Διχασμός τέλος!
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αποφασίσαμε να σας απευθυνθούμε με κοινή επιστολή για λόγους αυτονόητους: η τοξική ατμόσφαιρα διχασμού μεταξύ ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών και πρώην Ειρηνοδικών, νέων Πρωτοδικών, που διαμορφώθηκε εξαιτίας της εσφαλμένης διαχείρισης του ζητήματος της ήδη πραγματοποιηθείσας ενοποίησης, επιβάλλεται να καταπολεμηθεί ενεργά από όλους μας. Βλάπτει τη Δικαιοσύνη που όλοι ορκιστήκαμε να υπηρετούμε και τραυματίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους Λειτουργούς της. Σε λίγες εβδομάδες αναλαμβάνουμε κοινή υπηρεσία στα Πρωτοδικεία της χώρας. Θα ξεκινήσουμε μονιασμένοι, συναδελφωμένοι και ενωμένοι στην υψηλή κοινή μας αποστολή. Από τον Σεπτέμβριο, θα κριθούμε με βάση την αξία, την επιστημοσύνη και το δικαστικό φρόνημα ενός εκάστου και όχι με βάση την υπηρεσιακή μας προέλευση. Η μεταξύ μας ομόνοια είναι όρος αναγκαίος όχι μόνον για επαγγελματική μας πρόοδο, αλλά και για την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης στη χώρα!
Με την ψήφιση του ν. 5108/2024, με τίτλο «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις», ολοκληρώθηκε η πρώτη πράξη ενός δράματος που παρακολουθούμε όλοι επί σχεδόν ένα χρόνο. Βασικό χαρακτηριστικό του διαστήματος που προηγήθηκε, γενικά αλλά και ειδικότερα στο θέμα της ενοποίησης, ήταν η ουσιαστική απουσία λόγου και θέσης εκ μέρους της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Η απουσία αυτή οφείλεται πρωτίστως στη συνειδητή επιλογή του απερχόμενου προεδρείου να εμποδιστεί, με κάθε τρόπο, η ουσιαστική συζήτηση για τη μεταρρύθμιση αυτή, ώστε να μην αναγκαστεί να πάρει θέση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα και να μπορέσει, έτσι, να συνεχίσει την προσπάθεια διάσωσής του στις επικείμενες εκλογές. Η Ένωσή μας απείχε από οποιαδήποτε επί της ουσίας συζήτηση για την ενοποίηση, κρυβόμενη πίσω από ένα “όχι” που σκοπό δεν είχε τη ρεαλιστική διαχείριση της κατάστασης ή την προάσπιση συγκεκριμένης μερίδας συναδέλφων. Αντιθέτως, μοναδικός σκοπός αυτής της τακτικής της πλήρους άρνησης ήταν η συνδικαλιστικά “ωφέλιμη” αποφυγή τοποθέτησης επί της (δύσκολης) ουσίας και πραγματικότητας και ο προσεταιρισμός όσων συναδέλφων, ακριβώς εξαιτίας της στάσης του προεδρείου, δικαιολογημένα βρέθηκαν σε κατάσταση έλλειψης στοιχειώδους πληροφόρησης και ανασφάλειας για το επαγγελματικό τους μέλλον. Θεώρησαν ότι με τον τρόπο αυτό κανείς, Πρωτοδίκης ή Ειρηνοδίκης, δεν θα έμενε στενοχωρημένος και το προεδρείο, όταν η ενοποίηση θα είχε ήδη ψηφιστεί, θα εμφανιζόταν ως ο μοναδικός παράγοντας που αντιστάθηκε στην εκτελεστική εξουσία. Τα πράγματα, βέβαια, δεν εξελίχθηκαν έτσι. Όταν τελικά το προεδρείο αυτοπαγιδεύτηκε στο ηλεκτρονικό δημοψήφισμα που το ίδιο επέσπευσε για να δημιουργήσει άλλοθι, τότε κατέφυγε στη γνωστή τακτική της διπλής ατζέντας και της τοποθέτησης κατά την προαίρεση του ακροατηρίου. Κοινώς, άλλα λέγανε στους Πρωτοδίκες και άλλα στους Ειρηνοδίκες.
Η τακτική αυτή του προεδρείου, δηλαδή η καλλιέργεια εφησυχασμού στην αρχή και στη συνέχεια η υπεκφυγή και ο συνδικαλιστικός στρουθοκαμηλισμός απέναντι στην προαναγγελθείσα πραγματικότητα, συνέτεινε στη διαμόρφωση ενός νομοσχεδίου, το οποίο συντάχθηκε χωρίς ουσιαστική εκπροσώπηση των Δικαστών και των Εισαγγελέων. Πέραν, όμως, της αλήθειας, παράπλευρη απώλεια της καταστροφικής διαχείρισης του ζητήματος της Ενοποίησης από το προεδρείο, ήταν και η ενότητα του Σώματος, το οποίο οδηγήθηκε σε μία άνευ προηγουμένου εσωτερική αντιπαράθεση, η οποία θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Το προεδρείο, αντί να παριστάνει ότι δεν είχε ιδέα για την προ πολλού καιρού προαναγγελθείσα ενοποίηση, όφειλε να έχει φροντίσει για την έγκαιρη και ειλικρινή ενημέρωση των συναδέλφων, για τη διευκόλυνση και οργάνωση του εσωτερικού μας διαλόγου με τη διεξαγωγή έκτακτης γενικής συνέλευσης και δημοψηφίσματος όσο ακόμα υπήρχε χρόνος και, τελικά, για τη συνδιαμόρφωση ρεαλιστικών θέσεων για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού, που να είναι δυνατόν, στο πλαίσιο εκατέρωθεν συμβιβασμών, να υποστηριχθούν από τη μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων. Μη κάνοντας τίποτα από αυτά, το απερχόμενο Προεδρείο οδήγησε τον εσωτερικό διάλογο σε πλήρη κατάρρευση και έστρωσε τον δρόμο στο διχασμό του Σώματος.
Η κατάσταση αυτή, εν μέσω της οποίας πορευόμαστε προς τις επερχόμενες αρχαιρεσίες, είναι επικίνδυνη για την ενότητα της Ένωσής μας. Πέρα από το γενικότερο κλίμα καχυποψίας και τις ατομικές αντιπαραθέσεις μεταξύ συναδέλφων, σύμπτωμα αυτής της κατάστασης είναι και η ύπαρξη υποψηφιοτήτων οι οποίες ουσιαστικά απευθύνονται σε τμήμα μόνον του Σώματος, οι παροτρύνσεις προς τους πρώην Ειρηνοδίκες να ψηφίσουν μόνον πρώην Ειρηνοδίκες και η καλλιέργεια της αντίληψης ότι διακύβευμα των εκλογών είναι το αν θα κυριαρχήσουν οι Πρωτοδίκες ή οι πρώην Ειρηνοδίκες. Τέτοιες προσεγγίσεις, προφανώς, τροφοδοτούν περισσότερο τον ήδη υφιστάμενο διχασμό, εντείνουν τις συγκρούσεις μεταξύ συναδέλφων και είναι τελικά εν δυνάμει επικίνδυνες για την ίδια την ενότητα της Ένωσής μας. Σε κάθε περίπτωση, ο διχασμός και η περιχαράκωση, που οι φωνές αυτές εισηγούνται, τίποτα ωφέλιμο δεν έχουν να προσφέρουν στο σύνολο των συναδέλφων του πρώτου βαθμού που από τον Σεπτέμβριο θα μοιραζόμαστε τα ίδια έδρανα στα Πρωτοδικεία. Η ενοποίηση είναι πια νομοθετική πραγματικότητα, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε με όρους πραγματικότητας και όχι δονκιχωτισμού ή ρεβανσισμού. Ο μοναδικός δε χώρος αντιμετώπισης των υπαρκτών προβλημάτων και εξεύρεσης συμβιβαστικών λύσεων εφαρμογής του ήδη ψηφισμένου νόμου είναι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όπως πάντοτε συνέβαινε.
Πέρα όμως από την επίδρασή τους στις σχέσεις μεταξύ των συναδέλφων, τέτοιες διχαστικές προσεγγίσεις δεν είναι χρήσιμες για τον ίδιο τον δικαστικό συνδικαλισμό. Αν και, όπως είναι λογικό, αυτή τη στιγμή η ενοποίηση του πρώτου βαθμού βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεών μας, η Ένωση δεν μπορεί να είναι μονοθεματική. Η διασφάλιση και ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας, η υπεράσπιση συναδέλφων που δέχονται επιθέσεις, η συμβολή στον επιστημονικό διάλογο και την προαγωγή της νομικής επιστήμης, οι οικονομικές και άλλες διεκδικήσεις μας αποτελούν θέματα με τα οποία πρέπει αυτονοήτως να ασχολείται η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και τα οποία είναι ως επί το πλείστον κοινά για όλα τα μέλη της. Με βάση τη μέχρι σήμερα στάση και τις θέσεις τους επί του συνόλου των ζητημάτων αυτών πρέπει να κριθούν οι υποψήφιοι στις επερχόμενες αρχαιρεσίες και όχι με βάση τον βαθμό ή την προέλευσή τους.
Αλλά και στα ζητήματα εκείνα στα οποία πράγματι υφίστανται αντικρουόμενα συμφέροντα, η επιλογή μιας δικαστικής ένωσης δεν μπορεί να είναι η λογική της επικράτησης των συμφερόντων των μεν έναντι των δε. Αυτό με βεβαιότητα θα απονομιμοποιούσε την Ένωση ως εκπρόσωπο του συνόλου των μελών της, θα δημιουργούσε διασπαστικές τάσεις και τελικώς θα την αποδυνάμωνε με αποτέλεσμα να αδυνατεί να επιτελέσει τον ρόλο της, προς βλάβη όλων. Ιδίως μάλιστα τη στιγμή που ο νομοθέτης έκρινε ότι η διχοτόμηση του πρώτου βαθμού έπρεπε να λάβει τέλος, οποιαδήποτε σκέψη συνδικαλιστικής διάσπασης των πρωτοβάθμιων δικαστών θα ήταν αυτοκαταστροφική. Φωνές που δίχαζαν ή εκπροσωπούσαν ορισμένους μόνον συναδέλφους ακούστηκαν πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά το μοναδικό αποτέλεσμα που έφεραν ήταν η αποδυνάμωση των συναδέλφων που υποτίθεται ότι εξυπηρετούσαν. Φάνηκε, εξάλλου, το προηγούμενο διάστημα ότι η προβολή μαξιμαλιστικών και ανεδαφικών αιτημάτων, τα οποία αντικειμενικά εκφράζουν μία μερίδα μόνο των συναδέλφων, ή οι φωνές υποτίμησης συναδέλφων από συναδέλφους, δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα για κανέναν. Αντιθέτως, αυτή που δικαιώθηκε ήταν η τακτική της ομάδας μας, καθώς με τις παρατηρήσεις και τα επιχειρήματά μας, λέγοντας πάντοτε την αλήθεια ακόμα κι όταν αυτή κοστίζει και χωρίς να διαιρούμε τους συναδέλφους του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, κατορθώσαμε να πετύχουμε θετικές αλλαγές στο νομοσχέδιο της ενοποίησης την παραμονή της ψήφισής του, ακόμα και από τη θέση της μειοψηφίας του Δ.Σ.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στις επόμενες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουμε, στο πλαίσιο της ενοποίησης του πρώτου βαθμού αλλά και ανεξάρτητα από αυτή, έχουμε περισσότερο από ποτέ ανάγκη από μία Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αποτελεσματική και μαχητική. Από μία Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων που θα προχωράει με ενότητα, εκφράζοντας όλους τους συναδέλφους και θα προωθεί τη μεταξύ μας αλληλεγγύη και όχι τις συγκρούσεις και τις διασπαστικές τάσεις. Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να αφήσουμε στο παρελθόν τόσο τη διγλωσσία του απερχόμενου προεδρείου, όσο και τον διχασμό στον οποίο έχουμε οδηγηθεί. Για όλα τα παραπάνω, καλούμε τους συναδέλφους να στηρίξουν με την ψήφο τους το σύνολο της ομάδας μας, που αποτελείται, πέρα από εμάς, από τον Χριστόφορο και τον Χαράλαμπο Σεβαστίδη, τον Παντελή Μποροδήμο, τον Μιχάλη Τσέφα, τον Γιάννη Ασπρογέρακα και την Ακριβή Ερμίδου.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση