Μ.Τσέφας/Ι.Ασπρογέρακας, Δικαστική διεκδίκηση της παρακρατηθείσας εισφοράς υπέρ ανεργίας
Δικαστική διεκδίκηση της παρακρατηθείσας εισφοράς υπέρ ανεργίας
Μιχαήλ Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών.
Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών,
μελών ΔΣ ΕνΔΕ
Επί προεδρίας κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη, την περίοδο 2020-2022, η Ένωσή μας είχε θέσει στο δημόσιο διάλογο ήδη από τις αρχές του 2021, αλλά και αργότερα εντός του ίδιου έτους στον αρμόδιο Υπουργό Οικονομικών, το ζήτημα της διακοπής της παρακράτησης από τις αποδοχές μας της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 3986/2011. Κι αυτό γιατί, με το άρθρο 121 παρ. 1 του ν. 4799/2021, που τροποποίησε την παρ. 50 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), απαλλάσσονταν ήδη από το 2021 από την εν λόγω παρακράτηση οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και τα μέλη Δ.Σ, αλλά και τα εισοδήματα από κεφάλαιο, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και από τόκους. Η μοναδική κατηγορία που εξαιρούνταν ήταν οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα και οι συνταξιούχοι. Ήδη, πριν την οριστική της κατάργηση από την κυβέρνηση, με το άρθρο 177 του ν. 4972/2022 (ΦΕΚ Τεύχος Α 181/23.09.2022) και δη από 01.01.2023 για όλα τα εισοδήματα, απευθυνθήκαμε σε δικηγορικό γραφείο, ενημερώσαμε τους συναδέλφους για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί και θέσαμε από το Μάρτιο του 2022 στη διάθεσή τους τα σχέδια των προσφυγών για τη διεκδίκηση της επιστροφής των παρακρατηθέντων ποσών για τα έτη 2021 και 2022, που ανέρχονται στο ποσό των 1.500 ευρώ περίπου κατ’ έτος για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Τα σχέδια αυτά μάλιστα διατέθηκαν και σε συναδέλφους άλλων δικαστικών ενώσεων. Επί των σχετικών προσφυγών, έχει εκδοθεί η απόφαση με αριθμό 14979/2023 του 9ου Μονομελές Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία με το σκεπτικό ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος δύναται να επηρεάσει τη φορολογική μεταχείριση ευρύτερου κύκλου προσώπων, ήτοι του συνόλου των δικαστικών λειτουργών, παρέπεμψε αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος.
Σήμερα, με πρωτοβουλία και των Διοικητικών Δικαστών, έχει αναδειχθεί το θέμα της παράνομης παρακράτησης από τις αποδοχές μας της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας του άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011. Η εισφορά αυτή αφορά διαφορετικό κονδύλιο από το ποσό που διεκδικούμε με τις προαναφερόμενες προσφυγές. Συγκεκριμένα, η παρακράτηση της εν λόγω εισφοράς υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.. Αποτελείται από δύο (2) επιμέρους κονδύλια και αναγράφεται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της μισθοδοσίας μας με την αντίστοιχη αιτιολογία: «Έσοδα από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης (2%) για την καταπολέμηση της ανεργίας (αρθ.38, παρ.2α Ν.3986/2011)», ενώ αφορά παρακράτηση ύψους περίπου εκατό (100) ευρώ συνολικά το μήνα για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Ειδικότερα, στη νομοθεσία που διέπει τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), όπως με το άρθρο 3 του ν. 4921/2022 (Α΄ 75) μετονομάστηκε σε Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), προβλέπεται ρητά η καταβολή εισφοράς υπέρ του Οργανισμού για την ασφάλιση του κινδύνου της ανεργίας. Στην ασφάλιση αυτή εμπίπτουν τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία ορισμένου ή αορίστου χρόνου με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ενώ εξαιρούνται ρητά της ασφάλισης για τον κίνδυνο της ανεργίας, μεταξύ άλλων, οι υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου ή άλλων Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου. Έτσι, η ασφάλιση του κινδύνου της ανεργίας αφορά αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι στον οποίο αφενός συνεισφέρουν στον σχηματισμό του απαιτούμενου κεφαλαίου (μέσω των εισφορών εργοδότη και εργαζομένου) και αφετέρου είναι οι αποκλειστικά ωφελούμενοι σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου αυτού. Αντίθετα, υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου ουδέποτε υπάγονταν στον ΟΑΕΔ (ήδη ΔΥΠΑ) ούτε, αντίστοιχα, μπορούν να αξιώσουν την καταβολή του επιδόματος ανεργίας ακόμη και αν επέλθει ο σχετικός κίνδυνος για αυτούς με την απόλυσή τους. Ως βασικό επιχείρημα συνεπώς για την κατάργηση της παρακράτησης αυτής για τους δημόσιους υπαλλήλους αναδεικνύεται, άνευ αμφιβολίας, τούτο, ότι δηλαδή η εν λόγω εισφορά δεν λειτουργεί ανταποδοτικά ως προς αυτούς.
Επί της νομικής φύσης της εν λόγω εισφοράς υποστηρίζεται η άποψη ότι αποτελεί φορολογική επιβάρυνση και ειδικότερα φόρος εισοδήματος, καθώς αποτελεί οριστική χρηματική παροχή προς το κράτος, που έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και καταβάλλεται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, είτε για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος, είτε για ειδικό δημόσιο σκοπό (βλ. ΣτΕ 2465/2018), όπως στην προκείμενη περίπτωση την καταπολέμηση της ανεργίας. Υποστηρίζεται όμως και άλλη άποψη ότι αποτελεί δηλαδή κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, με την αιτιολογία ότι αυτή επιβάλλεται επί του ακαθάριστου εισοδήματος του υποχρέου (επί των μικτών αποδοχών), κάτι που διαχρονικά χαρακτηρίζει τις ασφαλιστικές κρατήσεις-εισφορές (π.χ. για την παροχή σύνταξης ή εφάπαξ βοηθήματος ή για την κάλυψη του κινδύνου υγείας) και επιπλέον διότι τα εισπραττόμενα ποσά της ειδικής εισφοράς του 2% δεν αποτυπώνονται στη φορολογική δήλωση, ούτε στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα, σε αντίθεση με την φορολογική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, η οποία εμφανίζεται σε συγκεκριμένο κωδικό στη δήλωση αλλά και στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα. Το αν η εν λόγω εισφορά αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ή κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, συναρτάται με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί δικαστικά για την διεκδίκηση επιστροφής των παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών παρελθόντων φορολογικών ετών. Ειδικότερα, στην πρώτη περίπτωση πρέπει να ασκηθεί (φορολογική) προσφυγή στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο. Το ζήτημα όμως που φαίνεται να προβληματίζει είναι ποια πράξη προσβάλλεται με την προσφυγή, καθώς τα ποσά της ειδικής εισφοράς του 2% δεν αποτυπώνονται, όπως σημειώθηκε, στη φορολογική δήλωση, ούτε στο οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα της ΑΑΔΕ. Και στο θέμα αυτό υποστηρίζονται δύο απόψεις, η πρώτη εκ των οποίων προκρίνει την προσβολή των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος της ΑΑΔΕ, αφού έχει προηγηθεί με την ίδια προσφυγή η μερική ανάκληση, λόγω νομικής πλάνης, των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος μέχρι πέντε (5) παρελθόντων φορολογικών ετών, εντός του οποίου χρόνου μπορεί η Φορολογική Διοίκηση να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, κατ’ άρθρο 36 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 1751/2017). Η δεύτερη εξ αυτών υποστηρίζει ότι πρέπει να διατυπωθούν αντιρρήσεις ως προς την παρακράτηση της εισφοράς αυτής απευθείας στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών (ΕΑΠ) και να προσβληθεί η τυχόν αρνητική της απάντηση. Αντίθετα, αν θεωρηθεί κοινωνικοασφαλιστική εισφορά, πρέπει να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο, αφού προηγηθεί σχετική αίτηση διακοπής της πενταετούς παραγραφής αποζημίωσης σε βάρος του Δημοσίου. Και στο θέμα αυτό όμως υποστηρίζονται δύο απόψεις και ειδικότερα αναφορικά με το που πρέπει να απευθύνεται η αίτηση διακοπής της παραγραφής, δηλαδή αν η αίτηση αυτή πρέπει να κατατεθεί στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού και νυν Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), υπέρ του οποίου φαίνεται ότι παρακρατείται η εν λόγω εισφορά ή απευθείας στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ως παρακρατών το δημόσιο υπέρ του πρώτου το εν λόγω ποσό.
Ανεξάρτητα όμως του νομικού χαρακτηρισμού της εν λόγω εισφοράς, κρίνουμε σκόπιμο να διεκδικήσουμε τη μελλοντική κατάργηση της παρακράτησης αυτής από τη μισθοδοσία μας, διότι θεωρούμε ότι η διατήρησή της παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας και του δικαιώματος των δικαστικών λειτουργών στην προστασία της περιουσία τους (άρθρο 4 παρ 1 και 5, 17 και 25 παρ. 1 Σ). Κι αυτό γιατί εξέλιπαν οι λόγοι που επέβαλαν τη θέσπισή της, λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), η ανεργία έχει σημειώσει σημαντική πτώση ήδη από τον Αύγουστο του 2018, ημερομηνία κατά την οποία η χώρα εξήλθε από τα μνημόνια και η ελληνική οικονομία ακολουθεί ανοδική πορεία, με τους κατώτατους μάλιστα μισθούς στον ιδιωτικό τομέα έκτοτε να αυξάνονται. Σε κάθε περίπτωση, ο έκτακτος χαρακτήρας της ως επείγον μέτρο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, έχει μεταβληθεί σε μόνιμο, δεδομένου ότι η εν λόγω εισφορά ξεκίνησε να εισπράττεται από 1.1.2011, διανύεται σήμερα το 14ο συναπτό έτος επιβολής της, που υπερβαίνει το 1/3 του συνολικού χρόνου (35ετία) που κατά την κοινή πείρα υπηρετεί ένας υπάλληλος ή λειτουργός στο Δημόσιο, ενώ κατά τη θέσπισή της δεν προβλέφθηκε συγκεκριμένη διάρκεια επιβολής της, ούτε η εξάρτηση της παρακράτησης αυτής από συγκεκριμένα δημοσιονομικά μεγέθη ή τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας και την αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης. Για τους ίδιους όμως λόγους, κρίνουμε ότι είναι εφικτή και η δικαστική διεκδίκηση των ποσών που μας παρακρατήθηκαν παράνομα για τα παρελθόντα φορολογικά έτη και σε βάθος πενταετίας, παρακολουθώντας την ήδη αρξαμένη νομική συζήτηση, όπως ως άνω συνοπτικά αναπτύχθηκε και διεκδικώντας για το διάστημα μετά το 2018, ποσό περίπου 1.200 ευρώ ετησίως και συνολικά περίπου 6.000 ευρώ για χρονικό διάστημα πέντε (5) φορολογικών ετών, για το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αναλογικά για τους υπόλοιπους βαθμούς. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η Ένωση μπορεί να λάβει πρωτοβουλία για την ανάδειξη και την επιτυχή διεκδίκηση των αιτημάτων αυτών, τα οποία έχουν στέρεη νομική βάση και θετική προοπτική, με ενέργειες ανάλογες με αυτές που κάναμε για την εισφορά αλληλεγγύης των ετών 2021 και 2022. Η βελτίωση της υπηρεσιακής μας κατάστασης και της οικονομικής μας θέσης δεν επιτυγχάνεται χωρίς προγραμματισμό, σχέδιο και επιχειρήματα. Έχουμε ανάγκη από μία Ένωση που θα ενεργεί με πρακτικά βήματα, με διαφάνεια και πραγματιστικές στοχεύσεις, πρωταγωνίστρια των εξελίξεων με τρόπο ανάλογο της θεσμικής μας θέσης.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση