Για τη δίκη της πυρκαγιάς στο Μάτι

Για τη δίκη της πυρκαγιάς στο Μάτι

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,

Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

         Με αφορμή την κατάσταση που δημιουργήθηκε χτες κατά την έναρξη της συνεδρίασης του ΣΤ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δικάζει υπόθεση σχετικά με την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο Μάτι Αττικής, οφείλουμε να επισημάνουμε τα εξής: οι διαρκείς εξαγγελίες των συναρμόδιων υπουργείων, περί εκσυγχρονισμού του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης με έμφαση στην ψηφιοποίησή της και την αξιοποίηση υπερσύγχρονων αλγόριθμων και ηλεκτρονικών μέσων, βρίσκονται αντιμέτωπες με την αμείλικτη πραγματικότητα της απουσίας των ελάχιστων δομών, για την διεξαγωγή άλλης μια σημαντικότατης πολυπρόσωπης δίκης. Οι συνάδελφοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί καλούνται για άλλη μια φορά να εκτελέσουν το καθήκον τους σε ένα περιβάλλον απονομής Δικαιοσύνης που δεν αρμόζει σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, ενώ δικαίως όλοι οι παράγοντες της δίκης διαμαρτύρονται για την αδυναμία της Πολιτείας να εξασφαλίσει κατάλληλες αίθουσες για την εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων. Οι έγκαιρες προσπάθειες της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών να υπάρξει πρόνοια από το Υπουργείο Δικαιοσύνης για κατάλληλο χώρο, δεν βρήκαν ανταπόκριση και η εικόνα ενός συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, που βιώνει την έμπρακτη απαξίωση της Πολιτείας κάνει τον γύρο το κόσμου.

         Στο ίδιο έργο θεατές πια, βλέπουμε τους συναδέλφους μας δικαστές και εισαγγελείς, να γίνονται οι καθημερινοί αποδέκτες μια αγανάκτησης για την οποία ουδόλως ευθύνονται, ενώ οι καθ’ ύλην αρμόδιοι που σήμερα κωφεύουν, αύριο θα εξαπολύουν σε ομιλίες και συνεντεύξεις βολές για την καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης, δείχνοντας ως υπεύθυνους τους δικαστικούς λειτουργούς. Ενόψει της απόλυτης αδράνειας του προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, οφείλουμε να παρέμβουμε και να ενημερώσουμε πρωτίστως τους πολίτες της χώρας ότι όταν η Πολιτεία αρνείται να ανταποκριθεί στο καθήκον της να διαμορφώσει το πλαίσιο επαρκών κτιριακών και υλικοτεχνικών δομών, ώστε να δικάζονται οι υποθέσεις με ανθρώπινες συνθήκες και με την τήρηση όλων των αρχών της δίκαιης δίκης, τότε η καθυστέρηση θα αποτελεί αυτοεκπληρούμενη προφητεία, για την οποία φέρει αμέριστη την ευθύνη. Ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες είναι βέβαιο ότι οι δικαστικοί λειτουργοί θα επιτελέσουν στο ακέραιο το καθήκον που τους αναλογεί. Είναι καιρός να κάνει το ίδιο και η Πολιτεία.

Χ.Σεβαστίδης, Ναζιστικοί χαιρετισμοί σε δικαστικές αίθουσες και τα πειθαρχικά μέτρα του διευθύνοντος την διαδικασία

Ναζιστικοί χαιρετισμοί σε δικαστικές αίθουσες

και τα πειθαρχικά μέτρα του διευθύνοντος την διαδικασία

(ενόψει και της απόφασης ΕΔΔΑ της 4.10.2022 (Angerjärv και Greinoman κατά Εσθονίας, αριθ. προσφυγών 16358/18 και 34964/18)- βλ. την απόφαση εδώ)

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη

 

         Οι επανειλημμένοι ναζιστικοί χαιρετισμοί από συνήγορο υπεράσπισης σε δικαστική αίθουσα κατά την διάρκεια της δίκης και η αδυναμία του δικαστηρίου να επιβάλλει τα ανάλογα κυρωτικά μέτρα καταδεικνύουν το προφανές νομοθετικό κενό. Το άρθρο 336 παρ. 1 ΚΠΔ δίνει στον διευθύνοντα τη συζήτηση στο ακροατήριο την εναλλακτική δυνατότητα να επιβάλει είτε χρηματική ποινή είτε αποβολή από το ακροατήριο είτε κράτηση έως 24 ώρες στον υπαίτιο που θορυβεί ή εκδηλώνει ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν ή διαταγές που δόθηκαν. Όταν όμως πρόκειται για συνήγορο η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου προβλέπει μόνο πειθαρχικές ποινές του Κώδικα Δικηγόρων. Η κύρωση αυτή, που βασίζεται στη λογική και στο συνήθως συμβαίνον ότι ο δικηγόρος ως συλλειτουργός της δικαιοσύνης σέβεται το δικαστήριο και τον εαυτό του, δεν φαίνεται ικανή να αποτρέψει ακραίες συμπεριφορές μεμονωμένων δικηγόρων που συνειδητά και σκόπιμα ευτελίζουν τη διαδικασία προσβάλλοντας τη δημοκρατία μέσα στο οχυρό της. Η αδυναμία του προεδρεύοντος δικαστικού λειτουργού να επιβάλει την αποβολή από το δικαστήριο του συνηγόρου, που προκαλεί με τέτοιες πράξεις, εκθέτει τη δικαιοδοτική λειτουργία ως αδύναμη και ανίκανη να περιφρουρήσει το κύρος και τη σοβαρότητα μιας διαδικασίας που η πολιτεία της εμπιστεύτηκε. Τα πειθαρχικά μέτρα που θα λάβει ο δικηγορικός σύλλογος κατά του μέλους του είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα καθώς ανάγεται στις σχέσεις μεταξύ των μελών του συλλόγου και είναι χρονικά απομακρυσμένη από την δικαστική διαδικασία.

         Μία συζήτηση για την αναμόρφωση του άρθρου 336 ΚΠΔ και του άρθρου 207 ΚΠολΔ, ώστε να συμπεριλάβουν την αποβολή του συνηγόρου από το ακροατήριο σε ακραίες συμπεριφορές κατά την διάρκεια μιας δικαστικής διαδικασίας, σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ (της 4.10.2022 (Angerjärv και Greinoman κατά Εσθονίας, αριθ. προσφυγών 16358/18 και 34964/18)) δεν έχει τον χαρακτήρα ποινικής τιμωρίας αλλά αποσκοπεί στη διασφάλιση της προόδου της διαδικασίας και εξυπηρετεί την ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Θα πρέπει ασφαλώς να ληφθεί υπόψη η πλήρης διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων που εκπροσωπούνται από τον συγκεκριμένο δικηγόρο, οι αντίστοιχες νομοθετικές προβλέψεις που ισχύουν στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εξαιρετική φειδώ στη χρήση ενός τέτοιου έσχατου μέτρου, αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα μέσα των συστάσεων και της ανάκλησης στην τάξη.

         Ο ναζιστικός χαιρετισμός στην αίθουσα ενός δικαστηρίου είναι η χαρακτηριστική περίπτωση μιας τέτοιας προκλητικής συμπεριφοράς που δεν θα πρέπει να μένει αναπάντητη από την πολιτεία. Η σταθερά ανοδική πορεία των φασιστικών κομμάτων στην Ευρώπη οφείλεται κατά ένα μέρος στην ανοχή των κρατών σε προκλητικές ναζιστικές συμπεριφορές ακόμα και μέσα σε δημόσιους χώρους. Ο ναζισμός δεν είναι μια αντισυμβατική άποψη, μία ιδεολογία την οποία οφείλουμε να ανεχόμαστε. Είναι ένα διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται από τα δημοκρατικά κράτη. Η εγκληματική φασιστική δράση δεν τελείωσε το 1944. Συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας προκαλώντας την ιστορική μνήμη λαών που πλήρωσαν με εκατόμβες νεκρών την πιο αποκρουστική μορφή μιας εγκληματικής κρατικής δράσης.

 

Συνάντηση των μελών της μειοψηφίας του ΔΣ της Ε.Δ.Ε. με την Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας

Συνάντηση των μελών της μειοψηφίας του ΔΣ της Ε.Δ.Ε.

με την Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,

Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα, 21 Οκτωβρίου 2022

 

            Μετά από αίτημα της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας πραγματοποιήθηκε σήμερα συνάντηση των μελών της μειοψηφίας του ΔΣ της Ένωσής μας με αντιπροσωπεία της Ομοσπονδίας. Η κατάσταση στα δικαστήρια και στις εισαγγελίες της χώρας είναι πλέον δραματική. Παρά τις υποσχέσεις του Πρωθυπουργού ότι η αναλογία δικαστικών υπαλλήλων με δικαστές θα καθοριστεί στα ευρωπαϊκά επίπεδα του 3 προς 1 αυτή τη στιγμή στο Πρωτοδικείο της Αθήνας η αναλογία βρίσκεται στο 1 προς 1. Υπάρχουν 3.000 κενές οργανικές θέσεις και πάνω από 400 θέσεις που έχουν προκηρυχθεί ήδη από το 2017 και δεν υλοποιούνται. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει αναστείλει τον διορισμό των 240 υπαλλήλων που προβλέπονταν για το 2022 παραπέμποντας το ζήτημα της πρόσληψής τους μέσω της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Υπαλλήλων ενώ ακόμα δεν έχει ψηφιστεί  ο νόμος για την ίδρυσή της και η υπόσχεση για λειτουργία της και αποφοίτηση της πρώτης σειράς μέσα στον Ιανουάριο του 2023 όπως εξήγγειλε ο Υπουργός Δικαιοσύνης φαίνεται ανέφικτη. Μόνη ενδεδειγμένη λύση θεωρούμε ότι είναι η άμεση κάλυψη των 400 θέσεων μέσω του ΑΣΕΠ που μπορεί να ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2023. Στηρίζουμε τα αιτήματα των δικαστικών υπαλλήλων καθώς η ικανοποίησή τους συνδέεται αναπόσπαστα με την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης και το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου!

            Η Ο.Δ.Υ.Ε. μας πληροφόρησε σήμερα ότι είχε πραγματοποιηθεί επίσημη συνάντηση πριν από δύο εβδομάδες με το προεδρείο της Ένωσής μας. Ουδέποτε ωστόσο ενημερωθήκαμε για τη συνάντηση αυτή ούτε έγινε η παραμικρή αναφορά με ανακοίνωση ή Δελτίο Τύπου αλλά απεκρύβη με προφανή σκοπιμότητα να μην αναδειχθεί δημόσια το πρόβλημα που υπάρχει.

       Η έλλειψη ενδιαφέροντος του προεδρείου να ασχοληθεί με τα ουσιαστικά ζητήματα της Δικαιοσύνης αναδείχθηκε άλλη μια φορά με την απουσία του κατά την προχθεσινή ακρόαση των φορέων στη Βουλή ενόψει της συζήτησης του νομοσχεδίου για τον σωφρονιστικό Κώδικα. Είναι η πρώτη φορά που δεν παρίσταται η Ένωση στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή ούτε έχει καταθέσει έγγραφο υπόμνημα με τις θέσεις της αν και το σχέδιο Νόμου ήταν για αρκετό χρονικό διάστημα αναρτημένο στη δημόσια διαβούλευση.

Αίτημα για νομοθετική παρέμβαση σχετικά με την προαγωγή παρέδρων σε περίπτωση λήψης άδειας κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου

Καταθέσαμε σήμερα, ως μέλη του Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε., το πιο κάτω αίτημα προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης για προσαρμογή στο ενωσιακό δίκαιο του νέου ΚΟΔΚΔΛ, σχετικά με τον χρόνο δοκιμαστικής περιόδου και προαγωγής των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε περίπτωση λήψης άδειας κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου.

 

 

Η ανάγκη προσαρμογής στο ενωσιακό δίκαιο των διατάξεων του νέου ΚΟΔΚΔΛ σχετικά την δοκιμαστική υπηρεσία των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης

Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

           Ι. Η πρόβλεψη του άρθρου 88 παρ. 1 νέου ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022) για την προαγωγή παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων πρωτοδικών αντίστοιχα.

           Το άρθρο 88 παρ. 1 νέου ΚΟΔΚΔΛ ορίζει τα ακόλουθα: (εδ. α΄): «Μετά από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για την προαγωγή των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων αντίστοιχα», (εδ. δ΄): «Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω λήψης από τον δικαστικό λειτουργό άδειας ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων προαγωγή του σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα πρωτοδικών ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 σειράς αρχαιότητας και ο δικαστικός λειτουργός αναγράφεται στους συντασσόμενους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες αρχαιότητας με τη σειρά που κατείχε κατά την αποφοίτησή του από την ΕΣΔι».

          Από τη ρύθμιση αυτή προκύπτει ότι κατά τον νέο ΚΟΔΚΔΛ οι πάρεδροι (πρωτοδικείου και εισαγγελίας) που δεν συμπληρώνουν την 10μηνη δοκιμαστική υπηρεσία του άρθρου 87 παρ. 2 νέου ΚΟΔΚΔΛ οφείλουν να συνεχίσουν τη δοκιμαστική τους υπηρεσία για τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι την συμπλήρωση συνολικά 10μήνου, ενώ στη συνέχεια προάγονται σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα πρωτοδικών αντίστοιχα, αλλά η προαγωγή τους αυτή ενεργεί αναδρομικά μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 νέου ΚΟΔΚΔΛ σειράς αρχαιότητας.

           Η διάταξη αυτή, κατά το μέρος που αφορά σε δικαστικούς λειτουργούς που λαμβάνουν άδεια κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, είναι διττώς αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο, όπως θα φανεί και από την ανάλυση που ακολουθεί. Και τούτο διότι: α) η παράταση της δοκιμαστικής περιόδου δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν λαμβάνει υπόψη τον χρόνο που υπολείπεται για τη συμπλήρωση 10μηνης δοκιμαστικής υπηρεσίας και β) δεν διασφαλίζει την ισότητα γυναικών και ανδρών ως προς την υπηρεσιακή τους εξέλιξη.

         ΙΙ. Η αντιμετώπιση της θεμελιώδους αρχής του κοινοτικού δικαίου της ισότητας ανδρών και γυναικών και η απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου.

           Το ΔΕΕ είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί επανειλημμένα με την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Για την κατανόηση του σχετικού προβληματισμού παρουσιάζονται στη συνέχεια τρεις χαρακτηριστικές αποφάσεις του ΔΕΕ, που απηχούν την παγιωμένη νομολογία του σε σχέση με το ζήτημα αυτό.

         ΔΕΕ της 6.3.2014, υπόθεση C-595/12 (Loredana Napoli κατά Ministero della Giustizia – Dipartimento dell’Amministrazione penitenziaria).

            Στην υπόθεση αυτή ελέγχθηκε η συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο της ιταλικής νομοθεσίας που προβλέπει για τους επιτυχόντες του διαγωνισμού υπαξιωματικών του σώματος γενικών στελεχών της σωφρονιστικής αστυνομίας ότι αυτοί διορίζονται αμέσως ως δόκιμοι υπαξιωματικοί και πρέπει να παρακολουθήσουν πρόγραμμα θεωρητικής και πρακτικής κατάρτισης διάρκειας 12 μηνών, με την ολοκλήρωση του οποίου καλούνται να λάβουν μέρος σε εξέταση, παράλληλα δε διευκρινίζεται ότι οι γυναίκες μέλη του προσωπικού, των οποίων η υπερβαίνουσα τις 30 ημέρες απουσία οφείλεται σε μητρότητα, δύνανται να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα που θα διοργανωθεί μετά τη λήξη των περιόδων απουσίας τους από την εργασία οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις περί προστασίας της εργαζόμενης μητέρας. Με προσφυγή της στα ιταλικά δικαστήρια επιτυχούσα σε σχετικό διαγωνισμό, η οποία είχε λάβει άδεια ανατροφής τέκνου, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι υφίσταται ζημίες συνεπεία της μητρότητάς της, καθόσον περιέρχεται σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση σε σχέση με τους άρρενες συναδέλφους της, που επέτυχαν στον ίδιο διαγωνισμό και έγιναν δεκτοί στο αρχικό πρόγραμμα κατάρτισης, ενόψει και του ότι η προσφεύγουσα θα έχανε οπωσδήποτε τις αποδοχές και τις κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές των οποίων θα ετύγχανε αν είχε μπορέσει να παρακολουθήσει το αρχικό πρόγραμμα κατάρτισης.

            Το ΔΕΕ αρχικά επισημαίνει ότι το άρθρο 2 παρ. 2, στοιχ. γ΄ της Οδηγίας 2006/54 προβλέπει ότι οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας συνεπεία εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας συνιστά διάκριση λόγω φύλου και ότι το άρθρο 14 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής καθορίζει τους τομείς στους οποίους δεν επιτρέπεται καμία διάκριση. Έτσι, απαγορεύονται οι άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις όσον αφορά τους όρους προσβάσεως στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων προσλήψεως, την πρόσβαση σε όλες τις μορφές και σε όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, την κατάρτιση, την επαγγελματική επιμόρφωση και μετεκπαίδευση, καθώς και την επαγγελματική εμπειρία, τους όρους απασχολήσεως και εργασίας και τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές ή άλλες οργανώσεις. Παράλληλα, το ΔΕΕ τόνισε ότι το άρθρο 15 της εν λόγω Οδηγίας προβλέπει ότι η γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας αυτής, να επιστρέφει στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση με όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς για αυτήν και να επωφελείται από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της. Συνεχίζοντας την προσέγγιση του ζητήματος αυτού, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι, μολονότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν, ανάλογα με τις περιστάσεις, ορισμένη διακριτική ευχέρεια όταν θεσπίζουν μέτρα τα οποία θεωρούν αναγκαία για την προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας ενός κράτους μέλους, οφείλουν εντούτοις, εφόσον θεσπίζουν μέτρα που συνιστούν παρέκκλιση από θεμελιώδες δικαίωμα, όπως η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών της οποίας την εφαρμογή επιδιώκει να διασφαλίσει η Οδηγία 2006/54, να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Ειδικά σε σχέση με την υποχρέωση για τήρηση της αρχής της αναλογικότητας το ΔΕΕ επισημαίνει ότι δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο και την αρχή της αναλογικότητας διάταξη εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει τον αυτόματο αποκλεισμό από πρόγραμμα κατάρτισης και συνεπάγεται την απώλεια της δυνατότητας συμμετοχής στην εξέταση που διοργανώνεται εν συνεχεία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε το στάδιο του εν λόγω προγράμματος κατά το οποίο λαμβάνεται η άδεια μητρότητας ούτε η ήδη κτηθείσα κατάρτιση και απλώς αναγνωρίζει στη γυναίκα που έλαβε την άδεια αυτή το δικαίωμα να μετάσχει σε πρόγραμμα κατάρτισης που θα οργανωθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

         Έτσι, στη συγκεκριμένη υπόθεση το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το άρθρο 15 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία αποκλείει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας από επαγγελματική κατάρτιση η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απασχόλησής της και είναι υποχρεωτική για να αποκτήσει τη δυνατότητα οριστικού διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου καθώς και για να βελτιώσει τους όρους και τις συνθήκες εργασίας της, ενώ παράλληλα της διασφαλίζει το δικαίωμα συμμετοχής στο επόμενο πρόγραμμα κατάρτισης, του οποίου όμως η ημερομηνία διοργάνωσης είναι αβέβαιη.

           ΔΕΕ της 16.2.2006, υπόθεση C– 294/04 (Carmen Sarkatzis Herrero κατά Instituto Madrileño de la Salud (Imsalud)).

         Στην απόφαση αυτή το ΔΕΕ αναφέρει αρχικά ότι το άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας 76/207 απαγορεύει οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, τα δε άρθρα 3 επ. της Οδηγίας αυτής (76/207) ορίζουν τους τομείς στους οποίους απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση. Κατά το άρθρο αυτό απαγορεύονται οι άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις όσον αφορά τους όρους προσβάσεως στην απασχόληση (συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και προσλήψεως), την πρόσβαση σε όλες τις μορφές και σε όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, την κατάρτιση, την επαγγελματική επιμόρφωση και μετεκπαίδευση, καθώς και την επαγγελματική εμπειρία, τους όρους απασχολήσεως και εργασίας και τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές ή άλλες οργανώσεις. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που τους απονέμει το άρθρο 2 παρ. 3 της Οδηγίας 76/207, οι γυναίκες δεν μπορούν να υφίστανται δυσμενή μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση και τους όρους εργασίας, καθώς σκοπός της οδηγίας είναι η εξασφάλιση ουσιαστικής και όχι τυπικής ισότητας. Παράλληλα, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι, εφόσον σκοπός της Οδηγίας 76/207 είναι η ουσιαστική και όχι η τυπική ισότητα, οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 3 και 3 της Οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν οποιαδήποτε δυσμενή μεταχείριση εργαζομένης λόγω άδειας μητρότητας ή σε σχέση με άδεια που σκοπεί στην προστασία της εγκύου, χωρίς να είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη αν η εν λόγω μεταχείριση αφορά υφιστάμενη ή νέα σχέση εργασίας. Με βάση τις σκέψεις αυτές το ΔΕΕ έκρινε ότι η μετάθεση του χρόνου αναλήψεως υπηρεσίας εκ μέρους εργαζόμενης μητέρας, μόνιμης υπαλλήλου, μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας συνιστά δυσμενή μεταχείριση κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207.

            Έτσι, τελικά το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η Οδηγία 76/207 απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν αναγνωρίζει σε εργαζόμενη που βρίσκεται σε άδεια μητρότητας τα δικαιώματα που αναγνωρίζει στους λοιπούς επιτυχόντες του ιδίου διαγωνισμού προσλήψεως όσον αφορά τους όρους ανελίξεως στην υπηρεσιακή κλίμακα των μονίμων υπαλλήλων, καθώς λαμβάνει ως αφετηρία της εκ μέρους της αναλήψεως υπηρεσίας το χρονικό σημείο λήξεως της άδειας αυτής, χωρίς να προσμετρά τη διάρκεια της εν λόγω άδειας κατά τον υπολογισμό της αρχαιότητάς της.

          ΔΕΕ της 30.4.1998, υπόθεση C-136/95 (Caisse nationale dassurance vieillesse des travailleurs salariés (CNAVTS) κατά Évelyne Thibault).

Στην υπόθεση αυτή η προσφεύγουσα, υπάλληλος, παραπονέθηκε διότι οι εθνικές αρχές δεν προχώρησαν στη βαθμολόγησή της λόγω της λόγω της απουσίας της από την υπηρεσία, μετά από λήψη άδειας μητρότητας, κάτι που είχε ως συνέπεια να στερηθεί την ευκαιρία να προαχθεί.

            Το ΔΕΕ έκρινε ότι το δικαίωμα κάθε υπαλλήλου να βαθμολογείται ετησίως και, κατά συνέπεια, να μπορεί να τύχει επαγγελματικής προωθήσεως, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των όρων της συμβάσεως εργασίας του κατά το ενωσιακό δίκαιο. Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί να μην εξαιρείται η γυναίκα εργαζομένη, η οποία εξακολουθεί να συνδέεται με τον εργοδότη της διά της συμβάσεως εργασίας κατά την άδεια μητρότητας, της εφαρμογής των ευεργετικών όρων εργασίας που ισχύουν τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες εργαζομένους και απορρέουν από αυτή τη σχέση εργασίας. Ο αποκλεισμός μιας μισθωτής εργαζομένης από το δικαίωμα να τύχει ετήσιας βαθμολογήσεως συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος της λόγω της ιδιότητάς της ως εργαζομένης καθόσον, αν δεν ήταν έγκυος και αν δεν είχε λάβει την άδεια μητρότητας, την οποία εδικαιούτο, η εργαζομένη αυτή θα είχε βαθμολογηθεί για το οικείο έτος και, κατά συνέπεια, θα ήταν σε θέση να τύχει επαγγελματικής προωθήσεως. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η γυναίκα που υφίσταται δυσμενή μεταχείριση όσον αφορά τους όρους εργασίας της, υπό την έννοια ότι στερείται το δικαίωμά της να τύχει ετήσιας βαθμολογήσεως και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα επαγγελματικής προωθήσεως, επειδή απουσίασε σε άδεια μητρότητας, υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω της εγκυμοσύνης της και της άδειάς της μητρότητας. Η συμπεριφορά αυτή συνιστά δυσμενή διάκριση στηριζόμενη ευθέως στο φύλο.

Έτσι, το ΔΕΕ κατέληξε ότι το ενωσιακό δίκαιο απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση που στερεί από τις γυναίκες το δικαίωμα βαθμολογήσεώς τους και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα να τύχουν επαγγελματικής προωθήσεως, διότι απουσίασαν από την εργασία τους λόγω αδείας μητρότητας.

         III. Η ανάγκη προσαρμογής του εθνικού μας δικαίου στο ενωσιακό δίκαιο, όπως αυθεντικά ερμηνεύεται από το ΔΕΕ.

            Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι κατά την κρίση του αρμόδιου οργάνου (εν προκειμένω του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου) σχετικά με την προαγωγή των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων πρωτοδικών αντίστοιχα πρέπει να αναγνωρίζεται η δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια του δοκιμαστικού σταδίου που έχει διανυθεί και η απόδοση των παρέδρων και η εμπειρία που έχουν αποκτήσει κατά το διανυθέν αυτό χρονικό διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου, ώστε με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας να μπορεί το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να αποφασίσει την προαγωγή των παρέδρων, ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί η 10μηνη δοκιμαστική υπηρεσία, εφόσον με βάση τα πιο πάνω στοιχεία κρίνεται ο πάρεδρος κατάλληλος για προαγωγή. Αυτόματη παράταση του δοκιμαστικού σταδίου, ανεξάρτητα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο.

            Παράλληλα, πρέπει ρητά να προβλεφθεί, προς διασφάλιση της ουσιαστικής ισότητας γυναικών και ανδρών ως προς την υπηρεσιακή τους εξέλιξη, ότι σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίσει τη συνέχιση της δοκιμαστικής υπηρεσίας των παρέδρων για τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι την συμπλήρωση συνολικά 10μήνου, η προαγωγή τους σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα ενεργεί αναδρομικά όχι μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 νέου ΚΟΔΚΔΛ σειράς αρχαιότητας, αλλά και ως προς την εν γένει υπηρεσιακή και μισθολογική τους εξέλιξη.

Π.Μποροδήμος: Η σιωπή των δικαστών

Η σιωπή των δικαστών

 

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, μέλος Δ.Σ. ΕΝΔΕ

 

Στη ζωή, αλλά και στη δικαιοσύνη η αξία της σιωπής υπήρξε μάλλον υποτιμημένη. Κέντρο του ενδιαφέροντος γίνονταν πάντα οι λέξεις, γιατί αυτές έχουν τη δύναμη να συνθέτουν νοήματα και να επιδέχονται ερμηνείες, γιατί αυτές παρέχουν ασφάλεια και ταχύτητα στην επικοινωνία. Η σιωπή λαμβάνεται υπόψιν κυρίως ως αρνητικό μέγεθος, ως απλή απουσία του λόγου και συχνά ταυτίζεται με το τίποτα. Όπως όμως η παράλειψη μπορεί να έχει ίδιας έντασης κοινωνικό νόημα με την πράξη, έτσι και η σιωπή έχει τη δική της φωνή, είναι μετρήσιμη, ερμηνευτέα και αυτοτελής βάση για συναγωγή συμπερασμάτων. Πολλώ δε μάλλον, που η σιωπή υπήρξε ανέκαθεν πλειοψηφική, αφού σε κάθε στιγμή της ανθρώπινης Ιστορίας εκείνοι που μιλούσαν ή φώναζαν, που ζητούσαν ή ενοχλούσαν, ήταν πάντα λιγότεροι από εκείνους που σιωπούσαν για τα ίδια πράγματα, ακόμα και όταν αποδεδειγμένα πλέον γνωρίζουμε ότι συμφωνούσαν. Έτσι η δύναμη που κρύβεται στη σιωπή, παρέχει πάντα ένα ισχυρό κίνητρο σε εκείνον που μπορεί ή θέλει την αξιοποιήσει.

Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ανέκαθεν εξοικειωμένοι με ένα είδος σιωπής. Άλλωστε, συνηθίζουμε να λέμε ότι κατά το θεσμικό τους ρόλο, μιλάνε κυρίως μέσα από τις αποφάσεις τους. Αν όμως αυτό αρκούσε στη δημοκρατία μας, ως προς την κοινωνική παρέμβαση του δικαστικού σώματος, τότε τι νόημα θα είχε η συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 89παρ.5 για τη συγκρότηση δικαστικών ενώσεων; Οι δικαστικές ενώσεις είναι η θεσμική φωνή που δεν μπορεί να έχει ο δικαστής ατομικά και έχουν συνταγματική αποστολή να ακούγονται από την κοινωνία και με τον τρόπο αυτό να επηρεάζουν. Η θέση τους στο νομικό διάλογο, στα θέματα λειτουργίας του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης και του Κράτους Δικαίου και στη συνεργασία τους με τους άλλου φορείς της, δεν είναι απλά ανεκτή ή ευπρόσδεκτη. Είναι κοινωνικά αναγκαία. Τι συμβαίνει όμως όταν μια δικαστική Ένωση αποφασίζει η ίδια τη σιωπή;

Εδώ και τέσσερις μήνες, με την αλλαγή της διοίκησής της, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων βυθίζεται μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο στη σιωπή. Μια σιωπή που κάθε άλλο παρά στερείται κοινωνικής σημασίας. Ήδη πλέον όλοι εντός και εκτός παρατηρούν ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μπορούν να βάλλουν ανοιχτά και ανέξοδα κατά δικαστικών λειτουργών και να επικρίνουν δημόσια τις αποφάσεις τους. Ότι παράλογα αιτήματα των «συλλειτουργών» μένουν αναπάντητα για το καλό των δημόσιων σχέσεων. Ότι ζητήματα του πυρήνα του Κράτους Δικαίου, όπως οι παρακολουθήσεις δημοσίων προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας ή η λειτουργία του Τύπου θα βρίσκονται εκτός των ενδιαφερόντων της, ακόμα κι όταν βάλλονται θεσμικά οι δικαστικοί λειτουργοί. Αντί αυτών κερδίσαμε τη συλλογή πόντων σε αεροπορικές εταιρείες, προσφορές για ξενοδοχεία και στο βάθος μια εκδρομή.

Πρέπει να γίνει σαφές. Δεν είναι απαραίτητα κακές οι δράσεις αναψυχής των συναδέλφων με επιμέλεια της ΕΝΔΕ. Αυτές μπορούν να κριθούν αυτοτελώς με όρους κόστους ή σημειολογίας. Όμως σίγουρα δεν είναι αυτός ο κύριος θεσμικός σκοπός της Ένωσής μας και προφανώς δεν μπορούν οι επιμέρους δράσεις της να υποκαταστήσουν τη δημόσια απουσία της. Η σιωπή των δικαστών δεν είναι δικαίωμα της εκάστοτε διοίκησης. Δεν είναι καν αποδεκτή συνδικαλιστική τακτική. Είναι ύποπτο θεσμικό κενό στη δημοκρατική λειτουργία, που ακολουθεί έναν απλό νόμο της εξέλιξης. Όταν για καιρό συνηθίσεις τη σιωπή, μια μέρα ξυπνάς και δεν θυμάσαι πώς ανοίγει η φωνή.

Συνέντευξη Χριστόφορου Σεβαστίδη στην Εφημερίδα των Συντακτών

Μετάβαση στην ηλεκτρονική σελίδα της Εφημερίδας

 

«Πρέπει να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες της Δικαστικής Αρχής που εποπτεύει την ΕΥΠ»

Αντα Ψαρρά

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, τέως πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Ο έμπειρος συνδικαλιστής εφέτης και επί σειρά ετών πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χριστόφορος Σεβαστίδης, απαντάει στα ερωτήματα της «Εφ.Συν.». Η ομάδα του βρίσκεται πλέον στη μειοψηφία του Δ.Σ. της ΕνΔΕ μετά τις πρόσφατες εκλογές και την πλήρη εκλογική ταύτιση των δύο άλλων ομάδων. Οι απόψεις και η αρθρογραφία του για τη Δικαιοσύνη κινούνται πάντα σε μια σύγχρονη προοδευτική κατεύθυνση, χωρίς τις αγκυλώσεις των παλιών, συντηρητικών και αναποτελεσματικών για το σήμερα αντιλήψεων.

Όπως μας πληροφορεί, σύντομα θα ξεκινήσει τη λειτουργία της η ηλεκτρονική σελίδα www.antimolia.gr που δημιουργήθηκε από τα μέλη της μειοψηφίας του Δ.Σ. της ΕνΔΕ και θα απευθύνεται κυρίως σε νομικούς επιστήμονες, δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους αλλά και πολίτες που ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν για συνδικαλιστικά ζητήματα, θέματα ελληνικής και ευρωπαϊκής νομολογίας και επιστημονικά άρθρα.

  • Στη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας δεσμεύτηκε ότι θα έχουν στο εξής λόγο οι δικαστικές ενώσεις και οι δικηγορικοί σύλλογοι στην εκλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Πιστεύετε ότι αυτό θα βοηθήσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης;

Στη γενική συνέλευση της ΕνΔΕ (15.12.2018) πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία των μελών της ενόψει της πρώτης φάσης της συνταγματικής αναθεώρησης. Το Δικαστικό Σώμα ψήφισε ομόφωνα υπέρ της αλλαγής του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ώστε να μην αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της εκάστοτε κυβέρνησης. Θεωρούμε ότι δικαστές και εισαγγελείς πρέπει να συμμετέχουν σε μια διαδικασία προεπιλογής των υποψηφίων και την τελική απόφαση να τη λαμβάνει η Βουλή. Εκείνη την εποχή κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση δεν υιοθέτησαν τις θέσεις μας και χάθηκε μια πολύτιμη ευκαιρία. Συνεπώς, μια πρόταση σήμερα που κινείται σ’ αυτήν την κατεύθυνση και ευθυγραμμίζεται με τα αιτήματα του Δικαστικού Σώματος μας βρίσκει σύμφωνους.

Η συμμετοχή ωστόσο και των δικηγορικών συλλόγων σε μια τέτοια διαδικασία θα δημιουργούσε άλλου είδους ζητήματα και θα αλλοίωνε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, χωρίς αυτό να μειώνει σε τίποτα τη διαχρονικά σπουδαία συμβολή των δικηγορικών συλλόγων στην ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών.

  • Μπορεί και οφείλει η Δικαιοσύνη να παρέμβει στους κυβερνητικούς περί απορρήτου ισχυρισμούς, αποκαθιστώντας τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας, έτσι ώστε να προχωρήσει η διαλεύκανση του σκανδάλου των υποκλοπών και να αποκατασταθεί το περιεχόμενο των σχετικών άρθρων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ;

Βασικός καταστατικός σκοπός της ΕνΔΕ είναι «η συμβολή στη βελτίωση της νομοθεσίας». Η κοινωνία αναμένει από τη μεγαλύτερη δικαστική ένωση της χώρας να εκφράζει σοβαρό επιστημονικό λόγο σε ζητήματα που άπτονται των συνταγματικών ελευθεριών. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινηθήκαμε ως προεδρείο τα χρόνια από το 2016 μέχρι και τον Μάιο του 2022. Και από τη σημερινή θέση της μειοψηφίας στο Δ.Σ. διατυπώσαμε τις προτάσεις μας ώστε να βελτιωθεί η νομοθεσία που προστατεύει το συνταγματικό δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών.

Θεωρούμε ότι καμία πραγματική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει εάν δεν ενισχυθούν οι αρμοδιότητες της Δικαστικής Αρχής που εποπτεύει την ΕΥΠ και ο έλεγχος του αρμόδιου εισαγγελέα να γίνει ουσιαστικός. Να του απονεμηθεί, δηλαδή, η δυνατότητα να ελέγχει τους λόγους εθνικής ασφάλειας που επιβάλλουν τη νόμιμη επισύνδεση συγκεκριμένου πολίτη και η ΕΥΠ να αιτιολογεί εμπεριστατωμένα τους λόγους που επικαλείται.

Η ουσιαστική προστασία ενός συνταγματικού δικαιώματος προϋποθέτει τη διαφάνεια στη λειτουργία των θεσμών. Η διοίκηση, συνεπώς, έχει καθήκον να ενημερώσει για τους λόγους της αλματώδους αύξησης των τηλεφωνικών επισυνδέσεων τα τελευταία χρόνια, να πληροφορήσει τους πολίτες για το ποσοστό των επισυνδέσεων που θεμελιώνονται σε λόγους εθνικής ασφάλειας και το αντίστοιχο που συνδέεται με τη διερεύνηση εγκληματικών πράξεων και πόσες από αυτές έχουν καταλήξει στην άσκηση ποινικών διώξεων και στην αμετάκλητη ποινική καταδίκη. Θεωρούμε επίσης αναγκαία την επαναφορά στο καθεστώς της πλήρους ενημέρωσης του πολίτη που υπήρξε στόχος της παρακολούθησης.

  • Η σημερινή κυβέρνηση θέσπισε την ασυλία τραπεζικών στελεχών και μελών διοικήσεων των φορέων του Δημοσίου με ταυτόχρονο περιορισμό της δυνατότητας του εισαγγελέα να παρεμβαίνει αυτεπάγγελτα. Πιστεύετε ότι επιβάλλεται η κατάργηση αυτής της ασυλίας;

Οι διατάξεις που εισάγουν διάκριση στον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων και πρόσθετα εμπόδια για την ποινική διερεύνηση σοβαρών κακουργημάτων για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, χωρίς τη συνδρομή σοβαρού λόγου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, θέτουν αναμφίβολα ζητήματα προσβολής της ισότητας των πολιτών και υποκρύπτουν συγκαλυμμένη αμνηστία. Ανεξάρτητα από τη νομιμότητα τέτοιων διατάξεων, η διατήρησή τους είναι αδικαιολόγητη.

  • Οι βασικές καταδίκες της Ελλάδας στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια πέρα από την αθλιότητα των φυλακών οφείλονται στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πώς το σχολιάζετε;

Οι καθυστερήσεις στους ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο, που παρατηρείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα κράτη. Αποθαρρύνει τους πολίτες να αναζητήσουν το δίκιο τους στα δικαστήρια και τραυματίζει την οφειλόμενη εμπιστοσύνη στην ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές και το ζήτημα είναι σύνθετο. Η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης μετά τη συζήτηση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο είναι ο παράγοντας που επιδρά λιγότερο και κατά τούτο η επίρριψη ευθυνών στους δικαστές λειτουργεί μονοδιάστατα.

Η αναμονή του πολίτη 8 ή 10 μήνες για την έκδοση της απόφασης από έναν δικαστή, του οποίου η εργασία εντατικοποιείται διαρκώς, δεν φαντάζει ιδιαίτερα μεγάλος χρόνος εάν συγκριθεί με τα 10 και πλέον έτη που απαιτούνται πολλές φορές για να φτάσει μια υπόθεση να δικαστεί μέχρι και τον δεύτερο βαθμό. Και οι ευθύνες για τις τεράστιες αυτές καθυστερήσεις βαρύνουν πρώτιστα την πολιτεία, η οποία αρνείται να προχωρήσει σε αποποινικοποίηση πολλών αδικημάτων, να λάβει μέτρα για τη μείωση του αριθμού των αναβολών στις ποινικές υποθέσεις, όπως είχαμε προτείνει ως Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, και να προωθήσει τη διαδικασία της δικαστικής μεσολάβησης στις αστικές υποθέσεις σύμφωνα με ολοκληρωμένη μελέτη που καταθέσαμε το 2017 στα πολιτικά κόμματα και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

  • «Η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας δεν συνδέεται επιστημονικά με τη μείωση της εγκληματικότητας, ούτε αυτή εξαλείφεται εάν δεν ξεριζωθούν τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια που τη γεννούν», γράφατε σε άρθρο σας την περίοδο των κυβερνητικών αλλαγών στους νέους Ποινικούς Κώδικες. Με τίτλους, ποιες από τις αλλαγές είναι σε λάθος κατεύθυνση;

Η επαναφορά για ορισμένα κακουργήματα της ποινής της ισόβιας κάθειρξης ως μόνης επαπειλούμενης ποινής είναι ατυχής και συνιστά μία αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση, που τίποτα δεν έχει να προσφέρει στη γενική πρόληψη, εκδηλώνοντας σαφώς έντονη δυσπιστία στη δικαστική εξουσία, ενώ είναι δεδομένη και η προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

Η τροποποίηση του άρθρου 191 Π.Κ. που αφορά το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων και η μετατροπή του σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, με χρήση αόριστων εννοιών, είναι μια επικίνδυνη διάταξη, καθώς διευρύνει το αξιόποινο, εισάγει και πάλι την υποκειμενική κρίση της προσφορότητας της είδησης να προκαλέσει ανησυχία ή φόβο και το στοιχείο του κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στη «δημόσια τάξη», περιορίζοντας έτσι σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης. Επίσης η τυποποίηση των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων ως εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης απομακρύνει τον ποινικό κώδικα από τις αρχές του αντικειμενικού αδίκου.

  • Τον Ιούνιο του 2021 η πρώην αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου, Αννα Ζαΐρη, είχε αποδώσει την αύξηση της εγκληματικότητας στους μετανάστες. Ποια είναι η δική σας θέση;

Η σύνδεση της αυξητικής τάσης της εγκληματικότητας με ειδικές ομάδες πληθυσμού, όπως πρόσφυγες και μετανάστες, πέρα από εντελώς αντιεπιστημονική μέθοδος πρόσληψης της κοινωνικής πραγματικότητας είναι και επικίνδυνη καθώς γεννά τον ρατσισμό και την ξενοφοβία.

Ως λαός που βιώσαμε έντονα το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στις αρχές του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ οι Ελληνες μετανάστες –με επίσημα στοιχεία κρατικών αρχών εκείνης της εποχής– θεωρούνταν οι δράστες των πιο σκληρών εγκλημάτων. Το έγκλημα δεν έχει ράτσα, θρησκεία, χρώμα. Ολοι οι άνθρωποι που ζουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες οδηγούνται σε όμοιες συμπεριφορές. Καθήκον του κράτους είναι να εξαλείφει τις κοινωνικές παθογένειες και τις οικονομικές ανισοτιμίες που γεννούν εγκληματικές συμπεριφορές.

  • Θα ήθελα να μου ξεχωρίσετε μία ή δύο από τις δυσκολότερες αλλά και τις καλύτερες στιγμές της ΕνΔΕ από την πολύχρονη πείρα σας.

Σε προσωπικό επίπεδο θα μου μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη η επίσκεψη και η συνάντησή μου με τον Μίκη Θεοδωράκη το 2018 στην οικία του, λίγες ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της πολιτιστικής εκδήλωσης που διοργανώσαμε για να τιμήσουμε την εθνική αντίσταση, τον αντιφασιστικό πόλεμο αλλά και την προσωπική συνεισφορά του ίδιου στους λαϊκούς αγώνες και στον πολιτισμό. Η εκδήλωση αυτή μαζί με τον περσινό εορτασμό για το Πολυτεχνείο με τη συμμετοχή της Μαρίας Φαραντούρη πιστεύω ότι ήταν ένα οφειλόμενο καθήκον του Δικαστικού Σώματος στους αγωνιστές της Δημοκρατίας, που υλοποιήθηκε για πρώτη φορά στα χρόνια που ασκήσαμε τη διοίκηση της Ενωσης και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα.

Αντίθετα, βρεθήκαμε σε ιδιαίτερα δυσάρεστη θέση όταν υποχρεωθήκαμε στη γενική συνέλευση της Ευρωπαϊκής Ενωσης Δικαστών, πέρσι τον Μάιο, να επιχειρηματολογήσουμε και να ζητήσουμε την έκδοση Ψηφίσματος καταδίκης του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον αποκλεισμό των Δικαστικών Ενώσεων από τις Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές.

Αναγκαίες νομοθετικές προσαρμογές για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών

Αναγκαίες νομοθετικές προσαρμογές για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη

Μιχάλη Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών

Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών

Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη

Μελών του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων 

 

Καθώς διαφαίνεται η πρόθεση της Πολιτείας να προσαρμόσει τη νομοθεσία που αφορά την διασφάλιση του τηλεφωνικού απορρήτου, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων οφείλει να συμβάλει με θετικές προτάσεις στην κατεύθυνση αυτή. Η παθητική και αδιάφορη στάση του προεδρείου  να μην ασχολείται με κανένα σοβαρό ζήτημα απομειώνοντας τον παρεμβατικό ρόλο και το κύρος που προσδώσαμε στην Ένωση τα προηγούμενα χρόνια, αναθέτει στην μειοψηφία του ΔΣ την παραπάνω υποχρέωση. Ο δημόσιος διάλογος ανέδειξε σημαντικές παθογένειες στο ισχύον σύστημα για την άρση των οποίων απαιτούνται διορθωτικές νομοθετικές παρεμβάσεις.

 

1ον) Καμία πραγματική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει εάν δεν ενισχυθούν οι αρμοδιότητες της Δικαστικής Αρχής που εποπτεύει την ΕΥΠ. Ο έλεγχος του αρμόδιου Εισαγγελέα πρέπει να γίνει ουσιαστικός. Να του απονεμηθεί η δυνατότητα να ελέγχει τους λόγους εθνικής ασφάλειας που επιβάλλουν τη νόμιμη επισύνδεση συγκεκριμένου πολίτη. Η ΕΥΠ οφείλει να  αιτιολογεί εμπεριστατωμένα τους λόγους που επικαλείται και οι λόγοι αυτοί να κρίνονται από τον δικαστικό λειτουργό. Να ληφθεί υπόψη ο αριθμός των αιτήσεων που υποβάλει η ΕΥΠ ώστε να τοποθετηθεί ο ανάλογος αριθμός δικαστικών λειτουργών που εποπτεύουν το έργο της.

 

2ον) Η ουσιαστική προστασία ενός συνταγματικού δικαιώματος προϋποθέτει την διαφάνεια στη λειτουργία των θεσμών. Η διοίκηση έχει καθήκον να ενημερώσει για τους λόγους της αλματώδους αύξησης των τηλεφωνικών επισυνδέσεων τα τελευταία χρόνια. Να πληροφορηθεί ο πολίτης το ποσοστό των επισυνδέσεων που θεμελιώνονται σε λόγους εθνικής ασφάλειας και το αντίστοιχο που συνδέεται με τις διερεύνηση εγκληματικών πράξεων και πόσες από αυτές έχουν καταλήξει στην άσκηση ποινικών διώξεων και στην αμετάκλητη ποινική καταδίκη.

 

3ον) Αναγκαία πλέον καθίσταται η επαναφορά στο καθεστώς της πλήρους ενημέρωσης του πολίτη που υπήρξε στόχος της παρακολούθησης. Ο περιορισμός του δικαιώματος ενημέρωσης από την ΑΔΑΕ μόνο στους βουλευτές και στους δημοσιογράφους εξαιρεί αδικαιολόγητα και αντισυνταγματικά και άλλες ειδικές κατηγορίες κρατικών λειτουργών όπως οι δικαστές και εισαγγελείς

 

Ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας στη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών

Ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας στη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ- Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης,

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, 

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης, 

Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

 

Η ποιότητα της δημοκρατίας και των συνταγματικών ελευθεριών σε ένα Κράτος Δικαίου δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά ή κυρίως από τους θεσπισμένους κανόνες αλλά και από τον τρόπο εφαρμογής τους. Οι θεσπισμένοι κανόνες είτε αυτοί που περιβάλλονται το κύρος των συνταγματικών ρυθμίσεων, είτε του απλού νόμου, δεν αρκούν αφ΄ εαυτού, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που η ύπαρξή τους έχει αξιοποιηθεί ως άλλοθι και ως βολική νομιμοποιητική βάση της καταπάτησης των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της εκάστοτε διοίκησης. Στο σύγχρονο  κόσμο η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ τυγχάνουν υψηλής θεσμικής προστασίας, δέχονται διαρκώς πίεση θεσμική και εξωθεσμική. Παλαιότερα συζήτηση προκάλεσε η Οδηγία 2006/24/ΕΚ (που μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3917/2011) ως προς το ενδεχόμενο de facto κατάργησης της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και εν τέλει κρίθηκε ανίσχυρη από το ΔΕΕ με την από 8-4-2014 απόφασή του. Η δε διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών κατοχυρώνεται θεσμικά στα περισσότερα Κράτη του κόσμου ακόμα και στα πιο απολυταρχικά, αφού ακόμα και το ψευδοσύνταγμα της δικτατορίας του 1968 προέβλεπε στο άρθρο 15 το «απόρρητο των επιστολών και της καθ’ οιοδήποτε άλλον τρόπον ανταποκρίσεως». Το εθνικό, διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο με σειρά διατάξεων (άρθρο 19 του ελληνικού Συντάγματος, άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,  άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) προστατεύουν κατ΄ αρχήν το απόρρητο της επικοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα με ένα πλέγμα ρυθμίσεων αποδεσμεύουν τις κρατικές και διεθνείς υπηρεσίες από το καθήκον σεβασμού αυτών των διατάξεων, παραπέμποντας σε λόγους εθνικής ασφάλειας, που όμως δεν εξειδικεύονται σαφώς. Έτσι κάθε συμφέρον μπορεί να λαμβάνει τον χαρακτηρισμό του «λόγου εθνικής ασφάλειας» και με τον τρόπο αυτό η νομιμοποίηση της παραβίασης του απορρήτου διέρχεται το πρώτο στάδιο, που γεννά την ανάγκη του επόμενου σταδίου «δικαστικής επικύρωσης». Για τον εισαγγελικό λειτουργό όμως στην Ελλάδα, που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο της Ε.Υ.Π. και υπογράφει σύμφωνα με την έκθεση της Α.Δ.Α.Ε. παραπάνω από 15.000 διατάξεις άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας κάθε χρόνο, στις οποίες σε αντίθεση με εκείνες που αφορούν διακρίβωση εγκλημάτων δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το όνομα του παρακολουθούμενου (άρθρο 5παρ.1α ν.2225/1994), η δυνατότητα άσκησης ουσιαστικού και όχι απλά «νομιμοποιητικού» ελέγχου συρρικνώνεται επικίνδυνα. Η δε τοποθέτηση δεύτερου εισαγγελικού λειτουργού για τον παραπάνω έλεγχο, που εξαγγέλθηκε πριν λίγες ημέρες, ενόψει του αριθμητικού όγκου των υποθέσεων, δεν φαίνεται ικανή να προσφέρει στο πρόβλημα καθαυτό, ενώ κατ΄ αποτέλεσμα τείνει να επαναλάβει την ίδια διαδρομή ενίσχυσης του κύρους της υπηρεσίας πληροφοριών και της διοίκησης, μέσα από την κατ΄ ουσίαν αδύναμη παρουσία της δικαστικής αρχής και τελικά να λειτουργήσει ως παρέμβαση επικοινωνιακού χαρακτήρα.

Αναμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα την επίσημη τοποθέτηση της πλειοψηφίας του ΔΣ της Ένωσής μας σε ένα ζήτημα τόσο κομβικό για την προστασία των ατομικών ελευθεριών των πολιτών. Μάταια! Στο όνομα των εκατοντάδων Δικαστών και Εισαγγελέων, που εκπροσωπούμε, εκφράζουμε την αγωνία μας για τις εξελίξεις και την συστηματική παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, άλλων αξιωματούχων και δημοσιογράφων από την κρατική διοίκηση. Δε θα έπρεπε να είναι αδιάφορο για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το ενδεχόμενο δικαστικοί λειτουργοί να έχουν τεθεί ή να τεθούν στο μέλλον υπό παρακολούθηση, υπό τους ίδιους ασαφείς λόγους «εθνικής ασφάλειας». Σημειωτέον δε ότι βάσει της τροπολογίας 826/145/31.3.2021, το άρθρο 87 ν.4790/2021 τροποποίησε το άρθρο 5 ν.2225/1994 και έτσι πλέον ειδικά η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν είναι πλέον δυνατό να κοινοποιηθεί στον παρακολουθούμενο από την ΑΔΑΕ μετά τη λήξη της, ενώ αντίθετα είναι εφικτό αυτό για την άρση απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων.  Υπεύθυνα και χωρίς να αδιαφορούμε για το θεσμικό ρόλο μιας εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, θεωρούμε ότι η συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας στον έλεγχο της πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι τυπική. Μόνο έτσι οι συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, θα λάβουν νόημα και ουσία, ώστε να αποκατασταθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στους δημοκρατικούς θεσμούς.

Για το Δ.Σ. της 26ης Ιουλίου 2022- Οι θέσεις της μειοψηφίας του Δ.Σ.

Για το ΔΣ της 26ης Ιουλίου 2022

 

Οι θέσεις της μειοψηφίας του ΔΣ

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης,

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης

 

 

Πριν την τοποθέτησή μας επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης θέσαμε ως ζήτημα τη στάση του προεδρείου κατά το σχέδιο νόμου για την Δικαστική Αστυνομία. Ειδικότερα ζητήσαμε εξηγήσεις για την μη πρόσκληση όλων των μελών του ΔΣ να καταθέσουν προτάσεις και πως αποφάσισε η πρόεδρος και η γενική γραμματέας χωρίς λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο να εκδώσουν ανακοίνωση. Υπενθυμίσαμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης διετίας σε όλα τα νομοσχέδια που κατατέθηκαν (για το οικογενειακό δίκαιο, για τους ποινικούς κώδικες, για την πολιτική δικονομία, για την ΕΣΔΙ) εμείς ως προεδρείο σεβόμενοι το καταστατικό και τις δημοκρατικές αρχές καλούσαμε πάντοτε όλα τα μέλη του ΔΣ να υποβάλουν τις θέσεις τους. Η αφοπλιστική απάντηση που λάβαμε από την πρόεδρο της Ένωσης για την περιφρόνηση του συλλογικού οργάνου ήταν ότι θεωρούσαν δεδομένο πως θα είχαμε κοινές απόψεις και επομένως ήταν περιττή η πρόσκλησή μας!

Το προεδρείο έθεσε ως θέμα την έγκριση προσφορών από ξενοδοχειακές μονάδες προς εξυπηρέτηση συναδέλφων που μεταβαίνουν στην Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους ή για λόγους αναψυχής. Θεωρούμε ότι αντικείμενο ψηφοφορίας ή έγκρισης από το ΔΣ δεν μπορούν να είναι οι απλές προσφορές από ξενοδοχεία, αλλά μόνο δεσμευτικές συμβάσεις και για το λόγο αυτό δεν συμμετείχαμε στην διαδικασία. Εξάλλου πολλές από τις υποτιθέμενες προσφορές που μας απαριθμήθηκαν είναι οι ήδη ισχύουσες τιμές για όλους τους πελάτες των συγκεκριμένων ξενοδοχείων και αυτό το γνωρίζουν καλά οι συνάδελφοι που μετακινούνται και διαμένουν τακτικά μακριά από τον τόπο κατοικίας τους.

Στη συνέχεια μας ενημέρωσε η πρόεδρος της Ένωσης ότι σχεδιάζεται η πραγματοποίηση ημερίδας με συνδιοργανωτές την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, τον Ιατρικό Σύλλογο και την ΕΣΗΕΑ με θέμα «το φαινόμενο των τηλεδικών». Θεωρούμε αρχικά ότι δεν πρόκειται για «φαινόμενο» αλλά για μια παγιωμένη κατάσταση στα τηλεοπτικά κανάλια εδώ και δεκαετίες που έχει να κάνει με τους αριθμούς τηλεθέασης, το marketing, τις μεθόδους αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα μείζονα θέματα ώστε το δευτερεύον να καταστεί πρωτεύον. Είναι πολύ απλοϊκή αντιμετώπιση να θεωρεί κανείς ότι με ένα συνέδριο που γίνεται προφανώς μόνο για επικοινωνιακούς λόγους θα αντιμετωπιστούν οι αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα. Η αποστολή της Ένωσης είναι να διοργανώνει ημερίδες και συνέδρια που ενδυναμώνουν το επιστημονικό της κύρος και βοηθούν τα μέλη της. Διατυπώσαμε συνεπώς τις επιφυλάξεις μας ως προς την πραγματοποίηση της ημερίδας καθώς επιπλέον δεν πληροφορηθήκαμε ούτε τους ομιλητές ούτε τα θέματα των εισηγήσεων.

Τέθηκε τέλος και η οριστική έγκριση δαπάνης για την καθαριότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ενημερωθήκαμε ότι λόγω λήξης των συμβάσεων καθαριότητας και μη πληρωμής των οφειλομένων ποσών από το Δημόσιο, η Ένωση προτίθεται να αναλάβει τη σχετική δαπάνη που αγγίζει τα 5.000 ευρώ καθώς και ότι ήδη το ζήτημα ρυθμίστηκε νομοθετικά. Διατυπώσαμε την άποψη ότι το ταμείο της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις οφειλές και τα χρέη του Υπουργείου Δικαιοσύνης πολύ περισσότερο για παλαιότερο χρονικό διάστημα και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί κανείς να μας διασφαλίσει ότι στο μέλλον δεν θα λήξουν κι’ άλλες συμβάσεις σε άλλα Δικαστήρια της χώρας και δεν θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το ίδιο πρόβλημα. Στο τέλος της συζήτησης πληροφορηθήκαμε ότι το προεδρείο είχε ήδη αναλάβει την εκταμίευση του ποσού και αυτό που ήθελε ήταν μόνο μια εκ των υστέρων έγκριση των ενεργειών του.

Οι θέσεις μας για το Σχέδιο Νόμου «σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»

Οι θέσεις μας για το Σχέδιο Νόμου «σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»

 

Διαχρονικά το αίτημα των δικαστικών Ενώσεων για ίδρυση δικαστικής αστυνομίας ήταν από τα πρώτα στον κατάλογο καθώς θα βοηθούσε στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και θα αποτελούσε πολύτιμο εργαλείο στους δικαστικούς λειτουργούς. Το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου αποτελεί μια στρεβλή νομοθετική πρωτοβουλία που διαψεύδει τις αρχικές προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί.

Προτεραιότητα για εμάς αποτελούσε η έκταση των καθηκόντων που θα έχει ο πολιτικός τομέας των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του προσωπικού αυτού ορίζονται στο άρθρο 4 του ΣχΝ. Πέρα από την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης και ανακριτικών πράξεων, κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα ή του ανακριτή, η οποία και σήμερα διενεργείται από αστυνομικούς υπαλλήλους, το ενδιαφέρον σημείο είναι η παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. αβ΄ του άρθρου 4 ΣχΝ. Εκεί αναφέρεται ότι στα καθήκοντα του προσωπικού εμπίπτει η «παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων των οποίων η μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές γνώσεις». Η συνδρομή αυτή μπορεί να παρέχεται κατά τις σχετικές προβλέψεις του ΣχΝ με την σύνταξη εκθέσεων, οι οποίες αναγνωρίζονται ως αποδεικτικά μέσα κατά τα άρθρα 178 ΚΠΔ και 339 ΚΠολΔ. Στην πραγματικότητα οι εκθέσεις αυτές αποτελούν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, χωρίς ωστόσο να τηρούνται οι ελάχιστες εγγυήσεις τόσο του ΚΠΔ όσο και του ΚΠολΔ για τη διενέργειά της, όπως για παράδειγμα α) η δυνατότητα των διαδίκων να ορίζουν τεχνικό σύμβουλο, ο οποίος έχει δικαίωμα να παρίσταται κατά τις εργασίες των πραγματογνωμόνων και να ζητεί πληροφορίες, καθώς και να εξετάζει το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης και τελικά να υποβάλει γραπτή έκθεση με τις παρατηρήσεις του, β) το δικαίωμά τους να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης των πραγματογνωμόνων, γ) το δικαίωμά τους να υποβάλλουν αιτήματα για διεύρυνση ή εξειδίκευση των θεμάτων στα οποία αφορά η πραγματογνωμοσύνη, κ.λ.π. Παράλληλα, το ΣχΝ προβλέπει ότι για τα θέματα, στα οποία αφορά η έκθεση του πολιτικού προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας, οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές μπορούν να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Συνάγεται, επομένως, αφενός ότι οι εκθέσεις των πιο πάνω υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας δεν έχουν χαρακτήρα πραγματογνωμοσύνης αφετέρου ότι η πραγματογνωμοσύνη (είτε αρχική είτε μετά από τη σύνταξη της πιο πάνω έκθεσης της Δικαστικής Αστυνομίας) ποτέ δεν μπορεί να ανατεθεί στις περιφερειακές υπηρεσίες της Δικαστικής Αστυνομίας. Η πρόβλεψη αυτή είναι εσφαλμένη, καθώς κύριος στόχος λειτουργίας της νέας υπηρεσίας πρέπει να είναι η συμβολή της σε επιστημονικά ή τεχνικά θέματα και η ανάθεση πραγματογνωμοσύνης στο προσωπικό της με όλες τις εγγυήσεις του ΚΠΔ και του ΚΠολΔ. Με την προτεινόμενη διαμόρφωση των αρμοδιοτήτων του πολιτικού προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας υπάρχει ορατός ο κίνδυνος αφενός αδικαιολόγητης συρρίκνωσης της πραγματικής αποστολής που πρέπει να έχει η Δικαστική Αστυνομία αφετέρου επικίνδυνης υποκατάστασης της πραγματογνωμοσύνης από τις εκθέσεις που συντάσσονται κατά το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. αβ΄ ΣχΝ χωρίς εγγυήσεις για την προστασία των εύλογων και δικαιολογημένων σε ένα κράτος δικαίου συμφερόντων των διαδίκων.

Παρατηρούμε επίσης για άλλη μια φορά στο άρθρο 3 παρ. 3 ΣχΝ ότι της διεύθυνσης της Δικαστικής Αστυνομίας προΐσταται συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός. Αντί λοιπόν να γίνει σεβαστό το αίτημα της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσής μας, να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ κυβέρνησης και δικαιοσύνης με τον διορισμό αφυπηρετούντων δικαστικών λειτουργών σε διοικητικές θέσεις, η σχέση αυτή μεταξύ των δύο λειτουργιών ενδυναμώνεται.

Σε σχέση με τις επιμέρους διατάξεις του ΣχΝ πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: 1) Η εποπτεία της περιφερειακής υπηρεσίας της δικαστικής αστυνομίας ανατίθεται στον διευθύνοντα την εισαγγελία, αν, όμως, η περιφερειακή υπηρεσία εδρεύει σε δικαστικό μέγαρο, όπου δεν λειτουργεί εισαγγελία την εποπτεία ασκεί ο αρχαιότερος από τους διευθύνοντες δικαστικούς λειτουργούς (πρόβλεψη που παρά την εσφαλμένη χρήση του όρου «δικαστικούς λειτουργούς» παραπέμπει προφανώς στον «αρχαιότερο από τους διευθύνοντες το δικαστήριο δικαστικό λειτουργό»). Η επιλογή αυτή του ΣχΝ είναι εσφαλμένη, αφού το σύνολο των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών αυτών της Δικαστικής Αστυνομίας αφορά στη λειτουργία των δικαστηρίων και μάλιστα τόσο των ποινικών όσο και των πολιτικών και συνεπώς η εποπτεία των υπηρεσιών αυτών πρέπει να ανατεθεί αποκλειστικά και μόνο στους διευθύνοντες τα δικαστήρια δικαστές. Η επιλογή του ΣχΝ να καθορίζει το αρμόδιο για την εποπτεία της περιφερειακής υπηρεσίας όργανο με μοναδικό κριτήριο το κτίριο στο οποίο εδρεύει η υπηρεσία αυτή και όχι με βάση τις ανάγκες για εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας και τις σχέσεις αυτής με τις δικαστικές αρχές, είναι αδικαιολόγητη και στην πράξη αναμένεται να προκαλέσει πολλά προβλήματα, 2) Στο άρθρο 13 του ΣχΝ, το οποίο προβλέπει απαγόρευση διορισμού στην Δικαστική Αστυνομία των υπαλλήλων εκείνων (του Δημοσίου και νπδδ) που τιμωρήθηκαν πειθαρχικά με την ποινή της οριστικής παύσης, πρέπει να προβλεφθεί ρητή εξαίρεση για τους Δικαστικούς Λειτουργούς που κρίνονται μη διοριστέοι σε θέση ισόβιου Δικαστικού Λειτουργού ή που παύονται οριστικά και οι οποίοι μπορούν κατά το άρθρο 126 νέου ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022) να διοριστούν σε δημόσια διοικητική θέση, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, ώστε να αξιοποιείται η δικαστική εμπειρία τους, 3) στο άρθρο 33 του ΣχΝ, που αφορά στους φορείς εκπαίδευσης και επιμόρφωσης του προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας, πρέπει να προστεθεί και η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ιδίως για το προσωπικό του πολιτικού τομέα.

Τέλος, παρατηρείται ότι τα περιγραφόμενα αστυνομικά καθήκοντα φύλαξης των δικαστικών κτιρίων, τα οποία μέχρι σήμερα είχαν ανατεθεί στην Ελληνική Αστυνομία, καταλαμβάνουν νομοτεχνικά δυσανάλογα μεγάλο τμήμα σε σχέση με αυτό που εισάγει τις καινοτομίες του νέου θεσμού και αφορούν την ενίσχυση του δικαστικού έργου. Το κατά τα άλλα σημαντικό έργο της ουσιαστικής φύλαξης των δικαστηρίων θεωρούμε ότι αποτελεί ζήτημα ουσιαστικής πολιτικής βούλησης της οργανωμένης πολιτείας και δεν σχετίζεται ο σχεδιασμός του με την θέσπιση ενός σύγχρονου μηχανισμού τεχνικής υποβοήθησης της δικαιοδοτικής διαδικασίας.

Η κριτική στο Σχέδιο Νόμου δεν αναιρεί την αναγνώριση της προσπάθειας που έγινε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στην οποία για άλλη μία φορά δεν κλήθηκαν οι δικαστικές ενώσεις. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η πλειοψηφία του Δ.Σ. της Ένωσής μας αδιαμαρτύρητα δέχεται τον ρόλο του κομπάρσου που της αναθέτει το Υπουργείο τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών συμμερίζεται τους προβληματισμούς που θέσαμε κατά την περίοδο που ασκούσαμε την διοίκηση της Ένωσης.

 

25 Ιουλίου 2022

Τα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε.

Χριστόφορος Σεβαστίδης, Δ.Ν. Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης