Φ.Σωτηριάδου/Γ.Μαρμαρίδης/Β.Φαϊτάς, Προτάσεις για τη διοικητική δίκη

Προτάσεις για τη διοικητική δίκη

 

Φανή Σωτηριάδου, Πρωτοδίκης ΔΔ

Γιώργος Μαρμαρίδης, Πρωτοδίκης ΔΔ

Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ

         Οι παρακάτω προτάσεις μας έχουν ως πυξίδα αφενός τη διεύρυνση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και αφετέρου την ενίσχυση της αξιοκρατίας στον χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης. Όσον αφορά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, η εκτόξευση του κόστους της δίκης και σειρά δικονομικών εμποδίων που έχουν θεσπιστεί σταδιακά από το έτος 2010 και μετά, έχουν ήδη καταστήσει την πρόσβαση στα διοικητικά δικαστήρια για μεγάλο μέρος του λαού απρόσιτη ή ιδιαίτερα δυσχερή. Και ήδη εκτυλίσσονται σχεδιασμοί που θα οξύνουν περαιτέρω το πρόβλημα, όπως ιδίως η προώθηση εξωδικαστικών μορφών επίλυσης διοικητικών διαφορών, η προτεραιοποίηση των υποθέσεων των «επενδυτών», η συρρίκνωση των δικαστηρίων και η μετατροπή ορισμένων εξ αυτών σε δικαστήρια τηλεματικής. Από την άλλη η αξιοκρατία γενικά στη Δικαιοσύνη έχει υποστεί πλήγμα από την αντίληψη που διαπνέει πλείστες νομοθετικές παρεμβάσεις σύμφωνα με την οποία η Δικαιοσύνη αποτελεί εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη και οι δικαστές είναι διεκπεραιωτές υποθέσεων (τα παραπάνω αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στις πρόσφατες νομοθετικές μεταβολές που αφορούν στον τρόπο αξιολόγησης και εξέλιξης των δικαστών, με την έμφαση να δίνεται στην ποσοτική τους απόδοση, στην «ταχύτητα», στην πορεία της «επιμόρφωσής τους», στην απόκτηση «δεξιοτήτων» όπως οι «ψηφιακές δεξιότητες», στην ικανότητά τους στο – δικαστικό όπως το αποκαλούν – μάνατζμεντ κλπ.).

Προτείνουμε ειδικότερα:

         1) Ενίσχυση των πολυμελών συνθέσεων. Το όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου ενδείκνυται να μειωθεί και, ειδικότερα, να οριστεί στο ποσό των 30.000 ευρώ. Ο δικαιολογητικός λόγος της γενίκευσης των μονομελών συνθέσεων ήταν, κατά τον νομοθέτη (ν. 3900/2010), «ο συντριπτικός όγκος εκκρεμών υποθέσεων και η συνακόλουθη καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης» (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010). Ήταν επιλογή του νομοθέτη της οικονομικής κρίσης, άλλωστε, οι λύσεις για εκείνα τα θέματα που ο ίδιος θεωρούσε σημαντικά και πλέον επείγοντα (προσέλκυση επενδύσεων, είσπραξη φόρων) να γίνουν με θυσία σειράς δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και τα δικονομικά δικαιώματα των πολλών. Σήμερα, όμως, σε κάθε περίπτωση (ήτοι ακόμα και με την υπόθεση ότι δεχόμαστε τη λογική του νομοθέτη του ν. 3900/2010), μετά την μείωση του όγκου των εκκρεμών υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια και την εμφάνιση του αντίθετου φαινομένου, της ιδιαίτερα μειωμένης ροής υποθέσεων (κάτι που κατέστη δικαιολογία για την εκκίνηση της διαδικασίας συρρίκνωσης των διοικητικών δικαστηρίων), ο ανωτέρω δικαιολογητικός λόγος εξέλιπε. Επομένως, είναι αναγκαία η ενίσχυση των πολυμελών συνθέσεων, δεδομένου αναμφίβολα του ότι τα συλλογικά όργανα εμπνέουν μεγαλύτερη ασφάλεια (η συλλογική σκέψη είναι πάντοτε ανώτερη). Η διάσκεψη είναι η ουσία του δικαστικού έργου. Στις πολυμελείς συνθέσεις, εξάλλου, ελαχιστοποιείται η υπόνοια μη αμερόληπτης κρίσης. Και πάντως, κάτι που καταδεικνυόταν δημόσια (με αρθρογραφία ή σε ΓΣ κλπ.) ήδη από την εποχή που ψηφιζόταν ο ν. 3900/2010, δεν επιβεβαιώθηκε ότι οι πολυμελείς συνθέσεις ευθύνονται για την καθυστέρηση, τα αίτια της οποίας είναι βαθύτατα (συνδεόμενα ιδίως με τις νομοτελειακές αντιφάσεις του συστήματος που αναπαράγουν υπερβολικού αριθμού και σύνθετες διαφορές). Η μείωση της εισροής υποθέσεων τα τελευταία χρόνια δεν προέκυψε λόγω της γενίκευσης των μονομελών συνθέσεων (άλλωστε δεν προκύπτει ότι στις υποθέσεις που εκδίδονται καθυστερημένα, πχ. πέραν του έτους, υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ εκείνων που είναι τριμελούς ή μονομελούς σύνθεσης), αλλά έγινε τεχνητά, μέσα από την εκτόξευση του κόστους της δίκης, τα δικονομικά βάρη που έχουν εισαχθεί μετά το 2010, την πιλοτική δίκη κ.ά.

            Τα ανωτέρω πρέπει να ισχύουν και για τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Άλλωστε στις διαφορές αυτές υπάρχει περίπτωση να λαμβάνει χώρα έλεγχος κατά τον νόμο και τα πράγματα και του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, κατ’ άρθρο 224 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Επομένως προτείνουμε και στις υποθέσεις που άγονται με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής το όριο της αρμοδιότητας του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου να οριστεί στο ποσό των 30.000 ευρώ. Αντίστοιχη τροποποίηση πρέπει να λάβει χώρα και στο άρθρο 218 εδ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ώστε το μονομελές εφετείο να είναι αρμόδιο στις υποθέσεις κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων όταν η απαίτηση για την οποία χωρεί η εκτέλεση δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.

         2) Αναβάθμιση των φορολογικών διαφορών. Προτείνουμε οι φορολογικές διαφορές το αντικείμενο των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ να εκδικάζονται και αυτές σε πρώτο βαθμό από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο και σε δεύτερο από το διοικητικό εφετείο, καθόσον πάντως και στην περίπτωση αυτή εξέλιπε ομοίως ο δικαιολογητικός λόγος που οι εν λόγω διαφορές κατέστησαν διαφορές ενός βαθμού, ήτοι «η ανάγκη ταχύτερης εκκαθάρισής τους» (βλ. αιτιολογική έκθεση του άρθρου 13 του ν. 3900/2010). Η επαναφορά των υποθέσεων αυτών στα πρωτοδικεία θα ενδυναμώσει την ροή υποθέσεων σε αυτά και ιδίως στα περιφερειακά πρωτοδικεία, ενώ θα αποκλείσει τη μονομέρεια, αφού θα ασχολείται με σοβαρές φορολογικές υποθέσεις κατά βάση το σύνολο του Σώματος (σήμερα στην πράξη οι σοβαρές φορολογικές υποθέσεις εκδικάζονται – και αντίστοιχα τα σχετικά θέματα επιλύονται – από έναν μικρό αριθμό δικαστών των διοικητικών εφετείων, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι στα μεγάλα εφετεία λειτουργούν ειδικά φορολογικά τμήματα). Επισημαίνουμε ακόμη τη δικονομική ασυνέπεια να προβλέπονται δύο βαθμοί δικαιοδοσίας για τις φορολογικές διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 150.000 ευρώ και ένας για εκείνες με αντικείμενο μεγαλύτερο του εν λόγω ορίου. Με τον τρόπο αυτό παρεμπιπτόντως θα εξαλειφθούν και οι δυσλειτουργίες και οι αντιφάσεις που ενίοτε δημιουργούνται σε περιπτώσεις συναφών υποθέσεων άλλες από τις οποίες εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το πρωτοδικείο και άλλες από το εφετείο (συνεχείς παραπομπές ή και αναπομπές, κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων κ.ά.). Περαιτέρω, στη λογική της αναβάθμισης των φορολογικών διαφορών θα πρέπει να καταργηθεί η διαφοροποίηση των διαφορών αυτών με τις λοιπές α) ως προς την προθεσμία της προσφυγής, η οποία προτείνουμε να οριστεί 60νθήμερη, β) ως προς την εξουσία του δικαστηρίου (προτείνουμε να καταργηθεί η παρ. 5 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) και γ) ως προς το παράβολο (προτείνουμε – με την επιφύλαξη ειδικής κατωτέρω πρότασης ως προς το παράβολο – να καταργηθούν οι διατάξεις περί αναλογικού παραβόλου και να ισχύει και για τις φορολογικές διαφορές το πάγιο παράβολο που προβλέπεται και για τις λοιπές διαφορές). Προκειμένου δε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των πολιτών στα διοικητικά δικαστήρια ειδικά ως προς τις φορολογικές διαφορές προτείνουμε ακόμα α) την κατάργηση της ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον της ΔΕΔ, καθόσον τα ίδια τα στοιχεία της ΑΑΔΕ καταδεικνύουν ότι δεν φτάνουν στα δικαστήρια γιατί «τερματίζονται» στην ΑΑΔΕ κυρίως εκείνες οι διαφορές για τις οποίες υπάρχει πάγια νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, οι οποίες όμως θα μπορούσαν, βάσει εγκυκλίων του Υπουργείου Οικονομικών, να μη γεννιόταν  καν αν θα δίνονταν η λύση της νομολογίας εξαρχής (άλλωστε δεν φτάνουν στα δικαστήρια – και πολλές φορές ούτε και στην ΑΑΔΕ – υποθέσεις που οι φορολογούμενοι τις εγκαταλείπουν μπροστά στη γραφειοκρατία και το κόστος της παρεμβαλλόμενης ενδικοφανούς διαδικασίας) και β) την κατάργηση της υποχρέωσης καταβολής του 20% του οφειλόμενου κυρίου φόρου, ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης (άρθρο 93 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), καθόσον εξέλιπε πλέον ο επιτακτικός λόγος, όπως τον είχε δεχτεί ο νομοθέτης τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης (βλ. και την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 22 του ν. 3900/2010), να προκρίνεται «η μη καθυστέρηση στην είσπραξη των φορολογικών εισόδων μετά την πρωτόδικη δικαστική κρίση έναντι του δικαιώματος του φορολογούμενου για επανάκριση της υπόθεσής του από δευτεροβάθμιο δικαστήριο» και θα πρέπει να προκριθεί η διευκόλυνση της δυνατότητας άσκησης έφεσης.

         3) Διευκόλυνση παράστασης χωρίς δικηγόρο. Ενόψει του δυσβάσταχτου κόστους της δίκης για υποθέσεις χαμηλότερου αντικειμένου θεωρούμε ότι μπορεί το όριο της παρ. 2 του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (αναφορικά με τη δυνατότητα δυνατότητας διενέργειας διαδικαστικών πράξεων και παράστασης χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο στις χρηματικές διαφορές) να ανέλθει τουλάχιστον στο ποσό των 3.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να οριστεί ότι οι δικαστικοί λειτουργοί και τα μέλη του ΝΣΚ μπορούν να παρίστανται και να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις σε οποιαδήποτε υπόθεση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. Η σχετική συζήτηση έχει γίνει και στο παρελθόν με τα εκατέρωθεν επιχειρήματα να είναι γνωστά. Εμείς προκρίνουμε την άποψη αυτή. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να ισχύσει τουλάχιστον για τις υποθέσεις που αφορούν τις αποδοχές μας ή τη φορολογική μας μεταχείριση. Άλλωστε κατά κανόνα εμείς οι ίδιοι συντάσσουμε τα σχετικά δικόγραφα (είτε ατομικά είτε μέσω των ενώσεων) και οι δικηγόροι τα υπογράφουν.

         4) Μείωση του εκκλητού. Το όριο των 5.000 ευρώ αναμφίβολα στερεί ικανό αριθμό σοβαρών διαφορών να κριθούν σε δεύτερο βαθμό. Προτείνουμε τη μείωση του εκκλητού στις χρηματικές διαφορές στο όριο του άρθρου 27 παρ. 2 περ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κάτι που άλλωστε είναι δικονομικά συνεπές (διαφορές που τεκμαίρονται ήσσονης σημασίας).

         5) Aπλοποίηση της διαδικασίας διακοπής της δίκης. Η διακοπή της δίκης θα πρέπει να επέρχεται σε κάθε περίπτωση που προσκομίζεται με όποιον τρόπο στο δικαστήριο ληξιαρχική πράξη θανάτου του διαδίκου (π.χ. ακόμα και όταν δίνεται από κάποιον συγγενή του θανόντος στον δικαστικό επιμελητή που διενεργεί την επίδοση ή περιλαμβάνεται στον φάκελο του ασφαλιστικού φορέα κλπ.) και να μην εξαρτάται από ενέργειες οποιουδήποτε (ιδίως όποιων έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη). Πέραν της διευκόλυνσης του δικαστηρίου, αποκλείεται και το «φυσικώς άτοπο» να απορρίπτεται ως ανομιμοποίητο ένα ένδικο βοήθημα, αν και είναι γνωστό ότι ο ασκήσας αυτό έχει αποβιώσει.

         6) Κατάργηση  της ενδοδικαστικής επίλυσης των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από δημόσιες συμβάσεις (άρθρο 126 Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Ο θεσμός αυτός έχει αποτύχει, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των σχετικών υποθέσεων δεν επιτυγχάνεται συμβιβαστική επίλυση και μάλιστα τα μέρη δεν προσέρχονται καν. Πλην όμως δημιουργείται άσκοπος γραφειοκρατικός φόρτος για τη γραμματεία και τους δικαστές. Από την άλλη στις λιγοστές υποθέσεις που καταλήγουν σε συμβιβασμό, δεν είναι στην πραγματικότητα ο «μεσολαβητικός» ρόλος του δικαστή που τον επιφέρει, αλλά η (συμβιβαστική) λύση έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων από τα μέρη. Συνεπώς, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ο ενάγων χωρίς την παρέμβαση του δικαστηρίου (και ακολούθως να παραιτηθεί από την εκκρεμή αγωγή).

         7) Κατάργηση του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας και του συστήματος κατάταξης των υποθέσεων σε κλίμακα 1 – 5 (άρθρο 19 παρ. 5 β του ΚΟΔΚΔΛ). Ο θεσμός του εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας απέτυχε. Προκαλεί μόνο άσκοπη γραφειοκρατία. Συναφώς άσκοπη γραφειοκρατία θα προκαλέσει και η εφαρμογή του συστήματος κατάταξης υποθέσεων του άρθρου 19 παρ. 5 β του ΚΟΔΚΔΛ, μια ατυχής διάταξη, που πέραν των άλλων δύναται να μετατραπεί σε βάση αναξιοκρατίας.

         8) Δημιουργία σώματος πραγματογνωμόνων. Προτείνουμε να προβλεφθεί στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (και να αξιώσουμε να υλοποιηθεί άμεσα) σώμα πραγματογνωμόνων με επιστημονικό προσωπικό (ιατρούς, μηχανικούς κλπ.) που θα έχει την αρμοδιότητα να γνωματεύει με απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για την επίλυση μιας διαφοράς η διάγνωση ζητημάτων για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Το σώμα αυτό θα απολαμβάνει εχέγγυα ανεξαρτησίας και θα είναι αποκλειστικής απασχόλησης. Έτσι θα περιοριστεί ο κίνδυνος μεροληπτικών πραγματογνωμοσυνών και θα εξαλειφθεί το φαινόμενο άρνησης των πραγματογνωμόνων.

         9) Κατάργηση, άλλως μείωση παραβόλων. Κατά την αντίληψή μας ο πολίτης πρέπει να έχει απολύτως δωρεάν πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Τούτο λόγω της φύσης του θεσμού. Δεν μπορεί το κράτος στον πιο στενό του πυρήνα να λειτουργεί «με αντίτιμο». Αλλά και γιατί ο πολίτης μέσα από τη γενική φορολογική του υποχρέωση έχει «προπληρώσει» εκείνη την περίπτωση στη ζωή του που θα χρειαστεί δικαστική προστασία. Για τις απειροελάχιστες πράγματι περιπτώσεις διαδίκων που ανοίγουν δίκες χωρίς αιτία, μπορεί να προβλεφθεί ειδική ρύθμιση υπαγωγής τους στο πλαίσιο του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και να επιβάλλονται οι χρηματικές ποινές της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Αν δεν ευδοκιμήσει μια τέτοια πρόταση θεωρούμε ότι πάντως το παράβολο θα πρέπει να κυμαίνεται σε τέτοιο ποσό που δεν θα επιδρά καθοριστικά στην απόφαση του πολίτη να ζητήσει προστασία από το Δικαστήριο (π.χ. ενδεικτικά 25 ευρώ).    

         10) Διαφορές κατά την εκλογική διαδικασία στους ΟΤΑ. Προτείνουμε την πρόβλεψη αυτοτελούς ένστασης κατά της ανακήρυξης των υποψηφίων των συνδυασμών, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται με ταχεία διαδικασία πριν τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Σήμερα, εφόσον η προσβολή του κύρους της απόφασης ανακήρυξης των υποψηφίων γίνεται μετά τη διεξαγωγή των εκλογών ενιαία με την ένσταση κατά της πράξης ανακήρυξης των επιτυχόντων, η δυνατότητα αυτή καθίσταται στην πράξη δώρο άδωρο.

         11) Ισχυροποίηση του θεσμού  της νομικής βοήθειας. Μεγάλο μέρος του λαού αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο κόστος μιας δίκης με αποτέλεσμα συχνά να απεμπολεί δικονομικά δικαιώματα. Ο θεσμός της νομικής βοήθειας αποδεικνύεται ελλιπής, πέραν του ότι το κράτος αρνείται να καταβάλει (επίκαιρα) τις προβλεπόμενες αμοιβές στους δικηγόρους που διορίζονται από τα δικαστήρια για την υπεράσπιση των δικαιούμενων νομικής βοήθειας. Προτείνουμε την αύξηση του εισοδηματικού ορίου υπαγωγής στην νομική βοήθεια στο σύνολο των ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (από τα 2/3 που είναι σήμερα).

         Επιφυλασσόμαστε για περαιτέρω προτάσεις για τον ΚΟΔΚΔΛ.

       Επισημαίνουμε κλείνοντας για μία ακόμη φορά ότι η μείωση της εισροής των υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια δεν οφείλεται σε εξάλειψη των αιτιών που αναπαρήγαγαν τα προηγούμενα χρόνια τεράστιο αριθμό διοικητικών διαφορών, αλλά είναι συνάρτηση κυρίως της εκτόξευσης του κόστους της δίκης, της θέσπισης σειράς δικονομικών βαρών, της πιλοτικής δίκης κλπ. Οι προτάσεις μας επιχειρούν να αμβλύνουν τα προβλήματα. Εναντιωνόμαστε στην κατάργηση διοικητικών δικαστηρίων με πρόσχημα την μείωση της εισροής των υποθέσεων. Η συρρίκνωση των δικαστηρίων (και η συνακόλουθη δυσχέρανση μεγάλης μερίδας του λαού, ιδίως στην επαρχία, πρόσβασης στη Δικαιοσύνη), υπό τον ξύλινο όρο αναμόρφωσης του δικαστικού χάρτη, όπως και άλλα συναφή μέτρα (π.χ. η γενίκευση εξωδικαστικών μορφών επίλυσης διαφορών) είναι αξιώσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, αποτυπωμένες στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υπηρετούν την μετατροπή της Δικαιοσύνης σε πυλώνα επενδύσεων και αντικειμενικά θυσιάζουν ή δυσχεραίνουν το δικαίωμα των πολλών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.

 

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *