ΕγκΕισΑΠ 3/2023: προσφυγή κρατουμένων για τις συνθήκες κράτησης και δίκαιη ικανοποίηση- Εφαρμογή της νέας διατάξεως του άρθρου 6Α του (αναμορφωμένου) Σωφρονιστικού Κώδικα υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ

Λήψη της Εγκυκλίου σε μορφή pdf

ΓνωμΕισΑΠ 1/2023: Ερμηνεία του Ν. 5002/2022 «Διαδικασία άρσης απορρήτου επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια, προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Τμήμα Διοίκησης και Προσωπικού

 

Αθήνα 10-1-2023

Αρ. Πρωτ. 10879/22

Αρ. Γνωμοδότησης: 1

 

ΠΡΟΣ

ΤΟΝ ΟΤΕ – ΟΜΙΛΟ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Θέμα: Ερμηνεία του Ν. 5002/2022 «Διαδικασία άρσης απορρήτου επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια, προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών»

Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του Ν. 4938/6-6-2022 με τίτλο «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» ορίζεται σαφώς ότι «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος». Τούτο ισχύει χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό όσον αφορά το είδος και τη φύση του νομικού θέματος επί του οποίου καλείται να γνωμοδοτήσει και χωρίς η ενέργειά του αυτή να θεωρείται ή να συνιστά παρέμβασή του υπέρ ή κατά κάποιου. Με τις γνωμοδοτήσεις των Εισαγγελικών Λειτουργών, όλων των βαθμών, διατυπώνονται γνώμες, ασφαλώς με επιστημονικά, πάντοτε, κριτήρια και σύμφωνα με τις ισχύουσες εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας τους και διευκρινίζονται και ερμηνεύονται δυσχερή ή ασαφή νομικά θέματα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο Νόμος και πριν βεβαίως επιληφθούν των αντίστοιχων υποθέσεων επί των οποίων εκδίδονται οι  γνωμοδοτήσεις τα αρμόδια Δικαστήρια.

Το αντικείμενο της Γνωμοδότησης του Ανώτατου Εισαγγελέα, όπως ρητά αναφέρεται στην οικεία διάταξη, πρέπει το μεν να είναι «γενικό» , δηλαδή να αφορά αόριστο αριθμό προσώπων, ως προς τα οποία μπορεί να τύχουν εφαρμογής οι ερμηνευόμενες νομικές διατάξεις, γιατί μόνο τότε θεμελιώνεται και υποστασιοποιείται η αόριστη έννοια «γενικότερο», το δε οι προς ερμηνεία διατάξεις να έχουν μεγάλη νομική αξία και πρακτική σπουδαιότητα ώστε να υποστασιοποιείται και στην περίπτωση αυτή η επίσης αόριστη έννοια «ενδιαφέρον».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το γενικότερου ενδιαφέροντος νομικό ζήτημα, το οποίο δικαιολογεί την έκδοση της παρούσας γνωμοδότησής μας, συνίσταται στο γεγονός ότι από το πλέγμα του συνόλου των διατάξεων της νομοθεσίας σχετικά με την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας συναρθρώνονται η προστασία τόσο της εθνικής ασφάλειας όσο και των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών εκείνων σε βάρος των οποίων έχει επιβληθεί το μέτρο της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, των οποίων ούτε ο αριθμός ούτε η ταυτότητα είναι δυνατόν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων. Κατόπιν τούτων, επί του ερωτήματος το οποίο μας απευθύνατε με το υπ’ αριθ. πρωτ. 94370/15—12-2022 έγγραφό Σας, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. πρωτ. 94437/23-12-2022 μεταγενέστερο, σχετικά με τη νομιμότητα της διεξαγωγής ελέγχου σε αρχεία, τράπεζες δεδομένων, έγγραφα, βιβλία και στοιχεία των ανωνύμων εταιρειών του Ομίλου Σας με τις επωνυμίες «ΟΤΕ ΑΕ» και «COSMOTE ΑΕ » από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), μετά από καταγγελία – αίτημα ελέγχου κ.λ.π. από ιδιώτη, η γνώμη μας είναι η εξής:

ΠΑΛΑΙΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Αi. Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 2225/1994 με το γενικό τίτλο «Για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» η οποία έχει τον ειδικό τίτλο «Άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας» ορίζεται ότι «1. Αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση» ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου Νόμου «Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: ….». Ακόμη στο άρθρο 5 παρ. 1 του αυτού Νόμου 2225/1994 με τίτλο « Διαδικασία άρσης του απορρήτου» ορίζεται ότι: 1. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με άρθρο 3 του παρόντος νόμου περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: …. », ενώ στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Θ. Μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η Α.Δ.Α.Ε. να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους».

ii. Στη συνέχεια η παρ. 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48/31.03.2021) και, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται και για τις άρσεις του απορρήτου που έχουν λάβει χώρα έως τη δημοσίευση ( 31-3-2021 ) του Ν. 4790/2021 και ορίζεται πλέον ότι « 9. Στις περιπτώσεις του άρθρου 4 η Α.Δ.Α.Ε. δύναται, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του μέτρου αυτού στους θιγόμενους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση, ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε… Η παρούσα δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 53».

iii. Επομένως, με το άρθρο 5 § 9 του Ν. 2225/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 § 1 ν. 4790/2021 (με ισχύ από 31.3.2021), προβλέπεται ότι η ΑΔΑΕ δύναται, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει τη γνωστοποίησή του στους θιγομένους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εφόσον δεν διακυβεύεται ο σκοπός της αρχικής επιβολής της, μόνο για τις περιπτώσεις του άρθρου 4 (δηλ. για την άρση του απορρήτου με βούλευμα – Άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων ) και όχι για εκείνες του άρθρου 3 του ίδιου Νόμου ( δηλ. για την άρση του απορρήτου με εισαγγελική διάταξη, για λόγους εθνικής ασφάλειας ).

(βλ. Κ.Χ.Χρυσόγονου, Το απόρρητο της επικοινωνίας και το πρόβλημα της δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος, ΝοΒ 2022/1486, 23. ΕΔΔΑ 4. 12.2015, Roman Zakharov κατά Ρωσίας, §§ 289 και 300, Πρβλ Χ.Ράμμου/Σ.Γκρίτζαλη/Αικ.Παπανικολάου, Αντίθεση του άρθρου 87 ν. 4790/2021 προς τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ, σε: constitutionalism (καταχώρηση 7.4.2021), Γ.Τασόπουλου, Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώματος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασφάλεια, e-Πολιτεία 3/2022, σ. 341 επ.).

ΝΕΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Βi. Με το άρθρο 5 του Ν. 5002/2022,(ΦΕΚ Α’ 228/09.12.2022) με τον τίτλο «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών », καταργήθηκαν τα άρθρα 3, 4, 5 και 7 του Ν. 2225/1994 περί άρσης του απορρήτου.

ii. Περαιτέρω, με τον ίδιο Ν. 5002/2022 στο μεν άρθρο 3 τίθενται οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του Νόμου, και δη α) «Λόγοι εθνικής ασφάλειας» είναι … β) «Πολιτικά πρόσωπα» είναι …. ενώ στο άρθρο 4 γίνεται εξαντλητική περιγραφή της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, προσδιορίζονται τα όργανα που υποβάλλουν το αίτημα της άρσης, το περιεχόμενο του αιτήματος και της διάταξης που επιβάλλει ή απορρίπτει την άρση του απορρήτου. Επιπλέον, θεσπίζονται ειδικές ασφαλιστικές δικλίδες για την άρση του απορρήτου για τα πολιτικά πρόσωπα. Τέλος, προβλέπεται η διαδικασία γνωστοποίησης της επιβολής του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, κατά τρόπο που, όπως αναφέρεται παραπάνω, συναρθρώνονται αφενός μεν η προστασία της εθνικής ασφάλειας, αφετέρου τα δικαιώματα του θιγόμενου πολίτη.

iii. Πέραν τούτων, στο άρθρο 6 του ιδίου νόμου προβλέπονται οι προϋποθέσεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων και εξορθολογίζεται ο κατάλογος των αδικημάτων για τη διακρίβωση των οποίων είναι δυνατό να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών, στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής «για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» και παράλληλα προβλέπεται η διαδικασία γνωστοποίησης επιβολής του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, ενώ στο άρθρο 8 περιγράφεται η διαδικασία για την άρση του απορρήτου, τόσο για λόγους εθνικής ασφάλειας όσο και για τη διακρίβωση εγκλημάτων. Ως προς τη διάρκεια της άρσης του απορρήτου, διευκρινίζεται ότι αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες και σε κάθε περίπτωση τους δέκα (10) μήνες συνολικά, αν έχουν δοθεί περισσότερες από μια παρατάσεις. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η υπέρβαση του ως άνω ορίου μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. (Βλ Αιτιολογική Έκθεση ν 5002/9-12-2022 σελ.47 επ. βλ και ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ , ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΜΒ΄ Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 20252, σελ.46 επ.).

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

Γi. Με το άρθρο 87 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48/31.03.2021), το οποίο τροποποίησε το άρθρο 5 § 9 του Ν. 2225/1994, οριζόταν ότι σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2225/1994 δεν επιτρεπόταν στην Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει για τη γνωστοποίηση η μη της επιβολής του μέτρου αυτού στους θιγόμενους.

ii. Στη συνέχεια, με το άρθρο 4 παρ. 7 του Ν. 5002/9-12-2022 ορίζεται ότι: «7. Μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε. Για τη γνωστοποίηση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σχετικό αίτημα στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), το οποίο διαβιβάζεται στην Ε.Υ.Π. και τη Δ.Α.Ε.Ε.Β.. Η άρση γνωστοποιείται μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου, το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την Ε.Υ.Π., το όργανο αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από τη Δ.Α.Ε.Ε.Β., το όργανο αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Του οργάνου προεδρεύει ο ανώτερος ιεραρχικά ή, επί ομοιοβάθμων, ο αρχαιότερος εισαγγελικός λειτουργός. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, με τήρηση απόρρητων συνοπτικών πρακτικών και καταγραφή της γνώμης της μειοψηφίας, εφόσον υφίσταται. Αν αποφασισθεί η ενημέρωση, ο θιγόμενος ενημερώνεται για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήματος πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούμενου ».

iii. Αντίθετα, στο άρθρο 6 παρ. 8 του ιδίου νόμου, προβλέπεται η διαδικασία γνωστοποίησης επιβολής του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, όταν η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών γίνεται για τη διακρίβωση εγκλημάτων, και δη μόνο από την ΑΔΑΕ και με τις εκεί προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 6 παρ. 8 και συγκεκριμένα ότι « 8. Η Α.Δ.Α.Ε. μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον θιγόμενο, του γνωστοποιεί την επιβολή του μέτρου αυτού εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε».

iv. Κατά συνέπεια, όταν η άρση του απορρήτου συνδέεται με θέμα εθνικής ασφάλειας ο θιγόμενος μπορεί να πληροφορείται από τριμελές όργανο – το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών – με συμμετοχή δύο εισαγγελέων, μετά την πάροδο τριών ετών από τη λήξη του μέτρου, την επιβολή και τη διάρκεια του μέτρου, εφόσον η γνωστοποίηση δεν διακυβεύει τον σκοπό του, ενώ στην περίπτωση που η άρση αφορά διακρίβωση εγκλήματος, η ΑΔΑΕ γνωστοποιεί το μέτρο στον θιγόμενο σε προθεσμία εξήντα ημερών.

ν. Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι ο ως άνω Ν. 5002/2022 δεν προέβλεψε με μεταβατικές διατάξεις αν θα έχει αναδρομική ισχύ και αν θα εφαρμοσθεί και για τις άρσεις απορρήτων, πού έλαβαν χώρα μέχρι 9/12/2022, ημερομηνία δημοσίευσης, όπως ρητά προβλεπόταν στην παρ. 1 του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48/31.03.2021) και, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου και νόμου, εφαρμόζονταν και για τις άρσεις του απορρήτου που είχαν λάβει χώρα έως τη δημοσίευση (31.03.2021) του Ν. 4790/2021. Ενόψει του ότι ο Ν. 5002/9-12-2022, θέτει αυξημένες εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, θεσπίζονται ειδικές ασφαλιστικές δικλίδες για την άρση του απορρήτου για τα πολιτικά πρόσωπα, και τέλος, προβλέπεται η διαδικασία γνωστοποίησης της επιβολής του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, κατά τρόπο που συναρθρώνονται η προστασία της εθνικής ασφάλειας και τα δικαιώματα του θιγομένου, για το λόγο αυτό εφαρμόζεται και για τις άρσεις του απορρήτου πού έλαβαν χώρα μέχρι 9/12/2022, ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 5002/2022 , κατά τη γενική αρχή του δικαίου εν αμφιβολία υπέρ της Ελευθερίας (in dubio pro libertate), και εφόσον δεν απαγορεύεται ρητά επιτρέπεται.

 (βλ. Κ Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο , Γ έκδοση 2022 ͵σελ. 6 επ. , με παραπομπές στο άρθρο 5 κ.λπ, του Συντ, πρβλ. Φ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, in dubio pro libertate, σε: Ξ. Κοντιάδη κ.ά. (επιμ.), Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στηνεποχή της κρίσης, 2012, 95 επ.).

Ν. 3115/2003

Δ.i. Με βάση τις επιταγές του άρθρου 19 του Συντάγματος (παράγρ. 1 και 2), το οποίο κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας ως καταρχήν «απόλυτα απαραβίαστο» και προβλέπει τη συγκρότηση ανεξάρτητης αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, εκδόθηκε ο Ν. 3115/2003(ΦΕΚ Α΄ 47/27-2-2003), με τον οποίο συνεστήθη η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), η οποία, αναδεικνύεται σε εγγυήτρια θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου και αντικατέστησε τη συσταθείσα με το Ν. 2225/1994 Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών, εκσυγχρονίζοντας το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, βάσει των συνταγματικών επιταγών.

ii. Στο άρθρο 6 του εν λόγω Νόμου καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Α.Δ.Α.Ε., οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε κανονιστικές-ρυθμιστικές, ελεγκτικές, γνωμοδοτικές και σε αρμοδιότητες που σχετίζονται με την εύρυθμη λειτουργία της και την αποτελεσματική δράση της, ενώ προβαίνει επίσης σε κατάσχεση μέσων παραβίασης του απορρήτου και εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία προσώπων τα οποία θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απόρρητο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο άρθρο 1 του Ν. 3115/27-2-2003. Ο πρόσφατος Ν. 5002/2022 δεν κατήργησε τον εν λόγω Ν. 3115/2003 στο σύνολό του. Όμως, αναφορικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας και ειδικότερα όσον αφορά ορισμένα θέματα που μνημονεύονται στην παρ. 7 του άρθρου 4 αυτού, ο νέος Ν. 5002/2022, τροποποίησε τις σχετικές διατάξεις του παλαιότερου Ν. 3115/2003, οι δε ρυθμίσεις του αυτές, ως νεότερες και ειδικότερες, υπερισχύουν πάσης άλλης αντίθετης και παλαιότερης, χωρίς κατά τα λοιπά να καταργούνται οι λοιπές ελεγκτικές αρμοδιότητες της Α.Δ.Α.Ε. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραθεωρείαι ότι, κατά ρητή επιταγή της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος και όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω «…τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1» ορίζονται με Νόμο. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε τροποποίηση των διατάξεων αυτού του είδους από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος όμως «αντλεί την εξουσία του» προς τούτο απευθείας από το Σύνταγμα, δεν θεωρείται « αθέμιτη παρέμβαση » στο συνταγματικό πυρήνα της Ανεξάρτητης Αρχής.

Άρθρο 19 του Συντάγματος

Ε.i. Με το άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο… 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3….». Περαιτέρω, η παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3115/2003 ορίζει ότι «Συνιστάται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Στην έννοια της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου ». Εξ άλλου και η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.7. 2002 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ( ΕΕL 201/31.7.2002), η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το Ν. 3471/2006 (Α΄ 133), ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου 5 ότι «Τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, το απόρρητο των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης. (βλ. Ολομ ΣτΕ 4309/2015, ΣτΕ 73/2021)

ii. Από τη γραμματική διατύπωση των ως άνω Συνταγματικών Διατάξεων καθώς και από την ερμηνεία της, προκύπτει ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος συνιστά θεσμική εγγύηση, δεδομένου ότι η Ανεξάρτητη Αρχή που θεσπίζεται με αυτή έχει ως αποστολή και σκοπό τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας. Ωστόσο, δεν είναι ο Συνταγματικός Νομοθέτης εκείνος που προσδιορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της ανεξάρτητης Αρχής, αλλά ο κοινός νομοθέτης στον οποίο έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα ο καθορισμός των σχετικών ζητημάτων. Μάλιστα δε, σε εκτέλεση των ορισμών του άρθρου 19 του Συντάγματος, ψηφίστηκε αρχικά ο Ν. 3115/2003 και στη συνέχεια ο ήδη ισχύον Ν. 5002/2025, ο οποίος προβλέπει τα σχετικά με τη σύσταση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της Ανεξάρτητης Αρχής, η οποία φέρει την ονομασία Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.).

iii. Από την ερμηνεία των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 19 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ενώ οι λόγοι άρσεως του απορρήτου προβλέπονται απευθείας στο Σύνταγμα, οι όροι και η διαδικασία άρσεως του απορρήτου συγκεκριμενοποιούνται από τους παραπάνω Νόμους. Δηλαδή είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στη Α.Δ.Α.Ε. «λευκή επιταγή». Ειδικότερα, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην Α.Δ.Α.Ε. η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει το σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της προβλέπονται από το Νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου και συγκεκριμένα με το άρθρο 4 του ήδη ισχύοντα Ν. 5002/2022. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (Α.Δ.Α.Ε.) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων της μολονότι δε ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους.

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΔΑΕ

ΣΤ.i. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος Νόμου 3115/2008, η Α.Δ.Α.Ε., στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, διενεργεί ελέγχους όχι μόνον αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν καταγγελίας (περ. α). Περαιτέρω, «προβαίνει στην κατάσχεση μέσων παραβίασης του απορρήτου, που υποπίπτουν στην αντίληψή της κατά την ενάσκηση του έργου της και ορίζεται μεσεγγυούχος αυτών μέχρι να αποφανθούν τα αρμόδια δικαστήρια …» (περ. δ) και « Εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, όταν θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου» (περ. ε). Επίσης «Στις περιπτώσεις των άρθρων 5, 4 και 5 του Ν. 2225/1994, η Α.Δ.Α.Ε. υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών » (περ. στ.). Τέλος, στο άρθρο 11 του Νόμου αυτού προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση παραβάσεως της κείμενης νομοθεσίας, σε σχέση με το απόρρητο των επικοινωνιών ή τους όρους και τις διαδικασίες άρσης αυτού, η Α.Δ.Α.Ε. δύναται, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της και ύστερα από προηγούμενη κλήση για παροχή εξηγήσεων των ενδιαφερομένων, να επιβάλει στο υπαίτιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο μία ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις : α. σύσταση … β. πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ ».

ii. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η Α.Δ.Α.Ε., μεταξύ των προτάσεων που υπέβαλε στη Βουλή πριν την ψήφιση του Ν. 5002/2022, ήταν η διεύρυνση και όχι η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων της. Και ενώ ζητήθηκε η προσθήκη στην ως άνω περίπτ. (ε}) του άρθρου 6 του Ν. 3115/2003 και της φράσεως «… καθώς και καταγγελίες σχετικές με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων…», η πρόταση αυτή τελικά δεν έγινε δεκτή ούτε και περιελήφθη στο Ν. 5002/2022. 5 Επίσης δεν έγινε δεκτή και η πρότασή της να της χορηγηθεί η αρμοδιότητα ενημέρωσης και όσων εθίγησαν από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του και για λόγους εθνικής ασφάλειας. (βλ. Έκθεση Πεπραγμένων της ΑΔΑΕ, 2021, σελ. 102 επ.).

iii. Έτσι, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, κρίθηκε ορθή η επιβολή προστίμου από την ΑΔΑΕ – κατόπιν ελέγχου της σε πάροχο τηλεφωνίας – για παραβάσεις της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών ενόψει περιστατικού υποκλοπής τηλεφωνικών ανταποκρίσεων συνδρομήτριας , διότι δεν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή παραβιάσεως του απορρήτου, αφού ο υπαίθριος κατανεμητής δεν eöiχε ενταχθεί στο σύστημα τηλεπιβλέψεως και το σύστημα σηματοδοτήσεως διανοίξεώς του δεν είχε ενεργοποιηθεί. Ομοίως κρίθηκε ορθή η επιβολή προστίμου από την Α.Δ.Α.Ε. – κατόπιν ελέγχου της σε παρόχους δικτύου κινητής τηλεφωνίας για παραβίαση της υποχρέωσης των παρόχων να ενημερώνουν άμεσα τους συνδρομητές τους σε περίπτωση κινδύνου παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών, πολλώ δε μάλλον σε περίπτωση συντελεσθείσας παραβιάσεως. Ωσαύτως για έγγραφη καταγγελία συνδρομητή του ΟΤΕ, σύμφωνα με την οποία τρίτο πρόσωπο ελάμβανε γνώση της εξερχόμενης κίνησης της τηλεφωνικής σύνδεσης της οικίας του, άνευ της συναινέσεώς του. (βλ. ΣτΕ 245/2014, Ολομ ΣτΕ 4309/2015, ΣτΕ 1361/2013).

iν. Γενικότερα, όπως αναφέρεται και στην Έκθεση Πεπραγμένων της ΑΔΑΕ του έτους 2021, η τελευταία διενεργεί έκτακτους ελέγχους με σκοπό τη διερεύνηση καταγγελιών, τη διερεύνηση περιστατικών ασφάλειας που αφορούν το απόρρητο των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και γενικότερα προβλημάτων που άπτονται της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών και της ασφάλειας και ακεραιότητας δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Σε κάθε περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι μετά την επελθούσα νομοθετική μεταβολή, η ΑΔΑΕ θα εξακολουθεί να ασκεί τις λοιπές αρμοδιότητές της που προβλέπονται στο άρθρο 6 του Ν. 3115/2003, πλην όμως κατά τρόπο που δεν θα έρχεται σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις και επιταγές του νεότερου Ν. 5002/2022 και πιο συγκεκριμένα αναφορικά με το θέμα της ενημέρωσης του θιγόμενου πολίτη. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι από τη μελέτη των αρμοδιοτήτων της Α.Δ.Α.Ε. δεν προκύπτει ότι αυτές, μετά την τροποποίηση του εκτελεστικού Νόμου αυτής 3115/2003 και τις νέες ρυθμίσεις, συνολικώς εκτιμώμενες και όχι μεμονωμένα, περικόπτονται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Α.Δ.Α.Ε. να καθίσταται πλέον αναποτελεσματική αναφορικά με τη διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα (βλ. Έκθεση Πεπραγμένων της ΑΔΑΕ του έτους 2021, σελ. 44 επ.).

Ν. 5002/2022

Ζ. Από το πλέγμα των σχετικών διατάξεων του Ν. 3115/2003 κυρίως όμως εκείνων του Ν. 5002/2022, κατά τη λογική ερμηνεία τους, προκύπτει με σαφήνεια ότι η βούληση του νομοθέτη επί των επί μέρους κρίσιμων θεμάτων που προαναφέρθηκαν είναι η εξής :

i. Η ενημέρωση του πολίτη για τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου της άρσεως του απορρήτου σε βάρος του για λόγους εθνικής ασφάλειας έχει ανατεθεί πλέον αποκλειστικά στο Τριμελές Όργανο του άρθρου 4 παρ. του Ν. 5002/2022, στο οποίο προεδρεύει Εισαγγελικός Λειτουργός. Ουδείς άλλος φορέας νομιμοποιείται προς τούτο ούτε και προβλέπεται από το Νόμο άλλος τρόπος ή άλλη διαδικασία ενημέρωσης. Η Α.Δ.Α.Ε. δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για έλεγχο στους παρόχους ώστε να απαντήσει στον θιγόμενο ιδιώτη. Κυριαρχικός είναι ο ρόλος του Τριμελούς Οργάνου στο οποίο προεδρεύει Εισαγγελικός Λειτουργός και ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. εἶναι μέλος. Επομένως, όταν υποβάλλεται καταγγελία από θιγόμενο ιδιώτη για «παρακολούθησή του» από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) ή τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας (Δ.Α.Ε.Ε.Β.), με ταυτόχρονη αναφορά ότι σε βάρος του έχει επιβληθεί η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών του επικοινωνιών είτε μέσω της σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας είτε μέσω της σύνδεσης σταθερής τηλεφωνίας και παράλληλα υποβάλλει και σχετικό αίτημα να ενημερωθεί ο ίδιος για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του, η ως άνω Ανεξάρτητη Αρχή (Α.Δ.Α.Ε.), στο πλαίσιο της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 7 του Ν. 5002/9-12-2022, διαβιβάζει αμέσως το σχετικό αίτημα στην Ε.Υ.Π. και στη Δ.Α.Ε.Ε.Β. Εφόσον οι εν λόγω Υπηρεσίες έχουν εκδώσει ανάλογη Διάταξη άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας σε βάρος του αιτούντα – θιγόμενου το Τριμελές Όργανο που προβλέπει η εν λόγω Διάταξη, στο οποίο παρέχονται αυξημένα εχέγγυα ανεξαρτησίας, αφού ελέγξει αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις τις οποίες θέτει η εν λόγω διάταξη (δηλ. πάροδος τριών ετών από τη λήξη της ισχύος της Διατάξεως, διακύβευση του σκοπού του μέτρου ), αποφασίζει τη γνωστοποίηση του μέτρου της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας στο θιγόμενο. Από τη γραμματική διατύπωση του Ν. 5002/2022 αλλά και από το όλο πνεύμα των σχετικών διατάξεων προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι μόνο ο «θιγόμενος» ιδιώτης δικαιούται να υποβάλει σχετική καταγγελία ζητώντας πληροφορίες και στοιχεία και όχι οποιοσδήποτε άλλος για λογαριασμό του, έστω και κατ’ εξουσιοδότησή του.

ii. Όταν υποβάλλεται σχετικό αίτημα-καταγγελία από «θιγόμενο» ιδιώτη στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), προκειμένου να διαπιστωθεί αν επιβλήθηκε σε βάρος του το περιοριστικό μέτρο της άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών του συνδιαλέξεων, κινητής η σταθερής τηλεφωνίας καθώς και για τη διάρκειά του, με Βούλευμα του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου ή σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις με Διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, (άρθρο 6 παρ. 3 και 4 Ν. 5002/9-12-2022) για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων, κακουργημάτων ή πλημμελημάτων, που περιλαμβάνονται στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 5002/9-12-2022, τότε υποχρεωτικά εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 6 παρ. 8 του Ν. 5002/9-12-2022, και όχι αυτή του άρθρου 4 παρ.7 αυτού. Ειδικότερα, η Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου, γνωστοποιεί στον καθ’ ου η άρση την επιβολή του μέτρου αυτού εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε.

iii. Επισημαίνεται ότι σε αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις ολόκληρο το κείμενο των Διατάξεων και των Βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν σχετικό αίτημα παραδιδόταν, αμελλητί, στην ίδια την Α.Δ.Α.Ε. και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος Ν. 2225/1994. Ήδη, με τη θέση σε ισχύ του νέου Ν. 5002/2022, το κείμενο των εν λόγω Διατάξεων και των Βουλευμάτων προβλέπεται να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην Α.Δ.Α.Ε., σε μη επεξεργάσιμη μορφή, με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι Διατάξεις και τα Βουλεύματα που θα αποστέλλονται στην Α.Δ.Α.Ε., αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία, που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως ειδικότερα προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 5002/ 9-12-2022.

iν Έτσι, σε περίπτωση καταγγελίας από θιγόμενο ιδιώτη για «παρακολούθησή του» από την ΕΥΠ ἡ τη ΔΑΕΕΒ για λόγους εθνικής ασφάλειας με ταυτόχρονη υποβολή σχετικού αιτήματός του να ενημερωθεί, αν το σχετικό αίτημά του ικανοποιηθεί άμεσα και οπωσδήποτε πριν την πάροδο τριετίας, κ.λπ. κατόπιν έρευνας της Α.Δ.Α.Ε, τότε αυτομάτως κάμπτονται και παρακάμπτονται οι ασφαλιστικές δικλείδες, η μυστικότητα και η ratio του άρθρου 4 παρ. 7 του ΑΝ. 5002/9-12-2022, με αποτέλεσμα οποιοσδήποτε καταγγέλων, πολιτικό πρόσωπο ή μη, με το πρόσχημα της νομιμότητας ή μη της επισύνδεσης, να μπορεί να λαμβάνει γνώση, προκαταβολικά και χωρίς την προηγούμενη τήρηση των προϋποθέσεων του ήδη ισχύοντος Ν. 5002/2025 της επιβολής ή μη σε βάρος του του περιοριστικού μέτρου της άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών του επικοινωνιών, είτε μέσω της σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας, είτε των συνδέσεων σταθερής τηλεφωνίας καταργώντας με τον τρόπο αυτό στην ουσία τις αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 7 του Ν. 5002/9-12-2022.

ν. Τέλος, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όπως ενδεικτικά αναφέρθηκαν παραπάνω, καταγγελίες συνδρομητών τηλεπικοινωνιακών παρόχων, σχετικά με παραβάσεις της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών με βάση περιστατικό υποκλοπής τηλεφωνικών ανταποκρίσεων συνδρομητών, επειδή δεν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή παραβιάσεως του απορρήτου ή γενικά για τυχόν παρακολούθηση σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας που οφείλεται σε άλλους παράγοντες ή ακόμα και σε περίπτωση που η Α.Δ.Α.Ε. είναι αποδέκτης καταγγελιών σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, όταν αυτά θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου (άρθρο 6 παρ. 1 περ. ε Ν. 3115/27-2-2003), η Α.Δ.Α.Ε., οφείλει να διενεργήσει έκτακτο έλεγχο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ. 1α του Ν. 3115/2008, όπου ορίζονται με σαφήνεια οι ελεγκτικές της αρμοδιότητες στα συστήματα των παρόχων τηλεφωνικών επικοινωνιών (εγκαταστάσεις και δίκτυα ) ελέγχοντας τους παρόχους τόσο τεχνικά όσο και από την άποψη της τήρησης της ισχύουσας νομοθεσίας όσον αφορά την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και εφόσον διαπιστωθεί παράβαση, τότε κατά το άρθρο 11 του Ν. 3115/2003 με Απόφασή της επιβάλλει τις προβλεπόμενες Διοικητικές κυρώσεις (σύσταση, πρόστιμο).

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Τέλος, λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της Α.Δ.Α.Ε. όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στο Νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης, αυτές δε οι αξιόποινες πράξεις, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση, προβλέπονται και τιμωρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1, 2 του Ν. 3115/2003, αν δε συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις και με εκείνες των άρθρων 146 παρ. 1, 3, 147, 148 παρ. 1, 2, 149, 222 και 252 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, οι οποίες συρρέουν αληθινά μεταξύ τους.

Ο Γνωμοδοτών Εισαγγελέας

 

Ισίδωρος Ε. Ντογιάκος

Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου

ΓνωμΕισΑΠ 10/2022: Περί εκτιτέας ποινής σύμφωνα με το άρθρο 465 παρ. 2 ΠΚ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΤΗΛ. 210.6419.332

 

Αθήνα, 8η Δεκεμβρίου 2022

Αριθμ. Πρωτ. 10417

Αριθμ. Γνωμ. 10

Προς

Τον κ. Διευθυντή Σωφρονιστικού Καταστήματος Χαλκίδας

Θέμα: Περί εκτιτέας ποινής σύμφωνα με το άρθρο 465 § 2 ΠΚ.

 

Με το υπ᾿ αριθμό πρωτ. 12397/28-11-2022 έγγραφό σας ερωτάται εάν κατά την υποβολή των δικαιολογητικών για την υφ’ όρον απόλυση των καταδικασθέντων μέχρι την έναρξη ισχύος του Νέου Ποινικού Κώδικα θα λαμβάνονται υπ᾿ όψιν οι συνολικές ποινές που υπερβαίνουν τα όρια του άρθρου 465 § 2 ΠΚ ή η εκτιτέα ποινή για την υφ’ όρον απόλυση πρέπει να ορίζεται από τον παραγγείλαντα την εκτέλεση της συγχωνευτικής αποφάσεως Εισαγγελέα.

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 465 ΠΚ ως προστ. υπ’ άρθρου 184 Ν.4555/2021: Για τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα [ν. 4619/2019 (Α 95)] καταδικασθέντες αμετακλήτως σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, για τις οποίες καθορίστηκε, σύμφωνα με τις §§ 1 και 2 του άρθρου 94 ΠΚ, συνολική ποινή υπερβαίνουσα τα είκοσι (20) ή δεκαπέντε (15) έτη πρόσκαιρης κάθειρξης, καθώς και τα οχτώ (8) ή πέντε (5) έτη φυλάκισης αντίστοιχα, ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο αυτών λογίζονται τα είκοσι (20), δεκαπέντε (15), οχτώ (8) και πέντε (5) έτη αντίστοιχα.

Η διαδικασία για τη χορήγηση της υφ’ όρον απολύσεως ορίζεται στο άρθρο 110, η δευτέρα παράγραφος του οποίου προβλέπει: Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο καταδικασθείς. Η αίτηση υποβάλλεται δύο (2) μήνες πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου που προβλέπει το άρθρο 105Β. Αν η διεύθυνση του καταστήματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης, υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο.

Στο έγγραφό σας διαλαμβάνεται ότι υπάρχουν αποφάσεις καθορισμού συνολικής ποινής, στις οποίες δεν αναφέρεται η εκτιτέα ποινή και τούτο προφανώς συμβαίνει, διότι ανάγονται στο προ της ισχύος του Νέου Ποινικού Κώδικα διάστημα και οι ποινές δεν υπερέβαιναν τα τότε τεθειμένα όρια της καθείρξεως είκοσι πέντε ετών και της φυλακίσεως δέκα ετών επί πραγματικής συρροής ή καθείρξεως είκοσι ετών, επί κατ’ ιδέα συρροής (άρθρο 94 §§ 1-2 ΠΚ/1950). Στην ομάδα αυτή των αποφάσεων. που ελλείπει η εκτιτέα ποινή, αλλά επέστη ο χρόνος υποβολής φακέλου υφ’ όρον απολύσεως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών του τόπου κρατήσεως, εύλογο είναι ότι θα απευθύνεσθε γραπτώς στον παραγγείλαντα την εκτέλεση της συγχωνευτικής αποφάσεως, Εισαγγελέα, προκειμένου να διευκρινίσει εάν εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 465 § 2 ΠΚ, εις τρόπον ώστε να χωρήσει ακωλύτως και ταχέως η αλληλουχία της υφ’ όρον απολύσεως.

Ο ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΡΟΒΑΤΑΡΗΣ

ΑΠ 1579/2022: Χρέη στο Δημόσιο (παραπομπή στην Ολομέλεια- πότε υπολογίζονται χρέη από δήλωση φορολογίας εισοδήματος)

ΑΠ 1579/2022

 

Παρατηρήσεις: Με την απόφαση αυτή, που ελήφθη με πλειοψηφία (3 έναντι 2), παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ζήτημα σχετικά με το εάν και πότε πρέπει να συνυπολογίζονται για την ποινική ευθύνη από μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο τα χρέη εκείνα που αφορούν σε μη υποβολή ή απόκρυψη εισοδημάτων με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, καθώς και εκείνα που αφορούν στην μη πληρωμή φόρου εισοδήματος, παρά την υποβολή ακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Η εκδίκαση της υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναμένεται να γίνει κατά τη δικάσιμο της 16.3.2023.

 

Περίληψη απόφασης: Μη συμπερίληψη και μη συνυπολογισμός, για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, των χρεών, που μεταξύ άλλων προέρχονται από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4987/2022), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, ειδικά δε όσον αφορά το έγκλημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα το αδίκημα αυτό στοιχειοθετείται αντικειμενικά είτε με την μη υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος είτε με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, από την οποία όμως ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η πράξη αυτή διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, ή το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η εν λόγω πράξη διώκεται σε βαθμό κακουργήματος. Έτσι, όταν το ποσό του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπολείπεται του ποσού των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, η πράξη είναι ανέγκλητη και δεν υπάγεται στα αδικήματα του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, η διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ. να μη είναι εφαρμοστέα. Περαιτέρω, κατά την γνώμη της ανωτέρω πλειοψηφίας των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο εισόδημα δεν στοιχειοθετείται, ακόμη και όταν ο φόρος, που αναλογεί σ’ αυτό (εισόδημα) και δεν καταβλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος υποβάλει νόμιμα και εμπρόθεσμα δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ακολούθως όμως δεν αποδίδει τον φόρο που οφείλει στο Δημόσιο και αναλογεί στα εισοδήματά του, με βάση την ακριβή (όχι ανακριβή) δήλωσή του, καθόσον στην περίπτωση αυτή αποκλείεται εν τη γενέσει της η ύπαρξη του απαιτούμενου υπερχειλούς δόλου του, δηλαδή η επιδίωξή του να αποφύγει την καταβολή του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά του, αφού με την υποβολή της ακριβούς δήλωσής του, ελλείπει το στοιχείο της μερικής ή ολικής απόκρυψης των καθαρών εισοδημάτων του, που κατατείνει σ’ αυτόν τον σκοπό.

Λήψη έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 19.12.2022 έως 2.1.2023)

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β΄ 6445/16.12.2022 η ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.72546 για την λήψη έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας από Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου 2022, ώρα 06:00 έως και τη Δευτέρα, 2 Ιανουαρίου 2023 και ώρα 06:00.

 

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

 

Υ.Α. (Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Εσωτερικών) 56169/17.11.2022 (ΦΕΚ Β΄ 6259/12.12.2022): Παροχή Κοινωφελούς Εργασίας

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β΄ 6259/12.12.2022 η Απόφαση 56169/17.11.2022 των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Εσωτερικών με τίτλο “Παροχή Κοινωφελούς Εργασίας”.

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

Ν. 5002/2022: Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α΄ 228/9.12.2022 ο Ν. 5002/2022 “Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών”

 

Παρατηρήσεις: Το άρθρο 10 του νόμου τροποποιεί το άρθρο 370Α ΠΚ, το άρθρο 11 του νόμου τροποποιεί το άρθρο 370Ε ΠΚ και το άρθρο 12 του νόμου προσθέτει άρθρο 370ΣΤ ΠΚ.

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

Ν. 5001/2022: Επιλογή, κατάρτιση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών – Τροποποιήσεις στον ν. 4871/2021 και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α΄ 227/9.12.2022 ο Ν. 5001/2022 με τίτλο “Επιλογή, κατάρτιση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών – Τροποποιήσεις στον ν. 4871/2021 και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης”.

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

ΑΕΔ 4/2022: αρμοδιότητα του συμβουλίου πλημμελειοδικών να κρίνει προσφυγή κρατουμένου κατά απόφασης του Γ.Γ.Αντεγκληματικής Πολιτικής για μεταγωγή από ένα κατάστημα κράτησης σε άλλο

Αριθμός απόφασης 4/2022

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σκαλτσούνη, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Πρόεδρο, Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη . Σαρμά, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Μαρία Σωτηροπούλου, Αγγελική Μίντζια – Εισηγήτρια, Συμβούλους Επικρατείας, τακτικά μέλη, Μαρία Κουβίδου, Μαριάνθη Παγουτέλη, Αρεοπαγίτες, τακτικά μέλη, Κασσιανή Μαρίνου, Σύμβουλο Επικρατείας, τακτικό μέλος,  Δήμητρα Ζώη, Αρεοπαγίτη, τακτικό μέλος, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Σύμβουλο Επικρατείας, τακτικό μέλος, Κωστούλα  Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτη, τακτικό μέλος, Κωνσταντίνο Ρέμελη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, πρώτο αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του Σπυρίδωνα Βλαχόπουλου, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,  τακτικού  μέλους,  Κωνσταντίνο Γώγο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος και τη Γραμματέα Ελένη Γκίκα, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 18 Μαΐου 2022 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Δ. Κ. του Κ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης (Κ.Κ.) Δομοκού, ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Σαραφιανού του Παναγιώτη (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 14683).

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, και παρέστη διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Παναγιώτη Παππά του Γεωργίου.

Ο αιτών με την από 19.7.2021 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 3/21.7.2021, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

Ακολούθως, η εισηγήτρια, Αγγελική Μίντζια, Σύμβουλος Επικρατείας, ανέγνωσε την από 13.5.2022 έκθεσή της.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος και τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, . οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, ζητείται η άρση της αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας που, κατά τα προβαλλόμενα, δημιουργήθηκε από την έκδοση της 582/2021 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του 32/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών.

2. Επειδή, έχουν διενεργηθεί οι νόμιμες κοινοποιήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2, 45 και 47 παρ. 2 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976, Α΄ 141), προς τον αιτούντα και τους λοιπούς διαδίκους, προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Διευθύνοντα Πρόεδρο Πρωτοδικών Λαμίας και προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, μεταξύ άλλων, «η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή  μεταξύ  του  Συμβουλίου  της  Επικρατείας  και  των  τακτικών  διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου, ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Εξάλλου, στο Κεφάλαιο Ζ·του Κώδικα για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και υπό τον τίτλο «Άρσις   Συγκρούσεων» καθορίζονται οι προϋποθέσεις άσκησης της προβλεπόμενης στην ως άνω συνταγματική διάταξη αρμοδιότητας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου για την άρση συγκρούσεων α) μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών αρχών (άρθρα  42 και 43) και β) μεταξύ δικαστηρίων (άρθρα 44 έως 47). Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο αυτό του Κώδικα υπό τον τίτλο «Β) Σύγκρουσις μεταξύ Δικαστηρίων» και στο άρθρο 46 υπό τον ειδικότερο τίτλο «Αποφατική σύγκρουσις» ορίζεται στην παρ. 1 ότι, εφόσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αφενός και τα αστικά δικαστήρια αφετέρου έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου με κατάθεση σχετικής αίτησης ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας απόφασης. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητούμενου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το ζήτημα αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία, η δε απόφασή του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους (βλ. Α.Ε.Δ. 2, 7, 11/2017, 1, 2/2016, 12/2013, 3/2012, 28/2011, 19/2009, κ.ά.).

4. Επειδή, στο άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ’ του Συντάγματος καθιδρύεται η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου για την άρση της σύγκρουσης, εκτός των άλλων, μεταξύ των δικαστηρίων, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής η σύγκρουση να έχει προκληθεί μεταξύ τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, αλλά μεταξύ των δικαστηρίων εν γένει. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη ήταν να καθιερώσει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως δικαστήριο άρσης συγκρούσεων δικαιοδοσίας προκαλουμένων μόνον από δικαστικές αποφάσεις και να αποκλείσει από την αρμοδιότητά του την άρση των συγκρούσεων που προκαλούνται μεταξύ βουλεύματος και δικαστικής απόφασης. Περαιτέρω, το άρθρο 46 παρ. 1 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ορίζοντας ότι συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης όταν τα οικεία δικαστήρια «έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της αυτής  υποθέσεως», δεν αναφέρεται στην ύπαρξη τελεσίδικων αντίθετων «αποφάσεων» αλλά στην τελεσίδικη διάγνωση, στην εκάστοτε ενώπιόν του αγόμενη διαφορά, ότι τα δικαστήρια και των δύο δικαιοδοσιών στερούνται αρμοδιότητας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ως «τελεσίδικη κρίση», η οποία μπορεί να προκαλέσει αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, νοείται όχι μόνο κρίση διατυπωθείσα σε δικαστική απόφαση η οποία κατέστη τελεσίδικη, αλλά επίσης και κρίση διατυπωθείσα σε βούλευμα με το οποίο το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται τελεσιδίκως ότι η διαφορά που ήχθη ενώπιόν του δεν υπάγεται στην ποινική δικαιοδοσία. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, πλην του ότι συρρικνώνει αδικαιολογήτως το πεδίο εφαρμογής της διάταξης χωρίς, μάλιστα, να ευρίσκει έρεισμα στη γραμματική της διατύπωση, άγει σε παντελή αποστέρηση του ανυπαίτιου διαδίκου από την έννομη προστασία του, η οποία κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αφού έχει ως συνέπεια την αναγνώριση του ότι η έννομη τάξη δεν προσφέρει στον πολίτη δικαστήριο για να του παράσχει έννομη προστασία σε μια κατηγορία διαφορών, κατά προφανή παράβαση των διατάξεων αυτών.

5. Επειδή, από τα δικόγραφα της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής του αιτούντος καθώς και τις επ’ αυτών αντίστοιχες απόφαση και βούλευμα προκύπτουν τα εξής: Με την 582/2021 απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Ολομέλεια απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, την από 3.2021 αίτηση ακύρωσης του αιτούντος κατά α) της 18159 οικ./21. 12.2020 απόφασης της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, με την οποία διετάχθη η μεταγωγή του αιτούντος στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, β) της «υλικής πράξης» μεταγωγής του, στις 21.12.2020, από το Ειδικό Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κασσαβέτειας στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού και γ) της παράλειψης της Γενικής Γραμματέως  Αντεγκληματικής Πολιτικής να αποφασίσει τη μεταγωγή του αιτούντος από το Κατάστημα Κράτησης Δομοκού στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Από την άλλη πλευρά, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας με το 32/6.3.2021 βούλευμα απέρριψε την από 3.3.2021 προσφυγή του αιτούντος, κατά το μέρος αυτής που στρεφόταν κατά των ίδιων  ως άνω πράξεων, ως στερούμενο, επίσης, δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, με την από 14.5.2021 διάταξη της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση άσκησης αναίρεσης κατά του βουλεύματος αυτού, λόγω έλλειψης της συνδρομής κάποιου από τους οριζόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγους και απορρίφθηκε σχετικό αίτημα του αιτούντος. Με τα δεδομένα αυτά, παραδεκτώς φέρεται προς επίλυση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου το ζήτημα  της αποφατικής σύγκρουσης το οποίο ανέκυψε μεταξύ των δύο ως άνω Δικαστηρίων για την ίδια διαφορά και προκλήθηκε από την ως άνω δικαστική απόφαση και το βούλευμα λόγω διαφορετικής ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 2, 9, 87 παρ. 1 και 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα και 567 του Κ.Ποιν.Δ. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση, που κατατέθηκε στις 21.7.2021, παραδεκτώς ασκείται τόσο από την άποψη της τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης και του βουλεύματος -κατά του οποίου δεν προβλέπεται ειδικώς από τις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα ν. 2776/1999 (Α΄ 291) αλλά και της Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96) η άσκηση από τον αιτούντα του τακτικού ενδίκου μέσου της έφεσης- όσο και από την άποψη της προθεσμίας άσκησής της, εφόσον κατατέθηκε μέσα στην οριζόμενη στο άρθρο 46 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προθεσμία των ενενήντα ημερών, η οποία εκκινεί από τη δημοσίευση στις 23.4.2021 της νεότερης 582/2021 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.

6. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 20 παρ. 1 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει», στο άρθρο 93 παρ. 1 ότι . «Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», στο άρθρο 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4 . …», στο άρθρο 95 παρ. 1 ότι «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου …» και στο άρθρο 96 παρ. 1 ότι «Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι».

7. Επειδή, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019) ορίζει στο πέμπτο Κεφάλαιο («Εποπτεία στην έκτιση της ελευθερίας ποινής))) του όγδοου Βιβλίου και στο άρθρο 567 («Ποιος και πώς ασκεί την εποπτεία») ότι «1. Ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή, ασκεί τις προβλεπόμενες στον κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων αρμοδιότητές του και μεριμνά για την έκτιση της ποινής και την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα αυτού, του ποινικού κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση των ποινών».

8. Επειδή, περαιτέρω, ο Σωφρονιστικός Κώδικας που κυρώθηκε με τον ν. 2776/1999, όπως ισχύει, ορίζει στο άρθρο 1 («Κανόνες εκτέλεσης ποινών και μέτρων ασφαλείας κατά της ελευθερίας») ότι: «1. Οι κανόνες που ακολουθούν ρυθμίζουν τους όρους και τις συνθήκες εκτέλεσης ποινών και μέτρων ασφαλείας κατά της ελευθερίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις, τους νόμους και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους …»· στο άρθρο 2 («Νομιμότητα στη μεταχείριση των κρατουμένων») ότι: «1. … Ο έλεγχος της νομιμότητας στη μεταχείριση των κρατουμένων ασκείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό και από το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών. 3. …»: στο άρθρο 6 («Έννομη προστασία των κρατουμένων») ότι: «1. Στην περίπτωση παράνομης ενέργειας σε βάρος τους ή παράνομης εντολής οι κρατούμενοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρονται γραπτώς και μέσα σε εύλογο χρόνο στο Συμβούλιο Φυλακής, εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα δεν τους παρέχεται άλλο ένδικο βοήθημα. Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης με την οποία απορρίπτεται το αίτημά τους ή μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αναφοράς, αν δεν εκδόθηκε απόφαση, οι κρατούμενοι έχουν δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο Εκτέλεσης των Ποινών. Το Δικαστήριο αυτό, εφόσον δεχθεί κατ’ ουσίαν την προσφυγή, αίρει τα αποτελέσματα που απορρέουν από την παράνομη ενέργεια ή εντολή. 2, Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης   [ήδη  Υπουργείου   Προστασίας  του   Πολίτη  καθό μέρος μεταφέρθηκαν σ’ αυτό η Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής και οι αρμοδιότητές της – βλ. π.δ. 81/2019 (Α’ 119), άρθρο 2 παρ. 5.1, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 5 του ν. 4625/2019 (Α΄ 139)], η οποία ασκεί την εποπτεία επί της λειτουργίας του καταστήματος, μεριμνά για την άμεση συμμόρφωση προς την απόφαση του Συμβουλίου Φυλακής, ανακαλεί την παράνομη ενέργεια, ικανοποιεί το αίτημα του κρατουμένου και ελέγχει τους υπευθύνους. 3. Η διεύθυνση του καταστήματος υποχρεούται να διαβιβάζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες κάθε αναφορά ή επιστολή κρατουμένου απευθυνόμενη προς δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό, χωρίς να λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της …»· στο άρθρο 9 («Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών») ότι: «1. [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4760/2020 (Α’ 247/11.12.2020)]. Στο Υπουργείο Προστασίας του  Πολίτη συστήνεται Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών (Κ.Ε.Μ.). Η Επιτροπή αυτή συγκροτείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του Υπουργού Δικαιοσύνης, είναι τριμελής και αποτελείται από τον Γενικό Γραμματέα : Αντεγκληματικής Πολιτικής του  Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ως Πρόεδρο, τον επόπτη του συγκροτήματος Φυλακών Κορυδαλλού Αντεισαγγελέα Εφετών ή τον Αναπληρωτή του και τον πρόεδρο του Κεντρικού  Επιστημονικού Συμβουλίου Φυλακών (Κ.Ε.Σ.Φ.) ή τον νόμιμο αναπληρωτή του ή άλλο μέλος του … ως μέλη … 2. Η Κ.Ε.Μ. παραγγέλλει τις μεταγωγές κρατουμένων και ρυθμίζει κάθε θέμα σχετικό με αυτές, εκτός από ης μεταγωγές που γίνονται προς διευκόλυνση του έργου της ανάκρισης ή προκειμένου να εμφανιστεί ο μεταγόμενος σε δικαστήριο ή σε δημόσιο αρχή. Ο διευθυντής του καταστήματος μπορεί να προτείνει τη μεταγωγή, εκθέτοντας τους λόγους που τη δικαιολογούν. Όταν η μεταγωγή προτείνεται από το διευθυντή του καταστήματος, απαιτείται γνώμη του Συμβουλίου της Φυλακής, υπό την προεδρία του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού, χωρίς τη συμμετοχή σε αυτό του διευθυντή. 3. [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 4043/2021 (Α ‘ 25)].  Ο Υπουργός … μπορεί  να παραγγέλλει ή να απαγορεύει τη μεταγωγή κρατουμένου για λόγους που συνδέονται με την ασφάλεια της χώρας ή τη δημόσια τάξη. Σε περίπτωση κατεπείγοντος ή όταν απειλείται διασάλευση της τάξης και της ασφάλειας του καταστήματος, η μεταγωγή ή η μη μεταγωγή διατάσσεται από τον Γενικό Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής …, το ζήτημα όμως εισάγεται το ταχύτερο δυνατόν στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών, που αποφασίζει σχετικά. 4. [όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4274/2014 (Α’ 147)]. Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος μεταγωγής κρατουμένου για ουσιαστικούς λόγους για δεύτερη συνεχόμενη φορά, μπορεί αυτός να προσφύγει κατά της απόφασης της Κ.Ε.Μ. στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, το οποίο συνεδριάζει ως Συμβούλιο, εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απορριπτικής απόφασης» στο άρθρο 85 («Αρμοδιότητες του Δικαστικού Λειτουργού») ότι: «Ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός έχει τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία καθήκοντα. Ειδικότερα, αποφασίζει επί όσων θεμάτων του ανατίθενται στον παρόντα Κώδικα, ασκεί τις αρμοδιότητες του άρθρου 572 [ήδη 567] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, συμμετέχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών και δικαιούται να ασκεί προσφυγή κατ’ αποφάσεων του Συμβουλίου Φυλακής, εξαιρούμενος στην περίπτωση αυτήν από τη σύνθεση του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της προσφυγής του»·στο άρθρο 86 («Εποπτεία του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών») ότι: «1. Το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, ως ειδικό τμήμα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου στις έδρες των Πρωτοδικείων: Αθηνών… και ως το αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο στις έδρες των λοιπών Πρωτοδικείων δικάζει, συνεδριάζοντας ως δικαστικό συμβούλιο, αφού ακούσει τον Εισαγγελέα και αποφαίνεται σε κάθε περίπτωση που ασκείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα Κώδικα, προσφυγή κατά απόφασης: α) του Συμβουλίου Φυλακών και β) του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού κατά το προηγούμενο άρθρο»·και στο  άρθρο 87 («Μεταβατικές και Τελικές διατάξεις») ότι: «1. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, τις αντίστοιχες αρμοδιότητες ασκεί μέχρι τη νομοθετική καθιέρωση του οργάνου αυτού, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. 2.  Όπου αναφέρεται αρμόδιος δικαστικός λειτουργός, τις αρμοδιότητες ασκεί ο εισαγγελέας, που προβλέπεται από το άρθρο 572 [567] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. …».

9. Επειδή, ενόψει του οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών που καθιδρύεται με τις διατάξεις των άρθρων 93, 94, 95 και 96 του Συντάγματος, ο έλεγχος τόσο των αποφάσεων και των διαδικαστικών πράξεων των οικείων δικαστικών οργάνων, όσο και πράξεων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, οι οποίες εντάσσονται λειτουργικώς, σύμφωνα με τον νόμο, στο πλαίσιο της άσκησης της δικαστικής εξουσίας και συνδέονται αναπόσπαστα με την εύρυθμη λειτουργία του οικείου δικαιοδοτικού. κλάδου, ιδίως δε με την εκτέλεση των αποφάσεών του και την υλοποίηση των κριθέντων στο διαγνωστικό στάδιο της δίκης, υπάγεται στα δικαστήρια του ίδιου δικαιοδοτικού κλάδου. Για τον λόγο αυτόν, κατά την ειδικότερη έννοια του άρθρου 96 παρ. 1 του Συντάγματος, τα ποινικά δικαστήρια, στη δικαιοδοσία των οποίων ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, είναι αρμόδια για την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων τόσο κατά το στάδιο της προδικασίας και της κύριας ενώπιόν τους διαδικασίας, όσο και κατά το στάδιο της εκτέλεσης των ποινικών αποφάσεων και της έκτισης των ποινών που επιβάλλονται με αυτές, κατά το οποίο ολοκληρώνεται η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης από την άποψη της πραγματοποίησης της ποινικής αξίωσης της πολιτείας, καθώς και από την άποψη της ειδικής πρόληψης των εγκλημάτων στο πρόσωπο του καταδίκου. Από την κατά τα ανωτέρω δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων δεν εξαιρούνται οι πράξεις ή ενέργειες που επιχειρούνται, σύμφωνα με τον νόμο, από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ανεξαρτήτως του Υπουργείου στο οποίο ανήκουν, και οι οποίες εντάσσονται από λειτουργική άποψη σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω στάδια απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Οι πράξεις αυτές, ενόψει της προκύπτουσας από τις παρατεθείσες στην έκτη σκέψη διατάξεις του Συντάγματος αρχής του ενιαίου της δικαιοδοσίας δεν δύνανται να ελεγχθούν, κατά παρέκκλιση της εν λόγω αρχής από δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας πλην των ποινικών, τα οποία έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να κρίνουν τη νομιμότητά τους. Τούτο ισχύει ιδίως για τις πράξεις που αφορούν την έκτιση των στερητικών της ελευθερίας ποινών, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως πράξεων ή παραλείψεων μεταγωγής κρατουμένων σε καταστήματα κράτησης.

10. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών (ΚΕΜ) στις 12.2020 αποφάσισε (Α.Π. 1617/21.12.2020) , κατ’ επίκληση του άρθρου 9 παρ. 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα, τη μεταγωγή του αιτούντος από το Ειδικό Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κασσαβέτειας στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, στο πλαίσιο των ορισμών του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 4760/2020 (Α’ 247) που εισήγαγε απαγόρευση της μεταγωγής ή παραμονής σε αγροτικές φυλακές σε όσους κρατούμενους έχουν καταδικασθεί για εγκλήματα τρομοκρατίας. Την ίδια ημερομηνία, με την 18159 οικ./21.12.2020 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής, διετάχθη η μεταγωγή του αιτούντος από το Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, για λόγους κατεπείγοντος, δημόσιας τάξης, ασφάλειας και εύρυθμης λειτουργίας του καταστήματος κράτησης, κατ’ εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 3 εδαφ. β’ του Σωφρονιστικού Κώδικα. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε αφού ελήφθησαν υπόψη: α) το ΕΠ 125/21.12.2020 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού και β) το ΑΠ 8915/17. 12.2020 έγγραφο της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής. Με την από 4.1.2021 πράξη της ΚΕΜ · εγκρίθηκε, κατά τους ορισμούς του άρθρου 9 παρ. 3 του Σωφρονιστικού Κώδικα, η ανωτέρω απόφαση της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής για την έκτακτη μεταγωγή του αιτούντος. Εν τω μεταξύ, ο αιτών με την από 24.12.2020 αίτησή του προς την ΚΕΜ είχε ζητήσει τη μεταγωγή του στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Επακολούθησε νεότερο αίτημα του αιτούντος, που υποβλήθηκε στις 28.2.2021 δια της συνηγόρου του, με το ίδιο αντικείμενο, τη μεταγωγή του δηλαδή στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, για τον πρόσθετο λόγο ότι κινδύνευε να υποστεί ανήκεστο βλάβη της υγείας ή και απώλεια της ζωής του δεδομένου ότι από 8.1.2021 είχε ξεκινήσει απεργία πείνας. Η Γενική Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής ενημέρωσε τον αιτούντα (ΑΠ. 2620/3.3.2021 έγγραφό της) ότι τα επίμαχα αιτήματά του εκκρεμούν και θα εξετασθούν από την ΚΕΜ. Η τελευταία με τις . Α.Π. 992/11.3.2021 και 2636/11.3.2021 αποφάσεις  απέρριψε  αμφότερα τα αιτήματα . με την επισήμανση. στη δεύτερη ότι κατ’ ,αυτής επιτρέπεται, σύμφωνα με το: άρθρο 9 παρ. 4 του Σωφρονιστικού Κώδικα,     προσφυγή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών από τον αιτούντα. Προηγουμένως, ο αιτών είχε ασκήσει ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών, κατ’ επίκληση της παρ. 2 του άρθρου 2 σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στα άρθρα 86-87 του Σωφρονιστικού Κώδικα, προσφυγή (με αριθ. κατ. 176/3.3.2021) κατά: α) της 18159/οικ./21.12.2020 απόφασης της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής με την οποία διετάχθη η μεταγωγή του αιτούντος στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, β) της από 4.1.2021 απόφασης της ΚΕΜ με την οποία εγκρίθηκε η υπό (α) απόφαση, γ) της «υλικής πράξης» μεταγωγής του στις 21.12.2020, από το Ειδικό Αγροτικό Κατάστημά Κράτησης Νέων Κασσαβέτειας στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, δ) της παράλειψης του οργάνου αυτού να αποφασίσει τη μεταγωγή του αιτούντος από το Κατάστημα Κράτησης Δομοκού στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ε) της σιωπηρής απόρριψης της αίτησης επαναμεταγωγής του αιτούντος, και επιπλέον ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μεταγωγής του μέχρι την έκδοση αμετακλήτου βουλεύματος από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας. Με το 32/6.3.2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας η εν λόγω προσφυγή, μεταξύ άλλων, απορρίφθηκε: α) ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των υπό στοιχ. α’ και δ’ ατομικών διοικητικών πράξεων και παραλείψεων της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών καθώς και της από στοιχ. γ’  συμπροσβαλλόμενης υλικής ενέργειας (σε εκτέλεση της απόφασης μεταγωγής) με το σκεπτικό ότι, εφόσον κατά των πράξεων αυτών δεν προβλέπεται προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου, ως Δικαστηρίου Εκτελέσεως Ποινών, αφού τέτοιο ένδικο βοήθημα δεν περιλαμβάνεται στις περιοριστικά απαριθμούμενες από τις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα περιπτώσεις, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των πράξεων αυτών της Διοικητικής Αρχής ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, και β) ως νόμω αβάσιμη κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της ως άνω υπό στοιχ. ε’ σιωπηρής απόρριψης της αίτησης επαναμεταγωγής του αιτούντος στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού για τον λόγο ότι έως την ημερομηνία κατάθεσης της προσφυγής δεν είχε εκδοθεί δεύτερη ρητή απορριπτική απόφαση της ΚΕΜ, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 9 του Σωφρονιστικού Κώδικα, που παρέχει τη δυνατότητα στον κρατούμενο να προσφύγει ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών μόνον κατά της ρητής απόρριψης του αιτήματος για δεύτερη συνεχόμενη φορά. Ακολούθως, στις 8.3.2021 ο αιτών άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά των υπό στοιχ. α’, γ’ και δ ‘ ως άνω πράξεων στο Συμβούλιο Επικρατείας, η οποία απορρίφθηκε επίσης ως απαράδεκτη με την 582/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

11. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, η διαφορά που ανακύπτει από την αμφισβήτηση πράξεων ή ενεργειών, που επιχειρούνται σύμφωνα με τον νόμο από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ανεξαρτήτως του Υπουργείου στο οποίο ανήκουν, και οι οποίες εντάσσονται από λειτουργική άποψη στην εκτέλεση της ποινής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, με το 32/2021 βούλευμα εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προσφυγής του αιτούντος, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των ανωτέρω υπό στοιχ. α και δ’ ατομικών διοικητικών πράξεων και παραλείψεων της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών καθώς και της υπό στοιχ. γ’ συμπροσβαλλόμενης υλικής ενέργειας, η προσβολή των οποίων προσδιορίζει, όπως εκτέθηκε, το περιεχόμενο της αγόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου προς άρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας. Συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, να εξαφανισθεί το ανωτέρω βούλευμα κατά το οικείο μέρος του και να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση στο Συμβούλιο αυτό προς εκ νέου εκδίκαση.

12. Επειδή, τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι οι διάδικοι πρέπει να απαλλαγούν από το σύνολο της δικαστικής δαπάνης, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.

Διά ταύτα

Αίρει την αποφατική σύγκρουση μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών, κατά το σκεπτικό.

Εξαφανίζει εν μέρει, κατά το σκεπτικό, το 32/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, στο οποίο παραπέμπει  την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το οικείο μέρος της.

Απαλλάσσει τους διαδίκους από τη δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 2022.

Ο Πρόεδρος                                                  Η Γραμματέας

 

 

Δημήτριος Σκαλτσούνης                             Ελένη Γκίκα

 

Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 26 Οκτωβρίου 2022.

 

Η Πρόεδρος                                                  Η Γραμματέας

 

 

Μαρία Γεωργίου                                           Ηρακλεία Γιαννακοπούλου

Ν. 4999/2022: Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση, μισθολογικές ρυθμίσεις για τους ιατρούς και οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α 225/7.12.2022 ο Ν. 4999/2022 με τίτλο “Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση, μισθολογικές ρυθμίσεις για τους ιατρούς και οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας”.

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf