Λ.Τσόγκας, εμπορία ανθρώπων- Ανταλλαγή πληροφοριών για την καταπολέμησή της- Ειδική μνεία στα βιομετρικά προσωπικά δεδομένα και στο εφαρμοστέο δίκαιο των αποδείξεων κατά τη διεθνή δικαστική συνεργασία

ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ – ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ ΣΤΑ ΒΙΟΜΕΤΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΦΟΡΜΑΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ  ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

 

Επιμέλεια:

Λάμπρος Σ. Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

 

===Η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί, όπως το ΕΔΔΑ επεσήμανε επανειλημμένα, βασική αποστολή των κρατών (άρθρο 4 της ΕΣΔΑ).

===Μέσα στις υποχρεώσεις των κρατών κατά την εφαρμογή του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ ανάγεται η διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας για τα θύματα. Τούτη όμως δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκόμενων αρχών σε εθνικό επίπεδο αλλά και των δικαστικών αρχών σε διεθνές επίπεδο συνεργασίας.

===Σε εθνικό επίπεδο σημαντική είναι η ανταλλαγή των πληροφοριών μεταξύ οποιασδήποτε δημόσιας αρχής και δικαστικής αρχής γίνεται μέσω της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 38 ΚΠΔ.

=== Εκείνο, που πρέπει να επισημανθεί σε επίπεδο συλλογής προσωπικών δεδομένων από δημόσια αρχή στα πλαίσια εξυπηρέτησης του δημοσίου σκοπού της, η οποία ακολούθως προχωρά σε διαβίβασή τους στον αρμόδιο Εισαγγελέα, είναι η ανάγκη για την ορθή-νόμιμη συλλογή των βιομετρικών δεδομένων. Τούτη η περίπτωση αφορά το άρθρο  9 του Κανονισμού για τα Προσωπικά Δεδομένα, το οποίο άρθρο ρυθμίζει την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πλέον δεν υπάρχει ο όρος ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Στην ειδικής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανήκουν τα βιομετρικά, τα οποία σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 4 εδ.14 είναι εκείνα, που προκύπτουν από ειδική τεχνική επεξεργασία συνδεόμενη με συμπεριφορικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου και επιτρέπουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίησή του, όπως εικόνες προσώπου και δακτυλοσκοπικά δεδομένα. Τούτα λοιπόν  δεν μπορούν να τύχουν επεξεργασίας από δημόσια αρχή στα πλαίσια εκτέλεσης του δημοσίου σκοπού της, αν δεν υπάρχει νομική βάση από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, που να προβλέπει την επεξεργασία τους και δεν υπάρχουν σαφή νομοθετικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των φυσικών προσώπων. Βέβαια η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων μπορεί να γίνει από υπαλλήλους δημοσίας υπηρεσίας, αν το φυσικό υποκείμενο δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του για συγκεκριμένο σκοπό και τούτη η συγκατάθεση δεν απαγορεύεται για την επεξεργασία των δεδομένων από το ενωσιακό ή εθνικό δικαιο δίκαιο.

===Η ψηφιακή φωτογράφηση υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει βιομετρικό προσωπικό δεδομένο και έτσι να υπαχθεί στο πεδίο του άρθρου 9 του Κανονισμού για τα προσωπικά δεδομένα. Αυτό συμβαίνει αν ψηφιακή η φωτογράφηση προσώπου είναι από κοντινή απόσταση (και μάλιστα με υψηλής ευκρίνειας μέσο) και με την κατάλληλη τεχνική ανάλυση μπορεί να εξασφαλίσει τη μοναδικότητα της ταυτοποίησης του προσώπου (όπως ακριβώς συμβαίνει με το δακτυλικό αποτύπωμα) ή αν η ψηφιακή φωτογράφηση συνδέεται μέσω της τεχνικής ανάλυσής της με πληροφορίες για συμπεριφορικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα αν η ψηφιακή φωτογράφηση είναι συνεχόμενη. Τότε, τούτη ουσιαστικά αποτυπώνει εκδήλωση συμπεριφοράς του φυσικού προσώπου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται η μοναδικότητα της πιστοποίησής του. Το συμπέρασμα ότι οι ψηφιακές φωτογραφίες του φυσικού προσώπου, που μπορούν να υποστούν τεχνική ανάλυση μέσω ειδικού εξοπλισμού, αποτελούν ιδιαίτερης κατηγορίας προσωπικό δεδομένο προκύπτει και από τις σκέψεις στη σελίδα 18 στο εγχειρίδιο της ΕΕ για τα προσωπικά δεδομένα έκδοση 2.0 της 29ης Ιανουαρίου 2020.

=== Περαιτέρω οι προανακριτικοί υπάλληλοι στα πλαίσια του άρθρου 251 ΚΠΔ μπορούν να ζητήσουν και να συλλέξουν από οποιαδήποτε δημόσια αρχή κάθε πληροφορία, που είναι χρήσιμη και έχει αποκτηθεί νόμιμα, προκειμένου να ερευνηθεί στα πλαίσια αυτεπάγγελτης προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης τυχόν πράξη εμπορίας ανθρώπων.

===Σε επίπεδο διεθνούς συνεργασίας άξια μνείας είναι η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν.4216/2013. Στο άρθρο 32 προβλέπεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης και μέσω της εφαρμογής των σχετικών ισχυουσών διεθνών και περιφερειακών πράξεων, των συμφωνιών, που συνάπτονται στη βάση ενιαίας ή αμοιβαίας νομοθεσίας των εθνικών τους δικαίων, στον ευρύτερο δυνατό βαθμό, με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, την προστασία και υποστήριξη των θυμάτων, την ανάκριση ή την ποινική δίωξη των σχετικών  εγκλημάτων.  Η πιο πάνω ρύθμιση είναι σε ακολουθία με τις θέσεις του ΕΔΔΑ, που επιβάλει τη δικονομική υποχρέωση στα κράτη για αποτελεσματική εξέταση των υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων.

===Ακόμη στο άρθρο 33 ορίζεται ότι όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος, με βάση τις πληροφορίες, που βρίσκονται στη διάθεση του, έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι η ζωή, η ελευθερία ή η σωματική ακεραιότητα  ατόμου, που αφορά η Σύμβαση, βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο στην επικράτεια άλλου συμβαλλόμενου μέρους, τότε το συμβαλλόμενο μέρος, που κατέχει τις πληροφορίες, σε μία τέτοια επείγουσα περίπτωση, τις διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση στο τελευταίο, προκειμένου να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας.

===Το πιο πάνω άρθρο δεν αναφέρεται στη διαβίβαση αποδείξεων, ούτε σε αυτό προσδιορίζεται ο μηχανισμός ανταλλαγής αποδείξεων μεταξύ των δικαστικών αρχών των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά η ρύθμισή του αφορά μόνο την ανακοίνωση πληροφοριών. Κατά συνέπεια η αποστολή πληροφοριών από τις αρχές ενός συμβαλλόμενου κράτους στις αρχές άλλου αποτελούν τη βάση για να δημιουργηθεί ο μηχανισμός ανάμεσα στα συμβαλλόμενα κράτη συλλογής αποδείξεων σε βάρος των υπόπτων για την εμπορία ανθρώπων.

===Δύο είναι οι  κύριοι μηχανισμοί, που θα μπορούσαν να μνημονευθούν: ο πρώτος είναι οι ΚΟΕ (Κοινές Ομάδες Έρευνας). Το κύριο σημείο στην ΚΟΕ αποτελεί ο προσδιορισμός του σκοπού της. Η περιγραφή του θα πρέπει να περιλαμβάνει τις περιστάσεις του υπό διερεύνηση εγκλήματος στα εμπλεκόμενα κράτη (ημερομηνία, τόπος και φύση). Θα πρέπει να προσδιορίζεται αν επιδιώκεται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η συντονισμένη σύλληψη υπόπτων, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, η στρατηγική δίωξης, δηλαδή η ρύθμιση θεμάτων περί δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης διαβίβασης των δικογραφιών. Πρέπει ακόμη να αποσαφηνίζεται ποια είναι τα κράτη, στα οποία θα λειτουργεί η ΚΟΕ. Η ΚΟΕ πραγματοποιεί τις εργασίες της σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών, στα οποία επιχειρεί σε οποιαδήποτε στιγμή. Έτσι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν αποδείξεις στο κράτος, που λαμβάνει το αίτημα από το κράτος έκδοσης του αιτήματος, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις συλλογής τους από το κράτος, που λαμβάνει το αίτημα και συνδέονται με τις θεμελιώδεις αρχές του (πχ οι διατάξεις περί απορρήτου των επικοινωνιών, οι διατάξεις για το άσυλο της κατοικίας). Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται να μην συγκεντρωθεί στο κράτος αυτό παράνομο αποδεικτικό μέσο και έτσι να λάβει χώρα αξιόποινη πράξη από τα κρατικά όργανα, που τα συγκεντρώνουν, παρά μόνο αν η χώρα έχει αναλάβει υποχρέωση στα πλαίσια διεθνούς σύμβασης, που έχει κυρώσει. Τότε όμως δεν θα είναι παράνομα αποδεικτικά μέσα τα συγκεντρωθέντα με άλλο τρόπο από αυτόν, που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, αφού θα πρόκειται για θεσμοθέτηση ειδικών διατάξεων συλλογής αποδείξεων σε υποθέσεις διεθνούς συνεργασίας με βάση την κυρωθείσα  διεθνή  σύμβαση.

===Άλλος μηχανισμός είναι αυτός της Ε.Ε.Ε με βάση το Ν.4489/2017. Στο πεδίο αυτό εξετάζονται τρία σημεία:

Α) Ποιο είναι το δίκαιο, που εφαρμόζεται για το κύρος μιας ανακριτικής πράξης, που διέταξε το Α’ κράτος στο Β’ και η υπόθεση εκδικάζεται στο Α’ κράτος. Το εφαρμοστέο δίκαιο για το κύρος των ανακριτικών πράξεων είναι του Β’ κράτους, δηλαδή του κράτους, στο οποίο ελήφθη το μέτρο. Κατά συνέπεια αν ο κατηγορούμενος πιστεύει ότι έχει εμφιλοχωρήσει ακυρότητα και τη λήψη του μέτρου, πρέπει να επικαλεστεί το δίκαιο του Β’ κράτους, δηλαδή του κράτους, εντός του οποίου ελήφθη το μέτρο και όχι το δίκαιο του κράτους, στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση.

Β) Ποιο είναι το δίκαιο, που εφαρμόζεται για τη δικονομική αξιοποίηση των αποδείξεων στην ποινική δίκη όταν το Α΄ κράτος ζήτησε τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων στο Β’ κράτος και η υπόθεση εκδικάζεται στο Α’. Με βάση την οδηγία για την ΕΕΕ το κράτος έκδοσης του αιτήματος μπορεί να ζητεί από το κράτος εκτέλεσης ερευνητικά μέτρα, που προβλέπονται στο εσωτερικό του δίκαιο. Έτσι  η αρχή εκτέλεσης τηρεί τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που έχει ορίσει με σαφήνεια η αρχή έκδοσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην οδηγία και εφόσον οι σχετικές διατυπώσεις-διαδικασίες δεν είναι αντίθετες προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης. Κατά συνέπεια η αρχή του κράτους έκδοσης του αιτήματος για την ΕΕΕ πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφικά τις διατυπώσεις λήψης του ζητούμενου μέτρου, αφού το δίκαιο του κράτους έκδοσης του ζητούμενου μέτρου (που είναι και το κράτος στο οποίο θα εκδικαστεί η υπόθεση) είναι το δίκαιο που εφαρμόζεται για την αξιοποίηση  των αποδείξεων που συγκεντρώθηκαν. Εκείνο, που χρειάζεται προσοχής στο σημείο αυτό, είναι ότι αν εκτός από τις ανωτέρω περιγραφόμενες διατυπώσεις λήψης του μέτρου από την αρχή του κράτους έκδοσης της ΕΕΕ, στο  κράτος εκτέλεσης απαιτούνται με ποινή ακυρότητας και άλλες,  όμως τούτες δεν τηρήθηκαν κατά τη λήψη του στο κράτος εκτέλεσης, το μέτρο είναι άκυρο. Ο κατηγορούμενος λοιπόν μπορεί να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας στο κράτος έκδοσης του ζητούμενου μέτρου όπου εκδικάζεται η υπόθεσή του επικαλούμενος όμως το δίκαιο του κράτους, στο οποίο ελήφθη το μέτρο.

Γ) Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει διαβίβαση τηλεφωνικών συνομιλιών από κράτος σε κράτος τότε για τη διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων, που βρίσκονται ήδη στην κατοχή άλλου κράτους, η πρόβλεψη του άρθρου 6, παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ για παραπομπή σε εγχώρια υπόθεση, επιβάλλει στην αρχή έκδοσης την υποχρέωση να διαπιστώσει εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις το οικείο εθνικό δίκαιο επιτρέπει τη μεταφορά αποδεικτικών στοιχείων, που συνελέγησαν μέσω της παρακολούθησης επικοινωνιών από μια ποινική διαδικασία σε άλλη ποινική διαδικασία στο εσωτερικό της χώρας (πρόταση Γεν.Εισ ΔΕΕ υπόθεση C-670/22).

===Επιπλέον ζήτημα ανακύπτει με την υποχρέωση των αρχών ενός κράτους να ερευνήσουν την πιθανότητα τέλεσης εμπορίας ανθρώπων εκτός της εδαφικής τους επικράτειας κατά την έρευνα, που διεξήγαγαν για την τέλεση της εν λόγω πράξης εντός της εδαφικής τους επικράτειας. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση με αριθμ. προσφυγής 58216/12 κατά της Αυστρίας έλαβε τη θέση ότι δεν απαιτείται, βάσει του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, από τα κράτη να προβλέπουν διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους για εγκλήματα εμπορίας ανθρώπων, που τελέστηκαν στην αλλοδαπή. Περαιτέρω σημείωσε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω βήματα σχετικά με την υπόθεση, όπως η απόδοση ευθυνών στους εργοδότες εκτός Αυστρίας δε θα είχε πιθανότητα επιτυχίας, καθώς δεν υπήρχε σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής μεταξύ της Αυστρίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ενώ οι προσφεύγουσες στράφηκαν στις αστυνομικές αρχές ένα χρόνο μετά τα κρίσιμα περιστατικά, αφότου οι εργοδότες τους είχαν πλέον εγκαταλείψει τη χώρα. Η τελευταία σκέψη είναι χαρακτηριστική για τα κριτήρια, που πρέπει να ακολουθηθούν από τις δικαστικές αρχές ενός κράτους να ερευνήσουν την τέλεση πράξης εμπορίας εκτός της εδαφικής του επικράτειας κατά τη διάρκεια εγχώριας έρευνας.

===Τέλος άξιο αναφοράς στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί το ότι στo άρθρο 4, στο οποίο δίνεται ο ορισμός της εμπορίας ανθρώπων, καθορίζονται τρία κριτήρια στη σχέση δράστη και θύματος, ώστε το τελευταίο να μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Τα τρία αυτά κριτήρια είναι τα εξής: 1ον) συγκεκριμένη δράση του υπόπτου εμπίπτουσα στην αναφερόμενη στο άρθρο αυτό περιπτωσιολογία, 2ον) τα μέσα, που χρησιμοποίησε και τέλος 3ον) ο σκοπός του δράστη. Τούτη η επισήμανση είναι σημαντική γιατί έτσι αποσαφηνίζεται ποια είναι η σκοπιμότητα και η αναγκαιότητα στη συλλογή των αποδείξεων σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων κατά τη διάρκεια διεθνούς δικαστικής συνεργασίας.

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *