Η διαφορά του να νιώθεις από το να είσαι δικαστής

Η διαφορά του να νιώθεις από το να είσαι δικαστής

 

 

                                                       Παντελής Μποροδήμος,

Πρωτοδίκης, μέλος ΔΣ. ΕΝΔΕ

 

Το να είναι κάποιος δικαστής ακούγεται ενδιαφέρον. Ο δικαστής καλείται να ακούσει ή να διαβάσει ιστορίες, να μελετήσει ισχυρισμούς, να βγάλει συμπεράσματα και η άποψη στην οποία καταλήγει γίνεται αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο. Δε λύνει διαφορικές εξισώσεις, δε στέλνει ανθρώπους στο διάστημα, δε σώζει καν ζωές. Πότε πότε μάλιστα, το Σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη που έχει κάποια βασικά προσόντα να μπορεί να γίνει κι εκείνος– χωρίς εκπαίδευση ή προετοιμασία –  για λίγες μέρες δικαστής. Αυτό που κάνει ο δικαστής φαίνεται στον πολίτη απλό, προσβάσιμο, κάποτε αυτονόητο. Άλλωστε οι κρίσεις και οι αποφάσεις είναι στοιχείο της καθημερινότητας όλων των ανθρώπων. Και για το λόγο αυτό καθένας νιώθει και λίγο δικαστής.

Το να είναι κάποιος δικαστής δεν τον ξεκόβει από την κοινωνία. Τις αποφάσεις τις λαμβάνουν πρόσωπα που προέρχονται από το λαό, αφού η κοινωνική σύνθεση του Δικαστικού Σώματος έχει ποικιλομορφία ανάλογη του συνόλου της κοινωνίας μας. Θεωρητικά καθένας μπορεί να γίνει δικαστής, αρκεί να είναι νομικός, δικηγόρος και να επιτύχει στις ιδιαίτερα απαιτητικές εξετάσεις που γίνονται κάθε χρόνο. Ο δικαστής προέρχεται από την κοινωνία, λειτουργεί εντός αυτής και της μοιάζει. Όσοι γνωρίζουν κάποιον, γνωρίζουν ότι είναι ένας κανονικός άνθρωπος, με τα ίδια προβλήματα, ενδιαφέροντα και ανησυχίες με τους υπόλοιπους πολίτες. Ένας άνθρωπος περίπου σαν και τους ίδιους. Και για το λόγο αυτό καθένας νιώθει και λίγο δικαστής.

Το να είναι κάποιος δικαστής συνεπάγεται ανεξαρτησία. Το πλέγμα κανόνων και εγγυήσεων που περιβάλει τους δικαστικούς λειτουργούς, τους δίνει τη δυνατότητα να εκτελέσουν το καθήκον τους χωρίς φόβο για την ελεύθερη εκφορά της κρίσης τους. Είναι μια δυνατότητα εντελώς άγνωστη στο χώρο της πολιτικής και των ΜΜΕ, η ύπαρξη της οποίας θωρακίζει το κράτος Δικαίου και καθημερινά εκθέτει εκείνους που το επιβουλεύονται. Η ανεξαρτησία του δικαστή έχει ως ιδανικούς εχθρούς, ανθρώπους που την υπονομεύουν ομνύοντας στο όνομά της και ταυτίζοντάς την με τα δικά τους πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα. Κατά καιρούς πρωθυπουργοί, υπουργοί, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες τη στοχοποιούν, αμφισβητούν την αξία της ύπαρξής της, τη συνδέουν με την αυθαιρεσία και την κρίνουν προβάλλοντας σε εκείνη το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η δική τους εξουσία. Και για το λόγο αυτό, καθένας τους νιώθει και λίγο δικαστής.

Το να είναι κάποιος δικαστής συνεπάγεται εξουσία. Η δικαστική απόφαση αλλάζει ζωές, επηρεάζει περιουσίες, διαμορφώνει ανθρώπινες σχέσεις. Η αίσθηση αυτή είναι μάλλον ελκυστική στην γενική της εικόνα. Και οι πολίτες, στερημένοι από ουσιαστική πρόσβαση στα κέντρα λήψης των κρίσιμων αποφάσεων για τη δική τους ζωή, αποκτούν τώρα, μέσα από τηλεοπτικούς δέκτες και social media, πρόσβαση στις υποθέσεις και τις ζωές «των άλλων». Η συστηματική και στοχευμένη διοχέτευση υλικού δικογραφιών κυρίως από διαδίκους προς ΜΜΕ, κάνει να φαίνεται ακόμα πιο προσιτό στον πολίτη το τι έχει ενώπιόν του ο δικαστής, όταν αποφασίζει. Η διαμεσολάβηση μεταξύ της ζώσας δικαστικής διαδικασίας και του τρόπου που αυτή μεταφέρεται στο δικαστικό ρεπορτάζ, αποτυπώνεται στη συνείδηση και την αντίληψη του φιλοθεάμονος κοινού, που γνωρίζει πλέον τόσα για μία υπόθεση, ώστε να νιώθει ότι μπορεί εύλογα να διαμορφώνει γνώμη και κρίση.  Και για το λόγο αυτό καθένας τους νιώθει και λίγο δικαστής.

Το να είναι κάποιος δικαστής σημαίνει ότι αντέχει την πίεση. Οι δικαστικές αποφάσεις και ιδίως στις «μεγάλες» δίκες, αυτές που έχουν, για διάφορους λόγους, πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, ήταν είναι και θα είναι αμφιλεγόμενες, γιατί η Δικαιοσύνη βρίσκεται πάντα στο μάτι ενός κυκλώνα αντικρουόμενων συμφερόντων. Η ισχύς της Δικαιοσύνης αρχίζει και τελειώνει εντός της δικαστικής αίθουσας, αλλά είναι δυσανάλογα ανίσχυρη να υπερασπιστεί το έργο της στην κοινωνία. Η ηθική και κοινωνική νομιμοποίηση του δικαστή έναντι του λαού, περιλαμβάνεται στην αιτιολογία των αποφάσεών του, αυτή είναι που τον δικαιώνει και τον προστατεύει από κάθε είδους ισχυρούς. Ασφαλώς και δεν είναι όλες οι δικαστικές αποφάσεις ορθές. Το ότι το δικονομικό μας σύστημα αποδέχεται πως σε μία δίκη μπορεί να υπάρχει π.χ. διαφορετική εισαγγελική πρόταση, διαφορετική μειοψηφία και διαφορετική πλειοψηφία του δικαστηρίου, δεν σημαίνει φυσικά ότι όλοι έχουν ταυτόχρονα δίκιο. Αντιθέτως: το σύστημά μας αναζητεί την αλήθεια μέσα από την ελεύθερη έκφραση της δικαιοδοτικής κρίσης σε συνδυασμό με την αρχή της πλειοψηφίας, αλλά η αλήθεια παραμένει αναμφίβολα μόνο μία ανά περίπτωση. Για την προσέγγισή της, έχει δικλείδες ασφαλείας, ένδικα μέσα και διαδικασίες που απομειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο του λάθους και αυτές μπορούμε βεβαίως να τις βελτιώσουμε. Αλλά σίγουρα δε βελτιώνεται με δημόσιες κυβερνητικές παρεμβάσεις ή με καταφυγή σε εργαλεία όπως το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», που απρόσεκτα επικαλούνται πολλοί και παραλλάσσει σε περιεχόμενο, ανάλογα με εκείνον που το επικαλείται. Για αυτό, αναγκαία και σταθερή προϋπόθεση είναι η κοινωνική εμπίστευση στους δικαστές της ελευθερίας να ασκούν την εξουσία τους με επιστήμη και αιτιολογία. Γιατί εκεί βρίσκεται η διαφορά του να νιώθεις από το να είσαι δικαστής.

Σε πείσμα εκείνων που θέλουν να θέσουν τη Δικαιοσύνη απέναντι από την κοινωνία και τις επιφυλάξεις της, εμείς οφείλουμε να απευθυνθούμε στους ανήσυχους πολίτες και να τους ζητήσουμε να δείξουν εμπιστοσύνη, ότι τα παιδιά που μεγάλωσαν στις ίδιες γειτονιές με εκείνους, με τις ίδιες αξίες και παραστάσεις με εκείνους, θα εκπληρώσουν το κοινωνικό καθήκον που τους ανατέθηκε για αντικειμενική και αμερόληπτη απονομή Δικαιοσύνης. Να ανησυχούν και να επαγρυπνούν όταν βλέπουν την εκτελεστική εξουσία να κρίνει δημόσια τις δικαστικές αποφάσεις, γιατί είναι ένα δικαίωμα που έχουν μόνο οι πολίτες και όχι εκείνη. Να αναζητούν την αιτιολογία της κάθε απόφασης και να αποκρούουν τις ολιστικές και εύκολες απαντήσεις που τους προσφέρονται. Να ασκούν κριτική ζητώντας διαρκώς και επιτακτικά τη βελτίωση του συστήματος Δικαιοσύνης, χωρίς όμως να πριονίζουν το κλαδί στο οποίο όλοι καθόμαστε. Η δικαιοσύνη είναι οχυρό της δημοκρατίας. Αξίζει να το προστατεύσουμε.

Σχόλιο στην χθεσινή ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Χριστόφορου Σεβαστίδη

ΔΝ Εφέτη

Μέλους του ΔΣ της Ε.Δ.Ε.

17.7.2022

 

 

Η χθεσινή ανακοίνωση της Ένωσης είναι μια πρωτοφανής στα χρονικά κομματική τοποθέτηση. Χρειάστηκε πολλές φορές στο παρελθόν να υπερασπιστούμε συναδέλφους από την στοχοποίηση που δέχτηκαν σε προσωπικό επίπεδο από πολιτικούς και δημοσιογράφους. Οι ανακοινώσεις μας δεν έλαβαν ποτέ τον χαρακτήρα συλλήβδην πολιτικής καταδίκης προφανώς διότι δεν είναι αυτός ο ρόλος της Ένωσης. Σήμερα ξεκάθαρα πλέον η πλειοψηφία λαμβάνει θέση επιθετική εναντίον όλων των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και μάλιστα φτάνει στα ακραία όρια θεσμικής αμετροέπειας με το να καλεί τα πολιτικά κόμματα να λάβουν θέση. Η χθεσινή ανακοίνωση έχει ωστόσο ένα θετικό στοιχείο. Δεν μιλάει με μισόλογα αλλά δείχνει απροσχημάτιστα τη νέα αντίληψη που θα κυριαρχήσει και θα καταστήσει την μεγαλύτερη δικαστική ένωση έναν συνδικαλιστικό βραχίονα συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Αυτού του χώρου που πριν μια εβδομάδα το δελτίο τύπου ντράπηκε να ονομάσει όταν υπουργός της κυβέρνησης καταλόγισε σκοπιμότητες στο βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για την Novartis χυδαιολογώντας σε βάρος ανώτατων δικαστών

Για τις δηλώσεις του Υπουργού Α. Γεωργιάδη

Για τις δηλώσεις του Υπουργού  Α. Γεωργιάδη

 

 

Σε σημερινή του συνέντευξη ο Υπουργός κ. Άδωνης Γεωργιάδης αναφερόμενος στο βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου για την υπόθεση Novartis καταφέρθηκε υποτιμητικά εναντίον των μελών του Συμβουλίου χαρακτηρίζοντάς τους «σοφούς» και έκρινε ο ίδιος ότι το βούλευμα είναι παράλογο και αξίζει μόνο ειρωνείας. Προσβάλλοντας τους ανώτατους Δικαστές που συμμετείχαν στο Συμβούλιο ανέφερε ότι έγινε απόπειρα «κουκουλώματος» της υπόθεσης για χάρη συναδέλφων δικαστικών λειτουργών και ότι αποτελεί επιλογή για κάθε δικαστή να τελειώνει την καριέρα του με τιμή ή με ντροπή.

Κατά την εποχή που η ομάδα μας ασκούσε την διοίκηση της Ένωσης τέτοιοι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί πολιτικών προσώπων –ανεξαρτήτως πολιτικού χώρου- και μάλιστα Υπουργών της Κυβέρνησης εναντίον της Δικαιοσύνης στηλιτεύονταν άμεσα με έκδοση Δελτίων Τύπου. Για τον λόγο αυτό η Ένωση υπέστη πολλές φορές επιθέσεις από πολιτικά κόμματα που δεν επιθυμούσαν την κριτική και προσδοκούσαν την ανοχή και την σιωπή των αιρετών μελών του Δικαστικού Σώματος.

Και από την θέση της μειοψηφίας του ΔΣ καταδικάζουμε σήμερα τις δηλώσεις του Υπουργού κ. Γεωργιάδη, που προσβάλλουν τόσο τον θεσμό της Δικαιοσύνης εμφανίζοντάς την ως υπηρέτη συντεχνιακών σκοπιμοτήτων όσο και τους ανώτατους Δικαστικούς Λειτουργούς που συμμετείχαν στη σύνθεση του Συμβουλίου. Ο σεβασμός στη Δικαιοσύνη δεν είναι συγκυριακός ούτε εξαρτάται από το πόσο αρεστή είναι κάθε φορά η απόφαση στους εμπλεκομένους. Τα μέλη της Κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου οφείλουν με την στάση τους να αποτελούν παράδειγμα μίμησης για τους πολίτες.

 

Τα μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ- Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης,

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ευθαλία Κώστα, Ειρηνοδίκης

Η ψήφος του «επειδή» και η ψήφος του «παρόλο»

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, μέλος Δ.Σ. ΕΝΔΕ

 

Κάθε εκλογική αναμέτρηση έχει τις ιδιαιτερότητές της, υπάρχουν όμως σταθερές που βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων και τα συμπεράσματα αυτά είναι αναγκαία για να κατανοούμε και να κατανοούμαστε. Άλλωστε, η ψήφος είναι μια απόφαση για την οποία κανείς ποτέ δε θα χρειαστεί να γράψει αιτιολογία, δε σημαίνει όμως ότι στερείται και αιτίας. Πολλές οι μέθοδοι ανάλυσης των εκλογικών επιλογών, όμως για εμένα, είτε με την ιδιότητα του ψηφοφόρου, είτε με την ιδιότητα του υποψηφίου, κάθε ψήφος ανήκει είτε στο «επειδή», είτε στο «παρόλο».

Η ψήφος  του «επειδή», είναι η ψήφος επιβεβαίωσης της στάσης ενός υποψηφίου. Είναι η αναγνώριση του έργου του, της παρουσίας του, του δημόσιου λόγου του, των απόψεων που εκφράζει, των σχεδιασμών του για το μέλλον. Στην περίπτωση του απερχόμενου προεδρείου ήταν η ψήφος για τα 6 συνέδρια που διοργανώσαμε, για τη δουλειά μας στα νομοσχέδια, για τον αγώνα για τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και το άρθρο 40 της ΕΣΔΙ, για τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, για την πρόσβαση στον Ισοκράτη και τη sakkoulas online, για τη διεθνή αναβάθμιση της Ένωσης. Στον αντίποδα, η ψήφος του «παρόλο», είναι η ψήφος ανοχής, η ψήφος σύγκρισης με τον εκλογικό αντίπαλο, η κριτική ψήφος, ακόμα και η ψήφος «με μισή καρδιά». Εκεί συναντήθηκε ο συνάδελφος τον οποίο κουράσαμε μέσα από τις εσωτερικές συγκρούσεις, με εκείνον που ένιωσε αμηχανία από ανακοινώσεις μας ή εκείνον που επειδή θυμόταν την Ένωση και παλιά, είχε εικόνα τι θα σημάνει η παλινόρθωση του «παλαιού καθεστώτος».

Είναι σαφές ότι τις εκλογές τις κερδίζει κάποιος όταν τα «επειδή» βαραίνουν περισσότερο από τα «παρόλο». Μεταξύ άλλων και εκεί βρίσκεται το έδαφος της αυτοκριτικής μας που οφείλουμε να κάνουμε πριν χαράξουμε τα επόμενα μας βήματα. Οι αδυναμίες μας στον τομέα της επικοινωνίας, η αναμενόμενη φθορά που εισπράττει όποιος διοικεί την Ένωση σε μια εποχή στοχοποίησης για το Σώμα, σε συνδυασμό με την άρνησή μας να υποσχεθούμε πράγματα που θα ακούγονταν ευχάριστα, αλλά δε θα υλοποιούνταν, υπήρξαν καθοριστικά για το αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα όμως οι αιτίες που διαγράφονται, δείχνουν και τις τεράστιες δυνατότητες βελτίωσης για το μέλλον τις οποίες  θα αξιοποιήσουμε από τις νέες μας θέσεις, συνεχίζοντας τον αγώνα για βελτίωση των συνθηκών απονομής Δικαιοσύνης και δημοκρατίας εντός της Ένωσης.

Η νέα διοίκηση αναλαμβάνει την εκπροσώπηση των δικαστών και εισαγγελέων σε μια περίοδο τεκτονικών αλλαγών στη Δικαιοσύνη και θα έχει στη διάθεσή της όλες τις κατακτήσεις της Ένωσης των τελευταίων ετών τις οποίες, ως μέλη του Δ.Σ., θα υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο. Η ανοιχτή στα μέλη της Ένωση, η δημοκρατική λειτουργία των Δ.Σ. και των Συνελεύσεων, οι επιτυχίες στο νομοσχέδιο για τον Οργανισμό Δικαστηρίων, η διαρκής υπεράσπιση των συναδέλφων έχουν θέσει πολύ ψηλά τον πήχη για εκείνους που αναλαμβάνουν. Μοιραία η πλειοψηφούσα ομάδα θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με τον πήχη αυτό, αλλά και με προσδοκίες που καλλιέργησε για τις προθέσεις της ιδίως στο απαιτητικό κοινό των νέων ειρηνοδικών και θα παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τη στάση της από κοντά. Από τις πρώτες κινήσεις του νέου προεδρείου θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε αν στις προθέσεις του είναι να συνεχισθεί η παρακαταθήκη μιας ισχυρής και ουσιαστικά παρεμβατικής Ένωσης ή αν οι διακηρύξεις περί αλλαγών της δημόσιας εικόνας και του λόγου της, θα αποτελέσουν το τέλειο ένδυμα μιας σιωπής, που πολλοί εδώ και χρόνια επιθυμούν διακαώς εντός και εκτός του δικαστικού Σώματος.

Ευχαριστούμε τους εκατοντάδες συναδέλφους που μας στηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια. Δεσμευόμαστε να δικαιώσουμε την εμπιστοσύνη τους και από τις νέες μας θέσεις και να συνδράμουμε στη στήριξη όλων των συναδέλφων και την ποιοτική αναβάθμιση της Δικαιοσύνης.

Η συνεδρίαση του Δ.Σ. της 18ης Ιουνίου 2022 – Η Ένωση σιωπά για τον περιορισμό των αναβολών

Ως μειοψηφία του Δ.Σ. είχαμε αποφασίσει να δώσουμε στο νέο προεδρείο τον αναγκαίο χρόνο να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, κρατώντας από τη μεριά μας χαμηλούς τόνους, χωρίς βέβαια να σταματήσουμε τον διαρκή έλεγχο για τις επιλογές του. Πλην όμως η στάση που ξεκίνησε να διαμορφώνει ήδη από την πρώτη συνεδρίαση, μας προσγείωσε σε μια νέα πραγματικότητα για τη Δημοκρατία στην Ένωση, που οφείλουμε να αναδείξουμε ευθύς εξαρχής.

Συγκεκριμένα, όπως ήταν αναμενόμενο, μετά την επιστολή που απέστειλε το Προεδρείο της ΕΔΕ στο υπουργείο για τη ρύθμιση του άρθρου 349 ΚΠΔ στο κατατεθέν νομοσχέδιο – η οποία δεν αναρτήθηκε καν στη σελίδα της Ένωσης – και την τοποθέτηση της κας Στενιώτη στην Βουλή κατά την ακρόαση των φορέων τέθηκε από το Χαράλαμπο Σεβαστίδη το ζήτημα της θέσης της Ένωσης σχετικά με τον περιορισμό των αναβολών για κώλυμα στο πρόσωπο των δικηγόρων. Ειδικότερα, ζητήσαμε να τεθεί σε ψηφοφορία το αν η ΕΔΕ τοποθετείται υπέρ της προωθούμενης διάταξης, που τις περιορίζει ή έστω αν είναι υπέρ ενός τέτοιου περιορισμού, έστω και με άλλη διατύπωση. Η Πρόεδρος της ΕΔΕ κ. Μαργαρίτα Στενιώτη σε μια πρωτοφανή απόφαση, που συμμερίστηκαν και οι σύμβουλοι του προεδρείου, ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΝΑ ΤΕΘΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΣΕ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ! Σε ένα ζήτημα δηλαδή για το οποίο το προηγούμενο προεδρείο έκανε μεγάλο αγώνα, ώστε να αναδειχθεί και να αμβλυνθεί μια πραγματική αιτία καθυστέρησης της Δικαιοσύνης, το νέο προεδρείο και σιωπά και φιμώνει εκκωφαντικά! Αποφεύγει να πάρει θέση στο κεντρικό ζήτημα, αν πρέπει να τεθεί αριθμητικός περιορισμός στις αναβολές που χορηγούνται για κώλυμα των συνηγόρων, προτάσσοντας τις καλές δημόσιες σχέσεις με τους δικηγόρους και τους εκπροσώπους τους. Η δε πρόφαση που προέβαλαν τα μέλη του προεδρείου ότι δήθεν επιθυμούν τη συζήτηση για τη διάταξη επί μηδενικής βάσης, προσκρούει στο γεγονός ότι υφίσταται ήδη νομοθετική πρωτοβουλία, στην οποία όμως αντιδρά το Συντονιστικό της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων. Εξάλλου η πρόταση του προεδρείου για απόσυρση της διάταξης, σημαίνει απλά διατήρηση της υπάρχουσας, δηλαδή τη μη νομοθέτηση περιορισμού στις αναβολές. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια νέα αντίληψη για τη λειτουργία και τη δημοκρατία εντός της Ένωσης, η οποία μπροστά στο διακύβευμα των δημοσίων σχέσεων με τον πρόεδρο του ΔΣΑ, λυγίζει και τις καταστατικές μας αρχές. Και όλα αυτά ήδη από την πρώτη συνεδρίαση…

Στη συνέχεια ζητήσαμε εξηγήσεις από το νέο προεδρείο για την απόλυτη αδράνειά του ενόψει της ψήφισης του νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Η κα Στενιώτη μας ενημέρωσε ότι συναντήθηκε με τους εκπροσώπους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΥΣΗΣ και ταυτόχρονα δήλωσε ότι κατά την συνάντηση εκπροσώπων του νέου Προεδρείου με τον Υπουργό Δικαιοσύνης ενημερώθηκαν ότι οι περισσότερες βελτιώσεις είχαν ήδη επιτευχθεί από την προηγούμενη διοίκηση και δεν υπήρχε περιθώριο για πολλές άλλες!! Ζητήσαμε παράλληλα να διευκρινιστεί για ποιο λόγο τόσο κατά την προφορική τοποθέτηση της κας Στενιώτη στη Βουλή κατά την ακρόαση των φορέων όσο και με το γραπτό υπόμνημα που κατατέθηκε στη Βουλή ενόψει της ψήφισης του νέου ΚΟΔΚΔΛ δεν αναδείχθηκαν ζητήματα που αφορούν τους Ειρηνοδίκες, όπως ο ορισμός των υπηρεσιών των Ειρηνοδικών από τον διευθύνοντα το Ειρηνοδικείο της έδρας κάθε Πρωτοδικείου και όχι από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών, αλλά και τα ζητήματα σχετικά με την αναπλήρωση Πρωτοδικών στα Τριμελή Πλημμελειοδικεία και την συμμετοχή Ειρηνοδικών σε έρευνες, όπως υπόσχονταν πριν τις πρόσφατες εκλογές στην Ένωση.. Η απάντηση του προεδρείου ήταν ότι δεν αξιολόγησαν τα ζητήματα αυτά ως πρωτεύοντα ώστε να τεθούν υπόψιν του υπουργού και της ακρόασης των φορέων στη Βουλή!

Τέλος, θέσαμε ως θέμα στη συνεδρίαση το γεγονός ότι φέτος εφαρμόστηκε σε 5 περιπτώσεις παρέδρων, η απαράδεκτη πρόβλεψη για τη μη προαγωγή τους στο βαθμό του πρωτοδίκη, σε περίπτωση λήψης άδειας κύησης ή ανατροφής τέκνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διάταξη εφαρμόστηκε ακόμα και σε συναδέλφους που υποχρεώθηκαν εκ των συνθηκών να λάβουν άδεια, ενώ απέμενε 1 μήνας για να ολοκληρώσουν την παρεδρία!! Πρόκειται για μια ρύθμιση που εισάγει σαφή διάκριση σε βάρος των γυναικών συναδέλφων, οι οποίες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην γονεϊκότητα και την απρόσκοπτη υπηρεσιακή εξέλιξη. Το Προεδρείο της ΕΔΕ αρνήθηκε να συζητήσει το σοβαρό αυτό ζήτημα και η κα Στενιώτη δεν έθεσε σε ψηφοφορία την πρότασή μας να ζητηθεί νομοθετική παρέμβαση. Εντός των επόμενων ημερών θα αναλάβουμε πρωτοβουλία, ως μέλη του ΔΣ της ΕΔΕ, και θα υποβάλλουμε αυτοτελές και εμπεριστατωμένο αίτημα προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, στηριζόμενοι στην πλούσια νομολογία του ΔΕΚ και του ΔΕΕ.

Κατά τα λοιπά: Ψηφίστηκε ομόφωνα η συνέχιση, όπως εδώ και χρόνια, της επιδότησης των κατασκηνωτικών προγραμμάτων και camp με το ποσό των 200 ευρώ για το πρώτο παιδί, των 100 ευρώ για το δεύτερο και των 50 ευρώ για κάθε επόμενο. Αποφασίστηκε ομόφωνα η διοργάνωση ημερίδας για δόκιμους ειρηνοδίκες, εκδήλωση προς τιμήν αποχωρούντων συναδέλφων, η διοργάνωση ενός συνεδρίου περί τον Οκτώβριο, η έγκριση δαπανών συναδέλφων μετά από απόρριψη αγωγών κακοδικίας, η έκδοση ημερολογίου, η έγκριση κονδυλίου για τις φυλακές ανηλίκων, η έγκριση δαπάνης για ανανέωση τεχνολογικού εξοπλισμού γραφείων Ένωσης και η έγκριση δαπάνης για ζήτημα υγείας συναδέλφου.

Όπως είναι σαφές στα απλά και αυτονόητα που είναι προς όφελος όλων, εμείς δεν έχουμε τις αγκυλώσεις που εφάρμοζαν τα μέλη της άλλοτε μειοψηφίας. Πρόβλημα θα είναι η διαφαινόμενη απουσία και αδράνεια στα σύνθετα και δύσκολα προβλήματα, που θα τα βρούμε μπροστά μας. Εμείς πάντως θα είμαστε παρόντες.

 

Τα μέλη του Δ.Σ.

Χριστόφορος Σεβαστίδης, Εφέτης, ΔΝ

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,

Γιάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών