Γ.Πλαγάκος, Οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο ως διατυπώσεις δημοσιότητας στην αναγκαστική εκτέλεση

Λήψη μελέτης σε μορφή pdf

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

Οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο ως διατυπώσεις δημοσιότητας στην αναγκαστική εκτέλεση.

 

Γεώργιος Πλαγάκος

Πρόεδρος Πρωτοδικών

 

Συνοπτικό διάγραμμα

  1. Εισαγωγικά
  2. Η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης.
  3. Η ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων του πλειστηριασμού.
  4. Η ανάρτηση της κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ εκδιδόμενης απόφασης.
  5. Η υποβολή καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.
  6. Η ανάρτηση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού.
  7. Οι αναρτήσεις επί άγονων πλειστηριασμών.
  8. Η ανάρτηση επί διακοπής του πλειστηριασμού λόγω τεχνικής βλάβης.
  9. Η ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού.
  10. Επίλογος.

 

 

  1. Εισαγωγικά

Η ενσωμάτωση της χρήσης του διαδικτύου στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με κορύφωση τη διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα επέδρασε εμφανώς στις διατυπώσεις δημοσιότητας που τηρούνται στην εκτελεστική διαδικασία. Ως δημοσίευση κάποιας πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης νοείται πλέον η ανάρτηση στο διαδίκτυο ενώ προβλέπονται και επιπλέον αναρτήσεις, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως δημοσιεύσεις. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με τις δημοσιεύσεις/αναρτήσεις που πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, να γίνουν κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και δη με το πρόσωπο που υποχρεούται να προβεί στην κάθε ανάρτηση, την προθεσμία κάθε ανάρτησης, το περιεχόμενό της και τις έννομες συνέπειες από τη μη τήρηση ή την πλημμελή τήρηση της σχετικής υποχρέωσης (τι αναρτάται, ποιος, που, πότε το αναρτά και ποιες οι συνέπειες από την παραβίαση των σχετικών διατάξεων).

  1. Η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης.

α. Η πρώτη χρονικά ανάρτηση στην εκτελεστική διαδικασία είναι αυτή του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, κατ’ άρθρο 955 παρ.2β για τα κινητά και 995 παρ.4γ ΚΠολΔ για τα ακίνητα. Τόσο επί κατάσχεσης κινητών όσο και επί κατάσχεσης ακινήτων το απόσπασμα το συντάσσει (εκδίδει κατά τη διατύπωση του νόμου) ο δικαστικός επιμελητής και δημοσιεύεται με επιμέλειά του. Η γραμματική διατύπωση του νόμου είναι διαφοροποιημένη, αναλόγως εάν πρόκειται για κατάσχεση κινητών ή ακινήτων. Στην πρώτη περίπτωση (κατάσχεση κινητών) ορίζεται ότι το απόσπασμα πρέπει να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων[1]. Στη δεύτερη περίπτωση (κατάσχεση ακινήτων) ορίζεται ότι το απόσπασμα πρέπει να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν χρησιμοποιείται ο όρος αναρτάται αλλά δημοσιεύεται τόσο λόγω της προγενέστερης χρήσης του όρου και της εξοικείωσης με αυτόν όσο και επειδή δεν πρόκειται απλώς για ιστοσελίδα αλλά για την ηλεκτρονική μορφή προϋπάρχοντος εντύπου.

β. Επί κατάσχεσης κινητών τόσο η έκδοση όσο και η ηλεκτρονική δημοσίευση του αποσπάσματος πρέπει να γίνουν μέχρι τη δέκατη ημέρα από την κατάσχεση ενώ επί κατάσχεσης ακινήτων οι δύο αυτές πράξεις (έκδοση και ηλεκτρονική δημοσίευση του αποσπάσματος) πρέπει να γίνουν μέχρι και τη δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση[2]. Ως κατάσχεση νοείται η ολοκλήρωσή της, δηλαδή η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης.

γ (επί κινητών). Ως προς το περιεχόμενο του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο δημοσιεύεται ηλεκτρονικά, ο νόμος (άρθρο 955 παρ.2 ΚΠολΔ) ορίζει ρητά ότι επί κατάσχεσης κινητών πραγμάτων πρέπει αυτό να περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, τον αριθμό φορολογικού μητρώου τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, την τιμή της πρώτης προσφοράς, το ποσόν για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού. Επίσης, πρέπει να περιλαμβάνεται η τυχόν βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή σχετικά με τη αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Σημειωτέον ότι δεν απαιτείται να μνημονεύεται στο απόσπασμα η τυχόν διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927 ΚΠολΔ, διότι η φράση αυτή απαλείφθηκε από το κείμενο του άρθρου 955 παρ.2 ΚΠολΔ με το άρθρο 207 ν.4512/2018. Άλλωστε, πλέον ο πλειστηριασμός μόνο ηλεκτρονικά επιτρέπεται να διεξάγεται.

Από τη διατύπωση του νόμου ότι εντός της ίδιας (δεκαήμερης από την ολοκλήρωση της κατάσχεσης) προθεσμίας το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στον ενεχυρούχο δανειστή, εφόσον το ενέχυρο είναι γραμμένο σε δημόσιο βιβλίο, συνάγεται ότι για την εγκυρότητα της επίδοσης σε αυτόν δεν απαιτείται να έχει ήδη δημοσιευθεί ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, δηλαδή η δημοσίευση στην ιστοσελίδα αυτή δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα της επίδοσης στον ενεχυρούχο δανειστή ούτε άλλωστε για τη νομιμότητα οποιασδήποτε άλλης επίδοσης από αυτές που ορίζονται στο άρθρο 955 ΚΠολΔ.

δ (επί ακινήτων). Ως προς το περιεχόμενο του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο δημοσιεύεται ηλεκτρονικά, ο νόμος (άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ) ορίζει ρητά ότι επί κατάσχεσης ακινήτων πρέπει αυτό να περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, τον αριθμό φορολογικού μητρώου τους και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, το ποσόν για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, που θέτει ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στον δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927, το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού. Επίσης, πρέπει να περιλαμβάνεται η τυχόν βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης.

Ως προς το ότι το απόσπασμα πρέπει εντός της ίδιας (δεκαπενθήμερης από την ολοκλήρωση της κατάσχεσης) προθεσμίας να επιδοθεί στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές, ισχύουν κατ’ αναλογία όσα αναφέρονται παραπάνω υπό στοιχείο γ.

ε. Εάν ο δικαστικός επιμελητής δεν τηρήσει τις διατυπώσεις του άρθρου 955 (επί κατάσχεσης κινητών) και 995 (επί κατάσχεσης ακινήτων) ΚΠολΔ, ο πλειστηριασμός δεν επιτρέπεται να διεξαχθεί με ποινή ακυρότητας. Αυτό ορίζεται στα άρθρα 955 παρ.2 εδ.τελευταίο και 995 παρ.4στ ΚΠολΔ. Επομένως, η μη ανάρτηση-δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης επιφέρει ακυρότητα του πλειστηριασμού χωρίς την επίκληση και απόδειξη δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης, διότι πρόκειται για διατύπωση, για την παραβίαση της οποίας ο νομοθέτης ρητά ορίζει ως ποινή την ακυρότητα[3]. Η μη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στη οριζόμενη ιστοσελίδα δεν επιφέρει την ακυρότητα της αναγκαστικής κατάσχεσης ούτε του ιδίου του αποσπάσματος, το περιεχόμενο και η έκδοση του οποίου μπορεί να μην πάσχουν από οποιοδήποτε ελάττωμα. Η παράλειψη της δημοσίευσης πλήττει με ακυρότητα μόνο τον πλειστηριασμό λόγω μη τήρησης της νόμιμης προδικασίας και προβάλλεται με λόγο ανακοπής στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1β ΚΠολΔ[4]. Με παράλειψη δημοσίευσης εξομοιώνεται και η εκπρόθεσμη δημοσίευση του αποσπάσματος στην οριζόμενη ιστοσελίδα[5]. Επομένως, και η εκπρόθεσμη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης άγει σε ακυρότητα του πλειστηριασμού χωρίς την επίκληση βλάβης τόσο επί κινητών όσο και επί ακινήτων. Αντίθετα, εάν η ηλεκτρονική δημοσίευση του αποσπάσματος έγινε εμπρόθεσμα αλλά εντοπίζονται πλημμέλειες, π.χ. στο περιεχόμενό του, τότε πλήττεται με ακυρότητα μόνο η επίμαχη πράξη, δηλαδή η δημοσίευση του αποσπάσματος και δη μόνο με την επίκληση βλάβης. Ο σχετικός λόγος της ανακοπής προβάλλεται στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1α ΚΠολΔ), η οποία, σύμφωνα με τη ρητή γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού, καταλαμβάνει και ελαττώματα της εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατ’ άρθρο 955 και 995 ΚΠολΔ[6]. Εάν βεβαίως το σφάλμα ή η έλλειψη του ηλεκτρονικά δημοσιευθέντος αποσπάσματος μπορεί να διορθωθεί με την άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ, τότε δεν επέρχεται ακυρότητα αλλά χωρεί διόρθωση του αποσπάσματος. Τέλος, εάν παρά τη μη τήρηση των σχετικών με την ηλεκτρονική δημοσιότητα διατυπώσεων, δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, ο πλειστηριασμός καθίσταται απρόσβλητος, έστω και αν η παραβίαση των διατυπώσεων, εγκαίρως προβαλλόμενη με λόγο ανακοπής θα οδηγούσε στην ακύρωσή του χωρίς την επίκληση βλάβης.

  1. Η ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων του πλειστηριασμού.

α. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού υποχρεούται να αναρτήσει τα πληροφοριακά στοιχεία του πλειστηριασμού στο ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμού. Η σχετική υποχρέωση πηγάζει από τα άρθρα 959 παρ.3 όταν πρόκειται για πλειστηριασμό κινητών και 995 παρ.4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ όταν πρόκειται για πλειστηριασμό ακινήτων. Υπάρχει, όμως μία ουσιώδης διαφορά. Επί πλειστηριασμού κινητών η ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων δεν ορίζεται ρητά ως διατύπωση της προδικασίας του πλειστηριασμού[7]. Αντίθετα, αυτό συμβαίνει στον πλειστηριασμό ακινήτων (άρθρο 995 παρ.4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ).

Η ιστοσελίδα, στην οποία αναρτά ο συμβολαιογράφος τα πληροφοριακά στοιχεία άλλοτε αναφέρεται στις οικίες διατάξεις του ΚΠολΔ ως ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμού (άρθρο 995 παρ.4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ) και άλλοτε ως ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού (άρθρο 959 παρ.3 ΚΠολΔ) ή πλειστηριασμών (άρθρο 959 παρ.6). Πάντως, πρόκειται για την ίδια ηλεκτρονική πλατφόρμα-διαδικτυακή πύλη με τη συντομογραφία ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ., την οποία (συντομογραφία) χρησιμοποιεί ο ίδιος ο νομοθέτης. Αυτή η ηλεκτρονική πλατφόρμα είναι γνωστή και ως ιστοσελίδα eauction. Επομένως, ο μεν δικαστικός επιμελητής δημοσιεύει το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης στην ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων, σύμφωνα με τα ειδικότερα προαναφερθέντα, ο δε συμβολαιογράφος αναρτά τα πληροφοριακά στοιχεία του πλειστηριασμού στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. (eauction).

β (επί κινητών). Για τον πλειστηριασμό των κινητών πραγμάτων ισχύει το άρθρο 959 παρ.3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο τα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού περιέχουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης. Ούτε στο άρθρο 955 ΚΠολΔ ορίζεται οτιδήποτε σχετικό ούτε η διατύπωση του άρθρου 959 παρ.3 ΚΠολΔ είναι τέτοια, ώστε να συνάγεται ότι η ανάρτηση αυτή αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της προδικασίας του πλειστηριασμού. Πρόκειται μάλλον για νομοθετική αβλεψία. Του ΚΠολΔ μη ορίζοντος το περιεχόμενο της ανάρτησης, ισχύει μόνο το άρθρο 5 της ΥΑ 41756/2017 (Ανάρτηση αναγγελίας διενέργειας ηλεκτρονικού πλειστηριασμού), σύμφωνα με το οποίο ο συμβολαιογράφος αναρτά στην ιστοσελίδα των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. την αναγγελία διενέργειας πλειστηριασμού κατά τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, η αναγγελία περιέχει υποχρεωτικά τα ακόλουθα πεδία: Ονοματεπώνυμο και πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του συμβολαιογράφου, αντικείμενο του πλειστηριασμού, ημερομηνία διενέργειας και τιμή πρώτης προσφοράς του πλειστηριασμού, ποσό εγγύησης, καθώς και τον υπερσύνδεσμο προς την ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ όπου έχει αναρτηθεί η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης. Με τη χρήση του όρου περίληψη προφανώς εννοείται το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, αφού πλέον αυτός είναι ο χρησιμοποιούμενος στον ΚΠολΔ όρος. Επισημάνθηκε ορθά ότι, αν και δεν το ορίζει ο νόμος, στην αναγγελία του πλειστηριασμού πρέπει να αναφέρεται και η ώρα διεξαγωγής του, δηλαδή αν πρόκειται να διεξαχθεί από ώρα 10:00 έως ώρα 12:00 ή από ώρα 14:00 έως ώρα 16:00[8]. Στην αναγγελία μπορούν να προσαρτώνται φωτογραφίες του αντικειμένου που εκπλειστηριάζεται και κάθε σχετικό έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του συμβολαιογράφου.

γ (επί ακινήτων). Για τον πλειστηριασμό των ακινήτων ισχύει το άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστικός επιμελητής εντός είκοσι ημερών από την κατάσχεση οφείλει να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μεταξύ άλλων, την έκθεση εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής του π.δ. 59/2016, τόσο σε έντυπη όσο και σε ψηφιακή μορφή. Επίσης, παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε ηλεκτρονική μορφή, φωτογραφίες του κατασχεθέντος ακινήτου, τις οποίες λαμβάνει κατά την επιτόπια μετάβασή του σε αυτό. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει τη σχετική έκθεση, στην οποία μνημονεύει την παράδοση όλων των εγγράφων, περιλαμβανομένων: α) της έκθεσης εκτίμησης του κατασχεθέντος ακινήτου και σε ψηφιακή μορφή και β) των φωτογραφιών του κατασχεθέντος σε ηλεκτρονική μορφή. Αυτά ορίζονται ρητά στο άρθρο 995 παρ.4 εδ.α, β, ζ και η ΚΠολΔ. Έπειτα, ο συμβολαιογράφος αναρτά στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. τα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, την έκθεση εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής και τις φωτογραφίες (άρθρο 995 παρ.4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ).

Η γραμματική διατύπωση του άρθρου 995 παρ.4 ΚΠολΔ δεν πρέπει να οδηγήσει στην κρίση ότι στο άρθρο αυτό ορίζεται αυτοτελώς το περιεχόμενο της ανάρτησης του συμβολαιογράφου στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Η μνεία στα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δεν αποτελεί επαρκή προσδιορισμό του περιεχομένου αλλά μάλλον παραπομπή στο άρθρο 5 της προαναφερθείσας ΥΑ 41756/2017, σύμφωνα με το οποίο η αναρτώμενη από τον συμβολαιογράφο αναγγελία του πλειστηριασμού πρέπει να περιέχει υποχρεωτικά τα ανωτέρω αναφερόμενα (ονοματεπώνυμο και πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του συμβολαιογράφου, αντικείμενο του πλειστηριασμού, ημερομηνία διενέργειας και τιμή πρώτης προσφοράς του πλειστηριασμού, ποσό εγγύησης και υπερσύνδεσμο προς την ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ όπου έχει αναρτηθεί το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης). Επομένως, η ανάρτηση του συμβολαιογράφου στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. πρέπει και επί πλειστηριασμού ακινήτων να περιλαμβάνει το περιεχόμενο της αναγγελίας του πλειστηριασμού, όπως αυτό ορίζεται κατ’ άρθρο 5 ΥΑ 41756/2017[9], πλέον της έκθεσης εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής και των φωτογραφιών που παρέδωσε ο δικαστικός επιμελητής στον συμβολαιογράφο. Η επισήμανση για την ανάγκη μνείας της ώρας διενέργειας του πλειστηριασμού ισχύει και εδώ.

δ. Η εξεταζόμενη ανάρτηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. έχει διαφορετική προθεσμία από τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία εξετάσθηκε παραπάνω. Στον ΚΠολΔ δεν ορίζεται προθεσμία για την ανάρτηση αυτή ούτε για τον πλειστηριασμό κινητών ούτε για τον πλειστηριασμό ακινήτων. Γι’ αυτό γίνεται ερμηνευτικά δεκτό ότι η προθεσμία για την ανάρτηση του συμβολαιογράφου στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. είναι δεκαήμερη κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 208 παρ.2 ν.4512/2018 και αρχίζει αμέσως μετά την ανάρτηση του αποσπάσματος κατ’ άρθρο 955 παρ.2β για τα κινητά και 995 παρ.4γ ΚΠολΔ για τα ακίνητα στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων/του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)[10]. Υπό τη φράση ότι η δεκαήμερη προθεσμία αρχίζει αμέσως μετά την ανάρτηση του αποσπάσματος προφανώς εννοείται ότι το δεκαήμερο αρχίζει ήδη από την επόμενη ημέρα της δημοσίευσης του αποσπάσματος και όχι όταν λήξει η προθεσμία για τη δημοσίευσή του, η οποία μπορεί να μην εξαντλείται. Επομένως, η δεκαήμερη προθεσμία για την εκ μέρους του συμβολαιογράφου ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. δεν έχει σταθερή κάθε φορά αφετηρία αλλά εξαρτάται από τον χρόνο δημοσίευσης του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης.

Εάν πρόκειται για ευπαθή προϊόντα, που υπόκεινται σε φθορά, τότε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωση αναγγελίας του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. αλλά η σχετική ανάρτηση μπορεί να γίνει ακόμη και αυθημερόν, δηλαδή πριν από την έναρξη του πλειστηριασμού. Αυτό ίσχυε και πριν από την τροποποίηση του άρθρου 962 ΚΠολΔ[11] με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου, η οποία αναφέρεται στην ανάρτηση του άρθρου 959 παρ.6 ΚΠολδ και όχι της αναγγελίας του πλειστηριασμού.

ε. Μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί, με έρεισμα τη διατύπωση του νόμου, ότι η εκ μέρους του συμβολαιογράφου παραβίαση των διατάξεων σχετικά με την ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ, επιφέρει διαφορετικές συνέπειες, αναλόγως εάν πρόκειται για πλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων.

i) Επί κινητών, όπως ήδη επισημάνθηκε, ο ΚΠολΔ δεν ορίζει την ανάρτηση στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. ως απαραίτητη διατύπωση της προδικασίας του πλειστηριασμού ούτε το απαραίτητο περιεχόμενό της ανάρτησης και κατά μείζονα λόγο ούτε ότι η ανάρτηση επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας. Επίσης, η προθεσμία της ανάρτησης δεν ορίζεται εκ του νόμου και επομένως, δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας, αλλά συνάγεται ερμηνευτικά. Επομένως, με βάση τη γραμματική διατύπωση του νόμου (ορθότερα την παράλειψή της) επί πλειστηριασμού κινητών, η ολοσχερής παράλειψη της ανάρτησης αλλά και η εκπρόθεσμη ανάρτηση ή η έλλειψη κάποιου στοιχείου του περιεχομένου της ανάρτησης άγει σε ακυρότητα μόνο με την επίκληση και απόδειξη δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης του ανακόπτοντος. Αυτές οι παραλείψεις ή πλημμέλειες προβάλλονται με λόγο ανακοπής εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1β ΚΠολΔ, αφού η προθεσμία του προηγούμενου σταδίου (934 παρ.1α) καταλαμβάνει μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης πλην όμως η εδώ εξεταζόμενη ανάρτηση έπεται της ως άνω δημοσίευσης. Ασφαλώς, η ανωτέρω θέση για τη συνέπεια της ολοσχερούς παράλειψης της ανάρτησης (ακυρότητα με επίκληση και απόδειξη βλάβης) αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό τον σκοπό, για τον οποίο θεσπίσθηκε αυτή η διατύπωση. Ως αντίβαρο θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι επί παράλειψης της ανάρτησης αναιρείται θεμελιωδώς ο σκοπός του νομοθέτη για την επίτευξη δημοσιότητας μέσω της εξεταζόμενης ανάρτησης και γι’ αυτό η βλάβη του καθ’ ου η εκτέλεση είναι αυταπόδεικτη. Η αντίθετη θέση, δηλαδή ότι με βάση τις μέχρι πρότινος ισχύουσες παραδοχές για την τήρηση των διατυπώσεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ολοσχερής παράλειψη ορισμένης εκ του νόμου επιβαλλόμενης διατύπωσης, συνεπώς και της ανάρτησης στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. επιφέρει άνευ ετέρου ακυρότητα, είναι αμφίβολης ορθότητας ελλείψει θεμελίωσης στο κείμενο του νόμου.

ii) Επί ακινήτων, η ανάρτηση των πληροφοριακών στοιχείων του πλειστηριασμού ορίζεται ρητά ως διατύπωση της προδικασίας του πλειστηριασμού. Επομένως, η ολοσχερής παράλειψη της ανάρτησης επιφέρει ακυρότητα του πλειστηριασμού χωρίς την επίκληση και απόδειξη βλάβης. Ως προς την εκπρόθεσμη ανάρτηση, θεωρούμε ότι το ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι άγει σε ακυρότητα μόνο με την επίκληση και απόδειξη δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης του ανακόπτοντος, αφού και εδώ δεν θα ήταν ορθό να θεμελιωθεί μία άνευ ετέρου ακυρότητα (χωρίς την επίκληση και απόδειξη βλάβης) στην παραβίαση μίας προθεσμίας, η οποία δεν ορίζεται ρητά αλλά συνάγεται ερμηνευτικά. Το ίδιο συμβαίνει, αν λείπει κάποιο πληροφοριακό στοιχείο από το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως επίσης και αν παραλείπεται η ανάρτηση στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. της έκθεσης εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής, και των φωτογραφιών του ακινήτου. Τούτο διότι τα σχετικά εδάφια του άρθρου 995 παρ.4 ΚΠολΔ βρίσκονται μετά το εδάφιο ε΄ της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με το οποίο ο πλειστηριασμός είναι άκυρος εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων, δηλαδή των τεσσάρων πρώτων εδαφίων. Επομένως, η ρητή απειλή της παραβίασης των νομίμων διατυπώσεων των ανωτέρω εδαφίων με ακυρότητα χωρίς την επίκληση βλάβης, δεν καταλαμβάνει το περιεχόμενο της ανάρτησης των πληροφοριακών στοιχείων στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. ούτε το ενδεχόμενο της μη ανάρτησης της έκθεσης εκτίμησης του κατασχεθέντος, που συνέταξε ο πιστοποιημένος εκτιμητής, και των φωτογραφιών του ακινήτου. Και εν προκειμένω οι λόγοι της ανακοπής προβάλλονται εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1β ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.

Εάν η ανάρτηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. δεν θεωρηθεί πράξη εκτέλεσης αλλά προπαρασκευαστική πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, δεν επέρχεται ακυρότητα, αν γίνει σε ημέρα αργίας ή κατά τη διάρκεια του μηνός Αυγούστου.

στ. Η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή είναι τελείως διακριτή πράξη από την ανάρτηση εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Κάθε πράξη γίνεται από διαφορετικό πρόσωπο, σε διαφορετική ιστοσελίδα, με διαφορετικό περιεχόμενο και εντός διαφορετικής προθεσμίας. Επομένως, κατά την αντιμετώπιση των λόγων της ανακοπής που αναφέρονται στην τήρηση των τύπων και του περιεχομένου κάθε δημοσίευσης/ανάρτησης, πρέπει να αποφεύγεται η σύγχυση μεταξύ των δύο διαφορετικών διατυπώσεων και η νομιμότητα έκαστης να κρίνεται μόνο δυνάμει των διατάξεων, που ρυθμίζουν την ίδια και όχι την άλλη δημοσίευση/ανάρτηση.

  1. Η ανάρτηση της κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ εκδιδόμενης απόφασης.

α. Άλλη ανάρτηση στο διαδίκτυο, η οποία αποτελεί διατύπωση δημοσιότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι η ανάρτηση της απόφασης, η οποία εκδίδεται επί της ανακοπής με αίτημα τη διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης και του αποσπάσματός της κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ. Η απόφαση αυτή πρέπει να δημοσιεύεται έως ώρα 12:00 το μεσημέρι της όγδοης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας και αναρτάται την ίδια ημέρα με επιμέλεια της γραμματείας στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Αυτό ορίζεται ρητά στο άρθρο 954 παρ.4γ ΚΠολΔ[12]. Η ανάρτηση αυτή είναι απαραίτητη για την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων προσώπων, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν ότι η αποδοχή, εν όλω ή εν μέρει, της ανακοπής δεν άγει σε μετάθεση της ημερομηνίας διεξαγωγής του πλειστηριασμού αλλά σε διεξαγωγή του κατά την αρχικά ορισθείσα ημερομηνία, οπότε είναι απαραίτητο να καθίσταται γνωστό εγκαίρως, εάν η κατασχετήρια έκθεση και το απόσπασμά της διορθώθηκαν και ποιο το ειδικότερο περιεχόμενο της διόρθωσης[13]. Όπως καθίσταται αντιληπτό, αυτή η ανάρτηση δεν λαμβάνει χώρα οπωσδήποτε σε κάθε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά εξαρτάται από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής που χορηγείται κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ.

β. Σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση του νόμου αναρτητέα είναι ολόκληρη η απόφαση και όχι μόνο το διατακτικό της. Η γραμματική διατύπωση της διάταξης είναι γενική, δηλαδή κατά νόμο απαιτείται ανάρτηση τόσο της απορριπτικής απόφασης όσο και αυτής που δέχεται την ανακοπή αλλά υποστηρίχθηκε ότι ο σκοπός της ανάρτησης, δηλαδή η ενημέρωση των ενδιαφερόμενων, ήτοι των υποψήφιων πλειοδοτών, επιβάλλει τη συσταλτική ερμηνεία της διάταξης. Έτσι, κατά την άποψή αυτή, απαραίτητη πρέπει να θεωρείται η ανάρτηση μόνο της απόφασης που δέχεται την ανακοπή και όχι της απορριπτικής απόφασης, αφού η μη ανάρτηση της τελευταίας δεν προκαλεί βλάβη[14]. Στην πράξη, μάλλον αναρτώνται όλες οι αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν με αυτές γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται η ανακοπή, αφού η ανάρτησή τους, ανεξαρτήτως αποτελέσματος της δίκης, συνάδει με τη γραμματική διατύπωση της νομοθετικής διάταξης.

Ουσιώδης διαφορά με τις άλλες αναρτήσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ότι η συγκεκριμένη ανάρτηση γίνεται με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου της εκτέλεσης και όχι με ενέργεια ή επιμέλεια κάποιου οργάνου της αναγκαστικής εκτέλεσης. Στο διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ, περιλαμβάνεται διάταξη για την ανάρτησή της, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ανάρτηση θα γίνει και δεν θα διαφύγει της προσοχής της γραμματείας αλλά η υποχρέωση ανάρτησης υπάρχει ακόμη και αν δεν περιέχεται η σχετική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης, διότι πρόκειται για υποχρέωση που πηγάζει από τον νόμο και όχι από την εκδιδόμενη δικαστική απόφαση. Εξ αυτού συνάγεται ότι δεν είναι απαραίτητο ο ανακόπτων να διατυπώνει στο δικόγραφό της κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ ασκούμενης ανακοπής αίτημα ανάρτησης της απόφασης που θα εκδοθεί.

γ. Η απόφαση, με την οποία γίνεται δεκτή η ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ είναι διαπλαστική αλλά υποστηρίζεται ότι αναπτύσσει την ενέργειά της από τον χρόνο της ανάρτησής της στην παραπάνω ιστοσελίδα κατ’ αναλογία αυτού που γινόταν δεκτό παλαιότερα, ότι δηλαδή ανέπτυσσε την ισχύ της από την κατάθεση αντιγράφου της στον υπάλληλο του πλειστηριασμού[15].

δ. Η ανάρτηση γίνεται εντός της όγδοης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας, όχι απαραίτητα μέχρι ώρα 12.00 το μεσημέρι, αφού κατά τη διατύπωση του νόμου μέχρι την ώρα αυτή πρέπει η απόφαση να έχει δημοσιευθεί αλλά όχι και να έχει αναρτηθεί. Η ημέρα του πλειστηριασμού δεν υπολογίζεται στην οκταήμερη προθεσμία αλλά περιλαμβάνεται σε αυτήν η ημέρα της δημοσίευσης και ανάρτησης της απόφασης. Ο νόμος δεν απαιτεί να είναι οι ημέρες εργάσιμες και επομένως, στο οκταήμερο περιλαμβάνονται τα Σάββατα, οι Κυριακές και όλες οι αργίες. Έτσι, εάν ο πλειστηριασμός διεξάγεται την Τετάρτη, την Πέμπτη ή την Παρασκευή η απόφαση επί της ανακοπής πρέπει να δημοσιευθεί και να αναρτηθεί μέχρι την προηγούμενη Τρίτη, Τετάρτη ή Πέμπτη αντίστοιχα.

ε. Ούτε από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ ούτε από άλλη διάταξη προκύπτει ότι η ανάρτηση της απόφασης με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου της εκτέλεσης τάσσεται ως διατύπωση, η παραβίαση της οποίας επιφέρει άνευ ετέρου ακυρότητα της διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι η παράλειψη ανάρτησης της απόφασης ή ακόμη και η εκπρόθεσμη ανάρτησή της, δηλαδή μετά την πάροδο της όγδοης προ του πλειστηριασμού ημέρας, προσβάλλεται με ανακοπή με την επίκληση και απόδειξη βλάβης του ανακόπτοντος. Η εκπρόθεσμη ανάρτηση μπορεί να οφείλεται είτε σε αμέλεια της γραμματείας, η οποία δεν προέβη εγκαίρως σε αυτήν, παρότι διέθετε τον απαραίτητο προς τούτο χρόνο, είτε στην ανυπαρξία του χρόνου των οκτώ ημερών προ του πλειστηριασμού. Η τελευταία περίπτωση νοείται όταν η ανακοπή κατατέθηκε μεν εμπρόθεσμα αλλά προσδιορίσθηκε και δικάσθηκε σε χρόνο μικρότερο των οκτώ ημερών προ του πλειστηριασμού ή δικάσθηκε σε χρόνο μεγαλύτερο των οκτώ ημερών πλην όμως η απόφαση εκδόθηκε μετά την πάροδο της όγδοης ημέρας προ του πλειστηριασμού. Τότε, εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατή η ανάρτηση της απόφασης εντός της όγδοης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας. Ο λόγος της ανακοπής που βάλλει κατά της μη ανάρτησης της απόφασης ή κατά της εκπρόθεσμης ανάρτησής της κατά κανόνα, δηλαδή σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, μπορεί να προβληθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1β ΚΠολΔ. Δεν αποκλείεται, όμως, έστω και θεωρητικά, εάν η ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ ασκηθεί, δικασθεί αμέσως και εκδοθεί η απόφαση πολύ νωρίς, να απομένει προθεσμία προσβολής αυτής της παρατυπίας και εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1α ΚΠολΔ.

στ. Υποστηρίζεται ότι, αν και δεν ορίζεται από το νόμο, η απόφαση, με την οποία διορθώνεται η κατασχετήρια έκθεση και το απόσπασμά της, πρέπει να αναρτάται και από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η ενημέρωση των υποψηφίων πλειοδοτών. Ακόμη και αν ήθελε γίνει ερμηνευτικά δεκτή μία τέτοια υποχρέωση, η παράλειψη αυτής της ανάρτησης δεν θα μπορούσε να επιφέρει την ακυρότητα της διαδικασίας[16].   

ζ. Παρόμοια με του άρθρου 954 παρ.4 είναι η ρύθμιση του άρθρου 1011Α παρ.3 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στον πλειστηριασμό των πλοίων. Η τελευταία διάταξη παραπέμπει στην τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 954 παρ.4 (1011Α παρ.3β ΚΠολΔ). Γι’ αυτό ισχύουν και εν προκειμένω όσα διαλαμβάνονται ανωτέρω με τη ρητή εκ του νόμου διαφοροποίηση ότι στον πλειστηριασμό πλοίων η ημερομηνία του πλειστηριασμού δεν παραμένει αμετάβλητη αλλά με την απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ ορίζεται ως νέα ημέρα πλειστηριασμού η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης.

  1. Η υποβολή καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.

Μια επιπλέον διατύπωση ελάχιστα πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού επιβάλλεται από το άρθρο 959 παρ.6 ΚΠολΔ. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μετά το πέρας της πιστοποίησης και δήλωσης συμμετοχής από τους υποψήφιους πλειοδότες στο ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ. και τον διορισμό αντικλήτου εκ μέρους τους ελέγχει τα υποβαλλόμενα αρχεία, διαπιστώνει με πράξη του την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους και υποβάλλει στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμών (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.) κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος. Αυτό συμβαίνει από ώρα 15.00 της δεύτερης εργάσιμης ημέρας πριν από την ορισθείσα ημερομηνία του πλειστηριασμού μέχρι ώρα 17:00 της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας. Δεν πρόκειται για ανάρτηση κατά κυριολεξία αλλά για υποβολή στοιχείων πλην όμως περιλαμβάνουμε αυτή τη διαδικαστική πτυχή στην παρούσα καταγραφή για λόγους συστηματικής πληρότητας. Κατ’ εξαίρεση, όταν πρόκειται για πλειστηριασμό ευπαθών προϊόντων, υποκειμένων σε φθορά, η υποβολή του καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος στον πλειστηριασμό επιτρέπεται να γίνει και αυθημερόν (άρθρο 962 παρ.2 ΚΠολΔ). Σε μεγάλο βαθμό όμοιο είναι το περιεχόμενο του άρθρου 8 παρ.4 ΥΑ 41756/2017, κατά το οποίο μετά το πέρας της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου, ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ελέγχει τα υποβληθέντα αρχεία, διαπιστώνει με πράξη του μέχρι ώρα 17.00 της προηγούμενης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρας την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, υποβάλλει στα συστήματα κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να συμμετάσχουν και ενεργοποιεί στη διαδικτυακή πύλη την πρόσβαση στον πλειστηριασμό για τους υποψήφιους πλειοδότες που πληρούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής.

Η παράλειψη σύνταξης της διαπιστωτικής πράξης άγει σε ακυρότητα με την επίκληση και απόδειξη βλάβης, μη υπάρχουσας γραμματικής διατύπωσης στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, η οποία να συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου. Ομοίως και η μη υποβολή στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να συμμετάσχουν. Η μη ενεργοποίηση στη διαδικτυακή πύλη της πρόσβασης στον πλειστηριασμό για τους υποψήφιους πλειοδότες που πληρούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής οδηγεί σε αδυναμία διενέργεια του πλειστηριασμού για τεχνικό λόγο.

 

  1. Η ανάρτηση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού.

α. Περαιτέρω ανάρτηση στο διαδίκτυο ως διατύπωση της αναγκαστικής εκτέλεσης ορίζεται στο άρθρο 965 παρ.5θ ΚΠολΔ. Πρόκειται για την περίπτωση που επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, επειδή ο υπερθεματιστής αρνείται να καταβάλει το πλειστηρίασμα, ακόμη και μετά την εξώδικη πρόσκλησή του από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού,  ο οποίος με τη σειρά του κρίνει ότι η πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών να καταβάλουν το ποσόν που είχαν προσφέρει, είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής ή αν τους προσκάλεσε αλλά η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε. Τότε, επισπεύδεται ο αναπλειστηριασμός είτε με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είτε του υπέρ ου είτε του καθ’ ου η εκτέλεση ή από κάθε δανειστή που έχει αναγγελθεί με εκτελεστό τίτλο και συντάσσεται η σχετική πράξη από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Περίληψη της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού, με οποιουδήποτε πρωτοβουλία και αν έχει συνταχθεί, δημοσιεύεται με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Η περίληψη αυτή, που δημοσιεύεται ηλεκτρονικά, πρέπει να περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης.

β. Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η ηλεκτρονική δημοσίευση γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού όχι όμως στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. αλλά στην ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ. Δηλαδή, ο συμβολαιογράφος προβαίνει σε ηλεκτρονική δημοσίευση, λειτουργικά αντίστοιχη με τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία γίνεται επί του αρχικού πλειστηριασμού με επιμέλεια του δικαστικού επιμελητή. Εν προκειμένω, επειδή ο νόμος δεν απονέμει σχετική αρμοδιότητα στον δικαστικό επιμελητή, ώστε να δικαιολογείται η ηλεκτρονική δημοσίευση με δική του επιμέλεια, αλλά η εκτελεστική διαδικασία βρίσκεται σε στάδιο, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο έχει ο συμβολαιογράφος, αυτός επιμελείται την εκ του νόμου επιβαλλόμενη δημοσίευση.

γ. Η ηλεκτρονικά δημοσιευόμενη περίληψη της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού πρέπει να περιέχει κατ’ αρχήν το διαδικαστικό ιστορικό, στο οποίο στηρίζεται η επίσπευση του αναπλειστηριασμού, δηλαδή τη διενέργεια του πλειστηριασμού, τη μη εμπρόθεσμη καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, την εξώδικη όχλησή του εντός των δύο επόμενων εργάσιμων ημερών, τη μη καταβολή του πλειστηριάσματος εντός των επόμενων πέντε εργάσιμων ημερών και την πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών, η οποία απέβη ατελέσφορη ή την παράλειψη της πρόκλησής τους, επειδή κατά την ελεύθερη πλην όμως αιτιολογημένη κρίση του συμβολαιογράφου είναι αδύνατη ή δυσχερής. Πρόκειται για τα διαδικαστικά γεγονότα που πληρούν το πραγματικό του κανόνα του άρθρου 965 παρ.5ζ ΚΠολΔ ΚΠολΔ, δηλαδή σε αυτά θεμελιώνεται η επίσπευση του αναπλειστηριασμού. Η μνεία τους στην περίληψη της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού δεν επιβάλλεται ρητά από τον νόμο όμως συνάγεται με βεβαιότητα όχι μόνο από τη φύση της ηλεκτρονικά δημοσιευόμενης περίληψης, η οποία καθορίζει και το περιεχόμενό της, αλλά ιδίως από τη χρήση του συνδέσμου και (Περίληψη της πράξης, η οποία περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δημοσιεύεται…). Επομένως, από τη γραμματική διατύπωση του νόμου καθίσταται σαφές ότι, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη, η ηλεκτρονικά δημοσιευόμενη περίληψη δεν περιλαμβάνει μόνο όσα περιέχει το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης αλλά και επιπλέον στοιχεία, τα οποία δεν ορίζονται ρητά στον νόμο. Ο λόγος, για τον οποίο δεν ορίζονται ρητά, είναι προφανώς ότι προκύπτουν ευχερώς από τα προηγούμενα εδάφια της ίδιας παραγράφου, τα οποία ορίζουν τη διαδικαστική πορεία, η οποία οδηγεί στην επίσπευση του αναπλειστηριασμού.

Όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω ηλεκτρονικά δημοσιευόμενη περίληψη πρέπει να περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης. Επ’ αυτού ισχύουν όσα ορίζονται για το περιεχόμενο του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στα άρθρα 955 παρ.2β για τον πλειστηριασμό κινητών και 995 παρ.4 ΚΠολΔ για τον πλειστηριασμό ακινήτων και τα οποία αναπτύσσονται ανωτέρω υπό τα στοιχεία 1γ και δ του παρόντος κειμένου.

δ. Ούτε στο άρθρο 965 ούτε σε άλλο άρθρο του ΚΠολΔ ορίζεται η προθεσμία, εντός της οποίας οφείλει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβεί στην ηλεκτρονική δημοσίευση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού. Ορίζεται, όμως, στο άρθρο 965 παρ.5ι  ΚΠολΔ ότι η σχετική προθεσμία υπολογίζεται αφ’ ότου συνταχθεί η πράξη. Επομένως, ναι μεν δεν ορίζεται συγκεκριμένη προθεσμία αλλά ορίζεται ρητά ότι η προθεσμία αφετηριάζεται από τη σύνταξη της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού. Γι’ αυτό προσφέρεται έδαφος για την υποστήριξη διαφορετικών απόψεων. Υποστηρίχθηκε ότι κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 955 παρ.2β και 995 παρ.4γ ΚΠολΔ, τα οποία αναφέρονται στην έκδοση και ηλεκτρονική δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, η προθεσμία για την ηλεκτρονική δημοσίευση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού είναι δέκα ή δεκαπέντε ημερών από τη σύνταξη της πράξης, αναλόγως εάν πρόκειται για αναπλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων[17]. Κατ’ άλλη άποψη, η προθεσμία για την εξεταζόμενη δημοσίευση καθορίζεται με ανάλογη εφαρμογή της σχετικής διάταξης του άρθρου 973 παρ.1 ΚΠολΔ, οπότε, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για αναπλειστηριασμό κινητών ή ακινήτων, η ηλεκτρονική δημοσίευση της περίληψης αυτής πρέπει να γίνεται εντός πέντε ημερών από τη σύνταξη της πράξης[18]. Υπέρ της πρώτης άποψης συνηγορεί το επιχείρημα ότι, εφ’ όσον η πράξη επίσπευσης του αναπλειστηριασμού είναι το λειτουργικό ισοδύναμο της κατασχετήριας έκθεσης, πρέπει για τη δημοσίευση της περίληψής της να ισχύει η προθεσμία, η οποία ισχύει για τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης. Υπέρ της δεύτερης άποψης μπορεί να επιστρατευθεί το επιχείρημα ότι η διαδικασία του αναπλειστηριασμού είναι απλουστευμένη σε σχέση με αυτήν του αρχικού πλειστηριασμού. Κατά την άποψη του γράφοντος πειστικότερη είναι η πρώτη άποψη.

ε. Ο νόμος δεν το ορίζει αλλά λόγω της ταυτότητας του σκοπού της διαδικασίας πρέπει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβαίνει στην αναγγελία του αναπλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., όπως πράττει για τον αρχικό πλειστηριασμό, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα ματαιωνόταν ο σκοπός της αναγγελίας. Η προθεσμία της ανάρτησης αυτής θα είναι και πάλι δεκαήμερη (βλ. ανωτέρω στοιχείο 2δ) με αφετηρία την επομένη της ηλεκτρονικής δημοσίευσης της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού.

στ. Από τη γραμματική διατύπωση του νόμου δεν προκύπτει ότι η παραβίαση του άρθρου 965 παρ.5θ και ι ΚΠολΔ επισύρει ως ποινή την ακυρότητα, Ούτε ο νόμος την ορίζει ρητά ως συνέπεια για την παραβίαση των διατάξεων σχετικά με τη δημοσίευση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού ούτε η διατύπωση των σχετικών διατάξεων είναι τόσο επιτακτική, ώστε να συνάγεται ότι η βούληση του νομοθέτη είναι η παραβίαση των διατάξεων επιφέρει την ακυρότητα του αναπλειστηριασμού. Επομένως, οι παραβιάσεις των οριζόμενων σχετικά με την ηλεκτρονική δημοσίευση της περίληψης της πράξης επίσπευσης του αναπλειστηριασμού πλήττουν με ακυρότητα τον αναπλειστηριασμό μόνο εάν ο ανακόπτων επικαλεστεί και αποδείξει βλάβη, η οποία δεν είναι δυνατό να επανορθωθεί αλλιώς παρά μόνο με την ακύρωση του αναπλειστηριασμού.

 

  1. Οι αναρτήσεις επί άγονων πλειστηριασμών.

α. Σειρά αναρτήσεων προβλέπεται και όταν δεν παρουσιάζονται πλειοδότες ή δεν υποβάλλονται προσφορές. Τότε, κατ’ άρθρο 966 παρ.1 ΚΠολΔ, εάν ο επισπεύδων επιθυμεί να αποκτήσει το κατασχεθέν στην τιμή της πρώτης προσφοράς, δικαιούται να ζητήσει να του κατακυρωθεί. Προς τούτο πρέπει να υποβάλει ηλεκτρονικά αίτηση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού μετά την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 959 παρ.6 ΚΠολΔ (από ώρα 17.00 της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας) και πριν από την έναρξη του πλειστηριασμού. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αναρτά την ηλεκτρονικά υποβληθείσα αίτηση στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.

β. Αν ο επισπεύδων δεν ζητήσει να του κατακυρωθεί το κατασχεθέν, ο πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 966 παρ.2 ΚΠολΔ και η σχετική δημοσίευση αναρτάται τόσο στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ όσο και στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Αν και ο δεύτερος πλειστηριασμός αποβεί άγονος, διεξάγεται νέος κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 966 παρ.2Α ΚΠολΔ και η σχετική δημοσίευση αναρτάται σε αμφότερες τις ανωτέρω ιστοσελίδες. Αν και ο τρίτος πλειστηριασμός αποβεί άγονος, διεξάγεται τέταρτος κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 966 παρ.2Β ΚΠολΔ και η σχετική δημοσίευση αναρτάται σε αμφότερες τις ανωτέρω ιστοσελίδες. Ο νόμος δεν το ορίζει ρητά αλλά είναι μάλλον ευνόητο ότι ο συμβολαιογράφος μεριμνά όχι μόνο για την ανάρτηση της αναγγελίας στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. αλλά και για την ηλεκτρονική δημοσίευση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ, αφού λόγω του σταδίου, στο οποίο βρίσκεται πλέον η εκτελεστική διαδικασία δεν υπάρχει ανάμιξη του δικαστικού επιμελητή, ώστε να δικαιολογείται η δημοσίευση με δική του ενέργεια.

γ. Δεν ορίζεται προθεσμία στο άρθρο 966 ΚΠολΔ για τις δημοσιεύσεις/αναρτήσεις που επιβάλλονται με τις επιμέρους προαναφερθείσες διατάξεις. Για τη δημοσίευση της επανάληψης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ προσφορότερη για κατ’ αναλογία εφαρμογή εμφανίζεται η προθεσμία των πέντε ημερών που ορίζεται στο άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ για την επανάληψη του ματαιωθέντος πλειστηριασμού. Άλλωστε, γίνεται δεκτό ότι η ματαίωση του πλειστηριασμού μπορεί να οφείλεται σε οποιοδήποτε λόγο, δηλαδή και στο ότι απέβη άγονος. Επομένως, η πενθήμερη προθεσμία για την ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού προσήκει να εφαρμόζεται και επί επανάληψης άγονου πλειστηριασμού, η δε αφετηρία της είναι η σύνταξη της πράξης, στην οποία καταγράφεται η δήλωση βουλήσεως του επισπεύδοντος για επανάληψη του πλειστηριασμού.  Για την ανάρτηση στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. επίσης δεν ορίζεται προθεσμία στο άρθρο 966 ΚΠολΔ πλην όμως εφαρμοστέα κατ’ αναλογία είναι η δεκαήμερη προθεσμία του άρθρου 208 παρ.2 ν.4512/2018, η οποία αρχίζει αμέσως μετά τη δημοσίευση της πράξης της δήλωσης επανάληψης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ, δηλαδή υπολογίζεται ήδη από την επομένη της δημοσίευσης.

δ. Εάν ο τέταρτος πλειστηριασμός αποβεί επίσης άγονος και διαταχθεί η διενέργεια αργότερα νέου πλειστηριασμού με την τελευταία ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς (άρθρο 966 παρ.3 ΚΠολΔ), δεν ορίζεται οτιδήποτε σχετικά με δημοσίευση στην ιστοσελίδα του e-ΕΦΚΑ και στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. αλλά μάλλον είναι αυτονόητο ότι απαιτούνται και πάλι αμφότερες οι ενέργειες που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους του ιδίου άρθρου και αναγράφονται ανωτέρω υπό στοιχείο β. Η ταυτότητα του νομικού λόγου επιτάσσει την ανάλογη εφαρμογή των προηγούμενων διατάξεων ως προς τις ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις-αναρτήσεις, αφού έτσι υπηρετείται ο σκοπός της δημοσιότητας, ο οποίος δεν επιτρέπεται εν προκειμένω να παραμερισθεί.

ε. Δυσχερώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η παραβίαση αυτών των διατυπώσεων άγει σε άνευ ετέρου ακυρότητα, αφού ούτε ο νόμος την απειλεί ως ποινή ούτε υπάρχει ισοδύναμη διατύπωση. Γι’ αυτό, τόσο η παράλειψη της δημοσίευσης της πράξης επανάληψης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ αλλά και της σχετικής ανάρτησης στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. όσο και η εκπρόθεσμη δημοσίευση/ανάρτηση άγουν σε ακυρότητα με την επίκληση και απόδειξη βλάβης, η οποία όμως ειδικά επί παραλείψεως των διατυπώσεων μάλλον είναι αυταπόδεικτη. Οι παραλείψεις και τα ελαττώματα των ανωτέρω αναρτήσεων στο διαδίκτυο και της εν γένει διαδικασίας προσβάλλονται με την ανακοπή όχι του άρθρου 933 αλλά του άρθρου 973 παρ.6 ΚΠολΔ.

8.  Η ανάρτηση επί διακοπής του πλειστηριασμού λόγω τεχνικής βλάβης.

Ο νομοθέτης προνόησε για την περίπτωση, κατά την οποία λόγω τεχνικής αδυναμίας λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων διενέργειας του πλειστηριασμού καταστεί ανέφικτη ή διακοπεί η διενέργειά του (άρθρο 966 παρ.4 ΚΠολΔ). Τότε, η διαδικασία θεωρείται ότι παραμένει σε εκκρεμότητα και συνεχίζεται με εντολή του επισπεύδοντος. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αναρτά στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. αναγγελία του πλειστηριασμού δέκα εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία συνέχισης. Σημειωτέον ότι επειδή δεν πρόκειται για εξ αρχής διεξαγωγή αλλά για ολοκλήρωση διακοπέντος πλειστηριασμού, δεν ορίζεται η υποχρέωση δημοσίευσης κάποιας πράξης στην οικεία ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ. Η παράλειψη της αναγγελίας στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., όπως επίσης και η εκπρόθεσμη αναγγελία της συνέχισης του πλειστηριασμού μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα με την επίκληση και απόδειξη βλάβης. Στην περίπτωση αυτή μάλλον ουσιώδες θα είναι και το εάν η διενέργεια του πλειστηριασμού διεκόπη ενώ υπολειπόταν ακόμη χρόνος για την υποβολή περαιτέρω προσφορών ή μετά την εξάντληση του χρόνου υποβολής τους.

  1. Η ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού.

α. Η τελευταία ανάρτηση-διατύπωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία θα μας απασχολήσει στην παρούσα καταγραφή, είναι η ανάρτηση της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού και της ημέρας διεξαγωγής του στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 973 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ. Πρόκειται για την περίπτωση, κατά την οποία ο πλειστηριασμός έχει ματαιωθεί για οποιοδήποτε λόγο και είτε ο αρχικός επισπεύδων είτε ο καθολικός ή ειδικός διάδοχός του είτε ένας υποκατασταθείς δανειστής δηλώνει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τη βούλησή του να συνεχίσει τον ματαιωθέντα πλειστηριασμό. Η δήλωση συνέχισης του αρχικού επισπεύδοντος ή του διαδόχου του ρυθμίζεται στο άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ. Η δήλωση συνέχισης από υποκαθιστάμενο δανειστή, αν πρόκειται για εξώδικη υποκατάσταση, ρυθμίζεται στο άρθρο 973 παρ.3 ΚΠολΔ και στην ίδια παράγραφο περιλαμβάνεται η εξεταζόμενη ανάρτηση-διατύπωση της εκτελεστικής διαδικασίας. Η δικαστική υποκατάσταση ρυθμίζεται στην παρ.4 αλλά ως προς την εξεταζόμενη ανάρτηση, υπάρχει ρητή παραπομπή στην παρ.3 του ιδίου άρθρου. Επομένως, είτε η συνέχιση του πλειστηριασμού γίνεται με εξώδικη είτε με δικαστική υποκατάσταση, η αναγκαία ανάρτηση ορίζεται στο άρθρο 973 παρ.3 ΚΠολΔ. Ομοίως, εάν εμφανίστηκαν περισσότεροι δανειστές που θέλουν να επισπεύσουν την εκτέλεση ή οι αιτούντες τη δικαστική υποκατάσταση είναι περισσότεροι και απαιτείται η παρεμβολή δικαστικής κρίσης για την επιλογή του καταλληλότερου (άρθρο 973 παρ.5 ΚΠολΔ). Και τότε απαιτείται η σχετική ανάρτηση, αφού υπάρχει ρητή παραπομπή στη διαδικασία της παρ.3 του άρθρου αυτού.

β. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει την πράξη για την εμφάνιση του αρχικού ή του νέου επισπεύδοντος, στην οποία καταγράφεται η δήλωσή του για τη συνέχιση του πλειστηριασμού και μεριμνά, ώστε η γνωστοποίηση της δήλωσης συνέχισης/υποκατάστασης και η ημέρα του πλειστηριασμού να αναρτηθούν στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) εντός πέντε ημερών από τη σύνταξη της πράξης. Επί υποκατάστασης δανειστή στη θέση του αρχικού επισπεύδοντος απαιτείται να επιδοθεί αντίγραφο της πράξης στον αρχικό επισπεύδοντα εντός τριών ημερών από τη δήλωση του υποκαθισταμένου στον συμβολαιογράφο. Αυτή η τριήμερη προθεσμία τρέχει παράλληλα με την πενθήμερη προθεσμία της ανάρτησης και δεν προϋποτίθεται να προηγηθεί η επίδοση, για να ακολουθήσει η ανάρτηση. Επίσης, ας σημειωθεί ότι ο χρόνος της ανάρτησης δεν συνδέεται με τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού, ο οποίος υπολογίζεται από τον χρόνο σύνταξης της πράξης.

Στο παρόν στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης ο νόμος δεν απονέμει κάποια αποφασιστική αρμοδιότητα προώθησης της διαδικασίας στον δικαστικό επιμελητή, ώστε να δικαιολογείται η ηλεκτρονική δημοσίευση με δική του επιμέλεια, αλλά κυρίαρχο ρόλο έχει ο συμβολαιογράφος, οπότε αυτός επιμελείται για την ως άνω ανάρτηση. Αν και πρόκειται για ενέργεια στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιπτώσεις δεν χρησιμοποιείται ο όρος δημοσίευση αλλά ανάρτηση (άρθρο 973 παρ.1γ ΚΠολΔ: … μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η δήλωση…), ο οποίος όμως στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για την ανάρτηση της αναγγελίας στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Αυτή η διαφοροποίηση μάλλον είναι ακούσια και δεν έχει νομική συνέπεια.

γ. Κατά ρητή παραπομπή του νόμου και δη του άρθρου 995 παρ.5 ΚΠολΔ αυτή η δημοσίευση-ανάρτηση επιβάλλεται και στον πλειστηριασμό ακινήτων.

δ. Αν και δεν το ορίζει ο νόμος, πρέπει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβαίνει στην αναγγελία του νέου πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. λόγω της ταυτότητας του σκοπού της διαδικασίας. Στην αντίθετη περίπτωση θα ματαιωνόταν ο σκοπός της αναγγελίας. Η προθεσμία της ανάρτησης αυτής θα είναι και πάλι δεκαήμερη (βλ. ανωτέρω στοιχείο 2δ) με αφετηρία την επομένη της ηλεκτρονικής δημοσίευσης-ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού.

ε. Το περιεχόμενο της αναρτώμενης γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού είναι νομικά αρρύθμιστο. Από τον νόμο (άρθρο 973 παρ.1γ ΚΠολΔ) προκύπτει ευθέως ότι στην αναρτώμενη γνωστοποίηση πρέπει να περιέχεται η δήλωση του αρχικού ή άλλου επισπεύδοντος για συνέχιση του πλειστηριασμού και η ημερομηνία του νέου πλειστηριασμού. Η διορθωτική ερμηνεία της διάταξης επιβάλλει να αναρτάται και η ώρα διεξαγωγής του. Ως δήλωση εννοείται προφανώς η διατύπωση της βούλησης να συνεχισθεί ο αρχικά ορισθείς πλην όμως ματαιωθείς πλειστηριασμός, το ειδικότερο περιεχόμενο και η ημερομηνία της δήλωσης αυτής και η ημερομηνία του ματαιωθέντος πλειστηριασμού. Επιπλέον, ερμηνευτικά, στο περιεχόμενο της αναρτώμενης γνωστοποίησης περιλαμβάνεται η ταυτότητα και οι αριθμοί φορολογικού μητρώου του δηλούντος τη συνέχιση του πλειστηριασμού και του καθ’ ου η εκτέλεση, το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, το χρηματικό ποσόν, για την είσπραξη του οποίου επισπεύδεται ο πλειστηριασμός (εάν βεβαίως η δήλωση κατατίθεται από άλλον δανειστή και όχι από τον αρχικό επισπεύδοντα) και η παραπομπή στον κωδικό της αρχικής δημοσίευσης του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης. Στην αναρτώμενη γνωστοποίηση της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού δεν είναι απαραίτητο να περιέχονται τα στοιχεία επιβολής της αναγκαστικής κατάσχεσης και ιδίως η περιγραφή του κατασχεθέντος, διότι η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού δεν έχει θέση κατασχετήριας έκθεσης, η δε πληροφόρηση των υποψήφιων πλειοδοτών επιτυγχάνεται επαρκώς με την παραπομπή στο ήδη ηλεκτρονικά δημοσιευθέν απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης[19].

στ. Αμφότερες οι αναρτήσεις, δηλαδή τόσο στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ όσο και στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. είναι πράξεις εκτέλεσης και ως τέτοιες δεν επιτρέπεται να γίνονται εντός του μηνός Αυγούστου, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του άρθρου, στο οποίο ορίζεται η διενέργεια αυτών των δημοσιεύσεων-αναρτήσεων (965 παρ.5, 966, 995 παρ.2, 995 παρ.4 ΚΠολΔ).

ζ. Η παράλειψη των ανωτέρω διατυπώσεων, δηλαδή τόσο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ όσο και της σχετικής ανάρτησης στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., όπως επίσης και κάθε ελάττωμα σχετικό με αυτές (εκπρόθεσμη τήρηση των διατυπώσεων, ελλιπές ή εσφαλμένο περιεχόμενο των αναρτήσεων), μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή, η οποία ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της κατ’ άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του e-ΕΦΚΑ (άρθρο 973 παρ.6 ΚΠολΔ). Αυτή η προθεσμία ισχύει για όλες τις περιπτώσεις συνέχισης του πλειστηριασμού, που ορίζονται στις πέντε πρώτες παραγράφους αυτού του άρθρου. Επειδή για την παραβίαση αυτών των διατυπώσεων ούτε ο νόμος απειλεί ρητά με ακυρότητα ούτε υπάρχει ισοδύναμη διατύπωση, τόσο η παράλειψή τους όσο και η πλημμελής συμμόρφωση με αυτές (εκπρόθεσμη ανάρτηση ή με ελλιπές περιεχόμενο) άγει σε ακυρότητα με την επίκληση και απόδειξη βλάβης, η οποία όμως ειδικά επί παραλείψεως των διατυπώσεων ή επί ουσιωδών ελλείψεων του περιεχομένου της γνωστοποίησης, π.χ. της ημερομηνίας και ώρας διεξαγωγής του νέου πλειστηριασμού, είναι μάλλον αυταπόδεικτη[20].

 

  1. Επίλογος.

Ο νομοθέτης εισήγαγε τις δημοσιεύσεις-αναρτήσεις στις προαναφερόμενες ιστοσελίδες του διαδικτύου ως διατυπώσεις της αναγκαστικής εκτέλεσης με σκοπό την εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής δημοσιότητας, η οποία με τη σειρά της διασφαλίζει τη διαφάνεια της διαδικασίας και επιπλέον μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη μεγαλύτερου πλειστηριασμάτος. Παρά ταύτα, είναι εμφανές ότι η εισαγωγή αυτών των διατυπώσεων της ηλεκτρονικής δημοσιότητας είναι νομοτεχνικά ατελής, αφού δεν διακρίνεται από συστηματική ενότητα. Επιπλέον, τις περισσότερες φορές οι κυρώσεις που επισύρει η παραβίασή των διατυπώσεων της ηλεκτρονικής δημοσιότητας δεν ανταποκρίνονται στη σπουδαιότητά της, δηλαδή δεν υπηρετούν αποτελεσματικά τον σκοπό της. Αυτό μπορεί, κατ’ αρχάς, να πηγάζει από τη βούληση του νομοθέτη με απώτερο σκοπό την εξισορρόπηση των συγκρουόμενων συμφερόντων. Επίσης, μπορεί να οφείλεται σε κάποιο βαθμό στον ίδιο τον χαρακτήρα των νομοθετικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ, οι οποίες είναι αλλεπάλληλες και, ορώμενες εκ των υστέρων, σε μεγάλο βαθμό ημιτελείς. Έτσι, η παραβίαση των διατυπώσεων αυτών συνήθως επιφέρει ακυρότητα μόνο με την επίκληση και απόδειξη βλάβης του ανακόπτοντος. Η διαπίστωση αυτή σε συνδυασμό με το ότι κάποιες από τις ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις/αναρτήσεις δεν ορίζονται ρητά στον νόμο αλλά προκύπτουν ερμηνευτικά, οδηγεί στην εκτίμηση ότι η μη πιστή συμμόρφωση του επισπεύδοντος με τις διατυπώσεις της ηλεκτρονικής δημοσιότητας στην αναγκαστική εκτέλεση κατά κανόνα δεν επιδρά ουσιωδώς στην πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας.

 

[1] Η πρόσβαση σε αυτή την ιστοσελίδα και η χρήση της ρυθμίζονται με το π.δ. 67/2015.

[2] ΜΠρΠατρ 132/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[3] Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, τ.ΙΙα, εκδ.2017, σελ.486.

[4] Βλ. σχετ. ΟλΑΠ 3/2007, ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 281/2012 ΤΝΠ Νόμος. Πρόκειται για προγενέστερη νομολογία σε σχέση με τη θέσπιση της ηλεκτρονικής δημοσιότητας αλλά διατηρεί την ερμηνευτική αξία της.

[5] ΑΠ 686/2018, ΑΠ 1293/2010, ΑΠ 658/2007 ΤΝΠ Νόμος.

[6] Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π., σελ.487, ΜΕφΠειρ 334/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[7] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, εκδ.2021, άρθρο 959, αρ.5.

[8] Π.Ρεντούλης σε Ι.Τέντε, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδοση, σελ.333.

 

[9] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 995, αρ.9.

[10] Για την εξέλιξη του σχετικού προβληματισμού βλ. Π.Ρεντούλη, ο.π., σελ.334 επ. και Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 955, αρ.10.

[11] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 962.

[12] Για τη διαδικασία της ανάρτησης αυτής της απόφασης, η οποία όμως δεν ενδιαφέρει την παρούσα καταγραφή, εκδόθηκε το π.δ. 95/2016.

[13] ΜΠρΚορινθ 300/2019, ΜΠρΗλ 23/2019 ΤΝΠ Νόμος.

[14] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 954, αρ.10.

[15] Ο.π., άρθρο 954, αρ.10 και Π. Γέσιου Φαλτσή, ο.π., σελ.243.

[16] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 954, αρ.10.

[17] Π.Ρεντούλης, ο.π., σελ. 358.

[18] Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, ο.π., άρθρο 965, αρ.24.

[19] Ο.π., άρθρο 973, αρ.5, όπου και περαιτέρω παραπομπές.

[20] Ο.π., άρθρο 973, αρ.5.

 

Δήλωση του Προέδρου της Αρχής για την προστασία των προσωπικών δεδομένων ανηλίκου

Προδικαστικό ερώτημα στο ΣτΕ για τη συνταγματικότητα της λειτουργίας των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών (άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 4375/2016) υπό μονομελή σύνθεση

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 47-49
ΑΘΗΝΑ 105-64
ΤΜΗΜΑ Δ’
  ————–
Αριθ. Καταθέσεως : 2017/2022
Βοηθ.Εισηγ:Χατζηκωνσταντίνου Αναστασία
Η Πρόεδρος του Δ’ Τμήματος
του Συμβουλίου της Επικρατείας
Αφού έλαβε υπ’ όψη:
α) Το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 και τα άρθρα 14 παρ. 5, 20 και 21 του π.δ. 18/1989,
β) την από 4/6/2021 αίτηση ακυρώσεως του KUDAKPO KODZO κατά του Υπ. Μετανάστευσης και Ασύλου και κατά της 6ης Επιτροπής Προσφυγών του Υπ. Εσωτερικών του άρθρου 26 του Π.Δ. 114/2010, όπως ισχύει.
και γ) την επί της ανωτέρω αίτησης απόφαση ΑΔ534/2022 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης , με την οποία διατυπώνεται το εξής προδικαστικό ερώτημα : «Είναι σύμφωνες με τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αναθεώρηση του 2001, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, σύμφωνα με τις οποίες οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, όργανα ενταγμένα στη δομή της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκούν δικαιοδοτικής φύσης καθήκοντα – ως προς τα οποία καθήκοντα επιτρέπεται, από την παρ. 2 του ως άνω άρθρου του Συντάγματος, η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συλλογικά όργανα –, μπορούν να λειτουργούν και να αποφαίνονται, στις ειδικότερα αναφερόμενες στο εν λόγω άρθρο κατηγορίες υποθέσεων, υπό μονομελή σύνθεση;».
Εισάγει το ανωτέρω προδικαστικό ερώτημα προς συζήτηση ενώπιον  της Επταμελούς Συνθέσεως λόγω σπουδαιότητας.
Ορίζει δικάσιμο  την 17η Ιανουαρίου 2023, ημέρα Τρίτη ώρα 9:30 π.μ.  και εισηγητή τον Σύμβουλο  Ηλία Μάζο.
Παραγγέλλει να ανακοινωθεί στον εισηγητή η δικογραφία και να κοινοποιηθούν αντίγραφα  της παρούσας πράξεως στους : 1. ΥΠ. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ & ΑΣΥΛΟΥ με την παράκληση να διαβιβάσει τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη δικάσιμο στον εισηγητή απευθείας όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα και 2. στον δικηγόρο Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Μήττα  (ΑΜ 11064), ως πληρεξούσιο του ως άνω προσφεύγοντος .
Παραγγέλει τη δημοσίευση της πράξης αυτής στις ημερήσιες εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΕΣΤΙΑ» και την ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η πράξη αυτή συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθενται το ίδιο ζήτημα.
Αθήνα, 5/10/2022
Η Πρόεδρος                                               Η Γραμματέας
Σπ. Χρυσικοπούλου                                       Ι. Παπαχαραλάμπους
 Κοινοποίηση:
1) Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων
(προκειμένου να μεριμνήσει για τη γνωστοποίηση της πράξης αυτής στα Διοικητικά Δικαστήρια της Χώρας)
2) Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης

Γ.Δελής, Η διαδικασία της νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου, υπό το ν. 4491/2017

Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 378 επ.

 

Με την έναρξη ισχύος του ν. 4491/2017 «Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου» ανέκυψε το ζήτημα της διαδικαστικής πορείας της αυτοπρόσωπης δήλωσης του αιτούντος προσώπου ενώπιον του δικάζοντος Ειρηνοδίκη, η οποία δεν είχε νομοθετικά αποσαφηνιστεί, πολλώ μάλλον δε νομολογιακά αντιμετωπιστεί. Ειδικότερα, τέθηκε το ζήτημα αν η μυστικότητα της δήλωσης «σε ιδιαίτερο γραφείο», συμπαρασύρει στον αποκλεισμό της δημοσιότητας εξ ολοκλήρου τη διαδικασία του ν. 4491/2017 ή αν θα μπορούσε να αποσπαστεί της δημόσιας συζητήσεως του αρ. 782 ΚΠολΔ, με την οποία και παραδοσιακά διεξάγεται η βεβαίωση οιουδήποτε ληξιαρχικού γεγονότος. Για την απάντηση του ερωτήματος αυτού, κατόπιν ευγενικής προσφοράς της Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, επιχειρήθηκε η κατωτέρω εισήγηση στην ΟλΕιρΑθ της 20.12.2017, το οποίο, παρεμπιπτόντως, οδήγησε στην προσπάθεια συνολικής, κατά το δυνατόν, εξέτασης του ν. 4491/2017 καθόσον αφορά στη διαδικασία του και, αντανακλαστικά, στις ουσιαστικές Δικαίου ρυθμίσεις που εισήγαγε.

 

 

«Η διαδικασία της νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου, υπό το ν. 4491/2017[1]»

 

Εισαγωγή

Μέριμνα του σύγχρονου Κράτους Δικαίου, όπως αυτό εκφράστηκε στη Γαλλική Επανάσταση, εκπέμποντας στο διηνεκές την φιλελεύθερη αστική δημοκρατία, αποτελεί το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του ατόμου[2], μεταξύ άλλων, και στον τομέα της  αξιοπρέπειάς του. Υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, και έκτοτε, το βιολογικό φύλο του ανθρώπου, κατά τη διάκρισή του σε αρσενικό και θηλυκό με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του[3], αποτελεί πραγματική κατάσταση, η οποία βιώνεται διαφορετικά από έκαστο των ανθρώπων. Έτσι, μπορεί ένα άτομο να φέρει τα γενετήσια χαρακτηριστικά του άρρενος και να βιώνει το φύλο του ως θήλυ, και αντίστροφα. Πρόκειται, για την περίπτωση διάστασης του βιολογικού – κοινωνικού φύλου του ατόμου, η οποία έχει, πλέον, διεθνώς αναγνωριστεί ως «δυσφορία γένους». Κοινωνικό φύλο είναι οι κοινωνικές διαφορές των δύο φύλων, σε αντίθεση με τις βιολογικές διαφορές τους. Την θεμελιώδη αυτή διάκριση αναγνώρισε πανηγυρικά ο ν. 4491/2017, που διακήρυξε, το πρώτον, τη δυνατότητα αλλαγής φύλου στην ληξιαρχική πράξης γέννησης, χωρίς την ανάγκη χειρουργικής επέμβασης, ακρωτηριασμού, υποχρεωτικής στείρωσης κ.ο.κ., η οποία, ούτως ή άλλως, είχε, ήδη, κριθεί ότι αντιβαίνει στο αρ. 2, 26 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο αρ. 8 ΕΣΔΑ, με την υπ’ αρ. 418/2016, αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου μας, η οποία έχει χαρακτηριστεί «ιστορική»[4], και παραπέμθηκε και στην ΑιτΕκθ του νόμου.

Στο ν. 4491/2017, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του ατόμου δεν εκδηλώθηκε ως αφηρημένη δυνατότητα, η οποία, όυτως ή άλλως, προσιδιάζει στο ουσιαστικό δίκαιο, αλλά, ως ελευθερία μεταβολής του φύλου του, όπως αυτό διοικητικά βεβαιώνεται. Δηλαδή, στο επίκεντρο της κρατικής πρόνοιας βρέθηκε η δικονομικά προσδιορισμένη ελευθερία του προσώπου, ενσυνείδητου και υπεύθυνου για τις δικονομικές πράξεις του, εντός καθορισμένης δικονομικής δραστηριότητας[5]. Το πρόσωπο, έτσι, δεν παραμένει περιχαρακωμένο στην ασφάλεια αυθεντικότητας της διοίκησης, δίκην τεκμηρίου δοκιμασμένης αυτεπαγγέλτου ενέργειας και εξουσιαστικής κρατικής επαλήθευσης του φύλου του. Αντίθετα, ανάγεται σε κυρίαρχο παράγοντα, προηγμένη έκφανση της ελευθερίας του, η οποία συμπληρώνεται από ad hoc δικονομικές ρυθμίσεις, προσανατολισμένες στα ιδιαίτερα γνωρίσματα της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί. Οι ρυθμίσεις αυτές, απαντούνται κυρίως μεν, ελλειπτικά δε, στο αρ. 4 του ν. 4491/2017. Ο νομοθέτης, άλλοτε σε συμπόρευση με θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, και άλλοτε κατά παρέκκλισή τους, επιχειρεί να ρυθμίσει το σύνολο της διαδικασίας, ενώ, απονέμει ιδιαίτερο ρόλο στο αιτούν πρόσωπο με την αυτοπρόσωπη δήλωσή του ενώπιον του δικάζοντος Ειρηνοδίκη, προκειμένου να αντισταθμίσει τη δεδομένη καχυποψία του για την αλήθεια μεταβολής της ληξιαρχικής του πράξης.

Καθίσταται, συνεπώς, εμφανής η ανάγκη τελολογικής συνερμηνείας ουσιαστικού και δικονομικού Δικαίου του ν. 4491/2017, για τα οποία ο εφαρμοστής του Δικαίου ακροβατεί στο μεταίχμιο ιδιωτικού – ατομικού συμφέροντος του αιτούντος προσώπου και των χρηστών ηθών. Για τον λόγο αυτό, ο «φορμαλισμός» υπό την έννοια τήρησης του δικονομικού τύπου, παρά τις εγγενείς αδυναμίες του[6], αποτελεί, συγχρόνως, εχέγγυο τόσο του Κράτους Δικαίου[7], όσο και προστασίας των προσώπων που προτίθενται να κάνουν χρήση του νόμου.

 

Πεδίο της έρευνας

Αντικείμενο της παρούσας εισήγησης αποτελεί ο ν. 4491/2017. Σκοπός της έρευνας είναι η συστηματική εξέταση και αντιμετώπισή του και όχι η αναλυτική παρουσίαση και επεξεργασία, η οποία, εξάλλου, θα καθιστούσε την εισήγηση ογκώδη και δυσανάγνωστη. Εξετάζεται, λοιπόν, συγκριτικά το δικαιώμα αλλαγής φύλου ανά τον κόσμο, ενώ, παρεμπιπτόντως, ερευνάται και το προϊσχύσαν νομοθετικό και νομολογιακό καθεστώς στην ημεδαπή. Επιπλέον, εξετάζονται τα κυριότερα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή του ν. 4491/2017.

Η εισήγηση αναπτύσσεται σε δύο, κυρίως, κεφάλαια. Στο πρώτο από αυτά επιχειρείται η συγκριτική επισκόπηση της δυνατότητας αλλαγής φύλου ανά την υφήλιο, η τομή που επέφερε στην χώρα μας ο ν. 4491/2017 και, αντανακλαστικά, θίγονται οι ουσιαστικού Δικαίου ρυθμίσεις που εισήγαγε ο νόμος, ενώ, στο δεύτερο καταβάλλεται προσπάθεια να παρουσιαστούν τα κυριότερα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή του νόμου και η, κατά το δυνατό, αντιμετώπισή τους. Μεμονωμένες δικονομικές περιπτώσεις εντοπίζονται και αναλύονται ειδικά. Τέλος, η παρούσα εισήγηση αφορά, κυρίως, στα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή του ν. 4491/2017 στην Υπηρεσία μας, χωρίς, υποχρεωτικές λύσεις στα «θολά» σημεία του, τα οποία, ούτως ή άλλως, με την εμπειρία και την επιστημονική οξύτητα των συναδέλφων, νομολογιακά, θα διαπλαστούν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

1.  Συγκριτική Επισκόπηση[8]

      Η νομική αναγνώριση του επαναπροσδιορισμού φύλου, με τη δυνατότητα αλλαγής του νομικά προσδιορισμένου φύλου στο πιστοποιητικό γέννησης του προσώπου, είναι νόμιμη, σχεδόν, σε όλο τον κόσμο. Παραμένει παράνομη σε 20, τουλάχιστον, χώρες και, δη, της Αφρικής[9], της Ασίας[10], της Λατινικής Αμερικής[11] και στην Γροιλανδία, , εκ των χωρών δε της Ευρώπης, στην Αλβανία, ενώ, απολύτως ελεύθερη συναντάται στην Αργεντινή, στο Πακιστάν, στο Μπαγκλαντές και στο Εκουαδόρ.

 Αντίθετα, στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, προϋποθέτει την χειρουργική ή ορμονική επέμβαση στο σώμα του ανθρώπου, κατόπιν, μάλιστα, ειδικής επιστημονικής εξέτασής του. Τούτο ισχύει, ιδίως, για τις χώρες της Ασίας, τις εναπομείνασες της Αφρικής, στην Αμερική και για την, τουλάχιστον ήμισυ, Ευρώπη, ιδίως, για τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ[12] , αλλά, και, μέχρι πρόσφατα, για τις περισσότερες της Κεντρικής Ευρώπης, όπως λ.χ. στην Ισπανία. Ειδικά στην τελευταία νόμος του 2007, προέβλεπε ότι γιατρός πρέπει να βεβαιώσει ότι το αιτούν πρόσωπο έχει ψυχιατρική παρακολούθηση για δύο έτη και έχει υποβληθεί σε ορμονολογική θεραπεία[13].

Καθόσον αφορά στην ΕΕ, δε, ο επαναπροσδιορισμός του φύλου του προσώπου επέρχεται και χωρίς ακρωτηριασμό, στείρωση κ.ο.κ., στην Αυστρία και στην Σουηδία, ενώ, και η δικαστική απόφαση για την μεταβολή της αστικής κατάστασης του ατόμου σπανίως συναντάται. Ενδεικτικά, στην Μεγάλη Βρετανία νόμος του 2004 προβλέπει ότι ένας ειδικός γιατρός ή ένας ειδικός ψυχολόγος, όπως, επίσης, και ένας δεύτερος γιατρός, οφείλουν να βεβαιώσουν την ύπαρξη μιας «επίμονης δυσφορίας φύλου», Εν συνεχεία μια Επιτροπή Ειδικών, αποτελούμενη από γιατρούς και νομικούς αποφασίζει αν θα επιτρέψει την αλλαγή της προσωπικής καταστάσεως μετά από μελέτη του φακέλου του προσώπου. Σχετικοί Νόμοι υπάρχουν στην Πορτογαλία, στο Καντόνι της Ζυρίχης και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το 2011. Ο προηγούμενος Γερμανικός νόμος του 1980 προϋπέθετε εγχείρηση για την διαδικασία αλλαγής φύλου. Η σχετική διάταξη κρίθηκε ως αντισυνταγματική, δηλαδή ως αντικείμενη στην αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας, ενώ, ήδη, στην Γερμανία η αλλαγή φύλου, χαρακτηρίζεται από την απλότητά της, χωρίς ιατρικές γνωματεύσεις, ούτε και ηλικιακά κριτήρια[14]. Το ίδιο ισχύει για την Πορτογαλία και την Ισπανία, οι οποίες πρώτες συμμορφώθηκαν, κατά τη διακριτική ευχέρειά τους, με την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία έχει αποφανθεί ότι «τα κράτη – μέλη θα πρέπει να εγγυώνται την πλήρη νομική αναγνώριση επαναπροσδιορισμού φύλου ενός προσώπου, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, με γρήγορες, διαφανείς και εύκολα προσβάσιμες διαδικασίες» και, ήδη, για την ημεδαπή.

 

2. Το προϊσχύσαν Δίκαιο

Στην χώρα μας, πριν την εφαρμογή του ν. 4491/2017, η διαδικασία διόρθωσης του καταχωρηθέντος στη ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως του προσώπου φύλου, λάμβανε χώρα με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το αρ. 782 ΚΠολΔ και το άρθρο 13 του Ν.344/1976 «Περί Ληξιαρχικών Πράξεων», όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4144/2013, ως γνήσια υπόθεσή της. Για τη διόρθωση φύλου[15] απαιτούνταν κοινοποίηση της αιτήσεως στον Εισαγγελέα, ως ειδική διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού συζητήσεώς της, η οποία λάμβανε χώρα σε ακροατήριο, κατόπιν πράξης[16] της οικείας Γραμματείας και υπογραφή της από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας, ο οποίος και ορίζε την ημερομηνία, το ακροατήριο και την ώρα συζήτησής της.

 Καθόσον αφορά δε στις ουσιαστικές ρυθμίσεις για την ευδοκίμηση της αιτήσεως, δεν νοούνταν διόρθωση του καταχωρημένου φύλου χωρίς χειρουργική επέμβαση στο σώμα. Μάλιστα, στις περισσότερες αποφάσεις[17], προκειμένου να αποφευχθεί σύγχυση στις συναλλαγές, και ex officio, διατάσσονταν ο οικείος ληξίαρχος να μνημονεύσει την χειρουργική επέμβαση στο σώμα της ληξιαρχικής πράξης, ενώ, σε μεμονωμένες αποφάσεις απαντάται και η πρόσθετη προϋπόθεση πως το αιτούν πρόσωπο παρακολουθείται από ψυχίατρο, από τον οποίο προσκομίζονταν διάγνωση περί «αναμφίβολου τρανσεξουαλισμού»[18]. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί πως, ήδη, τα τελευταία έτη παρατηρούνταν μεταστροφή, στο επιεικέστερο, της νομολογίας, με αποκορύφωμα την υπ’ αρ. 418/2016, αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου μας, η οποία έκανε δεκτή αίτηση αλλαγής φύλου χωρίς ιατρική επέμβαση, ακολουθήθηκε δε και από έτερες αποφάσεις μας, όπως η υπ’ αρ. 1572/2016, οι οποίες και έτυχαν καθολικής αποδοχής από τον νομικό κόσμο[19]. Επίσης, στο προϊσχύσαν Δίκαιο δεν υφίστατο περιορισμός στην ηλικία του αιτούντος προσώπου, στη δικαιοπρακτική του ικανότητα, καθώς, και αίρεση αγαμίας του, προϋποθέσεις που τέθηκαν, το πρώτον, με το ν. 4491/2017, και χαρακτηρίστηκαν από το «Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών» στη δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε του νόμου ως αυστηρότερες του υπάρχοντος, υπό το ν. 344/1976, πλαισίου.

3. Η καμπή του ν. 4491/2017

Τα γεγονότα[20] που συνθέτουν την αστική κατάσταση κάθε φυσικού προσώπου, κυρίως η γέννησή του, αλλά και άλλα σχετικά γεγονότα, όπως η ονοματοδοσία, αποδεικνύονται αποκλειστικώς με τις αντίστοιχες ληξιαρχικές πράξεις, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που σε ορισμένο τόπο και χρόνο δεν τηρήθηκαν ληξιαρχικά βιβλία ή αυτά καταστράφηκαν ή χάθηκαν[21]. Έτσι, ως γεγονός δεκτικό ληξιαρχικής καταχώρισης[22], νοείται η φυσική μεταβολή, όπως είναι η γέννηση, αλλά, και ειδικότερα ζητήματα, σχετικά με τη μη αμφισβητούμενη γέννηση του φυσικού προσώπου, όπως λχ ότι το πρόσωπο, του οποίου η γέννηση βεβαιώνεται με ληξιαρχική πράξη, είναι άρρεν ή θήλυ, ή ότι μεταγενέστερα άλλαξε το φύλο του από αρσενικό σε θηλυκό και αντίστροφα[23]. Υπό την έννοια αυτή, ληξιαρχικό γεγονός δεκτικό δικαστικής βεβαίωσης νοούνταν η αντικειμενική κατάσταση μεταβολής της αστικής κατάστασης του προσώπου, καθόσον αφορά στο φύλο του, σε λογική ακολουθία ακρωτηριασμού ή ορμονοθεραπείας, αντίστοιχα. Δηλαδή, αντικείμενο της σχετικής δίκης, κατά την ιστορική της βάση αποτελούσε η δικαστική βεβαίωση ότι το αιτούν πρόσωπο γεννήθηκε με συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία και κατόπιν ιατρικής επέμβασης προσδιορίστηκαν στα χαρακτηριστικά του έτερου φύλου[24].

Ο ν. 4491/2017 αποτελεί την μεγάλη καμπή στην εξέλιξη του δικαίου των ληξιαρχικών πράξεων, ως ανωτέρω, αποσπασματικά, αναλύθηκε. Τούτο διότι ο νόμος, το πρώτον, αναγνωρίζει την ενδιάθετη κατάσταση του προσώπου, τον τρόπο, δηλαδή, που αισθάνεται το φύλο του, ως δικαίωμα μεταβολής του ληξιαρχικού γεγονότοτος του φύλου του, ανεξάρτητο της πραγματικής κατάστασης της βιολογικής του όψης. Δηλαδή, δύναται πλέον το πρόσωπο να είναι, κατά τα αναπαραγωγικά του όργανα, γένους θηλυκού και, κατά την προσωπική του αντίληψη κοινωνικού φύλου (sex) αρσενικού και, αντίστροφα, εκ των οποίων μόνο το τελευταίο στοιχείο θα απεικονίζεται στην ληξιαρχική πράξη γεννήσεως και ονοματοδοσίας του. Η νομική αναγνώριση, συνεπώς, της ταυτότητας του φύλου, πέραν από την προσφορά καινοτόμου θεσμού, τον οποίο ενδεχομένως διεκδίκησουν και έτεροι κλάδοι του Δικαίου, επηρεάζει καταλυτικά, και το ίδιο το δόγμα[25] του τελευταίου. Ο προσανατολισμός, αντανακλαστικά, θίγει την αντικειμενικότητα των ληξιαρχικών γεγονότων στην αναγνώριση του υποκειμενικού δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του κοινωνικού φύλου, ως εγγενές στοιχείο της ληξιαρχικής πράξης. Το δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητας του ατόμου με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου, όπως το ίδιο το βιώνει, και ουχί του σώματός του, ενθυλακώθηκε στην μήτρα της κρατικής πρόνοιας και αναγνωρίστηκε ως έννομο συμφέρον[26] για τη δικαστική βεβαίωση της ανακρίβειας που, εφόρου ζωής, συνοδεύε το αιτούν πρόσωπο. Συνεπώς, οι κανόνες του ν. 4491/2017, θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της ατομικής ολοκλήρωσης, ως ενιαίο, και διαχρονικά έγκυρο, κριτήριο, που αποτελεί το πλέον σημαντικό δείγμα της βαθειάς επιρροής του στο Δικαίο των ληξιαρχικών πράξεων, γενικά.

4. Ουσιαστικές ρυθμίσεις[27]

Ο ν. 4491/2017 περιέχει, κυρίως, ουσιαστικές ρυθμίσεις για την νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Ειδικότερα, στο αρ. 1 ορίζεται «1.Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου του ως στοιχείου της προσωπικότητάς του. 2.Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου του.». Διακηρύσσεται, δηλαδή, πανηγυρικά η δυνατότητα του προσώπου να διορθώσει το καταχωρημένο φύλο του και την πραγματική του κατάσταση, με βάση τα χαρακτηριστικά του φύλου του, όπως το ίδιο το βιώνει. Η διάταξη αποτελεί εξειδίκευση της συνταγματικής αρχής προστασίας της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, του αρ. 5 Σ, που αποτέλεσε και τη λυδία λίθο του ν. 4491/2017, με την παραδοχή ότι οι ιατρικές επεμβάσεις για την ολική ή μερική αλλαγή των χαρακτηριστικών φύλου πρέπει να επιλέγονται ελεύθερα από τον ενδιαφερόμενο και δεν αποτελούν υποχρεωτική προϋπόθεση για να προχωρήσει το πρόσωπο στη νομική διόρθωση του φύλου του.

Στο αρ. 2, διδονται οι ορισμοί: «1.Ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Η ταυτότητα φύλου περιλαμβάνει την προσωπική αίσθηση του σώματος, καθώς και την κοινωνική και εξωτερική έκφραση του φύλου, τα οποία αντιστοιχούν στη βούληση του προσώπου. Η προσωπική αίσθηση του σώματος μπορεί να συνδέεται και με αλλαγές που οφείλονται σε ιατρική αγωγή ή άλλες ιατρικές επεμβάσεις που επιλέχθηκαν ελεύθερα. 2. Ως χαρακτηριστικά φύλου νοούνται τα χρωμοσωμικά, γονιδιακά και ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δευτερογενή χαρακτηριστικά, όπως η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τριχοφυΐας». Διεκρυνίζεται, δηλαδή, ότι η ταυτότητα (κοινωνικού) φύλου προσδιορίζεται υποκειμενικά από κάθε πρόσωπο, με βάση την ιδία αίσθηση του σώματός του και την κοινωνική του έκφραση, όπως ένδυση, τρόπος ομιλίας κ.ο.κ., ανεξαρτήτως της όψης του, ενώ, διακηρύσσεται και η προαιρετικότητα της χειρουργικής επέμβασης στο σώμα, η οποία αποτελεί ελεύθερη επιλογή του προσώπου.

Οι κυριότερες, όμως, ουσιαστικές ρυθμίσεις δίδονται στο αρ. 3, κατά το οποίο: 1.Σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου το πρόσωπο μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα. 2.Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, με εξαίρεση τους ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο (17ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα και τους ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει επιπλέον θετική γνωμάτευση διεπιστημονικής Επιτροπής που συστήνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας για δύο (2) έτη, στην οποία μετέχουν ένας παιδοψυχίατρος, ένας ψυχίατρος, ένας ενδοκρινολόγος, ένας παιδοχειρούργος, ένας ψυχολόγος, ένας κοινωνικός λειτουργός και ένας παιδίατρος ως Πρόεδρος, άπαντες με εξειδίκευση στο συγκεκριμένο ζήτημα. 3.Προϋπόθεση για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου είναι το πρόσωπο που αιτείται τη διόρθωση να μην είναι έγγαμο. 4. Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου δεν απαιτείται να βεβαιώνεται ότι το πρόσωπο έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε προηγούμενη ιατρική επέμβαση. Δεν απαιτείται επίσης η οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που σχετίζεται με τη σωματική ή ψυχική του υγεία.».

Ειδικότερα, απαιτείται διάσταση μεταξύ του καταχωρισμένου στη ληξιαρχική πράξη του προσώπου φύλου και της αληθινής βούλησής του γι αυτό, υπό την έννοια ακούσιας λανθάνουσας ασυμφωνίας τους, ενώ, για τη διόρθωσή της απαιτείται πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα του αιτούντος προσώπου, σύμφωνα με τα αρ. 127 επ. ΑΚ και, κατά κλιμακωτή, εξαιρετική πάντως, διαδοχικότητα, σε συνάρτηση με το αρ. 742 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ως εν προκειμένω, η συμπλήρωση του 17ου έτους του αιτούντος προσώπου[28], κατόπιν ρητής συναίνεσης των των ασκούντων τη γονική μέριμνα του, είτε η συμπλήρωση του 15ου έτους του, κατόπιν θετικής γνωμάτευσης της ανωτέρω Επιτροπής, για την σύσταση της οποίας εκκρεμεί ΚΥΑ. Ειδικά, για την τελευταία, παρόμοιος θεσμός συναντάται και στην επιτροπεία ανηλίκου, κατά το αρ. 796 παρ. 3, με την σύνταξη έκθεσης κοινωνικής υπηρεσίας, που προσδιορίζεται στο αρ. 2 π.δ. 250/1999, και η οποία πρέπει να κατατίθεται στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τρείς ημέρες πρίν από την συζήτηση, ενώ, η μη κατάθεσή της δεν εμποδίζει την πρόοδο της σχετικής Δίκης, κατά το άρθρο 19 του Ν. 2521/1997[29]. Για ιδία διαδικαστική πορεία, όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος στις υποθέσεις του ν. 4491/2017, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται υποχρεωτική κλήτευση της διεπιστημονικής Επιτροπής στη δίκη, ειμή μόνο θετική γνωμάτευσή της προ διενέργειάς της.

Επιπλέον, ο νόμος στην παρ. 3 του αρ. 3, θέτει αίρεση αγαμίας του αιτούντος προσώπου. Καίτοι, δηλαδή, ο νόμος χρησιμοποιεί υποτακτική ενεστώτα «να μην είναι έγγαμο», εντούτοις πρέπει να γίνει δεκτή αγαμία του προσώπου εφόρου ζωής. Τούτο, προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του νόμου κατά την οποία «Η συγκεκριμένη προϋπόθεση, εφόσον έχει ήδη θεσμοθετηθεί το δικαίωμα σύναψης συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ομοφύλων, το οποίο παρέχει σχεδόν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του γάμου, βαίνει σε απόλυτη συμφωνία τόσο με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και με τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αναφορικά με την προστασία της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής», η, δε, αγαμία του αιτούντος, αναμένεται να αποτελέσει το επόμενο πεδίο αντιπαράθεσης των διεμφυλικών προσώπων, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι επιτρέπεται στο σύνολο, σχεδόν, του δυτικού κόσμου[30].

Η σπουδαιότερη, όμως, ουσιαστική ρύθμιση που εισάγει το αρ. 3, είναι η πανηγυρική διακήρυξη ότι δεν αποτελούν προϋποθέσεις για τη διόρθωση του φύλου ούτε η προηγούμενη χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου ούτε άλλη προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που να σχετίζονται με την σωματική ή ψυχική του υγεία του προσώπου, σε αποσαφήνιση και των εναπομείναντων νομολογιακών ιδεαλισμών, διάταξη, η οποία εναρμονίζει την εσωτερική έννομη τάξη τόσο με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και με τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αναφορικά με την προστασία της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής.

Περαιτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις απαντούνται, αποσπασματικά, στο αρ. 4 και 5 του ν. 4491/2017. Ειδικότερα, κατά το αρ. 4 παρ. 4 «Η νέα ληξιαρχική πράξη μπορεί στο εξής να αλλάξει μία φορά». Θεσμοθετείται, δηλαδή, δις δυνατότητα δίορθωσης του καταχωρισμένου φύλου από το πρόσωπο, οικεία βουλήση, ενώ, η διάταξη, μάλλον, προβληματίζει στον σκοπό της, αν ληφθεί υπόψη η απεριόριστη δυνατότητα δικονομικής ανακλήσεως των αποφάσεων της εκουσίας δικαιοδόσιας, κατά το αρ. 758 ΚΠολΔ, με τις ειδικότερες σε αυτό προϋποθέσεις, που δεν φαίνεται να απασχόλησε τον νομοθέτη του ν. 4491/2017.

Τέλος, κατά το αρ. 5 «Δικαιώματα, υποχρεώσεις και κάθε είδους ευθύνη του προσώπου, που δημιουργήθηκαν πριν από τη διόρθωση του φύλου, εξακολουθούν να υφίστανται. Διατηρούνται επίσης οι αριθμοί φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και μητρώου κοινωνικής ασφάλισης (ΑΜΚΑ)… 2.Αν το πρόσωπο που διόρθωσε το καταχωρισμένο φύλο του έχει παιδιά, είτε γεννημένα σε γάμο, είτε γεννημένα σε σύμφωνο, είτε γεννημένα χωρίς γάμο των γονέων τους, είτε υιοθετημένα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του από τη γονική μέριμνα δεν επηρεάζονται. Στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των παιδιών δεν επέρχεται καμία μεταβολή λόγω της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου του γονέα.». Αποφεύγεται, έτσι, οιαδήποτε καταστρατήγηση του νόμου, προκειμένου το αιτούν πρόσωπο να απωλέσει τα ίχνη του, είτε να εξαφανίσει έκνομες ενέργειές του, αφού εξακολουθούν να το συνοδεύουν οι υποχρεώσεις προ της δίορθωσης του φύλου του, η οποία, συνακολουθα, δεν επηρεάζει την σχέση του με το τέκνο του, ούτε επέρχεται κάποια μεταβολή, λόγω της διόρθωσης, στην ληξιαρχική πράξη γέννησης του τελευταίου[31].

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

1. Η επιλογή της εκούσιας δικαιοδοσίας

Ως γνήσια υπόθεση[32] εκουσίας δικαιοδοσίας ανάγεται στο αρ. 4 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 4491/2017 η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, που ορίζει ότι «Η διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου γίνεται με δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 782 ΚΠολΔ». Η πρόβλεψη της διαδικασίας του αρ. 782 ΚΠολΔ για τη διόρθωση του φύλου, μάλλον, πλεονάζει, εφόσον, και χωρίς ρητή αναφορά της, εκεί θα αποκρυσταλλώνονταν, ενώ, δεν μπορεί να αποκλειστεί και η δυνατότητα αναγνωριστικής, εν γένει, της αστικής κατάστασης του προσώπου, αγωγής καθόσον στο φύλο του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατά το αρ. 18 ΚΠολΔ.

          Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, παρά τα εχέγγυά της[33], στασιάζεται αν δεσμεύει τον Ληξίαρχο για την αλλαγή του καταχωρισθέντος φύλου του αιτούντος, ή αν συνεκτιμάται η σχετική απόφαση, μαζί με τα λοιπά στοιχεία που θα προσκομίσει ενώπιον του ο τελευταίος, για τη διόρθωση της ληξιαρχικής του πράξης. Ενδεικτική της διχογνωμίας η διάσταση σκέψεων των υπ’ αρ. 4047/2008 και   508/2005[34] αποφάσεων του Στε, από τις οποίες η μεν πρώτη ορίζει ότι «σε αρμονία ερμηνευόμενης προς το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος – εμπίπτουν οι αποφάσεις των δικαστηρίων που ασκούν κατ’ ουσία δικαιοδοτικό έργο όχι δε και εκείνες που εκδίδονται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚπολΔ). […] η δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και βεβαιώνει ορισμένο γεγονός προκειμένου να συνταχθεί ή διορθωθεί ληξιαρχική πράξη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του ν.344/1976 (“περί ληξιαρχικών πράξεων”, Α’ 143), δεν δεσμεύει, κατά το ανωτέρω άρθρο 1 ΚΕΦ. Α’ του ν.3068/2002, την αρμόδια αρχή κατά την άσκηση της απονεμόμενης με τον εν λόγω διοικητικό νόμο αρμοδιότητας διόρθωσης του αναγραφόμενου στα μητρώα αρρένων έτους και ημερομηνίας γέννησης (βλ. ΣτΕ 1051/2005, 2894/2000), αλλά συνεκτιμάται με άλλα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. ΣτΕ 1983, 1401/2000, 1051/2005) που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος σύμφωνα με το άρθρο 22 του νόμου αυτού», η δε δεύτερη ότι «Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι η μεταβολή του κυρίου ονόματος του προσώπου γίνεται με απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής δύναται να ασκήσει έφεση και ο εκπροσωπών το δημόσιο συμφέρον εισαγγελέας, βάσει δε της αποφάσεως αυτής, όταν καταστεί τελεσίδικη, γίνεται η σχετική καταχώριση στην ληξιαρχική πράξη. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η δικαστική απόφαση περί της μεταβολής του κυρίου ονόματος είναι δεσμευτική για τα διοικητικά όργανα, τα οποία δεν δύνανται να αποκλίνουν αυτής, αμέσως ή εμμέσως, κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων σχετικών προς την μεταβολή αυτή, όπως επί υποβολής αιτήματος μεταβολής του καταχωρισμένου στο μητρώο αρρένων κυρίου ονόματος συνεπεία αντίστοιχης διορθώσεως της ληξιαρχικής πράξεως κατόπιν τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως (βλ. ΣτΕ 2564/2002, 101/2002, 196/2001, 3361/ 1998, επτ. 5008/1996).»[35]

 

2. Καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα

Περαιτέρω, κατά το αρ. 782 ΚΠολΔ, όπως, η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο έκτο του ν. 4335/2015[36] «όταν ο νόμος απαιτεί δικαστική απόφαση για να βεβαιωθεί ένα γεγονός με το σκοπό να συνταχθεί ληξιαρχική πράξη, η απόφαση εκδίδεται με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή του εισαγγελέα από το ειρηνοδικείο της περιφέρεις του ληξίαρχου ο οποίος θα συντάξει την ληξιαρχική πράξη». Η διάταξη αφορά στη βεβαίωση οποιουδήποτε ληξιαρχικού γεγονότος, κατά τον ν. 344/1976, εφαρμόζεται δε και για τη διόρθωση του καταχωρισμένου στην ληξιαρχική πράξη του αιτούντος προσώπου, και απονέμει, κατά παρέκκλιση του τεκμηρίου αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατ΄αρ. 740 ΚΠολΔ, υλική αρμοδιότητα να δικάσει την αίτηση στον Ειρηνοδίκη στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ο αρμόδιος ληξίαρχος, δηλαδή, τελικώς, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου συντελέστηκε το γεγονός που βεβαιώνεται ή θα βεβαιωθεί με την αντίστοιχη ληξιαρχική πράξη. Αν το γεγονός είχε συντελεστεί στο εξωτερικό, τοπική αρμοδιότητα έχει το δικαστήριο μας, αφού στο ειδικό ληξιαρχείο Αθηνών διαβιβάζουν οι προϊστάμενοι των ελληνικών προξενικών αρχών αντίγραφα των ληξιαρχικών πράξεων που συντάσσουν εκείνοι για τα γεγονότα, τα οποία συντελέστηκαν στην αλλοδαπή. Η αρμοδιότητα αυτή εκφεύγει της εξουσίας διαθέσεως του αιτούντος, συνιστά δε διαδικαστική προϋπόθεση της αιτήσεως, η τήρηση της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον αφορά σε δημοσίου δικαίου διατάξεις του ΚΠολΔ[37], ενώ, ενόψει της ελαστικότητας που διέπει τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, γίνεται δεκτό ότι δεν μπορεί να εξαναγκαστεί το αιτούν πρόσωπο  να απομακρυνθεί από τον τόπο της κατοικίας του και να μεταβεί σε άλλον τόπο όπου καταχωρίσθηκε η ληξιαρχική του πράξη και, για τον λόγο, αποκρυσταλλώνεται «ελαστική αποκλειστική αρμοδιότητα»[38] της τελευταίας, με δυνατότητα εισαγωγής και στον τόπο κατοικίας του. Αντίθετα, προπετής υποβολή της αίτησεως σε άσχετο, κατά τόπο, δικαστήριο, δεδομένου ότι ελλείπει το στοιχείο της αντιδικίας, οδηγεί στην απόρριψη[39] και ουχί σε παραπομπή της, αφού δεν ευρίσκει έρεισμα δικαιολογητικός λόγος διατήρησης των συνεπειών κατάθεσής της[40].

3. Κατάθεση της αίτησης

Η αίτηση, εξάλλου, διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου σωματείου κατατίθεται στην Γραμματεία του αρμόδιου Ειρηνοδικείου[41], με την μορφή δικογράφου, και φέρει τα απαραίτητα στοιχεία του αρ. 118 ΚΠολΔ, απευθύνεται, δηλαδή, στο ανωτέρω Δικαστήριο, αναφέρει το είδος του δικογράφου[42], το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο του αιτούντος προσώπου, την κατοικία του και τον αριθμό φορολογικού του μητρώου[43], το αντικείμενο του δικογράφου, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου του[44] και, μαζι με αυτήν, κατά τη διάταξη του αρ. 4 παρ. 1 in fine ν. 4491/2017,  συνυποβάλλεται αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του αιτούντος προσώπου. Δεδομένου, όμως, ότι η επισύναψη της τελευταίας πράξης στην αίτηση δεν απειλείται με ποινή ακυρότητας, σε περίπτωση ελλείψεώς της, είναι δυνατή η, κατ΄αρ. 227, 741 ΚΠολΔ, προσκόμισή της κατόπιν καθοδηγητικής ενέργειας του Δικαστηρίου ή και επιμελεία του αιτούντος, κατόπιν μη οριστικής απόφαση του αρ. 254 ΚΠολΔ. Ομοίως, συνυποβάλλεται και γραμμάτιο προείσπραξης Δικηγορικής αμοιβής[45], κατά τον Κώδικα Δικηγόρων[46].

Για την κατάθεση της αιτήσεως συντάσσεται πράξη[47] της οικείας Γραμματείας και ακολουθεί υπογραφή της από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας, ο οποίος ορίζει την ημερομηνία, το ακροατήριο και την ώρα συζήτησής της, καθώς, και τον χρόνο κλήσης έτερων προσώπων[48]. Ακολουθεί δε κοινοποίηση της αιτήσεως στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατ΄αρ. 748 παρ. 2, επι ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, ενώ, από καταθέσεώς της άρχονται και οι δικονομικές συνέπειες άσκησής της. Εκλύεται, δηλαδή, έκτοτε εκκρεμοδικία[49] για κύριο αντικείμενο της αιτήσεως[50], που εντοπίζεται στη δημοσίου δικαίου αξίωση του αιτούντος κατά της πολιτείας, να προβεί στην επιδιωκόμενη διαπίστωση – βεβαίωση του φύλου του στην ληξιαρχική πράξη, με βάση την πραγματική του βούληση του και τον τρόπο που το ιδίο το βιώνει. Εμποδίζεται, συνεπώς, ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση νέας αιτήσεως, η επανακατάθεσή της από το ιδίο αιτούν, ενώ, ενδεχόμενη όμοια, κατά περιεχόμενο, επανυποβολή της μετά την έκδοση αποφάσεως και προ τελεσιδικίας, οδηγεί στην απόρριψη ελλείψει εννόμου συμφέροντος[51], κατ’ αρ. 778 ΚΠολΔ.

Τέλος, δύσκολα νοείται συνδρομή ανάγκης για έκδοση προσωρινής διαταγής, κατ΄αρ. 781 ΚΠολΔ, καθόσον αφορά στη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης, στη δε ακραία περίπτωση προσωρινής διαταγής προς το ληξίαρχο να μη χορηγήσει προσωρινώς αντίγραφα της κρίσιμης ληξιαρχικής πράξης, ώσπου να εκδικαστεί η αίτηση για τη διόρθωσή της [52], η αίτηση περί χορηγήσεως προσωρινής διαταγής μπορεί να υποβληθεί με το δικόγραφο της κύριας αίτησης, ή και αυτοτελώς[53], σε κάθε περίπτωση, όμως, εγγράφως[54], και πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που δικαιολογούν την επείγουσα – προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, ενώ, ενόψει της επείγουσας περίπτωσης, είναι δυνατή η υποβολή της άνευ πληρεξουσίου Δικηγόρου, κατά το αρ. 94 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ. Επί αποδοχής, όμως, το εύρος της θα είναι περιορισμένο, χωρίς να καταλαμβάνει το σύνολο του βίου του αιτούντος.

 

4. Ενεργητική νομιμοποίηση

Για την παραδεκτή υποβολή της αιτήσεως διόρθωσης του καταχωρισμένου στην ληξιαρχική πράξη φύλου νομιμοποιούνται, υπαλλακτικώς:

α. 1) τo πρόσωπο που ζητεί τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου. Πρόκειται για την κατά κανόνα νομιμοποίηση του προσώπου που αναγράφεται στην ληξιαρχική πράξη, σε λογική ακολουθία του ουσιαστικού, δημοσίας τάξης, δικαιώματός του να τη διορθώσει, κατ΄απόκκλιση από την γενική νομιμοποίηση του αρ. 782 ΚΠολΔ, σύμφωνα  με την οποία για την βεβαίωση ληξιαρχικού γεγονότος την αίτηση υποβάλλει «όποιος έχει έννομο συμφέρον». Ενόψει του προσωποπαγούς δικαιώματος στο φύλο, δεν νοείται ετεροπροσδιορισμός του, στη δε εξαιρετική περίπτωση που τρίτος υποβάλει αίτηση διόρθωσης φύλου, αυτή θα απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της, αφού δεν έχει δικαίωμα στη διόρθωση, και ουχί, λόγω έλλειψης νομιμοποιήσεώς του[55] και, επίσης, 2) το ιδίο πρόσωπο, που έχει συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του, κατά το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4491/2017 «εφόσον υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική του μέριμνα», η οποία και πρέπει ρητά να μνημονεύεται. Η διάταξη, σε τελολογική συνάρτηση με αυτή του αρ. 742 ΚΠολΔ, που απονέμει ικανότητα δικαστικής παράστασης, κατ΄εξαίρεση από την γενική του αρ. 63 ΚΠολΔ, εισάγει, επίσης, κατά κανόνα νομιμοποίηση 17χρονου, για τις υποθέσεις της προσωπικής του κατάστασης. Στην περίπτωση αυτή, όμως, απαιτείται να κλητεύεται[56], υποχρεωτικά, ο νόμιμος εκπρόσωπός του, κατ΄αρ. 742 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος και αποκτά, έτσι, αφενός την ιδιότητα του διαδίκου[57] και αφετέρου τη δικονομική δυνατότητα προσβολής της απόφασης που θα εκδοθεί[58].

β. οι ασκούντες την γονική μέριμνα του προσώπου που αναγράφεται στην ληξιαρχική πράξη, εφόσον έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, κατά το αρ. 3 παρ. 3 In fine ν. 4491/2017[59]. Πρόκειται για περιπτώσεις, εξαιρετικής, αποκλειστικής κοινής νομιμοποίησης των ασκούντων την γονική μέριμνα ανηλίκου για τη διόρθωση του φύλου του. Έτσι, αν την αίτηση υποβάλει εις εξ αυτών, υποχρεωτικά, κατ΄αρ. 742 παρ. 2 ΚΠολΔ, κλητεύεται και ο έτερος, προκειμένου να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, εκτός αν αδυνατεί στην άσκηση της μέριμνάς του, κατ΄αρ. 1510 παρ. 3 ΑΚ. Αυτονόητα, η αίτηση κατατίθεται στο όνομα των ασκούντων την γονική μέριμνα του, τουλάχιστον, δεκαπεντάχρονου προσώπου, και για λογαριασμό του.

 

5.Αντικείμενο της αίτησης

Η έννοια του αντικειμένου της δίκης αποτελεί, ίσως, το πλέον αμφισβητούμενο ζήτημα στο χώρο της επιστήμης του δικονομικού δικαίου. Σύμφωνα με την ισχύουσα εκδοχή[60], στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο είδος διαδικασίας γενικότερης εκτάσεως[61], το αντικείμενο της αιτήσεως εντοπίζεται στη «δημοσίου δικαίου αξίωση του αιτούντος κατά της πολιτείας να προβεί στην επιδιωκόμενη διάπλαση[62]».

Συνακόλουθα, η ιστορική βάση της αιτήσεως του ν. 4491/2017, συγκροτείται από το σύμπλεγμα των πραγματικών περιστατικών, τα οποία δικαιολογούν, ως έννομη συνέπεια, την εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού Δικαίου, και, δη, την βεβαίωση του ληξιαρχικού γεγονότος του φύλου, προκειμένου να διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη. Συγκεκριμένα, οι ανωτέρω νομιμοποιούμενοι απαιτείται να επικαλεστούν τα εξής πραγματικά περιστατικά: α. ότι έχει καταρτιστεί, ήδη, η ληξιαρχική πράξη με καταχώριση φύλου, β. ότι στην πράξη αυτή αναγράφεται συγκεκριμένο φύλο του αιτούντος, γ. ότι το φύλο αυτό δεν συνάδει με τον τρόπο που το βιώνει το ίδιο, δ. ότι αυτοπροσδιορίζεται στο έτερο φύλο ε. στο οποίο επιθυμεί να βεβαιωθεί η ληξιαρχική πράξη που το αφορά κατόπιν στ. οριστικής εξάλειψης του αναγραφόμενου φύλου.

Στην περίπτωση δε αιτήσεως για λογαριασμό δεκαπεντάχρονου απαιτείται, επιπλέον, να αναφέρεται ότι έχει συνταχθεί θετική γνωμάτευση της ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής του αρ. 3 ν. 4491/2017, που θα συσταθεί με ΚΥΑ. Η προηγούμενη γνωμάτευσή της αποτελεί πρόσθετο, ειδικό, στοιχείο νομιμότητας της αιτήσεως[63], επί παραλείψεως επικλήσεως της οποίας απορρίπτεται αυτή, αυτεπαγγέλτως, λόγω της νομικής αοριστίας της[64]– κατά την νομολογία δε, για παραβίαση της εγγράφου προδικασίας των αρ. 111, 216, 591 ΚΠολΔ[65] – η οποία δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε αποδεικτικά μέσα[66]. Αντίθετα, επίκληση της γνωμοδότησης, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευσή της σε θετική ή αρνητική, αφορά σε πραγματική – ποσοτική αοριστία, η οποία συμπληρώνεται απεριόριστα[67], έστω, και καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, κατ΄αρ. 236, 591 ΚΠολΔ[68], ενώ, στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ασκηθεί η αίτηση ενόσω εκκρεμεί η γνωμάτευση, λόγω της τομής που επιφέρει η αίτηση στον χρόνο[69], ορθότερο είναι απορρίπτεται ως πρόωρη[70].

Επιπλέον, ως αίτημα, το οποίο αποτελεί δικονομικό αντίκρυσμα της αξιώσεως του ουσιαστικού Δικαίου[71], νοείται η ζητούμενη δημιουργία μιας νέας νομικής κατάστασης, που επήλθε κατα την ιστορική βάση του ενδίκου βοηθήματος. Συνεπώς, κύριο αντικείμενο της αιτήσεως του ν. 4491/2017, αποτελεί το ουσιαστικό αίτημα να διαπιστωθεί το ακριβές ληξιαρχικό γεγονός του φύλου, προκειμένου να διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη στα βιβλία του οικείου ληξίαρχου. Πρόκειται για, αμιγώς, διαπλαστικό αίτημα, που αφορά στη δημιουργία νέας νομικής κατάστασης, η οποία επέρχεται με την βεβαίωση του φύλου, κατόπιν διαπιστώσεως ανακρίβειάς του, σε λογική ακολουθία του γεγονότος[72] ότι το αιτούν αισθάνεται το φύλο του διαφορετικά της καταχωρίσεως, την εξάλειψη της οποίας διώκει. Δεν απαιτείται, δηλαδή, η έκδοση διαταγής προς το ληξίαρχο για τη διόρθωση του φύλου, που αυτός είχε καταχωρίσει ανακριβώς, αλλά μόνον η διαπίστωση του ακριβούς φύλου και ο τονισμός της ορθότητας του, σε αντιπαραβολή προς εκείνα τα στοιχεία που βεβαιώνονται στη ληξιαρχική πράξη ανακριβώς. Για τον λόγο αυτό, αίτημα να διαταχθεί ο ληξίαρχος στη διόρθωση, απορρίπτεται ex officio[73], η δε κανονιστική υποχρέωση του τελευταίου, να συμμορφώσει την ληξιαρχική πράξη, εκλύεται ευθέως από τον ν.  344/1976, και όχι από τη δικαστική απόφαση[74]. Σε αντίθετη περίπτωση, εξάλλου, θα είχε και ο ληξίαρχος ιδίο δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως[75].

 

6. Η συζήτηση της αίτησης

Η εκδίκαση της αιτήσεως, όπως, ανωτέρω αποσπασματικά παρουσιάστηκε, κατ΄αρ. 782 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το αρ. 4 παρ. 1 εδ. α’ ν. 4491/2017 ακολουθεί: α. το ανακριτικό σύστημα, κατά το αρ. 744 ΚΠολΔ[76], επιβάλλεται, δηλαδή, η ενεργός συμμετοχή του Ειρηνοδίκη στην συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που εισφέρει το αιτούν πρόσωπο. Η εξουσία, όμως, αυτή, αφορά, κυρίως, σε υποδείξεις στον αμελή διάδικο. Δε δύναται, αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο ούτε το αίτημα να μεταβάλει, ούτε να υποκαταστήσει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά[77], πολλώ μάλλον δε να οδηγήσει στη δημιουργία νέων, εκ του μηδενός, αποδεικτικών μέσων[78]. Συνεπώς, ο Ειρηνοδίκης δύναται να καλέσει το αιτούν να προσκομίσει λ.χ., την υπό διόρθωση ληξιαρχική πράξη που δεν επισυνάφθηκε εσφαλμένα στην αίτηση, να συμπληρώσει ελλειπή αποδεικτικά μέσα, ουχί, όμως, και να διορθώσει τον τρόπο που βιώνει το φύλο του, β. η, κατ΄αρεσκείαν, μεταβολή του αιτήματος, κατά το αρ. 751 ΚΠολΔ, με την αυτονότητη προϋπόθεση ότι δεν αφορά στην μεταβολή, εκ νέου, του φύλου, παρά μόνο στην ουσία της υπόθεσης[79], ως πλέγμα πραγματικών περιστατικών, που δικαιολογούν την έννομη συνέπεια διόρθωσής του στην ληξιαρχική πράξη, γ. η δυνατότητα υποκειμενικής διεύρυνσης των ορίων της δίκης, με κλήση, προσεπίκληση και παρέμβαση οιουδήποτε ενδιαφερόμενου, κατά τα αρ. 748 παρ. 3, 752, 753 ΚΠολΔ[80], δ. η δυνατότητα ανάκλησης της σχετικής απόφασης, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες έκδοσής της, κατ΄αρ. 758 ΚΠολΔ[81] ε. η ερημοδικία μετεχόντων προσώπων, ρυθμίζεται αποκλειστικά στο αρ. 754 ΚΠολΔ στ. τα δικαστικά έξοδα κατανέμονται κατά το αρ. 746 ΚΠολΔ και, τέλος, ζ. η απόφαση υπόκειται στα έκτακτα και τακτικά ένδικα μέσα των αρ. 760 επ. ΚΠολΔ.

i. Η αυτοπρόσωπη δήλωση του αιτούντος προσώπου

Αντίθετα, ερμηνευτικά προβλήματα ανακύπτουν κατά το αρ. 4 παρ. 2 σύμφωνα με το οποίο: «2. Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται αυτοπρόσωπη δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου. Η δήλωση γίνεται σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα». Η διάταξη υπαγορεύθηκε από τη διαπίστωση στην ΕισΕκθ ότι «Η νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου αποτελεί, πρωτίστως ζήτημα, αυτοπροσδιορισμού» και, για τον λόγο αυτό, δε νοείται βεβαίωση του αληθούς ληξιαρχικού γεγονότος του φύλου χωρίς ακρόαση του ενδιαφερόμενου προσώπου[82], ενώ, εμμέσως υπηρετείται και η καχυποψία του νομοθέτη στο κακόπιστο αιτούν πρόσωπο, καθώς, και το γενικότερο συμφέρον «ότι τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου ενδιαφέρουν, επίσης, την πολιτεία και την κοινωνία στο σύνολό της.». Για τη διαδικαστική πορεία της αυτοπρόσωπης δήλωσης, όμως, δεν γίνεται λόγος. Η διάταξη, σε συνδυασμό με το αρ. 4 παρ. 1 εδ. α΄ ν. 4491/2017, χρήζει γραμματικής είτε τελολογικής ερμηνείας, αντίστοιχα. Ειδικότερα:

 

α. Γραμματική ερμηνεία

Η διατύπωση της παρ. 2 του αρ. 4 ν. 4491/2017 ομοιάζει με την αυτοπρόσωπη συναίνεση των γονέων στην υιοθεσία, κατά το αρ. 800 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο «Οι συναινέσεις για την υιοθεσία δηλώνονται ενώπιον μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου που τελεί την υιοθεσία σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα». Παρόλο, που στην τελευταία περίπτωση η αυτοπρόσωπη δήλωση αφορά, μεταξύ άλλων, και στο συμφέρον τρίτου, δηλαδή, του υιοθετούμενου και ουχί του ίδιου του αιτούντα, όπως στο ν. 4491/2017, εντούτοις και οι δύο διατάξεις γονιμοποιήθηκαν στην μήτρα της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της δημοσιότητας, κατ΄αρ. 110 παρ. 2, 112 ΚΠολΔ, υπό την αρνητική όψη αποκλεισμού της, κατ’ εξειδίκευση του αρ. 93 παρ. 2 Σ, ενώ, και νομοτεχνικά ομοιάζουν. Συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι για τη διαδικαστική πορεία συζητήσεως του ν. 4491/2017 ισχυεί mutatis mutandis η διαδικασία της υιοθεσίας, όπως, έχει νομολογικά, ήδη, διαπλασθεί.

Έτσι, α. η συζήτηση της υποθέσεως, καθώς, και η εξέταση των μαρτύρων γίνεται επί της έδρας σε δημόσια συνεδρίαση, β. το Δικαστήριο μπορεί κατόπιν αιτήματος ή και ex officio να αποκλείσει τη δημοσιότητα, με τη διεξαγωγή της συζήτησης κεκλεισμένων των θυρών, κατ΄αρ. 114 ΚΠολΔ, γ. το αιτούν πρόσωπο δύναται να παραστεί μετά ή δια πληρεξουσίου Δικηγόρου, κατ΄αρ 94, 741 ΚΠολΔ, δ.i. η αυτοπρόσωπη δήλωσή του μπορεί να χορηγηθεί και σε ιδιαίτερο γραφείο, χωρίς δημοσιότητα. Η δήλωση χορηγείται είτε αυθημερόν είτε σε άλλη ημερομηνία ενώπιον του δικάζοντος Ειρηνοδίκη, σε κάθε περίπτωση προ της συζητήσεως, και μπορεί να προσδιοριστεί η διενέργεία της κατόπιν σχετικού, προς τούτο, αιτήματος του αιτούντος, με ειδική επισημείωση προσδιορισμού της στο δικόγραφο της αίτησης, δ.ii. η αυτοπρόσωπη δήλωση του αιτούντος για την δικαστική βεβαίωση του φύλου του, μπορεί να χορηγηθεί και επί της έδρας. Γίνεται, δηλαδή, δεκτό ότι η διάταξη του αρ. 4 παρ. 2 ν. 4491/2017 εξειδικεύει τον τρόπο που δίδεται η δήλωση του αιτούντος, χωρίς να ορίζει ότι ο μοναδικός τρόπος παροχής της είναι σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα. Τούτο, διότι ο απαιτούμενος τύπος είναι η αυτοπρόσωπη δήλωση του προσώπου, ανεξαρτήτως του τόπου παροχής της και στην περίπτωση, συνεπώς, που το αιτούν παράσχει τη δήλωσή του στο ακροατήριο και όχι σε ιδιαίτερο γραφείο η απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί για τον λόγο αυτό[83].

 Η ως άνω διεξαγωγή της συζητήσεως προάγει την ενεργό συμμετοχή του αιτούντος, αφού προϋποθέτει την επενέργειά του στη συδιαμόρφωση της διαδικασίας. Έτσι θα πρέπει να ερωτάται το αιτούν πρόσωπο, όπως παρίσταται στην κατάθεση της αιτήσεως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου, αφενός αν επιθυμεί τη διεξαγωγή της συζητήσεως χωρίς δημοσιότητα και αφετέρου αν θα παράσχει τη δήλωσή του επί της έδρας ή σε ιδιαίτερο γραφείο. Επιπλέον, καθίσταται προαιρετική η παράστασή του μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου κατά την συζήτηση, η υποχρεωτικότητα της οποίας δεν προβλέπεται σε καμία πολιτική, ποινική ή και διοικητική διαδικασία, ενώ, ευλόγως μπορεί να λεχθεί ότι και ειδικός σκοπός του νόμου ήταν αυτό ακριβώς, να μην εξαναγκάσει το αιτούν πρόσωπο στην βάσανο του ακροατηρίου. Αντίθετα, επιχειρήματα κατά της ανωτέρω απόψεως αντλούνται απο την, χρονοβόρα πλην εκούσια, διάσπαση της διαδικασίας σε δύο στάδια, αυτό της συζητήσεως και αυτό της αυτοπρόσωπης δήλωσης του αιτούντος σε ιδιαίτερο γραφείο.

 

β. Τελολογική ερμηνεία

Από την άλλη μεριά, μπορεί να προταχθεί και τελολογική ερμηνεία της διάταξης του αρ. 4 παρ. 2 ν. 4491/2017, σύμφωνα με την οποία «επιδιώκεται η θέσπιση ενός συγκεκριμένου, ειδικού νομοθετήματος, με το οποίο να καθιερώνεται μία κατά το δυνατόν απλή διαδικασία για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου των διεμφυλικών προσώπων…Η προϋπόθεση της δικαστικής απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας παραμένει, περιλαμβάνονται, όμως, συγκεκριμένες ειδικές ρυθμίσεις, όπως ότι απαιτείται αυτοπρόσωπη δήλωση του ενδιαφερομένου σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα. Πρόκειται για μια διαδικασία σύντομη, απλή, με χαμηλό κόστος, με εγγυήσεις ασφάλειας δικαίου για τον πολίτη, αλλά και για την έννομη τάξη, καθώς είναι συνεκτική με τη διαδικασία που απαιτείται για την αλλαγή ονόματος[84]».

Συνεπώς: α. η συνεδρίαση εξακολουθεί να είναι δημόσια, πλην, β. λαμβάνει χώρα σε γραφείο, στο οποίο γ. παράσχεται και η αυτοπρόσωπη δήλωση του αιτούντος, δ, η παράστασή του είναι, υποχρεωτικά, μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου και ε. δεν είναι αναγκαία η εξέταση μαρτύρων, για την ευδοκίμηση της αιτήσεως[85].

Η θέση αυτή εξασφαλίζει το ενιαίο συζήτησης και αυτοπρόσωπης δήλωσης του αιτούντος, προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, καθώς, και μείωσης των εξόδων της, καθιερώνοντας απλή και, συγχρόνως, γρήγορη διαδικασία, ενώ, στον αντίποδά της βρίσκεται η υποχρεωτική παράσταση του αιτούντος μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου, η οποία ξενίζει, εξ απόψεως παραδοσιακής ενότητας της πολιτικής δίκης.

 

ii. Συμπεράσματα

Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις, συνάγεται ότι επιχειρήματα αντλούνται, εκατέρωθεν, για τους τρόπους διεξαγωγής της δίκης του ν. 4491/2017. Και ναι μεν η έκδοση απόφασης του αρ. 782 ΚΠολΔ, με τις ειδικότερες προϋποθέσεις της, παραμένει, πλην όμως, η αυτοπρόσωπη δήλωση του αιτούντος για την μεταβολή του ληξιαρχικού γεγονότος του φύλου του, ευθέως επηρέασε την σχετική δίκη, δημιουργώντας διαδικαστικά προβλήματα, στα οποία ο Ειρηνοδίκης ακροβατεί στο μεταίχμιο ερμηνείας κανόνων Δικονομικού Δικαίου, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη, ότι ο καινοτόμος θεσμός της αυτοπρόσωπης δήλωσης, δεν έχει, εισέτι, νομολογιακά αντιμετωπιστεί. Για τον λόγο αυτό, και ενόψει του γεγονότος ότι η δίκη του ν. 4491/2017 απονεμήθηκε στα Ειρηνοδικεία, ως κατώτερα Δικαστήρια του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ορθότερη, μάλλον, μεθοδολογικά η γραμματική ερμηνεία της διάταξης του αρ. 4 παρ. 2 του ν. 4491/2017, κατά την οποία η αυτοπρόσωπη δήλωση μπορεί να δοθεί και σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα, χωρίς να μεταβάλεται η διαδικασία του αρ. 782 ΚΠολΔ, όπως, με το μέχρι πρότινος καθεστώς, διεξάγονταν.

 

7. Η έκδοση απόφασης και τα αποτελέσματά της

Με την τήρηση των ανωτέρω διαδικαστικών προϋποθέσεων, ο Ειρηνοδίκης, και εφόσον αποκτήσει πλήρη δικανική πεποίθηση[86] για την αλήθεια των ιστορούμενων πραγματικών περιστατικών, έχει «υπηρεσιακό καθήκον[87]» να απαντήσει στο αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, με την μορφή της επιδιωκόμενης διάπλασης, όπως, κυριαρχικά, οριοθέτηθηκε το αντικείμενο της αίτησης[88].

Εκδίδεται, δηλαδή απόφαση, που έχει χαρακτήρα διαπιστωτικού μέτρου[89] και περιορίζεται να βεβαιώσει το κρίσιμο γεγονός του φύλου του αιτούντος προσώπου. Ενόψει της διαπλαστικής της φύσης, δεν είναι δεκτική προσωρινής εκτελεστότητας. Η απόφαση, που δέχεται την αίτηση, εκλύει δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, καθόσον αφορά στο ληξιαρχικό γεγονός του φύλου, που εκτείνεται, κατ’ αρχήν, και σε κάθε τρίτο, και, μάλιστα, χωρίς την αναμονή τελεσιδικίας[90], κατ΄αρ. 763 ΚΠολΔ, η οποία περιορίζεται στη δέσμευση του ληξιάρχου να δεχτεί την πραγματική δια­πίστωση του φύλου, που περιέχεται στο διατακτικό της. Από επιτεύξεως τελεσιδικίας, όμως, και εντεύθεν, που επέρχεται με την επίδοση της αποφάσεως στον Εισαγγελέα, σε τυχόν μετέχοντα πρόσωπα, κατ΄αρ. 757 ΚΠολΔ, και με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας εφέσεως, κατ΄αρ. 518, 760 ΚΠολΔ, εκπέμπεται στο διηνεκές, και έναντι όλων[91], ότι έχει δημιουργηθεί νέα κατάσταση, που συνίσταται στο ουσιαστικό δικαίωμα του αιτούντος να διορθώσει το φύλο στην ληξιαρχική του πράξη, ενώ, δεδομένου ότι η δικαστική βεβαίωση δεν εκτείνεται στην εν γένει κατάσταση του αιτούντος, όπως απορρέει από την γέννηση, η απόφαση δε δημιουργεί δεδικασμένο για την αστική κατάστασή του. Συνεπώς, είναι πάντα δυνατή η αναγνωριστική αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία της αμφισβητούμενης διαδικασίας[92], ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατ΄αρ. 18 ΚΠολΔ.

Τέλος, στο ουσιαστικό δίκαιο η απόλαυση του δικαιώματος, που δικαστικά βεβαιώνεται, επέρχεται, κατ’ άρ. 15 ν. 344/1976, με τη διαγραφή του υπάρχοντος φύλου στην ληξιαρχική πράξη και με την εγγραφή του έτερου. Αφού αντικείμενο της δίκης είναι μόνο η δικαστική βεβαίωση του ληξιαρχικού γεγονότος, και όχι η έκδοση διαταγής προς το ληξίαρχο να συμμορφωθεί, είναι αδιάφορο αν η δικαστική βεβαίωση του φύλου θα χρησιμοποιηθεί στο ληξιαρχείο ή σε άλλη δημόσια αρχή, όπως, λ.χ. η δημοτική αρχή που τηρεί το δημοτολόγιο[93].

 

Επίλογος.

Ο δημόσιος διάλογος, που προηγήθηκε της δημοσιεύσεως, καταδεικνύει την «συναισθηματική φόρτιση» που συνόδευσε το ν. 4491/2017, ενώ, και την νομοπαρασκευαστική επιτροπή δεν φαίνεται να την απασχόλησαν, ιδιαίτερα, ζητήματα τα οποία έτυχαν καθολικού προβληματισμού, όπως η ηλικία του αιτούντος προσώπου κ.ο.κ.[94]. Είναι, όμως, γεγονός πως ο ν. 4491/2017 ήρθε να ρυθμίσει μια, σχετικά αρρύθμιστη, κατάσταση, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι, στο πρότερο ισχύος του καθεστώς, δεν υφίστατο περιορισμός στην ηλικία του αιτούντος προσώπου, στη δικαιοπρακτική του ικανότητα, ούτε καν η προϋπόθεση αγαμίας του. Υπό αυτή την έννοια, ο νόμος εκπέμπει διττή προστασία, αφενός προς το αιτούν πρόσωπο, το οποίο καλείται, έκτοτε, εντός προκαθορισμένου δικονομικού πλαισίου και αφετέρου προς το συμφέρον της ολότητας, για λογαριασμό της οποίας τέθηκαν και οι ελάχιστες νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του, ενώ, και η παράλειψη ακρωτηριασμού ή ορμονικής θεραπείας, που αποτελούν την κυριότερη διακήρυξη του νόμου, είχαν, ήδη, νομολογιακά αποσαφηνιστεί και προ της δημοσιεύσεώς του[95]. Συνεπώς, ο ν. 4491/2017 πρέπει να ερμηνευθεί ως πολιτειακή ολοκλήρωση του ουσιαστικού δικαιώματος των διεμφυλικών προσώπων να βεβαιώσουν το φύλο στην ληξιαρχική πράξη που, εφόρου ζωής, τους συνοδεύει και ουχί ως δικαίωμα που απολαύουν, το πρώτον, νομοθετικά. Έτσι, οι πλέον έμπειροι συνάδελφοι, με την νομολογιακή σοφία τους και την πρακτική οξυδέρκειά τους, θα συνεισφέρουν στον αυθορμητισμό των νεωτέρων, προκειμένου, αμφότεροι, απηλλαγμένοι από τις προσωπικές τους πεποιθήσεις και σύμφωνα με τον νόμο και την συνείδησή τους, να παράξουν λύσεις στα ζητήματα ορθής εφαρμογής του ν. 4491/2017, που, ακούσια, παραλείφθηκαν, ή και εσφαλμένα παρουσιάστηκαν, στην παρούσα εισήγηση.

 

Αθήνα, Δεκέμβριος 2017

Γεώργιος Β. Δελής

Ειρηνοδίκης Αθηνών, υπ. Δ.Ν.

[1] ΦΕΚ Α’ 152/13.10.2017

[2] Κατά τη χαρακτηριστική έκφραση Γαζή «Ο άνθρωπος χωρίς ελευθερία να τελεί το βίο του κατά το Δίκαιο παύει να είναι άνθρωπος», Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, τομ. Α΄- Β’, 1970 – 1974, σ. 84.

[3] «Η αντίληψη για τα δύο διακριτά και ασύμμετρα βιολογικά φύλα αποτελεί τέκνο του Διαφωτισμού και του ύστερου 18ου αιώνα. Για χιλιάδες χρόνια πριν ήταν καθολικά αποδεκτό ότι τα γυναικεία γεννητικά όργανα ήταν ίδια με τα ανδρικά, με τη διαφορά ότι, σε αντίθεση με τα τελευταία, βρίσκονταν στο εσωτερικό του σώματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει λαϊκό στιχούργημα «οι γυναίκες είναι άντρες γυρισμένοι ανάποδα». Οι άνθρωποι δηλαδή αντιλαμβάνονταν τον κόλπο ως εσωτερικό πέος, τα χείλη σαν ακροποσθία, τη μήτρα σαν όσχεο και τις ωοθήκες σαν όρχεις. Η αντίληψη αυτή υπογραμμίζεται και από τη γλώσσα. Επί δυο χιλιετίες δεν υπήρχε ιδιαίτερος όρος που να δηλώνει την ωοθήκη ή τον κόλπο, όργανα που από το 19ο αιώνα αναδεικνύονται σε συνεκδοχές της γυναίκας. Στο νοητικό αυτό σύμπαν η γενετήσια εμπειρία των ανθρώπων αντικατοπτρίζει τη μεταφυσική πραγματικότητα πάνω στην οποία εκείνοι πίστευαν ότι εδραιωνόταν η κοινωνική τάξη. Σύμφωνα με το μοντέλο του ενιαίου γενετήσιου φύλου άνδρες και γυναίκες διατάσσονται, ανάλογα με το βαθμό μεταφυσικής τελείωσής τους, σε μια ενιαία ιεραρχική κλίμακα στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το άρρεν. Με λίγα λόγια, στην προγενέστερη του Διαφωτισμού εποχή το γενετήσιο φύλο «εδραζόταν στερεότερα στις πολιτικές του κοινωνικού φύλου, δηλαδή στο πολιτισμικό σύστημα. Το να είναι κάποιος άνδρας ή γυναίκα σήμαινε να κατέχει μια ορισμένη κοινωνική βαθμίδα, μια θέση, να προσλαμβάνει έναν πολιτισμικό ρόλο και όχι να είναι οργανικά κάποιο από τα δυο ασύμμετρα γενετήσια φύλα». Μέσα στα διαφορετικά κείμενα, από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Γαληνό μέχρι τον Αγ. Αυγουστίνο και τον Αβικέννα, μπορούν αν ανιχνευθούν αντιλήψεις που συνθέτουν το νοητικό σύμπαν του ενιαίου γενετήσιου φύλου. Στην αρχαία ελληνική σκέψη, οι γυναίκες είναι αντεστραμμένοι και συνεπώς ατελέστεροι άνδρες». εγγ. Έφη Κάννερ, «Κατασκευάζοντας το φύλο, σώμα και κοινωνικό φύλο, από τους αρχαίους Έλληνες έως τον Φρόυντ», Ουτοπία – Επιθεώρηση Θεωρίας και Πολιτισμού, 61.169.

[4] η απόφαση αυτή ακολούθηθηκε και από έτερες αποφάσεις

[5] Baldassarre A. Liberta,1) Problemi generali, Estrato dal v. XIX della enciclopedia Giuridica, 1988, σ. 6.

[6] Εσφαλμένες, άδικες αποφάσεις ή και χρονοβόρες διαδικασίες.

[7] δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι η χαλάρωση της διαδικασίας, λαμβάνει χώρα, συνήθως, σε περιόδους τυραννίας. Κατά την ρήση του Rudolph von Jhering “Die Form ist die geschworene Feindein der Willkur, die Zwilligsschwester der Greiheit” (σε ελεύθερη μτφρση: Η τυπικότητα είναι η ορκισμένη εχθρός της αυθαιρεσίας, η δίδυμη αδελφή της ελευθερίας)

[8] πηγή: http://www.equaldex.com/

[9] Μαρόκο, Αλγερία, Λιβύη, Σουδάν, Αιθιοπία, Ερυθραία, Σομαλία, Ακτή Ελεφαντοστού Νιγηρία, Καμερούν, Κογκό, Ναμίμπια και Ζάμπια.

[10] Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν, Σρι Λάνκα, Ταυλάνδη, Μαλαισία, Φιλιππίνες και Βόρεια Κορέα

[11] Περού, Σουρινάμ, Παραγουάη

[12] Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία, Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία

[13] Σχετικοί Νόμοι υπάρχουν στην Πορτογαλία, στο Καντόνι της Ζυρίχης

[14] χαρακτηριστικότερη η περίπτωση της τραγουδίστριας Κιμ Πέτρας, η οποία προέβη σε αλλαγή φύλου – με τη συναίνεση φυσικών των γονιών της – σε ηλικία μόλις 12 ετών.

[15] Η περίπτωση ανηλικότητας του αιτούντος δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ, αλλά, μάλλον θα ήταν προδιαγεγραμμένη η τύχη της.

[16] λαμβάνει, δηλαδή, μοναδικό αριθμό κατάθεσης.

[17] ενδ. από τις πιο πρόσφατες ΕιρΡοδ 51/2015 ΤΝΠ Νόμος

[18] ΕισΕκθ ν. 4491/2017

                    [19] Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Το ζήτημα της χειρουργικής και άλλων ιατρικών επεμβάσεων και αγωγών ως προϋποθέσεων για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, ΧρΙΔ 2017.561, Λελέκης Α. Διόρθωση ληξιαρχικής πράξης γέννησης τρανς ατόμων, λόγω “αλλαγής φύλου”, χωρίς ιατρικά προαπαιτούμενα, με αφορμή την ΕιρΑθ 1572/2016, ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ 2017.32.

[20] γεγονός εννοιολογικά σημαίνει κάτι που έχει γίνει, που έχει πράγματι συμβεί στο παρελθόν και διακρίνονται από γεγονότα προς σύνταξη ληξιαρχικής πράξης, υπό νομική έννοια

[21] Διάγραμμα του εισηγητή σχεδίου Μιχελάκη, ΣχεδΠο/ΝΔ, VII σελ. 61. Σόντης στην ΕρμΑΚ 37 αριθ. 8.

[22] Η έννοια του «γεγονότος» που είναι δυνατόν να  βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση κατά τη διαδικασία της εκουσίας  δικαιοδοσίας δεν έχει καμία σχέση με τα «πραγματικά περιστατικά» που διερευνώνται κατά τη διαδικασία της  αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, αλλά αντίθετα τα γεγονότα αυτά υπό την  έννοια της 782 παρ. 1 ΚΠολΔ είναι συγκεκριμένα και ορισμένα και αφορούν  τόσο την προσωπική κατάσταση του φυσικού προσώπου (γέννηση, θάνατος, γάμος, βάπτιση κλπ.), όσο και την κατάρτιση δικαιοπραξιών προσωπικής κατάστασης (τέλεση γάμου, ονοματοδοσία), όχι όμως και την αντίστοιχη έννομη σχέση, γι’ αυτό και η απόφαση που βεβαιώνει την τέλεση γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο για την έννομη σχέση του γάμου (ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗΣ ό.π. στο άρθρο 782 αριθμ. 2 σελ. 502). Ζητείται δε η βεβαίωσή τους από το Δικαστήριο προκειμένου να συνταχθεί η οικεία ληξιαρχική πράξη για το λόγο ότι από  διάφορες αιτίες δεν είχε συνταχθεί και ο επιδιώκων τη σύνταξή της έχει προφανώς έννομο συμφέρον. Οποιοδήποτε άλλο γεγονός δεν είναι δυνατόν να  βεβαιωθεί με την ανωτέρω διαδικασία και με βάση την προαναφερομένη διάταξη αλλά αποτελεί πιθανόν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

[23] Μπρακατσούλας, σελ. 123, 124. Η αντίληψη ότι, σε περίπτωση ερμαφρόδιτου, διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης επιτρέπεται μόνον όταν από πλάνη είχε δηλωθεί ορισμένο φύλο ως επικρατέστερο, και όχι όταν μεταγενέστερα μεταβλήθηκε το φύλο (Δ. Μητσόπουλος – Β. Νικόπουλος – Β. Σίτης, ο.π. σελ. 28), δεν είναι πειστική. Και τούτο γιατί παραβλέπει ότι αντικείμενο της σχετικής δίκης δεν είναι η διόρθωση των σφαλμάτων της ληξιαρχικής πράξης, αλλά η δικαστική βεβαίωση ληξιαρχικών γεγονότων, δηλαδή γεγονότων, σχετικών με την αστική κατάσταση των προσώπων. Μόνον όταν ζητείται να διαγνωστούν με δύναμη δεδικασμέ­νου οι έννομες σχέσεις που απορρέουν από τα γεγονότα τούτα, τότε δεν πρόκειται για υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, αλλά για ιδιωτική διαφορά που θα πρέπει να εισαχθεί με την προσή­κουσα διαγνωστική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

[24] Προς τούτο και η σχετική επισημείωση την ληξιαρχική πράξη

[25] Τσάτσος Δ., Το πρόβλημα ερμηνείας του Δικαίου, 1978, σ. 122 επ.

[26] Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον, σ. 103 – 105, με παρατηρήσεις Κρητικού, ΕλλΔνη 1997.699 – 703

[27] εγγ. ΑιτΕκθ ν. 4491/2017

[28] Κατά την ΕισΕκθ «Αναγράφεται ρητά ότι προϋπόθεση για το νομικό επαναπροσδιορισμό του φύλου είναι η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα του ενδιαφερομένου, με εξαίρεση τους ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει συναίνεση των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα. Η άσκηση πολλών ατομικών δικαιωμάτων, εξαιτίας της σπουδαιότητάς τους, προϋποθέτει ένα «ελάχιστο» πνευματικής ωριμότητας του ατόμου. Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης σε πολλές περιπτώσεις ορίζει, μεταξύ άλλων, ένα κατώτατο ηλικιακό όριο, προκειμένου να επιτρέψει την άσκησή τους. Εν προκειμένω, ως όριο τίθεται το 17ο έτος της ηλικίας του ενδιαφερόμενου, το οποίο ταυτίζεται με αυτό του δικαιώματος του εκλέγειν. Η ανωτέρω προϋπόθεση, τίθεται προεχόντως για την προστασία του ανήλικου προσώπου με κριτήριο το βέλτιστο συμφέρον του.

 

[29] Κοσμίδης, Η εκδίκαση των υποθέσεων Οικογενειακού Δικαίου μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, Αρμ. 52.1037 επ.

[30] http://www.protagon.gr/themata/nomiki-anagnwrisi-tis-taftotitas-fylou-44341491952

[31] Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Μεγάλη Βρετανία δεν αναφέρεται το φύλο των γονέων τέκνου, στη δε ληξιαρχική πράξη γέννησής του αναφέρονται αυτοί, ως ΓΟΝΕΑΣ Α και ΓΟΝΕΑΣ Β.

[32] Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, παρ. 67, σ. 148

[33] Μητσόπουλος, Η έννοια της εκούσιας δικαιοδοσίας, ΝΔ 1971.33 επ.

[34] ΤΝΠ Νόμος

[35] εγγ. Βασίλης Σωτηρόποιυλος, σχόλιο στη δημόσα διαβούλευση του ν. 4491/2017, διαθ. εδώ: http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=8074

[36] ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015

[37] Φραγκίστας Χ. Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, Γενικό μέρος, σ. 28 -30.

[38] Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 782, αρ. 10, σ. 1544.

[39] mutatis mutandis για όσα ισχύουν στην αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, 2000, άρθρο 625, αρ. 4, μ.π.π.

[40] κατά τόπο, συνήθως, στη δικαστηριακή πρακτική

[41] και στο τμήμα της Εκουσίας Δικαιοδοσίας, εφόσον τηρείται τέτοιο

[42] ότι πρόκειται για αίτηση

[43] η υποχρέωση για αναγραφή ΑΦΜ θεσμοθετήθηκε το πρώτον με τον ν. 4335/2015 και δέχθηκε σφοδρή κριτική. Ήδη, όμως, τα δικαστήρια, με σχετικά αποσπασματική αντίθετη νομολογία, κατέληξαν ότι η μη αναγραφή του δεν άγει σε ακυρότητα τη διαδικαστική πράξη καταθέσεως της αιτήσεως (ΠΠρΛαμ 1/2016 ΤΝΠ Νόμος)

[44] Η κατάθεση της αίτησης από πληρεξούσιο Δικηγόρο, είναι πλέον υποχρεωτική στις υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά τα αρ. 94, ως τροποποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 ν. 4335/2015, 741 ΚΠολΔ.

[45] Η μη συνυποβολή του, κατά την ορθότερη άποψη, δεν άγει τη διαδικαστική πράξη της αιτήσεως σε απαράδεκτο, ειμή μόνο απειλεί διοικητικές κυρώσεις για το Δικηγόρο. Για τον λόγο αυτό, η Γραμματεία του Ειρηνοδικείου υποχρεούται να στείλει σχετική αναφορά στον αρμόδιο Δικηγορικό Σύλλογο.

[46] Ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α’ 208/27.9.2013)

[47] λαμβάνει, δηλαδή, μοναδικό αριθμό κατάθεσης.

[48] όπως λ.χ. οι γονείς του αιτούντος

[49] ως προάγγελος δεδικασμένου

[50] Αρβανιτάκης σε ό.π., Εισαγ. 739 – 866, αρ. 11, σ. 1459

[51] Μητσόπουλος, Μελέται γενικής θεωρίας του Δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου, 1983, 597 – 660.

[52] Μπέης, Ερμηνεία, Εκουσία Δικαιοδοσία, υπό άρθρο 782

[53] Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 781, αρ. 5, σ. 1541

[54] Κατά το αρ. 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 ν. 4335/2015

[55] ΑΠ 871/2003 ΕλΔνη 44.1624, ΑΠ 954/1997 ΕλΔνη 40.339, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27.1427, ΕφΛαρ 609/2002 Δικογρ 2003.84, ΕφΑθ 8107/2001 ΕλΔνη 44.225, ΕφΑθ 3895/1998 ΑρχΝ 1999.427, Μπέης: ΠολΔικ. Άρθρο 68 σελ. 360 μ.π.π.

[56] Επι ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως και στην προθεσμία του αρ. 748 ΚΠολΔ.

[57] Αρβανιτάκης σε ό.π., αρθρο 742, αρ. 3, σ. 1476

[58] ΕφΑθ 7159/1986 ΕλλΔνη 1987.675

[59] Η διάταξη γνώρισε μεγάλες αντιδράσεις, καίτοι δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την νομοπαρασκευαστική επιτροπή

[60] υπό το αρ. 216 ΚΠολΔ, Μακρίδου Κ. Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 1998, σ. 16 επ., Καλαβρός Κ. , Το αντικείμενο της πολιτικής δίκης I , σελ 127 επ., Νίκας Ν. , Πολιτική Δικονομία  I, σ.  427.

[61] Ράμμος, ΣχπΠολΔ VII 15)

[62] Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, 2000, Εισαγ. 739 – 866, αρ. 11, σ. 1459

[63] Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, Σάκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 137, ο ίδιος, περί την συνταγματικότητα αντίστοιχων διατάξεων, Αρμ.2004.332.

[64] Μακρίδου Κ., Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 1998,  σ. 210 -222

[65] πάγια νμλγια, ενδ. ΑΠ 1510/1992 ΕλλΔνη 1994.368, ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 1991.235

[66] Νίκας, ό.π., σ. 150

[67] ΑΠ 1065/2003 ΕλλΔνη 2004.84.

[68] Μακρίδου, ό.π., σ. 282

[69] κατ΄αρ. 10 ΚΠολΔ, Καμπουράκης, Ζητήματα τινά εκ του αμεταβλήτου της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητος, ΠολΔ 45.221

[70] ΕφΛαρ 214/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 371/1997 ΕλΔνη 38.1601, ΕφετΑθ 4851/1992 ΕΣυγκΔ 1994.214

[71]Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σ. 125

[72] τα οποίο αποτελεί στοιχείο του αιτιολογικού

[73] ΜΠρΗρακλ 362/1970 Δ 2,292

[74] Κατά μία εκδοχή (Σταυρόπουλος, 2η εκδ. 782 § 2 ε σελ. 919) απλώς δεν απαιτείται να διατάσσεται ο ληξίαρχος να προχωρήσει στη σύνταξη ή διόρθωση της οικείας ληξιαρχικής πράξης. Όμως η εκδοχή αυτή, στην έκταση που αφήνει να νοηθεί ότι δεν βλάπτει τίποτε και να περιέχεται στο διατακτικό της απόφαση διαταγή προς το ληξίαρχο να συμμορφωθεί, παραβλέπει ότι έτσι θα εκδιδόταν δεσμευτική για το ληξίαρχο δικαστική επιταγή, δίχως να του έχει δοθεί προηγουμένως η δυνατότητα να ακουστεί, κάτι που θα ήταν αντίθετο με το άρθρο 20 § 1 Σ.

[75] Μπέης, ό.π.

[76] εγγ. Παρασκευόπουλος, Αυτεπάγγελτος ενέργεια του δικαστηρίου κατά τον ΚΠολΔ, ΝοΒ 1970.882 επ.

[77]Ψαρουδάκη Μ., Η μερικής αγωγή, Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών, 2001.428

[78] Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, 2000, άρθρο 744, αρ. 1, σ. 1479.

[79] Ράμμος, Εγχερίδιον Δικονομικού Δικαίου, σ. 1964

[80] Με την τροποποίηση του ν. 4335/2015 η συμμετοχή τρίτων στην τριτανακοπή παρέχεται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, κατόπιν τηρήσεως προδικασίας

[81] εγγ. Γιαννούλης, Η ανάκλησις ή μεταρρύθμισης οριστικής απόφασης, εκδοθείσης κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, Δ 1976.516 – 522.

[82] Η δήλωση του αιτούντος ότι επιθυμεί τη διαγραφή του φύλου του και τη βεβαίωση του έτερου φύλου στην ληξιαρχική του πράξη, συνιστά διφυής πράξη δικονομικού και δικαιοπρακτικού χαρακτήρα. Ενόψει του τελευταίου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η προσβολή της δήλωσης για ελαττώματα της βούλησης, κατ΄αρ. 140 επ. ΑΚ, για τα οποία, όμως, δεν θα γίνει λόγος.

[83] Φουντεδάκη Κ, Σάκκουλας, Υιοθεσία – Προϋποθέσεις προσβολής, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 174 επ.

[84] ΑιτΕκθ ν. 4491/2017

[85] Η εύρεση των οποίων στις υποθέσεις προσωπικής κατάστασης είναι δυσχερής, όπως προκύπτει και από πλείστα σχόλια διεμφυλικών προσώπων, κατά τη δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε του νόμου.

[86] Η οποία ισχύει και στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ως μέτρο απόδειξης

[87] Μπεής Κ., Παρατηρήσεις στην ΜΠΠειρ 30/1996, Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου, σ. 542, Δ. 28.1257, Ψαρουδάκη Μ., Η μερική αγωγή, Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών, 2001.428.

[88] Κονδύλης, ό.π., σ. 189.

[89] Σόντης στην ΕρμΑΚ 37 αριθ. 31

[90] υπό το προϊσχύσαν του ν. 344/1976 καθεστώτος, απαιτούνταν αμετάκλητη απόφαση

[91] και το δικαστή, δηλαδή, μεταγενέστερης αιτήσεως

[92] ΜΠρΗρακλ 362/1970 Δ 2,292 με σύμφωνο ενημ. σημ. Κ. Μπέη. ΜΠρΜυτ 237/1982 ΑρχΝ 34,184

[93] Μπέης, ό.π.

[94] https://www.youtube.com/watch?v=jPzWDFs3Sdw

[95] Αξίζει να σημειωθεί πως και η Επιτροπή Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, κάνει λόγο για επαρκές πλαίσιο προ του ν. 4491/2017, διαθ. https://www.imml.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1856:ep-vioithikis-2&catid=151:arthra&Itemid=123 ..

Δημόσια διαβούλευση νομοσχεδίου με τίτλο: “Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2235 που τροποποιεί την Οδηγία 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας και την Οδηγία 2008/118/ΕΚ σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης όσον αφορά στις αμυντικές προσπάθειες στο πλαίσιο της Ένωσης – Τροποποιήσεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα”

Ο Υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας θέτει από σήμερα 10 Οκτωβρίου 2022, ημέρα Δευτέρα σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, το σχέδιο νόμου «Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2235 που τροποποιεί την Οδηγία 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας και την Οδηγία 2008/118/ΕΚ σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης όσον αφορά στις αμυντικές προσπάθειες στο πλαίσιο της Ένωσης – Τροποποιήσεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα».

Στο πλαίσιο αυτό καλείται να συμμετάσχει στη δημόσια διαβούλευση κάθε κοινωνικός και οικονομικός εταίρος, καθώς και κάθε ενδιαφερόμενος πολίτης, καταθέτοντας τις προτάσεις του για την όποια βελτίωση των διατάξεων του ανωτέρω νομοθετήματος. Η διαβούλευση θα διαρκέσει μέχρι την 24η Οκτωβρίου 2022, ημέρα Δευτέρα και ώρα 20:00.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του σχεδίου νόμου επιδιώκεται η εναρμόνιση της εθνικής μας νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο, προκειμένου να προβλέπεται η χορήγηση απαλλαγών από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ή στις ένοπλες δυνάμεις των άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. κατά περίπτωση, όταν αυτές συμμετέχουν σε αμυντική προσπάθεια για την υλοποίηση ενωσιακής δραστηριότητας στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Οι απαλλαγές αυτές ευθυγραμμίζονται με αντίστοιχες απαλλαγές του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), δεν αφορούν άλλες δράσεις οι οποίες δεν εξυπηρετούν κοινούς σκοπούς άμυνας (π.χ. ανθρωπιστικές αποστολές) και επεκτείνονται και στο πολιτικό προσωπικό που τις συνοδεύει.

Οι νέες προβλέψεις αφορούν τις ένοπλες δυνάμεις υπό τον όρο της συμμετοχής τους σε αμυντική προσπάθεια για την υλοποίηση ενωσιακής δραστηριότητας στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ) της ΕΕ:

α) Εξομοιώνεται με ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών εξ επαχθούς αιτίας η χρησιμοποίηση αγαθών, τα οποία δεν αγοράστηκαν με τους γενικούς όρους φορολόγησης της εσωτερικής αγοράς άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε., από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις που συμμετέχουν σε αμυντική προσπάθεια στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ εκτός της Ελλάδας.

β) Χορηγείται απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) αγαθών που εισάγονται ή παραδίδονται και υπηρεσιών που παρέχονται στην Ελλάδα, καθώς και αγαθών που παραδίδονται και υπηρεσιών που παρέχονται από την Ελλάδα προς άλλο κράτος μέλος, και προορίζονται για χρήση των ενόπλων δυνάμεων οποιουδήποτε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) όταν συμμετέχουν σε αμυντική προσπάθεια στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ εκτός του κράτους μέλους στο οποίο ανήκουν.

γ) Χορηγείται απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) για ενεργειακά, αλκοολούχα και καπνικά είδη τα οποία παραλαμβάνονται από τις ένοπλες δυνάμεις άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε., πλην της Ελλάδας όταν συμμετέχουν σε αμυντική προσπάθεια στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ.

Σας καλώ να συμμετάσχετε στη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, διατυπώνοντας τις απόψεις και τις παρατηρήσεις σας για τη βελτίωση των διατάξεων του παρόντος.

Ο Υπουργός Οικονομικών

Χρήστος Σταϊκούρας

Ευρωπαϊκή και παγκόσμια ημέρα κατά της θανατικής ποινής, 10 Οκτωβρίου 2022: Κοινή δήλωση του Ύπατου Εκπροσώπου, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και της Γενικής Γραμματέως του Συμβουλίου της Ευρώπης

Επ’ ευκαιρία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ημέρας κατά της θανατικής ποινής, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης επαναλαμβάνουν κατηγορηματικά την απερίφραστη αντίθεσή τους στη θανατική ποινή πάντοτε, παντού και σε όλες τις περιστάσεις.

Η φετινή χρονιά σηματοδοτεί την εικοστή επέτειο από τη θέση σε ισχύ του Πρωτοκόλλου αριθ. 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις. Συγχαίρουμε όλα εκείνα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατών μελών της ΕΕ) που έχουν καταργήσει τη θανατική ποινή σε όλες τις περιστάσεις και καλούμε τα δύο τελευταία κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που δεν έχουν ακόμη προσχωρήσει στο εν λόγω πρωτόκολλο —την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν— να το πράξουν χωρίς καθυστέρηση.

Η σταθερή μείωση σε παγκόσμιο επίπεδο του αριθμού των κρατών που εξακολουθούν να εφαρμόζουν τη θανατική ποινή επιβεβαιώνει τη διεθνή τάση εγκατάλειψης αυτής της σκληρής, απάνθρωπης και αναποτελεσματικής τιμωρίας. Μια μειοψηφία 18 κρατών, ήτοι το 9% του συνολικού αριθμού των κρατών μελών του ΟΗΕ, εξακολούθησε να πραγματοποιεί εκτελέσεις το 2021. Καλούμε τα εν λόγω κράτη να επιβάλουν μορατόριουμ στη θανατική ποινή ως πρώτο βήμα για την κατάργησή της.

Η ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης καταδικάζουν απερίφραστα τις θανατικές ποινές που επιβλήθηκαν πρόσφατα στην κατεχόμενη ουκρανική πόλη Ντονέτσκ. Τονίζουμε ότι οι ποινές αυτές ήταν ασυμβίβαστες τόσο με το ευρωπαϊκό δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και με το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων της Γενεύης, και χαιρετίζουμε με ανακούφιση την απελευθέρωση των καταδικασθέντων. Ομοίως, αποδοκιμάζουμε την πολιτικά υποκινούμενη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα της Λευκορωσίας —με την οποία επεκτείνεται η θανατική ποινή σε «απόπειρες τρομοκρατικών πράξεων», με απώτερο σκοπό να στοχοποιηθούν πολιτικοί αντιφρονούντες— και καλούμε τις αρχές να ανακαλέσουν την απόφαση αυτή. Καλούμε επίσης τη Σιγκαπούρη, το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες που πρόσφατα αύξησαν τον αριθμό των εκτελέσεων να εναρμονιστούν με την παγκόσμια τάση και να εγκαταλείψουν τη χρήση αυτής της απάνθρωπης τιμωρίας.

Η ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης εξαίρουν το Καζακστάν για την επικύρωση του Δεύτερου Προαιρετικού Πρωτοκόλλου του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο αποσκοπεί στην κατάργηση της θανατικής ποινής παγκοσμίως. Συγχαίρουμε επίσης την Παπούα Νέα Γουινέα, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και την Ισημερινή Γουινέα για το γεγονός ότι φέτος κατάργησαν τη θανατική ποινή.

Η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση είναι εγγενές στοιχείο της θανατικής ποινής. Ο εγκλεισμός σε πτέρυγα μελλοθανάτων συμβάλλει στη μακροχρόνια κατάπτωση της σωματικής και ψυχολογικής υγείας του ατόμου. Η ψυχική οδύνη που προκαλεί η αναμονή της εκτέλεσης και οι βάναυσες μέθοδοι εκτέλεσης που χρησιμοποιούνται αντιβαίνουν στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, όπως παγίως αναγνωρίζεται στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Τέλος, η ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης παροτρύνουν όλα τα κράτη να προσχωρήσουν στην παγκόσμια συμμαχία για την καταπολέμηση του εμπορίου ειδών που χρησιμοποιούνται για βασανιστήρια, η οποία θεσπίστηκε το 2017 και στην οποία επί του παρόντος συμμετέχουν 62 κράτη, τα οποία έχουν δεσμευτεί να περιορίσουν το εμπόριο ειδών που χρησιμοποιούνται για την τέλεση βασανιστηρίων και την εκτέλεση θανατικών ποινών.

Η θανατική ποινή συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, αντίθετη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για την εγκληματικότητα. Κανένα νομικό σύστημα δεν είναι απαλλαγμένο από δικαστικά σφάλματα, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια αθώων ζωών. Δεν θα σταματήσουμε να υποστηρίζουμε τη θέση αυτή έως ότου παύσει να εφαρμόζεται η θανατική ποινή.

Δημόσια διαβούλευση νομοσχεδίου με τίτλο ” Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/882 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 σχετικά με τις απαιτήσεις προσβασιμότητας προϊόντων και υπηρεσιών”

Ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Σπυρίδων – Άδωνις Γεωργιάδης θέτει σήμερα, 4 Οκτωβρίου 2022, ημέρα Τρίτη, και ώρα 21: 30, σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, το σχέδιο νόμου με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/882 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 σχετικά με τις απαιτήσεις προσβασιμότητας προϊόντων και υπηρεσιών».
Ο σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία (ΕΕ) 2019/882 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προσβασιμότητας προϊόντων και υπηρεσιών για τα Άτομα με Αναπηρίες.
Το παρόν σχέδιο νόμου εντάσσεται στην προσπάθεια επίτευξης των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα μας, στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (ΣΗΕΔΑΑ), η οποία κυρώθηκε με το νόμο 4074/2012 (ΦΕΚ 88/Α΄).
Το σχέδιο νόμου έχει ως στόχο να συμβάλει στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και στην άρση και αποτροπή των φραγμών στην ελεύθερη κυκλοφορία προσβάσιμων προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, φραγμοί οι οποίοι προκύπτουν από μη εναρμονισμένες εθνικές προσεγγίσεις όσον αφορά το ζήτημα της προσβασιμότητας. Στοχεύει επίσης στην προώθηση της ανεξάρτητης διαβίωσης και της αυτόνομης επιλογής των Ατόμων με Αναπηρίες, καθώς και στην ενίσχυση της προσπάθειας πλήρους και ισότιμης συμπερίληψης των ατόμων αυτών στην οικονομική και κοινωνική ζωή, έκφανση της οποίας είναι και η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης αναφορικά με τις δυνατότητες πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες.
Στο πλαίσιο αυτό, καλείται να συμμετάσχει στη δημόσια διαβούλευση κάθε κοινωνικός εταίρος και κάθε ενδιαφερόμενος, καταθέτοντας τις προτάσεις του για τη βελτίωση των διατάξεων του προτεινόμενου σχεδίου νόμου.
Η διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης θα ξεκινήσει την 4η Οκτωβρίου 2022 και ώρα 21:30, και θα ολοκληρωθεί την 18η Οκτωβρίου 2022, ημέρα Τρίτη και ώρα 21:30.

 

Μετάβαση στον διαδικτυακό τόπο διαβουλεύσεων

 

Δημόσια διαβούλευση νομοσχεδίου με τίτλο: ” Εξορθολογισμός ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και άλλες διατάξεις”

Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωνσταντίνος Χατζηδάκης θέτει από σήμερα, 6/10/2022, και ώρα 20.00 σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση το σχέδιο νόμου «Εξορθολογισμός ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και άλλες διατάξεις» και καλεί τους κοινωνικούς εταίρους και τους ενδιαφερόμενους πολίτες και επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στη διαδικασία, καταθέτοντας τις προτάσεις τους.

Η διαβούλευση θα διαρκέσει μέχρι την 20ή Οκτωβρίου 2022 και ώρα 20.00.

 

Μετάβαση στον διαδικτυακό τόπο διαβουλεύσεων

 

Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ των Υπουργείων Υγείας και Δικαιοσύνης για την ενίσχυση της προστασίας των θυμάτων εγκληματικών πράξεων

Η Υφυπουργός Υγείας, αρμόδια για θέματα Ψυχικής Υγείας και Εξαρτήσεων, Ζωή Ράπτη και ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης, αρμόδιος για θέματα Διεθνούς Συνεργασίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Γιώργος Κώτσηρας, υπέγραψαν σήμερα Μνημόνιο Συνεργασίας, με σκοπό τον κοινό σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών και δράσεων για την προστασία, υποστήριξη και αποκατάσταση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων.

Στο πλαίσιο υλοποίησης του Μνημονίου, τα δύο Υπουργεία θα λάβουν μέτρα – πρωτοβουλίες και θα προβούν σε ενέργειες για την ενίσχυση του πλαισίου προστασίας των θυμάτων και τη διασφάλιση του απόλυτου σεβασμού των δικαιωμάτων τους, όπως:

1) Η λήψη πρωτοβουλιών για την αναβάθμιση των υπηρεσιών υποστήριξης θυμάτων και την παροχή στοχευμένης ψυχολογικής υποστήριξης από ψυχιάτρους, παιδοψυχιάτρους και ψυχολόγους στα θύματα εγκληματικών πράξεων, με έμφαση στα πλέον ευάλωτα και ειδικότερα στα παιδιά, τα άτομα με αναπηρία και τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.

2) Η ειδική επιμόρφωση των εμπλεκόμενων επαγγελματιών (μεταξύ άλλων, δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, παιδοψυχιάτρων, ψυχολόγων, ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών).

3) Συνεργασία με τους Δικηγορικούς Συλλόγους για την εκπαίδευση και την ευαισθητοποίηση των μελών τους, σχετικά με τις αρχές της προστασίας των θυμάτων, με ιδιαίτερη έμφαση στα θύματα που χρήζουν ειδικής προστασίας.

4) Δράσεις για τη διασφάλιση της αναλυτικής ενημέρωσης στα θύματα αναφορικά με τα δικαιώματά τους.

Με αφορμή την υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας, η Υφυπουργός Υγείας, κα Ζωή  Ράπτη, δήλωσε:

«Σήμερα, το Υπουργείο Υγείας ενώνει τις δυνάμεις του με το Υπουργείο Δικαιοσύνης για τον σκοπό της ενίσχυσης της προστασίας των θυμάτων, ιδίως αυτών που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως τα άτομα με αναπηρία, τα παιδιά και τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Στόχος μας είναι να υποστηρίξουμε τα θύματα που έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας, επειδή κινδυνεύουν να υποστούν ξανά θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση. Απαραίτητη είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών, που θα εξασφαλίσουν τη συνεργασία με ειδικό παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο των δομών Ψυχικής Υγείας. Μετά και την υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας με το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου για τους ασυνόδευτους ανηλίκους, αποδεικνύουμε έμπρακτα ότι λαμβάνουμε μέριμνα για όλους τους συμπολίτες μας, χωρίς διακρίσεις».

Από την πλευρά του, ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης, κ. Γιώργος Κώτσηρας, ανέφερε:

«Η προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων εγκληματικών πράξεων αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για το Υπουργείο Δικαιοσύνης, κάτι που αποτυπώνεται σε πολλές από τις πρωτοβουλίες που έχουν  ήδη αναληφθεί όπως το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, οι πρόσφατες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας και τις δράσεις αρμοδιότητάς του στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας κατά των ανηλίκων. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνουμε τη συγκεκριμένη διυπουργική πρωτοβουλία και ενώνουμε δυνάμεις με την Υφυπουργό Υγείας, αρμόδια για θέμα Ψυχικής Υγείας, Ζωή Ράπτη, υπογράφοντας το παρόν Μνημόνιο Συνεργασίας, με στόχο να ενισχύσουμε έτι περαιτέρω την υποστήριξη και προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, με έμφαση στα πλέον ευάλωτα από αυτά».

Λ.Τσόγκας: Η κατάσχεση στην ποινική προδικασία, νέες ρυθμίσεις στον ΚΠΔ και η εφαρμογή τους σήμερα

Η κατάσχεση στην ποινική προδικασία, νέες ρυθμίσεις στον ΚΠΔ και η εφαρμογή τους σήμερα

 

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

 

Η κατάσχεση αποτελεί δικονομική ενέργεια, που σχετίζεται με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας κατά τη συλλογή των αποδείξεων στην ποινική δίκη. Έτσι ως τέτοια ενέργεια εντάσσεται στο πλέγμα εκείνων των δικονομικών ενεργειών, που πρέπει να λάβουν χώρα κατά το άρθρο 251 ΚΠΔ. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

Άρθρο 251 – Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση –

Αρχή της αναλογικότητας.

1. Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι, στους οποίους έχουν ανατεθεί ανακριτικές πράξεις κατά το άρθρο 249 παρ. 2, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος.

2. Κατά τη διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης ο ανακριτής και ο ανακριτικός υπάλληλος οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος).

Τα σημεία, που πρέπει να αναλυθούν, είναι τα εξής:

1ον. Δεν νοείται κατάσχεση πράγματος ακόμη και αν τούτο συνδέεται με την αξιόποινη πράξη, αν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (π.χ. ο εξαρτημένος αναζητά ως χώρο κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ουσιών ένα όχημα για να εξασφαλίσει την ημερήσια δόση του. Το όχημα δεν μπορεί να κατασχεθεί λόγω της δυσαναλογίας μεταξύ της αξίας του θιγόμενου αγαθού, που αυτό αντανακλά και της σχέσης του με την ερευνώμενη πράξη). Η στάθμιση λοιπόν της αξίας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού κατά την κατάσχεση του πράγματος με την συμβολή, που το πράγμα έχει στην απαξία της πράξης, καθορίζει την ανάγκη τυχόν κατάσχεσής του.

2ον. Η κατάσχεση πράγματος αποτελεί δικονομική ενέργεια, που αποσκοπεί στη συλλογή αποδείξεων για την ταυτότητα του δράστη, για την ανακάλυψη και την εξιχνίαση του εγκλήματος.

3ον. Αφού η κατάσχεση αποσκοπεί στη συλλογή αποδείξεων για την ταυτότητα του δράστη και την τέλεση του εγκλήματος, τούτο σχετίζεται και με τις προϋποθέσεις της άρσης της κατάσχεσης. Ειδικότερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 268§3 ΚΠΔ η άρση της μπορεί να διαταχθεί όταν πια δεν πιθανολογείται κίνδυνος να προκληθούν δυσχέρειες από αυτή στην εξακρίβωση της αλήθειας. Μάλιστα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ευχέρειας του αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου να κρίνει απορριπτέα την αίτηση άρσης της κατάσχεσης με το σκεπτικό ότι το κατασχεθέν πράγμα είναι δημευτέο κατά τα διαλαμβανόμενα στον Ποινικό Κώδικα. Ακόμη αυτή η προσέγγιση αφορά και το ζήτημα της αλλαγής φύλακα των πραγμάτων, που τελούν υπό κατάσχεση. Με βάση την ανωτέρω νομοθετική πρόβλεψη δεν μπορεί πια να υποστηριχθεί η θέση ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, ο Ανακριτής ή ο Εισαγγελέας αποφαίνονται παρεμπιπτόντως για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων μόνο όταν αυτά σχετίζονται με την ανακάλυψη της αλήθειας και όχι όταν αποτελούν αντικείμενα, που υπόκεινται σε δήμευση, γιατί έτσι υποκαθίσταται η κρίση του Δικαστηρίου. Τούτο συμβαίνει λόγω της αναπληρωματικής δήμευσης, που έχει εισαχθεί στο ποινικό δίκαιο. Ειδικότερα κατά την §3 του άρθρου 68 ΠΚ αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος, το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης, μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους. Αν τα παραπάνω αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναμειχθεί με περιουσία, που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων. Περαιτέρω κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου αν το πράγματα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη.

4ον. Γίνεται αντιληπτό από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι στην περίπτωση που το κατασχεθέν πράγμα είναι το μέσο τέλεσης του εγκλήματος και μάλιστα το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, που ταυτοποιεί τον κατηγορούμενο με το έγκλημα ή φανερώνει συγκεκριμένη ιδιότητά του στην τέλεση του εγκλήματος (που μόνο αν την είχε μπορεί να θεωρηθεί φυσικό υποκείμενο τέλεσής της), τότε η διατήρησή του στο δικονομικό καθεστώς της κατάσχεσης αποτελεί αναγκαιότητα για την εξακρίβωση της αλήθειας. Διαφορετικά δεν θα είναι δυνατό να γίνει η επαλήθευση της σχέσης του δράστη με την ερευνώμενη πράξη στον τόπο και χρόνο, που αυτή του αποδίδεται, δίχως το Δικαστήριο να έχει στη διαθεσή του το βασικό αποδεικτικό στοιχείο, που είναι το μέσο τέλεσής της. Τούτο μάλιστα καθίσταται ακόμη σαφέστερο στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη ή όταν υπάρχουν συμμέτοχοι, που δεν έχουν ταυτοποιηθεί. Επομένως με βάση τα προαναφερθέντα αν ο δράστης ομολογεί την πράξη και δεν υπάρχουν συμμέτοχοι, που την αρνούνται ή είναι άγνωστοι και έτσι το κατασχεθέν πράγμα  δεν σχετίζεται με την ταυτοποίηση του δράστη, όπως επίσης όταν δεν  υπάρχουν αποδεικτικά κενά στη δικογραφία, έτσι  που η απόδειξη της τέλεσης της πράξης να μπορεί να επιτευχθεί από τη διατήρηση του κατασχεθέντος πράγματος στην εξουσία της πολιτείας, τούτο δεν μπορεί να τελεί  πια υπό κατάσχεση.

5ον. Ειδικά ως προς το ζήτημα της αλλαγής φύλακα των πραγμάτων, που έχουν κατασχεθεί, σημειώνεται ότι το πρόσωπο του νέου φύλακα, που τελικά να αναλάβει τη φύλαξη των πραγμάτων σε αντικατάσταση του αρχικά ορισθέντος, πρέπει να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά φερεγγυότητας για τη φύλαξή τους και την παράδοσή τους στις δικαστικές αρχές μόλις τούτο ζητηθεί. Κατά συνέπεια δεν νοείται χρήση του πράγματος, παρά μόνο αξιόπιστη φύλαξή του, ενώ προς τούτο μπορεί να ζητηθεί η καταβολή εγγύησης.

6ον. Επειδή κατά το άρθρο 586 εδ.θ’ ΚΠΔ ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που αναφέρεται σε θέματα, που αυτός ρυθμίζει, προκύπτει ότι όπου σε άλλο νόμο (π.χ. άρθρο 177 Ε.Τ.Κ) προβλέπεται η υποχρεωτική φύλαξη των πραγμάτων από κρατικές υπηρεσίες χωρίς να υφίσταται δικονομικά η  δυνατότητα ιδιώτης να ζητήσει την αλλαγή του φύλακα των κατασχεθέντων πραγμάτων, τούτο πια δεν ισχύει. Έτσι εφασμοστέες είναι αποκλειστικά οι διατάξεις των άρθρων 268, 269 ΚΠΔ.

7ον. Για τα πράγματα, τα οποία υπόκεινται σε φθορά ή η κατοχή τους απαγορεύεται, ή προκαλούν κίνδυνο στη δημόσια υγεία είναι υποχρεωτική η πώληση ή καταστροφή τους κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 269§2 ΚΠΔ.

8ον. Κατάσχεση νοείται κατά την §1 άρθρου 266 ΚΠΔ και μετά την κύρια ανάκριση διαρκούσης της δίκης με απόφαση του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή η σχετική διάταξη της απόφασης του Δικαστηρίου εκτελείται με παραγγελία του Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, που έλαβε τη σχετική απόφαση μέσω των προανακριτικών οργάνων. Προς τούτο είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται από το Δικαστήριο ποιοι είναι οι προανακριτικοί υπάλληλοι, που εντέλλονται για την κατάσχεση. Ακόμη κατά  την §2 του ανωτέρω άρθρου νοείται κατάσχεση πράγματος και μετά την έκδοση αμετάκλητης (καταδικαστικής) απόφασης ακόμη και αν εκτίθηκε η ποινή ή επήλθε η απόσβεσή της. Αρμόδιο όργανο για να λάβει τη σχετική απόφαση είναι ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου (Πλημμελειοδικείου ή Εφετείου) της αμετάκλητης απόφασης, ενώ την τελική απόφαση για την τύχη των κατασχεθέντων θα λάβει το Δικαστήριο της αμετάκλητης απόφασης, στο οποίο θα εισαχθεί το ζήτημα αυτό. Στην περίπτωση αυτή γίνεται αντιληπτό ότι ο Εισαγγελέας θα αποφασίσει για την κατάσχεση πράγματος και το σχετικό ζήτημα, που θα κριθεί τελικά από το Δικαστήριο, εφόσον το πράγμα είναι δημευτέο κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 68, 76 ΠΚ. Ακόμη άλλη περίπτωση που μετά από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση μπορεί να δικαιολογήσει την κατάσχεση πράγματος, είναι, όταν τούτο θεωρείται αναγκαίο για την επανάληψη της διαδικασίας.

9ον. Εκτός από την κατάσχεση πραγμάτων νοείται πια κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 265 ΚΠΔ και κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων, αρκεί τούτα να είναι αποθηκευμένα σε υπολογιστή ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης. Η υλοποίηση της εν λόγω κατάσχεσης περιγράφεται στην §2 του εν λόγω άρθρου, κατά την οποία η κατάσχεση πραγματοποιείται αποκλειστικά με τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού, που επιτρέπει σε εκείνον, που τη διεξάγει: α) Την αφαίρεση και την κατάσχεση του υλικού φορέα των υπό στοιχείων α-γ της §1, στο οποίο βρίσκονται αποθηκευμένα τα δεδομένα και/ή β) την αντιγραφή και την αφαίρεση των αποθηκευμένων ψηφιακών δεδομένων των υπό στοιχείων α-γ της §1 σε μέσο αποθήκευσης δεδομένων και γ) την αναπαραγωγή και την επαλήθευση της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας των κατασχεθέντων δεδομένων. Ωστόσο τα ψηφιακά δεδομένα, που είναι αποθηκευμένα και προσβάσιμα μέσω συστήματος και υπηρεσιών νεφοϋπολογιστικής (cloudservices), δεν θεωρούνται αποθηκευμένα σε απομακρυσμένο σύστημα υπολογιστή ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή. Για την έρευνα των αποθηκευμένων αρχείων σε σύστημα νεφοϋπολογιστικής θα πρέπει να έχει τηρηθεί η διαδικασία της προηγούμενης δικαστικής άρσης απορρήτου κατά τις διατάξεις του Ν. 2225/1994. Αφού κατασχεθούν τα ψηφιακά δεδομένα, ακολουθεί η διερεύνησή τους. Έτσι εφόσον δεν είναι τεχνικά δυνατή από την διενεργήσασα την κατάσχεση αστυνομική αρχή η διαπίστωση της αυθεντικότητας και ακεραιότητας των δεδομένων και προφανώς η ανάλυσή τους, τούτο μπορεί να γίνει από τις εξειδικευμένες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. Έτσι ακολουθεί το πόρισμα των αστυνομικών αρχών για τις διαπιστώσεις κατά την εξέταση των ψηφιακών δεδομένων. Είναι όμως αναγκαίο να ακολουθούνται οι αναγνωρισμένοι κανόνες της ψηφιακής εγκληματολογίας, ώστε η ανάλυση των ψηφιακών δεδομένων να είναι ακριβής γιατί έτσι θα είναι αξιόπιστες και οι αποδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου. Για την ακρίβεια των αποδείξεων, τη δυνατότητα αμφισβήτησής τους από τον κατηγορούμενο, την ανάγκη υποστήριξής τους από επιπλέον αποδείξεις όταν οι καθοριστικής αξίας αποδείξεις δεν είναι ισχυρές σχετικές είναι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Bykov κατά Ρωσίας, Jalloh κατά Γερμανίας και Gäfgen κατά Γερμανίας, ενώ για την κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων σχετική είναι η  απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Kırdök κ.α. κατά Τουρκίας.

 

10ον. Η διάταξη του άρθρου 248 παρ. 2 ΚΠΔ  είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση, που κατά την κύρια ανάκριση διαπιστωθεί η ανάγκη επανάληψης της κατάσχεσης με σύνταξη νέας έκθεσης προς τούτο. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής:

Ο ανακριτής δικαιούται να επαναλάβει τις ανακριτικές πράξεις του εισαγγελέα ή των υπ’ αυτόν ανακριτικών υπαλλήλων μόνο αν θεωρεί ότι αυτό είναι αναγκαίο για τη νομιμότητά τους ή την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης. Επίσης προς τον σκοπό αυτό δικαιούται να διενεργήσει νέες ανακριτικές πράξεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας ή κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 274.

 

11ον. Είναι πια αναγκαίο να υπάρχουν στα κτίρια των Δικαστηρίων ειδικοί χώροι τοποθέτησης των αντιγράφων των μέσων με τα ψηφιακά δεδομένα, που κατάσχονται. Προφανώς τούτη η ανάγκη συνοδεύεται και με τη δημιουργία αρχείου καταχώρησης των εν λόγω αντιγράφων. Η σχετική ανάγκη πηγάζει από την §4 του άρθρου 265 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία τα ψηφιακά δεδομένα, που κατάσχονται, διατηρούνται αποθηκευμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας σε ένα και μόνο υλικό μέσο αποθήκευσης, που περιέχεται στη δικογραφία. Ασφαλές αντίγραφο αυτού ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα ανάκτησης των δεδομένων, που έχουν κατασχεθεί, σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής, σχηματίζεται κατά την κατάσχεσή τους και διατηρείται στο γραφείο πειστηρίων του πρωτοδικείου, στο οποίο υποβάλλεται η δικογραφία και το οποίο παρέχει τις κατάλληλες εγγυήσεις φυσικής ασφάλειας και πρόσβασης σε εκείνους μόνο, που ασκούν καθήκοντα στην υπόθεση. Η παρούσα ισχύει αναλόγως και στα ψηφιακά δεδομένα, που αφορούν στα δεδομένα επικοινωνίας, που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Επομενως κάθε προανακριτική αρχή μετά την κατάσχεση πρέπει να αποστείλει στο κατά τόπον αρμόδιο Πρωτοδικείο (όπως τούτο καθορίζεται από το άρθρο 122 ΚΠΔ) το αντίγραφο υλικού φορέα με τα ψηφιακά δεδομένα, που αφορά η κατάσχεση και ακολούθως τούτο, αφού (προφανώς) καταχωρηθεί στο οικείο αρχείο, να διατηρηθεί στον κατάλληλο χώρο πειστηρίων, που θα έχει προς τούτο διαμορφωθεί.

 

12ον. Η δημιουργία αντιγράφων από κατασχεθέντα ψηφιακά μέσα, πρέπει να σχετίζεται μόνο με τη δικογραφία, που έχει σχηματιστεί, δηλαδή πρέπει να αφορά τις ερευνώμενες της συγκεκριμένης δικογραφίας πράξεις. Για τη δημιουργία αντιγράφων από τα πιο πάνω ψηφιακά δεδομένα, προκειμένου να αξιοποιηθούν τούτα σε άλλη δικογραφία, απαιτείται (ανάλογα με το δικονομικό στάδιο της υπόθεσης) απόφαση του Εισαγγελέα, του Ανακριτή, του Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου, όπου τα ψηφιακά δεδομένου βρίσκονται σε  εκκρεμότητα.