλειστού τύπου, γεγονός που εξάλλου αντίκειται και στο άρθρο 3 της ΔΣΔΠ.
Με τιμή,
Ανδρέας Ι. Ποττάκης
Συνήγορος του Πολίτη
1 Το πόρισμα αυτό, με θέμα «Περιπτώσεις μη καταβολής των έκτακτων οικονομικών ενισχύσεων 2021 και Πάσχα 2022, σε συνταξιούχους, οι οποίοι φαίνεται να πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησής τους», μαζί με σχετικό Δελτίο Τύπου έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Αρχής, στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.synigoros.gr/el/category/default/post/porisma-or-xorhghsh-twn-ektaktwn-oikonomikwnenisxysewn- twn-eyalwtwn-synta3ioyxwn
2 Πρβλ. και το υπ’ αρ. πρωτ. 267488/57167/10-12-2020 έγγραφό μας προς την Γενική Διεύθυνση Εισφορών e-ΕΦΚΑ και τη Συντονίστρια του ΚΕΑΟ, που αναδεικνύει ιδίως το επιλυόμενο με το προτεινόμενο άρθρο πρόβλημα της αδυναμίας έκδοσης αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας, αλλά προτείνει να μην καταλείπονται εν γένει δυσμενείς έννομες συνέπειες στον υπόχρεο μετά από την πάροδο της τριετίας από την συμπλήρωση της παραγραφής, σε αρμονία με το άρθρο 139 του Ν. 4270/2014 και ήδη με την παρ. 2 του άρθρου 75 του νέου Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, κυρωθέντος με το ν. 4978/2022).
3 Λ.χ. «Απαίτηση, η οποία σύμφωνα με το παρόν έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής που επέχει θέση ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν βεβαιώνεται ούτε αποτελεί βάση για λήψη μέτρων εκτέλεσης και δεν λαμβάνεται υπ’ όψη για τον υπολογισμό των οφειλών κατά το άρθρο 61 του Ν.3863/2010, όπως ισχύει».
4 Λχ. ασθένεια, τραυματισμός, οικογενειακή ανάγκη, πρόσκαιρη εκμηδένιση της ρευστότητας της επιχείρησης, απρόβλεπτα δυσμενή οικονομική συγκυρία.
5 Με μικρή αλλά σταθερή αύξηση κατά τα τελευταία 4 έτη, από περίπου 55% στο δεύτερο μισό του 2018 σε 61,35% στο δεύτερο τρίμηνο του 2022.
6 Στο παρελθόν, εξάλλου, έχουν δοθεί με εγκυκλίους σχετικές κατευθύνσεις σε περιφερειακές υπηρεσίες ΦΚΑ για ρυθμίσεις άλλων Νόμων.
7 Βλ. τα αναρτημένα έγγραφα στην ιστοσελίδα https://old.synigoros.gr/?i=health-and-socialwelfare.el.provlimata_eispraksis_eisforwn.446126.
8 Λ.χ. επειδή οφειλές παρελθούσας χρονικής περιόδου ετών βεβαιώθηκαν στο ΚΕΑΟ και προστέθηκαν στην πάγια ρύθμιση χωρίς ενημέρωση του οφειλέτη.
9 Με το άρθρο 73 του ως άνω νόμου προσετέθη παράγραφος 2α στο άρθρο 7 του ν. 4387/2016 ως εξής: «2.α. Ειδικά για τους ομογενείς με αλβανική ιθαγένεια και ομογενείς που προέρχονται από την πρώην Σοβιετική Ένωση, το ποσοστό μείωσης της εθνικής σύνταξης που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρ. 2 υπολογίζεται μεταβατικά με βάση τα τριάντα (30) έτη νόμιμης και μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα, με έτος αφετηρίας υπολογισμού το 1992. Το ως άνω ποσοστό μείωσης της εθνικής σύνταξης προσαυξάνεται ανά έτος αναλογικά μέχρι και το 2032, οπότε και εφαρμόζονται οι γενικές προϋποθέσεις απόδοσης της εθνικής σύνταξης της παρ. 2. Ως προς τις υπόλοιπες προϋποθέσεις υπολογισμού της εθνικής σύνταξης ισχύει η παρ. 2, καθώς και οι παρ. 3-6 του παρόντος. Η ομογενειακή ιδιότητα προκύπτει για τους Έλληνες πολίτες αποκλειστικά από τη νομική αιτιολογία της καταχώρησης του Έλληνα πολίτη στο Μητρώο Πολιτών και για τους μη Έλληνες πολίτες από την κατοχή ισχύοντος Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς. Για ομογενείς του πρώτου εδαφίου, οι οποίοι είναι ήδη συνταξιούχοι εξ ιδίου δικαιώματος λόγω γήρατος, το ποσό της εθνικής σύνταξης επανυπολογίζεται με βάση τριάντα (30) έτη νόμιμης και μόνιμης διαμονής, από 1.1.2022. Επίσης, επανυπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο το ποσό της εθνικής σύνταξης των δικαιοδόχων προσώπων που λαμβάνουν σύνταξη κατά μεταβίβαση από δικαιούχο ομογενή του πρώτου εδαφίου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εξωτερικών, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Προστασίας του Πολίτη και Εσωτερικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας». Τέλος, με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 3 της υπ’ αριθμ. 73135/22 ΚΥΑ (ΦΕΚ 4135 Β/3-8-2022) «Υπολογισμός εθνικής σύνταξης ομογενών, βάσει της παρ. 2α του άρθρου 7 του ν. 4387/2016», η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 73 του ν. 4915/22, ορίσθηκε ότι: «Σε περίπτωση που κατά την εξεταζόμενη περίοδο έχει δημιουργηθεί πραγματικός χρόνος ασφάλισης, η περίοδος αυτή θεωρείται χρόνος διαμονής στην Ελλάδα. Ο χρόνος διαμονής στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπολείπεται του πραγματικού χρόνου ασφάλισης που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης».
11 Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει χειριστεί υπόθεση ΑμεΑ με 85 % ποσοστό αναπηρίας εκ της οποίας 40% αποδιδόμενο σε ψυχική νόσο.
12 Βλ. αρθ. 2 υπ’ αριθ. 11641 (ΦΕΚ Β’ 622/14.02.2022) Υπουργική Απόφαση «Σύσταση, σύνθεση και λειτουργία Διοικητικών Επιτροπών του e-ΕΦΚΑ» η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του αρθ. 52 Ν. 4387/2016.
13 Η συγκεκριμένη διοικητική πρακτική έχει πολυπαραγοντικό υπόβαθρο: ενδεικτικά, αναφέρεται η μη άσκηση διακριτικής ευχέρειας σε περιπτώσεις που η αποχή από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος επισείει, ενδεχομένως, πειθαρχική και δημοσιολογιστική ευθύνη του οργάνου, η έλλειψη νομικής γνώσης για τη στάθμιση της έκβασης της διαφοράς, η χαμηλή δικαστική δαπάνη που επιβαρύνεται ο e-ΕΦΚΑ για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, η έλλειψη θεσμικών αντίβαρων αποτροπής της αδιάκριτης ενδοστρεφούς προσφυγής.
14 Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ήδη προ 12ετίας, διατύπωσε τη βέβαιη δικανική πεποίθηση ότι «οι σημαντικές και επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελούν ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο, που μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος. Έτσι, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η διατήρηση μιας διαδικασίας σε εκκρεμότητα για υπερβολικό χρονικό διάστημα ενδέχεται να προσβάλει το ίδιο το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο. Ειδικότερα, η αδικαιολόγητη έλλειψη απόφασης από το δικαστήριο για ιδιαίτερα μακρύ χρονικό διάστημα μπορεί υπό την πίεση των γεγονότων να εξομοιωθεί με αρνησιδικία και κατά τον τρόπο αυτό τον ένδικο μέσο που άσκησε ο ενδιαφερόμενος μπορεί να στερηθεί από κάθε αποτελεσματικότητα όταν το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης δεν κατορθώνει να αποφανθεί επί της διαφοράς εγκαίρως, όπως το απαιτούν οι περιστάσεις και το διακύβευμα κάθε ιδιαίτερης υπόθεσης» (βλ. Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2010, σκ. 52, προσφυγή υπ’ αριθ. 50973/08, Β.Α. και λοιποί κατά Ελλάδας, που αφορούσε σε χορήγηση εφάπαξ από το ΜΤΣ). Στην ίδια υπόθεση, η Επιτροπή Υπουργών κάλεσε τότε την Ελλάδα, λόγω του σοβαρότατου συστηματικού προβλήματος που βρίσκεται στη βάση των παραβιάσεων, να επισπεύσει την υιοθέτηση ενός σχεδίου νόμου που θα στόχευε στην επιτάχυνση των διαδικασιών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
15 Βλ. ενδεικτικά στην ιστοσελίδα του Συνηγόρου του Πολίτη επιτυχή διαμεσολάβηση για την άρση αποκλεισμού δικαιούχου από προγράμματα απασχόλησης του ΟΑΕΔ, https://www.synigoros.gr/?i=equality.el.imdpositive.494650, καθώς και το συναφές με την υπό διερεύνηση αναφορά θέμα για την επανακατάταξη στην Ελληνική Αστυνομία διαγραφέντος σπουδαστή λόγω Ηπατίτιδας Β΄ https://www.synigoros.gr/?i=equality.el.imdworkpublic.447225.
16 ΣτΕ 237/2000, 1876/2002, 703/2004, 2010/2006, 819/2007, 154/2008, 166/2009, 2291/2009.
17 Όπως υποστηρίζει ο Α. Στεργίου, με παραπομπή σε Π. Λαζαράτο, Προβληματισμοί σχετικά με την ανάκληση παράνομων ευμενών πράξεων στο ευρωπαϊκό δίκαιο, στον Τόμο επιστημονικών μελετών προς τιμήν του Ε. Σπηλιωτόπουλου, Αθήνα – Κομοτηνή, 2000, σ. 325 επ.
18 Α. Στεργίου, Οι γενικές αρχές του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, ΕφημΔΔ, 4-2011, σ. 516
19 ΣτΕ 2911/2007, ΣτΕ 3459/06, ΔιΔικ, 2008, σ. 973, ΣτΕ 387/93, ΕΔΚΑ, 1993, σ. 451, ΣτΕ 2488/93, ΔΕΝ 51/1995, σ. 743, ΣτΕ 1179/93, ΕΔΚΑ, 1994, σ. 89, ΔΕφΑθ 2362/95, ΕΔΚΑ, 1995, σ. 39.
20 Α. Στεργίου, όπ.π.
21 Ειδική Έκθεση «Από το Ίδρυμα στην Κοινότητα: Εναλλακτική φροντίδα ευάλωτων παιδιών και υποστήριξη οικογενειών», Συνήγορος του Πολίτη, 2020, σελ.55-62, https://www.synigoros.gr/el/category/paidi/post/eidikh-ek8esh:-prostasia-eyalwtwn-paidiwn
22 Ό.π. σελ. 54