Χ.Παπαστάμου, οι ειδικές διαδικασίες μετά το Ν. 4842/2021
Λήψη μελέτης σε μορφή word
ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ Ν. 4842/2021
Χρυσάνθη Γ. Παπαστάμου
ΜΔΕ Αστικού Δικαίου
Ειρηνοδίκης Αθηνών
Ο νόμος 4842/2021 με τον τίτλο «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» επέφερε από την 01.01.2022 σημαντικές τροποποιήσεις σε όλο πλέγμα των ρυθμίσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στόχος των τροποποιήσεων, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του νόμου, αλλά και από την αιτιολογική του έκθεση, είναι κατά κύριο λόγο η επιτάχυνση της πολιτικής δίκης και η κατά το δυνατόν ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό ο νομοθέτης, για την εισαγωγή των προκείμενων τροποποιήσεων, αξιοποίησε την εξαετή εμπειρία από την εφαρμογή του ν. 4335/2015, παρεμβαίνοντας διορθωτικά όπου οι ρυθμίσεις κρίθηκαν μη αποτελεσματικές ή επεκτείνοντας σε ειδικές διαδικασίες τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας που κρίθηκαν επιτυχείς. Αντικείμενο της παρούσας εισήγησης είναι η παρουσίαση των αλλαγών που επέφερε ο νόμος 4842/2021 στις διατάξεις περί ειδικών διαδικασιών, οι οποίες περιλαμβάνονται στα άρθρα 39 – 42 αυτού. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι ως άνω τροποποιήσεις αφορούν το σύνολο των ειδικών διαδικασιών και για το λόγο αυτό περιλαμβάνονται σε μία μόνο διάταξη, ήτοι στο άρθρο 39 του νόμου, με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 591 ΚΠολΔ, που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά των ειδικών διαδικασιών. Με τις διατάξεις δε των άρθρων 40 – 42 επήλθαν μεμονωμένες αλλαγές που αφορούν το κεφάλαιο των διαταγών πληρωμής και, οι οποίες κατά βάση κρίθηκαν απαραίτητες προς επίλυση διφορούμενων ζητημάτων και προς εναρμόνιση του κειμένου του νόμου με τη νομολογία Δικαστηρίων ως προς αυτά.
Α. Τροποποιήσεις του άρθρου 591 ΚΠολΔ
Ξεκινώντας από τις μεταρρυθμίσεις που ο ν. 4842/2021 επέφερε δια της τροποποίησης του άρθρου 591 ΚΠολΔ στις ειδικές διαδικασίες, θα σταθούμε αρχικά στην διάταξη της παραγράφου 1 εδαφ. στ΄, κατά την οποία «οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της πέμπτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους…». Επιμηκύνεται, επομένως, στις πέντε (αντί των τριών) εργάσιμες ημέρες (στις οποίες νομολογιακά πλέον έχει κριθεί ότι δεν περιλαμβάνεται το Σάββατο) η προθεσμία υποβολής της προσθήκης – αντίκρουσης, με προφανή σκοπό, όπως προκύπτει από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου, τη διευκόλυνση των πληρεξουσίων δικηγόρων. Είναι σημαντικό σε σχέση με τη συγκεκριμένη διάταξη να αναφερθεί ότι αφορά μόνο τη διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, καθώς η διάταξη του άρθρου 524 ΚΠολΔ δεν παραπέμπει ως προς τη διαδικασία συζήτησης της έφεσης σε αυτήν. Ως εκ τούτου, η προθεσμία υποβολής προσθήκης – αντίκρουσης στα δευτεροβάθμια δικαστήρια παραμένει τριήμερη, γεγονός που παρουσιάζεται ιδιαιτέρως αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς τη σπουδαιότητα και τη δυσκολία του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ως άνω διάταξη δεν συμπεριλαμβανόταν αρχικά σε αυτές που, κατά το άρθρο 116 παρ. 3 του ν. 4842/2021, εφαρμόζονταν και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του υποθέσεις, στις οποίες, ως εκ τούτου, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι εξακολουθεί να εφαρμόζεται η τριήμερη προθεσμία. Ήδη με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4912/2022, ωστόσο, επιλύθηκε η παραπάνω αντίφαση με την προσθήκη στις διατάξεις που εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη του ν. 4842/2021 υποθέσεις και η υπό συζήτηση διάταξη, προσθήκη που ήταν επιβεβλημένη, καθώς δεν υφίσταται κανένας απολύτως δικαιολογητικός λόγος για την διάκριση όσον αφορά την προθεσμία της προσθήκης μεταξύ εκκρεμών και νέων υποθέσεων.
Η πιο σημαντική ίσως τροποποίηση στις ειδικές διαδικασίες εισήχθη στην παράγραφο 2 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της οποίας «Με εξαίρεση τις διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, οι διάδικοι μπορούν, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 242, να συμφωνήσουν μόνο με κοινή δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά τη συζήτηση. Η δήλωση υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους όλων των μερών, κατατίθεται το αργότερο ως την παραμονή της δικασίμου και ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη δικάσιμο». Εισήχθη, επομένως, η δυνατότητα πλασματικής παράστασης των διαδίκων σε μέρος μόνο των ειδικών διαδικασιών και συγκεκριμένα στις περιουσιακές διαφορές και στις διαδικασίες στις οποίες κατά ρητή παραπομπή από το νομοθέτη εφαρμόζονται οι διατάξεις περί περιουσιακών διαφορών[1], ρητά αποκλειομένων από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης των διαφορών από το γάμο, την οικογένεια και την ελεύθερη συμβίωση. Αξίζει, ωστόσο, στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση 30/2021 του ΑΠ, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει αμιγώς περιουσιακό χαρακτήρα και δεν συνιστά γαμική διαφορά. Η διάταξη περί πλασματικής παράστασης στις ειδικές διαδικασίες παραπέμπει σε αυτήν του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην όμως η περιγραφόμενη στη διάταξη του άρθρου 591 δήλωση παράστασης διαφοροποιείται σημαντικά από αυτήν του άρθρου 242 τόσο ως προς το τυπικό σκέλος της όσο και ως προς τον σκοπό της. Εκκινώντας από το τυπικό μέρος και από τις προϋποθέσεις της δήλωσης παράστασης στις ειδικές διαδικασίες, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με αυτήν του άρθρου 242 παρ. 2, αυτή πρέπει να είναι κοινή και να υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους όλων των διαδίκων, ήτοι και των κυρίως ή προσθέτως παρεμβαινόντων. Δεν καταλείπεται κανένα απολύτως περιθώριο για την μονομερή εκ μέρους κάποιων μόνο εκ των διαδίκων υποβολή δήλωσης, τέτοια δε δήλωση οδηγεί στην ερημοδικία του διαδίκου, εφόσον αυτός δεν εμφανιστεί και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, λόγω μη πλήρωσης των προϋποθέσεων της δήλωσης και κατ’ επέκταση λόγω μη προσήκουσας παράστασης. Συνακόλουθα, προς αποφυγή αιφνιδιασμού των παραγόντων της δίκης, μόνο από κοινού θα μπορούσε να γίνει και η ανάκληση της ήδη υποβληθείσας δήλωσης μέχρι την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι εάν γινόταν δεκτό ότι καθένα από τα μέρη έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει μονομερώς τη δήλωσή του, αφαιρώντας επομένως από τη δήλωση την τυπική ισχύ της και μάλιστα ερήμην του αντιδίκου, ο τελευταίος εν αγνοία του θα ερημοδικαζόταν λόγω μη προσήκουσας παράστασης, ως απόρροια της μη συνδρομής των προϋποθέσεων της δήλωσης και δη του κοινού χαρακτήρα αυτής. Θα μπορούσε κανείς στο σημείο αυτό να μεφθεί την ορθότητα της διάταξης, δεδομένου ότι είναι δυνατό σε κάποιες περιπτώσεις να οδηγήσει σε αιφνιδιασμό των διαδίκων (για παράδειγμα σε περίπτωση άσκησης πρόσθετης παρέμβασης, όταν ο προσθέτως παρεμβαίνων δεν έχει συνυπογράψει τη δήλωση με τους διαδίκους) και να ισχυριστεί ότι θα ήταν ενδεχομένως ορθότερη η απευθείας εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 242 παρ. 2 και της δυνατότητας υποβολής μονομερούς δήλωσης από έναν ή περισσότερους (πάντως όχι από όλους) τους διαδίκους.[2] Η ως άνω διαφοροποίηση, ωστόσο, συνέχεται κατά τη γνώμη μου στενά με τον ίδιο το σκοπό του νομοθέτη από την εισαγωγή της δυνατότητας πλασματικής παράστασης και τη λειτουργία που καλείται να επιτελέσει η δήλωση στις ειδικές διαδικασίες, η οποία δεν έγκειται στην εγγραφοποίηση της διαδικασίας (που δεν φαίνεται να αποτελεί επιλογή του νομοθέτη), αλλά απλώς στη διευκόλυνση των παραγόντων της δίκης, όταν από κοινού κρίνουν ότι δεν απαιτείται ή δεν έχει να προσφέρει κάτι περισσότερο η προφορική διαδικασία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το εδάφιο δ΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 591 ΚΠολΔ, στο οποίο δεν επήλθε τροποποίηση, «Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα». Εξακολουθεί, επομένως, να ισχύει στις ειδικές διαδικασίες και μάλιστα επί ποινή απαραδέκτου η αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας, όπως αυτή εξειδικεύεται στην ως άνω διάταξη. Ενώ, λοιπόν, η πλασματική παράσταση του άρθρου 242 παρ. 2 αφορά κατά τη ρητή διάταξη του νομοθέτη στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, η εισαγωγή της πλασματικής παράστασης στις ειδικές διαδικασίες αποτελεί ένα τολμηρό βήμα του νομοθέτη που οδηγεί στην κάμψη της υποχρεωτικής προφορικότητας της διαδικασίας, η οποία μόνο κατά κοινή βούληση όλων των διαδίκων μπορεί να επέλθει και να γίνει δικαιικά ανεκτή, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η προφορικότητα της διαδικασίας προάγει την αναζήτηση της αλήθειας. Μόνο, επομένως, εάν αποδεχτούν την ως άνω κάμψη όλοι οι παράγοντες της δίκης μπορεί να γίνει δεκτή η ως άνω υπέρβαση και η μη αναγκαιότητα, κατά συσταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. δ, της προφορικής προβολής όλων των ισχυρισμών κατά την εκφώνηση της υπόθεσης.[3] Περαιτέρω, σε αντίθεση με τη δήλωση παράστασης του άρθρου 242 παρ. 2, η δήλωση παράστασης του 591 ΚΠολΔ έχει ισχύ μόνο για την συγκεκριμένη ρητά αναφερόμενη σε αυτήν δικάσιμο, οπότε πρέπει να επανυποβληθεί σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, περίπτωση που μάλλον σπάνια θα ανακύψει, καθώς, εάν έχει υποβληθεί κοινή δήλωση από τους διαδίκους, δεν φαίνεται πιθανό να εμφανισθεί κάποιος εξ αυτών και να αιτηθεί την αναβολή της υπόθεσης. Τέλος, με δεδομένο ότι η διάταξη του άρθρου 524 ΚΠολΔ για τη συζήτηση της έφεσης παραπέμπει σε αυτήν του άρθρου 242 παρ. 2 και όχι στην υπό συζήτηση διάταξη του άρθρου 591, καθίσταται σαφές ότι στο δεύτερο βαθμό δυνατότητα πλασματικής παράστασης υφίσταται κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 242 παρ. 2 και όχι της διάταξης του άρθρου 591, οπότε δεν απαιτείται κοινή δήλωση όλων των μερών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το εφετείο δικάζει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο (π.χ. αίτηση ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, που εκδικάζεται από το εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – 898 ΚΠολΔ), οπότε εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 591. Μόνο στην περίπτωση ερήμην συζήτησης στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατή η πλασματική παράσταση στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς στην περίπτωση αυτή η διαδικασία είναι προφορική και στο δεύτερο βαθμό (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2), οπότε εάν κάποιος από τους διαδίκους υποβάλει δήλωση και δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο, ερημοδικάζεται. Ανακύπτει, ωστόσο, εν προκειμένω το ερώτημα εάν θα ήταν δυνατή, σε περίπτωση ερήμην συζήτησης στον πρώτο βαθμό και άσκησης έφεσης από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, οπότε και μόνο είναι υποχρεωτική η προφορική διαδικασία, η προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2, ώστε να είναι δυνατή η πλασματική παράσταση με κοινή μόνο δήλωση όλων των διαδίκων. Η γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, δεν παραπέμπει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διάταξη του άρθρου 591, μάλλον θα οδηγούσε σε αρνητική απάντηση επί του ως άνω ερωτήματος. Ωστόσο, επί της ουσίας δεν υφίσταται κανένας απολύτως λόγος που να δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των ως άνω περιπτώσεων και να αποκλείει την με κοινή δήλωση παράσταση των μερών και στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ.
Επόμενη τροποποίηση του ν. 4842/2021 στις ειδικές διαδικασίες συνιστά η εισαγωγή της παραγράφου 4 του άρθρου 591, κατά την οποία «Το δικαστήριο, εάν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 8 του άρθρου 237». Σύμφωνα δε με την τελευταία αυτή διάταξη, με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, με την οποία διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να εξεταστούν μάρτυρες ή διάδικοι, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης και η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 60 ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4842/2021, η εισαγωγή της ως άνω διάταξης κρίθηκε απαραίτητη, διότι με τις προηγούμενες ρυθμίσεις είχε δοθεί η δυνατότητα στον δικαστή να διατάζει με προφορική ανακοίνωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη στο πρότυπο της παρ. 2 του καταργηθέντος με τον ν. 4335/2015 άρθρου 650 (διαδικασία μισθωτικών διαφορών), η διάταξη όμως δεν έτυχε εφαρμογής και είχε περιέλθει σε πλήρη αχρησία, καθόσον τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα διατάσσονταν με την έκδοση αποφάσεων για επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254.[4] Με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης στο άρθρο 591 δε φαίνεται πλέον να καταλείπεται περιθώριο να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη ή αυτοψία με απόφαση επανάληψης της συζήτησης κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, παρά μόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο διατάσσει επανάληψη δυνάμει του άρθρου 254 για την προσκομιδή εγγράφων, οπότε μπορεί με την απόφαση αυτή να διαταχθεί και πραγματογνωμοσύνη ή αυτοψία. Η διάταξη εκδίδεται μετά τη συζήτηση, η δε επανάληψη της συζήτησης ολοκληρώνεται με την κατάθεση της έκθεσης αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 237 παρ. 8 εφαρμόζεται, κατόπιν της ρητής παραπομπής του άρθρου 524, και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ, δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 116 παρ. 3 του ν. 4842/2021, η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 4 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υποθέσεις. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη δεν εφαρμόζεται και, συνακόλουθα, η επανάληψη δεν θεωρείται συντελεσμένη στην περίπτωση των υποθέσεων στις οποίες είχε ήδη κατά την 01.01.2022 διαταχθεί επανάληψη της συζήτησης με το άρθρο 254, στις οποίες απαιτείται η επαναφορά της υπόθεσης με κλήση.[5] Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στο άρθρο 591 γίνεται παραπομπή μόνο στη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 237 και όχι στην παράγραφο 9 αυτού και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η υποβολή προσθήκης για την αξιολόγηση της υποβληθείσας έκθεσης αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, γεγονός που γεννά ερωτηματικά και αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της διάταξης και τη στέρηση του δικαιώματος υπεράσπισης των διαδίκων, αφού χωρίς να υφίσταται προφανής λόγος απόκλισης από τα ισχύοντα στην τακτική διαδικασία, δεν δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους να αντικρούσουν το περιεχόμενο των ως άνω εκθέσεων.
Εν συνεχεία, στη διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 591 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ερημοδικίας του ανακόπτοντος, του εκκαλούντος, του αντεκκαλούντος ή του αιτούντος την αναψηλάφηση, το αντίστοιχο ένδικο μέσο απορρίπτεται». Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η προσθήκη της συγκεκριμένης διάταξης είναι περιττή όσον αφορά την ανακοπή ερημοδικίας και την έφεση, δεδομένου ότι στις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 524 παρ. 3 ΚΠολΔ προβλέπεται ως απόρροια της ερημοδικίας του ανακόπτοντος ή του εκκαλούντος αντίστοιχα η απόρριψη της ανακοπής ή της έφεσης. Η προσθήκη αυτή έγινε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, προς άρση κάθε αμφισβήτησης σε σχέση με το πρώτο εδάφιο της παρ. 7, που προβλέπει ότι κατά την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για την εκδίκαση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο, ενόψει του ότι το άρθρο 595 και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 621, που εφαρμόζονται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ρυθμίζουν διαφορετικά τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις των άρθρων 595 και 621 παρ. 2 ΚΠολΔ, στις οποίες ρυθμίζονται οι συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων στις διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και στις εργατικές διαφορές και, σύμφωνα με τις οποίες, «αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δε λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από του διαδίκους, η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι», εφαρμόζονται μόνο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η απόκλιση για τις ως άνω κατηγορίες υποθέσεων από τις περί ερημοδικίας διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ που ισχύουν στην τακτική διαδικασία και εφαρμόζονται και στο σύνολο των λοιπών περιουσιακών διαφορών, δικαιολογείται από τη βούληση του νομοθέτη όσον αφορά τις παραπάνω κατηγορίες διαφορών να εκπληρωθεί ο σκοπός της εύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας, παρίσταται αντιφατική η διαφοροποίηση των συνεπειών της ερημοδικίας στο δεύτερο βαθμό και η εκ μόνης της ερημοδικίας του ασκούντος το ένδικο μέσο απόρριψη αυτού.
Περαιτέρω, με την εισαγωγή της διάταξης της παραγράφου 8 του άρθρου 591 ορίσθηκε πλέον με σαφήνεια ότι οι διατάξεις των άρθρων 466 έως 471 περί μικροδιαφορών δεν εφαρμόζονται στις ειδικές διαδικασίες. Με τον τρόπο αυτό επιλύθηκε οριστικά η διχογνωμία που, ελλείψει αντίστοιχης νομοθετικής ρύθμισης, υφίστατο σχετικά με τη δυνατότητα παράλληλης εφαρμογής των περί μικροδιαφορών διατάξεων στις ειδικές διαδικασίες.[6] Ειδικότερα, κατά το προγενέστερο του ν. 4335/2015 νομοθετικό καθεστώς γινόταν δεκτό ότι οι διαδικαστικές ρυθμίσεις των άρθρων 466 επ. ΚΠολΔ εφαρμόζονταν και στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 642, 666 παρ. 3 και 681 εδαφ. γ΄ του παλαιού ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή των οποίων αποκλειόταν ρητά η εφαρμογή των ρυθμίσεων περί μικροδιαφορών στις ειδικές διαδικασίες των πιστωτικών τίτλων, των εργατικών διαφορών και των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας. Υπό το καθεστώς του ν. 4335/2015 και τον παραγκωνισμό των ως άνω ρυθμίσεων που απέκλεισαν ρητά την παράλληλη εφαρμογή του διαδικαστικού πλαισίου των μικροδιαφορών στο πεδίο ορισμένων ειδικών διαδικασιών, συνεπέστερη παρουσιάσθηκε η ερμηνευτική εκδοχή της παράλληλης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 466 επ, στο βαθμό που δεν είναι ασύμβατες προς τις εκάστοτε διαδικαστικές ιδιαιτερότητες των επιμέρους ειδικών διαδικασιών και υπό τον όρο πάντα ότι η υπόθεση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, το οποίο και μόνο δικάζει κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών.[7] Ορθώς, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου επιλύθηκε νομοθετικά το ως άνω ζήτημα προς την κατεύθυνση της απόρριψης της δυνατότητας συνεφαρμογής των διατάξεων περί μικροδιαφορών στις ειδικές διαδικασίες. Οι ειδικές περί μικροδιαφορών διατάξεις αποτελούν διαδικαστική απόκλιση από την γενική (τακτική) διαδικασία (ΑΠ 932/2004 ΕλλΔνη 2005/1665) και δεν πρέπει να εφαρμόζονται στις ειδικές διαδικασίες, που αποτελούν ειδικό κεφάλαιο του ΚΠολΔ με διατάξεις στις οποίες δεν περιλαμβάνεται παραπομπή στις περί μικροδιαφορών διαδικαστικές αποκλίσεις. Η τήρηση των ειδικών διαδικασιών είναι υποχρεωτική για τις υποθέσεις που υπάγονται σε αυτές, καθόσον κατά την παρ. 6 του άρθρου 591 του ΚΠολΔ «Εάν η υπόθεση δεν υπάγεται στην διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί το δικαστήριο αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται». Ο ενάγων, επομένως, δεν μπορεί να έχει δικαίωμα να επιλέξει αντί της ειδικής διαδικασίας τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών ή άλλη ειδική διαδικασία, ακόμη κι αν συμφωνεί ο εναγόμενος, γιατί η θέσπιση των ειδικών διαδικασιών εξέρχεται από τα όρια της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, την δε τήρησή της ερευνά αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο.[8] Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 466 – 471 ΚΠολΔ δεν εγκαθιδρύεται αυτοτελής («επώνυμη») Ειδική Διαδικασία λόγω της ιδιαιτερότητας της φύσης της υπόθεσης (όπως συμβαίνει με τη θέσπιση των ειδικών διαδικασιών), αλλά συνιστούν αυτές ειδικές διατάξεις της Τακτικής Διαδικασίας λόγω της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, οι οποίες θεσπίστηκαν για λόγους ταχύτητας σε σχέση με τις λοιπές διαφορές της τακτικής διαδικασίας. Οι διατάξεις των άρθ. 466 επ. του ΚΠολΔ δημιουργούν όλως ιδιαίτερο και απλοποιημένο διαδικαστικό περιβάλλον, που θεσπίσθηκε και ίσχυσε ως θεσμική εξαίρεση, δεν θα μπορούσε δε χωρίς ρητή νομοθετική πρόβλεψη και συμπληρωματικές ρυθμίσεις, να αποτελέσει μία νέα ολοκληρωμένη διαδικασία γενικής εφαρμογής για όλες τις διαφορές το αντικείμενο των οποίων δεν ξεπερνά τις 5.000 ευρώ. Πολλώ δε μάλλον τη στιγμή που το διαδικαστικό περιβάλλον των μικροδιαφορών μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021 είναι παντελώς ασύμβατο με τις ρυθμίσεις των ειδικών διαδικασιών και, συνεπώς, δεν χωρεί αλληλοσυμπληρούμενη εφαρμογή των δύο διαδικαστικών πλαισίων. Εντελώς παρενθετικά στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε και σε δύο προσθήκες που πραγματοποίησε ο ν. 4842/2021 σε διατάξεις που συστηματικά εντάσσονται στην τακτική διαδικασία, πλην όμως εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες. Η πρώτη εξ αυτών είναι η προσθήκη στη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 των εδαφίων γ΄ και δ΄, κατά τα οποία «σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 227. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια έγγραφα μέσα στην προθεσμία που θα ταχθεί, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση επί της αγωγής». Η έλλειψη, επομένως, των πληρεξουσίων εγγράφων ορίζεται από το νομοθέτη ως τυπική παράλειψη, οπότε το Δικαστήριο μπορεί και στις ειδικές διαδικασίες, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 περί συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων να τάξει προθεσμία για την προσκόμισή τους, σε περίπτωση δε άπρακτης παρέλευσης της ταχθείσας προθεσμίας, εκδίδεται οριστική απόφαση κατ’ ακολουθία των διατάξεων περί ερημοδικίας του διαδίκου που δεν προσκόμισε το πληρεξούσιο.Η δεύτερη προσθήκη αφορά τη διάταξη του άρθρου 260 ΚΠολΔ, η οποία κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 16 του ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 120 του νόμου, την 01.01.2022 τροποποιήθηκε ως εξής: «Στην τακτική διαδικασία και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, αν οι διάδικοι δε λάβουν κανονικά μέρος στη συζήτηση ή δεν εμφανιστούν στο ακροατήριο, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν 90 ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο από τον γραμματέα με εντολή του διευθύνοντος το δικαστήριο και η δίκη καταργείται». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η ισχύς της παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ επεκτάθηκε και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, διότι διαπιστώθηκε με στατιστικά στοιχεία από το Πρωτοδικείο Αθηνών, ότι σε ποσοστό σαράντα έως πενήντα τοις εκατό (40-50%) η συζήτηση των εγγραφεισών υποθέσεων ματαιώνεται. Η προθεσμία για την επαναφορά της υπόθεσης σε νέα συζήτηση αυξήθηκε από εξήντα (60) σε ενενήντα (90) ημέρες, προς διευκόλυνση των διαδίκων. Η διάταξη καταλαμβάνει και τις εκκρεμμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υποθέσεις, αν η ματαίωση έλαβε χώρα με την 01.01.2022, ενώ, αν η συζήτηση της υπόθεσης είχε ματαιωθεί κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, η προθεσμία των 90 ημερών εκκινεί από την 01.01.2022. Επισημαίνεται ότι η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται, κατά ρητή παραπομπή από το άρθρο 524 ΚΠολΔ, και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ότι για την αποτροπή της κατάργησης της δίκης αρκεί η κατάθεση κλήσης επαναφοράς του ένδικου βοηθήματος ή μέσου εντός της ορισθείσας προθεσμίας των 90 ημερών και δεν απαιτείται και η επίδοση αυτού. Με τις δύο ως άνω προσθήκες εξαντλούνται οι επελθούσες με το ν. 4842/2021 τροποποιήσεις στο σύνολο των ειδικών διαδικασιών και προχωράμε στην παρουσίαση των διατάξεων των άρθρων 40-42 που αφορούν τις διατάξεις των διαταγών πληρωμής. Β. Τροποποιήσεις που αφορούν τις διαταγές πληρωμής Ειδικότερα, με το άρθρο 40 του νόμου 4842/2021 τροποποιήθηκε επί το αυστηρότερο η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 633, επεκτείνοντας την απαγόρευση χορήγησης αναστολής σε περίπτωση άσκησης ανακοπής μετά τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής και στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 632, δηλαδή και όταν η ανακοπή εκκρεμεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής στον πρώτο βαθμό. Η διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υποθέσεις.Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 40 του ν. 4842/2021 προστέθηκε στο άρθρο 633 παράγραφος, κατά την οποία «Εάν η διαταγή πληρωμής που έχει εκτελεστεί, ακυρωθεί εν όλω ή εν μέρει με τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί της ανακοπής, το δικαστήριο διατάζει, εάν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η ακυρωθείσα διαταγή πληρωμής. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της έφεσης και των προσθέτων λόγων είτε με τις ενώπιον του εφετείου προτάσεις του ανακόπτοντος. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται». Με τη διάταξη αυτή επιλύθηκε οριστικά η διχογνωμία που είχε διαμορφωθεί σχετικά με το δικαίωμα επαναφοράς του διαδίκου, ο οποίος συμμορφώθηκε εκούσια ή αναγκαστικά με τη διαταγή πληρωμής. Κατά μία γνώμη, στην περίπτωση της εξαφάνισης διαταγής πληρωμής η αναζήτηση των καταβληθέντων μπορεί να γίνει μόνο μέσω της ουσιαστικού δικαίου αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό και όχι προσωρινά εκτελεστή απόφαση. Κατά την αντίθετη άποψη, επειδή οι ανακοπές των άρθρων 632 και 633 εισάγουν το διαπλαστικό αίτημα ακύρωσης της διαταγής πληρωμής, επιτελούν λειτουργία ισοδύναμη με αυτή των ενδίκων μέσων και ως εκ τούτου, όταν ακυρωθεί τελεσίδικα η διαταγή πληρωμής, συγχωρείται η αναλογική εφαρμογή των περί επαναφοράς διατάξεων. Ορθά κατά τη γνώμη μου ο νομοθέτης κινήθηκε προς την κατεύθυνση της δυνατότητας του διαδίκου που υπέστη την εκτέλεση να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εναρμονιζόμενος με την με αριθμό 5/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Άρειου Πάγου, η οποία, κρίνοντας επί του συναφούς με την επαναφορά ζητήματος της αξίωσης αποζημίωσης του οφειλέτη, αποφάνθηκε ότι η παρ. 1 του άρθρου 940 που αφορά την περίπτωση εξαφάνισης ή μεταρρύθμισης προσωρινά εκτελεστής απόφασης, δυνάμει της οποίας επισπεύθηκε αναγκαστική εκτέλεση, εφαρμόζεται και σε περίπτωση που η εκτέλεση επισπεύθηκε δυνάμει τελεσιδίκως ακυρωθείσας διαταγής πληρωμής. Κατά το ακριβές λεκτικό της ως άνω απόφασης, «Οι ανακοπές των άρθρων 632 και 633 του ΚΠολΔ επιτελούν, παρεμφερή λειτουργία με εκείνη των ενδίκων μέσων, δοθέντος ότι βάλλουν κατά της νομιμότητας της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς τα ένδικα μέσα βάλλουν κατά της νομιμότητας της δικαστικής αποφάσεως, προσέτι δε και από την άποψη των επερχομένων αποτελεσμάτων, η ευδοκίμηση των ανωτέρω ανακοπών εξαφανίζει τον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς και η ευδοκίμηση των ενδίκων μέσων εξαφανίζει τη δικαστική απόφαση. Σε περίπτωση δε υπάρξεως τελεσίδικης δικαιοδοτικής κρίσεως περί του κύρους της διαταγής πληρωμής, αυτή (τελεσίδικη απόφαση) παράγει και αναπτύσσει πλήρες δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 331 ΚΠολΔ, και την οπλίζει με ωριμότητα και δύναμη ισοσθενή προς εκείνη της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, προς την οποία και εξομοιώνεται πλήρως…». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 116 παρ. 3β του νόμου 4842/2021, η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται για όλες τις διαταγές πληρωμής που ακυρώνονται μετά την έναρξη ισχύος του, ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσής τους. Μολονότι δε η διάταξη κάνει λόγο περί υποβολής του σχετικού αιτήματος δια του δικογράφου της εφέσεως ή των ενώπιον του εφετείου προτάσεων του ανακόπτοντος, ορθό είναι μάλλον να γίνει δεκτό ότι εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η αναγκαστική εκτέλεση έλαβε χώρα πριν τη συζήτηση της ανακοπής στον πρώτο βαθμό, οπότε ο ανακόπτων θα μπορεί με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της πρωτόδικης απόφασης που ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής. Τούτο δε, γιατί υπάρχει πιθανότητα να μην ασκηθεί έφεση από τον καθ’ ου η ανακοπή και η απόφαση να τελεσιδικήσει με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας εφέσεως, οπότε δεν θα εκκρεμεί άλλη δίκη και ο ανακόπτων δεν θα έχει πλέον τη δυνατότητα να υποβάλει το σχετικό αίτημα[9]. Επισημαίνεται, τέλος, ότι δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 644 ΚΠολΔ, η οποία εισήχθη με το άρθρο 42 του ν. 4842/2021, η ως άνω διάταξη περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση εφαρμόζεται και στην περίπτωση τελεσίδικης ακύρωσης διαταγής απόδοσης μισθίου που έχει εκτελεσθεί.Τέλος, με το άρθρο 41 του ν. 4842/2021 τροποποιήθηκε η παράγραφος 1 του εισαχθέντος με το άρθρο 48 ν. 4488/2017 άρθρου 636Α του ΚΠολΔ, ως εξής: «1. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 621 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού κατά τις διατάξεις των άρθρων 623 έως 636, εφόσον η σύναψη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και το ύψος του μισθού αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης από τον οφειλέτη, και εφόσον έχει επιδοθεί έγγραφη όχληση με δικαστικό επιμελητή δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης. Η εργασία που αντιστοιχεί στον μισθό για τον οποίο ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, τεκμαίρεται ότι έχει παρασχεθεί». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, με την εισαγωγή της επιφύλαξης άρθρου 621 παρ. 2 εδαφ. β΄«ρυθμίστηκε το ζήτημα της εφαρμογής του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 621, όταν ερημοδικεί ο ανακόπτων, διότι η παρ. 7 του άρθρου 632 που αναφέρεται στην ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής βασίζεται στις δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας, παρά το ότι πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για δίκη για εργατική απαίτηση και δεν δικαιολογείται η διαφορετική νομοθετική αντιμετώπιση για το ίδιο ζήτημα της ερημοδικίας κάποιου από τους διαδίκους». Είναι προφανές ότι τόσο η τοποθέτηση της επιφύλαξης του άρθρου 621 παρ. 2β, που αφορά τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων στις δικές των εργατικών διαφορών, στην παράγραφο 1 του άρθρου 636 Α, που αφορά τις προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, όσο και η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νόμου δημιουργούν έντονη σύγχυση στον εφαρμοστή του δικαίου, σχετικά με το ακριβές νόημα της επιφύλαξης και την πραγματική βούληση του νομοθέτη με την εισαγωγή της συγκεκριμένης διάταξης. Ορθό είναι, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό ότι η εισαγωγή της συγκεκριμένης επιφύλαξης στην παράγραφο 1 του άρθρου 636Α αποτελεί σφάλμα του νομοθέτη, του οποίου η βούληση μάλλον ανάγεται στη μη εφαρμογή στην περίπτωση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού της διάταξης του άρθρου 632 παρ. 7 που επιτάσσει επί ερημοδικίας του ανακόπτοντος την απόρριψη της ανακοπής, αλλά στην εφαρμογή στην περίπτωση αυτή της διάταξης του άρθρου 621 παρ. 2 εδαφ. β, που επιτάσσει την πρόοδο της διαδικασίας σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Πράγματι, ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την απόκλιση από τις περί ερημοδικίας διατάξεις της τακτικής διαδικασίας στις εργατικές διαφορές και έγκειται, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, υφίσταται και στην περίπτωση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, με την οποία ανοίγεται δίκη εργατικών διαφορών, δεν είναι δε νομοθετικά ανεκτή η διαφορετική μεταχείριση της ερημοδικίας σε αυτήν.Κλείνοντας, θα μπορούσε νομίζω κανείς εύστοχα να παρατηρήσει ότι οι επελθούσες στις ειδικές διαδικασίες τροποποιήσεις του νόμου 4842/2021 δύσκολα θα μπορέσουν να επιτελέσουν το στόχο του νομοθέτη, που έγκειται κατά βάση στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Η εισαγωγή της πλασματικής παράστασης και στις ειδικές διαδικασίες διευκολύνει μεν τους πληρεξουσίους δικηγόρους και θα οδηγήσει ενδεχομένως βαθμιαία στην αποσυμφόρηση των ακροατηρίων, ωστόσο δεν συντελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ταχύτερη ολοκλήρωση της διαδικασίας, ενώ κατά τη γνώμη μου η χρήση της διάταξης εν τέλει θα περιοριστεί μόνο στις περιπτώσεις δικών με αυστηρά νομικό αντικείμενο, στις οποίες δεν αναφύονται ζητήματα απόδειξης. Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, κανείς να παραβλέψει ότι στο σύνολο των τροποποιήσεων ο νομοθέτης κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αξιοποιώντας, όπως ήδη ανωτέρω ειπώθηκε, τόσο την εμπειρία από την εξαετή εφαρμογή της θεμελιακής τροποποίησης του ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015 όσο και τη νομολογία των Δικαστηρίων σχετικά με την άρση διχογνωμιών και αμφισβητήσεων.
—————–
[1] Π. Γιαννόπουλος, «Οι μεταρρυθμίσεις του ν. 4842/2021 στις ειδικές διαδικασίες, τα ασφαλιστικά μέτρα και την εκουσία δικαιοδοσία», ΕλλΔνη 1/2022, σελ. 32 – 39.
[2] Ι. Δεληκωστόπουλος, «Τα essentialia των αλλαγών του ν. 4842/2021 στην τακτική διαδικασία, στις ειδικές διαδικασίες και στα ασφαλιστικά μέτρα», ΕΠολΔ 2/2022, σελ. 133.
[3] Αντίθετα σε Ι. Κατρά, «Οι ειδικές διαδικασίες μετά το ν. 4842/2021», ΕλλΔνη 1/2022, σελ. 98, κατά τον οποίο η διάταξη περί πλασματικής παράστασης παραμένει ανεφάρμοστη, αφού είναι απαραίτητη η παράσταση των διαδίκων κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και η προβολή στο ακροατήριο όλων των μέσων επίθεσης και άμυνας.
[4] Ι. Κατράς, ό.π., σελ. 97.
[5] Π. Γιαννόπουλος, ό.π. , σελ 34.
[6] Γ. Δελής, «Το δίκαιο των μικροδιαφορών», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 146 επ.
[7] Ι. Μιχαηλίδη σε Χ. Απαλαγάκη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο», εκδόσεις ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 4η έκδοση, άρθρο 466, σελ. 1170.
[8] Γ. Δελής, «Οι μικροδιαφορές σε σχέση με την Τακτική Διαδικασία υπό το Ν. 4335/2015», Δικαστικά νέα, 2017, τεύχος 2.
[9] Κ. Γιαννούλης, «Παρατηρήσεις επί του νόμου 4842/2021», ΝοΒ 2022, τόμος 70, σελ. 1227.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση