ολΣτΕ 1681/2022: Σύμφωνη με το Σύνταγμα η επί τετραήμερο (15 έως 18.11.2020) απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας στο σύνολο της Επικράτειας με τη συμμετοχή 4 και άνω ατόμων και η επιβολή διοικητικού προστίμου για παράβαση της απαγόρευσης
ΣτΕ Ολ. 1681/2022
Πρόεδρος: Ε. Σάρπ,
Εισηγητής: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος Επικρατείας
Σύμφωνη με το Σύνταγμα η επί τετραήμερο (15-18.11.2020) απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας στο σύνολο της Επικράτειας με τη συμμετοχή 4 και άνω ατόμων και η επιβολή διοικητικού προστίμου για παράβαση της απαγόρευσης
- Mε την 1681/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε σε «πιλοτική» δίκη, απορρίφθηκε προσφυγή με την οποία 46 φυσικά πρόσωπα ζητούσαν την ακύρωση ισάριθμων (46) πράξεων επιβολής προστίμου ύψους 300 ευρώ, που εκδόθηκαν την 17.11.2020 σε βάρος εκάστου εξ αυτών κατ’ εφαρμογή της 1029/8/18/13.11.2020 αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (Β΄ 5046/14.11.2020). Με την απόφαση αυτή, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς κορωνοϊού (COVID-19)], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγορεύσεως. Με την κρινόμενη προσφυγή ζητήθηκε επίσης και η ακύρωση ισάριθμων ρητών ή σιωπηρώς συναγομένων απορρίψεων των αντιρρήσεων που ασκήθηκαν εκ μέρους των προσφευγόντων κατά των πράξεων επιβολής προστίμου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, αφού απέρριψε την προσφυγή ως προς τους προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν είχαν καταβάλει το προσήκον παράβολο, έκρινε τα εξής:
- Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1, 5, 7, 21 παρ. 3, 22 παρ. 4 και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για τα θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας τους, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους, εξάλλου, παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από τo Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς του. Επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφάνισης νέου μολυσματικού ιού, που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης της ασθένειας και, κατ’ επέκταση, την μείωση της πίεσης που ασκείται επί των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετώπισής της, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρέωσης του Κράτους. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, ιδίως, ο τρόπος μετάδοσης, και κρίνεται επί τη βάσει έγκυρων και τεκμηριωμένων, επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η ελευθερία κίνησης και η ιδιωτική του ζωή, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή εφ’ όσον: α) προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, η οποία λαμβάνει υπόψη τα κρατούντα σχετικώς έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα, β) τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης επιβάλλονται χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, γ) παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως σε ειδικές περιπτώσεις για τις οποίες αυτά αντενδείκνυνται και δ) τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσης για την ανάσχεση της πανδημίας, η ένταση δε και η διάρκειά τους πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα τρέχοντα, κάθε φορά, επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Η ως άνω παρέμβαση, εφ’ όσον, σύμφωνα με τις κρατούσες επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, κρίνεται αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας και, εντεύθεν, της ζωής των πολιτών, σε συνδυασμό με την εκ του Συντάγματος οφειλόμενη κρατική μέριμνα για την διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Εξάλλου, κατά τον καθορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, κατά την λήψη των οποίων σταθμίζονται ιατρικής φύσεως δεδομένα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των λαμβανομένων μέτρων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) διαθέτει, ως προς την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά τους, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, που, κατά τα ανωτέρω, οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο. Στο πλαίσιο αυτό, σε καταστάσεις πρωτόγνωρες για την παγκόσμια κοινότητα, όπως είναι οι περιπτώσεις πανδημίας εξ αιτίας της εμφάνισης νέου, ιδιαιτέρως μολυσματικού ιού, διακρινόμενου για την ταχεία μεταδοτικότητά του και την δυνατότητα πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, με κίνδυνο μέχρι και της ζωής τους, το Κράτος οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης του ιού, σύμφωνα με τις διεθνείς επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, βάσει των συλλεγέντων μέχρι και την λήψη του μέτρου έγκυρων επιστημονικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τέλος, δοθέντος ότι τα κατοχυρούμενα στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες ατομικά δικαιώματα πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εντός της οργανωμένης πολιτείας, ανακύπτει από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από την διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του, καθώς και να μεριμνά για την διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στην διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας, η μέριμνα για την διατήρηση στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους.
- Το κατοχυρούμενο με το άρθρο 11 του Συντάγματος δικαίωμα του συνέρχεσθαι οριοθετείται, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό του, από τις διατάξεις των υπολοίπων άρθρων του Συντάγματος, ισοκύρων με το άρθρο 11. Ερμηνευόμενη δε σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1, 5, 7, 21 παρ. 3, 22 παρ. 4 και 25 του Συντάγματος, αλλά και σε αρμονία με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 11 της ΕΣΔΑ, η διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος έχει την έννοια ότι – στο πλαίσιο της κατά το Σύνταγμα υποχρεώσεως του Κράτους, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση όλων των ατομικών δικαιωμάτων – όπως μπορούν να επιβληθούν σοβαροί περιορισμοί σε άλλα εξ ίσου θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα (ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας, ελευθερίας κινήσεως, ιδιωτικής ζωής), ο νόμος μπορεί επίσης να προβλέψει την επιβολή, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμών για ορισμένο εκάστοτε χρόνο στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι εξικνουμένων έως και την απαγόρευση ορισμένων, κατά χρόνο προσδιοριζόμενων, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, αν εξαιτίας τους τίθεται, σύμφωνα με τα υπάρχοντα κατά τον χρόνο αυτόν επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά δεδομένα, σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως στην περίπτωση πανδημίας λόγω της εμφανίσεως ιού που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμη και κίνδυνο για τη ζωή τους, και μη εισέτι εξευρέσεως επιστημονικώς τεκμηριωμένης λύσης αποτελεσματικής αντιμετώπισής του. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της ιστορικής εμπειρίας, η οποία οδήγησε στον συντακτικό νομοθέτη στη θέσπιση της διατάξεως του άρ. 11 παρ. 2 εδ. β΄ με την αποτυπωθείσα στο κείμενο του Συντάγματος διατύπωση, πάντως το γεγονός ότι το εν λόγω άρθρο 11 δεν προβλέπει στην παρ. 2 εδ. β΄ αυτού ρητώς την περίπτωση ανάγκης προστασίας της υγείας ως λόγου που μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, εν αντιθέσει με το άρθρο 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, δεν ασκεί καμία επιρροή, δεν έχει δηλαδή την έννοια ότι ο συντακτικός νομοθέτης, ενώ επιτρέπει σοβαρές επεμβάσεις στην άσκηση άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου (όπως είναι η ελευθερία κινήσεως, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση και του δικαιώματος του συνέρχεσθαι) όταν τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, ειδικώς ως προς το ατομικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι δεν επιτρέπει την, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, επιβολή περιορισμών στην άσκησή του στην περίπτωση τέτοιου κινδύνου, ακόμη και όταν υπάρχει, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή. Άλλωστε, στην έννοια του «σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια», σε περίπτωση συνδρομής του οποίου επιτρέπεται η απαγόρευση υπαίθριων συναθροίσεων κατά το εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος, περιλαμβάνεται και ο σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, ενώ στην έννοια της «σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής», σε περίπτωση συνδρομής της οποίας επιτρέπεται ομοίως η απαγόρευση υπαίθριων συναθροίσεων σε ορισμένη περιοχή κατά την ίδια διάταξη, περιλαμβάνεται και ο σοβαρός κίνδυνος για τη λειτουργία των υποδομών ζωτικής σημασίας, όπως, μεταξύ άλλων, και του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ο δικαστικός έλεγχος δε της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας στην περίπτωση απαγορεύσεως υπαίθριων συναθροίσεων όταν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια υγεία, όπως και κατά την θέσπιση για τον ίδιο λόγο σοβαρής επεμβάσεως σε άλλα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, περιορίζεται στην κρίση εάν η απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων, σε όλη τη χώρα, όταν ο κίνδυνος αφορά όλη την επικράτεια, ή σε τμήμα αυτής, είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο μέτρο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, μέσω και της εξασφαλίσεως της απρόσκοπτης λειτουργίας του συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας με την μέριμνα για τη μείωση της πιέσεως που θα ασκείτο σε αυτό σε περίπτωση αυξήσεως του αριθμού των ατόμων που θα έχρηζαν περιθάλψεως. Εξάλλου, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, σε περίπτωση θεσπίσεως περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, οι οποίοι, υπό τα δεδομένα αυτά, έχουν τον χαρακτήρα υγειονομικού μέτρου, ο νομοθέτης μπορεί, προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση του μέτρου και, επομένως, την αποτελεσματικότητα αυτού, να προβλέψει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων επί παραβάσεως των περιορισμών αυτών. Για το λόγο δε αυτό η επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση θεσπίσεως περιορισμών στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, με την παρ. 2 του οποίου, άλλωστε, προβλέπεται ότι επιτρέπεται η θέσπιση περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι για την προστασία της υγείας.
– Κατά την γνώμη, όμως, μίας Συμβούλου, η συνδρομή του κατά τα ανωτέρω κινδύνου για την δημόσια υγεία αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος που συνιστά αναγκαία αλλά όχι επαρκή συνταγματική προϋπόθεση για τον ιδιαίτερα σοβαρό περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος του συνέρχεσθαι από μέτρο, όπως η επίδικη γενική απαγόρευση υπαίθριων συναθροίσεων. Για να είναι θεμιτή μια τέτοια απαγόρευση απαιτείται περαιτέρω να προκύπτει ότι έχει σταθμιστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας με τα λοιπά συνταγματικά επίσης αγαθά, καθώς και ότι, κατά την στάθμιση αυτή, το μέτρο προκρίθηκε ως πρόσφορη και αναγκαία λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Και η μεν ουσιαστική ορθότητα της επιλογής του κοινού νομοθέτη ή της Διοίκησης είναι καθ’ εαυτήν δικαστικά ανέλεγκτη. Το εάν, όμως, έλαβαν χώρα οι ανωτέρω σταθμίσεις αποτελεί κατ’ εξοχήν αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου, ως καθήκον ελέγχου τηρήσεως του Συντάγματος και, ειδικότερα, της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Για την διενέργεια, εξ άλλου, και την αποτελεσματικότητα του δικαστικού αυτού ελέγχου απαιτείται να αποδεικνύεται ότι τα ανωτέρω συνταγματικά κριτήρια και σταθμίσεις έλαβαν πράγματι χώρα από τον ίδιο τον νομοθέτη ή την Διοίκηση, χωρίς να αρκεί, αλλά ούτε και να είναι επιτρεπτή, η υποκατάσταση των σχετικών ελλείψεων από πρωτογενείς εκτιμήσεις του δικαστή.
– Επίσης, ως προς την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 του Συντάγματος μειοψήφησε ένας Πάρεδρος, ο οποίος διατύπωσε την εκτιθέμενη κατωτέρω στην παρ. 9 μειοψηφούσα γνώμη.
- Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι, αν πράξη νομοθετικού περιεχομένου (Π.Ν.Π.) κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες με νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, ο νόμος δε δεν υπόκειται ως προς τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, είτε εφεξής είτε αναδρομικώς, στον περιορισμό «των έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Αν δε η Π.Ν.Π. δεν υποβληθεί εμπροθέσμως στη Βουλή προς κύρωση ή δεν κυρωθεί από τη Βουλή, η πράξη αυτή παύει να ισχύει «στο εξής», άρα ισχύει, πάντως, για το διάστημα από τη δημοσίευσή της μέχρι την εκπνοή των συνταγματικών προθεσμιών για την κύρωσή της ή, κατά περίπτωση, μέχρι την απόφαση της Βουλής να μην την κυρώσει είτε γιατί δεν συμφωνεί με την εκτίμηση της Κυβερνήσεως και του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι συνέτρεχαν έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούσαν την απόκλιση από την κοινή νομοθετική διαδικασία είτε γιατί δεν συμφωνεί από ουσιαστική άποψη με το περιεχόμενο της ρυθμίσεως που έγινε με την Π.Ν.Π.. Η κρίση, πάντως, ως προς το έκτακτο των περιστάσεων και το εξαιρετικώς επείγον και απρόβλεπτο της ανάγκης δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατά την έννοια του άρθρου 44 παρ. 1 Συντ., γιατί συνδέεται με την εκτίμηση της ανάγκης του μέτρου, η οποία ανάγεται στην σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων που κατά το Σύνταγμα ασκούν στην πιο πάνω περίπτωση τη νομοθετική εξουσία.
- Κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος εκδόθηκε την 20.3.2020 Π.Ν.Π., με την οποία προβλέφθηκε σειρά κατεπειγόντων μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού. Η εν λόγω Π.Ν.Π. κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α΄ 83) και, συνεπώς, οι ρυθμίσεις της κατέστησαν αναδρομικώς ρυθμίσεις του νόμου. Μεταξύ άλλων, με το άρθρο εξηκοστό όγδοο της ως άνω από 20.3.2020 Π.Ν.Π. ορίσθηκε στην μεν παρ. 2 ότι είναι δυνατόν, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομία, μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, να επιβάλλεται, για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, σε όλη την Επικράτεια ή σε ορισμένη μόνο περιοχή, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχει ένας ελάχιστος αριθμός ατόμων, καθώς και ότι με την ίδια απόφαση μπορούν να προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα σε περίπτωση παραβιάσεως της διατάξεως αυτής. Στη δε παρ. 3 του ίδιου άρθρου της Π.Ν.Π. ορίσθηκε ότι είναι δυνατόν να επιβάλλονται, με Κ.Υ.Α., μετά από γνώμη της ίδιας ως άνω Επιτροπής, ως μέτρα πρόληψης και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, περιορισμοί ή απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω ή εν μέρει στην Επικράτεια, εξαιρουμένων των μετακινήσεων των πολιτών για την εξυπηρέτηση ζωτικών, προσωπικών ή επαγγελματικών αναγκών τους που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με άλλον τρόπο. Κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, του ανωτέρω άρθρου εξηκοστού όγδοου παρ. 3 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., καθώς και της από 4.11.2020 εισήγησης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού Covid-19 εκδόθηκε η ΚΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ.:71342/6.11.2020, με την οποία προβλέφθηκαν, μεταξύ άλλων, η αναστολή στις «Συναθροίσεις/Δημόσιες ή κοινωνικές εκδηλώσεις, ανεξαρτήτως χώρου ιδιωτικού ή δημόσιου, εσωτερικού ή εξωτερικού, με την επιφύλαξη των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρθρου 11 του Συντάγματος και του ν. 4703/2020 (Α´ 131)».
- Με την θεσπισθείσα με την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού όγδοου της προαναφερθείσας από 20.3.2020 Π.Ν.Π. ρύθμιση, η οποία, από την κύρωση της Π.Ν.Π. με νόμο, κατέστη αναδρομικώς ρύθμιση νόμου, εξειδικεύεται η κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος αρμοδιότητα της αστυνομικής αρχής να επιβάλει για ορισμένο εκάστοτε χρόνο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι εξικνούμενο έως και την απαγόρευση ορισμένων, κατά χρόνο προσδιοριζόμενων, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων ειδικώς για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο της διασποράς του κορωνοϊού Covid-19, είτε γενικώς σε όλη την επικράτεια, εάν ο επαπειλούμενος κίνδυνος αφορά όλη τη χώρα, είτε σε συγκεκριμένη περιοχή ή περιοχές, δίδεται δε περαιτέρω εξουσιοδότηση για την πρόβλεψη της επιβολής διοικητικών προστίμων σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως αυτής. Η εν λόγω διάταξη εντάσσεται στο πλαίσιο των μέτρων που ελήφθησαν κατεπειγόντως, λόγω της πιεστικής ανάγκης να αντιμετωπισθεί ο απειλών την δημόσια υγεία και την ανθρώπινη ζωή σοβαρός κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού Covid-19, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Ενόψει των ανωτέρω, η ως άνω διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε για να αντιμετωπίσει τον απειλούντα τη δημόσια υγεία και την ανθρώπινη ζωή σοβαρό κίνδυνο από τον συγκεκριμένο κορωνοϊό, που αποτελούσε κατάσταση πρωτόγνωρη για την παγκόσμια κοινότητα, δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του ν. 4703/2020 «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» (που εκδόθηκε προκειμένου να διαμορφωθεί «ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο για την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και ειδικότερα τη διενέργεια δημόσιων συναθροίσεων» υπό το φως των άρθρων 11 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ), και του κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντος π.δ. 73/2020, οι οποίες δεν έχουν ως σκοπό να ρυθμίσουν ζητήματα που ανακύπτουν από την ανάγκη της κατεπείγουσας αντιμετώπισης του ανωτέρω συγκεκριμένου κινδύνου, μέχρι την εξεύρεση λύσης για την ανάσχεση της πανδημίας, ούτε, άλλωστε, περιέχουν καμία σχετική ρύθμιση.
– Κατά την γνώμη, όμως, δύο Συμβούλων και ενός Παρέδρου, η διάταξη του άρθρου εξηκοστού ογδόου παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. θεσπίζει περιορισμό του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ο οποίος δύναται να εξικνείται μέχρι και της ολοσχερούς απαγορεύσεως της ασκήσεως του δικαιώματος, η δε κατόπιν ολίγων μηνών ρύθμιση της ασκήσεως του δικαιώματος του συνέρχεσθαι διά της θέσεως σε ισχύ του ν. 4703/2020 επέφερε την κατάργηση της εν λόγω διατάξεως.
- Κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 11 του Συντάγματος και της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού όγδοου της από 20.3.2020 ΠΝΠ, καθώς και της από 4.11.2020 γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, εκδόθηκε η επίμαχη εν προκειμένω υπ’ αριθ. 1029/8/18/13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» (Β’ 5046/14.11.2020), με την οποία, αφού ελήφθη υπόψη η «τρέχουσα επιδημιολογική επιβάρυνση της χώρας» και «[οι] επιτακτικο[ί] λόγο[ι] αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας, που συνίστανται στον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19», αποφασίσθηκε, για το χρονικό διάστημα 15.11.2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και 18.11.2020 ώρα 9.00 μ.μ., η απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας (άρθρο 11 του Συντάγματος και ν. 4703/2020) στις οποίες συμμετέχουν 4 ή περισσότερα άτομα, και β) η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης της ανωτέρω απαγόρευσης, μεταξύ των οποίων η επιβολή διοικητικού προστίμου 300 ευρώ.
- Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε ότι με την από 6.11.2020 ΚΥΑ προβλέφθηκε η αναστολή μόνον των λοιπών, δηλαδή πλην των διεπομένων από το άρθρο 11 Συντ. και τον ν. 4703/2020, συναθροίσεων, δεδομένου ότι η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., στην οποία αυτή στηρίζεται, δεν παρέχει εξουσιοδότηση στους Υπουργούς να επιβάλλουν μέτρο σχετικό με περιορισμό των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρθρου 11 του Συντάγματος. Κρίθηκε, ως εκ τούτου, ότι εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι προσφεύγοντες ότι με την από 6.11.2020 ΚΥΑ ρυθμίζεται για το διάστημα από 7.11.2020 έως και 30.11.2020 σε όλη την Επικράτεια (και) το ζήτημα των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρ. 11 Συντ. (δηλαδή ότι με βάση την εν λόγω ΚΥΑ αυτές επιτρέπονται χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό, ως εξαιρούμενες από την αναστολή των λοιπών συναθροίσεων) και ότι η ΚΥΑ αυτή κατήργησε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π.. Επίσης, κρίθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. δεν καταργήθηκε, ούτε σιωπηρώς ούτε ρητώς, με τις διατάξεις του ν. 4703/2020 ή του κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντος π.δ. 73/2020, οι οποίες δεν ρυθμίζουν το ζήτημα αυτό. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η από 20.3.2020 Π.Ν.Π. κυρώθηκε – εμπροθέσμως και σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 1 Συντ. – με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020, οι ρυθμίσεις της έχουν καταστεί ρυθμίσεις του νόμου αναδρομικώς και εφεξής ενόσω ισχύει ο νόμος αυτός και δεν ελέγχεται αν εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους εκδόθηκε η Π.Ν.Π., αν δηλαδή εξακολουθούν να συντρέχουν οι «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης», οι οποίες οδήγησαν στην έκδοσή της και η κρίση ως προς τη συνδρομή των οποίων εν πάση περιπτώσει δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
– Κατά την γνώμη, όμως, δύο Συμβούλων και ενός Παρέδρου, η πράξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου εξηκοστού ογδόου παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., στερείται ερείσματος και θα έπρεπε να θεωρηθεί ανίσχυρη, εφόσον η διάταξη αυτή, θεσπίζουσα περιορισμό του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ο οποίος δύναται να εξικνείται μέχρι και της ολοσχερούς απαγορεύσεως της ασκήσεως του δικαιώματος, καταργήθηκε διά της θέσεως σε ισχύ του ν. 4703/2020.
- Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η ανάγκη πρόληψης σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία συνιστά λόγο, που δικαιολογεί κατ’ αρχήν, κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με τις άλλες (προαναφερθείσες) διατάξεις του Συντάγματος και σε αρμονία και με τα άρθρα 2 και 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, οι οποίοι δύνανται να εξικνούνται έως την πλήρη απαγόρευση ορισμένων, προσδιοριζομένων κατά χρόνο, δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων. Συνεπώς, απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των προσφευγόντων.
– Κατά την γνώμη, όμως, ενός Παρέδρου, η ολοσχερής εκτεινομένη σε όλη την επικράτεια, απαγόρευση των δημοσίων υπαίθριων συναθροίσεων συνιστά αναίρεση του πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, η οποία χωρεί επιτρεπτώς μόνον υπό τους όρους της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος, εφόσον δεν συντρέχει, όπως εν προκειμένω, περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 48 του Συντάγματος. Ωστόσο, η προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, η οποία προβλέπεται στο άρθρο εξηκοστό όγδοο παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. χωρεί για λόγο μη στεγαζόμενο στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος και μη δυνάμενο καθ’ ερμηνείαν να υπαχθεί ούτε στην έννοια του “σοβαρού κινδύνου για την δημόσια ασφάλεια” ούτε στην “απλή σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής” (συγκεκριμένα προσδιοριζόμενης) περιοχής. Κατόπιν τούτου, πρέπει να μην τύχει εφαρμογής και η από 13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ.
- Επιπλέον, ο λόγος, με τον οποίο προβλήθηκε ότι η καθολική απαγόρευση όλων των συναθροίσεων που προστατεύονται από το άρθρο 11 του Συντάγματος για τέσσερις ημέρες σε όλη την Επικράτεια είναι αντίθετη στο Σύνταγμα, διότι δεν ενεργοποιείται εκ του Συντάγματος αρμοδιότητα της αστυνομικής αρχής να απαγορεύσει τις συναθροίσεις σε ολόκληρη την Επικράτεια, απορρίφθηκε, προεχόντως διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι με την επίμαχη απόφαση 1029/8/18/13.11.2020 του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας απαγορεύθηκαν γενικώς και αορίστως οι πάσης φύσεως συναθροίσεις σε όλη τη χώρα, ενώ με την πράξη αυτή τέθηκαν περιορισμοί ως προς τις συγκεκριμένες συναθροίσεις που ήταν γνωστό ότι είχαν προγραμματισθεί να λάβουν χώρα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973, ο οποίος, όπως είναι κοινώς γνωστό, κατά το συνήθως συμβαίνον διαρκεί επί τριήμερο. Με την θέσπιση δε των περιορισμών αυτών ως προς συγκεκριμένες, χρονικώς προσδιοριζόμενες, συναθροίσεις προδήλως δεν αποφασίσθηκε η επιτρεπόμενη μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 48 του Συντάγματος αναστολή της ισχύος, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 11 του Συντάγματος. Εξάλλου, εφόσον επιβλήθηκε η απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη τη χώρα για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είναι δε κοινώς γνωστό ότι συναθροίσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου γίνονται σε όλες τις περιοχές της χώρας, δεν χρειαζόταν, ούτε κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος ούτε κατά την έννοια του άρθρου εξηκοστού ογδόου παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. να προσδιορισθούν ειδικότερα στην απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας οι περιοχές αυτές ούτε πολύ περισσότερο οι συγκεκριμένοι δημόσιοι χώροι, στους οποίους αφορούσε η θεσπιζόμενη απαγόρευση, χωρίς η παράλειψη αυτή να συνεπάγεται αναστολή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι μη επιτρεπόμενη κατά το Σύνταγμα.
- Απορρίφθηκαν επίσης οι προβληθέντες λόγοι περί παραβίασης του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π., στην οποία ερείδεται η εν προκειμένω κρίσιμη από 13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εξειδικεύθηκε διά νόμου (Π.Ν.Π. κυρωθείσης με νόμο) η παρεχόμενη από την ίδια τη διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος στην αστυνομική αρχή, όργανο της οποίας είναι και ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αρμοδιότητα όπως προβεί, υπό τις οριζόμενες στον νόμο προϋποθέσεις (μεταξύ άλλων, μετά από γνώμη εξειδικευμένης Επιτροπής ως εκ του επιστημονικού χαρακτήρα των συνεκτιμωμένων παραμέτρων), στην έκδοση αποφάσεως για την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση είτε σε ολόκληρη την Επικράτεια («γενικά») είτε σε ορισμένη μόνο περιοχή. Όπως δε έγινε δεκτό, η πρόληψη σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία, όπως είναι η πανδημία, συνιστά λόγο που δικαιολογεί, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διάταξης, την επιβολή και γενικής ακόμη απαγορεύσεως σε όλη τη χώρα δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, ορισμένων κατά χρόνο, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, η κυρωθείσα με νόμο διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. έχει εκδοθεί εντός των ορίων της διατάξεως του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος, είναι δε σαφής και ορισμένη, εναρμονιζόμενη προς το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, παρέχουσα στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας την αρμοδιότητα, για όσο χρόνο διαρκεί, με βάση τα υπάρχοντα εκάστοτε επιστημονικά δεδομένα, ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία από τον συγκεκριμένο κορωνοϊό COVID-19, να λαμβάνει, μετά από γνώμη εξειδικευμένης Επιτροπής, ως εκ του επιστημονικού χαρακτήρα των συνεκτιμωμένων παραμέτρων, μέτρα περιορισμού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι όχι για αόριστο χρονικό διάστημα, αλλά για ορισμένες, χρονικώς προσδιοριζόμενες, συναθροίσεις, γνωστές στην αστυνομική αρχή π.χ. είτε κατόπιν σχετικής γνωστοποιήσεως είτε διότι επαναλαμβάνονται κατ’ έτος, όπως είναι και οι συναθροίσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973. Ενόψει τούτων, απορρίφθηκαν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους προσφεύγοντες και ειδικώς ο λόγος ότι παραβιάσθηκε εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ως εκ του ότι με την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. δεν εξουσιοδοτήθηκε κανονιστικώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για την έκδοση σχετικού π. δ/τος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι δεν απαιτείται έκδοση κανονιστικού διατάγματος σε κάθε περίπτωση που με διάταξη νόμου παρέχεται η εξουσιοδότηση θεσπίσεως συγκεκριμένων περιορισμών ατομικών δικαιωμάτων.
- Εξάλλου, απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο λόγος ότι πάσχει η εν λόγω απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας λόγω παραβάσεως ουσιωδών τύπων της διαδικασίας, το μεν λόγω μη τηρήσεως της απαραίτητης διαδικασίας γνωμοδοτήσεως, το δε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Εθνική Επιτροπή Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, κατά την από 4.11.2020 148η συνεδρίασή της, ενέκρινε ομοφώνως την από 4.11.2020 εισήγηση της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες, η οποία εισηγήθηκε την εφαρμογή ολικού απαγορευτικού (lockdown) σε όλη την Επικράτεια, κατά το πρότυπο των ληφθέντων εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας στις Περιφερειακές Ενότητες Θεσσαλονίκης και Σερρών, προς αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, προκειμένου να ανασχεθεί το δεύτερο κύμα της πανδημίας και να βελτιωθούν τα επιδημιολογικά δεδομένα, η δε εφαρμογή του ολικού απαγορευτικού (lockdown) να διαρκέσει μέχρι το τέλος Νοεμβρίου και να επανεξετάζονται συνεχώς τόσο οι επιδημιολογικοί δείκτες όσο και τα στατιστικά στοιχεία πληρότητας κλινών στους υγειονομικούς σχηματισμούς. Η εν λόγω Επιτροπή, αφού στάθμισε τα επιδημιολογικά δεδομένα και τους δείκτες αντοχής του συστήματος υγείας, αναφερόμενη σε «ολικό απαγορευτικό (lockdown)», γνωμοδότησε κατ’ ουσίαν υπέρ της επιβολής σε όλη την Επικράτεια αυστηρού μέτρου κοινωνικής αποστασιοποίησης, μεταξύ άλλων, και σε εξωτερικούς χώρους, δηλαδή την αποφυγή συγκεντρώσεως μεγάλου αριθμού ατόμων και στους χώρους αυτούς. Η διατυπωθείσα κατά τη συνεδρίαση αυτή (148η της 4.11.2020) γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19 αποτελεί συννόμως για την επίμαχη απόφαση του Αρχηγού της Ελληνική Αστυνομία την απαιτούμενη από την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. γνώμη. Δεν χρειαζόταν δε η ως άνω Επιτροπή να δικαιολογήσει ειδικώς γιατί θα έπρεπε να απαγορευθούν, εκτός από τις κοινές συναθροίσεις, και οι συναθροίσεις του άρθρου 11 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, η παράλειψή της να αναφερθεί ρητώς στις εν λόγω συναθροίσεις δεν έχει την έννοια ότι ως προς αυτές διαφοροποιείται η γνώμη της. Και τούτο, διότι η υπαγομένη στην έννοια της συνάθροισης του άρθρου 11 του Συντάγματος δημόσια υπαίθρια συνάθροιση διακρίνεται, βεβαίως, από νομικής απόψεως από την απλή μετακίνηση ή συγκέντρωση πολλών μαζί ατόμων σε εξωτερικό χώρο, πλην η διαφορά αυτή δεν ασκεί επιρροή από υγειονομικής απόψεως ως προς τον κίνδυνο μεταδόσεως ενός ιδιαιτέρως μολυσματικού ιού, όπως ο κορωνοϊός COVID-19. Με τα δεδομένα αυτά τηρήθηκε εν προκειμένω ο προβλεπόμενος από την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. τύπος της προηγούμενης γνωμοδοτήσεως από την ως άνω Επιτροπή για την έκδοση της αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι η ίδια γνωμοδότηση ελήφθη υπόψη και για την έκδοση της από 6.11.2020 ΚΥΑ, με την οποία θεσπίσθηκαν μέτρα κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. και, μεταξύ άλλων, ανεστάλησαν οι λοιπές συναθροίσεις με επιφύλαξη των συναθροίσεων του άρθρου 11 Συντ., ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, με την εν λόγω ΚΥΑ δεν μπορούσαν να ρυθμισθούν ζητήματα σχετικά με τις τελευταίες αυτές συναθροίσεις.
- Περαιτέρω, κρίθηκε ότι, εν προκειμένω, η επιβολή του επίμαχου μέτρου της απαγορεύσεως επί τετραήμερο συναθροίσεων τεσσάρων και πλέον ατόμων για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι συνέτρεχαν εξαιρετικώς επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, που αφορούσαν την προστασία της δημόσιας υγείας από τον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Ειδικότερα, (α) το εν λόγω μέτρο ελήφθη κατόπιν της από 4.11.2020 ομόφωνης γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, με την οποία προκρίθηκε η εφαρμογή ολικού απαγορευτικού (lockdown) σε όλη τη χώρα προς ανάσχεση του δευτέρου κύματος της πανδημίας και βελτίωση των επιδημιολογικών δεδομένων μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 2020, αφού εκτιμήθηκαν τόσο τα επιδημιολογικά δεδομένα όσο και οι δείκτες αντοχής του συστήματος υγείας και τα ποσοστά κάλυψης κλινών ΜΕΘ και απλών κλινών COVID-19· (β) όπως προκύπτει από τις ημερήσιες εκθέσεις επιδημιολογικής επιτήρησης λοίμωξης από τον νέο κορωνοϊό (COVID-19), οι οποίες δημοσιεύονται καθημερινά στον οικείο ιστότοπο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, είχε σημειωθεί σημαντική επιδείνωση με μεγάλη αύξηση στους μέσους όρους των ημερήσιων κρουσμάτων και θανάτων, καθώς και στον αριθμό των διασωληνωμένων ασθενών, με συνέπεια και η ένταση πίεσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας έβαινε από 4.11.2020 και έως την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικού Αστυνομίας συνεχώς αυξανόμενη· (γ) στο πλαίσιο της τρέχουσας επιδημιολογικής επιβάρυνσης της χώρας είχαν ήδη ληφθεί έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού στο σύνολο της Επικράτειας από την 7.11.2020 έως και την 30.11.2020 με την από 6.11.2020 ΚΥΑ, όπως, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός των λοιπών (πλην δηλαδή εκείνων του άρθρου 11 Συντ.) συναθροίσεων πάσης φύσεως, ανεξαρτήτως εάν θα μπορούσαν να γίνουν σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, και της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω με περιοριστικώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων η σωματική άσκηση σε εξωτερικό χώρο «ατομικά ή έως τρία άτομα, υπό την προϋπόθεση τήρησης στην τελευταία αυτή περίπτωση της ελάχιστης απόστασης του ενάμισι (1,5) μέτρου», καθώς και η απαγόρευση της μετακινήσεως με οποιοδήποτε μέσο εκτός Περιφερειακής Ενότητας ή Περιφέρειας με περιοριστικώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις κ.ά., τα μέτρα δε αυτά προσαρμόζονταν συνεχώς αναλόγως με τα επιδημιολογικά δεδομένα, ενώ ανεστάλη η διά ζώσης εκπαιδευτική λειτουργία των σχολικών μονάδων κάθε βαθμού με περιοριστικώς προβλεπόμενες εξαιρέσεις και επιβλήθηκε μερική αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων∙ άλλωστε, 19 ημέρες πριν από τη δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας είχαν ματαιωθεί σε όλη τη χώρα οι πάσης φύσεως παρελάσεις που πραγματοποιούνται κατ’ έτος για τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940∙ (δ) πλέον αποτελεσματικός τρόπος από τα ληφθέντα έως τότε μέτρα, μεταξύ των οποίων η αποφυγή συνωστισμού, για τον έλεγχο της εξάπλωσης της νόσου, δεν ήταν ακόμη στη διάθεση των επιστημόνων και των αρμοδίων κρατικών οργάνων. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένων υπόψη αφενός γνωστών, κατά κοινή πείρα, στην αστυνομική αρχή στοιχείων, αναγομένων στο συνήθως συμβαίνον στις συναθροίσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 κατά τα προηγούμενα έτη, όταν δεν υπήρχε εξαιρετική υγειονομική ανάγκη, δηλαδή του μεγάλου αριθμού των ατόμων που, κατά τα κοινώς γνωστά, συγκεντρώνονται κατά τον εορτασμό αυτόν, της συνήθους πυκνότητας των εν λόγω συγκεντρώσεων, αλλά και των συνήθων εκδηλώσεων των συμμετεχόντων μέσω συνθημάτων, τραγουδιών, κ.λπ., και αφετέρου του τρόπου που μεταδίδεται ο συγκεκριμένος ιός (από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων που αποβάλλονται μέσω της ομιλίας και ιδιαίτερα μέσω βήχα ή πταρμού ή με άμεση ή έμμεση επαφή με εκκρίσεις του αναπνευστικού συστήματος), δεν δύναται να θεωρηθεί ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (Νοέμβριος 2020) η επιβολή του μέτρου της απαγορεύσεως επί τετραήμερο συναθροίσεων τεσσάρων και πλέον ατόμων για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 ήταν προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας με τη μείωση του κινδύνου διαδόσεως του κορωνοϊού COVID-19, ενόψει, μάλιστα, της θετικής υποχρεώσεως του Κράτους για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας, σε συνδυασμό με τη μέριμνα για την διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, αλλά και την απορρέουσα από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από τη διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται υπό προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του. Εξάλλου, ούτε η επιβολή της ανωτέρω απαορεύσεως σε όλη τη χώρα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών (δηλαδή για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, που καλύπτει το τριήμερο, κατά το οποίο, κατά το συνήθως συμβαίνον, διαρκούν οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973, καθώς και την επόμενη ημέρα, ώστε να αποτραπεί, προφανώς, το ενδεχόμενο μεταθέσεως του χρόνου πραγματοποιήσεως των συναθροίσεων), αποτελεί προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, ενόψει του ότι είχε δημοσιοποιηθεί η πρόθεση και σχετική πρόσκληση ατόμων/συλλογικοτήτων/οργανώσεων/φορέων να πραγματοποιήσουν σε διάφορες περιοχές της χώρας συγκεντρώσεις/πορείες για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973. Με τα ανωτέρω δε χαρακτηριστικά η επίμαχη απαγόρευση, δηλαδή επιβληθείσα για περιορισμένο χρονικό διάστημα ως υγειονομικό μέτρο προς προστασία της δημόσιας υγείας (και όχι «για την εξυπηρέτηση άλλων στοχεύσεων», όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες) στο πλαίσιο γενικότερων περιορισμών στην ελευθερία κινήσεως των πολιτών και αναστολής διαφόρων δραστηριοτήτων, καθώς και μερικής αναστολής λειτουργίας δημοσίων υπηρεσιών, δεν έθιξε τον πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και δεν ανέστειλε την εφαρμογή του άρθρου 11 του Συντάγματος. Επίσης, απορρίφθηκαν και οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων με τους οποίους προβλήθηκε ότι, πριν από την επιβολή της απαγορεύσεως των επιμάχων συναθροίσεων, δεν εξετάσθηκε η λήψη ηπιότερων μέτρων, διότι, όπως προκύπτει από το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τα λαμβανόμενα για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 αναγκαία μέτρα, τα μέτρα της χρήσης μάσκας και αντισηπτικού, καθώς και της τήρησης αποστάσεων ή του ορισμού ανώτατου αριθμού συμμετεχόντων σε διάφορες δραστηριότητες συνιστούν παράλληλα προβλεπόμενα μέτρα γενικής εφαρμογής, τα οποία ο νομοθέτης έχει κρίνει ότι, ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα, μπορεί να μην είναι από μόνα τους επαρκή για τον περιορισμό της διάδοσης του ιού, οπότε πρέπει να συνδυάζονται με δέσμη μέτρων αποκλεισμού ή περιορισμού των δραστηριοτήτων σε διάφορους χώρους όχι μόνον κλειστούς, αλλά και ανοικτούς, τα μέτρα δε αυτά αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τα υφιστάμενα εκάστοτε επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Ενόψει τούτου και εφόσον κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα η αρμόδια Επιτροπή είχε εισηγηθεί, μετά από εκτίμηση των επιδημιολογικών δεδομένων και των δεικτών αντοχής του συστήματος υγείας, την εφαρμογή ολικού απαγορευτικού σε όλη την επικράτεια και με την από 6.11.2020 ΚΥΑ είχε επιβληθεί σειρά έκτακτων μέτρων προστασίας έναντι του κορωνοϊού, ίδιων για όλες τις περιοχές της χώρας, είχαν δε ανασταλεί οι λοιπές συναθροίσεις, τα μέτρα που επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν παρίστανται εξ ίσου πρόσφορα για την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η ορθή και καθολική εφαρμογή των μέτρων αυτών δεν μπορεί να ληφθεί ως δεδομένη ούτε να εξασφαλισθεί με την επιβολή τους από αστυνομικά όργανα. Εξάλλου, εφόσον η αρμόδια Επιτροπή είχε εισηγηθεί την εφαρμογή ολικού απαγορευτικού σε όλη την επικράτεια, με την ανωτέρω δε από 6.11.2020 ΚΥΑ είχαν επιβληθεί τα ίδια έκτακτα περιοριστικά μέτρα σε όλες τις περιοχές της χώρας, δεν ήταν υποχρεωμένος ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας να εξετάσει, προκειμένου να επιβάλει την επίμαχη απαγόρευση, τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής ή και κάθε πόλεως. Τέλος, απορρίφθηκε και ο λόγος ότι δεν συμβιβάζεται η απαγόρευση των συναθροίσεων με το γεγονός ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα επιτρεπόταν η λειτουργία των λαϊκών αγορών, στις οποίες, με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας, οι καταναλωτές συνωστίζονται περισσότερο απ’ ότι οι διαδηλωτές σε μια ελεγχόμενη συνάθροιση. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως του ότι ανάγεται στην ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη ο καθορισμός των εξαιρέσεων από τον θεσπιζόμενο με το άρ. 3 παρ. 1 της από 6.11.2020 ΚΥΑ περιορισμό κυκλοφορίας, εν πάση περιπτώσει η εξακολούθηση της λειτουργίας των λαϊκών αγορών κατά το χρονικό διάστημα των τεσσάρων ημερών, κατά το οποίο διήρκεσε η επίμαχη απαγόρευση, δεν καθιστά το μέτρο της απαγορεύσεως των συναθροίσεων δυσανάλογο ούτε παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού η λειτουργία των λαϊκών αγορών εξυπηρετεί μια ζωτική ανάγκη μεγάλου μέρους του πληθυσμού που είναι η προμήθεια των αναγκαίων τροφίμων για την οποία επιτρεπόταν η μετακίνηση με βάση την ως άνω ΚΥΑ. Άλλωστε, ως προς τις λαϊκές αγορές είχαν θεσπισθεί σχετικοί περιορισμοί χώρου και αποστάσεων, η διασφάλιση της τηρήσεως των οποίων δεν εμφανίζει, κατά κοινή πείρα, ως εκ της φύσεως της δραστηριότητας και των επιβληθέντων μέτρων, την δυσκολία που θα εμφάνιζε η διασφάλιση της τηρήσεως περιορισμών ως προς τον καταλαμβανόμενο χώρο και την απόσταση των συμμετεχόντων σε περίπτωση δημόσιας υπαίθριας συναθροίσεως. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι περί αντιθέσεως της κρίσιμης ρυθμίσεως στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και οι συναφείς ισχυρισμοί.
– Επί του ζητήματος αυτού μειοψήφησε μία Σύμβουλος, κατά τη γνώμη της οποίας, ενόψει του συμβολικού χαρακτήρα της επετείου της 17ης Νοεμβρίου 1973, καθώς και της κεφαλαιώδους σημασίας της άσκησης του κατά το άρθρο 11 του Συντάγματος δικαιώματος του συνέρχεσθαι για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η επιβληθείσα απαγόρευση συναθροίσεων υπερβαίνει, ενόψει, κυρίως του εξαιρετικά μικρού αριθμού των δυναμένων να συναθροιστούν νομίμως πολιτών, αλλά και της τοπικής έκτασης εφαρμογής και της χρονικής της διάρκειας, τα επιβαλλόμενα από την αρχή της αναλογικότητας όρια στην θέσπιση περιορισμών επί της άσκησης του εν λόγω συνταγματικού δικαιώματος, καθόσον μάλιστα δεν προκύπτει ότι εξετάσθηκε η δυνατότητα επιβολής ηπιοτέρων περιορισμών στην άσκηση αυτού προς αποφυγή του συνωστισμού και προστασία της δημόσιας υγείας.
– Επίσης, επί του ίδιου ζητήματος μειοψήφησε και δεύτερη Σύμβουλος, κατά τη γνώμη της οποίας οι ένδικες συναθροίσεις συνιστούσαν, πραγματικά και συμβολικά, ουσιώδες μέρος των εκδηλώσεων μνήμης για την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα γεγονότα της 17.11.1973, ως εναύσματος ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος και της επαναφοράς της Δημοκρατίας στην χώρα. Οι εκδηλώσεις αυτές, με την σταθερή κατ’ έτος επανάληψή τους, τη διατήρηση στην συλλογική μνήμη ιστορικών γεγονότων μεγάλης σημασίας για την εμπέδωση της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμελίου του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρο 1 του Συντάγματος) και έχοντας, άλλωστε, γι’ αυτό θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία ως αντικείμενο εκπαιδευτικής αργίας, προσδίδουν στις σχετικές συναθροίσεις, πέραν της γενικής προστασίας τους κατά το άρθρο 11 Συντ., ιδιαίτερο συνταγματικό ενδιαφέρον. Για την λήψη, όμως, της επίδικης απαγορευτικής απόφασης, πέραν της όλως γενικής και ασύνδετης με το συγκεκριμένο θέμα, επίκλησης των γενικών κινδύνων από την πανδημία, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ελήφθη πράγματι υπόψη και συνεκτιμήθηκε για την επιλογή του ακραία περιοριστικού μέτρου της κατ’ ουσίαν απαγόρευσης των συγκεκριμένων συναθροίσεων ούτε η φύση τους ως χαρακτηριστική έκφανση του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ούτε βέβαια η πρόσθετη συνταγματική τους σημασία. Η επίκληση μόνον της πανδημίας και των γενικών μέτρων που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπισή της τη δεδομένη στιγμή δεν αρκεί. Γιατί, ελλείψει σχετικής ειδικής εκτιμήσεως, πρωτογενούς δε από τα αρμόδια διοικητικά όργανα, είναι αδύνατον να κριθεί το πρώτον από το Δικαστήριο εάν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και, ειδικότερα, αν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί το αυτό τουλάχιστον επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας και ασφάλειας με ηπιότερα μέσα, και, συνακόλουθα, με λιγότερο περιορισμό των λοιπών, κατά τα ανωτέρω, συνταγματικών δικαιωμάτων. Όπως, π.χ. με μικρή αντιπροσωπευτική συμμετοχή και αυστηρή τήρηση των υγειονομικών μέτρων. Υπό τα δεδομένα αυτά συνεπώς, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, είναι βάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβιάσεως εν προκειμένω της αρχής της αναλογικότητας και οι προσβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες ερείδονται στην απόφαση περί απαγορεύσεως των εν λόγω συναθροίσεων, θα έπρεπε να ακυρωθούν.
- Ακολούθως, κρίθηκε ότι η πρόβλεψη επιβολής κυρώσεως, όπως είναι το διοικητικό πρόστιμο, σε περίπτωση παραβιάσεως μέτρων περιοριστικών του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, που έχουν ληφθεί για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, στο πλαίσιο, μάλιστα, μέτρων περιορισμού του δικαιώματος ελεύθερης κινήσεως των πολιτών, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 11 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, με την παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. δίδεται ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση στον Αρχηγό της ΕΛΑΣ για την κανονιστική πρόβλεψη διοικητικών (μόνο) προστίμων σε περίπτωση παραβιάσεως επιβαλλομένου από αυτόν περιοριστικού μέτρου στην πραγματοποίηση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, σε εναρμόνιση με την πρόβλεψη της επιβολής τέτοιας φύσεως προστίμων με την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου της Π.Ν.Π. σε περίπτωση παραβιάσεως επιβαλλομένων, για τον ίδιο σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, άλλων έκτακτων μέτρων. Άλλωστε, η πρόβλεψη της επιβολής προστίμου σε περίπτωση παραβιάσεως τυχόν επιβαλλομένων περιοριστικών μέτρων στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι προς προστασία της δημόσιας υγείας αποβλέπει στην, κατά το δυνατόν, διασφάλιση ότι τα μέτρα αυτά θα τηρηθούν, ώστε η σχετική ρύθμιση να μη μείνει κενό γράμμα. Η πρόβλεψη δε της δυνατότητας διάλυσης τυχόν, παρά τη σχετική απαγόρευση, πραγματοποιηθείσης συναθροίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εξ ίσου αποτελεσματικό εναλλακτικό μέσο για τη διασφάλιση του επιδιωκόμενου με την απαγόρευση σκοπού, της προστασίας δηλαδή της δημόσιας υγείας με τον περιορισμό της κινητικότητας και τη μείωση του συγχρωτισμού και συνωστισμού, διότι με την πραγματοποίηση της συναθροίσεως έχει ήδη επέλθει ο κίνδυνος διακινδύνευσης της υγείας των πολιτών, προς αποτροπή του οποίου επιβλήθηκε η απαγόρευση και ο οποίος, μάλιστα, μπορεί να επιταθεί με την προσπάθεια των αρμοδίων οργάνων να διαλύσουν τη συνάθροιση. Εν προκειμένω, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με την απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας προβλέφθηκε η επιβολή διοικητικού προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παραβιάσεως της αποφασισθείσης με αυτήν απαγορεύσεως των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων τεσσάρων και πλέον ατόμων. Η επιβολή του εν λόγω προστίμου, ως έννομη συνέπεια της μη συμμορφώσεως προς την θεσπισθείσα απαγόρευση, ενόψει και του ύψους του προστίμου, δεν είναι προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Άλλωστε, το επίμαχο πρόστιμο είναι του αυτού ύψους με εκείνο που προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ. 3 της από 6.11.2020 ΚΥΑ, σε περίπτωση παραβιάσεως του περιορισμού κυκλοφορίας, αλλά ευρίσκεται και εντός των ορίων που έχουν τεθεί με το άρθρο τεσσαρακοστό τέταρτο παρ. 4 της κυρωθείσης με το άρθρο 2 του ν. 4690/2020 (και εντασσόμενης στο αυτό νομοθετικό πλαίσιο με την εξουσιοδοτική διάταξη της από 20.3.2020 Π.Ν.Π.) από 1.5.2020 Π.Ν.Π. και δεν απέχει πολύ από το κατώτατο προβλεπόμενο με τη διάταξη αυτή όριο των 150 ευρώ. Πέραν δε τούτων, εφόσον με την απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ απαγορεύθηκε η πραγματοποίηση των συγκεκριμένων συναθροίσεων για το χρονικό διάστημα από 15-18 Νοεμβρίου 2020, η συμμετοχή στις οποίες, αν επιτρεπόταν, θα αποτελούσε εξαίρεση από τον ισχύοντα, με βάση την ως άνω από 6.11.2020 ΚΥΑ, γενικό περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας, η μετακίνηση για τη συμμετοχή στις συγκεκριμένες αυτές συναθροίσεις και η συμμετοχή σε αυτές συνιστά πλέον παραβίαση του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας, η οποία επισύρει το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 παρ. 3 της εν λόγω από 6.11.2020 ΚΥΑ διοικητικό πρόστιμο των 300 ευρώ. Κατόπιν τούτων, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι προβληθέντες λόγοι περί παραβιάσεως του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος (ως προς την έλλειψης νομοθετικής πρόβλεψης για την επιβολή κυρώσεων και το περιεχόμενό τους) και περί αντιθέσεως στο άρθρο 11 του Συντάγματος, το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας.
- Ενόψει των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι, ως προς τα μείζονος σημασίας ζητήματα για τα οποία εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η κρινόμενη προσφυγή, προσήκει η απάντηση ότι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου εξηκοστού ογδόου της κυρωθείσης με τον ν. 4683/2020 από 20.3.2020 Π.Ν.Π. εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον ν. 4703/2020 και το κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέν π.δ. 74/2020, δεν αντίκειται δε στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος ούτε σε άλλη συνταγματική διάταξη και ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ούτε σε διάταξη νόμου η υπ’ αριθ. 1029/8/18/13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Μετά την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος να παραπέμψει την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, αλλά ότι πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει περαιτέρω. Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες παραπονούνται για την νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων, προβάλλοντας το μεν ότι δεν παραβίασαν την από 13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ, καθώς την 17.11.2020 κυκλοφορούσαν νομίμως με σχετικές βεβαιώσεις μετακινήσεως κατά το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, το δε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις (πράξεις επιβολής προστίμου και απορρίψεις των κατ’ αυτών προσφυγών) είναι προδήλως αναιτιολόγητες, άλλως πλημμελώς αιτιολογημένες. Ο λόγος, όμως, αυτός της προσφυγής, με τον οποίο αμφισβητείται πράγματι η συνδρομή των πραγματικών προϋποθέσεων για την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, απορρίφθηκε ως αβάσιμος. Και τούτο διότι ναι μεν οι εν λόγω προσφεύγοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν τις προβλεπόμενες από το άρθρο 3 παρ. 3 και 5 της από 20.3.2020 ΚΥΑ σχετικές βεβαιώσεις μετακινήσεως κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 17.11.2020, στις οποίες ως λόγοι αναφέρονται επιτρεπτές περιπτώσεις μετακινήσεως, πλην, όμως, στο δικόγραφο της προσφυγής τους συνομολογούν ότι συμμετείχαν σε απαγορευθείσα με την απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας συγκέντρωση για την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου 1973 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, υποστηρίζοντας στα αστυνομικά όργανα που τους επέβαλαν τα σχετικά πρόστιμα ότι ασκούσαν το νόμιμο δικαίωμά τους στην συνάθροιση. Με τα δεδομένα αυτά, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες έφεραν μαζί τους και επέδειξαν στα διενεργήσαντα τον σχετικό έλεγχο αρμόδια όργανα βεβαίωση – η οποία, κατά τις οικείες διατάξεις, επέχει θέση υπεύθυνης δηλώσεως – ότι μετακινούντο για κάποιον από τους λόγους για τους οποίους επιτρεπόταν, κατ’ εξαίρεση, η μετακίνηση κατά τον χρόνο εκείνο [π.χ. για λόγους εργασίας, για ατομική σωματική άσκηση], δεν ασκεί καμία επιρροή και δεν καθιστά μη νόμιμες τις πράξεις επιβολής εις βάρος τους του ένδικου προστίμου, εφόσον εν πάση περιπτώσει, όπως συνάγεται από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνα που προσκόμισαν οι ίδιοι οι προσφεύγοντες) ότι διαπιστώθηκε από τα αρμόδια όργανα, αλλά συνομολογούν και ρητώς και οι ίδιοι, δεν μετακινούντο πράγματι για τον λόγο που αναφερόταν στις εν λόγω βεβαιώσεις, δηλαδή για κάποιον από τους λόγους, με τη συνδρομή των οποίων επιτρεπόταν κατά το άρθρο 3 παρ. 2 της από 6.11.2020 ΚΥΑ η κυκλοφορία, κατ’ εξαίρεση της επιβληθείσης με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου της αυτής ΚΥΑ σχετικής απαγορεύσεως, αλλά συμμετείχαν σε συνάθροιση (περισσοτέρων των τεσσάρων ατόμων), στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που είχε απαγορευθεί με απόφαση, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είχε εκδοθεί νομίμως. Με τα δεδομένα αυτά δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα επιβολής του προστίμου το αν αναγράφεται στις σχετικές πράξεις η επίμαχη απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας ή αν αναφέρεται σε αυτές ότι διαπιστώθηκε παράβαση «περιορισμού κυκλοφορίας» ή αν δίδεται ειδικότερη απάντηση σε προβληθέντες με τις αντιρρήσεις των προσφευγόντων ισχυρισμούς ή αν πράξεις που εκδόθηκαν επί αντιρρήσεων έχουν τυπικές πλημμέλειες, διότι, εφόσον η συνάθροιση, στην οποία αυτοί αποδέχονται ότι συμμετείχαν, είχε απαγορευθεί, οι βεβαιώσεις δε που επέδειξαν στα διενεργήσαντα τον έλεγχο όργανα ανέφεραν λόγους μετακινήσεως που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, δεν συνέτρεχε περίπτωση επιτρεπόμενης κυκλοφορίας κατ’ εξαίρεση της επιβληθείσης με την από 6.11.2020 ΚΥΑ σχετικής απαγορεύσεως.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση