ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών
Διανύουμε μια εποχή, που από τη μια οι επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις του κράτους δικαίου στην χώρα μας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο από 7-2-2024 ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την ετήσια έκθεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2023 και από την άλλη η αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών στην ανεξάρτητη και έντιμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο άσκησης του δικαιοδοτικού μας έργου και αποδυναμώνουν το θεσμικό μας ρόλο στην συνείδηση του ελληνικού λαού.
Το Σύνταγμα και Διεθνείς Συμβάσεις μας περιβάλλουν με υψηλές εγγυήσεις ισοβιότητας, υπηρεσιακής κατάστασης, ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, ενώ παράλληλα προβλέπονται ασυμβίβαστα και απαγορεύσεις, με στόχο την προάσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας κατά την άσκησης του λειτουργήματός μας. Η ανεξαρτησία όμως του δικαστικού λειτουργού δεν είναι δεδομένη, καθώς η παραδοσιακή τριμερής διάκριση των εξουσιών, που αποτελεί τη βάση της και ανάγεται ιστορικά στην πολιτική σκέψη του Μοντεσκιέ, ως πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης, έχει μάλλον υποχωρήσει υπό το βάρος παράτυπων παρεμβάσεων της εκτελεστικής εξουσίας στη λειτουργία της δικαστικής. Η διάβρωση αυτής όμως επέρχεται και συγκαλυμμένα με την επίκληση, ενόψει σημαντικών υποθέσεων, από εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας, περί δικαστικών αποφάσεων που πρέπει να αντανακλούν το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα ή που είναι μεν σεβαστές, αλλά δεν είναι υπεράνω κριτικής. Οι τελευταίοι όμως οφείλουν να γνωρίζουν ότι η λειτουργική ανεξαρτησία του Δικαστή δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με τις όποιες ευμετάβλητες πλειοψηφικές κοινωνικές γνώμες, αλλά αντίθετα στηρίζεται μόνο στο σεβασμό του συντάγματος και των νόμων, ενώ από την άλλη οι δικαστικές αποφάσεις είναι υπεράνω κυβερνητικής ή άλλης κρατικής κριτικής, όπως αυτό επιτάσσει η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών, το μοναδικό καθήκον τους δε είναι να συμμορφώνονται σ’ αυτές και να τις εκτελούν.
Η δικαστική ανεξαρτησία ως εκ τούτου πρέπει να αποτελεί μια διαρκή συνειδησιακή επιλογή του κάθε δικαστικού λειτουργού, ως υπεύθυνου πολιτικού και ιστορικού υποκειμένου και να επιβεβαιώνεται μέσω της προσωπικής στάσης του τελευταίου κατά την διάρκεια του υπηρεσιακού του βίου. Στο πλαίσιο αυτό η Ενδε έχει εκ της θεσμικής της αναγνώρισης όχι μόνο την υποχρέωση να την υπερασπίζεται όταν αυτή απειλείται από εξωγενείς παράγοντες, αλλά κυρίως με ολοκληρωμένες θέσεις και προτάσεις να περιφρουρεί τη συνταγματική της κατοχύρωση. Έτσι:
Α) Αποτελεί όχι σπάνιο φαινόμενο η ανάληψη δημοσίων θέσεων και αξιωμάτων από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς αμέσως μετά την αφυπηρέτηση τους. Η νομοθετική λοιπόν πρόβλεψη συγκεκριμένου χρονικού περιορισμού από το τέλος της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας των δικαστικών λειτουργών και την ανάθεση από την εκτελεστική εξουσία υψηλών αμειβομένων δημοσίων θέσεων, αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση, ώστε η επιλογή συγκεκριμένου προσώπου να απομακρύνεται χρονικά από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων και να μην δημιουργούνται υπόνοιες για αθέμιτη διασταύρωση των εξουσιών. Αποτελεί δε αίτημα της πλειοψηφίας του δικαστικού σώματος, που αναδείχθηκε ευστόχως στο δημόσιο λόγο ήδη από τον Απρίλιο του 2013 από τους Χριστόφορο και Χαράλαμπο Σεβαστίδη. Η πρόσφατη δε νομοθετική πρωτοβουλία κάλυψης της θέσης του Προϊσταμένου της Δικαστικής Αστυνομίας από δικαστικό λειτουργό που έχει αφυπηρετήσει τουλάχιστον δύο (2) χρόνια πριν από την έκδοση της δημόσιας πρόσκλησης υποβολής αιτήσεων (βλ. άρθρο 3 ν. 4963/2022, όπως τροποποιήθηκε με ν. 5049/2023) κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Η Ένωση πρέπει να επανέλθει και να διεκδικήσει τη γενικότερη νομοθετική ρύθμιση του συγκεκριμένου ζητήματος, χωρίς υποκριτικές αγκυλώσεις σε απόψεις περί περιορισμού στο δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των συνταξιούχων συναδέλφων, διότι όπως όλοι οι προβλεπόμενοι, στο σύνταγμα και στους νόμους, περιορισμοί σε σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς, έτσι κι αυτός επιδιώκει έναν απόλυτα θεμιτό σκοπό, που είναι ανάλογος της διασφάλισης της ανεξαρτησίας τους έναντι των εκπροσώπων των δύο άλλων εξουσιών, θα έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και τέλος θα μόνο αφορά την κατάληψη δημοσίων αξιωμάτων και θέσεων και όχι άλλη ιδιωτική δραστηριότητα. Η θέση μας αυτή καθιστά ακόμη πιο επιτακτικό τον καθορισμό της συνταξιοδοτικής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών σε συμφωνία με την σχετική συνταγματική επιταγή και σε συμμόρφωση με τις σχετικές πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΕΣ (που έκριναν ως αντισυνταγματικές τις μνημονιακές περικοπές), ως κατάλληλο θεσμικό αντίβαρο ώστε οι τελευταίοι να διαβιούν αξιοπρεπώς και να περιοριστεί οποιαδήποτε σκέψη μελλοντικής «τακτοποίησης».
Β) Ενόψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, η Ένωση οφείλει να διαμορφώσει θέσεις και να συμπορευτεί με τους επιστημονικούς φορείς, που ζητούν τη μεταρρύθμιση του τρόπου της εκλογής των ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ώστε να δικαιολογείται με βάση ένα ευρύτερο consensus η αξιοσύνη των κρινομένων. Ήδη, από την προηγούμενη αναθεώρηση του 2018 επιχειρηματολογήσαμε υπέρ της συμμετοχής ενός διευρυμένου σώματος δικαστών που θα προτείνει συγκεκριμένο αριθμό υποψηφίων μεταξύ αρχαιότερων ανωτάτων δικαστών και η τελική επιλογή θα λαμβάνει χώρα με αυξημένα ποσοστά κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, θέση που θεωρούμε ότι θα διευρύνει τη δημοκρατική νομιμοποίηση και θα ενισχύσει τη διαφάνεια στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Έχουμε λάβει επίσης σαφή θέση κατά της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών, διότι υπό τις σημερινές συνθήκες εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ βαθμολογικής εξέλιξης, ανανέωσης του σώματος με νεοεισερχομένους και αξιοποίησης της γνώσης και της εμπειρίας των παλαιοτέρων δικαστών.
Γ) Ο αποκλεισμός τα τελευταία έτη της Ένωσης από νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, όπου αυτές συστήθηκαν, για βασικά νομοθετήματα που αφορούν, είτε στη λειτουργία της δικαιοσύνης, είτε σε τροποποίηση βασικών κωδίκων της υπηρεσιακής μας καθημερινότητας και η αντικατάσταση τους από άτυπες επιτροπές, αποτελούμενες από αποσπασμένους δικαστές σε διοικητικές θέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι, ανεξαρτήτως της νομικής τους επάρκειας, κατά τεκμήριο δεν εκπροσωπούν τους συναδέλφους, εγείρουν ζητήματα παραβίασης πρακτικών καλής νομοθέτησης, αφού περιορίζουν το θεσμικό διάλογο και την επιστημονική συζήτηση. Η Ένωση λοιπόν δεν μπορεί να αρκείται στην ολιγόλεπτη ακρόαση των επιστημονικών φορέων κατά τη διαδικασία της διαβούλευσης των νόμων, όπου τα περιθώρια παρέμβασης και νομοτεχνικών βελτιώσεων είναι περιορισμένα, αλλά οφείλει να υποστηρίξει καταρχάς την ανάγκη σύστασης νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, όπου αυτό απαιτείται, με την ευρύτερη συμμετοχή εκπροσώπων των νομικών επαγγελμάτων και μελών της, ώστε να αποκτήσει και πάλι τον επιστημονικό της χαρακτήρα, αλλά και να συμβάλει με τη σωρευμένη εμπειρία της στην ποιοτικότερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης.
Δ) Οι προτάσεις περί περιορισμού ή ακόμα και αντικατάστασης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με συνοπτικές διατάξεις, υπό το πρόσχημα της ταχύτητας των δικαστικών διαδικασιών, μετατρέπει στην πραγματικότητα τη δικαστική απόφαση σε διαδικαστική διαδικασία. Η σημασία της αναδεικνύεται περισσότερο τα τελευταία χρόνια, με τη συστηματική και χειραγωγούμενη διαμόρφωσή της κοινής γνώμης σε εκκρεμείς υποθέσεις, μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, στην οποία συμμετέχουν και κοινωνικές ομάδες και οργανώσεις, αναλόγως των αντικρουόμενων συμφερόντων και ατομικών ή συλλογικών επιδιώξεων που θέλουν να ικανοποιήσουν. Η αιτιολογημένη λοιπόν δικαστική απόφαση που εκδίδεται υπό τις δεδομένες συνθήκες σε μεταγενέστερο κατά βάση χρόνο, μπορεί να αντέξει τη συνθηματολογία, την αναμενόμενη κοινωνική κριτική, αλλά και την καλόπιστη επιστημονική αντίρρηση, να προστατέψει δε τον συντάκτη της από κάθε είδους ισχυρά συμφέροντα που πιθανώς θίγονται, ακόμα και από πιθανές διαδικασίες εσωτερικού πειθαρχικού ελέγχου. Εξασφαλίζει όμως και τη διαφάνεια ως προς τη διαδικασία παραγωγής της και ως προς τη γνωστική διαδικασία που θεμελιώνει το διατακτικό της, προστατεύοντας και τον ίδιο το πολίτη από τυχόν αυθαιρεσίες, με τον έλεγχο της ορθότητας της. Άλλωστε, αιτιολογημένη δεν είναι η κατά κύριο λόγο εκτενής δικαστική απόφαση, αλλά η ουσιαστική αντιμετώπιση των ζητημάτων που εισάγονται προς επίλυση. Δεν πρέπει να αποτελεί επιστημονική πραγματεία, αλλά επιστημονικό συλλογισμό υπαγωγής πραγματικών περιστατικών στη νομική διάταξη. Δεν φέρει το χαρακτήρα μορφής «απολογίας» του δικαστή, όπως συνειδητά καλλιεργείται από την αντίθετη άποψη, ούτε πρέπει να καταντήσει διεκπεραιωτική πράξη, που θα κλονίσει την ανεξαρτησία μας. Και τον κίνδυνο αυτό, μπορεί να αποτρέψει η συμβολή της Ενδε στην προάσπιση της, έναντι των επικίνδυνων σειρήνων της κατάργησή της.
Και Ε) Η επανειλημμένη απαξιωτική συμπεριφορά μικρής μερίδας δικηγόρων και οργανωμένων πολιτών με προπηλακισμούς σε βάρος δικαστικών λειτουργών, αλλά και περιστατικών άσκησης βίας σε βάρος τους, που παρεμποδίζονται ακόμα και στην άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβάνει διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου, που η πολιτεία δείχνει να ανέχεται ή να αδιαφορεί να αντιμετωπίσει. Η στάση αυτή όμως της αποκαθήλωσης του σεβασμού στις συνταγματικά προβλεπόμενες διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης αποτελεί μια ακόμα μορφή συστηματικής απαξίωσης του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Χρέος του νέου προεδρείου είναι να αναλάβει πρωτοβουλίες θεσμοθέτησης ενός επαρκούς σχεδίου φύλαξης και ασφάλειας σε όλα τα δικαστικά καταστήματα, αλλά κι ενός αποτελεσματικού νομοθετικού δικονομικού πλαισίου στη διαδικασία της πολιτικής και ποινικής δίκης, με διευρυμένες δυνατότητες πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος δικηγόρων που μετέρχονται τέτοιου είδους βάναυσες συμπεριφορές.
Η Ενδε έχει ανάγκη από εκπροσώπους που μπορούν να αγωνιστούν με υπευθυνότητα για την ευόδωση των ως άνω στόχων, που κατοχυρώνουν στην πράξη τον δικαστικό λειτουργό, ως κεντρικό κρατικό όργανο του δικαστικού συστήματος, εγγυητή των βασικών πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων, καθώς και των ατομικών ελευθεριών. Έχει ανάγκη από εκπροσώπους που θα διαχειριστούν με σοβαρότητα την εφαρμογή του νέου νόμου για την ενοποίηση, τα προβλήματα που τυχόν θα ανακύψουν, καθώς και τις αναγκαίες αλλαγές στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στο ίδιο πνεύμα μαζί με τον Χριστόφορο και τον Χαράλαμπο Σεβαστίδη, τον Παντελή Μποροδήμο, τον Μιχάλη Τσέφα, τον Χρήστο Φαρσαλιώτη, την Ακριβή Ερμίδου και τον Ζάχο Παλιούρα, ζητάμε την εμπιστοσύνη σας στις επερχόμενες εκλογές της 26ης Μαΐου/2 Ιουνίου 2024.