Χ.Σεβαστίδης, υπευθυνότητα και υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών μετά την αφυπηρέτησή τους (εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 2-3/3/2023)
Λήψη μελέτης σε μορφή WORD
Υπευθυνότητα και υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών μετά την αφυπηρέτησή τους
Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης,
Εφέτης
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.
Θα ξεκινήσω την εισήγησή μου με τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του αείμνηστου δασκάλου μας Ιωάννη Μανωλεδάκη σχετικά με την δικαστική ανεξαρτησία: «Η «δικαστική ανεξαρτησία» αποτελεί λοιπόν μύθο; Αν δούμε τη δικαιοσύνη ως εξουσία -έστω και ως λειτουργία- μέσα σε μια διάκριση εξουσιών του κρατικού φαινομένου (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) φοβούμαι πως η απάντηση θα είναι μάλλον καταφατική». Στο άρθρο του με τίτλο «σκέψεις για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης»[1] ο Ι.Μανωλεδάκης επιχειρεί μία απομυθοποίηση και ρεαλιστική προσέγγιση του προβλήματος της δικαστικής ανεξαρτησίας και αναλύει τους παράγοντες εκείνους που εμποδίζουν την πραγμάτωσή της στην εμπειρική πραγματικότητα.
Είναι γενική παραδοχή ότι η ανεξαρτησία του δικαστηρίου προϋποθέτει πρωτίστως τη συνδρομή επαρκών εγγυήσεων έναντι εξωτερικών πιέσεων και ιδίως εγγυήσεις ανεξάρτητης δράσης έναντι της εκτελεστικής, αλλά και της νομοθετικής εξουσίας. Το Σύνταγμα, Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά και σειρά ειδικών προβλέψεων στο εσωτερικό μας δίκαιο περιβάλλουν τους δικαστές με εγγυήσεις σχετικά με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, την ισοβιότητα, την υπηρεσιακή τους εξέλιξη, την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας, την ιδιαίτερη μισθολογική αλλά και συνταξιοδοτική τους μεταχείριση, ενώ παράλληλα προβλέπουν ασυμβίβαστα και απαγορεύσεις, ώστε η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των δικαστών να μην περιορίζεται μόνο στο πεδίο γένεσης της δικαστικής ιδιότητας, αλλά να επεκτείνεται και στους όρους άσκησης του λειτουργήματός τους.
Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι όλες οι εγγυήσεις και οι περιορισμοί εντοπίζονται μόνο στον χρόνο και τη διαδικασία διορισμού των δικαστικών λειτουργών και εκείνον της άσκησης των δικαστικών καθηκόντων, χωρίς να λαμβάνεται καμία πρόνοια για τις υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών μετά την αφυπηρέτησή τους. Όπως θα φανεί και από την ανάλυση που θα ακολουθήσει, η πρόβλεψη περιορισμών και έργων ή ενασχολήσεων ασυμβίβαστων με την δικαστική ιδιότητα, ακόμα και μετά την με οποιονδήποτε τρόπο αφυπηρέτηση του δικαστικού λειτουργού (πρόωρη παραίτηση, συνταξιοδότηση, απόλυση) είναι κομβικής σημασίας, προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη σχέσεων, που μπορούν να δημιουργήσουν συγκρούσεις συμφερόντων.
ΙΙ. Η δικαστική ανεξαρτησία στην πραγματική της διάσταση. Σύγχρονες μορφές προσβολής της δικαστικής ανεξαρτησίας από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία.
Η ανεξαρτησία των δικαστών αποτελεί προϋπόθεση της απονομής της δικαιοσύνης, είναι συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή και αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Ειδικότερες εκφάνσεις της είναι η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.
Η προσωπική ανεξαρτησία συνίσταται στην κατοχύρωση των δικαστικών λειτουργών ως προς την υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση.
Η λειτουργική ή αλλιώς ουσιαστική ανεξαρτησία, που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, θωρακίζει τον δικαστικό λειτουργό για μία ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες εξουσίες δράση, αποκλείοντας κάθε δυνατή επέμβαση της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας στο έργο του και οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση επιρροή στη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής του κρίσης. Παράλληλα, βέβαια, λειτουργική ανεξαρτησία σημαίνει και τον αποκλεισμό δέσμευσης των δικαστών από επιρροές που μπορούν να προέλθουν από διαδίκους, κοινωνικές δυνάμεις και κοινωνικούς θεσμούς (όπως κυρίως από τα πολιτικά κόμματα). Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για άσκηση πιέσεων και αθέμιτων επιρροών προέρχεται από τις δύο άλλες εξουσίες και τα πολιτικά κόμματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η προστασία του δικαστικού λειτουργήματος απέναντι στην νομοθετική και εκτελεστική εξουσία αποτέλεσε την ιστορικά πρώτη μορφή της αρχής της λειτουργικής ανεξαρτησίας και ανταποκρίνεται στον κεντρικό πυρήνα της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.
Επισημαίνεται στη συνταγματική θεωρία ότι οι παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, που απαγορεύονται από το Σύνταγμα, δεν είναι μόνο οι νομικά τυποποιημένες, δηλ. μέσω διοικητικών πράξεων ή οδηγιών, αλλά και οι άτυπες παρεμβάσεις, όπως δηλώσεις εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας για την πορεία μιας υπόθεσης ή κριτική στους χειρισμούς της δικαστικής εξουσίας.
Από την μέχρι σήμερα θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος της δικαστικής ανεξαρτησίας διαπιστώνει κανείς ότι η έρευνα των απαγορευμένων παρεμβάσεων εστιάζεται και εξαντλείται μόνο στον χρόνο άσκησης των δικαστικών καθηκόντων. Εντοπίζονται, δηλαδή, οι τρόποι άμεσης ή έμμεσης παρέμβασης στο δικαιοδοτικό έργο και η προσπάθεια επιρροής μόνο στον χρόνο που ο δικαστικός λειτουργός ασκεί τα καθήκοντά του.
Ωστόσο, η νομοθετική και ιδίως η εκτελεστική εξουσία, επιδιώκοντας σταθερά να παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης, είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο, φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια έχει βρει ένα διαφορετικό τρόπο άσκησης επιρροής στην δικαστική εξουσία, λιγότερο ορατό, αλλά εξίσου επικίνδυνο για την δικαστική ανεξαρτησία. Και αυτός δεν είναι άλλος από την καλλιέργεια προσδοκίας στους δικαστικούς λειτουργούς για κατάληψη δημόσιας θέσης ή δημόσιου αξιώματος μετά την αφυπηρέτησή τους. Οι πολυάριθμες ανεξάρτητες αρχές, οι διοικήσεις δημόσιων οργανισμών και φορέων στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς. Δικαστικοί λειτουργοί, αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους, εντάσσονται στην εκτελεστική εξουσία ή επιλέγονται ως υποψήφιοι κομμάτων σε βουλευτικές ή αυτοδιοικητικές εκλογές ή στις εκλογές για ανάδειξη εκπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ζήτημα κατά πόσο μία τέτοια πρακτική μπορεί να συνιστά έμμεση επιρροή στο δικαστικό έργο και κατά πόσο μπορεί να υποκρύπτει μία σύγκρουση συμφερόντων. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που αποδίδει μία από τις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος, απαιτεί την διακριτή και ανεξάρτητη δράση των φορέων της κάθε εξουσίας. Η διάταξη του άρθρου 26 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την αρχή αυτή, λειτουργεί, όπως λέγεται, ως κριτήριο ερμηνείας όλων των επιμέρους διατάξεων, που διέπουν την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία. Συνεπώς, η διασταύρωση των τριών εξουσιών, πέρα από τα όρια που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει, πρέπει να θεωρείται απαγορευμένη.
Η προοπτική κατάληψης δημόσιου αξιώματος ή ανάλογης θέσης, που ανατίθεται αποκλειστικά από την νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία ή από πολιτικά κόμματα, μέσα από αδιαφανή διαδικασία, μπορεί να επηρεάσει τον αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο δράσης της δικαστικής εξουσίας; Μία ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος της δικαστικής ανεξαρτησίας μπορεί εύκολα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και μόνη η προσδοκία κατάληψης δημόσιου αξιώματος, που συνοδεύεται από σημαντικές οικονομικές παροχές, μπορεί να κατευθύνει το δικαστικό έργο και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις παρέμβασης των δύο άλλων εξουσιών στην δικαστική εξουσία, μέσω εξαρτήσεων των δικαστικών λειτουργών από την νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Η κατάληψη δημόσιων θέσεων και αξιωμάτων από συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία μορφή μεταβολής της υπηρεσιακής τους κατάστασης. Όπως η απόφαση για κάθε άλλη μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών (τοποθέτηση, προαγωγή, μετάθεση, απόσπαση, μετάταξη) δεν μπορεί να επηρεάζεται ούτε έμμεσα από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, με τον ίδιο τρόπο δεν θα πρέπει, τουλάχιστον για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, να αναγνωρίζεται στις δύο άλλες εξουσίες η δυνατότητα ανάθεσης στους δικαστικούς λειτουργούς θέσεων και αξιωμάτων μετά την αφυπηρέτησή τους.
Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι και κατά την νομολογιακή επεξεργασία των σχετικών με την αμεροληψία των δικαστών διατάξεων από το ΕΔΔΑ και το ΔΕΕ δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην «εντύπωση περί αμεροληψίας και ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών», στο μέτρο που κάθε δικαστήριο μιας δημοκρατικής κοινωνίας οφείλει να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες. Η εμπιστοσύνη αυτή, όμως, κλονίζεται όταν οι δικαστικοί λειτουργοί, που πολλές φορές καλούνται να προστατέψουν τους πολίτες από την αυθαιρεσία της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας, φαίνεται να εξαρτώνται ως προς την μελλοντική τους σταδιοδρομία από τους εκπροσώπους των ελεγχόμενων αυτών εξουσιών.
Κρίνεται απαραίτητη, για τη θωράκιση της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών, η πρόβλεψη συγκεκριμένου χρονικού περιορισμού στην κατάληψη δημοσίων θέσεων και αξιωμάτων από συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς. Ένα εύλογο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να είναι η διετία από την αφυπηρέτηση, ώστε η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου να απομακρύνεται χρονικά από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων. Προσωπικά θεωρώ ότι ο περιορισμός αυτός πρέπει να εκτείνεται σε χρόνο που απέχει πέραν της μιας πλήρους βουλευτικής περιόδου, ώστε η εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων να γίνεται σε χρόνο που δεν είναι γνωστή η σύνθεση της Βουλής και της Κυβέρνησης, όταν ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός θα μπορέσει να διεκδικήσει μία δημόσια θέση. Είναι αυτονόητο ότι οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να αφορούν σε όλες εκείνες τις θέσεις και τα αξιώματα, που απονέμονται αποκλειστικά από την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία, αλλά και από τα κόμματα, όπως θέσεις σε Ανεξάρτητες Αρχές, σε διοικήσεις δημόσιων οργανισμών, ένταξη σε ψηφοδέλτια κομμάτων, κ.λ.π. Κάθε άλλη ιδιωτική δραστηριότητα μπορεί να ασκείται χωρίς περιορισμούς.
Έχει υποστηριχθεί ότι η πρόβλεψη ενός τέτοιου κωλύματος θα συνιστούσε περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Ωστόσο, μία τέτοια κριτική παραγνωρίζει την ιδιαίτερη θέση των δικαστικών λειτουργών και την αναγκαιότητα διασφάλισης της ανεξαρτησίας τους έναντι των εκπροσώπων των δύο άλλων εξουσιών. Όπως όλα τα ασυμβίβαστα και οι περιορισμοί που αναγνωρίζονται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από τον κοινό νομοθέτη σε σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς, έτσι και ο προτεινόμενος εδώ περιορισμός επιδιώκει έναν απόλυτα θεμιτό σκοπό, χωρίς να θίγει τον πυρήνα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, καθώς αφενός θα έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια αφετέρου θα αφορά την κατάληψη δημοσίων αξιωμάτων και θέσεων και δεν θα επεκτείνεται σε κάθε άλλη ιδιωτική δραστηριότητα.
ΙΙΙ. Η αντιμετώπιση του ζητήματος από αλλοδαπά συστήματα και από διεθνείς οργανισμούς.
Η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (γνωστή ως GRECO) αποτελεί όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον έλεγχο της διαφθοράς και των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της. Στα πλαίσια του 4ου κύκλου αξιολόγησης της Ελλάδας από την GRECO, που υιοθετήθηκε κατά την 68η Ολομέλειά της στο Στρασβούργο, στις 15-19 Ιουνίου 2015, στο Κεφάλαιο IV, που αφορά την πρόληψη της διαφθοράς Δικαστών, αναφέρεται στις παρ. 101 και 102 με θέμα «Απαγόρευση ή περιορισμός ορισμένων δραστηριοτήτων- Ασυμβίβαστα και επικουρικές δραστηριότητες- Περιορισμοί που ισχύουν μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία» ότι «στην πράξη υπάρχουν φορείς όπως η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, κ.λ.π., που κάνουν ευρεία χρήση υπηρετούντων και πρώην δικαστών. Εκτός από την ανωτέρω γενική απαγόρευση (αναφέρεται στα άρθρα 89 Συντάγματος και 41 του προϊσχύσαντος ΚΟΔΚΔΛ), οι δικαστές δεν μπορούν να έχουν διοικητικά καθήκοντα, αλλά μπορούν να εκπροσωπούν τη χώρα σε διεθνείς οργανισμούς…. Η GET (Ομάδα αξιολόγησης της GRECO) σημείωσε ορισμένες ανησυχίες που εξέφρασε η κοινωνία των πολιτών σχετικά με την εν λόγω επικουρική απασχόληση ή την απασχόληση μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία σε άλλους κρατικούς φορείς, όπως ανεξάρτητες υπηρεσίες, αλλά και στην υπηρεσία πολιτικών προσώπων, όπως λέγεται, ή σε διαιτητικές διαδικασίες. Θεωρεί ότι δεν απαιτούν περαιτέρω εξέταση δεδομένων των άλλων τομέων προτεραιότητας που προσδιορίζονται στην παρούσα έκθεση, αλλά η Ελλάδα ίσως χρειαστεί να μελετήσει αυτά τα ζητήματα». Είναι προφανές ότι η GRECO ανησυχεί ιδιαίτερα για το φαινόμενο κατάληψης δημόσιων αξιωμάτων από δικαστικούς λειτουργούς μετά την αφυπηρέτησή τους, το οποίο συνδέει σαφώς με τον κίνδυνο φαινομένων διαφθοράς των δικαστών.
Το ζήτημα των περιορισμών ενός δημόσιου λειτουργού, που αφυπηρετεί, τέθηκε και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1999, με την υπόθεση Bangemann. Ο Bangemann ήταν Γερμανός Επίτροπος, που είχε αναλάβει τον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Όταν έφτανε το τέλος της θητείας του ανακοίνωσε ότι μετά την αφυπηρέτησή του θα αναλάμβανε καθήκοντα στην εταιρία Telefonica, μία ιδιωτική εταιρία με έδρα την Ισπανία. Αυτή η ανακοίνωση ήταν αρκετή για να τον καθαιρέσουν άμεσα από τα καθήκοντά του, ακόμα και πριν τη λήξη της θητείας του και να τον παραπέμψουν στο ΔΕΚ για να μην λάβει σύνταξη. Στο σκεπτικό της απόφασης της 9ης Ιουλίου 1999 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτιμά ότι τα μέλη της Επιτροπής οφείλουν να τηρούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση τους και ιδίως τα καθήκοντα της εντιμότητας και της διακριτικότητας ως προς την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή πλεονεκτημάτων. Τελικά το ΔΕΚ δεν επελήφθη της υπόθεσης γιατί υπήρξε συμβιβασμός με την Επιτροπή και το Συμβούλιο. Με την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδόθηκε την 17.12.1999 ο Bangemann στην ουσία δεσμεύτηκε για μία υποχρεωτική αργία 2ετίας, δηλαδή έως την 31.12.2001, κατά την οποία δεν θα αναλάμβανε θέση στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας Telefonica.
Η υπόθεση Bangemann οδήγησε στην διατύπωση ρητής διάταξης στο άρθρο 245 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προβλέπει την υποχρέωση των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να τηρούν τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή, μετά τη λήξη της θητείας τους, ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων. Στη διάταξη αυτή στηρίχθηκε και η Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 31.1.2018 «περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» (2018/C 65/06), η οποία επιβάλλει την υποχρέωση στα πρώην μέλη της Επιτροπής να γνωστοποιήσουν την πρόθεσή τους να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα εντός περιόδου 2 ετών που έπονται της λήξης της θητείας τους. Έτσι, τελικά τα μέλη της Επιτροπής μετά την αποχώρησή τους δεν επιτρέπεται για χρονικό διάστημα 2 ετών να ασκούν δραστηριότητα που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ. Ο περιορισμός αυτός αποσκοπεί στην τήρηση από τα μέλη της Επιτροπής των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα καθήκοντά τους, τα οποία εξακολουθούν να έχουν επιπτώσεις μετά τη θητεία τους, ιδίως από το καθήκον να συμπεριφέρονται με εντιμότητα και διακριτικότητα. Έτσι, στα πλαίσια λειτουργίας των θεσμών της ΕΕ έγινε αντιληπτό ότι ο ανεξάρτητος και προς τα συμφέροντα της ΕΕ τρόπος δράσης των μελών της Επιτροπής πρέπει να επιβεβαιώνεται και από την συμπεριφορά τους μετά την λήξη της θητείας τους και για χρονικό διάστημα δύο ετών.
Συναφές ζήτημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Κυπριακή Δημοκρατία. Από το 2007 στην Κύπρο εφαρμόζεται ο νόμος περί ελέγχου ανάληψης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα από πρώην κρατικούς αξιωματούχους για χρονικό διάστημα 2 ετών από την αφυπηρέτησή τους. Κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού για την ανάληψη εργασίας στον ιδιωτικό τομέα κατά το χρονιό αυτό διάστημα πρέπει ο κρατικός αξιωματούχος να εξασφαλίσει προηγουμένως άδεια από ανεξάρτητη τριμελή επιτροπή. Τον Νοέμβριο του 2022 αποφασίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής η επέκταση εφαρμογής του νόμου αυτού και στους δικαστικούς λειτουργούς. Σημειώνεται εδώ ότι ο περί δικηγόρων νόμος της Κύπρου απαγόρευε ήδη την άσκηση δικηγορίας για 1 χρόνο μετά την αφυπηρέτηση του δικαστικού λειτουργού. Σκοπός της πρόβλεψης περιορισμών στην άσκηση ιδιωτικών έργων από τους συνταξιούχους δικαστές είναι η αποτροπή των κρατικών αξιωματούχων και των δικαστικών λειτουργών από το να ενεργούν για προσωπικό συμφέρον και ενάντια στο δημόσιο συμφέρον κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους στη δημόσια υπηρεσία, η διαφάνεια στη δημόσια ζωή, που παρεμποδίζει την εκμετάλλευση δημόσιου αξιώματος για προσωπικό όφελος, αλλά και η διαφύλαξη της πίστης του κοινού στις ευρύτερες κρατικές υπηρεσίες.
Στην 4η Διεθνή Διάσκεψη Δικαστών στο Ζαντάρ της Κροατίας, στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, ο εισηγητής του θέματος για την δικαστική ανεξαρτησία, Martin Mrcela, Δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας του, τόνισε την ανάγκη να τεθούν περιορισμοί στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, ώστε να μην επιτρέπεται η ανάληψη δημόσιας θέσης για ένα διάστημα 2 ετών μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα.
Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και οι προβλέψεις της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή, που κύρωσε η Διεθνής Ένωση Δικαστών, κατά τη διάρκεια της 60ης Ετήσιας Γενικής Συνέλευσής της στο Σαντιάγκο της Χιλής. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 8-3 προβλέπεται ότι «μετά τη συνταξιοδότησή του, ο δικαστής μπορεί να ασκεί άλλη νομική επαγγελματική δραστηριότητα, εάν αυτή δεν είναι ηθικά ασυμβίβαστη με την προηγούμενη νομική του δραστηριότητα».
Από τις πρωτοβουλίες αυτές, που λαμβάνονται και σε διεθνές επίπεδο, καθίσταται φανερό ότι πλέον οι υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών δεν περιορίζονται μόνο στον χρόνο της θητείας τους, αλλά επεκτείνονται και στον μετά την αφυπηρέτησή τους χρόνο, ώστε να διαφυλάσσεται η πίστη των πολιτών στην ανεξάρτητη και αμερόληπτη λειτουργία της δικαιοσύνης και παράλληλα να προλαμβάνονται πιθανά φαινόμενα διαφθοράς.
IV. Η ανάδειξη του ζητήματος στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα η δημόσια συζήτηση για το ζήτημα αυτό ξεκίνησε το 2013 και είναι χαρακτηριστικό ότι τέθηκε για πρώτη φορά ως αίτημα αυτοπεριορισμού από την πλευρά των Δικαστών, αναδεικνύοντας τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να επιτελέσει προς την κατεύθυνση διασφάλισης της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρξε ανάλογη ανταπόκριση από την πλευρά των εκπροσώπων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, που επιδιώκουν διαχρονικά να υπάρχει πάντοτε ένας τρόπος έμμεσης επιρροής της δικαστικής εξουσίας.
Τον Απρίλιο του 2013 για πρώτη φορά εγώ και ο Χριστόφορος Σεβαστίδης, ως αιρετά μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, υποβάλλαμε πρόταση να ζητήσουμε από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης την ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας, ώστε να αποκλειστεί η συμμετοχή συνταξιούχων ή παραιτηθέντων δικαστικών λειτουργών σε Ανεξάρτητες Αρχές ή η κατάληψη οποιουδήποτε άλλου αξιώματος, πριν την συμπλήρωση ενός ελάχιστου χρονικού ορίου από την αποχώρησή τους από το Σώμα. Το αίτημά μας αυτό απορρίφθηκε από τα υπόλοιπα 13 μέλη του Δ.Σ. Όσο περνούσε ο χρόνος η πρόταση αυτή συναντούσε όλο και μεγαλύτερη αποδοχή μέσα στο δικαστικό σώμα και οι συνθήκες φαίνονταν να ωριμάζουν. Επαναφέραμε το αίτημά μας αυτό πολλές φορές και με διάφορες αφορμές.
Στη συνέχεια, την πρόταση αυτή υιοθέτησε και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και τέθηκε πολλές φορές στην ατζέντα των συζητήσεων του προέδρου του με άλλους φορείς, όπως την 1.2.2018 στη συνάντησή του με την Πρόεδρο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, κα Λαϊνιώτη και στις 21.2.2020 στη δημόσια συζήτηση ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου.
Τον Δεκέμβριο του 2018, ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης, ζητήθηκε από τις δικαστικές ενώσεις να τοποθετηθούν επί των συνταγματικών διατάξεων που θεωρούσαν ότι έπρεπε να περιληφθούν στη σχετική συζήτηση. Στα πλαίσια της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, στις 15.12.2018, τέθηκε στους δικαστικούς λειτουργούς το ερώτημα-πρόταση για την «απαγόρευση συμμετοχής συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών σε άλλες θέσεις επί 2ετία μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα», που συγκέντρωσε το 55% των ψήφων (237 ψήφους), το 29,50% των συναδέλφων τάχθηκε υπέρ μιας απαγόρευσης υπό προϋποθέσεις και το 15,50% ψήφισε να μην ρυθμιστεί το θέμα, καθώς αποτελεί ζήτημα του κοινού νομοθέτη. Την απόφαση αυτή της Γενικής μας Συνέλευσης υποβάλαμε σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την δικαστική με την εκτελεστική εξουσία. Τα δύο μεγάλα κόμματα δεν δέχτηκαν την πρότασή μας αυτή και έτσι το ζήτημα παραπέμφθηκε σε ρύθμιση από τον κοινό νομοθέτη.
Τον Οκτώβριο του 2020, αμέσως μετά τις αρχαιρεσίες στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, το νέο Δ.Σ. επισκέφθηκε τον Υπουργό Δικαιοσύνης (κ. Κ.Τσιάρα), καθώς και την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου (κα Α.Αλειφεροπούλου) και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (κ. Β.Πλιώτα). Οι δυο τελευταίοι τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ των θέσεων και προτάσεών μας και μάλιστα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπερθεμάτισε ζητώντας η απαγόρευση να μην περιοριστεί στα 2 χρόνια μετά την αφυπηρέτηση των δικαστικών λειτουργών, αλλά να επεκταθεί σε 3 χρόνια.
Η πρόταση αυτή επαναφέρθηκε στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια του διεθνούς Forum «Η Ελλάδα το 2040», που διοργανώθηκε από την Επιτροπή «Ελλάδα 2021» και με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Στην μελέτη που κατέθεσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων για τη Δικαιοσύνη του 2040 υπάρχει ειδική αναφορά στο πρώτο κεφάλαιο περί δικαστικής ανεξαρτησίας, που επιμελήθηκε η Πρόεδρος Εφετών κα Αμαλία Μήλιου. Στην εργασία αυτή αναφέρονται τα ακόλουθα: «Η στελέχωση Ανεξάρτητων Αρχών, ο διορισμός σε κυβερνητικές θέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά την συνταξιοδότηση, είναι εύλογο να δημιουργούν προβληματισμούς και να γεννούν δυσπιστία στην κοινωνία για την αμεροληψία του ανώτατου δικαστικού λειτουργού κατά το διάστημα που υπηρετούσε τη Δικαιοσύνη. Η επιλογή του συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού από την Κυβέρνηση σε μία διοικητική θέση που συνοδεύεται από και αυξημένο μισθό, λίγες ημέρες ή μήνες μετά την συνταξιοδότησή του θα μπορούσε να εκληφθεί και ως επιβράβευση για την μέχρι τότε στάση του. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ενώ οι ίδιοι δικαστικοί λειτουργοί ζητούν επιτακτικά την απαγόρευση τέτοιας πρακτικής, αντίθετα οι Κυβερνήσεις επιμένουν να την διατηρούν».
Έμμεσες αναφορές στο ζήτημα αυτό συναντά κανείς και στον «Χάρτη Δεοντολογίας των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης», που καταρτίστηκε το 2022. Συγκεκριμένα, ορίζεται αρχικά ότι πηγή έμπνευσης του Χάρτη αποτέλεσαν μεταξύ άλλων και οι γνώμες της GRECO, στις οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιλαμβάνεται σαφής υπόδειξη προς τις ελληνικές αρχές να επανεξετάσει το ζήτημα της κατάληψης δημόσιων αξιωμάτων από τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, στη συνέχεια διευκρινίζεται ότι οι ρυθμίσεις του Χάρτη εφαρμόζονται στο πλαίσιο του ιδιωτικού και δημοσίου βίου τόσο των εν ενεργεία όσο και των αφυπηρετησάντων δικαστικών λειτουργών, στο μέτρο που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση του σεβασμού των αρχών και αξιών του Χάρτη, ενώ στο Κεφάλαιο III αναφέρεται ότι μετά την αφυπηρέτησή του ο δικαστικός λειτουργός απέχει από ενέργειες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι εκμεταλλεύεται πληροφορίες που απέκτησε κατά τον χρόνο που ήταν στην υπηρεσία.
V. Τελικές παρατηρήσεις.
Η ουσιαστική υλοποίηση της δικαστικής ανεξαρτησίας προϋποθέτει την αποκοπή του ομφάλιου λώρου μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής (ενίοτε και νομοθετικής) εξουσίας. Η πιθανότητα έστω και έμμεσου επηρεασμού του δικαστικού έργου από τους εκπροσώπους των δύο άλλων εξουσιών πρέπει να αποκλειστεί. Η ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού δεν είναι δεδομένη. Είναι το αποτέλεσμα θεσμικών εγγυήσεων και πρέπει να επιβεβαιώνεται από την προσωπική στάση του ίδιου τόσο κατά την διάρκεια του υπηρεσιακού του βίου όσο και μετά την αφυπηρέτησή του.
Ωστόσο, και ο προτεινόμενος εδώ περιορισμός δεν μπορεί να διασφαλίσει σε απόλυτο βαθμό την δικαστική ανεξαρτησία. Η εκτελεστική εξουσία πάντα θα επιχειρεί να παρεμβαίνει στο δικαστικό έργο και πάντα θα βρίσκει τρόπους για έμμεσες πιέσεις και επιρροές στους δικαστές. Μένει στους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία τους.
Και κλείνω την εισήγησή μου με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησα. Με τις διαπιστώσεις του καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη και τις προτροπές του προς τους δικαστικούς λειτουργούς: «Αν οι δικαστές βλέπουν το έργο τους σαν άσκηση ενός τμήματος της κρατικής εξουσίας, η ανεξαρτησία τους είναι, φοβούμαι, χαμένη «εξ ορισμού». Αν το δουν όμως από το παραπάνω πρίσμα ως προάσπιση της ελευθερίας των πολιτών, ως φραγμό στην αυθαιρεσία της κάθε μορφής και προέλευσης εξουσίας, σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν εμφανίζεται αυτή, αν ενσκύψουν στην κάθε υπόθεση με αμεροληψία και απροσωποληψία με ηρεμία, ευπρέπεια και ανθρωπισμό, με ψυχραιμία, ανοχή και υπομονή, αλλά και με αγάπη, αγάπη για κάθε άνθρωπο, ακόμα κι αν έχει τελέσει έγκλημα, τότε θα έχουν πετύχει, νομίζω, οι δικαστές μας την ανεξαρτησία τους μέσα στην ίδια τους τη συνείδηση. Και ό,τι εδραιώνεται στη συνείδηση των δικαστών επιβάλλεται τελικά και στην κοινωνική πραγματικότητα».
—————–
[1] Δημοσιευμένο στον τομ. 1 της επιστημονικής σειράς της ΕΝοΒΕ, με θέμα «προβλήματα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης», 1987, στις σελ. 51 επ.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση