Κ.Παιδονόμου, η τακτική διαδικασία μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021

Λήψη μελέτης σε μορφή word

 

Η τακτική διαδικασία μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4842/2021

 

Κυριακή – Χαρίκλεια Παιδονόμου

Ειρηνοδίκης Αθηνών

 

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εμπειρία της εφαρμογής του ν. 4335/2015, που επέφερε σαρωτικές αλλαγές ιδίως στην τακτική διαδικασία, κρίθηκε θετική και ο νόμος επιτυχής καθώς οδήγησε σε σημαντική μείωση του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4842/2021. Ωστόσο, αναδείχθηκαν πτυχές των νέων ρυθμίσεων που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν εκ των προτέρων και έχρηζαν βελτίωσης και προσαρμογής. Η ανάγκη αυτή οδήγησε στην ψήφιση του ν. 4842/2021, ο οποίος διατηρεί την ίδια δομή της τακτικής διαδικασίας, ήτοι με την περιστολή της προφορικότητας της αποδεικτικής διαδικασίας, οι δε παρεμβάσεις του είναι  στοχευμένες σε επιμέρους διατάξεις, προκειμένου να επιτύχουν την βελτίωση αυτών, με κύριο στόχο την αποφυγή καθυστερήσεων. Στην παρούσα εισήγηση επιχειρείται η ανάδειξη των αλλαγών που επέφερε ο ν. 4842/2021 στην τακτική διαδικασία στις διατάξεις της συζήτησης, της απόφασης της απόδειξης.

ΙΙ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

ΙΙα) ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ – ΠΡΟΒΟΛΗ ΝΕΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ – ΔΙΑΣΑΦΗΣΕΙΣ (άρθρα 237 παρ. 1, 3, 4, 5, 238 παρ. 1, 155 παρ. 1)

Το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι ” Μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά την παρ. 2 του άρθρου 215, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές.” Βλέπουμε πως προβλέπεται διαφορετική αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων που είναι η λήξη της προθεσμίας για την επίδοσή της αγωγής, ώστε να άρει τη δικονομική ανισότητα που υπήρχε, σε βάρος του εναγομένου, για την οποία είχε επικριθεί ο προηγούμενος νόμος[1]. Ωστόσο το σταθερό χρονικό σημείο εξακολουθεί να είναι το αρχικό, δηλαδή η κατάθεση της αγωγής, διότι αυτό δεν αποκλείεται από τη νέα διάταξη, στη λήξη της αναφέρεται η τροποποίηση. Πράγματι, όμως, έχουμε επιμήκυνση αυτής της προθεσμίας, η οποία τρέπεται από 100 σε 120 ημέρες (αν αθροίσουμε προθεσμία επίδοσης και προθεσμία κατάθεσης προτάσεων) και για για τον εναγόμενο, αν υπολογίσουμε από την τελευταία ημέρα της προθεσμίας επίδοσης, τρέπεται από 70 σε 90 ημέρες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 237 παρ. 1 εδ. β-ζ ΚΠολΔ, “Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 227. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια έγγραφα μέσα στην προθεσμία που θα ταχθεί, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση επί της αγωγής. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου παρατείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής για όλους τους διαδίκους, αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.” Τα πληρεξούσια έγγραφα προσκομίζονται παραδεκτά όχι μόνο με τις προτάσεις αλλά και με την προσθήκη και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την τυπική συζήτηση[2]. Ορθή θεωρείται αυτή η ρύθμιση του άρθρου 227 ΚΠολΔ με σκοπό την αποφυγή καθυστερήσεων. Γίνεται δεκτό ότι η εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ επεκτείνεται και για να ζητηθούν τα αποδεικτικά επίδοσης, το ενημερωτικό έγγραφο της διαμεσολάβησης και το δικαστικό ένσημο, προς αποφυγή καθυστερήσεων[3]. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια στην προθεσμία που θα ταχθεί, εκδίδεται απόφαση η οποία είναι οριστική. Οριστική είναι η απόφασή λόγω ερημοδικίας κάποιου από τους διαδίκους, όταν αυτός δεν προσκομίσει το πληρεξούσιο, όμως δεν είναι οριστική η απόφαση στην περίπτωση που δεν προσκομίζουν τα πληρεξούσια αμφότεροι οι διάδικοι οπότε χωρεί ματαίωση της συζήτησης, γιατί ακολουθεί κλήση. Περαιτέρω, η προθεσμία παρατείνεται σε 120 ημέρες για όλους (ισότητα των όπλων των διαδίκων) σε περίπτωση που ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Σε περίπτωση που το γεγονός αυτό επέλθει μετά την κατάθεση της αγωγής και πριν την επίδοση, δηλ. αλλάξει διεύθυνση ο εναγόμενος και καταστεί αγνώστου διαμονής, τότε έχει το βάρος ο ενάγων να ενημερώσει το δικαστήριο, προσκομίζοντας στη γραμματεία σχετική βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, ώστε να διαμορφωθούν σχετικώς οι προθεσμίες[4].

Στο α. 237 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: “Στην περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης λόγω καθ` ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας ή λόγω μη εισαγωγής της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία, οι ως άνω προθεσμίες των ενενήντα (90) ή εκατόν είκοσι (120) ημερών για την κατάθεση των προτάσεων αρχίζουν από την κατάθεση της κλήσης για τον προσδιορισμό δικασίμου. Το ίδιο ισχύει, αν το δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής. Στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250 οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις το αργότερο μέχρι τη νέα συζήτηση της υπόθεσης, δίχως να προτείνονται νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα με την επιφύλαξη της παρ. 5 του παρόντος.” Ειδικότερα, στην περίπτωση παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο ή όταν είναι διαφορετική η προσήκουσα διαδικασία που υπάγεται η υπόθεση ή όταν κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, προβλέπεται ρητά ότι οι προτάσεις κατατίθενται εντός 90 ή 120 ημερών από την κατάθεση της κλήσης και όχι από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση. Αντιθέτως, στην περίπτωση της αναστολής δίκης δυνάμει των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ, διατηρείται η εκκρεμοδικία και δεν απαιτείται εκ νέου έναρξη της προθεσμίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ για κατάθεση  προτάσεων που ακολουθεί την αναστολή και η δικάσιμος ορίζεται με την κατάθεση της κλήσης, γιατί εδώ έχουμε μία συζήτηση που είναι συνέχεια της προηγούμενης, κατά το άρθρο 281 ΚΠολΔ[5]. Στην περίπτωση των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ πρέπει να προσέξουμε ότι καθιερώνεται η δυνατότητα κατάθεσης συμπληρωματικών προτάσεων μέχρι τη νέα συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς να είναι όμως επιτρεπτή η προβολή νέων ισχυρισμών και παραπέμπει το άρθρο 237 στην παράγραφο 5 ΚΠολΔ. Εδώ χρειάζεται προσοχή και πρέπει να τονιστεί ότι όταν υπάρχουν νέοι ισχυρισμοί στο πλαίσιο των 249 και 250 ΚΠολΔ αυτοί δεν κατατίθενται με τις προτάσεις μέχρι τη συζήτηση αλλά πρέπει να κατατεθούν 20 μέρες πριν, όπως προβλέπει το άρθρο 237 παρ. 5. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του μεταβατικού δικαίου (α. 116 παρ. 1α του ν. 4842/2021), η παράγραφος 1 του α. 237 ΚΠολΔ εφαρμόζεται σε όσα ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα κατατίθενται μετά την 01.01.2022. Ο νομοθέτης παρέλειψε να προβλέψει μεταβατικό δίκιο για την παράγραφο 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, δηλαδή για την κατάθεση της προσθήκης στις προτάσεις μέχρι τις 15 επόμενες μέρες, ορθό όμως είναι ότι θα πρέπει ερμηνευτικά για την ταυτότητα του νομικού λόγου να θεωρήσουμε ότι ισχύει το ίδιο[6]. Η παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ αναφέρεται στην κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης και προστίθεται ότι αυτή μπορεί να γίνει μέχρι τη 12:00 ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας για την κατάθεσή τους.

Εν συνεχεία, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 155 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις (σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του ά. 116 παρ. 1 του ν. 4842/2021):  “1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Όταν στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 υποβάλλεται με τις προτάσεις και αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικό του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο. Στην περίπτωση αυτή η αντίκρουση από τον αντίδικο γίνεται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση των εκπρόθεσμων προτάσεων». Συνεπώς, όταν έχουμε εκπρόθεσμες προτάσεις και ζητάει ο διάδικος την επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση για λόγο ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, προβλέπεται ότι οι εκπρόθεσμες προτάσεις κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικο περί της ενέργειας του αυτής με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται το σχετικό φάκελο. Ορθή είναι η διάταξη για να διασφαλίσει το δικαίωμα ακροάσεως του αντιδίκου, ο οποίος πρέπει να ενημερωθεί για την εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων.

Ακολούθως, τροποποιήθηκε το άρθρο 238 παρ. 1, σύμφωνα με το οποίο “Παρεμπίπτουσες αγωγές, ανταγωγές, παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και ανακοινώσεις στην περίπτωση του άρθρου 237 κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Παρεμβάσεις μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε ενενήντα (90) και εκατόν είκοσι (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται σε προθεσμία εκατόν είκοσι (120) ημερών και στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου σε προθεσμία εκατόν ογδόντα (180) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Για την προσθήκη ισχύει η παρ. 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.” Επομένως, το άρθρο περιλαμβάνει ρητώς πλέον και τις παρεμπίπτουσες αγωγές, εκτός από τις ανταγωγές, παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και ανακοινώσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διάκριση σε αυτοτελείς και μη αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές. Ως προς τις μη αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές (που εξαρτώνται από την κύρια αγωγή πχ αγωγή τόκων επί της κύριας απαίτησης) εξακολουθεί να ισχύει το α. 283 παρ. 2 και αυτές μπορούν να ασκηθούν σε κάθε στάση δίκης και κατ’ έφεση. Ως προς τις αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές, όμως, που ερευνώνται ανεξάρτητα από την κύρια δίκη (πχ αγωγή ανατοκισμού, αγωγή ασφαλιστή επί του συνεναγόμενου του ασφαλισμένου, κάθε αγωγή με την οποία ασκείται το δικαίωμα αναγωγής επί του συνεναγομένου οφειλέτη), όπως προαναφέρθηκε ισχύει η ρύθμιση αυτή του α. 238 και αναφορικά με τη νέα τακτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό για την εξυπηρέτηση του σκοπού της συγκέντρωσης όλου του υλικού της υπόθεσης στις ως άνω προθεσμίες και της επιτάχυνσης της δίκης[7]. Ως προς την κατάθεση των προτάσεων για όλες αυτές τις διαδικαστικές πράξεις προβλέπεται προθεσμία 120 ή 180 ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Να προσέξουμε εδώ ότι το νέο άρθρο 238 ΚΠολΔ καθιερώνει ένα δεύτερο αφετηριακό σημείο για την κατάθεση των προτάσεων διαφορετικό από εκείνο του  237 παρ.1 ΚΠολΔ, δηλαδή εδώ δεν αποτελεί αφετηρία για τον υπολογισμό της προθεσμίας η λήξη της προθεσμίας για επίδοση αλλά η κατάθεση της αγωγής. Ως προς το διαχρονικό δίκαιο εδώ εφαρμόζεται επίσης ότι και στο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή καταλαμβάνει τα δικόγραφα αυτών των διαδικαστικών πράξεων που θα κατατεθούν μετά την 1.1.2022, αν λοιπόν έχουμε μία αγωγή που ασκήθηκε πριν την 1.1.2022 και μία ανταγωγή μετά την 1.1.2022 θα διέπονται από διαφορετικό δικονομικό σύστημα χωρίς το γεγονός αυτό να δημιουργήσει ιδιαίτερα ζητήματα, επειδή τα δύο αυτά συστήματα δεν έχουν ουσιώδεις διαφορές, μόνο στις προθεσμίες.

Περαιτέρω, τροποποιείται η παράγραφος 5 του άρθρου 237, σύμφωνα με την οποία: “Ισχυρισμοί που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης ή αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου μπορούν να προταθούν με προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250. Η αντίκρουση γίνεται το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Στην ίδια προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο Ειρηνοδίκης μπορούν, ύστερα από αίτηση των διαδίκων που υποβάλλεται με την αγωγή ή και αυτοτελώς πριν από την ορισμένη δικάσιμο, να καλέσουν εγγράφως τους διαδίκους ή τους νομίμους αντιπροσώπους τους να εμφανιστούν αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση”. Η διάταξη αυτή, με εφαρμογή και στις εκκρεμείς υποθέσεις, αποτελεί σημαντική διορθωτική παρέμβαση, διότι παρέχει τη δυνατότητα στους διαδίκους να προτείνουν τους οψιγενείς ισχυρισμούς τους, δηλ αυτούς που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης ή αυτούς που αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, με προσθήκη στις προτάσεις τους το αργότερο 20 ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250, όπως επισημάναμε και παραπάνω. Η αντίκρουση των ως άνω ισχυρισμών γίνεται το αργότερο 10 ημέρες πριν από τη συζήτηση. Πριν την τροποποίηση αυτή δεν υπήρχε δυνατότητα προβολής οψιγενών ισχυρισμών, παρά μόνο στο δεύτερο βαθμό και αυτό συνιστούσε σημαντικό πρόβλημα της νέας τακτικής διαδικασίας που διορθώθηκε με την ως άνω τροποποίηση του ν. 4842/21. Επίσης στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 εισήχθη σχετική ρύθμιση, εντός της ίδιας προθεσμίας των 20 ημερών πριν από τη συζήτηση, ο δικαστής, ύστερα από αίτηση των διαδίκων, να μπορεί να τους καλεί εγγράφως να εμφανιστούν οι ίδιοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους προκειμένου να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση.

Κάνοντας μία συνολική αποτίμηση και στα δύο άρθρα ειδικά για τον χρόνο κατάθεσης των προτάσεων στον πρώτο βαθμό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι α) η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων επί της αγωγής έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης αγωγής, β) η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων για νέους ισχυρισμούς είναι προπαρασκευαστική και ξεκινάει από τη συζήτηση, γ) η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων επί των παρεμπιπτουσών και λοιπών αγωγών του ά. 238 έχει ως αφετηρία την κατάθεση της αγωγής. Επίσης, α) όταν πρόκειται για παραπομπή από αναρμόδιο σε αρμόδιο δικαστήριο ή για απαράδεκτη συζήτηση, οι προτάσεις κατατίθενται όπως το προβλέπει το άρθρο 237 παρ. 3 εντός 90 ή 120 ημερών από την κατάθεση της κλήσης, β) όταν έχουμε ματαίωση της συζήτησης όπου οι προτάσεις κατατίθενται στη συζήτηση που ακολουθεί κατατίθενται όχι από την κατάθεση της κλήσης αλλά με την πάροδο 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για επίδοση αυτής κατά το α. 237 παρ. 1 και 2 και το ά. 260.

ΙΙ β) ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ (Άρθρο 260)

Σύμφωνα με το άρθρο 260 ΚΠολΔ: “1. Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. 2. Στην τακτική διαδικασία και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη ή δεν εμφανιστούν στο ακροατήριο, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν ενενήντα (90) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο από τον γραμματέα με εντολή του διευθύνοντος το δικαστήριο και η δίκη καταργείται. Για τη νέα συζήτηση της τακτικής διαδικασίας εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215 και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 237”. Με την τροποποίηση του άρθρου 260 ΚΠολΔ επιμηκύνεται, σε 90 ημέρες, η προθεσμία προσδιορισμού νέας συζήτησης με κλήση μετά από ματαίωση και επίσης προβλέπεται ότι με την άπρακτη πάροδο των 90 ημερών η δίκη καταργείται, ενώ υπό το προϊσχύον δίκαιο η αγωγή θεωρούνταν μη ασκηθείσα. Ως προς το διαχρονικό δίκαιο, δεν περιλαμβάνεται ειδική πρόβλεψη για την τακτική διαδικασία, για το άρθρο 260 ΚΠολΔ, μόνο για τις ειδικές προβλέπεται ότι η παρ. 2 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, ωστόσο υποστηρίζεται ορθώς ότι και στην τακτική διαδικασία πρέπει να εφαρμοσθεί η ίδια μεταβατική διάταξη και επομένως στις εκκρεμείς υποθέσεις πρέπει να παρέλθουν 90 ημέρες από τη ματαίωση. Στην τακτική εκκρεμείς πρέπει να θεωρηθούν οι υποθέσεις στις οποίες η ματαίωση επήλθε από την 1.1.2022. Εάν η ματαίωση της συζήτησης έλαβε χώρα πριν από την 1.1.2022 και αν ακόμη οι 60 ημέρες δεν έχουν συμπληρωθεί την 1.1.2022, η προθεσμία παραμένει 60 ημέρες σε αυτή την περίπτωση.

ΙΙΙ. ΑΠΟΔΕΙΞΗ

ΙΙΙ. α) Επανάληψη συζήτησης για διεξαγωγή περαιτέρω αποδείξεων (άρθρα 237 παρ. 8, 9 και 254)

Η νέα ρύθμιση του άρθρου 237 παρ. 8 ΚΠολΔ, ορίζει ότι: “Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους, που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών, από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, ή η εξέταση των διαδίκων, με απλή διάταξη του δικαστηρίου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες, για την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων δεν επαρκεί, επιτρέπεται μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον του ίδιου δικαστή, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν παρίστανται. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων οριστεί για οποιοδήποτε λόγο μέσα στο επόμενο δικαστικό έτος και η εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ίδιου δικαστή δεν είναι δυνατή, η υπόθεση διαγράφεται από τη χρέωση του συγκεκριμένου δικαστή και ακολουθεί νέα χρέωση για την εξέταση των μαρτύρων και την έκδοση της απόφασης. Στη θέση της διαγραφείσας υπόθεσης, στον εισηγητή ή στον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου ανατίθεται άλλη υπόθεση. Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Η καταχώριση της διάταξης μπορεί επίσης να γνωστοποιείται με πρωτοβουλία του γραμματέα με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Ο δικαστής που έχει οριστεί ως εισηγητής ή ο πρωτοδίκης ή ο ειρηνοδίκης αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων ή των διαδίκων ή την κατάθεση της έκθεσης αυτοψίας ή της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Η άνω διάταξη ανακαλείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση των διαδίκων”. Με την ως άνω διάταξη εισάγεται για τη διεξαγωγή αποδείξεων η απλή διάταξη του δικαστηρίου. Στην αιτιολογική έκθεση καταγράφεται ότι τα δικαστήρια δεν εξέδιδαν διατάξεις για την εξέταση των μαρτύρων και κατέφευγαν στον μηχανισμό της επανάληψης συζήτησης του άρθρου 254, καθιστώντας πολύ χρονοβόρα την εξέλιξη της διαδικασίας[8]. Πρέπει να συσχετιστεί με το νέο άρθρο 254 ΚΠολΔ στο οποίο προστέθηκε τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο “Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται”. Εδώ είναι σαφής και ρητή η βούληση του νομοθέτη να μετακυλήσει το μεγαλύτερο μέρος της ύλης του α. 254 ΚΠολΔ στο α. 238 παρ.8 ΚΠολΔ, προς αποφυγή καθυστερήσεων. Έτσι λοιπόν καταργείται κατά τρόπο γενικό και οριζόντιο η δυνατότητα του δικαστηρίου να εκδίδει μη οριστική απόφαση για επανάληψη της διαδικασίας, κατά το άρθρο 254, προκειμένου να διεξαχθούν αποδείξεις, αντ’ αυτού το δικαστήριο δύναται να εκδίδει μία απλή διάταξη απαλλαγμένη από οριστικές διατάξεις και αιτιολογίες. Η διάταξη εκδίδεται από το δικαστήριο, ανακαλείται ελεύθερα, από το δικαστήριο που την εξέδωσε είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση των διαδίκων, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη αυτοτελούς στάσης δίκης. Υποστηρίζεται ορθά ότι το δικαστήριο δικαιούται να επέμβει διορθωτικά στο περιεχόμενο της με στόχο να γίνει πιο αποτελεσματική η διεξαγωγή της απόδειξης, όπως λόγου χάρη η αλλαγή στο πρόσωπο ενός μάρτυρα που πλέον δεν μπορεί να καταθέσει. Προς αποφυγή πάντως καταστρατηγήσεων αυτή η διόρθωση δεν πρέπει να αφορά στην ημερομηνία εξέτασης των μαρτύρων, καθώς τυχόν κωλύματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με την προβλεπόμενη στο άρθρο 237 παρ. 8 διακοπή της συνεδρίασης για άλλη μέρα. Η διάταξη εκδίδεται χωρίς να παρατίθεται σε αυτήν αιτιολογία για το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο των ισχυρισμών που συγκροτούν το αντικείμενο της δίκης. Η κρίση αυτή δεν καταγράφεται μεν, αλλά σε κάθε περίπτωση θεωρείται αυτονόητη σιωπηρή προϋπόθεση έκδοσης της διάταξης[9].

Όσον αφορά την έκδοση διάταξης για την εξέταση των μαρτύρων και των διαδίκων, αν αυτή κριθεί αναγκαία και εκδοθεί διάταξη, δεν καταγράφονται σε αυτήν οι λόγοι που καθιστούν απολύτως αναγκαία την εξέταση μαρτύρων ούτε αναφέρονται τα αποδεικτέα ζητήματα στα οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες. Ως προς το περιεχόμενο, θα πρέπει να ορίζει τα πρόσωπα και το χρόνο εξέτασης, συγκεκριμένη ημέρα, ώρα και αίθουσα για την εξέταση, ενώ μόνο η καταχώρηση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου θα επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Σε αυτήν την καθορισμένη ημερομηνία, η προσαγωγή των μαρτύρων θα γίνεται με επιμέλεια των διαδίκων, οι διάδικοι δεν έχουν υποχρέωση να παρασταθούν και δεν υφίστανται καμία δυσμενή συνέπεια από τη μη εμφάνιση τους, καθώς η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής. Στο νόμο δεν ορίζεται τι θα συμβεί στην περίπτωση που δεν προσέλθει κανένας διάδικος ή μάρτυρας. Υποστηρίζεται ότι σε αυτή την περίπτωση η συζήτηση δεν ματαιώνεται, θεωρείται συντελεσμένη και η υπόθεση επανέρχεται στο δικαστήριο για έκδοση οριστικής απόφασης. Τώρα αν κατά την ορισθείσα δικάσιμο συντρέχουν γεγονότα ανωτέρας βίας στο πρόσωπο διαδίκων ή πληρεξουσίων δικηγόρων, αυτά θα αντιμετωπιστούν μέσω της διακοπής της συζήτησης σε άλλη δικάσιμο και όχι μέσω της αναβολής. Αφού ολοκληρωθεί η εξέταση των μαρτύρων, προβλέπεται η δυνατότητα προσθήκης μόνο για την αξιολόγηση των καταθέσεων εντός προθεσμίας 8 εργάσιμων ημερών, χωρίς να επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών και η προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων.

Περαιτέρω, όσον αφορά την έκδοση διάταξης για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής δεν εντάσσονται στο γενικό κριτήριο του απολύτως αναγκαίου της διεξαγωγής που αναφέρει το α. 237 παρ. 8 ΚΠολΔ, αλλά καθορίζονται αποκλειστικά από το άρθρο 368 ΚΠολΔ, ήτοι διατάσσεται όταν απαιτούνται ειδικές η ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Το περιεχόμενο της διάταξης περιλαμβάνει τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, την προθεσμία για την κατάθεση και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Επομένως, έχουμε δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τη διαταγή προς εξέταση μαρτύρων, στη διάταξη για την πραγματογνωμοσύνη πρέπει να αναφέρεται το αποδεικτέο ζήτημα και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αναιρεί την έλλειψη αιτιολογίας, αλλά εν προκειμένω μπορεί σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ το δικαστήριο να οριοθετήσει πληρέστερα την εντολή προς τον πραγματογνώμονα, να του υποδείξει οτιδήποτε το ίδιο θεωρεί κρίσιμο και χρειάζεται τη συνδρομή του, όπως και οτιδήποτε σε σχέση με τον τρόπο που ο πραγματογνώμονας θα εκτελέσει τα καθήκοντά του και με το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης. Επίσης, δεν ορίζεται συγκεκριμένη ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής γνωμοδότησης χορηγείται όμως προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 60 ημέρες. Όμως, αυτή η προθεσμία είναι πάρα πολύ μικρή, σπάνια θα τηρηθεί, αλλά μπορεί να παραταθεί από το δικαστήριο αν το ζητήσουν οι πραγματογνώμονες ή οι διάδικοι. Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία δεν είναι ανατρεπτική, επομένως και η εκπρόθεσμη κατάθεση της γνωμοδότησης δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της. Το δικαστήριο μπορεί σταθμίζοντας τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης είτε να εμμείνει και μετά την πάροδο της προθεσμίας στη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, αν τη θεωρεί αναγκαία, είτε να ανακαλέσει τη σχετική διάταξη με σκοπό να αποφευχθεί η παρέλκυση της δίκης[10]. Αφού ολοκληρωθεί η πραγματογνωμοσύνη, η έγγραφη γνωμοδότηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Με την κατάθεση θεωρείται αυτομάτως συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης, χωρίς να υπάρχει  περιθώριο επαναφοράς της υπόθεσης προς συζήτηση με κλήση και κλήτευση των διαδίκων. Οι διάδικοι δικαιούνται να καταθέσουν προσθήκη μόνο για αξιολόγηση ενός 8 εργάσιμων ημερών από την κατάθεση όχι από τη διενέργεια, όπως αναφέρεται στο νόμο, χωρίς να επιτρέπεται ομοίως να προβάλουν νέους  ισχυρισμούς και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα. Εδώ θα πρέπει να γίνει όμως δεκτή μία σχετική εξαίρεση για την προσκομιδή έγγραφης γνωμοδότησης των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, λόγω των ειδικότερων στο σημείο προβλέψεων του άρθρου 391 ΚΠολΔ[11].

Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι με την συρρίκνωση του άρθρου 254 ΚΠολΔ υπάρχει έντονος προβληματισμός για το ποια θα είναι η πρόσφορη διαδικαστική πράξη για να επιλυθούν άλλα αποδεικτικά ελλείμματα της υπόθεσης, όπως η προσκομιδή εγγράφων, η απόδειξη αλλοδαπού δικαίου ή η διενέργεια πράξεων στο εξωτερικό. Το άρθρο 237 παρ. 7 ΚΠολΔ προβλέπει ότι μετά τη συζήτηση εκδίδεται οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας με την επιφύλαξη του άρθρου 237 παρ. 8 ΚΠολΔ, όμως το α. 237 παρ. 8 ΚΠολΔ δεν επιτρέπει τη προσκομιδή εγγράφων. Υποστηρίζεται στη θεωρία και τη νομολογία[12]  ότι τα δικαστήρια θα εξακολουθούν να εφαρμόζουν το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να καλύψουν αποδεικτικά κενά. Αυτή η συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, εντάσσεται τόσο στο γράμμα του άρθρου 254 που κάνει λόγο για κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση, αλλά και στην τελολογία του, που προτάσσει την ορθή έκδοση της απόφασης παρά τη σχετική καθυστέρηση στη διαδικασία. Μία άλλη σκέψη είναι η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 237 παρ. 8 με συνέπεια το δικαστήριο να εκδώσει μία διάταξη με την οποία να ζητά τη νομική πληροφορία ή την προσκομιδή κάποιου εγγράφου. Βέβαια δεν είναι σαφής εδώ ο τρόπος με τον οποίον θα προσκομιστούν τα έγγραφα και ποιο θα είναι το ειδικότερο περιεχόμενο της διάταξης[13].

Ως προς το διαχρονικό δίκαιο, οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, ήτοι μετά την 1.1.2022, για το ζήτημα ποιες είναι οι εκκρεμείς υποθέσεις, κρατούσα στη νομολογία άποψη τείνει να γίνει η άποψη ότι για να μην διασπάται η ενότητα της αποδεικτικής διαδικασίας και για την ασφάλεια δικαίου, ο νέος τρόπος διεξαγωγής των αποδείξεων θα αφορά μεν όσες αγωγές έχουν κατατεθεί πριν την 1.1.2022, αλλά θα συζητηθούν μετά την 1.1.2022. Πάντως σε περιπτώσεις που έχει ήδη διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης κατά το άρθρο 254 για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αυτή η επανάληψη συντελείται με μόνη την κατάθεση, αλλά απαιτείται η κλήση για νέα συζήτηση καθώς η συνέπεια της αυτόματης συζήτησης συνδέεται με την έκδοση διάταξης.

ΙΙΙ. β) Τροποποιήσεις στα κατ’ ιδίαν αποδεικτικά μέσα:

Σε ότι αφορά τους μάρτυρες έχουν τροποποιηθεί τα άρθρα 400 και 401 ΚΠολΔ και εντάσσονται στους εξαιρετέους μάρτυρες και στους μάρτυρες που δικαιούνται να αρνηθούν τη μαρτυρία τους οι ψυχολόγοι, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται με τους εντολείς τους, οι οποίοι τους εμπιστεύονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα τους. Από άποψη διαχρονικού δικαίου, αυτή η αποδεικτική απαγόρευση ισχύει για δικόγραφα που κατατίθενται μετά την 1.1.2022. Στις ένορκες βεβαιώσεις επίσης υπήρξε νομοθετική παρέμβαση με τον ν. 4842/2021, η οποία είναι διορθωτική προς επιμέρους ζητήματα που απασχόλησαν την πράξη και ανέκυψαν κατά την πανδημία. Έτσι, με τροποποίηση του άρθρου 421 ΚΠολΔ, ο δικηγόρος καθίσταται όργανο λειτουργικά αρμόδιο για λήψη ένορκης βεβαίωσης, προβλέπεται όμως ως κώλυμα ότι η ένορκη βεβαίωση δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, γιατί ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση ανάμεσα στην υποχρέωση του δικηγόρου να καταγράψει με ακρίβεια τη δήλωση του ενόρκως βεβαιούντος και στο καθήκον του για την προάσπιση των συμφερόντων του εντολέα του. Αμέσως μετά τη λήψη της ένορκης, ο δικηγόρος πρέπει να την αποστείλει ηλεκτρονικά στον Δικηγορικό Σύλλογο που ανήκει, από τον οποίο λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης, με την οποία η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και μοναδικό αριθμό. Με δεδομένο ότι ο διορισμός των δικηγόρων γίνεται σε επίπεδο πρωτοδικειακής περιφέρειας, αντίθετα με τους ειρηνοδίκες και τους συμβολαιογράφους, όταν η ένορκη βεβαίωση πρόκειται να προσκομισθεί σε δίκη αρμοδιότητας ειρηνοδικείου, αρκεί ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου λαμβάνεται να είναι διορισμένος στο πρωτοδικείο στο οποίο υπάγεται το δικαστήριο. Ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου λαμβάνεται η ένορκη βεβαίωση λειτουργεί ως δημόσιος λειτουργός (1§1 ΚΔικ) με συνέπεια το συντασσόμενο έγγραφο να φέρει το χαρακτήρα του δημοσίου εγγράφου και να παρέχει πλήρη απόδειξη (438 ΚΠολΔ) για όσα βεβαιώνονται ότι έλαβαν χώρα ενώπιον του συντάκτη ή ότι έγιναν από τον ίδιο[14]. Το νέο α. 421 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Επιπλέον, ως προς τον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων που μπορεί να προσκομίσει κάθε διάδικος, έτσι ως ίσχυε μέχρι σήμερα ο αριθμός των ενόρκων βεβαιώσεων ήταν πέντε με τις προτάσεις και άλλες τρεις για την αντίκρουση ισχυρισμών, αλλά ίσχυε και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Με την τροποποίηση του ν. 4842/2021, κάθε διάδικος μπορεί να προσκομίσει με τις προτάσεις μέχρι τρεις ένορκες βεβαιώσεις και άλλες δύο για την αντίκρουση αλλά πλέον για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Πολύ σημαντική είναι η τροποποίηση του άρθρου 424 ΚΠολΔ σχετικά με τη νομική μεταχείριση ελλείψεων και παρατυπιών κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Στην προηγούμενη μορφή του το άρθρο 424 ΚΠολΔ προέβλεπε κατά τρόπο γενικό και απόλυτο ότι κάθε παραβίαση των προϋποθέσεων λήψης της ένορκης βεβαίωσης είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, θέση που υιοθέτησε η κρατούσα νομολογία. Με τον ν. 4842/2021, αμβλύνεται αυτή η αυστηρότητα διότι κρίθηκε δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό[15] και σύμφωνα με τη νέα πρόβλεψη οι ελλείψεις και τα ελαττώματα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι ελλείψεις που κρίνονται ότι είναι πολύ σημαντικές για την ορθή καταγραφή της κατάθεσης και για την άσκηση του δικαιώματος ανταπόδειξης του αντιδίκου. Λόγω της σπουδαιότητας τους ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο χωρίς να είναι αναγκαία η επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης του αντιδίκου, χωρίς χρονικό περιορισμό και χωρίς να είναι επιτρεπτή εκ των προτέρων παραίτηση από την προσβολή τους. Οι παθογένειες που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία είναι η έλλειψη εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου, η σύνταξη ενώπιον αναρμοδίου οργάνου ή ενώπιον του πληρεξούσιου δικηγόρου των διαδίκων, η σύνταξη σε άλλον τόπο, ημέρα και χρόνο από αυτούς που αναφέρεται στην κλήση, καθώς και όταν δεν αναφέρεται στην κλήση το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα, ο τόπος και ο χρόνος λήψης. Στη δεύτερη κατηγορία των ελαττωμάτων που προβλέπει το άρθρο 424 ΚΠολΔ, εντάσσονται όλες οι λοιπές παρατυπίες, που είναι δυνατόν να προκληθούν στη διαδικασία λήψης, τις οποίες τις θεωρεί ο νομοθέτης ήσσονος σημασίας και επιφέρουν το ανυπόστατο της ένορκης βεβαίωσης μόνο εφόσον ο αντίδικος επικαλεστεί και αποδείξει δικονομική βλάβη. Τέτοιες περιπτώσεις μπορούν ενδεικτικά να θεωρηθούν η μη αναφορά του επαγγέλματος ή διεύθυνσης του μάρτυρα, ή ελλείψεις της κλήσης ως προς το περιεχόμενο του α. 118 ΚΠολΔ. Τέλος, ως προς το διαχρονικό δίκαιο για τις ένορκες, ομοίως προβλέπεται ότι αυτές οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Στην τακτική διαδικασία ορθό είναι να θεωρούνται εκκρεμείς οι υποθέσεις που θα κατατεθούν προτάσεις μετά την 1.1.2022.

ΙV. ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Το α. 308 ΚΠολΔ, τροποποιείται και προβλέπει ότι η συμφωνία των διαδίκων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης να μην εκδοθεί απόφαση δεν παράγει έννομες συνέπειες, διότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να ματαιώσουν τη συζήτηση της υπόθεσης με το α. 260, αλλά μετά τη συζήτηση της υπόθεσης το δικαστήριο έχει λειτουργική αρμοδιότητα και υποχρέωση να εκδώσει απόφαση. Ως προς το διαχρονικό δίκαιο, η νέα διάταξη καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Ωστόσο, γεννάται μεγάλος προβληματισμός για την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου, καθώς επιβαρύνει υπέρμετρα τους διαδίκους, οι οποίοι σε περίπτωση εύρεσης συναινετικής λύσης μεταξύ τους μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν, έστω αναδρομικά τη ματαίωση της υπόθεσης, που αποτελούσε μέχρι και την τροποποίηση του νόμου, κοινή πρακτική με νομολογιακή αποδοχή και αναγνώριση.

V. ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ (ΑΡΘΡΟ 20Α ΚΠΟΛΔ)

Με το άρθρο 2 του ν. 4842/2021, του οποίου η ισχύς αρχίζει από 1.1.2022, προστέθηκε στον ΚΠολΔ το άρθρο 20Α, με το οποίο καθιερώνεται η πιλοτική δίκη στον Άρειο Πάγο όταν προκύπτει δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχουν συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων, προκειμένου να επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου. Είχε ήδη εισαχθεί στην ελληνική έννομη τάξη και δη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το ν. 3900/2010. Εν προκειμένω, η πιλοτική δίκη αφορά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου και εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ με απλή πράξη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ` ύλην Τμήματος, ύστερα από α) υποβολή αιτήματος ενός εκ των διαδίκων στη γραμματεία του ΑΠ, είτε β) υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από το δικαστήριο της ουσίας, με έκδοση προδικαστικής απόφασης, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων, είτε γ) απλή πράξη του Εισαγγελέα του ΑΠ. Όταν το δυσχερές νομικό ζήτημα επιλυθεί από την ΟλΑΠ, η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση σε νέα δικάσιμο με κλήση, με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου, στη γραμματεία του δικαστηρίου της ουσίας και δεσμεύει τους διαδίκους της δίκης που είχε αχθεί ενώπιόν του. Πέραν όμως της συγκεκριμένης υπόθεσης, θα αφορά και παρόμοιες περιπτώσεις στις οποίες εγείρεται το ίδιο ακριβώς ερμηνευτικό ζήτημα και αποτελεί ισχυρό οδηγό για όλα τα δικαστήρια. Οι δικαστές πριν αποστείλουν προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 20Α ΚΠολΔ, πρέπει να μεριμνήσουν να ενημερωθούν από την αρμόδια γραμματεία του Αρείου Πάγου κατά πόσον έχει ήδη αποσταλεί όμοιο ερώτημα ή έχει εκδοθεί απόφαση επί ομοίου ερωτήματος.

 

VI. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εισήγηση επιχείρησε να παρουσιάσει τις κυριότερες τροποποιήσεις του ν. 4842/2021 αναφορικά με την τακτική διαδικασία. Θετικές είναι οι τροποποιήσεις που αφορούν τις ένορκες βεβαιώσεις και την αντιμετώπιση των ελαττωμάτων τους, εφόσον παρέχουν ευελιξία στο δικαστήριο να αξιολογήσει τη σπουδαιότητα αυτών των ελαττωμάτων. Ωστόσο, υπάρχει έντονος προβληματισμός και κριτική για την κατάργηση της δυνατότητας έκδοσης απόφασης για επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, το οποίο αποτελούσε ένα σημαντικό δικονομικό εργαλείο στα χέρια του δικαστή, για τον σκοπό της ορθής διάγνωσης της διαφοράς. Βεβαίως, υπάρχει πεδίο έρευνας και εφαρμογής και οι νέες διατάξεις θα αξιολογηθούν κατά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, ως προς τον ρητά εκπεφρασμένο στόχο του νομοθέτη για ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, δίχως όμως να πρέπει να παραβλέπεται η ουσιαστική ανάγκη της ποιότητας και ορθότητας αυτής.

————

 

[1]        Βλ. Αιτιολογική έκθεση σύμφωνα με την οποία: “Η τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 237 ΚΠολΔ για την κατάθεση των προτάσεων σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά την παρ. 2 του άρθρου 215, πρώτον αποσυνδέει την έναρξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων από το μεταβλητό και επιδεχόμενο αμφισβήτησης στοιχείο της επίδοσης της αγωγής και ορίζει ένα αντικειμενικό στοιχείο, δεύτερον αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ισότητας των διαδίκων ως προς την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, την οποία παραβιάζει το ισχύον σύστημα, εφόσον η προθεσμία για την κατάθεση των προτάσεων του εναγομένου είναι εβδομήντα (70) ημέρες και για τον ενάγοντα εκατό (100) ημέρες, ενώ με την προτεινόμενη ρύθμιση και για τους δύο διαδίκους ισχύει η προθεσμία των ενενήντα (90) ημερών και τρίτον αντιμετωπίζει την αιτίαση ότι η υφιστάμενη προθεσμία για την κατάθεση των προτάσεων δεν είναι αρκετή, καθότι με το προτεινόμενο σύστημα η προθεσμία ορίζεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες, αυξάνεται, δηλαδή, κατά είκοσι (20) ημέρες, ενώ με το ισχύον σύστημα ορίζεται σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής.”

[2]        Κ. Μακρίδου, “Αξιολόγηση των ρυθμίσεων του πρόσφατου ν. 4842/2021 για την τακτική και τις ειδικές διαδικασίες”, σε ΕλλΔνη 1/2022, σελ. 1-12.

[3]        ΕφΠειρ. 161/2022 δημ. www.efeteio-peir.gr

[4]        Ι. Κουκουράκη, “Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δίκη ο ν. 4335/2015”, ΕλλΔνη 2017, 1019.

[5]        βλ. Ατιολογική έκθεση ν. 4842/2021 “… επιλύονται προβλήματα, που ανέκυψαν στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250. Ειδικότερα, στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, υποστηρίχθηκε τόσο η άποψη ότι στη μετά από κλήση συζήτηση της αγωγής εφαρμόζονται οι προθεσμίες του άρθρου 237 για την κατάθεση προτάσεων και προσθήκης και νέα δικάσιμος ορίζεται μετά τη συμπλήρωση των προθεσμιών αυτών, όσο και η άποψη ότι η μετά την αναβολή συζήτηση αποτελεί συνέχεια της αρχικής και δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων και δικάσιμος ορίζεται κατά την κατάθεση της σχετικής κλήσης. Λαμβανομένου υπόψη ότι το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων έχει προβληθεί και ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό έχει κατατεθεί εντός των αρχικών προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 και η αναστολή της δίκης ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου κατά τη μελέτη της υπόθεσης μετά τη συζήτηση, κρίνεται ότι δεν είναι αναγκαία η τήρηση εκ νέου των προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 και αρκεί η παροχή δυνατότητας κατάθεσης συμπληρωματικών προτάσεων και προσθήκης για την αξιολόγηση των νέων δεδομένων”

[6]        Κ. Μακρίδου, ό.π.

[7]        Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 4η έκδ. 2016, σελ. 377-378.

[8]        βλ. Ατιολογική έκθεση ν. 4842/2021 “Με την προτεινόμενη παρ. 8, σύμφωνα με την τροποποίηση της παρ. 6, διατάσσεται, εφόσον κριθεί απολύτως αναγκαίο από τη μελέτη της δικογραφίας, με διάταξη του δικαστηρίου, όχι μόνο του προέδρου επί πολυμελούς δικαστηρίου, η επανάληψη της συζήτησης ενώπιον του ορισμένου για τον σκοπό αυτό δικαστή, για την εξέταση των μαρτύρων, την εξέταση των διαδίκων, αλλά και τη διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης και όχι μόνο για την εξέταση μαρτύρων, όπως ισχύει μέχρι τώρα, με αντίστοιχη κατάργηση του περιεχομένου του άρθρου 254 ΚΠολΔ στην τακτική διαδικασία και βέβαια κατάλληλη προσαρμογή του περιεχομένου της παρ. 8 του άρθρου αυτού για το αποδεικτικό μέσο της αυτοψίας και της πραγματογνωμοσύνης, ενώ για την εξέταση των διαδίκων αρκεί απλή αναφορά του μέσου αυτού. Διαπιστώθηκε, βάσει στατιστικών στοιχείων, ότι η παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται ή εφαρμόζεται σπανίως, είτε επειδή το δικαστήριο αρκείται για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης στα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται από τους διαδίκους, είτε επειδή, κυρίως, το δικαστήριο ανατρέχει στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπου δίνεται η δυνατότητα έκδοσης απόφασης επανάληψης της συζήτησης και για τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κάτι όμως που καθιστά πολύ χρονοβόρα την εξέλιξη της διαδικασίας. Με την κατάργηση του άρθρου 254 το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διάταξη, δίχως να απαιτείται νέα συζήτηση της υπόθεσης.”

[9]        Αικ. Καραΐνδρου, Οι τροποποιήσεις του ν. 4842/2021 στο δίκαιο αποδείξεως, δημ. enobe.org.gr

[10]     Αικ. Καραΐνδρου, ό.π.

[11]     Αικ. Καραΐνδρου, ό.π.

[12]     ΕφΠατρ 382/2022, δημ. Νόμος

[13]     Αικ. Καραΐνδρου, ό.π.

[14] Κ. Καλαβρός/Σ. Τσαντίνης/Π. Γιαννόπουλος, Ενημερωτικό Σημείωμα για τις ρυθμίσεις του άρθρου 74 ν. 4690/2020 για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, ΕΠολΔ 2020, σελ 210

[15] βλ. Αιτιολογική έκθεση “Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 424 ΚΠολΔ επιβάλλεται, διότι η ισχύουσα ρύθμιση είναι δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό της ασφάλειας ως προς την ταυτότητα του ενόρκως βεβαιώσαντος. Το άρθρο 422 ΚΠολΔ ως προς τα ως άνω στοιχεία είναι πιστή αντιγραφή του προϊσχύσαντος άρθρου 397 ΚΠολΔ. Τότε όμως η νομολογία δεχόταν πάγια ότι η έλλειψη των στοιχείων αυτών μπορούσε να δημιουργήσει ακυρότητα μόνον με το στοιχείο της βλάβης. Με την ισχύουσα ρύθμιση οι διάδικοι στερούνται ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου για κάποιο επουσιώδες διαδικαστικό σφάλμα και αιφνιδιάζονται, όταν το δικαστήριο θεωρεί ότι η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη, το ίδιο δε δικαστήριο αναγκάζεται να εντάξει την περίπτωση αυτή στην έννοια του απόλυτα αναγκαίου για την έκδοση διάταξης κατά την παρ. 8 του άρθρου 237, προκειμένου να μην απορρίπτεται συλλήβδην η αγωγή ως ουσία αβάσιμη ή να γίνεται αυτή δεκτή.”

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *