Ν. 5019/2023: Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 «σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ», ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α  27/14.2.2023 ο Ν. 5019/2023 “Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 «σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ», ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις”.

 

Με τον νόμο αυτό τροποποιούνται διατάξεις του Ν. 2251/1994.

Στο άρθρο 22 ρυθμίζονται ζητήματα περιορισμού της ευθύνης του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής (“phising“).

Με το άρθρο 102 τροποποιείται το άρθρο 32 παρ. 1 Π.Δ. 26/2012 για το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές.

 

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

 

ΓνωμΕισΑΠ 2/2023: Επίδοση διαταγής πληρωμής επί αγνώστου διαμονής οφειλέτη

 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Αθήνα 3 Φεβρουαρίου 2023

Αριθμ. Πρωτ.: 7498/22

Αριθμός γνωμ/σεως: 2

Προς

Την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος

Θέμα: Επίδοση διαταγής πληρωμής επί αγνώστου διαμονής οφειλέτη

Επί του ερωτήματος, που διατυπώνεται στο με αριθμ. πρωτ. 6180/2022 έγγραφό σας, για το εάν δηλαδή «διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε προ την 01-01-2016, η οποία αρχικά επιδόθηκε στον γνωστής διαμονής ή έδρας οφειλέτη εντός της Ελληνικής Επικράτειας, ο οποίος σήμερα έχει καταστεί αγνώστου διαμονής είναι σύννομο να επιδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 135 Κ.Πολ.Δ. επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής) και να ακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση βάσει της συγκεκριμένης επίδοσης του αντιγράφου εξ απογράφου της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση;» σας γνωρίζομε ότι η γνώμη μας είναι η εξής:

Με το άρθρο 623 του Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι «Κατά τις διατάξεις των άρθρων 624 έως 636 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και η απαίτηση, καθώς και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη». Περαιτέρω με τη διάταξη της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 624 του Κ.Πολ.Δ. οριζόταν ότι «δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και αν εκδόθηκε είναι άκυρη αν η επίδοση πρέπει να γίνει σε πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή η διαμονή τους είναι άγνωστη», η ίδια δε διάταξη μετά την τροποποίηση που έλαβε χώρα με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 στα άρθρα 591 έως 645 του ανωτέρω Κώδικος, έχει ως εξής: «δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και αν εκδοθεί είναι άκυρη, αν η επίδοση πρέπει να γίνει σε πρόσωπο που η διαμονή του είναι άγνωστη, εκτός αν έχει αντίκλητο νόμιμα διορισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 142 ΚΠολΔ». Περαιτέρω με το άρθρο 631 του ιδίου πιο πάνω κώδικας, όπως ισχύει, ορίζεται ότι :«η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Κατ’ εξαίρεση αναστέλλεται η εκτελεστότητα διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά προσώπου με άγνωστη διαμονή ή με διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 632, επιτρέπεται όμως να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 724». Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ. 1 & 2 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής δικαιούται να ασκήσει ανακοπή μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοση εάν έχει την διαμονή ή την έδρα του στην Ελλάδα και εντός τριάντα ημερών εάν έχει την διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, σε περίπτωση δε που η ανακοπή αυτή δεν ασκηθεί εμπροθέσμως, ο δανειστής μπορεί να επαναλάβει την επίδοση της διαταγής πληρωμής και ο οφειλέτης δικαιούται να ασκήσει νέα ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου και υπόκειται μόνο σε αναψηλάφηση.

Από τις παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, που τίθεται με την παράγραφο 2 του άρθρου 624 του Κ.Πολ.Δ., να μην είναι δηλαδή αγνώστου διαμονής το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η διαταγή, εξαιρουμένης της περιπτώσεως που έχει νομίμως διορισμένο αντίκλητο, πρέπει, κατά γενικό δικονομικό κανόνα, συναγόμενο ιδίως από τη διάταξη του άρθρου 73 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο οι διαδικαστικές προϋποθέσεις (Θετικές ή αρνητικές) πρέπει να συντρέχουν κατά τη διενέργεια της πράξεως για το έγκυρο της οποίας απαιτούνται, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Επομένως, αν μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης καταστή αγνώστου διαμονής (κατά την έννοια του άρθρου 135 παρ. 1 ΚΠολΔ) η διαταγή πληρωμής, κατά την έκδοση της οποίας συνέτρεχε η ως άνω αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, διαφυλάσσει μεν το κύρος της, αναστέλλεται όμως αυτοδικαίως η εκτελεστότητά της, κατ’ άρθρο 631 εδάφιο β’ Κ.Π.Δ. όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. Σ. ΑΝΔΡΙΤΣΟΥ σε Νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Χαρ. ΑΠΑΛΑΓΑΚΗ – Στ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, έκδ. 2022, τόμος 2ος, σελ. 2213-2214) προϋποτιθεμένου βεβαίως ότι ο οφειλέτης έχει διορίσει αντίκλητο ενώ σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου ισχύει ότι ίσχυε και προ του Ν. 4335/2015, δηλαδή η διαταγή πληρωμής καθίσταται ανενεργής εωσότου ο καθ’ ου αποκτήσει εκ νέου γνωστή διαμονή ή διορίσει νομίμως αντίκλητο (βλ. Χαρ. Παπαδάκη, ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ (ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ), εκδ. 2011, σελ. 76-77 και Ν ΤΡΙΑΝΤΟΥ, ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ … έκδ. 2014, σελ. 32-33). Η διάταξη του άρθρου 624 παρ. 2 του ΚΠολΔ, θέτοντας την ως άνω αρνητική προϋπόθεση, εμπεριέχει αυτοθρόως και απαγόρευση της επιδόσεως της διαταγής στο πρόσωπο του αγνώστου διαμονής οφειλέτη με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 135 του ως άνω Κώδικος. Η προεκτεθείσα ερμηνευτική εκδοχή προάγεται από το ότι ο νομοθέτης, έχοντας θεσπίσει απλή διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής – που ναι μεν δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά αποτελεί τίτλο εκτελεστό (άρθρα 631 εδάφιο α’ και 904 παρ. 2 περ. ε’ ΚΠολΔ) – χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρο 625 εδάφιο β’ του Κ.Π.Δ.) και με τις προαναφερόμενες σύντομες προθεσμίες για την άσκηση των μέσων αμύνης {ανακοπών} του καθ’ ου η διαταγή, θέλησε συνάμα, με τη ρύθμιση του άρθρου 624 παρ. 2 του ΚΠολΔ, να αποτρέψει την επίδοση της διαταγής πληρωμής υπό τους όρους των άρθρων 135 – 134 του ΚΠολΔ και να διασφαλίσει έτσι στον οφειλέτη τη δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Ολ.Α.Π. 10/1996). Το συμπέρασμα αυτό αφορά όλες τις περιπτώσεις των διαταγών πληρωμής ήτοι τόσο εκείνες που εκδόθηκαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2016 (ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των τροποποιήσεων που επήλθαν με το Ν. 4335/2015) όσο και τις μετά απ’ αυτήν εκδιδόμενες αφού η σχετική ρύθμιση όσον αφορά τους αγνώστου διαμονής οφειλέτες που δεν έχουν διορίσει αντίκλητο δεν επηρεάστηκε από τις ανωτέρω τροποποιήσεις. Προσέτι η αδυναμία επιδόσεως με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 135 του Κ.Πολ.Δ. τρόπο δεν μπορεί να ισχύει μόνο για την αρχική επίδοση του άρθρου 630 Α του Κ.Π.Δ. αλλά καταλαμβάνει {για τον ίδιο πιο πάνω παρατεθέντα λόγο} και τη μεταγενέστερη επίδοση, εκείνη δηλαδή της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 2 του ανωτέρω Κώδικας και εφόσον δεν υπάρξει η τελευταία επίδοση ώστε να προκύψει δεδικασμένο επεκτείνεται και στην επίδοση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση (άρθρ. 924 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), διότι μόνον έτσι εξασφαλίζεται η αναγκαία γνώση του οφειλέτη για την, μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την αρχική επίδοση, εξέλιξη της σε βάρος του διαδικασίας και του παρέχεται η κατά νόμο πληρέστερη προστασία δεδομένου ότι κατά το στάδιο αυτό ήτοι το στάδιο που ακολουθεί της επιδόσεως του άρθρου 633 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής. Συνεπώς δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η πλασματική επίδοση διαταγής πληρωμής κατ άρθρ. 135 – 134 του Κ.Πολ.Δ., ως αγνώστου διαμονής σε οφειλέτες, σε βάρος των οποίων έχει εκδοθεί εγκύρως τέτοια διαταγή

αφού με την επίδοση αυτή δεν εξασφαλίζεται η αναγκαία γνώση τους όσον αφορά τη λήψη επαχθούς γι’ αυτούς δικαστικού μέτρου και κατ’ επέκταση η δυνατότητα για απρόσκοπτη προβολή των θέσεων και ισχυρισμών τους με την άσκηση των ανωτέρω μέσων αμύνης. Εξυπακούεται βεβαίως ότι εφόσον έχει διορισθεί νομίμως αντίκλητος του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, που ήταν κατά την έκδοση αυτής (για τις μετά την 1-1-2016 περιπτώσεις) ή κατέστη αργότερα (για όλες τις περιπτώσεις) αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται στου αντίκλητο, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 143 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. και η διαδικασία εξελίσσεται κανονικά.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

ΔΡΑΚΟΣ Περικλής

ΜονΕφΑθ 25/2023: Αναστολή πλειστηριασμού- εταιρίες διαχείρισης του Ν. 3165/2003 (δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά ως μη δικαιούχοι διάδικοι- δεν αποδεικνύεται εγγράφως κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ η ειδική διαδοχή)- Αίτηση επαναφοράς (άρθρο 152 ΚΠολΔ)

Αριθμός απόφασης 25/2023

Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 656/104/23.1.2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος ………….., κατοίκου ……………. (οδός ……….., αριθ. ….), ΑΦΜ: ………….., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ………………., ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.

Της καθ’ ης η αίτηση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………………..», ΑΦΜ: …………………., που εδρεύει στο ……………… (οδός ……………, αριθ. ……), ενεργούσας εν προκειμένω ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………..», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία (καθ’ ης η αίτηση) παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου ……………, η οποία κατέθεσε σημείωμα.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής εκτέλεσης, που περιέχεται στο δικόγραφο της από 23.1.2023 έφεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης ………/23.1.2023 και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …………./23.1.2023 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη σημερινή δικάσιμο, της 24.1.2023.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν κατά τα προαναφερόμενα, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματά τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 938 παρ. 2 και 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την προσθήκη τους με το άρθρο 60 Ν. 4842/2021 από 1.1.2022 (κατ’ άρθρο 120 Ν. 4842/2021) και εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2022 (άρθρο 116 παρ. 6γ του ίδιου νόμου), α) επί κατάσχεσης ακινήτου, η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου και β) η αίτηση, με την οποία ζητείται η αναστολή του πλειστηριασμού, είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, ενώ η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00΄ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις της παραδεκτής άσκησης αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης επί ακινήτων είναι: 1) η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά της οριστικής (απορριπτικής της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ) απόφασης από τον αιτούντα, β) ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γ) η πιθανολόγηση ευδοκίμησης (ενός τουλάχιστον) λόγου έφεσης. Πρόσθετη προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης είναι, αν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του αρμοδίου (δευτεροβάθμιου) Δικαστηρίου το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 152 ΚΠολΔ «1. Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 2. Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 3. Η αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία ο δικαστής, όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της προθεσμίας ή για αναβολή, είχε κρίνει ανεπαρκή για τη χορήγηση της παράτασης ή της αναβολής» ενώ, κατά την επομένη διάταξη του άρθρου 153 του ίδιου Κώδικα, «Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 154 ΚΠολΔ, «Η επαναφορά ζητείται από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη ή, εάν υπάρχει εκκρεμοδικία, ζητείται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για το αν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία». Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 155 ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 7 Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται από 1.1.2022 και επί εκκρεμών υποθέσεων, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τις μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β` και 120 του αυτού ως άνω Νόμου, «1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Όταν στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 υποβάλλεται με τις προτάσεις και αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικό του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο. Στην περίπτωση αυτή η αντίκρουση από τον αντίδικό γίνεται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση των εκπρόθεσμων προτάσεων. 2. Η αίτηση της παρ. 1 πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας τους και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και εφόσον για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο τύπος». Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι η ενώπιον του εφετείου αίτηση επαναφοράς υποβάλλεται με το δικόγραφο της έφεσης ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του συνιστώντος την ανώτερα βία εμποδίου ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου (ΑΠ 854/2018, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 2139/2014, NOMOS), πρέπει δε να αναφέρει τους λόγους, για τους οποίους δεν ήταν δυνατή η τήρηση της προθεσμίας, τον χρόνο της άρσης του εμποδίου, το οποίο συνιστούσε την ανωτέρα βία ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου και τα προς απόδειξή τους αποδεικτικά στοιχεία (ΑΠ 1075/2015, ΑΠ 204/2014, NOMOS). Στην έννοια της «ανωτέρας βίας» εντάσσεται οποιοδήποτε γεγονός, το οποίο αντικειμενικά καθιστά αδύνατη την τήρηση κάποιας δικονομικής προθεσμίας και σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμη και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 937/2020, ΑΠ 932/2020, ΑΠ 800/2019, ΑΠ 275/2019, ΑΠ 824/2018, ΑΠ 214/2016, ΑΠ 949/2015). Το πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του διαδίκου δεν συνιστά λόγο επαναφοράς κατ’ άρθρο 152 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 908/2006), ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε λογικά ενδεικνυόμενη (υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις), συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια, ώστε να καταλείπεται σε αυτόν μέχρι τη λήξη της αντίστοιχης δικονομικής προθεσμίας χρόνος επαρκής, αξιοποιήσιμος με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση (άρθρο 116 ΚΠολΔ) για την επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης (ολΑΠ 29/1992, ΑρχΝ 1992/746, ΑΠ 1119/2017, ΑΠ 178/2011). Με βάση τα προαναφερόμενα ως λόγος ανωτέρας βίας πρέπει σαφώς να εκλαμβάνεται και η δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης, επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, σε χρόνο μετά τη λήξη της ανωτέρω 5ήμερης προθεσμίας ή και σε χρόνο που απέχει ελάχιστα από την λήξη της προθεσμίας αυτής, που ενόψει και των ειδικότερων συνθηκών της κάθε υπόθεσης καθιστά αδύνατη την λήψη εντολής από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, την μελέτη της πρωτόδικης απόφασης, την σύνταξη δικογράφου έφεσης και αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας.

Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών ζητεί με την υπό κρίση αίτησή του, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος του με την επίδοση της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., με την οποία κατασχέθηκαν και εκτίθενται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 25.1.2023 τα περιγραφόμενα στην αίτηση ακίνητά του, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της (περιεχόμενης στο ίδιο δικόγραφο) από 23.1.2023 έφεσής της (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/23.1.2023), που άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά της με αριθμό 126/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ………./22.7.2022 ανακοπή του και οι από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/15.11.2022 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, για τον λόγο  ότι είναι βέβαιο ότι η έφεσή του θα ευδοκιμήσει και αν πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Περαιτέρω, ο αιτών ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση κατά τις διατάξεις των άρθρων 152 επ. ΚΠολΔ, ώστε να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η υπό κρίση αίτηση αναστολής, ισχυριζόμενος ότι απώλεσε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ 5ήμερη προθεσμία, πριν τον επίδικο πλειστηριασμό, που έχει οριστεί για την 25.1.2023, διότι η εκκαλούμενη (με αριθμό 126/2023) απόφαση δημοσιεύτηκε την 16.1.2023, θεωρήθηκε την 17.1.2023 και αντίγραφο αυτής έλαβε ο αιτών το μεσημέρι της 18.1.2023, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη, χωρίς υπαιτιότητα του αιτούντος, η τήρηση της πιο πάνω 5ήμερης προθεσμίας. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω λόγω του χρόνου επίδοσης της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμής), για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση επαναφοράς έχει ασκηθεί παραδεκτά και εμπρόθεσμα (άρθρα 152 επ. ΚΠολΔ) και συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί αρχικά το βάσιμο της αίτησης αυτής (για επαναφορά στην πρότερη κατάσταση) και στη συνέχεια σε περίπτωση παραδοχής του αιτήματος αυτού να ερευνηθεί το βάσιμο της αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι η σχετική αίτηση είναι νόμιμη, σύμφωνα και με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933, 938 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4842/2021), πλην του αιτήματος για καταδίκη της καθ’ ης η αίτηση σε καταβολή των δικαστικών εξόδων της αιτούσας, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ΄ Ν. 4194/2013, όπως ισχύει σήμερα, επί αιτήσεως αναστολής πλειστηριασμού τα δικαστικά έξοδα και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται σε βάρος του αιτούντος.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε βάρος του αιτούντος εξεδόθη, μετά από αίτηση της «ΤΡΑΠΕΖΑ …….. Α.Ε.», η με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για το ποσό των 223.876,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Στις 21.1.2022 η καθ’ ης η αίτηση, ενεργώντας ως διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………….», ειδικής διαδόχου της πιστώτριας τράπεζας, επέδωσε στον αιτούντα ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μετά της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει νομιμότοκα το παραπάνω ποσό και, στη συνέχεια, ελλείψει συμμόρφωσής του, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην κρινόμενη αίτηση και στην με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………. για μέρος του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής κεφαλαίου, ποσού 130.000,00 ευρώ. Με την ως άνω κατασχετήρια έκθεση, που επιδόθηκε στον αιτούντα την 15.6.2022, ορίστηκε χρόνος για τη διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 25.1.2023, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της καθ’ ης την από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης ……………../22.7.2022 ανακοπή και τους από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης ……………../15.11.2022 πρόσθετους λόγους, ζητώντας την ακύρωση της προαναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας. Η ανακοπή εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων στις 6.12.2022 και εκδόθηκε σχετικά η με αριθμό 126/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της ανακοπής και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Η ανωτέρω απόφαση δημοσιεύτηκε στις 16.1.2023, μία μόλις ημέρα πριν την λήξη της προθεσμίας του άρθρου 938 ΚΠολΔ για την κατάθεση αίτησης αναστολής του επικείμενου πλειστηριασμού ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης την από 23.1.2023 έφεση (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/23.1.2023) και παράλληλα με το ίδιο δικόγραφο άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτηση για αναστολή της επίδικης εκτελεστικής διαδικασίας. Στην εν λόγω αίτηση αναστολής του ο αιτών σωρεύει και αίτηση επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ λόγω ανωτέρας βίας, ισχυριζόμενος ότι απώλεσε άνευ ευθύνης του την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ. 4 ΚΠολΔ πενθήμερη προθεσμία για την παραδεκτή άσκηση της ένδικης αίτησης αναστολής, διότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε μία μόλις ημέρα πριν την λήξη της προθεσμίας αυτής, ο ίδιος δε, παρά το ότι υπέβαλε έγκαιρα σχετική αίτηση, έλαβε γνώση και αντίγραφο της ως άνω πρωτόδικης απόφασης μόλις την 18.1.2023, ήτοι μετά την παρέλευση της πιο πάνω προθεσμίας. Με βάση τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι η απώλεια της ως άνω 5ήμερης προθεσμίας δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αιτούντος ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ενώ συντρέχει λόγος ανώτερης βίας, καθώς αφενός η προθεσμία αυτή είχε εκπνεύσει ήδη κατά την θεώρηση της προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης αφετέρου η μετά τη λήψη από τον αιτούντα αντιγράφου της πρωτόδικης απόφασης και μέχρι την κατάθεση της ένδικης έφεσης και της σωρευόμενης σ’ αυτήν αίτηση για αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας έγινε στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για την προετοιμασία του αιτούντος, την σύνταξη και την κατάθεση της ένδικης έφεσης και της αίτησης αναστολής, ενόψει των λόγων ανακοπής και έφεσης που προβλήθηκαν και της δυσκολίας του αντικειμένου της ένδικης ανακοπής. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση επαναφοράς ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα η αίτηση αναστολής.

Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ: «Ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν». Ως δικαιούχος, κατά τη διάταξη αυτή, νοείται το πρόσωπο που αναφέρεται στον τίτλο, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση και στη διάταξη αυτή ρυθμίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση που επέλθει καθολική ή ειδική διαδοχή του κεκτημένου εκτελεστού τίτλου προσώπου, προκειμένου να αρχίσει ή να συνεχιστεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που είχε αρχίσει ο τελευταίος πριν από την διαδοχή. Εξάλλου, σε περίπτωση που ο αρχικός δικαιούχος, που αναφέρεται στον τίτλο εκτέλεσης, μεταβιβάσει την απαίτησή του σε τρίτο και στη συνέχεια ο τελευταίος επαναμεταβιβάσει την απαίτηση στον αρχικό δικαιούχο, συντρέχει έδαφος εφαρμογής του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο εκ νέου αποκτών την αξίωση θεμελιώνει το δικαίωμά του στην νέα σύμβαση μεταβίβασης και συνεπώς ή ύπαρξη και η έκταση των αξιώσεών του εξαρτάται όχι από την αρχική σχέση, για την οποία εκδόθηκε η τίτλος εκτέλεσης, αλλά από την ύπαρξη και το κύρος της νεότερης συμφωνίας μεταβίβασης της απαίτησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ανωτέρω διάταξη, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της  εκτέλεσης που έχει αρχίσει από τον δικαιοπάροχο, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε από αλλού γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα έγγραφα ή ως επικυρωμένα αντίγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Ειδικότερα, στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής πρέπει να κοινοποιείται η ουσιαστικού δικαίου σύμβαση, διότι είναι απαραίτητη η αναγωγή στις επιμέρους συμφωνίες (λ.χ. της εκχώρησης), ώστε να διαπιστωθεί ο φορέας του επιδίκου δικαιώματος, που αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της νομιμοποίησης (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 598/2021, NOMOS, ΑΠ 345/2006, Δ (2006), 1170). Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης σε τρίτο-μη δικαιούχο διάδικο. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 περ. γ΄ Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»: «Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1,  2 περ. α΄ και 4 του ανωτέρω νόμου προβλέπουν ότι: «1. Στις εταιρίες της περίπτωσης α` της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014. 2. Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης. 4. Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 1 του 4354/2015, το οποίο προβλέπει τη σύσταση της Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και της Εταιρίας Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.), συνάγεται ότι στη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πρέπει να περιλαμβάνονται οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης και η σχετική σύμβαση  μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να κοινοποιείται στον καθ’ ου (ακόμα και εάν έλαβε γνώση της διαδοχής από αλλού), καθότι είναι έγγραφο (μεταξύ άλλων) που αποδεικνύει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, την ειδική διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και επομένως την νομιμοποίηση του, υπό την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, για την έναρξη ή συνέχιση της εκτέλεσης που έχει αρχίσει από τον δικαιοπάροχό του.

ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020- απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π. δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικός, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις . Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική) διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1-3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ’ του ν. 4954/2015 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α’ 157), ν. 1905/1990 (Α’ 141J, 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 100)”(ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ_ Περαιτέρω, με τον Ν.4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες αποκτήσεως” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχειρίσεως” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α7, β’, 1 § 1 στ. γ’, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β” Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1-3 Ν.4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α’ Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ’ ββ και γγ’ Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α’ Ν.4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης (βλ. έτσι για τα προαναφερόμενα ΑΠ 823/2022 και ΑΠ 822/2022).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του και τον πρόσθετο λόγο αυτής, που επανέφερε με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης δεν απέδειξε, ως όφειλε, εγγράφως ότι νομιμοποιείται ενεργητικά στη διαχείριση και στην είσπραξη της επίδικης απαίτησης και στην επίσπευση της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, καθώς και ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην έναρξη και συνέχιση της επίδικης εκτελεστικής διαδικασίας, καθώς δεν έχει την ιδιότητα μη δικαιούχου διαδίκου. Ότι, ειδικότερα, με την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή, συνταχθείσα κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, ως εντολοδόχου και ειδικής πληρεξούσιας, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………» δυνάμει του από 18.6.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 Ν. 3156/2003, στην οποία μεταβιβάστηκαν διάφορες απαιτήσεις από την τράπεζα με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ …………. Α.Ε.», βάσει της από 18.6.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 150/18.6.2020, το ποσό των 223.876,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της αρχικής πιστώτριας τράπεζας. Ότι μεταξύ των νομιμοποιητικών εγγράφων, που η καθ’ ης του συγκοινοποίησε, ήταν και απόσπασμα της ως άνω σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και της καθ’ ης, το οποίο στον όρο 2 στοιχ. δ΄ περιλαμβάνεται περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή των απαιτήσεων, αναφέροντας ότι περιλαμβάνονται όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων, χωρίς ωστόσο να κοινοποιήσει το πλήρες κείμενο της επίδικης σύμβασης διαχείρισης ούτε το πλήρες κείμενο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από την πιο πάνω τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, ώστε να προκύψει αν μεταξύ των απαιτήσεων, των οποίων η διαχείριση φέρεται να ανατέθηκε στην καθ’ ης η ένδικη αίτηση, περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση κατά του εδώ αιτούντος, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται εγγράφως ότι η καθ’ ης είναι δικαιούχος της επίδικης απαίτησης. Περαιτέρω, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση δεν νομιμοποιείται στην έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι αυτή δεν είναι φορέας της ένδικης απαίτησης, η μεταξύ αυτής και της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού σχέση διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, χωρίς να είναι επιτρεπτή η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4354/2015. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο πρόσθετος λόγος ανακοπής και ο αντίστοιχος λόγος της υπό κρίση έφεσης είναι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 925 παρ. 1 ΚΠολΔ και 1 περ. γ΄, 2 παρ. 1, 2 περ. α΄ και 4 Ν. 4354/2015, καθώς και στις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν υποβολής της από 5.9.2023 αίτησης της τραπεζικής εταιρίας «ΤΡΑΠΕΖΑ …………. Α.Ε.» εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας ο αιτών υποχρεώθηκε να της καταβάλει, για απαίτησή της που απέρρεε από σύμβαση πίστωσης, το ποσό των 223.876,00 για κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς το πόσο των 3.800,00 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Ακολούθως, η καθ’ ης  η ένδικη αίτηση επέδωσε  στον αιτούντα στις 21.1.2022 την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκε να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 223.876,00 ευρώ για κεφάλαιο, πλέον τόκων και των εξόδων. Περαιτέρω, η καθ’ ης με την με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………………. επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του αιτούντος και ορίστηκε ημερομηνία για τον πλειστηριασμό η 25.1.2023 και υπάλληλος του πλειστηριασμού η συμβολαιογράφος Πειραιά ……………… Η καθ’ ης η αίτηση μαζί με την ως άνω επιταγή προς εκτέλεση συγκοινοποίησε στον αιτούντα, προς τον σκοπό της απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησής της, ως προς την αναγκαστική εκτέλεση που επέσπευδε, τα ακόλουθα έγγραφα: 1) τη με αριθμό 150/18.6.2019 δημοσιευμένη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψη της σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων και 2) τη με αριθμό πρωτοκόλλου 151/18.6.2019 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, την από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ………………./22.7.2022 ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης ………………/15.11.2022 πρόσθετους λόγους, ζητώντας την ακύρωση της προαναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, μεταξύ άλλων και για τον λόγο ότι δεν της επιδόθηκε το πλήρες κείμενο της επίδικης σύμβασης μεταβίβασης των απαιτήσεων από την αρχική δικαιούχο τράπεζα στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, αλλά και λόγω μη νομιμοποίησης της καθ’ ης η ένδικη αίτηση εταιρίας στην έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη με την ένδικη έφεση με αριθμό 126/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ο λόγος αυτός της ανακοπής και του δικογράφου των προσθέτων λόγων ως αβάσιμος. Όσον αφορά τα πιο πάνω έγγραφα που η καθ’ ης συγκοινοποίησε στον αιτούντα μαζί με την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή, στο απόσπασμα της επίδικης σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και στην περίληψη της σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν μνημονεύονται ούτε κατά γενικό τρόπο τα δάνεια και οι απαιτήσεις, τη διαχείριση των οποίων ανέλαβε η καθ’ ης η αίτηση ούτε προκύπτει ότι η καθ’ ης η αίτηση ανέλαβε τη διαχείριση του συνόλου των απαιτήσεων που έχουν μεταβιβαστεί από την «ΤΡΑΠΕΖΑ …………… Α.Ε.» στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία. Από τα ανωτέρω έγγραφα που η καθ’ ης συγκοινοποίησε στον αιτούντα συνάγεται ότι αυτή και η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού, στην οποία εκχωρήθηκαν απαιτήσεις της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ ………….. Α.Ε.», έχουν  συνάψει μεταξύ τους σύμβαση διαχείρισης, στην οποία απαριθμούνται προφανώς  τα δάνεια που ανέλαβε η καθ’ ης, πλην όμως, η σύμβαση αυτή καθώς και οι τυχόν τροποποιήσεις της δεν κοινοποιήθηκαν στον αιτούντα μαζί με την επιταγή προς πληρωμή, προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι επίδικες αξιώσεις κατ’ αυτής συμπεριλαμβάνονται στις απαιτήσεις των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε η καθ’ ης. Επίσης, πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση επικαλείται προς θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης για την έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας την προαναφερόμενη σύμβαση διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία συνήφθη με βάση τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και συνεπώς κατά τα λεπτομερώς αναγραφόμενα και στην πιο πάνω μείζονα σκέψη και συνεπώς δεν νομιμοποιείται ενεργητικά, καθώς η μόνη νομιμοποιούμενη να αρχίσει και να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία είναι (ως ειδική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου τράπεζας) η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……………………». Επομένως, επειδή δεν αποδεικνύεται εγγράφως, κατά την έννοια του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι η καθ’ ης είναι ειδική διάδοχος και νομιμοποιείται στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη της πιο πάνω απαίτησης, που επιδικάστηκε με την με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά και ενόψει του ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στα πλαίσια της υπό κρίση εκτελεστικής διαδικασίας, πιθανολογείται ότι ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης θα γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, θα εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 126/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και θα ακυρωθεί η  με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι θα απωλέσει τα επίδικα ακίνητα. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της έφεσης, και να ανασταλεί η διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αιτούντος από την καθ’ ης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (συμπεριλαμβανομένου και του πιο κάτω αναφερόμενου πλειστηριασμού ακινήτων), που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος του αιτούντος (μετά την επίδοση της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) με την επίδοση της με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………….., με την οποία κατασχέθηκε και εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 25.1.2023, η περιγραφόμενη στην πιο πάνω έκθεση ακίνητη περιουσία του αιτούντος, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 23.1.2023 έφεσης (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………./23.1.2023) που ο αιτών έχει ασκήσει κατά της με αριθμό 126/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 20.7.2022 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………./22.7.2022) ανακοπή του και ο από 8.11.2022 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/15.11.2022) πρόσθετος λόγος ανακοπής κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως την παρουσία των διαδίκων, στην Αθήνα, στις ………….

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Απόφαση Υπουργού Εσωτερικών για την “Πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία σε φορείς του Δημοσίου” (ΦΕΚ Β΄ 343/26.1.2023)

Λήψη ΦΕΚ σε μορφή pdf

 

Αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.64/946/οικ.858

 

Πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία σε φορείς του Δημοσίου.

 

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

  1. Την παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 4808/2021 «Για την Προστασία της Εργασίας – Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής “Επιθεώρηση Εργασίας” – Κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας – Κύρωση της Σύμβασης 187 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τo Πλαίσιο Προώθησης της Ασφάλειας και της Υγείας στην Εργασία – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 για την ισορροπία μεταξύ της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ζωής, άλλες διατάξεις του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και λοιπές επείγουσες ρυθμίσεις» (Α’ 101).
  2. Το άρθρο 90 του Κώδικα της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά Όργανα (άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005, Α’98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).
  3. Το π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους – Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α’ 119).
  4. Το π.δ. 84/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων» (Α’ 123).
  5. Το π.δ. 2/2021 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 2).
  6. Το π.δ. 133/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης» (Α’ 161).
  7. Το γεγονός ότι η έκδοση της παρούσας απόφασης δεν προκαλεί δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας είναι να θέσει ένα συνεκτικό και σύγχρονο πλαίσιο για την πρόληψη και την αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης σε φορείς του δημοσίου τομέα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εργασίας το οποίο σέβεται, προωθεί και διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε έναν κόσμο εργασίας χωρίς βία και παρενόχληση.

 

Άρθρο 2

Ορισμοί

  1. Για τους σκοπούς της παρούσας:

α) ως «βία και παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, πράξεις, πρακτικές ή απειλές αυτών, που αποσκοπούν, οδηγούν ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα είτε κατ’ επανάληψη,

β) ως «παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως εάν συνιστούν μορφή διάκρισης, και περιλαμβάνουν και την παρενόχληση λόγω φύλου ή για άλλους λόγους διάκρισης,

γ) ως «παρενόχληση λόγω φύλου» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με το φύλο ενός προσώπου, οι οποίες έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος κατά το άρθρο 2 του ν. 3896/2010 (Α’ 107) και την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4443/2016 (Α’ 232). Οι μορφές συμπεριφοράς αυτές περιλαμβάνουν και τη σεξουαλική παρενόχληση του ν. 3896/2010, καθώς και μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την έκφραση, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου του προσώπου.

  1. Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας οι μορφές συμπεριφοράς βίας και παρενόχλησης σε βάρος των προσώπων του άρθρου 3 μπορούν να λαμβάνουν χώρα ιδίως:

(α) στον χώρο εργασίας, συμπεριλαμβανομένων δημόσιων και ιδιωτικών χώρων και χώρων όπου ο εργαζόμενος παρέχει εργασία, λαμβάνει αμοιβή, κάνει διάλειμμα ιδίως, για ανάπαυση ή για φαγητό, σε χώρους ατομικής υγιεινής και φροντίδας, αποδυτηρίων ή καταλυμάτων που παρέχει ο εργοδότης,

(β) στις μετακινήσεις από και προς την εργασία, τις λοιπές μετακινήσεις, τα ταξίδια, την εκπαίδευση, καθώς και τις εκδηλώσεις και τις κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την εργασία και

(γ) κατά τις επικοινωνίες που σχετίζονται με την εργασία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιούνται μέσω τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται σε εργαζόμενους και απασχολούμενους σε φορείς του δημόσιου τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), ανεξάρτητα από το καθεστώς απασχόλησής τους και τη σχέση εργασίας τους, συμπεριλαμβανομένων των απασχολούμενων με σύμβαση έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έμμισθης εντολής, των απασχολούμενων μέσω τρίτων παρόχων υπηρεσιών, καθώς και άτομα που παρακολουθούν κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένων των ασκούμενων και των μαθητευόμενων, εθελοντές, εργαζόμενοι των οποίων η σχέση εργασίας έχει λήξει, καθώς και άτομα υπό διορισμό ή πρόσληψη.

 

Άρθρο 4

Μέτρα ενημέρωσης και πρόληψης

Οι αρμόδιες υπηρεσίες προσωπικού των φορέων του δημόσιου τομέα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οφείλουν:

α) να ενημερώνουν τους υπαλλήλους με κάθε πρόσφορο τρόπο για τις κείμενες διατάξεις που αφορούν στην πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία και τις σχετικές οδηγίες που περιλαμβάνονται σε γενικούς ή ειδικούς κώδικες και οδηγούς δεοντολογίας και επαγγελματικής συμπεριφοράς.

β) να αναρτούν στον χώρο εργασίας ή στον εσωτερικό δικτυακό τόπο ενημέρωση για τις διαδικασίες που υφίστανται στον φορέα για την καταγγελία και την αντιμετώπιση τέτοιων μορφών συμπεριφοράς, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας για τις αρμόδιες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρχές.

γ) να προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες για την εκπαίδευση των υπαλλήλων όσον αφορά θέματα διαχείρισης περιστατικών βίας και παρενόχλησης στην εργασία και εξάλειψης ή περιορισμού των κινδύνων εμφάνισης τέτοιων φαινομένων.

δ) να προβαίνουν σε ενέργειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των υπαλλήλων και να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των υπαλλήλων σε αυτές.

ε) να διασφαλίζουν τη δημιουργία περιβάλλοντος ασφάλειας και εχεμύθειας για τους υπαλλήλους που επιθυμούν να προβούν σε αναφορά φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία με σκοπό την έγκαιρη αντιμετώπισή τους κατά τις κείμενες διαδικασίες.

 

Άρθρο 5

Διαδικασία και όργανα υποβολής αναφορών για περιστατικά βίας και παρενόχλησης στην εργασία

  1. Κάθε πρόσωπο του άρθρου 3 που θίγεται από περιστατικό βίας και παρενόχλησης σε βάρος του κατά το άρθρο 4 του ν. 4808/2021, ακόμη και αν έχει λήξει η σχέση, στο πλαίσιο της οποίας φέρεται ότι εκδηλώθηκε σε βάρος του το περιστατικό ή η συμπεριφορά, πέραν της δικαστικής προστασίας, έχει δικαίωμα υποβολής καταγγελίας:

α) ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη,

β) εντός του φορέα, όπου παρέχεται η εργασία ή σε εποπτεύοντα φορέα κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2.

γ) ενώπιον της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, εφόσον έχει υποβληθεί καταγγελία στους αρμοδίους φορείς και πρόσωπα της περ. α και β, και δεν έχουν επιληφθεί αρμοδίως μετά το πέρας τριών μηνών από την υποβολή της καταγγελίας, προκειμένου να ασκήσει τις αρμοδιότητες των παρ. 3 και 4 του παρόντος.

  1. Οι καταγγελίες για περιστατικά βίας και παρενόχλησης κατά το άρθρο 4 του ν. 4808/2021 υποβάλλονται στον Σύμβουλο Ακεραιότητας του άρθρου 23 του ν. 4795/2021 που είναι αρμόδιος για τον φορέα, στον οποίον υπηρετεί ο υπάλληλος κατά τον χρόνο εκδήλωσης του περιστατικού βίας και παρενόχλησης, εφόσον υπάρχει. Άλλως, η καταγγελία υποβάλλεται στον ανώτερο στη διοικητική ιεραρχία προϊστάμενο του φορέα με αρμοδιότητα για θέματα προσωπικού του φορέα ή εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, στον ανώτερο στη διοικητική ιεραρχία προϊστάμενο του εποπτεύοντος φορέα. Ειδικά για τους ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού οι καταγγελίες δύνανται να υποβάλλονται στον Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
  2. Οι καταγγελίες υποβάλλονται με εμπιστευτικό πρωτόκολλο και τα αρμόδια όργανα αυτά υποχρεούνται αμέσως και το αργότερο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της καταγγελίας να εξετάσουν τη βασιμότητα των ισχυρισμών της καταγγελίας και να καλέσουν ενώπιον τους για παροχή εξηγήσεων τον καταγγελλόμενο καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο, το οποίο βάσει της καταγγελίας ή των εξηγήσεων του καταγγελλόμενου έλαβε γνώση ή ήταν μάρτυρας για το περιστατικό βίας και παρενόχλησης. Εφόσον από το πόρισμα της εξέτασης αυτής προκύψει πειθαρχική ευθύνη του καταγγελλόμενου, το πόρισμα αυτό διαβιβάζεται άμεσα και το αργότερο εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) ημερών στον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο του καταγγελλόμενου προσώπου για περαιτέρω ενέργειες στο πλαίσιο των πειθαρχικών αρμοδιοτήτων του. Ειδικά ο Σύμβουλος Ακεραιότητας υποχρεούται να διαβιβάσει άμεσα και το αργότερο εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) ημερών από την παραλαβή, την καταγγελία στον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο του καταγγελλόμενου προσώπου παρακολουθώντας παράλληλα την εξέλιξη εξέτασης της καταγγελίας προκειμένου να ενημερώνει το θιγόμενο πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία.
  3. Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας πέραν της ενεργειών της παρ. 3, διερευνά στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της και τυχόν πειθαρχικές ευθύνες του οργάνου ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία και υπαιτίως καθυστέρησε την εξέταση της καταγγελίας.
  4. Τα αρμόδια όργανα, ενώπιον των οποίων υποβάλλεται η καταγγελία, οφείλουν κατά τη διαχείριση των καταγγελιών να ασκούν τα καθήκοντά τους με ακεραιότητα, αντικειμενικότητα και αμεροληψία, να τηρούν την υποχρέωση εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας και να απέχουν από τη διαχείριση συγκεκριμένων υποθέσεων δηλώνοντας κώλυμα, εφόσον συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων.
  5. Εφόσον κριθεί ότι στο πρόσωπο των οργάνων που ορίζονται ως αρμόδια να παραλαμβάνουν καταγγελίες συντρέχει κώλυμα συμφέροντος για τη διαχείριση συγκεκριμένης καταγγελίας, η καταγγελία θα διαβιβάζεται αμελλητί στον Συνήγορο του Πολίτη.
  6. Το θιγόμενο πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία ενημερώνεται αμελλητί από τα όργανα που επιλαμβάνονται για την εξέλιξη εξέτασης της καταγγελίας του ή την τυχόν διαβίβασή της σε άλλο αρμόδιο όργανο ή φορέα κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.

 

Άρθρο 6

Μέτρα προστασίας

  1. Όταν πρόσωπο του άρθρου 3 παραβιάζει την απαγόρευση βίας και παρενόχλησης του άρθρου 4 του ν. 4808/2021, ο φορέας, εφόσον λάβει γνώση της παραβίασης υποχρεούται να λάβει τα απαραίτητα πρόσφορα και ανάλογα μέτρα κατά περίπτωση σε βάρος του καταγγελλόμενου, προκειμένου να εμποδιστεί και να μην επαναληφθεί παρόμοιο περιστατικό ή συμπεριφορά, ακόμα και κατά το διάστημα διερεύνησης της σχετικής καταγγελίας.
  2. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τη σύσταση συμμόρφωσης, τη μετακίνηση σε άλλη οργανική μονάδα, την αλλαγή του χώρου εργασίας ή την αλλαγή ωραρίου, την απομάκρυνσή του από τον χώρο εργασίας με υποχρεωτική χορήγηση κανονικής άδειας ή υπηρεσιακής άδειας αναπλήρωσης, εφόσον διαθέτει υπόλοιπο, τη διερεύνηση τυχόν πειθαρχικής ευθύνης του καταγγελλόμενου, την πειθαρχική του δίωξη και την επιβολή πειθαρχικής ποινής σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή απασχόλησης, σε όσες περιπτώσεις είναι δυνατή με βάση τη σχέση εργασίας του καταγγελλόμενου, με την επιφύλαξη της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ. Το μέτρο της μετακίνησης σε άλλη οργανική μονάδα, της αλλαγής χώρου εργασίας ή ωραρίου μπορεί να εφαρμοστεί και για το θιγόμενο πρόσωπο εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα και στην περίπτωση αυτή η Υπηρεσία υποχρεούται να εξετάσει το αίτημα αυτό κατά προτεραιότητα.
  3. Κάθε πρόσωπο του άρθρου 3 που υφίσταται περιστατικό βίας και παρενόχλησης σε βάρος του, έχει δικαίωμα να απουσιάσει δικαιολογημένα από τον εργασιακό χώρο για εύλογο χρόνο που δεν δύναται να υπερβαίνει τις τρεις (3) εργάσιμες ημέρες, χωρίς στέρηση μισθού ή άλλη δυσμενή συνέπεια, εφόσον κατά την εύλογη πεποίθησή του υφίσταται επικείμενος σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλειά του, ιδίως, όταν ο δράστης τέτοιας συμπεριφοράς είναι ο άμεσος προϊστάμενος του προσώπου ή όταν παρά την υποβολή καταγγελίας δεν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα και πρόσφορα μέτρα κατά την παρ. 2, ώστε να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία της Υπηρεσίας, ή όταν τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά για να σταματήσουν τη συμπεριφορά βίας και παρενόχλησης.
  4. Στην περίπτωση της παρ. 3, ο αποχωρών υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως εγγράφως τα όργανα του άρθρου 5, καταγγέλλοντας το περιστατικό βίας και παρενόχλησης και τα περιστατικά που αιτιολογούν την πεποίθησή του ότι επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλειά του. Εφόσον δεν υφίσταται ή έχει παύσει να υφίσταται ο κίνδυνος ή η Υπηρεσία έλαβε τα απαραίτητα μέτρα της παρ. 2 και το πρόσωπο αρνείται να επιστρέψει στον εργασιακό χώρο, η απουσία του παύει να θεωρείται δικαιολογημένη.

 

Άρθρο 7

Απαγόρευση αντιποίνων

Απαγορεύεται και είναι άκυρη η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της έννομης σχέσης στην οποία στηρίζεται η απασχόληση, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση προσώπου του άρθρου 3, εφόσον συνιστά εκδικητική συμπεριφορά λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2 ή αντίμετρο λόγω διαμαρτυρίας, καταγγελίας, μαρτυρίας ή οποιασδήποτε άλλης ενέργειας εργαζομένου, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής, η οποία είναι σχετική με την εφαρμογή της παρούσας.

 

Άρθρο 8

Μεταβατικές -Τελικές διατάξεις

  1. Καταγγελίες για παραβίαση των απαγορεύσεων του άρθρου 4 του ν. 4808/2021 που έχουν ήδη υποβληθεί κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της παρούσας στα αρμόδια κατά τον χρόνο υποβολής της καταγγελίας όργανα, εξετάζονται από τα όργανα, στα οποία έχουν ήδη υποβληθεί ή διαβιβάζονται αμελλητί στα όργανα που ορίζονται ως αρμόδια με την παρούσα. Οι εκκρεμείς καταγγελίες εξετάζονται εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στην παρούσα.
  2. Οι προθεσμίες της παρούσας είναι αποκλειστικές και η τυχόν υπέρβασή τους συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα κατά τις διατάξεις του ν. 3528/2007.

 

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Αθήνα, 19 Ιανουαρίου 2023

Ο Υπουργός

ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ

Π.Δ. 6/2023: Σύσταση Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας, τεσσάρων περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας, οργανικών θέσεων Δικαστικής Αστυνομίας και καθορισμός των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας (ΦΕΚ Α΄ 13/20.1.2023)

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 6

 

Σύσταση Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας, τεσσάρων περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας, οργανικών θέσεων Δικαστικής Αστυνομίας και καθορισμός των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Έχοντας υπόψη:

  1. Τις διατάξεις:

α) Των άρθρων 3 παρ. 2, 4 παρ. 2, 16 και 59 παρ. 1, 2 και 4 του ν. 4963/2022 «Σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» (Α’ 149),

β) του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005, Α΄ 98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την περ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).

  1. Την Υ70/30.10.2020 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, Θεόδωρο Σκυλακάκη» (Β/ 4805).
  2. Την 42163/07.09.2022 εισήγηση της προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καθώς και την 61712/08.12.2022 συμπληρωματική αυτής, από την οποία προκύπτει ότι από τις διατάξεις του παρόντος δι- ατάγματος, προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύψους 26.280,00 ευρώ ετησίως από την καταβολή των επιδομάτων θέσης ευθύνης και 10.100.756,98 ευρώ ετησίως από την καταβολή μισθοδοσίας, η οποία θα αντιμετωπιστεί εντός του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής υπό την προϋπόθεση ότι για την πλήρωση των θέσεων θα τηρηθούν οι ισχύουσες διατάξεις για τον ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων στους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης (ΕΦ 1017 2060000000, κατηγορίας 200).
  3. Την 180/2022 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Mε πρόταση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Σύσταση Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνεται μία (1) Διεύθυνση Δικαστικής Αστυνομίας, η οποία εδρεύει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποτελείται από ένα (1) Τμήμα Δικαστικής Αστυνομίας Πολιτικού Τομέα και ένα (1) Τμήμα Δικαστικής Αστυνομίας Αστυνομικού Τομέα (άρθρο 3 παρ. 1 και 2 περ. α του ν. 4963/2022).
  2. Για τη στελέχωση του Τμήματος Δικαστικής Αστυνομίας Πολιτικού Τομέα της Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 8, πληρώνονται οι τρεις (3), από τις οποίες η μία (1) ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού (Νομικών), η μία (1) ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Οικονομικού και η μία (1) ΠΕ Πληροφορικής.
  3. Για τη στελέχωση του Τμήματος Δικαστικής Αστυνομίας Αστυνομικού Τομέα της Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 9, πληρώνονται οι οκτώ (8), από τις οποίες η μία (1) είναι κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), οι τρεις (3) είναι κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) και οι τέσσερις (4) είναι κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ).

Άρθρο 2

Σύσταση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας, συστήνεται, σε επίπεδο Τμήματος, περιφερειακή υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, η οποία θα εξυπηρετεί το Εφετείο Θεσσαλονίκης, την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
  2. Ο εισαγγελικός λειτουργός που διευθύνει την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης προΐσταται της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, εποπτεύει το έργο της, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους και μεριμνά ώστε το προσωπικό να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των δικαστικών υπηρεσιών (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4963/2022).
  3. Ο προϊστάμενος της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του εισαγγελικού λειτουργού της παρ. 2, διευθύνει την υπηρεσία, συντονίζει τις εργασίες της υπηρεσίας και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της (άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4963/2022).
  4. Για τη στελέχωση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 8, πληρώνονται οι είκοσι πέντε (25) θέσεις, από τις οποίες δέκα (10) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού (Νομικών), τρεις (3) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Οικονομικού, δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, ειδικότητας ΤΕ Λογιστικού, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Πληροφορικής, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Πληροφορικής, δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Μεταφραστών- Διερμηνέων, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Ιατρών, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Επισκεπτών Υγείας, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Νοσηλευτικής, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Μηχανικών, ειδικότητας ΠΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ειδικότητας ΤΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών και μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Περιβάλλοντος.

 

Άρθρο 3

Σύσταση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνεται, σε επίπεδο Τμήματος, περιφερειακή υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, η οποία θα εξυπηρετεί το Εφετείο Θεσσαλονίκης, την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
  2. Ο εισαγγελικός λειτουργός που διευθύνει την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης προΐσταται της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, εποπτεύει το έργο της, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους και μεριμνά ώστε το προσωπικό να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των δικαστικών υπηρεσιών (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4963/2022).
  3. Ο προϊστάμενος της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του εισαγγελικού λειτουργού της παρ. 2, διευθύνει την υπηρεσία, συντονίζει τις εργασίες της υπηρεσίας και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της (άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4963/2022).
  4. Για τη στελέχωση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 9, πληρώνονται οι εκατό (100), από τις οποίες οι τρεις (3) κατηγορίας ΠΕ, οι επτά (7) κατηγορίας ΤΕ και οι ενενήντα (90) κατηγορίας ΔΕ.

 

Άρθρο 4

Σύσταση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνεται, σε επίπεδο Τμήματος, περιφερειακή υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, η οποία θα εξυπηρετεί το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
  2. Ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης προΐσταται της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, εποπτεύει το έργο της, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους και μεριμνά ώστε το προσωπικό να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των δικαστικών υπηρεσιών (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4963/2022).
  3. Ο προϊστάμενος της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του δικαστικού λειτουργού της παρ. 2, διευθύνει την υπηρεσία, συντονίζει τις εργασίες της υπηρεσίας και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της (άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4963/2022).
  4. Για τη στελέχωση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 8, πληρώνονται οι δέκα (10), από τις οποίες δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού- Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Οικονομικού, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, ειδικότητας ΤΕ Λογιστικού, δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Πληροφορικής, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Επισκεπτών Υγείας, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Μηχανικών, ειδικότητας ΠΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών, μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ειδικότητας ΤΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών, μία (1) θέση του Κλάδου ΠΕ Περιβάλλοντος και μία (1) θέση του Κλάδου ΤΕ Τεχνολογιών Γεωπονίας, ειδικότητας ΤΕ Δασοπονίας.

 

Άρθρο 5

Σύσταση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης

  1. Για την υλοποίηση του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνεται, σε επίπεδο Τμήματος, περιφερειακή υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, η οποία θα εξυπηρετεί το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
  2. Ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης προΐσταται της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, εποπτεύει το έργο της, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους και μεριμνά ώστε το προσωπικό να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των δικαστικών υπηρεσιών (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4963/2022).
  3. Ο προϊστάμενος της περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του δικαστικού λειτουργού της παρ. 2, διευθύνει την υπηρεσία, συντονίζει τις εργασίες της υπηρεσίας και δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της (άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4963/2022).
  4. Για τη στελέχωση περιφερειακής υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα στο μέγαρο διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, από τις οργανικές θέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 9, πληρώνονται οι είκοσι (20), από τις οποίες η μία (1) είναι κατηγορίας ΠΕ, ο δύο (2) είναι κατηγορίας ΤΕ και οι δεκαεπτά (17) είναι κατηγορίας ΔΕ.

Άρθρο 6

Αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα

Οι αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας πολιτικού τομέα είναι οι ακόλουθες:

α) η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης και ανακριτικών πράξεων κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ή παραγγελίας του ανακριτή (άρθρο 4 παρ. 2 περ. α υποπερ. αα του ν. 4963/2022). Την αρμοδιότητα αυτή ασκούν αποκλειστικά υπάλληλοι κλάδου ΠΕ, απόφοιτοι Νομικών Τμημάτων Νομικών Σχολών του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, οι οποίοι είναι ανακριτικοί υπάλληλοι κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας [ν. 4620/2019, (Α’ 96), ΚΠΔ],

β) η παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων, των οποίων η μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές γνώσεις. Ειδικότερα, κατόπιν σχετικών γραπτών αιτημάτων από δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές ή προδικαστικών αποφάσεων ή διατάξεων δικαστηρίων, οι υπάλληλοι του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας συντάσσουν γραπτές εκθέσεις επί επιστημονικών ή τεχνικών θεμάτων. Αναφορικά με τη φύση τους και την αποδεικτική τους δύναμη, οι εκθέσεις του προηγουμένου εδαφίου αποτελούν, ανάλογα με τη φύση των διαφορών, αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια των άρθρων 178 του ΚΠΔ, 339 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’ 182), ΚΠολΔ] και 147 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [ν. 2717/1999, (Α’ 97), ΚΔΔ], τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα. Οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές δύνανται να διατάξουν, είτε κατόπιν αιτήματος των διαδίκων είτε αυτεπάγγελτα, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί των επιστημονικών ή τεχνικών θεμάτων, για τα οποία προηγήθηκε γραπτή επιστημονική ή τεχνική έκθεση της Δικαστικής Αστυνομίας. Οι εκθέσεις που συντάσσονται από υπαλλήλους του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας είναι πλήρως αιτιολογημένες (άρθρο 4 παρ. 2 περ. α υποπερ. αβ του ν. 4963/2022) και

γ) η υποβοήθηση των αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών στην εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής (άρθρο 4 παρ. 2 περ. α υποπερ. αγ του ν. 4963/2022).

 

Άρθρο 7

Αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα

Οι αρμοδιότητες των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας αστυνομικού τομέα είναι οι ακόλουθες:

α) η επίδοση δικογράφων και διαδικαστικών εγγράφων,

β) η εκτέλεση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων και

γ) η ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων και η φύλαξη των δικαστικών καταστημάτων (άρθρο 4 παρ. 2 περ. β του ν. 4963/2022).

 

Άρθρο 8

Οργανικές θέσεις του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας

Για τη στελέχωση του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνονται εκατόν πενήντα (150) οργανικές θέσεις κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ, οι οποίες κατανέμονται σε κλάδους, ως εξής:

α) πενήντα (50) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού (Νομικών), με αρμοδιότητα τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή ανακριτικών πράξεων, καθώς και υποβοήθησης του έργου δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών,

β) πέντε (5) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Πληροφορικής και πέντε (5) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Πληροφορικής, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων πληροφορικής, επιστήμης ηλεκτρονικών υπολογιστών, προγραμματισμού, διαδικτύου και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις,

γ) είκοσι πέντε (25) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ειδικότητας ΠΕ Οικονομικού και δεκαπέντε (15) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, ειδικότητας ΤΕ Λογιστικού, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων λογιστικής, οικονομίας, χρηματιστηριακών συναλλαγών και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις,

δ) είκοσι (20) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων μετάφρασης εγγράφων συνταγμένων σε αλλοδαπή γλώσσα ή σύνταξης εγγράφων προς αλλοδαπές αρχές στην αντίστοιχη γλώσσα, καθώς και τη μετάφραση δικογράφων που αφορούν σε αλλοδαπούς διαδίκους ή κατηγορούμενους ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης στη γλώσσα τους και τη διερμηνεία στο πλαίσιο ποινικής, αστικής ή διοικητικής δίκης, όποτε κρίνεται αναγκαίο από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές,

ε) τρεις (3) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Ιατρών, πέντε (5) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Επισκεπτών Υγείας και δύο (2) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Νοσηλευτικής, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί ιατρικών και φαρμακευτικών θεμάτων, θεμάτων δημόσιας υγείας, θεμάτων κοινωνικής πρόνοιας και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις,

στ) επτά (7) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Μηχανικών, ειδικότητας ΠΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών και τρεις (3) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ειδικότητας ΤΕ Μηχανολόγων – Μηχανικών, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί τεχνολογικών ζητημάτων, πολεοδομικών θεμάτων, ζητημάτων που σχετίζονται με τεχνικές προδιαγραφές σε δημόσιους διαγωνισμούς και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις,

ζ) επτά (7) θέσεις για τον Κλάδο ΠΕ Περιβάλλοντος και τρεις (3) θέσεις για τον Κλάδο ΤΕ Τεχνολογιών Γεωπονίας, ειδικότητας ΤΕ Δασοπονίας, με αρμοδιότητα την παροχή επιστημονικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί περιβαλλοντικών ζητημάτων, ζητημάτων διαχείρισης απορριμμάτων, θεμάτων βιώσιμης ανάπτυξης και συναφών θεμάτων, των οποίων η έρευνα, μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις.

 

Άρθρο 9

Οργανικές θέσεις του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας

Για τη στελέχωση του αστυνομικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας συστήνονται εξακόσιες (600) οργανικές θέσεις, οι οποίες κατανέμονται, ως εξής:

α) τριάντα (30) θέσεις κατηγορίας ΠΕ,

β) εβδομήντα (70) θέσεις κατηγορίας ΤΕ και

γ) πεντακόσιες (500) θέσεις κατηγορίας ΔΕ.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στον Υπουργό Δικαιοσύνης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.

 

Αθήνα, 19 Ιανουαρίου 2023

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι Υπουργοί

ΕγκΕισΑΠ 4/2023: Διερεύνηση δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών

Λήψη Εγκυκλίου σε μορφή pdf

ΕγκΕισΑΠ 3/2023: προσφυγή κρατουμένων για τις συνθήκες κράτησης και δίκαιη ικανοποίηση- Εφαρμογή της νέας διατάξεως του άρθρου 6Α του (αναμορφωμένου) Σωφρονιστικού Κώδικα υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ

Λήψη της Εγκυκλίου σε μορφή pdf

ΓνωμΕισΑΠ 1/2023: Ερμηνεία του Ν. 5002/2022 «Διαδικασία άρσης απορρήτου επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια, προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Τμήμα Διοίκησης και Προσωπικού

 

Αθήνα 10-1-2023

Αρ. Πρωτ. 10879/22

Αρ. Γνωμοδότησης: 1

 

ΠΡΟΣ

ΤΟΝ ΟΤΕ – ΟΜΙΛΟ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Θέμα: Ερμηνεία του Ν. 5002/2022 «Διαδικασία άρσης απορρήτου επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια, προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών»

Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του Ν. 4938/6-6-2022 με τίτλο «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» ορίζεται σαφώς ότι «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος». Τούτο ισχύει χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό όσον αφορά το είδος και τη φύση του νομικού θέματος επί του οποίου καλείται να γνωμοδοτήσει και χωρίς η ενέργειά του αυτή να θεωρείται ή να συνιστά παρέμβασή του υπέρ ή κατά κάποιου. Με τις γνωμοδοτήσεις των Εισαγγελικών Λειτουργών, όλων των βαθμών, διατυπώνονται γνώμες, ασφαλώς με επιστημονικά, πάντοτε, κριτήρια και σύμφωνα με τις ισχύουσες εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας τους και διευκρινίζονται και ερμηνεύονται δυσχερή ή ασαφή νομικά θέματα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο Νόμος και πριν βεβαίως επιληφθούν των αντίστοιχων υποθέσεων επί των οποίων εκδίδονται οι  γνωμοδοτήσεις τα αρμόδια Δικαστήρια.

Το αντικείμενο της Γνωμοδότησης του Ανώτατου Εισαγγελέα, όπως ρητά αναφέρεται στην οικεία διάταξη, πρέπει το μεν να είναι «γενικό» , δηλαδή να αφορά αόριστο αριθμό προσώπων, ως προς τα οποία μπορεί να τύχουν εφαρμογής οι ερμηνευόμενες νομικές διατάξεις, γιατί μόνο τότε θεμελιώνεται και υποστασιοποιείται η αόριστη έννοια «γενικότερο», το δε οι προς ερμηνεία διατάξεις να έχουν μεγάλη νομική αξία και πρακτική σπουδαιότητα ώστε να υποστασιοποιείται και στην περίπτωση αυτή η επίσης αόριστη έννοια «ενδιαφέρον».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το γενικότερου ενδιαφέροντος νομικό ζήτημα, το οποίο δικαιολογεί την έκδοση της παρούσας γνωμοδότησής μας, συνίσταται στο γεγονός ότι από το πλέγμα του συνόλου των διατάξεων της νομοθεσίας σχετικά με την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας συναρθρώνονται η προστασία τόσο της εθνικής ασφάλειας όσο και των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών εκείνων σε βάρος των οποίων έχει επιβληθεί το μέτρο της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, των οποίων ούτε ο αριθμός ούτε η ταυτότητα είναι δυνατόν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων. Κατόπιν τούτων, επί του ερωτήματος το οποίο μας απευθύνατε με το υπ’ αριθ. πρωτ. 94370/15—12-2022 έγγραφό Σας, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. πρωτ. 94437/23-12-2022 μεταγενέστερο, σχετικά με τη νομιμότητα της διεξαγωγής ελέγχου σε αρχεία, τράπεζες δεδομένων, έγγραφα, βιβλία και στοιχεία των ανωνύμων εταιρειών του Ομίλου Σας με τις επωνυμίες «ΟΤΕ ΑΕ» και «COSMOTE ΑΕ » από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), μετά από καταγγελία – αίτημα ελέγχου κ.λ.π. από ιδιώτη, η γνώμη μας είναι η εξής:

ΠΑΛΑΙΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Αi. Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 2225/1994 με το γενικό τίτλο «Για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» η οποία έχει τον ειδικό τίτλο «Άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας» ορίζεται ότι «1. Αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση» ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου Νόμου «Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: ….». Ακόμη στο άρθρο 5 παρ. 1 του αυτού Νόμου 2225/1994 με τίτλο « Διαδικασία άρσης του απορρήτου» ορίζεται ότι: 1. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με άρθρο 3 του παρόντος νόμου περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: …. », ενώ στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Θ. Μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η Α.Δ.Α.Ε. να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους».

ii. Στη συνέχεια η παρ. 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48/31.03.2021) και, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται και για τις άρσεις του απορρήτου που έχουν λάβει χώρα έως τη δημοσίευση ( 31-3-2021 ) του Ν. 4790/2021 και ορίζεται πλέον ότι « 9. Στις περιπτώσεις του άρθρου 4 η Α.Δ.Α.Ε. δύναται, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του μέτρου αυτού στους θιγόμενους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση, ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε… Η παρούσα δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 53».

iii. Επομένως, με το άρθρο 5 § 9 του Ν. 2225/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 § 1 ν. 4790/2021 (με ισχύ από 31.3.2021), προβλέπεται ότι η ΑΔΑΕ δύναται, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει τη γνωστοποίησή του στους θιγομένους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εφόσον δεν διακυβεύεται ο σκοπός της αρχικής επιβολής της, μόνο για τις περιπτώσεις του άρθρου 4 (δηλ. για την άρση του απορρήτου με βούλευμα – Άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων ) και όχι για εκείνες του άρθρου 3 του ίδιου Νόμου ( δηλ. για την άρση του απορρήτου με εισαγγελική διάταξη, για λόγους εθνικής ασφάλειας ).

(βλ. Κ.Χ.Χρυσόγονου, Το απόρρητο της επικοινωνίας και το πρόβλημα της δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος, ΝοΒ 2022/1486, 23. ΕΔΔΑ 4. 12.2015, Roman Zakharov κατά Ρωσίας, §§ 289 και 300, Πρβλ Χ.Ράμμου/Σ.Γκρίτζαλη/Αικ.Παπανικολάου, Αντίθεση του άρθρου 87 ν. 4790/2021 προς τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ, σε: constitutionalism (καταχώρηση 7.4.2021), Γ.Τασόπουλου, Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώματος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασφάλεια, e-Πολιτεία 3/2022, σ. 341 επ.).

ΝΕΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Βi. Με το άρθρο 5 του Ν. 5002/2022,(ΦΕΚ Α’ 228/09.12.2022) με τον τίτλο «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών », καταργήθηκαν τα άρθρα 3, 4, 5 και 7 του Ν. 2225/1994 περί άρσης του απορρήτου.

ii. Περαιτέρω, με τον ίδιο Ν. 5002/2022 στο μεν άρθρο 3 τίθενται οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του Νόμου, και δη α) «Λόγοι εθνικής ασφάλειας» είναι … β) «Πολιτικά πρόσωπα» είναι …. ενώ στο άρθρο 4 γίνεται εξαντλητική περιγραφή της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, προσδιορίζονται τα όργανα που υποβάλλουν το αίτημα της άρσης, το περιεχόμενο του αιτήματος και της διάταξης που επιβάλλει ή απορρίπτει την άρση του απορρήτου. Επιπλέον, θεσπίζονται ειδικές ασφαλιστικές δικλίδες για την άρση του απορρήτου για τα πολιτικά πρόσωπα. Τέλος, προβλέπεται η διαδικασία γνωστοποίησης της επιβολής του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, κατά τρόπο που, όπως αναφέρεται παραπάνω, συναρθρώνονται αφενός μεν η προστασία της εθνικής ασφάλειας, αφετέρου τα δικαιώματα του θιγόμενου πολίτη.

iii. Πέραν τούτων, στο άρθρο 6 του ιδίου νόμου προβλέπονται οι προϋποθέσεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων και εξορθολογίζεται ο κατάλογος των αδικημάτων για τη διακρίβωση των οποίων είναι δυνατό να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών, στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής «για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» και παράλληλα προβλέπεται η διαδικασία γνωστοποίησης επιβολής του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, ενώ στο άρθρο 8 περιγράφεται η διαδικασία για την άρση του απορρήτου, τόσο για λόγους εθνικής ασφάλειας όσο και για τη διακρίβωση εγκλημάτων. Ως προς τη διάρκεια της άρσης του απορρήτου, διευκρινίζεται ότι αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες και σε κάθε περίπτωση τους δέκα (10) μήνες συνολικά, αν έχουν δοθεί περισσότερες από μια παρατάσεις. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η υπέρβαση του ως άνω ορίου μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. (Βλ Αιτιολογική Έκθεση ν 5002/9-12-2022 σελ.47 επ. βλ και ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ , ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΜΒ΄ Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 20252, σελ.46 επ.).

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

Γi. Με το άρθρο 87 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48/31.03.2021), το οποίο τροποποίησε το άρθρο 5 § 9 του Ν. 2225/1994, οριζόταν ότι σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2225/1994 δεν επιτρεπόταν στην Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει για τη γνωστοποίηση η μη της επιβολής του μέτρου αυτού στους θιγόμενους.

ii. Στη συνέχεια, με το άρθρο 4 παρ. 7 του Ν. 5002/9-12-2022 ορίζεται ότι: «7. Μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε. Για τη γνωστοποίηση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σχετικό αίτημα στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), το οποίο διαβιβάζεται στην Ε.Υ.Π. και τη Δ.Α.Ε.Ε.Β.. Η άρση γνωστοποιείται μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου, το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την Ε.Υ.Π., το όργανο αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από τη Δ.Α.Ε.Ε.Β., το όργανο αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Του οργάνου προεδρεύει ο ανώτερος ιεραρχικά ή, επί ομοιοβάθμων, ο αρχαιότερος εισαγγελικός λειτουργός. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, με τήρηση απόρρητων συνοπτικών πρακτικών και καταγραφή της γνώμης της μειοψηφίας, εφόσον υφίσταται. Αν αποφασισθεί η ενημέρωση, ο θιγόμενος ενημερώνεται για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήματος πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούμενου ».

iii. Αντίθετα, στο άρθρο 6 παρ. 8 του ιδίου νόμου, προβλέπεται η διαδικασία γνωστοποίησης επιβολής του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, όταν η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών γίνεται για τη διακρίβωση εγκλημάτων, και δη μόνο από την ΑΔΑΕ και με τις εκεί προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 6 παρ. 8 και συγκεκριμένα ότι « 8. Η Α.Δ.Α.Ε. μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον θιγόμενο, του γνωστοποιεί την επιβολή του μέτρου αυτού εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε».

iv. Κατά συνέπεια, όταν η άρση του απορρήτου συνδέεται με θέμα εθνικής ασφάλειας ο θιγόμενος μπορεί να πληροφορείται από τριμελές όργανο – το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών – με συμμετοχή δύο εισαγγελέων, μετά την πάροδο τριών ετών από τη λήξη του μέτρου, την επιβολή και τη διάρκεια του μέτρου, εφόσον η γνωστοποίηση δεν διακυβεύει τον σκοπό του, ενώ στην περίπτωση που η άρση αφορά διακρίβωση εγκλήματος, η ΑΔΑΕ γνωστοποιεί το μέτρο στον θιγόμενο σε προθεσμία εξήντα ημερών.

ν. Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι ο ως άνω Ν. 5002/2022 δεν προέβλεψε με μεταβατικές διατάξεις αν θα έχει αναδρομική ισχύ και αν θα εφαρμοσθεί και για τις άρσεις απορρήτων, πού έλαβαν χώρα μέχρι 9/12/2022, ημερομηνία δημοσίευσης, όπως ρητά προβλεπόταν στην παρ. 1 του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48/31.03.2021) και, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου και νόμου, εφαρμόζονταν και για τις άρσεις του απορρήτου που είχαν λάβει χώρα έως τη δημοσίευση (31.03.2021) του Ν. 4790/2021. Ενόψει του ότι ο Ν. 5002/9-12-2022, θέτει αυξημένες εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, θεσπίζονται ειδικές ασφαλιστικές δικλίδες για την άρση του απορρήτου για τα πολιτικά πρόσωπα, και τέλος, προβλέπεται η διαδικασία γνωστοποίησης της επιβολής του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, κατά τρόπο που συναρθρώνονται η προστασία της εθνικής ασφάλειας και τα δικαιώματα του θιγομένου, για το λόγο αυτό εφαρμόζεται και για τις άρσεις του απορρήτου πού έλαβαν χώρα μέχρι 9/12/2022, ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 5002/2022 , κατά τη γενική αρχή του δικαίου εν αμφιβολία υπέρ της Ελευθερίας (in dubio pro libertate), και εφόσον δεν απαγορεύεται ρητά επιτρέπεται.

 (βλ. Κ Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο , Γ έκδοση 2022 ͵σελ. 6 επ. , με παραπομπές στο άρθρο 5 κ.λπ, του Συντ, πρβλ. Φ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, in dubio pro libertate, σε: Ξ. Κοντιάδη κ.ά. (επιμ.), Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στηνεποχή της κρίσης, 2012, 95 επ.).

Ν. 3115/2003

Δ.i. Με βάση τις επιταγές του άρθρου 19 του Συντάγματος (παράγρ. 1 και 2), το οποίο κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας ως καταρχήν «απόλυτα απαραβίαστο» και προβλέπει τη συγκρότηση ανεξάρτητης αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, εκδόθηκε ο Ν. 3115/2003(ΦΕΚ Α΄ 47/27-2-2003), με τον οποίο συνεστήθη η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), η οποία, αναδεικνύεται σε εγγυήτρια θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου και αντικατέστησε τη συσταθείσα με το Ν. 2225/1994 Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών, εκσυγχρονίζοντας το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, βάσει των συνταγματικών επιταγών.

ii. Στο άρθρο 6 του εν λόγω Νόμου καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Α.Δ.Α.Ε., οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε κανονιστικές-ρυθμιστικές, ελεγκτικές, γνωμοδοτικές και σε αρμοδιότητες που σχετίζονται με την εύρυθμη λειτουργία της και την αποτελεσματική δράση της, ενώ προβαίνει επίσης σε κατάσχεση μέσων παραβίασης του απορρήτου και εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία προσώπων τα οποία θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απόρρητο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο άρθρο 1 του Ν. 3115/27-2-2003. Ο πρόσφατος Ν. 5002/2022 δεν κατήργησε τον εν λόγω Ν. 3115/2003 στο σύνολό του. Όμως, αναφορικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας και ειδικότερα όσον αφορά ορισμένα θέματα που μνημονεύονται στην παρ. 7 του άρθρου 4 αυτού, ο νέος Ν. 5002/2022, τροποποίησε τις σχετικές διατάξεις του παλαιότερου Ν. 3115/2003, οι δε ρυθμίσεις του αυτές, ως νεότερες και ειδικότερες, υπερισχύουν πάσης άλλης αντίθετης και παλαιότερης, χωρίς κατά τα λοιπά να καταργούνται οι λοιπές ελεγκτικές αρμοδιότητες της Α.Δ.Α.Ε. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραθεωρείαι ότι, κατά ρητή επιταγή της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος και όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω «…τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1» ορίζονται με Νόμο. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε τροποποίηση των διατάξεων αυτού του είδους από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος όμως «αντλεί την εξουσία του» προς τούτο απευθείας από το Σύνταγμα, δεν θεωρείται « αθέμιτη παρέμβαση » στο συνταγματικό πυρήνα της Ανεξάρτητης Αρχής.

Άρθρο 19 του Συντάγματος

Ε.i. Με το άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο… 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3….». Περαιτέρω, η παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3115/2003 ορίζει ότι «Συνιστάται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Στην έννοια της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου ». Εξ άλλου και η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.7. 2002 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ( ΕΕL 201/31.7.2002), η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το Ν. 3471/2006 (Α΄ 133), ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου 5 ότι «Τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, το απόρρητο των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης. (βλ. Ολομ ΣτΕ 4309/2015, ΣτΕ 73/2021)

ii. Από τη γραμματική διατύπωση των ως άνω Συνταγματικών Διατάξεων καθώς και από την ερμηνεία της, προκύπτει ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος συνιστά θεσμική εγγύηση, δεδομένου ότι η Ανεξάρτητη Αρχή που θεσπίζεται με αυτή έχει ως αποστολή και σκοπό τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας. Ωστόσο, δεν είναι ο Συνταγματικός Νομοθέτης εκείνος που προσδιορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της ανεξάρτητης Αρχής, αλλά ο κοινός νομοθέτης στον οποίο έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα ο καθορισμός των σχετικών ζητημάτων. Μάλιστα δε, σε εκτέλεση των ορισμών του άρθρου 19 του Συντάγματος, ψηφίστηκε αρχικά ο Ν. 3115/2003 και στη συνέχεια ο ήδη ισχύον Ν. 5002/2025, ο οποίος προβλέπει τα σχετικά με τη σύσταση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της Ανεξάρτητης Αρχής, η οποία φέρει την ονομασία Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.).

iii. Από την ερμηνεία των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 19 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ενώ οι λόγοι άρσεως του απορρήτου προβλέπονται απευθείας στο Σύνταγμα, οι όροι και η διαδικασία άρσεως του απορρήτου συγκεκριμενοποιούνται από τους παραπάνω Νόμους. Δηλαδή είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στη Α.Δ.Α.Ε. «λευκή επιταγή». Ειδικότερα, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην Α.Δ.Α.Ε. η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει το σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της προβλέπονται από το Νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου και συγκεκριμένα με το άρθρο 4 του ήδη ισχύοντα Ν. 5002/2022. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (Α.Δ.Α.Ε.) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων της μολονότι δε ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους.

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΔΑΕ

ΣΤ.i. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος Νόμου 3115/2008, η Α.Δ.Α.Ε., στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, διενεργεί ελέγχους όχι μόνον αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν καταγγελίας (περ. α). Περαιτέρω, «προβαίνει στην κατάσχεση μέσων παραβίασης του απορρήτου, που υποπίπτουν στην αντίληψή της κατά την ενάσκηση του έργου της και ορίζεται μεσεγγυούχος αυτών μέχρι να αποφανθούν τα αρμόδια δικαστήρια …» (περ. δ) και « Εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, όταν θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου» (περ. ε). Επίσης «Στις περιπτώσεις των άρθρων 5, 4 και 5 του Ν. 2225/1994, η Α.Δ.Α.Ε. υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών » (περ. στ.). Τέλος, στο άρθρο 11 του Νόμου αυτού προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση παραβάσεως της κείμενης νομοθεσίας, σε σχέση με το απόρρητο των επικοινωνιών ή τους όρους και τις διαδικασίες άρσης αυτού, η Α.Δ.Α.Ε. δύναται, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της και ύστερα από προηγούμενη κλήση για παροχή εξηγήσεων των ενδιαφερομένων, να επιβάλει στο υπαίτιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο μία ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις : α. σύσταση … β. πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ ».

ii. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η Α.Δ.Α.Ε., μεταξύ των προτάσεων που υπέβαλε στη Βουλή πριν την ψήφιση του Ν. 5002/2022, ήταν η διεύρυνση και όχι η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων της. Και ενώ ζητήθηκε η προσθήκη στην ως άνω περίπτ. (ε}) του άρθρου 6 του Ν. 3115/2003 και της φράσεως «… καθώς και καταγγελίες σχετικές με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων…», η πρόταση αυτή τελικά δεν έγινε δεκτή ούτε και περιελήφθη στο Ν. 5002/2022. 5 Επίσης δεν έγινε δεκτή και η πρότασή της να της χορηγηθεί η αρμοδιότητα ενημέρωσης και όσων εθίγησαν από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του και για λόγους εθνικής ασφάλειας. (βλ. Έκθεση Πεπραγμένων της ΑΔΑΕ, 2021, σελ. 102 επ.).

iii. Έτσι, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, κρίθηκε ορθή η επιβολή προστίμου από την ΑΔΑΕ – κατόπιν ελέγχου της σε πάροχο τηλεφωνίας – για παραβάσεις της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών ενόψει περιστατικού υποκλοπής τηλεφωνικών ανταποκρίσεων συνδρομήτριας , διότι δεν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή παραβιάσεως του απορρήτου, αφού ο υπαίθριος κατανεμητής δεν eöiχε ενταχθεί στο σύστημα τηλεπιβλέψεως και το σύστημα σηματοδοτήσεως διανοίξεώς του δεν είχε ενεργοποιηθεί. Ομοίως κρίθηκε ορθή η επιβολή προστίμου από την Α.Δ.Α.Ε. – κατόπιν ελέγχου της σε παρόχους δικτύου κινητής τηλεφωνίας για παραβίαση της υποχρέωσης των παρόχων να ενημερώνουν άμεσα τους συνδρομητές τους σε περίπτωση κινδύνου παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών, πολλώ δε μάλλον σε περίπτωση συντελεσθείσας παραβιάσεως. Ωσαύτως για έγγραφη καταγγελία συνδρομητή του ΟΤΕ, σύμφωνα με την οποία τρίτο πρόσωπο ελάμβανε γνώση της εξερχόμενης κίνησης της τηλεφωνικής σύνδεσης της οικίας του, άνευ της συναινέσεώς του. (βλ. ΣτΕ 245/2014, Ολομ ΣτΕ 4309/2015, ΣτΕ 1361/2013).

iν. Γενικότερα, όπως αναφέρεται και στην Έκθεση Πεπραγμένων της ΑΔΑΕ του έτους 2021, η τελευταία διενεργεί έκτακτους ελέγχους με σκοπό τη διερεύνηση καταγγελιών, τη διερεύνηση περιστατικών ασφάλειας που αφορούν το απόρρητο των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και γενικότερα προβλημάτων που άπτονται της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών και της ασφάλειας και ακεραιότητας δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Σε κάθε περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι μετά την επελθούσα νομοθετική μεταβολή, η ΑΔΑΕ θα εξακολουθεί να ασκεί τις λοιπές αρμοδιότητές της που προβλέπονται στο άρθρο 6 του Ν. 3115/2003, πλην όμως κατά τρόπο που δεν θα έρχεται σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις και επιταγές του νεότερου Ν. 5002/2022 και πιο συγκεκριμένα αναφορικά με το θέμα της ενημέρωσης του θιγόμενου πολίτη. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι από τη μελέτη των αρμοδιοτήτων της Α.Δ.Α.Ε. δεν προκύπτει ότι αυτές, μετά την τροποποίηση του εκτελεστικού Νόμου αυτής 3115/2003 και τις νέες ρυθμίσεις, συνολικώς εκτιμώμενες και όχι μεμονωμένα, περικόπτονται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Α.Δ.Α.Ε. να καθίσταται πλέον αναποτελεσματική αναφορικά με τη διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα (βλ. Έκθεση Πεπραγμένων της ΑΔΑΕ του έτους 2021, σελ. 44 επ.).

Ν. 5002/2022

Ζ. Από το πλέγμα των σχετικών διατάξεων του Ν. 3115/2003 κυρίως όμως εκείνων του Ν. 5002/2022, κατά τη λογική ερμηνεία τους, προκύπτει με σαφήνεια ότι η βούληση του νομοθέτη επί των επί μέρους κρίσιμων θεμάτων που προαναφέρθηκαν είναι η εξής :

i. Η ενημέρωση του πολίτη για τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου της άρσεως του απορρήτου σε βάρος του για λόγους εθνικής ασφάλειας έχει ανατεθεί πλέον αποκλειστικά στο Τριμελές Όργανο του άρθρου 4 παρ. του Ν. 5002/2022, στο οποίο προεδρεύει Εισαγγελικός Λειτουργός. Ουδείς άλλος φορέας νομιμοποιείται προς τούτο ούτε και προβλέπεται από το Νόμο άλλος τρόπος ή άλλη διαδικασία ενημέρωσης. Η Α.Δ.Α.Ε. δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για έλεγχο στους παρόχους ώστε να απαντήσει στον θιγόμενο ιδιώτη. Κυριαρχικός είναι ο ρόλος του Τριμελούς Οργάνου στο οποίο προεδρεύει Εισαγγελικός Λειτουργός και ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. εἶναι μέλος. Επομένως, όταν υποβάλλεται καταγγελία από θιγόμενο ιδιώτη για «παρακολούθησή του» από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) ή τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας (Δ.Α.Ε.Ε.Β.), με ταυτόχρονη αναφορά ότι σε βάρος του έχει επιβληθεί η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών του επικοινωνιών είτε μέσω της σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας είτε μέσω της σύνδεσης σταθερής τηλεφωνίας και παράλληλα υποβάλλει και σχετικό αίτημα να ενημερωθεί ο ίδιος για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του, η ως άνω Ανεξάρτητη Αρχή (Α.Δ.Α.Ε.), στο πλαίσιο της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 7 του Ν. 5002/9-12-2022, διαβιβάζει αμέσως το σχετικό αίτημα στην Ε.Υ.Π. και στη Δ.Α.Ε.Ε.Β. Εφόσον οι εν λόγω Υπηρεσίες έχουν εκδώσει ανάλογη Διάταξη άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας σε βάρος του αιτούντα – θιγόμενου το Τριμελές Όργανο που προβλέπει η εν λόγω Διάταξη, στο οποίο παρέχονται αυξημένα εχέγγυα ανεξαρτησίας, αφού ελέγξει αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις τις οποίες θέτει η εν λόγω διάταξη (δηλ. πάροδος τριών ετών από τη λήξη της ισχύος της Διατάξεως, διακύβευση του σκοπού του μέτρου ), αποφασίζει τη γνωστοποίηση του μέτρου της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας στο θιγόμενο. Από τη γραμματική διατύπωση του Ν. 5002/2022 αλλά και από το όλο πνεύμα των σχετικών διατάξεων προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι μόνο ο «θιγόμενος» ιδιώτης δικαιούται να υποβάλει σχετική καταγγελία ζητώντας πληροφορίες και στοιχεία και όχι οποιοσδήποτε άλλος για λογαριασμό του, έστω και κατ’ εξουσιοδότησή του.

ii. Όταν υποβάλλεται σχετικό αίτημα-καταγγελία από «θιγόμενο» ιδιώτη στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), προκειμένου να διαπιστωθεί αν επιβλήθηκε σε βάρος του το περιοριστικό μέτρο της άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών του συνδιαλέξεων, κινητής η σταθερής τηλεφωνίας καθώς και για τη διάρκειά του, με Βούλευμα του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου ή σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις με Διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, (άρθρο 6 παρ. 3 και 4 Ν. 5002/9-12-2022) για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων, κακουργημάτων ή πλημμελημάτων, που περιλαμβάνονται στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 5002/9-12-2022, τότε υποχρεωτικά εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 6 παρ. 8 του Ν. 5002/9-12-2022, και όχι αυτή του άρθρου 4 παρ.7 αυτού. Ειδικότερα, η Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου, γνωστοποιεί στον καθ’ ου η άρση την επιβολή του μέτρου αυτού εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε.

iii. Επισημαίνεται ότι σε αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις ολόκληρο το κείμενο των Διατάξεων και των Βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν σχετικό αίτημα παραδιδόταν, αμελλητί, στην ίδια την Α.Δ.Α.Ε. και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος Ν. 2225/1994. Ήδη, με τη θέση σε ισχύ του νέου Ν. 5002/2022, το κείμενο των εν λόγω Διατάξεων και των Βουλευμάτων προβλέπεται να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην Α.Δ.Α.Ε., σε μη επεξεργάσιμη μορφή, με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι Διατάξεις και τα Βουλεύματα που θα αποστέλλονται στην Α.Δ.Α.Ε., αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία, που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως ειδικότερα προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 5002/ 9-12-2022.

iν Έτσι, σε περίπτωση καταγγελίας από θιγόμενο ιδιώτη για «παρακολούθησή του» από την ΕΥΠ ἡ τη ΔΑΕΕΒ για λόγους εθνικής ασφάλειας με ταυτόχρονη υποβολή σχετικού αιτήματός του να ενημερωθεί, αν το σχετικό αίτημά του ικανοποιηθεί άμεσα και οπωσδήποτε πριν την πάροδο τριετίας, κ.λπ. κατόπιν έρευνας της Α.Δ.Α.Ε, τότε αυτομάτως κάμπτονται και παρακάμπτονται οι ασφαλιστικές δικλείδες, η μυστικότητα και η ratio του άρθρου 4 παρ. 7 του ΑΝ. 5002/9-12-2022, με αποτέλεσμα οποιοσδήποτε καταγγέλων, πολιτικό πρόσωπο ή μη, με το πρόσχημα της νομιμότητας ή μη της επισύνδεσης, να μπορεί να λαμβάνει γνώση, προκαταβολικά και χωρίς την προηγούμενη τήρηση των προϋποθέσεων του ήδη ισχύοντος Ν. 5002/2025 της επιβολής ή μη σε βάρος του του περιοριστικού μέτρου της άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών του επικοινωνιών, είτε μέσω της σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας, είτε των συνδέσεων σταθερής τηλεφωνίας καταργώντας με τον τρόπο αυτό στην ουσία τις αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 7 του Ν. 5002/9-12-2022.

ν. Τέλος, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όπως ενδεικτικά αναφέρθηκαν παραπάνω, καταγγελίες συνδρομητών τηλεπικοινωνιακών παρόχων, σχετικά με παραβάσεις της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών με βάση περιστατικό υποκλοπής τηλεφωνικών ανταποκρίσεων συνδρομητών, επειδή δεν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή παραβιάσεως του απορρήτου ή γενικά για τυχόν παρακολούθηση σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας που οφείλεται σε άλλους παράγοντες ή ακόμα και σε περίπτωση που η Α.Δ.Α.Ε. είναι αποδέκτης καταγγελιών σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, όταν αυτά θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου (άρθρο 6 παρ. 1 περ. ε Ν. 3115/27-2-2003), η Α.Δ.Α.Ε., οφείλει να διενεργήσει έκτακτο έλεγχο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ. 1α του Ν. 3115/2008, όπου ορίζονται με σαφήνεια οι ελεγκτικές της αρμοδιότητες στα συστήματα των παρόχων τηλεφωνικών επικοινωνιών (εγκαταστάσεις και δίκτυα ) ελέγχοντας τους παρόχους τόσο τεχνικά όσο και από την άποψη της τήρησης της ισχύουσας νομοθεσίας όσον αφορά την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και εφόσον διαπιστωθεί παράβαση, τότε κατά το άρθρο 11 του Ν. 3115/2003 με Απόφασή της επιβάλλει τις προβλεπόμενες Διοικητικές κυρώσεις (σύσταση, πρόστιμο).

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Τέλος, λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της Α.Δ.Α.Ε. όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στο Νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης, αυτές δε οι αξιόποινες πράξεις, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση, προβλέπονται και τιμωρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1, 2 του Ν. 3115/2003, αν δε συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις και με εκείνες των άρθρων 146 παρ. 1, 3, 147, 148 παρ. 1, 2, 149, 222 και 252 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, οι οποίες συρρέουν αληθινά μεταξύ τους.

Ο Γνωμοδοτών Εισαγγελέας

 

Ισίδωρος Ε. Ντογιάκος

Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου

ΓνωμΕισΑΠ 10/2022: Περί εκτιτέας ποινής σύμφωνα με το άρθρο 465 παρ. 2 ΠΚ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΤΗΛ. 210.6419.332

 

Αθήνα, 8η Δεκεμβρίου 2022

Αριθμ. Πρωτ. 10417

Αριθμ. Γνωμ. 10

Προς

Τον κ. Διευθυντή Σωφρονιστικού Καταστήματος Χαλκίδας

Θέμα: Περί εκτιτέας ποινής σύμφωνα με το άρθρο 465 § 2 ΠΚ.

 

Με το υπ᾿ αριθμό πρωτ. 12397/28-11-2022 έγγραφό σας ερωτάται εάν κατά την υποβολή των δικαιολογητικών για την υφ’ όρον απόλυση των καταδικασθέντων μέχρι την έναρξη ισχύος του Νέου Ποινικού Κώδικα θα λαμβάνονται υπ᾿ όψιν οι συνολικές ποινές που υπερβαίνουν τα όρια του άρθρου 465 § 2 ΠΚ ή η εκτιτέα ποινή για την υφ’ όρον απόλυση πρέπει να ορίζεται από τον παραγγείλαντα την εκτέλεση της συγχωνευτικής αποφάσεως Εισαγγελέα.

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 465 ΠΚ ως προστ. υπ’ άρθρου 184 Ν.4555/2021: Για τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα [ν. 4619/2019 (Α 95)] καταδικασθέντες αμετακλήτως σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, για τις οποίες καθορίστηκε, σύμφωνα με τις §§ 1 και 2 του άρθρου 94 ΠΚ, συνολική ποινή υπερβαίνουσα τα είκοσι (20) ή δεκαπέντε (15) έτη πρόσκαιρης κάθειρξης, καθώς και τα οχτώ (8) ή πέντε (5) έτη φυλάκισης αντίστοιχα, ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο αυτών λογίζονται τα είκοσι (20), δεκαπέντε (15), οχτώ (8) και πέντε (5) έτη αντίστοιχα.

Η διαδικασία για τη χορήγηση της υφ’ όρον απολύσεως ορίζεται στο άρθρο 110, η δευτέρα παράγραφος του οποίου προβλέπει: Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο καταδικασθείς. Η αίτηση υποβάλλεται δύο (2) μήνες πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου που προβλέπει το άρθρο 105Β. Αν η διεύθυνση του καταστήματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης, υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο.

Στο έγγραφό σας διαλαμβάνεται ότι υπάρχουν αποφάσεις καθορισμού συνολικής ποινής, στις οποίες δεν αναφέρεται η εκτιτέα ποινή και τούτο προφανώς συμβαίνει, διότι ανάγονται στο προ της ισχύος του Νέου Ποινικού Κώδικα διάστημα και οι ποινές δεν υπερέβαιναν τα τότε τεθειμένα όρια της καθείρξεως είκοσι πέντε ετών και της φυλακίσεως δέκα ετών επί πραγματικής συρροής ή καθείρξεως είκοσι ετών, επί κατ’ ιδέα συρροής (άρθρο 94 §§ 1-2 ΠΚ/1950). Στην ομάδα αυτή των αποφάσεων. που ελλείπει η εκτιτέα ποινή, αλλά επέστη ο χρόνος υποβολής φακέλου υφ’ όρον απολύσεως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών του τόπου κρατήσεως, εύλογο είναι ότι θα απευθύνεσθε γραπτώς στον παραγγείλαντα την εκτέλεση της συγχωνευτικής αποφάσεως, Εισαγγελέα, προκειμένου να διευκρινίσει εάν εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 465 § 2 ΠΚ, εις τρόπον ώστε να χωρήσει ακωλύτως και ταχέως η αλληλουχία της υφ’ όρον απολύσεως.

Ο ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΡΟΒΑΤΑΡΗΣ

ΑΠ 1579/2022: Χρέη στο Δημόσιο (παραπομπή στην Ολομέλεια- πότε υπολογίζονται χρέη από δήλωση φορολογίας εισοδήματος)

ΑΠ 1579/2022

 

Παρατηρήσεις: Με την απόφαση αυτή, που ελήφθη με πλειοψηφία (3 έναντι 2), παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ζήτημα σχετικά με το εάν και πότε πρέπει να συνυπολογίζονται για την ποινική ευθύνη από μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο τα χρέη εκείνα που αφορούν σε μη υποβολή ή απόκρυψη εισοδημάτων με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, καθώς και εκείνα που αφορούν στην μη πληρωμή φόρου εισοδήματος, παρά την υποβολή ακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Η εκδίκαση της υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναμένεται να γίνει κατά τη δικάσιμο της 16.3.2023.

 

Περίληψη απόφασης: Μη συμπερίληψη και μη συνυπολογισμός, για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, των χρεών, που μεταξύ άλλων προέρχονται από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4987/2022), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, ειδικά δε όσον αφορά το έγκλημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα το αδίκημα αυτό στοιχειοθετείται αντικειμενικά είτε με την μη υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος είτε με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, από την οποία όμως ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η πράξη αυτή διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, ή το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η εν λόγω πράξη διώκεται σε βαθμό κακουργήματος. Έτσι, όταν το ποσό του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπολείπεται του ποσού των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, η πράξη είναι ανέγκλητη και δεν υπάγεται στα αδικήματα του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, η διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ. να μη είναι εφαρμοστέα. Περαιτέρω, κατά την γνώμη της ανωτέρω πλειοψηφίας των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο εισόδημα δεν στοιχειοθετείται, ακόμη και όταν ο φόρος, που αναλογεί σ’ αυτό (εισόδημα) και δεν καταβλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος υποβάλει νόμιμα και εμπρόθεσμα δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ακολούθως όμως δεν αποδίδει τον φόρο που οφείλει στο Δημόσιο και αναλογεί στα εισοδήματά του, με βάση την ακριβή (όχι ανακριβή) δήλωσή του, καθόσον στην περίπτωση αυτή αποκλείεται εν τη γενέσει της η ύπαρξη του απαιτούμενου υπερχειλούς δόλου του, δηλαδή η επιδίωξή του να αποφύγει την καταβολή του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά του, αφού με την υποβολή της ακριβούς δήλωσής του, ελλείπει το στοιχείο της μερικής ή ολικής απόκρυψης των καθαρών εισοδημάτων του, που κατατείνει σ’ αυτόν τον σκοπό.