Γ.Πλαγάκος, Η άσκηση ιδιωτικών δραστηριοτήτων και η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού σε εκδηλώσεις συμβατές με τη δικαστική ανεξαρτησία και τις γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του (εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 2-3/3/2023)
Λήψη μελέτης σε μορφή WORD
Η άσκηση ιδιωτικών δραστηριοτήτων και η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού σε εκδηλώσεις συμβατές με τη δικαστική ανεξαρτησία και τις γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του.
(Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 2/3.3.2023)
Γεώργιος Πλαγάκος
Πρόεδρος Πρωτοδικών
Διάγραμμα
1) Εισαγωγικά
2) Οικονομικές δραστηριότητες
3) Πολιτικές δραστηριότητες
4) Έκφραση απόψεων-πεποιθήσεων
5) Συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα
6) Συμμετοχή σε εκδηλώσεις
7) Επίλογος
1) Εισαγωγικά.
Το ζήτημα της άσκησης ιδιωτικών δραστηριοτήτων και της συμμετοχής των δικαστικών λειτουργών σε εκδηλώσεις εκτός του επαγγελματικού περιβάλλοντος και των υπηρεσιακών καθηκόντων τους αποτελεί ένα πεδίο, το οποίο μερικές φορές προσφέρεται για συμπεριφορές που μπορεί να παρεξηγηθούν χωρίς πάντοτε να είμαστε βέβαιοι αν οι συμπεριφορές αυτές είναι όντως εσφαλμένες. Ας έχουμε κατά νου ότι η ορθότητα της συμπεριφοράς των δικαστών εκτός υπηρεσίας κρίνεται άλλοτε με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας, κυρίως του ΚΟΔΚΔΛ, και άλλοτε με βάση τη δικαστική δεοντολογία. Είναι πιθανό μια δραστηριότητα ή συμμετοχή σε εκδήλωση να μην συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα αλλά να είναι αντίθετη με τη δικαστική δεοντολογία, η οποία είναι ευρύτερη του πειθαρχικού δικαίου. Οι κώδικες δεοντολογίας δεν ορίζουν κυρώσεις αλλά περιέχουν πρότυπα ορθής συμπεριφοράς με καθοδηγητικό ρόλο προς την επίλυση των διλημμάτων συμπεριφοράς που ανακύπτουν.
2) Οικονομικές δραστηριότητες.
Κατ’ άρθρο 89 παρ.1 του Συντάγματος και 48 παρ.1 ΚΟΔΚΔΛ απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία, καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. Αυτή η απαγόρευση καταλαμβάνει τόσο την επίσημη και φανερή παροχή μισθωτής υπηρεσίας όσο και την ανεπίσημη. Εξαίρεση εισάγεται για τη διδασκαλία στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Επίσης, ορίζεται ότι τα καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά καθήκοντα. Επομένως, δεν επιτρέπεται να εργάζονται οι δικαστικοί λειτουργοί, έστω και ατύπως, ως εκπαιδευτικοί σε κάθε είδους ιδιωτικές σχολές, εκπαιδευτήρια ή νομικά φροντιστήρια ούτε να αναλαμβάνουν σε συνεννόηση με δικηγόρους τη σύνταξη δικογράφων, προκειμένου να αποκτήσουν επιπλέον εισόδημα. Επίσης, απαγορεύεται να δραστηριοποιούνται ιδιωτικά προς τον σκοπό επίλυσης ενδίκων διαφορών, αφού κατ’ άρθρο 89 παρ.2 του Συντάγματος και 48 παρ.4 ΚΟΔΚΔΛ, η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων σύμφωνα με τις εκεί αναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις.
Οι δικαστικοί λειτουργοί επιτρέπεται να επιχειρούν τις απαιτούμενες δικαιοπραξίες για τη διαχείριση της περιουσίας τους, είτε την απέκτησαν οι ίδιοι είτε την κληρονόμησαν, αλλά δεν επιτρέπεται να επιχειρούν δικαιοπραξίες και να μετέρχονται οικονομικές συναλλαγές, οι οποίες τους προσδίδουν την εμπορική ιδιότητα. Επομένως, δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε προσωπικές εταιρίες ούτε η ανάληψη της διοίκησης και εκπροσώπησης εταιριών. Η κατοχή μετοχών, τις οποίες κληρονομεί ο δικαστής και οι οποίες δεν προσδίδουν άνευ ετέρου την εμπορική ιδιότητα, δεν απαγορεύεται από τον ΚΟΔΚΔΛ αλλά μπορεί κατά καιρούς να ρυθμίζεται από άλλους νόμους. Επομένως, οι δικαστικοί λειτουργοί που βρίσκονται με περιουσιακά στοιχεία ή πρόκειται λόγω κληρονομικής διαδοχής να βρεθούν με ιδιότητες, που θα τους καταστήσουν εμπόρους ή που δεν επιτρέπονται εκ του νόμου, πρέπει χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες κάθε φορά διατάξεις του κληρονομικού δικαίου ή του δικαίου των εμπορικών εταιριών, να απεμπλακούν από την ασύμβατη με την ιδιότητά τους κατάσταση.
Η συγγραφή βιβλίων από δικαστικούς λειτουργούς, στην πράξη κυρίως νομικών, και η είσπραξη πνευματικών δικαιωμάτων από τις πωλήσεις τους, δεν αποτελεί άσκηση άλλου επαγγέλματος και έχει επικρατήσει να μην θεωρείται οικονομική δραστηριότητα ασύμβατη προς τα δικαστικά καθήκοντα. Η αμοιβή, την οποία δικαιούται να εισπράττει ο δικαστής για τα διδακτικά του καθήκοντα, όπου αυτά επιτρέπονται, δεν πρέπει να υπερβαίνει εκείνη, την οποία θα εισέπραττε άλλος διδάσκων, που δεν είναι δικαστής, και η είσπραξή της πρέπει να επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία περί προσθέτων αποδοχών (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.11.1, αρ.157, Εθνικοί Χάρτες Δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής-ποινικής, της διοικητικής δικαιοσύνης και του ΣτΕ, (Κεφάλαιο VII-Αυτοσυγκράτηση, Χάρτης Δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, άρθρα 8 παρ.4 και 9).
Επί οροφοκτησίας, ο δικαστής επιτρέπεται να είναι διαχειριστής της πολυκατοικίας αλλά όχι να παρέχει νομικές συμβουλές. Επίσης, επιτρέπεται να είναι εκτελεστής διαθήκης ή διαχειριστής περιουσίας συγγενικού ή πολύ φιλικού προσώπου, αν αυτές οι ιδιότητες δεν παρεμποδίζουν την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων και δεν του προσπορίζουν κέρδος (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.11.4, αρ.171).
3) Πολιτικές δραστηριότητες.
Είναι κοινός τόπος ότι τα δικαστικά καθήκοντα είναι ασυμβίβαστα με τις κομματικές και εν γένει πολιτικές δραστηριότητες. Κάθε κομματική δραστηριότητα και τέτοιου είδους δεσμός πρέπει να παύσει να υφίσταται με την ανάληψη των δικαστικών καθηκόντων. Επίσης, η παρουσία του δικαστικού λειτουργού σε κομματικές και εν γένει πολιτικές εκδηλώσεις δεν είναι δεοντολογικά ορθή, διότι οδηγεί στη σύνδεσή του με ορισμένη πολιτική παράταξη, η οποία με τη σειρά της υποσκάπτει, στη συνείδηση του κοινού, την ανεξαρτησία, την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε κοινωνίες με αναμνήσεις ή και παρόν έντονης πολιτικής πόλωσης αλλά και επειδή συχνά υπάρχουν δίκες, στις οποίες αρκετοί πιστεύουν ότι το αποτέλεσμα της δίκης κρίνει την ορθότητα ή μη των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών.
Λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού, κατ’ άρθρο 109 παρ.4 ΚΟΔΚΔΛ, δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για τον δικαστικό λειτουργό η έκφραση γνώμης δημόσια, εκτός αν γίνεται υπέρ ή κατά ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης. Φρονώ ότι η έκφραση γνώμης υπέρ ή κατά ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης, για να αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, πρέπει να είναι κατά κυριολεξία έκφραση γνώμης, δηλαδή να πρόκειται για εκφορά λόγου ή για ισοδύναμη χρήση χειρονομιών, εικόνων ή συμβόλων είτε φυσική ή στο διαδίκτυο ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η συμμετοχή στο ακροατήριο μιας κομματικής και εν γένει πολιτικής εκδήλωσης δεν συνιστά άνευ ετέρου έκφραση γνώμης και επομένως, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πειθαρχικό αδίκημα αλλά ως παραβίαση της δικαστικής δεοντολογίας.
Δεδομένου, όμως, ότι κατ’ άρθρο 109 παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ πειθαρχικό παράπτωμα είναι οι πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη πίστης και αφοσίωσης προς την πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, πρέπει να θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα η συμμετοχή σε εκδήλωση πολιτικού κόμματος ή οργάνωσης, η οποία διακηρυγμένα εκ μέρους της ή διαπιστωμένα εκ μέρους των δικαστικών αρχών υποσκάπτει την εδαφική ακεραιότητα ή την εθνική ανεξαρτησία ή εχθρεύεται το δημοκρατικό πολίτευμα. Τούτο πέραν του δεοντολογικού ζητήματος σε σχέση με το επιτρεπτό ή μη της συμμετοχής των δικαστικών λειτουργών σε πολιτικές/κομματικές συναθροίσεις.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η ανάληψη πολιτικών αξιωμάτων με εξαίρεση την κατ’ άρθρο 37 παρ.3 του Συντάγματος συμμετοχή στην κυβέρνηση.
4) Έκφραση απόψεων-πεποιθήσεων.
Δυσχερέστερη είναι η οριοθέτηση του επιτρεπτού όταν πρόκειται για μη οικονομική και μη πολιτική δραστηριότητα ή για συμμετοχή σε εκδηλώσεις, διότι συμπλέκονται με συνταγματικά δικαιώματα του δικαστή. Στους εθνικούς κώδικες δεοντολογίας γίνεται αποδεκτό ότι ο δικαστής μπορεί να εκφράζει πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές και λοιπές πεποιθήσεις, εντός και εκτός δικαστηρίου, κατά τρόπο που αρμόζει στο λειτούργημά του και δεν κλονίζει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ανεξαρτησία και αμεροληψία που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του (Κεφάλαιο Ι περί Ανεξαρτησίας στους Χάρτες Δεοντολογίας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, των δικαστικών λειτουργών της διοικητικής δικαιοσύνης και των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας). Αυστηρότερος είναι ο Χάρτης δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 8 παρ.1), διότι ορίζεται ότι ο δικαστής, ως πολίτης δικαιούται να διαμορφώνει -προσοχή: όχι να εκφράζει- πολιτική γνώμη, φροντίζει όμως, δια του αυτοπεριορισμού του, οι πολίτες να εμπιστεύονται απόλυτα τη δικαιοσύνη, χωρίς να ανησυχούν για τις πολιτικές πεποιθήσεις των λειτουργών της.
Κατ’ άρθρο 109 παρ.4 ΚΟΔΚΔΛ, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα η έκφραση γνώμης δημόσια, αν γίνεται με προφανή σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης. Όταν οι δικαστές συμμετέχουν σε εκδηλώσεις, οι οποίες διοργανώνονται στους κόλπους του δικαστικού σώματος ή από δικηγορικούς συλλόγους ή από νομικές σχολές ή με συνεργασία τους ή στο πλαίσιο διαφόρων δεξαμενών σκέψης ή κύκλων ιδεών, και επισημαίνουν (οι δικαστές) ορισμένα αδύναμα σημεία, δηλαδή αναφέρονται στα κακώς κείμενα στη δικαιοσύνη, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι γίνεται με σκοπό και δη προφανή σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης. Η οριοθέτηση αυτού του πειθαρχικού παραπτώματος πρέπει να είναι στενή.
Κατ’ άρθρο 109 παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα η αναξιοπρεπής ή απρεπής εντός ή εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά. Πρόκειται για γενική ρήτρα, η οποία δεν πρέπει να ερμηνεύεται με τόσο μεγάλη ευρύτητα, ώστε να περιλαμβάνει ενέργειες, οι οποίες εμπίπτουν στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης ή της αναφοράς στις αρχές. Υπό το πρίσμα αυτό η υπογραφή του δικαστή σε έγγραφο διάβημα-διαμαρτυρία, πιθανόν μαζί με άλλους ενδιαφερόμενους, προς την αρμόδια αρχή π.χ. σχετικά με την κακή λειτουργία και τις ανεπάρκειες του σχολείου του παιδιού του ή σχετικά με τις συνθήκες της καθαριότητας ή της ηχορρύπανσης στη γειτονιά του, δεν πρέπει να θεωρείται αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά, ακόμη και αν ο χρησιμοποιούμενος λόγος είναι αιχμηρός.
5) Συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα
Με το άρθρο 109 παρ.4δ ΚΟΔΚΔΛ αναγνωρίζεται το δικαίωμα των δικαστικών λειτουργών να είναι μέλη και να αναπτύσσουν δραστηριότητα και σε άλλα σωματεία πλην των δικαστικών ενώσεων. Ομοίως, οι Χάρτες δικαστικής δεοντολογίας, επιτρέπουν τη συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, αρκεί να μην επηρεάζεται η ανεξαρτησία και να μην μειώνεται η αξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργήματος. Πιθανόν η συμμετοχή σε διάφορα σωματεία να εγείρει δεοντολογικά ζητήματα και ειδικότερα να θέτει σε αμφιβολία την αντικειμενικότητα και αμεροληψία του δικαστή σε ορισμένη κατηγορία υποθέσεων, αν αυτά τα σωματεία εκφράζουν ομάδες πίεσης με συχνή εμφανή ή αφανή παρουσία σε δίκες ορισμένων κατηγοριών (συμμετοχή σε σωματεία καταναλωτών ή δανειοληπτών σε σχέση με δίκες κατά τραπεζών ή συμμετοχή σε φιλοζωικά σωματεία σε σχέση με δίκες περί την κακοποίηση/θανάτωση ζώων). Η συμμετοχή στην Ακαδημία Αθηνών επιτρεπεται με ρητή συνταγματική διάταξη, οπότε δεν απαιτείται να γραφεί κάτι επ’ αυτού.
Γνωστή και με υψηλή συμβολική ισχύ είναι η διάταξη του άρθρου 109 παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ, κατά το οποίο είναι πειθαρχικό παράπτωμα η συμμετοχή σε οργάνωση, της οποίας οι σκοποί είναι κρυφοί ή η οποία επιβάλλει στα μέλη της μυστικότητα. Η οργάνωση αυτή μπορεί να είναι κάθε είδους, δηλαδή να έχει κοινωνικούς, θρησκευτικούς ή άλλους σκοπούς. Νομίζω ότι απαιτείται η ιδιότητα του μέλους της οργάνωσης ή η συχνή συμμετοχή στις εκδηλώσεις της για την τέλεση του πειθαρχικού αδικήματος και δεν αρκεί η άπαξ συμμετοχή σε εκδήλωσή της. Τότε μάλλον δεν πρόκειται για το πειθαρχικό αδίκημα του άρθρου 109 παρ.2η ΚΟΔΚΔΛ αλλά για παραβίαση της δικαστικής δεοντολογίας. Πιο χαλαρή είναι η σχετική διάταξη των Αρχών της Bangalore, σύμφωνα με την οποία δεν συνιστάται στους δικαστές να είναι μέλη μυστικών οργανώσεων, αν συμμετέχουν σε αυτές δικηγόροι, διότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μεροληπτεί υπέρ αυτών των δικηγόρων ως απόρροια των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις υποχρεώσεις των μελών της μυστικής οργάνωσης.
Επίσης, δεοντολογικά δεν είναι ορθό ο δικαστικός λειτουργός να συμμετέχει σε νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, που, εν γνώσει του, προβαίνει σε, απαγορευμένες από το δίκαιο διακρίσεις. Εντούτοις, ο δικαστής επιτρέπεται να είναι μέλος νομικού προσώπου που έχει ως σκοπό τη διαφύλαξη θρησκευτικών, εθνικών ή νομικά αποδεκτών πολιτιστικών αξιών (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.11.4., αρ.168. Επίσης, δεν πρέπει να υποστηρίζει ούτε να προωθεί οποιαδήποτε ένωση προσώπων, ομάδα ή οργάνωση, των οποίων οι αρχές δεν συνάδουν με τη δημόσια θέση του. Επιπλέον, δεν πρέπει να γίνεται μέλος ούτε να συμμετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε ενώσεις που απαιτούν υποσχέσεις πίστης ή που δεν διασφαλίζουν την πλήρη διαφάνεια της συμμετοχής των μελών τους (Χάρτης Δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, άρθρα 5 παρ.2 του Κεφαλαίου Ανεξαρτησία και 8 παρ. 7, 8 του Κεφαλαίου Αυτοπεριορισμός).
Οι δικαστές επιτρέπεται να συμμετέχουν σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις είτε ως μέλη είτε στη διοίκησή τους. Τέτοιες μπορεί να είναι φιλανθρωπικές οργανώσεις, οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων στα σχολεία, σωματεία που σχετίζονται με εκπαιδευτικές δραστηριότητες, θρησκευτικά, κοινωνικά, αθλητικά, πολιτιστικά ή καλλιτεχνικά σωματεία. Ο δικαστής μπορεί να εκφράζει στο σωματείο την άποψή του για επιμέρους ζητήματα που το αφορούν, ακόμη και αν έχουν νομικές πτυχές, αλλά όχι να ενεργεί ως νομικός σύμβουλος Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται ως προς τη σύνδεση του ονόματός του δικαστή με δραστηριότητες που αποσκοπούν στη συλλογή οικονομικών πόρων υπέρ κάποιου σωματείου (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.11.4., αρ.167).
6) Συμμετοχή σε εκδηλώσεις
Σύμφωνα με την καλή πρακτική που προτείνεται από τους Χάρτες Δεοντολογίας, ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να ενημερώνεται εκ των προτέρων για τις εκδηλώσεις, στις οποίες εξετάζει να παρευρεθεί, αν δηλαδή είναι συμβατές με τη δικαστική ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του και τις γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του. Αυτό ισχύει είτε προσκληθεί ατομικά είτε πληροφορηθεί τη διεξαγωγή της εκδήλωσης από δημόσια ανακοίνωση, δηλαδή από το διαδίκτυο, την τηλεόραση, αφίσα ή από ιδιωτική συζήτηση. Τέτοιες εκδηλώσεις μπορεί να είναι συναυλίες, συνεστιάσεις διαφόρων συλλόγων, πολιτικών φορέων, γιορτές, διαλέξεις, καλλιτεχνικές ή αθλητικές εκδηλώσεις, συναθροίσεις κοινωνικού-διεκδικητικού χαρακτήρα και γενικά κάθε μορφής και σκοπού.
Ενδεχομένως, ορισμένες εκδηλώσεις-συναθροίσεις δεν έχουν εμφανώς πολιτικό αλλά διαφορετικό περιεχόμενο, παρά ταύτα, ο φορέας διοργάνωσης ή τα πρόσωπα που πληροφορούμαστε ότι πρόκειται να παρευρεθούν εκεί, πιθανόν να μας προϊδεάζουν ότι πρόκειται ουσιαστικά για πολιτική εκδήλωση ή εκδήλωση δημοσίων σχέσεων υπέρ ενός πολιτικού προσώπου. Απαιτείται εγρήγορση ως προς την ανίχνευση του γενικού περιεχομένου, του κλίματος της εκδήλωσης και συνακόλουθα της σκοπιμότητας της παρουσίας του δικαστή σε αυτήν, ώστε να μην αιφνιδιασθεί, ευρισκόμενος σε ένα περιβάλλον από άποψη ανθρώπων και εκδηλώσεων, το οποίο αγνοούσε αλλά το γνώριζε, δεν θα μετέβαινε στην εκδήλωση.
Ομοίως, για την περίπτωση που από την πρόσκληση-ανακοίνωση των εκδηλώσεων δεν προκύπτει εμφανώς το περιεχόμενό ή η εν γένει κοσμοθεωρητική κατεύθυνσή τους αλλά είναι δυνατό να διαγνωσθεί με δεύτερες σκέψεις, π.χ. από την ταυτότητα του φορέα που διοργανώνει την εκδήλωση ή των ομιλητών ότι είναι πιθανό να διατυπωθούν δημοσίως ανεύθυνες, αντεπιστημονικές απόψεις, διχαστικός ή και μισαλλόδοξος λόγος και πιθανόν ρητορική μίσους (Κεφάλαιο V-Απαγόρευση διακρίσεων των Κωδίκων Δεοντολογίας της πολιτικής-ποινικής, διοικητικής δικαιοσύνης και ΣτΕ). Οι υπόνοιες αυτές πρέπει να λειτουργούν υπέρ της αποχής του δικαστή από την εκδήλωση.
Η συμμετοχή σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από ομάδες πίεσης ή όταν οι ομάδες αυτές εκπροσωπούνται έντονα σε κάποιες εκδηλώσεις, είναι παρεξηγήσιμη, διότι η ταυτόχρονη παρουσία των μελών τέτοιων ομάδων και δικαστών σε μία εκδήλωση μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση σε μέρος του κοινωνικού συνόλου ότι οι παρευρισκόμενοι δικαστές ταυτίζονται με αυτές τις ομάδες πίεσης ή έστω ότι έχουν συγκλίνουσες απόψεις. Αυτό μπορεί να δημιουργεί στην κοινή γνώμη την υπόνοια ότι ο δικαστής δεν είναι αντικειμενικός και αμερόληπτος, όταν δικάζει υποθέσεις που ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη ομάδα πίεσης.
Ως προς τους δικαστές με συζύγους πολιτικούς αναφέρεται ότι πρέπει να παραμένουν αποστασιοποιημένοι από τις σχετικές επαφές και εκδηλώσεις των λοιπών μελών της οικογενείας τους, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι συμπολίτες τους δεν θα θεωρούν ότι ο δικαστής προωθεί συγκεκριμένο υποψήφιο και τάσσεται υπέρ ορισμένης πολιτικής παράταξης ή εκλογικού συνδυασμού. Όταν ο σύζυγος μετέχει σε πολιτικές συγκεντρώσεις, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να τον/την συνοδεύει. Τέτοιες συγκεντρώσεις δεν πρέπει να διοργανώνονται στην οικία του δικαστή και αν ο σύζυγος επιμένει να διοργανώσει στο σπίτι τέτοια συγκέντρωση, ο δικαστής οφείλει να αποστασιοποιηθεί εμφανώς από την εκδήλωση, ακόμη και να απουσιάσει κατά τηγ διάρκειά της, αν το κρίνει απαραίτητο. Συνιστάται ότι οικονομικές χορηγίες προς κόμματα, πολιτικές οργανώσεις ή υποψηφίους δεν πρέπει να γίνονται από κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς με συνδικαιούχο τον δικαστικό λειτουργό αλλά από ατομικούς λογαριασμούς των μελών της οικογενείας του. Από την άλλη πλευρά, η δημόσια παρουσία του συζύγου που είναι δικαστής με τον/την σύζυγό του σε εθιμοτυπικές περιστάσεις, π.χ. σε εθνικές επετείους ή τοπικές εορτές, μπορεί να μην αντίκειται στη δικαστική δεοντολογία (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ανεξαρτησία, παρ.1.3, αρ.38).
Ως προς τις συναναστροφές με τους δικηγόρους, στις περισσότερες κοινωνίες θεωρείται αποδεκτό να παρακολουθούν οι δικαστές εκδηλώσεις που διοργανώνουν οι δικηγορικοί σύλλογοι και να συναναστρέφονται κοινωνικά με δικηγόρους. Δεν αναμένεται ότι οι δικαστές με τον διορισμό τους θα απομονωθούν και θα διακόψουν κάθε δεσμό τους με τους ασκούντες τη δικηγορία. Επίσης, δεν θεωρείται οπωσδήποτε ωφέλιμο το να αποξενωθούν οι δικαστές από σχολικούς φίλους, που μπορεί να είναι δικηγόροι, πρώην συνεργάτες και πρώην συναδέλφους. Εξάλλου, η συναντήσεις δικαστών και δικηγόρων και κοινωνικές περιστάσεις είναι ωφέλιμη, διότι μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των εντάσεων μεταξύ δικαστών και δικηγόρων και να μετριάσει την απομόνωση που βιώνουν οι δικαστές. Σε κάθε περίπτωση, οι δικαστές πρέπει να συμπεριφέρονται με βάση την κοινή λογική και να επιδεικνύουν προσεκτική συμπεριφορά. Το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογία για την αποδοχή προσκλήσεων, οι οποίες προέρχονται από δικηγόρους, για τη συμμετοχή σε κοινωνικές συναθροίσεις. Εντούτοις, πρέπει να αποφεύγεται η συμμετοχή, όταν ο δικηγόρος ή το δικηγορικό γραφείο που διοργανώνει τη συνάθροιση, προσφέρει φιλοξενία και συναφείς παροχές πέραν του συνηθισμένου μέτρου. Κριτήριο πρέπει να είναι η εντύπωση που προκαλείται στον λογικό παρατηρητή, που δεν είναι εξοικειωμένος με τις συμβάσεις του νομικού επαγγέλματος (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.2, αρ.119 και 123).
Συνιστάται προσοχή ως προς την εκτίμηση του δεοντολογικά επιτρεπτού χαρακτήρα των επισκέψεων στο δικηγορικό γραφείο, στο οποίο εργαζόταν ο δικαστής. Αναφέρεται ότι κατά κανόνα τέτοιες επισκέψεις μπορεί να είναι αποδεκτές, αν είναι σπάνιες και γίνονται με συγκεκριμένη αφορμή, η οποία καθιστά την επίσκεψη δικαιολογημένη. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ενδεικτικά, όταν ο δικαστής επισκέπτεται το δικηγορικό γραφείο, στο οποίο εργαζόταν παλαιότερα, προκειμένου να παρευρεθεί σε μία ετήσια εκδήλωση, μία δεξίωση επ’ ευκαιρία ορισμένης επετείου ή μια γιορτή προς τιμήν ενός μέλους του γραφείου που ανέλαβε κάποιο νομικό αξίωμα (ενδεικτικά: διορισμός σε κάποια ανεξάρτητη αρχή, σε ευρωπαϊκό ή διεθνή οργανισμό) ή πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστών. Πάντως, οι συχνές κοινωνικές επαφές του δικαστή με τους πρώην συναδέλφους του θεωρούνται μη προσήκουσα συμπεριφορά, διότι μπορεί να δημιουργεί την εντύπωση της ευνοιοκρατίας στις δίκες, στις οποίες εμφανίζονται αυτοί οι δικηγόροι (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.2, αρ.125).
Ανάλογη προσοχή πρέπει να επιδεικνύει ο δικαστής, όταν καλείται σε κοινωνικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται από το προσωπικό διαφόρων υπηρεσιών ή από επαγγελματικούς φορείς, ιδίως όταν τα μέλη του προσωπικού ή οι ασκούντες το επάγγελμα εμφανίζονται συχνά στα δικαστήρια ή η εργασία τους τελεί σε εγγύτητα με την απονομή της δικαιοσύνης, όπως ενδεικτικά οι αστυνομικοί, το προσωπικό ελεγκτικών υπηρεσιών (εφορία και τελωνεία), δικαστικοί επιμελητές, ιατροδικαστές και γραφολόγοι. Η συχνή εκτός υπηρεσίας συνάφεια δεν είναι επιθυμητή, έστω και αν υπάρχει σχέση αλληλοεκτίμησης. Ομοίως με επικεφαλείς υπηρεσιών που εμπλέκονται συχνά σε δίκες στην περιφέρεια του δικαστηρίου, που υπηρετεί ο δικαστής (πολεοδομία, οικονομικές υπηρεσίες Δήμων), και με τους διοικούντες τους Ο.Τ.Α., αν τέτοιου είδους σχέσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εύλογη εντύπωση μεροληψίας. Κριτήρια για την απόφαση του δικαστή για την αποδοχή ή απόρριψη τέτοιων προσκλήσεων και γενικώς για τον χειρισμό τέτοιων κοινωνικών σχέσεων θα πρέπει να είναι η συχνότητα των υπηρεσιακών εμφανίσεων του άλλου προσώπου ενώπιόν του, η φύση και ο βαθμός της κοινωνικής επαφής, η κουλτούρα της τοπικής νομικής κοινότητας και -όσο μπορεί να προβλεφθεί- ο χαρακτήρας της τρέχουσας ή της επικείμενης δικαστικής διαμάχης, στην οποία εμπλέκεται το πρόσωπο αυτό (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.2, αρ.126).
Οι επισκέψεις σε χώρους ψυχαγωγίας και διασκέδασης κατ’ αρχήν δεν δημιουργούν πρόβλημα αλλά θα πρέπει να υπάρχει διακριτικότητα και να λαμβάνεται υπ’ όψιν η φήμη του χώρου, τα πρόσωπα που ενδέχεται να συχνάζουν εκεί, η ύπαρξη δικαστικών υποθέσεων και ζητήματα σχετικά με το ενδεχόμενο της μη νόμιμης λειτουργίας του χώρου. Ομοίως, η δικαστική δεοντολογία δεν φαίνεται να απαγορεύει καθολικά την οποιαδήποτε συμμετοχή σε τυχερά παίγνια. Από αυτό συνάγεται ότι μάλλον θεωρείται αποδεκτή η περιστασιακή συμμετοχή σε αυτά ως δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου αλλά θα πρέπει να δίνεται έμφαση στο πως αυτή η δραστηριότητα εκλαμβάνεται από τον μέσο λογικό παρατηρητή. Είναι διαφορετική η εντύπωση που δημιουργείται από την επίσκεψη του δικαστή σε ένα καζίνο κατά τις διακοπές ή κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο εξωτερικό ή από τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια σε οικογενειακό και φιλικό κύκλο από την εντύπωση που δημιουργείται από τη συχνή παρουσία σε χώρους, όπου διεξάγονται τυχερά παίγνια και τη συμπεριφορά του ως τακτικού παίκτη (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.2, αρ.116).
Η συμμετοχή του δικαστή σε ραδιοφωνικές ή και τηλεοπτικές εκπομπές -το ζήτημα μέχρι στιγμής δεν υφίσταται στην Ελλάδα- μπορεί να θεωρηθεί ότι στοχεύει στην προώθηση του οικονομικού συμφέροντος του μέσου ενημέρωσης και των χορηγών του. Από την άλλη πλευρά, μέρος του κοινού ενημερώνεται και διαμορφώνει άποψη μέσω τέτοιων διαύλων ενημέρωσης σχετικά με ζητήματα, όπως η διάκριση των λειτουργιών του κράτους, η εφαρμογή του δικαίου και την απονομή της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να είναι αποδεκτή ή ακόμη και να ενδείκνυται η επιλεκτική συμμετοχή σε σχετικές εκπομπές. Για την εμφάνιση ή μη σε μία εκπομπή πρέπει να εκτιμάται η συχνότητα της εμφάνισης, το κοινό, το θέμα της εκπομπής και το εάν η εκπομπή συγκαταλέγεται στις αποκαλούμενες ποιοτικές ή εμπορικές εκπομπές (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.9, αρ.152).
Ο δικαστής δεν πρέπει να παρέχει νομικές συμβουλές αλλά επιτρέπεται να συμβουλεύει τους πολύ στενούς συγγενείς τους και να λέει τη νομική άποψή του σε στενούς φίλους σε φιλική, ανεπίσημη βάση, χωρίς αμοιβή και με τη διευκρίνιση ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως νομικός σύμβουλος αλλά ότι πρέπει να αναζητήσουν προσηκόντως νομικές συμβουλές απευθυνόμενοι σε δικηγόρο (Αρχές της Bangalore, Κεφάλαιο Ευπρέπεια, 4.9, αρ.174).
7) Επίλογος
Συνοψίζοντας, πρέπει να τονισθεί ότι οι άστοχες επιλογές, ακόμη και αν δεν συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα, φέρνουν ενίοτε τους δικαστικούς λειτουργούς σε αμήχανη θέση και κάποιες φορές υποσκάπτουν την αντίληψη που πρέπει να επικρατεί σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία. Η αποφυγή αυτών των κινδύνων επιτυγχάνεται κυρίως με την προληπτική δράση και δη με τον αυτοπεριορισμό και τη μετρημένη συμπεριφορά, ώστε να μην εκτιθέμεθα οι ίδιοι και να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον θεσμό της δικαιοσύνης, και όχι με την εκ των υστέρων προσπάθεια να αποδεικνύουμε ότι είμαστε έντιμοι, ανεξάρτητοι αντικειμενικοί και αμερόληπτοι.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση