Π.Μποροδήμος, Η Ένωση στο «πάμε κι όπου βγει…»

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, μέλος Δ.Σ. ΕΝΔΕ

 

         Τα δικαιώματα, όπως και οι άνθρωποι, αν δεν ασκούνται, ατονούν. Έτσι και το δικαίωμα της συλλογικής μας έκφρασης, που υπήρξε ανέκαθεν ένα «ενοχλητικό» δικαίωμα, κινδυνεύει πια λιγότερο από τους ακούραστους εξωτερικούς εχθρούς του και περισσότερο από τη ραθυμία του αυτονόητου, την κενότητα του λαϊκισμού και την ένοχη σιωπή. Οι δικαστικές ενώσεις είναι ο ζωντανός καρπός αυτού του δικαιώματος. Η συνταγματική και η νομοθετική τους κατοχύρωση, αποτυπώνουν μεν τη θεσμική τους αξία για μια δημοκρατία, όμως για την καρδιά και το μυαλό των δικαστών δεν παράγουν δεδομένα. Η αξία της λειτουργίας μιας ένωσης πρέπει να είναι ζώσα και η ισχύς της να ανατροφοδοτείται από την αποτελεσματικότητα και την προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές που δίνουν νόημα και συνέχεια στην ύπαρξή της. Η Ένωσή μας θέλουμε να εκφράζει και να πράττει, όσα δεν μπορεί ο καθένας μας από μόνος του και ξεχωριστά. Να θωρακίζει τη δικαστική μας ανεξαρτησία και να συγκροτεί έναν αξιόπιστο πυλώνα της Δικαιοσύνης, στον οποίο θα αναφέρονται οι λοιποί φορείς της. Να οργανώνει και να ενοποιεί τον διαρκή διάλογο εντός των τειχών μας. Να διαμορφώνει τη συλλογική μας θέση και να την υποστηρίζει σθεναρά έναντι τρίτων. Πρωτίστως, όμως, να είναι ειλικρινής και υπεύθυνη απέναντί μας.

         Η διετία που πέρασε, αποτέλεσε, κατά τη γνώμη μου, τη σημαντικότερη περίοδο υπαρξιακής αυτοαναίρεσης αυτών των αρχών υπόστασης της ΕΝΔΕ. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να κατανοήσει κανείς την έκταση του θεσμικού της υποβιβασμού, από το να προσπαθήσει να απαντήσει σε ένα απλό ερώτημα: Τι από αυτά που συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο, μπορούσε να είχε πάει χειρότερα αν δεν υπήρχε καν η Ένωση; Μήπως θα χάναμε την ευκαιρία να παρέμβουμε έγκαιρα σε φαραωνικές μεταρρυθμίσεις, που επηρεάζουν άμεσα εμάς, αλλά πρωτίστως τους πολίτες; Μήπως θα κινδυνεύαμε να απωλέσουμε την εσωτερική μας συνοχή ως Σώμα, εμπλεκόμενοι σε ατέρμονες αντεγκλήσεις μεταξύ συναδέλφων; Μήπως θα διατρέχαμε τον κίνδυνο να δεχόμαστε δημοσίως προσβολές και συκοφαντίες από δημοσιογράφους, δικηγόρους και πολιτικούς χωρίς απάντηση; Η΄ να λάβουμε ως αύξηση δεκαετίας, το κόστος μιας επίσκεψης σε super market; Θα βιώναμε την υπηρεσιακή εντατικοποίηση, χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα ή συλλογική στήριξη; Η΄ θα ανησυχούσαμε για την κανονικοποίηση του αποκλεισμού μας από όλους τους σχεδιασμούς για το μέλλον της Δικαιοσύνης;

         Το ότι όλα αυτά τα ζήσαμε και τα ζούμε, είναι προφανές. Η υπόθεση της ενοποίησης αποτέλεσε απλά τον επίλογο μιας πορείας διαχείρισης της συλλογικής μας εκπροσώπησης, κατά την οποία η διαφάνεια και η εξωστρέφεια του παρελθόντος, έδωσαν τη θέση τους, στο παρασκήνιο, τη θεσμική σιωπή και την αποτυχημένη συναλλαγή. Η δραστικότερη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη των τελευταίων δεκαετιών, έγινε, δυστυχώς, το απόλυτο πεδίο συνδικαλιστικού κυνισμού και ανευθυνότητας, που έχει αφήσει βαθιές πληγές ακόμα και στις προσωπικές σχέσεις συνυπηρετούντων συναδέλφων του πρώτου βαθμού. Μια αντίστροφη χρονική καταγραφή των γεγονότων, αποκαλύπτει ότι τελικά το μόνο πραγματικό σχέδιο του προεδρείου της κ. Στενιώτη, ήταν να μην υπάρξει ποτέ κανένα σχέδιο. Όσο οι άλλοι φορείς επί μήνες πίεζαν και συνδιαμόρφωναν το αποτέλεσμα του νέου δικαστικού χάρτη, η δική μας Ένωση, κρυμμένη πίσω από ένα «όχι», έλειπε συνειδητά από κάθε συζήτηση. Ο φόβος του συνδικαλιστικού κόστους, η απουσία ακόμα και στοιχειώδους εσωτερικής συνοχής – άλλα να λέει η Πρόεδρος, άλλα η Γεν. Γραμματέας – η χοντροκομμένη παρεμπόδιση του εσωτερικού διαλόγου με το «όχι» στο αίτημα 311 συναδέλφων για έκτακτη Γ.Σ, η πολυγλωσσία κατά τη διαμόρφωση μιας πρότασης της τελευταίας στιγμής, χάραξαν για την Ένωση μια πορεία προς άγνωστη κατεύθυνση, χωρίς στρατηγική, χωρίς στόχο. Στην κρισιμότερη στιγμή για τη Δικαιοσύνη, η Ένωση υιοθέτησε το δόγμα «πάμε κι όπου βγει…».

         Και ίσως δεν θα είχε νόημα η δική μας κριτική, αν δεν είχαμε προσπαθήσει να είμαστε μέρος και της λύσης. Έτσι, παρόλο που από την αρχή καταλάβαμε ότι η Ένωση επρόκειτο να βυθιστεί στη σιωπή, αγωνιστήκαμε να κρατήσουμε με κάθε τρόπο ζωντανή τη φωνή των δικαστών και εισαγγελέων. Απαντήσαμε σε αμετροέπειες υπουργών, αναδείξαμε τις θεσμικές προεκτάσεις της υπόθεσης των υποκλοπών, βάλαμε τον πήχη των οικονομικών εκεί που πρέπει, αντιδράσαμε σε κυβερνητικές υποδείξεις, προειδοποιήσαμε έγκαιρα για φαινόμενα γενικευμένης υπηρεσιακής αυστηρότητας και εντατικοποίησης, στηρίξαμε καθαρά εκείνους που δεν είχαν φωνή. Προτάθηκαν αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες: ετοιμάσαμε παρατηρήσεις. Εξαγγέλθηκε η ενοποίηση: παρουσιάσαμε άμεσα προτάσεις, που αποτύπωναν ρεαλισμό και μια ειλικρινή προσπάθεια για ισορροπημένη λύση. Δώσαμε επανειλημμένα και δημοσίως ιδέες και ευκαιρίες βελτίωσης σε αυτό το προεδρείο, τις οποίες αρνήθηκε εμμονικά να αξιοποιήσει. Είναι βέβαιο ότι δεν τις άξιζε. Αλλά το οφείλαμε στους συναδέλφους μας και στους πολίτες να κάνουμε την προσπάθεια.

         Παρά τη φανερή ζημιά που έγινε αυτά τα κρίσιμα χρόνια, η Ένωση πάντα παραμένει μια δύναμη ικανή για κάτι καλύτερο. Στους κόλπους της διαθέτει αναξιοποίητες δυνάμεις της επιστήμης και του ήθους, στις οποίες πρέπει να δώσουμε χώρο για να αλλάξουν το τοπίο. Οι μεγάλες προκλήσεις που έρχονται (υλοποίηση ενοποίησης, συνταγματική αναθεώρηση, όρια αφυπηρέτησης, πίεση της ανεξαρτησίας) καλούν σε επαγρύπνηση, ώστε όλοι μαζί να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται. Και φυσικά, ο πήχης δεν θα τεθεί στα επίπεδα που τον κατέβασε η τωρινή Διοίκηση. Αλλά, έχοντας πια διδαχθεί από δικά μας και δικά τους λάθη, μαζί με το Χριστόφορο και το Χαράλαμπο Σεβαστίδη, το Μιχάλη Τσέφα, το Γιάννη Ασπρογέρακα, την Ακριβή Ερμίδου, το Χρήστο Φαρσαλιώτη και το Ζάχο Παλιούρα θα επιλέξουμε μια εκπροσώπηση, που δε φοβάται να πρωτοπορεί, αλλά και να ακούει. Αυτή που εμπιστεύεται την εσωτερική Δημοκρατία, που δίνει χώρο σε κάθε υγιή δύναμη του Σώματος και αντιστέκεται σθεναρά σε εκείνους που επιδιώκουν καριέρες, πατώντας πάνω στην ψήφο μας και υπονομεύοντας την ανεξαρτησία μας. Αυτή που θα ξανακάνει την Ένωση σημαντική και ενιαία, μόνιμο σημείο αναφοράς στο χώρο της Δικαιοσύνης. Αυτή που θα εγγυηθεί την ειρήνευση των πνευμάτων και θα ενισχύσει την εσωτερική ισότητα, την εσωτερική δικαιοσύνη και τον αμοιβαίο μεταξύ μας σεβασμό. Μια Ένωση prima inter pares.

Μεταφράζοντας την ανακοίνωση του Προεδρείου

Μεταφράζοντας την ανακοίνωση του Προεδρείου

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,

Αθήνα, 9-5-2024

 

         Διαβάζοντας κανείς την ανακοίνωση του προεδρείου νομίζει ότι είναι γραμμένη σε μια ξένη γλώσσα. Για να τη μεταφράσει, χρειάζεται απλά κανείς να αντιστρέψει τα νοήματα και να δει πώς όταν η αλήθεια είναι αντίθετη με το αφήγημα του Προεδρείου, τόσο το χειρότερο για αυτή. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να μεταφράσουμε τη χθεσινή ανακοίνωση, στη γλώσσα της αλήθειας και της πραγματικότητας.

  1. «Οι θέσεις της Ένωσης διαμορφώθηκαν μέσα από συλλογικές διαδικασίες και εξέφραζαν τη βούληση της πλειοψηφίας των συναδέλφων». Μάλλον το προεδρείο ξέχασε ότι από το Σεπτέμβριο αρνήθηκε τόσο το δικό μας αίτημα για έκτακτη Γ.Σ. για το θέμα της ενοποίησης, όσο κυρίως το αίτημα 311 συναδέλφων, που υπερέβαιναν το 1/10 των μελών, που κατά το καταστατικό δικαιούνται να την συγκαλέσουν. Ξέχασε ότι πέτυχε τη διάλυση της φετινής Γενικής Συνέλευσης, χωρίς να ληφθεί απόφαση με απόλυτη πλειοψηφία, όπως το καταστατικό ορίζει. Και ξέχασε ότι αφού κρύφτηκε επί μήνες πίσω από ένα «όχι», μας οδήγησε εν τέλει σε ηλεκτρονική ψηφοφορία, μόνο όταν πια είχε περάσει το νομοσχέδιο από το Υπουργικό Συμβούλιο.
  2. «…Η μισθολογική εξομοίωση υπήρξε πάγιο αίτημα της Ομάδας μας και επιτεύχθηκε στο πλαίσιο της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας ύστερα από συνεχείς προσπάθειες του Προεδρείου». Αν καταλαβαίνουμε καλά το προεδρείο θεωρεί ότι θα ήταν δυνατό να έχουν γίνει όλοι οι πρώην Ειρηνοδίκες, Πρωτοδίκες και να μην υπάρξει μισθολογική εξομοίωση. Αυτό όμως ξέρουμε ότι δε θα ήταν δυνατόν. Επιπλέον, ξέχασε ότι όταν υποσχόταν στους Ειρηνοδίκες μισθολογική εξομοίωση, την υποσχόταν χωρίς αλλαγή ύλης, χωρίς αύξηση αρμοδιοτήτων, χωρίς παρουσία στις έρευνες και χωρίς συμμετοχή στις τριμελείς συνθέσεις! Και σήμερα τολμά να χρησιμοποιεί την έννοια εξομοίωση. Οι συνάδελφοι θυμούνται…
  3. «…Η θέσπιση του βαθμού του Προέδρου Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας (άρθρο 8 παρ. 1) μετά από υπηρεσία 16 ετών των πρώην Ειρηνοδικών που εντάσσονται στην ειδική επετηρίδα με το βαθμό του Πρωτοδίκη…». Με τη συγκεκριμένη αναφορά, το προεδρείο επιχειρεί να συνεχίσει και μετά την ψήφιση του νόμου για την ενοποίηση, την πιο επικίνδυνη θεσμικά εξαπάτηση των συναδέλφων. Όπως προκύπτει αδιάστικτα από τον αριθμό των οργανικών θέσεων κάθε Δικαστηρίου που καταγράφονται στο άρθρο 6 του ν. 5108/2024 σε συνδυασμό με το άρθρο 8παρ.3 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι «Οι οργανικές θέσεις που ορίζονται σε κάθε έδρα πρωτοδικείου είναι ενιαίες για τους δικαστές της ειδικής επετηρίδας ανεξαρτήτως της αντιστοιχίας του αρ. 1», δεν υπάρχει βαθμός Προέδρου Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας, αλλά μόνο ενιαίος βαθμός Πρωτοδικών. Άλλωστε και στην Ανάλυση των Συνεπειών Ρύθμισης του νόμου δηλώνεται σαφώς ότι μετά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού οι ειρηνοδίκες αντιστοιχούν με πρωτοδίκες. Όμως το προεδρείο, σκόπιμα συνεχίζει το προεκλογικό παιχνίδι εντυπώσεων, για να μπορεί, μέχρι τις εκλογές, άλλα να λέει στους πρωτοδίκες και άλλα να υπόσχεται στους ειρηνοδίκες.
  4. «…Η παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος (2 ετών) μετά από στάδιο επιμόρφωσης για την ανάθεση υπηρεσίας εκδίκασης υποθέσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (και των λοιπών αστικών υποθέσεων) στους πρώην Ειρηνοδίκες και νυν Προέδρους Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες της Ειδικής Επετηρίδας…». Και πάλι το προεδρείο προβαίνει σε ανακρίβειες, επαναλαμβάνοντας σκόπιμα τον εσφαλμένο όρο Πρόεδροι Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας. Κατά το άρθρο 7παρ.3 ν. 5108/2024 τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης ολοκληρώνονται εντός δύο (2) ετών. Αυτό δε σημαίνει ότι θα διαρκέσουν δύο (2) έτη, αλλά μπορεί να ολοκληρωθεί και συντομότερα, καθώς ο τρόπος και η διάρκεια της επιμόρφωσης θα καθοριστούν κατά το άρθρο 13 με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
  1. «…Ιδιαίτερα σημαντική επιτυχία και συγχρόνως πλήρη δικαίωση των θέσεων του Προεδρείου, αποτελεί η διάταξη του άρθρου 52 του νέου νόμου, με την οποία τροποποιείται η διάταξη του άρθρου 81 παρ. 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και πλέον το δικαίωμα προσφυγής στην Ολομέλεια επί παράλειψης προαγωγής δεν τελεί υπό προϋποθέσεις…».  Όλοι θυμόμαστε όμως την από 08.05.2023 επιστολή του προεδρείου προς τα μέλη μας. Σε αυτή κατήγγειλε εμάς για τη στάση μας να τους προειδοποιήσουμε με ανακοίνωσή μας, πως ενόψει του ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού αρνητικών εισηγήσεων, όφειλαν να βρίσκονται σε επαγρύπνηση. Αντίθετα το προεδρείο στην δική του ανακοίνωση ανέφερε επί λέξει ότι «..ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που εφαρμόζεται απαρέγκλιτα, εμπεριέχει ένα πληρέστατο νομικό πλαίσιο για το σύνολο της υπηρεσιακής κατάστασης των Συναδέλφων και τη διαφύλαξη της προσωπικής τους ανεξαρτησίας…». Βέβαια, η αλλαγή της συγκεκριμένης διάταξης στο νομοσχέδιο του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, έγινε όταν έφτασε το νομοσχέδιο στη Βουλή, σε χρόνο, δηλαδή, που το νυν προεδρείο, είχε αναλάβει πια τη διοίκηση της Ένωσης, χωρίς να το αντιληφθεί. Σήμερα, λοιπόν, μετά από όσα έγιναν πέρυσι, τολμούν να πανηγυρίζουν γιατί επανήλθε η κανονικότητα;

         Η εικόνα ενός απερχόμενου προεδρείου που συνεχίζει να παίζει με τις λέξεις, με τις έννοιες και εν τέλει με την υπομονή των μελών της Ένωσης, δείχνει και τις διαθέσεις του για το μέλλον. Στις επικείμενες εκλογές οι συνάδελφοι θα δώσουν τέλος με την ψήφο τους σε αυτές τις πρακτικές που προσβάλουν το Σώμα και μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση.

Η κατάργηση του ανώτατου πλαφόν εισαγωγής στην γενική επετηρίδα δικαιώνει την τακτική μας!

Η κατάργηση του ανώτατου πλαφόν εισαγωγής στην γενική επετηρίδα δικαιώνει την τακτική μας!

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,

Αθήνα, 1-5-2024

 

            Με τις νομοτεχνικές βελτιώσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης έγινε δεκτό το αίτημά μας για κατάργηση του ανώτατου πλαφόν 20% κατά την εισαγωγή των Ειρηνοδικών στην γενική επετηρίδα καθώς επίσης και το συναφές αίτημά μας να γίνει η πρώτη κρίση του ΑΔΣ το επόμενο έτος και όχι μετά από δύο έτη. Η νομοθετική αυτή βελτίωση δίνει την δυνατότητα σε εκατοντάδες συναδέλφους Ειρηνοδίκες να ενταχθούν άμεσα στη γενική επετηρίδα εφόσον το επιθυμούν και να μην απωλέσουν αρκετά έτη κατά τα οποία θα είχαν εισαχθεί εμβόλιμα μέχρι και φοιτητές της Νομικής. Επιμείναμε στην κατάργηση του ανώτατου πλαφόν και στην αξιολόγηση από το επόμενο έτος, τόσο με το υπόμνημα που καταθέσαμε κατά την διαδικασία της διαβούλευσης όσο και στην συνάντηση που είχαμε με τον Υφυπουργό κ. Μπούγα την περασμένη εβδομάδα.

            Χωρίς θριαμβολογίες, χωρίς να διαιρούμε τους δικαστές του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, βρισκόμενοι ακόμα και στην θέση της μειοψηφίας του ΔΣ, αποδείξαμε ότι με το βάρος των επιχειρημάτων μας, με μέθοδο και στρατηγική, μπορούμε να πείσουμε κάθε υπουργό, κάθε κυβέρνησης, για το δίκαιο των αιτημάτων μας. Αντίθετα διαπιστώθηκε και πάλι ότι μαξιμαλισμοί και ανεδαφικά αιτήματα είναι καταδικασμένα στην αποτυχία και σπέρνουν διαρκώς απογοητεύσεις. Το επόμενο διάστημα θα πρέπει να επικεντρώσουμε τις δυνάμεις μας στην δημιουργία ενός ΚΟΔΚΔΛ προσαρμοσμένου στα νέα δεδομένα που δημιουργήθηκαν μετά την ψήφιση του νόμου για την ενοποίηση.

Μια δίκαιη απάντηση στην άδικη κριτική για την απόφαση της δίκης για το «Μάτι»

Μια δίκαιη απάντηση στην άδικη κριτική για την απόφαση της δίκης για το «Μάτι»

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,

Αθήνα, 30-4-2024

         Αποτελεί υποχρέωση μιας Δικαστικής Ένωσης να παρεμβαίνει ουσιαστικά, κάθε φορά που με αφορμή δικαστικές αποφάσεις μη αρεστές σε κυβερνήσεις, δημοσιογράφους και πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, καλείται προς εργαλειοποίηση σε βάρος των δικαστικών και εισαγγελικών  λειτουργών το λεγόμενο «κοινό περί δικαίου» αίσθημα. Γιατί, η ενδεχόμενη επικράτησή του απειλεί καίρια την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς την καλεί να συντονίζει τις ενέργειές της με την εικαζόμενη βούληση μίας θολής πλειοψηφίας (βλ. σχετικά Βασίλειος Σκουρής, Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης 30 χρόνια μετά, σε δικτυακό τόπο www.constituionalism.gr).

         Στο πλαίσιο αυτό, μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας κ. Βορίδη και του υφυπουργού Δικαιοσύνης κ. Μπούγα, αλλά και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων, που επέκριναν δημόσια την απόφαση και τις ποινές, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα την άσκηση εφέσεων, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και να ενημερώσουμε τους πολίτες ότι όπως έχει προσφάτως κρίνει η ΟλΑΠ 2/2024 (Διοικητική), τo φαινόμενο να γίνεται δημόσια επίκριση ή επιτιμητικός σχολιασμός συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων από κυβερνητικούς παράγοντες είναι ασυμβίβαστο προς την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, γιατί έτσι κλονίζεται η πεποίθηση των πολιτών στην ανεξαρτησία των δικαστών, αφού ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει πώς σκέφθηκε το δικαστήριο και εύλογα μπορεί να εκλάβει κάθε τέτοια εκδήλωση ως απόπειρα επηρεασμού και επέμβασης στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών.

         Επιπλέον αναγκαίες είναι και κάποιες νομικές διευκρινήσεις που σκοπίμως δεν βρίσκουν βήμα στις καθημερινές τηλεδίκες του κοινωνικού αυτοματισμού. Σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 302 του Ποινικού Κώδικα, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, είχε και έχει το χαρακτήρα πλημμελήματος, ήτοι εγκλήματος που απειλείται με ποινή φυλάκισης με ανώτατο όριο τα 5 έτη.  Σύμφωνα με το άρθρο 94 ΠΚ, ως ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων που εκδικάσθηκαν, οι οποίες έλαβαν χώρα το έτος 2018, σε περιπτώσεις αληθινής κατ΄ ιδέαν συρροής εγκλημάτων ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ήτοι όταν με μία εγκληματική πράξη επέρχονται περισσότεροι θάνατοι, το δικαστήριο μπορούσε κατ΄ εξαίρεση να επαυξήσει τη βαρύτερη των ποινών φυλάκισης που επέβαλε, πέραν του ανώτατου ορίου του είδους της ποινής, έως τα δέκα (10) έτη. Ακολούθως, η πρόβλεψη αυτή, τροποποιήθηκε στον νέο Ποινικό Κώδικα του ν. 4619/2019 και έκτοτε στις περιπτώσεις αυτές, το δικαστήριο μπορούσε να επαυξήσει της βαρύτερη ποινή που επέβαλε, όχι όμως περισσότερο από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής (έως 5 έτη). Εν συνεχεία, η διάταξη τροποποιήθηκε πάλι δυνάμει του άρθρου 8 ν.4855/2021 (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021) και έκτοτε, μέχρι σήμερα, στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 94 ΠΚ, ήτοι να ανέλθει έως τα οκτώ (8) έτη. Τέλος, από 01.05.2024 (έναρξη ισχύος ν. 5090/2024), το ως άνω κατ΄ εξαίρεση όριο θα ανέρχεται για τις πράξεις που θα τελεστούν στο μέλλον, έως τα δέκα (10) έτη. Ενόψει, όμως του άρθρου 2 του ΠΚ, που απαγορεύει την εφαρμογή δυσμενέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της, οι νεότερες και δυσμενέστερες για τους κατηγορούμενους διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν, ως εκ τούτου η ανώτερη εφαρμοστέα ποινή, με βάση όλα τα παραπάνω, είναι αυτή των 5 ετών φυλάκισης. Ως προς δε τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική, αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος θεσμός αποτελεί παλαιότερη επιλογή του νομοθέτη, που περιγράφεται στο άρθρο 82 ΠΚ, ως ίσχυε μέχρι την 01.07.2019, ο οποίος ακολούθως καταργήθηκε με το νόμο 4619/2020, αλλά ήδη επανέρχεται σε ισχύ από 01.05.2024 δυνάμει του άρθρου 80Α του ν. 5090/2024. Σύμφωνα δε με τη ρύθμιση του παλαιότερου άρθρου 82 ΠΚ, που συνιστά ευμενέστερο για τους κατηγορούμενους δίκαιο, από εκείνο που ίσχυσε μετά την 01.07.2019 και θα τύγχανε εφαρμοστέο υπό την ισχύ οποιουδήποτε από τα ως άνω ισχύσαντα ως προς το ύψος της ποινής δίκαια, ποινή φυλάκισης που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.

         Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι ως προς το ύψος της στερητικής της ελευθερίας ποινής, το Δικαστήριο επέβαλε τη βαρύτερη κατά νόμο, εφαρμοστέα ποινή. Τα παραπάνω κρίνονται αναγκαίο να διευκρινιστούν, προκειμένου να γνωρίζουν οι πολίτες, ότι οι Δικαστές και Εισαγγελείς, οφείλουν να εφαρμόζουν τους νόμους που ψηφίζουν οι ίδιοι άνθρωποι που εκ των υστέρων και χωρίς δικαίωμα κάνουν δημόσια επιτιμητικά σχόλια σε βάρος των δικαστικών αποφάσεων. Το οφείλουμε, πρωτίστως, στους συναδέλφους που εκτέλεσαν επί μήνες σε αντίξοες συνθήκες τα καθήκοντά τους, εξασφαλίζοντας με κόπο μια δίκαιη δίκη για όλους τους παράγοντές της. Το οφείλουμε όμως και στο Κράτος Δικαίου, την προστασία του οποίου οφείλουμε όλοι να υπερασπιζόμαστε, κάθε φορά που με τόσο πρόδηλο τρόπο προσβάλλεται.

Συνάντηση με τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης

Συνάντηση με τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,

Αθήνα, 23-4-2024

         Επισκεφθήκαμε χθες τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης κ. Μπούγα και συζητήσαμε πάνω στις προτάσεις που κατέθεσε η ομάδα μας. Πέρα από τις αλλαγές που προτείναμε και ήδη έγιναν δεκτές μετά την λήξη της διαβούλευσης, τονίσαμε την ανάγκη κατάργησης του ανώτατου πλαφόν 20% για την είσοδο στην γενική επετηρίδα καθώς και να δοθεί η δυνατότητα εισόδου όχι μετά από 2 έτη αλλά από το επόμενο έτος με βάση τις εκθέσεις επιθεώρησης που ήδη έχουν λάβει οι συνάδελφοι.

         Λάβαμε την διαβεβαίωση ότι η ειδική επετηρίδα δεν πρόκειται να καταργηθεί μέχρι την αφυπηρέτηση όλων των συναδέλφων που την έχουν επιλέξει. Εκφράσαμε την άποψη ότι νομοτεχνικά ορθό θα ήταν να συγχωνευτούν τα άρθρα 8 και 10 αφού εντάσσονται στην ίδια ρύθμιση.  Αναλύσαμε τα νομοθετικά κενά και τις ασάφειες που άπτονται του μισθολογίου και λάβαμε την διαβεβαίωση ότι θα ρυθμιστούν στο νομοσχέδιο. Ζητήσαμε τα εκπαιδευτικά σεμινάρια να γίνονται με την εποπτεία της ΕΣΔΙ στα επιμέρους δικαστικά καταστήματα. Η συνάντηση έγινε σε πολύ θετικό κλίμα και αναμένουμε τις βελτιωτικές αλλαγές στο νομοσχέδιο.

Παρατηρήσεις στο κατατεθέν νομοσχέδιο για την ενοποίηση

Παρατηρήσεις στο κατατεθέν νομοσχέδιο για την ενοποίηση

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,

Αθήνα, 21-4-2024

         Το νομοσχέδιο για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας που κατατέθηκε, καταδεικνύει μεταξύ άλλων και το πόσο διαφορετικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε η ενοποίηση, αν είχε ακολουθηθεί ο δρόμος της θεσμικής σοβαρότητας, αντί του δρόμου του συνδικαλιστικού καιροσκοπισμού. Είχαμε από το Σεπτέμβριο προειδοποιήσει ότι εφόσον το σχέδιο φθάσει στη διαβούλευση οι δυνατότητες παρέμβασης θα ήταν πια περιορισμένες και αυτό αποτυπώνεται με ακρίβεια στο ίδιο το κείμενο. Αποκαλύπτεται, όμως ταυτόχρονα, ότι εκείνοι που ήθελαν το νομοσχέδιο να περάσει «εύκολα» για το υπουργείο και χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, ήταν οι ίδιοι που μεταμφίεσαν την απουσία της Ένωσης, σε ένα παρελκυστικό «όχι», παρασύροντας συναδέλφους και διάλογο μακριά από τη λήψη των αποφάσεων. Πλέον έχουμε ένα νομοσχέδιο η φιλοσοφία του οποίου είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του Υπουργείου και της απουσίας της Ένωσης και όσοι διατείνονται ότι μπορούν πλέον να αλλάξουν τη φιλοσοφία του, συνεχίζουν το δρόμο της συλλογικής εξαπάτησης που μας έφερε ως εδώ, παρατείνοντας την ένταση και επενδύοντας στην απογοήτευση. Όμως, εκείνοι που μέχρι σήμερα δεν είπαν ποτέ την αλήθεια, γιατί να την πουν τώρα;

         Το νομοσχέδιο μπορεί όμως ακόμα να βελτιωθεί σημαντικά στη βάση υλοποιήσιμων προτάσεων που γίνονται στο φως της μέρας. Παρακάτω, επισημαίνονται τα σημεία του νομοσχεδίου, που υπέστησαν νομοτεχνική βελτίωση στη βάση των από 08/04/2024 προτάσεών μας, καθώς και τα σημεία που παραμένουν προβληματικά και μπορούν να ενσωματώσουν μεγαλύτερο μέρος από τις προτάσεις αυτές. Το επόμενο διάστημα, θα εντείνουμε τις προσπάθειες να επιτευχθούν περαιτέρω βελτιώσεις, συνεχίζοντας το δρόμο της ουσίας και της ειλικρίνειας.

         Ειδικότερα:

         1) Περιφερειακές έδρες (5 παρ. 2): Είχαμε προτείνει στις περιφερειακές έδρες να εξακολουθούν να υπάγονται μόνο πολιτικές υποθέσεις που υπάγονταν μέχρι σήμερα στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, χωρίς αρμοδιότητα επί ποινικών υποθέσεων. Με το άρθρο 5 §2 περιορίζεται η ποινική αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών αποκλειστικά στις περιφερειακές έδρες πρωτοδικείων που κατά την έναρξη ισχύος του νομοσχεδίου θα λειτουργούν ως μεταβατικές ποινικές έδρες «ακόμα και αν δεν διατηρούνται με το παρόν ως περιφερειακές έδρες πρωτοδικείου». Ως προς την πολιτική αρμοδιότητα, παραμένει αυτή του Μονομελούς.

         Παραμένει η αναγκαιότητα να διευκρινιστεί αν η αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών είναι αποκλειστική, με τη έννοια ότι αποκλείει την αρμοδιότητα του κεντρικού πρωτοδικείου, διότι διαφορετικά θα προκαλούνται αδικαιολόγητες ακυρότητες και καθυστερήσεις.

         2) Ένταξη νέων πρωτοδικών στη γενική επετηρίδα (άρθρο 8 παρ. 2): Υιοθετήθηκε μέρος της πρότασής μας για τη δυνατότητα εισαγωγής των νέων πρωτοδικών στη γενική επετηρίδα ανά έτος και όχι ανά τρία έτη (ως προέβλεπε το σχέδιο διαβούλευσης) και για περιορισμό των απαραίτητων εκθέσεων επιθεώρησης από δύο σε μία.

         Παραμένει, ωστόσο, η αδικαιολόγητη πρόβλεψη ότι για πρώτη φορά η δυνατότητα εισόδου στη γενική επετηρίδα θα υλοποιηθεί μετά από δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου, ενώ παραμένει και το πλαφόν του 20% του αριθμού των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας, ως όριο εισόδου. Με τον τρόπο αυτό όμως παρεμποδίζεται χωρίς λόγο η άμεση εισαγωγή νέων πρωτοδικών στη γενική επετηρίδα, διατηρείται η υπηρεσιακή ανασφάλεια και παράγονται αδικίες πολλών ταχυτήτων. Παράλληλα η διατύπωση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 8παρ.2 ως προς το χρόνο υποβολής αίτησης εισαγωγής στη γενική επετηρίδα των Δοκίμων Ειρηνοδικών και των σπουδαστών της ΕΣΔΙ σε σχέση με την είσοδο των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας, δημιουργεί μεγάλη ασάφεια τόσο ως προς το χρόνο διάρκειας της δοκιμασίας όσο και ως προς τη μεταξύ τους σειρά κατάταξης, που χρήζουν άμεσης αποσαφήνισης.

         3) Μεταθέσεις (9 παρ. 1): Είχαμε προτείνει μετά τη για οποιονδήποτε λόγο αποχώρηση από την υπηρεσία πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας, η κενή οργανική θέση που θα δημιουργείται να καλύπτεται κατά προτεραιότητα από πρωτοδίκη της αυτής (ειδικής) επετηρίδας, εφόσον υπάρχει σχετική αίτηση μετάθεσης. Ήδη, στο άρθρο 9 §1 προβλέπεται ότι στις οργανικές θέσεις των εδρών πρωτοδικείων που έχουν καλυφθεί από δικαστές προερχόμενους από την ειδική επετηρίδα, μετατίθενται κατά προτεραιότητα δικαστές της ειδικής επετηρίδας.

         4) Δαπάνες μετακίνησης (9 παρ. 2): Υιοθετείται πλήρως η θέση μας για απόδοση των δαπανών μετακίνησης, καθώς προβλέπεται ότι όπου απαιτείται μετακίνηση δικαστικού λειτουργού για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών από την έδρα πρωτοδικείου από ή προς παράλληλη ή περιφερειακή έδρα της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας, η δαπάνη μετακίνησης καταβάλλεται από το δημόσιο.

         5) Παράταση θητείας Διοικήσεων (άρθρο 51): Εκφράζουμε την σαφή αντίθεσή μας στην πρόβλεψη του άρθρου 51, για την παράταση της θητείας των Συμβουλίων Διοίκησης των Δικαστηρίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι συνάδελφοι των διοικήσεων έχουν ασκήσει άριστα τα καθήκοντά τους, η παράταση της θητείας τους με νόμο αποτελεί ευθεία παρέμβαση του νομοθέτη στο αυτοδιοίκητο, που δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις και δημιουργεί κακό προηγούμενο. Άλλωστε, η διετής διάρκεια της θητείας των Διοικήσεων αποτέλεσε πρόσφατη επιλογή του ίδιου του νομοθέτη του ν.4938/2022 επομένως η παράτασή της ενώ πλησιάζει ο χρόνος συμπλήρωσης, αντιβαίνει στο ίδιο το πνεύμα του ΚΟΔΚΔΛ. Τέλος, επισημαίνεται ότι εφόσον υπό τη σημερινή πρόβλεψη η ανάληψη καθηκόντων των νέων διοικήσεων λαμβάνει χώρα την 01.10.2024, είναι δεδομένο πως όλη η αναγκαία προετοιμασία και οι δέουσες αλλαγές θα έχουν υλοποιηθεί έγκαιρα από τις παρούσες διοικήσεις.

         6) Προσφυγή στην Ολομέλεια (άρθρο 52). Εκφράζουμε την ικανοποίησή μας για την πρόβλεψη του άρθρου 52 του νομοσχεδίου, με την οποία επανέρχεται η δυνατότητα προσφυγής παραληφθέντος συναδέλφου ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ (άρθρο 91παρ.12 σε συνδυασμό με 81παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ). Είναι μια διάταξη την αναγκαιότητα της οποίας είχαμε επισημάνει από πέρυσι, τότε που χτυπήσαμε το καμπανάκι της  υπηρεσιακής αυστηροποίησης και το προεδρείο μας επιτέθηκε για το ενδιαφέρον μας, ισχυριζόμενο ότι προσβάλουμε τον ΚΟΔΚΔΛ που ήταν δήθεν ένα «άρτιο νομοθέτημα».

         7) Διορισμός μετά από διετία από την αφυπηρέτηση (άρθρο 40): Άξια μνείας είναι και η πρόβλεψη του άρθρου 40, που αφορά τις ρυθμίσεις για τη Δικαστική Αστυνομία, σύμφωνα με την οποία «της Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας προΐσταται συνταξιούχος ανώτατος ή ανώτερος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος έχει αφυπηρετήσει τουλάχιστον δύο (2) χρόνια πριν από την έκδοση της δημόσιας πρόσκλησης του τρίτου εδαφίου».  Η παραπάνω ρύθμιση, υλοποιεί μια διαχρονική μας θέση για τη θεσμοθέτηση σταθερής απαγόρευσης κατάληψης θέσεων από αφυπηρετούντες συναδέλφους αμέσως μετά την αφυπηρέτηση, η συνταγματική θέσπιση δε χρονικού ορίου δύο ετών τουλάχιστον από την αφυπηρέτηση αποτελεί και απόφαση της Γενικής μας Συνέλευσης ήδη από το 2018. Σημειώνεται ότι το παρόν προεδρείο διαχρονικά είναι αντίθετο με κάθε τέτοιο περιορισμό.

         8) Μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 58): Με τις αλλαγές στο άρθρο 58 περί έναρξης ισχύος (άρθρο 46 στο σχέδιο της διαβούλευσης) διευκρινίζεται, όπως είχαμε ζητήσει, ότι η αναστολή εφαρμογής ως προς την Αττική αφορά μόνο την αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών και όχι τις υπόλοιπες ρυθμίσεις του Α΄ μέρους.

         9) Χρόνος διάρκειας ειδικής επετηρίδας: Δεν ορίζεται στο νόμο. Σύμφωνα με την Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του νομοσχεδίου: «Επισημαίνεται ότι πρόκειται όχι μόνο για ειδική αλλά και προσωρινή επετηρίδα, καθώς θα περιλαμβάνει μόνο θέσεις των υπηρετούντων σήμερα ειρηνοδικών, οι οποίες θα καταργούνται αυτοδικαίως ως θέσεις ειρηνοδικών με την αφυπηρέτηση ή τυχόν μετάταξή τους». Ο παραπάνω προσδιορισμός της ειδικής επετηρίδας ως πεπερασμένης, με ορίζοντα την αφυπηρέτηση και του τελευταίου νυν ειρηνοδίκη ή τη μετάταξή του στη γενική επετηρίδα, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής ρύθμισης, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι θα διατηρηθεί η μη υποχρεωτικότητα στην εισαγωγή στη γενική επετηρίδα, ώστε οι συνάδελφοι να κάνουν την επιλογή και τον προσωπικό τους προγραμματισμό, έχοντας ως δεδομένη την πολυετή συνύπαρξη των δύο επετηρίδων. Τέλος, πρέπει να ορισθεί ειδικά η τύχη των οργανικών θέσεων των αφυπηρετούντων από την ειδική επετηρίδα νυν ειρηνοδικών, οι οποίες θα πρέπει να μεταβαίνουν στη γενική επετηρίδα.

         10) Επιμόρφωση νέων πρωτοδικών: Πρέπει να καθορισθεί στο νόμο και όχι με υπουργική απόφαση τόσο το είδος όσο και ο ακριβής χρόνος έναρξης και η διάρκεια της επιμόρφωσης, προκειμένου να καταστεί προβλέψιμος και ο χρόνος έναρξης της πλήρους ανάληψης καθηκόντων πολιτικής δικαιοσύνης των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η επιμόρφωση των άλλοτε ειρηνοδικών ανατίθεται σε «δικαστικές υπηρεσίες», όμως στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του νομοσχεδίου ορίζεται ότι ως δικαστική υπηρεσία εννοείται και η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Υιοθετείται επομένως στο σημείο αυτό εν μέρει η πρότασή για ενεργή εμπλοκή της ΕΣΔΙ στη διαδικασία επιμόρφωσης, καθώς η επιμόρφωση πρέπει να γίνεται οργανωμένα με βάση πρόγραμμα ενιαίο και υπό την γενική εποπτεία της ΕΣΔΙ. Για λόγους λειτουργικούς και πρακτικούς (έλλειψη αιθουσών στην ΕΣΔΙ) θα μπορούσε ενδεχόμενα η επιμόρφωση να γίνεται σε επιμέρους κεντρικά πρωτοδικεία, με βάση όμως πρόγραμμα της ΕΣΔΙ και με επιλογή των διδασκόντων από την ΕΣΔΙ.

 

         11) Έρευνες (άρθρο 7 παρ. 2): Ορίζεται ότι οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες εξακολουθούν να εκτελούν τα καθήκοντα που εκτελούσαν έως την κατάργηση των ειρηνοδικείων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιορισμοί της καθ’ ύλη αρμοδιότητας αυτών και ότι στα καθήκοντά τους περιλαμβάνεται η διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 256 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96). Η διάταξη στο βαθμό που παραπέμπει στα οριζόμενα στο άρθρο 256 ΚΠΔ, το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει ότι «Η νυχτερινή έρευνα σε κατοικία επιτρέπεται…και μόνο στον εισαγγελέα, στον ανακριτή, στους ειρηνοδίκες και τους πταισματοδίκες» θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι δεν ιδρύει αποκλειστική αρμοδιότητα ερευνών για τους νυν ειρηνοδίκες, αλλά απλώς επιβεβαιώνει τη συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα λοιπά δικαστικά πρόσωπα.

 

         12) Ποινικό Τμήμα Πρωτοδικείου Αθηνών (άρθρο 6 εδ. ε΄): Δεν γίνεται καμία εξειδίκευση για τον τρόπο λειτουργίας του τμήματος αυτού, π.χ. από ποιους και με ποια διαδικασία θα συγκροτείται, ποιος ο αριθμός των δικαστών που θα υπηρετούν, αν η απασχόληση θα είναι αποκλειστική, για πόσο χρόνο θα διορίζεται ο δικαστής στο τμήμα και αν θα μπορεί να ανανεωθεί η θητεία του, κ.λ.π.

Ένα σχόλιο στο σημερινό Δελτίο Τύπου

Ένα σχόλιο στο σημερινό Δελτίο Τύπου

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,

 

Αθήνα, 9 Απριλίου 2024

 

         Το σημερινό Δελτίο Τύπου του προεδρείου της Ένωσης ήταν αναμενόμενο. Στη λογική της δημαγωγίας που καλλιέργησε όλα τα προηγούμενα χρόνια κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια να διασωθεί από την δικαιολογημένη αγανάκτηση των συναδέλφων για τις αντιφάσεις σε λόγια και έργα, για την αδράνεια και την διγλωσσία. Ενώ ο Υπουργός Δικαιοσύνης σε δημόσια δήλωσή του τονίζει ότι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων συμφωνεί σχεδόν στο σύνολο του νομοσχεδίου, το προεδρείο εκφράζει τάχα την διαφωνία του σε σχέση με την υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών της ειδικής επετηρίδας. Εμπαίζει έτσι αρχικά τους Πρωτοδίκες αφού η πρόταση που καταθέτει είναι στην ουσία μια εμβόλιμη επετηρίδα προβλέποντας προαγωγή των Ειρηνοδικών Α’ σε Προέδρους Πρωτοδικών και στην συνέχεια σε Εφέτες, αν και επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι είναι αντίθετο στην εμβόλιμη επετηρίδα η οποία παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Η θέση τους αυτή εάν υλοποιούνταν θα οδηγούσε στο καινοφανές να υπάρχει βαθμός του Εφέτη στα Πρωτοδικεία χωρίς να προσδιορίζεται τι είδους δικαστικά καθήκοντα θα μπορούν να αναλάβουν. Εμπαίζει όμως και τους Ειρηνοδίκες αφού το ίδιο το προεδρείο έχει συναινέσει στο νομοσχέδιο όπως έχει κατατεθεί. Κάνει μια πολύ καλή αντιγραφή πολλών από τις θέσεις που διατυπώσαμε χθες (μεταθέσεις στην ειδική επετηρίδα, έξοδα μετακίνησης, επιμόρφωση, μισθολογικά, προανάκριση, μεταβατικές διατάξεις, αύξηση οργανικών θέσεων) ενώ αφήνει αρρύθμιστα βασικά ζητήματα που απασχολούν τους συναδέλφους με βασικότερο ότι δεν λαμβάνει θέση για το ανώτατο ποσοστό 20% των δικαστών της ειδικής επετηρίδας που επιθυμούν να εισαχθούν στην γενική, ούτε για την διετία που πρέπει να παρέλθει έως την υποβολή αίτησης. Ενώ γνωρίζουν ποια είναι πλέον η βούληση της κυβέρνησης αντί να αγωνιστούν για την δυνατότητα γρήγορης ένταξης στην γενική επετηρίδα, τάζουν δήθεν δυνατότητα γρήγορης ανέλιξης μέσω της ειδικής επετηρίδας. Καλλιέργησαν για πολλούς μήνες αυταπάτες και εφησυχασμό ότι τάχα η ενοποίηση δεν θα γίνει. Έδωσαν υποσχέσεις για μισθολογική εξομοίωση ειρηνοδικών και πρωτοδικών χωρίς αλλαγή της υλικής αρμοδιότητας. Τώρα εκ του ασφαλούς τάζουν προαγωγές.  «Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους για πάντα».

Παρατηρήσεις για τη διαβούλευση του νομοσχεδίου για την ενοποίηση

Παρατηρήσεις για τη διαβούλευση του νομοσχεδίου για την ενοποίηση

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,

 

Αθήνα, 8 Απριλίου 2024

 

            Η ώρα της υλοποίησης μιας εξαγγελίας του υπουργείου Δικαιοσύνης, που ήταν γνωστή στους πάντες από το προηγούμενο καλοκαίρι έφτασε. Η καθολική αποτυχία του εσωτερικού μας διαλόγου και η διγλωσσία που επικράτησε στο περιθώριο ενός εξαρχής ψευδεπίγραφου «όχι» στην ενοποίηση, κατακερμάτισε τις δυνάμεις του Σώματος, γέννησε απογοήτευση και καχυποψία που έχει δηλητηριάσει τις σχέσεις μεταξύ των συναδέλφων και παράλληλα απέτρεψε οποιαδήποτε ουσιαστική παρέμβαση του Σώματος στους όρους της ενοποίησης. Μετά από οκτώ μήνες πλήρους αδράνειας του προεδρείου της Ένωσής μας, βρισκόμαστε πια ενώπιον ενός νομοσχεδίου που είναι το τέκνο των πρωτοβουλιών του υπουργείου και της ολοκληρωτικής απουσίας της δικής μας Ένωσης.

            Τα μέλη του προεδρείου της κ. Στενιώτη, που όλο αυτό το διάστημα δε δίσταζαν να υποστηρίζουν κάθε δυνατή θέση, παραλλάσσοντας το αφήγημα ανάλογα με το συνομιλητή τους, ενώ δήλωναν «αρνητές» της ενοποίησης, δεν μπορούν σήμερα να εμπνεύσουν αξιοπιστία σε κανέναν, παρόλο που η διγλωσσία και η επένδυση στην αναστάτωση συνεχίζεται. Οι συνάδελφοι, είτε ειρηνοδίκες, είτε πρωτοδίκες, μπορούν πια να αξιολογήσουν ότι η ειλικρίνεια των προθέσεων, μετριέται στη συνέπεια των πράξεων. Έτσι, όπως από τον περασμένο Αύγουστο ζητήσαμε να ανοίξει ο εσωτερικός μας διάλογος με έκτακτη Γ.Σ. και το προεδρείο αρνήθηκε, όπως από τον Οκτώβριο καταθέσαμε πρόταση για μια «ήπια» ενοποίηση και το προεδρείο κώφευσε, όπως απαιτήσαμε ηλεκτρονική ψηφοφορία τότε που ακόμα είχε νόημα και όχι όταν πια όλα είχαν τελειώσει, έτσι και σήμερα θα προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτό που μας αναλογεί. Χωρίς να καλλιεργήσουμε όψιμες προσδοκίες, που θα ακούγονταν ευχάριστες, αλλά δεν θα ήταν υλοποιήσιμες και σεβόμενοι έμπρακτα την ουσιώδη αναστάτωση εκατοντάδων συναδέλφων, των οποίων η υπηρεσιακή ζωή αλλάζει ραγδαία, θα επιδιώξουμε με θέσεις, εκείνες τις αναγκαίες και άμεσα εφαρμόσιμες παρεμβάσεις, που θα αποσαφηνίσουν το σχεδιαζόμενο τοπίο και θα μειώνουν τις αρνητικές συνέπειες μιας φαραωνικής μεταρρύθμισης. Το επόμενο διάστημα, αντίστοιχες παρεμβάσεις αναμένεται να γίνουν τόσο στον ΚΠολΔ όσο και στον ΚΟΔΚΔΛ. Η Ένωση, αλλάζοντας πλέον πορεία, θα πρέπει να έχει δυναμική και ουσιαστική παρέμβαση σε κάθε στάδιο υλοποίησης της ενοποίησης.

Ειδικότερα:

  • Ένταξη στη γενική επετηρίδα (άρθρο 8 παρ. 2): Η πρόβλεψη για εισαγωγή των νυν ειρηνοδικών στη γενική επετηρίδα κάθε τριετία είναι προβληματική, όπως επίσης και ο καθορισμός συγκεκριμένου ποσοστού εισαγωγής τους (εδάφ. β΄). Πιο δίκαιη και πιο συμβατή με τον πεπερασμένο χαρακτήρα της ειδικής επετηρίδας είναι η επιλογή της ένταξης στην γενική επετηρίδα ετησίως, με μη προσδιοριζόμενο ανώτατο ποσοστό εισερχομένων, μετά από αίτησή τους και κρίση του ΑΔΣ. Εφόσον το Υπουργείο αναθέτει πλήρη καθήκοντα στους δικαστές της ειδικής επετηρίδας δεν υπάρχει κανένας λόγος να τους στερεί την δυνατότητα άμεσης εισόδου στη γενική επετηρίδα. Η προϋπόθεση της ύπαρξης δύο τουλάχιστον εκθέσεων επιθεώρησης για την εισαγωγή στην γενική επετηρίδα, θα πρέπει να μειωθεί σε μία, καθώς με τον τρόπο αυτό η δεύτερη προϋπόθεση θα κινηθεί χρονικά παράλληλα με την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης του προγράμματος επιμόρφωσης, επιταχύνοντας την αξιοποίηση των αιτούντων εισαγωγή στην γενική επετηρίδα. Ως προς τη σειρά ένταξης στη γενική επετηρίδα, πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η κατάταξη από την ειδική στη γενική επετηρίδα μετά τον τελευταίο πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας (εδαφ. δ΄), έχει το νόημα ότι θα τίθεται μετά τον πρωτοδίκη, που είναι τελευταίος στη γενική επετηρίδα αποκλειστικά κατά τον χρόνο της κατάταξης, ώστε από το χρονικό σημείο αυτό και έπειτα να αποκρυσταλλώνεται η θέση του στην γενική επετηρίδα και να προηγείται από κάθε επόμενο (είτε μετατασσόμενο σε επόμενη χρονιά ειρηνοδίκη, είτε πάρεδρο πρωτοδικείου). Ως προς την ένταξη των Δόκιμων Ειρηνοδικών Δ΄ και των εκπαιδευόμενων της ΕΣΔΙ που ολοκλήρωσαν το πρώτο στάδιο της κατάρτισης (εδαφ. ε΄), το ορθό θα είναι να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα ταυτόχρονα με τους πρώτους αιτούντες εκ της ειδικής επετηρίδας, οι οποίοι θα πρέπει και να προηγηθούν σε αρχαιότητα ως εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί. Ακόμη, θα πρέπει να προσδιορισθεί και η σειρά κατάταξης στη γενική επετηρίδα μεταξύ Δόκιμων ειρηνοδικών Δ΄, εκπαιδευόμενων της ΕΣΔΙ της νυν κατεύθυνσης ειρηνοδικών και εκπαιδευόμενων της ΕΣΔΙ της κατεύθυνσης πρωτοδικών. Τέλος, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι πρακτικές συνέπειες της αντιστοίχισης μεταξύ πρωτοδικών της ειδικής και της γενικής επετηρίδας (άρθρο 8παρ.1). Νομοτεχνικά καταλληλότερη κρίνεται η μετακίνηση της παραγράφου 1 του άρθρου 8, στο άρθρο 10 που αφορά στη μισθολογική αντιστοίχιση.

  • Καθήκοντα νυν ειρηνοδικών: Στο νομοσχέδιο ορίζεται ότι μέχρι την ολοκλήρωση της επιμόρφωσης, οι άλλοτε ειρηνοδίκες, εξακολουθούν να εκτελούν τα ίδια καθήκοντα που έχουν σήμερα, όμως ανεξαρτήτως ποσού (άρθρο 7 παρ. 2). Δεν αποσαφηνίζεται αν η διάταξη αφορά τα καθήκοντα που σχετίζονται με τις πολιτικές υποθέσεις ή περιλαμβάνονται και τα προανακριτικά καθήκοντα, εκεί που σήμερα δεν υφίστανται ειδικά πταισματοδικεία. Ακόμη ορίζεται ότι «στις πολυμελείς συνθέσεις μεταξύ πρωτοδίκη και υπηρετούντος, μέχρι τη έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκη, αρχαιότερος θεωρείται ο πρωτοδίκης της γενικής επετηρίδας». Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται αν το προβάδισμα αυτό αφορά και όλα τα άλλα καθήκοντα και τις λοιπές υπηρεσιακές σχέσεις, π.χ. προτίμηση τμήματος, προτίμηση τμήματος διακοπών, συμμετοχή σε διοικήσεις πρωτοδικείων, κ.λ.π
  • Το ΣχΝ πρέπει να διευκρινίσει ακριβώς την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών του πρώτου βαθμού, ενώ τα πιο πάνω ζητήματα, που αποτελούν αντικείμενο προσαρμογής του ΚΟΔΚΔΛ στην ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να αντιμετωπιστούν με δίκαιο τρόπο και αφού ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα-διακριτά ως ένα βαθμό καθήκοντα των πρωτοδικών της ειδικής και γενικής επετηρίδας και οι ανάγκες των πρωτοδικείων. Περαιτέρω, ορίζεται ότι στη συνέχεια οι άλλοτε ειρηνοδίκες θα δικάζουν όλες τις αστικές υποθέσεις, ποινικές, αρμοδιότητας μονομελούς και θα μετέχουν ως μέλη σε τριμελείς συνθέσεις «μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης». Η λέξη «επιτυχή» δέον να απαλειφθεί, καθώς δημιουργεί ερωτηματικά για το ποιο είναι το περιεχόμενο και οι συνέπειες της «μη επιτυχούς» ολοκλήρωσης των προγραμμάτων καθώς και ποιες είναι οι προϋποθέσεις της επιτυχούς ολοκλήρωσης.

  • Μεταθέσεις-Αμετάθετο των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας: Ρυθμίζεται ρητά η δυνατότητα των άλλοτε ειρηνοδικών να μη μετατίθενται χωρίς αίτησή τους, πλην των περιπτώσεων της υποχρεωτικής μετάθεσης του άρθρου 60 παρ. 4 ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 9). Δέον να αποσαφηνισθεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορά τους άλλοτε ειρηνοδίκες που εντάσσονται στην ειδική επετηρίδα και όχι στη γενική, καθώς η ύπαρξη θεσμού αμετάθετου είναι ασύμβατη με το σύστημα προαγωγών της γενικής επετηρίδας.
  • Περαιτέρω, δεν ορίζεται αν η κινητικότητα των μεταθέσεων αφορά κάθε επετηρίδα χωριστά, ώστε να προσδιορίζονται και ξεχωριστές θέσεις σε κάθε Δικαστήριο για κάθε επετηρίδα ή ενιαία οπότε πρέπει να προσδιοριστεί η αρχαιότητα μεταξύ των δικαστών την κάθε επετηρίδας. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: το άρθρο 6 ΣχΝ καθορίζει ενιαία τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών, χωρίς διάκριση γενικής και ειδικής επετηρίδας. Αυτό θα οδηγήσει ουσιαστικά στο αμετάθετο των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας, αφού σε περίπτωση οργανικού κενού στην (ενιαία) επετηρίδα των πρωτοδικών, αυτή θα καλυφθεί από τους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας, οι οποίοι κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 ΣχΝ θεωρούνται αρχαιότεροι. Η εξέλιξη αυτή είναι άδικη, καθώς δεν λαμβάνει ιδιαίτερες περιπτώσεις, στις οποίες οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας έχουν σοβαρό λόγο μετάθεσης, ενώ δεν γίνεται σεβαστή η μέχρι σήμερα υφιστάμενη υπηρεσιακή τους κατάσταση. Προς αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού και με γνώμονα τον απόλυτο σεβασμό της αρχαιότητας μεταξύ των δικαστών του πρώτου βαθμού και της μέχρι σήμερα χωριστής επετηρίδας των ειρηνοδικών προτείνονται τα ακόλουθα: μετά την για οποιονδήποτε λόγο αποχώρηση από την υπηρεσία πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας, η κενή οργανική θέση που δημιουργείται καλύπτεται κατά προτεραιότητα από πρωτοδίκη της αυτής (ειδικής) επετηρίδας, εφόσον υπάρχει σχετική αίτηση μετάθεσης. Αν δεν υποβληθεί τέτοιο αίτημα μετάθεσης, τότε η οργανική αυτή θέση καλύπτεται από πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας.

  • Χρόνος διάρκειας ειδικής επετηρίδας: Σύμφωνα με την Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του νομοσχεδίου: «Επισημαίνεται ότι πρόκειται όχι μόνο για ειδική αλλά και προσωρινή επετηρίδα, καθώς θα περιλαμβάνει μόνο θέσεις των υπηρετούντων σήμερα ειρηνοδικών, οι οποίες θα καταργούνται αυτοδικαίως ως θέσεις ειρηνοδικών με την αφυπηρέτηση ή τυχόν μετάταξή τους». Ο παραπάνω προσδιορισμός της ειδικής επετηρίδας ως πεπερασμένης, με ορίζοντα την αφυπηρέτηση και του τελευταίου νυν ειρηνοδίκη ή τη μετάταξή του στη γενική επετηρίδα, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής ρύθμισης, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι θα διατηρηθεί η μη υποχρεωτικότητα στην εισαγωγή στη γενική επετηρίδα, ώστε οι συνάδελφοι να κάνουν την επιλογή και τον προσωπικό τους προγραμματισμό, έχοντας ως δεδομένη την πολυετή συνύπαρξη των δύο επετηρίδων. Τέλος, πρέπει να ορισθεί ειδικά η τύχη των οργανικών θέσεων των αφυπηρετούντων από την ειδική επετηρίδα νυν ειρηνοδικών, οι οποίες θα πρέπει να μεταβαίνουν στη γενική επετηρίδα.

  • Μισθολογική κατάσταση νυν ειρηνοδικών: για την μισθολογική κατάσταση των άλλοτε ειρηνοδικών αναφέρεται ότι «λαμβάνουν όλες τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με τους οποίους αντιστοιχούν κατά το άρθρο 8, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών προαγωγών και κατ’ αναλογία των ετών πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας, διατηρώντας τις υφιστάμενες αποδοχές τους όπου αυτές είναι υψηλότερες» (άρθρο 10). Η πρόβλεψη αυτή είναι σωστή, αλλά πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω προς τον σκοπό αποσαφήνισης πότε οι ειρηνοδίκες θα θεωρούνται ότι ανεβαίνουν μισθολογικό κλιμάκιο και λαμβάνουν αυξημένες αποδοχές εξομοιούμενοι με δικαστή ανώτερου βαθμού. Από τον συνδυασμό του άρθρου 8 παρ. 1 με το άρθρο 10, που αναφέρεται στην μισθολογική κατάσταση όλων των πρώην ειρηνοδικών, προκύπτουν ασάφειες ως προς την τελική μισθολογική κατάσταση των ανωτέρω με συνέπεια να μην είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο ότι δεν θα διαταραχθεί το υφιστάμενο μισθολογικό καθεστώς των ειρηνοδικών. Συνεπώς, θα πρέπει να διευκρινιστεί το πώς θα αντιμετωπισθεί Α) ο ειρηνοδίκης Γ που κατά την ισχύ του νόμου θα έχει υπηρεσία από 7 έως 8 έτη, Β) ο ειρηνοδίκης Β που κατά την ισχύ του νόμου θα έχει άνω των 12 ετών υπηρεσία και Γ) ο ειρηνοδίκης Α που θα έχει άνω των 24 ετών υπηρεσία

  • Έξοδα μετακίνησης: Η ενοποίηση των οργανικών θέσεων και η μεταφορά τους στα κεντρικά πρωτοδικεία, με την ταυτόχρονη λειτουργία παράλληλων εδρών και περιφερειακών εδρών, θα δημιουργήσει υποχρεώσεις μετάβασης των δικαστικών λειτουργών εκτός της υπηρεσιακής τους έδρας. Ως εκ τούτου τα έξοδα μετάβασης, που ειδικά στις περιπτώσεις που οι περιφερειακές έδρες βρίσκονται σε απομακρυσμένες ή νησιωτικές περιοχές είναι υψηλά, θα πρέπει να καταβάλλονται από το δημόσιο. Συνεπώς, θα πρέπει να προστεθεί πρόβλεψη αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 11 για τους δικαστικούς υπαλλήλους με το εξής περιεχόμενο: «Όπου απαιτείται μετακίνηση δικαστικού λειτουργού για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών από την κεντρική έδρα του πρωτοδικείου από ή προς παράλληλη ή περιφερειακή έδρα της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας, η δαπάνη μετακίνησης καταβάλλεται από το δημόσιο».

  • Επιμόρφωση νυν ειρηνοδικών: Πρέπει να καθορισθεί στο νόμο και όχι με υπουργική απόφαση τόσο το είδος όσο και ο ακριβής χρόνος έναρξης και η διάρκεια της επιμόρφωσης, προκειμένου να καταστεί προβλέψιμος και ο χρόνος έναρξης της πλήρους ανάληψης καθηκόντων των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η επιμόρφωση των άλλοτε ειρηνοδικών ανατίθεται σε «δικαστικές υπηρεσίες» (άρθρο 13). Επομένως, φαίνεται εσφαλμένα να τίθεται εκτός του επιμορφωτικού αυτού έργου η ΕΣΔΙ. Όμως η επιμόρφωση πρέπει να γίνεται οργανωμένα με βάση πρόγραμμα ενιαίο και υπό την γενική εποπτεία της ΕΣΔΙ. Για λόγους λειτουργικούς και πρακτικούς (έλλειψη αιθουσών στην ΕΣΔΙ) θα μπορούσε ενδεχόμενα η επιμόρφωση να γίνεται σε επιμέρους κεντρικά πρωτοδικεία, με βάση όμως πρόγραμμα της ΕΣΔΙ και με επιλογή των διδασκόντων από την ΕΣΔΙ.

  • Προανάκριση: Κατά το νομοσχέδιο για χρονικό διάστημα 3 ετών η προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση διενεργείται από τους ήδη υπηρετούντες πταισματοδίκες (άρθρο 14 παρ. 2). Δεν διευκρινίζεται, όμως, τι γίνεται στα ειρηνοδικεία, όπου δεν λειτουργούν ειδικά πταισματοδικεία, ποια η τοπική αρμοδιότητα των ειδικών πταισματοδικείων (σε όλη την περιφέρεια του κεντρικού πρωτοδικείου) και αν η αρμοδιότητα αυτή είναι αποκλειστική. Επίσης, δεν προκύπτει πώς η διάταξη αυτή λειτουργεί παράλληλα με την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β΄ που προβλέπει προανακριτικά τμήματα στα κεντρικά και παράλληλα πρωτοδικεία και πώς θα στελεχώνονται αυτά. Σημειώνεται εδώ μόνο ότι υπό το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση διενεργείται μόνο από ανακριτικούς υπαλλήλους, ιδιότητα που δεν έχουν οι πρωτοδίκες και συνεπώς πρέπει να αποσαφηνιστεί αν την ιδιότητα αυτή θα έχουν πλέον οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας, διότι διαφορετικά δεν θα είναι πρακτικά εφαρμόσιμη η διάταξη που αναθέτει στα πρωτοδικεία προανακριτικό έργο.

  • Περιφερειακές έδρες: Θα πρέπει να ορισθεί ότι η αρμοδιότητά τους είναι αποκλειστική με τη έννοια ότι αποκλείει την αρμοδιότητα του κεντρικού πρωτοδικείου, διότι διαφορετικά θα προκαλούνται αδικαιολόγητες ακυρότητες και καθυστερήσεις.
  • Ιδιαίτερα προβληματική είναι η πρόβλεψη για πρώτη φορά μεταφοράς αρμοδιότητας επί ποινικών υποθέσεων (αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου) στις περιφερειακές έδρες. Με τη διάταξη αυτή δεν αντιμετωπίζονται πρακτικά προβλήματα από την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αλλά καθιερώνεται ειδική υλική αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών. Η επιλογή αυτή θα έχει τις ακόλουθες δυσμενείς συνέπειες: α) θα οδηγήσει στην (προβλεπόμενη στο άρθρο 14 παρ. 4 ΣχΝ) απόσυρση ποινικών υποθέσεων και στον εκ νέου προσδιορισμό τους, που συνδέεται με αυτονόητη καθυστέρηση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και κίνδυνο παραγραφής των εγκλημάτων, β) ενόψει του ότι τα κριτήρια προσδιορισμού του τοπικά αρμόδιου δικαστηρίου προβλέπονται στο άρθρο 122 ΚΠΔ παράλληλα, καθιερώνοντας συντρέχουσα αρμοδιότητα, στις εκκρεμείς υποθέσεις δεν θα είναι πάντοτε δυνατόν να προσδιοριστεί το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τις νέες διατάξεις για την ίδρυση περιφερειακών εδρών, γ) συνεπάγεται αδικαιολόγητη ταλαιπωρία για το σύνολο των δικαστών, εισαγγελέων και γραμματέων που θα μεταβαίνουν σε όλες τις περιφερειακές έδρες, ενώ ταυτόχρονα θα επιβαρύνεται το Δημόσιο με πρόσθετες δαπάνες αποζημίωσής τους για τις υπηρεσιακές αυτές μετακινήσεις. Τονίζεται ότι σε κάθε περιφερειακή έδρα θα πρέπει να μετακινείται και ένας δικαστικός γραμματέας για την εκκαθάριση των ποινών και την άσκηση των ενδίκων μέσων, επιβαρύνοντας την λειτουργία των πρωτοδικείων αό την διαπιστωμένη υποστελέχωση της γραμματείας, ενώ με την λειτουργία των ποινικών εδρών μόνο στην κεντρική έδρα του πρωτοδικείου οι ανάγκες αυτές θα καλύπτονται από έναν μόνο γραμματέα, δ) η μετά τον Ν. 5090/2024 υπαγωγή των πλημμελημάτων κατά κανόνα στο μονομελές πλημμελειοδικείο θα συνεπάγεται την ανάγκη σχεδόν καθημερινής λειτουργίας ποινικών ακροατηρίων στις περιφερειακές έδρες και σε ορισμένες περιπτώσεις αδυναμίας εξεύρεσης κατάλληλων αιθουσών, ενώ σε κάθε περίπτωση θα είναι αναγκαία η προσαρμογή των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των πρωτοδικείων, ώστε να γίνει η κατάλληλη κατανομή των ποινικών υποθέσεων, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστός ο αριθμός των υποθέσεων που πρόκειται να εισαχθούν σε καθεμία από τις περιφερειακές έδρες. Έτσι, κρίνεται επιβεβλημένη η διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος, δηλ. να οριστεί ότι στις περιφερειακές έδρες εξακολουθούν να υπάγονται μόνο πολιτικές υποθέσεις που υπάγονταν μέχρι σήμερα στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, χωρίς αρμοδιότητα επί ποινικών υποθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, αν δεν γίνει δεκτή η πρόταση αυτή, πρέπει να διευκρινιστεί αν η αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι αποκλείει την αρμοδιότητα του κεντρικού πρωτοδικείου, διότι διαφορετικά θα προκαλούνται αδικαιολόγητες ακυρότητες και καθυστερήσεις.

  • Ποινικό Τμήμα Πρωτοδικείου Αθηνών και Πειραιώς (άρθρο 6 εδ. ε΄): Δεν γίνεται καμία εξειδίκευση για τον τρόπο λειτουργίας του τμήματος αυτού, π.χ. από ποιους και με ποια διαδικασία θα συγκροτείται, ποιος ο αριθμός των δικαστών που θα υπηρετούν, αν η απασχόληση θα είναι αποκλειστική, για πόσο χρόνο θα διορίζεται ο δικαστής στο τμήμα και αν θα μπορεί να ανανεωθεί η θητεία του, κ.λ.π. Επίσης, πρέπει να αποσαφηνιστεί πώς η ίδρυση του Ποινικού Τμήματος συνάδει με την γενική πρόβλεψη ανάθεσης ποινικής ύλης στα περιφερειακά πρωτοδικεία της Αττικής.

  • Έναρξη ισχύος (άρθρο 46): Η διάταξη του άρθρου 46 για την έναρξη ισχύος περιλαμβάνει ασάφεια ως προς την Περιφέρεια Αττικής, ορίζοντας ότι ειδικά για την Περιφέρεια Αττικής η ισχύς του μέρους Α΄, που αφορά την ενοποίηση, εκκινεί από την 1.1.2026. Η επιφύλαξη υπέρ των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ είναι (τουλάχιστον εν μέρει) προφανώς εσφαλμένη, καθώς η περίπτωση δ΄ αφορά στην έναρξη ισχύος διατάξεων που εντάσσονται στο Β΄ Μέρος του νομοσχεδίου. Όμως η διάταξη φαίνεται να βρίσκεται σε αντίφαση με την μεταβατική του 14 παρ. 1 που ορίζει ότι η ισχύουσα αρμοδιότητα αφορά μόνο τις περιφερειακές έδρες της Αττικής (Μαρούσι, Κορωπί, Περιστέρι, Καλλιθέα και Μέγαρα). Δέον λοιπόν να διευκρινιστεί αν αναστέλλεται συνολικά η εφαρμογή του μέρους Α΄ ως προς την Αττική, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να υφίστανται τα υφιστάμενα σήμερα Ειρηνοδικεία και όχι οι ως άνω περιφερειακές έδρες των κεντρικών Πρωτοδικείων έως τις 31.12.2025, ή εάν το μέρος Α΄ εφαρμόζεται και απλώς διαφοροποιείται η αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς για το διάστημα αυτό, ώστε αυτές να έχουν καθ’ ύλη αρμοδιότητα μόνο για τις υποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 14 παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι δεν υφίσταται αναστολή των κεφαλαίων Δ και Ε του Α΄ Μέρους.

  • Πρόβλεψη εθελούσιας εξόδου: η μεταρρύθμιση που επέρχεται με το νέο δικαστικό χάρτη και των ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δημιουργεί δεδομένα υπηρεσιακής επιβάρυνσης μη προβλέψιμης και μη διαχειρίσιμης για όλους. Ως εκ τούτου, εφόσον υφίστανται λόγοι υγείας, αλλά και για έναν αριθμό συναδέλφων που προσεγγίζουν την αφυπηρέτηση, σκόπιμη θα ήταν η πρόβλεψη ενός προγράμματος εθελούσιας εξόδου από την υπηρεσία, η εφαρμογή του οποίου θα ωφελήσει και θα επιταχύνει το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης μέσω της ανανέωσης του ανθρώπινου δυναμικού και της έγκαιρης αποχώρησης με όρους αξιοπρέπειας.

 

  • Αύξηση οργανικών θέσεων: Με την έναρξη της υλοποίησης της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας από την επόμενη δικαστική χρονιά, προβλέπεται ότι θα εκτοξευθεί πολύ άμεσα ο αριθμός των αστικών υποθέσεων που θα εκδικάζονται κατ’ έφεση από τα πολιτικά εφετεία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει άμεσα να υλοποιηθεί μια πολύ σημαντική αύξηση των οργανικών θέσεων των εφετών, καθώς σε αντίθετη περίπτωση ο τεράστιος όγκος ύλης που θα έρθει από τον ενοποιημένο πρώτο βαθμό προς το εφετείο, δεν θα είναι διαχειρίσιμος από τον υπάρχοντα αριθμό εφετών και θα προκληθεί υπερχρέωση και καθυστερήσεις. Παράλληλα, μετά τον διπλασιασμό των πρωτοδικών, με την ένταξη των μέχρι σήμερα ειρηνοδικών σε ειδική επετηρίδα πρωτοδικών και προκειμένου να διατηρηθεί η αναλογία μεταξύ Προέδρων Πρωτοδικών και Πρωτοδικών και να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία τόσο των πολιτικών όσο και των ποινικών δικαστηρίων επιβάλλεται η ανάλογη αύξηση των οργανικών θέσεων των προέδρων πρωτοδικών.

Για τις δηλώσεις του Ν. Φαραντούρη

Για τις δηλώσεις του Ν.Φαραντούρη

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδικης,

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,

Μέλη του ΔΣ της ΕΔΕ

Αθήνα, 20.3.2024

        Η σύνδεση του ρόλου της Ευρωπαίας Εισαγγελέα στην πολιτική αντιπαράθεση της χώρας είναι απαράδεκτη και αποδοκιμαστέα. Ακόμα περισσότερο προκλητική αλλά και πρωτάκουστη είναι η ευχή  πολιτικού και υποψηφίου ευρωβουλευτή να πέσει  μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση με παρέμβαση ενός ευρωπαϊκού δικαστικού οργάνου. Αποτελεί ύβρι στη Δημοκρατία και στους αγώνες που δόθηκαν από τον ελληνικό λαό μετά την μεταπολίτευση. Τέλος ενώ η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις είναι καλοδεχούμενη, η συλλήβδην απαξίωση του Αρείου Πάγου ως προς την νομική επάρκεια των ανώτατων Δικαστών, αποτελεί στρέβλωση της πραγματικότητας.

Ενημέρωση για το έκτακτο Δ.Σ. της 26/3/2024

         Στο σημερινό έκτακτο Δ.Σ., τη σύγκληση του οποίου ζητήσαμε εμείς με αίτημά μας που υποβάλαμε στις 20-3-2024, παραβρέθηκαν πέντε μέλη του Δ.Σ. (Μ.Στενιώτη, Ε.Κώνστα, Χαρ.Σεβαστίδης, Μ.Τσέφας και Ι.Ασπρογέρακας) και λόγω έλλειψης απαρτίας αναβλήθηκε για την 1-4-2024.

         Για την συζήτηση των θεμάτων του σημερινού έκτακτου Δ.Σ. και ειδικότερα για το δεύτερο θέμα, που αφορά στις δηλώσεις του Υπουργού Α.Γεωργιάδη σε βάρος της Ευρωπαίας Εισαγγελέα, η ομάδα μας κατέθεσε τις ακόλουθες θέσεις (αριθ. πρωτ. 16/26.3.2024):

 

“ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ Α.ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης,

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης

Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα, 26 Μαρτίου 2024

 

         Η ποιότητα της Δημοκρατίας μιας χώρας κρίνεται από το επίπεδο των θεσμών και τον σεβασμό των πολιτειακών παραγόντων απέναντι στους θεσμούς. Οι λειτουργοί της δικαιοσύνης τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο αποτελούν τους εγγυητές του κράτους δικαίου και για τον λόγο αυτό περιβάλλονται από ένα πλέγμα διατάξεων που κατοχυρώνει την ανεξαρτησία τους ιδίως απέναντι στην εκτελεστική εξουσία. Η ευρωπαϊκή εισαγγελία αποτελεί ανεξάρτητη και αποκεντρωμένη εισαγγελική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο σεβασμός στο έργο της είναι θεμελιώδης υποχρέωση των οργάνων όλων των κρατών μελών. Οι δηλώσεις του Υπουργού Άδωνι Γεωργιάδη σε βάρος της επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας συνιστούν απρέπεια και ευθεία απειλή εναντίον μιας δικαστικής λειτουργού εκθέτοντας την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ως εκπρόσωποι της μεγαλύτερης δικαστικής Ένωσης της χώρας και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών καταδικάζουμε τις δηλώσεις αυτές που προσβάλουν όχι μόνο προσωπικά την κ Covesi αλλά θεσμικά την δικαιοσύνη. Θεωρούμε χρέος μας συνεπώς να ενημερώσουμε τα αρμόδια όργανα της EAJ. Οι δηλώσεις αυτές αποτελούν συνέχεια των δηλώσεων του συγκεκριμένου υπουργού σε βάρος Ελλήνων δικαστών όταν οι αποφάσεις που εκδίδουν δεν είναι βολικές για την εκτελεστική εξουσία . Δεν θα επιτρέψουμε να εγκαθιδρυθεί κλίμα φόβου στο Δικαστικό Σώμα και καλούμε το προεδρείο της Ένωσης να σταθεί με υπευθυνότητα στο ζήτημα”.