ΑΠ 898/2023 (παραγραφή του πλημμελήματος της μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ και τελούνται μετά την 2.2.2012)

Παρατηρήσεις: Με την απόφαση αυτή ο Άρειος Πάγος επισημαίνει ότι με το άρθρο 22 Ν. 4038/2012 επιμηκύνεται ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής επί σοβαρών περιπτώσεων μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και ορίζει ότι στην περίπτωση αυτή η 5ετής παραγραφή αρχίζει από την πάροδο 20 μηνών από την παρέλευση μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές, άνω των 150.000 ευρώ, κατέστησαν απαιτητές, συμπληρώνεται δε μετά 5 έτη από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας. Όμοια έκριναν και οι ΑΠ 228/2023 και ΑΠ 1089/20188.

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Εφέτης

 

Αριθμός 898/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη – Εισηγήτρια και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Καρκαμπούνα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1.Γ. Α. του Γ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Κατσερέλη και 2.Α. Ρ. του Χ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πολυχρονόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθ. ΔΤ1690/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α) από 20.9.2022 (αριθ. 7928/20.9.2022) αίτηση αναιρέσεως του Γ. Α. του Γ., και β) από 20.9.2022 (αριθ. 7929/20.9.2022) αίτηση αναιρέσεως του Α. Ρ. του Χ., οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 922/22.

Αφού άκουσε

Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η ποινική δίωξη σε βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αιτήσεις α) από 20.9.2022 (αριθ. 7928/20.9.2022) του Γ. Α. του Γ., κατοίκου … και β) από 20.9.2022 (αριθ. 7929/20.9.2022) του Α. Ρ. του Χ., κατοίκου … για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1690/30.9.2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 2.9.2022, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 ΚΠοινΔ), είναι παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσία.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους για τις αξιόποινες πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών τον καθένα.

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 86/1967, όπως ισχύει, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας, οποιοσδήποτε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλει εντός μηνός από τότε που κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του άνω άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, που υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, προκειμένου να τις αποδώσει στους πιο πάνω οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, από τότε που έγιναν απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των άνω εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μήνα, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με τον ν. 2113/1952, οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν από τον υπόχρεο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο, ο οποίος έχει κατά τα άνω ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα εγκλήματα της μη καταβολής των εισφορών αυτών (εργοδοτικών-εργατικών) είναι γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Για το αδίκημα μη καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, η παραγραφή προβλέπεται πενταετής, ήτοι 60 μηνών, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα του αδικήματος, που είναι γνήσιο έγκλημα τελούμενο διά παραλείψεως, (άρθρο 15 ΠΚ) και αρχίζει κατ’ άρθρα 17 και 112 ΠΚ και 1 παρ.1 και 2 του Α.Ν.86/1967, από την πάροδο 30 ημερών από το τέλος του μηνός κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο οφειλέτης εργοδότης όφειλε να ενεργήσει καταβάλλοντας αυτές. Ωστόσο, δια του άρθρου 22 του Ν. 4038/2012 (ΦΕΚ A 14/02.02.2012), προστέθηκε παρ. 6, στο τέλος του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 με την οποία ορίζεται: “χρόνος τέλεσης του αδικήματος των παραγράφων 1 και 2 για όσους οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ, είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντιστοίχου με το 1/3 της προθεσμίας παραγραφής”. Είναι προφανές ότι η ως άνω διάταξη της παρ. 6 εδ. α’ του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 δεν αλλάζει το χρόνο τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων της μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, ο οποίος προσδιορίζεται, όπως ανωτέρω, από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 του Ν. 86/1967, αλλά, όπως εξ αυτής προκύπτει, επιμηκύνει το χρόνο έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής επί σοβαρών περιπτώσεων μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και ορίζει ότι στην περίπτωση αυτή η πενταετής παραγραφή αρχίζει από την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος του 1/3 της προθεσμίας των 5 ετών ή 60 μηνών και συγκεκριμένα, από την πάροδο των 20 μηνών από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ κατέστησαν απαιτητές, συμπληρώνεται δε μετά πέντε έτη από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας (βλ. ΑΠ 1089/2018). Σημειώνεται ότι για τα αδικήματα που τελέστηκαν μέχρι την ημερομηνία ισχύος του Ν. 4038/2012 (02.02.2012), έστω και αν αφορούν οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ, η παραγραφή τους συμπληρώνεται με την πάροδο πέντε ετών από τον χρόνο τέλεσής τους, που συμπίπτει με την πάροδο μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ιδίου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, με τη δε παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 2556/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 2 Ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου 115 του Ν. 2238/1994, όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα αυτά, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και για την καταβολή των οφειλομένων στο Ι.Κ.Α ασφαλιστικών εισφορών. Σημειωτέον ότι ήδη, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 4075/2012, προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 1 του Α.Ν. 86/1967, στην οποία ορίζεται ότι “Για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα, που δεν καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ ή των φορέων ή των φορέων ή κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών των οποίων τις εισφορές εισπράττει ή συνεισπράττει το Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ, ως αυτουργοί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες: α) οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: α) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 11.04.2012, οπότε θεσπίσθηκε η ανωτέρω παρ.7 του ΑΝ 86/1967, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνον ο διευθύνων σύμβουλος αυτής και β) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μετά τις 11.04.2012 και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, αρχικά και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους, είναι τα πρόσωπα που ορίζονται στην παρ. 7 του ΑΝ 86/1967, (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της Α.Ε.), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνον εάν λείπουν όλα τα αμέσως προαναφερθέντα πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη Δ.Σ.) ασκούν πραγματικά, διαρκώς ή προσωρινά, τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υπόχρεων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά στο δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ΠΚ, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν είναι αναγκαία η παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, απόφασης, πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, του ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε, ως και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη από την άσκηση επιχείρησης, των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ’ αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότη ή ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης, καθόσον έτσι δημιουργείται ασάφεια ως προς τη νομική υποχρέωση τούτου (ήτοι του αναφερόμενου απλώς ως εργοδότη) για καταβολή των εισφορών και δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 228/2023, ΑΠ 840/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται κατά το είδος τους αποδείχθηκε ότι ο κάθε κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, καθόσον αποδείχθηκαν τα κατά τόπο και χρόνο πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας.

Στη συνέχεια το παραπάνω δικαστήριο κήρυξε τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους ενόχους των αξιοποίνων πράξεων της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ με το ακόλουθο διατακτικό: “Στην … την 09/11/2014 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία … κατ Α.Μ.Ε.: … ΥΠΟΚ/ΜΑ ΙΚΑ …, είδος Επιχείρησης Τηλεπικοινωνίες μαζί με τον ως ανωτέρω συγκατηγορούμενο και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 01/08/2014 έως 31/08/2014 στην επιχείρηση του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 177.885,29 ΕΥΡΩ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό 047/ΠΕΕ/ΑΚ/3211/2014 ΠΕΕ συνολικού ποσού εισφορών 177.885,29 ΕΥΡΩ.
1)Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τ., ίδ… (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών, ποσού 118.590,19 EYPΩ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2) Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 59.295,10 ΕΥΡΩ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο αυτές έγιναν απαιτητές, κατέστη γι’ αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση.” Με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι ελλιπής, ασαφής και στερεί την απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα ενόψει του ότι πρόκειται για εργοδότιδα ανώνυμη εταιρεία, δεν διευκρινίζεται στην απόφαση η ιδιότητα και η θέση που οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες είχαν στην ως άνω εταιρεία, ώστε να ανακύπτει η νομική υποχρέωσή τους αφενός μεν, να εξοφλήσουν τις εργοδοτικές εισφορές της ανώνυμης εταιρείας και αφετέρου, να παρακρατούν τις εισφορές των εργαζομένων σ’ αυτή και να τις αποδίδουν προς το ΙΚΑ. Συγκεκριμένα δεν αναγράφεται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, αν, κατά το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας ή με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 31.8.2014 ποιός από τους αναιρεσείοντες ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής ή Διευθύνων ή εντεταλμένος ή συμπράττων σύμβουλος ή διοικητής ή γενικός διευθυντής και γενικά πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, ή τέλος σε περίπτωση έλλειψης των παραπάνω προσώπων, ποιός από τους αναιρεσείοντες ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας (αντιπρόεδρος ή σύμβουλος) και ασκούσε πράγματι διαρκώς ή προσωρινά τα καθήκοντα των παραπάνω αναφερομένων κατ’ αρχήν και κυρίως υπόχρεων. Μόνη δε η αναφερόμενη στο διατακτικό ιδιότητα των κατηγορουμένων – αναιρεσειόντων ως εργοδοτών της επιχείρησης με την επωνυμία … κατ ΑΜΕ … Υποκ/μα ΙΚΑ … είδος επιχείρησης Τηλεπικοινωνίες, δεν καθιστά αυτούς υπόχρεους για παρακράτηση των εργατικών εισφορών και για απόδοση αυτών μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές στο ΙΚΑ.

Επομένως, ο σχετικός με την ανωτέρω πλημμέλεια, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, λόγος αναίρεσης των υπό κρίση αιτήσεων, είναι βάσιμος και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εάν είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την κατά τα άνω αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης από το παρόν Δικαστήριο, λόγω παραγραφής του ένδικου πλημμελήματος, επειδή παρήλθε οκταετία (άρθρα 111 παρ. 1 και 113 παρ.2 ΠΚ) από την παρέλευση μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές ήτοι από 1.8.2014 έως 31.8.2014. Και τούτο διότι, η έναρξη της πενταετούς παραγραφής του εν λόγω γνησίου διά παραλείψεως τελούμενου πλημμελήματος ορίστηκε με σχετική διάταξη Νόμου, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, ήτοι την παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 86/1967, που προστέθηκε, σ’ αυτό με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4038/2.2.2012,μετά την πάροδο είκοσι μηνών (ήτοι μετά την πάροδο χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της προβλεπόμενης πενταετούς παραγραφής) από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές ήτοι 1.8.2014 έως 31.8.2014 οπότε έγιναν απαιτητές πλέον είκοσι (20) μηνών, εφόσον οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, ανερχόμενες κατά το κατηγορητήριο και την προσβαλλόμενη απόφαση στο ποσό των 177.885,29 ευρώ, υπερβαίνουν το όριο των 150.000 ευρώ, που ορίζει ο ως άνω Νόμος. Ως εκ τούτου κατά το χρόνο διάσκεψης της υπόθεσης (10.3.2023), δεν είχε συμπληρωθεί η προθεσμία παραγραφής του ενδίκου πλημμελήματος, λαμβανομένου υπόψη ότι στην εν λόγω πενταετή παραγραφή, πρέπει να συνυπολογισθεί και η τριετής αναστολή του άρθρου 113 παρ.2 ΠΚ, καθώς πριν από την παρέλευση πενταετίας από την τέλεση της ως άνω πράξης (από 1.8.2014 έως 31.8.2014), είχε ήδη κοινοποιηθεί το κλητήριο θέσπισμα στους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες και με βάση αυτό άρχισε η κύρια διαδικασία και είχε εκδοθεί η υπ’ αριθ. 5627/1.11.2019 πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την με αριθμό 1690/2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2023.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2023.

Η Απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 2/2024

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ

(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)

Αριθμός 2/2024

 

 

         Σήμερα, στις 15 Φεβρουαρίου 2024, ημέρα Πέμπτη και ώρα 9.30΄, στο Μέγαρο του Αρείου Πάγου και στην αίθουσα  συνεδριάσεως της Ολομέλειας, στον πρώτο όροφο, συνήλθε, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση της Προέδρου του Αρείου Πάγου, η κατά τις διατάξεις των άρθρων 15 και 27 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022) Ολομέλεια σε συμβούλιο, στην οποία έλαβαν μέρος οι: 1) Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, 2) Νικόλαος Πιπιλίγκας, 3) Γεώργιος Χριστοδούλου, 4) Ελένη Φραγκάκη, 5) Μαρία Μουλιανιτάκη, 6) Μυρσίνη Παπαχίου, 7) Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, 8) Μαρία Λεπενιώτη, 9) Ασημίνα Υφαντή, 10) Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδροι, του Αρείου Πάγου, 11) Χρήστος Κατσιάνης, 12) Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, 13) Μαρουλιώ Δαβίου, 14) Μαρία Κουφούδη, 15) Γεωργία Κατσιμαγκλή, 16) Σοφία Οικονόμου, 17) Δημήτριος Τράγκας, 18) Κωστούλα Πρίγγουρη, 19) Ελένη Μπερτσιά, 20) Διονύσιος Παλλαδινός, 21) Στέφανος-Σπυρίδων Πανταζόπουλος, 22) Αθανάσιος Τσουλός, 23) Παρασκευή Τσούμαρη, 24) Αγάπη Τζουλιαδάκη, 25) Παναγιώτης Βενιζελέας, 26) Αλεξάνδρα Αποστολάκη, 27) Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα, 28) Βρυσηίς Θωμάτου, 29) Παναγιώτα Πασσίση, 30) Αριστείδης Βαγγελάτος, 31) Ελευθέριος Σισμανίδης, 32) Σπυρίδων Κουτσοχρήστος, 33) Σταυρούλα Κουσουλού, 34) Σωκράτης Πλαστήρας, 35) Αναστασία Παπαδοπούλου, 36) Χρήστος Νάστας, 37) Χριστίνα-Ζαφειρία Γαβριηλίδου, 38) Ευτύχιος Νικόπουλος, 39) Γεώργιος Παπαγεωργίου, 40) Κορνηλία Πανούτσου, 41) Σταύρος Μάλαινος, 42) Χρυσούλα Πλατιά, 43) Μαλαματένια Κουράκου, 44) Παναγιώτα Γκουδή-Νινέ, 45) Φώτιος Μουζάκης, 46) Αικατερίνη Χονδρορίζου, 47) Λεωνίδας Χατζησταύρου, 48) Μερόπη Τζουγκαράκη, 49) Ιφιγένεια Ματσούκα, 50) Παναγιώτης Λυμπερόπουλος-Εισηγητής, 51) Μιχαήλ Αποστολάκης, 52) Νίκη Κατσιαούνη, 53) Αντιγόνη Τζελέπη, 54) Απόστολος Φωτόπουλος, 55) Μαρία Πετσάλη, 56) Ερασμία Λιούλη, 57) Βαϊα Ζαρχανή, 58) Ευαγγελία Στεργίου, 59) Στυλιανή Μπλέτα, 60) Ηλίας Γιαρένης, 61) Ελένη Θεοδωρακοπούλου και 62) Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες. Κωλύονται και δεν παρέστησαν οι λοιποί Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου και Αρεοπαγίτες.

         Παραστάθηκαν η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, και η Γραμματέας της Ολομέλειας Ηρακλεία Γιαννακοπούλου, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου.

         Στην αρχή της συνεδρίασης, η Πρόεδρος γνωστοποίησε στα μέλη της Ολομέλειας, ότι στον Άρειο Πάγο υπηρετούν, εκτός από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, 11 Αντιπρόεδροι και 76 Αρεοπαγίτες.

         Ακολούθως, με εντολή της Προέδρου, η Γραμματέας της Ολομέλειας, εκφώνησε τα ονόματα των υπηρετούντων Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και Αρεοπαγιτών, όπου διαπιστώθηκε ότι, από τους 88 υπηρετούντες Δικαστές είναι παρόντες οι αναφερόμενοι στην αρχή της παρούσας εξήντα δύο (62), δηλαδή είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά μέλη της Ολομέλειας, άρα υπάρχει η προβλεπόμενη από το νόμο απαρτία (άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 4938/2022, όπως ισχύει).

         Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συγκλήθηκε νομίμως, κατόπιν της από 12 Φεβρουαρίου 2024 έγγραφης πρόσκλησης της Προέδρου του Αρείου Πάγου προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους υπηρετούντες στον Άρειο Πάγο δικαστικούς λειτουργούς (άρθρο 15 παρ. 2 εδαφ.α’, 6 εδαφ.β’ και 7 του ν. 4938/2022), προκειμένου τα μέλη της, μετά από διαλογική συζήτηση, να ανταλλάξουν απόψεις και να αποφανθούν επί των αιτιάσεων, που διατυπώνονται εντός και εκτός Ελλάδος, αναφορικά με το έλλειμμα κράτους δικαίου στην Ελλάδα, όπως δέχθηκε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου 2024.

         Στη συνέχεια, η Πρόεδρος έδωσε το λόγο στον ΕισηγητήΑρεοπαγίτη, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, ο οποίος ανέπτυξε την εισήγησή του, ως ακολούθως:

         1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2, 4, 6β και 7 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 4938/2022) στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας υπάγεται (πλην άλλων) η λήψη αποφάσεων για θέματα «γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης» και προκειμένου «τα μέλη της να ανταλλάξουν απόψεις σε νομικά ζητήματα». H αρμοδιότητα αυτή της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου είναι σύμφυτη προς την, κατά το Σύνταγμα, αποστολή του, να ασκεί (δια του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, δια της Ολομέλειας και δια των οργάνων επιθεώρησης και πειθαρχικού ελέγχου) την εσωτερική αυτοδιοίκηση της Δικαιοσύνης (άρθρα 90, 87 παρ. 3, 88 παρ. 4, , 91 παρ. 2 και 3, 92 παρ. 1, και 3 Συντάγματος). Χωρίς αυτήν ούτε η, συνταγματικώς επίσης εγγυημένη, δικαστική ανεξαρτησία (άρθρο 87 παρ. 2 και 3 Συντ.) υπάρχει ούτε χωρισμός λειτουργιών, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, νοείται. Είναι αυτονόητο, πρέπει όμως και πάλι να υπογραμμιστεί, ότι η σύγκληση της Ολομέλειας για τέτοια θέματα, όταν ανακύπτει ανάγκη, γίνεται κατά καθήκον, για τη διασφάλιση των θεσμών. Διότι τα ζητήματα επί των οποίων η Ολομέλεια καλείται να αποφανθεί έχουν χαρακτήρα αμιγώς θεσμικό (ΔιοικΟλΑΠ 9/1998).

         2. Το κράτος δικαίου, ως συνταγματική αρχή στις σύγχρονες ευρωπαϊκές νομικές παραδόσεις, έχει καταστεί κυρίαρχο οργανωτικό πρότυπο του σύγχρονου συνταγματικού δικαίου, ενώ, στο τέλος του ψυχρού πολέμου, αναγνωρίσθηκε ως θεμελιώδης αρχή, επί της οποίας πρέπει να βασίζεται κάθε συνταγματικό σύστημα. Τα δομικά στοιχεία μιας δημοκρατικά οργανωμένης εξουσίας, που συνθέτουν την έννοια του κράτους δικαίου είναι α) η διάκριση των εξουσιών, β) η αρχή της νομιμότητας, γ) η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και δ) ένα ασφαλές και δίκαιο σύστημα δικαστικής προστασίας τους, κατατείνουν δε σε ένα κοινό στόχο που δεν είναι άλλος από την υπαγωγή της δημόσιας εξουσίας σε νομικούς περιορισμούς και την προστασία του ατόμου από κάθε αυθαίρετη παράνομη δράση της δημόσιας αρχής. Με τη μορφή αυτή, το κράτος δικαίου αντιπροσωπεύει το ιστορικό εκείνο τύπο κράτους, στο οποίο η κρατική εξουσία βρίσκεται κατανεμημένη σε διάφορα κέντρα, ασκείται με βάση προκαθορισμένους κανόνες, οργανώνεται και αναπαριστάνεται ως οντότητα ξεχωριστή και διάφορη από την κοινωνία, αποτελεί το θεσμικό θεμέλιο και την προϋπόθεση του διαχωρισμού της ιδιωτικής σφαίρας από τη δημόσια και της πολιτικής από την οικονομία και τις ιδιωτικές δραστηριότητες και τέλος, συντηρεί τη διάκριση του δικαίου και πολιτικής. Στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, όλες οι δημόσιες εξουσίες ενεργούν πάντοτε με βάση τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος, σύμφωνα με τις αξίες της δημοκρατίας και τα θεμελιώδη δικαιώματα και υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων. Το κράτος δικαίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη της Λισαβόνας) ως μία από τις κοινές αξίες για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου έχει ζωτική σημασία για την ίδια τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και γι αυτό το ΔΕΚ, με την απόφασή του στην υπόθεση Union de Pequepos Agricultores (UPA), τόνισε ότι «η ευρωπαϊκή κοινότητα είναι μια κοινότητα δικαίου οι δε πράξεις των θεσμικών οργάνων της υπόκεινται σε έλεγχο για το αν είναι σύμφωνες με τη συνθήκη και τις γενικές αρχές του δικαίου στις οποίες περιλαμβάνονται και τα θεμελιώδη δικαιώματα» (Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου και Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας, σελ.122 επ., 310 επ., Χρυσομάλλη, H αρχή του Κράτους Δικαίου στην κοινοτική και ενωσιακή έννομη τάξη, Νομική Βιβλιοθήκη 2018, σελ. 21, Eur-Lex https://eur-lex.europa.eu/ΕΕ/legalcontent/

glossary/rule-of-law.html).

         3. H αρχή της διάκρισης των λειτουργιών του Κράτους, που θεσμοθετείται με το άρθρο 26 του Συντάγματος 1975, το οποίο δεν υπόκειται σε αναθεώρηση (Παραρά, Σύνταγμα 1975- Corpus I, 1982, σελ.403), αποτελεί θεμέλιο λίθο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η δικαστική λειτουργία προσδιορίζεται έναντι των άλλων συντεταγμένων με την αρχή της ισοτιμίας, (Ολ.ΣτΕ 3670/1994) και την αρχή της ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία η δικαστική εξουσία απονέμει δικαιοσύνη, χωρίς οι άλλες δύο εξουσίες, εκτελεστική και νομοθετική, να μπορούν να παρέμβουν σε ό,τι άγει στον σχηματισμό δικανικής κρίσης, καθιερώνεται δε ειδικά ως λειτουργική ανεξαρτησία στο άρθρο 87 παρ.1 και 2 του Συντάγματος.. Στοιχείο δε της λειτουργικής ανεξαρτησίας αποτελεί και η προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών (Μαυριά, (2000) Συνταγματικό δίκαιο / θεωρία του κράτους -Πολίτευμα- Λειτουργίες του κράτους σελ. 646 επ.) που εξασφαλίζει και την δικαστική αμεροληψία (Παραρά, (1999), Σύνταγμα 1975 Corpus ΙΙΙ σελ.369). Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών εμφανίζεται με δύο τρόπους α) περιορίζοντας την κρατική εξουσία, αφού επιτάσσει την κατανομή των εξουσιών, που πηγάζουν από το λαό και άρα τη διανομή της σε διάφορα κέντρα εξουσίας, εξαναγκάζοντας, στη συνέχεια, τις κατανεμημένες πλέον εξουσίες να εκδηλώνονται μέσα από ένα πλέγμα αρμοδιοτήτων, οι οποίες προσδιορίζονται και περιορίζονται ειδικώς και με σαφήνεια και β) εγκαθιστώντας διαδικασίες ελέγχου της εξουσίας από όργανα που απολαμβάνουν τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, όπως είναι τα όργανα της δικαστικής εξουσίας και φέρουν τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης. Κάθε όργανο είναι επιφορτισμένο με την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, που προσδιορίζονται περιοριστικά και με ακρίβεια οφείλει να ενεργεί εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί αδυνατώντας να το υπερβεί χωρίς να διακινδυνεύει κυρώσεις (Μανιτάκη,2004, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο. τ. I, Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 328 επ.). Ακόμα και στην περίπτωση που οι λειτουργίες του κράτους διασταυρώνονται , καθόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί η έλλειψη νομικής σχέσης μεταξύ τους, κάθε μία από αυτές δεν μπορεί να ενεργεί πράξεις που ανάγονται σε άλλη λειτουργία και για αυτό κάθε όργανο του κράτους οφείλει, πριν από κάθε ενέργειά του, να εξετάζει τη δική του αρμοδιότητα επί του θέματος, προκειμένου να αίρονται οι συγκρούσεις αρμοδιοτήτων (Σβώλου Συνταγματικόν Δίκαιον 1934, τ.Α σελ. 303 επ.). Είναι χαρακτηριστικό το σκεπτικό της απόφασης 4/1990 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: «Επειδή κατά την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, που απορρέει από τα άρθρα 1 παρ. 3, 26, 73 επ. του Συν/τος ,η νομοθετική εξουσία δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει στα έργα της δικαστικής επιβάλλουσα λύσεις σε διαφορές που μόνη η τελευταία δικαιούται να αποφαίνεται, ούτε να κηρύξει άκυρες, ανίσχυρες ή καταργημένες δικαστικές αποφάσεις. Δικαιούται όμως (η νομοθετική εξουσία) κατά την ενάσκηση της εξουσίας, που απονεμήθηκε σ’ αυτήν από το Σύνταγμα, να ρυθμίζει με κανόνες δικαίου έννομες σχέσεις κάθε φύσεως και δικαιώματα αναγόμενα σ’οποιονδήποτε χρόνο και όταν ακόμη αυτά είχαν αναγνωρισθεί με δικαστικές αποφάσεις, τελεσίδικες ή μη, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες δεν ρυθμίζουν μεμονωμένη σχέση ,αλλά έχουν χαρακτήρα γενικό και δεν προσβάλλουν αμέσως ή εμμέσως δικαίωμα συνταγματικώς κατοχυρωμένο». H προσαρμογή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών στα σύγχρονα δεδομένα επιβάλλει την εγγύηση της ελευθερίας απέναντι και στις «μικροεξουσίες» που εκπορεύονται από «θεσμούς» της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. H υπεράσπιση της ελευθερίας του ατόμου έχει μετατοπιστεί από την κεντρική σκηνή του κράτους στο μικρόκοσμο των ποικίλων ιδιωτικών και δημόσιων εξουσιαστικών σχέσεων, όπως αυτές συμπυκνώνονται σε Θεσμούς και ιδρύματα, στα οποία βρίσκεται ενταγμένο και υποταγμένο κάθε μέλος του κοινωνικού συνόλου (Μανιτάκη, ο.π., σελ. 338 επ.).

         4. Περαιτέρω, η αρχή της νομιμότητας, που διέπει τις δράσεις της διοίκησης, πρέπει να εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις της εποχής και γι’ αυτό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της γενικές ρήτρες και αρχές, που λειτουργούν ταυτόχρονα ως σημεία αναφοράς, ελέγχου, περιορισμού και νομιμοποίησης της διοικητικής δράσης, μεταξύ αυτών δε και η ρήτρα του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο δεν πρέπει να βρίσκεται πέραν και υπεράνω της νομιμότητας, αποτελεί στοιχείο εσωτερικό της και εντάσσεται σε αυτήν και βέβαια δεν μπορεί να δικαιολογήσει από μόνο του παρέκκλιση και πολύ περισσότερο παραβίαση κανόνων του θετού δικαίου (Μανιτάκη, ο.π. σελ. 131).

         5. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα Πρακτικά – απόφαση της 2/2024 απόφασης της Ολομέλειας – σελ. 8 αποφασίσει είτε ως προς αμφισβητήσεις για τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις του είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης. . . . .(παρ.1) και «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του» (παρ.2). Σημειώνεται ότι η συνθήκη της Λισαβόνας, που τέθηκε σε ισχύ την 1 η Δεκεμβρίου 2009, ορίζει ρητά ότι «η Ένωση προσχωρεί στην ΕΣΔΑ». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει νομολογήσει ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που θεσπίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 6 δεν περιορίζεται μόνον σε μια δικονομική εγγύηση σε θέματα ποινικής δίκης. Η σημασία του είναι πιο ευρεία και απαιτεί από κάθε εκπρόσωπο του κράτους να μην δηλώνει ότι ένα άτομο είναι ένοχο παράβασης, πριν αποδειχθεί η ενοχή του από ένα Δικαστήριο. Επίσης, το ανωτέρω Δικαστήριο διευκρινίζει ότι μια παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να προέρθει , όχι μόνον από ένα δικαστή ή ένα δικαστήριο, αλλά και από άλλες δημόσιες Αρχές. Αυτό οφείλεται στο ότι το τεκμήριο αθωότητας, ως δικονομικό δικαίωμα, συμμετέχει κυρίως στον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης και ευνοεί συγχρόνως τον σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει τη σημασία της επιλογής των όρων από τους εκπροσώπους του κράτους στις δηλώσεις που διατυπώνουν, πριν δικαστεί ένα άτομο και αναγνωριστεί ως ένοχο αδικήματος. Θεωρεί έτσι ότι αυτό που έχει σημασία για τους σκοπούς εφαρμογής της προαναφερθείσας διάταξης, είναι το πραγματικό νόημα των σχετικών δηλώσεων και όχι η γραμματική τους διατύπωση. Εντούτοις, το αν η δήλωση ενός δημόσιου λειτουργού αποτελεί παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει να απαντηθεί στο πλαίσιο των ειδικών περιστάσεων, στις οποίες διατυπώθηκε η επίδικη δήλωση. Ακόμα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 6 §2 της Σύμβασης δεν εμποδίζει ουδόλως τις αρμόδιες αρχές να αναφερθούν σε υπάρχουσα καταδίκη του προσφεύγοντος, ενώ το θέμα της ενοχής του δεν είχε επιλυθεί οριστικά, ούτε ότι το άρθρο 6 §2 μπορεί, συσχετιζόμενο με το άρθρο 10 της Σύμβασης, να εμποδίσει τις αρχές να ενημερώσουν το κοινό, σχετικά με την εν λόγω καταδίκη ούτε, ενδεχομένως, να οδηγήσουν σε μια σχετική συζήτηση στον ευρείας κυκλοφορίας τύπο ή το κοινό γενικά, ή ακόμα και κατά την διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής συζήτησης. Παρόλα αυτά, αυτού του είδους οι αναφορές πρέπει να γίνονται με κάθε διακριτικότητα και κάθε επιφύλαξη που ζητά ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας. Επίσης, έχει κριθεί από το Δικαστήριο ότι στο προκαταρκτικό στάδιο μιας ποινικής υπόθεσης, οι δηλώσεις των δημοσίων αρχών δεν μπορούν από την μία πλευρά να κάνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του κατηγορουμένου και από την άλλη, να προδικάσουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τους αρμόδιους δικαστές. Το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι το τεκμήριο της αθωότητας δεν μπορεί να παύσει να εφαρμόζεται στην έφεση, λόγω του ότι η πρωτοβάθμια διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη του ενδιαφερομένου. Τέλος, το ΕΔΔΑ, σε περίπτωση προσφυγής, πρέπει να εξετάζει αν οι δηλώσεις, οι οποίες αναφέρονται στην καταδίκη του προσφεύγοντος έγιναν σε περιστάσεις και εκφράστηκαν με τέτοιο τρόπο, που μπορούσαν να θεωρηθούν ότι μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η υπόθεση (ΕΔΔΑ Κώνστας κατά Ελλάδας Απόφαση της 24.5.2011 [αρ. προσφ. 53466/07], Σαββαίδου κατά Ελλάδας Απόφαση της 31.1.2023 [αρ. προσφ. 58715/15]).

         6. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι αρχές του διαχωρισμού των τριών λειτουργιών του κράτους, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της νομιμότητας, της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου αθωότητας αποτελούν δομικά στοιχεία του κράτους δικαίου στην εθνική και ενωσιακή νομοθεσία και πρέπει να διέπουν τις δράσεις των εθνικών και ενωσιακών οργάνων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρέχοντας, με αυτόν το τρόπο, τη δυνατότητα στους δικαστικούς λειτουργούς να ασκούν απρόσκοπτα το έργο τους επ’ ωφελεία του κάθε πολίτη. Προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού των λειτουργιών η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχει λάβει δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις Συγκεκριμένα: α) η ΔιοικΟλΑΠ 9/1998, υπό την προεδρία Στέφανου Ματθία, αποφάσισε ότι ι) δεν είναι επιτρεπτός ο Κοινοβουλευτικός Έλεγχος, όταν αναφέρεται άμεσα στη δικαιοδοτική κρίση δικαστικών οργάνων, ιδίως επί εκκρεμούς δίκης και ιι) τέτοιος κοινοβουλευτικός έλεγχος, που είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτός, μόνον όταν εμμέσως αφορά σε δικαιοδοτική κρίση, αμέσως δε αναφέρεται σε έλεγχο για την άσκηση ή όχι από τον Υπουργό Δικαιοσύνης του από το Σύνταγμα δικαιώματός του για έγερση πειθαρχικής αγωγής κατά δικαστών σε σχέση με εσφαλμένη ή παράνομη και υπερβαίνουσα τα ακραία όρια της λογικής δικαιοδοτική κρίση τους, πρέπει να γίνεται μετά την αμετάκλητη περάτωση της σχετικής δίκης. Κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Δημόπουλος, διατύπωσε την εξής πρόταση: «Το άρθρο 70 παρ. 6 του Συντάγματος ορίζει ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται από την Βουλή σε Ολομέλεια, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής, ο οποίος προβλέπει , ως μορφές κοινοβουλευτικού ελέγχου, την αίτηση κατάθεσης εγγράφων, τις ερωτήσεις και επερωτήσεις, τη συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως, τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών και την πρόταση δυσπιστίας. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος αποσκοπεί στην αναζήτηση και εντοπισμό πολιτικών ευθυνών της Κυβέρνησης για πράξεις ή παραλείψεις της που ανάγονται στη σφαίρα της αρμοδιότητας και ευθύνης της. Ούτε το Σύνταγμα ούτε ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν κανένα περιορισμό ως προς το αντικείμενο και την έκταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου. H έλλειψη όμως ρητών περιορισμών δεν οδηγεί αναγκαίως στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν ερμηνευτικώς να συναχθούν περιορισμοί από άλλες διατάξεις του Συντάγματος. Εξάλλου, από τις διατάξεις του Συντάγματος: 1) 26, που καθιερώνει την διάκριση, την ισοτιμία και την ανεξαρτησία των λειτουργιών της πολιτείας (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), 2) 87 που καθιερώνει την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών και με έμφαση ορίζει ότι οι δικαστές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους, προκύπτει ότι είναι ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, της νομοθετικής ή εκτελεστικής λειτουργίας, η οποία, κατ’ αντικειμενική εκτίμηση, είναι πρόσφορη να επηρεάσει τους δικαστές στη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής τους κρίσης. Εκ τούτων παρέπεται ότι η εκ μέρους της Βουλής άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου της δικαιοδοτικής κρίσεως των δικαστικών οργάνων, εφόσον η υπόθεση είναι ακόμη ή ενδέχεται να είναι εκκρεμής, είναι ανεπίτρεπτη. Αν γίνει δεκτό ότι κατά το Σύνταγμα είναι επιτρεπτός ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της δικαιοδοτικής κρίσεως των δικαστικών οργάνων επί εκκρεμούς υποθέσεως, θα είναι δυνατόν να συμβεί το εξής άτοπο: Για την ίδια υπόθεση να στηθούν και λειτουργούν παράλληλα και συγχρόνως ένα δικαστήριο και ένα παραδικαστήριο ενώπιον της Βουλής. Και το ακόμη χειρότερο: Το μεν δικαστήριο να κρίνει, και μάλιστα δεσμευτικώς για όλους, ένοχο τον κατηγορούμενον, η δε Βουλή να διακηρύσσει ότι ο ίδιος κατηγορούμενος είναι αθώος της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε. Πλήρης καταρράκωση του κύρους και της αξιοπιστίας και των δύο πολιτειακών λειτουργιών. Μετά τη λήξη της εκκρεμοδικίας και την αμετάκλητη περάτωση της υποθέσεως δεν συντρέχει σοβαρός λόγος αποκλεισμού του κοινοβουλευτικού ελέγχου και γενικότερα της κριτικής. H άποψη αυτή εναρμονίζεται και προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 της Σύμβασης της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών ελευθεριών, η οποία προβλέπει ότι η άσκηση της ελευθερίας της γνώμης μπορεί να υπαχθεί σε ορισμένους περιορισμούς αναγκαίους για τη διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής λειτουργίας. Σε μία δημοκρατικά οργανωμένη και λειτουργούσα πολιτεία, όλες οι εξουσίες υπόκεινται σε αμοιβαίο έλεγχο και κοινωνική κριτική από τον Τύπο και τα άλλα μέσα πληροφόρησης των κοινωνών. Και τούτο διότι με τον έλεγχο και την κριτική, αφ’ ενός μεν θα βελτιωθεί η λειτουργία τους και θα ενισχυθεί η αυθεντία και η αξιοπιστία τους, αφ’ ετέρου δε θα αποτραπεί η διολίσθησή τους στην αυθαιρεσία, αφού η εξουσία, από τη φύση της, τείνει στην κατάχρηση και την επέκταση του χώρου της κυριαρχίας της. H χωρίς αποχρώντα λόγο δημιουργία «στεγανών» και χώρων εξουσίας εξαιρημένων από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και την κοινωνική κριτική είναι ασυμβίβαστη, αφ’ ενός μεν προς τη δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος και τη θέση του Κοινοβουλίου, ως αυθεντικής έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας από την οποία πηγάζουν όλες οι εξουσίες, εφ” ετέρου δε αντιβαίνει στο πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 70 παρ. 6, 60 παρ. 1 και 14 του Συντάγματος που προβλέπουν το δικαίωμα ασκήσεως κοινοβουλευτικού ελέγχου και ελευθερίας γνώμης και εκφράσεως των βουλευτών και ασκήσεως κριτικής από τον Τύπο και τα άλλα μέσα κοινωνικής έκφρασης. Αντιφέρεται ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της δικαιοδοτικής κρίσεως των δικαστικών οργάνων είναι ανεπίτρεπτος και δεν έχει νόημα, διότι δεν είναι δυνατόν η Κυβέρνηση να επηρεάσει και προσδιορίσει τη δικαιοδοτική κρίση, είτε πριν είτε και μετά την εκφορά της, επομένως δεν είναι δυνατόν να αναζητηθούν και καταλογισθούν σ’ αυτήν πολιτικές ευθύνες για την άστοχη ή παράνομη δικαιοδοτική κρίση. Τούτο δεν είναι ακριβές, δεδομένου ότι η Κυβέρνηση, δια του Υπουργού της Δικαιοσύνης, έχει το δικαίωμα να ασκεί πειθαρχική δίωξη κατά δικαστικών λειτουργών, όταν η δικαιοδοτική κρίση τους είναι άστοχη ή παράνομη λόγω υπερβάσεως των ακραίων ορίων της λογικής, ακόμη δε και να παραγγείλει την άσκηση ποινικής διώξεως, δηλαδή δικαιούται να πράξει ή παραλείψει ενέργειες, για τις οποίες είναι επιτρεπτή η αναζήτηση και ο καταλογισμός πολιτικών ευθυνών ή και ποινικών ακόμη με τη σύσταση εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής» και στη συνέχεια πρότεινε να αποφανθεί η Ολομέλεια ότι: «Δεν είναι επιτρεπτός ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της δικαιοδοτικής κρίσεως δικαστικών οργάνων, όταν η υπόθεση, στην οποία αναφέρεται η δικαιοδοτική κρίση, δεν έχει αμετάκλητα περατωθεί». Ακολούθως, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Κωνσταντίνος Κωστήρης, έθεσε υπόψη της Ολομέλειας τα εξής: «Με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3, 87 παρ. 1-2 και 94 παρ. 3 του Συντάγματος, η ψήφιση του οποίου αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 παρ. 2-3 Συντ.), κατοχυρώνεται ρητά η λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών, που συγκροτούν τα δικαιοδοτικά όργανα του Κράτους. H λειτουργική αυτή ανεξαρτησία σημαίνει την αυτοτέλεια της δικαιοσύνης, ως τρίτης κρατικής λειτουργίας, απέναντι στις δύο άλλες κρατικές λειτουργίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική. H δικαστική ανεξαρτησία, ειδικότερα, απέναντι στη νομοθετική εξουσία θεσπίζεται ρητά με τη διάταξη του παραπάνω άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία, με την ανάθεση στα δικαστήρια του ελέγχου της αρμονίας ή όχι των νόμων προς το Σύνταγμα επιβεβαιώνει την αυτοτέλεια της κρίσεώς τους απέναντι στη νομοθετική παραγωγή και το σχετικό δικαίωμά τους ν’ ανάγονται απευθείας στο Σύνταγμα, ως την υπέρτατη πηγή δικαίου μέσα στον Ελληνικό χώρο …. Την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης θεσπίζουν και Διεθνείς Συμβάσεις, όπως η Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρο 10), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 14 παρ. 1), καθώς και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα δικαιώματα (άρθρο 6 παρ. 1), που επιτάσσουν τη δίκαιη και δημόσια εκδίκαση των ποινικών και αστικών υποθέσεων οποιουδήποτε ατόμου από ένα «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο», που προβλέπεται από το νόμο. Μάλιστα στην πρόσφατη με αριθ. R (94) 12 Σύσταση, που υιοθέτησε η εξ υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναφορικά με την ανεξαρτησία των δικαστών, τονίζεται (Αρχή Ι στοιχ. d), ότι κατά τη διαδικασία εκδόσεως μιας αποφάσεως οι δικαστές πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και ικανοί να δράσουν χωρίς κανένα περιορισμό, ανάρμοστη επιρροή, κίνητρα, πιέσεις, απειλές ή παρεμβάσεις ευθέως ή πλαγίως, από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία, πρέπει δε να είναι και αδέσμευτοι ν’ αποφασίσουν αμερόληπτα σύμφωνα με τη συνείδησή τους και τους ισχύοντες κανόνες δικαίου, δεν είναι δε υποχρεωμένοι ν’ αναφέρουν την ουσία των υποθέσεών τους σε κανένα εκτός δικαστικού κλάδου. Από τη γενικώς αποδεκτή ανεξαρτησία αυτή της δικαιοσύνης απέναντι στη νομοθετική εξουσία και τη γενικότερη διάκριση των κρατικών λειτουργών απορρέει , περαιτέρω, ότι είναι ανεπίτρεπτος ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ιδίως όταν αναφέρεται σε εκκρεμή δίκη... . Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 66 παρ. 3 και 70 παρ. 6 του Συντ. , σε συνδυασμό με τα άρθρα 124 επ. του Κανονισμού της Βουλής, που ρυθμίζουν τη διαδικασία και τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου, στον έλεγχο της Βουλής υπόκειται μόνο η Κυβέρνηση και γενικότερα τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, αναφορικά με πράξεις ή παραλείψεις τους. Επομένως, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο κοινοβουλευτικού ελέγχου, ως εκφεύγουσα της κυβερνητικής δράσεως, η δικαιοδοτική κρίση των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας σε εκκρεμή δίκη, διότι κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης απέναντι στη νομοθετική εξουσία. Τέτοιος κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι επιτρεπτός μόνο όταν, με αναφορά σε άστοχη ή παράνομη και υπερβαίνουσα τα ακραία όρια της λογικής δικαιοδοτική κρίση, στοχεύει άμεσα στον έλεγχο του Υπουργού Δικαιοσύνης για την άσκηση ή όχι του από το Σύνταγμα δικαιώματός του (άρθρο 91 παρ. 1 εδ. β’ και παρ. 3 εδ. β’) για έγερση πειθαρχικής αγωγής κατά δικαστικών λειτουργών για μια τέτοια δικαιοδοτική κρίση τους. Αλλά και στην περίπτωση αυτή ο κοινοβουλευτικός αυτός έλεγχος του Υπουργού της Δικαιοσύνης θα πρέπει ν’ ασκείται, προς αποφυγή επηρεασμού της δικαιοδοτικής κρίσεως στους επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας, μετά την αμετάκλητη περάτωση της σχετικής δίκης. Οι δικαστικές αποφάσεις, βεβαίως, δεν είναι υπεράνω κριτικής, η οποία αποτελεί ενάσκηση του από το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος (σχετικό και το άρθρο 10 παρ. 2 της Συμβάσεως της Ρώμης) ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης εκφράσεως των στοχασμών και δια του τύπου κάθε προσώπου ..Όμως η κριτική αυτή, ιδίως κατά το στάδιο της εκκρεμότητας της σχετικής δίκης, δεν είναι επιτρεπτό να γίνεται από τα συντεταγμένα όργανα των άλλων δύο λειτουργιών (εκτελεστικής και νομοθετικής) κατά την άσκηση των λειτουργιών αυτών, διότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει στη λειτουργική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και δεν είναι πάντα άμοιρο προσπάθειας επηρεασμού της τελειωτικής (αμετάκλητης) κρίσεως των δικαστηρίων στην εκκρεμή δίκη. Υπέρ της ορθότητας της γνώμης για το ανεπίτρεπτο του κοινοβουλευτικού , ελέγχου, που αναφέρεται σε δικαιοδοτική κρίση των δικαστικών οργάνων επί εκκρεμούς δίκης συνηγορούν: α) το ότι, ενόψει του γεγονότος, ότι οι δικαστικές αποφάσεις μόνο στα πλαίσια ενδίκων μέσων, που προβλέπει ο νόμος, μπορούν να μεταρρυθμισθούν ή εξαφανισθούν από τα αρμόδια δικαστήρια, τέτοιος κοινοβουλευτικός έλεγχος, ακόμη και μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, αποβαίνει (με εξαίρεση την πιο πάνω περίπτωση) εντελώς άσκοπος και μοιραία περιορίζεται σε ανεπίτρεπτη, κατά τα παραπάνω, κριτική, από τα συντεταγμένα όργανα των άλλων δύο λειτουργιών, της δικαιοδοτικής κρίσεως δικαστικών οργάνων, είναι δε ενδεχόμενο να προκαλέσει την εντύπωση, ότι στοχεύει στην επικυριαρχία των δύο αυτών λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής) πάνω στη δικαιοσύνη, πράγμα συνταγματικά ανεπίτρεπτο και β)το ότι η εξουσία και αυτών ακόμη των από το Σύνταγμα (άρθρο 91) προβλεπομένων αρμόδιων Συμβουλίων για τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών, όταν αναφέρεται στη δικαιοδοτική κρίση τους επί της ουσίας της υποθέσεως, είναι περιορισμένη και πρέπει να ασκείται με φειδώ και μέσα στα όρια, που έχουν καθορισθεί με τη 18/1993 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου αυτού». Εν συνεχεία, εισηγήθηκε να αποφανθεί η Ολομέλεια «ότι : α) δεν είναι επιτρεπτός ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, όταν αναφέρεται άμεσα στη δικαιοδοτική κρίση των δικαστικών οργάνων ιδίως επί εκκρεμούς δίκης και β) τέτοιος κοινοβουλευτικός έλεγχος που είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτός μόνον όταν εμμέσως αφορά σε δικαιοδοτική κρίση, αμέσως δε αναφέρεται σε έλεγχο για την άσκηση ή όχι από τον Υπουργό Δικαιοσύνης του από το Σύνταγμα δικαιώματός του για έγερση πειθαρχικής αγωγής κατά δικαστών σε σχέση με εσφαλμένη ή παράνομη και υπερβαίνουσα τα ακραία όρια της λογικής δικαιοδοτική κρίση τους, πρέπει να γίνεται μετά την αμετάκλητη περάτωση της σχετικής δίκης», β) Η Διοικ.Ολ.ΑΠ 8/1998 υπό την προεδρία Στέφανου Ματθία αποφάσισε ότι «δημόσιο εγκώμιο ή επίκριση συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης μπορεί να εκληφθεί ως απόπειρα επηρεασμού και ενέχει εξ αντικειμένου επέμβαση στην «προσωπική ανεξαρτησία» των δικαστών, ιδίως όταν αφορά υπόθεση εκκρεμή». Κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Δημόπουλος, πρότεινε τα εξής: «Η Ελληνική Πολιτεία, ως κράτος δικαίου, έχει αναγάγει σε βασική αρχή της οργάνωσης και λειτουργίας της την διάκριση και ισοτιμία , των εξουσιών και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έναντι των δύο άλλων εξουσιών, Εκτελεστικής και Νομοθετικής. Το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος αναγνωρίζει και κατοχυρώνει την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών από τους οποίους συγκροτούνται τα δικαστήρια, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι οι δικαστές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Εν συνεχεία, με ένα πλέγμα διατάξεων του Συντάγματος, που αφορούν τις προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις, την οριστική απόλυση, την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας και τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, επιδιώκεται η αποτελεσματική διασφάλιση της προσωπικής ανεξαρτησίας τους, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση και συμπλήρωμα της λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. H έναντι της Εκτελεστικής εξουσίας ανεξαρτησία των Δικαστικών λειτουργών έχει την έννοια της απαγόρευσης πάσης επέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας, επέμβασης η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τους δικαστές στη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής τους κρίσης επί συγκεκριμένης υποθέσεως, στην εκδίκαση της οποίας μετέχουν ή πρόκειται να μετάσχουν. Κάθε εκδήλωση των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας η οποία, ανεξαρτήτως των προθέσεων του οργάνου, είναι πρόσφορη, κατ’ αντικειμενική κρίση, να διαταράξει την νηφαλιότητα και αμεροληψία ή και να νοθεύσει ή υπονομεύσει το άδολο και την αγνότητα της συνειδήσεως του δικαστή και να τον επηρεάσει, δυσμενώς ή ευμενώς, στη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής του κρίσης, είναι ανεπίτρεπτη. Ιδιαίτερα ,δε είναι ανεπίτρεπτη και επικίνδυνη για την αμεροληψία και ανεξαρτησία του δικαστή η εκδήλωση, όταν αυτή προέρχεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ο οποίος έχει αποφασιστικό λόγο στην υπηρεσιακή εξέλιξη και εν γένει μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, εφόσον η εκδίκαση της υποθέσεως δεν έχει οριστικά και αμετάκλητα περατωθεί, η εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης δημόσια επίκριση ή ο δημόσιος εγκωμιασμός συγκεκριμένης οριστικής (αλλά μη αμετάκλητης) απόφασης επί συγκεκριμένης υποθέσεως συνιστά επέμβαση στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών που πρόκειται να δικάσουν και δύναται , κατ’ αντικειμενική κρίση, να εκληφθεί, ανεξαρτήτως των προθέσεων του Υπουργού, ως απόπειρα επηρεασμού των δικαστών στη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής τους κρίσης στην υπόθεση αυτή, αφού ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, έχει αποφασιστικό λόγο στην ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, δεδομένου ότι δικαιούται να χορηγεί εκπαιδευτικές άδειες στο εξωτερικό και μισθολογικές προαγωγές, να εγείρει την πειθαρχική αγωγή εναντίον κάθε δικαστικού λειτουργού, να διαφωνεί προς την απόφαση του A.Δ.Σ. για κάθε ζήτημα που αφορά την προσωπική και υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, μετέχει δε και εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο για την προαγωγή στις θέσεις των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, καθώς και του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου». Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Νικολόπουλος, εισηγήθηκε τα εξής: «Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, η νομοθετική λειτουργία, ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. H δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια και “οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού”. H δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους. Με τις θεμελιώδεις οργανωτικές αυτές διατάξεις (βλ. και άρθρ. 110 παρ. 1 Συντ.) καθιερώνεται η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, που αποτελεί το θεμέλιο της συνταγματικής νομιμότητας και χαρακτηρίζει κάθε δημοκρατική κοινωνία ως Κράτος Δικαίου. Το άρθρο 26 Συντ. αναθέτει την άσκηση καθεμιάς από τις τρεις συντεταγμένες λειτουργίες σε ξεχωριστά όργανα, απαγορεύοντας οποιαδήποτε ανάμειξη (επέμβαση) των οργάνων της μιας στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της άλλης. Με τα άρθρα 87 επ. Συντ.. προσδιορίζονται οι αρμοδιότητες των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας και ανατίθεται αποκλειστικά στα δικαστήρια το καθήκον να επιλύουν τις διαφορές των πολιτών και να ασκούν την ποινική δικαιοδοσία της πολιτείας. Για την εκπλήρωση της αποστολής τους αυτής και την ορθή και ανεπηρέαστη απονομή δικαιοσύνης οι δικαστές “απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας”, υποκείμενοι μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους. H λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία της οποίας “απολαμβάνουν” οι δικαστές αποτελεί εκδήλωση της διακρίσεως των λειτουργιών και της συνταγματικής νομιμότητας. H δικαστική ανεξαρτησία δεν είναι προνόμιο, αλλά ευθύνη και δέσμευση των δικαστών που οφείλουν, κατά το Σύνταγμα, να τηρούν, ως εγγύηση του πολίτη ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από ανεξάρτητα όργανα που υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους. Μέσα από την ανεξαρτησία των δικαστών το Σύνταγμα εγγυάται το κύρος της δικαιοσύνης και των δικαστικών αποφάσεων. Τα όργανα και οι φορείς των άλλων συντεταγμένων λειτουργιών και ιδιαίτερα της εκτελεστικής οφείλουν να τηρούν τη συνταγματική νομιμότητα και να μη δίνουν την εντύπωση κυβερνητικής παντοδυναμίας στο χώρο της δικαιοσύνης. Πρέπει να αποφεύγεται κάθε ανάμειξη ή παρακίνηση ή παραίνεση ή παρέμβαση, άμεση ή έμμεση στο έργο της δικαιοσύνης από οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο (Σύσταση της Επιτροπής εξ Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης 94/12 από 13.10.1994). Ούτε στο όνομα “του κοινού περί δικαίου αισθήματος” ή της λαϊκής κυριαρχίας επιτρέπονται τέτοιες επεμβάσεις. Επομένως, το * φαινόμενο να γίνεται δημόσια επίκριση ή επιτιμητικός σχολιασμός συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων από κυβερνητικούς παράγοντες είναι ασυμβίβαστο προς την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών. Επί πλέον έτσι κλονίζεται η πεποίθηση των πολιτών στην ανεξαρτησία των δικαστών. Γιατί ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει πώς σκέφθηκε το δικαστήριο. Εύλογα δε μπορεί να εκλάβει κάθε τέτοια εκδήλωση ως απόπειρα επηρεασμού και επέμβασης στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών. Κάθε δικαστική απόφαση υπόκειται και πρέπει να υπόκειται σε επιστημονική και λογική κριτική όχι όμως σε επίσημη κυβερνητική αποδοκιμασία. Δεν πρέπει με την κριτική ή το σχολιασμό να τίθεται σε αμφισβήτηση η δικαστική ανεξαρτησία και το κύρος της δικαιοσύνης (άρθρ. 10 παρ. 2 της Συμβάσεως της Ρώμης που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974). Από σεβασμό στην αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, που αποτελεί τη βάση του κράτους δικαίου, δεν πρέπει να γίνεται κριτική και σχολιασμός των δικαστικών αποφάσεων από τα όργανα των άλλων συντεταγμένων λειτουργιών, ιδίως επί εκκρεμών υποθέσεων, γιατί είναι δυνατόν να προκαλέσουν την εντύπωση επέμβασης στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών».

         7. Από το σύνολο των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι και στο επίπεδο του ενωσιακού δικαίου που κατισχύει του Συντάγματος, αλλά δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτό, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, έτσι όπως περιχαρακώνει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, δεν είναι ανεκτή η παρέμβαση εθνικών ή κοινοτικών οργάνων με τη διατύπωση δημόσια γνώμης επί κρινόμενων ενώπιον των εθνικών δικαστικών και εισαγγελικών αρχών υποθέσεων. Και τούτο γιατί μόνον έτσι μπορεί να προστατευθεί η αρχή της αμεροληψίας, που εμφανίζεται ως υποχρέωση του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού και ως δικαίωμα του πολίτη. Ταυτόχρονα, εξίσου σαφές είναι ότι δεν αμφισβητείται το δικαίωμα της κριτικής των δικαστικών αποφάσεων, η οποία, όμως, πρέπει να αποφεύγεται όσο αυτές εκκρεμούν και ιδίως από παράγοντες της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο.

         8. Την 7η Φεβρουαρίου 2024, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε το υπό στοιχείο Ρ9_ΤΑ(2024)0069 ψήφισμα με θέμα «Το κράτος δικαίου και η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα», με το οποίο διατυπώνει αιτιάσεις για το κράτος δικαίου στη Χώρα μας. Το δυσμενές περιεχόμενο των αιτιάσεων αυτών, που ενδεικτικά αναφέρουμε, κατά το μέτρο που αφορούν στη δικαστική λειτουργία, διαχέεται ήδη ευρέως, μέσω του τύπου, αλλά και μέσω ανακοινώσεων ατόμων ή κομμάτων, είναι δυνατόν να προκαλέσει στους ευρωπαίους και ιδίως στους πολίτες της Χώρας μας και τα κοινοτικά όργανα ανησυχία αλλά και έντονη δυσπιστία για την ποιότητα του κράτους δικαίου στην Ελλάδα και εσφαλμένες εντυπώσεις εις βάρος των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών για την άσκηση των καθηκόντων τους. Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία η ενημέρωση πάντων από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί των αιτιάσεων του ψηφίσματος, κατά το μέτρο που αφορούν στην δικαστική λειτουργία και μόνο, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα ή όχι αυτών, ώστε να απαντήσουμε, όχι βεβαίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθόσον δεν έχουμε τέτοια αρμοδιότητα, αλλά στις αιτιάσεις που μας αποδίδονται, με βάση το ψήφισμα αυτό. Ειδικότερα, ως προς τα κρίσιμα κατά τα ανωτέρω σημεία του ψηφίσματος λεκτέα τα ακόλουθα:

         1) Επί του Σημείου «Ζ» στο οποίο αναφέρεται: «λαμβάνοντας υπόψη ότι η πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ασφάλεια των δημοσιογράφων είχε εντοπίσει δύο περιπτώσεις ατιμωρησίας για δολοφονίες, εννέα ενεργές καταχωρίσεις και δύο άλλες καταχωρίσεις χωρίς απάντηση έως το τέλος του 2023». Στο σημείο αυτό, η επιλογή να χρησιμοποιηθεί η έκφραση «χωρίς απάντηση» και η αόριστη αναφορά περιπτώσεων δημιουργεί ευθεία αμφισβήτηση για την ικανότητα ή την πρόθεση των Ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων να «τιμωρήσουν» συγκεκριμένες περιπτώσεις, χωρίς όμως να κατονομάζει αυτές. H αοριστία αυτή στερεί τη δυνατότητα συγκεκριμένης έρευνας και απάντησης του θιγομένου θέματος.

         2) Επί του Σημείου «ΙΒ» στο οποίο αναφέρεται «λαμβάνοντας υπόψη οτι , στο πλαίσιο του λεγόμενου σκανδάλου της λίστας Πέτσα, 20 εκατομμύρια EUR κρατικών κονδυλίων διανεμήθηκαν σε μέσα ενημέρωσης για επικοινωνιακές εκστρατείες στον τομέα της δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένων ανύπαρκτων ιστοτόπων και προσωπικών ιστολογίων λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα μέσα ενημέρωσης αποκλείστηκαν εντελώς χωρίς καμία αιτιολόγηση και με αδιαφανή κριτήρια». Στο σημείο αυτό το ψήφισμα περιλαμβάνει παντελώς αόριστες αιτιάσεις χωρίς προσδιορισμό συγκεκριμένων περιπτώσεων. Παρά ταύτα, αγνοείται και το γεγονός της γενομένης εισαγγελικής έρευνας για το θέμα σε μη πολιτικά πρόσωπα και την διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή για πολιτικά πρόσωπα.

         3) Επί του ΣΓ μείου «ΙΖ.α», στο οποίο αναφέρεται: «λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Παναγιώτης Δημητράς, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδρυτής και επικεφαλής του ελληνικού Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι (GHM), διώκεται για παράνομη διακίνηση, παρόλο που φαίνεται ότι ενήργησε νόμιμα για να παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια σε αιτούντες άσυλο». Στο σημείο αυτό με το ψήφισμα γίνεται ανεπίτρεπτα ευθεία παρέμβαση στη δικαιοσύνη για εκκρεμή ενώπιον των οργάνων της υπόθεση, μη λαμβάνοντας υπόψη έτσι την διεξαγόμενη δικαστική έρευνα για την υπόθεση αυτή.

         4) Επί του Σημείου «ΙΖ.β» στο οποίο αναφέρεται: «λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες διέταξε τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων του Δημητρά τον Μάιο του 2023 λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Δημητράς δήλωσε στις 31 Μαίου 2023 ότι είχε λάβει χρηματοδότηση μόνο από την ΕΕ, η οποία προοριζόταν για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους, και ότι τα κονδύλια χρησιμοποιήθηκαν μόνο για τον σκοπό αυτό· λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόσφατη αθώωση 16 εργαζομένων στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας και εθελοντών καταδεικνύει ότι οι ποινικές κατηγορίες κατά όσων παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια σε αιτούντες άσυλο δεν έχουν νομική βάση». Στο σημείο αυτό, εκτός από την ευθεία παρέμβαση σε εκκρεμή υπόθεση, με το ψήφισμα επιχειρείται a priori o χαρακτηρισμός ως νομικά αβάσιμου του ελέγχου οικονομικών δραστηριοτήτων σε κάθε περίπτωση, δημιουργώντας την εντύπωση ύπαρξης μη θεσμοθετημένης ασυλίας.

         5) Επί του Σημείου «ΙΘ» στο οποίο αναφέρεται: «λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κίνησε έρευνα στις 28 Νοεμβρίου 2022 σχετικά με την κατάχρηση επιδοτήσεων ύψους 700 εκατομμυρίων EUR για ένα σύστημα ασφάλειας των σιδηροδρόμων λαμβάνοντας υπόψη ότι έκτοτε έχουν συλληφθεί 23 άτομα σε σχέση με το σκάνδαλο, με εξαίρεση τους (πρώην) υπουργούς της κυβέρνησης, οι οποίοι προστατεύονται από τη δίωξη με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, για την οποία έγινε επίκληση του ελληνικού Συντάγματος». Στο σημείο αυτό, το ψήφισμα υποβιβάζει το έργο των εθνικών εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών για την υπόθεση των Τεμπών, αποσιωπώντας την υφιστάμενη ενδελεχή έρευνα για τα μη πολιτικά πρόσωπα, για τα οποία και μόνο είναι αρμόδιες και η οποία εκκίνησε αμέσως μετά την τραγωδία και βρίσκεται σε εξέλιξη. Επίσης, με την ασαφή διατύπωση που έχει επιλεχθεί είναι δυνατόν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές εξαίρεσαν τα πολιτικά πρόσωπα από την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ η αρμοδιότητα αυτή, όπως και κάθε επόμενο στάδιο της ποινικής διαδικασίας για τα πρόσωπα αυτά ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής.

         6) Επί του Σημείου «KB» στο οποίο αναφέρεται : «η Ελλάδα δεν διαθέτει επί του παρόντος κέντρα υποστήριξης θυμάτων βιασμού και/ή κέντρα παραπομπής θυμάτων σεξουαλικής βίας». Στο σημείο αυτό δεν ελήφθησαν υπόψη τα μέτρα, που έχουν ληφθεί από την Εισαγγελική Αρχή, με τον ορισμό Εισαγγελέα Ανηλίκων, που επιλαμβάνεται κάθε περίπτωσης ανήλικου, που έχει ανάγκη μέριμνας ή σχετίζεται με παραβατικότητα, αλλά και περιπτώσεων θυμάτων σε παρόμοιες με τις μνημονευόμενες υποθέσεις, καθώς και των ασυνόδευτων ανηλίκων που εμφανίζονται στα μεταναστευτικά ρεύματα. Επίσης, η Εισαγγελική αρχή ορίζει Εισαγγελείς αρμόδιους για τα θύματα trafficking και ενδοοικογενειακής βίας.

         7) Επί του Σημείου «1» στο οποίο αναφέρεται : «εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για τις πολύ σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των Θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα· τονίζει ότι το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών είναι απαραίτητο για μια ισχυρή δημοκρατία και σημειώνει με ανησυχία ότι το σύστημα αυτό έχει υποστεί μεγάλη πίεση». Στο σημείο αυτό αμφισβητείται από το ψήφισμα εμμέσως η αποτελεσματικότητα του εθνικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης (ως υποσύστημα του συστήματος ελέγχων και ισορροπιών) για τα πολύ σημαντικά ζητήματα της προστασίας της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των Θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθόσον προβαίνει σε διαπίστωση «μεγάλης πίεσης», αναγνωρίζοντας «πολύ σοβαρές απειλές», αορίστως και χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση.

         8) Επί του Σημείου «2» στο οποίο αναφέρεται : «εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι οι αρχές επιβολής του νόμου και οι δικαστικές αρχές στην Ελλάδα δεν έχουν σημειώσει πρόοδο στην έρευνα για τη δολοφονία του Έλληνα δημοσιογράφου, Γιώργου Καραϊβάζ, στις 9 Απριλίου 2021 σημειώνει ότι δύο ύποπτοι συνελήφθησαν τον Απρίλιο του 2023, αλλά, κατά τα λοιπά, η έρευνα της αστυνομίας δεν οδήγησε σε κανένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα καλεί μετ’ επιτάσεως τις αρχές να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διεξαγωγή ενδελεχούς και αποτελεσματικής έρευνας και να προσαγάγουν στη δικαιοσύνη όσους εμπλέκονται στη δολοφονία, σε οποιοδήποτε επίπεδο παροτρύνει τις αρχές να ζητήσουν βοήθεια από την Ευρωπόλ». Στο σημείο αυτό, με το ψήφισμα επιχειρείται παρέμβαση σε εκκρεμούσα στη δικαιοσύνη υπόθεση, μέσω της άσκησης, αορίστως, κριτικής και αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών για την υφιστάμενη έρευνα της υπόθεσης, αν και έχει γίνει ευρέως γνωστό από τα M.M.E. ότι, κατά το στάδιο της ανάκρισης, έχουν απολογηθεί και προφυλακιστεί κατηγορούμενοι.

         9) Επί του Σημείου «3» στο οποίο αναφέρεται : «…καθώς και στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού υπογραμμίζει ότι η κατάσταση αυτή λειτουργεί αποτρεπτικά για αυτούς ζητεί, ειδικότερα, να αποσυρθούν αμέσως αυτές οι στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού….». Στο σημείο αυτό, με το ψήφισμα επιχειρείται παρέμβαση στη λειτουργία της δικαιοσύνης, με το αίτημα να «αποσυρθούν» οι στρατηγικές αγωγές, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε νομική δυνατότητα για αυτεπάγγελτη ενέργεια των δικαστικών αρχών. Πρέπει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο SLAPP (στρατηγικές αγωγές) κατά δημοσιογράφων, ανεξάρτητα της κατά περίπτωση βασιμότητάς του, δε έχει μέχρι σήμερα θεσμικά προσδιορισθεί με νομικά κριτήρια από την εθνική και ενωσιακή νομοθεσία.

         10) Επί του Σημείου «4» στο οποίο αναφέρεται: «εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι τρία νεαρά άτομα Ρομά έχουν σκοτωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα λόγω εικαζόμενης αστυνομικής βίας, καθώς και για την έλλειψη διεξοδικής έρευνας για τα περιστατικά αυτά σημειώνει με ανησυχία ότι , σε ορισμένες περιπτώσεις, η αστυνομία καθάρισε τον τόπο του εγκλήματος πριν από τη διενέργεια εγκληματολογικής εξέτασης· υπενθυμίζει ότι το αρμόδιο δικαστήριο απάλλαξε τέσσερις αστυνομικούς από την εμπλοκή στον θάνατο του ακτιβιστή ΛΟΑΤΚΙ+ Ζακ Κωστόπουλου το 2022, παρά τα βίντεο που έδειχναν την αστυνομία να κάνει χρήση περιττής βίας». Στο σημείο αυτό με το ψήφισμα επιχειρείται ευθεία παρέμβαση σε εκκρεμείς στην δικαιοσύνη υποθέσεις, με ειδική αναφορά στην υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της εκδίκασης σε δεύτερο βαθμό. Επίσης, με το ψήφισμα ασκείται μη Θεσμική κριτική σε δικαστικές αποφάσεις.

         11) Επί των Σημείων «7γ» και «7στ», στα οποία αναφέρεται «γ) να υπάρξουν εγγυήσεις ότι οι αρχές μπορούν να διερευνήσουν ελεύθερα και ανεμπόδιστα όλους τους ισχυρισμούς για χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού» και «στ) να ξεκινήσει επειγόντως αστυνομική έρευνα μετά την εικαζόμενη κατάχρηση κατασκοπευτικού λογισμικού και να συγκεντρωθούν απτά αποδεικτικά στοιχεία για πληρεξούσιους, εταιρείες μεσιτείας και πωλητές κατασκοπευτικού λογισμικού που συνδέονται με μολύνσεις από κατασκοπευτικό λογισμικό». Στα σημεία αυτό, με το ψήφισμα επιχειρείται ευθεία παρέμβαση σε εκκρεμούσα στην δικαιοσύνη υπόθεση με την παράθεση οδηγιών προς τους αρμόδιους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ενώ, ταυτόχρονα, θέτει σε αμφισβήτηση το κύρος και την αξιοπιστία της διεξαγόμενης σε ανώτατο επίπεδο εισαγγελικής έρευνας.

         12) Επί του Σημείου «10» στο οποίο αναφέρεται «εκφράζει ανησυχία για την υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση, τον περιορισμό των εξουσιών». Στο σημείο αυτό με το ψήφισμα υπονοείται αορίστως ο «περιορισμός» της δικαστικής λειτουργίας, χωρίς την παράθεση οποιουδήποτε στοιχείου προς τεκμηρίωση .

         13) Επί του Σημείου «11» στο οποίο αναφέρεται : «εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι η μεταφορά της έρευνας κατασκοπευτικού λογισμικού σε άλλον εισαγγελέα, μετά το αίτημα των προηγούμενων εισαγγελέων προς την ΑΔΑΕ να ελεγχθεί κατά πόσον τα 92 άτομα που στοχοποιήθηκαν από το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator (συμπεριλαμβανομένων εθνικών βουλευτών και βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δημοσιογράφων και κυβερνητικών αξιωματούχων) είχαν επίσης υποβληθεί σε παρακολούθηση από την ΕΥΠ, θα οδηγήσει de facto στην περάτωση της έρευνας επαναλαμβάνει το αίτημά του για συμμετοχή της Ευρωπόλ στην έρευνα». Στο σημείο αυτό με το ψήφισμα επιχειρείται ευθεία παρέμβαση στο έργο της Εισαγγελικής Αρχής με τη μη θεσμική αμφισβήτηση της διαδικασίας της έρευνας που διεξάγει και την υπόδειξη δικονομικών ενεργειών.

         14) Επί του Σημείου 12, στο οποίο αναφέρεται: «καταδικάζει απερίφραστα τον εκφοβισμό και την παρενόχληση λειτουργών που ελέγχουν την κυβέρνηση, όπως η πρώην Εισαγγελέας Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη και ο Χρήστος Ράμμος, επικεφαλής της ΑΔΑΕ εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και την εικαζόμενη απόπειρα αναστολής του αιτήματος της ΑΔΑΕ σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών να προβεί σε έλεγχο των εντολών παρακολούθησης του 2022». Στο σημείο αυτό, με το ψήφισμα ευθέως αμφισβητείται αορίστως η νομιμότητα ενεργειών δικαστικών και εισαγγελικών αρχών επί συγκεκριμένων υποθέσεων και περαιτέρω αυτές, μη αξιολογούμενες θεσμικά, χαρακτηρίζονται ως «εκφοβισμός».

         15) Επί του σημείου «13», στο οποίο αναφέρεται: «υπογραμμίζει ότι η διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, σε συνδυασμό με τις αμφιβολίες για την ακεραιότητα τμημάτων της αστυνομίας, και οι συγκρούσεις συμφερόντων στο υψηλότερο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της εικαζόμενης διείσδυσης ομάδων οργανωμένου εγκλήματος στην αστυνομία, θα οδηγήσουν σε μια νοοτροπία ατιμωρησίας στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να ευδοκιμήσει η διαφθορά τονίζει ότι οι αρχές δεν έχουν ακόμη δημιουργήσει ένα σταθερό ιστορικό επιδόσεων όσον αφορά τη διερεύνηση και τη δίωξη υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου που οδηγούν σε τελεσίδικες καταδικαστικές αποφάσεις με αποτρεπτικό αποτέλεσμα· καλεί την κυβέρνηση και τις αρχές να αντιμετωπίσουν κατά προτεραιότητα τα ζητήματα αυτά». Στο σημείο αυτό, με το ψήφισμα αμφισβητούνται οι μέχρι τώρα ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών για τη δίωξη υποθέσεων διαφθοράς, παραλείποντας οποιαδήποτε αναφορά στην ολοκλήρωση της έρευνας και εκδίκασης πολύ μεγάλου αριθμού τέτοιων υποθέσεων, με κατηγορούμενα μη πολιτικά πρόσωπα, καθώς και τη διεξαγωγή, μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα, πέντε (5) δικών, με κατηγορούμενα πολιτικά πρόσωπα ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος.

         16) Επί του Σημείου «16», στο οποίο αναφέρεται: «σημειώνει ότι , μέχρι σήμερα, δεν έχουν ληφθεί μέτρα όσον αφορά τη συμμετοχή του δικαστικού σώματος στη διαδικασία διορισμού των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, ήτοι των δικαστών, στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Στο σημείο αυτό, το ψήφισμα συσχετίζει τον τρόπο επιλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων με την υποχώρηση του Κράτους Δικαίου στη Χώρα, παραλείποντας να αναφέρει ότι η υφιστάμενη ρύθμιση προβλέπεται από το Σύνταγμα και ότι για την υποδεικνυόμενη μεταβολή απαιτείται αναθεώρησή του. Επίσης, παραλείπει την αναφορά του διαλόγου που έχει αναπτυχθεί στο εσωτερικό της Χώρας για το ίδιο θέμα και τις επαφές των Ελλήνων αξιωματούχων με εκπροσώπους διεθνών οργανισμών. Με τη διατύπωση αυτή είναι δυνατόν να προκληθεί αρνητική εντύπωση για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των επιλεχθέντων μέχρι σήμερα για τις θέσεις αυτές, αλλά και αυτών που στο μέλλον θα επιλεχθούν, με δυσμενείς, κατά λογική συνεπαγωγή, συνέπειες για την αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος. Πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι μέχρι σήμερα η συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί επιλογή του κυρίαρχου Ελληνικού λαού, ο οποίος, με την ψήφο του, σύμφωνα με τους κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, επέλεξε να μην περιληφθεί στις αναθεωρητέες διατάξεις μεταβολή του συστήματος επιλογής, κατά τις εργασίες των τεσσάρων Αναθεωρητικών Βουλών της μεταπολίτευσης. Πρέπει να σημειωθεί ,ακόμα ότι η ισχύουσα διαδικασία διεξάγεται με πιστή εφαρμογή του Συντάγματος και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, στον οποίον προβλέπεται και η συμμετοχή του Κοινοβουλίου στην επιλογή με τη γνωμοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής.

         17) Επί του Σημείου «17», στο οποίο αναφέρεται: «εκφράζει τη βαθιά του θλίψη του για την τραγική απώλεια ανθρώπινων ζωών στο ναυάγιο της 14ης Ιουνίου 2023, όταν ένα αλιευτικό σκάφος βυθίστηκε στο Ιόνιο Πέλαγος στα ανοικτά των ακτών της Πύλου της Μεσσηνίας, στην Ελλάδα, με περισσότερα από 600 άτομα επί του σκάφους να θεωρούνται νεκρά- εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για την έλλειψη προόδου στη δικαστική έρευνα επικροτεί τις έρευνες του Ευρωπαίου Δεαμεσολαβητή και του Έλληνα Συνηγόρου του Πολίτη σχετικά . με την καταστροφή εκφράζει σοβαρή ανησυχία για τη μεταχείριση των μεταναστών στα εξωτερικά σύνορα και στο εσωτερικό της χώρας, μετά τις συστηματικές επαναπροωθήσεις και τη βία κατά υπηκόων τρίτων χωρών ακόμα την αυθαίρετη κράτησή τους και την κλοπή των αντικειμένων τους». Στο σημείο αυτό, με το ψήφισμα ευθέως αμφισβητείται ο τρόπος άσκησης και η αποτελεσματικότητα των ενεργειών των αρμόδιων για την διερεύνηση του τραγικού περιστατικού δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ασκείται αορίστως κριτική και επιχειρείται παρέμβαση σε εκκρεμούσα στην δικαιοσύνη υπόθεση με την παροχή οδηγιών.

         18) Επί του Σημείου «18», στο οποίο αναφέρεται : «εκφράζει την ανησυχία του για τις επιθέσεις κατά της κοινωνίας των πολιτών και , ειδικότερα, για τις εκστρατείες δυσφήμησης και τη δικαστική παρενόχληση από τις ελληνικές αρχές κατά ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- εκφράζει την ανησυχία του για τις πρόσφατες δίκες κατά εργαζομένων στον ανθρωπιστικό τομέα και ατόμων που παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια σε μετανάστες και πρόσφυγες· καλεί τις ελληνικές αρχές να αποσύρουν αμέσως όλες τις κατηγορίες και να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι στον ανθρωπιστικό τομέα και οι εθελοντές μπορούν να παρέχουν βοήθεια με ασφάλεια και ελευθερία». Στο σημείο αυτό, αμφισβητείται η τήρηση της νομιμότητας από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, οι οποίες χρεώνονται ότι δρουν συγκαληπτικά και επιχειρείται ευθεία παρέμβαση στο έργο τους, όταν αρμοδίως επιλαμβάνονται επί σχετικών υποθέσεων, με την παρότρυνση για απόσυρση των κατηγοριών και τη μη θεσμική υιοθέτηση ιδιότυπης ασυλίας για συγκεκριμένες δράσεις και ομάδες.

         19) Επί του σημείου «19», στο οποίο αναφέρεται : «θεωρεί κρίσιμη την ταχεία και ολοκληρωμένη διεξαγωγή της δικαστικής έρευνας σχετικά με τη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκομένους, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων κυβερνητικών αξιωματούχων». Στο σημείο αυτό, με το ψήφισμα επιχειρείται ανεπίτρεπτη ευθεία π-αρέμβαση στο ανακριτικό έργο, υπό τον τύπο των οδηγιών και με τον καθορισμό του κύκλου των κατηγορούμενων, έστω και αν δεν υπάρχει αρμοδιότητα για τα πολιτικά πρόσωπα, λόγω της σχετικής συνταγματικής πρόβλεψης. Από τις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και τις επισημάνσεις επί των συγκεκριμένων σημείων του Ψηφίσματος της 7ης Φεβρουαρίου, που, όπως προαναφέρθηκε, υιοθετούνται και κατά το μέρος που αφορά στη λειτουργία της Ελληνικής Δικαιοσύνης και μόνον και για την οποία το παρόν Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα, συνάγονται τα ακόλουθα: H αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ισχύει και στο ενωσιακό δίκαιο και διέπει τις σχέσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα όργανα των εθνικών δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Οι σχέσεις αυτές προσδιορίζονται για την Ελλάδα και για κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το συνδυασμό του ενωσιακού δικαίου και ιδίως της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το αντίστοιχο Σύνταγμα και τις γενικές αρχές δημοσίου δικαίου, όπως έχουν διαμορφωθεί στη νομική επιστήμη από τη θεωρία και τη νομολογία των εθνικών και διεθνών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, η προάσπιση του κράτους δικαίου και η προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης αποτελούν κοινούς στόχους του εθνικού και του ενωσιακού νομοθέτη. Έχοντας δεδομένες τις σχέσεις αυτές, η ελληνική έννομη τάξη υιοθετεί ανεπιφύλακτα τη θέση ότι ο πολίτης που κρίνεται για τις πράξεις και τις παραλείψεις του από τα αρμόδια όργανα της δικαιοσύνης πρέπει να έχει τις εγγυήσεις των αρχών που διέπουν το κράτος δικαίου, ως έχουν ανωτέρω περιγραφεί, ώστε να του προσφέρεται η βεβαιότητα ότι θα τύχει δίκαιης δίκης, χωρίς να αμφισβητηθεί το τεκμήριο αθωότητάς του, όπως αυτό ορίζεται από την ΕΣΔΑ. Στο ψήφισμα της 7ης Φεβρουαρίου γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες υποθέσεις, που έχουν απασχολήσει τα ελληνικά ΜΜΕ και σε συσχετιζόμενες με αυτές πράξεις και παραλείψεις κρατικών οργάνων. Το ψήφισμα έχει ως έρεισμα, μεταξύ άλλων και το αποτέλεσμα «ερευνών» φορέων που δραστηριοποιούνται στο τομέα της παρακολούθησης και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι φορείς αυτοί φέρονται να έχουν αξιολογήσει γεγονότα που έχουν συμβεί στην ελληνική επικράτεια, χωρίς να έχει γίνει γνωστή η διαδικασία αξιολόγησης που ακολούθησαν, ενώ δεν προκύπτει ο τρόπος διασφάλισης της αμεροληψίας τους, ούτε και η ανάθεση σε αυτούς του σχετικού έργου από κάποια επίσημη εθνική ή κοινοτική αρχή. Οι διαπιστώσεις, που εντοπίζονται στα ανωτέρω μνημονευόμενα σημεία του ψηφίσματος, έχουν σχηματιστεί, χωρίς οι συντάκτες του να έχουν αναζητήσει και λάβει υπόψη τους τις νομικές ενέργειες και τις επίσημες ανακοινώσεις των ελληνικών δικαστικών αρχών. Το ψήφισμα, συνεπώς, υιοθετεί αμφισβητούμενα δεδομένα και συμπεράσματα, που έχουν εξαχθεί από μη τεκμηριωμένη και ελλιπή έρευνα, με την παράθεση ψευδών ή μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών. Από την απλή ανάγνωση του ψηφίσματος και ενόψει των ως άνω αναφερόμενων παραλείψεων, προκαλείται η εντύπωση της έλλειψης αμεροληψίας και στοιχειώδους τεκμηρίωσης, ενώ γίνεται μονομερής αποτύπωση απόψεων που δεν υποστηρίζονται από μεθοδολογικά εργαλεία. Ως εκ τούτου, είναι δυνατό να εγκατασταθεί στους πολίτες και στα κοινοτικά όργανα η εντύπωση ότι το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα υποχωρεί εξ αιτίας της επικαλούμενης διαφθοράς που διακατέχει το σύνολο των κρατικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαστικού σώματος.

         Κατόπιν των ανωτέρω επισημάνσεων εισηγούμαι προς την Ολομέλεια:

         Να διαβεβαιώσει ότι οι Έλληνες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν το κράτος δικαίου και τις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και της προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας του κάθε πολίτη και εκτελούν τα καθήκοντά τους υπακούοντας μόνον στο Σύνταγμα, στους νόμους και στη συνείδηση τους.

         Ακολούθως, η Πρόεδρος έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία πρότεινε τα εξής: «Συμπληρωματικά προς την εισήγηση του Αρεοπαγίτη Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, με την οποία συμφωνώ απολύτως, επισημαίνω τα εξής:

         1. Σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 87 του Συντάγματος η δικαστική λειτουργία είναι σαφώς διακριτή από τη νομοθετική και την εκτελεστική λειτουργία και ασκείται από τα δικαστήρια, που στελεχώνονται από ισόβιους τακτικούς δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίοι με πλέγμα συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων έχουν θωρακισθεί με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία.

         2. Η ηγεσία της δικαιοσύνης επιλέγεται, σύμφωνα με το άρθρ. 90 του Συντάγματος του 1975, με Προεδρικό Διάταγμα κατά πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως ειδικότερα ορίζει ονόμος. Έκτοτε ο τρόπος αυτός δεν άλλαξε παρά τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος που επακολούθησαν, με τελευταία αυτήν του 2019 και μάλιστα καμία «προτείνουσα» Βουλή, παρά τις διαφορετικές πολιτικές της συνθέσεις και κυβερνητικές πλειοψηφίες, δεν το πρότεινε στην αμέσως επόμενη Αναθεωρητική. Ο κοινός νομοθέτης με τον ν. 3841/2010 πρόσθεσε στην ανωτέρω διαδικασία επιλογής ένα ακόμα όργανο που διαθέτει ευρύτερη πολιτική εκπροσώπηση. Έτσι πρόβλεψε προηγούμενη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, η οποία ακροάται τους δικαιούμενους προαγωγής δικαστικούς λειτουργούς, όπως τους προκαθορίζει ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων. Κατά τον ανωτέρω τρόπο, σύμφωνα με την συνταγματική θεωρία, η δικαιοσύνη δεν αποκόπτεται πλήρως από τα όργανα της πολιτείας που εκλέγονται άμεσα ή έμμεσα από το εκλογικό σώμα και λογοδοτούν για τις πολιτικές τους επιλογές στο λαό.

         3. Ειδικότερα το Ψήφισμα αναφέρεται σε πλειάδα εκκρεμών στη δικαιοσύνη κυρίως ποινικών υποθέσεων επικρίνοντας τον καθυστερημένο ή αλυσιτελή χειρισμό τους. Όμως ακριβώς επειδή οι υποθέσεις είναι εκκρεμείς και οι έρευνες διεξάγονται κατά νόμο μυστικά, οι αιτιάσεις εμφανίζονται μονομερείς στηριζόμενες πιθανώς σε πηγές και πλευρές που έχουν μεν ειδικό ενδιαφέρον ή εξαρτούν ενίοτε συμφέρον, χωρίς να έχουν πρόσβαση πάντοτε σε όλα τα στοιχεία του φακέλου, ούτε ισόρροπη πληροφόρηση, ενώ άλλοτε δεν διαθέτουν την απαιτούμενη αμεροληψία. Επισημαίνουμε ότι στην περίπτωση ερευνών υπό εξέλιξη, οι μόνοι που έχουν σφαιρική γνώση και απροκατάληπτη άποψη για τις ερευνώμενες περιστάσεις και τις παραμέτρους αυτών, ακούγοντας θεσμικά κάθε πλευρά, είναι μόνο οι κατά τα ανωτέρω ανεξάρτητοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί που τις διεξάγουν, ούτε καν οι άμεσοι προϊστάμενοί τους. Έτσι το μόνο που δεν χρειάζονται κατά την διάρκεια της έρευνας και πριν την περατώσουν είναι η αμφισβήτηση έστω έμμεσα της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας τους, καθώς επίσης ο κλονισμός της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στις ενέργειές τους.

         4. Η αμφισβήτηση με αοριστίες (περί «εικαζόμενης» διείσδυσης «ομάδων» οργανωμένου εγκλήματος στην αστυνομία, που «uα» οδηγήσουν κλπ) των επιδόσεων διερεύνησης και δίωξης υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου, απλώς δεν λαμβάνει υπόψη ότι στις τελευταίες δεκαετίες πλειάδα υπουργών καταδικάσθηκαν αμετάκλητα, όχι μόνο από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος, αλλά και από τα κοινά δικαστήρια για υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Υπόψη ότι οι ειδικές ρυθμίσεις του άρθρ. 86 του Συντάγματος (όπως τροπ. με το Ψήφισμα της 6-4- 2001 της Z Αναθεωρητικής Βουλής) για την ποινική ευθύνη των υπουργών και την αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής κατά την διαδικασία άσκησης σε βάρος τους της ποινικής δίωξης προβλέπονται διαχρονικά στα Ελληνικά Συντάγματα, στο δε ισχύον εξαρχής από το 1975. Πάντως οι σχετικές προβλέψεις βελτιώθηκαν ουσιαστικά, αφού μετά την Θέσπιση του άρθρ. 1 ν. 3961/2011 και την τελευταία τροποπ. του άρθρ. 86§3 του Συντάγματος με το Ψήφισμα της 25-11-2019 της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής ισχύει πλέον και για τα υπουργικά αδικήματα η παραγραφή του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα καταργηθείσης της σύντομης ειδικής παραγραφής γι’ αυτά.

         5. Όσον αφορά τις διώξεις των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαβεβαιώνουμε ότι : (i) Σε περιπτώσεις υπέρβασης των ακραίων νομίμων ορίων της αποστολής τους, όπως αμέσως πιο κάτω Θα εκτεθεί, πρόδηλο είναι πως πρέπει, αφού δεν διαθέτουν διπλωματική ασυλία, να κληθούν να δώσουν – με προσήλωση στις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης – εξηγήσεις στην ελληνική ποινική δικαιοσύνη, (ii) Οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές της χώρας δεν διώκουν κατηγορουμένους βάσει της οποιοσδήποτε ιδιότητάς τους (λ.χ. υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων), η οποία σαφώς δεν μπορεί να τους βλάψει, ούτε όμως και να τους ωφελήσει, αλλά διώκουν αξιόποινες πράξεις οποιουδήποτε, με βάση συγκεκριμένα περιστατικά και απτά-φανερά, καθώς επίσης προσβάσιμα προς αντίκρουση στους κατηγορουμένους αποδεικτικά στοιχεία, ακούγοντας όχι μόνο την μια πλευρά, αλλά αφουγκραζόμενες, χωρίς προκατάληψη, όλες τις συμμετέχουσες στην κάθε υπόθεση πλευρές. Έτσι είναι σε θέση κατά τις διαδοχικές πολλαπλές κρίσεις και επανακρίσεις ενός ζητήματος να διασφαλίζουν σε απόλυτο βαθμό για κάθε κατηγορούμενο όλα τα δικαιώματα που προβλέπει η Ελληνική Ποινική Δικονομία, η Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ και ο Χάρτης Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επισημαίνουμε ότι, βεβαίως, συνιστά ουσιαστική προσφορά και συνδρομή η λήψη από τους ανωτέρω υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πληροφοριών από βάρκες κατάφορτες με ανθρώπους που κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να πνιγούν, προκειμένου να ειδοποιηθεί σχετικά προς διάσωση η ακτοφυλακή. Δεν μπορούν όμως να παραγνωριστούν και σαφώς συνιστούν πρόβλημα προς εξέταση, κατά τα προεκτεθέντα, τηλεφωνικές λ.χ συνεννοήσεις τους με τους διακινητές, ενόσω μεταφορείς και μεταφερόμενοι βρίσκονται ακόμα στα παράλια της Τουρκίας λίγο η αρκετά πριν ξεκινήσουν το ταξίδι για την Ελλάδα ή η κρυφή παρεμβολή και παρακολούθηση εκ μέρους τους των ειδικών ασυρματικών επικοινωνιών του Λιμενικού Σώματος και της FRONTEX ή η τοποθέτηση από αυτούς σε όχημα ΜΚΟ πλαστών πινακίδων κυκλοφορίας και διακριτικών οχημάτων του ελληνικού στρατού κλπ. Σημειώνουμε επίσης ότι ο περιοριστικός όρος που επιβλήθηκε από τον αρμόδιο Ανακριτή σε βάρος υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για απαγόρευση συμμετοχής του σε ΜΚΟ, ύστερα από λίγο χρόνο, με πρωτοβουλία του ίδιου Ανακριτή, καταργήθηκε από το αρμόδιο Α’βάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, γεγονός που φαίνεται να αγνοούν οι συντάκτες του Ψηφίσματος

         6. Σχετικά με τις σωματικές απειλές και λεκτικές επιθέσεις κλπ σε βάρος δημοσιογράφων από αξιωματούχους, αυτό που μπορούν να πράξουν οι ανεξάρτητες εισαγγελικές αρχές και η δικαιοσύνη είναι να παραλάβουν, να ερευνήσουν και να εκδικάσουν αποτελεσματικά κάθε σχετική καταγγελία ή πληροφορία. Ως προς δε τις επονομαζόμενες στρατηγικές αγωγές (SLAPP), κατά το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο, μέχρι στιγμής μόνο το αρμόδιο δικαστήριο έχει όλα τα εχέγγυα να σταθμίσει αφενός μεν το δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας, αφετέρου δε τις ελευθερίες έκφρασης, τύπου και πληροφόρησης.

         7. Εν τέλει οι ρητές συστάσεις προς την Ελληνική Κυβέρνηση για απόσυρση των εκκρεμών στην ποινική δικαιοσύνη κατηγοριών σε βάρος των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των εκκρεμών στην αστική δικαιοσύνη «στρατηγικών αγωγών» (SLAPP) συνιστά παρότρυνση αντισυνταγματικής Κυβερνητικής παρέμβασης σε εκκρεμείς δίκες, λόγω ευθείας προσβολής της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των κρατικών εξουσιών, η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή από καμία πολιτειακούς συντεταγμένη χώρα».

         Στη συνέχεια και, αφού αποχώρησε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επακολούθησε η διάσκεψη των δικαστών, με διαλογική συζήτηση και διατύπωση απόψεων, εντός της αίθουσας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την παρουσία και της Γραμματέως.

         Ακολούθησε ψηφοφορία από τον νεότερο προς τους αρχαιότερους, μετά την ολοκλήρωση της οποίας, κατά την πλειοψηφήσασα άποψη, η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι:

         Ι. Παραδεκτά συγκλήθηκε, κατά την παρούσα συνεδρίασή της, καθόσον, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις και δη: α)το άρθρο 15 παρ. 7 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022), προκειμένου να μέλη της Ολομέλειας να ανταλλάξουν απόψεις σε ιδιαίτερα σοβαρό νομικό ζήτημα και συγκεκριμένα για το ζήτημα που τίθεται με το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7-2-2024 ως προς την εφαρμογή στην Ελλάδα των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία και την απονομή της δικαιοσύνης, καθώς και αυτών που αφορούν στην προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και β)το εδάφιο β” της παραγράφου 6 του άρθρου 15 του ιδίου ως άνω Κώδικα, είναι αρμόδια να αποφανθεί επί Θέματος μείζονος ενδιαφέροντος, που αφορά άμεσα στην οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων καθώς και στην απονομή της δικαιοσύνης, προϋπόθεση, η οποία συντρέχει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ήτοι το νομοθετικό σώμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα από τα επτά Θεσμικά της όργανα, με το επίμαχο ψήφισμά του της 7ης Φεβρουαρίου 2024, διατυπώνει σοβαρές αιτιάσεις σχετικά με το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, διατυπώνοντας επικριτικά συμπεράσματα, σε βάρος της λειτουργίας της απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας, με βάση επιλεκτικές περιπτώσεις, οι οποίες παρατίθενται ανωτέρω στο κείμενο της εισήγησης. Απαιτείται , λοιπόν, άνευ άλλου, η αυξημένου κύρους γνωμοδότηση και απόφανση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης σχετικά με την κρατούσα στη χώρα μας προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, κατά την ενάσκηση του δικαιοδοτικού τους έριου, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά και με την τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου, όπως διατυπώνονται εκτενώς στις μείζονες σκέψεις της εισήγησης, καθώς και ότι , με βάση τις αρχές αυτές, το ως άνω Ψήφισμα συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση και μη προσήκοντα έλεγχο επιλεγμένων δικαστικών υποθέσεων, οι οποίες είναι εκκρεμείς από νομοθετικό θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

         ΙΙ. Από το επίμαχο Ψήφισμα και δη από τα σημεία, που ανωτέρω επισημαίνονται και έχουν ως συνέπεια την εξαγωγή του συμπεράσματος υποχώρησης του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, διαπιστώνεται άμεση, ευθεία και υπερβαίνουσα την αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρέμβαση επί εκκρεμών ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης υποθέσεων, σύμφωνα και με όσα εκτενώς διαλαμβάνονται στην εισήγηση. Με την παρέμβαση αυτή, η οποία διαδίδεται , ευρέως, ως δεδομένο, μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, στους πολίτες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής “Ενωσης, πλήττεται η ανεξαρτησία των Ελλήνων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, υποβαθμίζεται το κύρος και η αξιοπιστία τους, με βάση επιλεκτικές υποθέσεις και περιπτώσεις, χωρίς, μάλιστα, να έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα δεδομένα των υποθέσεων αυτών, ενώ, επιπροσθέτως, προσβάλλεται το τεκμήριο αθωότητας των προσώπων εκείνων, στα οποία αποδίδεται η ιδιότητα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, στα πλαίσιο των δικαστικών ενεργειών επί των εν λόγω υποθέσεων. Ειδικότερα, αμφισβητείται η βούληση ή η ικανότητα των Ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων να εκτελέσουν νόμιμα, ανεξάρτητα και αμερόληπτα τα καθήκοντά τους, ως και οι δυνατότητες του εθνικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης (σημεία «Ζ», «ΙΒ», «ΙΘ», «1», «2», «7Γ», «10», «17», «18»), ιδίως, όσον αφορά στον ποινικό έλεγχο πολιτικών προσώπων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αποκλειστική, με ‘ βάση το Σύνταγμα, αρμοδιότητα για τούτο της Βουλής των Ελλήνων (σημεία «ΙΘ», «11»). Επιχειρείται ευθεία παρέμβαση στο έργο των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σε εκκρεμείς δίκες, δικαστικές (ανακριτικές) ή εισαγγελικές ενέργειες (σημεία “ΙΖ.α.”, “ΙΖ.β”, “2”, “4”, “11”, “13”, “17”, “18”, “19”), επικρίνοντας το δικαιοδοτικό τους έργο (σημεία “12” και “17”), μη λαμβάνοντας υπόψη δικαστικές ή εισαγγελικές ενέργειες,, που έχουν λάβει χώρα, ή και αγνοώντας το ακριβές περιεχόμενο εκδοθεισών αποφάσεων (σημείο “ΙΖ.β”), απευθύνοντας, ανεπίτρεπτα οδηγίες προς τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς για το χειρισμό συγκεκριμένων υποθέσεων. Ακόμη, όσον αφορά στο σημείο “16” του ψηφίσματος στο βαθμό που συσχετίζεται με τον τρόπο επιλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων με την υποχώρηση του κράτους δικαίου στη χώρα, λεκτέα τα ακόλουθα: α) η μη παράθεση αντικειμενικών στοιχείων, που να υποστηρίζουν το συσχετισμό αυτό, είναι δυνατό να προκαλέσει, αναίτια, εσφαλμένη εντύπωση για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μέχρι σήμερα επιλεγέντων στις Θέσεις αυτές, αλλά και αυτών, που στο μέλλον θα επιλεγούν, επιχειρώντας την καταρράκωση του κύρους και της αξιοπιστίας τους και , κατά λογική συνεπαγωγή, αυτού τούτου του δικαστικού συστήματος της χώρας, β) δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η ισχύουσα ρύθμιση προβλέπεται από το Σύνταγμα και ότι για την υποδεικνυόμενη μεταβολή απαιτείται αναθεώρησή του, ενώ η διατήρηση της υφιστάμενης διαδικασίας μέχρι σήμερα, αποτελεί επιλογή του κυρίαρχου Ελληνικού λαού, ο οποίος, με την ψήφο του, σύμφωνα με τους κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, επέλεξε, κατά τις εργασίες των τεσσάρων Αναθεωρητικών Βουλών της μεταπολιτευτικής περιόδου (επί πενήντα συναπτά έτη) να μην περιληφθεί στις αναθεωρητέες διατάξεις σχετική τροποποίηση. Εξάλλου, η διαδικασία διεξάγεται μέχρι σήμερα με πιστή εφαρμογή του Συντάγματος και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, στον οποίο προβλέπεται και η συμμετοχή του Κοινοβουλίου στην επιλογή, με την γνωμοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οφείλει να διακηρύξει ότι το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, όπως υποστηρίζεται από τους Έλληνες δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίες ενεργούν και εκφέρουν τη δικαιοδοτική τους κρίση, ανεξάρτητα και αμερόληπτα, χωρίς να εξαρτώνται ή να χειραγωγούνται από οποιαδήποτε κρατική εξουσία, υπηρετεί, ανεπιφύλακτα, τις αρχές της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου αθωότητας, έτσι ώστε ο πολίτης, που ελέγχεται και κρίνεται για τις πράξεις και τις παραλείψεις του από τα αρμόδια όργανα της δικαιοσύνης, να προστατεύεται με τις εγγυήσεις αυτές.

         Κατά την γνώμη, όμως, 13 μελών της Ολομέλειας και συγκεκριμένα των: 1) Μαρίας Λεπενιώτη, Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου, 2) Δημητρίου Τράγκα, 3) Ελένης Μπερτσιά, 4) Παρασκευής Τσούμαρη 5) Παναγιώτη Βενιζελέα, 6) Βρυσηίδας Θωμάτου, 7) Παναγιώτας Πασσίση, 8) Χρυσούλας Πλατιά, 9) Παναγιώτας Γκουδή-Νινέ, 10) Μερόπης Τζουγκαράκη, 11) Ιφιγένειας Ματσούκα, 12) Απόστολου Φωτόπουλου και 13) Ηλία Γιαρένη, με σειρά αρχαιότητας των Αρεοπαγιτών, δεν πρέπει να εκδοθεί από την Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πόρισμα αξιολόγησης, είτε του ιδίου του από 7.2.2024 ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είτε των αιτιάσεων, που διατυπώνονται με βάση αυτό, κατά το μέρος που αναφέρονται στο κράτος δικαίου στην Ελλάδα, γιατί η Διοικητική Ολομέλεια δεν έχει αρμοδιότητα να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια αξιολόγηση για τους ακόλουθους λόγους:

         Στην προκείμενη περίπτωση, συγκαλείται από την κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου με σχετική πρόσκλησή της, η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου αυτή, « … κατ’ άρθρο 15 παρ. 7 του ΚΟΔΚΔΛ (ν. 4938/2022) μετά από σχετική συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων των μελών της, να αξιολογήσει το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου 2024, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Ελλάδα». Σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 15 του Ν. 4938/2022 -Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ) η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου «δύναται να συγκληθεί, προκειμένου τα μέλη της να ανταλλάξουν απόψεις σε νομικά ζητήματα». Ως νομικό ζήτημα, κατά την έννοια της παρ.7 του άρθρου 15 του ως άνω κώδικα, νοείται η ερμηνεία συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, ή πλέγματος κανόνων δικαίου, είτε αυτοί ήδη υφίστανται, είτε μελλοντικά αναμένεται να τεθούν σε ισχύ, ενόψει της μέλλουσας εφαρμογής τους από τα δικαστήρια στο πλαίσιο διαμόρφωσης από αυτά δικανικού συλλογισμού, η εξέταση ζητημάτων συμβατότητας των κανόνων αυτών προς το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο, τις διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η χώρα κ.λπ. Τούτο δε, με σκοπό, μέσω της ανταλλαγής απόψεων από τα μέλη της Ολομέλειας του δικαστηρίου σχετικά με τα νομικά αυτά ζητήματα, να αναζητηθούν κατά το δυνατόν κοινοί τόποι ως προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου και να επιτευχθούν, στο μέτρο του δυνατού, ερμηνευτικές συγκλίσεις, με σκοπό την ενότητα της νομολογίας και , μέσω αυτής, την εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου στους κοινωνούς. Το εν λόγω ψήφισμα του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που επιγράφεται «Το κράτος δικαίου και η ελευθερία των μέσων Ενημέρωσης στην Ελλάδα», δεν αποτελεί καθεαυτό νομικό ζήτημα, υπό την προεκτεθείσα έννοια ούτε θέτει, κατά το περιεχόμενό του, τέτοιο νομικό ζήτημα, ώστε να δύναται να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης της παρούσας Διοικητικής Ολομέλειας.

         Ακολούθως κατά την έναρξη της συνεδρίασης της Διοικητικής Ολομέλειας η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου επαναδιατύπωσε το θέμα της σύγκλησης της Ολομέλειας, αφενός μεν με τη συμπερίληψη ως κρίσιμης διάταξης και εκείνης του εδαφίου β της παραγράφου 6 του άρθρου 15 του ΚΟΔΚΔΛ (σύμφωνα με την οποία στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγεται μεταξύ άλλων και η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης), αφετέρου δε, κατόπιν σχετικής πρότασης της κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την προσθήκη στο θέμα, επί του οποίου καλείτο η Ολομέλεια να τοποθετηθεί, πέραν της αξιολόγησης του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7 ης Φεβρουαρίου 2024, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, και των αιτιάσεων που διατυπώνονται εντός και εκτός της χώρας με αφορμή το ψήφισμα αυτό.

         Ούτε όμως υπό το πρίσμα της τελευταίας διάταξης, η αξιολόγηση του ως άνω ψηφίσματος και των αιτιάσεών του, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης της παρούσας Ολομέλειας και τούτο διότι από τον τελολογικό και συστηματικό σκοπό της ως άνω διάταξης, συνάγεται ότι το θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος επί του οποίου πρέπει να καλείται σε λήψη απόφασης η Ολομέλεια του δικαστηρίου, δεν μπορεί παρά να συνέχεται αφεύκτως με την οργάνωση και λειτουργία του δικαστηρίου και την απονομή της δικαιοσύνης, ούτως ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος ενασχόλησης της Ολομέλειας και λήψης απόφασης επί παντός θέματος, δηλαδή που να μπορεί μεν να παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον, πλην όμως τούτο να μην αφορά την οργάνωση και την λειτουργία του δικαστηρίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης.

         Περαιτέρω είναι απαραίτητο να επισημανθούν τα ακόλουθα: Το ανωτέρω ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που επιγράφεται «Το κράτος δικαίου και η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα» το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), είναι το όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, μεταξύ άλλον, «ασκεί καθήκοντα πολιτικού ελέγχου και συμβουλευτικά καθήκοντα, υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες», αποτελεί ένα αμιγώς πολιτικό κείμενο, που συνιστά, την σύμφωνη με τις αρμοδιότητες του, πράξη ενός θεσμικού πολιτικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαρτιζόμενου από εκλεγμένους αντιπροσώπους των πολιτών των κρατών-μελών (άρθρο 14 παρ. 2 της ΣΕΕ). Ειδικότερα, με το ψήφισμα, που εκδόθηκε στο πλαίσιο των συμβουλευτικών αλλά και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβαίνει σε εκτιμήσεις με αναφορά και σε πραγματικά περιστατικά, απευθύνει συστάσεις και προτροπές κυρίως προς την εκτελεστική αλλά και προς τη νομοθετική εξουσία της Ελλάδας για ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους, καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «να αξιοποιήσει πλήρως τα εργαλεία που διαθέτει για να αντιμετωπίσει τις παραβιάσεις στην Ελλάδα των αξιών, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ» και, τέλος, αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στα Ηνωμένα Έθνη. Επομένως, το ψήφισμα που εξέδωσε στις 7 Φεβρουαρίου 2024, αυτό το πολιτικό Θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναφέρεται στο κράτος δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, είναι πρόδηλο ότι συνιστά πράξη πολιτικού οργάνου και μάλιστα ως οργάνου με υπερεθνικά χαρακτηριστικά, με την οποία εκδηλώνεται πολιτικής φύσης έλεγχος και κριτική σε σχέση με τις επιμέρους Θεματικές ενότητες που το ψήφισμα αυτό περιέχει . Το πολιτικό αυτό κείμενο μόνο πολιτικά είναι δυνατό να κριθεί και αξιολογηθεί, να επιδοκιμαστεί ή αποκρουστεί, να υιοθετηθεί ή απορριφθεί, στο σύνολο ή σε επιμέρους επισημάνσεις του. Πρέπει δε να αναφερθεί, ότι το ψήφισμα ελήφθη κατά πλειοψηφία, αφού υπερψηφίστηκε από συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και καταψηφίστηκε από άλλες, δηλαδή ελήφθη και με πολιτικά κριτήρια και , συνεπώς, όχι μόνο το περιεχόμενό του αλλά και η έκδοσή του συνιστά προδήλως πολιτικό και όχι νομικό ζήτημα. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της αλήθειας, ακρίβειας, αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των διαπιστώσεων, που περιλαμβάνονται στο ψήφισμα αυτό, η αντίκρουσή του προσήκει στην εκτελεστική και στην νομοθετική εξουσία, προς τις οποίες και μόνο απευθύνονται οι συστάσεις του ψηφίσματος και όχι στα Θεσμοθετημένα όργανα της δικαστικής εξουσίας. Τούτο δε επιβάλλεται και από τη Θεμελιώδη και συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος), δεδομένου ότι η οποιαδήποτε αξιολόγηση τόσο του ιδίου του ψηφίσματος, όσο και των αιτιάσεων που περιέχονται σε αυτό, θετική ή αρνητική, μπορεί να θεωρηθεί ως στήριξη ή μη προς την εκτελεστική εξουσία και , συνακόλουθα, ως παραβίαση της ως άνω θεμελιώδους αρχής. Εξάλλου, η αξιολόγηση από τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου των αιτιάσεων που προσάπτονται με βάση το ανωτέρω «πολιτικό» ψήφισμα, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εκδόθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά πλειοψηφία και στη βάση πολιτικών συσχετισμών και για το οποίο τα αντιπροσωπευόμενα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο πολιτικά κόμματα έχουν εκφράσει αντίθετες απόψεις, είναι δυνατόν να εμπλέξει ανεπίτρεπτα τον Άρειο Πάγο στις πολιτικές αντιπαραθέσεις στην Ελλάδα και, επομένως, είναι δυνατόν, ακολούθως, να υπονομεύσει το κύρος της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Τέλος και σε σχέση με τις αιτιάσεις του ψηφίσματος, που αναφέρονται στον τρόπο χειρισμού διαφόρων εκκρεμών ποινικών υποθέσεων από τα αρμόδια δικαστικά όργανα, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί απόφαση από την Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου περί της ορθότητας ή μη του χειρισμού των εν λόγω υποθέσεων από τα όργανα αυτά, αφού αυτή δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα και σε κάθε περίπτωση ο σχολιασμός ή η διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, εκ μέρους αυτής, αναφορικά με τις εν λόγω αιτιάσεις, θα συνιστούσε παρέμβαση, κατ’ αντίστροφο τρόπο, δια της καταγγελίας της καταγγελίας, στις εκκρεμείς αυτές υποθέσεις, ενώ το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε επόμενο χρόνο θα κληθεί ενδεχομένως να ελέγξει, στο πλαίσιο εκφοράς δικαιοδοτικής κρίσης, την αρτιότητα των χειρισμών και δικαστικών ενεργειών που έχουν ήδη λάβει χώρα ή Θα λάβουν χώρα στο μέλλον, στο πλαίσιο των εκκρεμών αυτών υποθέσεων, όπως επίσης και των δικαιοδοτικών κρίσεων που ήδη έχουν ή θα έχουν μελλοντικά διατυπωθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

         Διαπιστώνει ότι με τις ως άνω αναφορές του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου 2024, όπως διαλαμβάνονται στο αιτιολογικό, επιχειρείται παραβίαση αρχών της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξαρτησίας δικαιοσύνης, της νομιμότητας και του τεκμηρίου αθωότητας.

         Διαβεβαιώνει ότι οι Έλληνες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν το κράτος δικαίου και τις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και της προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας του κάθε πολίτη και εκτελούν τα καθήκοντά τους υπακούοντας μόνον στο Σύνταγμα, στους νόμους και στη συνείδηση τους.

         Κρίθηκε, αποφασίστηκε και εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2024.

Ν. 5090/2024 “Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης -Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας”

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α 30/23.2.2024 ο Ν. 5090/2024 “Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης -Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας”.

 

Λήψη ΦΕΚ

ΑΠ 933/2023: συνταγματικές οι διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ για την ποινική διαταγή

Σημείωση: Η ΑΠ 933/2023, κρίνοντας τις διατάξεις των άρθρων 409  επ. ΚΠΔ σύμφωνες με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ, αναίρεσε την ΜονΠλημΝαυπλ 1/2022.

 

Αριθμός 933/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ Ποινικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη Δρακοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Περικλή Δράκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’αρ. 1/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …. Με κατηγορούμενο τον A. H. του S. κάτοικο …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο …, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 27/24.5.2022 έκθεση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ζαχαρία Κοκκινάκη, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 519/2022.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 168, 505 παρ. 2 και 507 ΚΠΔ (όπως το άρθρο 507 τροπ. με άρθρο 155 ν.4855/2021) προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την επομένη της καταχώρισης αυτής καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠΔ, για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 24.5.2022 αίτηση αναίρεσης, την οποία άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με δήλωση ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, συνταχθείσας της υπ’ αριθμ. 27/2022 σχετικής έκθεσης, στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ στις 27.4.2022 και με την οποία δεν εκδόθηκε η αιτηθείσα από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών … ποινική διαταγή σε βάρος του κατηγορουμένου A. H. του S., κατοίκου …, για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 4 Ν. 2696/1999 όπως ισχύει, αλλά παραπέμφθηκε η υπόθεση στην τακτική διαδικασία, διότι το εκδόν αυτή ως άνω δικαστήριο ήχθη “σε κρίση περί προφανούς αντίθεσης του θεσμού της ποινικής διαταγής (άρθρα 409 επ. ΚΠΔ) τόσο προς τις επιταγές του εγχωρίου Συντάγματος όσο με αυτές της Ε.Σ.Δ.Α., πάντοτε υπό το πρίσμα της υπό κρίση υπόθεσης”. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 3, 507 ΚΠΔ) και νομότυπα (άρθρα 474 παρ.1, 505 παρ.2 εδ. α’, 508 ΚΠΔ), περιέχει δε ως λόγο αναίρεσης την υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, σαν να ήταν παρών και ο απολιπόμενος κατηγορούμενος A. H. του S., ο οποίος δεν εμφανίστηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ως άνω δικάσιμο (11-11-2022), ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο έκθεμα, παρότι κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση της υπ’ αριθμ. 519/7.6.2022 κλήσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στα χέρια του ιδίου, όπως τούτο προκύπτει από το από 9.6.2022 αποδεικτικό επίδοσης του Ανθυπαστυνόμου Α.Τ. … Ν. Δ., που υπάρχει στη δικογραφία.

Η συνοπτική διαδικασία της ποινικής διαταγής, που σκοπεύει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από ποινικές υποθέσεις ήσσονος σημασίας και στην εξ αυτής επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, εισήχθη με τις διατάξεις των άρθρων 409 έως 416 του ισχύοντος ΚΠΔ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 409 ΚΠΔ “στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου και για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές, αν ο εισαγγελέας που ασκεί την ποινική δίωξη κρίνει ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας για την περαιτέρω διακρίβωση των περιστατικών που θεμελιώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου, υποβάλλει αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής συντάσσοντας κατηγορητήριο”. Κατά το άρθρο 410 ΚΠΔ “αν ο δικαστής, στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής, θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται δεν είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία. Αν όμως θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρία (2/3) σε σχέση με το οριζόμενο στο νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής καθώς και τις τυχόν παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας, καθορίζοντας ταυτόχρονα την τύχη των κατασχεθέντων”. Κατά το άρθρο 412 ΚΠΔ “κατά της ποινικής διαταγής εκείνος που καταδικάστηκε μπορεί να υποβάλει, μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την επίδοσή της, αντιρρήσεις με έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την διαταγή ή ο γραμματέας του ειρηνοδικείου του τόπου διαμονής του”. Τέλος, κατά το άρθρο 413 ΚΠΔ “αν οι αντιρρήσεις προβληθούν εμπρόθεσμα σύμφωνα με το άρθρο 412, η απόφαση που εκδόθηκε ανατρέπεται και η υπόθεση εισάγεται για να συζητηθεί με την κοινή διαδικασία ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του κατηγορουμένου (άρθρο 166)”. Υπό τις ως άνω ρυθμίσεις, γεννάται το ερώτημα αν ο θεσμός της ποινικής διαταγής είναι εναρμονισμένος με το σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 20, 93 παρ. 1, 2, 3 και 96 παρ. 1), την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6), το έβδομο Πρωτόκολλο αυτής (άρθρο 2 παρ. 1) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 14 παρ. 1), τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για ανεμπόδιστη πρόσβαση στο Δικαστήριο, εμφάνιση, εκπροσώπηση, ακρόαση, άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητάς του, καθώς επίσης αν συμβαδίζει με τις αρχές της προφορικότητας και δημοσιότητας της ποινικής δίκης. Όπως προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, η ποινική διαταγή αφορά συνοπτική διαδικασία σε περιπτώσεις αδικημάτων ήσσονος σημασίας, συνιστά απόφαση με προσωρινή ισχύ εκδιδόμενη από Δικαστή, επιδίδεται στον κατηγορούμενο, ο οποίος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις οποιουδήποτε περιεχομένου κατ’ αυτής, εντός της οριζόμενης στον ΚΠΔ προθεσμίας των 15 ημερών από την επίδοσή της, με αποτέλεσμα την άνευ ετέρου ανατροπή της, αφού ο δικαστής των αντιρρήσεων δεν εξετάζει την ουσία της υπόθεσης, αν δηλαδή πράγματι ήταν ή όχι δικαιολογημένη η έκδοση της ποινικής διαταγής, αλλά αρκείται στην έρευνα των τυπικών μόνο στοιχείων των αντιρρήσεων που προβλήθηκαν. Επομένως, ναι μεν ο κατηγορούμενος δεν μετέχει, ούτε ακούγεται κατά οιοδήποτε τρόπο στην διαδικασία έκδοσης της ποινικής διαταγής, ωστόσο διασφαλίζεται απόλυτα η δυνατότητα ακολουθίας της τακτικής διαδικασίας και η άσκηση κατ’ αυτή των ανωτέρω δικαιωμάτων του.

Συνεπώς, η έκδοση της ποινικής διαταγής από Δικαστή σε δημόσια συνεδρίαση καθώς και η εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, εφόσον τούτο ζητήσει ο κατηγορούμενος με την υποβολή των αντιρρήσεων, διασφαλίζουν τη συνταγματικότητα του νέου θεσμού του οποίου η μη αντίθεση με την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ αναγνωρίζεται από τη νομολογία και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειώνεται ότι μια ατελή μορφή της διαδικασίας αυτής προέβλεπε και ο προϊσχύσας ΚΠΔ στα άρθρα 414 έως 416 για τα πταίσματα και στο άρθρο 427 για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ (σελ. 109 επ.), η ανωτέρω συνοπτική διαδικασία της έκδοσης ποινικής διαταγής, παρά την ιδιαιτερότητά της, είναι ευρύτατα διαδεδομένη στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτή εισήχθη το πρώτον στη Γερμανία και κατά κανόνα εφαρμόζεται σε υποθέσεις ελαφρών αδικημάτων (πλημμεληματικές υποθέσεις) που τιμωρούνται με πρόστιμο ή με μικρές στερητικές της ελευθερίας ποινές και προϋπόθεση για την έκδοσή της αποτελεί η κρίση περί μη αναγκαιότητας διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας λόγω υφιστάμενης επαρκούς διακρίβωσης των πραγματικών περιστατικών. Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιέχει και το ιταλικό δίκαιο στην επονομαζόμενη διαδικασία επιβολής ποινής με διάταξη και εφαρμόζεται σε όσα αδικήματα επισύρουν ποινή φυλάκισης και πρόστιμο ή μόνο πρόστιμο. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το γαλλικό δίκαιο στο οποίο η διαδικασία ποινικής διαταγής εφαρμόζεται για όλα τα πλημμελήματα και διεκδικεί ευρύτητα εφαρμογής ακριβώς γιατί προβλέπει στα άρθρα 524 (1) και 525 (2) CΡΡ την επιβολή μόνον οικονομικών κυρώσεων και όχι ποινής φυλάκισης. Παρεμφερείς ρυθμίσεις, προωθεί και το δανικό δίκαιο, όπου ομοίως η έκδοση ποινικής διαταγής λαμβάνει χώρα για την επιβολή προστίμων σε πλημμεληματικές υποθέσεις, ενώ ευρύτερη εφαρμογή επιφυλάσσει στην ποινική διαταγή το ολλανδικό δίκαιο που επεκτείνει το πεδίο της ακόμα και σε εγκλήματα τιμωρούμενα με κάθειρξη μέχρι έξι ετών. Επισημαίνεται τέλος ότι η συμβατότητα του θεσμού της ποινικής διαταγής με την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ στις με αριθμ. υποθέσεις C-615/18, C-216/14 και C-124/2016).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου … και των εγγράφων της δικογραφίας, κατά του κατηγορουμένου A. H. του S., γεν. στην …, κατοίκου …, ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών … για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ.1 και 4 Ν. 2696/1999 όπως ισχύει (οδήγηση οχήματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια οδήγησης), που φέρεται ότι τέλεσε στην … την 17.11.2021. Με την υποβολή αίτησης του ως άνω Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών προς το Μονομελές Πλημμελειοδικείο …, κατά τη δικάσιμο 4.2.2022, ζητήθηκε η έκδοση ποινικής διαταγής σε βάρος του κατηγορουμένου (άρθρα 43 παρ.1 εδ. α’ και 409 επ. ΚΠΔ), διότι κρίθηκε ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία την διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας, το δε πλημμέλημα υπάγεται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς πλημμελειοδικείου και απειλείται γι’ αυτό ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος και χρηματική ποινή.

Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο … με την ως άνω προσβαλλομένη απόφασή του, κατά τον αυτεπάγγελτο, διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της ένδικης ποινικής διαταγής και στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, ήχθη μετά από παράθεση εκτενών νομικών σκέψεων σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των άρθρων 409, 410 και 411 ΚΠΔ και παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική διαδικασία με το ακόλουθο κατά πιστή αντιγραφή σκεπτικό: «Στην προκείμενη περίπτωση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών … άσκησε ποινική δίωξη (με υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής κατά τα άρθρα 43 παρ.1 εδ. α και 409 επ. ΚΠΔ) κατά του κατηγορουμένου (κ.ον.) A. (επ.) H. του S. και της L., κατοίκου …, για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ.1 και 4 ν.2696/1999, που φέρεται να τελέστηκε στην … την 17.11.2021. Ενόψει του ότι η υπό κρίση υπόθεση, που εισήχθη με Α.Β.Μ. Α21/1647 (A.B.Ω. Α22/108), αφορά σε πλημμέλημα υπαγόμενο στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες, βάσει τις διάταξης του άρθρου 94 παρ.4 ν.2696/19S9, και φέρεται να τελέστηκε στην …, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο προς έκδοση της αιτούμενης ποινικής διαταγής (άρθρα 115 και 122 επ. ΚΠΔ), ενώ το ως άνω πλημμέλημα υπάγεται σε αυτά, για τα οποία κατ1 άρθρο 409 ΚΠΔ επιτρέπεται η έκδοση ποινικής διαταγής. Ωστόσο, για όλους τους προρρηθέντες λόγους, κατά τov αυτεπάγγελτο, διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της ένδικης ποινικής διαταγής και στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, το Δικαστήριο άγεται σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 409,410 και 411 ΚΠΔ. Συνακόλουθα, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει η παρούσα υπόθεση να παραπεμφθεί στην τακτική διαδικασία, ώστε να διεξαχθεί η ποινική δίκη σύμφωνα με τις αρχές της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου τακτικού ποινικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 410 ΚΠΔ».

Με ταύτα που δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένα έκρινε ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ και ακολούθως, χωρίς εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων της οικείας δικογραφίας, παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική διαδικασία, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη ο θεσμός τη ποινικής διαταγής είναι πλήρως εναρμονισμένος με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για ανεμπόδιστη πρόσβαση στο δικαστήριο, εμφάνιση, εκπροσώπηση, ακρόαση, άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας και δεν αντιβαίνει στις αρχές της δημοσιότητας και προφορικότητας της ποινικής δίκης. Ενόψει των ανωτέρω το δικαστήριο όφειλε να προβεί στην εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και εφόσον τα έκρινε επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, να εκδώσει ποινική διαταγή και να επιβάλει την αρμόζουσα, με βάση τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, προβλεπόμενη μειωμένη ποινή, άλλως, αν έκρινε μη επαρκή τα στοιχεία για την ενοχή του κατηγορουμένου, να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία.

Επομένως, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, αφού παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα για το οποίο είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 303/2020). Έτσι, κατέστησε αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της υπέρβασης εξουσίας, κατά παραδοχή του μοναδικού σχετικού λόγου αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου … και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ….

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2023.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Ιουνίου 2023.

ΜονΠλημΝαυπλίου 1/2022 (ποινική διαταγή): αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ

Σημείωση: Με την απόφαση 1/2022 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ, που αφορούν στον νέο θεσμό της ποινικής διαταγής. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε, μετά από αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την ΑΠ 933/2023, η οποία έκρινε συνταγματικές και σύμφωνες με την ΕΣΔΑ τις νέες διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ.

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ

ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

1/2022

 

Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου, που έγινε δημόσια στο ακροατήριό του, ο Δικαστής εκφώνησε το όνομα του κατηγορούμενου, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε.

Στη συνέχεια η Εισαγγελική Πάρεδρος, αφού πήρε τον λόγο από τον Δικαστή, ανέφερε ότι κατά του κατηγορουμένου …………., κατοίκου …………….., ασκήθηκε ποινική δίωξη για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 4 v. 2696/1999, με υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής (άρθρα 43 παρ. 1 εδ. α΄ και 409 επ. ΚΠΔ διότι έκρινε ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία την διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας και ζήτησε την έκδοση της αιτούμενης ποινικής διαταγής.

Κατόπιν τούτων, η Εισαγγελική Πάρεδρος πρότεινε την ενοχή του κατηγορούμενου, όπως κατηγορείται.

Μετά από αυτά ο Πρόεδρος, με την παρουσία και της Γραμματέα, κατήρτισε και δημοσίευσε σε

δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο την με αριθμό 1/2002 Ποινική Διαταγή του Δικαστηρίου, η οποία έχει ως εξής:

ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ TON NOMO

Κατά την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα υπάρχει, εάν δεν τηρηθούν οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, ως προς α) την σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του, β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στον νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την. προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε., και κατά την παράγραφο 2, αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται από τον νόμο και το δικαστήριο του το αρνήθηκε ἡ παρέλειψε να αποφανθεί για την σχετική αίτηση. Με την διάταξη δε του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2529/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974 και αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε … είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα,  σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο και β) το  δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακρόασης. Το ίδιο δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται, τόσο από το άρθρο 2 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ως άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, το οποίο ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο, που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε ποινή» και το άρθρο 14 παρ.1β’ του ΔΣΑΠΔ σύμφωνα με το οποίο «κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του», όσο και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στην περιοχή έννομης προστασίας από τα δικαστήριο και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Το δικαίωμα της δικαστικής ακροάσεως συνιστά ειδική εκδήλωση της κατοχυρωμένης στο άρθρο 2 παρ. 1 Σ. αρχής περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, κάθε δε κοινωνός, ως φορέας ανθρώπινης αξίας, επιβάλλεται να εξοπλισθεί με το δικαίωμα να αναπτύσσει τις απόψεις του ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων και κατ’ αυτόν τον τρόπο να επηρεάζει την διαμόρφωση των αποφάσεών τους για κάθε ζήτημα που αφορά σε έννομες σχέσεις του. Το κατοχυρωμένο, όμως, ως άνω δικαίωμα κάθε προσώπου για «δίκαιη δίκη» περιλαμβάνει, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, και το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης των διαδίκων, διότι ως δίκαιη δίκη θα πρέπει να θεωρείται εκείνη η οποία εξασφαλίζει την πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπιση των διαδίκων, ανεξάρτητα και πέρα από το εάν η εκάστοτε ισχύουσα δικονομική νομοθεσία καθιερώνει ἡ καθιερώνει επαρκώς το αντίστοιχο αναγκαίο  πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Δηλαδή με βάση την αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης μπορούν να διαμορφώνονται ἡ να διευρύνονται συγκεκριμένα ειδικότερα δικαιώματα των διαδίκων και συγκεκριμένες υποχρεώσεις των οργάνων της δικαιοσύνης, μολονότι δεν προβλέπονται καθόλου ή στην απαιτούμενη έκταση από την αντίστοιχη δικονομική νομοθεσία (πρβλ. Στ. Ματθία, Εισαγωγή στην ΕΣΔΑ, εκδ. Αντων. Σάκκουλα, 1998, σελ. 13 επ. και ιδία σελ. 17, Aργυρίου Καρρά, H αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989, σελ. 32 επ., Αλεξάνδρου Κωστάρα, Η αναζήτηση της αλήθειας στην ποινική δίκη, τεύχος Α΄,1988, σελ. 131 και ιδία σελ. 139). Επιπλέον, βασικό θεμέλιο της δίκαιης δίκης αποτελεί διαχρονικά το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου, το οποίο προβλέπεται και στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2, 3 της ΕΣΔΑ., σύμφωνα με το οποίο, «2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του. 3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α. όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίου του κατηγορίας. β. όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του. γ. όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν η δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον, να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης. δ. να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και εππύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας. ε. να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ἡ δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 1 Σ., στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 Σ., κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση τα δικαστήρια. Τέλος, ο εθνικός νομοθέτης εισήγαγε με το ν.4620/2019 (ΦΕΚ Α΄ 96/11.06.2019)- Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το θεσμό της ποινικής διαταγής (άρθρα 409 – 416 KΠΔ) προβλέποντας ως πεδίο εφαρμογής αυτής, κατά την αιτιολογική έκθεση, τα ελάσσονα κατά κανόνα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου (για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι εντός έτους ἡ χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές) και ως κυρωτικό πλαίσιο τη μειωμένη χρηματική ποινή και την υφ’ ὀρον αναστελλόμενη ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών.

Ωστόσο και σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, τo παρόν Δικαστήριο άγεται σε κρίση περί προφανούς αντίθεσης του θεσμού της ποινικής διαταγής (409 επ. ΚΠΔ) τόσο προς τις επιταγές του εγχώριου Συντάγματος όσο με αυτές της ΕΣΔΑ, πάντοτε υπό το πρίσμα της υπό κρίση υπόθεσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 410 ΚΠΔ, εάν ο δικαστής, στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής, εννοώντας ερμηνευτικά και μόνο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, θεωρεί ότι τα στοιχεία, που προσκομίζονται δεν είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορούμενου, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία, και, εάν ο δικαστής θεωρεί ότι τα στοιχεία, που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορούμενου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορούμενου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή, με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρία (2/3) σε σχέση με το οριζόμενο στον νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών με υφ’ όρον αναστολή αυτής καθώς και τις τυχόν παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας, καθορίζοντας ταυτόχρονα την τύχη των κατασχεθέντων. Από την ανωτέρω πρόβλεψη σε συνδυασμό με το άρθρο 409 ΚΠΔ, όπου προβλέπεται η υποβολή αίτησης του αρμόδιου κατά τόπον Εισαγγελέα προς έκδοση ποινικής διαταγής ρυθμίζεται η διαδικασία εισαγωγής της ποινικής υπόθεσης κατά ενός τουλάχιστον κατηγορούμενου, ο οποίος ουδέποτε έχει κλητευθεί ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και, ως εκ τούτου, ουδέποτε λαμβάνει γνώση για την δίκη, που πρόκειται να διεξαχθεί κατά αυτού και δη χωρίς την παρουσία του. Με αυτόν τον τρόπο αναιρείται εκ βάθρων το θεμελιώδες, τόσο στο Σύνταγμα όσο και στην Ε.Σ.Δ.Α., δικαίωμα του κατηγορούμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καθώς δεν εξασφαλίζεται σε αυτόν ούτε ο χρόνος ούτε η ευκολία προς τούτο, ενώ παραβλέπεται η αξία του ανθρώπου που είναι αναπαλλοτρίωτη σταθερά του δικαιϊκού μας συστήματος. Προσδιοριστικά στοιχεία της ποινικής διαταγής αποτελούν η αίτηση του αρμόδιου Εισαγγελέα προς τον δικαστή του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ως καθ’ ύλη αρμόδιου για να δικάσει πλημμελήματα, για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές,  η σύνταξη κατηγορητηρίου, η κρίση από τον αρμόδιο για την έκδοση της ποινικής διαταγής ως προς την πληρότητα του αποδεικτικού υλικού και η επιβολή ποινής φυλάκισης ή χρηματικής ποινής. Είναι, όμως, αυτονόητο ότι δίκαιη δίκη, στην οποία εξάλλου πρέπει να αποσκοπεί και με τον θεσμό της ποινικής διαταγής ο νομοθέτης, δεν μπορεί να διεξαχθεί, καθώς εν προκειμένω όχι μόνο δεν παρίσταται προς υπεράσπισή του ο κατηγορούμενος, καίτοι το δικαίωμα ακρόασής του  ως κατηγορούμενου στις διάφορες εκδηλώσεις του και με ιδιαίτερη έμφαση στην προσωπική από αυτόν διατύπωση των απόψεών του, καθιερώνεται και ρυθμίζεται ευθέως και εκτεταμένα, καλύπτοντας όλο το φάσμα της ποινικής δίκης, αλλά, εν προκειμένω στην περίπτωση της προβλεπόμενης διαδικασίας για την έκδοση ποινικής διαταγής, ουδέποτε έχει λάβει γνώση του γεγονότος ότι διεξάγεται σε συγκεκριμένη ημέρα και σε συγκεκριμένο ακροατήριο ποινική διαδικασία εναντίον του, ώστε να αποτελεί δικαίωμά του η έκδοση ποινικής διαταγής χωρίς την παρουσία του. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας της έκδοσης ποινικής διαταγής, η οποία συνιστά αυτονόητα μία κατ’ εξαίρεση διαδικασία, δεν ρυθμίζεται εξίσου κατ’ εξαίρεση η λήψη υπόψη από τον αρμόδιο για την έκδοση της ποινικής διαταγής της έκθεσης παροχής ανωμοτί εξηγήσεων, η οποία πρέπει να περιέχεται στο φάκελο της δικογραφία συνταχθείσα στο. πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή ενδεχομένως της διενεργηθείσας προανάκρισης, ως εκ τούτου, γίνεται δεκτό ότι και στο πλαίσιο διενέργειας μίας διαδικασίας, κατά την οποία δεν είναι παρών ο προς ον η κατηγορία λόγω μη προηγούμενης κλήτευσής του, δεν αποτελεί στοιχείο του αποδεικτικού υλικού, το οποίο για την επιβολή ποινής θα πρέπει να κρίνεται ως πλήρες, η έκθεση παροχής ανωμοτί εξηγήσεων του κατηγορούμενου, η οποία, σύμφωνα με την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία του άρθρου 365 παρ.2 ΚΠΔ, αναγιγνώσκεται ενόψει των προφανών αντιφάσεων, στις οποίες υποπίπτει ο κατηγορούμενος κατά την κύρια διαδικασία και κατά την απολογία του, και άρα, εφόσον και μόνο αυτός είναι σε αυτήν παρών. Δεδομένου δε ότι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας κηρύσσεται από το δικαστήριο κατά την κύρια διαδικασία όχι νωρίτερα από το πέρας της απολογίας του κατηγορούμενου, κατά την διαδικασία της έκδοσης ποινικής διαταγής, εφόσον είναι αδύνατη η παρουσία του φερόμενου κατηγορούμενου, δέον κρίνεται ότι δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή χωρίς την κατά νόμο δυνατότητα του δικαστή της ποινικής διαταγής να λάβει υπόψη του τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση παροχής ανωμοτί εξηγήσεών του. Επίσης, η δίκαιη δίκη προϋποθέτει, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, την προηγούμενη, εκλαμβανόμενη ως θετική, γνώση του κατηγορούμενου για την διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας εναντίον του. Το εν λόγω, ωστόσο, δικαίωμά του δεν υλοποιείται στην περίπτωση της έκδοσης εις βάρος του ποινικής διαταγής με την μόνη παροχή από μέρους του ανωμοτί εξηγήσεων, όπου αυτές υπάρχουν.  Αυτή, ένεκα της προφανούς εξαιρετικής ιδιορρυθμίας του, θα πρέπει να συνοδεύεται από την κατά την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση εξήγηση των δικαιωμάτων του, κατά παρέκκλιση του άρθρου 99Α ΚΠΔ, ήτοι επιπλέον εν προκειμένω και ως προς την εφαρμογή των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ και δυνάμει αυτών της (εκ των προτέρων και) ρητά παρασχεθείσας συναίνεσής του ως προς την τήρηση της διαδικασίας έκδοσης ποινικής διαταγής και επιβολής ποινής χωρίς την παρουσία του για την πράξη, για την οποία ελέγχεται ως ύποπτος ή ως κατηγορούμενος, ώστε να έχει λάβει γνώση τουλάχιστον εκ των προτέρων της ενδεχόμενης τήρησης εξαιρετικής ποινικής διαδικασίας και της αναγνώρισης σε αυτόν δικαιώματος υποβολής εμπρόθεσμων αντιρρήσεων προς αποτροπή της έννομης συνέπειας εκ της επιβολής σε αυτόν ποινής, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να γίνει δεκτή η συναίνεσή του στην υποβολή του σε μια διαδικασία επιβολής ποινής χωρίς την παρουσία του και χωρίς την δυνατότητα ανάγνωσης, ως αναγνωστέας κατά το συνημμένο κατηγορητήριο, της έκθεσης ανωμοτί εξηγήσεών του. Στο σημείο αυτό δέον να σημειωθεί ότι η ερμηνευτική προσέγγιση ότι αυτή καθεαυτή η δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων, κατά το άρθρο 412 ΚΠΔ, διασώζει την αντισυνταγματικότητα του θεσμού και καθιστά την αποδοχή του αποτελέσματος της ποινικής διαταγής ως αποδοχή συναινετικής διαδικασίας, δεν είναι ακριβής κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς, εφόσον δεν γνωστοποιείται ήδη από την προδικασία στον κατηγορούμενο ή ύποπτο η διαδικασία της ποινικής διαταγής, όπως αυτή προβλέπεται, δεν πρόκειται για συναίνεση με την εκ των υστέρων και κατόπιν επίδοσης σε αυτόν της ποινικής διαταγής, την έκδοση της οποίας ουδέποτε πληροφορήθηκε, αλλά για έγκριση, ήτοι για εκ των υστέρων συγκατάθεση διά της ενδεχόμενης μη υποβολής αντιρρήσεων, η οποία και μόνο τελεί υπό προθεσμία σε χρόνο ύστερο της διεξαγωγής ποινικής διαδικασίας, για την μελλοντική διενέργεια της οποίας ουδέποτε έλαβε (πρότερη) γνώση. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι ο κατηγορούμενος υπόκειται στην ταλαιπωρία υποβολής αντιρρήσεων και στον στιγματισμό από την έκδοση της ποινικής διαταγής, η οποία δεν παύει να είναι επιβολή σε βάρος του ποινής. Περαιτέρω, η μη πρόβλεψη της δυνατότητας του δικαστή της ποινικής διαταγής είτε να αναγνώσει ως νόμιμο αποδεικτό μέσο την έκθεση ανωμοτί εξηγήσεων του καταστάντος, ερήμην του, κατηγορούμενου είτε να λάβει απολογία από τον ίδιο αντιβαίνει σθεναρά προς το τεκμήριο αθωότητάς του, καθώς χωρίς την λήψη υπόψη της θέσης του ιδίου και επί τη βάσει του εν λόγω τεκμηρίου οι επιλογές του δικαστή της ποινικής διαταγής, ο οποίος δεν μπορεί να λάβει υπόψη του τη θέση του κατηγορούμενου ως προς την κατηγορία και πριν από την έκδοση της ποινικής διαταγής, θα είναι είτε η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητός του, το οποίο θα μετατρέπεται ομοίως κατ’ εξαίρεση σε εν τοις πράγμασι τεκμήριο ενοχής, είτε προς υπεράσπιση του τεκμηρίου αθωότητας, η κρίση του περί ανεπάρκειας του εισφερόμενου σε αυτόν αποδεικτικού υλικού, η οποία κατά νόμο περιορίζεται στα στοιχεία αφορώντα την καθεαυτή ενοχή.  Εξάλλου, και η καθεαυτή πρόβλεψη του νομοθέτη περί επί της ουσίας αυτοδίκαιης ανατροπής της ποινικής διαταγής, την οποία στο άρθρο 413 ΚΠΔ «μετατρέπει» κατά τη γραμματική διατύπωση σε απόφαση, επιρρωνύει εν τοις πράγμασι την θέση του παρόντος δικαστηρίου περί ανεπάρκειας των στοιχείων διασφάλισης στον κατηγορούμενο μίας δίκαιης δίκης, καθώς αναγνωρίζει με ένα πρωθύστερο τρόπο την δυνατότητά του να εξαφανίσει την ποινική διαταγή με μόνη την εμπρόθεσμη υποβολή από μέρους του αντιρρήσεων, χωρίς να απαιτείται προς τούτο ένας τουλάχιστον τυπικός ή κατά μείζονα λόγο ουσιαστικός λόγος, ερειδόμενος στο νόμο, με τον οποίο να δικαιολογείται η κατά τον νομοθέτη ανατροπή μίας συνταγματικά κατοχυρωμένης ποινικής διαδικασίας και επιβολής ποινής χωρίς την  παρουσία αυτού, που προβλέπεται ότι ενδεχομένως πρόκειται να ασκήσει εμπροθέσμως αντιρρήσεις. Υπό την ισχύ των ανωτέρω διατάξεων, η αρχή της δικαστικής ακρόασης αντιμετωπίζεται από τον κοινό νομοθέτη ως μία απλή τυπικότητα, ενώ διά της δικαστικής ακρόασης θεμελιώνεται κατά πρώτο λόγο η θέση των υποκειμένων της δίκης και ιδίως του κατηγορούμενου και εκφράζεται ο σεβασμός για την ανθρώπινη αξία  με μία βαθιά έννοια (πρβλ. ΣυμβΠλημΛειβαδιάς 8/2001, Ποινικά Χρονικά 2002, σελ. 152, με την εκεί παραπομπή σε Ellen Schlüchter, Γερμανικό Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Βασικές έννοιες, επημέλεια – μετάφραση: Όλγα Τσόλκα, ἐκδ. 2000, σελ. 13). Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 410 ΚΠΔ προβλέπει ότι, εάν ο δικαστής της ποινικής διαταγής θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορούμενου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή, με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα (2/3) σε σχέση με το οριζόμενο στον νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής, χρήζουν αναφοράς τα εξής: Ως προς την επιβολή της ποινής φυλάκισης, η οποία τίθεται εντός συγκεκριμένου πλαισίου φυλάκισης από 10 ημέρες έως 3 μήνες, κρίνεται ότι ο καθορισμός συγκεκριμένης ποινής φυλάκισης εντός του εν λόγω και προκαθορισμένου πλαισίου θέτει ως αναγκαίο όρο την κρίση του δικαστή της ποινικής διαταγής για κάθε κατ’ ιδίαν υπόθεση, κρίση η οποία με την σειρά της προϋποθέτει ή θα πρέπει να προϋποθέτει, δεδομένης της σιωπής του νομοθέτη, ομοίως με την τακτική διαδικασία, πέραν της διαπίστωσης της ικανότητας για καταλογισμό, την εφαρμογή του άρθρου 79 ΠΚ, καθώς άλλως, ήτοι χωρίς την λήψη υπόψη των κριτηρίων του άρθρου 79 ΠΚ, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η φαινομενική, ως εν τέλει διαμορφώνεται, ευχέρεια του δικαστή να επιβάλλει ποινή φυλάκισης βάσει συγκεκριμένου πλαισίου επιβλητέας ποινής, έστω και στο ανωτέρω περιορισμένο πλαίσιο. Ως προς δε την δυνατότητα επιβολής χρηματικής ποινής, δέον να αναφερθεί ότι αφ’ ης στιγμής στην τακτική διαδικασία το ύψος αυτής καθορίζεται με βάση την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα τα καθαρά έσοδα που αποκτά από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα τυχόν εισοδήματα και εν γένει την περιουσία του, καθώς και τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, ενώ μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο άλλες υποχρεώσεις του, η εν λόγω διάταξη καθίσταται κενό γράμμα στο πλαίσιο της ποινικής διαταγής, όχι υπό την έννοια ότι το αποδεικτικό υλικό είναι μη πλήρες, καθώς ο νομοθέτης ανάγει σε βασικό κριτήριο την πληρότητα του αποδεικτικού υλικού μόνο ως προς την ενοχή, αλλά ως προς την καθεαυτή επιμέτρηση της ποινής λόγω της ενοχής του, η οποία, όμως, χωρίς την παρουσία του δεν διασφαλίζεται ως προς τα σαφή κριτήρια καθορισμού της, ανεξάρτητα από το μικρό κατά αντικειμενική κρίση πλαίσιο ποινής φυλάκισης ή χρηματικής ποινής, το οποίο συνέχεται κατά τον νομοθέτη με ήσσονος σημασίας ή βαθμού τελεσθέντα πλημμελήματα, διαβάθμιση με την οποία δεν δύναται να συνταχθεί το παρόν δικαστήριο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στις ως άνω διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστή να «κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο σε περίπτωση που με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας κρίνει ότι δεν διέπραξε το συγκεκριμένο αδίκημα, για το οποίο και κατηγορείται, ουσιαστικά στερούμενος δικαιοδοσίας για απαλλακτική απόφαση και υποχρεούμενος να παραπέμψει και στην περίπτωση αυτή τον κατηγορούμενο να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία (βλ. Χ.Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος IV, 2021, άρθρο 410, αρ. 11, σελ. 1107). Επομένως, υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιθέμενων, είναι αδύνατη η εξασφάλιση της δίκαιης δίκης του κατηγορούμενου, εάν δεν κριθεί τυχόν στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης, για την οποία κατηγορείται σε ενδελεχή ακροαματική διαδικασία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι οι διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ δεν συμβιβάζονται με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 1, 2, 3 και 96 παρ.1 του Σ, 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1β’ ΔΣΑΠ.Δ., δεδομένου ότι, ενώ το άρθρο 93 παρ.1 Σ. επιβάλλει ρητά και απαρέγκλιτα την τιμωρία των εγκλημάτων και την επιβολή οιουδήποτε μέτρου που προβλέπει ο ποινικός νόμος μόνο από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, τα οποία μάλιστα, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 1 Σ και 6 της Ε.Σ.Δ.Α., δικάζουν και αποφασίζουν κατόπιν δίκης σε δημόσια συνεδρίαση, η διαδικασία της ποινικής διαταγής ρυθμίζει α) την διεξαγωγή μιας δημόσιας ποινικής διαδικασίας, η οποία δεν έχει εκ των προτέρων ανακοινωθεί σε αυτόν που αφορά, με προφανές αποτέλεσμα να καθίσταται η συγκεκριμένη ποινική δίκη δημόσια, ωστόσο όχι για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, β) την επιβολή ποινής χωρίς την παρουσία και την προηγούμενη έκθεση των θέσεων του κατηγορούμενου, ο οποίος έως την καταδίκη του τεκμαίρεται αθώος, και γ) την επιβολή συγκεκριμένης ποινής, η οποία δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, να προσδιοριστεί από τον δικαστή της ποινικής διαταγής χωρίς την παρουσία του καταδικαζόμενου, ο οποίος ουδέποτε έχει κλητευθεί, και, ως εκ τούτου, κατά παρέκκλιση της αρχής της προφορικότητας της ποινικής δίκης. Επιπλέον και συμπληρωματικά προς τις ανωτέρω σκέψεις, μπορεί να υποστηρίζεται η άποψη ότι ο θεσμός της ποινικής διαταγής προκρίνεται ως λύση έναντι της συνήθους πρακτικής του νομοθέτη κατά τα τελευταία έτη, που αφορά στην υφ’ όρον παραγραφή ορισμένων αδικημάτων, η οποία (πρακτική) χαρακτηρίζεται ως έχουσα χαριστικό και ενίοτε ή εν πολλοίς πολιτικό χαρακτήρα, που διασπά την δικανική μορφή (βλ. Δαλακούρα, O νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Μία πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του ν.4620/2019,σελ. 102), όμως η επιλογή του νομοθέτη με την εφαρμογή της διαδικασίας της ποινικής διαταγής εντοπίζεται δρώσα στο αντίθετο της υφ’ όρον παραγραφής ακραίο σημείο, όπου το τεκμήριο της αθωότητας βρίσκει ένα ετεροχρονισμένο μόνο πεδίο αναγνώρισης, ήτοι μετά από την πλέον τυπική παρά ουσιαστική κρίση περί της ενοχής του φερόμενου ως υπαιτίου και χωρίς την από μέρους του υπεράσπιση. Ακόμα δε και αυτός ο σκοπός της αποσυμφόρησης της δικαστηριακής ύλης αλλά και του γραμματειακού έργου περισσότερο ειδικά από τα εισαγγελικά γραφεία και λιγότερο από τα εκθέματα των ποινικών δικαστηρίων, δεν κρίνεται ότι εξυπηρετείται από τον θεσμό της ποινικής διαταγής για τον μόνο και θεμελιώδη λόγο ότι, εφόσον, σύμφωνα με ανωτέρω, δεν διασφαλίζεται το δικαίωμα του οποιουδήποτε υπαιτίου για διεξαγωγή εις βάρος του δίκαιης δίκης, το άνευ ετέρου τινός αποτέλεσμα της καταρχήν εισαγγελικής και σε ύστερο στάδιο δικαστηριακής πρακτικής με την εφαρμογή των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ άγει στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, ήτοι στην συνεχή επαύξηση της δικαστηριακής ύλης με την εύλογη κατά την κρίση του Δικαστηρίου μεταγενέστερη υποβολή αντιρρήσεων, οι οποίες, όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν απαιτείται σε καμία περίπτωση να διαλαμβάνουν λόγο ως προς την τυπική ή ουσιαστική πλημμέλεια της εκδοθείσας ποινικής διαταγής. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση οι ως άνω σκοποί του κοινού νομοθέτη δεν είναι έννομα αγαθά αυτοτελή, αλλά οφείλουν να διατρέχουν την ποινική διαδικασία και εξ αυτού του λόγου δεν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης έννομων αγαθών, προκειμένου ο εφαρμοστής του δικαίου να καλείται να προβεί σε στάθμιση. Τέλος, κατόπιν όλων των ανωτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, οι αρχές της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της προφορικότητας κατά την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο της ποινικής δίκης είναι θεμελιώδεις αρχές της ποινικής διαδικασίας, συμβάλλουν καθοριστικά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης με την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτήν και δεν δύνανται να παρακαμφθούν με τον θεσμό της ποινικής διαταγής και δη προς εξυπηρέτηση του ανωτέρω σκοπού.

Στην προκείμενη περίπτωση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ναυπλίου άσκησε ποινική δίωξη (με υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής κατά τα άρθρα 43 παρ. 1 εδ. α΄ και 409 επ. ΚΠΔ) κατά του κατηγορουμένου ……………, κατοίκου …………, για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 4 ν. 2696/1999, που φέρεται να τελέστηκε στην ……………, την 17.11.2021.

Ενόψει του ότι η υπό κρίση υπόθεση, που εισήχθη με Α.Β.Μ. ………(Α.Β.Ω. ………..), αφορά σε πλημμέλημα υπαγόμενο στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες, βάσει της διάταξης του άρθρου 94 παρ.4 ν.2696/1999, και φέρεται να τελέστηκε στην …………., το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο προς έκδοση της απαιτούμενης ποινικής διαταγής (άρθρα 115 και 122 επ. ΚΠΔ), ενώ το ως άνω πλημμέλημα υπάγεται σε αυτά, για τα οποία κατ’ άρθρο 409 ΚΠΔ επιτρέπεται η έκδοση ποινικής διαταγής. Ωστόσο, για όλους τους προρρηθέντες λόγους, κατά τον αυτεπάγγελτο, διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της ένδικης ποινικής διαταγής και στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, το Δικαστήριο άγεται σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 409, 410 και 411 ΚΠΔ.

Συνακόλουθα, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει η παρούσα υπόθεση να παραπεμφθεί στην τακτική διαδικασία, ώστε να διεξαχθεί n ποινική δίκη σύμφωνα με τις αρχές της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της προφορικότητας της. διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου τακτικού ποινικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 410 KΠΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΣΕΙ χωρίς ακρόαση του κατηγορούμενου …………., που γεννήθηκε ………… στην ………., κατοίκου ……….

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την παρούσα υπόθεση στην τακτική διαδικασία.

ΚΡIΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο, σε δημόσια συνεδρίαση.

Ναύπλιο, 4.2.2022

Υ.Α. 59660οικ./12.1.2024 (ΦΕΚ Β΄ 403/22.1.2024) “Δημιουργία της ηλεκτρονικής υπηρεσίας των άρθρων 155 και 156 του ν. 4620/2019 (Α΄ 96) για την πραγματοποίηση επιδόσεων εγγράφων της ποινικής διαδικασίας με ηλεκτρονικά μέσα”

Αριθμ. 59660οικ.

Δημιουργία της ηλεκτρονικής υπηρεσίας των άρθρων 155 και 156 του ν. 4620/2019 (Α΄ 96) για την πραγματοποίηση επιδόσεων εγγράφων της ποινικής διαδικασίας με ηλεκτρονικά μέσα

 

(ΦΕΚ Β΄ 403/22.1.2024)

 

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ –

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

 

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) των άρθρων 155 και 156 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96), ως τροποποιήθηκαν με τον ν. 4937/2022 (Α΄ 106),

β) του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων – ΓΚΠΔ/ General Data Protection Regulation – GDPR) (L 119/1),

γ) του ν. 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 137),

δ) Του άρθρου 17 του ν. 4704/2020 «Επιτάχυνση και απλούστευση της ενίσχυσης οπτικοακουστικών έργων, ενίσχυση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 133),

ε) Του ν. 4727/2020 «Ψηφιακή Διακυβέρνηση (Ενσωμάτωση στην Ελληνική Νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2102 και της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1024) – Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972) και άλλες διατάξεις» (Α΄ 184),

στ) του άρθρου 47 του ν. 4623/2019 «Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή διακυβέρνηση, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και άλλα επείγοντα ζητήματα» (Α΄ 134),

ζ) του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005, Α΄ 98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την περ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 133),

η) της περ. ιβ΄ του άρθρου 20 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143),

θ) του π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους» (Α΄ 119),

ι) του π.δ. 77/2023 «Σύσταση Υπουργείου και μετονομασία Υπουργείων – Σύσταση, κατάργηση και μετονομασία Γενικών και Ειδικών Γραμματειών – Μεταφορά αρμοδιοτήτων, υπηρεσιακών μονάδων, θέσεων προσωπικού και εποπτευόμενων φορέων» (Α΄ 130),

ια) του π.δ. 79/2023 «Διορισμός Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 131),

ιβ) του π.δ. 6/2021 «Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης» (Α΄ 7),

ιγ) του π.δ. 40/2020 «Οργανισμός του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης» (Α΄ 85),

ιδ) του π.δ. 82/2023 «Μετονομασία Υπουργείου – Σύσταση και μετονομασία Γενικών Γραμματειών – Μεταφορά αρμοδιοτήτων, υπηρεσιακών μονάδων και θέσεων προσωπικού – Τροποποίηση και συμπλήρωση του π.δ. 77/2023 (Α΄ 130) – Μεταβατικές διατάξεις (Α΄ 139).

2. Την υπό στοιχεία 102928 ΕΞ 2023/10.7.2023 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών, Αθανάσιο Πετραλιά» (Β΄ 4441).

3. Την υπ’ αρ. 3981/25.2.2020 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας «Παροχή Υπηρεσίας Αυθεντικοποίησης Χρηστών oAuth2.0 σε Πληροφοριακά Συστήματα τρίτων Φορέων» (Β΄ 762).

4. Την υπ’ αρ. 118944/23.10.2019 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας «Λειτουργία Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης» (Β΄ 3990).

5. Την υπ’ αρ. 29810/23.10.2020 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας «Διαδικασία αυθεντικοποίησης υπαλλήλων του δημοσίου τομέα σε ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες» (Β΄ 4798).

6. Την υπό στοιχεία 6810 ΕΞ 2021 κοινή απόφαση των Υπουργών Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Επικρατείας απόφαση: «Λειτουργία Εθνικού Μητρώου Επικοινωνίας (Ε.Μ.Επ.) (Β΄ 988), όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την υπό στοιχεία 24596 ΕΞ 2023 κοινή απόφαση των Υπουργών Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Επικρατείας «Αντικατάσταση της υπ’ αρ. 6810 ΕΞ 2021 κοινής υπουργικής απόφασης «Λειτουργία Εθνικού Μητρώου Επικοινωνίας (Ε.Μ.Επ.)» (Β΄ 988)» (Β΄ 3399).

7. Την υπό στοιχεία 43732 ΕΞ 2023 βεβαίωση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη, λειτουργία και διαχείριση της «Πλατφόρμας» ανήκει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η απευθείας ανάθεση του έργου: «Ένταξη της διαδικασίας των Ποινικών Επιδόσεων στο gov.gr», συνολικού κόστους 72.292,00 ευρώ, έγινε με την υπ’ αρ. 5221/14.3.2023 απόφαση της ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ Μ.Α.Ε. και ο φορέας ΚτΠ Μ.Α.Ε. χρηματοδοτήθηκε με την υπό στοιχεία 2329 ΕΞ 2023/19.1.2023 απόφαση για έκτακτη επιχορήγηση του Υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 75 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82). Τέλος, από τη χρήση της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης, του Εθνικού Μητρώου Επικοινωνίας και του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, δεν προκύπτουν δημοσιονομικές επιπτώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό και κατά συνέπεια στο Μ.Π.Δ.Σ., αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Δημιουργία ηλεκτρονικής υπηρεσίας επιδόσεων εγγράφων της ποινικής δίκης

1. Η επίδοση των εγγράφων της ποινικής δίκης με ηλεκτρονικά μέσα στον ενδιαφερόμενο διάδικο ή μάρτυρα, σύμφωνα με τα άρθρα 155 και 156 ΚΠΔ, πραγματοποιείται μέσω της ηλεκτρονικής υπηρεσίας “poinikesepidoseis.gov.gr” (εφεξής «Πλατφόρμα»), προσβάσιμης μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr-ΕΨΠ).

2. Η ανάπτυξη, λειτουργία και διαχείριση της «Πλατφόρμας» ανήκει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Άρθρο 2

Χρήστες της Εφαρμογής – Τρόπος εισόδου στην Υπηρεσία και αυθεντικοποίηση χρηστών

1. Χρήστες της «Πλατφόρμας» είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι και επιμελητές δικαστηρίων που εξουσιοδοτούνται για το λόγο αυτό από την Κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

2. Η είσοδος των χρηστών της παρ. 1 στην «Πλατφόρμα» πραγματοποιείται αφού πρώτα αυθεντικοποιηθούν με τη χρήση των κωδικών δημόσιας διοίκησης σύμφωνα με την υπ’ αρ. 29810/23.10.2020 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας «Διαδικασία αυθεντικοποίησης υπαλλήλων του δημοσίου τομέα σε ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες» (Β΄ 4798).

Άρθρο 3

Όροι και διαδικασία λειτουργίας της Πλατφόρμας

Οι τρόποι εισαγωγής στην «Πλατφόρμα» των εγγράφων προς επίδοση είναι δύο:

α. Η αυτοματοποιημένη δημιουργία και διαβίβαση του εγγράφου κατά την οποία τα στοιχεία του εγγράφου αποστέλλονται από το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης (εφεξής ΟΣΔΔΥ-ΠΠ) μέσω διεπαφής (ΑΡΙ) στην «Πλατφόρμα». Με την παραλαβή του εγγράφου από την «Πλατφόρμα» ξεκινάει αυτόματα η διαδικασία απόθεσης στη Θυρίδα της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr-ΕΨΠ) (εφεξής «Θυρίδα»), ελέγχοντας την εγκυρότητα του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του εμπλεκόμενου προσώπου.

Εάν ο ΑΦΜ δεν υπάρχει ή δεν είναι έγκυρο η διαδικασία τερματίζεται, αποστέλλεται στο ΟΣΔΔΥ-ΠΠ- σχετικό μήνυμα λάθους και ακολουθείται πλέον η διαδικασία φυσικής επίδοσης της παρ. 2 του άρθρου 155 του ν. 4620/2019.

Εάν ο ΑΦΜ είναι έγκυρος η «Πλατφόρμα» διασυνδέεται με το Εθνικό Μητρώο Επικοινωνίας (Ε.Μ.Επ.), αντλεί από αυτό τον αριθμό τηλεφώνου και την ηλεκτρονική διεύθυνση του εμπλεκομένου, εφόσον ο εμπλεκόμενος έχει εγγραφεί στο Μητρώο. Τα επιπλέον στοιχεία επικοινωνίας προστίθενται στην επίδοση. Με την αυτόματη συμπλήρωση των απαιτούμενων πεδίων δημιουργείται το αντίστοιχο έγγραφο επίδοσης σύμφωνα με το πρότυπο που τηρείται στην εφαρμογή.

Ακολούθως το έγγραφο επίδοσης αποστέλλεται αυτόματα μέσω της «πλατφόρμας» στη Θυρίδα του πολίτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1 και 156 παρ. 1 ΚΠΔ και λαμβάνει τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020. Με την επιτυχημένη απόθεση του εγγράφου στη Θυρίδα του πολίτη η «Πλατφόρμα» λαμβάνει σχετική απάντηση που περιλαμβάνει τις πληροφορίες σύμφωνα με τον τύπο του εγγράφου (Κλήση Μάρτυρα, Κλητήριο θέσπισμα, Κλήση Κατηγορουμένου, Διάταξη, Βούλευμα, Απόφαση, Ποινική Διαταγή) καθώς και τον μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό επαλήθευσης.

β. Η χειροκίνητη δημιουργία και διαβίβαση του εγγράφου κατά την οποία ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος της Εισαγγελίας εισέρχεται στην «Πλατφόρμα» αφού πρώτα αυθεντικοποιηθεί με τους Κωδικούς της Δημόσιας Διοίκησης και συμπληρώνει τα απαραίτητα στοιχεία που αντλεί από τη δικογραφία στην ανάλογη για το κάθε έγγραφο φόρμα της «Πλατφόρμας». Κατά τη συγκεκριμένη διαδικασία το σύστημα διαλειτουργεί με το Φορολογικό Μητρώο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και το Μητρώο Πολιτών του Υπουργείου Εσωτερικών.

Με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων πεδίων δημιουργείται το αντίστοιχο έγγραφο επίδοση, σύμφωνα με το πρότυπο που τηρείται στην εφαρμογή.

Όπου στον Kώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπεται η σημείωση τόπου και χρονολογίας επίδοσης ή και η επίσημη σφραγίδα και η υπογραφή του εισαγγελέα στο έγγραφο που επιδίδεται, για τις ανάγκες της ψηφιακής επίδοσης νοούνται ότι τίθενται με την θέση επί του εγ- γράφου των στοιχείων που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020.

Ακολούθως το έγγραφο επίδοσης αποστέλλεται αυτόματα μέσω της «πλατφόρμας» στη Θυρίδα του πολίτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1 και 156 παρ. 1 ΚΠΔ και λαμβάνει τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020.

Άρθρο 4

Τρόπος παραλαβής της ηλεκτρονικής επίδοσης – Απαραίτητες διαλειτουργικότητες

1. Αφού δημιουργηθεί ηλεκτρονικά το έγγραφο της επίδοσης σύμφωνα με έναν εκ των δύο τρόπων που περιγράφονται στο άρθρο 3 το έγγραφο αποστέλλεται στη Θυρίδα του πολίτη.

2. Η ενημέρωση του ενδιαφερόμενου πραγματοποιείται, μέσω της θυρίδας του πολίτη, με την αποστολή SMS, καθώς και με την αποστολή μηνύματος στη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου όπως αυτό είτε έχει αντληθεί από το ΕΜΕπ, είτε από το ΟΣΔΔΥ-ΠΠ, είτε έχει συμπληρωθεί από τον εξουσιοδοτημένο υπάλληλο του της Εισαγγελίας, κατά τη χειροκίνητη εισαγωγή στοιχείων στην «Πλατφόρμα».

3. Σε περίπτωση που εντοπίζονται περισσότερα από ένα κινητά τηλέφωνα ή διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η αποστολή θα γίνεται σε όλα τα διαθέσιμα κινητά τηλέφωνα (έως τρία) και ηλεκτρονικές διευθύνσεις (έως τρείς).

4. Οι απαραίτητες διαλειτουργικότητες πραγματοποιούνται μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας (ΚΕ.Δ.) της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης (Γ.Γ.Π.Σ.Ψ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν. 4623/2019 (Α΄ 134) και το άρθρο 84 του ν. 4727/2020.

Άρθρο 5

Αποδεικτικό επίδοσης

1. Εφόσον ακολουθείται η αυτοματοποιημένη διαδικασία της περ. α του άρθρου 3, μετά την ολοκληρωμένη απόθεση του εγγράφου επίδοσης στη θυρίδα του πολίτη, η «Πλατφόρμα» αποστέλλει τις πληροφορίες του εγγράφου στο ΟΣΔΔΥ-ΠΠ-, το οποίο δημιουργεί το έγγραφο «Αποδεικτικό Επίδοσης».

2. Εφόσον ακολουθείται η χειροκίνητη διαδικασία της περ. β του άρθρου 3, μετά την ολοκληρωμένη απόθεση του εγγράφου επίδοσης στη θυρίδα του πολίτη, το έγγραφο «Αποδεικτικό Επίδοσης» της δημιουργείται εξ ολοκλήρου από την Πλατφόρμα.

3. Το αποδεικτικό επίδοσης των παρ. 1 και 2 περιέχει τα χαρακτηριστικά του εγγράφου της επίδοσης, τα οποίο είναι το QR code και οι λεπτομέρειες της επίδοσης.

4. Ο χρήστης του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ- εκτυπώνει το έγγραφο αυτό, και το ενσωματώνει στο φάκελο της Δικογραφίας ώστε να περιλαμβάνεται σε αυτήν.

Άρθρο 6

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι υπεύθυνος επεξεργασίας για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση της νομιμότητας της επικοινωνίας με τα φυσικά πρόσωπα και έχει την υποχρέωση λήψης και διαρκούς τήρησης των κατάλληλων και αναγκαίων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας των λαμβανομένων πληροφοριών και, κατ’ ελάχιστον, την καταγραφή και παρακολούθηση των προσβάσεων, τη διασφάλιση ιχνηλασιμότητας και την προστασία των διακινούμενων δεδομένων από κάθε παραβίαση, καθώς και από σκόπιμη ή τυχαία απειλή.

2. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και οι χρήστες της «Πλατφόρμας» έχουν την υποχρέωση επεξεργασίας των λαμβανομένων πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον για τους σκοπούς της παρούσας.

3. Το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης είναι ανεξάρτητος υπεύθυνος επεξεργασίας για την λειτουργία της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 4727/2020.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει ένα (1) μήνα από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με εξαίρεση τις επιδόσεις κλητήριων θεσπισμάτων, κλήσεων κατηγορουμένων, διατάξεων, βουλευμάτων, αποφάσεων (πλην αποφάσεων ποινικών διαταγών και λιπομαρτύρων), των οποίων η έναρξη ισχύος ορίζεται η 15η Σεπτεμβρίου 2024.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της

Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 2024

ΕγκΕισΑΠ 18/2023: καταδίκη Ελλάδας για παραβίαση δικονομικού σκέλους άρθρου 3 ΕΣΔΑ

Αθήνα, 3-11 – 2023

Αρ. Πρωτ: 7935

Αρ. Εγκυκλίου: 18

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Τμήμα Διοικητικό Τηλ.210 6419332 Φαξ 2106411523

 

Προς
τους κ.κ. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας
και δι’ αυτών προς
τους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της περιφέρειάς τους.

ΘΕΜΑ: Εκτέλεση της απόφασης του ΕΔΔΑ, στην υπόθεση του Τούρκου υπηκόου Β.Υ. κατά Ελλάδας με αριθμ. προσφυγής 60990/2014.

ΣΧΕΤ.: α) Η άνω απόφαση του ΕΔΔΑ, Β.Υ κατά Ελλάδας της 26-1-23, που κατέστη οριστική στις 26-4-23.

β) Το υπ’ αριθ. πρωτ. 103-3955/Α2465/24-10-2023 έγγραφο του ΝΣΚ/ Θεματικός Σχηματισμός Υποθέσεων της ΕΕ & των Δικαστηρίων της, του ΕΔΔΑ & Δικαστηρίων Αλλοδαπής.

  1. Αποστέλλουμε τα σχετικά προκειμένου να λάβουν γνώση ενυπογράφως άπαντες οι εισαγγελικοί λειτουργοί της υπηρεσίας σας και να ενεργήσουν αναλόγως σε κάθε παρόμοια περίπτωση.
  2. Ειδικότερα οι εισαγγελικοί λειτουργοί της χώρας παρακαλούνται, αφού μελετήσουν το ιστορικό της υπόθεσης, να εστιάσουν την προσοχή τους ιδιαίτερα στις παραγράφους 58 έως 66 του (α’) σχετικού, καθώς επίσης στις υπ’ αριθμ. 5 και 9 του (β’) σχετικού.
  3. 3. Εντελώς συνοπτικά, ύστερα από προσφυγή του Τούρκου υπηκόου Β. Υ, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την χώρα μας, για παραβίαση του δικονομικού σκέλους του άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ, δηλ. για αναποτελεσματική ποινική διερεύνηση καταγγελίας για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Ειδικότερα τοδικ/ριο καταλόγισε στην χώρα μας, ότι η διεξαχθείσα ποινική έρευνα, όσον αφορά τις καταγγελίες για βίαιη με ξυλοδαρμό απαγωγή από πέντε άτομα του εν θέματι στις 30-5-2013, ώρα 21:30 περίπου, στο Κέντρο των Αθηνών και εξαναγκαστική επιβίβασή του σε αυτ/το που αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση, χωρίς ποτέ να εντοπισθούν, ούτε αυτό ούτε οι δράστες, της υποθέσεως τεθείσης στο αρχείο αγνώστων δραστών στις 26-2-2014, δεν ήταν – όπως σε κάθε ανάλογη υπόθεση έχει απαιτήσει το ΕΔΔΑ – ταχεία, ούτε διεξοδική/εμπεριστατωμένη (με στόχο δηλ. την διακρίβωση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και επιδίωξη την απόκτηση και εξασφάλιση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, την λήψη καταθέσεων από τα Θύματα και τους μάρτυρες με υποβολή των κατάλληλων ερωτήσεων και εν γένει την διενέργεια κάθε πρόσφορης ανακριτικής πράξης προς εντοπισμό των δραστών και επιβολή κυρώσεων αν διαπιστωθεί ύπαρξη ευθύνης), ούτε ανεξάρτητη/αμερόληπτη (αφού τα διεξάγοντα την έρευνα όργανα και οι έχοντες αποφασιστική αρμοδιότητα πρέπει να μην έχουν ιεραρχική ή εν γένει υπηρεσιακή εξάρτηση από τον δράστη και να μην συνδέονται με αυτόν ή το Θύμα με κανενός είδους προσωπική ή άλλη σχέση), ούτε εν τέλει πραγματική/αποτελεσματική έρευνα, για τους συγκεκριμένους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση.
  4. Για τα ανωτέρω αποφάνθηκε χωρίς διάκριση το ΕΔΔΑ, καίτοι αρχικά η προκαταρκτική έρευνα διενεργήθηκε μεν από αστυνομικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, αλλά σύντομα συνεχίστηκε από εισαγγελικό λειτουργό και εν τέλει από ανακριτή, οι οποίοι (οι δύο τελευταίοι) ως δικαστικοί λειτουργοί έχουν κατοχυρωμένη από το άρθρ. 87 του Συντάγματος προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία (ειδικά ότι ο εισαγγελέας μετατάχθηκε από δημόσιος κατήγορος σε δικαστικό λειτουργό βλ. άρ. 87§3, 88§§5, 6, 90§§§§1, 2, 3, 5, 91§1 του Συντάγματος – Ολομ. Α.Π 794/76, Π.Χρ. ΚΖ 229, Α.Π 1935/06, Π.Χρ. ΝΖ 814, Α.Π 555/05, Π.Χρ. Ν Ε 993 – Ολομ. ΣτΕ 1160/89, ΣτΕ 2351/14 – βλ. και Γνωμ. Εισ. Α.Π [Γρ. ΚΑΝΙΑΔΑΚΗΣ] 2/02, Ποιν. Δικ. 2002, 1171 – Γνωμ. Εισ. Α.Π [Δ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ] 13/2020, Π.Χρ. Ο΄ 625 – Γνωμ. Εισ. Α.Π [Γ. ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ] 2/22, Π.Χρ. ΟΒ’ 153 – Κ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ, Π.Χρ. Λ 609 επ.).
  5. Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά την 1475η σύνοδο αυτής, του Σεπτ. 2023, ενέταξε την ανωτέρω υπόψη απόφαση στην ομάδα υποθέσεων «Σιδηρόπουλος και Παπακώστας» (Νο προσφυγής 33349/2010, απόφαση του ΕΔΔΑ της 25-1-2018), στο πλαίσιο της οποίας επιτηρείται η εκτέλεση των αποφάσεων, όπου τα ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικονομικού σκέλους των άρθρ. 2 και 3 της ΕΣΔΑ, λόγω μη διεξοδικής ποινικής διερεύνησης περιστατικών Θανάτου ή κακομεταχείρισης με φερόμενους δράστες όργανα των σωμάτων ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος. Τέτοιες αποφάσεις του ΕΔΔΑ (ένδεκα μαζί με την «Σιδηρόπουλος — Παπακώστας ) σε βάρος της Ελλάδας βλ. στην υπ αριθμ. 3/ 22-5-2019 εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου). Έκτοτε ανέκυψαν και έχουν ενταχθεί στην ίδια ομάδα οι εξής νεότερες αποφάσεις του ΕΔΔΑ σε βάρος της Χώρας μας : Κωνσταντινόπουλος κ.ά. Νο 2, αρ. προσφ. 29543/15, απόφ. της 22-11-2018 (βλ. εγκύκλιο του αντ/λέα Α.Π Δημ. Παπαγεωργίου 6/17-3-2020) — Sarwari κ.ά, αρ. προσφ. 38089/12, απόφ. της 11-4-2019 — ΦΟΥΝΤΑΣ αρ. προσφ. 50283/13, απόφ. της 3-10-2019 — Torosian αρ. προσφ. 48195/17, απόφ. της 7­10-2022 (βλ. εγκύκλιο του αντ/λέα Α.Π Δημ. Παπαγεωργίου 113-1-2023) — και τώρα Β.Υ κατά Ελλάδας, απόφ. της 26-1-23.
  6. Υπενθυμίζοντας επιπροσθέτως και την υπ’ αριθμ. 8/ 26-5-22 εγκύκλιό μας, πρόδηλο είναι ότι η ταχεία, διεξοδική/ εμπεριστατωμένη, αμερόληπτη και πραγματική/αποτελεσματική ποινική διερεύνηση κάθε ανάλογης υπόθεσης από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της Χώρας, οι οποίοι διακατέχονται από σθένος (επιθεωρούμενο κριτήριο άλλωστε κατ’ άρθρ. 102§2 εδ. α” ν. 4938/22) και υψηλό περί δικαίου φρόνημα, ενώ θωρακίζονται από την συνταγματική επιταγή περί προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, που επιβεβαιώνεται καθημερινά στο πεδίο και σε κάθε υπόθεση, ιδιαίτερα σε όσες είναι αιχμής, μειώνει κατά πολύ τον κίνδυνο δυσμενών για την Χώρα μας αποφάσεων ταυ ΕΔΔΑ.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Γεώργιος Σκιαδαρέσης

Ειδική αποζημίωση δικαστικών αντιπροσώπων, Εφόρων και Εποπτών Εξωτερικού για τις εκλογές της 25-6-2023

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β 3873/16.6.2023 η Υ.Α. 52303/14.6.2023 για την ειδική εκλογική αποζημίωση των δικαστικών αντιπροσώπων, Εφόρων και Εποπτών Εξωτερικού για τις βουλευτικές εκλογές της 25.6.2023.

Λήψη ΦΕΚ

Π.Δ. 48/24.4.2023: Ορισμός ημερομηνίας διεξαγωγής και διάρκειας της ψηφοφορίας για την εκλογή των Βουλευτών στα εκλογικά τμήματα εκτός Ελληνικής Επικράτειας

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 48

(ΦΕΚ Α΄ 102/24.4.2023)

Ορισμός ημερομηνίας διεξαγωγής και διάρκειας της ψηφοφορίας για την εκλογή των Βουλευτών στα εκλογικά τμήματα εκτός Ελληνικής Επικράτειας.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

  1. Τις διατάξεις:

α) της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4648/2019 «Διευκόλυνση άσκησης εκλογικού δικαιώματος εκλογέων που βρίσκονται εκτός Ελληνικής Επικράτειας και τροποποίηση εκλογικής διαδικασίας» (Α’ 205),

β) του π.δ. 45/2023 «Διάλυση της Βουλής, προκήρυξη εκλογής Βουλευτών και σύγκληση της νέας Βουλής» (Α’ 99).

  1. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
  2. Την υπ’ αρ. 83/2023 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Με πρόταση του Πρωθυπουργού και της Υπουργού Εσωτερικών, αποφασίζουμε:

Άρθρο Μόνο

Ορίζεται ότι η ψηφοφορία για την εκλογή των Βουλευτών σε όλα τα εκλογικά τμήματα εκτός Ελληνικής Επικράτειας, από τους εκλογείς που είναι εγγεγραμμένοι στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού, θα διεξαχθεί την 20η Μαΐου 2023, ημέρα Σάββατο.

Η διάρκεια της ψηφοφορίας σε όλα τα εκλογικά τμήματα εκτός Ελληνικής Επικράτειας, ορίζεται από τις 7.00 μέχρι τις 19.00 τοπική ώρα κάθε χώρας.

Στην Υπουργό Εσωτερικών αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.

Αθήνα, 24 Απριλίου 2023

ΜονΕφΘεσ 2289/2022: προθεσμία άσκησης έφεσης και αναστολή προθεσμιών λόγω covid-19

Λήψη απόφασης σε μορφή word

 

Αριθμός   2289/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

     Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κωνσταντία Συροπούλου, Εφέτη και από τη Γραμματέα Μυρτώ Καζαντζή.

     Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την   22-9-2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

     ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ………….. του ……….., κατοίκου …………., επί της οδού ……… αριθμ. …, με ΑΦΜ ………, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου ………… (ΑΜ ………..), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

     ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ………….. του ………., κατοίκου ………….., επί της οδού ……….. αριθμ. …, 2) ……………… του ……………., κατοίκου ……….., επί της οδού ………… αριθμ. ….. και 3) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», ως καθολικός  διάδοχος, κατόπιν απορροφήσεως της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», κατόπιν τροποποίησης της επωνυμίας της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας «…………..», που εδρεύει στην ………..,  οδός ………….αριθμ. ……, με ΑΦΜ ………….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ………………. (ΑΜ ……..), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

     Ο εκκαλών με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και η οποία δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την από 25-8-2015 και  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./1-9-2015 αγωγή,  που στρεφόταν κατά των εφεσιβλήτων και  ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η  3261/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης,  η οποία ανέβαλε την έκδοση της οριστικής απόφασης προκειμένου να διεξαχθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Στη συνέχεια, με τη με αριθμ. έκθ. κατ. ………/27-9-2018 κλήση των εναγόντων η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση και εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 8156/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δέχθηκε εν μέρει  την αγωγή ως βάσιμη στην ουσία της.

     Ο εκκαλών – πρώτος ενάγων άσκησε την από 12-4-2022 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης   …………/12-4-2022,  για την οποία  ορίσθηκε δικάσιμος με την υπ΄ αριθμ. ………../12-4-2022 Πράξη  της Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού η αναφερόμενη στην  αρχή της απόφασης, κατά την οποία κι έγινε η συζήτηση της υποθέσεως.

     Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους, που κατέθεσαν εμπρόθεσμα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Στην παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 ( «Κύρωση Π.Ν.Π. σχ. με κορωνοϊό/Επαναλειτουργία δικαστηρίων»- ΦΕΚ A΄ 104/30-5-2020) ορίζεται ότι: «1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους». Με τη ρύθμιση δε του ως άνω άρθρου, η διαδρομή της προθεσμίας συνεχίζεται (χωρίς να αφετηριάζεται εκ νέου) από την άρση της αναστολής (1.6.2020) και μέχρι πέρατος της προθεσμίας, με την πρόσθεση και άλλων 30 ημερών στις προθεσμίες που ειδικά προβλέπονται στο εδ. γ της § 1 επ’ αυτού. Το αντικείμενο της παρ. 1 εξαντλείται αποκλειστικά στη ρύθμιση της επίπτωσης της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων κατά την κρίσιμη περίοδο από 13.3.2020 – 31.5.2020 στις δικονομικές και νόμιμες προθεσμίες (ΚΥΑ Δ1α/ΓΠοικ.17733 ΦΕΚ Β΄833/12-3-2020, ΚΥΑ Δ1α/ΓΠοικ.33202 ΦΕΚ Β΄2033/28-5-2020).  Στη συνέχεια, στο άρθρο 83 του του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α` 48/31-3-2021) περιλήφθηκαν διατάξεις για την επαναλειτουργία των δικαστηρίων και στην παράγραφο 1 αυτού  ορίζεται ότι : «Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α`  55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α΄  76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους». Ειδικότερα δε για την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης δημοσιεύτηκε η ΚΥΑ Δ1α/ΓΠοικ. 69239 – ΦΕΚ 4777/Β’ /29-10-2020, βάσει της οποίας το χρονικό διάστημα  που δεν υπολογίζεται στις ως άνω προθεσμίες είναι από 30-10-2020 έως 5-4-2021 (ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οι. 20651 ΦΕΚ Β΄ 1308/3-4-2021). Ακολούθως,  με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν.  4792/2021(A` 54) ορίστηκε ότι:  “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α΄ 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00” (Β` 1194), ήτοι η 6.4.2021″». Με τη ρύθμιση του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 ο νομοθέτης επιχείρησε να αντιμετωπίσει το πλήθος των ερμηνευτικών προβλημάτων που ανέκυψαν εξαιτίας της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων από 07-11-2020 και εντεύθεν. Η ρύθμιση κατά τα ουσιώδη σημεία της επιχειρεί να αντιγράψει το μάλλον επιτυχημένο πρότυπο του άρθρου 74 Ν. 4690/2020, που ρύθμισε την επαναλειτουργία των δικαστηρίων μετά την αναστολή της περιόδου από 13-3-2020 έως 31-5-2020, με κατ΄ ιδίαν αποκλίσεις, οι οποίες εν μέρει μόνον δικαιολογούνται από το γεγονός ότι στη δεύτερη περίοδο της πανδημίας η αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων δεν υπήρξε ενιαία και καθολική. Στην περίπτωση δικονομικών προθεσμιών που εκφράζονται σε μήνες, τίθεται το ζήτημα για τον ενδεδειγμένο τρόπο υπολογισμού της διαδρομής της σωζόμενης προθεσμίας μετά την αναστολή. Ουσιαστικά, ο προβληματισμός αναφύεται εδώ ενόψει του γεγονότος ότι λόγω της αναστολής, προθεσμίες οι οποίες αρχικά εκφραζόταν σε έτη ή μήνες, έχουν μετασχηματισθεί εκ του αποτελέσματος σε προθεσμίες αποτελούμενες από μήνες και ημέρες. Δοθέντος ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να περιλάβει ειδική ρύθμιση στο άρθρο 83 του Ν. 4790/2021, διαφαίνεται ασφαλέστερη η αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω της προσφυγής στη ρύθμιση του άρθρου 145 παρ. 5 ΚΠολΔ.  Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 83 παρ. 1 του Ν. 4790/2021 καταλαμβάνει (κατ’ αρχήν) προθεσμίες ενδίκων βοηθημάτων και μέσων οι οποίες καταλήφθηκαν από την αναστολή της περιόδου 7-11-2020 έως 6-4-2021, είτε επειδή αφετηριάσθηκαν πριν τις 7-11-2020, είτε επειδή το αφετήριο γεγονός της προθεσμίας έλαβε χώρα στη διάρκεια της αναστολής. Ο νομοθέτης παρέλειψε να προσδιορίσει την «προβλεπόμενη λήξη» της προθεσμίας και ειδικότερα να εξειδικεύσει αν η ρύθμιση αναφέρεται στην προβλεπόμενη λήξη της προθεσμίας χωρίς να προσμετρούνται οι ημέρες της αναστολής ή στη λήξη της προθεσμίας όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την αφαίρεση των ημερών της αναστολής. Ορθότερο και συνεπέστερο προς στη λειτουργία της αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται στη ρύθμιση, είναι να γίνει δεκτή η δεύτερη εκδοχή (βλ. Παν. Γιαννόπουλο, Η ρύθμιση του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 Ερμηνευτικά ζητήματα που αναφύονται από τη ρύθμιση του άρθρου 83 Ν. 4790/2021 όσον αφορά την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων – Εισήγηση σε ηλεκτρονική ημερίδα του ΔΣ Καβάλας (28-4-2021), Sakkoulas online, αρ. 1). Σκοποί των ρυθμίσεων των ως άνω άρθρων (74 του Ν. 4690/2020 και 83 του του Ν. 4790/2021)  ήταν τόσο η διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων, με την παροχή σ΄αυτούς ενός ευλόγου και επαρκούς  χρόνου για την άσκηση των δικονομικών τους δικαιωμάτων και την αποτροπή του αιφνιδιασμού τους σε περίπτωση που  κάποια δικονομική  προθεσμία θα έληγε σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την άρση εκάστης αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων όσο και η θεραπεία λόγων δημοσίου συμφέροντος (δημόσιας υγείας), έτσι ώστε με το διαδικαστικό πλαίσιο της επαναλειτουργίας των δικαστηρίων, μετά τις χορηγηθείσες αναστολές, να διασφαλίζεται η αποτροπή, στο μέτρο του εφικτού, του συνωστισμού στις γραμματείες, στις δικαστικές υπηρεσίες και στα ακροατήρια των δικαστηρίων στο διάστημα αμέσως μετά την άρση της αναστολής. Ο νομοθέτης αξιολογώντας διαφορετικά κάθε φορά τα δεδομένα εκάστης αναστολής στα πλαίσια της πανδημίας, στη μεν πρώτη περίπτωση της αναστολής από 13-3-2020 έως 31-5-2020, προέκρινε τη χορήγηση προθεσμίας παράτασης 30 ημέρων για τις προθεσμίες που θα έληγαν μετά την αναστολή αυτή, στη δε δεύτερη περίπτωση της αναστολής  από 7.11.2020 (30-10-2020 για τα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης) έως 6.4.2021 επέλεξε τη χορήγηση συντομότερης προθεσμίας παράτασης και δη μόνο αυτή των 10  ημερών για τις προθεσμίες που θα έληγαν μετά την αναστολή αυτή. Ειδικότερα, οι ρυθμίσεις των  άρθρων 1 § 1 εδ. τελ. του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 και 1 § 1 εδ. τελ. του άρθρου 83 του του ν. 4790/2021, έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα, οπότε το πεδίο εφαρμογής τους καταλαμβάνει αποκλειστικά τις περιοριστικά αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές προθεσμίες και την περίοδο της αναστολής στην οποία η καθεμία από τις διατάξεις αυτές αναφέρεται. Έτσι, οι παρατάσεις που χορηγήθηκαν με τα άρθρα 74 του ν. 4690/2020 και 83 του του ν. 4790/2021 για επιπλέον  30 ημέρες και  10 ημέρες αντίστοιχα από την άρση των αναστολών,  προβλέφθηκαν κατ’ εξαίρεση για τις δικονομικές προθεσμίες που θα έληγαν  σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την άρση καθεμίας από τις χορηγηθείσες αναστολές, που για μεν την πρώτη διάταξη ( άρθρ.74 παρ.1 του ν. 4690/2020) ήταν από 13.3.2020 – 31.5.2020, για δε τη δεύτερη διάταξη (άρθρ. 83 του του ν. 4790/2021) ήταν από 30-10-2020 έως 6-4-2021 (για τα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης). Η πρακτική σημασία  δε των παρατάσεων αυτών (< 30 ημερών και < 10 ημερών) εντοπιζόταν για όσες περιπτώσεις δικονομικών προθεσμιών καταλείπετο βραχύ χρονικό περιθώριο ως τη λήξη τους για καθεμία από τις ως άνω χορηγηθείσες αναστολές, ήτοι αφορούσε τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το χρονικό σημείο λήξης της προθεσμίας ενέπιπτε σε χρονικό σημείο μετά την άρση εκάστης αναστολής, το οποίο μετατίθεται κατά 30 μέρες στην πρώτη αναστολή και κατά 10 μέρες στη δεύτερη αναστολή (βλ. Ενημερωτικό Σημείωμα για τις ρυθμίσεις της υπ’ αρ. 316/27.5.2020 τροπολογίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης επί του ΣχΝ του Υπουργείου Υγείας για την Κύρωση της από 13.4.2020 ΠΝΠ «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 κ.λ.π. – Κ.Φ. Καλαβρός, Σπ. Τσαντίνης, Π. Σ. Γιαννόπουλος). Εξάλλου, στο άρθρο 49 του ν. 4963/2022, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της αναστολής των προθεσμιών που εισήχθησαν με το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και την παρ.1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021»,   ορίζεται ότι: « 1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α΄104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν.4790/2021 (Α΄48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ.503/1985, (Α΄182) ΚΠολΔ].  2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1  του άρθρου 83 του ν.4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ». Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε μετά τη διχογνωμία που είχε ανακύψει στη νομολογία σχετικά με το αν  καταλαμβάνονται από το χρονικό διάστημα της αναστολής και οι καταχρηστικές προθεσμίες, όπως αυτές των άρθρων 564 παρ.3 ΚΠολΔ για την αναίρεση και  518 παρ.2 ΚΠολΔ για την έφεση (βλ. ενδεικτικά την ΑΠ 460/2022 σύμφωνα με την οποία η καταχρηστική προθεσμία της αναίρεσης καταλαμβανόταν από το  διάστημα της αναστολής και την ΑΠ 762/2022 σύμφωνα με την οποία η καταχρηστική προθεσμία της αναίρεσης δεν είναι επιδεκτική αναστολής) και ορίστηκε πλέον ρητά ότι σύμφωνα με τα άρθρα 74 παρ. 1 και  83 παρ.1 του ν.4790/2021  ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 6.4.2021 και των οποίων  παρατείνεται η λήξη νοείται μεταξύ άλλων και η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω, στην περίπτωση που η ως άνω  καταχρηστική διετής προθεσμία της έφεσης εκκινήσει πριν την πρώτη χορηγηθείσα αναστολή (από 13-3-2020 έως 31-5-2020) και στη συνέχεια συνεχίσει και καταληφθεί και από το χρονικό διάστημα  και της δεύτερης χορηγηθείσας αναστολής (από 30-10-2020 έως 6-4-2021), μετά την οποία και λήγει αυτή ( όπως στην ένδικη περίπτωση ), αναφύεται δικονομικό ζήτημα αν για τη δοθείσα παράταση προκειμένου να παραταθεί η λήξη της προθεσμίας της έφεσης θα πρέπει να αθροιστούν οι προθεσμίες των 30 ημερών του άρθρου 74 παρ.1 εδ. γ΄ του ν. 4690/2020  και των 10 ημερών του άρθρου 83 παρ.1 εδ. γ΄ του ν. 4790/2021, ώστε η προθεσμία αυτή να παραταθεί μετά τη λήξη της για σαράντα ημέρες ή αν για την παράταση μετά την λήξη της προθεσμίας θα ισχύσουν μόνο οι 10 ημέρες του  άρθρου 83 παρ.1 εδ. γ΄ του ν. 4790/2021. Το Δικαστήριο, με βάση τα ως άνω εκτεθέντα, και λαμβανομένου υπόψη ότι η προθεσμία της έφεσης είναι ενιαία και λήγει άπαξ, καθώς και του ότι επρόκειτο για εξαιρετικές και ειδικές ρυθμίσεις, ώστε κάθε άρθρο από τα προαναφερόμενα είχε διαφορετικό πεδίο εφαρμογής και δη, όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 74 παρ. 1 εδ. γ’ του ν.4690/2020 αναφερόταν στις προθεσμίες που  ανεστάλησαν αποκλειστικά κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και έληγαν μετά από αυτό, ενώ το άρθρο 83 παρ.1 εδ. γ΄ του μεταγενέστερου ν. 4790/2021, ρύθμισε ειδικά τα ζητήματα που ανέκυψαν κατά την περίοδο της αναστολής  από 7.11.2020 (30-10-2020 για τα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης) έως 6.4.2021 και  αφορά  τις προθεσμίες που έληγαν μετά το ως άνω διάστημα, άγεται στην κρίση ότι στην ως άνω περίπτωση, εφόσον η προθεσμία της έφεσης δεν έληξε κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα που ήταν εκτός των ως άνω δύο αναστολών, ήτοι από 1-6-2020 έως 29-10-2020, εφαρμοστέα τυγχάνει αποκλειστικά η διάταξη του άρθρου 83 παρ.1 εδ. γ΄ του ν.4790/2021, ώστε η δοθείσα παράταση για την περίπτωση που η διετής προθεσμία της έφεσης λήγει μετά την περίοδο της δεύτερης αναστολής από 7.11.2020 έως 6.4.2021  να είναι μόνο αυτή των 10 ημερών. Η εκδοχή αυτή παρίσταται συνεπέστερη προς τη διαγραφόμενη βούληση του νομοθέτη. Επίσης, το συμπέρασμα αυτό, συνάγεται τόσο από τη γραμματική διατύπωση των ως άνω άρθρων ( 74 παρ.1 του ν. 4690/2020  και 83 παρ.1  του ν. 4790/2020), καθένα από τα οποία αναφέρεται σε διαφορετικό χρονικό διάστημα αναστολής, όσο και από την τελολογική τους θεώρηση, καθώς αφενός μεν κατά τον χρόνο ισχύος της διάταξης του άρθρου 74 του ν.4690/2020 δεν ήταν γνωστό ότι μετά από ορισμένο διάστημα θα ήταν απαραίτητη η θέσπιση νέας αναστολής των δικονομικών προθεσμιών, αφετέρου δε, ενόψει του ότι ο δικονομικός νομοθέτης τελούσε εν γνώσει των συνεπειών της ως άνω πρώτης αναστολής, αν ήθελε την άθροιση των ημερών εκάστης παράτασης για την περίπτωση που η προθεσμία της έφεσης έληγε μετά τις 6-4-2021 (άρση της δεύτερης αναστολής) θα το προέβλεπε ρητά είτε στο άρθρο 83 παρ.1 του ν. 4790/2021, με το οποίο ρύθμισε τα δικονομικά ζητήματα που ανέκυψαν κατά τη δεύτερη αναστολή, είτε στο άρθρο 49 του ν. 4963/2022, με το οποίο αποσαφήνισε ποιες προθεσμίες καταλαμβάνονται από την αναστολή των δικονομικών προθεσμιών που εισήχθησαν με τα άρθρα 74 παρ.1 του ν. 4690/2020  και 83 παρ.1  του ν. 4790/2020.

     Στην προκείμενη περίπτωση, η από 12-4-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/12-4-2022 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου ενάγοντος κατά της 8156/2019 οριστικής  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών  αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 498, 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ. Ειδικότερα, ως προς την εμπρόθεσμη άσκηση της κρινόμενης έφεσης σημειώνονται τα ακόλουθα:  Η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δεν επιδόθηκε από κάποιον από τους διαδίκους  στον άλλον, δημοσιεύθηκε στις 11-7-2019 και επομένως η διετής καταχρηστική  προθεσμία άσκησης της έφεσης (άρθρ. 518 παρ.2 ΚΠολΔ) άρχισε στις 12-7-2019, δηλαδή την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης, και θα έληγε κανονικά στις 12-7-2021. Μέχρι την έναρξη της πρώτης χορηγηθείσας αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, στις 13-3-2020, η προθεσμία της έφεσης που είχε διαδράμει ήταν αυτή των 8 μηνών.    Ωστόσο, το χρονικό διάστημα της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων  από  13-3-2020 έως 31-5-2020 (2 μήνες και 18 ημέρες),  σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν υπολογίζεται  στην προθεσμία άσκησης της έφεσης και έτσι, μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής,  η προθεσμία αυτή συνέχισε να τρέχει πάλι από 1-6-2020, ενώ η προβλεπόμενη λήξη της μετατέθηκε από τις 12-7-2021 (+ 2 μήνες και 18 ημέρες της αναστολής)  στις  30-9-2021. Ωστόσο, ενδιάμεσα και πριν  την κατά τα ως άνω λήξη της, η προθεσμία της έφεσης καταλήφθηκε και από τη δεύτερη αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του covid-19, που ειδικότερα για τα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης ήταν από 30-10-2020 έως 6-4-2021 (ήτοι 5 μήνες και 8 ημέρες). Το τελευταίο χρονικό διάστημα επίσης δεν προσμετράται στην προθεσμία του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ),  οπότε  από τη διετή αυτή προθεσμία είχαν διαδράμει άλλοι 5 μήνες (από 1-6-2020 έως 29-10-2020).  Έτσι, συνολικά, δεν υπολογίζεται στην προθεσμία της υπό κρίση έφεσης,  λόγω, των ως άνω αναστολών και του εξ αυτής μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από 13.3.2020 έως 31.5.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από 30.10.2020 έως 6.4.2021 (5 μήνες και 8 ημέρες), συνολικά χρονικό διάστημα  7 μηνών και 26 ημερών, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ.1 εδ.α του Ν. 4690/2020 και 83 παρ.1 εδ.α του Ν. 4790/2021 (ΑΠ 987/22 ΝΟΜΟΣ). Μετά δε τη λήξη της τελευταίας παραπάνω αναστολής, η οποία  επήλθε  στις 6-4-2021 (άρθρ. 25 του Ν. 4792/2021), η προθεσμία της έφεσης συνέχισε  για όσο χρονικό διάστημα υπολειπόταν για να συμπληρωθεί και μέχρι την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12-4-2022, παρήλθαν ακόμη 12 μήνες και έξι ημέρες. Συνολικά δηλαδή, μετά την αφαίρεση του χρονικού διαστήματος των χορηγηθεισών αναστολών (από 13-3-2020 έως 31-5-2020 και από 30-10-2020 έως 6-4-2021), ο εκκαλών κατέθεσε την έφεσή του έπειτα από διάστημα (8 μήνες + 5 μήνες + 12 μήνες και 6 ημέρες =) 25 μηνών και έξι ημερών από τη δημοσίευση της 8156/2019 εκκαλούμενης απόφασης. Σύμφωνα, όμως, με όσα ρητά ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 83 παρ.1 περ. α` εδ. τελ. του Ν. 4790/2021, η διετής προθεσμία της έφεσης συμπληρώθηκε μετά την παρέλευση από την προβλεπόμενη λήξη της επιπλέον δέκα (10) ημερών, ήτοι, ενόψει του ότι ήδη εκτός του χρονικού διαστήματος των ως άνω αναστολών είχε παρέλθει  από την προθεσμία αυτή χρονικό διάστημα [8 μήνες (από 12-7-2019 έως 12-3-2020) + 5 μήνες (από 1-6-2020 έως 29-10-2020)=] 13 μηνών, η καταληκτική ημερομηνία για την κατάθεση της έφεσης,  ήταν μετά την πάροδο άλλων (24-13=)11 μηνών από τις 6-4-2021 και την πρόσθεση και των 10 ημερών της παράτασης του άρθρου 83 παρ.1εδ. γ΄ του ν. 4790/2021, στις [(6-4-2021+11 μήνες)= 6-3-2022 + 10 ημέρες] στις 16-3-2022. Η κρινόμενη έφεση, όμως, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε στις 12-4-2022, δηλαδή, μετά την κατά τα ανωτέρω λήξη της πιο πάνω προθεσμίας στις 16-3-2022. Σχετικά δε με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι η έφεσή του είναι εμπρόθεσμη διότι οι ημέρες παράτασης της προθεσμίας των 10 και των 30 ημερών, που προβλέφθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 74 παρ.1 εδ. γ΄ του ν.4690/2020 και 83 παρ.1 του ν. 4790/2021 αντίστοιχα, αθροίζονται, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, προϋπόθεση για την πρόσθεση και της παράτασης των 30 ημερών του άρθρου 74 παρ.1 εδ. γ΄ του ν. 4690/2020 στην καταχρηστική προθεσμία της έφεσης, ήταν η λήξη της να τοποθετείται χρονικά μετά το χρονικό διάστημα της πρώτης αναστολής (από 13-3-2020 έως 31-5-2020)  και πριν το  χρονικό διάστημα της δεύτερης αναστολής   (από 30-10-2020 έως 6-4-2021), στην ένδικη, όμως, περίπτωση, εφόσον η προθεσμία αυτή καταλήφθηκε και από τη δεύτερη αναστολή και έληξε μετά από αυτή υπό το δικονομικό καθεστώς που θέσπισε ο ν. 4790/2021,  εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 83 παρ.1 του νόμου αυτού (4790/2021), σύμφωνα με την οποία  για τις προθεσμίες που ανεστάλησαν από 30-10-2020 έως  6-4-2021 και έληξαν μετά από αυτό το χρονικό διάστημα, προβλέπεται παράταση μόνο 10 ημερών. Την παραδοχή αυτή του δικαστηρίου δεν μεταβάλλει η διάταξη της παρ.2 του  άρθρου 49 του ν. 4963/2022, σύμφωνα με την οποία η παράταση της λήξης της προθεσμίας των διαδικαστικών πράξεων που παρασχέθηκε με το άρθρο 74 παρ.1 εδ .γ΄ του ν. 4690/2020 και του άρθρου 83  παρ.1 εδ. γ΄ περ. α΄ του ν.4790/2021, ισχύει και για την καταχρηστική προθεσμία της έφεσης (άρθρ.518 παρ.2), διότι, σύμφωνα  και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, σκοπός του νομοθέτη με την ως άνω πρόβλεψη ήταν να αποσαφηνίσει ότι και η καταχρηστική προθεσμία της έφεσης εμπίπτει στις παρατάσεις των δικονομικών προθεσμιών που χορηγήθηκαν με τις ως άνω διατάξεις και όχι η άθροιση των ημερών των παρατάσεων των 30 και 10 ημερών αντίστοιχα σε περίπτωση που η προθεσμία της έφεσης έληγε μετά τη δεύτερη χορηγηθείσα αναστολή, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων,  η ένδικη έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως και επομένως, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της (άρθρο 495 παρ.1, 518 παρ.2 και 532 ΚΠολΔ). Επίσης, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει  να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα  179, 183,  106, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των   διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση  ως απαράδεκτη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του  υπ’ αριθμ.  ……/2022 παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε  στο ακροατήριο του δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, την 1η Δεκεμβρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ