Γ.Πλαγάκος, Οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ. 2 ε΄ και στ΄ ΚΠΔ στις υποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης του κρατουμένου και της ανάκλησής της

Λήψη μελέτης σε μορφή pdf

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

Οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ στις υποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης του κρατουμένου και της ανάκλησής της.

 

 

Γεώργιος Πλαγάκος

Πρόεδρος Πρωτοδικών

 

α. Κατ’ άρθρο 14 παρ.2 ΚΠΔ, από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων στην ίδια ποινική υπόθεση αποκλείεται, μεταξύ άλλων, ε) ο ανακριτής και στ) ο δικαστής, που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. Στη λειτουργία των δικαστικών συμβουλίων (πλημμελειοδικών) ανακύπτει ενίοτε ο προβληματισμός -έστω και αν τελικά δεν εκφράζεται με την υποβολή δηλώσεων αποχής- εάν αυτές οι δύο περιπτώσεις καταλαμβάνουν και τις υποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης αλλά και της ανάκλησής της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105Β-106 και 107 ΠΚ αντίστοιχα. Ειδικότερα, ανακύπτει ο προβληματισμός εάν κωλύεται να μετέχει στη σύνθεση του δικαστικού συμβουλίου, που εξετάζει την αίτηση για την υφ’ όρον απόλυση του κρατουμένου ή την πρόταση του εισαγγελέα για την ανάκληση της χορηγηθείσας υφ’ όρον απόλυσης α) ο ανακριτής που χειρίσθηκε την υπόθεση, η οποία κατέληξε στην καταδίκη και φυλάκιση του κατηγορουμένου και β) ο δικαστής που μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου, το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο και του επέβαλε τη στερητική της ελευθερίας ποινή, την οποία εκτίει, όταν ζητεί την υφ’ όρον απόλυσή του. Για τον ανακριτή (περίπτωση ε΄) ο προβληματισμός είναι κοινός είτε εξέδωσε ένταλμα προσωρινής κράτησης ή διάταξη περιοριστικών όρων είτε όχι, δηλαδή δεν ενδιαφέρει εάν ο καταδικασθείς κρατήθηκε προσωρινά με ένταλμα που εξέδωσε ο ανακριτής, που αργότερα είναι μέλος του συμβουλίου, το οποίο ασχολείται με την υφ’ όρον απόλυση του καταδικασθέντος ή την ανάκλησή της. Ομοίως, στην περίπτωση στ΄ δεν ενδιαφέρει εάν ο δικαστής, που αργότερα είναι μέλος του ως άνω συμβουλίου, ψήφισε καταδικαστικά ή αθωωτικά για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο στη δίκη, στην οποία καταδικάσθηκε και του επιβλήθηκε η ποινή (ή αντίστοιχα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά ως μέλος του δικαστικού συμβουλίου, το οποίο παρέπεμψε τον κατηγορούμενο σε δίκη). Τούτο διότι ο προβληματισμός για τον αποκλεισμό τους δεν θεμελιώνεται σε εικαζόμενη προκατάληψή τους, δηλαδή σε υπόνοια μεροληψίας με βάση την προηγούμενη κρίση τους (έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης ή σύλληψης, παραπεμπτική ή καταδικαστική ψήφος), η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Τότε, η εξεταζόμενη περίπτωση θα ρυθμιζόταν από το άρθρο 15 ΚΠΔ. Αντίθετα, το ενδεχόμενο να συντρέχει περίπτωση του άρθρου 14 παρ.2ε΄ ή στ΄ ΚΠΔ θεμελιώνεται στο αντικειμενικό γεγονός της συμμετοχής του δικαστή σε προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο και είναι ανεξάρτητο της εκφρασθείσας κρίσης του[1].

β. Η απάντηση στον προβληματισμό αυτόν πρέπει να είναι αρνητική, δηλαδή ο ανακριτής και ο δικαστής που μετείχε είτε στο δικαστικό συμβούλιο, που εξέδωσε το παραπεμπτικό βούλευμα, είτε στη δίκη, στην οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και ήδη κρατούμενος, δεν κωλύονται, κατ’ άρθρο 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ αντίστοιχα, να μετέχουν στο δικαστικό συμβούλιο, που εξετάζει την αίτηση του κρατουμένου να απολυθεί υφ’ όρον ή την πρόταση του εισαγγελέα να ανακληθεί η χορηγηθείσα υφ’ όρον απόλυση. Τούτο διότι δεν πρόκειται για την ίδια αλλά για διαφορετική ποινική υπόθεση. Η έκταση του αποκλεισμού υπαγορεύεται από τον σκοπό της νομοθέτησής του. Ειδικότερα, κρίθηκε επανειλημμένως από το ΕΔΑΔ ότι η άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων σε διαδοχικά στάδια της ίδιας ποινικής υπόθεσης παραβιάζει το τεκμήριο της δικαστικής αμεροληψίας, που διασφαλίζεται από το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ[2]. Στο άρθρο 14 παρ.2 ε΄ και στ΄ ΚΠΔ δεν αναφέρεται ο όρος ίδια ποινική υπόθεση αλλά ο όρος αυτός αναφέρεται στην παράγραφο 1 και στις προηγούμενες περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 14 ΚΠΔ. Από την ανάγνωση, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 14 προκύπτει ότι ο νομοθέτης επιδιώκει τον αποκλεισμό των δικαστών και των λοιπών αναφερόμενων προσώπων από τη σύνθεση των δικαστηρίων και δικαστικών συμβουλίων, που επιλαμβάνονται της ίδιας ποινικής υπόθεσης. Δεν αποκλείεται η συμμετοχή τους σε άλλες υποθέσεις με τον ίδιο κατηγορούμενο, έστω και συναφείς, εκτός εάν συντρέχει άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ του αποκλεισμού (π.χ. λόγος ευπρέπειας, που οδηγεί στην υποβολή δήλωσης αποχής).

Επομένως, ουσιώδης είναι η εννοιολογική οριοθέτηση του όρου ίδια ποινική υπόθεση, διότι αυτή ορίζει την έκταση του αποκλεισμού του ανακριτή και του δικαστή που συνέπραξε στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ή συμμετείχε στη δίκη στο ακροατήριο. Ως ίδια ποινική υπόθεση νοείται αυτή, η οποία αφετηριάζεται με την κίνηση της ποινικής διαδικασίας και καταλήγει στην έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής με την ευρεία έννοια (ή απαλλακτικού βουλεύματος) ή καταδικαστικής απόφασης. Είναι ευνόητο ότι, εφ’ όσον τίθεται ζήτημα υφ’ όρον απόλυσης και επομένως αποκλεισμού ορισμένων δικαστών από τη σύνθεση του οικείου δικαστικού συμβουλίου, ενδιαφέρει μόνο η περίπτωση της καταδικαστικής απόφασης. Η ποινική υπόθεση τελειώνει με την αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου και όχι με την αποφυλάκιση του καταδικασθέντος. Στην ίδια ποινική υπόθεση, εκτός από τα ζητήματα της παραπομπής ή μη του κατηγορουμένου σε δίκη, ανήκουν και τα παρεμπίπτοντα ζητήματα που ανακύπτουν, όπως τα σχετικά με την προσωρινή κράτηση και την κατάσχεση, δέσμευση λογαριασμών, άλλων περιουσιακών στοιχείων κλπ. Πάντως, δεν ανήκουν όσα ζητήματα θεμελιώνονται σε διαφορετικά πραγματικά γεγονότα και σε διαφορετική νομική βάση σε σχέση με αυτά της κύριας δίκης και των παρεμπιπτόντως αυτής ζητημάτων. Επίσης, στην ίδια ποινική υπόθεση ανήκει και η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας (άρθρα 525 επ. ΚΠΔ)[3], διότι πρόκειται για την εκ νέου εκδίκαση της ίδιας ποινικής κατηγορίας.

Η αίτηση για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα τελείως διαφορετικά και δη μεταγενέστερα αυτών της κύριας δίκης και των παρεμπιπτόντων της ζητημάτων. Ειδικότερα, στηρίζεται στο είδος και το μέγεθος της επιβληθείσας ποινής, το εκτιθέν μέρος της και τη διαγωγή του καταδικασθέντος κατά την έκτιση της ποινής του, η οποία εξειδικεύεται με τη διαπίστωση ύπαρξης ή η μη πειθαρχικών ποινών, δηλαδή στη συνδρομή των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων, τις οποίες τάσσει ο νόμος για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης (άρθρα 105Β-106 ΠΚ). Επίσης, κατά την εξέταση της αίτησης της υφ’ όρον απόλυσης καλούνται σε εφαρμογή άλλοι κανόνες του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (άρθρα 105Β επ. ΠΚ) από αυτούς που εφαρμόστηκαν στην ποινική προδικασία και τη διεξαχθείσα δίκη, η οποία κατέληξε στην καταδίκη του κατηγορουμένου και ήδη κρατουμένου. Η συνδρομή ή μη των πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων που ορίζονται στα άρθρα 105Β επ. ΠΚ ουδόλως σχετίζεται με τα πραγματικά γεγονότα και τις νομικές διατάξεις, στις οποίες στηρίχθηκε η άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα, η διατύπωση της κατηγορίας από τον ανακριτή, η παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη από το δικαστικό συμβούλιο και η καταδίκη του στο ακροατήριο. Επομένως, η διαδικασία που ανοίγει με την αίτηση του κρατουμένου για υφ’ όρον απόλυσή του, παρά την ταυτότητα στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και ήδη αιτούντος κρατουμένου, δεν αποτελεί μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο της ίδιας ποινικής υπόθεσης, ώστε να απαγορεύεται στον ανακριτή ή τον δικαστή του ακροατηρίου να επιληφθεί εκ νέου, αλλά διαφορετική ποινική υπόθεση.

γ. Διατρέχοντας τη σχετική νομολογία διαπιστώνουμε ότι δεν αποκλείεται από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του σε περίπτωση καθορισμού συνολικής ποινής, κατ’ άρθρο 551 ΚΠοινΔ, ο δικαστής που ήταν μέλος του δικαστηρίου, που είχε δικάσει μία από τις υποθέσεις και είχε επιβάλει μία από τις συγχωνευόμενες ποινές[4]. Επίσης, έγινε δεκτό ότι δεν αποκλείεται από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων στον δεύτερο βαθμό του ο δικαστής που ήταν μέλος του δικαστηρίου, το οποίο είχε διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, διότι αφ’ ενός το δικαστήριο που ανέστειλε την εκτέλεση της ως καταδικαστικής απόφασης, δεν ασχολήθηκε με την ουσία της υπόθεσης, και αφ’ ετέρου η κρίση του δικαστή στον δεύτερο βαθμό δεν εξαρτάται καθόλου από την προηγηθείσα κρίση του στη δίκη για την αναστολή της εκτέλεσης[5]. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα γεγονότα, που εξέτασε το κατ’ άρθρα 551 και 497 ΚΠΔ αρμόδιο δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση για τον καθορισμό της συνολικής ποινής (αριθμός των ποινών και μέγεθος κάθε ποινής) και στη δεύτερη περίπτωση για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής (κριτήρια του άρθρου 497), είναι διαφορετικά από αυτά, στα οποία στηρίχθηκε η κάθε επί μέρους ποινική διαδικασία, η οποία κατέληξε στην επιβολή ποινής (α΄ περίπτωση) και η κατ’ έφεση δίκη, η οποία ακολούθησε την αναστολή εκτέλεσης (β΄ περίπτωση), αλλά χρονικά και νοηματικά οι ανωτέρω δίκες βρίσκονται εγγύτερα μεταξύ τους από ότι η εδώ εξεταζόμενη διενέργεια της κύριας ανάκρισης ή η εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο σε σχέση με την κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τον τρόπο έκτισης του υπολοίπου της ποινής. Συγκρινόμενη με τις δύο ανωτέρω περιπτώσεις (καθορισμός συνολικής ποινής και αναστολή εκτέλεσης ποινής), η εξέταση της αίτησης για υφ’ όρον απόλυση στηρίζεται σε γεγονότα ακόμη πιο απομακρυσμένα, χρονικά και νοηματικά, από την ποινική διαδικασία (προδικασία και δίκη στο ακροατήριο), η οποία προηγήθηκε και κατέληξε στην επιβολή της στερητικής της ελευθερίας ποινής, την οποία ο καταδικασθείς επιδιώκει να εκτίσει εν μέρει εκτός του καταστήματος κράτησης. Ως εκ τούτου, ούτε ο ανακριτής ούτε ο δικαστής, που ήταν μέλος του συμβουλίου που παρέπεμψε τον κατηγορούμενο σε δίκη ή του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, κωλύεται κατ’ άρθρο 14 παρ.2ε΄και στ΄ ΚΠΔ, να είναι μέλος του δικαστικού συμβουλίου που εξετάζει την αίτηση του ιδίου προσώπου, με την οποία ζητάει την υφ’ όρον απόλυσή του. Υπέρ αυτής της θέσης συνηγορεί το επιχείρημα ότι η νομοθετική απαρίθμηση των λόγων αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων είναι περιοριστική και επομένως δεν επιτρέπεται η επέκταση της ισχύος τους σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη και αν εμφανίζονται παρόμοιες με αυτές, για τις οποίες θεσπίσθηκαν ρητά οι λόγοι αποκλεισμού[6].

δ. Πέραν των ανωτέρω, για την ερμηνεία των λόγων αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄και στ΄ ΚΠΔ ορθό είναι να λαμβάνεται υπ’ όψιν ο σκοπός του νομοθέτη, όπως αυτός προκύπτει όχι μόνο από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού και από την οριοθέτηση της έννοιας ίδια ποινική υπόθεση αλλά και από το παρεμφερούς περιεχομένου άρθρο 305 παρ.2 ΚΠΔ. Σκοπός της απαγόρευσης του άρθρου 305 παρ. 2 ΚΠΔ είναι η αποφυγή επηρεασμού των μελών του δικαστικού συμβουλίου από τον ανακριτή, ο οποίος πιθανόν να έχει προσανατολισθεί εσφαλμένα έναντι της υπόθεσης. Επίσης, είναι ανεπίτρεπτο να συμμετέχει ο ανακριτής στον έλεγχο της ορθότητας της κύριας ανάκρισης, την οποία διενήργησε. Γι’ αυτό ακριβώς απαγορεύεται η συμμετοχή του ανακριτή στο δικαστικό συμβούλιο, όχι σε κάθε περίπτωση αλλά μόνον όταν πρόκειται να κριθεί η συνέχιση ή η περάτωση της ανάκρισης ή ζητήματα που ανέκυψαν κατά τη διάρκειά της[7]. Ο πρώτος από τους σκοπούς αυτούς υπό την ειδικότερη μορφή της μεροληψίας του ανακριτή ή του δικαστή που δίκασε την υπόθεση στο ακροατήριο ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ. Υπό το πρίσμα αυτό δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά ότι ο ανακριτής ή ο δικαστής, ο οποίος δίκασε στο ακροατήριο την υπόθεση, που κατέληξε στην καταδίκη του κρατουμένου που επιδιώκει να απολυθεί υφ’ όρον, πιθανόν να είναι δυσμενώς προκατειλημμένοι έναντι του κρατουμένου λόγω της προηγούμενης συμμετοχής τους στην κύρια ανάκριση ή τη δίκη που διεξήχθη, αφού η ποινική υπόθεση, την οποία γνωρίζουν λόγω της προηγούμενης συμμετοχής τους, δεν υπάρχει πλέον. Ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα αμεροληψίας, προκατάληψης, έλλειψης αντικειμενικότητας ή άλλο παρόμοιο ζήτημα, αφού στο δικαστικό συμβούλιο καλούνται να αποφανθούν για μία άλλη υπόθεση. Γι’ αυτό είναι πέραν του σκοπού του νομοθέτη, δηλαδή τελολογικά άστοχο, να ισχύουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄και στ΄ ΠΚ για τους δικαστές του συμβουλίου πλημμελειοδικών, όταν πρόκειται για υπόθεση υφ’ όρον απόλυσης του κρατουμένου, την υπόθεση του οποίου είχαν χειρισθεί στην κύρια ανάκριση ή στο ακροατήριο.

ε. Ως προς την ύπαρξη των λόγων αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ στο πρόσωπο των δικαστών που συμμετέχουν στο συμβούλιο, που εξετάζει την πρόταση ανάκλησης της χορηγηθείσας υφ’ όρον απόλυσης (άρθρο 107 ΠΚ), ισχύουν τα ακόλουθα. Τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται η πρόταση για την ανάκλησή της, ανάγονται εκ του νόμου στον χρόνο δοκιμασίας του υφ’ όρον απολυθέντος (άρθρα 107 παρ.1 και 109 ΠΚ), δηλαδή είναι μεταγενέστερα της υφ’ όρον απόλυσης. Επομένως, δεν σχετίζονται ούτε με όσα ελήφθησαν υπ’ όψιν για την άσκηση της ποινικής δίωξης, τη διατύπωση της κατηγορίας, τους τυχόν επιβληθέντες περιοριστικούς όρους ή την προσωρινή κράτηση, την παραπομπή και την καταδίκη του κατηγορουμένου ούτε με όσα ελήφθησαν υπ’ όψιν για την υφ’ όρον απόλυσή του. Ως εκ τούτων στο συμβούλιο, που εξετάζει την πρόταση για ανάκληση της χορηγηθείσας υφ’ όρον απόλυσης, δεν υπάρχει κώλυμα συμμετοχής ούτε του ανακριτή ούτε του δικαστή, που συμμετείχε στο συμβούλιο που παρέπεμψε τον κατηγορούμενο σε δίκη ή στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, ούτε του δικαστή, που συμμετείχε στο συμβούλιο, που διέταξε την υφ’ όρον απόλυση του καταδικασθέντος. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η ίδια απάντηση προσήκει σε παρεμφερείς υποθέσεις, των οποίων τα εκ του νόμου κρίσιμα γεγονότα είναι ουσιωδώς διαφορετικά από αυτά της ποινικής υπόθεσης, η οποία κατέληξε στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Τέτοιες υποθέσεις, στις οποίες δεν ισχύουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 παρ.2ε΄ και στ΄ ΚΠΔ, είναι η άρση της χορηγηθείσας υφ’ όρον απόλυσης, αν εντός του χρόνου δοκιμασίας ο απολυθείς διαπράξει έγκλημα με δόλο και του επιβληθεί γι’ αυτό αμετάκλητα στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη του ενός έτους (άρθρο 108 ΠΚ), η αίτηση προς το κατά τόπον αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών για κατ’ οίκον έκτιση της ποινής (άρθρο 105 ΠΚ) και η προσφυγή του κρατουμένου ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών του τόπου του σωφρονιστικού καταστήματος κατά απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου του σωφρονιστικού καταστήματος, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή στον κρατούμενο (άρθρο 60 παρ.7 του Σωφρονιστικού Κώδικα).

[1] Ας επισημανθεί ότι στον προβληματισμό αυτό δεν εισφέρει οτιδήποτε το άρθρο 9 ΚΟΔΚΔΛ, το οποίο αναφέρεται στα κωλύματα των δικαστικών λειτουργών.

[2] Βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ της 25.7.2002 (Perote Pellon κατά Ισπανίας), της 25.7.2000 (Tierce κλπ. κατά Αγίου Μαρίνου), της 24.5.1989 (Hauschildt κατά Δανίας) και της 1.10.1982 (Piersack κατά Βελγίου).

[3] ΣυμβΑΠ 222/2009 ΤΝΠ Νόμος.

[4] ΑΠ 237/2013 ΤΝΠ Νόμος.

[5] ΑΠ 1383/2011 ΤΝΠ Σάκκουλας.

[6] Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2019, σελ.224, όπου γίνεται μνεία σε αμφότερες τις αντίθετες απόψεις.

[7] Χ. Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2015, τ.3, άρθρο 305, σελ.3716.

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *