Χ.Σεβαστίδης, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα στην ποινική δίκη και ο έλεγχός της από τα δικαστήρια (εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 13-14/10/2022)
Λήψη μελέτης σε μορφή word
Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα στην ποινική δίκη και ο έλεγχός της από τα δικαστήρια*
Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης
Εφέτης
Ι.- Εισαγωγικές επισημάνσεις.
Ο νέος ΚΠΔ κατά βάση διατήρησε τον κορμό των διατάξεων του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 για τον προσδιορισμό του αρμόδιου για την εκδίκαση των εγκλημάτων δικαστηρίου. Ωστόσο, με γνώμονα την αύξηση των εγγυήσεων για ορθή δικαστική κρίση, την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου, την σύμφωνη με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας μας διάρθρωση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων, την προστασία και ιδιαίτερη μεταχείριση των ανήλικων δραστών, ο νέος ΚΠΔ και εν συνεχεία ο Ν. 4855/2021 επέφεραν σημαντικές αλλαγές σε επιμέρους ρυθμίσεις, με τις οποίες θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
ΙΙ.- Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα επί κακουργημάτων και ειδικότερα η αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου.
Κύριο χαρακτηριστικό του νέου ΚΠΔ, στην αρχική του μορφή, στον χώρο της καθ’ ύλη αρμοδιότητας ήταν η ανάθεση της εκδίκασης των κακουργημάτων αποκλειστικά σε πολυμελείς συνθέσεις, ενώ το μονομελές εφετείο, που για πρώτη φορά εισήχθη στο δικονομικό μας σύστημα με τον Ν. 4055/2012, αναγνωριζόταν ως δικαστήριο με περιορισμένη αρμοδιότητα και πάντως χωρίς εξουσία ουσιαστικής διερεύνησης των υποθέσεων. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΚΠΔ η λειτουργία των μονομελών εφετείων δεν είναι συνταγματικά ανεκτή και μόνο σε περιπτώσεις που περιορίζεται το δικαστήριο σε επιμετρητική εργασία (άρθρα 301, 303 και 551 ΚΠΔ) η διατήρησή τους είναι ανεκτή και σκόπιμη.
Ωστόσο, πολύ σύντομα, λίγους μήνες μετά την ψήφιση του νέου ΚΠΔ, το άρθρο 7 παρ. 11 Ν. 4637/2019 τροποποίησε το άρθρο 110 ΚΠΔ αναγνωρίζοντας στο μονομελές εφετείο αρμοδιότητα για επί της ουσίας εκδίκαση κακουργηματικών υποθέσεων, σε περιορισμένη πάντως έκταση και συγκεκριμένα για τα κακουργήματα της κλοπής (άρθρο 374 ΠΚ), της ληστείας (άρθρο 380 ΠΚ), της παράτυπης μετανάστευσης (Ν. 4251/2014) και του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά (Ν. 4139/2013)[1]. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4637/2019 σκοπός της νομοθετικής αυτής μεταβολής ήταν η κάλυψη των άμεσων αναγκών αποσυμφόρησης της κακουργηματικής ύλης μέχρι να αποδώσουν οι εναλλακτικοί θεσμοί απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Στη συνέχεια η αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου διευρύνθηκε με το άρθρο 107 Ν. 4855/2021, το οποίο τροποποίησε εκ νέου το άρθρο 110 ΚΠΔ, υπάγοντας στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου και τα κακουργήματα του άρθρου 268 παρ. 1 περ. β΄ έως και ε΄ και παρ. 3 Ν.Δ. 86/1969 (παράνομη υλοτομία και μεταφορά δασικών προϊόντων, με προξενηθείσα ζημία άνω των 10.000,00 ευρώ) και του άρθρου 71 παρ. 1 Ν. 998/1979 (ανέγερση κτίσματος εντός δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων). Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4855/2021 «επί των προστιθέμενων κακουργημάτων, η αποδεικτική διαδικασία είναι απλή και τα αναφυόμενα προβλήματα ευχερή στην αντιμετώπισή τους». Έτσι, σήμερα η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου για επί της ουσίας εκδίκαση υποθέσεων περιορίζεται στις έξι κατηγορίες υποθέσεων που μνημονεύονται κατά τρόπο περιοριστικό-αποκλειστικό στο άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ.
Σε σχέση με την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: α) στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου υπάγεται και η περίπτωση της κλοπής του άρθρου 374 παρ. 2 ΠΚ, όταν δηλαδή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νπδδ ή των ΟΤΑ και η αξία του αντικειμένου υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, παρά το ότι το άρθρο 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 1 ΚΠΔ υπάγει στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου όλες τις άλλες αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και των προαναφερόμενων νομικών προσώπων, όπως απάτη, απάτη με υπολογιστή, υπεξαίρεση, απιστία και πλαστογραφία[2]. Και τούτο διότι η υπαγωγή της κακουργηματικής κλοπής στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου έγινε με την τροποποίηση του άρθρου 110 ΚΠΔ με το άρθρο 7 παρ. 11 Ν. 4637/2019, ήτοι με νόμο νεότερο, που αφαίρεσε τα συγκεκριμένα κακουργήματα από την αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, β) εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου όσα κακουργήματα απειλούνται στον νόμο είτε αποκλειστικά είτε διαζευκτικά με ποινή ισόβιας κάθειρξης. Έτσι, εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου η διακεκριμένη περίπτωση ληστείας του άρθρου 380 παρ. 2 ΠΚ, το κακούργημα του άρθρου 30 παρ. 1 περ. δ΄ Ν. 4251/2014 και οι ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών του άρθρου 23 Ν. 4139/2013[3]. Η εξαίρεση των εγκλημάτων αυτών από την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου είναι το αποτέλεσμα της επιλογής του νομοθέτη η έσχατη αυτή ποινή να επιβάλλεται μόνο από πολυμελή σύνθεση[4]. Ωστόσο, εδώ πρέπει να γίνει η ακόλουθη παρατήρηση: με βάση την ορθότερη υπό τον νέο ΚΠΔ άποψη, κατά την οποία επί απόπειρας ή απλής συνέργειας για την επίλυση των σχετιζόμενων με την αρμοδιότητα ζητημάτων κρίσιμο μέγεθος, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, είναι η μειωμένη ποινή και όχι η in abstracto απειλούμενη ποινή για το ολοκληρωμένο έγκλημα ή για το έγκλημα του φυσικού αυτουργού[5], θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση απόπειρας τέλεσης κακουργήματος από εκείνα που μνημονεύονται στο άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ ή απλής συνέργειας σε τέτοιο κακούργημα, αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο, ακόμα και αν για το ολοκληρωμένο έγκλημα ή το έγκλημα του φυσικού αυτουργού απειλείται ισόβια κάθειρξη, γ) εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου και υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου τα μνημονευόμενα στο άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ κακουργήματα, όταν τελούνται από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (άρθρο 111 στοιχ. Α, αριθ. 6 ΚΠΔ)[6] και δ) οι διατάξεις των άρθρων 110 περ. β΄ ΚΠΔ και 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 5 ΚΠΔ δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά[7]. Η αναφορά των κακουργημάτων των Ν. 4251/2014 (για την παράτυπη μετανάστευση) και 4139/2013 (κώδικας νόμων για τα ναρκωτικά) τόσο στο άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ, που προσδιορίζει την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου όσο και στο άρθρο 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 5 ΚΠΔ, που προσδιορίζει την αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, σημαίνει ότι αν για κάποιο από τα εγκλήματα αυτά απειλείται (σωρευτικά ή διαζευκτικά) ποινή ισόβιας κάθειρξης, αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο και όχι το ΜΟΔ, όπως θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η σχετική πρόβλεψη στο άρθρο 111 ΚΠΔ, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδιο για την εκδίκαση των κακουργημάτων αυτών είναι το μονομελές εφετείο.
Ιδιαίτερα σημαντικό στον χώρο αυτό είναι και το ζήτημα του καθορισμού του καθ’ ύλη αρμοδίου δικαστηρίου για την εκδίκαση εκείνων των κακουργημάτων που υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 υπάγονταν στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου και πλέον υπό τον νέο ΚΠΔ δεν υπάγονται στην (εξαιρετικά περιορισμένη) αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου, αλλά ούτε και υπήχθησαν ρητά στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου με βάση το άρθρο 111 ΚΠΔ. Τα κακουργήματα αυτά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητα του ΜΟΔ, ενόψει του ότι κατ’ ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 5 ΚΠΔ ως εγκλήματα «που έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα των εφετείων» δεν πρέπει να νοούνται όσα είχαν υπαχθεί υπό το προγενέστερο καθεστώς στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου, αλλά μόνο εκείνα που είχαν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου· αυτό για παράδειγμα συμβαίνει με το κακούργημα του εμπρησμού σε δάση κατ’ άρθρο 265 παρ. 1 περ. β΄, γ΄ και δ΄ και παρ. 2 ΠΚ [8].
III. Καθ’ ύλη αρμοδιότητα και ιδιάζουσα δωσιδικία.
Όπως και υπό το προγενέστερο καθεστώς, ο νέος ΚΠΔ και ειδικοί ποινικοί νόμοι απονέμουν σε ειδικές κατηγορίες πολιτών ιδιάζουσα δωσιδικία, λόγω της ιδιαίτερης θέσης αυτών στη δικαστική λειτουργία και στην κοινωνική ιεραρχία, που απαιτεί μεγαλύτερες εγγυήσεις αντικειμενικής κρίσης, αλλά και από τον φόβο μήπως για τις κατηγορίες αυτές δεν υπάρχει το απαιτούμενο σθένος για πραγματική απονομή δικαιοσύνης από τα κατώτερα δικαστήρια. Εξάλλου, ενόψει του σκοπού αυτού, που επιδιώκει η καθιέρωση της ιδιάζουσας δωσιδικίας, γίνεται δεκτό ότι αυτή απονεμήθηκε στο αξίωμα που φέρουν τα πρόσωπα αυτά και όχι στα ίδια τα πρόσωπα, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η παράκαμψη της διάταξης αυτής ούτε με τη συναίνεση των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας[9].
Η αναφορά στον νόμο των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας είναι περιοριστική και για τον λόγο αυτό οι σχετικές διατάξεις, που εισάγουν εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες της καθ’ ύλη αρμοδιότητας, πρέπει να ερμηνεύονται στενά[10].
Ως πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας αναγνωρίζονται σήμερα μόνο[11]: α) οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί κάθε δικαστηρίου και κάθε βαθμίδας. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι μετά την Αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019, με το Ψήφισμα της 25.11.2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το άρθρο 96 παρ. 5 Συντ. ορίζει ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των λοιπών τακτικών δικαστικών λειτουργών κατά το άρθρο 87 παρ. 1 Συντ. και εξομοιώνονται ως προς όλα με τους τακτικούς δικαστές, ενώ το τελ. εδ. της παρ. 5 του άρθρου 96 Συντ. ορίζει ότι τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτή και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους ορίζονται με νόμο. Έτσι, ανακύπτει εύλογα το ερώτημα αν ως πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας πρέπει να νοούνται σήμερα και τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων. Ορθότερη είναι η άποψη ότι τα πρόσωπα αυτά έχουν ήδη εξομοιωθεί ως προς τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας με τους λοιπούς τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, ακόμα και πριν την έκδοση του εφαρμοστικού νόμου, ο οποίος μένει να ρυθμίσει μόνο τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς, τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος αυτού, των πειθαρχικών συμβουλίων και τα της επιθεώρησης. Επιβάλλεται, επομένως, η άμεση νομοθετική παρέμβαση, ώστε να τακτοποιηθεί η εκκρεμότητα αυτή και να υλοποιηθεί η αξίωση του Συντάγματος για πλήρη εξομοίωση των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων με τους λοιπούς τακτικούς δικαστές, με την ρητή ένταξη και αυτών στα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας· β) οι δικηγόροι. Κατά την ορθότερη άποψη η ρύθμιση αυτή καλύπτει όχι μόνο τους έλληνες δικηγόρους, αλλά και εκείνους που έχουν ιθαγένεια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν εγκατασταθεί νόμιμα και ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελλάδα[12]· γ) τα μέλη (λειτουργοί κατά τον Ν. 4831/2021) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η ιδιάζουσα δωσιδικία των προσώπων αυτών διατηρήθηκε και με τον νέο ΚΠΔ. Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε (χωρίς ουσιαστικό λόγο) και στο άρθρο 56 Ν. 4831/2021. Μέλη (λειτουργοί) του Ν.Σ.Κ., που αναγνωρίζονται ως πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας είναι ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι, οι Νομικοί Σύμβουλοι, οι Πάρεδροι, οι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι Α, οι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι και οι Δόκιμοι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι (άρθρο 34 παρ. 1 Ν. 4831/2021 και αντίστοιχα υπό το προγενέστερο καθεστώς άρθρο 27 Ν. 3086/2002)· και δ) οι διαχειριστές αφερεγγυότητας. Το άρθρο 259 παρ. 7 Ν. 4738/2020 προβλέπει ότι οι διαχειριστές αφερεγγυότητας έχουν την ειδική δωσιδικία των δικηγόρων σε ποινικές διαδικασίες.
Από την κατά τα ανωτέρω ιδιάζουσα δωσιδικία των προαναφερόμενων προσώπων εξαίρεση εισάγεται με το άρθρο 122 Π.Δ. 26/2012 (έτσι προγενέστερα και άρθρα 122 Π.Δ. 96/2007 και 122 Π.Δ. 351/2003) «κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή των βουλευτών» σχετικά με τα προβλεπόμενα στο Π.Δ. αυτό πλημμελήματα, τα οποία μάλιστα υπάγει στο σύνολό τους στην αποκλειστική αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου του τόπου όπου τελέστηκαν[13], [14].
Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι, ενώ υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950, αλλά και υπό τον νέο ΚΠΔ, όπως ίσχυε μέχρι τον Ν. 4855/2021, η ιδιάζουσα δωσιδικία αφορούσε μόνο τα πλημμελήματα, τα οποία ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους υπάγονταν στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, μετά την τροποποίηση του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ με το άρθρο 108 Ν. 4855/2021 η ιδιότητα των προσώπων αυτών επιδρά και στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα επί κακουργημάτων, καθώς πλέον στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου υπάγονται και τα κακουργήματα αρμοδιότητας μονομελούς εφετείου, όταν τελούνται από τα πρόσωπα αυτά. Ειδικότερα, μετά την ανάθεση στο μονομελές εφετείο της εκδίκασης ορισμένων κακουργηματικών υποθέσεων στην ουσία τους (αρχικά με την σύσταση των μονομελών εφετείων με τον Ν. 4055/2012, που τροποποίησε τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 και ακολούθως με τους Ν. 4637/2019 και 4855/2021, που τροποποίησαν το άρθρο 110 νέου ΚΠΔ) ανέκυψε το ερώτημα κατά πόσο μπορεί το μονομελές εφετείο να δικάζει κακουργηματικές υποθέσεις προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας, όταν για τις πλημμεληματικές πράξεις των προσώπων αυτών αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο. Έτσι, για παράδειγμα για την κακουργηματική κλοπή των προσώπων αυτών φαίνεται καταρχήν αρμόδιο το μονομελές εφετείο σύμφωνα με το άρθρο 110 περ. β΄ ΚΠΔ, ενώ για την πλημμεληματική κλοπή των ίδιων αυτών προσώπων αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο κατ’ άρθρο 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό ορθά επισημάνθηκε η έντονη αντινομία και προτάθηκε η διορθωτική ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ, ώστε η ρύθμιση του άρθρου 110 περ. β΄ ΚΠΔ να είναι ανεφάρμοστη για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας[15]. Τελικά το ζήτημα αυτό επιλύθηκε κατά τρόπο ορθό από τον νομοθέτη, καθώς σήμερα το άρθρο 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 108 Ν. 4855/2021, ορίζει ότι για τα κακουργήματα αρμοδιότητας μονομελούς εφετείου που τελούνται από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο[16]. Εκείνο που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι η διάταξη του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ αφορά αποκλειστικά στα κακουργήματα του άρθρου 110 περ. β΄ ΚΠΔ και όχι στις περ. α΄ και γ΄ του άρθρου αυτού, για τις οποίες αρμόδιο παραμένει το μονομελές εφετείο, ακόμα και αν πρόκειται για πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας· τούτο προκύπτει και από τις σχετικές επεξηγήσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4855/2021 σχετικά με τον νομοθετικό σκοπό της νέας ρύθμισης.
Ένα τελευταίο ζήτημα που απασχόλησε τη νομολογία είναι εκείνο του διαδικαστικού σταδίου, μέχρι το οποίο επιτρέπεται ο έλεγχος της αρμοδιότητας. Υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι η υποχρέωση για αυτεπάγγελτη έρευνα της καθ’ ύλη αρμοδιότητας ίσχυε σε κάθε στάδιο της δίκης επί της ενοχής και δεν επεκτεινόταν και στον Άρειο Πάγο, με επιχείρημα από το άρθρο 511 ΚΠΔ/1950, κατά το οποίο η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα δεν περιλαμβανόταν στους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους λόγους[17]. Υπό το νέο ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) γίνεται ορθά δεκτό ότι με βάση το άρθρο 511 ΚΠΔ η καθ’ ύλη αρμοδιότητα περιλαμβάνεται πλέον στους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους από τον Άρειο Πάγο λόγους αναίρεσης και συνεπώς σήμερα και ο Άρειος Πάγος πρέπει να ερευνά αυτεπαγγέλτως την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας και κατ’ επέκταση και ως προς την εφαρμογή των περί ιδιάζουσας δωσιδικίας διατάξεων[18]. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι με βάση τον νέο ΚΠΔ η συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν επηρεάζει την έκταση της έρευνας ακόμα και του Αρείου Πάγου σχετικά με την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας· επομένως, ακόμα και αν ο κατηγορούμενος αποκρύπτει την ιδιότητά του ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας, που επηρεάζει την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου, τόσο το δικαστήριο της ουσίας όσο και ο Άρειος Πάγος, αν εκ των υστέρων διαπιστώσει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλουν να κηρύξουν το δικαστήριο αναρμόδιο, ενώ ο κατηγορούμενος που ανακριβώς δηλώνει την ιδιότητά του θα υποστεί τις ανάλογες (ποινικές και πειθαρχικές) συνέπειες[19].
IV. Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων ανηλίκων.
Το άρθρο 113 ΚΠΔ ρυθμίζει την καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων ανηλίκων στον πρώτο βαθμό, κατανέμοντάς την ανάμεσα στο μονομελές και στο τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ενώ η εκδίκαση των υποθέσεων που αφορούν ανηλίκους σε δεύτερο βαθμό και η σχετική αρμοδιότητα των εφετείων ανηλίκων ρυθμίζεται σε αυτοτελές άρθρο και συγκεκριμένα στο άρθρο 114 ΚΠΔ, το οποίο αναγνωρίζει το εφετείο ανηλίκων μόνο ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων τόσο του μονομελούς όσο και του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων (άρθρο 114 ΚΠΔ).
Το άρθρο 113 ΚΠΔ ρυθμίζει την αρμοδιότητα του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων ως πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τρόπο αφαιρετικό-αρνητικό, υπάγει δηλαδή στην καθ’ ύλη αρμοδιότητά του όλες τις πράξεις ανηλίκων, εκτός από εκείνες που ανήκουν στην αρμοδιότητα του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων. Έτσι, με τον τρόπο αυτό εισάγεται ένα τεκμήριο αρμοδιότητας του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων, ανάλογα με εκείνο της αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου για την εκδίκαση των πλημμελημάτων ενηλίκων, το οποίο πάντως, σε αντίθεση με το τεκμήριο αρμοδιότητας του ΜΟΔ, δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση[20].
Κριτήριο για την υπαγωγή των πράξεων των ανηλίκων στην αρμοδιότητα του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκου είναι η απειλούμενη ποινή και ειδικότερα αν για τη συγκεκριμένη πράξη επιτρέπεται η επιβολή της στερητικής της ελευθερίας ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων[21]. Μόνο όταν επιτρέπεται η επιβολή της ποινής αυτής ανακύπτει αρμοδιότητα του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, ενώ για κάθε άλλη πράξη αρμόδιο είναι το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων. Η επιλογή αυτού του κριτηρίου για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων είναι ορθή και σύμφωνη με τη συστηματική λογική του νέου ΚΠΔ, κατά την οποία η επιβολή ποινών που μπορεί να οδηγήσουν τον καταδικασθέντα άμεσα σε κατάστημα κράτησης πρέπει να ανατίθεται σε πολυμελείς συνθέσεις.
Ανέκυψε στη νομολογία το ζήτημα της κρίσιμης διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής. Ειδικότερα, τέθηκε το ερώτημα ποια ποινή θα ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του καθ’ ύλη αρμοδίου δικαστηρίου, αν κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης του ανηλίκου δεν μπορούσε να επιβληθεί περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ενώ με νεότερη νομοθετική μεταβολή απειλείται για την ίδια πράξη η συγκεκριμένη ποινή. Έτσι, τίθεται το ζήτημα, αν σε μία τέτοια περίπτωση η αρμοδιότητα θα κριθεί με βάση την απειλούμενη για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο ποινή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ ή με την γενικά απειλούμενη κατά τον χρόνο της παραπομπής ποινή. Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη εκδοχή, αφού οι δικονομικοί κανόνες καθορίζουν την αρμοδιότητα κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και όχι με βάση τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης υπόθεσης· είναι δηλ. προσανατολισμένοι στη συγκεκριμένη κατηγορία εγκλήματος και όχι στο πρόσωπο κάθε κατηγορουμένου, ενώ σε κάθε περίπτωση η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση παρέχει μείζονες δικαιοκρατικές εγγυήσεις για τον ανήλικο κατηγορούμενο[22].
V. Αρμοδιότητα για εγκλήματα τελούμενα στο ακροατήριο.
Μία από τις καινοτομίες του νέου ΚΠΔ, ιδιαίτερα σημαντική στον χώρο της αρμοδιότητας προς εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, συνίσταται στην κατάργηση της δυνατότητας για άμεση εκδίκαση των πλημμελημάτων, που τελούνται στο ακροατήριο, από το συνεδριάζον δικαστήριο. Η επιλογή αυτή του νέου ΚΠΔ, που αποτυπώνεται στα άρθρα 116 και 117 ΚΠΔ, εναρμονίζει πλήρως το εσωτερικό μας δίκαιο με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και διασφαλίζει τη δικαιότητα της διαδικασίας[23]. Η διαπίστωση αυτή είναι κομβικής σημασίας για την κατανόηση και ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 116 και 117 ΚΠΔ, όπως θα φανεί και στη συνέχεια.
Σημειώνεται εδώ ότι κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ η σύγχυση των ρόλων μεταξύ του παθόντος-παραπονούμενου για τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, του μάρτυρα, του εισαγγελέα και του δικαστή μπορεί να εγείρει αντικειμενικά δικαιολογημένους φόβους όσον αφορά τη μη συμμόρφωση της διαδικασίας με τη διαχρονική αρχή ότι ουδείς δύναται να είναι δικαστής στην υπόθεσή του και συνεπώς όσον αφορά την αμεροληψία των δικαστών[24].
Σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠΔ αν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης δικαστηρίου διαπραχθεί πλημμέλημα, εφαρμόζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου η διαδικασία του άρθρου 39 ή των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ. Αρχικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο περιορισμός του ρυθμιστικού πεδίου της διάταξης αυτής μόνο στα πλημμελήματα είναι άστοχος και προφανώς ο συντάκτης του νέου ΚΠΔ επηρεάστηκε από την αντίστοιχη διατύπωση του άρθρου 116 προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 116 ΚΠΔ εφαρμόζεται και στην περίπτωση τέλεσης στο ακροατήριο κακουργήματος.
Σε σχέση με τα τελούμενα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης εγκλήματα το συνεδριάζον δικαστήριο έχει τις ακόλουθες δύο επιλογές: α) να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 39 ΚΠΔ, δηλαδή να συντάξει έκθεση κατ’ άρθρο 39 ΚΠΔ[25] και να τη διαβιβάσει στον αρμόδιο εισαγγελέα[26]. Σε περίπτωση που το έγκλημα διώκεται μόνο κατ’ έγκληση, αυτή είναι υποχρεωτικό να υποβληθεί από τον δικαιούχο, ακόμα και αν αυτός είναι μέλος του συνεδριάζοντος δικαστηρίου (βλ. και άρθρο 117 εδ. α΄ ΚΠΔ), η οποία μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση, που καταχωρείται στα πρακτικά (βλ. σχετ. και άρθρα 53 παρ. 2 και 418 παρ. 3 ΚΠΔ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 39 και 116 ΚΠΔ προκύπτει ότι, αν δεν αποφασιστεί να ακολουθηθεί η αυτόφωρη διαδικασία, η εφαρμογή του άρθρου 39 ΚΠΔ είναι για το δικαστήριο υποχρεωτική. Επίσης, μονόδρομος είναι για το δικαστήριο η σύνταξη έκθεσης κατ’ άρθρο 39 ΚΠΔ και στην περίπτωση που το έγκλημα στο ακροατήριο διαπράττεται από ανήλικο, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 3 ΚΠΔ τα εγκλήματα που τελούν ανήλικοι δεν δικάζονται ως αυτόφωρα ή β) να ακολουθήσει τη διαδικασία των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ, δηλ. εκείνη της αυτόφωρης διαδικασίας[27]. Στο σημείο αυτό η προσέγγιση του άρθρου 116 ΚΠΔ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες. Ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί στη θεωρία η άποψη ότι με βάση την πρόβλεψη αυτή του άρθρου 116 ΚΠΔ (εξακολουθεί να) αναγνωρίζεται στο δικαστήριο η δυνατότητα άμεσης εκδίκασης του πλημμελήματος από το συνεδριάζον δικαστήριο κατά την αυτόφωρη διαδικασία[28]. Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο για τους ακόλουθους λόγους: i) όπως προκύπτει από τη διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 116 και 117 ΚΠΔ κεντρική επιλογή του νέου ΚΠΔ αποτέλεσε η κατάργηση της δυνατότητας του συνεδριάζοντος δικαστηρίου να εκδικάζει άμεσα τα τελούμενα στο ακροατήριο εγκλήματα. Η επιλογή αυτή επιβεβαιώνεται και από την απάλειψη από το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α΄ ΚΠΔ της επιφύλαξης εφαρμογής των άρθρων 116 και 117 ΚΠΔ, αλλά και από τις σχετικές σκέψεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΚΠΔ για την απαγόρευση εκδίκασης των εγκλημάτων που τελούνται σε βάρος μελών της σύνθεσης δικαστηρίου από τους ίδιους δικαστές· ii) η αναγνώριση της δυνατότητας άμεσης εκδίκασης των τελούμενων στο ακροατήριο εγκλημάτων από το ίδιο το συνεδριάζον δικαστήριο παραβιάζει την κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ απαίτηση για εκδίκαση της υπόθεσης από αμερόληπτο δικαστήριο, όπως έχει νομολογηθεί και από το ΕΔΔΑ· iii) η απαγόρευση της άμεσης εκδίκασης των εγκλημάτων που τελούνται στο ακροατήριο προκύπτει και από την απουσία ειδικότερων προβλέψεων στο άρθρο 116 ΚΠΔ σχετικά με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, όπως αντίθετα συνέβαινε υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950· iv) το άρθρο 116 ΚΠΔ δεν θεμελιώνει αρμοδιότητα του συνεδριάζοντος δικαστηρίου, αλλά διευκρινίζει τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί το συνεδριάζον δικαστήριο και συνεπώς προκύπτει με σαφήνεια ότι και επί των εγκλημάτων αυτών πρέπει να τηρούνται οι γενικές διατάξεις τόσο σε σχέση με την αρμοδιότητα όσο και σε σχέση με την κίνηση της ποινικής δίωξης· v) η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας, που χαρακτηρίζεται από παράκαμψη της προδικασίας και συρρίκνωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, πρέπει να επιφυλάσσεται μόνο σε όσες περιπτώσεις υπάρχει ρητή και σαφής νομοθετική πρόβλεψη και σε περίπτωση οποιασδήποτε αμφιβολίας πρέπει να τηρείται η συνήθης-κοινή διαδικασία. Επομένως, το άρθρο 116 ΚΠΔ, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ με βάση τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναγνωρίζει τη δυνατότητα του δικαστηρίου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αυτοφώρου, να διατάξει τη σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στον αρμόδιο εισαγγελέα, ώστε να δοθεί στον τελευταίο η δυνατότητα να αποφασίσει αν θα εφαρμοστεί η αυτόφωρη διαδικασία[29]. Η αναγνώριση αυτής της δυνατότητας στο δικαστήριο είναι επιβεβλημένη, καθώς η σύλληψη του δράστη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας. Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η άμεση εκδίκαση του τελούμενου στο ακροατήριο πλημμελήματος από το συνεδριάζον δικαστήριο[30].
Πρέπει να παρατηρηθεί στο σημείο αυτό ότι και υπό το ισχύον σήμερα καθεστώς δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εισαχθεί τελικά η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο (και με την ίδια σύνθεση), ενώπιον του οποίου διαπράχθηκε. Αυτό για παράδειγμα θα συμβεί αν το έγκλημα (πλημμέλημα) τελέστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου που δικάζει αυτόφωρα πλημμελήματα και μετά την παραπομπή του δράστη στον εισαγγελέα ο τελευταίος εφαρμόσει την αυτόφωρη διαδικασία και παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το ίδιο με εκείνο στο ακροατήριο του οποίου τελέστηκε το έγκλημα. Η διαδικαστική αυτή πορεία της υπόθεσης πρέπει να αποφεύγεται, ώστε να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, όπως προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ. Έτσι, θα πρέπει να εισάγεται η υπόθεση στο ακροατήριο την επόμενη ημέρα ή την ίδια ημέρα σε δικαστήριο με άλλη σύνθεση (π.χ. αν συνεδριάζουν στο ίδιο δικαστήριο περισσότερες συνθέσεις για εκδίκαση αυτόφωρων εγκλημάτων) ή αν υπάρχει αδυναμία εκδίκασης υπό άλλη σύνθεση να μην ακολουθείται από τον εισαγγελέα η αυτόφωρη διαδικασία. Το άρθρο 116 ΚΠΔ δεν προσδιορίζει τα κριτήρια, βάσει των οποίων το δικαστήριο[31] θα επιλέξει τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί για το έγκλημα που τελείται στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη. Θα πρέπει να γίνει αρχικά δεκτό ότι η εφαρμογή του άρθρου 39 ΚΠΔ (δηλ. η σύνταξη έκθεσης για το έγκλημα και η διαβίβασή της στον αρμόδιο εισαγγελέα) είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, αν για το έγκλημα που διαπράχθηκε στο ακροατήριο δεν μπορεί να εφαρμοστεί η αυτόφωρη διαδικασία, όπως για παράδειγμα αν δράστης είναι ανήλικος ή αν η διάπραξη του εγκλήματος διαπιστωθεί μετά την παρέλευση των απώτατων χρονικών ορίων για την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας. Το δικαστήριο κατά την επιλογή της διαδικασίας που θα ακολουθήσει πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος και κυρίως την επίδραση που μπορεί να έχει κάθε επιλογή στην εξέλιξη της διαδικασίας της υπόθεσης που δικάζεται κατά την τέλεση του εγκλήματος, ώστε να αποφευχθούν διακοπές και καθυστερήσεις, εντάσεις με πρόδηλη βλάβη της διαδικασίας, αλλά και συρρίκνωση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, π.χ. με την απώλεια αποδεικτικών μέσων[32]. Πάντως, δεν πρέπει να ερευνάται από το δικαστήριο η σκοπιμότητα εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας για το συγκεκριμένο έγκλημα (όσο δεν επηρεάζεται η διαδικασία στο ακροατήριο για την υπόθεση, στα πλαίσια της οποίας τελέστηκε το έγκλημα), καθώς η κρίση αυτή έχει ανατεθεί με το άρθρο 417 ΚΠΔ αποκλειστικά στον εισαγγελέα.
Το άρθρο 117 εδ. β΄ ΚΠΔ καθορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση που δράστης του πλημμελήματος είναι συνήγορος διαδίκου. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να διασφαλιστεί η παρουσία του συνηγόρου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά την οποία αυτός (ο συνήγορος) τέλεσε το έγκλημα, και έτσι να μην στερηθεί ο διάδικος της συνδρομής του συνηγόρου του, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διαφύλαξη του δίκαιου χαρακτήρα της δίκης[33]. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι το εδ. β΄ του άρθρου 117 ΚΠΔ εφαρμόζεται όχι μόνο όταν το έγκλημα που τελείται στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης στρέφεται κατά μέλους του δικαστηρίου, αλλά και όταν στρέφεται κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου, αφού συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος να διασφαλιστεί η παραμονή του συνηγόρου στο ακροατήριο μέχρι την ολοκλήρωση της άσκησης των καθηκόντων του. Για την εφαρμογή του εδ. β΄ του άρθρου 117 ΚΠΔ δεν αρκεί η ιδιότητα του δράστη ως δικηγόρου, αλλά πρέπει να είναι συνήγορος κάποιου από τους διαδίκους (κατηγορουμένου ή υποστηρίζοντος την κατηγορία) και μάλιστα στην υπόθεση που εκδικαζόταν κατά τον χρόνο τέλεσης απ’ αυτόν του εγκλήματος. Το άρθρο 117 εδ. β΄ ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 110 Ν. 4855/2021, προβλέπει ότι μετά την ολοκλήρωση της άσκησης των καθηκόντων του συνηγόρου εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων, προσαρμόζοντας με τον τρόπο αυτό τις διατάξεις του ΚΠΔ με τις αντίστοιχες προβλέψεις του Ν. 4194/2013[34]· αυτό σημαίνει ότι σήμερα ο συνήγορος του διαδίκου, που φέρεται ως δράστης διάπραξης πλημμελήματος στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, οδηγείται, με απόφαση του δικαστηρίου, μετά την άσκηση των καθηκόντων του στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος δεν μπορεί να εφαρμόσει την αυτόφωρη διαδικασία, αλλά θα ακολουθήσει τη συνήθη-κοινή διαδικασία[35]. Δεν πρέπει πάντως να αποκλειστεί η δυνατότητα του δικαστηρίου να εφαρμόσει κατ’ άρθρο 116 ΚΠΔ τη διαδικασία του άρθρου 39 ΚΠΔ[36]. Τονίζεται, πάντως, ότι σε κάθε περίπτωση άμεση εκδίκαση των εγκλημάτων αυτών από το συνεδριάζον δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτή.
VI. Η κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα κατ’ άρθρο 119 ΚΠΔ.
Το άρθρο 120 παρ. 1 ΚΠΔ καθιερώνει την υποχρέωση κάθε δικαστηρίου να ελέγχει την καθ’ ύλη αρμοδιότητά του με βάση τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα. Ωστόσο, στο άρθρο 119 ΚΠΔ προβλέπονται δύο περιπτώσεις κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητας του δικαστηρίου: α) η πρώτη αφορά στην κατ’ ουσία έρευνα της υπόθεσης από το καταρχήν αναρμόδιο, αλλά ανώτερο δικαστήριο, όταν η αναρμοδιότητα προέκυψε από τη συζήτηση της υπόθεσης και β) η δεύτερη αφορά στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή την κήρυξή της απαράδεκτης από το καταρχήν αναρμόδιο δικαστήριο, περίπτωση που δεν ρυθμιζόταν ρητά στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 και είχε αποτελέσει αντικείμενο θεωρητικών αμφισβητήσεων[37].
Η περ. α΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ καθορίζει τον τρόπο ελέγχου της καθ’ ύλη αρμοδιότητας με βάση τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από την κατ’ ουσία έρευνα της υπόθεσης από το δικαστήριο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη αυτή αν αποδειχθεί από τη συζήτηση στο ακροατήριο (και συγκεκριμένα από την αποδεικτική διαδικασία) ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε άλλο έγκλημα από εκείνο, για το οποίο παραπέμφθηκε, το οποίο ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου[38], το επιληφθέν δικαστήριο δεν κηρύσσεται αναρμόδιο, αλλά παραμένει αρμόδιο και δικάζει κατ’ ουσία την υπόθεση[39]. Το ίδιο ισχύει και όταν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψει ότι ο κατηγορούμενος δεν φέρει την ιδιότητα που θεμελιώνει την αρμοδιότητα του δικάζοντος ανώτερου δικαστηρίου, π.χ. αν αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος για πλημμέλημα δεν είναι πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας. Η κατ’ εξαίρεση αυτή αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου, που θεμελιώνεται ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο[40], πρέπει να θεωρηθεί για το δικαστήριο δεσμευτική-υποχρεωτική, με την έννοια ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει στο κατώτερο δικαστήριο[41].
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου, να προκύπτουν από τη συζήτηση της υπόθεσης, δηλ. από την αποδεικτική διαδικασία και να είναι διάφορα των πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο, διότι σε διαφορετική περίπτωση (όταν δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου αναγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα) το δικαστήριο εφαρμόζοντας το άρθρο 118 ΚΠΔ είναι υποχρεωμένο να κηρύξει την αναρμοδιότητά του, ακόμα και αν η εσφαλμένη παραπομπή στο ανώτερο δικαστήριο οφείλεται σε προφανή παραδρομή[42]. Επομένως, το (αναρμόδιο) δικαστήριο οφείλει να κηρύξει την αναρμοδιότητά του και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο, αν η αναρμοδιότητα αυτή στηρίζεται στα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα, ακόμα και αν το δικάζον δικαστήριο είναι ανώτερο από το αρμόδιο και η αναρμοδιότητα διαπιστωθεί ή γίνει αντιληπτή από το δικαστήριο μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού κρίσιμο για την κατ’ εξαίρεση θεμελίωση αρμοδιότητας με βάση το άρθρο 119 ΚΠΔ είναι όχι ο χρόνος διαπίστωσης της αναρμοδιότητας, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν.
Σε περίπτωση, όμως, που από τη συζήτηση προκύψει βαρύτερος χαρακτήρας της πράξης ή ιδιότητα του κατηγορουμένου ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας και βάσει αυτών αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου, το ήδη επιληφθέν δικαστήριο πρέπει υποχρεωτικά να κηρυχθεί αναρμόδιο και θα ενεργήσει όσα ορίζονται στο άρθρο 120 παρ. 2-4 ΚΠΔ[43].
Πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι όσα αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω προϋποθέτουν ότι με βάση τα αποδειχθέντα από τη συζήτηση πραγματικά περιστατικά θα είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας και η καταδίκη του κατηγορουμένου για διαφορετικό έγκλημα από εκείνο για το οποίο αρχικά παραπέμφθηκε· σε διαφορετική περίπτωση, όταν η πράξη που αποδείχθηκε ότι τελέστηκε είναι εντελώς διάφορη κατά τα συνιστώντα αυτή πραγματικά περιστατικά από την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (όταν δηλαδή πρόκειται για περίπτωση ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας), δεν είναι δυνατή ούτε η εκδίκαση της υπόθεσης από το επιληφθέν δικαστήριο, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε απόλυτη ακυρότητα και θα καθιστούσε την απόφαση αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ, αλλά ούτε η παραπομπή λόγω αναρμοδιότητας σε άλλο ανώτερο δικαστήριο· στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει το επιληφθέν δικαστήριο να κηρύξει τον κατηγορούμενο αθώο και να διαβιβάσει κατ’ άρθρο 39 ΚΠΔ σχετική έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα για τη διερεύνηση της διάπραξης του διάφορου εγκλήματος που προέκυψε από τη συζήτηση της υπόθεσης[44].
Η περ. β΄ του άρθρου 119 νέου ΚΠΔ αντιμετωπίζει για πρώτη φορά και επιλύει το ερμηνευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 σχετικά με την κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη στις περιπτώσεις του άρθρου 368 περ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ, παρά τη διαπίστωση της αναρμοδιότητάς του να δικάσει την ουσία της υπόθεσης.
Σε σχέση με το ζήτημα αυτό γινόταν δεκτό υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 ότι το δικαστήριο που διαπίστωνε την αναρμοδιότητά του ήταν υποχρεωμένο να κηρυχθεί αναρμόδιο, δίχως να μπορεί να αποφανθεί ούτε αν συντρέχει λόγος οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης[45]. Πάντως, προτάθηκε ορθά στη θεωρία η νομοθετική πρόβλεψη της δυνατότητας του επιληφθέντος-αναρμοδίου δικαστηρίου να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη σε περιπτώσεις συνδρομής λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου ή έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης[46].
Ο νέος ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό με ρητή νομοθετική πρόβλεψη στο άρθρο 119 περ. β΄ ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 111 Ν. 4855/2021, που συνιστά εξαίρεση του γενικού κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 120 ΚΠΔ και υπηρετεί την οικονομία της δίκης. Έτσι, σήμερα προβλέπεται ότι αν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξής της απαράδεκτης, το (αρχικά αναρμόδιο) επιληφθέν δικαστήριο καθίσταται κατ’ εξαίρεση αρμόδιο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη, αν είναι ανώτερο από το (κατά κανόνα) καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο.
Σε σχέση με την ισχύουσα αυτή διάταξη του άρθρου 119 περ. β΄ ΚΠΔ πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: α) το (καταρχήν αναρμόδιο) δικάζον δικαστήριο πρέπει να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 368 περ. β΄ ή γ΄ ΚΠΔ μόνο εφόσον είναι ανώτερο από το καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο· τούτο ορίζεται πλέον ρητά στο άρθρο 119 περ. β΄ ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 111 Ν. 4855/2021. Η επιλογή αυτή για περιορισμό της κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητας μόνο στις περιπτώσεις που το επιληφθέν (καταρχήν αναρμόδιο) δικαστήριο είναι ανώτερο του καθ’ ύλη αρμοδίου δικαστηρίου είναι ορθή, αφού τα ζητήματα της οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή της κήρυξής της απαράδεκτης πολλές φορές απαιτούν εκτίμηση αποδεικτικού υλικού και συνδέονται με δυσχερή νομικά ζητήματα[47],[48]· β) σε αντίθεση με όσα ισχύουν στην περ. α΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ, η κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα στην περ. β΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ δεν προϋποθέτει διαπίστωση του λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου ή της έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης από τη συζήτηση στο ακροατήριο, αλλά μπορεί ο λόγος οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξής της απαράδεκτης να προκύπτει από τα μνημονευόμενα στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα πραγματικά περιστατικά· γ) όπως και στην περ. α΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ, έτσι και η κατ’ άρθρο 119 περ. β΄ ΚΠΔ αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη πρέπει να θεωρηθεί για το δικαστήριο δεσμευτική-υποχρεωτική, με την έννοια ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει στο κατώτερο δικαστήριο.
Πρέπει εδώ να τονιστεί ιδιαίτερα ότι το άρθρο 119 ΚΠΔ προβλέπει περιπτώσεις κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητας του δικάζοντος δικαστηρίου να επιληφθεί ορισμένων υποθέσεων, ακόμα και αν είναι καταρχήν αναρμόδιο. Αντίθετα, με την διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαιοδοσία των κοινών-τακτικών ποινικών δικαστηρίων επί υποθέσεων υπαγόμενων σε άλλη ειδική ποινική δικαιοδοσία, αλλά και αντίστροφα δεν μπορεί να θεμελιωθεί αρμοδιότητα δικαστηρίων ειδικής ποινικής δικαιοδοσίας για έγκλημα υπαγόμενο σε άλλη ειδική δικαιοδοσία ή στη δικαιοδοσία των κοινών-τακτικών ποινικών δικαστηρίων. Έτσι, σε περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση, που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου, υπάγεται σε άλλη δικαιοδοσία (π.χ. όχι στην τακτική-κοινή ποινική δικαιοδοσία, αλλά στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, αλλά και το αντίστροφο), το δικαστήριο δεν καθίσταται κατ’ εξαίρεση αρμόδιο, ακόμα και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 119 ΚΠΔ, αλλά οφείλει να κηρύξει (όχι απλά την αναρμοδιότητά του, αλλά) απαράδεκτη την ποινική δίωξη και να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, το δικαστήριο που δικάζει την ουσία της υπόθεσης δεν καθίσταται αρμόδιο ακόμα και αν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο προκύψει ότι το έγκλημα υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου άλλης δικαιοδοσίας και μάλιστα ακόμα και αν διαπιστωθεί η συνδρομή λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου ή έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης[49].
VII.- Η μετά την κήρυξη της καθ’ ύλη αναρμοδιότητας διαδικασία (άρθρο 120 παρ. 2-4 ΚΠΔ).
Ο κανόνας της παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ). Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ το δικαστήριο, διαπιστώνοντας την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του, οφείλει κατά κανόνα να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο και μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ η υπόθεση παραπέμπεται στον εισαγγελέα[50].
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 119 και 120 ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο διατάσσεται σε δύο περιπτώσεις: α) όταν το δικαστήριο πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας κρίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή το κλητήριο θέσπισμα ότι είναι καθ’ ύλη αναρμόδιο, οπότε παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν το τελευταίο είναι ανώτερο ή κατώτερο από εκείνο στο οποίο εισήχθη η υπόθεση, εκτός αν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξής της απαράδεκτης και το δικάζον δικαστήριο είναι ανώτερο από το κατά κανόνα αρμόδιο δικαστήριο, οπότε καθίσταται αρμόδιο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη με βάση το άρθρο 119 περ. β΄ ΚΠΔ, β) όταν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψει ότι το έγκλημα υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου, καθώς αν διαπιστωθεί η αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο με βάση το άρθρο 119 περ. α΄ ΚΠΔ.
Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 2 ΚΠΔ προϋποθέτει ότι η υπόθεση εισήχθη στο δικαστήριο κατά την συνήθη-τακτική διαδικασία· αντίθετα, αν εισάγεται στο μονομελές πλημμελειοδικείο αίτηση του εισαγγελέα για έκδοση ποινικής διαταγής κατά τα άρθρα 409 επ. ΚΠΔ και το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι είναι καθ’ ύλη αναρμόδιο, δεν παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο κατ’ άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι το μονομελές πλημμελειοδικείο παραπέμπει την υπόθεση στην συνήθη-τακτική διαδικασία, διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Μετά την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 120 ΚΠΔ με το άρθρο 7 παρ. 14 Ν. 4637/2019 κάθε δικαστήριο, ακόμα και το μονομελές πλημμελειοδικείο (εννοείται ότι αυτό αφορά και το μονομελές εφετείο), διαπιστώνοντας την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο[51], ενώ παραπομπή στον εισαγγελέα προβλέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ[52]· η κατ’ εξαίρεση παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα προβλέπεται ομοίως για κάθε δικαστήριο υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, δηλαδή ανάλογα με το είδος του εγκλήματος και ανεξάρτητα αν πρόκειται για μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο. Επομένως, η διάκριση που γινόταν υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 μεταξύ μονομελούς και πολυμελούς δικαστηρίου έχει πλέον υπό τον νέο ΚΠΔ εξαλειφθεί[53].
Σε σχέση με τη φύση της παραπεμπτικής στο αρμόδιο δικαστήριο απόφασης με βάση το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι υπό τον νέο ΚΠΔ, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 120 παρ. 2 ΚΠΔ με το άρθρο 7 παρ. 14 Ν. 4637/2019, η απόφαση αυτή δεν επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απόφαση δικαστηρίου[54]. Έτσι, με βάση και τη σαφή διατύπωση του άρθρου 120 ΚΠΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κυρίαρχη υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 θέση, κατά την οποία η παραπεμπτική λόγω καθ’ ύλη αναρμοδιότητας απόφαση του δικαστηρίου επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, πρέπει να εγκαταλειφθεί. Σημειώνεται εδώ ότι και υπό το προγενέστερο καθεστώς είχε υποστηριχθεί με πειστικά επιχειρήματα η άποψη ότι η παραπεμπτική απόφαση είναι μία κανονική απόφαση και δεν εξομοιώνεται με βούλευμα. Λόγω της φύσης αυτής της παραπεμπτικής απόφασης θα πρέπει να γίνει δεκτό υπό τον νέο ΚΠΔ ότι δεν είναι δυνατή η αναθεώρηση της κατηγορίας από το συμβούλιο εφετών κατά το άρθρο 317 παρ. 2 ΚΠΔ.
Σε σχέση με το περιεχόμενο της παραπεμπτικής απόφασης πρέπει να γίνει δεκτό αφενός ότι η απόφαση αυτή πρέπει να περιέχει πλήρη περιγραφή της πράξης αφετέρου ότι επιβάλλεται ο σαφής καθορισμός του δικαστηρίου, στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση[55]. Ειδικότερα, σε σχέση με τα δύο αυτά υποχρεωτικά στοιχεία της παραπεμπτικής απόφασης πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: α) η παραπεμπτική απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει αναλυτική-ακριβή περιγραφή της πράξης με αναγραφή των πραγματικών περιστατικών και παράλληλα μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που προβλέπουν το συγκεκριμένο έγκλημα. Αν η απόφαση δεν περιέχει πλήρη περιγραφή της πράξης ή των άρθρων του ποινικού νόμου, μπορεί να συμπληρωθεί κατά το άρθρο 145 ΚΠΔ[56]. Υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 η υποχρέωση αυτή συναγόταν από την ίδια τη φύση της παραπεμπτικής απόφασης, η οποία κατά την απολύτως κρατούσα άποψη εξομοιωνόταν με παραπεμπτικό βούλευμα. Ωστόσο, και υπό τον νέο ΚΠΔ και παρά την έλλειψη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης, η υποχρέωση για αναλυτική περιγραφή της πράξης και των άρθρων του ποινικού νόμου πρέπει να θεωρείται αυτονόητη, αφού η απόφαση αυτή αποτελεί το εισαγωγικό δικόγραφο, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να δικαστεί η υπόθεση στο ακροατήριο του καθ’ ύλη αρμόδιου δικαστηρίου[57]. Επισημαίνεται ορθά ότι η ανάγκη για ακριβή περιγραφή της πράξης και των άρθρων του ποινικού νόμου είναι επιτακτική ιδιαίτερα σε όσες περιπτώσεις η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου προέκυψε από τη συζήτηση της υπόθεσης, οπότε το δικαστήριο παραπέμποντας στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο οφείλει να περιγράψει τη «νέα» κατηγορία που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, μετά από ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών[58]. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα κηρύσσεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή το κλητήριο θέσπισμα, η παραπεμπτική απόφαση θα αρκεστεί στην επανάληψη αυτών των πραγματικών περιστατικών[59]. Αν κατά της παραπεμπτικής απόφασης ασκηθεί έφεση, η οποία κρίνεται αβάσιμη, η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν θα διαλάβει παραπεμπτική διάταξη, αφού ως προς αυτή ισχύει η πρωτόδικη απόφαση[60]· β) η παραπεμπτική απόφαση πρέπει να εξειδικεύει το δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, δηλαδή το καθ’ ύλην, αλλά και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να αρκεί η απλή διαπίστωση της αναρμοδιότητας του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου. Πάντως, ειδικά για την παραπομπή στο ΜΟΔ αρκεί να γίνει η παραπομπή στο ΜΟΔ που θα οριστεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών (ο οποίος πάντως πρέπει να αναφέρεται στην παραπεμπτική απόφαση), όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με το παραπεμπτικό βούλευμα, ενόψει του ότι η επιλογή του κατά τόπο αρμόδιου ΜΟΔ αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του εισαγγελέα εφετών[61].
Αντίθετα, γίνεται δεκτό ότι δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας από το αρχικά επιληφθέν αναρμόδιο δικαστήριο η ύπαρξη ή μη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου[62]. Ακόμα και υπό το προγενέστερο καθεστώς, όπου κυριαρχούσε η άποψη ότι η παραπεμπτική απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, γινόταν δεκτό ότι δεν επιτρεπόταν η έρευνα για την ύπαρξη ή μη επαρκών ενδείξεων ενοχής, οι οποίες κατά το στάδιο αυτό θεωρούνται δεδομένες[63]. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό θα πρέπει να γίνει ορθότερα η ακόλουθη διάκριση: αν η αναρμοδιότητα προκύπτει πριν την έναρξη της συζήτησης, η έλλειψη ελέγχου ως προς τις επαρκείς ενδείξεις οφείλεται στην αδυναμία του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου να ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης, ενώ αν η αναρμοδιότητα προκύψει από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, το δικαστήριο αποδίδοντας στην πράξη τον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό θα έχει ήδη ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας και θα έχει κρίνει όχι απλά την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων, αλλά περαιτέρω θα έχει δεχθεί ως αποδεδειγμένη την κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας αποδιδόμενη πράξη.
Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ το δικαστήριο που κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο έχει δυνητικά τις εξουσίες του άρθρου 315 ΚΠΔ[64]. Έτσι, το αρχικά επιληφθέν (αλλά καθ’ ύλη αναρμόδιο) δικαστήριο έχει τις ακόλουθες εξουσίες: α) αν κατά του κατηγορουμένου είχε επιβληθεί προσωρινή κράτηση ή περιοριστικοί όροι, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση για την απόλυση ή συνέχιση της κράτησης του κατηγορουμένου, καθώς και για τη διατήρηση ή άρση ή τροποποίηση ή αντικατάσταση των περιοριστικών όρων (άρθρο 315 παρ. 1 ΚΠΔ). Εδώ θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για τη διατήρηση ή άρση ή αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, παρά την παράλειψη του άρθρου 315 παρ. 1 ΚΠΔ να ρυθμίσει ειδικά το ζήτημα αυτό, ενόψει του ότι ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν συνιστά υπό τον νέο ΚΠΔ περιοριστικό όρο· β) αν κατά του κατηγορουμένου είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης και αυτός διαφεύγει, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση την κατάργηση του εντάλματος ή τη διατήρηση της ισχύος του και την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου σε περίπτωση σύλληψής του (άρθρο 315 παρ. 2 ΚΠΔ)· γ) ακόμα και αν δεν έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης ή προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση την επιβολή περιοριστικών όρων ή τη σύλληψη και προσωρινή κράτησή του (άρθρο 315 παρ. 3 ΚΠΔ)· δ) αν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης επιβλήθηκε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση για τη διατήρηση ή άρση ή περιορισμό της δέσμευσης αυτής, ενώ αν η δέσμευση επιβλήθηκε σε βάρος τρίτου προσώπου, κατά του οποίου δεν κινήθηκε ποινική δίωξη, το δικαστήριο, εφόσον πιθανολογήσει ότι ο τρίτος γνώριζε ως ενδεχόμενο ή όφειλε να γνωρίζει ότι η περιουσία που απέκτησε προέρχεται από αξιόποινη πράξη και ότι σκοπός της μεταβίβασης σ’ αυτόν ήταν η αποφυγή της δέσμευσής της, διατάσσει τη διατήρηση της δέσμευσης και ορίζει τον τρίτο μεσεγγυούχο της περιουσίας, επιτρέποντάς του κάθε πράξη εκμετάλλευσής της, πλην της εκποίησης ή διάθεσής της (άρθρο 315 παρ. 5 ΚΠΔ)· ε) αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 69Α ΠΚ, δηλ. αν πρόκειται για κατηγορούμενο με ψυχική ή διανοητική διαταραχή, το δικαστήριο επιβάλλει στον κατηγορούμενο ένα από τα μέτρα του άρθρου 69Α παρ. 3 ΠΚ, ενώ αν ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά αντικαθιστά υποχρεωτικά την προσωρινή κράτηση με το ίδιο μέτρο (άρθρο 315 παρ. 6 ΚΠΔ). Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η παρ. 4 του άρθρου 315 ΚΠΔ, που προβλέπει (προκειμένου για τη διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου) κλήτευση του κατηγορουμένου, για να διατυπώσει τις απόψεις του, καθώς ο κατηγορούμενος έχει κλητευθεί για να εμφανιστεί ενώπιον του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου, ενώ σε κάθε περίπτωση το άρθρο 120 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ παραπέμπει στο άρθρο 315 ΚΠΔ μόνο ως προς τις εξουσίες του δικαστηρίου και όχι ως προς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται[65]. Τις πιο πάνω εξουσίες μπορεί να ασκήσει το αρχικά επιληφθέν (και κηρυχθέν αναρμόδιο) δικαστήριο ταυτόχρονα με την απόφαση κήρυξης της αναρμοδιότητάς του και με ιδιαίτερη διάταξη αυτής[66],[67]. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι εξουσίες του άρθρου 315 ΚΠΔ αναγνωρίζονται μόνο στο δικαστήριο που, μετά την κήρυξη της καθ’ ύλη αναρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο και όχι σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ, δηλαδή όταν το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα· στην τελευταία αυτή περίπτωση γίνεται ορθά δεκτό ότι ούτε αναλογική εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ είναι επιτρεπτή[68].
Ενόψει του ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η παραπεμπτική απόφαση του δικαστηρίου στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο δεν εξομοιώνεται πλέον με παραπεμπτικό βούλευμα, πρέπει να αντιμετωπίζεται και ως προς την προσβολή της με ένδικα μέσα ως δικαστική απόφαση, υποκείμενη μόνο στα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων, δηλ. σε έφεση κατ’ άρθρο 488 ΚΠΔ και αναίρεση κατ’ άρθρο 504 παρ. 2 ΚΠΔ[69]. Αν η έφεση κατά της παραπεμπτικής απόφασης κριθεί αβάσιμη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα απορρίψει την έφεση, χωρίς να διαλάβει στην απόφασή του παραπεμπτική διάταξη, αφού ως προς αυτή ισχύει η πρωτοβάθμια απόφαση που κήρυξε την αναρμοδιότητα[70],[71]. Αν η έφεση κατά της παραπεμπτικής απόφασης κριθεί βάσιμη, θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε κάθε περίπτωση ακυρώνει την πρωτοβάθμια απόφαση που κήρυξε την αναρμοδιότητα και στη συνέχεια παραπέμπει προς ουσιαστική εκδίκαση την υπόθεση στο αρχικά επιληφθέν (και εσφαλμένα κηρυχθέν αναρμόδιο) δικαστήριο. Τούτο γινόταν δεκτό και από τη θεωρία πριν την τροποποίηση του άρθρου 121 ΚΠΔ με το άρθρο 113 Ν. 4855/2021[72]. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πιο πάνω τροποποίηση του άρθρου 121 ΚΠΔ δεν μετέβαλε την αντιμετώπιση του ερευνώμενου εδώ ζητήματος, ενόψει και του ότι κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4855/2021 η επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από ακύρωση της πρωτοβάθμιας απόφασης, προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση δύο επί της ουσίας συζητήσεις της υπόθεσης, ώστε να μην παρουσιάζεται δικαιοκρατικό έλλειμμα· επομένως, αν με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 121 ΚΠΔ γίνει δεκτό ότι σε μία τέτοια περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την παραπεμπτική απόφαση και να δικάσει το ίδιο ανέκκλητα την υπόθεση, τότε στην πράξη η υπόθεση θα δικαστεί επί της ουσίας μία μόνο φορά, κάτι που βρίσκεται εκτός του νομοθετικού σκοπού.
Η παραπεμπτική απόφαση πρέπει να επιδίδεται στον κατηγορούμενο, όταν αυτός είναι απών και δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, προκειμένου να ξεκινήσει η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτής[73]. Αντίθετα, αν ο κατηγορούμενος είναι παρών ή εκπροσωπείται από τον συνήγορό του, για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων δεν απαιτείται επίδοση της παραπεμπτικής απόφασης, αφού η απαγγελία της απόφασης στο ακροατήριο επέχει θέση κοινοποίησής της στον κατηγορούμενο[74]. Μετά το αμετάκλητο της παραπεμπτικής απόφασης, ο αρμόδιος εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο δικαστήριο, όπου παραπέμφθηκε, με κλήση[75],[76]. Επομένως, όσο διαρκεί η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων ή αν κατά της απόφασης που κηρύσσει την αναρμοδιότητα ασκηθεί ένδικο μέσο μέχρι την εκδίκασή του, δεν επιτρέπεται κλήτευση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο της παραπομπής[77]· αν όσο εκκρεμεί το ασκηθέν ένδικο μέσο επιδοθεί κλήση για το δικαστήριο της παραπομπής, η κλήση πάσχει από σχετική ακυρότητα και αν παρόλα αυτά δεν κηρυχθεί η ακυρότητα και το δικαστήριο της παραπομπής προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης, πριν το αμετάκλητο της παραπεμπτικής απόφασης, υποπίπτει σε υπέρβαση εξουσίας και η απόφασή του είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ. Κατά της παραπεμπτικής απόφασης δεν χωρεί προσφυγή, αφού δεν πρόκειται για κλητήριο θέσπισμα, οπότε και μόνο εφαρμόζονται τα άρθρα 322 και 323, αλλά για κλήση[78].
Πρέπει εδώ να τονιστεί ιδιαίτερα ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου 120 ΚΠΔ με το άρθρο 7 παρ. 14 Ν. 4637/2019 καταργήθηκε το εδ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ, που προέβλεπε διαδικασία κανονισμού της αρμοδιότητας, όταν η υπόθεση παραπεμπόταν στο ακροατήριο με βούλευμα και το δικαστήριο κηρυσσόταν αναρμόδιο. Ειδικότερα, κρίθηκε ορθά ότι η πρόβλεψη για διαδικασία κανονισμού της αρμοδιότητας ήταν υπερβολική και προκαλούσε αδικαιολόγητα καθυστερήσεις[79]. Έτσι, σήμερα δεν ανακύπτει ποτέ υποχρέωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά το άρθρο 132 ΚΠΔ, μετά την κήρυξη της καθ’ ύλη αναρμοδιότητας από το αρχικά επιληφθέν δικαστήριο, ακόμα και αν η παραπομπή σ’ αυτό έγινε με βούλευμα.
Η κατ’ εξαίρεση παραπομπή στον εισαγγελέα (άρθρο 120 παρ. 3 και 4 ΚΠΔ). Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 112 Ν. 4855/2021, προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα. Πρόκειται ειδικότερα για την περίπτωση που το δικαστήριο που κηρύσσεται αναρμόδιο κρίνει ότι η εισαχθείσα ενώπιόν του υπόθεση έχει βαρύτερο χαρακτήρα, δηλ. κακουργήματος, για το οποίο δεν προηγήθηκε κύρια ανάκριση[80].
Στην παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ περιλαμβάνεται η εξαίρεση από τον κανόνα της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο που διαπιστώνει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του δεν παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο, αλλά στον εισαγγελέα, ενώ στην παρ. 4 προβλέπεται εξαίρεση από την πιο πάνω εξαίρεση και άρα επάνοδο στον κανόνα της παρ. 2. Ειδικότερα, η παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ ορίζει ότι αν το δικαστήριο, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση, διαπιστώσει ότι είναι καθ’ ύλη αναρμόδιο, διότι η πράξη όπως χαρακτηρίζεται απ’ αυτό είναι κακούργημα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα, ο οποίος (με βάση το εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ) πρέπει στη συνέχεια να παραγγείλει κύρια ανάκριση. Σημειώνεται εδώ ότι κατά το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 135 Ν. 4855/2021, το δικαστήριο ενημερώνει τον κατηγορούμενο ότι προσανατολίζεται σε βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό μόνο όταν πρόκειται να εκδώσει απόφαση επί της ενοχής και όχι όταν πρόκειται να κηρυχθεί αναρμόδιο· συνεπώς, για την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ και την παραπομπή της υπόθεσης από το αναρμόδιο δικαστήριο στον εισαγγελέα δεν χρειάζεται προηγούμενη ενημέρωση του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ. Θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι η εξαιρετική αυτή πρόβλεψη του άρθρου 120 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που το αρχικά επιληφθέν πλημμελήματος δικαστήριο κρίνει ότι η πράξη αυτή έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και όχι όταν το δικαστήριο που κηρύσσει την αναρμοδιότητά του επιλαμβάνεται κακουργηματικής πράξης, για την οποία κρίνεται ότι αρμόδιο είναι άλλο δικαστήριο· θα πρέπει, επομένως, η εισαγόμενη ως πλημμέλημα πράξη να χαρακτηρίζεται ως κακούργημα[81]. Είναι προφανές ότι την υποχρέωση αυτή (για παραπομπή στον εισαγγελέα) έχει κάθε δικαστήριο, ανεξάρτητα αν είναι μονομελές ή πολυμελές[82]. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ (και δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής της παρ. 4 του ίδιου άρθρου) η παραπομπή στον εισαγγελέα είναι για το δικαστήριο υποχρεωτική. Αυτό για παράδειγμα μπορεί να συμβεί όταν το τριμελές πλημμελειοδικείο, που επιλαμβάνεται της πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, κρίνει ότι πρόκειται για ανθρωποκτονία με πρόθεση, οπότε συντρέχει αρμοδιότητα του ΜΟΔ· στην περίπτωση αυτή το τριμελές πλημμελειοδικείο δεν θα παραπέμψει την υπόθεση στο ΜΟΔ, αλλά στον εισαγγελέα, προκειμένου να διενεργηθεί κύρια ανάκριση. Ωστόσο, η παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα, προκειμένου να διενεργηθεί κύρια ανάκριση, προϋποθέτει ότι το αρχικά επιληφθέν δικαστήριο, μετά την επιτρεπτή βελτίωση της κατηγορίας, θα διαπιστώσει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του· αντίθετα, αν το δικαστήριο και μετά τη βελτίωση της κατηγορίας παραμένει καθ’ ύλη αρμόδιο, δυνατότητα παραπομπής της υπόθεσης στον εισαγγελέα για διενέργεια κύριας ανάκρισης δεν αναγνωρίζεται[83], αλλά σε μία τέτοια περίπτωση το ίδιο δικαστήριο (δηλ. το αρχικά επιληφθέν) θα αποφασίσει για την ουσία της υπόθεσης, με εφαρμογή πάντως του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, δηλ. μετά από σχετική ενημέρωση του παρόντα κατηγορουμένου και την παροχή σ’ αυτόν του αναγκαίου χρόνου προετοιμασίας του. Πάντως, προτείνεται η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ στην περίπτωση που ο ιδιάζουσας δωσιδικίας κατηγορούμενος παραπέμπεται στο τριμελές εφετείο για το πλημμέλημα της απάτης και το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι η πράξη φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα, οπότε το ίδιο αυτό δικαστήριο παραμένει αρμόδιο για την εκδίκαση της (κακουργηματικής πλέον) υπόθεσης· προτείνεται ειδικότερα στην περίπτωση αυτή με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ η παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα, προκειμένου να διενεργηθεί κύρια ανάκριση[84]. Η άποψη αυτή στηριζόταν στην επιλογή του νέου ΚΠΔ (μέχρι την τροποποίηση του άρθρου 120 ΚΠΔ με το άρθρο 112 Ν. 4855/2021) να μην δικάζονται κακουργήματα, χωρίς προηγούμενη διενέργεια κύριας ανάκρισης· ωστόσο, η επιλογή του Ν. 4855/2021 να αναγνωρίσει τη δυνατότητα εκδίκασης κακουργημάτων χωρίς προηγούμενη διενέργεια κύριας ανάκρισης, μάλλον πρέπει να οδηγήσει πλέον στο αντίθετο συμπέρασμα, δηλ. του αποκλεισμού της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ στην πιο πάνω περίπτωση. Η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, που υποχρεωτικά θα διεξαχθεί πριν την επί της ουσίας απόφαση και η οποία αντιμετωπίζεται νομοθετικά ως λειτουργικά ισοδύναμη με την κύρια ανάκριση, θα καλύψει την μη διενέργεια κύριας ανάκρισης, χωρίς μάλιστα να ενδιαφέρει το ειδικότερο διαδικαστικό στάδιο στο οποίο διαπιστώνεται ο κακουργηματικός χαρακτήρας, αφού εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του δικαστηρίου. Επαναλαμβάνεται και εδώ ότι όταν το δικαστήριο παραπέμπει κατ’ άρθρο 120 παρ. 3 ΚΠΔ την υπόθεση στον εισαγγελέα, δεν έχει τις εξουσίες του άρθρου 315 ΚΠΔ, χωρίς να αναγνωρίζεται δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της διάταξης αυτής και στα πλαίσια του άρθρου 120 παρ. 3 ΚΠΔ.
Το άρθρο 112 Ν. 4855/2021 προσέθεσε στο άρθρο 120 ΚΠΔ νέα παρ. 4, που προβλέπει επάνοδο στον κανόνα της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, καθώς ορίζει σε ποιες περιπτώσεις το δικαστήριο δεν επιτρέπεται να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα, ακόμα και όταν το πλημμέλημα χαρακτηρίζεται ως κακούργημα. Ειδικότερα, η παρ. 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ προβλέπει δύο περιπτώσεις: α) την περίπτωση που για το πλημμέλημα διενεργήθηκε κύρια ανάκριση και β) την περίπτωση που ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο[85]. Στη δεύτερη από τις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι ο νομοθέτης αντιμετωπίζει την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο ως λειτουργικά ισοδύναμη με την κύρια ανάκριση[86], κάτι που όπως θα φανεί και στη συνέχεια δεν είναι πάντοτε αυτονόητο και συνεπώς η διάταξη αυτή χρήζει συσταλτικής ερμηνείας.
Έτσι, τελικά, σήμερα από τον συνδυασμό των παρ. 3 και 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ προκύπτει ότι το καθ’ ύλη αναρμόδιο δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα μόνο όταν ο κακουργηματικός χαρακτήρας της (αρχικά χαρακτηρισθείσας ως πλημμέλημα) πράξης προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα, άρα όχι όταν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση μόνο εφόσον δεν είχε διενεργηθεί για την υπόθεση κύρια ανάκριση. Είναι προφανές ότι στην πράξη η περίπτωση αυτή θα είναι ιδιαίτερα σπάνια και συνεπώς ουσιαστικά ακυρώνεται η παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ[87]. Σημειώνεται εδώ ότι αν το δικαστήριο, παρά το ότι ο κακουργηματικός χαρακτήρας της διωκόμενης πράξης προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα, προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, δεν αποκλείεται η εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ (εννοείται εφόσον παράλληλα δεν είχε διενεργηθεί κύρια ανάκριση), καθώς η παρ. 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ αποκλείει τη διαδικαστική αυτή εξέλιξη μόνο στην περίπτωση που ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία και όχι από μόνο το γεγονός ότι ξεκίνησε η αποδεικτική διαδικασία· συνεπώς, κρίσιμο για την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ είναι όχι το διαδικαστικό στάδιο κατά το οποίο κηρύσσεται η αναρμοδιότητα, αλλά το διαδικαστικό στάδιο κατά το οποίο προκύπτει η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα. Σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά τον Ν. 4855/2021, τέθηκε το ζήτημα πότε η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο δικαιολογεί την παράκαμψη της κύριας ανάκρισης και κατά συνέπεια την παραπομπή της υπόθεσης στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο και ειδικότερα, αν η εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 4 ΚΠΔ προϋποθέτει αποδεικτική διαδικασία που ολοκληρώνεται με την απολογία του κατηγορουμένου ή αν αντίθετα η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και όταν ο κατηγορούμενος απουσιάζει ή εκπροσωπείται στο ακροατήριο μόνο από συνήγορο. Η γραμματική ερμηνεία της διάταξης αυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο που ανακύπτει ζήτημα αναρμοδιότητας και εφαρμογής του άρθρου 120 ΚΠΔ. Ωστόσο, η εξασφάλιση της λειτουργικής ισοδυναμίας της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο με την κύρια ανάκριση, που αποτελεί τον δικαιολογητικό λόγο της εξαιρετικής ρύθμισης του άρθρου 120 παρ. 4 ΚΠΔ, επιβάλλει μία συσταλτική ερμηνεία της διάταξης αυτής, ώστε να αξιώνεται μία ολοκληρωμένη αποδεικτική διαδικασία, με την παροχή της δυνατότητας στον κατηγορούμενο να απολογηθεί για το κακούργημα, για το οποίο πρόκειται να κηρυχθεί η αναρμοδιότητα. Τυχόν αντίλογος, ότι και η κύρια ανάκριση μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την απολογία του κατηγορουμένου, δεν φαίνεται πειστικός, κυρίως διότι εκείνο που έχει σημασία τόσο στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης όσο και στη διαδικασία στο ακροατήριο είναι η ενημέρωση του κατηγορουμένου για την κατηγορία και την βαρύτητά της, ώστε να έχει την δυνατότητα να επιλέξει αν θα εμφανιστεί για να απολογηθεί. Επομένως, πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο όταν ο κατηγορούμενος είναι παρών στο ακροατήριο (χωρίς να αρκεί η εκπροσώπησή του από συνήγορο) ή τουλάχιστον ενημερώνεται για το ενδεχόμενο εφαρμογής της διάταξης αυτής και του δίνεται η δυνατότητα να απολογηθεί σε μετά διακοπή συνεδρίαση[88].
Ωστόσο, η επιλογή αυτή του Ν. 4855/2021 κρίνεται άστοχη και ιδιαίτερα προβληματική για τους ακόλουθους λόγους[89]: α) η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά την κύρια ανάκριση, αφού το δικαστήριο δεν μπορεί να μετατρέπεται σε ανακριτική αρχή και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ενεργήσει όλες τις ανακριτικές ενέργειες, που θα διενεργούσε ο ανακριτής και κάποιες από τις οποίες απαιτούν πολύμηνες προσπάθειες. Παράλληλα, είναι προφανές ότι ορισμένες ανακριτικές ενέργειες που επιτρέπεται να διενεργηθούν για το κακούργημα (π.χ. οι ειδικές ανακριτικές πράξεις των άρθρων 254 και 255 ΚΠΔ) δεν επιτρέπονται για την εισαχθείσα στο ακροατήριο πλημμεληματική πράξη και συνεπώς η υπόθεση θα οδηγηθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ελλιπής. Εξάλλου, η διαδικασία στο αρχικά επιληφθέν δικαστήριο δεν παρέχει τις εγγυήσεις της ανακριτικής διαδικασίας, αφού, ενόψει του ότι πρόκειται για πλημμέλημα, ο κατηγορούμενος είναι πολύ πιθανό να παρίσταται αυτοπροσώπως χωρίς συνδρομή συνηγόρου, όπως προβλέπεται στην ανακριτική διαδικασία. Αξίζει εδώ να αναφερθεί η αιτιολόγηση της λύσης που δόθηκε από τον νέο ΚΠΔ, στην αρχική του μορφή, με τις παραδοχές ότι «η λύση αυτή είναι επιβεβλημένη, ενόψει των αξιώσεων δικαιότητας της διαδικασίας και της συναφούς νομολογίας του ΕΔΔΑ, αφού το έλλειμμα πληροφόρησης της κατηγορίας και αποτελεσματικής υπεράσπισης στην προδικασία δεν μπορεί να ιαθεί με διεκπεραιωτικού τύπου αναφορές ότι ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα ενός εγκλήματος ως πλημμελήματος ή κακουργήματος η κατάφαση των επαρκών ενδείξεων τέλεσής του αποτελεί σαφή βάση που θα επέτρεπε τη συνέχιση εκδίκασης της πράξης χωρίς διενέργεια ανάκρισης»[90]· οι επισημάνσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν και να αποδεικνύουν το άστοχο των επιλογών του Ν. 4855/2021· β) η τυχόν κύρια ανάκριση για πλημμέλημα, που προηγήθηκε της παραπομπής στο ακροατήριο, δεν καθιστά περιττή την διενέργεια κύριας ανάκρισης για το κακούργημα[91]. Και τούτο διότι αφενός οι επιτρεπόμενες ανακριτικές ενέργειες για το πλημμέλημα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις περιορισμένες σε σχέση με εκείνες που θα μπορούσαν να διενεργηθούν για το κακούργημα αφετέρου διότι δυσχεραίνεται η θέση του κατηγορουμένου, καθώς μπορούν να επιβληθούν σε βάρος του μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, χωρίς στην πραγματικότητα αυτός να έχει απολογηθεί για την κακουργηματική πράξη, ενώ και τα δικαιώματά του στην κύρια ανάκριση για το πλημμέλημα υστερούν σε σχέση με εκείνα που αναγνωρίζονται για τον κατηγορούμενο για κακούργημα (π.χ. ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου από τον ανακριτή για κακουργηματικές πράξεις)· γ) ο κατηγορούμενος στερείται στην πράξη του δικαιώματος να υποβάλλει αποδεικτικά αιτήματα, καθώς πληροφορείται για πρώτη φορά τον χαρακτηρισμό της διωκόμενης πράξης ως κακουργήματος με την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης. Σημειώνεται εδώ ότι κατά το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 135 Ν. 4855/2021, το δικαστήριο ενημερώνει τον κατηγορούμενο ότι προσανατολίζεται σε βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό μόνο όταν πρόκειται να εκδώσει απόφαση επί της ενοχής και όχι όταν πρόκειται να κηρυχθεί αναρμόδιο. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος θα παραπεμφθεί για κακούργημα στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου χωρίς ποτέ να έχει απολογηθεί για την πράξη αυτή. Πέραν των πιο πάνω παρατηρήσεων ορθά επισημαίνεται ότι με την παρ. 4 του άρθρου 120 ΚΠΔ διανοίγεται η εν δυνάμει ακραία δικονομική δυνατότητα ένα μονομελές πλημμελειοδικείο να διαγνώσει κακούργημα και να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο[92].
VIII.- Η επίδραση της κήρυξης της αναρμοδιότητας στην παραγραφή των εγκλημάτων.
Η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού απαιτεί διάκριση μεταξύ της (μετά την κήρυξη της αναρμοδιότητας) παραπομπής της υπόθεσης στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου και της παραπομπής της στον εισαγγελέα ή της κήρυξης της ποινικής δίωξης απαράδεκτης. Ειδικότερα, διακρίνουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο και παραγραφή (άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ). Σύμφωνα με την πρώτη και κρατούσα άποψη, η οποία υποστηριζόταν και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950, η αναστολή του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων δεν απαιτεί αναγραφή στην κλήση ή στο κλητήριο θέσπισμα του αρμόδιου δικαστηρίου και επομένως η απόφαση του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου περί παραπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο δεν επαναφέρει την υπόθεση από την κύρια διαδικασία στο στάδιο της προδικασίας, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην ανατρέπεται η αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την αρχική κλήτευση του κατηγορουμένου[93]. Σύμφωνα με την δεύτερη άποψη, που είχε υποστηριχτεί κατά το παρελθόν, για την έναρξη της κύριας διαδικασίας και κατ’ αποτέλεσμα για την κατ’ άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ/1950 (ήδη άρθρο 113 παρ. 1 νέου ΠΚ) αναστολή της παραγραφής των εγκλημάτων απαιτείται κλήτευση του κατηγορουμένου σε αρμόδιο δικαστήριο[94]. Επομένως, κατά τη δεύτερη αυτή άποψη σε περίπτωση που το δικαστήριο, στο οποίο αρχικά κλήθηκε ο κατηγορούμενος να δικαστεί, κηρυχθεί αναρμόδιο και παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο η επελθούσα με την αρχική κλήτευση του κατηγορουμένου αναστολή της παραγραφής ανατρέπεται και εφόσον από την τέλεση της πράξης μέχρι την απόφαση περί παραπομπής συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο. Οι ίδιες αυτές παραδοχές εξακολουθούν να ισχύουν και υπό τον νέο ΚΠΔ για την περίπτωση που το δικαστήριο (ανεξάρτητα αν πρόκειται για μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο) μετά την κήρυξη της αναρμοδιότητάς του παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο κατ’ άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ: η απόφαση του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου περί παραπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο δεν επαναφέρει την υπόθεση από την κύρια διαδικασία στο στάδιο της προδικασίας, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην ανατρέπεται η αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την αρχική κλήτευση του κατηγορουμένου[95].
β) παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα και παραγραφή (άρθρο 120 παρ. 3 και 4 ΚΠΔ). Υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 κατά την απολύτως κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη γινόταν δεκτό, για την περίπτωση που η αναρμοδιότητα κηρυσσόταν από το μονομελές πλημμελειοδικείο ή το πταισματοδικείο, ότι η υπόθεση επανερχόταν στο στάδιο της προδικασίας, δεδομένου ότι το κλητήριο θέσπισμα, με βάση το οποίο είχε παραπεμφθεί αρχικά ο κατηγορούμενος, καθίστατο ανενεργό και ότι επομένως η επελθούσα αναστολή ανατρεπόταν[96]. Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, η εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν ήταν το αμέσως επόμενο διαδικαστικό στάδιο, αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε ο εισαγγελέας μπορούσε να διατάξει τη διενέργεια κύριας ανάκρισης ή προανάκρισης ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση η εκ νέου παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο προϋποθέτει σύνταξη και επίδοση νέου κλητηρίου θεσπίσματος και από τότε αρχίζει η αναστολή της παραγραφής. Οι ίδιες αυτές παραδοχές εξακολουθούν να ισχύουν και υπό τον νέο ΚΠΔ για την περίπτωση που το δικαστήριο (ανεξάρτητα αν πρόκειται για μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο) μετά την κήρυξη της αναρμοδιότητάς του παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα κατ’ άρθρο 120 παρ. 3 ΚΠΔ, προκειμένου να διενεργηθεί κύρια ανάκριση: η απόφαση του αρχικά επιληφθέντος δικαστηρίου περί παραπομπής της υπόθεσης στον εισαγγελέα επαναφέρει την υπόθεση από την κύρια διαδικασία στο στάδιο της προδικασίας, με περαιτέρω αποτέλεσμα την ανατροπή της αναστολής της παραγραφής που επήλθε με την αρχική κλήτευση του κατηγορουμένου[97].
γ) κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Όπως, ήδη αναφέρθηκε και πιο πάνω στην περίπτωση, κατά την οποία κριθεί ότι η υπόθεση, που εισάγεται ενώπιον ορισμένου (είτε μονομελούς είτε πολυμελούς) δικαστηρίου, υπάγεται στη δικαιοδοσία άλλων δικαστηρίων (π.χ. των στρατιωτικών δικαστηρίων, αντί των κοινών ποινικών δικαστηρίων), τότε το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, που έχει δικαιοδοσία. Ο αρμόδιος αυτός εισαγγελέας θα πρέπει να ασκήσει νέα ποινική δίωξη, δηλαδή σαν να μην είχε προηγηθεί η ποινική δίωξη της άλλης (προηγούμενης) δικαιοδοσίας. Γίνεται αντιληπτό ότι στην περίπτωση αυτή η υπόθεση επαναφέρεται στην απαρχή της προδικασίας και επομένως η μέχρι τότε επελθούσα αναστολή της παραγραφής του εγκλήματος με την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του δικαστηρίου, που κρίθηκε ότι στερείται δικαιοδοσίας, ανατρέπεται[98]. Πρέπει, πάντως, να διευκρινιστεί εδώ ότι αν κηρυχθεί αναρμόδιο το δικαστήριο ανηλίκων και παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο κοινού ποινικού δικαστηρίου, αλλά και στην αντίστροφη περίπτωση, η αναστολή της παραγραφής δεν ανατρέπεται, ενόψει του ότι σε κάθε περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών[99].
IX.- Η αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας.
Στον χώρο της αρμοδιότητας λόγω συνάφειας και συναιτιότητας δύο είναι οι βασικές αλλαγές που επήλθαν με τον νέο ΚΠΔ: η πρώτη αφορά στο κριτήριο προσδιορισμού του καθ’ ύλη αρμόδιου δικαστηρίου για την εκδίκαση των συναφών εγκλημάτων και η δεύτερη στην κατάργηση της δυνατότητας συνεκδίκασης υποθέσεων ανηλίκων και ενηλίκων.
Σε σχέση με το δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να δικάσει τα συναφή εγκλήματα, ο προϊσχύσας ΚΠΔ/1950 υιοθετούσε το κριτήριο του βαρύτερου εγκλήματος. Αυτό δημιουργούσε σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα σε περίπτωση που το βαρύτερο έγκλημα υπαγόταν σε δικαστήριο κατώτερου βαθμού ή σε περίπτωση που ένα έγκλημα υπαγόταν στην αρμοδιότητα του ΜΟΔ και το άλλο στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου. Η αυστηρή γραμματική ερμηνεία του άρθρου 128 παρ. 1 εδ. β΄ προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αρμοδιότητα είχε το δικαστήριο, στο οποίο υπαγόταν το βαρύτερο έγκλημα, ακόμα και αν αυτό δεν ήταν το ανώτερο δικαστήριο. Ωστόσο, η μάλλον κρατούσα στη θεωρία άποψη δεχόταν την αντίθετη άποψη, υπέρ της αρμοδιότητας του ανώτερου δικαστηρίου, με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 130 παρ. 1 εδ. β΄ του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950. Το άρθρο 129 παρ. 2 του νέου ΚΠΔ καθορίζει ως αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση όλων των συναφών εγκλημάτων (όχι το αρμόδιο για την εκδίκαση του βαρύτερου εγκλήματος, αλλά) το ανώτερο, διευκρινίζοντας στο εδ. β΄ ότι το ΜΟΔ θεωρείται ανώτερο από όλα τα άλλα δικαστήρια.
Η δεύτερη καινοτομία του νέου ΚΠΔ συνίσταται στην κατάργηση της δυνατότητας συνεκδίκασης εγκλημάτων ανηλίκων και ενηλίκων. Μάλιστα, πρέπει να τονιστεί ότι η απαγόρευση αυτής της συνεκδίκασης αφορά τόσο τα συναφή εγκλήματα (άρθρο 129 παρ. 4 ΚΠΔ) όσο και την περίπτωση συμμετοχής στο έγκλημα ανηλίκων και ενηλίκων. Σε σχέση με τη νέα αυτή ρύθμιση πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις: πρώτον, σκοπός του νέου ΚΠΔ είναι η πληρέστερη προστασία των ανηλίκων και η αποφυγή νόθευσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών εκδίκασης των υποθέσεων ανηλίκων[100]· δεύτερον, σε σχέση με τα συναφή εγκλήματα η απαγόρευση αυτή αφορά σε κάθε μορφή συνάφειας του άρθρου 128 ΚΠΔ. Επομένως, καταλαμβάνει και την περ. α΄ του άρθρου 129 ΚΠΔ, δηλ. την περίπτωση που όλα τα συναφή εγκλήματα τελούνται από το ίδιο πρόσωπο, άλλα πριν την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του και άλλα μετά την ενηλικίωσή του· τρίτον, η απαγόρευση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από την ηλικία του ανήλικου δράστη κατά τον χρόνο της παραπομπής των εγκλημάτων στο ακροατήριο. Αυτό είναι εύλογο, αφού η αρμοδιότητα των δικαστηρίων ανηλίκων καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο με βάση την ηλικία του δράστη κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, χωρίς να ενδιαφέρει η ενηλικίωσή του κατά την παραπομπή ή εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο· τέταρτον, ανοικτό παραμένει το ζήτημα της δυνατότητας συνανάκρισης των πιο πάνω υποθέσεων. Ειδικότερα, η διατύπωση του άρθρου 130 παρ. 3 ΚΠΔ («η ποινική δίωξη … χωρίζεται και ο ανήλικος δικάζεται από το δικαστή ανηλίκων») μπορεί να εκληφθεί ως περιορισμός της απαγόρευσης μόνο στην συνεκδίκαση στο ακροατήριο, χωρίς πρόβλεψη αντίστοιχης απαγόρευσης στο στάδιο της προδικασίας. Ωστόσο, προσεκτικότερη ανάγνωση της διάταξης αυτής πρέπει να οδηγήσει στο αντίθετο συμπέρασμα, δηλ. του υποχρεωτικού χωρισμού των υποθέσεων ήδη από το στάδιο που καθίσταται γνωστή η ανηλικότητα του δράστη. Μόνο με τον τρόπο αυτό υλοποιείται ο στόχος των νέων διατάξεων του ΚΠΔ, αφού και στο στάδιο της προδικασίας υπάρχει μέριμνα για ιδιαίτερη προστασία των ανήλικων δραστών. Επομένως, αν εξαρχής είναι δεδομένη η ανηλικότητα, τότε η υπόθεση θα ερευνηθεί με βάση τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις για τους ανηλίκους, ενώ αν το στοιχείο αυτό προκύψει από την ανακριτική διαδικασία, τότε η υπόθεση θα χωριστεί ως προς τον ανήλικο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Αυτός, εξάλλου, είναι ο λόγος για τον οποίο στη διάταξη γίνεται λόγος για χωρισμό της ποινικής δίωξης και όχι μόνο γα εκδίκαση από το δικαστήριο ανηλίκων.
Πριν κλείσουμε την αναφορά μας στα ζητήματα αυτά πρέπει να μνημονεύσουμε και τη διάταξη του άρθρου 130 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία αναγνωρίζει τη δυνατότητα χωρισμού των υποθέσεων όχι μόνο στο δικαστήριο και στο δικαστικό συμβούλιο, όπως και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950, αλλά και στον εισαγγελέα σε περίπτωση απευθείας κλήσης. Σε σχέση με την τελευταία αυτή πρόβλεψη του νέου ΚΠΔ πρέπει να επισημάνουμε ότι απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή (αν πρόκειται για απευθείας κλήση επί πλημμελήματος μετά από διενέργεια κύριας ανάκρισης κατ’ άρθρο 308 παρ. 3 ΚΠΔ) ή του προέδρου εφετών (αν πρόκειται για απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ). Θα πρέπει να γίνει δεκτό σε σχέση με τον εισαγγελέα ότι αυτός μπορεί να διατάξει τον χωρισμό των υποθέσεων και σε κάθε άλλη περίπτωση απευθείας εισαγωγής υπόθεσης (για πλημμέλημα) στο ακροατήριο, οπότε δεν χρειάζεται σύμφωνη γνώμη άλλου δικαστικού προσώπου, όπως δεν απαιτείται τέτοια και για την απευθείας παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο.
X.- Αμφισβήτηση αρμοδιότητας μεταξύ εισαγγελέων (άρθρα 132 παρ. 2 και 35 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ).
Ο προϊσχύσας ΚΠΔ/1950 δεν περιείχε ειδικές διατάξεις για τη περίπτωση αμφισβήτησης της αρμοδιότητας μεταξύ περισσότερων εισαγγελέων. Έτσι, γινόταν δεκτό κατά μία άποψη ότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 132 ΚΠΔ, αλλά η σχετική αμφισβήτηση έπρεπε να λυθεί από τον προϊστάμενο εισαγγελέα, ενώ κατ’ άλλη άποψη η αμφισβήτηση έπρεπε να εισαχθεί στο δικαστικό συμβούλιο. Κρατούσα, όμως, ήταν η άποψη ότι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται το άρθρο 132 ΚΠΔ[101].
Ο νέος ΚΠΔ περιέλαβε ρητή διάταξη για το ζήτημα αυτό στο άρθρο 132 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά το πρότυπο της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 ΣχΚΠΔ (Μανωλεδάκη)[102],[103]. Σκοπός της νέας ρύθμισης είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος κατά τρόπο αντίθετο προς την κρατούσα υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 νομολογία του Αρείου Πάγου, προς αποφυγή παρεμβολής του δικαστικού συμβουλίου, που καθιστούσε χρονοβόρα τη διαδικασία κανονισμού αρμοδιότητας[104].
Σήμερα το άρθρο 132 παρ. 2 ΚΠΔ ορίζει ρητά ότι η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας μεταξύ εισαγγελέων κανονίζεται από τον εισαγγελέα εφετών, όταν αυτή ανακύπτει αφορά εισαγγελείς (πλημμελειοδικών) της περιφέρειάς του και σε κάθε άλλη περίπτωση (αν αφορά σε εισαγγελείς εφετών ή σε εισαγγελείς πλημμελειοδικών διαφορετικών περιφερειών) από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ειδική ρύθμιση για τον κανονισμό αρμοδιότητας μεταξύ των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και των κατά τόπους εισαγγελέων πλημμελειοδικών περιέχει το άρθρο 35 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ, που ορίζει ότι αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Η διάταξη αυτή, ως ειδικότερη, υπερισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 132 παρ. 2 ΚΠΔ.
Σε σχέση με τις διατάξεις αυτές πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: α) η αρμοδιότητα αυτή του εισαγγελέα εφετών ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι αποκλειστική και συνεπώς στις περιπτώσεις που υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο της παρ. 2 του άρθρου 132 ΚΠΔ δεν ανακύπτει αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών ή του Αρείου Πάγου· τυχόν υποβολή σχετικής αίτησης στο συμβούλιο εφετών ή του Αρείου Πάγου στις περιπτώσεις αυτές είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, χωρίς μάλιστα να τίθεται ζήτημα παραπομπής της αίτησης στον αρμόδιο εισαγγελέα[105], β) αν η σύγκρουση αρμοδιότητας αφορά στους Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος και σε άλλο εισαγγελέα εφετών, που κατ’ άρθρο 32 ΚΠΔ έχει δικαίωμα να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση, είναι προφανές ότι θα εφαρμοστεί ο γενικός κανόνας του άρθρου 132 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠΔ και αρμόδιος θα είναι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και γ) αν η σύγκρουση της αρμοδιότητας ανακύψει μεταξύ εισαγγελέων διαφορετικών δικαιοδοσιών (π.χ. μεταξύ εισαγγελέα των κοινών ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελέα στρατιωτικού δικαστηρίου), θα πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι εφαρμόζεται αναλογικά η παρ. 1 του άρθρου 132 ΚΠΔ και αρμόδιος για τον κανονισμό της αρμοδιότητας είναι ο Άρειος Πάγος, καθώς η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι αναγνωρίζεται μεταξύ εισαγγελέων που υπάγονται στην ίδια δικαιοδοσία. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 200 παρ. 1 ΣΠΚ, που στα πλαίσια της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων αναθέτει στον εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
———-
* Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών της 13-14.10.2022 με τίτλο «Ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή στην πράξη των νέων Ποινικών Κωδίκων και ιδίως μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4855/2021».
[1] Βλ. σχετ. Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία, 10η έκδ. (2021), αριθ. 82, σελ. 53, ο οποίος ενώ αναγνωρίζει καταρχήν την ανάγκη εκδίκασης της βαριάς εγκληματικότητας από πολυπρόσωπα δικαιοδοτικά όργανα, δέχεται τελικά την αναγκαιότητα λειτουργίας των μονομελών εφετείων για την κατ’ ουσία εκδίκαση περιορισμένου αριθμού κακουργημάτων.
[2] Βλ. έτσι και Α.Τριανταφύλλου, οι αλλαγές του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων και στα ένδικα μέσα, ΤιμΤομ Ι.Γιαννίδη «το ποινικό δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση», 2020, σελ. 726-727.
[3] Βλ. ενδ. ΣυμβΑΠ 517/2021 (: για τη ληστεία), NOMOS. Βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ο νέος ΚΠΔ (επιμέλεια Λ.Μαργαρίτη), 2020, άρθρο 110, αριθ. 16, σελ. 512.
[4] Βλ. έτσι και την Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4055/2012, με τον οποίο ιδρύθηκε για πρώτη φορά το μονομελές εφετείο.
[5] Βλ. έτσι και Λ.Μαργαρίτη, παρατηρήσεις στις ΣυμβΕφΛαρ 163/2021 και ΣυμβΠλημΛαρ 532/2021, ΠοινΔικ (2022), σελ. 130 επ., Ι.Ναζίρη, παρατηρήσεις στις ΣυμβΕφΛαρ 163/2021 και ΣυμβΠλημΛαρ 532/2021, Αρμ (2022), σελ. 648 επ.· πρβλ έτσι και ΣυμβΕφΛαρ 163/2021, ΠοινΔικ (2022), 121, Αρμ (2022), 632. Πρβλ όμως αντίθ. ΣυμβΠλημΛαρ 532/2021, ΠοινΔικ (2022), 127, Αρμ (2022), 647.
[6] Βλ. σχετ. και π.κ., στην παράγραφο III.
[7] Βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 110, αριθ. 16, σελ. 512 και άρθρο 111, αριθ. 10, σελ. 521.
[8] Βλ. έτσι και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 109, αριθ. 2, σελ. 489 και άρθρο 111, αριθ. 10, σελ. 522-523.
[9] ΑΠ 192/1958, ΠοινΧρ (Η/1958), 477, ΑΠ 112/1955, ΠοινΧρ (Ε/1955), 290, Κ.Γκρόζος, παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΘεσ 6636/1998, Υπερ (1998), σελ. 1277, Α.Κονταξής, κώδικας ποινικής δικονομίας, δ΄ έκδ. (2006), άρθρο 111, σελ. 917-918.
[10] Βλ. σχετ. και ΓνωμΕισΑΠ (Ι.Γραφανάκη) 2/1972, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 172, Κ.Βουγιούκα, ποινικόν δικονομικόν δίκαιο, τομ. Ι, ζ΄ έκδ. (1988), σελ. 121, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 111, σελ. 918, Μ.Παπαδογιάννη, ερμηνεία και νομολογία κατ’ άρθρον του κώδικος ποινικής δικονομίας, 1981, άρθρο 111, σελ. 233, Π.Ραπτόπουλο, ο Διοικητής του Αγίου Όρους είναι πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας; Υπερ (1998), σελ. 1328.
[11] Διατάξεις προγενέστερες του νέου ΚΠΔ που αναγνώριζαν την ιδιότητα αυτή σε άλλα πρόσωπα καταργήθηκαν με το άρθρο 586 περ. δ΄ ΚΠΔ. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 586 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό και με το άρθρο 590 παρ. 4 ΚΠΔ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι για τις υποθέσεις που δεν δικάστηκαν σε πρώτο βαθμό μέχρι και την 30.6.2019 τα πρόσωπα αυτά δεν υπάγονται στην ιδιάζουσα δωσιδικία, ενώ για τις υποθέσεις που ήδη δικάστηκαν σε πρώτο βαθμό μέχρι τον χρόνο αυτό η λόγω ιδιάζουσας δωσιδικίας καθ’ ύλη αρμοδιότητα δεν ανατρέπεται (βλ. έτσι ορθά και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 75, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα-Ένδικα μέσα), Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 686).
[12] Βλ. σχετ. ΣυμβΑΠ 35/2012, ΠοινΔικ (2012), 990, ΠραξΛογΠΔ (2012), 48, ΕλλΔνη (53/2012), 1468, ΣυμβΑΠ 1751/2011, ΠοινΧρ (ΞΒ/2012), 581, οι οποίες έκριναν ορθά ότι η ιδιάζουσα δωσιδικία ισχύει μόνο για τους δικηγόρους που έχουν εγκατασταθεί και παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην ελληνική επικράτεια. Βλ. πάντως ΠλημΑθ 2450/1983 (με αντίθ. ΕισΠροτ (Ε.Κομκοτού)), ΕλλΔνη (25/1984), 749, η οποία θεώρησε -προφανώς εσφαλμένα- ότι την ιδιάζουσα δωσιδικία έχουν όλοι οι αλλοδαποί (και εκτός Ε.Ε.) δικηγόροι, ακόμα και αν δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
[13] Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 32, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 560· βλ. σχετ. υπό το αντίστοιχο καθεστώς του Π.Δ. 92/1994 ΣυμβΠλημΤρικ 204/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 713, υπό το αντίστοιχο καθεστώς του Π.Δ. 265/1989 ΣυμβΠλημΚαρδ 116/1990, Υπερ (1991), 922 και υπό το αντίστοιχο καθεστώς του Π.Δ. 650/1974 Π.Καίσαρη, κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, 1982, άρθρο 111, σελ. 1385, Μ.Παπαδογιάννη, ό.π., άρθρο 111, σελ. 234.
[14] Αντίστοιχες εξαιρέσεις είχαν περιληφθεί κατά το παρελθόν και σε άλλες διατάξεις, όπως για παράδειγμα: α) στο άρθρο 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987 σχετικά με τα προβλεπόμενα στον Α.Ν. 86/1967 «περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολήν και την απόδοσιν εισφορών εις Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως» πλημμελήματα (ΣυμβΑΠ 1309/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 596, ΣυμβΑΠ 1038/2008, ΠοινΔικ (2009), 42, Αρμ (2008), 959, ΣυμβΑΠ 1036/2008, NOMOS, ΑΠ 825/1990, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 207, ΣυμβΠλημΧίου 29/2017, ΕλλΔνη (59/2018), 593, Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 31, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 559-560)· η διάταξη αυτή, όμως, καταργήθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 586 ΚΠΔ και την προσθήκη νέας περ. θ΄ με το άρθρο 169 Ν. 4855/2021, και συνεπώς και για τα εγκλήματα αυτά ισχύει ως προς τα πρόσωπα του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ ο θεσμός της ιδιάζουσας δωσιδικίας. Σημειώνεται ότι κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4855/2021 διευκρινίζεται πως με την τροποποίηση αυτή του άρθρου 586 ΚΠΔ «επιδιώκεται να αποτυπωθεί η βούληση του νομοθέτη για ίση μεταχείριση ως προς όλα τα πλημμελήματα», β) στο άρθρο 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987 σχετικά με το προβλεπόμενο στο άρθρο μόνον παρ. 1 Α.Ν. 690/1945 πλημμέλημα της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών (ΑΠ 825/1990, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 207, ΣυμβΠλημΧίου 29/2017, ό.π., Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 31, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 559-560, Θ.Σάμιος, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο (Άρθρο μόνο Α.Ν. 690/1945), ΔΦΝ (2003), σελ. 855)· η διάταξη αυτή, όμως, καταργήθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 586 ΚΠΔ και την προσθήκη νέας περ. θ΄ με το άρθρο 169 Ν. 4855/2021, και συνεπώς και για το έγκλημα αυτό ισχύει ως προς τα πρόσωπα του άρθρου 111 στοιχ. Α΄, αριθ. 6 ΚΠΔ ο θεσμός της ιδιάζουσας δωσιδικίας, γ) στο άρθρο 66 Ν.Δ. 136/1946 σχετικά με τα προβλεπόμενα σ’ αυτό αγορανομικά αδικήματα (Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 32, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 560, Π.Καίσαρης, άρθρο 111, σελ. 1384-1385, Α.Μπουρόπουλος, ερμηνεία του κώδικος ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (1957), άρθρο 111, σελ. 162)· το Ν.Δ. 136/1946 καταργήθηκε στο σύνολό του με το άρθρο 48 παρ. 2 Ν. 4177/2013, χωρίς να περιληφθεί στον νέο νόμο αντίστοιχη διάταξη, δ) στο άρθρο 117 παρ. 1 εδ. α΄ προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 σχετικά με τα εγκλήματα της εξύβρισης ή δυσφήμησης μέλους του δικαστηρίου, που τελούνται στο ακροατήριο του δικαστηρίου· ήδη σήμερα ο νέος ΚΠΔ δεν προβλέπει άμεση εκδίκαση των εγκλημάτων που τελούνται στο ακροατήριο και ε) το άρθρο 3 Α.Ν. 710/1945 «περί διώξεως και τιμωρίας των παραβάσεων της περί προστασίας Εθνικού Νομίσματος νομοθεσίας και των αγορανομικών αδικημάτων» σχετικά με τα προβλεπόμενα σ’ αυτόν αδικήματα (Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 111, σελ. 1385, Α.Μπουρόπουλος, ό.π., άρθρο 111, σελ. 162, Μ.Παπαδογιάννης, ό.π., άρθρο 111, σελ. 234, Α.Τούσης, κώδιξ ποινικής δικονομίας, γ΄ έκδ. (1981), άρθρο 111, σελ. 184), διάταξη που πάντως σήμερα δεν έχει εφαρμογή μετά την κατάργηση με το άρθρο 26 παρ. 10 Ν. 2076/1992 των διατάξεων που προέβλεπαν ποινικές κυρώσεις για την παράβαση της νομοθεσίας περί συναλλάγματος (Ν.Βασιλειάδης, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 32, ο ίδιος, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 560, Α.Τριανταφύλλου, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, 2005, σελ. 98, σημ. 217).
[15] Βλ. τις ορθές αυτές επισημάνσεις σε Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 22-23, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Α΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 417-418, Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 21.
[16] Βλ. και Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 21.
[17] Έτσι ΑΠ 708/2019, ΠραξΛογΠΔ (2020), 28, που έκρινε ότι δεν είναι αναιρετέα η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αν η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως δικηγόρου δεν γνωστοποιήθηκε μέχρι την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Βλ. έτσι και από τη θεωρία Λ.Μαργαρίτη, ποινική δικονομία- ένδικα μέσα, τομ. IV, 2014, σελ. 769.
[18] Βλ. έτσι ορθά Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 17, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Α΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 416, Γ.Συλίκο, καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και μάλιστα σε περίπτωση κατηγορουμένου δικηγόρου και γενικώς προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας, ΠραξΛογΠΔ (2020), σελ. 218 επ.
[19] Βλ. και Γ.Συλίκο, ό.π., σελ. 219.
[20] Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 113, αριθ. 1, σελ. 550.
[21] Είναι αυτονόητο ότι η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων ανηλίκων καθορίζεται με βάση την in abstracto απειλούμενη στον νόμο ποινή, η οποία αποτυπώνει τη βαρύτητα του εγκλήματος και όχι με βάση τη δυνατότητα επιβολής μειωμένης ποινής (βλ. έτσι ενδ. ΜΟΔΘηβ 345-346/2004, ΑρχΝ (2005), 571, Θ.Δαλακούρα, ποινικό δικονομικό δίκαιο, τομ. Ι, β΄ έκδ. (2019), αριθ. 357, σελ. 325-326, Λ.Μαργαρίτη, εμβάθυνση στην ποινική δικονομία, 2006, σελ. 973 επ., Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 113, αριθ. 13, σελ. 559). Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι για τα εγκλήματα αυτά το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων μπορεί να επιβάλει στον ανήλικο είτε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είτε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα· για τη θεμελίωση της αρμοδιότητας του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων αρκεί η δυνατότητα επιβολής της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, χωρίς να καθίσταται υποχρεωτική η επιβολή της ποινής αυτής.
[22] Βλ. έτσι και ΣυμβΠλημΘεσ 253/2020, Αρμ (2020), 1918, Κ.Κοσμάτο, παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 253/2020, Αρμ (2020), σελ. 1924-1925· βλ. όμως αντίθ. υπέρ της πρώτης εκδοχής ΜονΠλημΧαλκιδ 6903/2008, ΠοινΔικ (2011), 482.
[23] Θ.Δαλακούρας, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 113.
[24] Βλ. έτσι ΕΔΔΑ Κυπριανού κατά Κύπρου της 15.12.2005 (αριθ. προσφυγής 73797/01), η οποία δέχθηκε παραβίαση της κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ απαίτησης για εκδίκαση της υπόθεσης από αμερόληπτο δικαστήριο, διότι οι δικαστές που έγιναν δέκτες της συμπεριφοράς συνηγόρου του κατηγορουμένου, η οποία στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε ως καταφρόνηση του δικαστηρίου, έλαβαν την απόφαση για ποινική δίωξη του συνηγόρου, εκδίκασαν τα θέματα που προέκυπταν από τη συμπεριφορά του συνηγόρου, αποφάσισαν για την ενοχή του και επέβαλαν σ’ αυτόν ποινική κύρωση
[25] Κατά την ορθότερη άποψη τα πρακτικά της δίκης, όπου κατ’ άρθρο 141 παρ. 1 ΚΠΔ καταχωρείται η κατά τη διάρκεια της δίκης διάπραξη εγκλήματος, ως αξιόλογο γεγονός, επέχουν θέση έκθεσης (έτσι ΣυμβΠλημΙωαν 10/1982, Αρμ (1982), 755 επ. (759), Ι.Ζησιάδης, ποινική δικονομία, τομ. Α΄, γ΄ έκδ. (1976), σελ. 323, Γ.Κτιστάκης, η ποινική διαδικασία, 2006, σελ. 82, ο ίδιος, άσκηση ποινικής δίωξης και ο εισαγγελέας πρωτοδικών, 2003, σελ. 65, Α.Μπουρόπουλος, ό.π., άρθρο 38, σελ. 59, Μ.Παπαδογιάννης, ό.π., άρθρο 38, σελ. 90, Μ.Παπαχρήστου, ο νέος ΚΠΔ (επιμέλεια Λ.Μαργαρίτη), 2020, άρθρο 39, αριθ. 7, σελ. 138, Α.Τούσης, ό.π., άρθρο 38, σελ. 59∙ πρβλ και ΣυμβΑΠ 279/1963, ΠοινΧρ (ΙΓ/1963), 609).
[26] Αν πρόκειται για έγκλημα που τελεί πρόσωπο, που υπάγεται στη στρατιωτική δικαιοσύνη, η έκθεση θα διαβιβαστεί στον εισαγγελέα του αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου.
[27] Και εδώ για την εφαρμογή της διάταξης αυτής επί εγκλήματος που διώκεται μόνο κατ’ έγκληση, θα πρέπει προηγουμένως να υποβληθεί έγκληση από τον δικαιούχο, ακόμα και με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά (βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 116, αριθ. 9, σελ. 575).
[28] Βλ. έτσι Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, 6η έκδ. (2019), σελ. 129-130, Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, άρθρο 116, αριθ. 2-6, σελ. 316-317, Κ.Φράγκο, κώδικας ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), άρθρο 116, αριθ. 1, σελ. 484.
[29] Τονίζεται εδώ ότι η απόφαση του δικαστηρίου να διατάξει τη σύλληψη του δράστη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα δεν δεσμεύει τον τελευταίο να εφαρμόσει την αυτόφωρη διαδικασία, αλλά αυτός παραμένει ο μόνος αρμόδιος να κρίνει κατ’ άρθρο 417 ΚΠΔ αν συντρέχουν λόγοι να μην εφαρμοστεί η αυτόφωρη διαδικασία.
[30] Βλ. έτσι ορθά Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 116, αριθ. 1, σελ. 573· πρβλ και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 34, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 561, Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 113.
[31] Τονίζεται ότι η επιλογή της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί ανήκει στην κρίση όλου του δικαστηρίου και όχι μόνο του διευθύνοντος τη συζήτηση.
[32] Βλ. σχετ. και Α.Καρρά, ό.π., σελ. 129, κατά τον οποίο η πρόταξη της διαδικασίας του άρθρου 39 ΚΠΔ υποδεικνύει ως ορθότερη την επιλογή της διαδικασίας αυτής.
[33] Βλ. και Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 113.
[34] Βλ. και Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4855/2021.
[35] Βλ. και Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 29.
[36] Βλ. για τη δυνατότητα αυτή και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 35, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (Καθ’ ύλην αρμοδιότητα- Ένδικα μέσα), Μέρος Β΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 561, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 25.
[37] Η διάταξη του άρθρου 119 ΚΠΔ συνιστά εξαίρεση του γενικού κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 120 ΚΠΔ και υπηρετεί την οικονομία της δίκης (Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 598, Α.Τριανταφύλλου, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, 2005, σελ. 153· πρβλ και Λ.Μαργαρίτη, γνωμοδότηση επί της ΤριμΠλημΘεσ 15786/2001, ΠοινΔικ (2002), σελ. 140).
[38] Άρα δεν είναι αναγκαίο να πρόκειται για ελαφρύτερο έγκλημα.
[39] ΑΠ 711/1999, ΝοΒ (47/1999), 1461 (περίλ.), ΤριμΠλημΞανθ 438/2006, ΠοινΔικ (2007), 13, ΜονΠλημΣαμ 69/1971, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 325, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 119, σελ. 953, Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 598.
[40] Βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 598.
[41] Χ.Σεβαστίδης, παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΝαυπλ 583/2007, ΠοινΔικ (2009), σελ. 174, Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 598· βλ. όμως αντίθ. Α.Στάικο, επίτομος ερμηνεία ελληνικής ποινικής δικονομίας, 1951, άρθρο 119, σελ. 506, ο οποίος θεωρεί ότι η αρμοδιότητα επαφίεται στην περίπτωση αυτή στη διακριτική εξουσία του δικάζοντος δικαστηρίου.
[42] Βλ. έτσι ΠεντΕφΘεσ 414/2005, ΠοινΔικ (2005), 697, Αρμ (2005), 762, Μ.Παπαδογιάννη, ό.π., άρθρο 119, σελ. 253, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 3, σελ. 599, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 154.
[43] Βλ. και ΑΠ 290/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 115, ΑΠ 2454/2003, ΠοινΛογ (2003), 2613, ΤριμΠλημΠειρ 248/2002, παραπέμπεται από Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 158-159, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 119, σελ. 953-954, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 117, σελ. 72, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 2, σελ. 599.
[44] Έτσι και Θ.Δαλακούρας, ποινικό δικονομικό δίκαιο, τομ. Ι, β΄ έκδ. (2019), αριθ. 338, σελ. 306, σημ. 779, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 119, σελ. 1478, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 120, σελ. 957, Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 4, σελ. 600, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 153-154, Α.Μπουρόπουλος, παρατηρήσεις, ΠοινΧρ (Β/1952), σελ. 563-564.
[45] ΑΠ 223/1956, ΠοινΧρ (ΣΤ/1956), 491, ΑΠ 122/1956, ΠοινΧρ (ΣΤ/1956), 301, ΤριμΕφΘεσ 111/1999, ΠοινΔικ (1999), 458, ΤριμΕφΠειρ 415/1999, Υπερ (2000), 575, ΝοΒ (48/2000), 544, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 119, σελ. 1477, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 119, σελ. 954, Λ.Μαργαρίτης, παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΠειρ 415/1999, Υπερ (2000), σελ. 576-577, Α.Παπαδαμάκης, ποινική δικονομία, 8η έκδ. (2018), αριθ. 118, σελ. 91, Α.Τούσης, ό.π., άρθρο 119, σελ. 198, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 168· βλ. όμως αντίθ. μεμονωμένα την ΤριμΕφΘεσ 84/2002, ΠοινΔικ (2002), 375.
[46] Έτσι Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 577, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 170-171.
[47] Βλ. σχετ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 5, σελ. 601.
[48] Το άρθρο 119 περ. β΄ νέου ΚΠΔ στην αρχική του μορφή, δηλ. πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 111 Ν. 4855/2021, δεν διευκρίνιζε αν η κατ’ εξαίρεση αυτή αρμοδιότητα αναγνωριζόταν μόνο όταν το δικάζον δικαστήριο ήταν ανώτερο του καθ’ ύλη αρμοδίου ή και σε περίπτωση που αυτό ήταν κατώτερο του τελευταίου. Ωστόσο, είχε γίνει δεκτό ότι και στην περ. β΄ του άρθρου 119 ΚΠΔ, υπό την αρχική του μορφή, μόνο το ανώτερο (του καθ’ ύλη αρμοδίου) δικαστήριο μπορούσε να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη (βλ. έτσι Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 114, Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 36-37, Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία, 9η έκδ. (2019), αριθ. 112, σελ. 64, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 119, αριθ. 5, σελ. 601)· ορθότερη, όμως, υπό την αρχική μορφή της διάταξης του άρθρου 119 περ. β΄ νέου ΚΠΔ ήταν μάλλον η αντίθετη άποψη (βλ. έτσι και Α.Τριανταφύλλου, οι αλλαγές του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων και στα ένδικα μέσα, ΤιμΤομ Ι.Γιαννίδη «το ποινικό δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση», 2020, σελ. 728-729).
[49] Βλ. έτσι ορθά και Θ.Δαλακούρα, ποινικό δικονομικό δίκαιο, τομ. Ι, β΄ έκδ. (2019), αριθ. 338, σελ. 305, Α.Τριανταφύλλου, οι αλλαγές του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων και στα ένδικα μέσα, ΤιμΤομ Ι.Γιαννίδη «το ποινικό δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση», 2020, σελ. 729.
[50] Επισημαίνεται ότι δεν εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 120 ΚΠΔ, όταν το δικαστήριο διαπιστώνει την έλλειψη δικαιοδοσίας, π.χ. διότι η υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Σε μία τέτοια περίπτωση το δικαστήριο δεν κηρύσσει απλά την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά του, αλλά κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία για τη συγκεκριμένη περίπτωση.
[51] Για τη δικαιολόγηση της επιλογής αυτής η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4637/2019 αναφέρει ότι «η κατάργηση του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 120 που διαλάμβανε ότι «το μονομελές πλημμελειοδικείο παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα» κρίθηκε αναγκαία αφενός για λόγους οικονομίας της δίκης και αφετέρου γιατί η επί μονομελούς πλημμελειοδικείου διάσπαση του κανόνα παραπομπής της υπόθεσης από το αναρμόδιο δικαστήριο κατευθείαν στο αντίστοιχο αρμόδιο δεν είχε επαρκή δικαιολόγηση, αφού δεν συνδεόταν με ζητήματα περικοπής υπερασπιστικών δικαιωμάτων, όπως επί κακουργημάτων όπου η διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα για να ακολουθηθεί κυρία ανάκριση είναι ενόψει της δίκαιης δίκης επιβεβλημένη».
[52] Βλ. και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 79, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 688, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 1, σελ. 605 και αριθ. 4, σελ. 608.
[53] Βλ. και Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 116, Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία, 10η έκδ. (2021), αριθ. 114, σελ. 70, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 4, σελ. 608.
[54] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 92, σημ. 143, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 693, σημ. 137, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 1, σελ. 605 και αριθ. 10, σελ. 610-611· βλ. πάντως Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, άρθρο 120, αριθ. 4, σελ. 321, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 114, σελ. 69, οι οποίοι και υπό το νέο καθεστώς εξακολουθούν να δέχονται ότι η παραπεμπτική απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος.
[55] Είναι αυτονόητο ότι, όπως κάθε απόφαση, έτσι και η απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο, πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη (βλ. άρθρο 139 ΚΠΔ) και μάλιστα ως προς όλες τις διατάξεις της, δηλαδή σχετικά με την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, αλλά και σε σχέση με την λήψη ή διατήρηση μέτρων δικονομικού καταναγκασμού.
[56] Βλ. έτσι και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 7, σελ. 609.
[57] Βλ. έτσι και Θ.Δαλακούρα, ποινικό δικονομικό δίκαιο, τομ. Ι, β΄ έκδ. (2019), αριθ. 337, σελ. 303, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 114, σελ. 70, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 7, σελ. 610
[58] Βλ. έτσι ορθά Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 7, σελ. 610.
[59] Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 7, σελ. 610.
[60] Βλ. έτσι και ΑΠ 2368/2009, ΠοινΔικ (2010), 924 (περίλ.), Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 17, σελ. 616.
[61] Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 8, σελ. 610
[62] Βλ. έτσι και υπό τον νέο ΚΠΔ Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 11, σελ. 612.
[63] Βλ. έτσι ΑΠ 127/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 338, ΑΠ 818/2011, ΠοινΔικ (2011), 1360 (περίλ.), Αρμ (2013), 106, ΤριμΕφΘεσ 663,682/2000, ΠοινΔικ (2001), 385, ΤριμΕφΘεσ 72/2000, Υπερ (2000), 848, ΤριμΕφΘεσ 260/1998, ΠοινΔικ (1999), 132, Θ.Δαλακούρα, ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α΄, 2003, σελ. 102, Α.Κονταξή, άρθρο 120, σελ. 959, σημ. 4, Α.Τριανταφύλλου, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, 2005, σελ. 166∙ βλ. όμως αντίθ. Α.Στάικο, ό.π., άρθρο 120, σελ. 518.
[64] Για την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης σε σχέση με την λήψη ή διατήρηση μέτρων δικονομικού καταναγκασμού βλ. και π.π., παραπομπή 55.
[65] Βλ. έτσι και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 12, σελ. 612-613.
[66] Βλ. και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 12, σελ. 613.
[67] Αξίζει εδώ να αναφερθεί προς καλύτερη κατανόηση των εξουσιών του δικαστηρίου ότι κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4637/2019, με το άρθρο 7 παρ. 14 του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ, «η πρόβλεψη του εδ. β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 120 … απηχεί τις δικαιοκρατικές αξιώσεις άμεσης εκ νέου αντιμετώπισης των ζητημάτων που συνδέονται με την παραπομπή του κατηγορουμένου. Προς αποφυγή καταχρήσεων οφείλει να διασαφηνιστεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει ως πεδίο αναφοράς τις περιπτώσεις αναρμοδιότητας δικαστηρίων κακουργημάτων, όπως λ.χ. της αναρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου που παραπέμπει στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων ή της αναρμοδιότητας του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων που παραπέμπει στο ΜΟΔ. Στις περιπτώσεις αναρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου που παραπέμπει σε μονομελές πλημμελειοδικείο ή αντιστρόφως, η εφαρμογή των εξουσιών του άρθρου 315 είναι κατά κανόνα νοητή στις περιπτώσεις άρσης των τυχόν τεθέντων περιοριστικών όρων ή το πρώτον επιβολής τους σε εξαιρετικές περιστάσεις».
[68] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 93, σημ. 143, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 694, σημ. 137, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 115, σελ. 71.
[69] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 92, σημ. 143, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 693-694, σημ. 137, Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, 6η έκδ. (2019), σελ. 131, Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, άρθρο 120, αριθ. 9, σελ. 322-323, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 15, σελ. 615-616· βλ., πάντως, έτσι και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 ΑΠ 127/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 338, ΑΠ 497/2014, ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), 19, ΝοΒ (62/2014), 1681, Αρμ (2014), 1913, Λ.Μαργαρίτη, ποινική δικονομία- ένδικα μέσα, τομ. ΙΙΙ (έφεση κατά αποφάσεων), 2013, σελ. 125, Κ.Χατζηιωάννου, ένδικα μέσα κατά αποφάσεων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ΠοινΔικ (2013), σελ. 1013.
[70] Βλ. έτσι και ΑΠ 2368/2009, ΠοινΔικ (2010), 924 (περίλ.), Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 17, σελ. 616.
[71] Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την απόρριψη της έφεσης, είτε παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα είτε δικάσει την υπόθεση το ίδιο, υποπίπτει σε υπέρβαση εξουσίας και η απόφασή του είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ (ΑΠ 846/2002, ΠοινΛογ (2002), 998, ΠραξΛογΠΔ (2002), 208, ΑΠ 1294/1992, ΠοινΧρ (ΜΒ/1992), 931, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 17, σελ. 616).
[72] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 104-105, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 820, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 17, σελ. 617.
[73] Βλ. έτσι και Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 14, σελ. 614· βλ. έτσι και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 ΑΠ 1952/2018, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 513, ΑΠ 1951/2018, ΠραξΛογΠΔ (2019), 27, ΑΠ 849/2009 (: όταν ο κατηγορούμενος είναι παρών δεν απαιτείται επίδοσή της), ΠοινΧρ (Ξ/2010), 209, ΑΠ 1588/2007 (: ρητά διευκρινίζει ότι αν η παραπεμπτική απόφαση εκδόθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, δεν απαιτείται επίδοσή της σ’ αυτόν και για τον λόγο αυτό δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας της κλήσης), ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 522, ΑΠ 1033/1978, ΠοινΧρ (ΚΘ/1979), 157, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 120, σελ. 959 και 961, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 166, Α.Τούση, ό.π., άρθρο 120, σελ. 200.
[74] ΑΠ 1952/2018, ό.π., ΑΠ 849/2009, ό.π., ΑΠ 1588/2007, ό.π.
[75] Βλ. σχετ. και ΑΠ 1951/2018, ό.π., ΑΠ 127/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 338, ΑΠ 1033/1978, ό.π., ΣυμβΑΠ 135/1962, ΠοινΧρ (ΙΒ/1962), 414, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 120, σελ. 1486, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 120, σελ. 959 και 961, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 166.
[76] Οι συνέπειες της επίδοσης της κλήσης για εμφάνιση στο αρμόδιο δικαστήριο πριν την επίδοση ή πριν το αμετάκλητο της παραπεμπτικής απόφασης είναι ανάλογες με τις συνέπειες που επέρχονται στην περίπτωση εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο με παραπεμπτικό βούλευμα, πριν το τελευταίο καταστεί αμετάκλητο.
[77] Βλ. και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 102 επ., σημ. 161, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 819 επ., σημ. 155, Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, κώδικας ποινικής δικονομίας, 2020, άρθρο 120, αριθ. 10, σελ. 323.
[78] Βλ. σχετ. ΑΠ 127/2016, ό.π., ΣυμβΑΠ 135/1962, ό.π., ΕφΑθ 819/1983, ΠοινΧρ (ΛΔ/1984), 961, ΕφΑθ 101/1962, ΠοινΧρ (ΙΒ/1962), 108 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Χ.Λάζαρη)), ΜΟΔΚυπαρ 47-50,57-63/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 33, Γ.Καλφέλη, η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως, 1990, σελ. 35, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 120, σελ. 961, Λ.Μαργαρίτη, παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΛαρ (Κ.Ηρακλείδη) 10/1979, Αρμ (1979), σελ. 577, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 14, σελ. 614, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 168, Α.Τούση, ό.π., άρθρο 120, σελ. 200.
[79] Βλ. σχετ. και Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 116, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 1, σελ. 605. Βλ. και τις σχετικές επισημάνσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4637/2019.
[80] Υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 γινόταν δεκτό ότι υποχρέωση του πολυμελούς δικαστηρίου για παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο ανέκυπτε και όταν έκρινε ότι η εισαχθείσα ενώπιόν του υπόθεση είχε βαρύτερο χαρακτήρα κακουργήματος, ακόμα και αν για την υπόθεση αυτή δεν είχε προηγηθεί διενέργεια κύριας ανάκρισης (ΑΠ 818/2011, ΠοινΔικ (2011), 1360 (περίλ.), ΑΠ 2454/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), 915, ΠοινΛογ (2003), 2613, Β.Αδάμπας, ΚΠΔ (επιμέλεια Λ.Μαργαρίτη), β΄ έκδ. (2011), άρθρο 246, αριθ. 7, σελ. 904, Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 18, σελ. 618∙ πρβλ έτσι και Α.Ζύγουρα, αι δικονομικαί προϋποθέσεις δια την εισαγωγήν εις δίκην του κατηγορουμένου, ΠοινΔικ (1998), σελ. 904, Υπερ (1999), σελ. 743, Αρμ (1999), σελ. 1634, ΑρχΝ (1999), σελ. 305. Βλ. όμως αντίθ. ΑΠ 1275/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 439, ΠοινΔικ (2011), 700, ΠραξΛογΠΔ (2010), 531, ΝοΒ (59/2011), 409 (περίλ.)).
[81] Βλ. έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 82, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 689, Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 114-115, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 18, σελ. 620.
[82] Ι.Σκορδαλός/Κ.Πύλης, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 18, σελ. 619
[83] Βλ. έτσι ορθά Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 85, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 690.
[84] Βλ. έτσι Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 88, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 692.
[85] Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4855/2021 «με την προσθήκη νέας παρ. 4 αποφεύγεται η επαναφορά της υπόθεσης στην προδικασία, αφού η αποδεικτική διαδικασία του ακροατηρίου υποκαθιστά την κυρία ανάκριση, επανάληψη της οποίας δεν είναι αναγκαία εάν ήδη αυτή είχε διενεργηθεί. Έτσι και η ταχύτητα της δίκης προωθείται και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν παραβλάπτονται».
[86] Βλ. έτσι και Ι.Ναζίρη, παρατηρήσεις στην ΜονΠλημΝαξ 393/2021, Αρμ (2022), σελ. 653.
[87] Βλ. τις ορθές αυτές επισημάνσεις και σε Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 116, σελ. 71.
[88] Βλ. έτσι ορθά και ΜονΠλημΝαξ 393/2021, Αρμ (2022), 651, Ι.Ναζίρη, παρατηρήσεις στην ΜονΠλημΝαξ 393/2021, Αρμ (2022), σελ. 653.
[89] Θετική υποδοχή των νέων ρυθμίσεων βλ. σε Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 40.
[90] Βλ. έτσι Θ.Δαλακούρα, ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ έκδ. (2020), σελ. 115.
[91] Σκέψεις γύρω από το ζήτημα αυτό υπό την αρχική μορφή του άρθρου 120 νέου ΚΠΔ βλ. και σε Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 88-89, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Γ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 692, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 18, σελ. 619.
[92] Α.Παπαδαμάκης, ό.π., αριθ. 116, σελ. 71.
[93] ολΑΠ 2/1997, ΠοινΧρ (ΜΖ/1997), 1029, ΝοΒ (45/1997), 833 (με αντίθ. παρατ. Χ.Αργυρόπουλου), ΑΠ 512/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 683, ΠοινΔικ (2017), 219 (περίλ.), ΑΠ 771/2015, NOMOS, ΑΠ 566/2013, NOMOS, ΑΠ 1063/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 360, ΠειρΝομ (2013), 179, ΑΠ 2061/2007, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 738, ΑΠ 1381/2004, ΠοινΔικ (2004), 1343, ΑΠ 1249/2000, ΠοινΧρ (ΝΑ/2001), 436, ΠοινΔικ (2001), 228, ΕλλΔνη (41/2000), 1477, ΑΠ 835/1998, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), 437, ΑΠ 1170/1997, ΝοΒ (46/1998), 557, ΤριμΕφΠατρ 19/1998, ΠοινΔικ (1998), 984, ΣυμβΕφΘεσ 539/1997, Υπερ (1997), 1255, ΣυμβΠλημΑθ 3790/2011, ΠοινΔικ (2011), 1171, ΣυμβΠλημΑθ 220/2001, ΠοινΛογ (2001), 1480, Α.Παπαδαμάκης, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), 8η έκδ. (2018), αριθ. 122, σελ. 94∙ πρβλ και ΑΠ 1588/2007, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 522.
[94] ΑΠ 1411/1996, ΠοινΧρ (ΜΖ/1997), 1005, Υπερ (1997), 307, ΕφΑθ 4644/1996, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 1709, ΣυμβΠλημΧίου 29/2017, ΕλλΔνη (59/2018), 593, ΣυμβΠλημΛαρ 119/1990, Υπερ (1991), 1181, ΠλημΘηβ 129/1969, ΠοινΧρ (ΙΘ/1969), 494, ΠλημΚορ 113/1971, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 403, Χ.Αργυρόπουλος, παρατηρήσεις στην ολΑΠ 2/1997, ΝοΒ (45/1997), σελ. 835, Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, παρατηρήσεις στην ΑΠ 1411/1996, Υπερ (1997), σελ. 308-309, Α.Καρράς, ποινικό δικονομικό δίκαιο, γ΄ έκδ. (2007), αριθ. 609, σελ. 650, Α.Κωστάρας, σε «συστηματική ερμηνεία του ποινικού κώδικα», 2005, άρθρο 113, αριθ. 43, σελ. 1308, Λ.Μαργαρίτης, σε Μαργαρίτη Λ./Ζαχαριάδη Α «το κλητήριο θέσπισμα», 1996, σελ. 63, σημ. 28∙ πρβλ και ΑΠ 1698/1990, ΠοινΧρ (Μ/1990), 716 (: με παρατηρήσεις Α.Τζαννετή), σχετικά με το αντίστοιχο ζήτημα που γεννάται σε περίπτωση που ο δεσμός συνάφειας εκλείψει εκ των υστέρων.
[95] Βλ. ήδη έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 115, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 824. Βλ. πάντως Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, 6η έκδ. (2019), σελ. 626, ο οποίος και μετά την έναρξη ισχύος του νέου ΚΠΔ επαναλαμβάνει την θέση του ότι η αναστολή της παραγραφής του εγκλήματος προϋποθέτει κλήτευση στο αρμόδιο δικαστήριο.
[96] Βλ. ενδ. ΑΠ 1063/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 360, ΠοινΔικ (2013), 963, ΠειρΝομ (2013), 179, ΣυμβΕφΘεσ 539/1997, Υπερ (1997), 1255 (με αντίθ. ΕισΠροτ (Π.Νικολούδη)), ΣυμβΠλημΑθ 3790/2011, ΠοινΔικ (2011), 1171, ΣυμβΠλημΑθ 220/2001, ΠοινΛογ (2001), 1480, Α.Ζαχαριάδη, παρατηρήσεις στην ΠεντΣτρατΘεσ 531/2002, Αρμ (2003), σελ. 710-711, Λ.Μαργαρίτης, παρατηρήσεις στην ΣυμβΕφΘεσ 539/1997, Υπερ (1997), σελ. 1261-1262, Ε.Μιχαήλο, παρατηρήσεις στις ΑΠ 1063/2012 και 570/2012, ΠοινΔικ (2013), σελ. 966 επ., Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), 8η έκδ. (2018), αριθ. 122, σελ. 95, Π.Παπανδρέου, η Αρμοδιότητα, ΠοινΔικ (2009), σελ. 774, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 178-179∙ βλ. όμως αντίθ. την άποψη ότι η αναστολή της παραγραφής ανατρέπεται μόνο όταν ο εισαγγελέας παραγγείλει ανάκριση ή προανάκριση ή εισάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο ή προκαλέσει κανονισμό αρμοδιότητας και όχι όταν παραπέμψει απευθείας τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου συντάσσοντας νέο (διορθωτικό ή συμπληρωματικό) κλητήριο θέσπισμα σε ΑΠ 581/2022, NOMOS, ΑΠ 1580/2019 (: δέχθηκε ειδικότερα ότι αν ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο αποκλειστικά και μόνο για να παύει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, η υπόθεση επανέρχεται στην προδικασία και ανατρέπεται η αναστολή της παραγραφής του εγκλήματος· η θέση αυτή, όμως, καταλήγει να αναθέτει στον εισαγγελέα την επιλογή αν θα παραγράψει ή όχι την υπόθεση, κάτι που από μόνο του αποδεικνύει την εσφαλμένη αντίληψη των περί παραγραφής διατάξεων και την προβληματική αντιμετώπιση του ζητήματος από την μάλλον κρατούσα υπό το προγενέστερο καθεστώς νομολογία), ΠοινΔικ (2020), 478, ΝοΒ (68/2020), 1838 (περίλ.), ΑΠ 771/2015, NOMOS, ΑΠ 570/2012 (: στα πλαίσια κήρυξης τοπικής αναρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου), ΠοινΔικ (2013), 964, ΣυμβΠλημΘεσ 30/2006, Αρμ (2006), 768.
[97] Βλ. ήδη έτσι και Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 115-116, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 824, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 122, σελ. 76-77, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 32, σελ. 626.
[98] Βλ. έτσι ΠεντΑεροδΑθ 279/2008, ΠοινΔικ (2011), 1103, ΠραξΑρχειοθΕισΣτρατΑθ (Γ.Δουβλέκα) 538/2009, ΠοινΔικ (2011), 714, Ν.Βασιλειάδη, ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση, 2021, σελ. 116, τον ίδιο, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, Μέρος Δ΄, ΠοινΔικ (2020), σελ. 824, Α.Ζαχαριάδη, ό.π., σελ. 711, Λ.Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ- οι αλλαγές του Ν. 4855/2021, 2021, σελ. 40, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 122, σελ. 76, Ι.Σκορδαλό/Κ.Πύλη, ό.π., άρθρο 120, αριθ. 34, σελ. 626, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 183∙ βλ. όμως αντίθ. ΠεντΣτρατΘεσ 531/2002, Αρμ (2003), 709.
[99] Βλ. έτσι και Α.Παπαδαμάκη, ό.π., αριθ. 122, σελ. 77.
[100] Βλ. στο σημείο αυτό και τις σκέψεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΚΠΔ.
[101] Βλ. ενδ. ΣυμβΑΠ 472/2019, ΠοινΧρ (Ο/2020), 270, ΠοινΔικ (2019), 1346, ΠραξΛογΠΔ (2019), 270, ΣυμβΑΠ 1064/2018 (: αν οι εισαγγελείς υπάγονται στο ίδιο εφετείο, αρμόδιο είναι το συμβούλιο εφετών), ΠοινΔικ (2019), 1389 (περίλ.), Αρμ (2018), 1543, ΣυμβΑΠ 694/2018, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 590, ΣυμβΑΠ 1175/2016, ΠοινΔικ (2017), 696 (περίλ.), NOMOS, ΣυμβΑΠ 330/2015, ΠοινΧρ (ΞΣΤ/2016), 521, ΠοινΔικ (2016), 336 (περίλ.), ΣυμβΑΠ 734/2013, ΠοινΧρ (ΞΔ/2014), 271, ΣυμβΑΠ 2596/2008, ΠοινΔικ (2009), 867 (περίλ.), ΣυμβΑΠ 967/2008, ΠοινΧρ (ΝΘ/2009), 336, ΠοινΔικ (2009), 587, ΕλλΔνη (50/2009), 1564 (με αντίθ. παρατ. Α.Ζύγουρα)· πρβλ και ΣυμβΑΠ 1904/2010, ΠοινΔικ (2011), 889 (περίλ.), Ισοκράτης.
[102] Βλ. για τη διάταξη του ΣχΚΠΔ (Μανωλεδάκη) Ι.Μανωλεδάκη, το Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 1996, σελ. 74-75.
[103] Σημειώνεται ότι η ρύθμιση αυτή αρχικά περιλήφθηκε στην παρ. 3 του άρθρου 132 νέου ΚΠΔ και μετά την κατάργηση της παρ. 2, η παρ. 3 του άρθρου αυτού αναριθμήθηκε σε παρ. 2 με το άρθρο 7 παρ. 18 περ. β΄ και γ΄ Ν. 4637/2019, ενώ η διάταξη αυτή έλαβε την σημερινή της μορφή με την τροποποίησή της με το άρθρο 114 Ν. 4855/2021.
[104] Βλ. τις σχετικές επισημάνσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΚΠΔ.
[105] ΣυμβΑΠ 572/2020, ΠοινΧρ (ΟΑ/2021), 342, ΠοινΔικ (2022), 164 (περίλ.), Αρμ (2021), 1581 (με παρατ. Ι.Ν.(αζίρη))· βλ. όμως ΣυμβΑΠ 1498/2019, ΠοινΔικ (2021), 1294 (περίλ.), NOMOS, που εσφαλμένα υπό το καθεστώς του νέου ΚΠΔ έλυσε σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ εισαγγελέων.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση