Π.Δ. 53/2022: Συγκρότηση, οργάνωση, λειτουργία, ρύθμιση θεμάτων προσωπικού και λοιπά θέματα των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.)

Λήψη σε μορφή pdf

 

 

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 53/2022

(ΦΕΚ Α΄ 132/7.7.2022)

Συγκρότηση, οργάνωση, λειτουργία, ρύθμιση θεμάτων προσωπικού και λοιπά θέματα των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.). Τροποποίηση διατάξεων π.δ. 178/2014 «Οργάνωση Υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας» (Α’281) και π.δ. 7/2017 «Αναδιάταξη – αναδιοργάνωση, σύσταση και λειτουργία περιφερειακών υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας» (Α’ 14).

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1.Τις διατάξεις:

α. Των περ. α’, β’ και στ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α’ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1590/1986 (Α’ 49), β. της παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 4249/2014 «Αναδιοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, αναβάθμιση Υπηρεσιών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ρύθμιση λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις» (Α’ 73), καθώς και της παρ. 7 του άρθρου 15 και της παρ. 5 του άρθρου 30 του ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 231 του ν. 4281/2014 (Α’ 160), γ. της παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α’ 41),

δ. της παρ. 6 του άρθρου 18 και του άρθρου 20 του ν. 4777/2021 «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» (Α’ 25),

ε. του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 Α’ 98), όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α’ 133), στ. της 80/18.07.2019 απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη, Ελευθέριο Οικονόμου» (Β’ 3058) και ζ. της υπό στοιχεία 169/Υ1/8.1.2021 απόφασης του Πρωθυπουργού και της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Ευάγγελο Συρίγο» (Β’33).

2.Την υπό στοιχεία 8000/1/2022/37-β/18.5.2022 εισήγηση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και Επιτελικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (εδαφίου ε’ της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 4270/2014, Α’143, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4484/2017, Α’110), από την οποία προκύπτει ότι δεν προκαλείται πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση σε βάρος του Προϋπολογισμού Εξόδων (Π/Υ) των ειδικών φορέων του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

3.Την υπ’ αρ. 85/2022 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας ύστερα από πρόταση του Υπουργού και του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη και της Υπουργού και του Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, αποφασίζουμε:

 

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Με το παρόν διάταγμα, αφού λήφθηκαν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της αποστολής των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.) που συστάθηκαν με το άρθρο 18 του ν. 4777/2021 (Α’25) και ενόψει των συνταγματικών αρχών της ακαδημαϊκής ελευθερίας και του αυτοδιοίκητου των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι και οι προϋποθέσεις σχετικά με τη διαδικασία διάθεσης του προσωπικού των Ο.Π.Π.Ι., τα ζητήματα οργάνωσης, συγκρότησης, λειτουργίας και εξοπλισμού αυτών, οι ειδικότεροι όροι και λεπτομέρειες σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των άρθρων 18 και 19 του ως άνω νόμου.

 

Άρθρο 2

Συγκρότηση -Διάθεση

1.Οι Ο.Π.Π.Ι. συγκροτούνται με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας από αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς που προσλαμβάνονται για το σκοπό αυτό σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2734/1999 (Α’ 161) και διατίθενται, από τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας στις οποίες υπάγονται, σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα «Α.Ε.Ι.» για την εκτέλεση της αποστολής τους. Οι Ο.Π.Π.Ι. διατίθενται με κριτήριο την ύπαρξη και έκταση των αναγκών που διαπιστώνονται μετά από προηγούμενη πρόσκληση διαβούλευσης προς τον Πρύτανη πριν από το στάδιο της αρχικής διάθεσης Ο.Π.Π.Ι. στο Α.Ε.Ι., λαμβανομένων υπόψη τυχόν προηγούμενων περιστατικών παραβατικότητας και των τυχόν υφισταμένων σχεδίων ασφαλείας των Α.Ε.Ι.. Το εν λόγω προσωπικό διατίθεται χωρίς χρονικό περιορισμό και ανακατανέμεται ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες που διαπιστώνονται.

2.Ειδικότερα ζητήματα που αφορούν στον αριθμό του προσωπικού κάθε Ο.Π.Π.Ι., τη σύνθεση, την υπαγωγή, τον συντονισμό, τον έλεγχο, την εποπτεία, την επιχειρησιακή δράση και την εν γένει λειτουργία τους, τα οποία δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος, δύναται να καθορίζονται με την απόφαση της παρ.1.

3.Σε περίπτωση που οι ως άνω ειδικοί φρουροί δεν διατίθενται σε Α.Ε.Ι. για την εκτέλεση της αποστολής τους, τοποθετούνται σε Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του π.δ. 211/2005 (Α’ 254) και εκτελούν τα καθήκοντα της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999.

4.Η απόφαση της παρ.1 εξαιρείται της υποχρέωσης δημοσίευσης στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ».

 

Άρθρο 3

Αποστολή – Αρμοδιότητες

1.Αποστολή των Ο.Π.Π.Ι. είναι η ασφάλεια και προστασία των προσώπων και των υποδομών που βρίσκονται στους χώρους των Α.Ε.Ι. από αξιόποινες ενέργειες προσώπων και γεγονότα έκτακτης ανάγκης σε συνεργασία με τα αρμόδια όργανα του Α.Ε.Ι. και τις συναρμόδιες εθνικές αρχές και υπηρεσίες. Για την εκπλήρωση της αποστολής του το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι., στο πλαίσιο άσκησης των αστυνομικών του καθηκόντων, είναι αρμόδιο ιδίως για:

α. την επικοινωνία και συνεργασία με τον πρύτανη ή αρμόδιο αντιπρύτανη για θέματα ασφάλειας και προστασίας του Α.Ε.Ι. και με τις Υπηρεσίες και τα όργανα του Ιδρύματος, καθώς και με λοιπούς, κατά περίπτωση, συναρμόδιους φορείς και Υπηρεσίες,

β. την πρόληψη τέλεσης και την αντιμετώπιση κάθε αξιόποινης πράξης,

γ. τις απαιτούμενες ενέργειες, σε περίπτωση διάπραξης οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ιδίως για τη βεβαίωσή της, τη συλλογή των αποδείξεων και πειστηρίων, την αναζήτηση και σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στην αρμόδια δικαστική αρχή,

δ. τη στελέχωση και λειτουργία των Κέντρων Λήψης Σημάτων και Εικόνων σε συνεργασία με το προσωπικό των Α.Ε.Ι.,

ε. τη διενέργεια πεζών και εποχούμενων περιπολιών και την άμεση επέμβαση στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του,

στ. τη διέλευση, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, με πεζές και εποχούμενες περιπολίες, από κτιριακές εγκαταστάσεις και χώρους των Α.Ε.Ι. προς επισήμανση ύποπτων προσώπων ή αντικειμένων, για την πρόληψη και αποτροπή οιασδήποτε αξιόποινης πράξης σε βάρος προσώπων ή υποδομών. Η συχνότητα, ο τρόπος διέλευσης, ως και το χρονικό διάστημα που πραγματοποιείται η διέλευση, προσδιορίζονται από τον επικεφαλής της Ο.Π.Π.Ι. με κριτήρια ιδίως τη φύση αυτών, τον βαθμό επικινδυνότητας, τις υπάρχουσες πληροφορίες και τις κρατούσες συνθήκες στην περιοχή,

ζ. τη διενέργεια προγραμματισμένων ή αιφνιδιαστικών ελέγχων και ερευνών επί οχημάτων, προσώπων, εγκαταστάσεων και χώρων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 96 του π.δ. 141/1991 (Α’58) και

η. τη συνεργασία και σύμπραξη με τις αστυνομικές Υπηρεσίες κατά το σχεδιασμό και την εκτέλεση μεμονωμένων ή κοινών αστυνομικών επιχειρήσεων και την εξασφάλιση της διαρκούς επικοινωνίας με το Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο (Σ.Ε.Κ.) της Γ.Α.Δ.Α. και τα αρμόδια Κέντρα Επιχειρήσεων των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, για την έγκαιρη ενημέρωση σχετικά με συμβάντα και γεγονότα αστυνομικής αρμοδιότητας.

2.Οι Ο.Π.Π.Ι. ασκούν τα καθήκοντά τους με απόλυτο σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, κατά τρόπο συστηματικό, μεθοδικό και ασφαλή. Το προσωπικό τους επιχειρεί σε όλους τους ανοιχτούς και κλειστούς χώρους των Α.Ε.Ι. και των υποδομών αυτών, δίχως να διαταράσσεται η εύρυθμη και ομαλή λειτουργία τους και η απρόσκοπτη διεξαγωγή του διδακτικού, ερευνητικού και διοικητικού έργου.

3.Οι ειδικοί φρουροί των Ο.Π.Π.Ι., κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, ασκούν αποκλειστικά τα καθήκοντα για τα οποία έχουν προσληφθεί, ως αυτά ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 4777/2021, υπό την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος.

4.Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι αρμοδιότητες και οι υποχρεώσεις των λοιπών αστυνομικών Υπηρεσιών, πέραν αυτών που έχουν διαθέσει Ο.Π.Π.Ι σε Α.Ε.Ι., το προσωπικό των οποίων δύναται να τις επικουρεί, κατά λόγο αρμοδιότητας, τόσο στο πλαίσιο της καθημερινής επιχειρησιακής τους δράσης, όσο και στο πλαίσιο υλοποίησης συγκεκριμένων επιχειρησιακών σχεδίων, κατόπιν διαταγής του οικείου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή ή του οικείου Διευθυντή Αστυνομίας.

 

Άρθρο 4

Οργανικές θέσεις

Οι οργανικές επί θητεία θέσεις ειδικών φρουρών, οι οποίες συστάθηκαν με την παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 4777/2021 για τη συγκρότηση των Ο.Π.Π.Ι., κατανέμονται με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 2800/2000 (Α’ 41).

 

Άρθρο 5

Σύνθεση – Στελέχωση – Ωράριο εργασίας

1.Κάθε Ο.Π.Π.Ι. αποτελείται από αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς. Ο ανώτερος ή αρχαιότερος αστυνομικός ορίζεται ως επικεφαλής κάθε Ο.Π.Π.Ι.

2.Το ωράριο εργασίας των Ο.Π.Π.Ι. καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 394/2001 «Χρόνος εργασίας του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας» (Α’ 274).

 

Άρθρο 6

Περιπτώσεις τοποθετήσεων

Η τοποθέτηση των ειδικών φρουρών που συγκροτούν τις Ο.Π.Π.Ι., σε Υπηρεσίες της Γ.Α.Δ.Α. ενεργείται με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας, στις εξής περιπτώσεις:

α. όταν αποφοιτούν από τα Κέντρα Εκπαίδευσης της Σχολής Αστυφυλάκων,

β. όταν επαναφέρονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ενεργό υπηρεσία και

γ. όταν μετατάσσονται σε κατάσταση υπηρεσίας γραφείου.

 

Άρθρο 7

Τοποθετήσεις – αποσπάσεις – μετακινήσεις ειδικών φρουρών που συγκροτούν τις Ο.Π.Π.Ι.

1.Οι ειδικοί φρουροί που συγκροτούν τις Ο.Π.Π.Ι. τοποθετούνται υποχρεωτικά στη Γ.Α.Δ.Α., ενώ δύναται με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας να αποσπώνται, σε Υπηρεσίες της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και Θεσσαλονίκης (Γ.Α.Δ.Θ.), καθώς και σε Υπηρεσίες των Διευθύνσεων Αστυνομίας Νομών, αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ενώ δεν μετακινούνται – αποσπώνται – μετατίθενται σε άλλη Υπηρεσία για την εκτέλεση λοιπών καθηκόντων πέραν της αποστολής τους, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, με την επιφύλαξη της παρ. 6 του παρόντος και του άρθρου 9.

2.Η απόφαση του άρθρου 2 κοινοποιείται και στη Σχολή Αστυφυλάκων Ελληνικής Αστυνομίας πριν την αποφοίτηση των ειδικών φρουρών από τα Κέντρα Εκπαίδευσης και κινείται η διαδικασία τοποθέτησής τους σε Υπηρεσίες της Γ.Α.Δ.Α., η οποία αναφέρει στη Σχολή Αστυφυλάκων Ελληνικής Αστυνομίας, τις συγκεκριμένες Υπηρεσίες δικαιοδοσίας της, όπου θα τοποθετήσει τους ειδικούς φρουρούς. Η ως άνω απόφαση και η αναφορά της Γ.Α.Δ.Α. κοινοποιούνται στους ειδικούς φρουρούς, οι οποίοι καλούνται να συμπληρώσουν αίτηση, δηλώνοντας υποχρεωτικά όλες τις ορισθείσες Υπηρεσίες κατά σειρά προτίμησης. Οι εν λόγω αιτήσεις υποβάλλονται άμεσα στη Γ.Α.Δ.Α.

3.α. Ο Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Αττικής με απόφασή του κατανέμει τους ειδικούς φρουρούς σε κενές θέσεις των Υπηρεσιών της Γ.Α.Δ.Α. ανάλογα με την προτίμησή τους και τον αριθμό των μορίων που συγκεντρώνουν με βάση τη σειρά επιτυχίας τους κατά τις εξιτήριες εξετάσεις από τα Κέντρα Εκπαίδευσης της Σχολής Αστυφυλάκων Ελληνικής Αστυνομίας, ως ακολούθως:

Από 1-10% των εξερχόμενων 10 μόρια.
Από 11-20% των εξερχόμενων 9 μόρια.
Από 21-30% των εξερχόμενων 8 μόρια.
Από 31-40% των εξερχόμενων 7 μόρια.
Από 41-50% των εξερχόμενων 6 μόρια.
Από 51-60% των εξερχόμενων 5 μόρια.
Από 61-70% των εξερχόμενων 4 μόρια.
Από 71-80% των εξερχόμενων 3 μόρια.
Από 81-90% των εξερχόμενων 2 μόρια.
Από 91-100% των εξερχόμενων 1 μόρια.

 

β. Στα μόρια αυτά προστίθενται και τα μόρια που συγκεντρώνουν με βάση την οικογενειακή κατάσταση, ως εξής:

βα. Οι έγγαμοι χωρίς τέκνα, πέντε (5) μόρια.

ββ. Οι έγγαμοι με τέκνα, επιπλέον δύο (2) μόρια για το πρώτο τέκνο, τέσσερα (4) μόρια για το δεύτερο και έξι (6) μόρια για το τρίτο και για καθένα από τα επόμενα τέκνα.

γ. Σε περίπτωση συγκέντρωσης ίσου αριθμού μορίων προηγείται ο αρχαιότερος.

4.Η Γ.Α.Δ.Α. μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας τοποθέτησης των ειδικών φρουρών στις Υπηρεσίες της, υποβάλλει άμεσα στη Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού/Α.Ε.Α. ονομαστική κατάσταση αυτών, τον αριθμό των μορίων που συγκεντρώνουν και τις αιτήσεις τους στις οποίες καλούνται να δηλώσουν υποχρεωτικά όλες τις Ο.Π.Π.Ι. ανά Α.Ε.Ι. ως ορίζονται στην απόφαση του άρθρου 2. Εκτός από τις Υπηρεσίες όπου τοποθετήθηκαν, οι ειδικοί φρουροί, που περιλαμβάνονται στην απόφαση του άρθρου 2, δύνανται να αποσπώνται με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας, βάσει των ως άνω μορίων, σε λοιπές Υπηρεσίες της Γ.Α.Δ.Α. καθώς και σε Υπηρεσίες της Γ.Α.Δ.Θ. και των Διευθύνσεων Αστυνομίας Νομών, αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής τους, αδαπάνως για το δημόσιο και χωρίς χρονικό περιορισμό.

5.Οι ειδικοί φρουροί που προσελήφθησαν βάσει της παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 4777/2021 και οι οποίοι για οποιονδήποτε λόγο αποφοιτούν, από τα Κέντρα Εκπαίδευσης της Σχολής Αστυφυλάκων Ελληνικής Αστυνομίας, μετά την έκδοση της απόφασης τοποθέτησης των συνεκπαιδευόμενων συναδέλφων τους, τοποθετούνται σε Υπηρεσίες της Γ.Α.Δ.Α. και κατανέμονται σε οργανικές θέσεις που δεν καλύφθηκαν με βάση τα παραπάνω κριτήρια, ενώ δύναται να αποσπώνται σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 4.

6.Οι ειδικοί φρουροί που συγκροτούν τις Ο.Π.Π.Ι. δύναται να διατίθενται από μία Ο.Π.Π.Ι. σε άλλη, με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας:

α. επί αιτήσεων αμοιβαίας μετακίνησης,

β. λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος ή σοβαρού συμβάντος με σοβαρή απειλή κατά της ζωής του ειδικού φρουρού και

γ. σε περίπτωση που εκλείψουν οι λόγοι διάθεσης Ο.Π.Π.Ι. σε Α.Ε.Ι. ή ανακύψει ανάγκη διάθεσης Ο.Π.Π.Ι. σε Α.Ε.Ι. πέραν αυτών στα οποία έχουν ήδη διατεθεί. Η εκ νέου διάθεση σε συντρέχουσα περίπτωση υλοποιείται βάσει υπηρεσιακών και κοινωνικών κριτηρίων.

 

Άρθρο 8

Αποσπάσεις – μετακινήσεις αστυνομικού προσωπικού που συγκροτεί τις Ο.Π.Π.Ι.

Οι Ο.Π.Π.Ι. συγκροτούνται και από αστυνομικό προσωπικό, το οποίο δύναται να αποσπάται, με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας, σε Υπηρεσίες της Γ.Α.Δ.Α., της Γ.Α.Δ.Θ. και των Διευθύνσεων Αστυνομίας Νομών, για το σκοπό αυτό, βάσει υπηρεσιακών και κοινωνικών κριτηρίων και για χρονικό διάστημα που ορίζεται στην ως άνω απόφαση, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης.

 

Άρθρο 9

Λοιπές περιπτώσεις

1.Οι ειδικοί φρουροί που επανέρχονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ενεργό υπηρεσία τοποθετούνται και αποσπώνται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας στην Υπηρεσία όπου υπηρετούσαν πριν τεθούν εκτός ενεργού υπηρεσίας.

2.Κατ’ εξαίρεση, εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή λόγοι ασφάλειας δεν επιτρέπουν την τοποθέτηση – απόσπαση των ειδικών φρουρών της παρ.1 στην Υπηρεσία, όπου υπάγονταν, κατανέμονται υποχρεωτικά σε άλλη Υπηρεσία για τη διάθεσή τους αποκλειστικά σε Ο.Π.Π.Ι.

 

Άρθρο 10

Προσφυγή κατά της διαταγής τοποθέτησης

Οι τοποθετούμενοι δικαιούνται, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) ημερών από την επόμενη της κοινοποίησης της διαταγής τοποθέτησης, να υποβάλουν ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του αποφασίσαντος την τοποθέτηση οργάνου, με αιτιολογημένο αίτημα τροποποίησής της. Η υποβολή προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και η σχετική επ’ αυτής απόφαση κοινοποιείται στον προσφεύγοντα από τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής.

 

Άρθρο 11

Διαδικασία μετακίνησης

Ως προς τα φύλλα πορείας, τη θεώρησή τους, την προθεσμία αναχώρησης, την απαγόρευση μετακίνησης, τα έξοδα μετακίνησης και την εγγραφή και διαγραφή των μετακινούμενων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 21,22, 23, 24, 25 και 26 του π.δ. 100/2003 (Α’94).

 

Άρθρο 12

Εξοπλισμός

1.Το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι. δεν φέρει πυροβόλο όπλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του εντός των χώρων έδρας των Α.Ε.Ι., σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 4777/2021. Ειδικότερα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι. φέρει, ιδίως, τον κάτωθι βασικό επιχειρησιακό εξοπλισμό:

α. αστυνομική ράβδο,

β. χειροπέδες,

γ. ασύρματο,

δ. αλεξίσφαιρο γιλέκο,

ε. αστυνομική σφυρίχτρα και

στ. φακό.

2.Το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι φέρει ενιαία στολή η οποία ορίζεται, για μεν το αστυνομικό προσωπικό με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 34 του ν. 1481/1984 (Α’152), για δε τους ειδικούς φρουρούς, με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999.

 

Άρθρο 13

Εκπαίδευση

1.Στους ειδικούς φρουρούς, που στελεχώνουν τις Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι), παρέχεται, κατά την κατάταξή τους στην Ελληνική Αστυνομία επαγγελματική εκπαίδευση, η οποία καλύπτει τους τομείς της νομικής επιστήμης και της κοινωνικής και ηθικής αγωγής σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην υπ’ αρ. 7002/12/1-στ’ από 27-9-1999 (Β’ 1845), όπως ισχύει.

2.Οι ειδικοί φρουροί και το αστυνομικό προσωπικό που στελεχώνουν τις Ομάδες της προηγούμενης παραγράφου μετεκπαιδεύονται σε θέματα αρμοδιότητάς τους, στο πλαίσιο εκτέλεσης της αποστολής τους.

 

Άρθρο 14

Υπεύθυνος Επεξεργασίας

Η Ελληνική Αστυνομία, εφόσον διαθέτει Ο.Π.Π.Ι. σε Α.Ε.Ι. για την προστασία και ασφάλεια τόσο των προσώπων που βρίσκονται στους χώρους έδρας τους, όσο και των υποδομών αυτών, ενεργεί ως Υπεύθυνος Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και λαμβάνει, σε συνεργασία με τα αρμόδια όργανα των Α.Ε.Ι., όλα τα απαραίτητα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων, σύμφωνα με τις παρ. 5, 6, 8 και 9 του άρθρου 12 του ν. 4777/2021 και τις διατάξεις του π.δ. 75/2020 (Α’173).

 

Άρθρο 15

Προϋποθέσεις κλιμάκωσης χρήσης υλικών και μέσων

Οι αστυνομικές δυνάμεις δρουν πάντοτε σύμφωνα με το Σύνταγμα, τους νόμους του κράτους και τους Κανονισμούς του Σώματος και κλιμακώνουν το επίπεδο δράσης τους και τα χρησιμοποιούμενα υλικά και μέσα με γνώμονα τη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας.

 

Άρθρο 16

Ρύθμιση λεπτομερειών

  1. Για τα θέματα των ειδικών φρουρών των Ο.Π.Π.Ι. που αφορούν το πειθαρχικό δίκαιο, τον εφοδιασμό τους με ειδικό δελτίο ταυτότητας και την εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση, τις αποδοχές τους γενικά, την ασφαλιστική κάλυψη και τα συναφή δικαιώματά τους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2622/1998 (Α’ 138). Για τα λοιπά θέματα, που δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος και του ν. 2734/1999 (Α’ 161) και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών πράξεων, εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις που αφορούν τους αστυφύλακες.
  2. Λεπτομέρειες και θέματα δευτερεύουσας σημασίας που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος, ρυθμίζονται με διαταγές του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.

 

Άρθρο 17

Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 178/2014 (Α’ 281)

1.Στην παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ. 178/2014 προστίθεται περ. ε’ ως εξής:

«ε. Τμήμα Συντονισμού Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.)».

2.Μετά την παρ.7 του άρθρου 3 του π.δ/τος 178/2014 (Α’ 281) προστίθεται παρ. 8 ως εξής:

«8.Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Συντονισμού Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.) είναι οι ακόλουθες:

α. ο συντονισμός των περιφερειακών Υπηρεσιών Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και η παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων προς αυτές για το χειρισμό και την αντιμετώπιση ζητημάτων που άπτονται της οργάνωσης, εποπτείας, επιχειρησιακής δράσης και εν γένει λειτουργίας των Ο.Π.Π.Ι. και της ορθής εφαρμογής της ισχύουσας, σχετικής με τις αρμοδιότητές τους, νομοθεσίας,

β. η καθοδήγηση των περιφερειακών Υπηρεσιών Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων για την επιχειρησιακή τακτική των Ο.Π.Π.Ι., τη λήψη μέτρων και την εφαρμογή σχεδίων, το συντονισμό της δράσης τους, την παρακολούθηση της χρησιμοποιούμενης τακτικής σε κάθε συγκεκριμένο συμβάν και την εξαγωγή και αξιοποίηση συμπερασμάτων,

γ. η μελέτη μεθόδων αστυνομικής τακτικής και πρακτικής ως προς το αντικείμενο της αποστολής των Ο.Π.Π.Ι. και η εκπόνηση ειδικών επιχειρησιακών σχεδίων οργάνωσης και λειτουργίας των εν λόγω Ομάδων και η συνεργασία προς τούτο με συναρμόδιους φορείς και Υπηρεσίες,

δ. η μελέτη, ανάλυση, αξιολόγηση και αξιοποίηση στατιστικών και άλλων στοιχείων που αφορούν στη συνολική και επιμέρους δραστηριότητα των Ο.Π.Π.Ι. και η μέριμνα για την αξιοποίηση των σχετικών συμπερασμάτων,

ε. η εισήγηση για θέματα εκπαιδεύσεων του προσωπικού των Ο.Π.Π.Ι. επί θεμάτων που άπτονται της αποστολής τους σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρωπίνων Πόρων/Α.Ε.Α.,

στ. η συνεργασία με τον πρύτανη ή αρμόδιο αντιπρύτανη Α.Ε.Ι. για το σχεδιασμό των απαιτούμενων ενεργειών που αφορούν στη διάθεση Ο.Π.Π.Ι. στο

Α.Ε.Ι. και την κατάρτιση και προώθηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων αρμοδιότητας της Ελληνικής Αστυνομίας που απαιτούνται προς τούτο και

ζ. η μέριμνα για την έκδοση απόφασης του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας για τη συγκρότηση των Ο.Π.Π.Ι».

 

Άρθρο 18

Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 7/2017 (Α’ 14)

1.Στην παρ. 1 του άρθρου 20 του π.δ. 7/2017 προστίθεται περ. κβ’ ως εξής:

« κβ. Υποδιεύθυνση Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Αθηνών».

2.Η παρ. 2 του άρθρου 20 του π.δ. 7/2017 αντικαθίστανται ως εξής:

«Έδρα των Υπηρεσιών της προηγούμενης παραγράφου ορίζεται, αντίστοιχα, ο ομώνυμος δήμος, πλην των περιπτώσεων α’ έως και ι’ και των περιπτώσεων κ’ έως και κβ’, των οποίων ως έδρα ορίζεται ο Δήμος Αθηναίων».

3.Μετά το άρθρο 24Α του π.δ. 7/2017 προστίθεται άρθρο 24Β ως εξής:

«Άρθρο 24Β

Αποστολή – Διάρθρωση Υποδιεύθυνσης Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων των Διευθύνσεων Αστυνομίας της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής (Γ.Α.Δ.Α.)

1.Η Υποδιεύθυνση Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, έχει ως αποστολή την ασφάλεια και προστασία, από οιαδήποτε αξιόποινη πράξη σε βάρος τόσο των προσώπων, όσο και των υποδομών που βρίσκονται στους χώρους των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), που λειτουργούν στην περιοχή δικαιοδοσίας της Διεύθυνσης Αστυνομίας της Γ.Α.Δ.Α., στην οποία αυτή υπάγεται.

2.Η Υποδιεύθυνση Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων στελεχώνεται από αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς και διαρθρώνεται ως ακολούθως:

α. Τμήμα Επιχειρησιακού Σχεδιασμού, το οποίο είναι αρμόδιο για:

αα. την οργάνωση και κατανομή του προσωπικού σε Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.) και τη διάθεση και το συντονισμό τους για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής τους, αβ. την εποπτεία και έλεγχο της επιχειρησιακής δράσης των Ο.Π.Π.Ι. και την παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων, για το χειρισμό και την αντιμετώπιση ζητημάτων που άπτονται της αποστολής τους και αγ. τη μέριμνα για τη στελέχωση του Κέντρου Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων σε συνεργασία με τον προϊστάμενο της Μονάδας Ασφάλειας και Προστασίας του Α.Ε.Ι.

β. Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης, το οποίο είναι αρμόδιο για:

βα. το χειρισμό θεμάτων προσωπικού, τη διαχείριση του χρηματικού και υλικού, την εξασφάλιση της γραμματειακής εξυπηρέτησης και της εσωτερικής λειτουργίας της Υπηρεσίας, την τήρηση του αρχείου και τη διεκπεραίωση αιτημάτων διοικητικής φύσεως και ββ. τον εφοδιασμό με όλα τα απαραίτητα μέσα, μηχανήματα και υλικά, τη μέριμνα για την καλή λειτουργία

και συντήρησή τους και την προμήθεια και διανομή των εφοδίων και των υλικών στο προσωπικό.

3.Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι αρμοδιότητες και οι υποχρεώσεις των λοιπών αστυνομικών Υπηρεσιών που λειτουργούν στη Γ.Α.Δ.Α., το προσωπικό των οποίων δύναται να επικουρεί τις Ο.Π.Π.Ι. τόσο στο πλαίσιο της καθημερινής επιχειρησιακής τους δράσης, όσο και στο πλαίσιο υλοποίησης συγκεκριμένων επιχειρησιακών σχεδίων, κατόπιν διαταγής του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής».

4.Στην παρ. 2 του άρθρου 61 του π.δ. 7/2017 προστίθεται περ. κγ’ ως εξής:

«κγ. Τμήμα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Θεσσαλονίκης».

5.Στο άρθρο 61 του π.δ. 7/2017 προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:

«11. α. Το Τμήμα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Θεσσαλονίκης έχει ως αποστολή την ασφάλεια και προστασία, από οιαδήποτε αξιόποινη πράξη σε βάρος τόσο των προσώπων, όσο και των υποδομών που βρίσκονται στους χώρους των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), που λειτουργούν στην περιοχή δικαιοδοσίας της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης.

β.Το Τμήμα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Θεσσαλονίκης στελεχώνεται από αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς και διαρθρώνεται ως ακολούθως:

αα. Γραφείο Επιχειρησιακού Σχεδιασμού οι αρμοδιότητες του οποίου είναι όμοιες με εκείνες του αντίστοιχου Γραφείου της περ. α’ του άρθρου 102Α του παρόντος και

αβ. Γραφείο Διοικητικής Υποστήριξης οι αρμοδιότητες του οποίου είναι όμοιες με εκείνες του αντίστοιχου Τμήματος της περ. β’ του άρθρου 102Α του παρόντος.

γ. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι αρμοδιότητες και οι υποχρεώσεις των λοιπών αστυνομικών Υπηρεσιών που λειτουργούν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, το προσωπικό των οποίων δύναται να επικουρεί τις Ο.Π.Π.Ι. τόσο στο πλαίσιο της καθημερινής επιχειρησιακής τους δράσης, όσο και στο πλαίσιο υλοποίησης συγκεκριμένων επιχειρησιακών σχεδίων, κατόπιν διαταγής του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Θεσσαλονίκης».

6.Μετά το άρθρο 102 του π.δ. 7/2017 προστίθεται άρθρο 102Α ως εξής:

«Άρθρο102Α

Τμήματα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Διευθύνσεων Αστυνομίας

1.Τα Τμήματα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων των Διευθύνσεων Αστυνομίας έχουν ως αποστολή την ασφάλεια και προστασία, από οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη σε βάρος τόσο των προσώπων, όσο και των υποδομών που βρίσκονται στους χώρους των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), που λειτουργούν στην περιοχή δικαιοδοσίας της οικείας Διεύθυνσης Αστυνομίας στην οποία υπάγονται.

2.Τα Τμήματα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων των Διευθύνσεων Αστυνομίας στελεχώνονται

από αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς και διαρθρώνονται στα ακόλουθα γραφεία: α. Γραφείο Επιχειρησιακού Σχεδιασμού το οποίο είναι αρμόδιο για:

αα. Την οργάνωση και κατανομή του προσωπικού σε Ο.Π.Π.Ι. και τη διάθεση και το συντονισμό τους για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής τους, αβ. την εποπτεία και έλεγχο της επιχειρησιακής δράσης των Ο.Π.Π.Ι. και την παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων, για το χειρισμό και την αντιμετώπιση ζητημάτων που άπτονται της αποστολής τους και αγ. τη μέριμνα για τη στελέχωση του Κέντρου Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων σε συνεργασία με τον προϊστάμενο της Μονάδας Ασφάλειας και Προστασίας του Α.Ε.Ι. και

β. Γραφείο Διοικητικής Υποστήριξης, το οποίο είναι αρμόδιο για:

βα. το χειρισμό θεμάτων προσωπικού, τη διαχείριση του χρηματικού και υλικού, την εξασφάλιση της γραμματειακής εξυπηρέτησης και της εσωτερικής λειτουργίας της Υπηρεσίας, την τήρηση του αρχείου και τη διεκπεραίωση αιτημάτων διοικητικής φύσεως και ββ. τον εφοδιασμό με όλα τα απαραίτητα μέσα, μηχανήματα και υλικά, τη μέριμνα για την καλή λειτουργία και συντήρησή τους και την προμήθεια και διανομή των εφοδίων και των υλικών στο προσωπικό.

3.Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι αρμοδιότητες και οι υποχρεώσεις των λοιπών αστυνομικών Υπηρεσιών που λειτουργούν στην οικεία Διεύθυνση Αστυνομίας, το προσωπικό των οποίων δύναται να επικουρεί τις Ο.Π.Π.Ι. τόσο στο πλαίσιο της καθημερινής επιχειρησιακής τους δράσης, όσο και στο πλαίσιο υλοποίησης συγκεκριμένων επιχειρησιακών σχεδίων, κατόπιν διαταγής του οικείου Διευθυντή».

7.Ο τίτλος και η παρ.1 του άρθρου 108 του π.δ. 7/2017, αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 108

Αρμοδιότητες Διευθυντών Υποδιευθύνσεων Μεταγωγών – Δικαστηρίων, Διευθυντών Υποδιευθύνσεων Τροχαίας, Διευθυντών Υποδιευθύνσεων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, Διευθυντών Υποδιευθύνσεων Ασφάλειας και Διαχείρισης Μετανάστευσης Δομών και Διοικητών και Υποδιοικητών Υπηρεσιών επιπέδου Αστυνομικού Τμήματος

  1. Οι Διευθυντές των Υποδιευθύνσεων Μεταγωγών – Δικαστηρίων, των Υποδιευθύνσεων Τροχαίας, των Υπο-διευθύνσεων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, των Υποδιευθύνσεων Ασφάλειας και Διαχείρισης Μετανάστευσης Δομών και οι Διοικητές των Υπηρεσιών επιπέδου Αστυνομικού Τμήματος έχουν τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α. Ο Διευθυντής Υποδιεύθυνσης Μεταγωγών – Δικαστηρίων και ο Διοικητής Τμήματος Μεταγωγών – Δικαστηρίων τις οριζόμενες στο άρθρο 23 του π.δ. 141/1991 αρμοδιότητες,

β. Οι Διοικητές Αστυνομικού Τμήματος, Αστυνομικού Τμήματος Αερολιμένα, Τμήματος Άμεσης Δράσης και Τμήματος Αστυνομικών Επιχειρήσεων τις οριζόμενες στο άρθρο 25 του π.δ. 141/1991 αρμοδιότητες,

γ. Ο Διοικητής Τμήματος Ασφάλειας τις οριζόμενες στο άρθρο 26 του π.δ. 141/1991 αρμοδιότητες, δ. Ο Διοικητής Τμήματος Αλλοδαπών τις οριζόμενες στο άρθρο 27 του π.δ. 141/1991 αρμοδιότητες, ε. Ο Διευθυντής Υποδιεύθυνσης Τροχαίας και ο Διοικητής Τμήματος Τροχαίας τις οριζόμενες στο άρθρο 28 του π.δ. 141/1991 αρμοδιότητες, στ. Ο Διοικητής Τμήματος Τουριστικής Αστυνομίας τις οριζόμενες στο άρθρο 31 του π.δ. 141/1991 αρμοδιότητες,

ζ. Ο Διευθυντής Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας και Διαχείρισης Μετανάστευσης Δομών και ο Διοικητής Τμήματος Ασφάλειας και Διαχείρισης Μετανάστευσης Δομών τις οριζόμενες στο άρθρο 26 του π.δ. 141/1991 σε συνδυασμό με το άρθρο 107Α του παρόντος αρμοδιότητες και τη μέριμνα για την επιτυχή εκπλήρωση της ειδικής αποστολής της Υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και διαταγές και η. Ο Διευθυντής Υποδιεύθυνσης Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και ο Διοικητής Τμήματος Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων τις οριζόμενες στο άρθρο 25 του π.δ. 141/1991, σε συνδυασμό με τα άρθρα 24Β και 102Α του παρόντος, αρμοδιότητες, ως προς τη διοίκηση της Υπηρεσίας του και τη μέριμνα για την επι

τυχή εκπλήρωση της ειδικής αποστολής της Υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και διαταγές».

 

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.

Αθήνα, 7 Ιουλίου 2022

 

ΤριμΕφΠειρ 106/2022: λήξη προθεσμίας άσκησης έφεσης, όταν κατατίθεται με ηλεκτρονικά μέσα

Παρατηρήσεις: Με την απόφαση αυτή (δημοσίευση Αρμ (2022), 951) κρίθηκε ότι η προθεσμία για την άσκηση έφεσης λήγει την 19:00 ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας, ακόμα και αν η έφεση κατατίθεται με ηλεκτρονικά μέσα, καθώς η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 Ν. 4267/2014 δεν καταργεί ούτε τροποποιεί τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Την ίδια αυτή άποψη υποστήριξε και ο καθηγητής Π.Γιαννόπουλος σε γνωμοδότησή του, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Αρμενόπουλος, 2022, σελ. 1049 επ.

 

 

ΤρΕφΠειρ 106/2022

Δικαστές: Σ. Μακρή, Πρόεδρος, Χ. Σαραμαντή, Μ. Δανιήλ

Δικηγόροι: Ζ. Χατζηδημητρίου, Κ. Αντωνόπουλος – Δ. Γομελάκης, Μ. Παπαγρηγοράκη, Γ. Τιμαγένης, Ι. Τιμαγένης, Κ. Ρόππας

 

….

ΙΙ. Σύμφωνα περαιτέρω με το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα ημερών, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή είναι άγνωστη, εξήντα ημερών, ενώ και στις δυο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Με τις διατάξεις αυτές επιδιώκεται η εξισορρόπηση των αντίθετων συμφερόντων αφ’ ενός του νικήσαντος διαδίκου, που έχει λόγο να επιθυμεί την άπρακτη πάροδο μιας σχετικά σύντομης προθεσμίας, προκειμένου να λήξει η σχετική αβεβαιότητα και να καταστεί τελεσίδικη μια δικαστική απόφαση, ευνοϊκή γι’ αυτόν και αφ’ ετέρου του ηττηθέντος διαδίκου, που έχει ανάγκη από, ευλόγως, επαρκή χρόνο για να αποφασίσει και να προετοιμάσει την άσκηση ενός ενδίκου μέσου, ικανού να αποτρέψει τη διατήρηση μιας δυσμενούς, για τον ίδιο δικαστικής διαγνώσεως. Με τη σκέψη, λοιπόν, ότι η προθεσμία των τριάντα ημερών είναι ικανοποιητική ως χρόνος αναμονής του νικήσαντος και προετοιμασίας του ηττηθέντος, εφ’ όσον η διαμονή του τελευταίου βρίσκεται στην ημεδαπή, θεωρήθηκε ότι το γεγονός της διαμονής του εκκαλούντος στην αλλοδαπή θα πρέπει να οδηγήσει στο διπλασιασμό της εν λόγω προθεσμίας. Σύμφωνα με τους σκοπούς της διατάξεως, κριτήριο προσδιορισμού της προθεσμίας είναι ο τόπος διαμονής του εκκαλούντος κατά την ημέρα επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, αφού από αυτόν και από την εγγύτητά του προς τον τόπο ενέργειας, εξαρτάται το εύλογο του χρόνου που απαιτείται για την άσκηση της εφέσεως. Η κατοικία του ιδίου κατά την ίδια χρονική στιγμή είναι αδιάφορη (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις έκδ. β’ [1979] παρ. 192). Ως διαμονή, όμως, για τον καθορισμό της προθεσμίας αυτής, δεν πρέπει να θεωρηθεί η εντελώς πρόσκαιρη ή ευκαιριακή, αλλά αυτή που εμφανίζει κάποια διάρκεια ή σταθερότητα (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση, άρθρο 518 αρ. 4). Και στην περίπτωση που ο εκκαλών έχει πραγματική και μόνιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή, ενώ η κατά νόμο έδρα ή, η κατά το καταστατικό έδρα, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, βρίσκεται στην αλλοδαπή, αποβαίνει σημαντικό να καθορισθεί κατά πόσο η τελευταία αυτή έδρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό λόγο επιμηκύνσεως της προθεσμίας για την άσκηση της εφέσεως ή προβάλλεται προσχηματικά για να δικαιολογήσει την, τυχόν, αναποφασιστικότητα ή την ολιγωρία του ίδιου του εκκαλούντος ή του δικαστικού πληρεξουσίου του (ΕφΛαρ 238/2007, ΕφΘεσσ 284/1989 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»),

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο κατά το άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα, διορισμένος δικαστικός πληρεξούσιος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του. Επομένως και στον πληρεξούσιο αυτόν, που παρέστη κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δίκη, νόμιμα επιδίδεται η εκδοθείσα οριστική απόφαση του Πρωτοδικείου, από την εν λόγω δε επίδοση αρχίζει και η, προς άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, προθεσμία (ΑΠ 1115/09, ΑΠ 1091/05 Νόμος), ενώ το αποτέλεσμα αυτό, η έναρξη της προθεσμίας, επέρχεται στο πρόσωπο του διαδίκου-παραλήπτη του επιδιδόμενου στον αντίκλητο εγγράφου, αφού ο τελευταίος αντιπροσωπεύει τον διάδικο.

IV. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 1, 151, 152 παρ. 1 και 155 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η παρέλευση άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα ασκήσεως αυτής, η οποία, στην περίπτωση που ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ωστόσο ο διάδικος που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμα έφεση μπορεί, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, έτσι ώστε με δικαστική απόφαση να προσδοθεί στην εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, η έννομη ενέργεια που θα είχε σε περίπτωση εμπρόθεσμης ασκήσεώς του. Η αίτηση επαναφοράς, απευθύνεται στο κατά το νόμο αρμόδιο δικαστήριο, ασκείται είτε με το δικόγραφο της εφέσεως, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο, πρέπει δε να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η προθεσμία, το χρόνο της άρσεως του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσεως του δόλου του αντιδίκου και τα προς απόδειξη αυτών αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση λόγω της αδυναμίας τηρήσεως δικονομικής προθεσμίας, στηριζόμενος στην αρχή της επιείκειας, αποτελεί ένδικο βοήθημα, χωρίς να υποκαθιστά οποιοδήποτε ένδικο μέσο, παρέχει δε τη δυνατότητα άρσεως με δικαστική απόφαση νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο καταστάσεως, που δημιουργήθηκε από τη μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας, εντός της οριζόμενης από το άρθρο 153 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσεως του εμποδίου, που συνιστούσε την ανώτερη βία, ή της γνώσεως του δόλου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, για την ολοκλήρωση της ασκήσεώς της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν αρκεί η, εντός των τριάντα ημερών από την άρση της ανώτερης βίας ή τη γνώση του δόλου του αντιδίκου, κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου, αλλά απαιτείται και η επίδοση του δικογράφου στον αντίδικο του αιτούντος μέσα στην ίδια προθεσμία (άρθρα 155 παρ. 1, 215 παρ. 1 και 217 ΚΠολΔ). Εάν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή, το αίτημα επαναφοράς είναι απαράδεκτο (ΑΠ 937/2020, 1467/2019, 79/2019, ΑΠ 106/2017, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 1216/2012 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου και ειδικότερα στην προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 152 παρ. 1 ΚΠολΔ, αυτή (ανώτερη βία) εκλαμβάνεται όπως στο ουσιαστικό δίκαιο. Έτσι στην έννοιά της περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ανυπαίτιο, εξαιρετικής φύσεως, γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από το διάδικο που άσκησε εκπρόθεσμη έφεση, ούτε με την επίδειξη άκρας επιμέλειας και συνέσεως (Ολ. Α.Π. 29/1992, Α.Π. 937/2020, 366/2010, 178/2011 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Συνεπεία δε του κατά τα άνω μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών παραπονείται με την έφεση για την απόρριψη της αγωγής του ως ουσιαστικά αβάσιμης, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, πριν τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας της έφεσης, ανεξάρτητα μάλιστα από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης (ΕφΘεσσ 1241/2021 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του Κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι η αντικατάσταση οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι το εφετείο έλαβε υπόψη μη προταθέντα πράγματα, κατ’ άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 322/2017, 356/2013 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).

VI. Περαιτέρω, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 ΑΚ μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι εταιρίες, εφόσον με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 932/2019, 704/2017, 730/2015, 1381/2013, 382/2011 387/2005, 6/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να γεννηθεί η αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη έκφανση αυτής και να στρέφεται κατά της υπολήψεως του νομικού προσώπου, το οποίο, όπως και το φυσικό πρόσωπο, είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας (ΑΠ 464/2019, 193/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ). Για την πληρότητα ωστόσο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται από το νομικό πρόσωπο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θα πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφό της η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου αφενός και αφετέρου η υλική βλάβη την οποία το ίδιο υπέστη στην πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον του και η οποία έχει υλική υπόσταση, με επίκληση ειδικότερα συγκεκριμένης ζημίας (ΑΠ 730/2015, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1265/2010, ΕφΑθ 4038/2019 αδημ., ΕφΛαρ 85/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 541/2015, ΕφΑθ 6197/2011 ΤΝΠ Νόμος, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ. αρθ. 932 αρ. 13). Περαιτέρω δε θα πρέπει το νομικό πρόσωπο να αποδείξει την εν λόγω ζημία με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο καθώς η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μία συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση (ΕφΘεσ 604/2008, Αρμ 2010/373, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, άρθρ. 932 III αρ. 1 σελ. 817). Θα πρέπει, δηλαδή, το νομικό πρόσωπο για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά πρώτον να επικαλείται και στη συνέχεια να αποδεικνύει συγκεκριμένη υλική ζημία (ΑΠ 1048/2020, ΕφΑθ 2709/2021 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Θα πρέπει ειδικότερα να μνημονεύεται στο οικείο δικόγραφο ότι συνεπεία της προβολής του κύρους και της φερεγγυότητάς του από τον αντίδικό του, υπέστη συγκεκριμένη βλάβη όπως ενδεικτικά ότι επηρεάστηκε αρνητικά η χρηματοδότησή του από τις τράπεζες στις οποίες απευθύνθηκε, ότι λόγω της διαμορφωθείσας αρνητικής στάσης στους οικείους ναυτιλιακούς κύκλους περιορίστηκε ο κύκλος των εργασιών του.

Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α] η από 9.5.2021 έφεση της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «…» κατά των εναγομένων: 1. της εταιρίας με την επωνυμία «..», 2. του […] και 3. της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» με EAK … και ΓΑΚ … της 10.5.2021 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, β] το από 10.8.2021 δικόγραφο πρόσθετων λόγων της ίδιας ως άνω εκκαλούσας κατά των αυτών, ανωτέρω, εφεσίβλητων, με ΕΑΚ … και ΓΑΚ … της 11.8.2021, γ] η από 27.4.2021 έφεση των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων-εφεσίβλητων με ΕΑΚ … και ΓΑΚ … της 7.5.2021 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά της ενάγουσας εταιρίας, ασκηθείσα υπό την αίρεση της αναβιώσεως της διαφοράς από την ηττηθείσα ενάγουσα-εφεσίβλητη, και, δ] η από 7.6.2021 επικουρική, όπως τιτλοφορείται, έφεση, ασκηθείσα ομοίως υπό την προϋπόθεση παραδοχής της εφέσεως της ενάγουσας-εφεσίβλητης, από την τρίτη των εναγομένων-εφεσίβλητων τραπεζική εταιρία κατά της ενάγουσας-εκκαλούσας με ΕΑΚ … και ΓΑΚ … της 7.6.2021 ομοίως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Οι εφέσεις στρέφονται κατά της με αριθμό 3561/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε επί της από 15.5.2019 αγωγής της πρώτης των εκκαλούντων κατόπιν συζητήσεως αυτής κατά την τακτική διαδικασία με παρόντες όλους τους διαδίκους. Η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε νομότυπα (άρθρα 96 και 143 ΚΠολΔ), σύμφωνα με την νόμιμα προσκομιζόμενη με αριθμό …/9.4.2021 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή […], κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου της τρίτης των εναγομένων τραπεζικής εταιρίας, στον διορισμένο κατά το άρθρο 96 ως αντίκλητο της ενάγουσας εταιρίας (σχετ. το από 21.10.2019 πληρεξούσιο έγγραφο), ήτοι στον […] πληρεξούσιο δικηγόρο της, με έδρα την οδό […] αριθμ. […] στον Πειραιά, στις 9.4.2021. Επομένως, ως προς την εν λόγω διάδικο η οποία εκπροσωπήθηκε κατά την επίδοση από τον ως άνω αντίκλητό της, η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην με στοιχ. III σκέψη, αφετηριάζεται, όπως ορίζει το άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, από την επομένη ημέρα μετά την επίδοση, συγκεκριμένα από τις 10.4.2021, η δε συμπλήρωσή της θα συμβεί με την πάροδο του οριζόμενου στις διατάξεις του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ χρονικού διαστήματος των τριάντα ημερών. Αυτό διότι, όπως η ίδια η ενάγουσα εκθέτει και επικαλείται στην αγωγή της αλλά και στις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της και μάλιστα προς το σκοπό να ιδρυθεί κατά τους ισχυρισμούς της, διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών Δικαστηρίων και δη του Πειραιώς, η κατά το καταστατικό έδρα της βρίσκεται μεν στο … των νήσων Μάρσαλ, όμως «η εν τοις πράγμασι έδρα και το κέντρο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας βρίσκεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά, στη διασταύρωση των οδών […] και […] όπου η διαχειρίστρια του ανήκοντος στην πλοιοκτησία της πλοίου «.» εταιρία έχει εγκαταστήσει γραφείο και εκμεταλλεύεται το πλοίο». Εξάλλου, όπως ομοίως η ίδια συνομολογεί με την αγωγή της και επαναλαμβάνει στις προτάσεις της, τόσο ο μοναδικός διευθυντής της (.) όσο και οι μέτοχοι της (. και .) είναι κάτοικοι Ελλάδας και ο Πειραιάς είναι ο τόπος με τον οποίο συνδέονται στενότερα τα συμφέροντα της αφού στον Πειραιά ασκείται η διαχείριση των εταιρικών της υποθέσεων. Με βάση επομένως τα ανωτέρω δεν υφίσταται λόγος επιμηκύνσεως της προθεσμίας των τριάντα ημερών για την άσκηση εφέσεως από την ενάγουσα αφού η πραγματική της έδρα είναι στην ημεδαπή όπου αναπτύσσεται η επιχειρηματική της δραστηριότητα και όπου κατοικεί και ο νόμιμος εκπρόσωπός της, ενώ η καταστατική της έδρα λαμβάνεται υπόψη μόνο για τα ζητήματα που άπτονται της ικανότητας δικαίου αυτής καθώς και της συστάσεώς της (ΟλΑΠ 2/1999, 2/2003, ΕΠ 15/2005, 161/2003 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αρξάμενη με την επίδοση εγγράφου προθεσμία λήγει ώρα 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας (της προθεσμίας), συνεπώς η προθεσμία των τριάντα ημερών για την άσκηση εφέσεως κατά της επιδοθείσας από την τρίτη εναγομένη αποφάσεως, που άρχισε την επομένη της ημέρας επιδόσεως, ήτοι στις 10.4.2021, συμπληρώνεται ώρα επτά το βράδυ της 10.5.2021 και επομένως η ενάγουσα είχε τη δυνατότητα μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, από τις 10.4.2021 έως 10.5.2021 και ώρα 19.00, να καταθέσει στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την έφεσή της είτε δια ζώσης κατά τις (εργάσιμες) ημέρες και ώρες λειτουργίας της Γραμματείας στο εν λόγω χρονικό διάστημα, είτε ηλεκτρονικά σε οποιαδήποτε ημέρα και ώρα του ίδιου χρονικού διαστήματος, όπως ορίζει το άρθρο 119 ΚΠολΔ σε συνδ. με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 4267/2014 τα οποία ουδόλως καταργούν τις διατάξεις του ΚΠολΔ, ούτε επιμηκύνουν τις καθοριζόμενες από τις τελευταίες προθεσμίες, αντίθετα ρυθμίζουν λεπτομερέστερα τα της ηλεκτρονικής καταθέσεως δικογράφων εντός των προθεσμιών του Κώδικα. Ειδικότερα τόσο από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011 ο οποίος επέτρεψε το πρώτον την δυνατότητα ηλεκτρονικής καταθέσεως δικογράφων όσο και του τροποποιητικού ν. 4335/2015 σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η απλούστερη απονομή της δικαιοσύνης με την παράλληλη διαφύλαξη της συνοχής, ενότητας και συνέχειας του ΚΠολΔ και όχι η κατάργηση ή τροποποίηση αυτού.

Κατά συνέπεια η έφεση της ενάγουσας η οποία κατατέθηκε ώρα 19.57 της 10.5.2021, σύμφωνα με την οικεία πράξη καταθέσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς (…/2021), ως προς την τρίτη εφεσίβλητη, η οποία συνδέεται με το δεσμό της απλής ομοδικίας με τους λοιπούς εφεσίβλητους, ως εις ολόκληρον υπόχρεοι προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (άρθρα 481, 922, 926 Α.Κ σε συνδ με τα άρθρα 74, 75, 513 παρ.1, β και 517 β ΚΠολΔ, ΑΠ 365/2010 και 292/2009 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα και επομένως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη σύμφωνα με την με στοιχ. I σκέψη. Συνακόλουθα και λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα απορριπτέοι χωρίς έρευνα της ουσίας τους είναι και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως της ενάγουσας καθ’ ο μέρος αφορούν την ίδια εναγόμενη- εφεσίβλητη (Σ. Σαμουήλ: η έφεση, έκδ. 2009, παρ. 584), ενώ άνευ αντικειμένου καθίσταται μετά την άνω απόρριψη, η από 7.6.2021 έφεση της τρίτης εναγομένης-εφεσίβλητης η οποία ασκήθηκε επιτρεπτά υπό αίρεση, καθώς αυτή συνδέεται με ενδοδιαδικαστικά γεγονότα, ήτοι την παραδοχή της αντίθετης αυτοτελούς εφέσεως της ενάγουσας (σχετ. ΑΠ 474/2000 ΝοΒ 2001.870, ΑΠ 1315/1993 ΕλλΔνη 35.1593, ΕφΠατ. 363/2002 και ΕφΑθ. 2974/1990, δημ. Νόμος, Αθ. Γ. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, 5η έκδ. 2019, κεφ. Δ’, σελ. 590-594). Όπως δε αναλύθηκε στην υπό στοιχ. IV σκέψη, ο μόνος τρόπος «θεραπείας» του εν λόγω εκπροθέσμου, είναι η παραδεκτή υποβολή εμπρόθεσμης αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατά το άρθρο 152 επ. ΚΠολΔ, ενέργεια στην οποία ωστόσο η εκκαλούσα δεν προέβη.

 

Σχέδιο Νόμου “Σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης”

Κατατέθηκε στις 19.7.2022 το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο “Σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης”.

Με τα άρθρα 1 έως 44 του Σχεδίου Νόμου ρυθμίζονται τα σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία “Υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας”. Για τα ζητήματα αυτά θα ακολουθήσει αναλυτική παρουσίαση των νέων διατάξεων στο antimolia.gr

Με το άρθρο 47 του Σχεδίου Νόμου προσδίδεται αναδρομικότητα στην απαγόρευση άσκησης καθηκόντων διευθύνοντος δικαστήριο ή εισαγγελία σε δικαστικούς λειτουργούς που είχαν ασκήσει τα ίδια καθήκοντα και σε προγενέστερο του νέου ΚΟΔΚΔΛ χρόνο.

Με το άρθρο 50 του Σχεδίου Νόμου επιλύεται το ζήτημα της αναστολής και των καταχρηστικών προθεσμιών άσκησης ενδίκων μέσων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Με το άρθρο 51 του Σχεδίου Νόμου τροποποιείται το άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ και προβλέπεται ότι κατά το χρονικό διάστημα 1-31 Αυγούστου αναστέλλονται και οι προθεσμίες που αφορούν στη διαδικασία των μικροδιαφορών και στη δυνατότητα σχολιασμού της πραγματογνωμοσύνης.

 

Σχέδιο Νόμου και Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης

 

ΑΠ 460/2022: Η καταχρηστική προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων αναστέλλεται κατά το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020, δηλ. καταλαμβάνεται από την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας

Παρατηρήσεις: Η απόφαση αυτή δέχθηκε ότι το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020, που ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) λόγω των μέτρων αποφυγής διάδοσης του κορωνοϊού δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, εφαρμόζεται και στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων. Αντίθετα, όμως, έκρινε για το ζήτημα αυτό η ΑΠ 762/2022.

 

 

Αριθμός 460/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 16 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “Γενικό Νοσοκομείο Χίου ΣΚΥΛΙΤΣΕΙΟ”, που εδρεύει στη Χίο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευαγγελίας Κονταρά, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσίβλητων:1.Ζ. Α. του Κ., κατοίκου …, 2. Ε. Δ. του Δ., κατοίκου …, 3.Α. Κ. του Ε., 4. Π. Κ. του Γ., 5. Ε. Λ. του Κ., 6. Ε. Μ. του Α., 7. Σ. Σ. του Σ., 8. Κ. – Λ. Μ. του Κ., 9. Κ. Φ. του Κ., εκτός των με α/α 1η και 2ο των αναιρεσιβλήτων, όλοι οι λοιποί παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βασιλείου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η 2364/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Την αναίρεσή της ζητεί το αναιρεσείον με την από 21-9-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 577 ΚΠολΔ, “το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης” (παρ. 1). Αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως, (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το εμπρόθεσμο της ασκηθείσας αναίρεσης αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής, τη συνδρομή της οποίας εξετάζει ο Άρειος Πάγος και αυτεπαγγέλτως, με βάση τα υποβληθέντα αποδεικτικά έγγραφα στοιχεία της δικογραφίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 ΚΠολΔ, “αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση…”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 321 του ίδιου Κώδικα “όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (πολιτικού), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, πρέπει να είναι τελεσίδικη. Η πρωτόδικη απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση γίνεται τελεσίδικη για κάποια αιτία που έχει επέλθει π.χ. διότι έχει παρέλθει η προθεσμία για έφεση ή διότι ο διάδικος έχει παραιτηθεί, από την έφεση που επρόκειτο να γίνει ή διότι αυτός έχει παραιτηθεί από το δικόγραφο της γενόμενης έφεσης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρχει πλέον προθεσμία προς άσκησή της. Ο διάδικος, έτσι, δεν υποχρεούται να διέλθει η υπόθεσή του και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αλλά μπορεί να προσβάλει απευθείας με αναίρεση την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόλις αυτή καταστεί τελεσίδικη, κατά τους άνω τρόπους (Ολ ΑΠ 1113/1986, ΑΠ 878/2017). Με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος επέφερε ριζικές αλλαγές στον ΚΠολΔ, τροποποιήθηκαν πολλές διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590), που αφορούν τα ένδικα μέσα και τις ανακοπές, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 518 παρ. 2, στο οποίο ορίσθηκε ότι “αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”. Η ίδια διάταξη, πριν την τροποποίησή της όριζε ότι “αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από την δημοσίευση της απόφασης που περατώνει την δίκη. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο “μεταβατικές και άλλες διατάξεις” περιλήφθηκε μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές, ενώ στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016”. Η αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 ορίζει, όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις, τα εξής: “Με τις παραγράφους 1-4 των μεταβατικών διατάξεων ρυθμίζεται το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος των διατάξεων του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, κατά τρόπον, ώστε να παρέχεται ο αναγκαίος χρόνος προσαρμογής στις νέες ρυθμίσεις όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης”. Η ως άνω μεταβατική διάταξη, όμως, που περιορίζεται μόνο στην πρόβλεψη ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται σε όσα εξ αυτών ασκούνται μετά την 1.1.2016, κάθε άλλο παρά σαφής είναι και για το λόγο αυτό οι σχετικές θεωρητικές προσπάθειες, αλλά – το κυριότερο – και οι πρώτες δικαστικές προσπάθειες που εκδίδονται μετά την 1.1.2016 παρείχαν συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις των νέων ρυθμίσεων, που διακύβευαν σε μεγάλο βαθμό την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου. Με την φραστική διατύπωση της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης ανέκυψαν ζητήματα διαχρονικού δικαίου στο δίκαιο της έφεσης και της αναίρεσης, καθώς ο νομοθέτης δεν διακρίνει μεταξύ των διατάξεων που αφορούν στη διαδικασία άσκησης και συζήτησης των ενδίκων αυτών μέσων από εκείνες που αναφέρονται στο παραδεκτό και στη προθεσμία άσκησης αυτών, με συνέπεια, κατά γραμματική ερμηνεία, να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διάταξη καταλαμβάνει όλες τις εφέσεις και αναιρέσεις που κατατίθενται από 1.1.2016, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου κρίθηκε αναγκαία η προσφυγή στις διαχρονικού δικαίου διατάξεις του Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 Εισ.Ν.ΚΠολΔ, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το παραδεκτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. Από την αντιπαραβολή μεταξύ των δύο παραγράφων τίθεται το ερμηνευτικό ζήτημα, αν η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης θα πρέπει να κριθεί με βάση την αρχή του άρθρου 24 παρ. 1 Εισ.Ν.ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στο παραδεκτό (στοιχείο του οποίου αποτελεί και το εμπρόθεσμο του ενδίκου μέσου) ή στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η οποία αναφέρεται ειδικά στις καταχρηστικές προθεσμίες. Όμως, η προσήλωση στη φραστική διατύπωση του άρθρου ένατου παρ. 2 ν. 4335/2015 θα ήγειρε ανυπολόγιστους κινδύνους ανασφάλειας δικαίου και διάψευσης της εύλογης πεποίθησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συναλλασομένων από ενδεχόμενη απώλεια κρίσιμων προθεσμιών και δικαιωμάτων. Γι’ αυτούς τους λόγους η ρύθμιση του ως άνω νόμου πρέπει να υποχωρήσει υπέρ της θεμελιώδους διαχρονικού δικαίου αρχής, που διατυπώνεται στο άρθρο 24 παρ. 1 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, δηλαδή να εφαρμόζεται επί της προθεσμίας των ενδίκων μέσων και εναντίον των αποφάσεων που δεν έχουν επιδοθεί ο κατά το χρόνο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης ισχύων νόμος. Έτσι, ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 αποφάσεις, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με έφεση ή αναίρεση (πρ.βλ. Ολ ΑΠ 296/1974), στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή, (κατά το άρθρο 817 παρ. 4 της ΠολΔ, σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Η με τον τρόπο αυτό τελολογική προσέγγιση του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 συντελεί στην εγκαθίδρυση αισθήματος εμπιστοσύνης του πολίτη και άρσης οποιασδήποτε ανασφάλειας δικαίου (Ολ ΑΠ 10/2018, ΑΠ817/2020, 596/2020, 111/2019). Κατά συνέπεια, εφ’ όσον πρόκειται για απόφαση που δημοσιεύτηκε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, αν αυτή δεν επιδοθεί, η προθεσμία της εφέσεως σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, τελειώνει δε η προθεσμία αυτή όταν παρέλθουν τα τρία χρόνια, οπότε η απόφαση, εφ’ όσον δεν υπόκειται πλέον σε έφεση, γίνεται τελεσίδικη και τότε παραδεκτά προσβάλλεται με αναίρεση. Η προθεσμία, εξ άλλου, της αναιρέσεως, που ηρεμεί όσο διαρκεί η προθεσμία της εφέσεως, δηλαδή αρχίζει αυτή αφού περάσει η προθεσμία της εφέσεως, στην ίδια περίπτωση που δεν επιδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση, είναι, κατά το άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ, τρία χρόνια και αρχίζει, όπως ορίζει το άρθρο αυτό, από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, δηλαδή είναι συνολικά έξη (6) χρόνια, τρία για να περάσει η προθεσμία της εφέσεως και να γίνει τελεσίδικη η απόφαση και άλλα τρία χρόνια από την ημέρα που η απόφαση έγινε τελεσίδικη, για να ασκηθεί μέσα στα χρόνια αυτά αναίρεση και συνολικά έξη χρόνια (ΑΠ 810/2018, 793/2014). Η τριετής αυτή προθεσμία είναι καταχρηστική και η έναρξή της, σε αντίθεση με την προθεσμία της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, δεν συνδέεται με οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή ενέργεια του διαδίκου, συμπληρώνεται δε με την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευση της απόφασης, εκτός αν προηγηθεί της τριετίας επίδοση της απόφασης, οπότε η τελεσιδικία θα επέλθει με την εκπνοή της προθεσμίας της παρ.1 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 363/2021, 1181/2019). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 564 παρ. 1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της άσκησης αίτησης αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης τελειώνει δε κατά τη λήξη του ωραρίου των δικαστικών υπηρεσιών την τριακοστή ημέρα ή, αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης, μη εξαιρετέας ημέρας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 του διατάγματος της 26-6/10.7.1944 ”Περί δικών του Δημοσίου”, σε όλες τις δίκες του Δημοσίου δεν τρέχει ουδεμία, απολύτως, προθεσμία σε βάρος αυτού κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Αυτό ισχύει, ρητώς, και για την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου, ήτοι και για την άσκηση αίτησης αναίρεσης, με τη ρητή, επίσης, διευκρίνιση ότι και η προθεσμία, που τυχόν άρχισε πριν από τις δικαστικές διακοπές, αναστέλλεται κατά τη διάρκειά τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του ΚΟΔΚαΔΛ (ν. 1756/1988), οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1 Ιουλίου και διαρκούν μέχρι την 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 εδ. α’ του ν. 2579/1998, οι υπέρ του Δημοσίου ισχύουσες, προνομιακές διατάξεις του άρθρου 11 του διατάγματος της 26-6/10.7.1944, οι οποίες δεν καταργήθηκαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ως άνω αναστολή των προθεσμιών προς άσκηση ενδίκων μέσων κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, εφαρμόζονται και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), (ΑΠ 1337/2014). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 74 παρ.1 του Ν.4690/2020, το οποίο επιγράφεται: Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ορίζονται τα εξής: 1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 2364/ 2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας. Κατά της απόφασης αυτής, που δημοσιεύθηκε στις 10.7.2014, δεν ασκήθηκε το ένδικο μέσο της έφεσης όπως προκύπτει από το αριθμ. 4615/16.7.2020 πιστοποιητικό του Τμήματος Πολιτικών Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως τις 15.7.2020, οπότε παρήλθε η τριετής (11.7.2017), κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, προθεσμία για την άσκησή της και η άνω απόφαση κατέστη έκτοτε τελεσίδικη. Στη συνέχεια πριν να παρέλθει η τριετής προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης, η οποία λόγω του χρονικού διαστήματος της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 -31.5.2020 και της παράτασης της προθεσμίας των ενδίκων μέσων για επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη της, η οποία (προθεσμία) έληγε την 30.10.2020, και εντός του διαστήματος της αναστολής, την 21.7.2020, επιδόθηκε η άνω απόφαση, όπως συνομολογεί και το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, το τελευταίο δε, άσκησε την ένδικη αίτηση αναίρεσης ,με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την 21.9.2020, (αριθμ. εκθ. καταθ. 65531/112/2020). Κατά συνέπεια, μη υπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών, το οποίο κατά το άρθρο 18 του Ν.4684/2020 περί περιορισμού των δικαστικών διακοπών για το έτος 2019-2020, περιορίστηκε από 16.7.2020 έως την 31.8.2020, εντός του οποίου έλαβε χώρα κατά τα ανωτέρω η επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπροθέσμως σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 552, 553, 556 και 558 ΚΠολΔ, αφού από την εκκίνηση της προθεσμίας την 1.9.2020 (μετά τη λήξη των δικαστικών διακοπών) μέχρι την κατάθεση του δικογράφου στις 21.9.2020, δεν παρήλθε η προθεσμία των τριάντα ημερών. Επομένως, η αίτηση είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζουν με τις κατατεθείσες κατ’ άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολΔ, στις 22.10.2021 προτάσεις τους οι αναιρεσίβλητοι και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

………….

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2364/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Εξαφανίζει την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2364/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Δικάζει την από 30.12.2010 αγωγή των αναιρεσιβλήτων.

Απορρίπτει αυτή.

Και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκείμενης δίκης ποσού δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2022.

ΑΠ 762/2022: Η καταχρηστική προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων δεν αναστέλλεται κατά το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020, δηλ. δεν καταλαμβάνεται από την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας

Παρατηρήσεις: Η απόφαση αυτή δέχθηκε ότι το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020, που ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) λόγω των μέτρων αποφυγής διάδοσης του κορωνοϊού δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, δεν εφαρμόζεται στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων. Αντίθετα, όμως, έκρινε για το ζήτημα αυτό η ΑΠ 460/2022.

 

 

Αριθμός 762/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη και Στέφανο – Σπυρίδων Πανταζόπουλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και στην προκειμένη περίπτωση και από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας και Φ.Α.Ε. Αθηνών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σπυριδούλα Ραυτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ – ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία “PQH ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ” και το διακριτικό τίτλο “PQH ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ Α.Ε.”, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αριστοτέλη Αγγέλη και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/9/2012 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 124/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 80/2018 του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 30/9/2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, τα ένδικα μέσα, μεταξύ των οποίων και εκείνο της αίτησης αναίρεσης, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, το οποίο έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, “αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου ν. 4335/2015, “οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από [την] 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές”, κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, “κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016″. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι επί αίτησης αναίρεσης, η οποία ασκείται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου μετά την 1-1-2016 και στρέφεται κατ’ απόφασης που έχει δημοσιευθεί μετά την 1-1-2016 χωρίς να έχει επιδοθεί, η προθεσμία για την άσκησή της είναι διετής από τη δημοσίευσή της. Τούτο επιρρωνύεται και από το άρθρο 24 παρ.1 εδ. α’ ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά το οποίο το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Με την ως άνω διάταξη καθιερώνεται η διετής καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης, η οποία ισχύει και για το Ελληνικό Δημόσιο (όπως και η αντίστοιχη καταχρηστική προθεσμία της έφεσης κατά το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), εν όψει του ότι η διάταξη αυτή δεν κάνει διάκριση, ούτε υπάρχει ειδική διάταξη στο ν.δ. της 26-6/10-7-1994 του κώδικος περί δικών Δημοσίου. Η προθεσμία αυτή είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, ούτε διακοπής, παράτασής της ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, εν όψει του ότι η μεγάλη διάρκειά της προστατεύει και τα συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τίθεται και προς εξυπηρέτηση γενικότερων συμφερόντων. Γίνεται δε παγίως δεκτό ότι ακόμη και αυτή η διάταξη του άρθρου 11 του ως άνω ν.δ. που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 50 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολ και ορίζει την αναστολή των προθεσμιών σε βάρος του Δημοσίου καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1-7 έως 15-9) δεν ισχύει για την καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών, η οποία εξακολουθεί να τρέχει (ΑΠ 666/2005, 1239-1240/1995, 1248-9/1995) και υπολογίζεται σ’ αυτήν το ως άνω χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια το άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020 που ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13-3-2020 έως 31-5-2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και ότι μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο καθώς και ότι οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 ΚΠολΔ καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ενδίκων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται αν δεν παρέλθουν επί πλέον τριάντα ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους, δεν εφαρμόζεται στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων και στην προκειμένη περίπτωση σ’ αυτήν της αναίρεσης. Τούτο ευχερώς συνάγεται όχι μόνον από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης η οποία απαριθμεί περιπτώσεις σύντομων προθεσμιών ενέργειας για την άσκηση των εκεί αναφερόμενων συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων, αλλά και από την τελολογική της θεώρηση, ιδίως ως προς την πρόβλεψη της συμπλήρωσής τους αν δεν παρέλθει προθεσμία τριάντα ημερών από την προβλεπόμενη λήξη τους, κάτι που δεν εναρμονίζεται με τον καθορισμό μιας ανελαστικής καταχρηστικής προθεσμίας, στην οποίαν η αφετηρία και η λήξη της απαιτεί σταθερότητα. Εξ άλλου, κατά μεν την παρ.1 του άρθρου 577 ΚΠολΔ το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου αν η αίτηση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως” (ΑΠ 1035/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 30-9-2020 αίτηση αναίρεσης ζητείται να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 80/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή η από 9-6-2016 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 124/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευβοίας, που είχε απορρίψει ως αόριστη την από 14-9-2012 ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά του πίνακος κατάταξης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, κράτησε και δίκασε την ως άνω ανακοπή και την δέχθηκε εν μέρει αυτήν και μεταρρυθμίζοντας τον πίνακα κατάταξης κατέταξε το αναιρεσείον στο ποσό των 718 ευρώ. Η ως άνω απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 14-6-2018 δεν επιδόθηκε στο αναιρεσείον, όπως το ίδιο ομολογεί. Η ένδικη αναίρεση ασκήθηκε με κατάθεση στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ την 1-10-2020. Συνεπώς, έχει παρέλθει η καταχρηστική διετής προθεσμία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση η καταχρηστική αυτή προθεσμία δεν είναι δεκτική αναστολής και το άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020 κατά το προαναφερθέν περιεχόμενό του δεν ισχύει επί αυτής, τούτο δε ανεξάρτητα και από το ότι μετά τη λήξη της ως άνω διάρκειας της προσωρινής (στις 31-5-2020) αναστολής μεσολάβησε χρονικό διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση (στις 14-06-2020) της προαναφερθείσας διετούς προθεσμίας κατά το οποίο μπορούσε το αναιρεσείον να ασκήσει αναίρεση. Συνεπώς, η ένδικη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί το αναιρεσείον λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 σε συνδ. με το άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 134423/1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 30-9-2020 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 80/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαΐου 2022.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2022.