Γ.Δελή: Το ενημερωτικό έντυπο εκούσιας διαμεσολάβησης, ως όρος παραδεκτού της συζήτησης

Το ενημερωτικό έντυπο εκούσιας διαμεσολάβησης, ως όρος παραδεκτού της συζήτησης

 

Γεωργίου Β. Δελή, ΜΔΕ Ειρηνοδίκη Αθηνών,

 

          Περίληψη: Με το αρ. 3 παρ. 2 εδ. β’ ν. 4640/2019 το παραδεκτό συζήτησης αγωγής σχετίστηκε με την υποχρεωτική, έγγραφη ενημέρωση του εντολέα από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης της διαφοράς του, πρό της προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη. Στη παρούσα, γίνεται προσπάθεια να εξεταστούν, ενδεικτικά, οι περιπτώσεις που η προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου στερείται νοήματος και, αντίστοιχα, δεν νοείται κύρωση απαραδέκτου σε περίπτωση ελλείψεώς του, ιδίως, καθόσον αφορά στην εξουσία διάθεσης των μερών, ως προϋπόθεση υπαγωγής της διαφοράς τους στο πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης.

          Με το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019[1] εισήχθη ο νεοπαγής θεσμός υποχρεωτικής ενημέρωσης του εντολέα από τον πληρεξουσίου Δικηγόρου του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολαβητικής διευθέτησης, μέρους ή εν συνόλω, αστικής ή εμπορικής διαφοράς του, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενης ή μέλλουσας, εφόσον, αμφότερα τα μέρη, έχουν εξουσία διάθεσής της, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου[2]. Η ενημέρωση περιβάλλεται νόμιμο, πανηγυρικό τύπο ιδιωτικού εγγράφου[3], το οποίο υποβάλλεται στο δικαστήριο μεταγενέστερης δίκης με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής, ή με τις προτάσεις, το αργότερο μέχρι τη συζήτηση, ως ειδικός όρος παραδεκτού της. H κύρωση του απαραδέκτου αφορά σε όσες αγωγές κατατέθηκαν από 30.11.2019 και εντεύθεν[4]. Δεδομένου, όμως, ότι έγκαιρη ενημέρωση δεν συνδέεται με δικονομικές συνέπειες[5], είναι δυνατή μεταγενέστερη διενέργειά της[6], η, δε, προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου στο απώτερο χρονικό διάστημα συζήτησης της διαφοράς, καταλείπει ευχέρεια αναζήτησής του, όπως, έχει επισημανθεί[7] και, νομολογιακά, αποσαφηνιστεί[8]. Αποτελεί, δηλαδή, τυπική παράλειψη[9], η οποία δύναται να συμπληρωθεί καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το αρ. 227 ΚΠολΔ.

          Μέσω της καθιέρωσης προδικασίας διαμεσολάβησης επιδιώκεται η εξοικείωση, εν γένει, των πολιτών με τη δυνατότητα εθελούσιας χρήσης του θεσμού εναλλακτικού τρόπου διευθέτησης διαφοράς προ της δικαστικής προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη[10], ενώ, με την υποχρεωτική έγγραφη ενημέρωση του ν. 4640/2019 επιδιώκεται «να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης»[11], η, δε, νομοθετική πρόβλεψη για απαράδεκτο της επιγενόμενης συζήτησης έχει αποδοκιμαστεί ότι ενέχει υπέρμετρη πρόνοια στην προώθηση της διαμεσολάβησης[12], με το πρόσθετο επιχείρημα ότι η σχετική πλημμέλεια του πληρεξουσίου Δικηγόρου εξαντλεί την ενέργειά της, αποκλειστικά, στην εσωτερική σχέση της αμοιβόμενης εντολής[13]. Ζήτημα, συνεπώς, συνταγματικότητας της διάταξης του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, εφόσον είναι, εν γένει, δυνατή η καθιέρωση προδικασίας διαμεσολάβησης ως τυπική προϋπόθεση δίκης, μόνο υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να νοηθεί[14].

          Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης αφορά και σε υποθέσεις που εκφεύγουν της υποχρεωτικής πρώτης συνεδρίας διαμεσολάβησης, κατά το αρ. 6 ν. 4640/2019. Ως όρος του παραδεκτού συζήτησης, όμως, επιγενόμενης αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας, το ενημερωτικό έντυπό της, συνέχεται με δύο, επιπλέον, προϋποθέσεις. Η διαφορά α. να είναι δεκτική διαμεσολάβησης και β. η επιγενόμενη δίκη να αφορά σε ένδικο βοήθημα «αγωγής». Ειδικότερα:

          α. Η πρώτη προϋπόθεση αναφέρεται στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης, το οποίο καταλαμβάνει αστικής ή εμπορικής φύσης διαφορές[15], που ο φορέας τους απολαύει εξουσία διάθεσής τους, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, [16]σε λογική αλληλουχία με τον απαλλοτριωτό χαρακτήρα των ιδιωτικών δικαιωμάτων. Δεκτικές διαθέσεως αξιώσεις υπάγονται στην εκούσια διαμεσολαβήση και, αντίθετα, δε νοείται συμβιβαστική διευθέτηση[17] διαφοράς που δεν υπόκειται στην ιδιωτική αυτονομία και στην ελεύθερη διάθεση των μερών. Στις περιπτώσεις αυτές, η προσκόμιση ενημερωτικού εντύπου για το παραδεκτό συζήτησης συγκεκριμένης επίδικης διαφοράς, στερείται νοήματος και, αντίστοιχα, δεν νοείται κύρωση σε περίπτωση ελλείψεώς του, εφόσον, δεν θα ήταν, ούτως ή άλλως, πρόσφορη[18] η εκούσια διαμεσολάβησή της[19]. Το πότε συμβαίνει αυτό επαφίεται, ηθελημένα, στη διδασκαλία της θεωρίας και στη διαπλαστική ενέργεια της νομολογίας[20]. Κρίνεται, δηλαδή, ad hoc, και, επί τη βάσει συγγενών θεσμών, κυρίως, της διαιτησίας στην οποία η εξουσία διάθεσης αποτελεί κεντρική έννοια και του δικαστικού συμβιβασμού, από τον οποίο μπορούν να αντληθούν ερμηνευτικές λύσεις[21], αφορά υποθέσεις που η εξουσία διάθεσης ελλείπει i. στο αντικείμενο της διαφοράς, ii. στο υποκείμενό της, είτε, συνάγεται iii. από το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαιώματος[22], ενώ, υπάρχουν και περιπτώσεις που επιχειρήματα αντλούνται εκατέρωθεν. Ενδεικτικά:

         i. Έλλειψη εξουσίας διάθεσης στο αντικείμενο της ουσιαστικής έννομης σχέσης, απαντάται, ιδίως, στις περιπτώσεις εκείνες που η απαλλοτρίωση απειλείται με ποινή απόλυτης ακυρότητας, για λόγους δημοσίας τάξης. Πρόκειται, κυρίως, για διαφορές Οικογενειακού Δικαίου[23], χάριν διασφαλίσεως της κοινωνικής ειρήνης, και Εργατικού Δικαίου, για λόγους ελάχιστης προστασίας του φορέα του εργασιακού δικαιώματος[24]. Ειδικά, δε, για τις εργατικές διαφορές γίνεται δεκτό ότι εμπίπτουν, prima facie, στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4640/2019[25]. Τούτο ισχύει, ιδίως, για τις αξιώσεις από την εργασία που διαθέτει ελεύθερα ο μισθωτός και αφορούν στο τμήμα του μισθού του το οποίο είναι ανώτερο του νομίμου[26], στα επιδόματα επίτευξης στόχων (μπόνους)[27], στις αξιώσεις που θεμελιώνονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό[28], στο δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ως άκυρης, εφόσον πρόκειται για σχετική, inter partes, ακυρότητα μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου[29] και, μετά την ΠΥΣ 6/28.2.2012[30] και το αρ. 7 υποπ. ΙΑ.11, εδ. 2α του Ν. 4093/2012, στο επίδομα γάμου που θεσπίστηκε με την ΔΑ 10/1976 και καταβάλλεται, ήδη, από ελευθεριότητα του εργοδότη και ουχί από υποχρέωσή του που προκύπτει από κανονιστικό όρο ΕΓΣΣΕ[31]. Αντίθετα, ελλείπει εξουσία διάθεσης σε δικαιώματα που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, όπως είναι ο νόμιμος μισθός[32] που ορίζεται σε υποχρεωτικές ΣΣΕ και ΔΑ[33], τα επιδόματα εορτών [34], οι αποδοχές αδείας[35] και το επίδομα αδείας[36], η προσαύξηση 25% λόγω νυκτερινής εργασίας[37], η προσαύξηση 75% λόγω εργασίας την ημέρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, καθώς και τις λοιπές ημέρες υποχρεωτικής αργίας[38], η αποζημίωση αδείας[39], η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας[40] και η προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού[41]. Οι νόμιμες αυτές αξιώσεις, σύμφωνα με την νομολογία, υπόκεινται σε συμβιβαστική διευθέτηση στο μέτρο που «υπάρχει σοβαρή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια των σχετικών δικαιωμάτων[42]», παρόλο που φέρονται να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης, κατά την συστηματική ερμηνεία της[43]. Σε κάθε περίπτωση, είναι δυνατή η συσταλτική εφαρμογή του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019[44] για τις νόμιμες αξιώσεις του μισθωτού[45], ενώ, κατά κύριο λόγο, το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό για τις συνήθεις, στην πράξη, αγωγές εργαζόμενου που το αντικείμενό τους αποκρυσταλλώνεται, αποκλειστικά, στην παραβιάση συνταγματικών, και υπερνομοθετικής ισχύος, αρχών[46]. Επί αντικειμενικής σώρευσης των ανωτέρω υποθέσεων, κατ΄αρ. 218 ΚΠολΔ, κύρωση του απαραδέκτου λανθάνει μόνο για τα διαμεσολαβήσιμα κεφάλαια της εργατικής αγωγής[47].

          Ο ίδιος, εξάλλου, προβληματισμός ισχύει και για τις περιουσιακές διαφορές από αμοιβές του αρ. 614 παρ. 5 ΚΠολΔ, ιδίως, των νομικών, ελεύθερων επαγγελμάτων του Δικηγόρου, Συμβολαιογράφου και Δικαστικού Επιμελητή, αντίστοιχα, για τους οποίους προβλέπονται νόμιμες αμοιβές, ως ελάχιστη προστασία τους[48]. Οι αμοιβές αυτές, μετά τον ν. 3919/2011[49], λειτουργούν ως μαχητό τεκμήριο[50] στην περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για το ύψος τους, το οποίο και καθορίζεται «είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω», ελεύθερα[51]. Συνεπώς, υπάγονται, καταρχήν, στην εκούσια διαμεσολάβηση, η, δε, εξαίρεσή τους, μόνο στο δημόσιο χαρακτήρα των νομικών λειτουργημάτων θα μπορούσε να υποστηριχθεί[52].

          ii. Η έλλειψη εξουσίας διάθεσης, όμως, μπορεί να αφορά και στο υποκείμενο της επιγενόμενης έννομης σχέσης της Δίκης, απαλλοτριωτού, κατά τα λοιπά, ουσιαστικού δικαιώματος. Κατά κανόνα, στην τήρηση ενημερωτικού εντύπου εκούσιας διαμεσολάβησης υποχρεούται ο φορέας του δικαιώματος, που νομιμοποιείται, ενεργητικά, στην άσκηση αγωγής[53]. Εξ αντιδιαστολής, δεν νοείται προδικασία σε περιπτώσεις εξαιρετικής νομιμοποιήσεως διαδίκου, ο οποίος στερείται της, κατά το ουσιαστικό Δίκαιο, εξουσίας διαθέσεως του κυρίως νομιμοποιούμενου. Τούτο, κατά μία άποψη[54], ισχύει για όλες, ανεξαιρέτως, τις περιπτώσεις «ξενοδικίας»[55], για τις οποίες, ούτως ή άλλως, ο κατ΄ εξαίρεση νομιμοποιούμενος διάδικος στερείται της δυνατότητας σύναψης δικαστικού συμβιβασμού[56], ενώ, κατά άλλη άποψη, το κρίσιμο, εν προκειμένω, δεν έγκειται, αμιγώς, στην νομιμοποίηση του διαδίκου, αλλά, επιπλέον, στη δυνατότητά του να διαχειρίζεται, δικαιοπρακτικά, συγκεκριμένη έννομη σχέση[57].

          Έτσι, στην συντρέχουσα εξαιρετική νομιμοποίηση[58], δεν καταλαμβάνονται από την υποχρέωση τήρησης έγγραφης προδικασίας εκούσιας διαμεσολάβησης λόγω έλλειψης εξουσίας διάθεσης και διαχείρισης στο πρόσωπό τους, ο πλαγιαστικώς ενάγων – δανειστής του οφειλέτη[59], καθώς, και ο εταίρος, ή κάθε τρίτος, στην πλαγιαστική άσκηση εταιρικής αγωγής ΕΠΕ του αρ. 26 ν. 3190/1955[60], το ΤΕΕ για τις αμοιβές των μηχανικών του[61], τα αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, οι αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια, για τα δικαιώματα των μελών τους που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή άλλες διατάξεις, που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής συμβάσεως, κατά το αρ. 622 ΚΠολΔ[62] και η ένωση καταναλωτών για την άσκηση των ατομικών αξιώσεων των μελών της κατά προμηθευτών ή παραγωγών, κατά το αρ. 10 παρ. 15 εδ. α’, β’ ν. 2251/1994[63], ενώ, οι φορείς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων δημιουργών, κατά τα αρ. 49, 55 ν. 2121/1993, ως ισχύει, ανεξαρτήτως του προβληματισμού αν λειτουργούν εξ ιδίου δικαίου ή ως εξαιρετικά νομιμοποιούμενοι διάδικοι για την εύλογη αμοιβή των μελών τους [64], εμπίπτουν, καταρχήν, στην προδικασία, λόγω της, ex legge, διαχειριστικής και προστατευτικής τους εξουσίας στα πνευματικά[65] δικαιώματα[66]. Με βάση τη διαχειριστική εξουσία, επίσης, γίνεται δεκτή ενέργεια του όρου παραδεκτού της συζήτησης[67] στις περιπτώσεις αποκλειστικής εξαιρετικής νομιμοποίησης του αναγκαστικού διαχειριστή[68], του εκτελεστή διαθήκης[69] και του εκκαθαριστή της κληρονομίας[70], ουχί, όμως, και του συνδίκου της πτώχευσης[71].

          Διαφορετικό είναι το ζήτημα των διαφορών από την σχέση της οροφοκτησίας, κατά τον ν. 3741/1929  και αρ. 1001 και 1117 ΑΚ[72], ιδίως, καθόσον αφορά στις ενώσεις συνιδιοκτητών χωρίς νομική προσωπικότητα που δεν έχουν ικανότητα δικαίου, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, και δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων[73]. Έχουν, όμως, ικανότητα δικαστικής παράστασης, ενώ, τις σχετικές αγωγές ασκεί και ο διαχειριστής στο όνομά του[74], ο οποίος νομιμοποιείται ως εκπρόσωπος της συνιδιοκτησίας και ουχί ως εξαιρετικά νομιμοποιούμενος διάδικος[75]. Συνεπώς, και το ενημερωτικό έντυπο τηρείται στο όνομά του, ενώ, και η θέση που είχε εκφραστεί παλιότερα περί εξαιρέσεως των σχετικών διαφορών από το πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης με επίκληση της διαιτησίας[76], έχει εγκαταληφθεί[77], ιδίως, αν ληφθεί υπόψη και η υπαγωγή τους στην πρότερη υποχρεωτική διαμεσολάβηση του ν. 4512/2018[78].

          iii. Έλλειψη εξουσίας διάθεσης αντλείται και από το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαιώματος, ιδίως, σε αυστηρά προσωποπαγείς αξιώσεις που συνδέονται με το δίκαιο της προσωπικότητας, όπως, η ηθική βλάβη των αρ. 59, 932 ΑΚ[79] και το ηθικό δικαίωμα του δημιουργού στα πνευματικά του δικαιωμάτα [80]. Με αφορμή την έλλειψη εξουσίας διάθεσης, επιπλέον, ζήτημα τίθεται αν υπάγονται στη διαμεσολάβηση διαπλαστικά δικαιώματα, που η επιδωκόμενη διάπλαση επτυγχάνεται, αποκλειστικά, μέσω της δικαστικής οδού, όπως, λ.χ. κατά την ΑΚ 154 για την ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης, απειλής. Δεδομένου, δε, ότι τα δικαιώματα αυτά δεν εξαιρούνται της ιδιωτικής αυτονομίας γίνεται δεκτή, εν γένει, η δυνατότητα διαμεσολάβησής τους[81], ενώ, επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση αντλείται και από τη δυνατότητα προβολής των σχετικών δικαιωμάτων κατ΄ένσταση[82].

          β. Τέλος, κατά το αρ. 3 παρ. 2 εδ. β’ ν. 4640/2019, το ενημερωτικό έγγραφο καταλαμβάνει την επιγενόμενη επιθετική, διαδικαστική πράξη της «αγωγής» γνήσιας, αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας[83], καθώς, και ένδικα βοηθήματα που επιτελούν την ιδία λειτουργία, εισάγοντας αυτοτελή και αυθύπαρκτη αξίωση προς διάγνωση. Πρόκειται, ιδίως[84], για την κύρια παρέμβαση[85], την προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή[86] και την ανταγωγή[87]. Αντίθετα, αργεί η προσκόμισή του και, συνακόλουθα, κύρωση απαραδέκτου συζήτησης, στα ασφαλιστικά μέτρα[88], στις υποθέσεις γνήσιας εκούσιας δικαιοδοσίας[89], στις δίκες περί την εκτέλεση[90] και στις ανακοπές κατά δικαστικών και εξώδικων πράξεων[91], και, από την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, στις παρεμπίπτουσες αγωγές του αρ. 282 επ. ΚΠολΔ[92] και στις λοιπές προσεπικλήσεις[93], στην απλή πρόσθετη παρέμβαση[94], στην αυτοτελή[95] και στην ανακοίνωση δίκης[96]. Στις υποκειμενικά σύνθετες δίκες, η υποχρέωση προσκόμισης βαρύνει τους επιτιθέμενους ομοδίκους, είτε αυτοί συνδέονται με το δεσμό της απλής είτε της αναγκαίας ενεργητικής ομοδικίας[97], αντίστοιχα. Στην πράξη, βέβαια, είναι δυνατή η υπογραφή κοινού ενημερωτικού εντύπου. Η κύρωση παράλειψής του για έναν εξ αυτών, όμως, διαφέρει. Έτσι, στην περίπτωση απλής ομοδικίας[98], ένεκα της ανεξαρτησίας των σωρευόμενων δικών και της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων, το απαράδεκτο της συζήτησης αφορά μόνο στον αδρανήσαντα ομόδικο[99], χωρίς να επηρεάζεται η θέση των λοιπών[100], ενώ, στην αναγκαία ομοδικία, δεδομένου ότι η έγγραφη υποχρέωση ενημέρωσης αφορά στην προδικασία του ένδικου βοηθήματος, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς όλους τους ομοδίκους και αυτεπαγγέλτως[101].

[1] «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις.» ΦΕΚ Α΄194/4.12.2019.

[2] εγγ. Γιαννόπουλος Π., Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δϊκης, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020.

[3] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 208

[4] όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του αρ. 3  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 Ν.4647/2019 (ΦΕΚ Α` 204/16.12.2019).

[5] παρόλο που αποτελεί γνήσιο, λειτουργικό καθήκον του πληρεξουσίου Δικηγόρου.

[6] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 207

[7] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ.208

[8] ΕιρΑθ 8551/2020 αδημ.

[9] εγγ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 227, σ. 501.

[10] Θεοχάρης Δ., η Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015.96 επ., διαθ. εδώ: https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/43470#page/96/mode/2up, με ημ. Προσβ. 15.10.2020.

[11] αιτιολογική έκθεση ν. 4640/2019, διαθ. εδώ:  https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/d-diamesolavisi-eis.pdf, με ημ. Προσβ. 22.10.2020.

[12] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 209.

[13] ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α΄208/27.9.2013)

[14] Ορφανίδης Γ., Εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών – Συμφιλίωση – Διαμεσολάβη, διαθ. εδώ: https://www.diamesolavisi.com/view.asp?ItemID=20180712163957&mcid=3, με ημ. προσβ. 7.10.2020, έτσι και η ΕιρΑθ 1044/2020 ΕφΑΔ 2020.1322 με παρατηρήσεις Λ. Μαστροπέρου, πρ. Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, όμοιες οι ΕιρΑθ 976/2020, 977/2020

[15] για την έννοια των ιδιωτικών διαφορών εγγ. Κουσούλης Σ., Διαιτησία, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 29 επ., μ.π.π., Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 1, αρ. 1.,σ. 3.

[16] η εξουσία διάθεσης ως προϋπόθεση του ενημερωτικού εντύπου εκούσιας διαμεσολάβησης προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4640/2019 που αναφέρεται σε «σχετικό» με τη δυνατότητα διαμεσολάβησης ενημερωτικό έγγραφο, και, ultima ratio, από την όλη οικονομία του ν. 4640/2019, Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 205

[17] για τη διάκριση συμβιβασμού και διαμεσολάβησης, Γιαννόπουλος, ό.π., σ 150 επ.

[18] Κωνσταντινάκος Ν., Η διαμεσολάβηση αστικών και εμπορικών διαφορών στις έννομες τάξεις των ΗΠΑ, ΕΕ, Ελλάδος, Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας, Διδακτορική διατριβή, σ. 188 επ., μ.π.π., διαθ, εδώ: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2870917/theFile/2871055, με ημ. προσβ.24.10.2020.

[19] κατά τον Γιαννόπουλο το ενημερωτικό έγγραφο διαμεσολάβησης αργεί σε κάθε περίπτωση που η δαιμεσολάβηση δεν θα ήταν «νομικά διαθέσιμη ως επιλογή», ό.π., σ. 205. Έτσι και η Μαστροπέρου Λ. , παρατηρήσεις στην ΕιρΑθ 1044/2020 ό.π..

[20] Kούκιο Γ., ό.π., σ. 20

[21] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 18.

[22] Διαμαντόπουλος Γ., Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, ΝοΒ 2015.144

[23] οι Οικογενειακές διαφορές εμπίπτουν στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, κατ΄αρ. 6 παρ. 1 περ. α’ ν. 4640/2019, από την οποία εξαιρούνται ex legge  οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 Κ.Πολ.Δ, ακριβώς, λόγω της έλλειψης εξουσίας διάθεσης των διαδίκων, Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 160 μ.π.π.. Και για τις υποθέσεις αυτές δεν νοείται εκούσια διαμεσολάβηση και, συνακόλουθα, κατάρτιση και προσκομιδή εημερωτικού για αυτή εντύπου, ως όρο του παραδεκτού συζητήσεως επιγενόμενης αγωγής τους.

[24] αρ. 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 5 α.ν. 539/1945 κ.α.

[25]  Έτσι, Τσέλιος Χ., Εργατικές Διαφορές και Διαμεσολάβηση, ΔΕΝ 2020/843, Κούκιο Γ., ό.π., σ. 21. Μάλιστα, οι εργατικές διαφορές στον προγενέστερο νόμο υπάγονταν στην υποχρεωτική πρώτη συνεδρία διαμεσολάβησης.

[26] ΑΠ 843/2002 ΕλΔικ 2002.1659

[27] ΕιρΑθ 160/2016 αδημ.

[28]ΑΠ 1391/1990 ΔΕΕ 1993.585, Λεβέντης Γ. – Παπαδημητρίου Κ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σ. 543

[29] Μακρίδου Κ., ό.π., σ. 223

[30] ΦΕΚ Α 38/28.2.2012

[31] Λαναράς Κ., Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, σ. 696

[32]Μακρίδου Κ, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σ. 222

[33] ΟλΑΠ 25/2004 ΤΝΠ Νόμος

[34] αρ. 1 Ν. 1082/1980, ΥΑ  19040/1981

[35] αρ.2 παρ. 1 α.ν. 539/1945, 13 Ν. 3227/2004

[36] αρ. 3 παρ. 8 α.ν. 539/1945,3 Ν. 4504/1966

[37] ΥΑ 18310/1946

[38] αρ. 1, 3 β.δ.748/1966

[39]ΑΠ 983/2000 ΔΕΝ 2000.1531

[40]αρ. 2 παρ. 1 Ν. 3198/1955

[41] άρθρο 4 παρ. 5 του νόμου 2874/2000 και από το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3385/2005

[42] ΑΠ 248/2019, 470/2018, 656/2018  Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος, .

[43] νομοθετικές ενδείξεις για την εξαίρεση των νομίμων εργατικών αξιώσεων από τη διαμεσολάβηση αντλεί ο Τσέλιος, ό.π., α. από την σκέψη 10 της οδηγίας 2008/52 «για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» όπου διαλαμβάνονται τα εξής: «10. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται στις διαδικασίες στις οποίες δύο ή περισσότερα μέρη μιας διασυνοριακής διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε φιλική συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ωστόσο δεν θα πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις ως προς τα οποία τα μέρη δεν έχουν την ελευθερία να αποφασίζουν βάσει του οικείου εφαρμοστέου δικαίου. Τέτοια δικαιώματα και υποχρεώσεις αποτελούν ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο στο οικογενειακό και το εργατικό δίκαιο», β. από το γεγονός ότι η διάταξη του παλιού άρθρου 667 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με βάση την οποία το Δικαστήριο στις εργατικές διαφορές έπρεπε να προσπαθεί το συμβιβασμό κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, δεν περιελήφθη στη μεγάλη τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έγινε με το νόμο 4335/2015, γ. από την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του νόμου 2112/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών  υπαλλήλων» που ορίζει τα εξής: «Η αληθής έννοια της προηγουμένης παραγράφου είναι, ότι οιαδήποτε σύμβασις, συναπτομένη προ ή μετά την λύσιν της μισθώσεως εργασίας, είναι αυτοδικαίως άκυρος, πλην αν αύτη περιέχη αναγνώρισιν ή εξόφλησιν ειδικώς των εκ του νόμου τούτου αξιώσεων του υπαλλήλου ή είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον» και δ. από τη διάταξη του άρθρου 679 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία: «Είναι άκυρη η συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα του εργαζομένου από τα άρθρα 656 έως 658, 659 παράγραφο 2 έως 667, 668 εδάφιο 2 [λόγω του ότι το άρθρο 668 του Αστικού Κώδικα έχει καταργηθεί με το άρθρο 25 παράγραφο 2 του νόμου 1733/1983, πρέπει να θεωρηθεί πως η διάταξη παραπέμπει πλέον στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 του νόμου 1733/1983], 670, 674, 677 και 678 ή διευρύνεται η ευθύνη του εργαζομένου από το άρθρο 652». Την εξαίρεση των εργατικών διαφορών από τη διαμεσολάβηση υπό προϋποθέσεις φέρεται να προτάσσει και ο Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 157, μ.π.π..

[44] ακομά και με βάση την προστατευτική αρχή «εν αμφιβολία υπέρ του εργαζομένου», που διαμορφώνεται στο εργατικό δίκαιο ως ειδικός κανόνας ερμηνείας, όταν μετά την εξάντληση όλων των ειδών και κανόνων ερμηνείας απομένουν αμφιβολίες για το αληθές νόημα του ερμηνευόμενου κανόνα, Κοπαλίδης Σ, Το ζήτημα της ερμηνείας στο Εργατικό Δίκαιο, διαθ. εδώ: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2751573/theFile/2758810, με ημ. προσβ. 8.10.2020.

[45] Έτσι και ο Κωνσταντινάκος Ν. για την εξαίρεση νομίμων αξιώσεων εργαζόμενου από την εκούσια διαμεσολάβηση, ό.π., σ. 164.

[46] λ.χ παραβίαση της αρχής της ισότητας (ΑΠ 1111/2003 ΕλλΔνη 2005.143, ΑΠ 1186/2001 ΕλΔ 43.750, ΑΠ 1166/1998 ΔΕΝ 54.581, ΑΠ 1745/1998 ΔΕΝ 55.545, ΕφΑθ 1896/2007 ΔΕΕ 2007.989, ΑΠ 243/2008, ‘Α δημ. ΤΝΠ Νόμος ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΑθ 363/2010 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος), της αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ, αλλά, ευρίσκει έρεισμα και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 του Σ και 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, ήδη, αρ. 157 ΣΛΕΕ (ΑΠ 677/2014 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος ΑΠ 288/2003 ΔΕΕ 2003.1108, ΑΠ 2057/1990 ΔΕΝ 1992.139, Ζερδελής Δ., Εργατικό Δίκαιο, γ’ εκδ., 2015, σ. 210, υποσημ. 167, μ.π.π., κ.ο.κ.

[47] Έτσι και ο Γιαννόπουλος για την περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης διαμεσολαβήσιμων και μη αξιώσεων Οικογενειακού ΔΙκαίου, ό.π., σ. 166. Τούτο διότι η έγγραφη ενημέρωση μπορεί και να αφορά σε μέρος της διαφοράς για το οποία τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσής της, κατά το ουσιαστικό δίκαιο.

[48] για τους Δικηγόρους κατά τον ΚΔ (ν. 4194/2013), για τους Συμβολαιογράφους  κατά τον Ν. 2830/2000 και την ΚΥΑ 10062/8.7.2009 (ΦΕΚ Β’ 1487/2009) και για τους Δικαστικούς Επιμελητές κατά τον ν. 2318/1995 και την ΚΥΑ 21798/11.3.2016 (ΦΕΚ Β΄709/11.3.2016), ενώ, ελάχιστες αμοιβές ισχύουν και για μηχανικούς και λοιπά ελεύθερα επαγγέλματα.

[49] «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων» (ΦΕΚ Α΄32/2.3.2011).

[50] Γώγος Κ., Ερμηνεία Κώδικα Δικηγόρων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016.226, Παυλόπουλος Α., Θεμελιώδη ζητήματα δικηγορικών αμοιβών με αφορμή την ΜΕφΑθ 1378/2016, ΣΥΝήΓΟΡΟΣ, 118.28

[51] Αιτιολογίκη έκθεση ν. 3919/2011

[52] Μακρογιάννης Π., Το ακατάσχετο του μερίσματος που δικαιούται ο Δικηγόρος από τον Δικηγορικό Σύλλογό του, διαθ. εδώ΅http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=6&mid=&mnu=&id=17527, με ημ. προσβ. 24.10.2020. κατά τον συγγραφέα η αμοιβή του Δικηγόρου είναι, μεν ιδιωτική, αλλά, στο μέτρο που σχετίζεται με προεισπράξεις και δικαιώματα του Δικηγορικού Συλλόγου, είναι ακατάσχετη.

[53] Γιαννόπουλος Π. Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2018.114.

[54] Κωνσταντινάκος Ν., ό.π., σ. 188.

[55] Αρβανιτάκης Π., Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, Σάκκουλας, 1989.132.

[56] Νίκας Ν. Ο Δικαστικός Συμβιβασμός, Σάκκουλας, 1984.43

[57] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 24, μ.π.π.. σε Τσικρικά, Θέματα από το δίκαιο της διαιτησίας, Δ. 1989.723 επ.

[58] για τις περιπτώσεις εξαιρετικής νομιμοποίησης, εγγ. Πλέυρη Α., Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, Διδακτορική διατριβή, διαθ. εδώ:  http://ikee.lib.auth.gr/record/134181?ln=el, με ημ. προσβ. 24.10.2020.

[59] Γιαννόπουλος Π., Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, ό.π., σ. 153, Κωνσταντινάτος Ν., ό.π., σ. 188, μ.π.π.

[60] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 151 επ., ΠΠρΡοδ 107/2015 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος.

[61] Γιαννόπουλος Π., Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, ό.π., σ. 46. Την αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 1 ΠΔ 48/1994, δύναται να αξιώσει είτε το ΤΕΕ, ως υποκαθιστάμενο στα δικαιώματα του μηχανικού κατά τις διατάξεις του β.δ. της 30/31.5.1956 “περί κανονισμού του τρόπου καταβολής της αμοιβής των μηχανικών εν γένει”, που εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου μόνου του 2726/1953, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α 32/2.3.2011) και του άρθρου 2§2 του ΠΔ 242/1984, είτε ο ίδιος ο μελετητής και επιβλέπων μηχανικός (ΑΕΔ 26/1993).

[62] Παπαδημητρίου Κ., Η συλλογική παρέμβαση των εργαζομένων στην επίλυση ατομικών διαφορών εργασίας, 1998, ο ιδίος, Η νομιμοποίηση των επαγγελματικών σωματείων σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 669 παρ. 1 ΚΠολΔ, Δ. 1990.497, Κονδύλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 669, αρ. 2 επ..σ. 1267.

[63] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 169 επ.

[64] κατά την Πλέυρη Α., «Ορθό είναι ότι οι βάσει του άρθρου 13§3, εδ. δ΄ του ν. 2121/1993 συμβασιούχοι ή αδειούχοι (απλοί ή αποκλειστικοί) δεν λειτουργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι, διότι επιδιώκουν αναγνωριζόμενο από τον νόμο δικό τους προσωπικό όφελος και έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να επιδικασθεί απευθείας στους ίδιους ακόμη και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν», ό.π., σ. 194

[65] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 195, ΜΠρΠατρ 11/2020 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος.

[66] το ηθικό δικαίωμα στα πνευματικά δικαιωμάτα, όμως, ως έκφανση της προσωπικότητας του δημιουργού, προσωποπαγή και ανεκχώρητα, δεν κατάλαμβάνονται από την προδικασία εκούσιας διαμεσολάβησης στην περίπτωση ατομικής αγωγής του, Μπέης,  Οι διαφορές απο αδικοπραξία και οι αξιώσεις απο ηθική βλάβη, ως αντικείμενα διαιτησίας, διαθ. εδώ: http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=24968, με ημ. προσβ 25.10.2020.

[67] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 25

[68] Πλέυρη Α., ό.π., σ. 117

[69] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 119

[70] Πλεύρη Α, ό.π., σ. 124

[71] Κωνσταντινάκος Ν.,ό.π., σ. 163, σημ. 340,

[72] εγγ. Ερμίδου Α., Ζητήματα από διαφορές οροφοκτησίας, www.ende.gr

[73] Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, «ο σκοπός για τον οποίο δεν αναγνωρίστηκε στις ενώσεις αυτές ικανότητα δικαίου από τον νομοθέτη είναι ο έμμεσος εξαναγκασμός τους να εγγράφονται στα σχετικά βιβλία και να τηρούν τις αρχές της δημοσιότητας», ό.π., σ. 294, σημ. 28.,

[74] ΠΠρΠειρ 658/2016 Δ/ΝΗ 2016.578, ΤΝΠ Νόμος.

[75] Πλέυρη Α., ό.π., σ. 76

[76] Ορφανίδης Γ., ό.π.

[77] Παναγόπουλος Κ., Ατελής ικανότητα Δικαίου μορφωμάτων χωρίς νομική προσωπικότητα, Ομιλία στο 11ο Συνέδριο Ένωσης Αστικολόγων στην Πάτρα την 24.4.2015, Digesta 2015.68 επ.

[78] Γιαννόπουλος Π., Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, ό.π., σ. 72

[79] ακόμα και σε συρροή με αδικοπρακτική ευθύνη που υπόκειται στην εκούσια διαμεσολάβηση.

[80] Μπέης, ό.π..

[81]Θεοχάρης Δ., ό.π., σ.141, Κούκιο Γ., ό.π., σ..24.

[82] Ματθίας, Άσκηση του δικαιώματος ακυρώσεως δικαιοπραξίας με ένσταση, Δ9,486 επ. Μπέης, Δ 9,435 επ. (437 επ.). Σταθόπουλος, Διαπλαστική αποφασις και πρόκλησις αυτής δι’ ενστά­σεως, ΝοΒ 26,1 επ., ΑΠ 1447/2010 ΤΝΠ Νόμος.

[83] καταψηφιστική, αναγνωριστική και διαπλαστική, εγγ. Νίκας, ΠολΔ Ι, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 437 επ…

[84] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 195 και 207

[85] κατά την κρατούσα γνώμη η κύρια παρέμβαση έχει την μορφή παρεμπίπτουσας αγωγής που διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης, Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 368.

[86] «με την παραδεκτή άσκηση της προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή, εξελίσσονται παράλληλα δύο έννομες σχέσεις, η μία της εκκρεμούς ήδη κύριας δίκης και η άλλη που ασκείται με την προσεπίκληση», Νίκας Ν., ό.π., σ. 396.

[87] με την ανταγωγή εισάγεται αυτοτελής και αυθύπαρκτη αγωγή, Νίκας Ν., ΠολΔ ΙΙ, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 281

[88] δεδομένου ότι  η ενημέρωση για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης θα λάβει χώρα προ συζητήσεως της κύριας αγωγής, Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 207, contra Κούκιο Γ., Προβλήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου από το θεσμό της διαμεσολάβησης, Digesta 2019. 29, όχι όμως και όσες διαφορές εκδικάζονται κατά παραπομπή με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, Διαμαντόπουλος, Η Διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, ΝοΒ 2015.144, σημ. 42 μ.π.π., όπως λχ. κατά το αρ. 988 ΚΠολΔ, ή διαφορές από ασφαλιστική εκκαθάριση κατά το αρ. 239 παρ. 4 ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α’ 13/05-02-2016), που κατήργησε το ν.δ. 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» και εφαρμόζεται στις υφιστάμενες, ήδη, την 31.12.2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις.

[89] εφόσον στην εκούσια δικαιοδοσία δε μπορεί να γίνει λόγος για «διαφορά», Γιαννόπουλος Π., ό.π., Κούκιο Γ., ό.π., σ.15

[90] Θεοχάρης Δ., η Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015.142, Κουσούλης Σ., Διαιτησία, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 30, μ.π.π.

[91] εγγ. Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 583, αρ. 1 επ., σ. 1084

[92] με την παρεμπίπτουσα αγωγή δεν εισάγεται νέο αντικείμενος, αλλά, επιδιώκεται η προσαρμογή του αρχικού σε μεταγενέστερες εξελίξεις, που μπορούν να εμποδίσουν, διακόψουν ή καταργήσουν την πρόοδο της κύριας δίκης, Μακρίδου σε ό.π., άρθρο 282, σ. 571.

[93] με τις παρεμβάσεις του αληθούς κυρίου ή νομέα και του αναγκαίου ομοδίκου δεν ανοίγονται παρεμπίπτουσες δίκες, αλλά, στην ουσία διευρύνει εκ των υστέρων τα υποκειμενικά όρια της, ήδη, ανοιγείσας κύριας δίκης, Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος 4η εκδ., σ. 377

[94] με την απλή πρόσθετη παρέμβαση δεν εισάγεται αυτοτελής αξίωση προς διάγνωση, ούτε διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης, ειμή μόνο ο προσθέτως παρεμβαίνων προσέρχεται στη δίκη προς υποστήριξη του υπερ ου, ως βοηθός διάδικός του, Νίκας Ν. Σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 80, σ. 185.

[95] και στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν εισάγεται αυτοτελής αξίωση προς διάγνωση, εφόσον ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων δε διεξάγει δική του δίκη, Νίκας Ν. σε ό.π., άρθρο 83, σ. 194. Κατά τον Γιαννόπουλο η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης της διαφοράς είναι ισχυρή για το δικαιοδόχο – ειδικό διάδοχο που απολαύει, ήδη, εξουσία διάθεσης και ασκεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του δικαιοπαρόχου – κυρίου διαδίκου και, ήδη, απαλλοτριώσαντα, ό.π., σ. 195.

[96] με την ανακοίνωση δεν εισάγεται αίτηση παροχής έννομης προστασίας, Νίκας σε ό.π., άρθρο 91, σ. 207.

[97] Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 207.

[98] λ.χ. άσκηση αγωγής καταβολής μισθωμάτων από περισσότερους συνεκμισθωτές,

[99] Νίκας σε ό.π., άρθρο 75, αρ. 2, σ.171.

[100] μπορεί και να υποστηριχθεί ότι για την ενότητα της κρίσεως και κατ΄ανάλογη εφαρμογή του αρ. 75 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, είναι δυνατή η αναβολή συζητήσεως ως προς όλους τους απλούς ομοδίκους, προκειμένου να ενημερωθεί για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης ο αδρανήσας και, εν συνεχεία, να κληθεί στην συζήτηση, ΕφΛαρ 113/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατ 709/2004 Νόμος, ΜΠρΑθ 658/2010 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος, Νίκας, Πολιτική Δικανομιία I, 2003, σελ. 350 μ.π.π.. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στις περιπτώσεις που ελλοχεύει ο κίνδυνος η δίκη του αδρανήσαντα να καταστεί άνευ αντικειμένου, αν προχωρήσει η συζήτηση για τους λοιπούς ομοδίκους του.

[101] προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος κατακερματισμού της επιγενόμενης δίκης και να διαφυλαχθεί η ενιαία διεξαγωγή της, Μπέης Κ., ΠολΔ κάτω από το  άρθρ. 76, IV 14, ΑΠ 1372/1993, ΕλλΔνη 1994.1599, ΕφΑθ 1774/70 ΝοΒ 18.1481, ΕφΘεσ 1/71 Αρμ 25.487, ΑΠ 97/1993, ΕΕΝ1994.90, ΑΠ 1030/74 ΝοΒ 23.613, ΕφΘεσ 892/1990, Αρμ. 1991. 573, ΕΕΜΠΔ 1991.634ΕφΠειρ 1154/82 Δ 13.829, Νίκας σε ό,π., αρ. 6, σελ. 177

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *