Λ.Τσόγκα: Παράθεση ζητημάτων σχετικά με το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής
Παράθεση ζητημάτων σχετικά με το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής
Επιμέλεια
Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας
Εισαγωγική παρατήρηση:
Απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της επιταγής είναι και η υπογραφή του εκδίδοντος την επιταγή (εκδότη). Συνεπώς το λευκό φύλλο επιταγής, που δεν φέρει την υπογραφή κατά τη διάταξη του άρθρου 1 άρ. 6 του Ν 5960/1933 περί επιταγής, απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητητα της επιταγής, δεν παράγει συνέπειες. Είναι άκυρη η επιταγή αν λείπει ο χρόνος έκδοσης (ΑΠ 740/2001) ή ο τόπος έκδοσης (ΑΠ 709/1982 ΠοινΧρ ΛΓ΄, 130). Περαιτέρω, για να είναι έγκυρη η επιταγή, πρέπει να έχει εκδοθεί από τον πραγματικό εκδότη της.
Τα στοιχεία της έγκυρης επιταγής προσδιορίζονται στο άρθρο 1 Ν.5960/1933 σύμφωνα με το :
Η επιταγή περιέχει:
- Την ονομασίαν «επιταγή», καταχωριζομένην εν αυτώ τω κειμένω του τίτλου και εκφραζομένην, εν η γλώσση συντάσσεται ο τίτλος ούτος.
- Την απλήν και καθαράν εντολήν περί πληρωμής ωρισμένου ποσού.
- Το όνομα εκείνου, ο οποίος οφείλει να πληρώση (πληρωτής).
- Την σημείωσιν του τόπου της πληρωμής.
- Την σημείωσιν της χρονολογίας και του τόπου της εκδόσεως της επιταγής.
- Την υπογραφήν του εκδίδοντος την επιταγήν (εκδότης).
1ον. Στοιχεία της επιταγής. ΑΠ 1438/2019
Το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και ότι για τη στοιχειοθέτηση του απαιτείται: 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση στο έντυπο της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται από το νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση υπογραφής, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, περίπτωση που συντρέχει, όταν αυτή εμφανισθεί στην πληρώτρια τράπεζα εντός οκτώ (8) ημερών από την επομένη της έκδοσής της (άρθρο 29 σε συνδ. με άρθρο 56 του άνω νόμου “περί επιταγής”) και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης επιταγής που είναι ακάλυπτη.
2ον. ΑΠ 1438/2019. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και το σκοπό της διάταξης του άνω άρθρου, σαφώς προκύπτει, ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο “εκδίδων” επιταγή χωρίς αντίκρυσμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο, για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή.
3ον. Ως εκ τούτου, επί εκδότη νομικού προσώπου, το φυσικό πρόσωπο, που εκδίδει με την υπογραφή του επί του τίτλου την ακάλυπτη επιταγή στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που εκπροσωπεί, υπέχει ατομική ποινική ευθύνη για την έκδοση και τη μη πληρωμή της επιταγής αυτής από το λογαριασμό της εταιρίας. Προσοχή: υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση υπογραφής του εκδότη, αδιαφόρως αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας (ΑΠ 1484/2019).
4ον. ΑΠ 1438/2019. Το αξιόποινο του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη οποιασδήποτε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσης της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία έκδοσης. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξης, αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω της ανύπαρκτης ή της παράνομης αιτίας. Αρκεί ότι η επιταγή, ως αξιόγραφο, έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας.
5ον. ΑΠ 1438/2019 Για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικά μεν, α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με την επιβολή λόγω υπηρεσιακής ή άλλης εξάρτησης ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσης του ή και της σχέσης του με το φυσικό αυτουργό κ.λ,π. και β) διάπραξη από τον άλλον (αυτουργό) της πράξης αυτής, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτέλεσης αυτού, υποκειμενικά δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξης αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
6ον. Επί ηθικής αυτουργίας σε ορισμένη αξιόποινη πράξη για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει εκτός των άλλων, να αναφέρονται σε αυτή ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, ήτοι να εκτίθεται στην απόφαση ότι ο κατηγορούμενος με παραινέσεις, προτροπές, πεθώ, φορτικότητα κ.λ.π. έπεισε το φυσικό αυτουργό να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός τους μέχρι τις τελευταίες λεπτομέρειες, από άποψη τόπου, τρόπου και χρόνου τέλεσης της πράξης. (ΑΠ 1734/2019, 523/2019)
7ον. Για την απόδειξη λεκτέα σύμφωνα με την υπ’αριθ. ΑΠ 1484/2019 είναι τα εξής :
Α) Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά.
Β) Συναυτουργία στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να νοηθεί μόνο στην περίπτωση της από κοινού έκδοσης, δηλαδή της υπογραφής της ίδιας επιταγής από περισσότερα πρόσωπα.
Γ) το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Στην . στις 4-1-2012 και οι δύο κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες, με την έννοια της σύμπραξης στην εκτέλεση της κυρίας πράξης με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις και δη διαδοχικές, από τις οποίες στη δεύτερη κατηγορούμενη αποδίδεται η θέση των υπογραφών στην κατωτέρω επίδικη επιταγή….τέλεσαν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής που δεν πληρώθηκε στον κομιστή, διότι δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσαν με πρόθεση την με αριθμό …152-0 μεταχρονολογημένη επιταγή με αναγραφόμενη στο σώμα της ημερομηνία εκδόσεως την 15-2-2012 για να πληρωθεί από την Τράπεζα … ΑΕ, για το ποσό των 25.657,82 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία “… Ε.Π.Ε.”, η οποία εκπροσωπείται νομίμως και είναι η νόμιμη κομίστρια αυτής. Και αφού εμφανίστηκε προς πληρωμή στις 4-1-2012, δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα, διότι δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφαλαία. Απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός του 1ου κατηγορουμένου ότι ασχολούνταν μόνο με το δημιουργικό σκέλος της εταιρίας, καθώς αποδείχθηκε ότι είχε ενεργή συμμετοχή στη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας, καθώς και ο ισχυρισμός της δεύτερης κατηγορούμενης ότι δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, καθώς γνώριζε ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της εταιρίας κατά την έκδοση της επιταγής, δεδομένου ότι η ίδια με την έκδοση της επιταγής αποδέχθηκε την πιθανότητα έλλειψης κεφαλαίων κατά την πληρωμή της….”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον τότε πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και την τότε δεύτερη κατηγορούμενη (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα, κατ’ αναίρεση, δίκη) ενόχους για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής από κοινού, για την οποία επέβαλε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ ένοχο τον 1ο κατηγορούμενο χωρίς ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ….του ότι: Στην ., στις 4-1-2012, και οι δύο κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας με την επωνυμία “…” (ΑΦΜ …14), τέλεσαν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσαν με πρόθεση τη με αριθμό …152-0 μεταχρονολογημένη επιταγή με αναγραφόμενη στο σώμα της ημερομηνία εκδόσεως την 15-2-2012, για να πληρωθεί από την Τράπεζα … Α.Ε., για το ποσό των #25.657,82# ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “… Ε.Π.Ε.”, η οποία εκπροσωπείται νομίμως και είναι η νόμιμη κομίστρια αυτής. Και αφού εμφανίσθηκε προς πληρωμή στις 4-1-2012, δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια”. Όμως, με τις ανωτέρω εκτεθείσες παραδοχές και, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν συγκροτείται συναυτουργική συμμετοχή όταν οι κατηγορούμενοι δεν υπογράφουν την επιταγή από κοινού, ως συνεκδίδοντες, στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και νόμιμης βάσης, καθόσον στο πόρισμά της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αναφορικά με την συναυτουργική συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην τέλεση της αξιόποινης πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, διότι δεν παρατίθενται με σαφήνεια πραγματικά περιστατικά για την από κοινού τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης από αυτόν, αφού, κατά τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης παραδοχές, η θέση των υπογραφών επί της επίμαχης επιταγής αποδίδεται στην συγκατηγορουμένη του, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 45 του ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933.
Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί.
8ον. ΑΠ 821/2007. Υπ/ντρια Υποκ/τος της Εθνικής Τράπεζας είναι υποκατάστατο όργανο. Έγκληση από ενεχυρούχο δανειστή μετά από ενεχυρική οπισθογράφηση. Ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται στην απόφαση αν είναι πρόεδρος του δ.σ ή διευθύνων σύμβουλος:
Α)Το άρθρο 24 του καταστατικού της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος ΑΕ, το οποίο έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 12620/12-10-2004 τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ορίζει ότι “η Τράπεζα εκπροσωπείται στα Δικαστήρια από τον Διοικητή ή τον αναπληρωτή του, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 του καταστατικού και, αν επιβάλλεται να γίνει αυτοπρόσωπη εμφάνιση της Τράπεζας ενώπιον Δικαστηρίου ή Εισαγγελικής ή άλλης Δικαστικής Αρχής ή προκειμένου περί δόσεως όρκων, εγχειρίσεως μηνύσεως ή εγκλήσεως και παραιτήσεως από αυτές, δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής……. την Τράπεζα εκπροσωπούν νόμιμα, πλην του Διευθύνοντος Συμβούλου και του Αναπληρωτή του και κάθε Γενικός Διευθυντής, Διευθυντής ή Υποδιευθυντής Διοικήσεως ή περιφερειακής Διοικήσεως ή περιφερειακής Διευθύνσεως και για τις υποθέσεις των Καταστημάτων ή Υποκαταστημάτων και ο Διευθυντής του Καταστήματος ή Υποκαταστήματος ή ο αναπληρωτής του ή ένας από τους Υποδιευθυντές ή ένας από τους Εντεταλμένους”. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά του ήδη αναιρεσείοντος …….., ασκήθηκε ποινική δίωξη για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, ήτοι των με αριθμούς ….., ……, …….., ποσού 5.000.000 δραχμών της κάθε μιάς για να πληρωθούν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. σε διαταγή της εταιρείας με την επωνυμία “VERUS ΕΠΕ” και οι οποίες περιήλθαν νομίμως από οπισθογράφηση στην εγκαλούσα Ανώνυμη Εταιρεία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.” (ΕΤΕ) και οι οποίες, αν και εμφανίσθηκαν από αυτήν στις 7/11/2001, 19/1//2001 και 26/11/2001, αντιστοίχως, στην πληρώτρια Τράπεζα, δεν πληρώθηκαν, διότι δεν υπήρχε αντίκρυσμα. Την σχετική έγκληση που απαιτείται για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, εκδότη των πιο πάνω επιταγών, υπέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα ΕΤΕ με το από 18/4/2002 έγγραφο που υπογράφεται και έχει εγχειρισθεί από την ……., Υποδιευθύντρια του Καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της οδού ……, το οποίο αφορά η υπόθεση αυτή. Η πιο πάνω Υποδιευθύντρια ενήργησε στην υπόθεση αυτή, όχι ως πληρεξούσια, αλλά ως καταστατικό όργανο, το οποίο, κατά το άρθρο 24 του καταστατικού, αλλά και την από 8-11-2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, είχε δικαίωμα ασκήσεως, υπογραφής και υποβολής της εν λόγω εγκλήσεως.
Συνεπώς εφόσον η πιο πάνω Υποδιευθύντρια ενήργησε ως υποκατάστατος του Δ.Σ. της ΕΤΕ ΑΕ και όχι ως πληρεξούσιος και εντολοδόχος αυτής, δεν χρειαζόταν, να τηρήσει τις απαιτούμενες κατά τα προεκτεθέντα, για τον εντολοδόχο διατυπώσεις και ειδικότερα κατά την υποβολή της εγκλήσεως να συνοδεύεται αυτή από το οικείο πρακτικό του Δ.Σ. της ΕΤΕ με βεβαιωμένο το γνήσιο των υπογραφών των μελών του.
Συνεπώς, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τον αναιρεσείοντα για το συγκεκριμένο έγκλημα, για το οποίο νομίμως και εγκύρως είχε υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση, ορθά ερμήνευσε τις πιο πάνω διατάξεις και δεν υπερέβη την εξουσία του και οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Ε και Η ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζoνται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Β. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μην εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο. με την προσβαλλόμενη 24407/2006 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής: “Ο κατηγορούμενος – εκκαλών, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας “ΤΥ…… Α.Ε.” εξέδωσε με πρόθεση, δρώντας εξακολουθητικά, στις 7, 17 και 24.11.2001, στην Αθήνα, τις επακριβώς αναφερόμενες στο διατακτικό της παρούσης επίδικες επιταγές της ΕΤΕ, εις διαταγήν της “VERUS ΕΠΕ”, ποσού 5.000.000 δρχ. εκάστης (και νυν το ισόποσο σε ευρώ), οι οποίες στη συνέχεια περιήλθαν με νόμιμη οπισθογράφηση στην εγκαλούσα ΕΤΕ, νομίμως εκπροσωπουμένη εν προκειμένω από την ……., η οποία δεν πληρώθηκε κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση των εν λόγω επιταγών επειδή δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό στον οποίο εσύροντο.
Γ). Ας σημειωθεί εδώ ότι η εγκαλούσα τράπεζα (ΕΤΕ), ήταν ενεχυρούχος δανείστρια, αποκτήσασα με την οπισθογράφηση αυτοτελή και ανεξάρτητη νομική θέση έναντι της ενεχυράστης οπισθογράφου εταιρείας “…… ΑΒΕΕ” και νομίμως άσκησε με βάση το ενέχυρο το δικαίωμα εισπράξεως του τίτλου στο όνομά της, είχε δε περαιτέρω το δικαίωμα να υποβάλει την παρούσα έγκληση, ούσα κομίστρια των επιδίκων επιταγών κατά το χρόνο της εμφάνισης και μη πληρωμής (ΑΠ 1054/2004, Ποιν. Δικ. 10, έτος 2004, σελ. 1108)”. Κατ’ ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, για έκδοση ακαλύπτων επιταγών, κατ’ εξακολούθηση (26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 ΠΚ, 79 Ν. 5960/33, όπως ισχύει. Για τις πράξεις δε αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο επέβαλε στον ήδη αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ, ημερησίως. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων εξέδωσε με πρόθεση τις πιο πάνω επιταγές ενεργώντας με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας “ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΗ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ Α.Ε.”, χωρίς να είναι απαραίτητος ο ειδικότερος προσδιορισμός, αν δηλαδή ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής ή διευθύνων σύμβουλος.
9ον. ΑΠ 1418/2019
Η επιταγή μπορεί να εκδοθεί και μεταχρονολογημένη, δηλαδή να φέρει ημερομηνία εκδόσεως μεταγενέστερη από την πραγματική. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 79, 28 και 29 εδ. α’ και δ’ του ίδιου Ν 5960/1933, το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από τη πρώτη από αυτές ως άνω έγκλημα συντελείται, όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή και δεν πληρωθεί, ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στην ημέρα της πραγματικής εκδόσεως και την ημέρα, κατά την οποία παρέρχεται η προθεσμία προς εμφάνιση, δηλαδή, κατ’ άρθρ. 56 Ν. 5960/1933, από την επομένη της πραγματικής εκδόσεως της επιταγής μέχρι και την όγδοη ημέρα από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται σε αυτήν ως ημέρα εκδόσεως.
10ον. ΑΠ 1255/2013
Αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κρίθηκαν αβάσιμες και συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός του ότι η ένδικη επιταγή είχε εκδοθεί από αυτόν λευκή και συμπληρώθηκε από τον εγκαλούντα χωρίς προηγούμενη συμφωνία τους είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και μάλιστα αιτιολογημένα.
11ον.Το ζήτημα της επιρροής της συμφωνίας εξυγίανσης στο έγκλημα της επιταφής
ΑΠ 1407/2019
Η εξάλειψη του αξιοποίνου της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, όταν η σχετική συμφωνία εξυγίανσης επικυρώθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4072/2012, ήτοι μετά την 11-4-2012, συντρέχει το πρώτο με την πλήρη και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή και όχι με την επικύρωση της συμφωνίας από το Πτωχευτικό Δικαστήριο, όπως τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 106η παρ. 3 του ΠτΚ, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 234 παρ. 12 περ. α’ του Ν. 4072/2012. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η διάταξη του άρθρου 106η παρ. 3 του ΠτΚ, ως ίσχυε πριν την κατά τα ως άνω τροποποίησή της, δεν μπορεί τύχει εφαρμογής, ως ηπιότερος ουσιαστικός ποινικός Νόμος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, στις περιπτώσεις που η μεν αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής έχει τελεσθεί πριν την 11-4-2012, η δε επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης έλαβε χώρα μετά την ίδια ως άνω ημερομηνία. Και τούτο, διότι η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, εκτός από τη γραμματική και τελεολογική ερμηνεία της ίδιας διάταξης, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σύμφωνα με την οποία κρίσιμος είναι ο χρόνος της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν το λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου και όχι ο χρόνος της τέλεσης της πράξης αυτής καθ’ εαυτής, αντίκειται προεχόντως και στην ειδικότερη μεταβατική διάταξη του άρθρου 234 παρ. 13 του Ν. 4072/2012, η οποία δεν καταλείπει οποιαδήποτε αμφιβολία, ως προς την ερμηνεία της για την εφαρμογή των διαδοχικά ισχυουσών ως άνω διατάξεων.
Ν.4072/2012 ΑΡΘΡ.234
Αρθρ.12. Το άρθρο 106η του Ν. 3588/2007, όπως το εν λόγω άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, τροποποιείται ως εξής:
α) Η παράγραφος 3 του άρθρου 106η αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με την επικύρωση της συμφωνίας:
(α) Αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
(β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 (Α΄ 43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης κατά το άρθρο 100. Η αναστολή δεν υπόκειται στον χρονικό περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων.
(γ) Προστίθεται νέα παράγραφος 4, η οποία έχει ως εξής:
«4. Σε περίπτωση πλήρους και εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος».
(δ) Η παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5.
- Οι διατάξεις του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως τροποποιούνται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί διαδικασιών εξυγίανσης που έχουν ήδη αρχίσει κατά την έναρξη εφαρμογής του.
Η προθεσμία των δύο (2) μηνών της παραγράφου 1 του άρθρου 101, του Κώδικα αυτού, όπως η παράγραφος αυτή αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση ενός (1) μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εκτός αν η προθεσμία των τεσσάρων (4) μηνών που προέβλεπε η αντικατασταθείσα παράγραφος 1 συμπληρώνεται νωρίτερα.
Ν.4738/2020
Αρθρ.60 παρ.6. Με την επικύρωση της συμφωνίας:
α) Αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 (Α΄ 136), εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 44. Η αναστολή δεν υπόκειται στον χρονικό περιορισμό της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων.
γ) Οι ρυθμιζόμενες με τη συμφωνία εξυγίανσης οφειλές προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης καθίστανται ενήμερες υπό τον όρο τήρησης της συμφωνίας εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να χορηγούν τις αντίστοιχες βεβαιώσεις ενημερότητας, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης.
δ) Εφόσον προβλέπεται στη συμφωνία εξυγίανσης, αίρονται τυχόν κατασχέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των κατασχέσεων εις χείρας τρίτων, που έχουν ως αιτία ρυθμιζόμενες με τη συμφωνία οφειλές.
Άρθρο 61
Εξάλειψη του αξιοποίνου
Σε περίπτωση πλήρους και εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 60.
12ον.ΑΠ 254/2021
Σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 243, 251, 358, 364 [ήδη 362] 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 954/2020, 49/2011, 1202/2011, ΑΠ 171/2017, ΑΠ 1520/2017 Πολιτικό Τμήμα).
13ον. ΑΠ 1372/2015
Δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ανοίξει ή να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα.
14ον. ΑΠ 901/2019
Το πιστοποιητικό που εκδίδει η αρμόδια εισαγγελία πρωτοδικών, κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούντος, περί ασκήσεως ποινικής διώξεως σε βάρος του εγκαλούμενου και της πορείας αυτής, αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του τελευταίου. Η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού στον εγκαλούντα αποτελεί επέμβαση στα αρχεία της εισαγγελίας, τα οποία ως διαρθρωμένα σύνολα εγγράφων αποτελούν «αρχεία» κατά την έννοια του νόμου. Το πιστοποιητικό χορηγείται, προκειμένου ο εγκαλών και αιτών να το χρησιμοποιήσει μόνο στο πλαίσιο της μεταξύ αυτού και του εγκαλούμενου διαφοράς. Η περαιτέρω χρήση του εν λόγω πιστοποιητικού για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο και μόνο αυτό χορηγήθηκε, ήτοι παράδοση αυτού σε τρίτον, χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία του εν λόγω ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου. Η εν συνεχεία χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού από τον τρίτο, χωρίς δικαίωμα και χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά παράνομη επέμβαση σε αρχείο που πλέον δημιούργησε ο τρίτος. Αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε στο αποκρουστέο αποτέλεσμα της νομιμοποίησης της ανεξέλεγκτης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, τα οποία αποκτώνται μεν αρχικώς νομίμως, στη συνέχεια όμως παραδίδονται σε τρίτους χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν να ελεγχθούν για τυχόν, κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου 2472/1997, χρήση τους (πρβλ. ΑΠ 1520/2017 Πολιτική).
15ον.Απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της επιταγής είναι και η υπογραφή του εκδίδοντος την επιταγή (εκδότη). Συνεπώς το λευκό φύλλο επιταγής, που δεν φέρει την υπογραφή κατά τη διάταξη του άρθρου 1 άρ. 6 του Ν 5960/1933 περί επιταγής, απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητητα της επιταγής, δεν παράγει συνέπειες. Είναι άκυρη η επιταγή αν λείπει ο χρόνος έκδοσης (ΑΠ 740/2001) ή ο τόπος έκδοσης (ΑΠ 709/1982 ΠοινΧρ ΛΓ΄, 130). Περαιτέρω, για να είναι έγκυρη η επιταγή, πρέπει να έχει εκδοθεί από τον πραγματικό εκδότη της.
16ον.Η ύπαρξη πληρεξουσιότητας προς ενέργεια από τον πληρεξούσιο εμπορικών πράξεων στο όνομα των νόμιμων εκπροσώπων εταιρίας, που παρεχώρησαν την πληρεξουσιότητα αυτή, στις οποίες πράξεις περιλαμβάνεται και η έκδοση επιταγής, δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως επιταγής χωρίς αντίκρισμα, διότι αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός του εν λόγω αδικήματος, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 46 ή 47 ΠΚ (ΑΠ 671/2013).
17ον.ΑΠ 1512/2006
Από τα άρθρα 1, 2 και 28 του ν. 5960/1933 συνάγεται ότι η σημείωση πάνω στην επιταγή του χρόνου της έκδοσής της είναι απαραίτητο στοιχείο του κύρους της. Δε θίγεται όμως το κύρος της επιταγής αν η σημειούμενη σε αυτήν ημερομηνία έκδοσής της δεν είναι αληθινή. Έτσι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι έγκυρη και μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και πριν από την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτήν ότι εκδόθηκε, αφού είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει»…… Επίσης χωρίς σημασία είναι η σημείωση στην επιταγή του αριθμού του λογαριασμού του εκδότη και δεν επιδρά στο κύρος της επιταγής η αναγραφή αριθμού λογαριασμού τρίτου προσώπου (ΑΠ 1121/1992)
18ον. ΑΠ 1718/2004
Η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και η βεβαίωση μη πληρωμής της, δηλ. γενικότερα η τήρηση των διατυπώσεων επιμέλειας κατ’ άρθρο 29 και 40 επ. Ν 5960/1933, χωρίς να απαιτείται ανυπερθέτως η σημείωση της τράπεζας ότι η επιταγή δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρύσματος, εφόσον αυτή η σημείωση είναι απλώς αποδεικτικό και όχι συστατικό στοιχείο για την τέλεση του εγκλήματος. Το γεγονός της μη πληρωμής της επιταγής κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση στην πληρώτρια τράπεζα δύναται το δικαστήριο να το συναγάγει από οποιοδήποτε αποδεικτικό υλικό κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
19ον. Η εφαρμογή του άρθρου 469 ΚΠΔ στο έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. ΑΠ 952/2014
Στην προκειμένη περίπτωση με την …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, καταδικάστηκαν, σε δεύτερο βαθμό, για παράβαση του άρθρου 79 Ν 5960/1933, η Α. Φ. – Κ. και ο νυν αιτών Α. Ν., ως συναυτουργοί, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών ο καθένας. Κατά της παραπάνω απόφασης άσκησεν αναίρεση μόνον η πρώτη κατηγορουμένη και εκδόθηκε η με αρ. 1268/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι αναιρείται η άνω καταδικαστική απόφαση και παραπέμπεται η υπόθεση για νέα συζήτηση, μόνον ως προς την ανωτέρω αναιρεσείουσα, κατά παραδοχή ως βασίμου, αντικειμενικού λόγου, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, έλλειψης νόμιμης βάσης, για ανέφικτο ελέγχου ορθής εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 45 ΠΚ και 79 παρ. 1 Ν 5960/1933. Με την κρινόμενη από 7/4/2014 αίτηση, ο μη συμμετασχών στην άνω δίκη του Αρείου Πάγου, δεύτερος καταδικασθείς κατηγορούμενος Α. Ν. ζητεί τη συμπλήρωση της ανωτέρω απόφασης του Αρείου Πάγου, ώστε εφαρμοζομένου, κατ’ άρθρο 469 ΚΠΔ, του επεκτατικού αποτελέσματος, να αναιρεθεί η …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς αυτόν. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε απαραδέκτως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, ο Άρειος Πάγος βάσει του άρθρου 145 ΚΠΔ δύναται και αυτεπάγγελτα να προβαίνει στη διόρθωση των αποφάσεών του. Από την απλή επισκόπηση της ανωτέρω απόφασης 1268/2013 του Αρείου Πάγου καθίσταται πρόδηλο, ότι ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός είναι αντικειμενικός καθόσον δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας Α. Φ. Κ. Ειδικότερα η συγκεκριμένη απόφαση έκρινε ότι: «Υπό τις ανωτέρω όμως εκτεθείσες παραδοχές και εν όψει του ότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν συγκροτείται συναυτουργική συμμετοχή όταν οι κατηγορούμενοι δεν εκδίδουν την επιταγή από κοινού, ως συνεκδίδοντες, στερείται η προσβαλλόμενη νόμιμης βάσης, καθόσον στο πόρισμά της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αναφορικά με την συναυτουργική συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην τέλεση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ενόψει του προβληθέντος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρισμού αυτής, ότι στο σώμα της ένδικης επιταγής υφίσταται μία μόνο υπογραφή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 45 του ΠΚ και 79 παρ. 1 του N 5960/1933». Το Δικαστήριο όμως του Αρείου Πάγου παρέλειψε να αποφανθεί όπως όφειλεν αυτεπάγγελτα για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ως άνω ασκηθέντος ενδίκου μέσου της αναίρεσης και στον μη ασκήσαντα αυτό και μη παρεμβάντα στη δίκη αιτούντα.
Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, το επωφελές για την αναιρεσείουσα Α. Φ. – Κ. αποτέλεσμα του ένδικου μέσου της αναίρεσης, που άσκησε μόνον αυτή, πρώτη κατηγορουμένη, πρέπει κατ’ άρθρο 469 του ΚΠΔ. να επεκταθεί αυτεπάγγελτα και στον αιτούντα μη ασκήσαντα αναίρεση, συγκατηγορούμενο και συγκαταδικασθέντα Α. Ν. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, να συμπληρωθεί αυτεπάγγελτα η 1268/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 469 ΚΠΔ να κριθεί ότι ο Α. Ν. του Χ. ωφελείται από την ασκηθείσα και γενόμενη δεκτή αίτηση αναίρεσης της συγκατηγορουμένης του Α. Φ. – Κ. του Δ., να αναιρεθεί η με αριθ. 665/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς τον αιτούντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Συμπληρώνει τη με αριθ. 1268/2013 απόφαση του.
Επεκτείνει το αναιρετικό αποτέλεσμα της ανωτέρω αποφάσεως του Αρείου Πάγου και στον καταδικασθέντα αιτούντα Α. Ν. του Χ.
Αναιρεί τη με αριθ. …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς τον αιτούντα – συγκαταδικασθέντα Α. Ν. του Χ.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, και κατά το αναιρούμενο ως παραπάνω μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν την παρούσα υπόθεση.
20ον.Αν ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής την εκδίδει κατά το χρονικό διάστημα που έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών ως έμπορος, τότε όχι μόνο δεν αίρεται το αξιόποινο, αλλά υπάρχει επίταση του δόλου του (ΑΠ 1263/2002).
21ον.Όμως σε περίπτωση μεταχρονολογημένης επιταγής, που μετά την έκδοσή της, ο εκδότης αυτών κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης και η πτωχευτική απόφαση ορίζει ως χρόνο παύσης πληρωμών προγενέστερο του αναγραφόμενου χρόνου έκδοσης, ο ΑΠ με την υπ’αριθ. 213/2003 έκρινε ότι η μη πληρωμή της επιταγής αυτής ως ανυπαίτια αφού, λόγω της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης (άρθ. 534 επ. ΕμπΝ), δεν είναι δυνατή η πληρωμή της επιταγής κατά τη μεταγενέστερη ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος έκδοσής της.
22ον. ΑΠ 1512/2006
Από τα άρθρα 1, 2 και 28 του ν. 5960/1933 συνάγεται ότι η σημείωση πάνω στην επιταγή του χρόνου της έκδοσής της είναι απαραίτητο στοιχείο του κύρους της. Δε θίγεται όμως το κύρος της επιταγής αν η σημειούμενη σε αυτήν ημερομηνία έκδοσής της δεν είναι αληθινή. Έτσι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι έγκυρη και μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και πριν από την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτήν ότι εκδόθηκε, αφού είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει»…… Επίσης χωρίς σημασία είναι η σημείωση στην επιταγή του αριθμού του λογαριασμού του εκδότη και δεν επιδρά στο κύρος της επιταγής η αναγραφή αριθμού λογαριασμού τρίτου προσώπου (ΑΠ 1121/1992)
23ον. Το ζήτημα της μεταγενέστερης θεώρησης από τον δικηγόρο του γνησίου της υπογραφής
ΑΠ 401/2021:Έτσι, χωρίς την τήρηση της εν λόγω διατύπωσης, η πληρεξουσιότητα-εξουσιοδότηση κατάθεσης της έγκλησης είναι ελλιπής …”, υπερέβη την εξουσία του (αρνητικά), με το να μη δεχθεί ως έγκυρη την έγκληση και να μην προχωρήσει στη διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του εντολέα στην έγγραφη δήλωση με την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα για υποβολή έγκλησης καθίσταται αναγκαία προς εξασφάλιση του κύρους της και αποτροπή τυχόν αμφισβήτησης του γεγονότος της παρασχεθείσας εντολής και υπογραφής από τον ίδιο τον εντολέα, καθώς και της χρονολογίας αυτής, ώστε να αποκλείονται επιπτώσεις στην εγκυρότητα της ενεργηθείσας πράξεως. Η τυχόν μεταγενέστερη (χρονικά) θεώρηση εφ’ όσον δεν παράγει ακυρότητα ή απαράδεκτο, απαιτείται να υπάρχει κατά το χρόνο κατάθεσης- εγχείρησης της μήνυσης ή έγκλησης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα την 8.1.2014 και ώρα 12.00 ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Σ. Π., δηλαδή αναμφισβήτητα μετά την ως άνω θεώρηση της υπογραφής. Στην ένσταση δε περί απαραδέκτου της ένδικης έγκλησης που προέβαλε ο κατηγορούμενος Δ.ς Τ. του Γ., δεν περιλήφθηκε αιτίαση και δεν τέθηκε θέμα περί πλαστότητας ή αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του Προέδρου, Αντιπροέδρου, Γραμματέα και των μελών του Διοικητικού συμβουλίου της εξουσιοδοτούσας εταιρείας προς υποβολή της, αλλά αυτός αρκέστηκε μόνο στην κατάδειξη του τυπικού γεγονότος της θεώρησης του γνησίου της υπογραφής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από τη Δικηγόρο Αθηνών Α. Τ. όχι κατά την ημέρα συνεδρίασης του Δ.Σ. (10.12.2013) αλλά την 18.12.2013. Έτσι, το Δικαστήριο της ουσίας κατέστησε αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως της υπερβάσεως εξουσίας, κατά παραδοχή του μοναδικού σχετικού λόγου της αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
24ον. Το ζήτημα της υποβολής μήνυσης (ακόμη και μετά το τρίμηνο) σε αδίκημα που διωκόταν αυτεπάγγελτα και με το νέο ΠΚ διώκεται κατ’έγκληση.
ΑΠ 773/2020:
Υποβολή έγκλησης – αρκεί η σε προγενέστερο χρόνο μήνυση ακόμα και μετά την πάροδο τριμήνου. Επί αδικήματος που διωκόταν αυτεπάγγελτα υπό το προϊσχύσανκαθεστώς και ήδη διώκεται κατΆ έγκληση, η δήλωση βούλησης του εγκαλούντος για την τιμωρία του δράστη δεν απαιτείται να είναι ρητή και πανηγυρική αλλά αρκεί να συνάγεταιείτε από το όλο περιεχόμενο της έγκλησης (ανεξάρτητα απότον χρόνο υποβολής της) είτε και από τη ρητή δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο ένορκης εξέτασηςτου παθόντος.
25ον. Η αλληλοσυμπλήρωση των άρθρων 18 και 22παρ.3 Ν.2190 και η πρακτική τους εφαρμογή.
ΑΠ 71/2018
Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει, ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της, τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18§2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [Ολ. ΑΠ 1096/76, 415 και 6/2006]. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (Ολ. ΑΠ 4, 5, 6/2006).
26ον. Το ζήτημα της επισύναψης κατά την κατάθεση των αναγκαίων εγγράφων που στηρίζουν την έγκληση, πότε υπάρχει μεταπληρεξουσιότητα υποκατάστατου και τι απαιτείται για την έγκληση από αυτόν.
ΑΠ 151/2020
Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 4 εδ. α’ του άρθρου 46 του ΚΠοινΔ, “Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτή”. Όμως, η μη υποβολή τους δεν δημιουργεί απαράδεκτο ή ακυρότητα, αφού τέτοια κύρωση δεν τάσσεται στην ανωτέρω διάταξη. Η επισύναψη των σχετικών εγγράφων στην κατατιθέμενη έγκληση είναι μεν αναγκαία για τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του προσώπου που καταθέτει την έγκληση, όμως, δεν έχει αναχθεί σε δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητας αυτής (έγκλησης).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η σε βάρος του ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε παραδεκτά και ότι καθ’ υπέρβαση εξουσίας καταδικάστηκε, διότι η έγκληση σε βάρος του δεν υποβλήθηκε από υποκατάστατο όργανο του διοικητικού συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία “… AEBEE”, το δε επισυναπτόμενο στην έγκληση πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου δεν έφερε την κατά νόμο βεβαίωση περί της γνησιότητας της υπογραφής των μελών του διοικητικού συμβουλίου της. Από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων η από 7.11.2012 έγκληση της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας και τα συνημμένα σ’ αυτή έγγραφα και ειδικότερα τα με αριθμούς 9618/11, 654/ 62, 5491/82, 6574/99, 7737/02 ΦΕΚ (τεύχ. ΑΕ και ΕΠΕ), στα οποία δημοσιεύθηκε η σύσταση της εν λόγω εταιρίας, το καταστατικό της, η σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου και η μετατροπή της σε α.ε. και το υπ’ αριθμ. 326/ 12 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης αυτής εταιρίας. Σύμφωνα με το ως άνω υπ’ αριθμ. 326/ 12 πρακτικό, συνεδρίασε το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας σε απαρτία και αποφάσισε ομόφωνα να εξουσιοδοτήσει την Δικηγόρο Αθηνών Γ. Α. να υποβάλει την ως άνω έγκληση κατά του αναιρεσείοντος για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά τα οριζόμενα σ’ αυτό (πρακτικό).
Το πρακτικό αυτό προσκομίστηκε σε ακριβές αντίγραφο, το οποίο εξήχθη από το βιβλίο πρακτικών και με αυτό το διοικητικό συμβούλιο της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας μεταβίβασε το δικαίωμα εκπροσώπησης στην προαναφερόμενη δικηγόρο για να υποβάλει την ανωτέρω έγκληση και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, ενώ σχετική πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 13 παρ. 3 του ως άνω καταστατικού. Το πρακτικό αυτό φέρει την υπογραφή του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου, με σχετική καταστατική πρόβλεψη, του οποίου έχει θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής από την ως άνω Δικηγόρο. Επομένως, η Δικηγόρος Γ. Α., κατά την υποβολή της ως άνω εγκλήσεως, ενήργησε ως μεταπληρεξούσιος υποκατάστατου οργάνου του διοικητικού συμβουλίου και δεν ήταν αναγκαία η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των υπόλοιπων δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου, αφού αρκεί ότι έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του ως άνω υποκατάστατου προσώπου, το οποίο προσυπογράφει το αντίγραφο του πρακτικού. Κατά ακολουθίαν των ανωτέρω, νομότυπα υποβλήθηκε η ανωτέρω έγκληση.
27ον. Η εκκαθάριση και το ζήτημα της εκπροσώπησης κατά το εν λόγω στάδιο
ΑΠ 987/2020
Οι διατάξεις αυτές του Ν.2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, ως το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, εκπροσωπεί αυτό στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Η δε διάταξη του άρθρου 22§3 του Ν. 2190/1920 ρυθμίζει το ζήτημα της υποκατάστασης του ΔΣ της ανώνυμης εταιρίας, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο, εφόσον διενεργείται με βάση τις διατάξεις αυτές, που περιλαμβάνουν, στο πεδίο εφαρμογής τους, τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας και, μεταξύ άλλων, επιτρέπουν στο ΔΣ αυτής, που κατ’ αρχήν ενεργεί συλλογικά, να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις, προβλέπουν δε, ότι για ορισμένα θέματα είναι δυνατό να αποφασιστεί από το διοικητικό συμβούλιο μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή, κατά το άρθρο 22§3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της, διότι υποκατάσταση με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22§3 του Ν. 2190/1920 το τρίτο πρόσωπο, στο οποίο το ΔΣ ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του ΔΣ, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της προβλεπόμενης, από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του διοικητικού συμβουλίου, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 48α του ίδιου ως άνω Ν. 2190/1920, περί ανωνύμων εταιρειών συνάγεται ότι μετά τη λύση της ανώνυμης εταιρείας αυτή τίθεται υπό εκκαθάριση εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 48 § 2 και 49 του ίδιου νόμου. Μετά τη θέση της εταιρείας υπό εκκαθάριση, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, παύει η ανήκουσα στα μέχρι τότε αρμόδια όργανα αυτής εξουσία εκπροσώπησής της, και περιέρχεται αυτή αποκλειστικά στους εκκαθαριστές οι οποίοι έχουν και τη διοίκηση και διαχείριση αυτής. Κάθε δε εταιρεία είτε προσωπική, είτε κεφαλαιουχική (ΑΕ – ΕΠΕ), που τελεί υπό εκκαθάριση, δικαιούται να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα στο ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα που έχουν τελεσθεί σε βάρος της, δηλαδή όταν αυτή είναι αμέσως παθούσα (ΑΠ 709/2018).
28ον.Το ζήτημα της αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων και η αιτιολογία της απόφασης.
ΑΠ 151/2020
Για την ύπαρξη πλήρους ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους ούτε μνεία του τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά μόνο από αυτά κατ’ επιλογή, όπως τούτο επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ. (Ολ.Α.Π. 1/2005). Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα και ανενδοιάστως, ότι αυτά έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολο τους, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της ακροαματικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα, που εισφέρθηκαν σ’ αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να θεωρείται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη ( ΑΠ 196/ 2019).
“Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι στις …, στις 30/08/2012, ως Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΤΕ”, εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα εξέδωσε με πρόθεση την υπ’αριθ. … επιταγή της Τράπεζας ALPHA BANK με ημερομηνία εκδόσεως την 30/08/2012 για το χρηματικό ποσό των [25.000,00] ευρώ, σε διαταγή του ιδίου του κατηγορούμενου Κ. Π., νομίμως περιελθούσης στην κατοχή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “…”, νομίμως εκπροσωπούμενης, κατόπιν οπισθογραφήσεως, η οποία είναι και η νόμιμη κομίστρια αυτής. Ο ισχυρισμός του κατ/νου ότι δεν γνώριζε την έκδοση της επιταγής, αφού κατά το χρόνο (έκδοσής της η εταιρία βρισκόταν σε εκκαθάριση, με μοναδικό εκκαθαριστή τον πατέρα του, δεν μπορεί να γίνε δεκτός, αφού δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του αξιογράφου, αλλά και δεν αποδείχθηκε η ανάμειξη στις εταιρικές υποθέσεις άλλου προσώπου πλην του κατ/νου. Πρέπει, όμως, να του αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2δ ΠΚ, καθόσον μετά την τέλεση της πράξης του κατέβαλε προσπάθειες για την απομείωση των συνεπειών της.”.
Ακολούθως, το εν λόγω Δικαστήριο της ουσίας με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 842 2 δ’ ΠΚ του ότι: “Στις …, στις 30.8.2012: Ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΤΕ”, εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα εξέδωσε με πρόθεση την υπ’ αριθμ. … επιταγή της Τράπεζας ALPHA ΒΑΝΚ με ημερομηνία εκδόσεως την 30.8.2012 για το χρηματικό ποσό των (25.000,00) ευρώ, σε διαταγή του ιδίου του κατηγορούμενου Κ. Π., νομίμως περιελθούσης στην κατοχή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “… ABEE …”, νομίμως εκπροσωπούμενης, κατόπιν οπισθογραφήσεως, η οποία είναι και η νόμιμη κομίστρια αυτής.
Και αφού εμφανίσθηκε προς πληρωμή στις 06/09/2012 δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια”.
Όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης υπ’αριθμ. ΖΤ 2277/2019 αποφάσεως, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της. ούτε στη συνέχεια αυτού, αλλά ούτε και από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της κατάφασης της ενοχής του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος (πέραν των αναγνωσθέντων εγγράφων και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία), έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, ενόψει του ότι ουδόλως μνημονεύει τούτο (Δικαστήριο) στην προσβαλλομένη απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων, το οποίο, ως προεκτέθηκε, δεν αναφέρεται ούτε κατ’είδος στο αιτολογικό. Έτσι, υφίσταται ανεπάρκεια του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τα ληφθέντα υπόψη για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα κρίσεως αποδεικτικά μέσα, εφ’ όσον δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι αυτά αξιολογήθηκαν και εκτιμήθηκαν στο σύνολο τους.
29ον. Τόπος κατοικίας-Αναγραφείσα διεύθυνση στη μήνυση στην οποία δεν βρέθηκε ο μηνυόμενος, εσφαλμένη αιτιολογία απόρριψης της έφεσης
ΑΠ 82/2022
Τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων αυτών του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠοινΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή στη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, την οποία θεσπίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., περιεχόμενο της οποίας είναι η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην εισαγγελική αρχή, που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο, τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός, ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή στη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη διεύθυνση διαφορετική από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε και, ως εκ τούτου, η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.), από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνσή του και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης, ενόψει μάλιστα του ότι, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών δεν συντρέχει λόγος, για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους. Διαφορετικά, όπως προεκτέθηκε, ιδρύεται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΟλΑΠ 2/2014). Η απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκτός του ότι επιβάλλεται να διακρίνεται από πληρότητα και σαφήνεια και να μην περιέχει αντιφάσεις ή λογικά κενά, πρέπει να περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσης του, που αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα ούτε να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αλλά είναι αναγκαίο να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, και όχι μόνο ορισμένα από αυτά επιλεκτικώς (ΑΠ 1434/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αριθμό 3125/23-10-2020, του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1276/3-7-2020 του ήδη αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου κατά της απόφασης με αριθμό 18586/24-5-2017 του Ε’Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και την ως άνω έφεση, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της έφεσής του, είχε επικαλεσθεί ότι είχε γνωστή κατοικία επί της οδού …, στη Γλυφάδα και ότι ακύρως κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής και κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, είχε προτείνει ως μάρτυρες απόδειξης τη Σ. Τ. και Ν. Κ., οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, προσκόμισε δε και έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Τελικά, το ως άνω Δικαστήριο [Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών] έκρινε την προμνημονευόμενη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εκπρόθεσμη και την απέρριψε για το λόγο αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: “Η εκκαλούμενη 18586/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος επιδόθηκε σε αυτόν την 23-3-2018 σύμφωνα με τις διατάξεις περί επιδόσεων σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής, και συγκεκριμένα, επειδή αυτός απουσίαζε από την κατοικία του επί της οδού … στην Αμαλιάδα Ηλείας και η διαμονή του ήταν άγνωστη, ούτε βρέθηκε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 156 § 1 Κ.Π.Δ., η επίδοση έγινε προς τη δημοτική υπάλληλο Χ. Α., που όρισε για το σκοπό αυτό ο Δήμαρχος Ηλείας. Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε την 3-7-2020, δηλαδή μετά την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 § 1 Κ.Π.Δ. Η ανωτέρω διεύθυνση κατοικίας, στην οποία αναζητήθηκε ο εκκαλών, είναι η αναφερόμενη στην 22560/2014 μηνυτήρια αναφορά της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Ο εκκαλών με την έφεσή του ισχυρίζεται ότι ασκεί αυτήν εκπρόθεσμα, επειδή κατά τη δικάσιμο, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, είχε κλητευθεί ακύρως ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής επί της οδού … στη Γλυφάδα. Εφόσον, όμως, ο εκκαλών δεν προσβάλλει την εγκυρότητα της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, όπως απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, αναφέροντας μάλιστα και τα σχετικά αποδεικτικά μέσα, αλλά μόνο την εγκυρότητα της κλήτευσής του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως ισχυρισμός του ως αλυσιτελής. Επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι υπάρχει ορισμένος και πλήρης ισχυρισμός περί ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο της επίδοσης ο εκκαλών κατοικούσε πράγματι επί της οδού … στη Γλυφάδα Αττικής, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων, αλλά και από την άδεια κυκλοφορίας του … δικύκλου, που μεταβιβάσθηκε σε αυτόν την 17-6-2013 με σχετική χειρόγραφη σημείωση επ’ αυτής της υπαλλήλου της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Αττικής Ε. Π., την από 3-3-2012 κλήση προς αυτόν του Τμήματος Τροχαίας Ελληνικού, την από 18-11-2014 χειρόγραφη απόδειξη είσπραξης, που χορήγησε σε αυτόν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το … ασφαλιστήριο αυτοκινήτου έτους 2019 της εταιρίας Groupama, λογαριασμούς τηλεφώνου μηνών Νοεμβρίου 2010 και Μαρτίου 2011 της εταιρίας Vodafone, την από 2-5-2017 επιστολή της ασφαλιστικής εταιρίας Eurolife προς αυτόν, αποδείξεις πληρωμής των εταιριών PC ΟΝΕ Α.Ε. και EINHELL ΕΛΛΑΣ Α.Ε., την …/15-2-2019 πράξη κατάθεσης εγγράφου της συμβ/φου Μ. Α., την από 21-12-2018 αναγγελία της πρόσληψής του προς τον Ο.Α.Ε.Δ. εκ μέρους της εταιρίας Synolo Solutions Ε.Π.Ε. Ωστόσο, ο εκκαλών στις ατομικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, που υπέβαλλε, δήλωνε ανέκαθεν και δηλώνει μέχρι σήμερα ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό … στην Αμαλιάδα, όπως προκύπτει και από τις αναγνωσθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του των ετών 2017 και 2018. Επομένως η αρχή, που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης, και εν προκειμένω η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, δεν είχε τρόπο να πληροφορηθεί την πραγματική κατοικία του, αφού ο ίδιος κατά το χρόνο, που έγινε η επίδοση, δήλωνε ως κατοικία του στη φορολογική αρχή την αναφερόμενη στη μηνυτήρια αναφορά, ενώ δεν υπήρχε υποχρέωση της Εισαγγελίας να αναζητήσει περαιτέρω τη διεύθυνσή του από ιδιωτικές εταιρίες, το Τμήμα Τροχαίας Ελληνικού, την Περιφέρεια Αττικής, τον Ο.Α.Ε.Δ. ή το Ε.Κ.Π.Α. Ο εκκαλών με την από 19-1-2007 υπεύθυνη δήλωσή του προς τη Δ.Ο.Υ. ΙΑ’ Γλυφάδας ανέφερε ότι διαμένει επί της οδού … στη Γλυφάδα, η δήλωση όμως αυτή α) είχε γίνει σε πολύ προγενέστερο χρόνο από αυτόν της επίδοσης, επακολούθησαν δε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του εκκαλούντος με αναφερόμενη διεύθυνση επί της οδού … στην Αμαλιάδα Ηλείας, και β) έγινε στα πλαίσια και μόνο του φορολογικού ελέγχου των βιβλίων και στοιχείων της εταιρίας Computers Repairing Center Ε.Π.Ε., που διενεργούσε η ως άνω Δ.Ο.Υ., χωρίς ο ίδιος (εκκαλών) να προβεί και σε μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας, που δήλωνε ως ατομικώς φορολογούμενος. Επίσης, ο εκκαλών προσκομίζει τον από 3-7-2020 πίνακα μετατροπής ποινής και πίνακα διακανονισμού ποινής του Τμήματος Εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών με τους οποίους υπολογίζεται το ποσό της μετατροπής και οι δόσεις της ποινής, που του επιβλήθηκε με την 39880/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όμως στα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται η διεύθυνση κατοικίας του. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας κατ’ άρθρο 578 § 1 Κ.Π.Δ”. Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών στέρησε την απόφασή του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ δέχεται το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ότι ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων κατά τον χρόνο επίδοσης της εκκαλούμενης απόφαση είχε γνωστή κατοικία, στην Γλυφάδα Αττικής, επί της οδού …, στη συνέχεια καταλήγει ότι ήταν νόμιμη η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής, διότι η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών δεν είχε τρόπο να πληροφορηθεί την πραγματική κατοικία του, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ίδιος κατά το χρόνο, που έγινε η επίδοση, δήλωνε ως κατοικία του στη φορολογική αρχή την αναφερόμενη στη μηνυτήρια αναφορά και δεν υπήρχε υποχρέωση της Εισαγγελίας να αναζητήσει περαιτέρω τη διεύθυνσή του. Η εν λόγω αιτιολογία, όμως, δεν είναι επαρκής, ενόψει του ότι εκλαμβάνει ως νόμιμη την επίδοση στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής, καίτοι δέχεται ως αποδειχθέν ότι ο κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή, χωρίς να υπάρχει παραδοχή, ότι ο τελευταίος (κατηγορούμενος) γνώριζε, ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τη συγκεκριμένη πράξη, ώστε να έχει υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στην αρμόδια δικαστική (εισαγγελική) αρχή, ή ότι είχε διενεργηθεί σε βάρος του ανάκριση ή προανάκριση, κατά την οποίαν να είχε δηλωθεί ως διεύθυνση κατοικίας η οδός … στην Αμαλιάδα. Κατ’ ακολουθίαν αυτών και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ), προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της έφεσης της αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου (δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής) και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση με αριθμό 3125/23-10-2020 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2021.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
30ον Αναγκαία η μνεία περιστατικών ή η επισύναψη εγγράφων στην έκθεση του ενδίκου μέσου για τους λόγους ανωτέρας βίας. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να δικαιολογούν πλήρως το εκρπόθεσμο της άσκησής του
ΑΠ 617/2021
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο, κατά τη συναγόμενη από το άρθρο 255 παρ.2 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Αν δεν διαλάβει τέτοια περιστατικά στην έκθεση ή αν τα περιστατικά αυτά δεν αποδεικνύονται από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσκομίζει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται με άλλο έγγραφο και ειδικότερα υπόμνημα μεταγενέστερα είναι απαράδεκτη. Τέλος, ως ανώτερη μεν βία νοείται κάθε γεγονός εξαιρετικό και απρόβλεπτο, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα ακραίας φροντίδας, εξαιρετικής επιμέλειας και ιδιαίτερης συναίνεσης, ανυπέρβλητο δε κώλυμα θεωρείται το γεγονός εκείνο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο διαδίκου και δεν θα μπορούσε να υπερνικηθεί με κανένα τρόπο (ΑΠ 905/2019).
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της ασκηθείσας αναιρέσεως, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 307/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία δημοσιεύτηκε με τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο Β. Α. του Α., παριστάμενο διά πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την απαγγελία της αποφάσεως, καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 13-1-2020. Ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη από 3-3-2020 αίτηση αναιρέσεως, με επίδοση δηλώσεως στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 3-3-2020, δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 473 παρ.2 εικοσαήμερης προθεσμίας.
Στην αίτηση αναίρεσης προβάλλεται ως λόγος ανώτερης βίας, άλλως ανυπέρβλητου κωλύματος προς δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησής της, η απουσία του αναιρεσείοντα για λόγους επαγγελματικούς, που αναφέρονται σε αιφνίδια και απρόοπτα επαγγελματικά συμβάντα, τα οποία απαιτούσαν την άμεση παρουσία του σε χώρες του εξωτερικού. Για την απόδειξη του προβαλλόμενου, ως άνω, λόγου ανώτερης βίας, ο αναιρεσείων επικαλείται και προσκομίζει τα σχετικά αεροπορικά εισιτήρια. Όπως παραπάνω αναφέρεται στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την απαγγελία αυτής ο αναιρεσείων παρέστη διά πληρεξουσίου δικηγόρου, και όφειλε να ασκήσει την αναίρεση εντός της νόμιμης προθεσμίας από τη δημοσίευση της απόφασης. Άλλωστε, ο παραστάς δικηγόρος του είχε τη δυνατότητα να ασκήσει ο ίδιος την αίτηση αναιρέσεως μέσα στη νόμιμη προθεσμία χωρίς ειδική εντολή του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 465 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ.. Τέλος, σε κάθε περίπτωση η απουσία του αναιρεσείοντος στο εξωτερικό, εντός της εικοσαημέρου προθεσμίας, καλύπτει χρονικό διάστημα μόνον επτά (7) ημερών. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠοινΔ) και επίσης να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας τη κατηγορία (αρθ. 176, 183 ΚΠοινΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
31ον. Το ζήτημα της κατά τόπο αρμοδιότητας του Ποινικού Δικαστηρίου
ΑΠ 359/2020
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εγγράφως, με καταχώρηση στα πρακτικά, και προφορική της ανάπτυξη, την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι για την εκδίκασή της, κατά τόπον αρμόδια Δικαστήρια είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά, για το λόγο ότι “…η επίμαχη επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή στην Τράπεζα με την επωνυμία “HSBC” και συγκεκριμένα στο Ναυτιλιακό κατάστημά της, στον Πειραιά επί της …, καθώς σε αυτό ορίστηκε ρητώς να γίνει η πληρωμή αυτής. Επομένως, και για τον ανωτέρω λόγο σε συνδυασμό με την αιτία εκδόσεως της επίμαχης επιταγής, ήτοι για την κάλυψη υπηρεσιών σε πλοίο, με αποτέλεσμα από την μη πληρωμή της να προκύπτει ναυτική διαφορά υπό την έννοια του νόμου για την εκδίκαση της οποίας, κατά τόπον αρμόδια Δικαστήρια είναι το τα Δικαστήρια του Πειραιά.”. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, ο εν λόγω όμως συνήγορος του αναιρεσείοντος επανέφερε αυτήν με λόγο έφεσης και ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ενεργούντος ως εφετείου, το οποίο επίσης την απέρριψε κατ’ ουσίαν με την πιο κάτω σκέψη:
“… η έκδοση της επίμαχης επιταγής δεν αποτελεί ναυτική διαφορά διότι, αν και ο κατηγορούμενος φέρεται ότι εξέδωσε αυτή στο πλαίσιο της επιχειρηματικότητας της εταιρείας, της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος, ήτοι της διαχείρισης φορτηγών πλοίων, το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και ο τόπος τέλεσης του αδικήματος είναι ο τόπος έκδοσης αυτής. Κατόπιν αυτών και εφόσον οι επίμαχες επιταγές φέρεται ότι εκδόθηκαν στο …, το παρόν δικαστήριο είναι κατά τόπο αρμόδιο και θα πρέπει να απορριφθεί η ένσταση που προέβαλε ο κατηγορούμενος της κατά τόπο αναρμοδιότητας.” Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεχόμενο ότι, εφόσον, κατά τα αναγραφόμενα στην ως άνω επιταγή, τόπος εκδόσεως ήταν το …, αρμόδιο για την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης είναι το δικάσαν Δικαστήριο, ορθώς απέρριψε την ένσταση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ο σχετικός (2ος) λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ (πρώην Η’) Κ.Ποιν.Δ., για υπέρβαση εξουσίας, με την έννοια ότι παρά την αναρμοδιότητα κατά τόπο του δικάσαντος Δικαστηρίου προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και στην καταδίκη του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
32ον.Το ζήτημα του περιεχομένου του κλητηρίου θεσπίσματος στο έγκλημα της επιταγής
ΑΠ 359/2020
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης ΑΤ1669/2019 δευτεροβάθμιας απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και των οικείων πρακτικών, σε συνδυασμό με την πρωτόδικη ΣΤΜ4481/2018 απόφαση και τα σχετικά πρακτικά του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθώς και την με αριθμό 52009/18.06.2018 έφεση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβλήθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή στο επιδοθέν σ’ αυτόν κλητήριο θέσπισμα α) δεν περιέχονται τα πλήρη στοιχεία του και συγκεκριμένα σ’ αυτό αναγράφεται “… Καλούμε τον Δ. Τ. του Γ. …” αντί του ορθού “…Καλούμε τον Δ. – Μ. Τ. του Γ. – Ε….”, β) δεν αναφέρεται ο αριθμός λογαριασμού του δικαιούχου, και γ) το ποσό, για το οποίο εκδόθηκε, η επιταγή είναι εσφαλμένο, καθώς αναφέρεται σε ευρώ, αντί του ποσού των δολλαρίων Η.Π.Α. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών απέρριψε την παραπάνω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφορικά με τα στοιχεία του αναιρεσείοντος σιωπηρώς, ενώ με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε αυτήν, κατά τα λοιπά, πλην όμως με παρεμπίπτουσα απόφασή του συμπλήρωσε τα πλήρη στοιχεία αυτού και στη συνέχεια με την ΣΤΜ4481/2018 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την προαναφερόμενη έφεση, με ειδικό λόγο της οποίας (μεταξύ άλλων) πλήττει την πρωτόδικη απόφαση για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε σ’ αυτόν, επικαλούμενος τους ίδιους λόγους που είχε προβάλει και κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Κατά την εκδίκαση της έφεσης ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, επανέφερε τον ίδιο αυτοτελή ισχυρισμό, ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, διατυπωμένο σε γραπτό κείμενο, που αναπτύχθηκε προφορικά και καταχωρίστηκε στα πρακτικά. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμο, με το εξής αιτιολογικό:
“Επειδή η εκκαλούμενη απόφαση σιωπηρά απέρριψε την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ως προς το όνομα του κατηγορουμένου και μετά το συμπλήρωσε, έχει καλυφθεί η ακυρότητα. Σε κάθε δε περίπτωση δεν προκύπτει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου από τη μη αναφορά του δεύτερου ονόματος και του πατρωνύμου και επομένως δεν οδηγεί σε παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Εφόσον, μάλιστα, με τα ίδια στοιχεία δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο και επομένως πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, η αναφορά του λογαριασμού στο κλητήριο θέσπισμα δεν είναι απαραίτητη διότι αυτή (αναφορά λογαριασμού) δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγή. Ενώ, το ότι στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται το ποσό σε ευρώ, ενώ είναι σε δολάρια, οπότε δεν αναφέρεται το ύψος του ποσού που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεν οδηγεί σε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, διότι εφόσον αναφέρεται ο αριθμός της επιταγής από την αποδεικτική διαδικασία θα προκύψει το ποσό, το οποίο είναι σε δολάρια και επομένως πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος.” Υπό τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας ορθώς και με πλήρη αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμη την προταθείσα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και με το να μην κηρύξει άκυρο για τους ως άνω λόγους το επιδοθέν στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα, και να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας που δεν καλύφθηκε. Επομένως, ο σχετικός λόγος (1ος) αναίρεσης, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ για σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση