Ν. 5025/2023 “Διατάξεις για τη θωράκιση του θεσμικού πλαισίου του αθλητισμού και τον εξορθολογισμό της αθλητικής νομοθεσίας”

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α΄ 42/24.2.2023 ο Ν. 5025/2023 με τίτλο “Διατάξεις για τη θωράκιση του θεσμικού πλαισίου του αθλητισμού και τον εξορθολογισμό της αθλητικής νομοθεσίας”.

Με τον νόμο αυτό τροποποιούνται διατάξεις του Ν. 2725/1999 “ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις”.

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

 

Ν. 5024/2023 “Ρυθμίσεις για την εξαγορά κατεχομένων ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ακινήτων του Ταμείου Εθνικής Άμυνας, λοιπές διατάξεις για την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών”

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α΄ 41/24.2.2023 ο Ν. 5024/2023 με τίτλο “Ρυθμίσεις για την εξαγορά κατεχομένων ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ακινήτων του Ταμείου Εθνικής Άμυνας, λοιπές διατάξεις για την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών”.

Με τον νόμο αυτό τροποποιούνται διατάξεις του Ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος) και του Ν. 2859/2000 (Κώδικας Φ.Π.Α.).

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

 

ολΑΠ 1/2023: νομιμοποίηση εταιριών διαχείρισης προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων

Αριθμός 1/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Μαρία Βασδέκη, Ελένη Φραγκάκη, Ζαμπέττα Στράτα, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαριάνθη Παγουτέλη και Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αικατερίνη Βλάχου, Μαρία Λεπενιώτη, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Δημητρία Στρούζα – Ξένου ή Κοκολέτση, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη, Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά – εισηγήτρια, Ελένη Μπερτσιά, Διονύσιο Παλλαδινό, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αθανάσιο Τσουλό, Παρασκευή Τσούμαρη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Γεώργιο Αυγέρη, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Μαρί Δεργαζαριάν, Παναγιώτη Βενιζελέα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Σταυρούλα Κουσουλού, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλο -Δημήτριο Κοκκορό, Χρήστο Νάστα, Χριστίνα – Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Τριανταφύλλη Δρακοπούλου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Σταύρο Μάλαινο, Χρυσούλα Πλατιά, Μαλαματένια Κουράκου, Βαρβάρα Πάπαρη, Παναγιώτα Γκουδή – Νινέ, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία – Μάριον Δερεχάνη, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου και Ευαγγελία Γιακουμάτου, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 26 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου (κωλυομένου του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών – καλουσών: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα EUROBANK Ανώνυμη Εταιρεία” και τον διακριτικό τίτλο “Eurobank”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της “Τράπεζας Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία”, λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας, και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “DO VALUE Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις” (ΝΤΟΥ ΒΑΛΙΟΥ ΓΚΡΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ), η οποία εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “CAIRO No 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY” (ΚΑΪΡΟ Νο 3 ΦΑΙΝΑΝΣ ΝΤΕΖΙΓΚΝΕΙΤΙΝΤ ΑΚΤΙΒΙΤΥ ΚΟΜΠΑΝΥ), που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την ανωτέρω διαχειρίστριά της. Εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Ορφανίδη, Σπυρίδωνα Λάλα, Παναγιώτη Γιαννόπουλο, Μενέλαο Καρπαθάκη και Αναστασία Φλώρου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων – καθών η κλήση: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΙΟΝΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο “ΙΟΝΙΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στον Δήμο Νέας Ιωνίας Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ι. Μ. του Κ., κατοίκου …, 3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΠΛΑΤΕΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ, ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο “ΠΛΑΤΕΙΕΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στον Δήμο Νέας Ιωνίας Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 4)Α. Μ. του Κ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, 5) Θ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 6) Κ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 7) Δ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 8) Σ. – Σ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 9) Ε. Μ. του Ι., κατοίκου …, και 10) Κ. Μ. του Ι., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στρίμπερη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των αναιρεσιβλήτων:
1. Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, για το οποίο παραστάθηκε ο Πρόεδρός του Δημήτριος Βερβεσός και διόρισε πληρεξούσιους δικηγόρους του τους Ιωάννη Δεληκωστόπουλο, Δημήτριο Σκαρίπα, Παναγιώτη Νικολόπουλο, Νικόλαο Κλαμαρή και Γεώργιο Κοπακάκη, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. 2. Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου” που εδρεύει στο Αίγιο και εκπροσωπείται νόμιμα, για το οποίο παραστάθηκε ο Πρόεδρός του Γεώργιος Μπέσκος και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Αντώνιο Μαρκούλη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. 3. Επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ” (Ε.Ξ.Η.) το οποίο εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Λεκκάκου, η οποία κατέθεσε προτάσεις, και 4. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Χαλιακόπουλο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των τριών πρώτων των αναιρεσιβλήτων (κοινοποιουμένη η πρόσθετη παρέμβαση προς τους αναιρεσιβλήτους): α)Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία “ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ” (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ) που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, β)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος” που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και γ)δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μυταλούλη του Θωμά. Το πρώτο (“ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ”) εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ιωάννη Μυταλούλη και Λεωνίδα Στάμου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, το δεύτερο (“Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος”) εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριάδνη Νούκα, η οποία κατέθεσε προτάσεις και ο τρίτος (Ιωάννης Μυταλούλης) παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου και δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο ως προς τον εαυτό του. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ο Προέδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου (3ου προσθέτως παρεμβαίνοντος) ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Οι πληρεξούσιοι των λοιπών διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο δεν συναίνεσαν στο αίτημα της αναβολής. Το δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε επί της έδρας με την παρουσία και της Γραμματέως, απέρριψε το αίτημα της αναβολής.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-7-2016 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2871/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 2868/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 27-9-2020 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1873/2022 απόφαση του Α2′ Πολιτικού τμήματος, η οποία παρέπεμψε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης σχετικά με το στο σκεπτικό αναφερόμενο ζήτημα. Κατόπιν αυτής της απόφασης η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 15-11-2022 κλήση των καλουσών. Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με τις από 24-11-2022 (και με αριθμό κατάθεσης 63/2022), από 19-12-2022 (και με αριθμό κατάθεσης 83/2022), από 23-12-2022 (και με αριθμό κατάθεσης 88/2022), από 9-1-2023 (και με αριθμό κατάθεσης 4/2023) και την από 15-12-2022 (και με αριθμό κατάθεσης 81/2022) πρόσθετες παρεμβάσεις τους ζητούν όσα αναφέρονται σε αυτές αντίστοιχα. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους, ζήτησαν οι μεν των αναιρεσειουσών την παραδοχή της αίτησης, ο δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες, αφού έλαβαν κατά σειρά τον λόγο από την Πρόεδρο ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι πρόσθετες παρεμβάσεις τους και να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. O Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε: α)η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να αποφανθεί ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και του Ν. 3156/2003 οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) του Ν. 4354/2015 διαθέτουν κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, όχι μόνο όταν η μετάβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης αυτών γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, β)να κριθούν παραδεκτές οι πρόσθετες παρεμβάσεις των: 1. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, 2. Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου και 3. Ινστιτούτου Καταναλωτών Κρήτης, και απαράδεκτες, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, οι πρόσθετες παρεμβάσεις των: 1.Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος, 2.Ένωση Ξενοδοχείων Ηρακλείου, 3.Ιωάννη Μυταλούλη, δικηγόρου Αθηνών και 4. Ναυπηγοεπισκευαστική Σαλαμίνος Α.Ε. Κατά την 9η Φεβρουαρίου 2023, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Γεώργιος Καλαμαρίδης, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Δημήτριος Τράγκας και Διονύσιος Παλλαδινός, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 15-11-2022 κλήση των αναιρεσειουσών νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το παραπεμφθέν με την με αριθμό 1873/2022 ομόφωνη απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 εδαφ. β και 27 παρ. 2 β Ν. 4938/2022 (ΦΕΚ Α’ 109/6-6-2022) “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις”, ως γενικότερου ενδιαφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας ζήτημα, “Αν κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003 οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015 ή, αντιθέτως, διαθέτουν την ως άνω νομιμοποίηση ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται, εκάστοτε, η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή, όχι μόνο όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003”. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς, για πρώτη φορά και ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 KΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 KΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα, εκτός εάν ζητήθηκε και διατάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 150 ΚΠολΔ, σύντμηση της προθεσμίας, οπότε η κοινοποίηση της πρόσθετης παρέμβασης γίνεται στον ορισθέντα ελάσσονα των 60 ημερών προ της δικασίμου χρόνο. Ως τρίτος, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 80 KΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως, ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Ως εκ τούτου για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ’ του ισχύοντος από 27.9.2013 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, ΦΕΚ 208 τ. Α’/27.9.2013), στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει, μεταξύ άλλων, και “η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα…”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 15 του Ν. 2251/1994 “Προστασία καταναλωτών”, “Κάθε ένωση καταναλωτών νομιμοποιείται να ζητεί ενώπιον δικαστηρίων και διοικητικών αρχών κάθε μορφής έννομη προστασία για τα δικαιώματα των μελών της, ως καταναλωτών. Ιδίως νομιμοποιείται να ασκεί αγωγή, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή κατά διοικητικών πράξεων και να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα. Κάθε ένωση καταναλωτών δικαιούται να παρεμβαίνει προσθέτως σε εκκρεμείς δίκες μελών της για την υποστήριξη των δικαιωμάτων τους ως καταναλωτών.
Στην προκειμένη περίπτωση, άσκησαν πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ των αναιρεσίβλητων, για πρώτη φορά ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, τα εξής φυσικά και νομικά πρόσωπα: (1) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών” με το από 24-11-2022 δικόγραφό του και (2) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου” με το από 19-12-2022 δικόγραφό του, με τα οποία ισχυρίζονται, ότι το υποκείμενο προς κρίση ζήτημα είναι γενικότερου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, που ενδιαφέρει γενικότερα το δικηγορικό σώμα και, ότι, ως εκ τούτου, νομιμοποιούνται για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης κατά το άρθρο 90 περ. ζ του Ν. 4194/2013, (3) Το Πρωτοβάθμιο Σωματείο με την επωνυμία “ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ” (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ), το ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος”, και ο Ιωάννης Μυταλούλης, δικηγόρος Αθηνών, με το από 15-12-2022 δικόγραφό τους, με το οποίο, ειδικότερα, ισχυρίζονται, το σωματείο (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ), ότι ο υπέρ του η πρόσθετη παρέμβαση αναιρεσίβλητος, Ιωάννης Μαρούλης, τυγχάνει εγγεγραμένο και ταμειακά τακτοποιημένο μέλος του και, συνεπώς, δικαιούται να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτού στην παρούσα εκκρεμή δίκη για την υποστήριξη των δικαιωμάτων του ως καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 15 του Ν. 2251/1994, το ΝΠΔΔ “Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος”, ότι οι υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση, ανώνυμες εταιρείες με την επωνυμία “ΙΟΝΙΟΣ Ανώνυμη Εμπορική Βιομηχανική και Τουριστική Εταιρεία” και “ΠΛΑΤΕΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” τυγχάνουν εγγεγραμμένα και ταμειακά τακτοποιημένα μέλη του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών και ότι δικαιούται να παρέμβει υπέρ αυτών στην παρούσα εκκρεμή δίκη, στην οποία θα κριθεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις, που άπτονται των συμφερόντων των υπέρ ων, αλλά θα έχει αντανακλαστικές συνέπειες και σε πληθώρα άλλων μελών του, τα οικονομικά συμφέροντα των οποίων έχει αρμοδιότητα να προασπίζεται κατά τον αποτελεσματικότερο τρόπο, ενώ ο τρίτος προσθέτως παρεμβαίνων, δικηγόρος Αθηνών, Ιωάννης Μυταλούλης, με δήλωσή του που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της παρούσας συζήτησης παραιτήθηκε από την πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε, (4) το Επαγγελματικό Σωματείο με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ” με το από 23-12-2022 δικόγραφό του, με το οποίο ισχυρίζεται ότι το υπό κρίση ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ζήτημα αποτελεί ζήτημα ειδικού ενδιαφέροντος και ότι δικαιούται να παρέμβει υπέρ των αναιρεσίβλητων, καθώς εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του και του καταστατικού του σκοπού περί διαφύλαξης, μελέτης και προαγωγής των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του εντάσσεται και η ενημέρωση και η πρόταση ανάληψης πρωτοβουλιών σχετικών με το άνω ζήτημα, δεδομένου ότι τα μέλη του κατά βάση συνδέονται συμβατικά με πιστωτικά ιδρύματα και πολλά από αυτά βρίσκονται σε δικαστικές διενέξεις με τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων και (5) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ ΑΕ” με το από 9-1-2023 δικόγραφο, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον ότι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκκρεμεί αίτηση διαδικασίας αφερεγγυότητας αυτής, την οποία έχει ασκήσει, με την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου, άλλη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 (η “INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π”), την οποία διόρισε αλλοδαπή εταιρεία απόκτησης, προς την οποία η μεταβίβαση των δανείων έγινε με τιτλοποίηση σύμφωνα με το Ν. 3156/2003. Από τις ανωτέρω πρόσθετες παρεμβάσεις εκείνες των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Αιγίου, καθώς και του ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ, οι οποίες ασκήθηκαν με αυτοτελή δικόγραφα, τα οποία κατατέθηκαν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκαν σε όλους τους διαδίκους εντός προθεσμίας είκοσι πέντε (25) ημερών πριν από τη δικάσιμο, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, κατόπιν αιτήματος των προσθέτως παρεμβαινόντων για σύντμηση της οριζόμενης στο άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ προθεσμίας, είναι παραδεκτές, καθόσον, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, έχουν έννομο συμφέρον προς άσκησή τους και, συνεπώς, πρέπει να συνεκδικασθούν (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ) με την κρινόμενη, από 27-9-2020, αίτηση αναίρεσης.
Περαιτέρω, όμως, όσον αφορά τα προσθέτως παρεμβαίνοντα, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος” και επαγγελματικό σωματείο με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ”, η επίκληση ότι στην παρούσα εκκρεμή δίκη θα κριθεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις, που άπτονται των οικονομικών συμφερόντων των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση, των οποίων έχουν αρμοδιότητα να προασπίζονται τα συμφέροντα, καθώς και ότι πολλά από τα μέλη τους βρίσκονται σε δικαστικές διενέξεις με εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, δεν δικαιολογεί δικό τους άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, με την έννοια που εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, αφού η τυχόν έκδοση ευνοϊκής απόφασης για τις αναιρεσείουσες δεν πρόκειται να θίξει ευθέως ίδια δικαιώματα αυτών ή να επηρεάσει νομικά κατά οποιοδήποτε δυσμενή τρόπο τη θέση τους, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή τους για αποφυγή του κινδύνου αυτού, ούτε, άλλωστε θεμελιώνεται τέτοιο έννομο συμφέρον αυτών από κάποια διάταξη νόμου. Επίσης, δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης ούτε για την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ ΑΕ”, καθόσον η έκβαση της παρούσας δίκης δεν πρόκειται να θίξει ευθέως τα έννομα συμφέροντά της, ενώ δεν αρκεί το γεγονός ότι στην παρούσα εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που μπορεί να ωφελήσει ή να βλάψει και αυτή.
Συνεπώς, οι από 15-12-2022, από 23-12-2022 και από 9-1-2023 πρόσθετες παρεμβάσεις του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος”, του επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ” και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ ΑΕ”, αντίστοιχα, είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν.
Κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η συνδρομή αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, η δε έλλειψή τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ.1 περ. α ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως νομιμοποίηση των διαδίκων, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση τους, δηλαδή για βιοτική σχέση αυτών με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της, από το ουσιαστικό δίκαιο και έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την εν λόγω εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση αυτού, έχει, κατά κανόνα ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι), όπως λχ ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκτελεστής διαθήκης, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο αναγκαστικός διαχειριστής. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, ενώ επί αναιρέσεως ο αναιρεσείων για την ενεργητική νομιμοποίηση του ιδίου και την παθητική νομιμοποίηση του αναιρεσίβλητου πρέπει να επικαλεστεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 556 και 558 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 556 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικαίωμα αναίρεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση, εκείνοι που είχαν ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι προσεπικληθέντες, οι καθολικοί διάδοχοι και οι ειδικοί διάδοχοι, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς και οι εισαγγελείς, μόνο αν ήταν διάδικοι. Από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης με τη διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αναίρεση δύνανται να ασκήσουν αυτοτελώς και παραλλήλως τόσο ο μεταβιβάσας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, αρχικός διάδικος, όσο και ο προς ον η μεταβίβαση, εφόσον αυτός έγινε ειδικός διάδοχος μετά την άσκηση της αγωγής, ενώ δικαίωμα αναίρεσης παρέχεται και στον καθολικό διάδοχο του αρχικού διαδίκου και στον οιονεί καθολικό διάδοχο αυτού. Επίσης, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 577 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο Άρειος Πάγος, κατ’ αρχάς, ερευνά αυτεπαγγέλτως, κατ’ ελεύθερη απόδειξη, τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αναίρεσης, μεταξύ των οποίων και τη νομιμοποίηση του ασκούντος αυτήν και αν διαπιστωθεί έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης, την απορρίπτει ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή” (παρ. 14). Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος.
Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α’), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 του ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α’ Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περιπτ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ.
Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ’ αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015). Αντιθέτως, εννέα μέλη του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα οι Αρεοπαγίτες Κωστούλα Πρίγγουρη, Ελένη Μπερτσιά, Παρασκευή Τσούμαρη, Παναγιώτης Βενιζελέας, Κωνσταντίνα Νάκου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Ευτύχιος Νικόπουλος, Χρυσούλα Πλατιά και Βαρβάρα Πάπαρη είχαν την ακόλουθη γνώμη: δεν είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 να διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, για τους ακόλουθους λόγους: Επειδή η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαδίκων διασπά τον θεμελιώδη δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομη σχέσεως και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης, αυτή είναι επιτρεπτή μόνο στις κατά νόμο αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών, ούτε να επεκταθούν, βάσει αναλογικής εφαρμογής ή ερμηνείας, γι’ αυτό και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων οφείλει να είναι “αυστηρή”. Τούτο σημαίνει ότι η ένταξη μιας περιπτώσεως στην κατηγορία του μη δικαιούχου η μη υπόχρεου διαδίκου πρέπει να στηρίζεται σε ρητή νομοθετική βούληση, δηλαδή σε συγκεκριμένες διατάξεις νόμου -και οπωσδήποτε όχι στην ιδιωτική αυτονομία- με την έννοια ότι απαιτείται από τις εν λόγω διατάξεις να προκύπτει άμεσα ότι πρόκειται για δικαστική άσκηση, στο όνομα ενός προσώπου, δικαιώματος που ανήκει σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή σε άλλο φορέα, χωρίς βεβαίως να απαιτείται να διατυπώνεται η εξαιρετική νομιμοποίηση κατά τρόπο πανηγυρικό. Λόγω της αυστηρότητας της ρύθμισης, οφειλομένης στο γεγονός ότι επί εξαιρετικής αποκλειστικής νομιμοποίησης αποξενώνεται από τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης ο αληθής δικαιούχος ή υπόχρεος, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής του δικαιώματος ακροάσεως, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ουδέποτε κατέφυγε σε συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων και σε αναλογική ή συμπληρωματική ή τελολογική ερμηνεία τους, για να αποδώσει εξουσία διεξαγωγής δίκης σε πρόσωπο ξένο προς το φορέα του δικαιώματος, όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά από συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου. Περαιτέρω με το άρθρο 10 Ν. 3156/2003 εισήχθη στην Ελλάδα ο θεσμός της τιτλοποίησης απαιτήσεων, δηλαδή η ομαδοποίηση απαιτήσεων ή στοιχείων του ενεργητικού μιας επιχείρησης σε κοινό χαρτοφυλάκιο αναφοράς και η μεταβίβασή τους, λόγω πώλησης, με έγγραφη σύμβαση, σε εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία εξασφαλίζει το τίμημα της αγοράς τους με έκδοση και διάθεση ομολογιών με ιδιωτική τοποθέτηση, δηλαδή σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν υπερβαίνει τα 150. Στη σύμβαση πώλησης αυτή μεταβιβάζων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτών μόνο νομικό πρόσωπο (εταιρία ειδικού σκοπού) με αποκλειστικό σκοπό την κτήση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το ως άνω νόμο (άρθρο 10 παρ. 2).Ο νόμος αυτός θεσπίστηκε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, σε εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, με σκοπό την, επ’ ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, α) άμεση και με χαμηλό κόστος χρηματοδότηση των φερέγγυων ελληνικών επιχειρήσεων, που είχαν απαιτήσεις κατά τρίτων, με το τίμημα που θα εισέπρατταν αυτές από τη μεταβίβαση των απαιτήσεών τους, αφού η αξία των λογιστικών απαιτήσεών τους μετατρεπόταν σε άμεσα διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά και β) τη δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς ομολόγων, από την οποία θα αποκόμιζε κέρδος και η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού και οι ομολογιούχοι επενδυτές. Με τις παραγράφους 8, 9 και 10 του ανωτέρω άρθρου, κατά παρέκκλιση των προβλεπομένων στη σύμβαση εκχώρησης, ορίστηκε ότι από την καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 επέρχεται η μεταβίβασή τους, ενώ η καταχώριση αυτή επέχει και θέση αναγγελίας στον οφειλέτη, με την παράγραφο 14 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι, με έγγραφη σύμβαση, μπορεί να ανατίθεται περαιτέρω “η είσπραξη και εν γένει διαχείριση” των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα τις απαιτήσεις ή και σε τρίτο, ενώ με την παρ. 16 ορίστηκε ότι και η συμφωνία αυτή πρέπει να σημειώνεται στο ανωτέρω δημόσιο βιβλίο. Όπως προκύπτει από τη σαφή γραμματική διατύπωση της ανωτέρω παραγράφου 14, ο νόμος, αφ’ ενός μεν ορίζει την ανάθεση της διαχείρισης ως δυνητική και όχι ως υποχρεωτική, αφ’ ετέρου δε δεν απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης, που θα ορισθεί, την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση, δηλαδή δεν της απονέμει κατ’ εξαίρεση ενεργητική νομιμοποίηση να ασκεί αγωγές και λοιπά ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας ειδικού σκοπού, που έχει αποκτήσει τις απαιτήσεις, αλλά, στα πλαίσια σύμβασης εντολής, με εξουσία άμεσης αντιπροσώπευσης της εταιρείας αυτής, ρυθμίζει το πλαίσιο εκτελέσεως εξωδίκων διαχειριστικών (υλικών και νομικών) πράξεων και ιδίως την είσπραξη των απαιτήσεων. Η απουσία ρύθμισης, η οποία θα επέτρεπε στον διαχειριστή των απαιτήσεων να διαθέτει, πέραν της εξουσίας είσπραξης αυτών κατά το ουσιαστικό δίκαιο, και τη δικονομική εξουσία για κάταρξη και διεξαγωγή δίκης στο όνομα του εξουσιοδοτηθέντος για τις αλλότριες απαιτήσεις, αποτέλεσε προϊόν εμπρόθετης επιλογής του νομοθέτη, αφού ο μηχανισμός της τιτλοποίησης, που αφορά στη διαχείριση χρηματορροών, υπαγορεύει και τον ήπιο χαρακτήρα που προσλαμβάνει η εντός του πλαισίου του Ν. 3156/2003 διαχείριση των οικείων απαιτήσεων. Η σαφής αυτή βούληση του νομοθέτη προκύπτει: α) εμμέσως και από τις παραγράφους 15 και 17 του ιδίου άρθρου 10 Ν. 3156/2003, που ρυθμίζουν μόνο τα της είσπραξης των απαιτήσεων από την εταιρεία διαχείρισης, ορίζοντας την υποχρέωσή της να καταθέτει αμέσως τα εισπραττόμενα σε χωριστό λογαριασμό και να τα διαθέτει για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών και για τις λειτουργικές ανάγκες της εταιρείας ειδικού σκοπού και β) κατ’ αντιδιαστολή από το άρθρο 4 παρ. 6 του ιδίου νόμου, όπου, για άλλο ρυθμιζόμενο με τον νόμο αυτό ζήτημα, ορίζεται ρητά ότι ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων τους εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και συνεπώς, εάν ήθελε ο νόμος να υπάρχει η δικαστική αυτή εκπροσώπηση και στις δυνητικά οριζόμενες εταιρείες διαχείρισης του άρθρου 10 παρ. 14 του νόμου αυτού, θα το είχε ορίσει ρητά. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και δεν αμφισβητήθηκαν για δεκαπέντε σχεδόν έτη, αφού ποτέ οι εταιρείες διαχείρισης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων δεν διεκδίκησαν την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, περιορισθείσες μόνο στα ανωτέρω εξώδικα καθήκοντά τους. Περαιτέρω σε εκτέλεση του Τρίτου Μνημονίου, που συνήψε η Ελλάδα με τους δανειστές της τον Αύγουστο του 2015, ψηφίστηκε ο Ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.”, με σκοπό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική του έκθεση, αφ’ ενός μεν να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έχει σοβαρές επιπτώσεις στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, αφ’ ετέρου δε να διευκολύνει τους οφειλέτες των δανείων, που “φθάνουν στα όρια της απόγνωσης”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, να δεχθούν ευνοϊκή πρόταση ρύθμισης των οφειλών τους, που δεν θα εκθέσει τον εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος σε κίνδυνο κατηγορίας για απιστία, ενώ ρητά ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση ότι “θεσπίζεται καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιρειών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και η υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα χειροτερεύσει η νομική και πραγματική θέση του οφειλέτη”. Τα εταιρικά σχήματα που θεσπίζονται με τον νόμο αυτό, δηλαδή οι Εταιρείες Απόκτησης (ΕΑΑΔΠ) και οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και ως προς το περιεχόμενό τους, ρητά δε ορίστηκε ότι τα δικαιώματα, που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των ΕΔΑΔΠ, οι οποίες ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις (άρθρο 1 παρ. 1γ’). Τέλος στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων (ΕΔΑΔΠ), σε αντιστοίχιση με τα διευρυμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, με ρητή νομοθετική διάταξη (άρθρο 2 παρ. 4) απονεμήθηκε η κατ’ εξαίρεση ενεργητική νομιμοποίηση να ενεργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι και ορίστηκε ότι, εφ’ όσον μετάσχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά του δικαιούχου της απαίτησης. Στον ανωτέρω νόμο, του οποίου η εφαρμογή μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4389/2016, επεκτάθηκε και στα εξυπηρετούμενα δάνεια, ρητά ορίστηκε (άρθρο 1 παρ. 1δ’) ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων (μεταξύ άλλων) και του Ν. 3156/2003, η δε παράγραφος αυτή δεν τροποποιήθηκε κατά τις αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταβολές, που έγιναν στον Ν.4354/2015, γεγονός το οποίο καταδεικνύει τη σαφή νομοθετική βούληση να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται, παράλληλα προς τον νόμο αυτό και το άρθρο 10 Ν. 3156/2003. Ο νόμος 4354/2015 ουσιαστικά δεν εφαρμόσθηκε, αφού τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, αξιοποιώντας την νομική δυνατότητα, που τους δόθηκε, με τη διατήρηση σε ισχύ του Ν. 3156/2003, α) για να αποφύγουν τις αυστηρές ρυθμίσεις του Ν. 4354/2015, που έχουν θεσπισθεί προς προστασία των δανειοληπτών και ιδίως τη θεσπιζόμενη με τον νόμο αυτό (άρθρο 3 παρ. 2) ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων καταναλωτών, προηγούμενη πρόσκληση των συνεργάσιμων δανειολήπτη και εγγυητή να διακανονίσουν την οφειλή τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, και β) για να επωφεληθούν από τη φορολογική ατέλεια του Ν. 3156/2003 (άρθρο 14 παρ. 1), που προβλέπει ότι “η έκδοση ομολογιακού δανείου του νόμου αυτού, η παροχή κάθε είδους ασφαλειών, όλες οι συμβάσεις που προβλέπονται στο νόμο, καθώς και κάθε σχετική ή παρεπόμενη σύμβαση ή πράξη και η καταχώριση αυτών σε δημόσια βιβλία, όπου απαιτείται, οι προσωρινοί και οριστικοί τίτλοι ομολογιών, η διάθεση και κυκλοφορία αυτών, η εξόφληση του κεφαλαίου από ομολογίες και από επιχειρηματικές απαιτήσεις, που τις καλύπτουν και εν γένει η άσκηση δικαιωμάτων, που απορρέουν από ομολογίες, που εκδίδονται σύμφωνα με το νόμο αυτόν και από επιχειρηματικές απαιτήσεις, που τις καλύπτουν, η μεταβίβαση ομολογιών εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς ή χρηματιστηρίου απαλλάσσονται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο, περιλαμβανόμενου και του φόρου υπεραξίας, τέλος, ανταποδοτικό ή μη, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, εισφορά του ν. 128/1975, προμήθεια, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών”, και να μην καταβάλουν έτσι τους αναλογούντες φόρους, που θα κατέβαλαν, αν οι μεταβιβάσεις γίνονταν κατά τον Ν. 4354/2015, επέλεξαν, όπως τους παρασχέθηκε το σχετικό δικαίωμα, να μεταβιβάσουν τις κατά των δανειοληπτών απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003. Η επωφελής αυτή για τα συμφέροντά τους επιλογή των Τραπεζών έχει ως αυτόθροη συνέπεια και την επιλογή από αυτές της εφαρμογής για, τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις των ειδικών διατάξεων του άρθρου 10 Ν. 3156/2003, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ανωτέρω διάταξη της παρ. 14, που προβλέπει τη δυνητική (και όχι υποχρεωτική όπως προβλέπει ο Ν. 4354/2015) ανάθεση της είσπραξης και εν γένει εξώδικης διαχείρισης των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται σε εταιρεία διαχείρισης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει κατά τη διάταξη αυτή και την εξουσία της κατ’ εξαίρεση ενεργητικής νομιμοποίησης ως μη δικαιούχος διάδικος. Το συμπέρασμα αυτό δεν διαφοροποιείται, εάν η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού του άρθρου 10 Ν. 3156/2003 επιλέξει περαιτέρω επιτρεπτώς να αναθέσει τη διαχείριση των απαιτήσεων, που μεταβιβάστηκαν κατά το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003 σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων (ΕΔΑΔΠ) του Ν. 4354/2015 και όχι σε άλλη εταιρεία διαχείρισης, για τους ακόλουθους λόγους: α) Η κατ’ εξαίρεση του κανόνα ενεργητική νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχου διαδίκου έγινε με τον Ν. 4354/2015 για τις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν και που αντίστοιχα ανατέθηκε η διαχείρισή τους με τον νόμο αυτό και μόνο, υπό τις αυστηρές και ειδικές προϋποθέσεις, που αυτός προβλέπει και όχι για κάθε περίπτωση μεταβίβασης απαιτήσεων. Αυτό συνάγεται και από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4389/2016 (που αντικατέστησε διατάξεις του Ν. 4354/2015), στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (ν. 3156/2003) όπου επιτρέπεται και η τιτλοποίηση απαιτήσεων που εξυπηρετούνται, είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το παρόν σχέδιο νόμου”. Έτσι αναδεικνύεται η σαφής βούληση του νομοθέτη περί παροχής στα πιστωτικά ιδρύματα της δυνατότητας εφαρμογής του “θεσμικού πλαισίου” μόνον ενός εκ των δύο ως άνω νόμων, ως ενιαίου νομοθετικού καθεστώτος, αφού η επιλογή από το νομοθέτη της χρήσης του διαζευκτικού συνδέσμου “είτε”, επιβεβαιώνει τη νομοθετική στόχευση περί αποκλεισμού σωρευτικής ή επιλεκτικής εφαρμογής των ειδικότερων ρυθμίσεων των δύο νομοθετημάτων, β) Ο Ν. 3156/2003 περιέχει ειδικές ρυθμίσεις, με στόχευση τους ανωτέρω αναπτυξιακούς της Εθνικής Οικονομίας σκοπούς, οι οποίες ρυθμίσεις, κατά την σαφή βούληση του νομοθέτη, επειδή αποβλέπουν σε διαφορετικό από τον ανωτέρω σκοπό των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015, παρέμειναν σε ισχύ και μετά τον Ν. 4354/2015 και δεν τροποποιήθηκαν ή καταργήθηκαν με αυτόν και συνεπώς, αφού η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν.3156/2003, η οποία είναι ερμηνευτέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έχει κενό, όπως προαναφέρθηκε και δεν χορηγεί στην εταιρεία διαχείρισης της παραγράφου αυτής εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης, συνάγεται ότι ούτε οι ΕΔΑΔΠ που αναλαμβάνουν την είσπραξη των απαιτήσεων κατά το άρθρο αυτό έχουν τέτοια εξουσία. γ) Συμπλήρωση της παρ. 14 του άρθρου 10 Ν.3156/2003 με τον Ν. 4354/2015, με την “εμφύτευση” στον νόμο Ν. 3156/2003, από όλες τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, επιλεκτικά και μόνο της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, που προβλέπει την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση ως μη δικαιούχων διαδίκων των ΕΔΑΔΠ δεν είναι δυνατή, γιατί οι δύο νόμοι είναι ειδικοί νόμοι, με τον δικό του σκοπό θέσπισης και με τις δικές του προϋποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, οι οποίοι συνεπώς εφαρμόζονται παράλληλα αλληλοαποκλειόμενοι, και η επιλεκτική χρησιμοποίηση στοιχείων του ενός νόμου στον άλλο νόμο, με βάση κριτήρια σκοπιμότητας, ουσιαστικά δημιουργεί έναν τρίτο νόμο, που πρέπει να εφαρμοσθεί, ενέργεια όμως, που δεν είναι έργο του δικαστή ως εφαρμοστή του δικαίου, αλλά της νομοθετικής εξουσίας, η οποία, ωστόσο, δεν έχει επιλέξει έως τώρα να το πράξει, παρά την έκδοση αντίθετων αποφάσεων για το εριζόμενο αυτό ζήτημα, τόσο από τα δικαστήρια της ουσίας, όσο και από τον Άρειο Πάγο. Άλλωστε, οι ρυθμίσεις του Ν. 3156/2003 αναφορικά με το εύρος των εξουσιών του διαχειριστή του νόμου αυτού εντάσσονται σε ένα πλέγμα διατάξεων με εσωτερική συνοχή και αλληλουχία, έτσι ώστε η αποκοπή και η επιλεκτική ένταξη σ’ αυτό διατάξεων άλλου νομοθετήματος να αίρει τη συνοχή του πρώτου, που είναι απαραίτητη για τη συνεπή εφαρμογή του. Επίσης ούτε από την συστηματική ερμηνεία των διατάξεων των δύο νόμων είναι δυνατή η συμπληρωματική ή αναλογική εφαρμογή διατάξεων του ενός νόμου στον άλλο νόμο, γιατί οι δύο αυτοί ειδικοί νόμοι, το μόνο κοινό στοιχείο που έχουν είναι ότι αφορούν σε μεταβίβαση απαιτήσεων, χωρίς όμως να υπάγονται σε ένα υπέρτερο “κοινό σύστημα”, που περιλαμβάνει γενικό πλαίσιο διατάξεων, από την ερμηνεία των οποίων καθίσταται δυνατή η συμπληρωματική ή αναλογική αυτή εφαρμογή. Η αντίθετη άποψη ουσιαστικά επιτρέπει στις εταιρείες ειδικού σκοπού, που αποκτούν απαιτήσεις κατά τον Ν. 3156/2003, επιλέγοντας να αναθέσουν τη διαχείριση των μεταβιβαζόμενων με τον Νόμο αυτό απαιτήσεων, όχι σε άλλη εταιρεία διαχείρισης, αλλά σε ΕΔΑΔΠ, να “απονείμουν” με τη σύμβαση αυτή, που καταρτίζουν με την ΕΔΑΔΠ, εξαιρετική νομιμοποίηση στην ΕΔΑΔΠ, για διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν.3156/2003, ενώ τέτοια συμβατική χορήγηση κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης δεν είναι επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η παροχή δυνατότητας επιλεκτικής χρησιμοποίησης στοιχείων του ενός νόμου στον άλλο νόμο μπορεί, με βλάβη της ασφάλειας δικαίου, να δημιουργήσει πολλά περαιτέρω προβλήματα κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους. Έτσι π.χ. θα μπορούσε ο συνεργάσιμος δανειολήπτης και εγγυητής απαιτήσεως, που μεταβιβάσθηκε κατά τον Ν. 3156/2003, να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, γιατί δεν τηρήθηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν.4354/2015 της εξώδικης πρόσκλησης να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης, ισχυριζόμενος ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται συμπληρωματικά και στην μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τον Ν. 3156/2003. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, από τη γραμματική, ιστορική και τελολογική ερμηνεία της παρ. 14 του άρθρου 10 Ν. 3156/2003 και από την συστηματική ερμηνεία της σε σχέση με τις διατάξεις του Ν.4354/2015 συνάγεται ότι οι εταιρείες που αναλαμβάνουν την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιούμενων με το άρθρο 10 Ν.3156/2003 απαιτήσεων, δεν αποκτούν κατά τη διάταξη αυτή και εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης να διεξάγουν δίκες ως μη δικαιούχοι διάδικοι για την αποκτήσασα τις απαιτήσεις εταιρεία ειδικού σκοπού, το ίδιο δε ισχύει και όταν η αναλαμβάνουσα τη διαχείριση εταιρεία είναι ΕΔΑΔΠ του Ν.4354/2015, γιατί την εξαιρετική ενεργητική νομιμοποίηση στις ΕΔΑΔΠ ο Ν.4354/2015 τη χορηγεί μόνο αν η μεταβίβαση και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων έγινε με τον Νόμο αυτό, και η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στον Ν.3156/2003, στον οποίο υπάρχει η ανωτέρω ειδική διάταξη, δεν είναι επιτρεπτή δε η συμπλήρωση ή η ερμηνεία της διάταξης αυτής με προσφυγή στον Ν.4354/2015, αφ’ ενός μεν γιατί δεν υπάρχει κενό προς συμπλήρωση και αφ’ ετέρου, σε κάθε περίπτωση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η συμπληρωματική ή αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των δύο νόμων, δεδομένου ότι αυτοί είναι ειδικοί νόμοι με διαφορετικό σκοπό, που ρυθμίζουν διαφορετικά αντικείμενα με διαφορετικές προϋποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, χωρίς ο ένας να έχει ευρύτερο περιεχόμενο του άλλου και χωρίς να είναι μέρη ενός υπέρτερου πλαισίου γενικών διατάξεων, από την ερμηνεία του οποίου θα κρινόταν ως επιτρεπτή η συμπλήρωση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής: Επί της από 25-7-2016 αγωγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία” κατά των ήδη αναιρεσίβλητων, με την οποία, αφού επικαλέστηκε ότι είναι δανείστρια των δύο πρώτων αναιρεσίβλητων από συμβάσεις πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και κάλυψης κοινού ομολογιακού δανείου και ότι αυτοί (αναιρεσίβλητοι) μεταβίβασαν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων στους υπόλοιπους αναιρεσίβλητους, ζήτησε, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, να απαγγελθεί η διάρρηξη των συμβάσεων μεταβίβασης ως καταδολιευτικών, η οποία έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν με την με αριθμό 2871/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν, δε, άσκησης της από 25-1-2018 έφεσης των αναιρεσίβλητων εκδόθηκε η με αριθμό 2868/9-4-2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία η έφεση έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή και ακολούθως η αγωγή απορρίφθηκε κατά την επικουρική βάση της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, η αρχική διάδικος εταιρεία με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία” με την με αριθμό 152/24-6-2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο 10 με αυξ. αριθ. 186) μεταβίβασε προς την εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “CAIRO No. 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY”, επιχειρηματικές απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και την ένδικη απαίτηση, λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003. Ακολούθως, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού δυνάμει της με αριθμό 153/24-6-2019 σύμβασης διαχείρισης, η οποία καταχωρίστηκε στα ίδια ως άνω δημόσια βιβλία, στον τόμο 10 με αύξ. αριθ. 187, ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων που της μεταβιβάστηκαν στην μεταβιβάσασα Τράπεζα. Στη συνέχεια, με την με αριθ. πρωτ. 31847/203-2020 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών ΑΕ και Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων της Δ/νσης Εταιρειών Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία καταχωρίστηκε στο Γ.Ε.ΜΗ στις 20-3-2020 με αριθμό 2107384, εγκρίθηκε η διάσπαση με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της αρχικής διαδίκου Τράπεζας με σύσταση νέας εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία” (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα), η οποία συστήθηκε με την με αριθμό 6612/13-3-2020 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μαυρουδή. Με τον τρόπο αυτό η πρώτη αναιρεσείουσα υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της αρχικής διαδίκου Τράπεζας ως καθολική διάδοχος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 Ν. 2515/1997, καθώς και 57 και 70 Ν. 4601/2019. Κατόπιν αυτής της μεταβολής η εταιρεία ειδικού σκοπού “CAIRO No. 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY” με την από 30-3-2020 σύμβαση διαχείρισης, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στα ως άνω δημόσια βιβλία στις 29-4-2020, στον τόμο 11, με αύξ. αριθ. 103, ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Eurobank FPS ΑΕ Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, η οποία έχει λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της 220/1/13-3-2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β αριθ. 880/16-3-2017) και η οποία, με την από 5-6-2020 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, άλλαξε την επωνυμία της σε “Do Value Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις” (ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα). Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα με γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η δεύτερη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “DO VALUE Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στην οποία, δυνάμει της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης ανατέθηκε από την εταιρεία απόκτησης “CΑIRO No 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY” η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3156/2003, δικαιούται να ασκήσει, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης, συνεπώς και την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 2868/2020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφαίνεται ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 15-12-2022, 23-12-2022 και 9-1-2023 πρόσθετες παρεμβάσεις του νομικού προσώπου δημοσίου με την επωνυμία “Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος”, του επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ” και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ ΑΕ”, αντίστοιχα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2023.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 16 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ν. 5020/2023: Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και άλλες επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α 29/15.2.2023 ο Ν. 5020/2023: Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και άλλες επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

 

Ν. 5019/2023: Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 «σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ», ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α  27/14.2.2023 ο Ν. 5019/2023 “Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 «σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ», ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις”.

 

Με τον νόμο αυτό τροποποιούνται διατάξεις του Ν. 2251/1994.

Στο άρθρο 22 ρυθμίζονται ζητήματα περιορισμού της ευθύνης του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής (“phising“).

Με το άρθρο 102 τροποποιείται το άρθρο 32 παρ. 1 Π.Δ. 26/2012 για το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές.

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

 

ΓνωμΕισΑΠ 2/2023: Επίδοση διαταγής πληρωμής επί αγνώστου διαμονής οφειλέτη

 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Αθήνα 3 Φεβρουαρίου 2023

Αριθμ. Πρωτ.: 7498/22

Αριθμός γνωμ/σεως: 2

Προς

Την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος

Θέμα: Επίδοση διαταγής πληρωμής επί αγνώστου διαμονής οφειλέτη

Επί του ερωτήματος, που διατυπώνεται στο με αριθμ. πρωτ. 6180/2022 έγγραφό σας, για το εάν δηλαδή «διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε προ την 01-01-2016, η οποία αρχικά επιδόθηκε στον γνωστής διαμονής ή έδρας οφειλέτη εντός της Ελληνικής Επικράτειας, ο οποίος σήμερα έχει καταστεί αγνώστου διαμονής είναι σύννομο να επιδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 135 Κ.Πολ.Δ. επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής) και να ακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση βάσει της συγκεκριμένης επίδοσης του αντιγράφου εξ απογράφου της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση;» σας γνωρίζομε ότι η γνώμη μας είναι η εξής:

Με το άρθρο 623 του Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι «Κατά τις διατάξεις των άρθρων 624 έως 636 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και η απαίτηση, καθώς και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη». Περαιτέρω με τη διάταξη της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 624 του Κ.Πολ.Δ. οριζόταν ότι «δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και αν εκδόθηκε είναι άκυρη αν η επίδοση πρέπει να γίνει σε πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή η διαμονή τους είναι άγνωστη», η ίδια δε διάταξη μετά την τροποποίηση που έλαβε χώρα με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 στα άρθρα 591 έως 645 του ανωτέρω Κώδικος, έχει ως εξής: «δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και αν εκδοθεί είναι άκυρη, αν η επίδοση πρέπει να γίνει σε πρόσωπο που η διαμονή του είναι άγνωστη, εκτός αν έχει αντίκλητο νόμιμα διορισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 142 ΚΠολΔ». Περαιτέρω με το άρθρο 631 του ιδίου πιο πάνω κώδικας, όπως ισχύει, ορίζεται ότι :«η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Κατ’ εξαίρεση αναστέλλεται η εκτελεστότητα διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά προσώπου με άγνωστη διαμονή ή με διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 632, επιτρέπεται όμως να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 724». Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ. 1 & 2 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής δικαιούται να ασκήσει ανακοπή μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοση εάν έχει την διαμονή ή την έδρα του στην Ελλάδα και εντός τριάντα ημερών εάν έχει την διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, σε περίπτωση δε που η ανακοπή αυτή δεν ασκηθεί εμπροθέσμως, ο δανειστής μπορεί να επαναλάβει την επίδοση της διαταγής πληρωμής και ο οφειλέτης δικαιούται να ασκήσει νέα ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου και υπόκειται μόνο σε αναψηλάφηση.

Από τις παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, που τίθεται με την παράγραφο 2 του άρθρου 624 του Κ.Πολ.Δ., να μην είναι δηλαδή αγνώστου διαμονής το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η διαταγή, εξαιρουμένης της περιπτώσεως που έχει νομίμως διορισμένο αντίκλητο, πρέπει, κατά γενικό δικονομικό κανόνα, συναγόμενο ιδίως από τη διάταξη του άρθρου 73 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο οι διαδικαστικές προϋποθέσεις (Θετικές ή αρνητικές) πρέπει να συντρέχουν κατά τη διενέργεια της πράξεως για το έγκυρο της οποίας απαιτούνται, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Επομένως, αν μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης καταστή αγνώστου διαμονής (κατά την έννοια του άρθρου 135 παρ. 1 ΚΠολΔ) η διαταγή πληρωμής, κατά την έκδοση της οποίας συνέτρεχε η ως άνω αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, διαφυλάσσει μεν το κύρος της, αναστέλλεται όμως αυτοδικαίως η εκτελεστότητά της, κατ’ άρθρο 631 εδάφιο β’ Κ.Π.Δ. όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. Σ. ΑΝΔΡΙΤΣΟΥ σε Νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Χαρ. ΑΠΑΛΑΓΑΚΗ – Στ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, έκδ. 2022, τόμος 2ος, σελ. 2213-2214) προϋποτιθεμένου βεβαίως ότι ο οφειλέτης έχει διορίσει αντίκλητο ενώ σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου ισχύει ότι ίσχυε και προ του Ν. 4335/2015, δηλαδή η διαταγή πληρωμής καθίσταται ανενεργής εωσότου ο καθ’ ου αποκτήσει εκ νέου γνωστή διαμονή ή διορίσει νομίμως αντίκλητο (βλ. Χαρ. Παπαδάκη, ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ (ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ), εκδ. 2011, σελ. 76-77 και Ν ΤΡΙΑΝΤΟΥ, ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ … έκδ. 2014, σελ. 32-33). Η διάταξη του άρθρου 624 παρ. 2 του ΚΠολΔ, θέτοντας την ως άνω αρνητική προϋπόθεση, εμπεριέχει αυτοθρόως και απαγόρευση της επιδόσεως της διαταγής στο πρόσωπο του αγνώστου διαμονής οφειλέτη με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 135 του ως άνω Κώδικος. Η προεκτεθείσα ερμηνευτική εκδοχή προάγεται από το ότι ο νομοθέτης, έχοντας θεσπίσει απλή διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής – που ναι μεν δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά αποτελεί τίτλο εκτελεστό (άρθρα 631 εδάφιο α’ και 904 παρ. 2 περ. ε’ ΚΠολΔ) – χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρο 625 εδάφιο β’ του Κ.Π.Δ.) και με τις προαναφερόμενες σύντομες προθεσμίες για την άσκηση των μέσων αμύνης {ανακοπών} του καθ’ ου η διαταγή, θέλησε συνάμα, με τη ρύθμιση του άρθρου 624 παρ. 2 του ΚΠολΔ, να αποτρέψει την επίδοση της διαταγής πληρωμής υπό τους όρους των άρθρων 135 – 134 του ΚΠολΔ και να διασφαλίσει έτσι στον οφειλέτη τη δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Ολ.Α.Π. 10/1996). Το συμπέρασμα αυτό αφορά όλες τις περιπτώσεις των διαταγών πληρωμής ήτοι τόσο εκείνες που εκδόθηκαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2016 (ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των τροποποιήσεων που επήλθαν με το Ν. 4335/2015) όσο και τις μετά απ’ αυτήν εκδιδόμενες αφού η σχετική ρύθμιση όσον αφορά τους αγνώστου διαμονής οφειλέτες που δεν έχουν διορίσει αντίκλητο δεν επηρεάστηκε από τις ανωτέρω τροποποιήσεις. Προσέτι η αδυναμία επιδόσεως με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 135 του Κ.Πολ.Δ. τρόπο δεν μπορεί να ισχύει μόνο για την αρχική επίδοση του άρθρου 630 Α του Κ.Π.Δ. αλλά καταλαμβάνει {για τον ίδιο πιο πάνω παρατεθέντα λόγο} και τη μεταγενέστερη επίδοση, εκείνη δηλαδή της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 2 του ανωτέρω Κώδικας και εφόσον δεν υπάρξει η τελευταία επίδοση ώστε να προκύψει δεδικασμένο επεκτείνεται και στην επίδοση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση (άρθρ. 924 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), διότι μόνον έτσι εξασφαλίζεται η αναγκαία γνώση του οφειλέτη για την, μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την αρχική επίδοση, εξέλιξη της σε βάρος του διαδικασίας και του παρέχεται η κατά νόμο πληρέστερη προστασία δεδομένου ότι κατά το στάδιο αυτό ήτοι το στάδιο που ακολουθεί της επιδόσεως του άρθρου 633 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής. Συνεπώς δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η πλασματική επίδοση διαταγής πληρωμής κατ άρθρ. 135 – 134 του Κ.Πολ.Δ., ως αγνώστου διαμονής σε οφειλέτες, σε βάρος των οποίων έχει εκδοθεί εγκύρως τέτοια διαταγή

αφού με την επίδοση αυτή δεν εξασφαλίζεται η αναγκαία γνώση τους όσον αφορά τη λήψη επαχθούς γι’ αυτούς δικαστικού μέτρου και κατ’ επέκταση η δυνατότητα για απρόσκοπτη προβολή των θέσεων και ισχυρισμών τους με την άσκηση των ανωτέρω μέσων αμύνης. Εξυπακούεται βεβαίως ότι εφόσον έχει διορισθεί νομίμως αντίκλητος του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, που ήταν κατά την έκδοση αυτής (για τις μετά την 1-1-2016 περιπτώσεις) ή κατέστη αργότερα (για όλες τις περιπτώσεις) αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται στου αντίκλητο, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 143 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. και η διαδικασία εξελίσσεται κανονικά.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

ΔΡΑΚΟΣ Περικλής

ΜονΕφΑθ 25/2023: Αναστολή πλειστηριασμού- εταιρίες διαχείρισης του Ν. 3165/2003 (δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά ως μη δικαιούχοι διάδικοι- δεν αποδεικνύεται εγγράφως κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ η ειδική διαδοχή)- Αίτηση επαναφοράς (άρθρο 152 ΚΠολΔ)

Αριθμός απόφασης 25/2023

Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 656/104/23.1.2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος ………….., κατοίκου ……………. (οδός ……….., αριθ. ….), ΑΦΜ: ………….., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ………………., ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.

Της καθ’ ης η αίτηση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………………..», ΑΦΜ: …………………., που εδρεύει στο ……………… (οδός ……………, αριθ. ……), ενεργούσας εν προκειμένω ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………..», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία (καθ’ ης η αίτηση) παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου ……………, η οποία κατέθεσε σημείωμα.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής εκτέλεσης, που περιέχεται στο δικόγραφο της από 23.1.2023 έφεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης ………/23.1.2023 και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …………./23.1.2023 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη σημερινή δικάσιμο, της 24.1.2023.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν κατά τα προαναφερόμενα, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματά τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 938 παρ. 2 και 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την προσθήκη τους με το άρθρο 60 Ν. 4842/2021 από 1.1.2022 (κατ’ άρθρο 120 Ν. 4842/2021) και εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2022 (άρθρο 116 παρ. 6γ του ίδιου νόμου), α) επί κατάσχεσης ακινήτου, η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου και β) η αίτηση, με την οποία ζητείται η αναστολή του πλειστηριασμού, είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, ενώ η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00΄ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις της παραδεκτής άσκησης αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης επί ακινήτων είναι: 1) η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά της οριστικής (απορριπτικής της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ) απόφασης από τον αιτούντα, β) ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γ) η πιθανολόγηση ευδοκίμησης (ενός τουλάχιστον) λόγου έφεσης. Πρόσθετη προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης είναι, αν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του αρμοδίου (δευτεροβάθμιου) Δικαστηρίου το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 152 ΚΠολΔ «1. Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 2. Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 3. Η αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία ο δικαστής, όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της προθεσμίας ή για αναβολή, είχε κρίνει ανεπαρκή για τη χορήγηση της παράτασης ή της αναβολής» ενώ, κατά την επομένη διάταξη του άρθρου 153 του ίδιου Κώδικα, «Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 154 ΚΠολΔ, «Η επαναφορά ζητείται από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη ή, εάν υπάρχει εκκρεμοδικία, ζητείται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για το αν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία». Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 155 ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 7 Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται από 1.1.2022 και επί εκκρεμών υποθέσεων, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τις μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β` και 120 του αυτού ως άνω Νόμου, «1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Όταν στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 υποβάλλεται με τις προτάσεις και αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικό του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο. Στην περίπτωση αυτή η αντίκρουση από τον αντίδικό γίνεται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση των εκπρόθεσμων προτάσεων. 2. Η αίτηση της παρ. 1 πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας τους και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και εφόσον για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο τύπος». Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι η ενώπιον του εφετείου αίτηση επαναφοράς υποβάλλεται με το δικόγραφο της έφεσης ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του συνιστώντος την ανώτερα βία εμποδίου ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου (ΑΠ 854/2018, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 2139/2014, NOMOS), πρέπει δε να αναφέρει τους λόγους, για τους οποίους δεν ήταν δυνατή η τήρηση της προθεσμίας, τον χρόνο της άρσης του εμποδίου, το οποίο συνιστούσε την ανωτέρα βία ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου και τα προς απόδειξή τους αποδεικτικά στοιχεία (ΑΠ 1075/2015, ΑΠ 204/2014, NOMOS). Στην έννοια της «ανωτέρας βίας» εντάσσεται οποιοδήποτε γεγονός, το οποίο αντικειμενικά καθιστά αδύνατη την τήρηση κάποιας δικονομικής προθεσμίας και σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμη και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 937/2020, ΑΠ 932/2020, ΑΠ 800/2019, ΑΠ 275/2019, ΑΠ 824/2018, ΑΠ 214/2016, ΑΠ 949/2015). Το πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του διαδίκου δεν συνιστά λόγο επαναφοράς κατ’ άρθρο 152 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 908/2006), ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε λογικά ενδεικνυόμενη (υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις), συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια, ώστε να καταλείπεται σε αυτόν μέχρι τη λήξη της αντίστοιχης δικονομικής προθεσμίας χρόνος επαρκής, αξιοποιήσιμος με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση (άρθρο 116 ΚΠολΔ) για την επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης (ολΑΠ 29/1992, ΑρχΝ 1992/746, ΑΠ 1119/2017, ΑΠ 178/2011). Με βάση τα προαναφερόμενα ως λόγος ανωτέρας βίας πρέπει σαφώς να εκλαμβάνεται και η δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης, επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, σε χρόνο μετά τη λήξη της ανωτέρω 5ήμερης προθεσμίας ή και σε χρόνο που απέχει ελάχιστα από την λήξη της προθεσμίας αυτής, που ενόψει και των ειδικότερων συνθηκών της κάθε υπόθεσης καθιστά αδύνατη την λήψη εντολής από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, την μελέτη της πρωτόδικης απόφασης, την σύνταξη δικογράφου έφεσης και αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας.

Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών ζητεί με την υπό κρίση αίτησή του, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος του με την επίδοση της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., με την οποία κατασχέθηκαν και εκτίθενται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 25.1.2023 τα περιγραφόμενα στην αίτηση ακίνητά του, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της (περιεχόμενης στο ίδιο δικόγραφο) από 23.1.2023 έφεσής της (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/23.1.2023), που άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά της με αριθμό 126/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ………./22.7.2022 ανακοπή του και οι από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/15.11.2022 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, για τον λόγο  ότι είναι βέβαιο ότι η έφεσή του θα ευδοκιμήσει και αν πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Περαιτέρω, ο αιτών ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση κατά τις διατάξεις των άρθρων 152 επ. ΚΠολΔ, ώστε να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η υπό κρίση αίτηση αναστολής, ισχυριζόμενος ότι απώλεσε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ 5ήμερη προθεσμία, πριν τον επίδικο πλειστηριασμό, που έχει οριστεί για την 25.1.2023, διότι η εκκαλούμενη (με αριθμό 126/2023) απόφαση δημοσιεύτηκε την 16.1.2023, θεωρήθηκε την 17.1.2023 και αντίγραφο αυτής έλαβε ο αιτών το μεσημέρι της 18.1.2023, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη, χωρίς υπαιτιότητα του αιτούντος, η τήρηση της πιο πάνω 5ήμερης προθεσμίας. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω λόγω του χρόνου επίδοσης της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμής), για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση επαναφοράς έχει ασκηθεί παραδεκτά και εμπρόθεσμα (άρθρα 152 επ. ΚΠολΔ) και συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί αρχικά το βάσιμο της αίτησης αυτής (για επαναφορά στην πρότερη κατάσταση) και στη συνέχεια σε περίπτωση παραδοχής του αιτήματος αυτού να ερευνηθεί το βάσιμο της αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι η σχετική αίτηση είναι νόμιμη, σύμφωνα και με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933, 938 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4842/2021), πλην του αιτήματος για καταδίκη της καθ’ ης η αίτηση σε καταβολή των δικαστικών εξόδων της αιτούσας, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ΄ Ν. 4194/2013, όπως ισχύει σήμερα, επί αιτήσεως αναστολής πλειστηριασμού τα δικαστικά έξοδα και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται σε βάρος του αιτούντος.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε βάρος του αιτούντος εξεδόθη, μετά από αίτηση της «ΤΡΑΠΕΖΑ …….. Α.Ε.», η με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για το ποσό των 223.876,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Στις 21.1.2022 η καθ’ ης η αίτηση, ενεργώντας ως διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………….», ειδικής διαδόχου της πιστώτριας τράπεζας, επέδωσε στον αιτούντα ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μετά της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει νομιμότοκα το παραπάνω ποσό και, στη συνέχεια, ελλείψει συμμόρφωσής του, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην κρινόμενη αίτηση και στην με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………. για μέρος του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής κεφαλαίου, ποσού 130.000,00 ευρώ. Με την ως άνω κατασχετήρια έκθεση, που επιδόθηκε στον αιτούντα την 15.6.2022, ορίστηκε χρόνος για τη διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 25.1.2023, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της καθ’ ης την από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης ……………../22.7.2022 ανακοπή και τους από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης ……………../15.11.2022 πρόσθετους λόγους, ζητώντας την ακύρωση της προαναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας. Η ανακοπή εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων στις 6.12.2022 και εκδόθηκε σχετικά η με αριθμό 126/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της ανακοπής και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Η ανωτέρω απόφαση δημοσιεύτηκε στις 16.1.2023, μία μόλις ημέρα πριν την λήξη της προθεσμίας του άρθρου 938 ΚΠολΔ για την κατάθεση αίτησης αναστολής του επικείμενου πλειστηριασμού ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης την από 23.1.2023 έφεση (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/23.1.2023) και παράλληλα με το ίδιο δικόγραφο άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτηση για αναστολή της επίδικης εκτελεστικής διαδικασίας. Στην εν λόγω αίτηση αναστολής του ο αιτών σωρεύει και αίτηση επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ λόγω ανωτέρας βίας, ισχυριζόμενος ότι απώλεσε άνευ ευθύνης του την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ. 4 ΚΠολΔ πενθήμερη προθεσμία για την παραδεκτή άσκηση της ένδικης αίτησης αναστολής, διότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε μία μόλις ημέρα πριν την λήξη της προθεσμίας αυτής, ο ίδιος δε, παρά το ότι υπέβαλε έγκαιρα σχετική αίτηση, έλαβε γνώση και αντίγραφο της ως άνω πρωτόδικης απόφασης μόλις την 18.1.2023, ήτοι μετά την παρέλευση της πιο πάνω προθεσμίας. Με βάση τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι η απώλεια της ως άνω 5ήμερης προθεσμίας δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αιτούντος ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ενώ συντρέχει λόγος ανώτερης βίας, καθώς αφενός η προθεσμία αυτή είχε εκπνεύσει ήδη κατά την θεώρηση της προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης αφετέρου η μετά τη λήψη από τον αιτούντα αντιγράφου της πρωτόδικης απόφασης και μέχρι την κατάθεση της ένδικης έφεσης και της σωρευόμενης σ’ αυτήν αίτηση για αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας έγινε στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για την προετοιμασία του αιτούντος, την σύνταξη και την κατάθεση της ένδικης έφεσης και της αίτησης αναστολής, ενόψει των λόγων ανακοπής και έφεσης που προβλήθηκαν και της δυσκολίας του αντικειμένου της ένδικης ανακοπής. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση επαναφοράς ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα η αίτηση αναστολής.

Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ: «Ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν». Ως δικαιούχος, κατά τη διάταξη αυτή, νοείται το πρόσωπο που αναφέρεται στον τίτλο, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση και στη διάταξη αυτή ρυθμίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση που επέλθει καθολική ή ειδική διαδοχή του κεκτημένου εκτελεστού τίτλου προσώπου, προκειμένου να αρχίσει ή να συνεχιστεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που είχε αρχίσει ο τελευταίος πριν από την διαδοχή. Εξάλλου, σε περίπτωση που ο αρχικός δικαιούχος, που αναφέρεται στον τίτλο εκτέλεσης, μεταβιβάσει την απαίτησή του σε τρίτο και στη συνέχεια ο τελευταίος επαναμεταβιβάσει την απαίτηση στον αρχικό δικαιούχο, συντρέχει έδαφος εφαρμογής του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο εκ νέου αποκτών την αξίωση θεμελιώνει το δικαίωμά του στην νέα σύμβαση μεταβίβασης και συνεπώς ή ύπαρξη και η έκταση των αξιώσεών του εξαρτάται όχι από την αρχική σχέση, για την οποία εκδόθηκε η τίτλος εκτέλεσης, αλλά από την ύπαρξη και το κύρος της νεότερης συμφωνίας μεταβίβασης της απαίτησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ανωτέρω διάταξη, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της  εκτέλεσης που έχει αρχίσει από τον δικαιοπάροχο, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε από αλλού γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα έγγραφα ή ως επικυρωμένα αντίγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Ειδικότερα, στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής πρέπει να κοινοποιείται η ουσιαστικού δικαίου σύμβαση, διότι είναι απαραίτητη η αναγωγή στις επιμέρους συμφωνίες (λ.χ. της εκχώρησης), ώστε να διαπιστωθεί ο φορέας του επιδίκου δικαιώματος, που αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της νομιμοποίησης (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 598/2021, NOMOS, ΑΠ 345/2006, Δ (2006), 1170). Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης σε τρίτο-μη δικαιούχο διάδικο. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 περ. γ΄ Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»: «Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1,  2 περ. α΄ και 4 του ανωτέρω νόμου προβλέπουν ότι: «1. Στις εταιρίες της περίπτωσης α` της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014. 2. Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης. 4. Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 1 του 4354/2015, το οποίο προβλέπει τη σύσταση της Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και της Εταιρίας Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.), συνάγεται ότι στη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πρέπει να περιλαμβάνονται οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης και η σχετική σύμβαση  μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να κοινοποιείται στον καθ’ ου (ακόμα και εάν έλαβε γνώση της διαδοχής από αλλού), καθότι είναι έγγραφο (μεταξύ άλλων) που αποδεικνύει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, την ειδική διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και επομένως την νομιμοποίηση του, υπό την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, για την έναρξη ή συνέχιση της εκτέλεσης που έχει αρχίσει από τον δικαιοπάροχό του.

ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020- απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π. δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικός, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις . Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική) διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1-3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ’ του ν. 4954/2015 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α’ 157), ν. 1905/1990 (Α’ 141J, 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 100)”(ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ_ Περαιτέρω, με τον Ν.4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες αποκτήσεως” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχειρίσεως” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α7, β’, 1 § 1 στ. γ’, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β” Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1-3 Ν.4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α’ Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ’ ββ και γγ’ Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α’ Ν.4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης (βλ. έτσι για τα προαναφερόμενα ΑΠ 823/2022 και ΑΠ 822/2022).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του και τον πρόσθετο λόγο αυτής, που επανέφερε με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης δεν απέδειξε, ως όφειλε, εγγράφως ότι νομιμοποιείται ενεργητικά στη διαχείριση και στην είσπραξη της επίδικης απαίτησης και στην επίσπευση της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, καθώς και ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην έναρξη και συνέχιση της επίδικης εκτελεστικής διαδικασίας, καθώς δεν έχει την ιδιότητα μη δικαιούχου διαδίκου. Ότι, ειδικότερα, με την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή, συνταχθείσα κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, ως εντολοδόχου και ειδικής πληρεξούσιας, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………» δυνάμει του από 18.6.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 Ν. 3156/2003, στην οποία μεταβιβάστηκαν διάφορες απαιτήσεις από την τράπεζα με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ …………. Α.Ε.», βάσει της από 18.6.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 150/18.6.2020, το ποσό των 223.876,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της αρχικής πιστώτριας τράπεζας. Ότι μεταξύ των νομιμοποιητικών εγγράφων, που η καθ’ ης του συγκοινοποίησε, ήταν και απόσπασμα της ως άνω σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και της καθ’ ης, το οποίο στον όρο 2 στοιχ. δ΄ περιλαμβάνεται περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή των απαιτήσεων, αναφέροντας ότι περιλαμβάνονται όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων, χωρίς ωστόσο να κοινοποιήσει το πλήρες κείμενο της επίδικης σύμβασης διαχείρισης ούτε το πλήρες κείμενο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από την πιο πάνω τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, ώστε να προκύψει αν μεταξύ των απαιτήσεων, των οποίων η διαχείριση φέρεται να ανατέθηκε στην καθ’ ης η ένδικη αίτηση, περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση κατά του εδώ αιτούντος, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται εγγράφως ότι η καθ’ ης είναι δικαιούχος της επίδικης απαίτησης. Περαιτέρω, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση δεν νομιμοποιείται στην έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι αυτή δεν είναι φορέας της ένδικης απαίτησης, η μεταξύ αυτής και της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού σχέση διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, χωρίς να είναι επιτρεπτή η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4354/2015. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο πρόσθετος λόγος ανακοπής και ο αντίστοιχος λόγος της υπό κρίση έφεσης είναι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 925 παρ. 1 ΚΠολΔ και 1 περ. γ΄, 2 παρ. 1, 2 περ. α΄ και 4 Ν. 4354/2015, καθώς και στις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν υποβολής της από 5.9.2023 αίτησης της τραπεζικής εταιρίας «ΤΡΑΠΕΖΑ …………. Α.Ε.» εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας ο αιτών υποχρεώθηκε να της καταβάλει, για απαίτησή της που απέρρεε από σύμβαση πίστωσης, το ποσό των 223.876,00 για κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς το πόσο των 3.800,00 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Ακολούθως, η καθ’ ης  η ένδικη αίτηση επέδωσε  στον αιτούντα στις 21.1.2022 την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκε να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 223.876,00 ευρώ για κεφάλαιο, πλέον τόκων και των εξόδων. Περαιτέρω, η καθ’ ης με την με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………………. επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του αιτούντος και ορίστηκε ημερομηνία για τον πλειστηριασμό η 25.1.2023 και υπάλληλος του πλειστηριασμού η συμβολαιογράφος Πειραιά ……………… Η καθ’ ης η αίτηση μαζί με την ως άνω επιταγή προς εκτέλεση συγκοινοποίησε στον αιτούντα, προς τον σκοπό της απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησής της, ως προς την αναγκαστική εκτέλεση που επέσπευδε, τα ακόλουθα έγγραφα: 1) τη με αριθμό 150/18.6.2019 δημοσιευμένη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψη της σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων και 2) τη με αριθμό πρωτοκόλλου 151/18.6.2019 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, την από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ………………./22.7.2022 ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης ………………/15.11.2022 πρόσθετους λόγους, ζητώντας την ακύρωση της προαναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, μεταξύ άλλων και για τον λόγο ότι δεν της επιδόθηκε το πλήρες κείμενο της επίδικης σύμβασης μεταβίβασης των απαιτήσεων από την αρχική δικαιούχο τράπεζα στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, αλλά και λόγω μη νομιμοποίησης της καθ’ ης η ένδικη αίτηση εταιρίας στην έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη με την ένδικη έφεση με αριθμό 126/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ο λόγος αυτός της ανακοπής και του δικογράφου των προσθέτων λόγων ως αβάσιμος. Όσον αφορά τα πιο πάνω έγγραφα που η καθ’ ης συγκοινοποίησε στον αιτούντα μαζί με την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή, στο απόσπασμα της επίδικης σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και στην περίληψη της σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν μνημονεύονται ούτε κατά γενικό τρόπο τα δάνεια και οι απαιτήσεις, τη διαχείριση των οποίων ανέλαβε η καθ’ ης η αίτηση ούτε προκύπτει ότι η καθ’ ης η αίτηση ανέλαβε τη διαχείριση του συνόλου των απαιτήσεων που έχουν μεταβιβαστεί από την «ΤΡΑΠΕΖΑ …………… Α.Ε.» στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία. Από τα ανωτέρω έγγραφα που η καθ’ ης συγκοινοποίησε στον αιτούντα συνάγεται ότι αυτή και η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού, στην οποία εκχωρήθηκαν απαιτήσεις της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ ………….. Α.Ε.», έχουν  συνάψει μεταξύ τους σύμβαση διαχείρισης, στην οποία απαριθμούνται προφανώς  τα δάνεια που ανέλαβε η καθ’ ης, πλην όμως, η σύμβαση αυτή καθώς και οι τυχόν τροποποιήσεις της δεν κοινοποιήθηκαν στον αιτούντα μαζί με την επιταγή προς πληρωμή, προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι επίδικες αξιώσεις κατ’ αυτής συμπεριλαμβάνονται στις απαιτήσεις των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε η καθ’ ης. Επίσης, πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση επικαλείται προς θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης για την έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας την προαναφερόμενη σύμβαση διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία συνήφθη με βάση τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και συνεπώς κατά τα λεπτομερώς αναγραφόμενα και στην πιο πάνω μείζονα σκέψη και συνεπώς δεν νομιμοποιείται ενεργητικά, καθώς η μόνη νομιμοποιούμενη να αρχίσει και να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία είναι (ως ειδική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου τράπεζας) η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……………………». Επομένως, επειδή δεν αποδεικνύεται εγγράφως, κατά την έννοια του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι η καθ’ ης είναι ειδική διάδοχος και νομιμοποιείται στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη της πιο πάνω απαίτησης, που επιδικάστηκε με την με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά και ενόψει του ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στα πλαίσια της υπό κρίση εκτελεστικής διαδικασίας, πιθανολογείται ότι ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης θα γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, θα εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 126/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και θα ακυρωθεί η  με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι θα απωλέσει τα επίδικα ακίνητα. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της έφεσης, και να ανασταλεί η διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αιτούντος από την καθ’ ης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (συμπεριλαμβανομένου και του πιο κάτω αναφερόμενου πλειστηριασμού ακινήτων), που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος του αιτούντος (μετά την επίδοση της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) με την επίδοση της με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………….., με την οποία κατασχέθηκε και εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 25.1.2023, η περιγραφόμενη στην πιο πάνω έκθεση ακίνητη περιουσία του αιτούντος, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 23.1.2023 έφεσης (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………./23.1.2023) που ο αιτών έχει ασκήσει κατά της με αριθμό 126/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 20.7.2022 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………./22.7.2022) ανακοπή του και ο από 8.11.2022 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/15.11.2022) πρόσθετος λόγος ανακοπής κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως την παρουσία των διαδίκων, στην Αθήνα, στις ………….

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Απόφαση Υπουργού Εσωτερικών για την “Πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία σε φορείς του Δημοσίου” (ΦΕΚ Β΄ 343/26.1.2023)

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

 

Αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.64/946/οικ.858

 

Πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία σε φορείς του Δημοσίου.

 

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

  1. Την παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 4808/2021 «Για την Προστασία της Εργασίας – Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής “Επιθεώρηση Εργασίας” – Κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας – Κύρωση της Σύμβασης 187 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τo Πλαίσιο Προώθησης της Ασφάλειας και της Υγείας στην Εργασία – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 για την ισορροπία μεταξύ της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ζωής, άλλες διατάξεις του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και λοιπές επείγουσες ρυθμίσεις» (Α’ 101).
  2. Το άρθρο 90 του Κώδικα της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά Όργανα (άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005, Α’98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).
  3. Το π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους – Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α’ 119).
  4. Το π.δ. 84/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων» (Α’ 123).
  5. Το π.δ. 2/2021 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 2).
  6. Το π.δ. 133/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης» (Α’ 161).
  7. Το γεγονός ότι η έκδοση της παρούσας απόφασης δεν προκαλεί δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας είναι να θέσει ένα συνεκτικό και σύγχρονο πλαίσιο για την πρόληψη και την αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης σε φορείς του δημοσίου τομέα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εργασίας το οποίο σέβεται, προωθεί και διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε έναν κόσμο εργασίας χωρίς βία και παρενόχληση.

 

Άρθρο 2

Ορισμοί

  1. Για τους σκοπούς της παρούσας:

α) ως «βία και παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, πράξεις, πρακτικές ή απειλές αυτών, που αποσκοπούν, οδηγούν ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα είτε κατ’ επανάληψη,

β) ως «παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως εάν συνιστούν μορφή διάκρισης, και περιλαμβάνουν και την παρενόχληση λόγω φύλου ή για άλλους λόγους διάκρισης,

γ) ως «παρενόχληση λόγω φύλου» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με το φύλο ενός προσώπου, οι οποίες έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος κατά το άρθρο 2 του ν. 3896/2010 (Α’ 107) και την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4443/2016 (Α’ 232). Οι μορφές συμπεριφοράς αυτές περιλαμβάνουν και τη σεξουαλική παρενόχληση του ν. 3896/2010, καθώς και μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την έκφραση, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου του προσώπου.

  1. Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας οι μορφές συμπεριφοράς βίας και παρενόχλησης σε βάρος των προσώπων του άρθρου 3 μπορούν να λαμβάνουν χώρα ιδίως:

(α) στον χώρο εργασίας, συμπεριλαμβανομένων δημόσιων και ιδιωτικών χώρων και χώρων όπου ο εργαζόμενος παρέχει εργασία, λαμβάνει αμοιβή, κάνει διάλειμμα ιδίως, για ανάπαυση ή για φαγητό, σε χώρους ατομικής υγιεινής και φροντίδας, αποδυτηρίων ή καταλυμάτων που παρέχει ο εργοδότης,

(β) στις μετακινήσεις από και προς την εργασία, τις λοιπές μετακινήσεις, τα ταξίδια, την εκπαίδευση, καθώς και τις εκδηλώσεις και τις κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την εργασία και

(γ) κατά τις επικοινωνίες που σχετίζονται με την εργασία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιούνται μέσω τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται σε εργαζόμενους και απασχολούμενους σε φορείς του δημόσιου τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), ανεξάρτητα από το καθεστώς απασχόλησής τους και τη σχέση εργασίας τους, συμπεριλαμβανομένων των απασχολούμενων με σύμβαση έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έμμισθης εντολής, των απασχολούμενων μέσω τρίτων παρόχων υπηρεσιών, καθώς και άτομα που παρακολουθούν κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένων των ασκούμενων και των μαθητευόμενων, εθελοντές, εργαζόμενοι των οποίων η σχέση εργασίας έχει λήξει, καθώς και άτομα υπό διορισμό ή πρόσληψη.

 

Άρθρο 4

Μέτρα ενημέρωσης και πρόληψης

Οι αρμόδιες υπηρεσίες προσωπικού των φορέων του δημόσιου τομέα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οφείλουν:

α) να ενημερώνουν τους υπαλλήλους με κάθε πρόσφορο τρόπο για τις κείμενες διατάξεις που αφορούν στην πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία και τις σχετικές οδηγίες που περιλαμβάνονται σε γενικούς ή ειδικούς κώδικες και οδηγούς δεοντολογίας και επαγγελματικής συμπεριφοράς.

β) να αναρτούν στον χώρο εργασίας ή στον εσωτερικό δικτυακό τόπο ενημέρωση για τις διαδικασίες που υφίστανται στον φορέα για την καταγγελία και την αντιμετώπιση τέτοιων μορφών συμπεριφοράς, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας για τις αρμόδιες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρχές.

γ) να προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες για την εκπαίδευση των υπαλλήλων όσον αφορά θέματα διαχείρισης περιστατικών βίας και παρενόχλησης στην εργασία και εξάλειψης ή περιορισμού των κινδύνων εμφάνισης τέτοιων φαινομένων.

δ) να προβαίνουν σε ενέργειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των υπαλλήλων και να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των υπαλλήλων σε αυτές.

ε) να διασφαλίζουν τη δημιουργία περιβάλλοντος ασφάλειας και εχεμύθειας για τους υπαλλήλους που επιθυμούν να προβούν σε αναφορά φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία με σκοπό την έγκαιρη αντιμετώπισή τους κατά τις κείμενες διαδικασίες.

 

Άρθρο 5

Διαδικασία και όργανα υποβολής αναφορών για περιστατικά βίας και παρενόχλησης στην εργασία

  1. Κάθε πρόσωπο του άρθρου 3 που θίγεται από περιστατικό βίας και παρενόχλησης σε βάρος του κατά το άρθρο 4 του ν. 4808/2021, ακόμη και αν έχει λήξει η σχέση, στο πλαίσιο της οποίας φέρεται ότι εκδηλώθηκε σε βάρος του το περιστατικό ή η συμπεριφορά, πέραν της δικαστικής προστασίας, έχει δικαίωμα υποβολής καταγγελίας:

α) ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη,

β) εντός του φορέα, όπου παρέχεται η εργασία ή σε εποπτεύοντα φορέα κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2.

γ) ενώπιον της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, εφόσον έχει υποβληθεί καταγγελία στους αρμοδίους φορείς και πρόσωπα της περ. α και β, και δεν έχουν επιληφθεί αρμοδίως μετά το πέρας τριών μηνών από την υποβολή της καταγγελίας, προκειμένου να ασκήσει τις αρμοδιότητες των παρ. 3 και 4 του παρόντος.

  1. Οι καταγγελίες για περιστατικά βίας και παρενόχλησης κατά το άρθρο 4 του ν. 4808/2021 υποβάλλονται στον Σύμβουλο Ακεραιότητας του άρθρου 23 του ν. 4795/2021 που είναι αρμόδιος για τον φορέα, στον οποίον υπηρετεί ο υπάλληλος κατά τον χρόνο εκδήλωσης του περιστατικού βίας και παρενόχλησης, εφόσον υπάρχει. Άλλως, η καταγγελία υποβάλλεται στον ανώτερο στη διοικητική ιεραρχία προϊστάμενο του φορέα με αρμοδιότητα για θέματα προσωπικού του φορέα ή εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, στον ανώτερο στη διοικητική ιεραρχία προϊστάμενο του εποπτεύοντος φορέα. Ειδικά για τους ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού οι καταγγελίες δύνανται να υποβάλλονται στον Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
  2. Οι καταγγελίες υποβάλλονται με εμπιστευτικό πρωτόκολλο και τα αρμόδια όργανα αυτά υποχρεούνται αμέσως και το αργότερο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της καταγγελίας να εξετάσουν τη βασιμότητα των ισχυρισμών της καταγγελίας και να καλέσουν ενώπιον τους για παροχή εξηγήσεων τον καταγγελλόμενο καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο, το οποίο βάσει της καταγγελίας ή των εξηγήσεων του καταγγελλόμενου έλαβε γνώση ή ήταν μάρτυρας για το περιστατικό βίας και παρενόχλησης. Εφόσον από το πόρισμα της εξέτασης αυτής προκύψει πειθαρχική ευθύνη του καταγγελλόμενου, το πόρισμα αυτό διαβιβάζεται άμεσα και το αργότερο εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) ημερών στον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο του καταγγελλόμενου προσώπου για περαιτέρω ενέργειες στο πλαίσιο των πειθαρχικών αρμοδιοτήτων του. Ειδικά ο Σύμβουλος Ακεραιότητας υποχρεούται να διαβιβάσει άμεσα και το αργότερο εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) ημερών από την παραλαβή, την καταγγελία στον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο του καταγγελλόμενου προσώπου παρακολουθώντας παράλληλα την εξέλιξη εξέτασης της καταγγελίας προκειμένου να ενημερώνει το θιγόμενο πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία.
  3. Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας πέραν της ενεργειών της παρ. 3, διερευνά στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της και τυχόν πειθαρχικές ευθύνες του οργάνου ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία και υπαιτίως καθυστέρησε την εξέταση της καταγγελίας.
  4. Τα αρμόδια όργανα, ενώπιον των οποίων υποβάλλεται η καταγγελία, οφείλουν κατά τη διαχείριση των καταγγελιών να ασκούν τα καθήκοντά τους με ακεραιότητα, αντικειμενικότητα και αμεροληψία, να τηρούν την υποχρέωση εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας και να απέχουν από τη διαχείριση συγκεκριμένων υποθέσεων δηλώνοντας κώλυμα, εφόσον συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων.
  5. Εφόσον κριθεί ότι στο πρόσωπο των οργάνων που ορίζονται ως αρμόδια να παραλαμβάνουν καταγγελίες συντρέχει κώλυμα συμφέροντος για τη διαχείριση συγκεκριμένης καταγγελίας, η καταγγελία θα διαβιβάζεται αμελλητί στον Συνήγορο του Πολίτη.
  6. Το θιγόμενο πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία ενημερώνεται αμελλητί από τα όργανα που επιλαμβάνονται για την εξέλιξη εξέτασης της καταγγελίας του ή την τυχόν διαβίβασή της σε άλλο αρμόδιο όργανο ή φορέα κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.

 

Άρθρο 6

Μέτρα προστασίας

  1. Όταν πρόσωπο του άρθρου 3 παραβιάζει την απαγόρευση βίας και παρενόχλησης του άρθρου 4 του ν. 4808/2021, ο φορέας, εφόσον λάβει γνώση της παραβίασης υποχρεούται να λάβει τα απαραίτητα πρόσφορα και ανάλογα μέτρα κατά περίπτωση σε βάρος του καταγγελλόμενου, προκειμένου να εμποδιστεί και να μην επαναληφθεί παρόμοιο περιστατικό ή συμπεριφορά, ακόμα και κατά το διάστημα διερεύνησης της σχετικής καταγγελίας.
  2. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τη σύσταση συμμόρφωσης, τη μετακίνηση σε άλλη οργανική μονάδα, την αλλαγή του χώρου εργασίας ή την αλλαγή ωραρίου, την απομάκρυνσή του από τον χώρο εργασίας με υποχρεωτική χορήγηση κανονικής άδειας ή υπηρεσιακής άδειας αναπλήρωσης, εφόσον διαθέτει υπόλοιπο, τη διερεύνηση τυχόν πειθαρχικής ευθύνης του καταγγελλόμενου, την πειθαρχική του δίωξη και την επιβολή πειθαρχικής ποινής σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή απασχόλησης, σε όσες περιπτώσεις είναι δυνατή με βάση τη σχέση εργασίας του καταγγελλόμενου, με την επιφύλαξη της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ. Το μέτρο της μετακίνησης σε άλλη οργανική μονάδα, της αλλαγής χώρου εργασίας ή ωραρίου μπορεί να εφαρμοστεί και για το θιγόμενο πρόσωπο εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα και στην περίπτωση αυτή η Υπηρεσία υποχρεούται να εξετάσει το αίτημα αυτό κατά προτεραιότητα.
  3. Κάθε πρόσωπο του άρθρου 3 που υφίσταται περιστατικό βίας και παρενόχλησης σε βάρος του, έχει δικαίωμα να απουσιάσει δικαιολογημένα από τον εργασιακό χώρο για εύλογο χρόνο που δεν δύναται να υπερβαίνει τις τρεις (3) εργάσιμες ημέρες, χωρίς στέρηση μισθού ή άλλη δυσμενή συνέπεια, εφόσον κατά την εύλογη πεποίθησή του υφίσταται επικείμενος σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλειά του, ιδίως, όταν ο δράστης τέτοιας συμπεριφοράς είναι ο άμεσος προϊστάμενος του προσώπου ή όταν παρά την υποβολή καταγγελίας δεν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα και πρόσφορα μέτρα κατά την παρ. 2, ώστε να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία της Υπηρεσίας, ή όταν τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά για να σταματήσουν τη συμπεριφορά βίας και παρενόχλησης.
  4. Στην περίπτωση της παρ. 3, ο αποχωρών υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως εγγράφως τα όργανα του άρθρου 5, καταγγέλλοντας το περιστατικό βίας και παρενόχλησης και τα περιστατικά που αιτιολογούν την πεποίθησή του ότι επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλειά του. Εφόσον δεν υφίσταται ή έχει παύσει να υφίσταται ο κίνδυνος ή η Υπηρεσία έλαβε τα απαραίτητα μέτρα της παρ. 2 και το πρόσωπο αρνείται να επιστρέψει στον εργασιακό χώρο, η απουσία του παύει να θεωρείται δικαιολογημένη.

 

Άρθρο 7

Απαγόρευση αντιποίνων

Απαγορεύεται και είναι άκυρη η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της έννομης σχέσης στην οποία στηρίζεται η απασχόληση, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση προσώπου του άρθρου 3, εφόσον συνιστά εκδικητική συμπεριφορά λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2 ή αντίμετρο λόγω διαμαρτυρίας, καταγγελίας, μαρτυρίας ή οποιασδήποτε άλλης ενέργειας εργαζομένου, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής, η οποία είναι σχετική με την εφαρμογή της παρούσας.

 

Άρθρο 8

Μεταβατικές -Τελικές διατάξεις

  1. Καταγγελίες για παραβίαση των απαγορεύσεων του άρθρου 4 του ν. 4808/2021 που έχουν ήδη υποβληθεί κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της παρούσας στα αρμόδια κατά τον χρόνο υποβολής της καταγγελίας όργανα, εξετάζονται από τα όργανα, στα οποία έχουν ήδη υποβληθεί ή διαβιβάζονται αμελλητί στα όργανα που ορίζονται ως αρμόδια με την παρούσα. Οι εκκρεμείς καταγγελίες εξετάζονται εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στην παρούσα.
  2. Οι προθεσμίες της παρούσας είναι αποκλειστικές και η τυχόν υπέρβασή τους συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα κατά τις διατάξεις του ν. 3528/2007.

 

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Αθήνα, 19 Ιανουαρίου 2023

Ο Υπουργός

ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ

Π.Δ. 6/2023: Σύσταση Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας, τεσσάρων περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας, οργανικών θέσεων Δικαστικής Αστυνομίας και καθορισμός των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας (ΦΕΚ Α΄ 13/20.1.2023)

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 6

 

Σύσταση Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας, τεσσάρων περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας, οργανικών θέσεων Δικαστικής Αστυνομίας και καθορισμός των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Έχοντας υπόψη:

  1. Τις διατάξεις:

α) Των άρθρων 3 παρ. 2, 4 παρ. 2, 16 και 59 παρ. 1, 2 και 4 του ν. 4963/2022 «Σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» (Α’ 149),

β) του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005, Α΄ 98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την περ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).

  1. Την Υ70/30.10.2020 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, Θεόδωρο Σκυλακάκη» (Β/ 4805).
  2. Την 42163/07.09.2022 εισήγηση της προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καθώς και την 61712/08.12.2022 συμπληρωματική αυτής, από την οποία προκύπτει ότι από τις διατάξεις του παρόντος δι- ατάγματος, προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύψους 26.280,00 ευρώ ετησίως από την καταβολή των επιδομάτων θέσης ευθύνης και 10.100.756,98 ευρώ ετησίως από την καταβολή μισθοδοσίας, η οποία θα αντιμετωπιστεί εντός του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής υπό την προϋπόθεση ότι για την πλήρωση των θέσεων θα τηρηθούν οι ισχύουσες διατάξεις για τον ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων στους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης (ΕΦ 1017 2060000000, κατηγορίας 200).
  3. Την 180/2022 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Mε πρόταση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Σύσταση Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνεται μία (1) Διεύθυνση Δικαστικής Αστυνομίας, η οποία εδρεύει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποτελείται από ένα (1) Τμήμα Δικαστικής Αστυνομίας Πολιτικού Τομέα και ένα (1) Τμήμα Δικαστικής Αστυνομίας Αστυνομικού Τομέα (άρθρο 3 παρ. 1 και 2 περ. α του ν. 4963/2022).
  2. Για τη στελέχωση του Τμήματος Δικαστικής Αστυνομίας Πολιτικού Τομέα της Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 8, πληρώνονται οι τρεις (3), από τις οποίες η μία (1) ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού (Νομικών), η μία (1) ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Οικονομικού και η μία (1) ΠΕ Πληροφορικής.
  3. Για τη στελέχωση του Τμήματος Δικαστικής Αστυνομίας Αστυνομικού Τομέα της Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 9, πληρώνονται οι οκτώ (8), από τις οποίες η μία (1) είναι κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), οι τρεις (3) είναι κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) και οι τέσσερις (4) είναι κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ).

Άρθρο 2

Σύσταση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας, συστήνεται, σε επίπεδο Τμήματος, περιφερειακή υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, η οποία θα εξυπηρετεί το Εφετείο Θεσσαλονίκης, την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
  2. Ο εισαγγελικός λειτουργός που διευθύνει την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης προΐσταται της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, εποπτεύει το έργο της, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους και μεριμνά ώστε το προσωπικό να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των δικαστικών υπηρεσιών (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4963/2022).
  3. Ο προϊστάμενος της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του εισαγγελικού λειτουργού της παρ. 2, διευθύνει την υπηρεσία, συντονίζει τις εργασίες της υπηρεσίας και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της (άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4963/2022).
  4. Για τη στελέχωση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 8, πληρώνονται οι είκοσι πέντε (25) θέσεις, από τις οποίες δέκα (10) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού (Νομικών), τρεις (3) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Οικονομικού, δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, ειδικότητας ΤΕ Λογιστικού, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Πληροφορικής, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Πληροφορικής, δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Μεταφραστών- Διερμηνέων, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Ιατρών, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Επισκεπτών Υγείας, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Νοσηλευτικής, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Μηχανικών, ειδικότητας ΠΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ειδικότητας ΤΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών και μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Περιβάλλοντος.

 

Άρθρο 3

Σύσταση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνεται, σε επίπεδο Τμήματος, περιφερειακή υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, η οποία θα εξυπηρετεί το Εφετείο Θεσσαλονίκης, την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
  2. Ο εισαγγελικός λειτουργός που διευθύνει την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης προΐσταται της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, εποπτεύει το έργο της, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους και μεριμνά ώστε το προσωπικό να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των δικαστικών υπηρεσιών (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4963/2022).
  3. Ο προϊστάμενος της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του εισαγγελικού λειτουργού της παρ. 2, διευθύνει την υπηρεσία, συντονίζει τις εργασίες της υπηρεσίας και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της (άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4963/2022).
  4. Για τη στελέχωση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 9, πληρώνονται οι εκατό (100), από τις οποίες οι τρεις (3) κατηγορίας ΠΕ, οι επτά (7) κατηγορίας ΤΕ και οι ενενήντα (90) κατηγορίας ΔΕ.

 

Άρθρο 4

Σύσταση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνεται, σε επίπεδο Τμήματος, περιφερειακή υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, η οποία θα εξυπηρετεί το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
  2. Ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης προΐσταται της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, εποπτεύει το έργο της, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους και μεριμνά ώστε το προσωπικό να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των δικαστικών υπηρεσιών (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4963/2022).
  3. Ο προϊστάμενος της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του δικαστικού λειτουργού της παρ. 2, διευθύνει την υπηρεσία, συντονίζει τις εργασίες της υπηρεσίας και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της (άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4963/2022).
  4. Για τη στελέχωση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 8, πληρώνονται οι δέκα (10), από τις οποίες δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού- Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Οικονομικού, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, ειδικότητας ΤΕ Λογιστικού, δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Πληροφορικής, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Επισκεπτών Υγείας, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Μηχανικών, ειδικότητας ΠΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ειδικότητας ΤΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Περιβάλλοντος και μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Τεχνολογιών Γεωπονίας, ειδικότητας ΤΕ Δασοπονίας.

 

Άρθρο 5

Σύσταση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνεται, σε επίπεδο Τμήματος, περιφερειακή υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, η οποία θα εξυπηρετεί το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
  2. Ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης προΐσταται της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, εποπτεύει το έργο της, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους και μεριμνά ώστε το προσωπικό να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των δικαστικών υπηρεσιών (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4963/2022).
  3. Ο προϊστάμενος της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του δικαστικού λειτουργού της παρ. 2, διευθύνει την υπηρεσία, συντονίζει τις εργασίες της υπηρεσίας και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της (άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4963/2022).
  4. Για τη στελέχωση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 9, πληρώνονται οι είκοσι (20), από τις οποίες η μία (1) είναι κατηγορίας ΠΕ, ο δύο (2) είναι κατηγορίας ΤΕ και οι δεκαεπτά (17) είναι κατηγορίας ΔΕ.

Άρθρο 6

Αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα

Οι αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα είναι οι ακόλουθες:

α) η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης και ανακριτικών πράξεων κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ή παραγγελίας του ανακριτή (άρθρο 4 παρ. 2 περ. α υποπερ. αα του ν. 4963/2022). Την αρμοδιότητα αυτή ασκούν αποκλειστικά υπάλληλοι κλάδου ΠΕ, απόφοιτοι Νομικών Τμημάτων Νομικών Σχολών του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, οι οποίοι είναι ανακριτικοί υπάλληλοι κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας [ν. 4620/2019, (Α’ 96), ΚΠΔ],

β) η παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων, των οποίων η μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές γνώσεις. Ειδικότερα, κατόπιν σχετικών γραπτών αιτημάτων από δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές ή προδικαστικών αποφάσεων ή διατάξεων δικαστηρίων, οι υπάλληλοι του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας συντάσσουν γραπτές εκθέσεις επί επιστημονικών ή τεχνικών θεμάτων. Αναφορικά με τη φύση τους και την αποδεικτική τους δύναμη, οι εκθέσεις του προηγουμένου εδαφίου αποτελούν, ανάλογα με τη φύση των διαφορών, αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια των άρθρων 178 του ΚΠΔ, 339 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’ 182), ΚΠολΔ] και 147 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [ν. 2717/1999, (Α’ 97), ΚΔΔ], τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα. Οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές δύνανται να διατάξουν, είτε κατόπιν αιτήματος των διαδίκων είτε αυτεπάγγελτα, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί των επιστημονικών ή τεχνικών θεμάτων, για τα οποία προηγήθηκε γραπτή επιστημονική ή τεχνική έκθεση της Δικαστικής Αστυνομίας. Οι εκθέσεις που συντάσσονται από υπαλλήλους του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας είναι πλήρως αιτιολογημένες (άρθρο 4 παρ. 2 περ. α υποπερ. αβ του ν. 4963/2022) και

γ) η υποβοήθηση των αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών στην εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής (άρθρο 4 παρ. 2 περ. α υποπερ. αγ του ν. 4963/2022).

 

Άρθρο 7

Αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα

Οι αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα είναι οι ακόλουθες:

α) η επίδοση δικογράφων και διαδικαστικών εγγράφων,

β) η εκτέλεση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων και

γ) η ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων και η φύλαξη των δικαστικών καταστημάτων (άρθρο 4 παρ. 2 περ. β του ν. 4963/2022).

 

Άρθρο 8

Οργανικές θέσεις του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας

Για τη στελέχωση του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνονται εκατόν πενήντα (150) οργανικές θέσεις κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ, οι οποίες κατανέμονται σε κλάδους, ως εξής:

α) πενήντα (50) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού (Νομικών), με αρμοδιότητα τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή ανακριτικών πράξεων, καθώς και υποβοήθησης του έργου δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών,

β) πέντε (5) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Πληροφορικής και πέντε (5) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Πληροφορικής, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων πληροφορικής, επιστήμης ηλεκτρονικών υπολογιστών, προγραμματισμού, διαδικτύου και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις,

γ) είκοσι πέντε (25) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Οικονομικού και δεκαπέντε (15) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, ειδικότητας ΤΕ Λογιστικού, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων λογιστικής, οικονομίας, χρηματιστηριακών συναλλαγών και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις,

δ) είκοσι (20) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων μετάφρασης εγγράφων συνταγμένων σε αλλοδαπή γλώσσα ή σύνταξης εγγράφων προς αλλοδαπές αρχές στην αντίστοιχη γλώσσα, καθώς και τη μετάφραση δικογράφων που αφορούν σε αλλοδαπούς διαδίκους ή κατηγορούμενους ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης στη γλώσσα τους και τη διερμηνεία στο πλαίσιο ποινικής, αστικής ή διοικητικής δίκης, όποτε κρίνεται αναγκαίο από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές,

ε) τρεις (3) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Ιατρών, πέντε (5) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Επισκεπτών Υγείας και δύο (2) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Νοσηλευτικής, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί ιατρικών και φαρμακευτικών θεμάτων, θεμάτων δημόσιας υγείας, θεμάτων κοινωνικής πρόνοιας και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις,

στ) επτά (7) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Μηχανικών, ειδικότητας ΠΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών και τρεις (3) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ειδικότητας ΤΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί τεχνολογικών ζητημάτων, πολεοδομικών θεμάτων, ζητημάτων που σχετίζονται με τεχνικές προδιαγραφές σε δημόσιους διαγωνισμούς και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις,

ζ) επτά (7) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Περιβάλλοντος και τρεις (3) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Τεχνολογιών Γεωπονίας, ειδικότητας ΤΕ Δασοπονίας, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί περιβαλλοντικών ζητημάτων, ζητημάτων διαχείρισης απορριμμάτων, θεμάτων βιώσιμης ανάπτυξης και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις.

 

Άρθρο 9

Οργανικές θέσεις του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας

Για τη στελέχωση του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνονται εξακόσιες (600) οργανικές θέσεις, οι οποίες κατανέμονται, ως εξής:

α) τριάντα (30) θέσεις κατηγορίας ΠΕ,

β) εβδομήντα (70) θέσεις κατηγορίας ΤΕ και

γ) πεντακόσιες (500) θέσεις κατηγορίας ΔΕ.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στον Υπουργό Δικαιοσύνης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.

 

Αθήνα, 19 Ιανουαρίου 2023

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι Υπουργοί

ΕγκΕισΑΠ 4/2023: Διερεύνηση δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών

Λήψη Εγκυκλίου σε μορφή pdf