Ι.Ασπρογέρακας, Ομιλία στη Γ.Σ. της Ε.Δ.Ε. της 9.12.2023

Ομιλία στη Γ.Σ. της Ε.Δ.Ε. της 9.12.2023

 

Ι.Ασπρογέρακας,

Πρόεδρος Πρωτοδικών

 

      Η αυστηριοποίηση της υπηρεσιακής μας ζωής, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας συγκυριακής σύμπτωσης πολιτικής βούλησης, γενικότερης απαξίωσης θεσμών και αξιών και του αναμενόμενου κοινωνικού αυτοματισμού εις βάρος μας. Έχει βαθιές ρίζες, ποτισμένες με αντιλήψεις περί ευνοημένων δικαστικών λειτουργών, που λαμβάνουν παχυλούς μισθούς, που δεν εργάζονται αρκετά και δεν αξιολογούνται. Αντιλήψεις που εξέθρεψαν τα τελευταία έτη ο δημοσιογραφικός και δικηγορικός λαϊκισμός,  ενισχύθηκαν όμως κι από το προεδρείο, που ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρηση αγαστών δημόσιων σχέσεων  με τους εκπροσώπους των εν λόγω επαγγελματικών κλάδων, παρά για την ουσία της παραγόμενης πολιτικής τους.

      Ως ομάδα είτε από τη θέση του προεδρείου, είτε ως μειοψηφία, αναδείξαμε την προβληματική αυτή σε κάθε ευκαιρία, αφού:

      Α) καταγγείλαμε την μη συμμετοχή μας σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και πετύχαμε για το ζήτημα αυτό ειδικό ψήφισμα στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών, όταν μέλη του προεδρείου υπερασπίζονταν την διακριτική ευχέρεια  του υπουργείου να επιλέγει τεχνοκράτες συνεργάτες του και να παραγκωνίζει τους κατά τεκμήριο εκπροσώπους του δικαστικού σώματος. Αποτέλεσμα αυτής της πρωτοφανούς στάσης είναι η ένωσης μας να ακούγεται περιορισμένα στην διαδικασία διαβούλευσης στην Βουλή,  έχοντας χάσει την ευκαιρία να είναι συνδιαμορφωτής νομοθετικών κειμένων που μας αφορούν,

      Β) αντιδράσαμε στα επιχειρούμενα σχέδια του υπουργείου περί αξιολόγησης μας με εξετάσεις μέσω υποχρεωτικών σεμιναρίων, αναδεικνύοντας στην πράξη την αξία της συμμετοχής 1.200 συναδέλφων με την καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας ως ένα χρήσιμο εργαλείο, όταν το προεδρείο, ενώ είναι υπέρμαχο της εισαγωγής νέων τεχνολογιών στη δικαιοσύνη, επικαλείται δήθεν λόγους διαφάνειας και παραβίασης προσωπικών δεδομένων και αρνείται τη χρήση μιας τέτοιας δυνατότητας  σήμερα,

      Γ) επισημάναμε προς τα Υπηρεσιακά Συμβούλια τον προβληματισμό μας για την ραγδαία αύξηση των αρνητικών εισηγήσεων προαγωγής συναδέλφων, αναδεικνύοντας τον διαρκή αγώνα του δικαστικού λειτουργού για υπηρεσιακή συνέπεια. Δυστυχώς όμως η προσπάθειά μας, υποδαυλίστηκε εσωτερικά από το προεδρείο, αφού μας κατηγορούσαν ότι προσβάλλουμε το κύρος της δικαιοσύνης και ότι αποσκοπούμε σε μικροσυνδικαλιστικές σκοπιμότητες, υιοθετώντας στο σημείο  αυτό και συμπλέοντας απόλυτα με τον πιο ακραίο δημοσιογραφικό αντιδικαστικό λαϊκισμό. Επιπλέον, εξέφρασαν απερίφραστα την ικανοποίηση τους στις προβλέψεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ως νομοθέτημα με επαρκές πλαίσιο για το σύνολο της υπηρεσιακής μας κατάστασης. Η κατακραυγή βεβαία του συνόλου των συναδέλφων, τους υποχρέωσε σε αναδίπλωση, υποστηρίζοντας κατόπιν εορτής την άποψη περί αντισυνταγματικότητας της σχετικής διάταξης που περιορίζει το δικαίωμα προσφυγής και το εξαρτά από συγκεκριμένο αριθμό θετικών ψήφων. Επαμφοτερίζουσα στάση όμως που συνοδεύτηκε από την ηχηρή παραίτηση 23 ανωτάτων δικαστών και  εισαγγελέων ως μελών της ένωσης, αλλά και με συνέπειες για την εσωτερική συνοχή του προεδρείου, αφού η Γενική Γραμματέας της Ένωσης, δεν υπέγραψε, κατά την καταστατική της αρμοδιότατα, την σχετική ανακοίνωση, κρατώντας σαφείς αποστάσεις από το περιεχόμενο της, ενώ μέχρι και σήμερα δεν έχει διευκρινίσει τη θέση της επί του εν λόγω ζητήματος. Με ιδιαίτερη ικανοποίηση όμως χαιρετίζουμε τη δέσμευση ενώπιον μας του Υπουργού Δικαιοσύνης ότι θα επαναφέρει τη παλαιά διάταξη περί δυνατότητας δευτεροβάθμιας κρίσης χωρίς εξαρτήσεις από αριθμητικές προϋποθέσεις,

      Δ) καταδικάσαμε άμεσα τις απαξιωτικές για όλο το δικαστικό σώμα αποφάσεις των ΔΣ Αθηνών και Ιωαννίνων για αποχή από τις συνεδριάσεις δικαστηρίων, που συμμετέχουν συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί, επειδή απέρριψαν αιτήματα αναβολών. Αντίθετα και σ’ αυτή τη περίπτωση το προεδρείο πιστό στο δόγμα των καλών δημοσίων σχέσεων και των ίσων αποστάσεων, επικαλέστηκε αόριστα,  ζητήματα αντισυνταγματικότητας, καλώντας το δικηγορικό σύλλογο σε αμοιβαίο διάλογο. Μνημειώδης ωστόσο, όσο και απόλυτα στοχευμένη στην ουσία της, ήταν η χλευαστική ανταπάντηση του προέδρου του ΔΣΑ κ. Βερβεσού, ότι δηλαδή ζητήματα αντισυνταγματικότητας εγείρονται από την δική τους παράλειψη να λάβουν θέση για την γνωστή  γνωμοδότηση Ντογιάκου για την ΑΔΑΕ και τις υποδείξεις του νυν Πρωθυπουργού για τις ανακριτικές ενέργειες στην υπόθεση του σιδηροδρομικού ατυχήματος των Τεμπών.  Και

      Ε) εκφράσαμε την αντίθεση μας στην πρόσφατη πρόταση της Ένωσης Εισαγγελέων περί επιμήκυνσης κατά δύο ωρών των συνεδριάσεων των ποινικών δικαστηρίων, καθώς θεωρούμε ότι αυτή δεν μπορεί να τίθεται στο ζύγι διεκδικήσεων – παραχωρήσεων συγκεκριμένου κλάδου και με ωφελιμιστικά μάλλον για τους ίδιους κριτήρια. Κι αυτό γιατί είναι ζήτημα που αφορά το σύνολο των δικαστικών λειτουργών, που εργάζονται υπό διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικές υπηρεσιακές υποχρεώσεις ανά κλάδο και βαθμό, όλοι όμως σε αντικείμενα που απαιτούν πνευματική διαύγεια και εγρήγορση. Εξάλλου, η συζήτηση αυτή διεξάγεται χωρίς συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν το σκοπό της. Φοβάμαι όμως ότι αποτελεί προάγγελο μιας επόμενης κατά λογική αναγκαιότητας συζήτησης, αυτής της περιστολής των δικαστικών διακοπών.

      Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω τη γνώμη ότι η μεθοδική απαξίωση του έργου και του θεσμικού μας ρόλου, με την επίμονη προβολή της ταχύτητας, ως μοναδικού κριτηρίου αξιολόγησης και τη διαρκή εκτελεστική βούληση για εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας μας, αντιμετωπίστηκε από το παρόν προεδρείο όχι με ουσία, αλλά με μια διάθεση αυτάρεσκης προβολής σε τηλεοπτικά πάνελ και προδιαγεγραμμένες συζητήσεις σε ημερίδες ιδιωτικών φορέων και κύκλων. Είναι στο χέρι μας πιστεύω να παλέψουμε για ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, για δικαιοσύνη για μας τους ίδιους, έχοντας κατά νου ότι η πεμπτουσία της δεν είναι η αυστηρότητα, αλλά η ουσιαστική διάκριση.

      Τέλος, θέλω να απευθυνθώ στους συναδέλφους ειρηνοδίκες και να σας πω ότι τιμούμε την διαχρονική προσφορά σας στο σώμα και αναγνωρίζουμε τον κόπο σας διεκπεραίωσης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Το ζήτημα της ενοποίησης όμως δεν αφορά μόνο εσάς αποκλειστικά, αλλά συνολικά όλο των πρώτο βαθμό και ανακλαστικά ίσως και το δεύτερο. Τυχόν ψήφιση της πρότασης του ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ, σημαίνει ότι εθελοτυφλούμε σ’ αυτό που θα κληθούμε να διαχειριστούμε το επόμενο διάστημα και δίνουμε λευκή επιταγή στο προεδρείο, χωρίς το τελευταίο να έχει γνωστοποιήσει στο ελάχιστο ως σήμερα τις θέσεις του στο ζήτημα αυτό. Η πρόταση που έχουμε θέσει, δίνει προοπτική και αναβαθμίζει τον ειρηνοδίκη, που επιθυμεί να ενταχθεί στο Πρωτοδικείο, τόσο βαθμολογικά όσο και  μισθολογικά. Βαθμολογικά, με σεβασμό στην ισχύουσα σήμερα επετηρίδα και υπηρεσιακή τάξη, γεγονός που δικαιολογείται όχι μόνο από το σύνταγμα, αλλά κι από το εύρος των νέων δικαστικών καθηκόντων που θα κληθεί να αναλάβει,  σε αστικό και ποινικό επίπεδο, ενώ εξυπηρετεί και την ομαλή του μετάβαση στην νέα του υπηρεσιακή ζωή. Εύχομαι από τη σημερινή ΓΣ να πρυτανεύσει η λογική, αντιλαμβανόμενοι όλοι ότι το διακύβευα είναι κοινό και ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται μέσα από τις αναγκαίες υποχωρήσεις και συνθέσεις.

 

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *