Αποκάλυψη για μυστική συνάντηση του προεδρείου της Ε.Δ.Ε. με τον Υπουργό Δικαιοσύνης

Αποκάλυψη για μυστική συνάντηση του προεδρείου της Ε.Δ.Ε. με τον Υπουργό Δικαιοσύνης

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη,

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη,

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη,

Μιχάλη Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Ευθαλίας Κώστα, Ειρηνοδίκη

         Είχαμε από καιρό προειδοποιήσει ότι η στάση του προεδρείου της Ένωσης, ήταν το λιγότερο ύποπτη όσον αφορά στο αίτημα διεκδίκησης των δώρων εορτών. Όμως η πραγματικότητα μάλλον υπερβαίνει τις προβλέψεις μας. Χθες σε δημόσια συνομιλία μεταξύ μέλους της διαδικτυακής ομάδα ΤΑΛΩΣ και του μέλους του προεδρείου της Ένωσης κ. Φούκα, ο τελευταίος παραδέχθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι σε χρόνο που προηγήθηκε της κοινής συνάντησης όλων των δικαστικών Ενώσεων με τον πρωθυπουργό, έλαβε χώρα άγνωστη συνάντηση μελών του προεδρείου με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος τους υπέδειξε να μην εγείρουν το ζήτημα των δώρων εορτών, γιατί έτσι θα κινητοποιηθεί όλο το Δημόσιο. Έσπευσε βέβαια να διαγράψει άμεσα το μήνυμά του, όταν κατάλαβε το μέγεθος της αποκάλυψης, ήταν όμως αργά. Στις επίμονες ερωτήσεις τόσο του μέλος του Δ.Σ. Παντελή Μποροδήμου, όσο και άλλης συναδέλφου, μέλους της διαδικτυακής ομάδας, που είδε την ανάρτηση και τη διαγραφή, αρνήθηκε να δώσει οιαδήποτε απάντηση για το πότε, με ποια σύνθεση και με ποια ατζέντα έλαβε χώρα συζήτηση του προεδρείου με το υπουργείο για τα δώρα και πώς αυτή οδήγησε στο να προτείνει τη μη διεκδίκησή τους.

        Η μυστική διπλωματία είναι μαχαίρι δίκοπο για τους άτεχνους μύστες της. Ήταν άραγε σε γνώση των υπόλοιπων δικαστικών Ενώσεων μια τέτοια συνάντηση; Η κ. Στενιώτη οφείλει να λάβει δημόσια θέση για το περιεχόμενό της και να ενημερώσει επίσημα το Δ.Σ και τα μέλη της Ένωσης. Να μας εξηγήσει για ποιόν λόγο απέκρυψε αυτήν την συνάντηση στην προχθεσινή ΓΣ. Αντιλαμβάνεται και η ίδια ότι το αίτημά μας έχει βάσιμες πιθανότητες ευδοκίμησης και για τον λόγο αυτό το αντιμάχεται ώστε να υλοποιηθεί η συμφωνία που έχει κάνει με τον υπουργό.  Όσο καθυστερεί να τοποθετηθεί τόσο πιο αποκαλυπτική θα γίνεται η σιωπή και τόσο πιο υπονομευτική για τη δίκαιη διεκδίκηση των δώρων, που είναι πλέον απόφαση του ανώτατου συλλογικού μας οργάνου. Το προεδρείο της Ένωσης οφείλει να αξιοποιήσει τη δυναμική που έδωσε στο αίτημα η απόφαση της Γ.Σ. και όχι να κόπτεται για το επικοινωνιακό αντίκρυσμα που έχει το θέμα για την κυβέρνηση. Ήδη διαφάνηκε και στην χθεσινή απόφαση του Δ.Σ. της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, που αποφάσισε να συστρατευθεί με την Ένωσή μας στη διεκδίκησή των δώρων, ότι το θέμα τίθεται γενικά και επιτακτικά. Το αίτημα για επαναφορά των Δώρων στον δημόσιο τομέα είναι δικαιωμένο στην συνείδηση των πολιτών. Δεν θα επιτρέψουμε να δημιουργούνται υποψίες συναλλαγής σε βάρος του Δικαστικού Σώματος.

Τοποθέτηση Χριστόφορου Σεβαστίδη στη Γενική Συνέλευση της Ε.Δ.Ε. της 17.12.2022

Τοποθέτηση Χριστόφορου Σεβαστίδη

στη Γενική Συνέλευση της Ε.Δ.Ε. στις 17 Δεκεμβρίου 2022

          Σχεδόν χρωστάμε χάρη στην κ. Στενιώτη και στις ομάδες του προεδρείου γιατί μας βοήθησαν να αντιληφθούμε το πόσο εύκολα χάνεται το κύρος και  η αξιοπιστία μιας δικαστικής ένωσης, το πόσο γρήγορα και καταστροφικά μεταπίπτει στην κατηγορία της συντεχνίας. Μας έπεισαν μέσα σε 7 μήνες ότι δεν έχουν την δυνατότητα να μετουσιώσουν την πείρα των προηγούμενων 6 ετών σε δημιουργική πρόοδο. Έχετε κερδίσει επάξια όμως τον τίτλο του προεδρείου της φιέστας και των parties.

       Ξεκινώ από την πλειάδα των θεμάτων της σημερινής ΓΣ. Ποια είναι η λογική της απαρίθμησης δεκάδων θεμάτων εάν μείνουμε στο αίτημα και δεν βαθαίνουμε στις αιτίες; Να εντυπωσιάσουμε τα μέλη μας ότι τάχα ενδιαφερόμαστε γι’ αυτούς; Ότι θέσαμε όλα τα προβλήματα και κάναμε το χρέος μας χωρίς να ενδιαφέρει εάν θα βρεθούν λύσεις, εάν θα τα επικοινωνήσουμε στην κοινωνία με τον σωστό τρόπο; Για να το πω σχηματικά μοιάζει όλο αυτό με δικαστική απόφαση που έχει μόνο διατακτικό αλλά της λείπει εντελώς η αιτιολογία. Ποιες είναι λοιπόν οι αιτίες της υποστελέχωσης των δικαστηρίων από γραμματείς, των εξευτελιστικών συντάξεων, της έλλειψης στοιχειώδους υλικοτεχνικής υποδομής και θέρμανσης σε πολλά δικαστήρια; Αυτά δεν σας άκουσα να τα αναφέρετε γιατί είτε δεν έχετε την τόλμη είτε γιατί συνηθίζετε να κολυμπάτε στα ρηχά νερά. Ο κοινός παρανομαστής τον οποίο καταδείξαμε ως προεδρείο εμείς τα προηγούμενα χρόνια είναι η πολιτική επιλογή της εγκατάλειψης του Κράτους, της υποκατάστασης των δημοσίων δαπανών με ΣΔΙΤ, του περιορισμού μέχρις ασφυξίας των κρατικών δαπανών. Ολοένα και πιο συχνά γίνεται προσπάθεια διασύνδεσης της αποδοτικότητας της δικαιοσύνης με τα επιχειρηματικά συμφέροντα.  Το βλέπετε στις εκδηλώσεις διαφόρων φορέων επιτάχυνσης της δικαιοσύνης που γίνονται σε συνεργασία με τον ΣΕΒ. Σε όλα αυτά τα αντιδικαστικά πάνελ τα μέλη του προεδρείου έχουν περίοπτες θέσεις. Πως συμβαδίζει λοιπόν απ την μια μεριά να συμμετέχουν σε τέτοια τραπέζια προδιατυπωμένων συμπερασμάτων και από την άλλη να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε;

        Μετατρέψατε κ. του προεδρείου την Ένωση σε εταιρία προώθησης λογιστών, ξενοδόχων, μεταφορικών εταιριών. Δήθεν φτηνές τιμές και στην ουσία διαφήμιση. Τα ίδια που κάνατε πριν το 2016 τα επαναλαμβάνετε και τώρα. Και τότε λειτουργούσατε ως εισπράκτορες δικηγορικών γραφείων και οι γραμματείς της Ένωσης όταν παραλάβαμε την διοίκηση μάζευαν χρήματα για να τα αποδώσουν σε συνεργαζόμενους δικηγόρους.

         Υφαρπάξατε την ψήφο εκατοντάδων Ειρηνοδικών με το σύνθημα της μισθολογικής εξομοίωσης με τους Πρωτοδίκες. Πήγατε στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό και δεν είπατε ούτε λέξη. Πέρασαν 7 μήνες και καμία πρωτοβουλία για να υλοποιήσετε αυτά που υποσχεθήκατε. Θα τα θυμηθείτε πάλι τον Μάρτιο του 2024. Αρχίσατε ήδη να αλλάζετε το τροπάριο. Τώρα μιλάτε στα διάφορα viber  για αναβάθμιση και όχι για εξομοίωση. Εμφανίζατε στους ειρηνοδίκες την ομάδα μας ως δήθεν αντίθετη στα συμφέροντά τους με λόγο δημαγωγικό και χυδαίο ενώ εμείς εξηγούσαμε με λογική και επιχειρήματα πως κερδίζονται οι αγώνες, πως θα μπορούσε βάσιμα να διεκδικηθεί η μισθολογική αναβάθμιση. Τι έγινε με το αίτημα που προβάλατε για μη συμμετοχή των Ειρηνοδικών στις έρευνες και για μη συμμετοχή στα τριμελή πλημμελειοδικεία; Τα ξεχάσατε. Τους κοροϊδέψατε.

         Άγεστε και φέρεστε από τους δικηγόρους. Εγκαταλείψατε το αίτημα που είχαμε υποβάλει και υπήρχε δηλωμένη πρόθεση του υπουργείου να το υλοποιήσει, δηλαδή τον περιορισμό των αναβολών στα ποινικά δικαστήρια για λόγους που αφορούν κώλυμα στο πρόσωπο συνηγόρων. Ούτε σας νοιάζει η τεράστια καθυστέρηση. Αρκεί να μην διαταράξετε τις σχέσεις σας με τον πρόεδρο του ΔΣΑ.

          Πήγατε σε συνάντηση με τον πρωθυπουργό κι’ ενώ είχατε υποσχεθεί ότι θα θέσετε το αίτημά μας για επιστροφή των Δώρων στο Δημόσιο, τελευταία στιγμή υπαναχωρήσατε και ρίχνετε τώρα την ευθύνη στις άλλες Ενώσεις. Θέλετε ν’ ακούσουν οι συνάδελφοι τι είπατε στο υπόμνημά σας προς τον πρωθυπουργό;  Ότι η μεταρρύθμιση του ΚΟΔΚΔΛ συμβάλει στην επίλυση των προβλημάτων. Η γνωστή διγλωσσία, η μυστική ατζέντα, οι αδιαφανείς διαδικασίες και το θράσος να κοροϊδεύετε τους συναδέλφους σας. Δεν τολμάτε βέβαια να τα πείτε αυτά δημόσια γιατί γνωρίζετε τις αντιδράσεις του Σώματος. Τα κάνετε υπόγεια και πίσω από την πλάτη τους. Καλλιεργήσατε όλο το προηγούμενο διάστημα την προσδοκία ότι έχετε τις διαβεβαιώσεις για αύξηση των επιδομάτων και μάλιστα άμεσα από τον επόμενο μήνα κατά 700 ευρώ! Τα είπατε και την προηγούμενη εβδομάδα στο ΔΣ. Ούτε καν υπόσχεση δεν πήρατε από τον πρωθυπουργό σε μια προεκλογική περίοδο που μοιράστηκαν τουλάχιστον υποσχέσεις σε πολλές κατηγορίες εργαζομένων. Πλήρης αποτυχία σε όλους τους τομείς. Από την επόμενη μισθοδοσία όμως οι συνάδελφοι θα δουν μεγαλύτερους μισθούς λόγω της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης στο δημόσιο. Ένα αίτημα της ομάδας μας που διατυπώσαμε για πρώτη φορά σε δημόσια συζήτηση τον Ιανουάριο του 2021 και αγωνιστήκαμε με όλα τα μέσα για να το πετύχουμε. Και τα καταφέραμε. Ένα αίτημα το οποίο όχι μόνο καταψηφίστηκε από σας αλλά και πολεμήθηκε μέχρι και την τελευταία στιγμή.

          Τα λέγαμε και πριν τις εκλογές γιατί σας ξέρουμε από παλιά. Η Ένωση για σας είναι λάφυρο και όχημα ικανοποίησης ατομικών συμφερόντων και βολέματος. Από τις ομάδες σας ξεπήδησαν Θάνου και Αθανασίου. Από τις πρώτες ημέρες δώσατε δείγματα γραφής. Για πρώτη φορά ΓΓ της Ένωσης κάνει χρήση του νόμου να απαλλάσσεται από το 50% των δικαστικών της καθηκόντων. Ο Παντελής ο Μποροδήμος σε μια εποχή που η Ένωση είχε καθημερινό δημόσιο λόγο και δεκαπλάσια δράση από την σημερινή, δεν διεκδίκησε καμία απολύτως απαλλαγή. Οφείλετε κ. Κώνστα να μας εξηγήσετε πως ταιριάζει να ζητάτε απαλλαγή λόγω καθηκόντων στην Ένωση και ταυτόχρονα να βρίσκεται χρόνο να διδάσκετε στην ΕΣΔΙ σε θέση αμειβόμενη.

            Σε όλα τα επιμέρους θέματα θα μιλήσουν τα μέλη της ομάδας μας. Καταθέτουμε αίτημα να τοποθετηθεί η ΓΣ στην διεκδίκηση 13ου και 14ου μισθού κατ’ αρχήν με την υποβολή αιτήματος προς το αρμόδιο Υπουργείο και σε δεύτερο στάδιο με την άσκηση αγωγών στο Μισθοδικείο, δεδομένου ότι οι ομάδες του προεδρείου αρνούνται να το διεκδικήσουν. Να δώσουμε χρονικό περιθώριο μέχρι το Πάσχα του 2023 ώστε το ΔΣ να ολοκληρώσει τις διαδικασίες και να κοινοποιήσει στα μέλη της Ένωσης σχέδιο αγωγής.

Τεράστια νίκη των συναδέλφων η χθεσινή Γενική Συνέλευση

Τεράστια νίκη των συναδέλφων η χθεσινή Γενική Συνέλευση

 

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,

Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Αθήνα, 18 Δεκεμβρίου 2022

         Στο δεύτερο μέρος της χθεσινής Γενικής Συνέλευσης η ομάδα μας με επιχειρήματα και  συγκεκριμένες αναφορές κατέδειξε την αναποτελεσματικότητα των ομάδων του προεδρείου και την αδυναμία τους να διαχειριστούν τα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν το Δικαστικό Σώμα, την ασυνέπεια τους σε όσα πριν τις εκλογές υποσχέθηκαν, την συνειδητή αφωνία τους σε κομβικά νομοθετήματα που αφορούσαν την Δικαιοσύνη και τους δικαστικούς λειτουργούς, την διγλωσσία τους μεταξύ των τοποθετήσεών τους και των επιστολών τους προς την διοίκηση. Τις τοποθετήσεις μας αναλυτικά θα τις δημοσιοποιήσουμε τις επόμενες μέρες.

         Καταθέσαμε συγκεκριμένο γραπτό αίτημα επαναφοράς 13ου και 14ου μισθού συνεπείς στην μέχρι σήμερα στάση μας.  Η κ Στενιώτη και όλα τα μέλη του προεδρείου έδωσαν σκληρό αγώνα να πείσουν τους συναδέλφους πως ένα τέτοιο αίτημα θα επιφέρει μεγάλη επιβάρυνση στον προϋπολογισμό, ότι δεν είναι σήμερα οι κατάλληλες συνθήκες, ότι δεν μπορεί να το διεκδικήσει από τον υπουργό οικονομικών γιατί θα της το απορρίψει. Η καλλιέργεια κλίματος ηττοπάθειας και παραίτησης συνάντησε τεράστια αντίσταση από τα μέλη μας. Με ψήφους 63 έναντι 34, έγινε δεκτό το αίτημα της ομάδας μας και μπήκε χρονοδιάγραμμα διεκδίκησης. Το προεδρείο είναι πλέον υποχρεωμένο να τηρήσει την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Θα τους ελέγχουμε ώστε να είναι συνεπείς με την εντολή του Ανώτατου οργάνου.

           Ακολουθεί το αίτημα που κατέθεσε η ομάδα μας και εγκρίθηκε από την Γενική Συνέλευση:

«ΑΙΤΗΜΑ

ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΔΩΡΩΝ

         Τα μέλη του ΔΣ, Χριστόφορος Σεβαστίδης, Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Παντελής Μποροδήμος, Μιχάλης Τσέφας, Ιωάννης Ασπρογέρακας, Ευθαλία Κώστα, υποβάλουμε ενώπιον της ΓΣ αίτημα να τεθεί σε ψηφοφορία και να δοθεί εντολή στο ΔΣ ώστε μέχρι τέλη Ιανουαρίου 2023 να διεκδικήσει από τα αρμόδια υπουργεία την επιστροφή των Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας. Στην περίπτωση που η διοίκηση αρνηθεί ή δεν απαντήσει στο αίτημα μας να ανατεθεί σε δικηγορικό γραφείο εγνωσμένου κύρους η σύνταξη των δικογράφων και ο διαμοιρασμός τους στα μέλη μας μέχρι τα τέλη Απριλίου 2023».

Χ.Σεβαστίδης: Και τώρα ποιος θα προστατεύσει τους δικαστές;

Και τώρα ποιος θα προστατεύσει τους δικαστές;

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη

ΔΝ Εφέτη, μέλους του ΔΣ της Ε.Δ.Ε.

 

      Για κάποιον που παρακολούθησε από την αρχή την εξελικτική πορεία του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών δεν θα ήταν δύσκολο να προβλέψει την θέση στην οποία το Δικαστικό Σώμα βρίσκεται σήμερα. Η δημόσια ομολογία της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για τον αρχηγό ενός κοινοβουλευτικού κόμματος και δύο τουλάχιστον δημοσιογράφων, η σύσταση εξεταστικής επιτροπής στην Βουλή, η συνειδητοποίηση του τεράστιου αριθμού των νόμιμων επισυνδέσεων που φτάνουν τις 15.000 ετησίως, η κατάθεση σχεδίου νόμου που θα τροποποιήσει τον ισχύοντα εκτελεστικό νόμο του άρθρου 19 του Συντάγματος, μας είχαν προδιαθέσει για την πιθανότητα αποκάλυψης ονομάτων δικαστικών λειτουργών που με τρόπο νόμιμο ή παράνομο είχε αρθεί το τηλεφωνικό τους απόρρητο. Το δημοσίευμα σημερινής κυριακάτικης εφημερίδας ήταν συνεπώς σχεδόν αναμενόμενη εξέλιξη. Πυροδότησε ωστόσο δικαιολογημένα την αγωνία όλων των μελών του Δικαστικού Σώματος για το εάν, πότε και με ποια αφορμή έχουν γίνει αντικείμενο παρακολούθησης. Δικαστές και Εισαγγελείς που χειρίστηκαν σοβαρές ποινικές υποθέσεις, αστικές υποθέσεις με μεγάλο αντικείμενο ή με διαδίκους επιχειρηματίες και πολιτικούς, όσοι διετέλεσαν αιρετά μέλη διοικήσεων δικαστηρίων ή δικαστικών ενώσεων, όσοι συμμετείχαν σε επιτροπές έχουν εύλογο ενδιαφέρον να πληροφορηθούν και δίκαιη απαίτηση να προστατευτούν.

      Αυτό που χρειάζεται είναι μια Δικαστική Ένωση αφοσιωμένη στον καταστατικό της σκοπό, στην προάσπιση των δικαιωμάτων των μελών της, αδέσμευτη από κάθε είδους εξαρτήσεις, έτοιμη να συγκρουστεί και να διεκδικήσει, ταγμένη στην υπεράσπιση των συνταγματικών δικαιωμάτων, με λόγο επιστημονικό και σταθερότητα στις θέσεις της. Η σημερινή πλειοψηφία του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων τήρησε από την αρχή μια στάση αλλοπρόσαλλη και ύποπτη. Την εποχή των πρώτων αποκαλύψεων υπερθεμάτιζε για την ανάγκη να παραμείνει ουδέτερη και μακριά από κάθε είδους τοποθέτηση, καθώς «πρόκειται για ανοιχτή δικαστική υπόθεση». Εντελώς ξαφνικά η πρόεδρος της Ένωσης χωρίς να δώσει ακόμα και σήμερα καμία απολύτως εξήγηση, μετέβαλε τη στάση της και σε χαιρετισμό της σε συνέδριο αναγνώρισε ότι πρόκειται για «συνταγματική εκτροπή». Ακολούθησε μία περίοδος αφωνίας και συνειδητής αποχής από τη δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου. Προχθές το προεδρείο κατέθεσε εκπρόθεσμα και μετά την λήξη της διαβούλευσης τις θέσεις του περισσότερο ως κείμενο δηλωτικό της ύπαρξής του και πυροτέχνημα που θα φωτίσει για λίγο τους συντάκτες του και θα χαθεί, παρά ως ουσιαστική παρέμβαση στις εξελίξεις. Η προχειρότητα και η βιασύνη των προτάσεών του εκθέτουν όχι μόνο τους ίδιους αλλά γκρεμίζουν το επιστημονικό κύρος της Ένωσης που με κόπο χτίστηκε. Διαβάσαμε λοιπόν ότι ο όρος του νομοσχεδίου «εθνική ασφάλεια είναι αόριστος και απαιτείται η συγκεκριμενοποίησή του».  Μα περισσότερο συγκεκριμένος δεν γίνεται! Ίσα – ίσα που τα περιλαμβάνει όλα και τα περιγράφει μάλιστα αναλυτικά: «Συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας, ιδίως λόγοι σχετική με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, την δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος». Θέλουμε ακόμα περισσότερη εξειδίκευση; Αυτό που δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν στο προεδρείο είναι ότι το αίτημα που τίθεται επιτακτικά αυτή τη στιγμή από όλους τους φορείς δεν είναι η εξειδίκευση αλλά ο περιορισμός της εξειδίκευσης! Στη συνέχεια προτείνουν το καινοφανές: Στην άρση απορρήτου για τα πολιτικά πρόσωπα την αίτηση της άρσης να μην έχει δικαίωμα να την κάνει μόνο η ΕΥΠ αλλά και οι δικαστικές αρχές!!! Ζηλέψαμε φαίνεται την δόξα της ΕΥΠ και διεκδικούμε κι’ εμείς μερίδιο σ’ αυτήν. Με άλλα λόγια οι δικαστικοί λειτουργοί και θα υποβάλουν αίτηση άρσης απορρήτου και θα κρίνουν στην συνέχεια την αίτηση. Με ποιόν τρόπο βεβαίως οι δικαστικές αρχές θα γνωρίζουν ότι κάποιος πολίτης είναι επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια και θα αιτούνται την άρση του απορρήτου συνιστά μεγάλο ερώτημα που μόνο το προεδρείο θα μας λύσει. Στο άρθρο 6 του νομοσχεδίου διαπιστώνουν κατ’ αρχήν ορθά ότι έχει διευρυνθεί υπερβολικά ο κατάλογος των πλημμελημάτων που θεωρούνται ως ιδιαίτερα επικίνδυνα εγκλήματα. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να καταλήξουν στο λογικό συμπέρασμα της πρότασης περιορισμού του αριθμού των πλημμελημάτων, αντίθετα καταλήγουν σε πρόταση για την διεύρυνσή τους!!

      Ως ομάδα του ΔΣ καταθέσαμε πολλές φορές στον δημόσιο διάλογο τις θέσεις μας. Επιχειρηματολογήσαμε σε άρθρα, σε συνεντεύξεις, στη δημόσια διαβούλευση. Ζητήσαμε στο ΔΣ την επίσημη τοποθέτηση της Ένωσης. Εκφράσαμε την ανησυχία μας για την κατάσταση όπως διαμορφώνεται και ζητήσαμε μεταξύ άλλων την αναμόρφωση του νομοσχεδίου ώστε οι περισσότερες βαθμίδες ελέγχου για την άρση του απορρήτου να μην αφορούν αποκλειστικά πολιτικά πρόσωπα αλλά να επεκταθούν και στους δικαστικούς λειτουργούς που είναι πολλαπλώς εκτεθειμένοι στον κίνδυνο αναιτιολόγητων παρακολουθήσεων και σε όλους τους πολίτες. Υποδείξαμε την ανάγκη να περιλαμβάνεται και στις διατάξεις για άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας το όνομα του καθ΄ ου η άρση καθώς και η αιτιολογία της.  Το αίτημα αυτό πλέον θα πρέπει να λάβει καθολική υποστήριξη. Η ΕΣΗΕΑ έχει ήδη ζητήσει την συνδρομή διεπιστημονικού εργαστηρίου προκειμένου να εξεταστεί εάν τα κινητά τηλέφωνα των μελών της έχουν υποστεί επιμολύνσεις με το λογισμικό της Predator ή με άλλα κακόβουλα λογισμικά παρακολούθησης. Αντίστοιχη πρωτοβουλία οφείλει να λάβει και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.

      Η ερμηνεία του Συντάγματος δεν ανήκει σ’ εκείνους που το έφτιαξαν αλλά σε εκείνους που το έχουν δεχτεί. Το γράμμα του Συντάγματος πρέπει να ερμηνευτεί με το βιώσιμο νόημά του και αυτό δεν περικλείεται στα άρθρα του υπό ψήφιση νομοσχεδίου. Η κοινωνία περιμένει από τις Δικαστικές Ενώσεις συγκροτημένο λόγο δομημένο σε στέρεα νομικά επιχειρήματα. Οι δικαστικοί λειτουργοί αναμένουν από την Ένωσή τους την αυτονόητη προστασία από την προσβολή των ατομικών τους δικαιωμάτων.

Ανακοίνωση για τη διαβούλευση του Νομοσχεδίου για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ 

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,

Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα, 23 Νοεμβρίου 2022

 

 

Καταθέσαμε προχθές τις προτάσεις μας στη διαβούλευση για το νομοσχέδιο με τίτλο «Διαδικασία άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών», που ξεκίνησε την 15 Νοεμβρίου και ολοκληρώθηκε την 22 Νοεμβρίου 2022. Το νομοσχέδιο δυστυχώς δεν είναι αποτέλεσμα ώριμου διαλόγου στους κόλπους της κοινωνίας και της νομικής επιστήμης – άλλωστε για την εκπόνησή του δε ζητήθηκε καν η γνώμη της Α.Δ.Α.Ε. – αλλά ακολουθεί την κακή παράδοση αποσπασματικής και ευκαιριακής νομοθέτησης, ενόψει μιας πολιτικής συγκυρίας. Διαμορφώνει δε ένα πλέγμα ειδικής προστασίας μόνο του πολιτικού προσωπικού της χώρας αφήνοντας σε δεύτερη ταχύτητα τους δικαστικούς λειτουργούς και όλους τους πολίτες.

Στις παρατηρήσεις μας καταδείξαμε τα προβλήματα συνταγματικότητας του όρου «λόγοι εθνικής ασφάλειας», που ανατρέπει τον κανόνα προστασίας του άρθρου 19 του Συντάγματος. Υποδείξαμε την ανάγκη να περιλαμβάνεται και στις διατάξεις για άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας το όνομα του καθ΄ ου η άρση καθώς και η αιτιολογία της. Αναδείξαμε ότι η ύπαρξη ειδικού πλαισίου για τα πολιτικά πρόσωπα, χωρίς ειδική πρόβλεψη για τα δικαστικά πρόσωπα θίγει την αρχή της ισότητας και προτείναμε τη διαμόρφωση ανάλογου πλαισίου και για τους δικαστικούς λειτουργούς. Επισημάναμε τον προβληματικό χαρακτήρα της ρύθμισης για τις προϋποθέσεις γνωστοποίησης του καθ΄ ου η άρση, που οδηγούν στην πλήρη απουσίας ενημέρωσης. Τέλος, σημειώσαμε τον απρόσφορο χαρακτήρα των ρυθμίσεων για τον εισαγγελικό λειτουργό, επιφορτισμένο με τον έλεγχο των δράσεων της Ε.Υ.Π, αν δεν υπάρξει πλήρης αναμόρφωση των δυνατοτήτων για ουσιαστικό έλεγχο.

Σε όλα τα παραπάνω, για άλλη μια φορά το προεδρείο της Ε.Δ.Ε. απουσιάζει. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την ψήφιση του Σωφρονιστικού Κώδικα που η Ένωση μένει χωρίς φωνή και οι δικαστικοί λειτουργοί χωρίς εκπροσώπηση. Οι δεσμεύσεις της διοίκησης της Ένωσης ότι θα τοποθετηθεί για το ζήτημα την κατάλληλη στιγμή αποδείχθηκαν επιταγή χωρίς αντίκρισμα. Θεωρούμε ότι το πλαίσιο λειτουργίας της άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας αφορά την ποιότητα του Κράτους Δικαίου και οι δικαστικοί λειτουργοί δεν μπορούν να σιωπούν. Στην πρόσφατη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό, στην οποία παρευρέθηκε και η πρόεδρος της Ένωσης, ανακοινώθηκε ότι συζητήθηκαν «θεσμικά ζητήματα». Ζητούμε από το προεδρείο να μας ενημερώσει για το αν αξιοποίησε την ευκαιρία, ώστε να αιτηθεί τουλάχιστον ενημέρωσης για το ενδεχόμενο να έχουν υποστεί άρση του απορρήτου της επικοινωνίας και δικαστικοί λειτουργοί.

Οι θέσεις μας στην διαβούλευση του νομοσχεδίου για άρση απορρήτου επικοινωνίας

Αναρτήθηκαν σήμερα, 21.11.2022, στον διαδικτυακό τόπο διαβουλεύσεων οι θέσεις μας επί του νομοσχεδίου για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, που έχουν ως εξής:

 

Οι θέσεις μας στην διαβούλευση του νομοσχεδίου για άρση απορρήτου επικοινωνίας

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,

Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα, 21 Νοεμβρίου 2022

Στις 15 Νοεμβρίου (και ώρα 17:40!) αναρτήθηκε στη δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο με τίτλο «Διαδικασία άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών», με προσδιοριζόμενο χρόνο λήξης της διαβούλευσης την 22α Νοεμβρίου 2022. Δεν ξέρουμε αν οι επτά (7) σχεδόν ημέρες της διαβούλευσης θα μπορούσαν σε κάποιο άλλο ευρωπαϊκό κράτος να θεωρηθούν αρκετός χρόνος για τον απαραίτητο θεσμικό διάλογο μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων, δεδομένου ότι το νομοσχέδιο φαίνεται να φιλοδοξεί να προσφέρει λύση, σε ένα πρόβλημα που δεν έχει καν περιγράψει. Παρά ταύτα, στον ελάχιστο αυτό χρόνο οφείλουμε να συνδράμουμε το νομοθετικό έργο, καταδεικνύοντας κάποιες από τις αδυναμίες του νομοσχεδίου και προτείνοντας βελτιώσεις, ιδίως στους τομείς που αφορούν στους δικαστικούς λειτουργούς.

  • Στο άρθρο 3 δίνεται ένας ορισμός της έννοιας «λόγοι εθνικής ασφάλειας», η κατάφαση των οποίων νομιμοποιεί την άρση του απορρήτου, ο οποίος όμως χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευρύτητα και γενικότητα. Συγκεκριμένα ως λόγοι εθνικής ασφάλειας ορίζονται: ««… οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος». Είναι ολοφάνερο ότι σε ένα τέτοιας γενικότητας ορισμό, είναι δυνατό να χωρέσουν σχεδόν τα πάντα. Για τον λόγο αυτό η ρύθμιση ελέγχεται από άποψη συνταγματικότητας, καθώς ανατρέπει τον εξαιρετικό της χαρακτήρα έναντι του κανόνα που θεσπίζεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου καθίσταται αναγκαία η επιλογή από τη νομοθετική εξουσία ενός στενότερου πεδίου αντίληψης περί επιβουλής της εθνικής ασφάλειας, που θα περιλαμβάνει και τον προσδιορισμό του τι συνιστά «πλήγμα», ώστε να είναι δυνατό να διασαφηνιστεί το πεδίο επικινδυνότητας που θα καθιστά συνταγματικά ανεκτή την παρέμβαση του κράτους στην ειδικά προστατευόμενη σφαίρα του απορρήτου των επικοινωνιών.
  • Στο νομοσχέδιο, στο οποίο ακολουθείται η νομοτεχνική διάστρωση του παλαιότερου ν. 2225/1994, εξακολουθεί η διαφοροποίηση μεταξύ των προϋποθέσεων άρσης απορρήτου επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 4) και της άρσης απορρήτου επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων (άρθρο 6). Παρά τις παλαιότερες επισημάνσεις που κάναμε τόσο εμείς όσο και άλλοι εκπρόσωποι του νομικού κόσμου, οι απαιτήσεις του νομοσχεδίου για το περιεχόμενο των δύο διαφορετικού αντικειμένου διατάξεων εξακολουθούν να λειτουργούν σε δύο ταχύτητες δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Έτσι ενώ για τη διάταξη άρσης απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων είναι αναγκαίο να περιλαμβάνονται -και ορθώς- α) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και της διεύθυνσης διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή και β) η αιτιολογία επιβολής της άρσης, οι δύο αυτές προϋποθέσεις και σε αυτό το νομοσχέδιο λείπουν από τις διατάξεις για την άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η έλλειψη αυτή όχι μόνο δεν δικαιολογείται, αλλά αντίθετα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους είτε σφαλμάτων -λόγω των χιλιάδων αιτημάτων επισύνδεσης που αποδεικνύεται ότι έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια- είτε μεθοδεύσεων που αξιοποιούν την ανωνυμία και την ανάγκη για ταχύτητα. Θεωρούμε αναγκαίο να προστεθούν οι δύο αυτές προϋποθέσεις και στη διάταξη για την άρση για λόγους εθνικής ασφάλειας.
  • Καινοτομία θεωρείται ότι στο άρθρο 4 παρ. 3 του νομοσχεδίου αυτού διαφοροποιούνται οι προϋποθέσεις άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας όταν αφορά στα πολιτικά πρόσωπα σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Ως πολιτικά δε πρόσωπα ορίζονται: «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί, οι βουλευτές και τα μέλη του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και τα ανώτατα μονοπρόσωπα όργανα των ΟΤΑ Α’ και Β΄ βαθμού». Οφείλουμε να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι ο εξοπλισμός της διαδικασίας άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας με περισσότερες βαθμίδες ελέγχου μόνο για τα πολιτικά πρόσωπα και όχι για τους δικαστικούς λειτουργούς, αποτελεί σοβαρότατη παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταξύ των κρατικών λειτουργιών. Υπό το σχεδιαζόμενο σύστημα παραμένουν οι δικαστικοί λειτουργοί έκθετοι στον κίνδυνο αναιτιολόγητων παρακολουθήσεων, εντασσόμενοι στον σωρό ανωνυμίας και απουσίας αιτιολογίας, που παραπάνω εκτέθηκε. Θεωρούμε εντελώς αναγκαία τη διαμόρφωση και για τους δικαστικούς λειτουργούς ανάλογου με των πολιτικών προσώπων συστήματος επάλληλων αξιολογήσεων, καθώς η παρέμβαση στο απόρρητο της επικοινωνίας του δικαστικού λειτουργού, ήτοι του προσώπου που είναι θεσμικά επιφορτισμένο με την τήρηση του Συντάγματος και της νομιμότητας πρέπει να γίνεται υπό πολύ εξαιρετικές και αυστηρές προϋποθέσεις, τα δε πρόσωπα που θα καλούνται να αποφασίσουν ως προς την αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου θα πρέπει με βεβαιότητα να γνωρίζουν την ιδιότητα του καθ’ ου η άρση ως δικαστικού λειτουργού.
  • Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η πρόβλεψη του άρθρου 4 παρ. 7 για τις προϋποθέσεις ενημέρωσης του προσώπου που υπέστη την άρση απορρήτου. Σύμφωνα με αυτή το καθ’ ου η άρση απορρήτου πρόσωπο, μόνο μετά από τρία (3) έτη από τη λήξη της ισχύος της διάταξης άρσης απορρήτου θα μπορεί να λάβει γνώση περί την παρακολούθηση. Ορίζεται δε ότι αυτό θα γίνεται α) μετά από δικό του αίτημα, β) υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε το μέτρο, γ) με απόφαση τριμελούς οργάνου που απαρτίζεται από εισαγγελικό λειτουργό, τον διοικητή είτε της Ε.Υ.Π, είτε της Δ.Α.Ε.Ε.Β. (κατά περίπτωση) και τον πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε., με κατά πλειοψηφία απόφαση, χωρίς να καταγράφεται η μειοψηφία. Παρατηρείται το εντελώς παράδοξο προαπαιτούμενο της προηγούμενης αίτησης του ίδιου του καθ’ ου, που υπολαμβάνει ότι κάθε πολίτης, χωρίς άλλη ενημέρωση θα πρέπει να υποπτευθεί εξ ιδίων ότι παρακολουθείται για να υποβάλλει σχετική αίτηση! Περαιτέρω, το ότι η αξιολόγηση της αίτησης γίνεται από τα ίδια πρόσωπα που κίνησαν ή έκριναν κατά τη διαδικασία της άρσης απορρήτου, δημιουργεί σοβαρές επιφυλάξεις για την εικόνα της αμεροληψίας του οργάνου, οι οποίες εντείνονται από την ειδική μνεία ότι δεν καταγράφεται μειοψηφία στην απόφαση, ώστε να μπορούν να πλειοψηφούν τα δύο μέλη χωρίς να φαίνεται η μειοψηφία του τρίτου ή ταυτότητά του. Τέλος, οι αυστηροί περιορισμοί ως προς το αντικείμενο της ενημέρωσης, που είναι μόνο το μέτρο που ελήφθη και η διάρκειά του, καθιστούν αδύνατο στον καθ’ ου η άρση να πληροφορηθεί είτε την αιτία της παρακολούθησης, είτε το εύρος της έκθεσης του απόρρητου της επικοινωνίας του. Τα παραπάνω δε, επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο από την πρόβλεψη του άρθρου 5 παρ. 2, σύμφωνα με την οποία το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων θα διαγράφεται αυτόματα μετά την πάροδο 6 μηνών από την παύση ισχύος της διάταξης ή και νωρίτερα αν το κρίνει η υπηρεσία που επισπεύδει την άρση με μόνη την επίκληση ειδικού λόγου, που δεν προσδιορίζεται. Με τον τρόπο αυτό όμως φαλκιδεύεται πλήρως το δικαίωμα ενημέρωσης του καθ’ ου καθώς, όταν μετά την παρέλευση τριετίας θα έχει αποκτήσει το σχετικό δικαίωμα, δεν θα υφίσταται πια τίποτα από το καταγραφέν υλικό του οποίου θα έπρεπε να λάβει γνώση. Ο σχεδιασμός αυτός χρήζει πλήρους απόσυρσης στο σύνολό του, καθώς εκ πλαγίου οδηγεί σε πλήρη αποστέρηση της δυνατότητας ενημέρωσης του καθ’ ου. Εναλλακτικά, προτείνουμε να εισαχθεί νέα διάταξη που με αυτεπάγγελτη απόφαση του τριμελούς οργάνου του άρθρου 4 παρ. 7, στην οποία θα καταγράφεται η μειοψηφία και χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, θα είναι υποχρεωτική η ενημέρωση του καθ’ ου η άρση, τόσο για την αιτία όσο και την έκταση της άρσης του απορρήτου που υπέστη, αμέσως μετά την παύση της ισχύος της διάταξης. Ο δε χρόνος της καταστροφής του καταγραφέντος υλικού θα πρέπει να έπεται του χρόνου γνωστοποίησης στον καθ’ ου, ώστε να διασφαλίζεται η πραγματική του ενημέρωση.
  • Στο άρθρο 9 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι «Στην Ε.Υ.Π. αποσπάται ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ένας εισαγγελικός λειτουργός για τριετή θητεία που δεν μπορεί να ανανεωθεί, ο οποίος ελέγχει τη νομιμότητα των ειδικών επιχειρησιακών δράσεων της, που αφορούν θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ασκεί όσες άλλες Αρμοδιότητες του ανατίθενται με διατάξεις του παρόντος νόμου…». Έχουμε επισημάνει και παλαιότερα ότι ούτε ο αριθμός των εισαγγελέων με αρμοδιότητα τις υποθέσεις της Ε.Υ.Π. ούτε ο χρόνος της θητείας τους μπορούν να διασφαλίσουν από μόνα τους ότι θα διενεργείται ουσιαστικός έλεγχος κατά την έκδοση διατάξεων άρσης απορρήτου. Όσο θα θεωρείται λογικό να ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους εισαγγελικούς λειτουργούς ο έλεγχος πάνω από 15.000 αιτημάτων της ΕΥΠ ετησίως, ο ουσιαστικός έλεγχος θα παραμένει ανεκπλήρωτος δικαιοκρατικός στόχος και η υπεροπλία της υπηρεσίας πληροφοριών και της διοίκησης θα νομιμοποιείται μέσα από την σχεδιασμένα αδύναμη παρουσία της δικαστικής αρχής.

Το αναρτηθέν στη διαβούλευση νομοσχέδιο δυστυχώς δεν είναι αποτέλεσμα ώριμου διαλόγου στους κόλπους της κοινωνίας και της νομικής επιστήμης, αλλά ακολουθεί μια κακή παράδοση αποσπασματικής και ευκαιριακής νομοθέτησης, ενόψει της συγκυρίας. Διαμορφώνει ένα πλέγμα προστασίας μόνο του πολιτικού προσωπικού της χώρας, αφήνοντας σε δεύτερη ταχύτητα τους δικαστικούς λειτουργούς και όλους τους πολίτες. Ελπίζουμε ο χρόνος μέχρι την τελική του ψήφιση να αποδειχθεί αρκετός για τις αναγκαίες αλλαγές και συμπληρώσεις, προκειμένου να μη χαθεί η ευκαιρία και να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο συμβατό με τις αρχές του Κράτους Δικαίου, που θα προστατεύει στο μέλλον το κύρος και την αξιοπιστία της δημοκρατικής λειτουργίας.

Ομολογία αποτυχίας η ανακοίνωση για τη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό

Ομολογία αποτυχίας η ανακοίνωση για τη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,

Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 2022

 

            Ετοιμάστηκε η συνάντηση με τον Πρωθυπουργό μέσα σε ένα κλίμα έντονης μυστικοπάθειας. Ενημερώθηκαν τα μέλη του ΔΣ της Ένωσης την τελευταία στιγμή ότι η ατζέντα της συνάντησης θα περιλαμβάνει αποκλειστικά οικονομικά αιτήματα και συγκεκριμένα αίτημα επαναφοράς του βασικού μισθού στα επίπεδα του 2008! Η πρόεδρος της Ένωσης αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υποβάλει και το αίτημα που καταθέσαμε για διεκδίκηση επαναφοράς των δώρων Χριστουγέννων- Πάσχα και επιδόματος αδείας. Τελικά πληροφορούμαστε ότι κατά την συνάντηση διεκδίκησαν μόνο μια μικρή αύξηση ενός επιδόματος και δεν τέθηκε καθόλου το θέμα των Δώρων. Η άρνηση του Πρωθυπουργού να δεσμευτεί ακόμα και γι’ αυτό το αίτημα την στιγμή που έχει εξαγγείλει ήδη την αναμόρφωση του μισθολογίου στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα από το έτος 2024 και η παραπομπή του θέματος στον υπουργό οικονομικών, συνιστά μια χαμένη ευκαιρία. Και όλα αυτά μεταφράστηκαν στην κοινή Ανακοίνωση σε «συζήτηση για θεσμικά θέματα».

            Η Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων έχει υποχρέωση να ενημερώσει τα μέλη ποιες ακριβώς διαπραγματεύσεις έκανε για λογαριασμό τους, σε ποια βάση, ποια ήταν η απάντηση της Κυβέρνησης και πως σκοπεύουν να κινηθούν. Οι υπεκφυγές για «καλό κλίμα» και «συζήτηση για θεσμικά θέματα» προσβάλει τη νοημοσύνη των συναδέλφων.

            Η μυστικοπάθεια και οι κρυφές ατζέντες της κ. Στενιώτη την οδήγησαν σε δικαστική ήττα και εξέθεσαν το δικαστικό σώμα, όταν διεκδικούσε ως ομάδα της μειοψηφίας το αφορολόγητο του 25%. Η συστηματική, μεθοδική και φανερή δουλειά που κάναμε ως Προεδρείο τα προηγούμενα χρόνια μας οδήγησαν σε διαδοχικές επιτυχίες: στην  επιστροφή των χρονοεπιδομάτων και των μισθολογικών ωριμάνσεων, στον επανυπολογισμό και επιστροφή φόρου εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 2012-2016 λόγω του αφορολόγητου του 25% των εισοδημάτων, στην επιστροφή του 50% των μισθολογικών περικοπών για την περίοδο από Αύγουστο 2012 έως και Ιούνιο 2014, στην διεκδίκηση της εισφοράς αλληλεγγύης με δικόγραφα για τα έτη 2021 -2022 και στην κατάργηση αυτού του φορολογικού βάρους για το 2023 καθώς και στην δικαστική διεκδίκηση της αναλογίας συντάξεων και μισθών στην βάση της απόφασης του Μισθοδικείου.

            Το νέο προεδρείο ας καταλάβει ότι τα μισθολογικά θέματα που αφορούν όλο το Δικαστικό Σώμα δεν είναι πεδίο πειραματισμών και ας μετουσιώσει την πείρα που αποκτήθηκε σε οδηγό επιτυχίας. Διαφορετικά αποτελέσματα σαν τα χθεσινά θα τα δούμε να επαναλαμβάνονται συνέχεια.

Χ.Σεβαστίδης, Η ύποπτη αλλαγή στάσης της προέδρου της Ε.Δ.Ε. στο θέμα της παραβίασης των επικοινωνιών

Η ύποπτη αλλαγή στάσης της προέδρου της Ε.Δ.Ε. στο θέμα της παραβίασης των επικοινωνιών

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη

ΔΝ Εφέτη, μέλους του ΔΣ της ΕΔΕ

 

      Από την πρώτη στιγμή που αποκαλύφθηκε και τέθηκε σε δημόσια συζήτηση η συστηματική παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών από κρατικές υπηρεσίες όπως η ΕΥΠ και από εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας, η ομάδα της μειοψηφίας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων το αναγνώρισε ως κορυφαίο ζήτημα συνταγματικής τάξης, το ανέδειξε επανειλημμένα με αρθρογραφία της προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει άμεσα να ληφθούν από την πολιτεία. Καταδείξαμε με παρεμβάσεις μας στον Τύπο και σε ραδιοφωνικούς σταθμούς τις αδυναμίες και τα κενά του υφιστάμενου πλαισίου και το απρόσφορο του διορισμού δυο Εισαγγελέων που θα εποπτεύουν την ΕΥΠ.

      Όλη αυτή την περίοδο η διοίκηση της Ένωσης ήταν προκλητικά απούσα από τον δημόσιο διάλογο στον οποίο συμμετείχαν δημοσιογράφοι, πολιτικοί, δικηγορικοί σύλλογοι, επιστημονικοί φορείς και εν τέλει το ίδιο το Κοινοβούλιο. Επιχειρηματολογούσε μάλιστα η πλειοψηφία της ΕΔΕ διατυπώνοντας σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης την θέση της ότι τάχα η αφωνία της ήταν συνειδητή και εκπορευόταν από την υπεύθυνη στάση “μη εμπλοκής σε ανοιχτή δικαστική υπόθεση”.

      Προχθές η πρόεδρος της Ένωσης η κ. Στενιωτη σε μια ομιλία της έκανε λόγο για “συνταγματική εκτροπή, παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας” και δήλωσε την ανάγκη άμεσης διερεύνησης από την δικαιοσύνη. Η ξαφνική αυτή αλλαγή της στάσης της συνδέεται χρονικά με την αλλαγή θέσης συγκεκριμένου επιχειρηματικού ομίλου πάνω στο ίδιο ζήτημα.

     Διερωτάται λοιπόν εύλογα κανείς εάν αυτή η μεταστροφή της κ. Στενιωτη εκφράζει όλες τις ομάδες που απαρτίζουν το ετερόκλητο προεδρείο ή αποτελούν διατύπωση προσωπικής άποψης.

      Σε κάθε περίπτωση είναι τραγική η διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη δικαστική ένωση απώλεσε σε τόσο σύντομο χρόνο την επιστημονική της αξιοπιστία και την συμβολή της στον δημόσιο διάλογο, ετεροκαθοριζόμενη και συρόμενη από τις εξελίξεις που δονούν την κοινωνία.

Για το ΔΣ της 4ης Νοεμβρίου  2022 – Επικίνδυνη ασυνεννοησία μεταξύ των μελών του προεδρείου

Για το ΔΣ της 4ης Νοεμβρίου  2022

Επικίνδυνη ασυνεννοησία μεταξύ των μελών του προεδρείου

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη,

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη,

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη,

Μιχάλη Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη,

 

Μελών του ΔΣ της Ε.Δ.Ε.

 

      Ι) Στα θέματα της ημερήσιας διάταξης που έθεσε η πλειοψηφία και τα οποία επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο (ημερομηνία Γενικής Συνέλευσης, χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις, κοπή πρωτοχρονιάτικης πίττας, βραβεύσεις παιδιών που εισήχθησαν σε ΑΕΙ και ΤΕΙ) καθώς και στη διοργάνωση επιστημονικών ημερίδων, συναινέσαμε επί της ουσίας και αναθέσαμε τη διαχείριση των λεπτομερειών στο προεδρείο.

      ΙΙ) Τα ενδιαφέροντα αναδείχθηκαν στα «λοιπά θέματα που θέτουν οι σύμβουλοι», όπου συζητήθηκε η δική μας πρόταση για την υποβολή αιτήματος επαναφοράς των Δώρων εορτών στο δημόσιο τομέα, οπότε και ενημερώσαμε το προεδρείο ότι είχαμε πληροφορίες από αναρτήσεις διοικητικών δικαστών, για προγραμματισμό συνάντησης της Ένωσης με τον πρωθυπουργό χωρίς το Δ.Σ. να έχει ενημερωθεί για οτιδήποτε. Στο σημείο αυτό η πρόεδρος της Ένωσης αποφάσισε ότι ήταν ώρα να μας ενημερώσει και ότι πραγματικά έχει προγραμματιστεί συνάντηση των προέδρων των Δικαστικών Ενώσεων με τον πρωθυπουργό, προκειμένου να συζητηθούν οικονομικά αιτήματα του κλάδου. Εκεί άρχισαν τα δύσκολα. Επιμείναμε να μας ενημερώσουν ποιο θα είναι το πλαίσιο των οικονομικών αιτημάτων και αν σε αυτά θα περιλαμβάνεται και η επιστροφή των δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, όπως ζητήσαμε. Η πλειοψηφία του ΔΣ κράτησε στάση επαμφοτερίζουσα. Ο Σ. Βεργώνης απέρριψε συλλήβδην την πρότασή μας λέγοντας ότι πρόκειται για «μαξιμαλιστικό στόχο», ο Ν. Βελίας και η Ε. Κώνστα ζήτησαν να αναβάλουμε την απόφαση, η Μ. Στενιώτη αρχικά ότι δεν αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο της πρότασής μας και στη συνέχεια ότι συμφωνεί με την επαναφορά των Δώρων αλλά μόνο για τους συναδέλφους δικαστικούς λειτουργούς και όχι για τον δημόσιο τομέα. Θυμίζουμε ότι όμοια στάση τήρησαν ως προς το θέμα αυτό και στις 6-2-2021. Η θέση τους εκεί διατυπώθηκε ως εξής: «..η δημόσια προβολή και ανάδειξη των εν λόγω ζητημάτων εκ μέρους της ΕΔΕ για λογαριασμό ολόκληρου του δημόσιου τομέα..εκφεύγει των καταστατικών σκοπών της ένωσης, καθότι άπτεται της κυβερνητικής πολιτικής, αναιρεί τον θεσμικό ρόλο δικαστών και εισαγγελέων ως λειτουργών του κράτους, οδηγεί σε δημοσιοϋπαλληλοποίηση αυτών και μοναδικό σκοπό έχει την δημιουργία εντυπώσεων σε μια εποχή που λόγω πανδημίας παρατηρείται ύφεση και αύξηση της ανεργίας». Αυτή η λογική της αποκλειστικότητας στη διεκδίκηση ενός επιδόματος με γενικά χαρακτηριστικά, που καταβαλλόταν και ανεστάλη η καταβολή του σε όλο τον δημόσιο τομέα, εκφράζει μια απαρχαιωμένη, διασπαστική, συντεχνιακή λογική που παραβλέπει τόσο την ιστορική πορεία των δύο αιώνων στην θεσμοθέτησή του αλλά και την κοινωνική απομόνωση με την οποία θα μας φέρει αντιμέτωπους. Ταυτόχρονα περιέχει μια προφανή λογική αντίφαση καθώς αναγνωρίζει σε θεωρητικό επίπεδο το δίκαιο του αιτήματος αλλά στην πράξη το αποδυναμώνει επικαλούμενη την ύφεση και την αύξηση της ανεργίας ώστε με τον τρόπο αυτό τελικά να αυτοαναιρείται. Είναι φανερό ότι οι διαφορετικές «τάσεις» εντός του προεδρείου, αρχίζουν να δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία του, τα οποία είχαμε μεν διαβλέψει, ήδη όμως υπονομεύουν τα συμφέροντα του Σώματος. Μετά από 12 χρόνια οικονομικής κρίσης, με τον πληθωρισμό να καλπάζει συρρικνώνοντας κι άλλο το εισόδημά μας, με ταυτόχρονες κυβερνητικές εξαγγελίες περί ανάπτυξης και μείωσης ανεργίας, σε συνδυασμό με τις επικείμενες εκλογές, υπάρχουν οι καλύτερες δυνατές συνθήκες για να επιτευχθούν οικονομικοί στόχοι για το Δικαστικό Σώμα, χωρίς να έχουμε την κοινωνία απέναντι. Ο βασικός μισθός, τα ειδικά επιδόματά μας, που έχουν μείνει επί χρόνια παγωμένα, μετά από μνημονιακές μειώσεις και η επαναφορά των Δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας για όλο το Δημόσιο, είναι δίκαια και ώριμα αιτήματα που οφείλει να προβάλει το προεδρείο, παρά τα εσωτερικά του «βαρίδια». Ενόψει της διαφαινόμενης απουσίας πείρας, ενότητας και στρατηγικής εντός του προεδρείου, εκφράζουμε τις εύλογες ανησυχίες μας και είμαστε στη διάθεσή του, για να μοιραστούμε την πείρα της προηγούμενης διοίκησης που οδήγησε στις οικονομικές επιτυχίες του παρελθόντος.

      ΙΙΙ) Θέσαμε την ερώτηση στο προεδρείο για τον λόγο της απουσίας μας από την ακρόαση φορέων στη Βουλή κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου για τον Σωφρονιστικό Κώδικα. Η αφοπλιστική απάντηση που λάβαμε από την κ. Στενιώτη ήταν ότι έλαβαν ειδοποίηση από τη Βουλή την τελευταία ημέρα (σημ: κάτι που συνηθίζεται στην πράξη) και για τον λόγο αυτό δεν πρόλαβαν ούτε να παραστούν ούτε να ετοιμάσουν γραπτές προτάσεις. Στην υπόμνησή μας ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια που ασκούσαμε την διοίκηση της Ένωσης ετοιμάζαμε τις προτάσεις μας ήδη από την διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης και παριστάμεθα κάθε φορά που μας καλούσε η Βουλή, η πρόεδρος της Ένωσης διευκρίνισε ότι και στο μέλλον δεν πρόκειται να παρίσταται στην ακρόαση φορέων για οποιοδήποτε νομοσχέδιο που μας αφορά εάν δεν την καλούν εγκαίρως!!! Τέλος συμπλήρωσε ότι σε κάθε περίπτωση μελέτησε (εκ των υστέρων) τον Σωφρονιστικό Κώδικα και συμφωνεί πλήρως με το περιεχόμενο του Νόμου.

      IV) Θέσαμε ως αίτημα την αλλαγή της διάταξης του νόμου για την ΕΣΔΙ που προβλέπει την συμπλήρωση 20 ετών υπηρεσίας για τον Ειρηνοδίκη που αναλαμβάνει καθήκοντα διδασκαλίας, την ίδια στιγμή που το νομοσχέδιο για την ίδρυση σχολής δικαστικών υπαλλήλων προβλέπει τα 10 έτη υπηρεσίας για τους δικαστικούς υπαλλήλους στους οποίους ανατίθενται αντίστοιχα καθήκοντα. Ζητήσαμε να αναληφθούν πρωτοβουλίες ώστε να προβλεφθεί και για τους Ειρηνοδίκες ο ίδιος χρόνος προϋπηρεσίας που ισχύει και για τους Πρωτοδίκες.

      V) Ζητήσαμε ενημέρωση για το γραπτό αίτημα που υποβάλλαμε στις 11 Οκτωβρίου τόσο στην Ένωση όσο και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και αφορά τις συναδέλφους που λαμβάνουν άδεια κύησης και ανατροφής τέκνων, ότι δηλαδή πρέπει να αναγνωρίζεται η δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια του δοκιμαστικού σταδίου που έχει διανυθεί και η απόδοση των παρέδρων και των δόκιμων ειρηνοδικών και η εμπειρία που έχουν αποκτήσει κατά το διανυθέν αυτό χρονικό διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου, ώστε με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας να μπορεί το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να αποφασίσει την προαγωγή τους, ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί η δοκιμαστική υπηρεσία, εφόσον με βάση τα πιο πάνω στοιχεία κρίνονται κατάλληλοι για προαγωγή. Η κ. Στενιώτη δήλωσε άγνοια του θέματος!

Αίτημα διεκδίκησης της επαναφοράς των Δώρων και των επιδομάτων αδείας στον Δημόσιο Τομέα

Ενόψει της συνεδρίασης του Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε. την 4.11.2022 θέσαμε υπόψη των μελών του Δ.Σ. την πιο κάτω πρότασής μας, προκειμένου να αποφασιστεί η διεκδίκηση της επαναφοράς των δώρων και των επιδομάτων αδείας:

 

Αίτημα διεκδίκησης της επαναφοράς των Δώρων και των επιδομάτων αδείας στον Δημόσιο Τομέα

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη,

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη,

Μιχάλη Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη

Αθήνα, 4 Νοεμβρίου 2021.

Στο Δ.Σ. της 6ης Φεβρουαρίου 2021 έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία η εισήγηση της ομάδας μας ως προς το θέμα της ανάδειξης και προβολής του αιτήματος για κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον δημόσιο τομέα και επαναφοράς των Δώρων και επιδομάτων αδείας. Τέθηκε ως μεσοπρόθεσμος στόχος της Ένωσης και ανατέθηκε στο Προεδρείο η διενέργεια επαφών με τις λοιπές Δικαστικές Ενώσεις και άλλους φορείς του Δημοσίου προκειμένου τα αιτήματα αυτά να λάβουν μαζικότερη στήριξη. Μειοψήφησαν τότε τα μέλη του Δ.Σ., Μ. Στενιώτη, Χ. Μαυρίδης, Ε. Κώνστα, Κ. Βουλγαρίδης, Δ. Φούκας Μ. Φωτάκης, Ν. Βελίας, δηλαδή ουσιαστικά η σημερινή πλειοψηφούσα ομάδα.

Το προεδρείο τότε υλοποιώντας τις δεσμεύσεις της απέναντι στους συναδέλφους διεκδίκησε την επιστροφή της εισφοράς αλληλεγγύης για τα έτη 2021 και 2022, ζήτησε την κατάργησή της με επιστολές στον Πρωθυπουργό και πραγματοποίησε επαφές με τους αρμόδιους υπουργούς της κυβέρνησης αναθέτοντας σε δικηγορικό γραφείο την σύνταξη δικογράφων τα οποία στη συνέχεια κοινοποίησε στα μέλη της.  Φτάσαμε έτσι στην επιτυχία του αρχικού σκοπού μας και ήδη ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε την κατάργησή της για το επόμενο έτος.

            Είναι πλέον καιρός να προχωρήσουμε στην υλοποίηση του δεύτερου στόχου που αποφασίσαμε. Στην επαναφορά των Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος αδείας. Με τα άρθρα 1 παρ. 2 και 9, 2 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του ν. 3833/2010 επιβλήθηκε αναδρομική μείωση των επιδομάτων εορτών και αδείας κατά 30%. Αμέσως μετά με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011 αποσυνδέθηκε το ύψος των επιδομάτων εορτών και αδείας από το βασικό μισθό, προβλέφθηκε για καθένα από τα επιδόματα αυτά ένα πάγιο, ιδιαίτερα μικρό και εκ των προτέρων καθορισμένο ποσό, ενώ θεσπίστηκε μέγιστο όριο συνολικών αποδοχών για την επιτρεπτή καταβολή τους. Ακολούθως, με την περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καταργήθηκαν πλήρως, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους που αμείβονται από το δημόσιο ταμείο. Η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας δικαιολογήθηκε από την ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων της Χώρας σε μία χρονική περίοδο, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2009, κατά την οποία, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ, «η επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της ιδίας όσο και της ζώνης του ευρώ εν γένει» (βλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ-531/14, Λεϊμονιά Σωτηροπούλου κατά Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης). Με αρθρογραφία από τον Ιανουάριο του 2021 του Χριστόφορου Σεβαστίδη, Βασίλη Φαϊτά και Βανέσας Ντέγκα, καταδείξαμε ότι μία κατάκτηση των ανθρώπων της εργασίας και της επιστήμης που έχει ηλικία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περί τους δύο αιώνες και η οποία  αποσκοπούσε στην ικανοποίηση των ιδιαίτερων αναγκών τους, δεν νοείται να θεωρείται οριστικά διαγραμμένη. Ο δικαιολογητικός λόγος της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας  πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εκλείψει μετά την είσοδο της χώρας στη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή», σύμφωνα με τις επίσημες θέσεις των κυβερνήσεων τα τελευταία έτη. Τα επιδόματα εορτών και αδείας θα πρέπει να χορηγηθούν εκ νέου σε όλους τους κλάδους εργαζομένων στη βάση της λογικής του ν. 1082/1980.

            Καλούμε όλα τα μέλη του ΔΣ να εργαστούμε στην κατεύθυνση αυτή. Να διεκδικήσουμε την επαναφορά των παραπάνω επιδομάτων με επαφές που πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα με τα αρμόδια Υπουργεία. Σε περίπτωση που η Κυβέρνηση αρνηθεί να ικανοποιήσει τα αιτήματά μας να διερευνηθεί η δυνατότητα προσφυγής στα αρμόδια Δικαστήρια και σύνταξης των σχετικών δικογράφων με επιμέλεια της Ένωσης.

       Καλούμε όλους τους συναδέλφους να στηρίξουν μια τέτοια προσπάθεια.