ΜονΠλημΝαυπλίου 1/2022 (ποινική διαταγή): αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ

Σημείωση: Με την απόφαση 1/2022 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ, που αφορούν στον νέο θεσμό της ποινικής διαταγής. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε, μετά από αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την ΑΠ 933/2023, η οποία έκρινε συνταγματικές και σύμφωνες με την ΕΣΔΑ τις νέες διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ.

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ

ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

1/2022

 

Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου, που έγινε δημόσια στο ακροατήριό του, ο Δικαστής εκφώνησε το όνομα του κατηγορούμενου, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε.

Στη συνέχεια η Εισαγγελική Πάρεδρος, αφού πήρε τον λόγο από τον Δικαστή, ανέφερε ότι κατά του κατηγορουμένου …………., κατοίκου …………….., ασκήθηκε ποινική δίωξη για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 4 v. 2696/1999, με υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής (άρθρα 43 παρ. 1 εδ. α΄ και 409 επ. ΚΠΔ διότι έκρινε ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία την διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας και ζήτησε την έκδοση της αιτούμενης ποινικής διαταγής.

Κατόπιν τούτων, η Εισαγγελική Πάρεδρος πρότεινε την ενοχή του κατηγορούμενου, όπως κατηγορείται.

Μετά από αυτά ο Πρόεδρος, με την παρουσία και της Γραμματέα, κατήρτισε και δημοσίευσε σε

δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο την με αριθμό 1/2002 Ποινική Διαταγή του Δικαστηρίου, η οποία έχει ως εξής:

ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ TON NOMO

Κατά την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα υπάρχει, εάν δεν τηρηθούν οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, ως προς α) την σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του, β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στον νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την. προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε., και κατά την παράγραφο 2, αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται από τον νόμο και το δικαστήριο του το αρνήθηκε ἡ παρέλειψε να αποφανθεί για την σχετική αίτηση. Με την διάταξη δε του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2529/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974 και αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε … είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα,  σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο και β) το  δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακρόασης. Το ίδιο δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται, τόσο από το άρθρο 2 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ως άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, το οποίο ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο, που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε ποινή» και το άρθρο 14 παρ.1β’ του ΔΣΑΠΔ σύμφωνα με το οποίο «κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του», όσο και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στην περιοχή έννομης προστασίας από τα δικαστήριο και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Το δικαίωμα της δικαστικής ακροάσεως συνιστά ειδική εκδήλωση της κατοχυρωμένης στο άρθρο 2 παρ. 1 Σ. αρχής περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, κάθε δε κοινωνός, ως φορέας ανθρώπινης αξίας, επιβάλλεται να εξοπλισθεί με το δικαίωμα να αναπτύσσει τις απόψεις του ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων και κατ’ αυτόν τον τρόπο να επηρεάζει την διαμόρφωση των αποφάσεών τους για κάθε ζήτημα που αφορά σε έννομες σχέσεις του. Το κατοχυρωμένο, όμως, ως άνω δικαίωμα κάθε προσώπου για «δίκαιη δίκη» περιλαμβάνει, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, και το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης των διαδίκων, διότι ως δίκαιη δίκη θα πρέπει να θεωρείται εκείνη η οποία εξασφαλίζει την πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπιση των διαδίκων, ανεξάρτητα και πέρα από το εάν η εκάστοτε ισχύουσα δικονομική νομοθεσία καθιερώνει ἡ καθιερώνει επαρκώς το αντίστοιχο αναγκαίο  πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Δηλαδή με βάση την αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης μπορούν να διαμορφώνονται ἡ να διευρύνονται συγκεκριμένα ειδικότερα δικαιώματα των διαδίκων και συγκεκριμένες υποχρεώσεις των οργάνων της δικαιοσύνης, μολονότι δεν προβλέπονται καθόλου ή στην απαιτούμενη έκταση από την αντίστοιχη δικονομική νομοθεσία (πρβλ. Στ. Ματθία, Εισαγωγή στην ΕΣΔΑ, εκδ. Αντων. Σάκκουλα, 1998, σελ. 13 επ. και ιδία σελ. 17, Aργυρίου Καρρά, H αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989, σελ. 32 επ., Αλεξάνδρου Κωστάρα, Η αναζήτηση της αλήθειας στην ποινική δίκη, τεύχος Α΄,1988, σελ. 131 και ιδία σελ. 139). Επιπλέον, βασικό θεμέλιο της δίκαιης δίκης αποτελεί διαχρονικά το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου, το οποίο προβλέπεται και στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2, 3 της ΕΣΔΑ., σύμφωνα με το οποίο, «2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του. 3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α. όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίου του κατηγορίας. β. όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του. γ. όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν η δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον, να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης. δ. να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και εππύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας. ε. να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ἡ δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 1 Σ., στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 Σ., κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση τα δικαστήρια. Τέλος, ο εθνικός νομοθέτης εισήγαγε με το ν.4620/2019 (ΦΕΚ Α΄ 96/11.06.2019)- Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το θεσμό της ποινικής διαταγής (άρθρα 409 – 416 KΠΔ) προβλέποντας ως πεδίο εφαρμογής αυτής, κατά την αιτιολογική έκθεση, τα ελάσσονα κατά κανόνα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου (για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι εντός έτους ἡ χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές) και ως κυρωτικό πλαίσιο τη μειωμένη χρηματική ποινή και την υφ’ ὀρον αναστελλόμενη ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών.

Ωστόσο και σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, τo παρόν Δικαστήριο άγεται σε κρίση περί προφανούς αντίθεσης του θεσμού της ποινικής διαταγής (409 επ. ΚΠΔ) τόσο προς τις επιταγές του εγχώριου Συντάγματος όσο με αυτές της ΕΣΔΑ, πάντοτε υπό το πρίσμα της υπό κρίση υπόθεσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 410 ΚΠΔ, εάν ο δικαστής, στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής, εννοώντας ερμηνευτικά και μόνο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, θεωρεί ότι τα στοιχεία, που προσκομίζονται δεν είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορούμενου, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία, και, εάν ο δικαστής θεωρεί ότι τα στοιχεία, που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορούμενου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορούμενου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή, με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρία (2/3) σε σχέση με το οριζόμενο στον νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών με υφ’ όρον αναστολή αυτής καθώς και τις τυχόν παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας, καθορίζοντας ταυτόχρονα την τύχη των κατασχεθέντων. Από την ανωτέρω πρόβλεψη σε συνδυασμό με το άρθρο 409 ΚΠΔ, όπου προβλέπεται η υποβολή αίτησης του αρμόδιου κατά τόπον Εισαγγελέα προς έκδοση ποινικής διαταγής ρυθμίζεται η διαδικασία εισαγωγής της ποινικής υπόθεσης κατά ενός τουλάχιστον κατηγορούμενου, ο οποίος ουδέποτε έχει κλητευθεί ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και, ως εκ τούτου, ουδέποτε λαμβάνει γνώση για την δίκη, που πρόκειται να διεξαχθεί κατά αυτού και δη χωρίς την παρουσία του. Με αυτόν τον τρόπο αναιρείται εκ βάθρων το θεμελιώδες, τόσο στο Σύνταγμα όσο και στην Ε.Σ.Δ.Α., δικαίωμα του κατηγορούμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καθώς δεν εξασφαλίζεται σε αυτόν ούτε ο χρόνος ούτε η ευκολία προς τούτο, ενώ παραβλέπεται η αξία του ανθρώπου που είναι αναπαλλοτρίωτη σταθερά του δικαιϊκού μας συστήματος. Προσδιοριστικά στοιχεία της ποινικής διαταγής αποτελούν η αίτηση του αρμόδιου Εισαγγελέα προς τον δικαστή του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ως καθ’ ύλη αρμόδιου για να δικάσει πλημμελήματα, για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές,  η σύνταξη κατηγορητηρίου, η κρίση από τον αρμόδιο για την έκδοση της ποινικής διαταγής ως προς την πληρότητα του αποδεικτικού υλικού και η επιβολή ποινής φυλάκισης ή χρηματικής ποινής. Είναι, όμως, αυτονόητο ότι δίκαιη δίκη, στην οποία εξάλλου πρέπει να αποσκοπεί και με τον θεσμό της ποινικής διαταγής ο νομοθέτης, δεν μπορεί να διεξαχθεί, καθώς εν προκειμένω όχι μόνο δεν παρίσταται προς υπεράσπισή του ο κατηγορούμενος, καίτοι το δικαίωμα ακρόασής του  ως κατηγορούμενου στις διάφορες εκδηλώσεις του και με ιδιαίτερη έμφαση στην προσωπική από αυτόν διατύπωση των απόψεών του, καθιερώνεται και ρυθμίζεται ευθέως και εκτεταμένα, καλύπτοντας όλο το φάσμα της ποινικής δίκης, αλλά, εν προκειμένω στην περίπτωση της προβλεπόμενης διαδικασίας για την έκδοση ποινικής διαταγής, ουδέποτε έχει λάβει γνώση του γεγονότος ότι διεξάγεται σε συγκεκριμένη ημέρα και σε συγκεκριμένο ακροατήριο ποινική διαδικασία εναντίον του, ώστε να αποτελεί δικαίωμά του η έκδοση ποινικής διαταγής χωρίς την παρουσία του. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας της έκδοσης ποινικής διαταγής, η οποία συνιστά αυτονόητα μία κατ’ εξαίρεση διαδικασία, δεν ρυθμίζεται εξίσου κατ’ εξαίρεση η λήψη υπόψη από τον αρμόδιο για την έκδοση της ποινικής διαταγής της έκθεσης παροχής ανωμοτί εξηγήσεων, η οποία πρέπει να περιέχεται στο φάκελο της δικογραφία συνταχθείσα στο. πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή ενδεχομένως της διενεργηθείσας προανάκρισης, ως εκ τούτου, γίνεται δεκτό ότι και στο πλαίσιο διενέργειας μίας διαδικασίας, κατά την οποία δεν είναι παρών ο προς ον η κατηγορία λόγω μη προηγούμενης κλήτευσής του, δεν αποτελεί στοιχείο του αποδεικτικού υλικού, το οποίο για την επιβολή ποινής θα πρέπει να κρίνεται ως πλήρες, η έκθεση παροχής ανωμοτί εξηγήσεων του κατηγορούμενου, η οποία, σύμφωνα με την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία του άρθρου 365 παρ.2 ΚΠΔ, αναγιγνώσκεται ενόψει των προφανών αντιφάσεων, στις οποίες υποπίπτει ο κατηγορούμενος κατά την κύρια διαδικασία και κατά την απολογία του, και άρα, εφόσον και μόνο αυτός είναι σε αυτήν παρών. Δεδομένου δε ότι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας κηρύσσεται από το δικαστήριο κατά την κύρια διαδικασία όχι νωρίτερα από το πέρας της απολογίας του κατηγορούμενου, κατά την διαδικασία της έκδοσης ποινικής διαταγής, εφόσον είναι αδύνατη η παρουσία του φερόμενου κατηγορούμενου, δέον κρίνεται ότι δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή χωρίς την κατά νόμο δυνατότητα του δικαστή της ποινικής διαταγής να λάβει υπόψη του τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση παροχής ανωμοτί εξηγήσεών του. Επίσης, η δίκαιη δίκη προϋποθέτει, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, την προηγούμενη, εκλαμβανόμενη ως θετική, γνώση του κατηγορούμενου για την διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας εναντίον του. Το εν λόγω, ωστόσο, δικαίωμά του δεν υλοποιείται στην περίπτωση της έκδοσης εις βάρος του ποινικής διαταγής με την μόνη παροχή από μέρους του ανωμοτί εξηγήσεων, όπου αυτές υπάρχουν.  Αυτή, ένεκα της προφανούς εξαιρετικής ιδιορρυθμίας του, θα πρέπει να συνοδεύεται από την κατά την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση εξήγηση των δικαιωμάτων του, κατά παρέκκλιση του άρθρου 99Α ΚΠΔ, ήτοι επιπλέον εν προκειμένω και ως προς την εφαρμογή των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ και δυνάμει αυτών της (εκ των προτέρων και) ρητά παρασχεθείσας συναίνεσής του ως προς την τήρηση της διαδικασίας έκδοσης ποινικής διαταγής και επιβολής ποινής χωρίς την παρουσία του για την πράξη, για την οποία ελέγχεται ως ύποπτος ή ως κατηγορούμενος, ώστε να έχει λάβει γνώση τουλάχιστον εκ των προτέρων της ενδεχόμενης τήρησης εξαιρετικής ποινικής διαδικασίας και της αναγνώρισης σε αυτόν δικαιώματος υποβολής εμπρόθεσμων αντιρρήσεων προς αποτροπή της έννομης συνέπειας εκ της επιβολής σε αυτόν ποινής, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να γίνει δεκτή η συναίνεσή του στην υποβολή του σε μια διαδικασία επιβολής ποινής χωρίς την παρουσία του και χωρίς την δυνατότητα ανάγνωσης, ως αναγνωστέας κατά το συνημμένο κατηγορητήριο, της έκθεσης ανωμοτί εξηγήσεών του. Στο σημείο αυτό δέον να σημειωθεί ότι η ερμηνευτική προσέγγιση ότι αυτή καθεαυτή η δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων, κατά το άρθρο 412 ΚΠΔ, διασώζει την αντισυνταγματικότητα του θεσμού και καθιστά την αποδοχή του αποτελέσματος της ποινικής διαταγής ως αποδοχή συναινετικής διαδικασίας, δεν είναι ακριβής κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς, εφόσον δεν γνωστοποιείται ήδη από την προδικασία στον κατηγορούμενο ή ύποπτο η διαδικασία της ποινικής διαταγής, όπως αυτή προβλέπεται, δεν πρόκειται για συναίνεση με την εκ των υστέρων και κατόπιν επίδοσης σε αυτόν της ποινικής διαταγής, την έκδοση της οποίας ουδέποτε πληροφορήθηκε, αλλά για έγκριση, ήτοι για εκ των υστέρων συγκατάθεση διά της ενδεχόμενης μη υποβολής αντιρρήσεων, η οποία και μόνο τελεί υπό προθεσμία σε χρόνο ύστερο της διεξαγωγής ποινικής διαδικασίας, για την μελλοντική διενέργεια της οποίας ουδέποτε έλαβε (πρότερη) γνώση. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι ο κατηγορούμενος υπόκειται στην ταλαιπωρία υποβολής αντιρρήσεων και στον στιγματισμό από την έκδοση της ποινικής διαταγής, η οποία δεν παύει να είναι επιβολή σε βάρος του ποινής. Περαιτέρω, η μη πρόβλεψη της δυνατότητας του δικαστή της ποινικής διαταγής είτε να αναγνώσει ως νόμιμο αποδεικτό μέσο την έκθεση ανωμοτί εξηγήσεων του καταστάντος, ερήμην του, κατηγορούμενου είτε να λάβει απολογία από τον ίδιο αντιβαίνει σθεναρά προς το τεκμήριο αθωότητάς του, καθώς χωρίς την λήψη υπόψη της θέσης του ιδίου και επί τη βάσει του εν λόγω τεκμηρίου οι επιλογές του δικαστή της ποινικής διαταγής, ο οποίος δεν μπορεί να λάβει υπόψη του τη θέση του κατηγορούμενου ως προς την κατηγορία και πριν από την έκδοση της ποινικής διαταγής, θα είναι είτε η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητός του, το οποίο θα μετατρέπεται ομοίως κατ’ εξαίρεση σε εν τοις πράγμασι τεκμήριο ενοχής, είτε προς υπεράσπιση του τεκμηρίου αθωότητας, η κρίση του περί ανεπάρκειας του εισφερόμενου σε αυτόν αποδεικτικού υλικού, η οποία κατά νόμο περιορίζεται στα στοιχεία αφορώντα την καθεαυτή ενοχή.  Εξάλλου, και η καθεαυτή πρόβλεψη του νομοθέτη περί επί της ουσίας αυτοδίκαιης ανατροπής της ποινικής διαταγής, την οποία στο άρθρο 413 ΚΠΔ «μετατρέπει» κατά τη γραμματική διατύπωση σε απόφαση, επιρρωνύει εν τοις πράγμασι την θέση του παρόντος δικαστηρίου περί ανεπάρκειας των στοιχείων διασφάλισης στον κατηγορούμενο μίας δίκαιης δίκης, καθώς αναγνωρίζει με ένα πρωθύστερο τρόπο την δυνατότητά του να εξαφανίσει την ποινική διαταγή με μόνη την εμπρόθεσμη υποβολή από μέρους του αντιρρήσεων, χωρίς να απαιτείται προς τούτο ένας τουλάχιστον τυπικός ή κατά μείζονα λόγο ουσιαστικός λόγος, ερειδόμενος στο νόμο, με τον οποίο να δικαιολογείται η κατά τον νομοθέτη ανατροπή μίας συνταγματικά κατοχυρωμένης ποινικής διαδικασίας και επιβολής ποινής χωρίς την  παρουσία αυτού, που προβλέπεται ότι ενδεχομένως πρόκειται να ασκήσει εμπροθέσμως αντιρρήσεις. Υπό την ισχύ των ανωτέρω διατάξεων, η αρχή της δικαστικής ακρόασης αντιμετωπίζεται από τον κοινό νομοθέτη ως μία απλή τυπικότητα, ενώ διά της δικαστικής ακρόασης θεμελιώνεται κατά πρώτο λόγο η θέση των υποκειμένων της δίκης και ιδίως του κατηγορούμενου και εκφράζεται ο σεβασμός για την ανθρώπινη αξία  με μία βαθιά έννοια (πρβλ. ΣυμβΠλημΛειβαδιάς 8/2001, Ποινικά Χρονικά 2002, σελ. 152, με την εκεί παραπομπή σε Ellen Schlüchter, Γερμανικό Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Βασικές έννοιες, επημέλεια – μετάφραση: Όλγα Τσόλκα, ἐκδ. 2000, σελ. 13). Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 410 ΚΠΔ προβλέπει ότι, εάν ο δικαστής της ποινικής διαταγής θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορούμενου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή, με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα (2/3) σε σχέση με το οριζόμενο στον νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής, χρήζουν αναφοράς τα εξής: Ως προς την επιβολή της ποινής φυλάκισης, η οποία τίθεται εντός συγκεκριμένου πλαισίου φυλάκισης από 10 ημέρες έως 3 μήνες, κρίνεται ότι ο καθορισμός συγκεκριμένης ποινής φυλάκισης εντός του εν λόγω και προκαθορισμένου πλαισίου θέτει ως αναγκαίο όρο την κρίση του δικαστή της ποινικής διαταγής για κάθε κατ’ ιδίαν υπόθεση, κρίση η οποία με την σειρά της προϋποθέτει ή θα πρέπει να προϋποθέτει, δεδομένης της σιωπής του νομοθέτη, ομοίως με την τακτική διαδικασία, πέραν της διαπίστωσης της ικανότητας για καταλογισμό, την εφαρμογή του άρθρου 79 ΠΚ, καθώς άλλως, ήτοι χωρίς την λήψη υπόψη των κριτηρίων του άρθρου 79 ΠΚ, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η φαινομενική, ως εν τέλει διαμορφώνεται, ευχέρεια του δικαστή να επιβάλλει ποινή φυλάκισης βάσει συγκεκριμένου πλαισίου επιβλητέας ποινής, έστω και στο ανωτέρω περιορισμένο πλαίσιο. Ως προς δε την δυνατότητα επιβολής χρηματικής ποινής, δέον να αναφερθεί ότι αφ’ ης στιγμής στην τακτική διαδικασία το ύψος αυτής καθορίζεται με βάση την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα τα καθαρά έσοδα που αποκτά από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα τυχόν εισοδήματα και εν γένει την περιουσία του, καθώς και τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, ενώ μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο άλλες υποχρεώσεις του, η εν λόγω διάταξη καθίσταται κενό γράμμα στο πλαίσιο της ποινικής διαταγής, όχι υπό την έννοια ότι το αποδεικτικό υλικό είναι μη πλήρες, καθώς ο νομοθέτης ανάγει σε βασικό κριτήριο την πληρότητα του αποδεικτικού υλικού μόνο ως προς την ενοχή, αλλά ως προς την καθεαυτή επιμέτρηση της ποινής λόγω της ενοχής του, η οποία, όμως, χωρίς την παρουσία του δεν διασφαλίζεται ως προς τα σαφή κριτήρια καθορισμού της, ανεξάρτητα από το μικρό κατά αντικειμενική κρίση πλαίσιο ποινής φυλάκισης ή χρηματικής ποινής, το οποίο συνέχεται κατά τον νομοθέτη με ήσσονος σημασίας ή βαθμού τελεσθέντα πλημμελήματα, διαβάθμιση με την οποία δεν δύναται να συνταχθεί το παρόν δικαστήριο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στις ως άνω διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστή να «κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο σε περίπτωση που με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας κρίνει ότι δεν διέπραξε το συγκεκριμένο αδίκημα, για το οποίο και κατηγορείται, ουσιαστικά στερούμενος δικαιοδοσίας για απαλλακτική απόφαση και υποχρεούμενος να παραπέμψει και στην περίπτωση αυτή τον κατηγορούμενο να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία (βλ. Χ.Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος IV, 2021, άρθρο 410, αρ. 11, σελ. 1107). Επομένως, υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιθέμενων, είναι αδύνατη η εξασφάλιση της δίκαιης δίκης του κατηγορούμενου, εάν δεν κριθεί τυχόν στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης, για την οποία κατηγορείται σε ενδελεχή ακροαματική διαδικασία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι οι διατάξεις των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ δεν συμβιβάζονται με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 1, 2, 3 και 96 παρ.1 του Σ, 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1β’ ΔΣΑΠ.Δ., δεδομένου ότι, ενώ το άρθρο 93 παρ.1 Σ. επιβάλλει ρητά και απαρέγκλιτα την τιμωρία των εγκλημάτων και την επιβολή οιουδήποτε μέτρου που προβλέπει ο ποινικός νόμος μόνο από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, τα οποία μάλιστα, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 1 Σ και 6 της Ε.Σ.Δ.Α., δικάζουν και αποφασίζουν κατόπιν δίκης σε δημόσια συνεδρίαση, η διαδικασία της ποινικής διαταγής ρυθμίζει α) την διεξαγωγή μιας δημόσιας ποινικής διαδικασίας, η οποία δεν έχει εκ των προτέρων ανακοινωθεί σε αυτόν που αφορά, με προφανές αποτέλεσμα να καθίσταται η συγκεκριμένη ποινική δίκη δημόσια, ωστόσο όχι για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, β) την επιβολή ποινής χωρίς την παρουσία και την προηγούμενη έκθεση των θέσεων του κατηγορούμενου, ο οποίος έως την καταδίκη του τεκμαίρεται αθώος, και γ) την επιβολή συγκεκριμένης ποινής, η οποία δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, να προσδιοριστεί από τον δικαστή της ποινικής διαταγής χωρίς την παρουσία του καταδικαζόμενου, ο οποίος ουδέποτε έχει κλητευθεί, και, ως εκ τούτου, κατά παρέκκλιση της αρχής της προφορικότητας της ποινικής δίκης. Επιπλέον και συμπληρωματικά προς τις ανωτέρω σκέψεις, μπορεί να υποστηρίζεται η άποψη ότι ο θεσμός της ποινικής διαταγής προκρίνεται ως λύση έναντι της συνήθους πρακτικής του νομοθέτη κατά τα τελευταία έτη, που αφορά στην υφ’ όρον παραγραφή ορισμένων αδικημάτων, η οποία (πρακτική) χαρακτηρίζεται ως έχουσα χαριστικό και ενίοτε ή εν πολλοίς πολιτικό χαρακτήρα, που διασπά την δικανική μορφή (βλ. Δαλακούρα, O νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Μία πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του ν.4620/2019,σελ. 102), όμως η επιλογή του νομοθέτη με την εφαρμογή της διαδικασίας της ποινικής διαταγής εντοπίζεται δρώσα στο αντίθετο της υφ’ όρον παραγραφής ακραίο σημείο, όπου το τεκμήριο της αθωότητας βρίσκει ένα ετεροχρονισμένο μόνο πεδίο αναγνώρισης, ήτοι μετά από την πλέον τυπική παρά ουσιαστική κρίση περί της ενοχής του φερόμενου ως υπαιτίου και χωρίς την από μέρους του υπεράσπιση. Ακόμα δε και αυτός ο σκοπός της αποσυμφόρησης της δικαστηριακής ύλης αλλά και του γραμματειακού έργου περισσότερο ειδικά από τα εισαγγελικά γραφεία και λιγότερο από τα εκθέματα των ποινικών δικαστηρίων, δεν κρίνεται ότι εξυπηρετείται από τον θεσμό της ποινικής διαταγής για τον μόνο και θεμελιώδη λόγο ότι, εφόσον, σύμφωνα με ανωτέρω, δεν διασφαλίζεται το δικαίωμα του οποιουδήποτε υπαιτίου για διεξαγωγή εις βάρος του δίκαιης δίκης, το άνευ ετέρου τινός αποτέλεσμα της καταρχήν εισαγγελικής και σε ύστερο στάδιο δικαστηριακής πρακτικής με την εφαρμογή των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ άγει στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, ήτοι στην συνεχή επαύξηση της δικαστηριακής ύλης με την εύλογη κατά την κρίση του Δικαστηρίου μεταγενέστερη υποβολή αντιρρήσεων, οι οποίες, όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν απαιτείται σε καμία περίπτωση να διαλαμβάνουν λόγο ως προς την τυπική ή ουσιαστική πλημμέλεια της εκδοθείσας ποινικής διαταγής. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση οι ως άνω σκοποί του κοινού νομοθέτη δεν είναι έννομα αγαθά αυτοτελή, αλλά οφείλουν να διατρέχουν την ποινική διαδικασία και εξ αυτού του λόγου δεν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης έννομων αγαθών, προκειμένου ο εφαρμοστής του δικαίου να καλείται να προβεί σε στάθμιση. Τέλος, κατόπιν όλων των ανωτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, οι αρχές της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της προφορικότητας κατά την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο της ποινικής δίκης είναι θεμελιώδεις αρχές της ποινικής διαδικασίας, συμβάλλουν καθοριστικά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης με την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτήν και δεν δύνανται να παρακαμφθούν με τον θεσμό της ποινικής διαταγής και δη προς εξυπηρέτηση του ανωτέρω σκοπού.

Στην προκείμενη περίπτωση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ναυπλίου άσκησε ποινική δίωξη (με υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής κατά τα άρθρα 43 παρ. 1 εδ. α΄ και 409 επ. ΚΠΔ) κατά του κατηγορουμένου ……………, κατοίκου …………, για το πλημμέλημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 4 ν. 2696/1999, που φέρεται να τελέστηκε στην ……………, την 17.11.2021.

Ενόψει του ότι η υπό κρίση υπόθεση, που εισήχθη με Α.Β.Μ. ………(Α.Β.Ω. ………..), αφορά σε πλημμέλημα υπαγόμενο στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες, βάσει της διάταξης του άρθρου 94 παρ.4 ν.2696/1999, και φέρεται να τελέστηκε στην …………., το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο προς έκδοση της απαιτούμενης ποινικής διαταγής (άρθρα 115 και 122 επ. ΚΠΔ), ενώ το ως άνω πλημμέλημα υπάγεται σε αυτά, για τα οποία κατ’ άρθρο 409 ΚΠΔ επιτρέπεται η έκδοση ποινικής διαταγής. Ωστόσο, για όλους τους προρρηθέντες λόγους, κατά τον αυτεπάγγελτο, διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της ένδικης ποινικής διαταγής και στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, το Δικαστήριο άγεται σε κρίση περί της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 409, 410 και 411 ΚΠΔ.

Συνακόλουθα, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει η παρούσα υπόθεση να παραπεμφθεί στην τακτική διαδικασία, ώστε να διεξαχθεί n ποινική δίκη σύμφωνα με τις αρχές της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της προφορικότητας της. διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου τακτικού ποινικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 410 KΠΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΣΕΙ χωρίς ακρόαση του κατηγορούμενου …………., που γεννήθηκε ………… στην ………., κατοίκου ……….

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την παρούσα υπόθεση στην τακτική διαδικασία.

ΚΡIΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο, σε δημόσια συνεδρίαση.

Ναύπλιο, 4.2.2022

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *