ΑΠ 460/2022: Η καταχρηστική προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων αναστέλλεται κατά το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020, δηλ. καταλαμβάνεται από την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας
Παρατηρήσεις: Η απόφαση αυτή δέχθηκε ότι το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020, που ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) λόγω των μέτρων αποφυγής διάδοσης του κορωνοϊού δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, εφαρμόζεται και στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων. Αντίθετα, όμως, έκρινε για το ζήτημα αυτό η ΑΠ 762/2022.
Αριθμός 460/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 16 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “Γενικό Νοσοκομείο Χίου ΣΚΥΛΙΤΣΕΙΟ”, που εδρεύει στη Χίο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευαγγελίας Κονταρά, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων:1.Ζ. Α. του Κ., κατοίκου …, 2. Ε. Δ. του Δ., κατοίκου …, 3.Α. Κ. του Ε., 4. Π. Κ. του Γ., 5. Ε. Λ. του Κ., 6. Ε. Μ. του Α., 7. Σ. Σ. του Σ., 8. Κ. – Λ. Μ. του Κ., 9. Κ. Φ. του Κ., εκτός των με α/α 1η και 2ο των αναιρεσιβλήτων, όλοι οι λοιποί παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βασιλείου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η 2364/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Την αναίρεσή της ζητεί το αναιρεσείον με την από 21-9-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 577 ΚΠολΔ, “το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης” (παρ. 1). Αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως, (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το εμπρόθεσμο της ασκηθείσας αναίρεσης αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής, τη συνδρομή της οποίας εξετάζει ο Άρειος Πάγος και αυτεπαγγέλτως, με βάση τα υποβληθέντα αποδεικτικά έγγραφα στοιχεία της δικογραφίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 ΚΠολΔ, “αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση…”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 321 του ίδιου Κώδικα “όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (πολιτικού), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, πρέπει να είναι τελεσίδικη. Η πρωτόδικη απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση γίνεται τελεσίδικη για κάποια αιτία που έχει επέλθει π.χ. διότι έχει παρέλθει η προθεσμία για έφεση ή διότι ο διάδικος έχει παραιτηθεί, από την έφεση που επρόκειτο να γίνει ή διότι αυτός έχει παραιτηθεί από το δικόγραφο της γενόμενης έφεσης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρχει πλέον προθεσμία προς άσκησή της. Ο διάδικος, έτσι, δεν υποχρεούται να διέλθει η υπόθεσή του και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αλλά μπορεί να προσβάλει απευθείας με αναίρεση την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόλις αυτή καταστεί τελεσίδικη, κατά τους άνω τρόπους (Ολ ΑΠ 1113/1986, ΑΠ 878/2017). Με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος επέφερε ριζικές αλλαγές στον ΚΠολΔ, τροποποιήθηκαν πολλές διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590), που αφορούν τα ένδικα μέσα και τις ανακοπές, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 518 παρ. 2, στο οποίο ορίσθηκε ότι “αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”. Η ίδια διάταξη, πριν την τροποποίησή της όριζε ότι “αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από την δημοσίευση της απόφασης που περατώνει την δίκη. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο “μεταβατικές και άλλες διατάξεις” περιλήφθηκε μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές, ενώ στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016”. Η αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 ορίζει, όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις, τα εξής: “Με τις παραγράφους 1-4 των μεταβατικών διατάξεων ρυθμίζεται το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος των διατάξεων του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, κατά τρόπον, ώστε να παρέχεται ο αναγκαίος χρόνος προσαρμογής στις νέες ρυθμίσεις όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης”. Η ως άνω μεταβατική διάταξη, όμως, που περιορίζεται μόνο στην πρόβλεψη ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται σε όσα εξ αυτών ασκούνται μετά την 1.1.2016, κάθε άλλο παρά σαφής είναι και για το λόγο αυτό οι σχετικές θεωρητικές προσπάθειες, αλλά – το κυριότερο – και οι πρώτες δικαστικές προσπάθειες που εκδίδονται μετά την 1.1.2016 παρείχαν συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις των νέων ρυθμίσεων, που διακύβευαν σε μεγάλο βαθμό την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου. Με την φραστική διατύπωση της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης ανέκυψαν ζητήματα διαχρονικού δικαίου στο δίκαιο της έφεσης και της αναίρεσης, καθώς ο νομοθέτης δεν διακρίνει μεταξύ των διατάξεων που αφορούν στη διαδικασία άσκησης και συζήτησης των ενδίκων αυτών μέσων από εκείνες που αναφέρονται στο παραδεκτό και στη προθεσμία άσκησης αυτών, με συνέπεια, κατά γραμματική ερμηνεία, να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διάταξη καταλαμβάνει όλες τις εφέσεις και αναιρέσεις που κατατίθενται από 1.1.2016, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου κρίθηκε αναγκαία η προσφυγή στις διαχρονικού δικαίου διατάξεις του Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 Εισ.Ν.ΚΠολΔ, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το παραδεκτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. Από την αντιπαραβολή μεταξύ των δύο παραγράφων τίθεται το ερμηνευτικό ζήτημα, αν η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης θα πρέπει να κριθεί με βάση την αρχή του άρθρου 24 παρ. 1 Εισ.Ν.ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στο παραδεκτό (στοιχείο του οποίου αποτελεί και το εμπρόθεσμο του ενδίκου μέσου) ή στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η οποία αναφέρεται ειδικά στις καταχρηστικές προθεσμίες. Όμως, η προσήλωση στη φραστική διατύπωση του άρθρου ένατου παρ. 2 ν. 4335/2015 θα ήγειρε ανυπολόγιστους κινδύνους ανασφάλειας δικαίου και διάψευσης της εύλογης πεποίθησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συναλλασομένων από ενδεχόμενη απώλεια κρίσιμων προθεσμιών και δικαιωμάτων. Γι’ αυτούς τους λόγους η ρύθμιση του ως άνω νόμου πρέπει να υποχωρήσει υπέρ της θεμελιώδους διαχρονικού δικαίου αρχής, που διατυπώνεται στο άρθρο 24 παρ. 1 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, δηλαδή να εφαρμόζεται επί της προθεσμίας των ενδίκων μέσων και εναντίον των αποφάσεων που δεν έχουν επιδοθεί ο κατά το χρόνο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης ισχύων νόμος. Έτσι, ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 αποφάσεις, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με έφεση ή αναίρεση (πρ.βλ. Ολ ΑΠ 296/1974), στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή, (κατά το άρθρο 817 παρ. 4 της ΠολΔ, σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Η με τον τρόπο αυτό τελολογική προσέγγιση του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 συντελεί στην εγκαθίδρυση αισθήματος εμπιστοσύνης του πολίτη και άρσης οποιασδήποτε ανασφάλειας δικαίου (Ολ ΑΠ 10/2018, ΑΠ817/2020, 596/2020, 111/2019). Κατά συνέπεια, εφ’ όσον πρόκειται για απόφαση που δημοσιεύτηκε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, αν αυτή δεν επιδοθεί, η προθεσμία της εφέσεως σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, τελειώνει δε η προθεσμία αυτή όταν παρέλθουν τα τρία χρόνια, οπότε η απόφαση, εφ’ όσον δεν υπόκειται πλέον σε έφεση, γίνεται τελεσίδικη και τότε παραδεκτά προσβάλλεται με αναίρεση. Η προθεσμία, εξ άλλου, της αναιρέσεως, που ηρεμεί όσο διαρκεί η προθεσμία της εφέσεως, δηλαδή αρχίζει αυτή αφού περάσει η προθεσμία της εφέσεως, στην ίδια περίπτωση που δεν επιδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση, είναι, κατά το άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ, τρία χρόνια και αρχίζει, όπως ορίζει το άρθρο αυτό, από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, δηλαδή είναι συνολικά έξη (6) χρόνια, τρία για να περάσει η προθεσμία της εφέσεως και να γίνει τελεσίδικη η απόφαση και άλλα τρία χρόνια από την ημέρα που η απόφαση έγινε τελεσίδικη, για να ασκηθεί μέσα στα χρόνια αυτά αναίρεση και συνολικά έξη χρόνια (ΑΠ 810/2018, 793/2014). Η τριετής αυτή προθεσμία είναι καταχρηστική και η έναρξή της, σε αντίθεση με την προθεσμία της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, δεν συνδέεται με οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή ενέργεια του διαδίκου, συμπληρώνεται δε με την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευση της απόφασης, εκτός αν προηγηθεί της τριετίας επίδοση της απόφασης, οπότε η τελεσιδικία θα επέλθει με την εκπνοή της προθεσμίας της παρ.1 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 363/2021, 1181/2019). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 564 παρ. 1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της άσκησης αίτησης αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης τελειώνει δε κατά τη λήξη του ωραρίου των δικαστικών υπηρεσιών την τριακοστή ημέρα ή, αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης, μη εξαιρετέας ημέρας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 του διατάγματος της 26-6/10.7.1944 ”Περί δικών του Δημοσίου”, σε όλες τις δίκες του Δημοσίου δεν τρέχει ουδεμία, απολύτως, προθεσμία σε βάρος αυτού κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Αυτό ισχύει, ρητώς, και για την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου, ήτοι και για την άσκηση αίτησης αναίρεσης, με τη ρητή, επίσης, διευκρίνιση ότι και η προθεσμία, που τυχόν άρχισε πριν από τις δικαστικές διακοπές, αναστέλλεται κατά τη διάρκειά τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του ΚΟΔΚαΔΛ (ν. 1756/1988), οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1 Ιουλίου και διαρκούν μέχρι την 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 εδ. α’ του ν. 2579/1998, οι υπέρ του Δημοσίου ισχύουσες, προνομιακές διατάξεις του άρθρου 11 του διατάγματος της 26-6/10.7.1944, οι οποίες δεν καταργήθηκαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ως άνω αναστολή των προθεσμιών προς άσκηση ενδίκων μέσων κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, εφαρμόζονται και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), (ΑΠ 1337/2014). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 74 παρ.1 του Ν.4690/2020, το οποίο επιγράφεται: Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ορίζονται τα εξής: 1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 2364/ 2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας. Κατά της απόφασης αυτής, που δημοσιεύθηκε στις 10.7.2014, δεν ασκήθηκε το ένδικο μέσο της έφεσης όπως προκύπτει από το αριθμ. 4615/16.7.2020 πιστοποιητικό του Τμήματος Πολιτικών Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως τις 15.7.2020, οπότε παρήλθε η τριετής (11.7.2017), κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, προθεσμία για την άσκησή της και η άνω απόφαση κατέστη έκτοτε τελεσίδικη. Στη συνέχεια πριν να παρέλθει η τριετής προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης, η οποία λόγω του χρονικού διαστήματος της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 -31.5.2020 και της παράτασης της προθεσμίας των ενδίκων μέσων για επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη της, η οποία (προθεσμία) έληγε την 30.10.2020, και εντός του διαστήματος της αναστολής, την 21.7.2020, επιδόθηκε η άνω απόφαση, όπως συνομολογεί και το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, το τελευταίο δε, άσκησε την ένδικη αίτηση αναίρεσης ,με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την 21.9.2020, (αριθμ. εκθ. καταθ. 65531/112/2020). Κατά συνέπεια, μη υπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών, το οποίο κατά το άρθρο 18 του Ν.4684/2020 περί περιορισμού των δικαστικών διακοπών για το έτος 2019-2020, περιορίστηκε από 16.7.2020 έως την 31.8.2020, εντός του οποίου έλαβε χώρα κατά τα ανωτέρω η επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπροθέσμως σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 552, 553, 556 και 558 ΚΠολΔ, αφού από την εκκίνηση της προθεσμίας την 1.9.2020 (μετά τη λήξη των δικαστικών διακοπών) μέχρι την κατάθεση του δικογράφου στις 21.9.2020, δεν παρήλθε η προθεσμία των τριάντα ημερών. Επομένως, η αίτηση είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζουν με τις κατατεθείσες κατ’ άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολΔ, στις 22.10.2021 προτάσεις τους οι αναιρεσίβλητοι και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
………….
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2364/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Εξαφανίζει την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2364/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Δικάζει την από 30.12.2010 αγωγή των αναιρεσιβλήτων.
Απορρίπτει αυτή.
Και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκείμενης δίκης ποσού δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2022.