Μ.Τσέφας/Ι.Ασπρογέρακας, Δικαστική διεκδίκηση της παρακρατηθείσας εισφοράς υπέρ ανεργίας

Δικαστική διεκδίκηση της παρακρατηθείσας εισφοράς υπέρ ανεργίας

 

Μιχαήλ Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών.

Ιωάννη Ασπρογέρακα,  Προέδρου Πρωτοδικών,

μελών ΔΣ ΕνΔΕ

         Επί προεδρίας κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη, την περίοδο 2020-2022, η Ένωσή μας είχε θέσει στο δημόσιο διάλογο ήδη από τις αρχές του 2021, αλλά και αργότερα εντός του ίδιου έτους στον αρμόδιο Υπουργό Οικονομικών, το ζήτημα της διακοπής της παρακράτησης από τις αποδοχές μας της εισφοράς αλληλεγγύης του  άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 3986/2011. Κι αυτό γιατί, με το άρθρο 121 παρ. 1 του ν. 4799/2021, που τροποποίησε την παρ. 50 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), απαλλάσσονταν ήδη από το 2021 από την εν λόγω παρακράτηση οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και τα μέλη Δ.Σ, αλλά και τα εισοδήματα από κεφάλαιο, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και από τόκους. Η μοναδική κατηγορία που εξαιρούνταν ήταν οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα και οι συνταξιούχοι. Ήδη, πριν την οριστική της κατάργηση από την κυβέρνηση, με το άρθρο 177 του ν. 4972/2022 (ΦΕΚ Τεύχος Α 181/23.09.2022) και δη από 01.01.2023 για όλα τα εισοδήματα, απευθυνθήκαμε σε δικηγορικό γραφείο, ενημερώσαμε τους συναδέλφους για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί και θέσαμε από το Μάρτιο του 2022 στη διάθεσή τους τα σχέδια των προσφυγών για τη διεκδίκηση της επιστροφής των παρακρατηθέντων ποσών για τα έτη 2021 και 2022, που ανέρχονται στο ποσό των 1.500 ευρώ περίπου κατ’ έτος για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Τα σχέδια αυτά μάλιστα διατέθηκαν και σε συναδέλφους άλλων δικαστικών ενώσεων. Επί των σχετικών προσφυγών, έχει εκδοθεί η απόφαση με αριθμό 14979/2023 του 9ου Μονομελές Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία με το σκεπτικό ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος δύναται να επηρεάσει τη φορολογική μεταχείριση ευρύτερου κύκλου προσώπων, ήτοι του συνόλου των δικαστικών λειτουργών, παρέπεμψε αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος.

         Σήμερα, με πρωτοβουλία και των Διοικητικών Δικαστών, έχει αναδειχθεί το θέμα της παράνομης παρακράτησης από τις αποδοχές μας της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας του άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011.  Η εισφορά αυτή αφορά  διαφορετικό κονδύλιο από το ποσό που διεκδικούμε με τις προαναφερόμενες προσφυγές. Συγκεκριμένα, η παρακράτηση της εν λόγω εισφοράς υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.. Αποτελείται από δύο (2) επιμέρους κονδύλια και αναγράφεται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της μισθοδοσίας μας με την αντίστοιχη αιτιολογία:  «Έσοδα από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης (2%) για την καταπολέμηση της ανεργίας (αρθ.38, παρ.2α Ν.3986/2011)», ενώ αφορά παρακράτηση ύψους περίπου εκατό (100) ευρώ συνολικά το μήνα για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Ειδικότερα, στη νομοθεσία που διέπει τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως με το άρθρο 3 του ν. 4921/2022 (Α΄ 75) μετονομάστηκε σε Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), προβλέπεται ρητά η καταβολή εισφοράς υπέρ του Οργανισμού για την ασφάλιση του κινδύνου της ανεργίας. Στην ασφάλιση αυτή εμπίπτουν τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία ορισμένου ή αορίστου χρόνου με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ενώ εξαιρούνται ρητά της ασφάλισης για τον κίνδυνο της ανεργίας, μεταξύ άλλων, οι υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου ή άλλων Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου. Έτσι, η ασφάλιση του κινδύνου της ανεργίας αφορά αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι στον οποίο αφενός συνεισφέρουν στον σχηματισμό του απαιτούμενου κεφαλαίου (μέσω των εισφορών εργοδότη και εργαζομένου) και αφετέρου είναι οι αποκλειστικά ωφελούμενοι σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου αυτού. Αντίθετα, υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου ουδέποτε υπάγονταν στον ΟΑΕΔ (ήδη ΔΥΠΑ) ούτε, αντίστοιχα, μπορούν να αξιώσουν την καταβολή του επιδόματος ανεργίας ακόμη και αν επέλθει ο σχετικός κίνδυνος για αυτούς με την απόλυσή τους. Ως βασικό επιχείρημα συνεπώς για την κατάργηση της παρακράτησης αυτής για τους δημόσιους υπαλλήλους αναδεικνύεται, άνευ αμφιβολίας, τούτο, ότι δηλαδή η εν λόγω εισφορά δεν λειτουργεί ανταποδοτικά ως προς αυτούς.

         Επί της νομικής φύσης της εν λόγω εισφοράς υποστηρίζεται η άποψη ότι αποτελεί φορολογική επιβάρυνση και ειδικότερα φόρος εισοδήματος, καθώς αποτελεί οριστική χρηματική παροχή προς το κράτος, που έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και καταβάλλεται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, είτε για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος, είτε για ειδικό δημόσιο σκοπό (βλ. ΣτΕ 2465/2018), όπως στην προκείμενη περίπτωση την καταπολέμηση της ανεργίας. Υποστηρίζεται όμως και άλλη άποψη ότι αποτελεί δηλαδή κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, με την αιτιολογία ότι αυτή επιβάλλεται επί του ακαθάριστου εισοδήματος του υποχρέου (επί των μικτών αποδοχών), κάτι που διαχρονικά χαρακτηρίζει τις ασφαλιστικές κρατήσεις-εισφορές (π.χ. για την παροχή σύνταξης ή εφάπαξ βοηθήματος ή για την κάλυψη του κινδύνου υγείας) και επιπλέον διότι τα εισπραττόμενα ποσά της ειδικής εισφοράς του 2% δεν αποτυπώνονται στη φορολογική δήλωση, ούτε στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα, σε αντίθεση με την φορολογική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, η οποία εμφανίζεται σε συγκεκριμένο κωδικό στη δήλωση αλλά και στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα. Το αν η εν λόγω εισφορά αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ή κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, συναρτάται με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί δικαστικά για την διεκδίκηση επιστροφής των παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών παρελθόντων φορολογικών ετών. Ειδικότερα, στην πρώτη περίπτωση πρέπει να ασκηθεί (φορολογική) προσφυγή στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο. Το ζήτημα όμως που φαίνεται να προβληματίζει είναι ποια πράξη προσβάλλεται με την προσφυγή, καθώς τα ποσά της ειδικής εισφοράς του 2% δεν αποτυπώνονται, όπως σημειώθηκε, στη φορολογική δήλωση, ούτε στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα της ΑΑΔΕ. Και στο θέμα αυτό υποστηρίζονται δύο απόψεις, η πρώτη εκ των οποίων προκρίνει την προσβολή των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος της ΑΑΔΕ, αφού έχει προηγηθεί με την ίδια προσφυγή η μερική ανάκληση, λόγω νομικής πλάνης, των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος μέχρι πέντε (5) παρελθόντων φορολογικών ετών, εντός του οποίου χρόνου μπορεί η Φορολογική Διοίκηση να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, κατ’ άρθρο 36 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 1751/2017). Η δεύτερη εξ αυτών υποστηρίζει ότι πρέπει να διατυπωθούν αντιρρήσεις ως προς την παρακράτηση της εισφοράς αυτής απευθείας στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών (ΕΑΠ) και να προσβληθεί η τυχόν αρνητική της απάντηση. Αντίθετα, αν θεωρηθεί κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, πρέπει να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο, αφού προηγηθεί σχετική αίτηση διακοπής της πενταετούς παραγραφής αποζημίωσης σε βάρος του Δημοσίου. Και στο θέμα αυτό όμως υποστηρίζονται δύο απόψεις και ειδικότερα αναφορικά με το που πρέπει να απευθύνεται η αίτηση διακοπής της παραγραφής, δηλαδή αν η αίτηση αυτή πρέπει να κατατεθεί στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού και νυν Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), υπέρ του οποίου φαίνεται ότι παρακρατείται η εν λόγω εισφορά ή απευθείας στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ως παρακρατών το δημόσιο υπέρ του πρώτου το εν λόγω ποσό.

         Ανεξάρτητα όμως του νομικού χαρακτηρισμού της εν λόγω εισφοράς, κρίνουμε σκόπιμο να διεκδικήσουμε τη μελλοντική κατάργηση της παρακράτησης αυτής από τη μισθοδοσία μας, διότι θεωρούμε ότι η διατήρησή της παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας και του δικαιώματος των δικαστικών λειτουργών στην προστασία της περιουσία τους (άρθρο 4 παρ 1 και 5,  17 και 25 παρ. 1 Σ).  Κι αυτό γιατί εξέλιπαν οι λόγοι που επέβαλαν τη θέσπισή της, λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), η ανεργία έχει σημειώσει σημαντική πτώση ήδη από τον Αύγουστο του 2018, ημερομηνία κατά την οποία η χώρα εξήλθε από τα μνημόνια και η ελληνική οικονομία ακολουθεί ανοδική πορεία, με τους κατώτατους μάλιστα μισθούς στον ιδιωτικό τομέα έκτοτε να αυξάνονται. Σε κάθε περίπτωση, ο έκτακτος χαρακτήρας της ως επείγον μέτρο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, έχει μεταβληθεί σε μόνιμο, δεδομένου ότι η εν λόγω εισφορά ξεκίνησε να εισπράττεται από 1.1.2011, διανύεται σήμερα το 14ο συναπτό έτος επιβολής της, που υπερβαίνει  το 1/3 του συνολικού χρόνου (35ετία) που κατά την κοινή πείρα υπηρετεί ένας υπάλληλος ή λειτουργός στο Δημόσιο, ενώ κατά τη θέσπισή της δεν προβλέφθηκε συγκεκριμένη διάρκεια επιβολής της, ούτε η εξάρτηση της παρακράτησης αυτής από συγκεκριμένα δημοσιονομικά μεγέθη ή τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας και την αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης. Για τους ίδιους όμως λόγους, κρίνουμε ότι είναι εφικτή και η δικαστική διεκδίκηση των ποσών που μας παρακρατήθηκαν παράνομα για τα παρελθόντα φορολογικά έτη και σε βάθος πενταετίας, παρακολουθώντας την ήδη αρξαμένη νομική συζήτηση, όπως ως άνω συνοπτικά αναπτύχθηκε και διεκδικώντας για το διάστημα μετά το 2018, ποσό περίπου 1.200 ευρώ ετησίως και συνολικά περίπου 6.000 ευρώ για χρονικό διάστημα πέντε (5) φορολογικών ετών, για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η Ένωση μπορεί να λάβει πρωτοβουλία για την ανάδειξη και την επιτυχή διεκδίκηση των αιτημάτων αυτών, τα οποία έχουν στέρεη νομική βάση και θετική προοπτική, με ενέργειες ανάλογες με αυτές που κάναμε για την εισφορά αλληλεγγύης των ετών 2021 και 2022. Η βελτίωση της υπηρεσιακής μας κατάστασης και της οικονομικής μας θέσης δεν επιτυγχάνεται χωρίς προγραμματισμό, σχέδιο και επιχειρήματα. Έχουμε ανάγκη από μία Ένωση που θα ενεργεί με πρακτικά βήματα, με διαφάνεια και πραγματιστικές στοχεύσεις, πρωταγωνίστρια των εξελίξεων με τρόπο ανάλογο της θεσμικής μας θέσης.

 

Χ.Σεβαστίδης, Πίνακας καθ’ ύλη αρμοδιότητας επί πλημμελημάτων του Ποινικού Κώδικα

Λήψη αρχείου σε μορφή WORD

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΘ’ ΥΛΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ

ΕΠΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

         Η περιπτωσιολογική αντιμετώπιση της κατανομής της αρμοδιότητας επί πλημμελημάτων μεταξύ του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου και η έλλειψη σαφούς κριτηρίου της αρμοδιότητας των δικαστηρίων αυτών, μετά τις αλλαγές του Ν. 5090/2024 στον ΚΠΔ, καθιστούν αναγκαία την καταγραφή όλων των πλημμελημάτων του Ποινικού Κώδικα. Στη συνέχεια γίνεται μία προσπάθεια παρουσίασης σε πίνακα της αρμοδιότητας του μονομελούς και τριμελούς πλημμελειοδικείου για όλα τα πλημμελήματα του ΠΚ, με την διευκρίνιση ότι κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 115 παρ. 1 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 76 Ν. 5090/2024, όλα τα πλημμελήματα των ειδικών ποινικών νόμων υπάγονται ανεξαιρέτως στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου και τυχόν διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων που προέβλεπαν εξαιρετικά αρμοδιότητα άλλων δικαστηρίων πρέπει να θεωρούνται με την έναρξη ισχύος του Ν. 5090/2024 καταργημένες.

 

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Εφέτης

Μάρτιος 2024

 

 

 

Άρθρο ΠΚ Περιγραφή εγκλήματος Αρμόδιο Δικαστήριο
137Α παρ. 4 εδ. α΄ Σωματική κάκωση, κ.λ.π., όταν δεν συνιστούν βασανιστήρια Τριμελές Πλημμελειοδικείο
141 παρ. 1 Έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
141 παρ. 2 Επέλευση αντιποίνων Τριμελές Πλημμελειοδικείο
142 Έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
142Α Παραβάσεις κανονισμών Ε.Ε. Μονομελές Πλημμελειοδικείο
147 υποπερ. α΄ Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας από αμέλεια σε καιρό ειρήνης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
147 υποπερ. β΄ Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας από αμέλεια σε καιρό πολέμου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
148 παρ. 1 Κατασκοπεία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
153 Προσβολές κατά των εκπροσώπων άλλου κράτους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
154 Προσβολή διπλωματικών αντιπροσώπων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
155 Προσβολή συμβόλων άλλου κράτους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
157 παρ. 2 Προσβολές κατά οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
157 παρ. 3 Προσβολές κατά οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης, όταν οι παθόντες διέτρεξαν κίνδυνο ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
158 παρ. 1 και 2 Νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
159Α παρ. 3 Από αμέλεια διευθυντή κ.λ.π. επιχείρησης μη αποτροπή τέλεσης δωροδοκίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
160 Αντιποίηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
160Α παρ. 1 και 2 Διατάραξη συνεδριάσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
161 παρ. 1 Βία κατά εκλογέων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
161 παρ. 2 Βία κατά εκλογέων, όταν διέτρεξαν σοβαρό προσωπικό κίνδυνο Τριμελές Πλημμελειοδικείο
162 Εξαπάτηση εκλογέων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
163 Παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
164 παρ. 1 και 2 Νόθευση εκλογής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
165 παρ. 1, 2 και 3 Δωροδοκία εκλογέα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
166 Διατάραξη εκλογικής διαδικασίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
167 παρ. 1 και 2 Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
167 παρ. 3 Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων, όταν διέτρεξαν σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, κ.λ.π. Τριμελές Πλημμελειοδικείο
167Α Αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς Μονομελές Πλημμελειοδικείο
168 παρ. 1-5 Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
168Α Διατάραξη δικαστικών συνεδριάσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
169 Απείθεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
169Α Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων κ.λ.π. Μονομελές Πλημμελειοδικείο
170 παρ. 1 και 2 Στάση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
172 παρ. 1 και 2 Ελευθέρωση φυλακισμένου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
173 παρ. 1 Απόδραση κρατουμένου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
173 παρ. 2 εδ. α΄ Συμμετοχή σε απόδραση κρατουμένου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
173 παρ. 2 εδ. β΄ Συμμετοχή υπαλλήλου κράτησης σε απόδραση κρατουμένου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
173Α παρ. 1 και 2 Παραβίαση περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
174 παρ. 1 Στάση κρατουμένων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
175 παρ. 1-3 Αντιποίηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
177 Παραβίαση κατάσχεσης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
178 Παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή Μονομελές Πλημμελειοδικείο
179 Παραβίαση φύλαξης της αρχής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
180 Βλάβη επίσημων κοινοποιήσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
181 Μη ανακοίνωση ανεύρεσης νεκρού, κ.λ.π. Μονομελές Πλημμελειοδικείο
182 παρ. 1 και 2 Παραβίαση περιορισμών διαμονής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
183 Διέγερση σε ανυπακοή Μονομελές Πλημμελειοδικείο
184 παρ. 1-4 Διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
186 παρ. 1, 2 και 4 Πρόκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187 παρ. 3 εδ. α΄ και β΄ Συμμορία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187 παρ. 4 Διευκόλυνση ή υποβοήθηση τέλεσης δραστηριοτήτων εγκληματικής οργάνωσης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 1 περ. δ΄ Πλημμέλημα τελούμενο υπό τις συνθήκες της διάταξης αυτής, για το οποίο η κατώτερη απειλούμενη ποινή είναι κάτω των 2 ετών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 1 περ. δ΄ Πλημμέλημα, τελούμενο υπό τις συνθήκες της διάταξης αυτής, για το οποίο η κατώτερη απειλούμενη ποινή είναι τουλάχιστον 2 ετών Τριμελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 2 Τρομοκρατική οργάνωση για τέλεση πλημμελημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 4 Υποκίνηση ή συμβολή σε τέλεση τρομοκρατικής πράξης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 5 Εκπαίδευση στην κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών κ.λ.π. με σκοπό τέλεσης τρομοκρατικής πράξης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 6 Απειλή με τέλεση τρομοκρατικής πράξης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Α παρ. 7 Πραγματοποίηση ταξιδιού για τέλεση ή συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
187Β παρ. 1 και 2 Αξιόποινη υποστήριξη τρομοκρατίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
189 παρ. 1-4 Διατάραξη της κοινής ειρήνης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
190 Απειλή διάπραξης εγκλημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
191 Διασπορά ψευδών ειδήσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
191Α παρ. 1 και 2 Προσβολή συμβόλων ή ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
200 παρ. 1-2 Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
207 παρ. 2Α Προμήθεια ή κατοχή παραποιημένου ή νοθευμένου υλικού μέσου πληρωμής, εκτός από το νόμισμα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
207 παρ. 3 Ιδιαίτερα ελαφρά περίπτωση παραποίησης ή νόθευσης νομίσματος ή άλλου υλικού μέσου πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
208 παρ. 1 και 2 Κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
208Α Καθ’ υπέρβαση κατασκευή νομίσματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
208Β Παραγωγή, πώληση, κ.λ.π. μεταλλίων, κ.λ.π. που φέρουν τους όρους «ευρώ», «λεπτά ευρώ» Μονομελές Πλημμελειοδικείο
208Γ παρ. 1 και 2 Πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
209 παρ. 2 Προμήθεια ή κατοχή ή διάθεση παραποιημένου ή νοθευμένου άυλου μέσου πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
209 παρ. 3 Ιδιαίτερα ελαφρά περίπτωση παραποίησης ή νόθευσης άυλου μέσου πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
210 Παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
210Α Αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθέντων άυλων μέσων πληρωμής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
210Β παρ. 2 Τέλεση πλημμελημάτων άρθρων 209 παρ. 2, 210 και 210Α ΠΚ στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
211 Προπαρασκευαστικές πράξεις για διάπραξη των εγκλημάτων των άρθρων 207, 208, 208Α, 208Β, 209 παρ. 1 και 210 ΠΚ Μονομελές Πλημμελειοδικείο
216 παρ. 1 και 2 Κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου (παρ. 1) ή χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου (παρ. 2) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
216 παρ. 3 περ. α΄ Κατάρτιση ή χρήση πλαστού με όφελος ή ζημία ιδιαίτερα μεγάλη Τριμελές Πλημμελειοδικείο
217 παρ. 1-3 Πλαστογραφία πιστοποιητικών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
220 παρ. 1 και 2 Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
221 παρ. 1 εδ. α΄ Ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις Μονομελές Πλημμελειοδικείο
221 παρ. 1 εδ. β΄ Ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις, που προορίζονται για δικαστική χρήση Τριμελές Πλημμελειοδικείο
221 παρ. 2 Χρήση ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
222 Υπεξαγωγή εγγράφων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
224 παρ. 1, 2 και 4 Ψευδής κατάθεση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
226 παρ. 1 Ψευδής πραγματογνωμοσύνη ή διερμηνεία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
229 παρ. 1 και 2 Ψευδής καταμήνυση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
230 Ψευδής καταγγελία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
231 Υπόθαλψη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
232 Παρασιώπηση εγκλημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
233 παρ. 1 και 2 Απιστία δικηγόρων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
234 Παραβίαση της μυστικότητας δικαστικών συνεδριάσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
235 παρ. 1, 3, 4 και 5 Δωροληψία υπαλλήλου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
236 παρ. 1, 3 και 4 Δωροδοκία υπαλλήλου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
237 παρ. 3 και 4 Δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών Τριμελές Πλημμελειοδικείο
237Α Εμπορία επιρροής- Μεσάζοντες Τριμελές Πλημμελειοδικείο
239 Κατάχρηση εξουσίας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
240 παρ. 1-3 Παραβάσεις στην εκτέλεση των ποινών Τριμελές Πλημμελειοδικείο
241 Παραβίαση οικιακού ασύλου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
242 παρ. 1, 2 και 4 εδ. α΄ Ψευδής βεβαίωση, κ.λ.π. Τριμελές Πλημμελειοδικείο
243 παρ. 1 και 3 Νόθευση δικαστικού εγγράφου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
244 Παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
251 παρ. 1 και 2 Παραβίαση δικαστικού απορρήτου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
252 παρ. 1 και 2 Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
254 Αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
255 Αθέμιτη συμμετοχή Τριμελές Πλημμελειοδικείο
259 Παράβαση καθήκοντος Τριμελές Πλημμελειοδικείο
260 Ανυποταξία σε πολιτική αρχή Τριμελές Πλημμελειοδικείο
264 παρ. 2 Εμπρησμός από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 2 περ. α΄ Εμπρησμός σε δάση από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 2 περ. β΄ Εμπρησμός σε δάση από αμέλεια, αν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, κ.λ.π. Τριμελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 3 εδ. α΄ Εμπρησμός σε δάση- παραβίαση προληπτικών μέτρων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 4 περ. α΄ Εμπρησμός σε δάση- προπαρασκευαστικές πράξεις Τριμελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 5 εδ. α΄ Αποθήκευση κ.λ.π. εύφλεκτων υλών σε δάση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
265 παρ. 5 εδ. β΄ Αποθήκευση κ.λ.π. εύφλεκτων υλών σε δάση, που συνέβαλε στην εξάπλωση δασικής πυρκαγιάς Τριμελές Πλημμελειοδικείο
268 παρ. 1 περ. α΄ Πλημμύρα από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
268 παρ. 2 Πλημμύρα από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
270 παρ. 1 περ. α΄ Έκρηξη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
270 παρ. 2 Έκρηξη από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
272 παρ. 1 Κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών Τριμελές Πλημμελειοδικείο
273 παρ. 1 περ. α΄ Κοινώς επικίνδυνη βλάβη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
273 παρ. 1 περ. β΄ Κοινώς επικίνδυνη βλάβη από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
273 παρ. 2 Κοινώς επικίνδυνη βλάβη από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
275 παρ. 1 περ. α΄ Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
275 παρ. 2 Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
277 παρ. 1 περ. α΄ Πρόκληση ναυαγίου από το οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
277 παρ. 2 Πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
279 παρ. 3 Δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό από αμέλεια, όταν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
281 παρ. 1 και 2 Επιβλαβή φάρμακα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
285 παρ. 1 περ. α΄ και β΄ Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
285 παρ. 2 υποπερ. α΄ Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών, που είχε ως αποτέλεσμα την μετάδοση ασθενειών σε ζώα Τριμελές Πλημμελειοδικείο
285 παρ. 4 περ. α΄ και β΄ Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
286 παρ. 1 περ. α΄ Παραβίαση κανόνων οικοδομικής, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
286 παρ. 2 Παραβίαση από αμέλεια κανόνων οικοδομικής, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
288 παρ. 1 και 2 Παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου και παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
290 παρ. 1 περ. αα΄ και ββ΄ Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
290 παρ. 2 Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία από αμέλεια, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
290Α παρ. 1 περ. αα΄ και ββ΄ Επικίνδυνη οδήγηση, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
290Α παρ. 2 Επικίνδυνη οδήγηση από αμέλεια, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
291 παρ. 1 περ. αα΄ Διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
291 παρ. 2 Οδήγηση οχήματος σταθερής τροχιάς ή κυβέρνηση πλοίου ή αεροπλάνου από πρόσωπο που δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
291 παρ. 3 Διατάραξη από αμέλεια ασφάλειας συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292 παρ. 1 και 2 Παρακώλυση συγκοινωνιών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 1 Πρόσβαση χωρίς δικαίωμα σε σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 2 Παραβίαση κανονισμών από πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 3 Παράλειψη λήψης αναγκαίων μέτρων από πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 4 εδ. α΄ Τέλεση πράξεων άρθρου 292Α παρ. 1-3 ΠΚ με σκοπό περιουσιακού οφέλους ή ζημίας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
292Α παρ. 5 Διάθεση ή προσφορά ή διαφήμιση μέσων για την τέλεση της πράξης του άρθρου 292Α παρ. 1 ΠΚ Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Β παρ. 1 Παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Β παρ. 2 περ. α΄ και  β΄ Παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων με χρήση ειδικού εργαλείου ή αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Β παρ. 2 περ. γ΄ Παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες Τριμελές Πλημμελειοδικείο
292Γ Παραγωγή, πώληση κ.λ.π. συσκευών, προγραμμάτων, κ.λ.π. για παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Δ παρ. 1 Προσβολές του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών του κοινού Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Δ παρ. 2 Προσβολές του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών του κοινού από πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
292Ε παρ. 1 Παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
292Ε παρ. 2 Παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών από πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
292Ε παρ. 3 Παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
293 παρ. 1 Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
293 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρο 292Β παρ. 2 περ. α΄ και  β΄ Παρακώλυση λειτουργίας κοινωφελών εγκαταστάσεων με χρήση ειδικού εργαλείου ή αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες Μονομελές Πλημμελειοδικείο
293 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρο 292Β παρ. 2 περ. γ΄ Παρακώλυση λειτουργίας κοινωφελών εγκαταστάσεων που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες Τριμελές Πλημμελειοδικείο
293 παρ. 4 Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
300 Ανθρωποκτονία κατ’ απαίτηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
301 Συμμετοχή σε αυτοκτονία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
302 παρ. 1 Ανθρωποκτονία από αμέλεια Τριμελές Πλημμελειοδικείο
304 παρ. 2 Διακοπή της εγκυμοσύνης με τη συναίνεση της εγκύρου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
304 παρ. 3 Διακοπή της εγκυμοσύνης από την έγκυο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
304 παρ. 5 Διακοπή της εγκυμοσύνης από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
304Α παρ. 1 και 2 Σωματική βλάβη εγκύου ή νεογνού Μονομελές Πλημμελειοδικείο
306 παρ. 1 Έκθεση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
306 παρ. 2 περ. α΄ Έκθεση από την οποία προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη Τριμελές Πλημμελειοδικείο
307 Παράλειψη προσφοράς βοήθειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
308 παρ. 1 Σωματική βλάβη (απλή και εντελώς ελαφρά) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
309 Επικίνδυνη σωματική βλάβη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
310 παρ. 1 Βαριά σωματική βλάβη ως επακόλουθο απλής σωματικής βλάβης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
310 παρ. 2 εδ. α΄ Βαριά σωματική βλάβη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
312 παρ. 1 περ. α΄ Απλή σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
312 παρ. 1 περ. β΄ Επικίνδυνη σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
312 παρ. 1 περ. γ΄ υποπερ. α΄ Βαριά σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων Τριμελές Πλημμελειοδικείο
313 Συμπλοκή Μονομελές Πλημμελειοδικείο
314 παρ. 1 Σωματική βλάβη από αμέλεια Μονομελές Πλημμελειοδικείο
315 Κατάπειση σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων γυναίκας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
322 παρ. 4 Παράλειψη λήψης μέτρων από προϊστάμενο υπηρεσίας για πρόληψη, καταστολή, έρευνα και δίωξη πράξεων αρπαγής Τριμελές Πλημμελειοδικείο
323Α παρ. 6 Πρόσληψη, κ.λ.π. θύματος εμπορίας ανθρώπων Τριμελές Πλημμελειοδικείο
323Α παρ. 7 Εξώθηση ανηλίκων σε επαιτεία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
324 παρ. 1 Αρπαγή ανηλίκων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
324 παρ. 3 εδ. β΄ Αρπαγή ανηλίκων με σκοπό να εισπραχθούν λύτρα και απελευθέρωση του ανηλίκου πριν την εκπλήρωση του όρου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
325 Παράνομη κατακράτηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
330 παρ. 1 και 2 Παράνομη βία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
331 Αυτοδικία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
333 παρ. 1 και 2 Απειλή Μονομελές Πλημμελειοδικείο
334 παρ. 1 και 2 Διατάραξη οικιακής ειρήνης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 1 Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 2 Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, όταν ο παθών είναι κάτω των 12 ετών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 3 εδ. α΄ Απόκτηση επαφής ενηλίκου με ανήλικο κάτω των 15 ετών μέσω διαδικτύου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 3 εδ. β΄ Συνάντηση μετά από επαφή ενηλίκου με ανήλικο κάτω των 15 ετών μέσω διαδικτύου Τριμελές Πλημμελειοδικείο
337 παρ. 4 Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας εργαζομένου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
339 παρ. 3 Εξώθηση ανηλίκου να παρίσταται σε γενετήσια ράξη μεταξύ άλλων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
342 παρ. 2 Χειρονομίες, προτάσεις, κ.λ.π. γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικο Μονομελές Πλημμελειοδικείο
343 Κατάχρηση σε γενετήσια πράξη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
345 παρ. 1 περ. β΄ Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών (ποινή για τους κατιόντες) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
345 παρ. 1 περ. γ΄ Γενετήσια πράξη μεταξύ αδελφών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
346 παρ. 1 Εκδικητική πορνογραφία Τριμελές Πλημμελειοδικείο
346 παρ. 2 Απειλή τέλεσης πράξεων εκδικητικής πορνογραφίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348 παρ. 1 Διευκόλυνση προσβολών ανηλικότητας Τριμελές Πλημμελειοδικείο
348 παρ. 2 εδ. β΄ Συμμετοχή σε ταξίδι με σκοπό τέλεσης γενετήσιων πράξεων σε ανηλίκους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Α παρ. 1 Παραγωγή, διανομή, κ.λ.π. υλικού παιδικής πορνογραφίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Α παρ. 2 Παραγωγή, προσφορά, κ.λ.π. υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Α παρ. 6 Πρόσβαση σε υλικό παιδικής πορνογραφίας μέσω πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Β Προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Γ παρ. 1 εδ, α΄ περ. γ΄ Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων, που συμπλήρωσαν τα 14 έτη Μονομελές Πλημμελειοδικείο
348Γ παρ. 1 εδ. β΄ Παρακολούθηση πορνογραφικής παράστασης στην οποία συμμετέχουν ανήλικοι Μονομελές Πλημμελειοδικείο
349 παρ. 3 Μαστροπεία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
351Α παρ. 1 περ. γ΄ Γενετήσια πράξη έναντι αμοιβής με ανήλικο που συμπλήρωσε τα 15 έτη Τριμελές Πλημμελειοδικείο
352Β Προστασία της ιδιωτικής ζωής του ανήλικου θύματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
353 παρ. 1 Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
354 Διατάραξη της οικογενειακής τάξης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
356 Διγαμία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
358 Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής Μονομελές Πλημμελειοδικείο
359 Εγκατάλειψη εγκύου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
360 παρ. 1 και 2 Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
360Α παρ. 1 Υιοθεσία για απασχόληση σε επικίνδυνες για την υγεία δραστηριότητες Μονομελές Πλημμελειοδικείο
360Α παρ. 2 Υιοθεσία με αποκόμιση αθέμιτου οφέλους Μονομελές Πλημμελειοδικείο
361 παρ. 1 Εξύβριση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
363 Συκοφαντική δυσφήμηση Μονομελές Πλημμελειοδικείο
365 Προσβολή μνήμης νεκρού Μονομελές Πλημμελειοδικείο
369 παρ. 2 εδ. β΄ Μη δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370 παρ. 1, 2 και 3 Παραβίαση απορρήτου εγγράφων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370Β παρ. 1, 3 και 4 Παράνομη πρόσβαση σε σύστημα πληροφοριών ή σε δεδομένα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370Γ παρ. 1 και 2 Αθέμιτη αντιγραφή, κ.λ.π. στοιχείων ή προγραμμάτων υπολογιστών, που συνιστούν απόρρητα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370Δ παρ. 1 και 2 Αντιγραφή ή χρησιμοποίηση προγραμμάτων υπολογιστών ή πρόσβαση σε πληροφοριακό σύστημα χωρίς δικαίωμα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
370ΣΤ παρ. 1 και 2 Απαγόρευση διακίνησης λογισμικών, συσκευών παρακολούθησης και άλλων δεδομένων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
371 παρ. 1 και 2 Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
372 παρ. 1 Κλοπή (απλή και ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
374Α Αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου Μονομελές Πλημμελειοδικείο
375 παρ. 1 εδ. α΄ Υπεξαίρεση (απλή και ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
375 παρ. 1 εδ. β΄ Υπεξαίρεση από εντολοδόχο, κ.λ.π. Τριμελές Πλημμελειοδικείο
377 Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
378 παρ. 1 και 2 Φθορά ξένης ιδιοκτησίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
379 παρ. 1 Φθορά ψηφιακών δεδομένων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
379 παρ. 2 περ. α΄ Φθορά ψηφιακών δεδομένων, από την οποία επλήγη μεγάλος αριθμός πληροφοριακών συστημάτων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
379 παρ. 2 περ. β΄ Φθορά ψηφιακών δεδομένων, που προκάλεσε σοβαρές ζημίες Τριμελές Πλημμελειοδικείο
379 παρ. 3 Κατασκευή, κατοχή, κ.λ.π. συσκευών, συνθηματικών, κ.λ.π. με σκοπό φθοράς ψηφιακών δεδομένων Μονομελές Πλημμελειοδικείο
379Α Κλοπή, υπεξαίρεση, φθορά ψηφιακών δεδομένων στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
385 παρ. 1 Εκβίαση Τριμελές Πλημμελειοδικείο
385 παρ. 3 Εκβίαση με βία ή απειλή βλάβης επιχείρησης Τριμελές Πλημμελειοδικείο
386 παρ. 1 εδ. α΄ υποπερ. α΄ Απάτη (απλή) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
386 παρ. 1 εδ. α΄ υποπερ. β΄ Απάτη με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία Τριμελές Πλημμελειοδικείο
386Α υποπερ. α΄ Απάτη με υπολογιστή (απλή) Μονομελές Πλημμελειοδικείο
386Α υποπερ. β΄ Απάτη με υπολογιστή με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία Τριμελές Πλημμελειοδικείο
386Β παρ. 1 και 2 Απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις Τριμελές Πλημμελειοδικείο
387 Απάτη μικρής αξίας Μονομελές Πλημμελειοδικείο
389 παρ. 1 και 2 Απατηλή πρόκληση βλάβης Μονομελές Πλημμελειοδικείο
390 παρ. 1 εδ. α΄ υποπερ. α΄ Απιστία Μονομελές Πλημμελειοδικείο
390 παρ. 1 εδ. α΄ υποπερ. β΄ Απιστία με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία Τριμελές Πλημμελειοδικείο
394 παρ. 1 , 2 και 4 Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος Μονομελές Πλημμελειοδικείο
394Α παρ. 1 Διακεκριμένη αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος Τριμελές Πλημμελειοδικείο
395 παρ. 1 και 2 Παρακώλυση συναγωνισμού Τριμελές Πλημμελειοδικείο
396 παρ. 1 και 2 Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα Τριμελές Πλημμελειοδικείο
397 παρ. 1-4 Καταδολίευση δανειστών Μονομελές Πλημμελειοδικείο
398 Αλιεία στην αιγιαλίτιδα ζώνη και τα εσωτερικά ύδατα Μονομελές Πλημμελειοδικείο
404 παρ. 1 Τοκογλυφία Μονομελές Πλημμελειοδικείο

 

 

 

Κ.Κοσμάτος, Περισσότερη φυλακή, φυλακή (σχεδόν) για όλους: η αρχή του τέλους του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου;

Περισσότερη φυλακή, φυλακή (σχεδόν) για όλους: η αρχή του τέλους του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου;

 

Κώστας Κοσμάτος,

Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ

 

         Πριν από 35 περίπου χρόνια, η γενιά μου γοητευμένη από τη διδασκαλία του αείμνηστου Δασκάλου μας Καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδακη, εργαζόταν με αφετηρία το αξίωμα ότι η φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού μας δικαίου είναι κατάκτηση του νομικού πολιτισμού, βασική συνιστώσα  του Κράτους Δικαίου και απαραίτητη λειτουργία του ποινικού δικαίου αδιαχώριστη από την αντεγκληματική λειτουργία.

         Στη διαδρομή των χρόνων δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά καιρούς εισχωρούσαν έκτακτες διατάξεις που αποτελούσαν ρωγμές στη φιλοσοφία του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τις οποίες εκφραζόταν έντονη κριτική από την επιστημονική κοινότητα. Ακόμη και όταν ο ποινικός λαϊκισμός και οι «κακουργηματοποιήσεις» οδήγησαν στην απορρύθμιση της σωφρονιστικής πολιτικής, όλοι μας είχαμε την απόλυτη πεποίθηση  ότι οι αλλαγές που έρχονταν και παρέρχονταν δεν είχαν οριζόντιο χαρακτήρα και, σε κάθε περίπτωση, δεν αλλοίωναν τον ίδιο τον πυρήνα της φιλελεύθερης φυσιογνωμίας του ποινικού μας συστήματος.

         Όλοι, άλλωστε, την τελευταία δεκαπενταετία είχαμε ακουμπήσει τις ελπίδες μας για μια νέα αρχή, που θα διόρθωνε τις αρρυθμίες, στις πολυετείς εργασίες της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για έναν νέο ΠΚ και ΚΠΔ, στο πλαίσιο της οποίας εργάστηκαν πλήθος ανθρώπων με υψηλό κύρος και ήθος.

         Όμως, η πρόσφατη ψήφιση του νόμου που τροποποιεί τον ΠΚ και τον ΚΠΔ  (Ν 5090/2024) κατάφερε στο ακέραιο αυτό που κάποτε φαινόταν αδιανόητο: ένα πισωγύρισμα, μια βαθιά αλλοίωση της ψυχής του κράτους δικαίου, μια απομάκρυνση από την ευρωπαϊκή παράδοση, έναν πρόχειρο αυτοσχεδιασμό. Βασικές του στοχεύσεις αποτελούν η άκριτη αυστηροποίηση των ποινών κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της εξατομίκευσης της ποινής, ιδίως με τις αλλαγές στην αναστολή, ώστε να μπορεί κανείς να πει ότι η στέρηση της ελευθερίας, γίνεται από έσχατο το βασικό, πια, μέσο άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής. Τα προβλήματα του νέου νόμου είναι δομικά και έχουν αναπτυχθεί σχεδόν από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας.

         Ωστόσο, οι νέες προβλέψεις δεν αφορούν μόνο την επιστημονική κοινότητα αλλά κυρίαρχα την κοινωνία, η οποία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι με την εφαρμογή τους δημιουργείται ένα μεγάλο πλήθος εν δυνάμει κρατουμένων. Ο νόμος αυτός στοχεύει κυρίαρχα (και αυτό επισημάνθηκε επίσημα) στην «μικρομεσαία» εγκληματικότητα.  Με το νέο νομοθέτημα η φυλακή για όλους μας είναι «κοντά». Όταν μια ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους για να μην εκτιθεί πρέπει να μετατραπεί και να «πληρωθεί», και πάνω από δύο (2) έτη οδηγεί αναπόδραστα στη φυλακή, ανεξάρτητα από την ποιότητα του ποινικού παρελθόντος του καταδικασθέντος, όταν δηλ. πρακτικά η αναστολή εκτέλεσης της ποινής γίνεται η εξαίρεση κι όταν ο χρόνος εγκλεισμού αυξάνεται, οι μνήμες της «σωφρονιστικής αποικίας» του Κάφκα, αποτελούν ορατό εφιάλτη.

         Είναι αλήθεια ότι οι παραπάνω θέσεις δεν έτυχαν επικοινωνίας με τον δέοντα τρόπο και δεν διαχύθηκαν στον κοινωνικό ιστό, με αποτέλεσμα σήμερα η κοινωνία να πιστεύει (χωρίς να υπάρχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση) ότι η αυστηροποίηση και η μηδενική ανοχή στο έγκλημα οδηγούν αναπόδραστα στη μείωση της εγκληματικότητας. Σε αυτό βέβαια συντέλεσε και η προβολή του εγκληματικού φαινομένου από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να βρουν πρόσφορο έδαφος πολιτικές ποινικού λαϊκισμού. Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής η άκρως υποτιμητική αντιμετώπιση και οργανωμένη δυσφήμηση όσων άσκησαν κριτική στη φιλοσοφία και στις διατάξεις του νόμου, οι οποίοι μετατράπηκαν από γνώστες και ειδικοί επιστήμονες του πεδίου σε (υποτιμητικά αναφερόμενους ως) «δικαιωματιστές».

         Ωστόσο, ακόμα και αν τα κοινωνικά αντανακλαστικά (κατά ποσοστό 90% …κατά τη μέτρηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης) συνηγορούσαν υπέρ της αυστηροποίησης του ποινικού μας συστήματος, όταν θα φτάσει η ώρα να δούμε να διαβαίνουν το κατώφλι των φυλακών καθημερινοί άνθρωποι που θα παραβούν (ακόμα και από αμέλεια τους) τον ποινικό νόμο, η κοινωνία θα καταλάβει ότι ο αντίλογος που αναπτύχθηκε από το σύνολο (σχεδόν) των φορέων και επιστημόνων δεν αφορούσε κάποιες «συντεχνίες» και τη διασφάλιση των συμφερόντων τους. Αντίθετα, οι «συντεχνίες» αυτές (όπως είναι οι δικηγόροι και ειδικότερα οι «κύριοι ποινικολόγοι») μάλλον θα ευνοούνταν από αυστηροποίησεις της ποινικής νομοθεσίας, καθώς είναι εμφανές ότι αναμένεται η ραγδαία αύξηση της ύλης τους από κατηγορουμένους που θα αναζητούν δικηγόρο με το φόβο ότι μπορεί να καταδικαστούν σε ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους με αποτέλεσμα ακόμη και να κινδυνεύσουν να εγκλειστούν στη φυλακή.

         Δυστυχώς, έχει ξημερώσει μια δύσκολη εποχή για τον ποινικό μας πολιτισμό και για το Κράτος Δικαίου. Ωστόσο, όσοι πιστεύουμε στην φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού  μας δικαίου, οφείλουμε να αντισταθούμε, στα ακροατήρια, στα αμφιθέατρα, στην κοινωνία!

Γνωμοδότηση Καθηγήτριας Τ.Παπαδοπούλου για την ενοποίηση του Α΄ Βαθμού δικαιοδοσίας στην πολιτική δικαιοσύνη

Δημοσιεύεται γνωμοδότηση της Καθηγήτριας Τ.Παπαδοπούλου για την ενοποίηση του Α΄Βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων.

Λήψη γνωμοδότησης σε μορφή pdf

 

 

 

Γνωμοδότηση Καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου για την ενοποίηση του Α΄ Βαθμού δικαιοδοσίας στην πολιτική δικαιοσύνη

         Δημοσιεύεται γνωμοδότηση του Καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου για την ενοποίηση του Α΄Βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων.

 

Λήψη γνωμοδότησης σε μορφή pdf

 

Πίνακας με τον χρόνο έναρξης ισχύος των νέων τροποποιήσεων στους Ποινικούς Κώδικες με τον N. 5090/2024

Ενόψει του ότι οι νέες αλλαγές στους ποινικούς κώδικες με τον Ν. 5090/2024 συνοδεύονται από μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 138 Ν. 5090/2024) που προβλέπουν την σταδιακή εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων και ορίζουν διαφορετικό χρόνο έναρξης ισχύος αυτών, εκτεινόμενο μέχρι και την 1.7.2024, κρίθηκε χρήσιμη η συγκέντρωση των τροποποιούμενων ρυθμίσεων σε έναν πίνακα και παρουσίαση του χρόνου έναρξης κάθε μιας τροποποιούμενης διάταξης.

 

Αθήνα, 26.2.2024

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

 

Λήψη αρχείου σε μορφή WORD

 

Άρθρο ΠΚ/ΚΠΔ Άρθρο Ν. 5090/2024 Αντικείμενο ρύθμισης Χρόνος έναρξης Άρθρο Ν. 5090/2024 που ρυθμίζει την έναρξη

Ποινικός Κώδικας

5 3 Δικαιοδοσία επί εγκλημάτων σε πλοία ή αε­ροσκάφη που φέρουν την ελληνική σημαία 1.5.2024 138 παρ. 1
8 4 Τιμώρηση πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους πράξεως στην αλλοδαπή που στρέφεται κατά υπαλλήλου δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανι­σμού ή φορέα ή απευθύνεται προς αυτούς και της δω­ροδοκίας προσώπου που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για λογαριασμό ξένης χώρας 23.2.2024 138 παρ. 3
47 5 Καθορισμός προϋποθέσεων άμεσης και απλής συνέργειας 1.5.2024 138 παρ. 1
52 6 Διάρκεια κάθειρξης 1.5.2024 138 παρ. 1
54 7 Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων 1.5.2024 138 παρ. 1
57 8 Κατάργηση του υπολογισμού χρηματικής ποινής σε ημερήσιες μονάδες 1.5.2024 138 παρ. 1
69 9 Προσθήκη απέλασης ως μέτρου ασφαλείας 1.7.2024 138 παρ. 2
72 10 Απέλαση αλλοδαπού 1.7.2024 138 παρ. 2
80 11 Κριτήρια υπολογισμού ύψους χρηματικής ποινής 1.5.2024 138 παρ. 1
80 Α 12 Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρή­μα 1.5.2024 138 παρ. 1
81 13 Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινω­φελούς εργασίας 1.5.2024 138 παρ. 1
82 Α 14 Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά 1.5.2024 138 παρ. 1
83 15 Μειωμένη ποινή 1.5.2024 138 παρ. 1
84 16 Ελαφρυντικές περιστάσεις 1.5.2024 138 παρ. 1
85 17 Συρροή λόγων μείωσης της ποινής 1.5.2024 138 παρ. 1
94 18 Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών 1.5.2024 138 παρ. 1
99 19 Έκτιση και αναστολή εκτέλεσης της ποινής και μέρους της ποινής υπό όρο 1.5.2024 138 παρ. 1
100 136 περ. α Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
101 20 Ανάκληση της αναστολής 1.5.2024 138 παρ. 1
104 21 Πρόβλεψη δυνατότητας μη αναστολής πα­ρεπόμενων ποινών 1.5.2024 138 παρ. 1
104 Α 22 Μετατροπή φυλάκισης σε κοινωφελή ερ­γασία 1.5.2024 138 παρ. 1
105 23 Πρόβλεψη δυνατότητας κατ’ οίκον έκτισης ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση 1.7.2024 138 παρ. 2
105 Α 136 περ. α Παροχή κοινωφελούς εργασίας- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
105 Β 24 Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης 1.5.2024 138 παρ. 1
106 25 Προϋποθέσεις για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο 1.5.2024 138 παρ. 1
108 26 Άρση της απόλυσης 1.5.2024 138 παρ. 1
114 27 Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραί­τησης από το δικαίωμα της έγκλησης 1.5.2024 138 παρ. 1
122 28 Διεύρυνση αναμορφωτικών μέτρων 1.7.2024 138 παρ. 2
127 29 Εξορθολογισμός των κριτηρίων περιορι­σμού ανηλίκων σε κατάστημα κράτησης νέων 1.5.2024 138 παρ. 1
128 136 περ. α Αντικατάσταση περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
133 30 Επανακαθορισμός ηλικιακού ορίου νεαρών ενηλίκων 1.5.2024 138 παρ. 1
159 31 Επανακαθορισμός χρηματικών ποινών σε περιπτώσεις δωροληψίας πολιτικών προσώπων 23.2.2024 138 παρ. 3
159 Α 32 Επανακαθορισμός χρηματικών ποινών σε περιπτώσεις δωροδοκίας πολιτικών προσώπων 23.2.2024 138 παρ. 3
168 33 Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας νοσηλευτικών ιδρυμάτων και χώρων πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 1.5.2024 138 παρ. 1
169 Α 34 Παραβίαση συμφωνιών που επικυρώθηκαν από συμβολαιογράφο και πρακτικού διαμεσολάβησης 1.5.2024 138 παρ. 1
182 35 Παραβίαση περιορισμών διαμονής 1.5.2024 138 παρ. 1
186 36 Πρόκληση και προσφορά για τέλεση εγκλή­ματος 1.5.2024 138 παρ. 1
187 37 Ανασταλτικό αποτέλεσμα έφεσης για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης 23.2.2024 138 παρ. 3
235 38 Αποδέσμευση της πράξης από την αξία του ωφελήματος, προσαύξηση του ύψους των ποινι­κών κυρώσεων και επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου της δωροληψίας λειτουργών ή υπαλλήλων διεθνών ορ­γανισμών 23.2.2024 138 παρ. 3
236 39 Αποδέσμευση της πράξης από την αξία του ωφελήματος, προσαύξηση του ύψους των ποινικών κυρώσεων και επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου της δωροδοκίας λειτουργών ή υπαλλήλων διεθνών οργα­νισμών 23.2.2024 138 παρ. 3
237 40 Επανακαθορισμός χρηματικών ποινών σε περιπτώσεις δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικών λειτουργών – Επέκταση του αξιοποίνου σε δικαστές που είναι αποσπασμένοι σε διεθνείς οργανισμούς 23.2.2024 138 παρ. 3
264 41 Εμπρησμός 1.5.2024 138 παρ. 1
265 42 Εμπρησμός σε δάση – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Παραβίαση προληπτικών μέτρων 1.5.2024 138 παρ. 1
265 Α 43 Προσθήκη της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής στα αδικήματα εμπρησμού σε δάση 1.5.2024 138 παρ. 1
289 44 Απάλειψη του αδικήματος του εμπρησμού δάσους από αμέλεια από το ρυθμιστικό πεδίο της έμπρα­κτης μετάνοιας 1.5.2024 138 παρ. 1
290 Α 45 Συμπερίληψη παραβίασης ερυθρού σημα­τοδότη στις περιπτώσεις επικίνδυνης οδήγησης 1.5.2024 138 παρ. 1
302 46 Αύξηση του κατώτατου ορίου ποινής στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και πρόβλεψη προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή για οικείους θύματος 1.5.2024 138 παρ. 1
312 47 Σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων 1.5.2024 138 παρ. 1
330 48 Παράνομη βία 1.5.2024 138 παρ. 1
333 49 Απειλή 1.5.2024 138 παρ. 1
348 Α 50 Επέκταση του αξιοποίνου σε πρόσωπο που εμ­φανίζεται ως ανήλικο 1.5.2024 138 παρ. 1
348 Γ 51 Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων 1.5.2024 138 παρ. 1
358 52 Επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης στο αδίκημα της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής 1.5.2024 138 παρ. 1
361 53 Εξύβριση 1.5.2024 138 παρ. 1
362 136 περ. α Απλή δυσφήμηση- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
363 54 Συκοφαντική δυσφήμηση 1.5.2024 138 παρ. 1
365 55 Νομοτεχνική προσαρμογή του αδικήματος της προσβολής μνήμης νεκρού συνεπεία της κατάργη­σης του αδικήματος της δυσφήμησης 1.5.2024 138 παρ. 1
366 56 Νομοτεχνική προσαρμογή των γενικών δι­ατάξεων περί των εγκλημάτων κατά της τιμής συνεπεία της κατάργησης του αδικήματος της δυσφήμησης 1.5.2024 138 παρ. 1
367 136 περ. α ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
368 57 Νομοτεχνική προσαρμογή της έγκλησης για τα εγκλήματα κατά της τιμής συνεπεία της κατάργησης του αδικήματος της δυσφήμησης 1.5.2024 138 παρ. 1
372 58 Κλοπή 1.5.2024 138 παρ. 1
378 59 Απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας 1.5.2024 138 παρ. 1
381 60 παρ. 1 Γενικές διατάξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης 1.7.2024 138 παρ. 2
405 60 παρ. 2 Γενικές διατάξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης 1.7.2024 138 παρ. 2
463 136 περ. α ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

7 62 Αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση κα­κουργημάτων 1.5.2024 138 παρ. 1
8 63 Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα 1.5.2024 138 παρ. 1
9 64 Σύνθεση εφετείου 1.5.2024 138 παρ. 1
17 65 Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαί­ρεσης 1.5.2024 138 παρ. 1
35 66 Προσθήκη του αλλοδαπού δημοσίου στις περιπτώσεις φορολογικών, οικονομικών και συναφών εγκλημάτων 1.5.2024 138 παρ. 1
43 67 Ποινική δίωξη 1.5.2024 138 παρ. 1
48 68 Αντικατάσταση του αρμόδιου για την έγκρι­ση της διάταξης αποχής από δίωξη επί πλημμελημάτων δικαστικού λειτουργού και πρόβλεψη εφαρμογής επί συμμετοχής ή απόπειρας 1.5.2024 138 παρ. 1
49 69 Αντικατάσταση του αρμόδιου για την έγκρι­ση της διάταξης αποχής από δίωξη επί κακουργημάτων δικαστικού λειτουργού 1.5.2024 138 παρ. 1
50 136 περ. β Αποχή μετά από εντελή ικανοποίηση- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
52 70 Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος σε περίπτωση απόρριψης της έγκλησης 1.5.2024 138 παρ. 1
53 71 Δίωξη μόνο με έγκληση 23.2.2024 138 παρ. 3
59 72 Προδικαστικά ζητήματα ποινικής δίκης 1.5.2024 138 παρ. 1
61 73 Ζητήματα αστικής – διοικητικής φύσεως – Τροποποίηση άρθρου 61 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 1.5.2024 138 παρ. 1
110 74 Καθ’ ύλην αρμοδιότητα μονομελούς εφετείου 1.5.2024 138 παρ. 1
111 75 Καθ’ ύλην αρμοδιότητα τριμελούς εφετείου 1.5.2024 138 παρ. 1
115 76 Καθ’ ύλην αρμοδιότητα μονομελούς πλημ­μελειοδικείου 1.5.2024 138 παρ. 1
185 77 Κατάργηση της τοιχοκόλλησης ως μέσου δημοσιότητας του πίνακα πραγματογνωμόνων 1.5.2024 138 παρ. 1
215 78 Πρόβλεψη εξαίρεσης εμφάνισης μαρτύρων στην ακροαματική διαδικασία 1.5.2024 138 παρ. 1
218 79 Πρόβλεψη διαρκούς εξέτασης της προ- σφορότητας και αναγκαιότητας μέτρων προστασίας μαρτύρων και δυνατότητας ανάκλησης ή τροποποίη­σής τους 1.5.2024 138 παρ. 1
227 80 Aνήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας 1.5.2024 138 παρ. 1
233 81 Κατάργηση της τοιχοκόλλησης ως μέσου δημοσιότητας του πίνακα διερμηνέων 1.5.2024 138 παρ. 1
238 Α 82 Εξέταση με τεχνολογικά μέσα 1.7.2024 138 παρ. 2
245 83 Διενέργεια προανάκρισης 1.5.2024 138 παρ. 1
254 84 Προσθήκη των προπαρασκευαστικών πρά­ξεων παραχάραξης στα εγκλήματα για τα οποία προ- βλέπονται ειδικές ανακριτικές πράξεις 1.5.2024 138 παρ. 1
265 85 Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων 1.5.2024 138 παρ. 1
269 86 Άρση κατάσχεσης στο στάδιο της ανάκρι­σης 1.5.2024 138 παρ. 1
283 87 Πρόβλεψη περιοριστικού όρου ηλεκτρο­νικής επιτήρησης με τη χρήση τεχνολογίας εντοπισμού θέσης και κίνησης 1.7.2024 138 παρ. 2
284 88 Κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση 1.7.2024 138 παρ. 2
288 89 Διαδικασία μετά την απολογία 1.7.2024 138 παρ. 2
291 90 Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και των περιοριστικών όρων 1.5.2024 138 παρ. 1
292 91 Διαμόρφωση της ποινής πρόσκαιρης κά­θειρξης ως προϋπόθεσης παράτασης της προσωρι­νής κράτησης άνω των δώδεκα μηνών και του μέτρου υπολογισμού της ποινής σε περιπτώσεις απόπειρας ή συνέργειας 1.5.2024 138 παρ. 1
301 92 Νομοτεχνική προσαρμογή της ποινικής συνδιαλλαγής μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρι­σης συνεπεία της επαναφοράς της μετατροπής σε χρη­ματική ποινή 1.5.2024 138 παρ. 1
302 93 Νομοτεχνική προσαρμογή της ποινικής συνδιαλλαγής μετά από την τυπική περάτωση της ανά­κρισης συνεπεία της επαναφοράς της μετατροπής σε χρηματική ποινή 1.5.2024 138 παρ. 1
303 94 Ποινική διαπραγμάτευση 1.5.2024 138 παρ. 1
309 95 Κατ’ εξαίρεση περάτωση της κύριας ανάκρι­σης 23.2.2024 138 παρ. 3
322 96 Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης 1.5.2024 138 παρ. 1
323 97 Πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας 1.5.2024 138 παρ. 1
336 98 Θόρυβος και ανυπακοή σε μέτρα που απο- φασίστηκαν ή σε διαταγές που δόθηκαν 1.5.2024 138 παρ. 1
340 99 Υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου στα πλημμελήματα που ανήκουν στην καθ’ ύλην αρμοδιό­τητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου 1.5.2024 138 παρ. 1
343 100 Σχολιασμός αποδεικτικών μέσων και προ­ετοιμασία του κατηγορουμένου 1.5.2024 138 παρ. 1
349 101 Αναβολή της δίκης 1.5.2024 138 παρ. 1
369 102 Νομοτεχνική προσαρμογή της κατάρτισης και δημοσίευσης των αποφάσεων λόγω της κατάργησης των πενταμελών εφετείων 1.5.2024 138 παρ. 1
404 103 Αρμοδιότητα μικτού ορκωτού δικαστη­ρίου 1.5.2024 138 παρ. 1
405 136 περ. β Αρμοδιότητα τακτικών δικαστών ΜΟΔ 1.5.2024 138 παρ. 1
424 104 Δυνατότητα διατήρησης κράτησης σε πε­ρίπτωση αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις 1.5.2024 138 παρ. 1
471 105 Νομοτεχνική προσαρμογή της ανασταλτι­κής δύναμης των ενδίκων μέσων λόγω κατάργησης του πενταμελούς εφετείου 1.5.2024 138 παρ. 1
478 106 Λόγοι έφεσης κατά βουλεύματος 1.5.2024 138 παρ. 1
486 107 Νομοτεχνική προσαρμογή της παραπο­μπής στην αρμοδιότητα εφετείου προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας επί πλημμελημάτων 1.5.2024 138 παρ. 1
487 108 Καθορισμός προθεσμίας συμπληρωμα­τικής αιτιολογίας έφεσης εισαγγελέα 1.5.2024 138 παρ. 1
489 109 Επανακαθορισμός των ορίων του εκκλητού καταδικαστικής απόφασης 1.5.2024 138 παρ. 1
497 110 Ανασταλτική δύναμη έφεσης 1.5.2024 138 παρ. 1
499 111 Δυνατότητα περιορισμού των εξεταστέ­ων μαρτύρων στη δευτεροβάθμια δίκη 1.5.2024 138 παρ. 1
500 112 Περιορισμός κλήτευσης διαδίκων στη συ­ζήτηση της αναίρεσης 1.5.2024 138 παρ. 1
512 113 Περιορισμός κλήτευσης διαδίκων στη συ­ζήτηση της αναίρεσης 1.5.2024 138 παρ. 1
577 114 Έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν 1.5.2024 138 παρ. 1
578 115 Έξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων, ενστάσεων και αιτήσεων 1.5.2024 138 παρ. 1
580 116 Έξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση 1.5.2024 138 παρ. 1

Ν. 1882/1990 (Χρέη στο Δημόσιο)

Άρθρο Ν. 1882/1990 Άρθρο Ν. 5090/2024   Χρόνος έναρξης Άρθρο Ν. 5090/2024 που ρυθμίζει την έναρξη
25 61 Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο 1.5.2024 138 παρ. 1

 

Λ.Τσόγκας: πρακτικά ζητήματα στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΑΠ

Πρακτικά ζητήματα στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΑΠ

Επιμέλεια:

Λάμπρος Σ. Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

===Η βασική επισήμανση, που διατρέχει το θεσμό του ΕΕΣ, είναι ότι αυθεντικός ερμηνευτής του Ενωσιακού Δικαίου είναι το ΔΕΕ. Αν λοιπόν δεν υπάρχει νομολογιακή από αυτό προσέγγιση ζητήματος και τούτο ανακύψει στα εθνικά Δικαστήρια, απαιτείται η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος.

===Bασική θέση του ΔΕΕ σε ό,τι αφορά την εμπλοκή κανόνων του εθνικού δικαίου των κρατών στο θεσμικό τοπίο του ΕΕΣ είναι ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και το σκοπό της απόφασης πλαίσιο 2002/584, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα, που επιδιώκεται με αυτήν. Η εν λόγω υποχρέωση της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι ακόλουθη με τη ΣΛΕΕ, καθόσον, βάσει αυτής, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης κάθε φορά που αποφαίνονται επί των διαφορών, των οποίων έχουν επιληφθεί (απόφαση της 8 Νοεμβρίου 2016, Ognyanov, C‑554/14, EU:C:2016:835, σκέψη 59).

===Σε ό,τι αφορά το Ν.3251/2004, στο εδάφιο ζ’ του άρθρου 11 προβλεπόταν ως υποχρεωτικός λόγος απαγόρευσης της εκτέλεσης του ΕΕΣ αν τούτο είχε εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία με βάση τον ελληνικό ποινικό νόμο είχε τελεστεί εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο ελληνικό έδαφος. Όμως αυτή η πρόβλεψη καταργήθηκε με το άρθρο 30 Ν.4947/2022. Στην απόφαση πλαίσιο 2002/584 δεν προβλέπεται τέτοιος λόγος υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ, παρά μόνο δυνητικής σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.7 εδ.α’.

===Ένα σύνηθες ζήτημα, που τίθεται στην πράξη για την άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ, είναι η παραγραφή της πράξης ή της ποινής με βάση το ελληνικό δίκαιο, όταν έχει συλληφθεί στην Ελλάδα πρόσωπο, που πρέπει να εκδοθεί στο κράτος έκδοσης του ΕΕΣ. Ο ΑΠ για το ανωτέρω ζήτημα έχει εκδώσει την υπ’αριθ. 520/2010 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτό ότι για τον υποχρεωτικό λόγο άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του άρθρου 11 περ. δ΄ Ν 3251/2004, που αφορά την παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους,  η παραγραφή της διαλαμβανόμενης στο υπό κρίση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πράξης θα  κριθεί μόνο κατά τον ελληνικό ποινικό κώδικα υπό την έννοια ότι η οικεία αξιόποινη πράξη υπάγεται στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Συνεπώς όταν η αξιόποινη πράξη, που αποδίδεται στον εκζητούμενο, έχει τελεσθεί από αλλοδαπό στην αλλοδαπή και  σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπαχθεί στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και ειδικότερα στα άρθρα 5-8 ΠΚ, με τα οποία ορίζονται τα τοπικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης του σχετικού λόγου άρνησης έκδοσης του εκζητούμενου.

=== Περαιτέρω είναι χρήσιμο να γίνει προσέγγιση αποφάσεων του ΔΕΕ, το οποίο απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα εθνικών δικαστηρίων σε ό,τι αφορά κρίσιμα – πρακτικά ζητήματα στο πεδίο της παράδοσης του εκζητούμενου με ΕΕΣ, δηλαδή στο πεδίο, κατά το οποίο έχει ήδη αποφαιστεί η εκτέλεση του ΕΕΣ και αυτό, που απομένει, είναι η μεταφορά του εκζητούμενου από το κράτος εκτέλεσης στο κράτος έκδοσης.

Η απόφαση του ΔΕΕ, που ενδιαφέρει, αφορά την υπόθεση C-804/21., ενώ η ερμηνευθείσα διάταξη ήταν αυτή του άρθρου 23 της απόφασης πλαίσιο 2002/584. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

  1. Ο καταζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία, που συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών.
  2. Παραδίδεται το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
  3. Εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας, που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, η δικαστική αρχή εκτέλεσης και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος επικοινωνούν αμέσως μεταξύ τους και συμφωνούν νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
  4. Η παράδοση μπορεί κατ’ εξαίρεση να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον λ.χ. ευλόγως πιστεύεται ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του καταζητουμένου. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης γίνεται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία. Η αναγκαία αποσαφήνιση στο σημείο αυτό είναι ότι όταν γίνεται λόγος για παράδοση του καταζητούμενου, τούτο προϋποθέτει ότι το κράτος εκτέλεσης αποφάνθηκε ήδη για την εκτέλεση του ΕΕΣ, που εκδόθηκε από το κράτος έκδοσης.

Έτσι το ΔΕΕ αποφάνθηκε:

Το άρθρο 23, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ έχει την έννοια ότι ο όρος «ανωτέρα βία» δεν καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση, τα οποία απορρέουν από την κίνηση νομικών διαδικασιών εκ μέρους του προσώπου, εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τα οποία οφείλονται στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, όταν η τελική απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο. Περαιτέρω η παράγραφος 3 του άρθρου 23 έχει την έννοια ότι η απαίτηση για παρέμβαση της δικαστικής αρχής του κράτους εκτέλεσης, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτέλεσης αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία, αφενός, να εξακριβώσει κατά πόσον συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας καθώς και κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις, που προβλέπονται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου, εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και, αφετέρου, να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, τούτο δε ακόμη και εάν το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής του κράτους  εκτέλεσης, προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων. Επιπλέον το ΔΕΕ τόνισε ότι το άρθρο 23, παράγραφος 5, της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες, που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23, πρέπει να θεωρηθούν λήξασες, με συνέπεια ο εκζητούμενος να πρέπει να απολυθεί, όταν δεν έχει τηρηθεί η στην πράξη η απαιτούμενη παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο.

===Άλλη πτυχή, που αφορά τυχόν άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ από το κράτος εκτέλεσης αφορά τις υποχρεώσεις του κράτους έκδοσης για πληροφόρηση του εκζητούμενου επί των δικαιωμάτων του με βάση το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης, όσο χρόνο όμως είναι κρατούμενος στο κράτος έκδοσης. Η απόφαση του ΔΕΕ, που ενδιαφέρει, είναι αυτή στην υπόθεση C-105/21. Σύμφωνα με αυτή:

Το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια), το άρθρο 47 του εν λόγω Χάρτη (που αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου), καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που διαπνέουν το θεσμό του ΕΕΣ, έχουν την έννοια ότι η δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος δυνάμει της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, δεν έχει καμία υποχρέωση να διαβιβάσει στο πρόσωπο, το οποίο αφορά το ένταλμα σύλληψης, την εθνική απόφαση σχετικά με τη σύλληψή του και τις πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσφυγής κατά της απόφασης αυτής όσο χρόνο το εν λόγω πρόσωπο βρίσκεται στο κράτος εκτέλεσης του επίμαχου εντάλματος και δεν έχει ακόμη παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκδόσής του. Τούτο απορρέει από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία επιβάλλει στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος να προβαίνει, στο μέτρο του δυνατού, σε σύμφωνη με την εν λόγω αρχή ερμηνεία του εθνικού της δικαίου και επομένως να διασφαλίσει έτσι αποτέλεσμα σύμφωνο με τον σκοπό, που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Κατά συνέπεια δεν υποχρεούται η εν λόγω δικαστική αρχή, δυνάμει του εθνικού δικαίου, να διαβιβάζει στο πρόσωπο, το οποίο αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πριν από την παράδοσή του στις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους έκδοσης, την εθνική απόφαση σχετικά με τη σύλληψή του και τις πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

===Περαιτέρω ενδιαφέρον έχει η απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑562/21 και C‑563/21 και αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1 και 8 της απόφασης πλαίσιο 2002/584. Το άρθρο 1 έχει ως εξής:

  1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου, που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας. 2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης-πλαίσιο. 3. H απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι το ΔΕΕ  αποφάσισε ότι το άρθρο 1 της εν λόγω απόφασης‑πλαίσιο, έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης, που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε περίπτωση που έχει στη διάθεσή της στοιχεία, τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού των δικαστικών λειτουργών, μπορεί να αρνηθεί την παράδοση του εν λόγω προσώπου μόνον όμως εφόσον:

–        στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, διαπιστώσει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των προσκομισθέντων από το πρόσωπο αυτό στοιχείων, που αφορούν τη σύνθεση του δικάσαντος την ποινική υπόθεση δικαστικού σχηματισμού ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η οποία θεωρείται κρίσιμη για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του εν λόγω σχηματισμού, έχει προσβληθεί το θεμελιώδες δικαίωμα αυτού του προσώπου σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και

–        στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, διαπιστώσει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των προσκομισθέντων από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων όσον αφορά την προσωπική κατάστασή του, τη φύση της αξιόποινης πράξης, για την οποία διώκεται, το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η οποία θεωρείται κρίσιμη για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστικού σχηματισμού που κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί να δικάσει την υπόθεσή του, το πρόσωπο αυτό διατρέχει, σε περίπτωση παράδοσης, πραγματικό κίνδυνο προσβολής του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος.

===Το ΔΕΕ ακόμη ασχολήθηκε με τις απαιτήσεις της δικαστικής προστασίας όταν το ΕΕΣ εκδίδεται στο πλαίσιο ποινικής δίωξης από αρχή, που δεν είναι δικαστήριο. Ειδικότερα έλαβε τη θέση οτι αυτές οι απαιτήσεις πληρούνται, όταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος αυτού και υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο εντός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Υπογράμμισε όμως ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου δικαστικού ελέγχου δε συνιστά προϋπόθεση, προκειμένου η αρχή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δικαστική αρχή έκδοσης. Περαιτέρω το ΔΕΕ τόνισε ότι σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί από την εισαγγελική αρχή, όχι στο πλαίσιο ποινικής δίωξης, αλλά για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής απαγγελθείσας με τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση, οι απαιτήσεις, που απορρέουν από την αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεν επιβάλλουν την πρόβλεψη αυτοτελούς ενδίκου μέσου κατά της απόφασης της εισαγγελικής αρχής για την έκδοση του ΕΕΣ (βλ. σχετ. το ανακοινωθέν τύπου 156/19 του ΔΕΕ με τις εκεί αναφερόμενες αποφάσεις του για τα πιο πάνω ζητήματα).

===Ακολούθως σημαντικό είναι το ζήτημα, που επιλύθηκε με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑314/18. Ειδικότερα το άρθρο 5 της απόφασης – πλαίσιο 2002/584, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγγυήσεις, που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις», ορίζει τα εξής:

«Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να εξαρτηθεί κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης από μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:……όταν το πρόσωπο, κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό της δίωξης, είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτέλεσης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.» Ωστόσο προκύπτει ζήτημα στην εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου σε συνδυασμό με την απόφαση-πλαίσιο 2008/909, σκοπός της οποίας είναι η θέσπιση των κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους ένα κράτος μέλος, προκειμένου να διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη του καταδίκου, αναγνωρίζει καταδικαστική απόφαση και εκτελεί την ποινή άλλου κράτους σε αυτό. Στο άρθρο 3 της πιο πάνω απόφασης πλαίσιο αναφέρεται ότι τούτη  εφαρμόζεται μόνο στην αναγνώριση καταδικαστικών αποφάσεων και την εκτέλεση ποινών. Το γεγονός ότι, πέραν της ποινής, επιβάλλεται πρόστιμο ή και δήμευση, που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, ανακτηθεί ή εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη διαβίβαση της καταδικαστικής απόφασης. Η αναγνώριση και εκτέλεση τέτοιων χρηματικών ποινών ή αποφάσεων δήμευσης σε άλλο κράτος μέλος βασίζεται στις νομοθετικές πράξεις, που ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών και ειδικότερα στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214 του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών [(ΕΕ 2005, L 76, σ. 16)] και την απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε αποφάσεις δήμευσης [(ΕΕ 2006, L 328, σ. 59)]. Το ΔΕΕ στην πιο πάνω  υπόθεση (C‑314/18) αποφάσισε ότι το άρθρο 5 εδ. 3 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παράγραφος 3,  το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 25 της απόφασης-πλαίσιο 2008/909, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση, κατά την οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης εξαρτά την παράδοση υπηκόου ή κατοίκου, κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προς τον σκοπό της άσκησης ποινικής δίωξης από την προϋπόθεση της διαμεταγωγής του προσώπου αυτού, κατόπιν ακροάσεώς του, στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, που θα του επιβληθεί στο κράτος έκδοσης, το τελευταίο αυτό κράτος  υποχρεούται να προβεί στη διαμεταγωγή, μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, εκτός αν συγκεκριμένοι λόγοι απτόμενοι του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του καταδικασθέντος ή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης καθιστούν απαραίτητη την παρουσία του προσώπου αυτού στο εν λόγω κράτος έως την οριστική περάτωση άλλων διαδικασιών, που εντάσσονται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας σχετικά με την αξιόποινη πράξη λόγω της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

===Πρακτικά ζητήματα ανακύπτουν στο κεφάλαιο της αναβολής παράδοσης του εκζητούμενου και προς τούτο αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-492/22. Εφαρμοστέα διάταξη εν προκειμένω είναι το άρθρο 24, παράγραφος 1 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584, σύμφωνα με την οποία η δικαστική αρχή εκτέλεσης δύναται, αφού αποφασίσει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να αναβάλει την παράδοση του καταζητουμένου ούτως ώστε να μπορέσει να διωχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ή, εάν έχει ήδη καταδικασθεί, να μπορέσει να εκτίσει στο έδαφος του κράτους αυτού καταγνωσθείσα ποινή για πράξη διαφορετική από εκείνη, που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Το ΔΕΕ για την πιο πάνω διάταξη αποφάνθηκε ότι τούτη έχει την έννοια ότι η απόφαση αναβολής της παράδοσης, συνιστά απόφαση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαίσιο, πρέπει να λαμβάνεται  μόνο από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης. Όταν μια τέτοια απόφαση δεν λαμβάνεται από την αρχή αυτή και παρήλθαν οι προθεσμίες του άρθρου 23, παράγραφοι 2 έως 4, της απόφασης-πλαίσιο (δηλαδή η προθεσμία των 10 ημερών από την απόφαση για την έκδοση ή η τυχόν προθεσμία αναστολής για ανθρωπιστικούς λόγους), το πρόσωπο, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να απολυθεί, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 5, της ίδιας απόφασης-πλαισιο. Επίσης δεν αντιβαίνει στην ανωτέρω διάταξη το γεγονός ότι πρόσωπο, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η παράδοση του οποίου στις αρχές του κράτους μέλους έκδοσης αναβλήθηκε ούτως ώστε να μπορέσει να διωχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης, συνεχίζει να κρατείται, βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κατά τη διάρκεια της επίμαχης ποινικής διαδικασίας.

===Στην εκτέλεση του ΕΕΣ ανακύπτει εφαρμογή του άρθρου 54 της Συνθήκης Σένγκεν. Τούτο αφορά την αδυναμία εκτέλεσης ΕΕΣ για ποινή, που έχει ήδη εκτελεστεί για τα ίδια περιστατικά. Τέσσερα είναι τα σημεία, που πρέπει να εξεταστούν στο πεδίο αυτό. Ειδικότερα:

1ον Το κατάλληλο κριτήριο για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου συνίσταται σε αυτό της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια ενός συνόλου περιστατικών άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος·

2ον. Τα πραγματικά περιστατικά συνιστάμενα στην κατοχή αλλοδαπών λαθραίων προϊόντων καπνού εντός συμβαλλομένου κράτους και στην εισαγωγή και κατοχή των ίδιων προϊόντων καπνού εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους, τα οποία χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος διώχθηκε εντός δύο συμβαλλομένων κρατών, είχε εξ αρχής την πρόθεση να μεταφέρει τα προϊόντα καπνού, αφότου αυτά περιήλθαν το πρώτον στην κατοχή του, προς έναν τελικό προορισμό διερχόμενος από διάφορα συμβαλλόμενα κράτη, συνιστούν συμπεριφορές, που μπορούν να εμπίπτουν στην έννοια των «ιδίων πραγματικών περιστατικών» κατά το εν λόγω άρθρο 54. Η οριστική σχετική εκτίμηση απόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές.

3ον.   Κατά την έννοια του άρθρου 54 της Συμφωνίας του Σένγκεν, η ποινή, που επιβάλλει δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, «έχει ήδη εκτισθεί» ή «εκτίεται» σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί, σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω συμβαλλομένου κράτους, σε ποινή φυλακίσεως με αναστολή.

4ον.  Κατά την έννοια του άρθρου 54 της  Συμφωνίας του Σένγκεν, η ποινή, που επέβαλε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, δεν πρέπει να θεωρείται ότι «έχει ήδη εκτισθεί» ή «εκτίεται», σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος έχει κρατηθεί στο αστυνομικό τμήμα ή έχει τεθεί υπό καθεστώς προσωρινής κράτησης για μικρό χρονικό διάστημα και, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, η στέρηση αυτή της ελευθερίας πρέπει να συνυπολογίζεται κατά τη μετέπειτα έκτιση της ποινής φυλακίσεως. Η σχετική απόφαση του ΔΕΕ  αφορά την υπόθεση C-288/05.

Ε.Ζαφειριάδης, Οι προβληματικές των διατάξεων για τη δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα

Οι προβληματικές των διατάξεων για τη δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα

 

Εισαγωγή

Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999[1], ενώ τέθηκε σε ισχύ από την 1/7/2002. Σε αυτήν περιλαμβάνονται διατάξεις και συγκεκριμένα τα άρθρα 7 και 8, τα οποία αφορούν στην δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα (πρώην ενεργητική και παθητική δωροδοκία). Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση υπογράφτηκε επίσης στο Στρασβούργο, στις 15 Μαΐου 2003.

Η επεξηγηματική έκθεση της ανωτέρω σύμβασης περιγράφει την ανάγκη αναγωγής της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα σε ποινικό αδίκημα, διότι με αυτό τον τρόπο μειώνονται αρχές όπως αυτές της εμπιστοσύνης, της εχεμύθειας ή της αφοσίωσης, οι οποίες είναι απαραίτητες ούτως ώστε να αναπτυχθούν οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις. Ακόμα όμως και σε περίπτωση όπου δεν υφίσταται περιουσιακή βλάβη για το θύμα, η διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα προκαλεί ζημία στην κοινωνία εν συνόλω.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά, θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η κύρωσή της δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου υιοθέτηση της υποχρέωσης ποινικοποίησης της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα από τα κράτη μέλη, τα οποία έχουν διακριτική ευχέρεια εν προκειμένω[2]. Η Ελλάδα, πάντως, κύρωσε την εν λόγω σύμβαση με το νόμο 3560/2007[3], χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις[4].

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3560/2007, η ποινικοποίηση της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς, ήτοι: α) να προστατευθεί η πίστη και εμπιστοσύνη στις ιδιωτικές συναλλαγές, β) να τηρηθεί ο υγιής ανταγωνισμός και γ) να διατηρηθεί η ποινική προστασία σε τομείς δραστηριοτήτων που… μέσω ιδιωτικοποιήσεων μεταφέρθηκαν σταδιακά στη διαχειριστική εξουσία των ιδιωτικών επιχειρήσεων[5]. Η ποινικοποίηση, επομένως, της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση της αδιαφάνειας και της ιδιοτέλειας στις ιδιωτικές- επιχειρηματικές συναλλαγές[6].

Ο όρος επιχειρηματική δραστηριότητα (business activity) εν ευρεία εννοία περιλαμβάνει καθετί που διεξάγεται με το σκοπό του κέρδους, ιδίως μέσω εμπορίας αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Η αγγλική διατύπωση σχετικά με « πρόσωπα που εργάζονται με οποιαδήποτε ιδιότητα για φορείς του ιδιωτικού τομέα» (any persons who direct or work for, in any capacity, private sector entities) περιλαμβάνει τις σχέσεις συνεργασίας, στις οποίες υφίσταται η έννοια του καθήκοντος, ήτοι της υποχρέωσης πίστης είτε της σχέσης εμπιστοσύνης που δεν συμπεριλαμβάνει μόνο μισθωτούς υπαλλήλους, αλλά επιπλέον και συνεταίρους ή συνεργάτες με σύμβαση παροχής υπηρεσιών (εντολοδόχους), όπως οι δικηγόροι (τροποποίηση που επήλθε με το Ν.4619/2019)[7].

Η ανάγκη για περαιτέρω τροποποιήσεις

Με κύριο στόχο να προστατευθούν τα οικονομικά μεγέθη και συμφέροντα, ποινικοποιήθηκε η διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα με τη μεταφορά των ενωσιακών επιταγών στην εθνική μας έννομη τάξη. Εν προκειμένω, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν οπωσδήποτε τη δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα, αναγνωρίζοντας σε αυτά δικαίωμα επιφυλάξεων[8].

Η δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα αφορούν μόνο σε πράξεις που τελούνται κατά παράβαση των καθηκόντων του εργαζομένου. Επομένως, πράξεις διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα οι οποίες είναι σύμφωνες με τα καθήκοντα αυτά, είναι ποινικώς αδιάφορες. Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, η παραβίαση ενός καθήκοντος από τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα δεν κρίνεται επαρκής, ώστε να δικαιολογηθεί η ποινικοποίηση των ανωτέρω εγκλημάτων διαφθοράς.

Υποστηρίζεται σθεναρά ότι παρόλο που ο χρηματισμός των εργαζομένων μιας επιχείρησης θεωρείται μεμπτός, τούτη η συμπεριφορά δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μόνο παραβίαση των ιδιωτικών συμβατικών σχέσεων και λειτουργιών των επιχειρήσεων στον έξω κόσμο. Εφόσον, λοιπόν, δεν προσβάλλεται κατ’αυτό τον τρόπο η περιουσία των επιχειρήσεων ή οποιουδήποτε τρίτου, είναι απολύτως αδύνατο να στρεβλωθεί έτσι ο ανταγωνισμός[9].

Aν και τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να προσδιορίσουν το περιεχόμενο της παράβασης καθήκοντος, οι ρυθμίσεις του ελληνικού ποινικού δικαίου συνεχίζουν να αντιβαίνουν στην αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa (κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς ορισμένο νόμο, άρθρο 1 ΠΚ). H επιλογή του νομοθέτη να μην συνδέσει τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα με ορισμένες συνέπειες για τον ανταγωνισμό, την περιουσία των επιχειρήσεων ή του καταναλωτή κρίνεται προβληματική. Έτσι, δεν δύνανται οι πολίτες να γνωρίζουν ποιες συμπεριφορές υπάγονται στην έννοια της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα, βάσει του άρθρου 396 ΠΚ[10].

Επιπλέον, το καθήκον πίστεως, μια αόριστη και ασαφής έννοια, φαίνεται να περικλείει πολλούς κανόνες, ακόμη κι αυτούς που έχει θέσει ο εργοδότης, καθώς ο τελευταίος καθορίζει ποιες συμπεριφορές δύνανται να θεωρηθούν αξιόποινες μέσω των συμβατικών σχέσεων, με τους εσωτερικούς κανονισμούς και τις προφορικές οδηγίες που δίνει στους εργαζομένους. Αυτές οι οδηγίες, ωστόσο, δεν έχουν σταθερή βάση, καθότι δίνονται in concreto και δεν προκύπτουν από συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο, αλλά εξαρτώνται από τη φύση της θέσεως ή της υπηρεσίας, πράγμα το οποίο δύναται να οδηγήσει σε άτοπα. Το καθήκον πίστης συνεπάγεται ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται στην αποφυγή κάθε επιβλαβούς ενέργειας εις βάρος του εργοδότη είτε της επιχειρήσεως, περιλαμβάνοντας υποχρεώσεις που διαφέρουν ανάλογα με το αντικείμενο της σύμβασης[11].

Το περιεχόμενο και τα όρια της υποχρέωσης πίστης καθορίζονται από τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε εργοδότη και εργαζόμενο. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της υποχρέωσης αυτής προς τον εργοδότη, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να απέχουν από πράξεις που δύνανται να βλάψουν τα συμφέροντα του πρώτου. Επιπροσθέτως, προβληματικός από την άποψη αυτή είναι ο μη περιορισμός και η μη εξειδίκευση του καθήκοντος πίστης των εργαζομένων σε ορισμένο νομοθετικό πλαίσιο.

Υποστηρίζεται[12] ακόμη η άποψη ότι οι διατάξεις του άρθρου 396 ΠΚ λειτουργούν ως λευκοί ή χωλοί ποινικοί νόμοι, με την έννοια ότι η βούληση των εκάστοτε εργοδοτών κρίνεται αποφασιστική για την έκταση που λαμβάνουν αξιόποινες συμπεριφορές που δεν περιγράφονται σε κυρωτικούς κανόνες. Επομένως, εφόσον οι προαναφερθείσες συμπεριφορές δεν προκύπτουν ευθέως εκ του νόμου, βάσει και του άρθρου 7 παρ. 1 Συντάγματος (αρχή νομιμότητας)[13], οι διατάξεις για τη δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα κρίνονται αόριστες και αντισυνταγματικές.

Η αυτολεξεί μεταφορά ξένου κειμένου από την εγχώρια νομοθεσία, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο συμβατότητας, οδηγεί σε παραβίαση των βασικών εγγυήσεων και θεμελιωδών αρχών του ελληνικού Ποινικού Δικαίου. Ιδίως στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παραγωγή κανόνων Ποινικού Δικαίου δεν θα πρέπει να αντίκειται στις θεμελιώδεις αξίες, στις οποίες τόσο η Ε.Ε. όσο και τα κράτη μέλη δεσμεύονται εκ των ιδρυτικών Συνθηκών να σεβαστούν. Αυτές οι αρχές έχουν να κάνουν με τη χρησιμοποίηση του Ποινικού Δικαίου ως έσχατης λύσης (ultima ratio) και με το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας ανάμεσα στο έγκλημα και την ποινή[14]. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι οι καταχρήσεις στο Ποινικό Δίκαιο παρεμποδίζουν σε πολλές περιπτώσεις την ομαλή λειτουργία της οικονομίας.

Σύμφωνα με τον Χατζηκώστα, η επιλογή του νομοθέτη να ποινικοποιήσει τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα οδηγεί στον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, λόγω της παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας του Ποινικού Δικαίου και της αναλογικότητας, καταλήγοντας στη διάβρωση των Ποινικών Επιστημών, καθώς έτσι υπονομεύεται το κύρος και η αξιοπιστία του[15].

Προκειμένου να αποκατασταθεί η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος), θα πρέπει η διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα να ερμηνευθεί στενά, προσθέτοντας στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 396 ΠΚ έναν άγραφο όρο[16] που συνίσταται στη συγκεκριμένη υπό τις περιστάσεις δυνατότητα της πράξης να στρεβλώνει τον οικονομικό ανταγωνισμό είτε την περίπτωση να τεθεί σε κίνδυνο η περιουσία των επιχειρήσεων ή των καταναλωτών.

Αντί επιλόγου

Η τυποποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα έγινε με βιαστικό και πρόχειρο τρόπο από τον Έλληνα νομοθέτη, χωρίς να εξετασθεί ουσιαστικά η συμβατότητα με τα διεθνή κείμενα. Δεν υπάρχει εν προκειμένω σαφής περιγραφή των αξιόποινων συμπεριφορών, βάσει του άρθρου 396 ΠΚ. Όπως αναλύσαμε προηγουμένως, η Ελλάδα δεν χρησιμοποίησε τη δυνατότητα που της αναγνώρισε-μεταξύ άλλων- η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, διευρύνοντας μάλιστα το περιεχόμενο αυτής. Αγνόησε μάλιστα τις κατευθύνσεις των διεθνών κειμένων σε σχέση με το ύψος των απειλούμενων ποινικών κυρώσεων για τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα[17].

Είναι δεδομένο ότι δεν τέθηκαν περαιτέρω περιορισμοί από τον Έλληνα νομοθέτη. Πιο συγκεκριμένα, δεν περιορίσθηκε ο κύκλος καθηκόντων των εργαζομένων για συμπεριφορές που αποτελούν το αντικείμενο των παράνομων συναλλαγών, αλλά ούτε και η έκταση των αξιόποινων πράξεων, παρότι αυτή η δυνατότητα υπήρχε εκ των σχετικών διεθνών κειμένων[18].

Με βάση λοιπόν τα προλεχθέντα, οι διατάξεις για τα αδικήματα διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα, όπως προβλέπονται εκ του άρθρου 396 ΠΚ, εγείρουν προβληματισμούς και χρήζουν περαιτέρω τροποποιήσεων. Οι παραπάνω σκέψεις μας αναγκάζουν να προβληματισθούμε σε σχέση με το πώς οριοθετούνται και ποινικοποιούνται ορισμένες συμπεριφορές. Δεν θα πρέπει εν προκειμένω να παραβιάζονται οι αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της επικουρικότητας του Ποινικού Δικαίου.

Κλείνοντας, υποστηρίζεται σθεναρά ότι η διατήρηση μέσω του νέου άρθρου 396 ΠΚ των αξιόποινων συμπεριφορών της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα θεωρείται προβληματικό στοιχείο. Και τούτο διότι, όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα η υπόσχεση ή παροχή ανταλλάγματος ή ωφελήματος κάτω από συνθήκες παραβίασης της επαγγελματικής ηθικής, αποτελούν συχνά φαινόμενα της καθημερινότητας και τείνουν να αναδειχθούν σε κοινωνικά πρόσφορες συμπεριφορές. Κατά την άποψη αυτή λοιπόν, το να αναχθούν τέτοιου είδους αθέμιτες συναλλαγές σε ποινικά αδικήματα, με δεδομένο ότι λαμβάνουν χώρα αμιγώς στο πλαίσιο του ιδιωτικού τομέα, είναι δικαιοπολιτικά περιττό[19].

——————

[1] Criminal Law Convention on Corruption, no. 173, Strasbourg, 27.1.1999. Βλ. και Κοινή Δράση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα (1998), Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (2003) και Απόφαση-Πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ.

[2] Βλ. άρθρα 36-37 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διαφθορά και άρθρα 21-22 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη Διαφθορά σε Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι/ Θ. Παπακυριάκου, Στοιχεία Ενωσιακού Ποινικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2019, σελ. 85.

[3] Μάλιστα, η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3560/2007 αναφέρει ότι τα φαινόμενα διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα πλήττουν ευθέως το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνία ως σύνολο, πρβλ. Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι/ Θ.Παπακυριάκου, ό.π., σελ. 86.

[4] Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου,(2012). Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα: νεότερες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποινική Δικαιοσύνη, 15 (1), 38-49, σελ 40. Βλ. και άρθρο 37 παρ.1 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, no 173 (1999).

[5] Αιτιολογική έκθεση Ν.4619/2019, εικοστό τρίτο κεφάλαιο.

[6] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 41.

[7] Α. Χαραλαμπάκης. Ο Νέος Ποινικός Κώδικας- Συνοπτική ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4619/2019, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 338.

[8] Ό.π., σελ. 40.

[9] Η.Αργυροηλιόπουλος. Η ιδιωτική και δημόσια διαφθορά ως έγκλημα αθέμιτου ανταγωνισμού- Μια προσέγγιση υπό το πρίσμα των επιχειρηματικών συναλλαγών, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ. 16. Ν.Μπιτζιλέκης. Η διαφθορά ως νομικό και πολιτικό πρόβλημα, ΠοινΧρ 2009, σελ. 97 επ. (99).

[10] Α.Διονυσοπούλου. Σκέψεις για την ενεργητική και παθητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, σε Τιμ. Τομ. για τον Α. Καρρά, σελ 61-62.

[11] Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 42-43.

[12] Κ.Χατζηκώστας (2010). Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα. Νομική Βιβλιοθήκη. σελ. 72.

[13] Βλ. άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της».

[14] Μ.Καΐάφα-Γκμπάντι. Σύγχρονες εξελίξεις του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Ποινικού Δικαίου, ΕνΕλλΠοιν, 2009, σελ. 186.

[15] Κ.Χατζηκώστας, ό.π., σελ. 17.

[16] Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 43.

[17] Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 48-49.

[18] ibid.

[19] Α. Χαραλαμπάκης, ό.π., σελ. 339.

Κ.Κοσμάτος, Η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων: η εξαίρεση που μπορεί να γίνει κανόνας

Η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων: η εξαίρεση που μπορεί να γίνει κανόνας

 

(Πρώτη δημοσίευση στην Εφημερίδα των Συντακτών, φύλλο της 10/1/2024, διαθέσιμο σε: https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/418017_i-sterisi-tis-eleytherias-ton-anilikon-i-exairesi-poy-mporei-na-ginei)

 

Κώστας Κοσμάτος,

Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

 

         Ήδη στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν 2101/1992) γίνεται ρητά αναφορά στην αποφυγή της υπερβολικής χρήσης στερητικών της ελευθερίας μέτρων στους ανηλίκους δράστες, έτσι ώστε αυτά να αποτελούν το έσχατο μέσο (ultima ratio) μεταχείρισής τους, μόνο σε εξαιρετικές (από άποψη σοβαρότητας της πράξης) περιπτώσεις, όπως επιτάσσει η αρχή της αναλογικότητας.

         Στο πλαίσιο αυτό ο Έλληνας ποινικός νομοθέτης ανταποκρίθηκε, καθώς προέβλεψε ότι οι ανήλικοι που «κινδυνεύουν» με εγκλεισμό σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους και η πράξη τους να είναι κακούργημα και να εμπεριέχει στοιχεία βίας ή να στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας. Η παραπάνω επιλογή είναι απολύτως σύμφωνη με τις αρχές που διαγράφονται σε διεθνή κείμενα, όπως στους «Στοιχειώδεις Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για την Απονομή Δικαιοσύνης σε ανηλίκους» (Κανόνες του Πεκίνο) και στις «Κατευθυντήριες Γραμμές των Ηνωμένων Εθνών για την Πρόληψη της παραβατικότητας των ανηλίκων» (Κανόνες του Ριάντ).

         Με το ΣχΝ του Υπουργείου Δικαιοσύνης οι παραπάνω προϋποθέσεις για την επιβολή του περιορισμού σε τροποποιούνται, καθώς θα αρκεί για την επιβολή του εγκλεισμού η τέλεση (οποιουδήποτε) κακουργήματος, ανεξάρτητα από το είδος του εγκλήματος (βίας) ή του ύψους της προβλεπόμενης στο νόμο ποινής. Αντίστοιχα, στο πεδίο της προδικασίας, διευρύνεται η δυνατότητα επιβολής προσωρινής κράτησης σε όλες τις περιπτώσεις τέλεσης κακουργήματος από ανήλικο.

         Η επίσημη αιτιολογία της τροποποίησης αυτής έχει δύο αντιφατικούς άξονες:

         α) Ότι «με την υφιστάμενη διάταξη έχουν εντοπιστεί να ευρίσκονται εκτός του ρυθμιστικού πεδίου της διάταξης περιπτώσεις σοβαρότατων κακουργημάτων μείζονος ποινικής και κοινωνικής απαξίας (λ.χ. διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών, παράνομη προώθηση αλλοδαπών)». Ωστόσο, εάν τούτο ήθελε πράγματι ο νέος νομοθέτης, θα έθετε ως προϋπόθεση την πρόβλεψη για υψηλή απειλούμενη στο νόμο ποινή (π.χ. την κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών) και όχι την τέλεση οποιουδήποτε κακουργήματος (δηλαδή και των διακεκριμένων κλοπών).

         β) Ότι «οι οριζοντίως ευμενείς διατάξεις για τους ανήλικους επιφέρουν συχνά αντίθετα αποτελέσματα καθώς τους καθιστούν πρόσφορους σε εκμετάλλευση από εγκληματικές οργανώσεις (π.χ. για να διακινούν ναρκωτικά) επειδή ακριβώς δεν απειλούνται με στερητικές ελευθέριας ποινές λόγω της ανηλικότητας». Είναι, όμως, απορίας άξιο γιατί η προτεινόμενη «προστασία» των ανηλίκων από την εκμετάλλευσή τους από εγκληματικές οργανώσεις δεν απαντάται με αυστηροποίηση των πράξεων των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά με αυστηροποίηση των ευάλωτων ανηλίκων.

         Είναι εμφανές ότι η θεωρητική αφετηρία της παραπάνω πρόβλεψης έχει σχέση με την παγίωση του δόγματος «νόμος και η τάξη», που αποτελεί ένα βασικό εργαλείο που χρησιμοποιείται προκειμένου να νιώσει ασφάλεια η κοινότητα, με τη δημιουργία ανελαστικών αντιλήψεων που στηρίζονται στον φόβο και νομιμοποιούν αυταρχικές κατασταλτικές μεθόδους.  Χαρακτηριστική κορύφωση της προσέγγισης αυτής αποτελεί η απόδοση «μηδενικής ανοχής» σε χαρακτηρισμένες ως παρεκκλίνουσες ομάδες και εγκληματικές συμπεριφορές: ο στόχος είναι να εξουδετερωθεί ο «εσωτερικός εχθρός» και με τον τρόπο αυτό να νιώσει ασφάλεια η κοινότητα. Συνεπώς, η αντιμετώπιση της ανήλικης εγκληματικότητας θα πρέπει να αντιμετωπίζεται δραστικά με την πρώτη της εμφάνιση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση το «μέλλον» του ανηλίκου δράστη διαγράφεται απολύτως εγκληματικό.

         Η παραπάνω επιλογή, έχει σίγουρα επικοινωνιακό προβάδισμα, ωστόσο δεν συνεκτιμά ότι η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων επιτείνει τον στιγματισμό τους, ενισχύει την ιδρυματοποίησή τους και τους οδηγεί μαθηματικά στην υποτροπή τους. Ιδίως, όταν η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων υλοποιείται υπό τις γνωστές δυσμενείς συνθήκες και με κυρίαρχα τιμωρητικό προσανατολισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Συνήγορος του Πολίτη σε Έκθεση – Αυτοψία του το 2015 στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κορίνθου, υποστηρίζει, ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η κατάργηση της κράτησης των ανηλίκων σε φυλακές, ενώ η διατήρησή της θα πρέπει να προβλέπεται μόνο για ελάχιστες περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων, όπως λ.χ. εγκλήματα κατά της ζωής και αποκλειστικά ως έσχατη λύση για αυτούς που έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους.

         Η άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής στο πεδίο των ανηλίκων δραστών απαιτεί μεθοδολογία και αναλυτικό σχεδιασμό, ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο, αφομοίωση εμπειριών, αλλαγή στάσεων και αντιλήψεων (με αποστασιοποίηση από την καλλιέργεια του φόβου του εγκλήματος στην κοινή γνώμη, όπως καλλιεργείται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης), τόλμη αλλά και πολιτική/ιδεολογική θέση με κοινό συνεκτικό άξονα την υιοθέτηση της βασικής αρχή της διαπαιδαγώγησης που (κατά τα διεθνή πρότυπα πρέπει να) διέπει την ποινική μεταχείριση των ανηλίκων.

Κοινό Δελτίο Τύπου Αρείου Πάγου – Εισαγγελίας Αρείου Πάγου σχετικά με αιτήματα προς την Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ                                                 ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Αθήνα, 11 Ιανουαρίου 2024

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

 

         Σχετικά με τα από 10/1/2024 αιτήματα, που υπέβαλαν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία και ΠΑΣΟΚ -Κίνημα Αλλαγής, στη Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας του Κοινοβουλίου για αποστολή στοιχείων της προκαταρκτικής πειθαρχικής διαδικασίας, που αφορούσε στην άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων της εισαγγελικής λειτουργού κ. Β.Βλάχου και την κλήση προς εμφάνιση ενώπιον αυτής, τόσο της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. Ελ. Φραγκάκη, Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, που αρχειοθέτησε το πόρισμα της προκαταρτικής πειθαρχικής εξέτασης, όσο και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ευδ.Πούλου, που εισηγήθηκε αυτό, επισημαίνουμε προς κάθε κατεύθυνση τα ακόλουθα:

         Θεμελιώδης αρχή του Δημοκρατικού Πολιτεύματος είναι η διάκριση των Λειτουργιών του Κράτους, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής. Ουσιώδης έκφραση της αρχής αυτής είναι η ανεξαρτησία των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η απαγόρευση των άλλων λειτουργιών να παρεμβαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτήν.

         Στο πνεύμα αυτό ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης, ρυθμίζοντας τις σχέσεις των λειτουργιών, μεταξύ άλλων, έχουν καθορίσει ότι ο πειθαρχικός έλεγχος όλων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κάθε βαθμίδος δεν μπορεί να αναφέρεται στην δικαιοδοτική τους κρίση και διεξάγεται αποκλειστικά από τα αρμόδια κατά περίπτωση δικαστικά όργανα, με διαδικασία η οποία είναι μυστική έναντι πάντων, με μόνη εξαίρεση την δημόσια συνεδρίαση πειθαρχικών δικαστηρίων.

         Στο άρθρο 43Α παρ.1 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπεται ότι η Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας μπορεί να καλεί σε ακρόαση τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων , τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον γενικό επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον γενικό επίτροπο των διοικητικών δικαστηρίων «για θέματα που αφορούν σε λειτουργικά ζητήματα της δικαιοσύνης προς το σκοπό της ενίσχυσης της διαφάνειας». Από τη σαφή και ρητή διατύπωση της ανωτέρω διάταξης ουδόλως προκύπτει ότι στα ζητήματα αυτά ανήκει ο εξατομικευμένος πειθαρχικός έλεγχος δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.

         Συνεπώς, η εκ μέρους των δικαστικών αρχών διαβίβαση εγγράφου ή αναφορά στο περιεχόμενο πειθαρχικής διαδικασίας, πολλώ δε, μάλλον, η παροχή εξηγήσεων και πληροφοριών σχετικών με δικαιοδοτική κρίση επί πειθαρχικής διαδικασίας εκ μέρους δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ενώπιον της ανωτέρω Επιτροπής, ή οποιουδήποτε άλλου πολιτειακού οργάνου είναι αντίθετες προς τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της νομοθεσίας. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι ως Εισαγγελέας της Ε.Υ.Π. κατά το άρθρο 5 παρ.3 του ν. 3649/2008 ορίσθηκε με σημερινή απόφαση του αρμοδίου προς τούτο, δυνάμει του άρθρου 48 του Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, Ανωτάτου, Δικαστικού Συμβουλίου ο Αντεισαγγελέας Εφετών κ. Νικ.Ορνεράκης σε αντικατάσταση της Εισαγγελέως Εφετών κ. Β. Βλάχου. Επιπλέον η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγιου Κ. Ευδ.Πούλου έχει οριστεί ως εισαγγελέας του άρθρου 4 παρ.2 του ν. 5002/2022 και όχι ως εισαγγελέας του άρθρου 5 παρ.3 του ν. 3649/2008.

         Από τις ανωτέρω διατάξεις καθίσταται σαφές ότι τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ένα μόνον τρόπο γνωρίζουν για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της Δικαστικής Λειτουργίας : την αυστηρή τήρηση του Συντάγματος και των Νόμων.

         Αντίστοιχα, σαφές είναι ότι η αυστηρή τήρηση των ανωτέρω αρχών και κανόνων είναι καθήκον και υποχρέωση όλων.

Παναγιώτης Λυμπερόπουλος                                                           Κωνσταντίνος Τζαβέλλας

Αρεοπαγίτης                                                                                 Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου

Εκπρόσωπος Τύπου του                                                                 Εκπρόσωπος Τύπου της

Αρείου Πάγου                                                                                Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου