Ανακοίνωση Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: Η ουσιαστική κρίση δικαστών και εισαγγελέων δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο

                          ΕΝΩΣΗ

ΔΙΚΑΣΤΩΝ   &   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ                                  

        ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΚΤΙΡΙΟ 6 –ΓΡΑΦΕΙΟ 210

ΤΗΛ: 213 2156114 –  FAX 210 88 41 529

e- mail: endikeis@otenet.gr

 

 

Αθήνα,  18/06/2024

Αρ. πρωτ. : 246

 

 

Η ουσιαστική κρίση δικαστών και εισαγγελέων

δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος « Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας», ενώ κατά την παράγραφο 2 «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ «Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…», ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή «Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης». Άλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ «..δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για την δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων».

Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου. Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε  κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης. Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.

Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών. Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ΄ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρόλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα.

Η ανεξαρτησία του δικαστή – ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας – καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδηση του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ΄ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε,  δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη.

Χριστόφορος Σεβαστίδης, Εφέτης, Πρόεδρος

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης, Α΄ Αντιπρόεδρος

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης,  Β΄ Αντιπρόεδρος

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, Γενικός Γραμματέας

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης, αν. Γενικός Γραμματέας

Μιχαήλ Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Υπεύθυνος  Διαχείρισης Οικονομικών

Ζαχαρίας Παλιούρας, Ειρηνοδίκης, αν. Υπεύθυνος  Διαχείρισης Οικονομικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Εκπρόσωπος Τύπου

 

 

Πηγή: ende.gr

Τεράστια νίκη και ευρεία στήριξη από τους συναδέλφους μας!

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης

Αθήνα, 4-6-2024

 

         Τα αποτελέσματα των εκλογών της Ένωσής μας έδωσαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα για αλλαγή πορείας του συλλογικού μας οργάνου. Ευχαριστούμε τους εκατοντάδες συναδέλφους σε όλα τα δικαστήρια της επικράτειας, που με την συμμετοχή τους και με την επιλογή τους, έδωσαν σάρκα και οστά στην ελπίδα για μια Ένωση με φωνή, για μια Ένωση με παρουσία και ισχυρή θεσμική και επιστημονική θέση στον χώρο της Δικαιοσύνης. Γνωρίζουν από τώρα ότι θα κάνουμε τα πάντα για να ανταποκριθούμε στις εύλογες προσδοκίες τους. Στα δύσκολα που έρχονται δεν περισσεύει κανείς. Το Δικαστικό Σώμα χρειάζεται να βρει ξανά την ενότητα που διαταράχθηκε τον τελευταίο χρόνο και να θέσει άμεσα τις προτεραιότητες του.

Τηλεφωνική επικοινωνία με τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης

Αθήνα, 24-5-2024

Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε χθες με τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης κ Μπούγα θέσαμε αρχικά το ζήτημα των απρεπών συμπεριφορών δικηγόρων σε βάρος δικαστικών λειτουργών την ώρα άσκησης του δικαιοδοτικού τους έργου. Τέτοιες περιπτώσεις γίνονται όλο και πιο συχνές και λαμβάνουν περισσότερο επιθετική μορφή. Ζητήσαμε να ληφθούν μέτρα και να επιβάλλονται κυρώσεις, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε να εξαλειφθεί το φαινόμενο. Κατά δεύτερο επαναλάβαμε το αίτημα της εθελουσίας εξόδου συναδέλφων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα καθήκοντα τους. Τέλος ζητήσαμε τα επιμορφωτικά σεμινάρια των Πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας να πραγματοποιηθούν μετά την έναρξη του νέου δικαστικού έτους ώστε να μην ανατραπεί η υπηρεσιακή τους ζωή, ο οικογενειακός τους προγραμματισμός και καταστούν άνευ αντικειμένου τα θερινά τμήματα στα Ειρηνοδικεία.

Διχασμός τέλος!

 

 

 

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Αποφασίσαμε να σας απευθυνθούμε με κοινή επιστολή για λόγους αυτονόητους: η τοξική ατμόσφαιρα διχασμού μεταξύ ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών και πρώην Ειρηνοδικών, νέων Πρωτοδικών, που διαμορφώθηκε εξαιτίας της εσφαλμένης διαχείρισης του ζητήματος της ήδη πραγματοποιηθείσας ενοποίησης, επιβάλλεται να καταπολεμηθεί ενεργά από όλους μας. Βλάπτει τη Δικαιοσύνη που όλοι ορκιστήκαμε να υπηρετούμε και τραυματίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους Λειτουργούς της. Σε λίγες εβδομάδες αναλαμβάνουμε κοινή υπηρεσία στα Πρωτοδικεία της χώρας. Θα ξεκινήσουμε μονιασμένοι, συναδελφωμένοι και ενωμένοι στην υψηλή κοινή μας αποστολή. Από τον Σεπτέμβριο, θα κριθούμε με βάση την αξία, την επιστημοσύνη και το δικαστικό φρόνημα ενός εκάστου και όχι με βάση την υπηρεσιακή μας προέλευση. Η μεταξύ μας ομόνοια είναι όρος αναγκαίος όχι μόνον για επαγγελματική μας πρόοδο, αλλά και για την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης στη χώρα!

Με την ψήφιση του ν. 5108/2024, με τίτλο «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις», ολοκληρώθηκε η πρώτη πράξη ενός δράματος που παρακολουθούμε όλοι επί σχεδόν ένα χρόνο. Βασικό χαρακτηριστικό του διαστήματος που προηγήθηκε, γενικά αλλά και ειδικότερα στο θέμα της ενοποίησης, ήταν η ουσιαστική απουσία λόγου και θέσης εκ μέρους της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Η απουσία αυτή οφείλεται πρωτίστως στη συνειδητή επιλογή του απερχόμενου προεδρείου να εμποδιστεί, με κάθε τρόπο, η ουσιαστική συζήτηση για τη μεταρρύθμιση αυτή, ώστε να μην αναγκαστεί να πάρει θέση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα και να μπορέσει, έτσι, να συνεχίσει την προσπάθεια διάσωσής του στις επικείμενες εκλογές. Η Ένωσή μας απείχε από οποιαδήποτε επί της ουσίας συζήτηση για την ενοποίηση, κρυβόμενη πίσω από ένα “όχι” που σκοπό δεν είχε τη ρεαλιστική διαχείριση της κατάστασης ή την προάσπιση συγκεκριμένης μερίδας συναδέλφων. Αντιθέτως, μοναδικός σκοπός αυτής της τακτικής της πλήρους άρνησης ήταν η συνδικαλιστικά “ωφέλιμη” αποφυγή τοποθέτησης επί της (δύσκολης) ουσίας και πραγματικότητας και ο προσεταιρισμός όσων συναδέλφων, ακριβώς εξαιτίας της στάσης του προεδρείου, δικαιολογημένα βρέθηκαν σε κατάσταση έλλειψης στοιχειώδους πληροφόρησης και ανασφάλειας για το επαγγελματικό τους μέλλον. Θεώρησαν ότι με τον τρόπο αυτό κανείς, Πρωτοδίκης ή Ειρηνοδίκης, δεν θα έμενε στενοχωρημένος και το προεδρείο, όταν η ενοποίηση θα είχε ήδη ψηφιστεί, θα εμφανιζόταν ως ο μοναδικός παράγοντας που αντιστάθηκε στην εκτελεστική εξουσία. Τα πράγματα, βέβαια, δεν εξελίχθηκαν έτσι. Όταν τελικά το προεδρείο αυτοπαγιδεύτηκε στο ηλεκτρονικό δημοψήφισμα που το ίδιο επέσπευσε για να δημιουργήσει άλλοθι, τότε κατέφυγε στη γνωστή τακτική της διπλής ατζέντας και της τοποθέτησης κατά την προαίρεση του ακροατηρίου. Κοινώς, άλλα λέγανε στους Πρωτοδίκες και άλλα στους Ειρηνοδίκες.

Η τακτική αυτή του προεδρείου, δηλαδή η καλλιέργεια εφησυχασμού στην αρχή και στη συνέχεια η υπεκφυγή και ο συνδικαλιστικός στρουθοκαμηλισμός απέναντι στην προαναγγελθείσα πραγματικότητα, συνέτεινε στη διαμόρφωση ενός νομοσχεδίου, το οποίο συντάχθηκε χωρίς ουσιαστική εκπροσώπηση των Δικαστών και των Εισαγγελέων. Πέραν, όμως, της αλήθειας, παράπλευρη απώλεια της καταστροφικής διαχείρισης του ζητήματος της Ενοποίησης από το προεδρείο, ήταν και η ενότητα του Σώματος, το οποίο οδηγήθηκε σε μία άνευ προηγουμένου εσωτερική αντιπαράθεση, η οποία θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Το προεδρείο, αντί να παριστάνει ότι δεν είχε ιδέα για την προ πολλού καιρού προαναγγελθείσα ενοποίηση, όφειλε να έχει φροντίσει για την έγκαιρη και ειλικρινή ενημέρωση των συναδέλφων, για τη διευκόλυνση και οργάνωση του εσωτερικού μας διαλόγου με τη διεξαγωγή έκτακτης γενικής συνέλευσης και δημοψηφίσματος όσο ακόμα υπήρχε χρόνος και, τελικά, για τη συνδιαμόρφωση ρεαλιστικών θέσεων για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού, που να είναι δυνατόν, στο πλαίσιο εκατέρωθεν συμβιβασμών, να υποστηριχθούν από τη μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων. Μη κάνοντας τίποτα από αυτά, το απερχόμενο Προεδρείο οδήγησε τον εσωτερικό διάλογο σε πλήρη κατάρρευση και έστρωσε τον δρόμο στο διχασμό του Σώματος.

Η κατάσταση αυτή, εν μέσω της οποίας πορευόμαστε προς τις επερχόμενες αρχαιρεσίες, είναι επικίνδυνη για την ενότητα της Ένωσής μας. Πέρα από το γενικότερο κλίμα καχυποψίας και τις ατομικές αντιπαραθέσεις μεταξύ συναδέλφων, σύμπτωμα αυτής της κατάστασης είναι και η ύπαρξη υποψηφιοτήτων οι οποίες ουσιαστικά απευθύνονται σε τμήμα μόνον του Σώματος, οι παροτρύνσεις προς τους πρώην Ειρηνοδίκες να ψηφίσουν μόνον πρώην Ειρηνοδίκες και η καλλιέργεια της αντίληψης ότι διακύβευμα των εκλογών είναι το αν θα κυριαρχήσουν οι Πρωτοδίκες ή οι πρώην Ειρηνοδίκες. Τέτοιες προσεγγίσεις, προφανώς, τροφοδοτούν περισσότερο τον ήδη υφιστάμενο διχασμό, εντείνουν τις συγκρούσεις μεταξύ συναδέλφων και είναι τελικά εν δυνάμει επικίνδυνες για την ίδια την ενότητα της Ένωσής μας. Σε κάθε περίπτωση, ο διχασμός και η περιχαράκωση, που οι φωνές αυτές εισηγούνται, τίποτα ωφέλιμο δεν έχουν να προσφέρουν στο σύνολο των συναδέλφων του πρώτου βαθμού που από τον Σεπτέμβριο θα μοιραζόμαστε τα ίδια έδρανα στα Πρωτοδικεία. Η ενοποίηση είναι πια νομοθετική πραγματικότητα, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε με όρους πραγματικότητας και όχι δονκιχωτισμού ή ρεβανσισμού. Ο μοναδικός δε χώρος αντιμετώπισης των υπαρκτών προβλημάτων και εξεύρεσης συμβιβαστικών λύσεων εφαρμογής του ήδη ψηφισμένου νόμου είναι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όπως πάντοτε συνέβαινε.

Πέρα όμως από την επίδρασή τους στις σχέσεις μεταξύ των συναδέλφων, τέτοιες διχαστικές προσεγγίσεις δεν είναι χρήσιμες για τον ίδιο τον δικαστικό συνδικαλισμό. Αν και, όπως είναι λογικό, αυτή τη στιγμή η ενοποίηση του πρώτου βαθμού βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεών μας, η Ένωση δεν μπορεί να είναι μονοθεματική. Η διασφάλιση και ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας, η υπεράσπιση συναδέλφων που δέχονται επιθέσεις, η συμβολή στον επιστημονικό διάλογο και την προαγωγή της νομικής επιστήμης, οι οικονομικές και άλλες διεκδικήσεις μας αποτελούν θέματα με τα οποία πρέπει αυτονοήτως να ασχολείται η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και τα οποία είναι ως επί το πλείστον κοινά για όλα τα μέλη της. Με βάση τη μέχρι σήμερα στάση και τις θέσεις τους επί του συνόλου των ζητημάτων αυτών πρέπει να κριθούν οι υποψήφιοι στις επερχόμενες αρχαιρεσίες και όχι με βάση τον βαθμό ή την προέλευσή  τους.

Αλλά και στα ζητήματα εκείνα στα οποία πράγματι υφίστανται αντικρουόμενα συμφέροντα, η επιλογή μιας δικαστικής ένωσης δεν μπορεί να είναι η λογική της επικράτησης των συμφερόντων των μεν έναντι των δε. Αυτό με βεβαιότητα θα απονομιμοποιούσε την Ένωση ως εκπρόσωπο του συνόλου των μελών της, θα δημιουργούσε διασπαστικές τάσεις και τελικώς θα την αποδυνάμωνε με αποτέλεσμα να αδυνατεί να επιτελέσει τον ρόλο της, προς βλάβη όλων. Ιδίως μάλιστα τη στιγμή που ο νομοθέτης έκρινε ότι η διχοτόμηση του πρώτου βαθμού έπρεπε να λάβει τέλος, οποιαδήποτε σκέψη συνδικαλιστικής διάσπασης των πρωτοβάθμιων δικαστών θα ήταν αυτοκαταστροφική. Φωνές που δίχαζαν ή εκπροσωπούσαν ορισμένους μόνον συναδέλφους ακούστηκαν πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά το μοναδικό αποτέλεσμα που έφεραν ήταν η αποδυνάμωση των συναδέλφων που υποτίθεται ότι εξυπηρετούσαν. Φάνηκε, εξάλλου, το προηγούμενο διάστημα ότι η προβολή μαξιμαλιστικών και ανεδαφικών αιτημάτων, τα οποία αντικειμενικά εκφράζουν μία μερίδα μόνο των συναδέλφων, ή οι φωνές υποτίμησης συναδέλφων από συναδέλφους, δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα για κανέναν. Αντιθέτως, αυτή που δικαιώθηκε ήταν η τακτική της ομάδας μας, καθώς με τις παρατηρήσεις και τα επιχειρήματά μας, λέγοντας πάντοτε την αλήθεια ακόμα κι όταν αυτή κοστίζει και χωρίς να διαιρούμε τους συναδέλφους του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, κατορθώσαμε να πετύχουμε θετικές αλλαγές στο νομοσχέδιο της ενοποίησης την παραμονή της ψήφισής του, ακόμα και από τη θέση της μειοψηφίας του Δ.Σ.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στις επόμενες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουμε, στο πλαίσιο της ενοποίησης του πρώτου βαθμού αλλά και ανεξάρτητα από αυτή, έχουμε περισσότερο από ποτέ ανάγκη από μία Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αποτελεσματική και μαχητική. Από μία Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων που θα προχωράει με ενότητα, εκφράζοντας όλους τους συναδέλφους και θα προωθεί τη μεταξύ μας αλληλεγγύη και όχι τις συγκρούσεις και τις διασπαστικές τάσεις. Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να αφήσουμε στο παρελθόν τόσο τη διγλωσσία του απερχόμενου προεδρείου, όσο και τον διχασμό στον οποίο έχουμε οδηγηθεί. Για όλα τα παραπάνω, καλούμε τους συναδέλφους να στηρίξουν με την ψήφο τους το σύνολο της ομάδας μας, που αποτελείται, πέρα από εμάς, από τον Χριστόφορο και τον Χαράλαμπο Σεβαστίδη, τον Παντελή Μποροδήμο, τον Μιχάλη Τσέφα, τον Γιάννη Ασπρογέρακα και την Ακριβή Ερμίδου.

Θετική προοπτική κόντρα στον λαϊκισμό

Μιχάλης Τσέφας,

Πρόεδρος Πρωτοδικών

Η ομάδα του απερχόμενου προεδρείου με επικεφαλής την κα Στενιώτη,  δυστυχώς εισήγαγε στην Ένωσή μας τον λαϊκισμό. Η επένδυση αυτή στη διετία που πέρασε, ήταν μια πετυχημένη συνταγή για την εκλογή τους. Στόχος, η δεξαμενή των 960 περίπου συναδέλφων ειρηνοδικών. Ανεφάρμοστες προεκλογικές υποσχέσεις που ακούγονταν ωραίες. Μισθολογική εξομοίωση με τους πρωτοδίκες χωρίς υπηρεσιακή επιβάρυνση για πέντε χρόνια, μη συμμετοχή στα τριμελή και τις έρευνες και βέβαια το παράδοξο, ότι θα τροποποιήσουν τον ΚΟΔΚΔΛ, ώστε να προβλέπει ότι για τη συμμετοχή ειρηνοδίκη σε έρευνα, δηλαδή σε μια επείγουσα διαδικασία θα «αναμένεται» η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών. Η υπεράσπιση του λαϊκισμού αυτού μέχρι την τελευταία στιγμή όπου είχε κριθεί πλέον από την κυβέρνηση το ζήτημα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού και η κατάργηση των ειρηνοδικείων, οδήγησε στα γνωστά αδιέξοδα όλο το Σώμα. Στα οικονομικά, ίδια συνταγή.  Εξαγγελίες για αναμόρφωση του δικαστικού μισθολογίου με αυξήσεις 800 ευρώ το μήνα.

Όλο το σκηνικό ενισχύονταν με αοριστόλογη ενημέρωση των συναδέλφων για συνεχείς συναντήσεις στα υπουργεία και διαβεβαιώσεις ότι ενοποίηση δεν θα γίνει, και ότι το υψηλό μισθολόγιο υλοποιείται. Τελικά, παρά τις συνεχείς ενημερώσεις από το υπουργείο όπως έλεγαν, αιφνιδιάστηκαν! η ενοποίηση έγινε, ενώ στα οικονομικά, η πολυπροβαλλόμενη «αναμόρφωση» του μισθολογίου κατέληξε σε μια αύξηση των 150 ευρώ το μήνα, ανάλογη δηλαδή με τις αυξήσεις των επιδομάτων ευθύνης στο δημόσιο. Αξίζει να υπενθυμίσω ότι μόνο με την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης την οποία διεκδίκησε η ομάδα μας ως προεδρείο με επίπονο αγώνα, επιμελούμενη και την σύνταξη προσφυγών που ασκήθηκαν στην οποία επίσης ήταν αντίθετη η ομάδα της κας Στενιώτη, αυξήθηκαν οι μηνιαίες αποδοχές μας στα 130,00 ευρώ κατά μέσο όρο.  Αλλά και η δημόσια παρουσία του προεδρείου, έδειξε μια εικόνα αντιφάσεων, κενών, αμήχανη να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, με σπασμωδικές και επιλεκτικές αντιδράσεις απέναντι στις βολές που δέχεται η δικαιοσύνη και συνάδελφοί μας. Περισσότερο αναλώθηκε στις δημόσιες σχέσεις, σε  κοινωνικές εκδηλώσεις και σε γιορτές, παρά στο επιστημονικό έργο, στη συνδικαλιστική συνέπεια και την υπηρεσιακή  μας υποβοήθηση.

Εμείς ως ομάδα από τη θέση της μειοψηφίας, δεν ακολουθήσαμε τον εύκολο δρόμο της τυπικής συμμετοχής, ούτε των ανεφάρμοστων προτάσεων για υπονόμευση της Ένωσης. Πήραμε πρωτοβουλία από τον Σεπτέμβριο του 2023 για σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης με θέματα το μισθολογικό, την αναδιάρθρωση του δικαστικού χάρτη, τις υπηρεσιακές συνθήκες, με την παροιμιώδη από το προεδρείο απόρριψη του αιτήματος που υπογράφηκε από 311 συναδέλφους ως απαράδεκτου «με περικοπές σκεπτικού δικαστικής απόφασης». Για την ενοποίηση, μιλήσαμε πρώτοι από  τον Οκτώβριο του 2023. Αλλά και προηγούμενα, από τον Δεκέμβριο του 2022 ζητήσαμε λόγω της εξόδου από τα μνημόνια και της ψήφισης του πρώτου μεταμνημονιακού προϋπολογισμού, τη διεκδίκηση του 13ου και 14ου μισθού. Παρά την επίμονη άρνηση του προεδρείου, το αίτημα υποβλήθηκε στη τακτική ΓΣ και έγινε δεκτό, αναγκάζοντάς το τελικά να  απευθυνθεί σε δικηγορικό γραφείο για τη σύνταξη δικογράφων τα οποία σήμερα βρίσκονται στη διάθεση των συναδέλφων. Για τους ποινικούς κώδικες καταθέσαμε ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου του 2023 υπόμνημα  με τις παρατηρήσεις μας, ενώ το προεδρείο ήταν απόν από ένα τόσο σημαντικό νομοθέτημα. Και βέβαια διοργανώσαμε διαδικτυακές ημερίδες μέσω του «antimolia»  για την υποβοήθηση των συναδέλφων με τους νέους ποινικούς κώδικες και την εφαρμογή τους από τα νέα Πρωτοδικεία.  Ταυτόχρονα εκεί που το προεδρείο δίσταζε ή καθυστερούσε, πήραμε θέση κατά των βολών που δεχόταν το Σώμα από κυβέρνηση, πολιτικούς, δικηγόρους και δημοσιογράφους.

Σήμερα, λίγο πριν τις εκλογές ξανά η ομάδα του προεδρείου επιδιώκοντας την επανεκλογή της κάνει χρήση της γνωστής συνταγής του λαϊκισμού στρεφόμενη στους ειρηνοδίκες στους οποίους υπόσχεται θέσεις Προέδρου Πρωτοδικών και Εφέτη. Αλήθεια εμείς τί να αντιτάξουμε ως λαϊκιστική πλειοδοσία! Να υποσχεθούμε θέση Προέδρου Εφετών;

Η εμφανής μετατόπιση της Ένωσης από το σημερινό προεδρείο από κέντρο του επιστημονικού λόγου, προβολής του δικαστικού έργου και υπεράσπισης της θεσμικής και υπηρεσιακής μας θέσης, σε ακόλουθο και επίσημο προσκεκλημένο, δεν πρέπει να μας αφήσει αμέτοχους. Η συνταγματική κατοχύρωση των δικαστικών ενώσεων και η ιστορία της Ένωσης μπορεί   να μας δείξει τον δρόμο για τη θέση που πρέπει να έχει η συνδικαλιστική μας οργάνωση στον νομικό κόσμο και στην κοινωνία και δεν είναι άλλη από αυτή του πρωταγωνιστή. Το εξαιρετικό δυναμικό που διαθέτει το Σώμα πρέπει να το βοηθήσουμε να δείξει τις επιστημονικές και υπηρεσιακές του δυνατότητες. Θέλουμε τη συμμετοχή των συναδέλφων στη λειτουργία της Ένωσης, τη φωνή τους, τον επιστημονικό λόγο, τις προτάσεις και την κριτική τους. Ο λαϊκισμός δεν αρμόζει στους δικαστές και πρέπει να τον αφήσουμε οριστικά πίσω. Για το υπηρεσιακό μας μέλλον είναι καιρός να τελειώνουμε με τα μεγάλα λόγια, τις κούφιες υποσχέσεις, τα υποκριτικά στρογγυλέματα και τους εντυπωσιασμούς χωρίς περιεχόμενο. Έχουμε ανάγκη από πρακτικά βήματα, από διαφανείς ενέργειες και από αλήθειες. Το επόμενο διάστημα θα κληθούμε να διαχειριστούμε κρίσιμα ζητήματα, την υλοποίηση της ενοποίησης του πρώτου βαθμού, τη συνταγματική αναθεώρηση, την εντατικοποίηση της εργασίας μας. Για το μέλλον πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Η προοπτική κόντρα στον λαϊκισμό μπορεί να είναι θετική και οφείλουμε να την υποστηρίξουμε. Η ομάδα μας με επικεφαλής τον Χριστόφορο Σεβαστίδη και τους Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Παντελή Μποροδήμο, Γιάννη Ασπρογέρακα, Ακριβή Ερμίδου, Χρήστο Φαρσαλιώτη, Ζάχο Παλιούρα, μπορεί να υλοποιήσει αυτή την προοπτική και ζητώ να μας στηρίξετε στις επερχόμενες εκλογές της 26ης  Μαΐου και της 2ας Ιουνίου.

Η εμπειρία που αποκτήσαμε να γίνει οδηγός για το μέλλον !

Η εμπειρία που αποκτήσαμε να γίνει οδηγός για το μέλλον !

Να οικοδομήσουμε ξανά την Ένωση θεμελιωμένη πάνω στον ρεαλισμό, τη μεθοδικότητα και την ειλικρίνεια !

 

Φίλοι και συνάδελφοι,

Η ψήφιση του ν. 5108/2024 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας έκλεισε μία ιστορική περίοδο της οργανωτικής δομής της Δικαιοσύνης όπως είχε διαμορφωθεί από τον προηγούμενο αιώνα και έβαλε τέλος στις εσωτερικές αναταράξεις που προκάλεσε η διαδικασία διαβούλευσης μέσα στο Δικαστικό Σώμα. Εμείς ως ομάδα ενημερώσαμε, ήδη από το 2021, για τις αλλαγές που επίκεινται προτείνοντας λύσεις επωφελείς και εξισορροπιστικές βασισμένες σε επιστημονική μελέτη και στατιστικά στοιχεία. Στις περασμένες αρχαιρεσίες της Ένωσης θυμήθηκε η ομάδα της σημερινής πλειοψηφίας του ΔΣ τα λόγια του ποιητή, που έγραφε «οι λαοί πιστεύουν πιότερο τ αυτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο την φαντασία τους παρά την κρίση τους» και σκέφθηκαν να τα κάνουν πράξη. Επικράτησε ο δημαγωγικός λόγος της εύκολης λύσης και του βολονταρισμού. Κι ενώ θα ανέμενε κανείς η εμπειρία από τις διαδοχικές ήττες να μετουσιωθεί σε αλλαγή στρατηγικής αντίληψης, το προεδρείο της Ένωσης εξακολούθησε να βαδίζει στον καταστροφικό δρόμο της άρνησης της πραγματικότητας, της ρήξης με τον ρεαλισμό, κρατώντας από το χέρι και οδηγώντας σε ένα αδιέξοδο 2.000 πρωτοβάθμιους δικαστές, ως ομήρους της δικής του ανεπάρκειας και των δικών του ταλαντεύσεων.

Μήπως όμως η σημερινή κατάσταση είναι καλύτερη; Η απογοήτευση μετά την ψήφιση του ν. 5108/2024 δημιούργησε νέα δεδομένα. Ασκήθηκε στην ομάδα μας μια άδικη κριτική δήθεν μη υπεράσπισης των συμφερόντων των Ειρηνοδικών, όμοια με αυτήν που ακούγαμε όταν καταθέταμε την πρόταση καθετοποίησης των διαδικασιών και διαμοιρασμού της ύλης μεταξύ Πρωτοδικείων και Ειρηνοδικείων. Οι ίδιοι άνθρωποι που μας κατηγορούσαν τότε για πρόθεση εντατικοποίησης της εργασίας των Ειρηνοδικών προς όφελος των Πρωτοδικών, καλούσαν σε συλλογή υπογραφών και σύγκληση ΓΣ κατά της πρότασής μας και τελικά οδήγησαν οι ίδιοι με τις μαξιμαλιστικές και εξωπραγματικές τους θέσεις στον υφιστάμενο νόμο, τώρα αγανακτισμένοι διεκδικούν μία θέση στο νέο ΔΣ με ένα και μόνο αίτημα: την αλλαγή της δομής του ψηφισμένου νόμου ως προς το θέμα της επετηρίδας. Δημιουργία με άλλα λόγια μίας μόνιμης ομάδας πίεσης εντός του ΔΣ, που θα εκφράζει αποκλειστικά και μόνο μία μερίδα συναδέλφων, μία μονοδιάστατη- μονοθεματική Ένωση χωρίς άλλες επιδιώξεις, ένα προεδρείο που για να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των εδρών του ΔΣ θα πρέπει να μπει στην λογική του παζαρέματος.

Είναι αυτός ο κατάλληλος τρόπος να λειτουργήσει μια δικαστική Ένωση για όφελος όλων των μελών της; Αρχικά πρέπει να ειπωθεί ότι οφείλαμε να τοποθετηθούμε απέναντι σε ένα νομοσχέδιο που δεν ήταν επιλογή μας, με όρους ισότητας απέναντι σε όλα τα μέλη μας. Αναγνωρίζουμε ότι σε περιόδους ιδιαίτερης έντασης, οποιαδήποτε μέση λύση, που επιχειρεί αναγκαίους συμβιβασμούς, δεν ικανοποιεί απόλυτα τις διεκδικήσεις και θεωρείται ενδοτική. Στην δύσκολη αυτή θέση βρεθήκαμε κι εμείς χωρίς καμία πρόθεση να αδικήσουμε συναδέλφους ή να προβούμε σε αδικαιολόγητες διακρίσεις. Αγωνιστήκαμε ωστόσο να επιφέρουμε βελτιώσεις και τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο, καταφέραμε την ικανοποίηση ορισμένων αιτημάτων, που είναι κομβικής σημασίας για τους νέους Πρωτοδίκες, όπως η κατάργηση του ανώτατου πλαφόν εισαγωγής στην γενική επετηρίδα και ο προσδιορισμός της πρώτης αξιολόγησης από το ΑΔΣ από το επόμενο έτος και όχι μετά από δύο έτη και θα καταφέρναμε ακόμα περισσότερα εάν είχαμε την δυνατότητα να εκπροσωπούμε θεσμικά τα μέλη μας ως προεδρείο. Η επιλογή του διαλόγου με το Υπουργείο στη βάση επιχειρημάτων και όχι κούφιων συνθημάτων απέφερε καρπούς. Οι δεκάδες συναντήσεις «εκπροσώπων» Ειρηνοδικών με το Υπουργείο τους τελευταίους μήνες, με μαξιμαλιστικούς στόχους και ανεδαφικά αιτήματα, ποιο αποτέλεσμα είχαν; Το να μην επικεντρώνεται κανείς στο εφικτό, να αγνοεί τις αντικειμενικές συνθήκες, να ξεχνάει τις δυνατότητές του, να παρασύρεται από τα μεγάλα λόγια και το θυμικό, να μην μετατρέπει την πείρα σε πράξη, είναι σαν να βαδίζει νομοτελειακά στην αποτυχία κι από κει στην απογοήτευση και στην παραίτηση.

Τα προβλήματα που έχουμε μπροστά μας είναι σύνθετα και πολυπαραγοντικά και απαιτούν υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών που θέτουν απλοϊκά ορισμένοι υποψήφιοι. Το διακύβευμα των εκλογών δεν μπορεί να είναι ή αυτοί ή εμείς! Ή οι Πρωτοδίκες ή οι Ειρηνοδίκες! Πρόκειται για ένα διχαστικό δίλημμα που απέχει λίγο από μια οριστική διάσπαση, μια αποδυνάμωση της Ένωσης, η οποία στηρίζει την ισχύ  και το κύρος της στην ενότητα των μελών της.

Η ψήφος στα μέλη του προεδρείου έφερε ένα μεγάλο πισωγύρισμα, μια εσωστρέφεια και μια απαξίωση του συλλογικού μας οργάνου, πρωτοφανή στην ιστορία της Ένωσης. Βρεθήκαμε για δύο χρόνια χωρίς ηγεσία, χωρίς σχεδιασμό, ανέτοιμοι να διατυπώσουμε πειστικό λόγο υπεράσπισης των θέσεών μας, συρόμενοι από την πορεία των πραγμάτων. Η ψήφος σε «ανεξάρτητους Ειρηνοδίκες» από την άλλη μεριά, είναι ψήφος σε θολά νερά, ψήφος που θα δώσει και πάλι με έμμεσο τρόπο την διοίκηση της Ένωσης στην ομάδα Στενιώτη (με την οποία συνδέονται στενά οι «ανεξάρτητοι» υποψήφιοι), ψήφος διασπαστική, για μια Ένωση μονοδιάστατη χωρίς προοπτική και στρατηγική, χωρίς στόχους.

Απέναντι στις νέες συνταγματικές αλλαγές που έρχονται, με πιθανή την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, στους νέους ΚΟΔΚΔΛ και ΚΠολΔ, που θα ακολουθήσουν άμεσα, στα μισθολογικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα που βρίσκονται σε εκκρεμότητα, στις πολυμέτωπες προκλήσεις που δέχεται το Δικαστικό Σώμα, στην ανάγκη άρθρωσης επιστημονικού λόγου, η ομάδα μας έχει αποδείξει πως διαθέτει και την εμπειρία και το σθένος να εγγυηθεί την έντιμη και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συναδέλφων. Την επόμενη διετία χρειαζόμαστε μια Ένωση πολυδιάστατη, να εκφράζει ισότιμα όλα τα μέλη της, να μπορεί να στέκεται θεσμικό αντίβαρο απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία ενώ ταυτόχρονα να απολαμβάνει τον σεβασμό και την εκτίμηση της κοινωνίας, της επιστημονικής κοινότητας και των συνομιλητών της. Δεν κλίνουμε καθόλου προς μια ασυλλόγιστη αισιοδοξία, δεν ξεχνάμε καθόλου τις τεράστιες δυσκολίες αυτού του καθήκοντος, επιθυμούμε όμως την ικανοποίηση όλων των δίκαιων αιτημάτων μας και ξέρουμε να υποδεικνύουμε τον πραγματικό δρόμο που οδηγεί προς την επιτυχία. Τα μέλη της ομάδας μας έχουν κοινές αντιλήψεις, διαπνέονται από τις ίδιες αρχές και αξίες, εκπροσωπούν με την ίδια αναλογία όλους τους βαθμούς στην δικαστική ιεραρχία και μπορούν να εγγυηθούν την ενότητα της Ένωσης και την υπέρβαση των διαφορών που είναι επουσιώδεις μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.

Η Ένωση οφείλει να κερδίσει και πάλι την θεσμική της θέση! Καλούμε όλους τους συναδέλφους να στηρίξουν με την ψήφο τους την ομάδα μας για να μπορεί η Ένωση να στηρίξει αποτελεσματικά αυτούς!

Ανοιχτή συζήτηση για τον νέο ΚΟΔΚΔΛ μετά τις εκλογές της Ένωσης

Ανοιχτή συζήτηση για τον νέο ΚΟΔΚΔΛ μετά τις εκλογές της Ένωσης

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης

Αθήνα, 15-5-2024

         Η αντίστροφη μέτρηση για την αλλαγή βασικών άρθρων στον ΚΟΔΚΔΛ, μετά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, έχει ήδη ξεκινήσει. Η Ένωση δεν πρέπει να βρεθεί άλλη μια φορά απροετοίμαστη μπροστά σε αλλαγές που αφορούν άμεσα τα μέλη της. Μέσα στον Ιούνιο οφείλουμε να έχουμε καταθέσει στο Υπουργείο δικαιοσύνης συγκεκριμένες προτάσεις, άμεσα υλοποιήσιμες και ρεαλιστικές που θα λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση του κάθε βαθμού δικαιοδοσίας, της κάθε επετηρίδας, γενικής και ειδικής.
Για τον λόγο αυτό δεσμευόμαστε ως νέο προεδρείο της Ένωσης να καλέσουμε εντός του Ιουνίου όλους τους συναδέλφους σε μια ανοιχτή ημερίδα για την διατύπωση προτάσεων που θα αξιολογηθούν στη συνέχεια από το νέο ΔΣ κατά την κατάρτιση των θέσεων μας.
Τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά στενά, ωστόσο οι συνάδελφοι μπορούν να βασίζονται στην οργάνωση και στην μεθοδικότητα της ομάδας μας να αντιμετωπίζει τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις.

Ι.Ασπρογέρακας, Δικαστική ανεξαρτησία από τη θεωρία στην πράξη

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

 

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών

 

Διανύουμε μια εποχή, που από τη μια οι επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις του κράτους δικαίου στην χώρα μας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο από 7-2-2024 ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την ετήσια έκθεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2023 και από την άλλη η αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών στην ανεξάρτητη και έντιμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο άσκησης του δικαιοδοτικού μας έργου και αποδυναμώνουν το θεσμικό μας ρόλο στην συνείδηση του ελληνικού λαού.

Το Σύνταγμα και Διεθνείς Συμβάσεις μας περιβάλλουν με υψηλές εγγυήσεις ισοβιότητας,  υπηρεσιακής κατάστασης, ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, ενώ παράλληλα προβλέπονται ασυμβίβαστα και απαγορεύσεις, με στόχο την προάσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας κατά την άσκησης του λειτουργήματός μας. Η ανεξαρτησία όμως του δικαστικού λειτουργού δεν είναι δεδομένη, καθώς η παραδοσιακή τριμερής διάκριση των εξουσιών, που αποτελεί τη βάση της και ανάγεται ιστορικά στην πολιτική σκέψη του Μοντεσκιέ, ως πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης, έχει μάλλον υποχωρήσει υπό το βάρος παράτυπων παρεμβάσεων της εκτελεστικής εξουσίας στη λειτουργία της δικαστικής. Η διάβρωση αυτής όμως επέρχεται και συγκαλυμμένα με την επίκληση, ενόψει σημαντικών υποθέσεων, από εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας, περί δικαστικών αποφάσεων που πρέπει να αντανακλούν το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα ή που είναι μεν σεβαστές, αλλά δεν είναι υπεράνω κριτικής. Οι τελευταίοι όμως οφείλουν να γνωρίζουν ότι η λειτουργική ανεξαρτησία του Δικαστή δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με τις όποιες ευμετάβλητες πλειοψηφικές κοινωνικές γνώμες, αλλά αντίθετα στηρίζεται μόνο στο σεβασμό του συντάγματος και των νόμων, ενώ από την άλλη οι δικαστικές αποφάσεις είναι υπεράνω κυβερνητικής ή άλλης κρατικής κριτικής, όπως αυτό επιτάσσει η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών, το μοναδικό καθήκον τους δε είναι να συμμορφώνονται σ’ αυτές και να τις εκτελούν.

Η δικαστική ανεξαρτησία ως εκ τούτου πρέπει να αποτελεί μια διαρκή συνειδησιακή επιλογή του κάθε δικαστικού λειτουργού, ως υπεύθυνου πολιτικού και ιστορικού υποκειμένου και να επιβεβαιώνεται μέσω της προσωπικής στάσης του τελευταίου κατά την διάρκεια του υπηρεσιακού του βίου.  Στο πλαίσιο αυτό η Ενδε έχει εκ της θεσμικής της αναγνώρισης όχι μόνο την υποχρέωση να την υπερασπίζεται όταν αυτή απειλείται από εξωγενείς παράγοντες, αλλά κυρίως με ολοκληρωμένες θέσεις και προτάσεις να περιφρουρεί τη συνταγματική της κατοχύρωση. Έτσι:

Α) Αποτελεί όχι σπάνιο φαινόμενο η ανάληψη δημοσίων θέσεων και αξιωμάτων από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς αμέσως μετά την αφυπηρέτηση τους. Η νομοθετική λοιπόν πρόβλεψη συγκεκριμένου χρονικού περιορισμού από το τέλος της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας των δικαστικών λειτουργών και την ανάθεση από την εκτελεστική εξουσία υψηλών αμειβομένων δημοσίων θέσεων, αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση, ώστε η επιλογή συγκεκριμένου προσώπου να απομακρύνεται χρονικά από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων και να μην δημιουργούνται υπόνοιες για αθέμιτη διασταύρωση των εξουσιών. Αποτελεί δε αίτημα της πλειοψηφίας του δικαστικού σώματος, που αναδείχθηκε ευστόχως στο δημόσιο λόγο ήδη από τον Απρίλιο του 2013 από τους Χριστόφορο και Χαράλαμπο Σεβαστίδη. Η πρόσφατη δε νομοθετική πρωτοβουλία κάλυψης της θέσης του Προϊσταμένου της Δικαστικής Αστυνομίας από δικαστικό λειτουργό που έχει αφυπηρετήσει τουλάχιστον δύο (2) χρόνια πριν από την έκδοση της δημόσιας πρόσκλησης υποβολής αιτήσεων (βλ. άρθρο 3 ν. 4963/2022, όπως τροποποιήθηκε με ν. 5049/2023) κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Η Ένωση πρέπει να επανέλθει και να διεκδικήσει τη γενικότερη νομοθετική ρύθμιση του συγκεκριμένου ζητήματος, χωρίς υποκριτικές αγκυλώσεις σε απόψεις περί περιορισμού στο δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των συνταξιούχων συναδέλφων, διότι όπως όλοι οι προβλεπόμενοι, στο σύνταγμα και στους νόμους, περιορισμοί σε σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς, έτσι κι αυτός επιδιώκει έναν απόλυτα θεμιτό σκοπό, που είναι ανάλογος της διασφάλισης της ανεξαρτησίας τους έναντι των εκπροσώπων των δύο άλλων εξουσιών, θα έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και τέλος θα μόνο αφορά την κατάληψη δημοσίων αξιωμάτων και θέσεων και όχι άλλη ιδιωτική δραστηριότητα. Η θέση μας αυτή καθιστά ακόμη πιο επιτακτικό τον καθορισμό της συνταξιοδοτικής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών σε συμφωνία με την σχετική συνταγματική επιταγή και σε συμμόρφωση με τις σχετικές πρόσφατες αποφάσεις της  Ολομέλειας του ΕΣ (που έκριναν ως αντισυνταγματικές τις μνημονιακές περικοπές), ως κατάλληλο θεσμικό αντίβαρο  ώστε οι τελευταίοι να διαβιούν αξιοπρεπώς και να περιοριστεί οποιαδήποτε σκέψη μελλοντικής «τακτοποίησης».

Β) Ενόψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, η Ένωση οφείλει να διαμορφώσει θέσεις και να συμπορευτεί με τους επιστημονικούς φορείς,  που ζητούν τη μεταρρύθμιση του τρόπου της εκλογής των ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ώστε να δικαιολογείται με βάση ένα ευρύτερο consensus η αξιοσύνη των κρινομένων. Ήδη, από την προηγούμενη αναθεώρηση του 2018 επιχειρηματολογήσαμε υπέρ της συμμετοχής ενός διευρυμένου σώματος δικαστών που θα προτείνει συγκεκριμένο αριθμό υποψηφίων μεταξύ αρχαιότερων ανωτάτων δικαστών και η τελική επιλογή θα λαμβάνει χώρα με αυξημένα ποσοστά  κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, θέση που θεωρούμε ότι θα διευρύνει τη δημοκρατική νομιμοποίηση και θα ενισχύσει τη διαφάνεια στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.  Έχουμε λάβει επίσης σαφή θέση κατά της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών, διότι υπό τις σημερινές συνθήκες εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ βαθμολογικής εξέλιξης, ανανέωσης του σώματος με νεοεισερχομένους και αξιοποίησης της γνώσης και της εμπειρίας των παλαιοτέρων δικαστών.

Γ) Ο αποκλεισμός τα τελευταία έτη της Ένωσης από νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, όπου αυτές συστήθηκαν, για βασικά νομοθετήματα που αφορούν, είτε στη λειτουργία της δικαιοσύνης, είτε σε τροποποίηση βασικών κωδίκων της υπηρεσιακής μας καθημερινότητας και η αντικατάσταση τους από  άτυπες επιτροπές, αποτελούμενες από αποσπασμένους δικαστές σε διοικητικές θέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι, ανεξαρτήτως της νομικής τους επάρκειας, κατά τεκμήριο δεν εκπροσωπούν τους συναδέλφους, εγείρουν ζητήματα παραβίασης πρακτικών καλής νομοθέτησης, αφού περιορίζουν το θεσμικό διάλογο και την επιστημονική συζήτηση. Η Ένωση λοιπόν δεν μπορεί να αρκείται στην ολιγόλεπτη ακρόαση των επιστημονικών φορέων κατά τη διαδικασία της διαβούλευσης των νόμων, όπου τα περιθώρια παρέμβασης και νομοτεχνικών βελτιώσεων είναι περιορισμένα, αλλά οφείλει να υποστηρίξει καταρχάς την ανάγκη σύστασης νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, όπου αυτό απαιτείται, με την ευρύτερη συμμετοχή εκπροσώπων των νομικών επαγγελμάτων και μελών της, ώστε να αποκτήσει και πάλι τον επιστημονικό της χαρακτήρα, αλλά και να συμβάλει με τη σωρευμένη εμπειρία της στην ποιοτικότερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης.

Δ) Οι προτάσεις περί περιορισμού ή ακόμα και αντικατάστασης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με συνοπτικές διατάξεις, υπό το πρόσχημα της ταχύτητας των δικαστικών διαδικασιών, μετατρέπει στην πραγματικότητα τη δικαστική απόφαση σε διαδικαστική διαδικασία. Η σημασία της αναδεικνύεται περισσότερο τα τελευταία χρόνια,  με τη συστηματική και χειραγωγούμενη διαμόρφωσή της κοινής γνώμης σε εκκρεμείς υποθέσεις, μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, στην οποία συμμετέχουν και κοινωνικές ομάδες και οργανώσεις, αναλόγως των αντικρουόμενων συμφερόντων και ατομικών ή συλλογικών επιδιώξεων που θέλουν να ικανοποιήσουν. Η αιτιολογημένη λοιπόν δικαστική απόφαση που εκδίδεται υπό τις δεδομένες συνθήκες σε μεταγενέστερο κατά βάση χρόνο, μπορεί να αντέξει τη συνθηματολογία, την αναμενόμενη κοινωνική κριτική, αλλά και την καλόπιστη επιστημονική αντίρρηση, να προστατέψει δε τον συντάκτη της από κάθε είδους ισχυρά συμφέροντα που πιθανώς θίγονται, ακόμα και από πιθανές διαδικασίες εσωτερικού πειθαρχικού ελέγχου. Εξασφαλίζει όμως και τη διαφάνεια ως προς τη διαδικασία παραγωγής της και ως προς τη γνωστική διαδικασία που θεμελιώνει το διατακτικό της, προστατεύοντας και τον ίδιο το πολίτη από τυχόν αυθαιρεσίες, με τον έλεγχο της ορθότητας της. Άλλωστε, αιτιολογημένη δεν είναι η κατά κύριο λόγο εκτενής δικαστική απόφαση, αλλά η ουσιαστική αντιμετώπιση των ζητημάτων που εισάγονται προς επίλυση. Δεν πρέπει να αποτελεί επιστημονική πραγματεία, αλλά επιστημονικό συλλογισμό υπαγωγής πραγματικών περιστατικών στη νομική διάταξη. Δεν φέρει το χαρακτήρα μορφής «απολογίας» του δικαστή, όπως συνειδητά καλλιεργείται από την αντίθετη άποψη, ούτε πρέπει να καταντήσει διεκπεραιωτική πράξη, που θα κλονίσει την ανεξαρτησία μας. Και τον κίνδυνο αυτό, μπορεί να αποτρέψει η συμβολή της Ενδε στην προάσπιση της,  έναντι των επικίνδυνων σειρήνων της κατάργησή της.

Και Ε) Η επανειλημμένη απαξιωτική συμπεριφορά μικρής μερίδας δικηγόρων και οργανωμένων πολιτών με προπηλακισμούς σε βάρος δικαστικών λειτουργών, αλλά και περιστατικών άσκησης βίας σε βάρος τους, που παρεμποδίζονται ακόμα και στην άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβάνει διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου, που η πολιτεία δείχνει να ανέχεται ή να αδιαφορεί να αντιμετωπίσει. Η στάση αυτή όμως της αποκαθήλωσης του σεβασμού στις συνταγματικά προβλεπόμενες διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης αποτελεί μια ακόμα μορφή συστηματικής απαξίωσης του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Χρέος του νέου προεδρείου είναι να αναλάβει πρωτοβουλίες θεσμοθέτησης ενός επαρκούς σχεδίου φύλαξης και ασφάλειας σε όλα τα δικαστικά καταστήματα, αλλά κι ενός αποτελεσματικού νομοθετικού δικονομικού πλαισίου στη διαδικασία της πολιτικής και ποινικής δίκης, με διευρυμένες δυνατότητες πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος δικηγόρων που μετέρχονται τέτοιου είδους βάναυσες συμπεριφορές.

Η Ενδε έχει ανάγκη από εκπροσώπους που μπορούν να αγωνιστούν με υπευθυνότητα για την ευόδωση των ως άνω στόχων, που κατοχυρώνουν στην πράξη τον δικαστικό λειτουργό, ως κεντρικό κρατικό όργανο του δικαστικού συστήματος, εγγυητή των βασικών πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων, καθώς και των ατομικών ελευθεριών. Έχει ανάγκη από εκπροσώπους που θα διαχειριστούν με σοβαρότητα την  εφαρμογή του  νέου  νόμου για την ενοποίηση,  τα προβλήματα  που τυχόν  θα ανακύψουν, καθώς και τις αναγκαίες  αλλαγές  στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων  και Κώδικα  Πολιτικής Δικονομίας. Στο ίδιο πνεύμα μαζί με τον Χριστόφορο και τον Χαράλαμπο Σεβαστίδη, τον Παντελή Μποροδήμο, τον Μιχάλη Τσέφα, τον Χρήστο Φαρσαλιώτη, την Ακριβή Ερμίδου και τον Ζάχο Παλιούρα, ζητάμε την εμπιστοσύνη σας στις επερχόμενες εκλογές της 26ης Μαΐου/2 Ιουνίου 2024. 

Επιστολή  της Ακριβής  Ερμίδου  Ειρηνοδίκη Αθηνών 

 

         Στις  επερχόμενες  αρχαιρεσίες της ΕΝΔΕ θα αναμετρηθεί ίσως  περισσότερο από κάθε άλλη φορά , η  αδράνεια με την πράξη,   η παντελής απουσία με την καθημερινή παρουσία, η επιφάνεια  με την ουσία, οι δημόσιες σχέσεις με την επιστημοσύνη , η διγλωσσία με την  αλήθεια και την ευθύτητα και εν τέλει θα αποφασιστεί η κατεύθυνση  που εμείς οι ίδιοι θέλουμε να   έχει η μεγαλύτερη δικαστική ένωση της  χώρας. Πεδίο σύγκρισης  υπάρχει  και αυτή θα γίνει  ανάμεσα στη χαμένη διετία του απερχόμενου προεδρείου και την θητεία της προεδρίας του   Χριστόφορου Σεβαστίδη  των ετών 2016-2022.  Είναι  αλήθεια  ότι η παρούσα  διοίκηση  της  Ένωσης βρέθηκε αντιμέτωπη με  ριζικές  θεσμικές  μεταβολές, τις  οποίες είτε  δεν αξιολόγησε  στο βαθμό που άρμοζε,  είτε  στάθηκε ανήμπορη να διαχειρισθεί. Η μεγαλύτερη θεσμική μεταβολή στο δικαστικό μας σύστημα, η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αντιμετωπίσθηκε από το προεδρείο  μέσα από μια σκανδαλώδη άρνηση της πραγματικότητας , στην προσπάθειά του να  πείσει  έναν  ολόκληρο κλάδο -αυτό των  «ειρηνοδικών»  -ότι   δεν θα γίνει, γιατί  δήθεν τίποτα δεν ήταν   αποφασισμένο, παρά το ότι  γνώριζε την πραγματική κατάσταση  και τη βούληση του Υπουργείου τουλάχιστον από τον Ιούλιο  2023. Καλλιέργησε   με το τρόπο αυτό προσδοκίες στους  συναδέλφους που  όμως  διαψεύσθηκαν πολύ γρήγορα,  με αποτέλεσμα  να  δημιουργηθεί  στο τέλος  ένα εκρηκτικό και διχαστικό  κλίμα  ανάμεσά τους . Ετσι  το προεδρείο   επιδεικνύοντας  πρωτοφανή ανικανότητα, δεν κατάφερε   να  σταθεί στο ύψος των περιστάσεων  ώστε  να γίνει κοινωνός  στην διαμόρφωση  όρων και   προϋποθέσεων σε  μία δίκαιη ενοποίηση, έστω και τη τελευταία στιγμή κατά την ακρόαση των  φορέων στην  Βουλή  όπου η απερχόμενη πρόεδρος  πεισματικά  αρνείτο την πραγματικότητα ,  αποκαλώντας  τους ειρηνοδίκες  «ειρηνοποιούς». Απ΄ την άλλη μεριά   η ομάδα μας,  ενεργοποιημένη από τον Οκτώβριο  2023, με την κατάθεση αρχικά  πρότασης για μια ήπιας μορφής  ενοποίηση ,  στην συνέχεια  με την επικαιροποίηση αυτής,  έπειτα  με την  κατάθεση  προτάσεων  στη διαβούλευση  εν όψει του  νομοσχεδίου για την ενοποίηση που έφερε το Υπουργείο, καθώς και  με την κατάθεση συμπληρωματικών παρατηρήσεων επι του κατατεθέντος  νομοσχεδίου ,  για  θέματα που κρίναμε σημαντικά για την υπηρεσιακή κατάσταση των  συναδέλφων μας  και θεωρούσαμε ότι ήταν δίκαιο αλλά και εφικτό να βελτιωθούν,  πέτυχε να αποδείξει και στον  πιο δύσπιστο ακόμη συνάδελφο,  ότι    στις δύσκολες  στιγμές της αντιμετώπισης της πραγματικότητας,  οι έχοντες  θεσμικό ρόλο εκπρόσωποι  , οφείλουν να  έχουν  «θέση»  και «στάση», οφείλουν να   επιδεικνύουν    υπευθυνότητα.  Διακατεχόμενοι από αυτό το αίσθημα ευθύνης , εμείς ως ομάδα , με συλλογικό  και ενωτικό  μεταξύ μας πνεύμα και χωρίς διχαστικό λόγο, καταφέραμε να επιφέρουμε  βελτιώσεις στο νομοσχέδιο αναφορικά με το χρόνο  ένταξης  των  ειρηνοδικών στη γενική επετηρίδα,  με το ζήτημα των μεταθέσεων όσων ζητήσουν να παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα  καθώς και την κατάργηση του ανώτατου πλαφόν  του 20% που προέβλεπε  το  νομοσχέδιο  για την  είσοδο  στην γενική επετηρίδα. Στις επερχόμενες αρχαιρεσίες  η ομάδα μας   έχοντας  αποδείξει κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας  της αλλά και ως μειοψηφία στο  Δ.Σ.  ότι διαθέτει τις   ικανότητες  αυτές , καλείται να αναλάβει και  πάλι το τιμόνι της Ένωσης  για να ανακτηθούν  όσα  επιτεύχθηκαν  με  κόπο και προσπάθεια τα  προηγούμενα  χρόνια , αλλά και να  διαχειρισθεί με σοβαρότητα και  αρμόζοντα  τρόπο την  εφαρμογή του  νέου  νόμου για την ενοποίηση,  τα προβλήματα  που τυχόν  θα ανακύψουν, καθώς και τις αναγκαίες  αλλαγές  στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων  και Κώδικα  Πολιτικής Δικονομίας με γνώμονα  την ανάγκη μιας ισορροπημένης με  όρους  ισότητας και  δικαιοσύνης   προσαρμογής   των  συναδέλφων μας ειρηνοδικών  στην νέα  υπηρεσιακή τους πραγματικότητα. Για την υλοποίηση των στόχων που έχουμε θέσει, αναγκαία είναι η υπερψήφιση όλων των μελών της ομάδας μας, συναδέλφων καταξιωμένων που διαπνέονται από το ίδιο πνεύμα ανιδιοτέλειας και ενότητας, από το ίδιο πάθος αγωνιστικότητας, από τις ίδιες αξίες και αρχές που οφείλουν να διαποτίζουν το Δικαστικό Σώμα.

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

Ώρα ευθύνης της Πολιτείας- Να μπει τέλος στα φαινόμενα τραμπουκισμού σε βάρος δικαστικών λειτουργών

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης

Αθήνα, 10-5-2024

         Τα σημερινά επεισόδια στην αίθουσα του δικαστηρίου του Βόλου με προπηλακισμούς σε βάρος δικαστικών λειτουργών  από πολίτες και δικηγόρο που επιχειρούν να παίξουν επικοινωνιακά παιχνίδια σε βάρος των θεσμών, αποτελούν άλλον έναν κρίκο στην βαριά αλυσίδα συστηματικής απαξίωσης του κράτους δικαίου. Έχουμε φτάσει στο σημείο να παρεμποδίζονται δικαστές και εισαγγελείς να επιτελέσουν το καθήκον τους με την ανοχή της πολιτείας η οποία παρακολουθεί άπραγη την διαδικασία αποκαθήλωσης του σεβασμού στις συνταγματικά προβλεπόμενες διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει αντίστοιχο παράδειγμα διαπόμπευσης και τραμπουκισμού σε βάρος δικαστικών λειτουργών την ώρα εκτέλεσης του καθήκοντος σε καμία άλλη χώρα του κόσμου. Η ανοχή σε τέτοια παρακμιακά φαινόμενα πρέπει να σταματήσει σήμερα. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει καθήκον να ανοίξει το ζήτημα καλώντας σε διαβούλευση όλους τους φορείς και να λάβει άμεσα τα αναγκαία μέτρα.