Π.Μπρακουμάτσος, σκέψεις στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης περί επιτάχυνσης και ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης μέσω παρεμβάσεων στον ΠΚ και στον ΚΠΔ
Σκέψεις στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης περί επιτάχυνσης και ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης μέσω παρεμβάσεων στον ΠΚ και στον ΚΠΔ
Παναγιώτης Μπρακουμάτσος, Αντεισαγγελέας ΑΠ ε.τ.
I). Με το παρόν σχέδιο Νόμου ναι μεν δεν θεσπίζονται νέοι ΠΚ και ΚΠΔ, πλην όμως η έκταση των παρεμβάσεων ουσιαστικά αλλάζει εκ θεμελίων την φιλοσοφία των Κωδίκων που ψηφίσθηκαν τον Ιούλιο του 2019 σε σημείο που μπορούμε να μιλάμε για νέους Κώδικες. Η παρούσα πραγμάτωση του θέματος δεν αποσκοπεί στην ανάλυση των επί μέρους διατάξεων, αλλά στην κατάδειξη της ιδεολογίας που υποδόρια διαπνέει το σχέδιο και τον αλυσιτελή τρόπο με τον οποίο επιχειρείται για μια εισέτι φορά η επιτάχυνση της ποινικής δίκης.
II). Ποινικός Κώδικας.
Το ποινικό Δίκαιο είναι πεδίο σύγκρουσης ηθικών αξιών και εντεύθεν αντιπαράθεση ιδεολογικών ρευμάτων . Περαιτέρω η πολιτική σκοπιμότητα καθίσταται έκδηλη με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται το δόγμα του ποινικού Δικαίου που αποτελεί θεμέλιο της ποινικής του υπόστασης.
Συγκεκριμένα το σχέδιο τόσο στο Γενικό μέρος, όσο και στο ειδικό διακρίνεται από μια έντονη τιμωρητική διάθεση, χωρίς ωστόσο η εμπειρική πραγματικότητα, την οποία αποφεύγει και να παρουσιάσει , να δικαιολογεί μια τέτοια μεταστροφή μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση των Κωδίκων το 2019. Πλέον ειδικότερα :
Α) Με το άρθρο 9 του Σχ επανέρχεται το μέτρο ασφαλείας της απέλασης . Η επαναφορά αυτή θα φέρει αντιφατικές λύσεις , καθόσον υφίσταται η διοικητική απέλαση. Η απέλαση σε πολλές Ευρωπαϊκές Χώρες αποτελεί αμιγώς διοικητικό μέτρο (βλ. αιτιολ. έκθεση ισχύοντος ΠΚ).
Β) Επαναφέρεται η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται παντελώς ο χαρακτήρας της στερητικής της ελευθερίας ποινής (πρωτοτυπία του προϊσχύσαντος ΠΚ), την οποία επιτυχώς κατάργησε ο ισχύων ΠΚ. Κατ αυτό το τρόπο η πραγματική έκτιση των ποινών που επιδιώκει το σχέδιο (ορισμένες φορές ομολογουμένως επιτυχής) εξακοντίζεται.
Γ) Υφ όρον απόλυση.
Με το άρθρο 21 του σχ τροποποιούνται οι προϋποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης και τίθεται επιπλέον, ως προϋπόθεση η επικινδυνότητα του εγκλήματος. Η προϋπόθεση αυτή δεν υπάρχει στον ισχύοντα ΠΚ ούτε στον προϊσχύσαντα. Για τον τελευταίο χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι ψηφίσθηκε το 1951 στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπου τα πολιτικά πάθη ήταν οξυμένα και η νικήτρια πολιτική παράταξη κατά τον εμφύλιο πόλεμο, παρά τα πάθη και την επιθυμία της να εξουδετερώσει του πολιτικούς της αντιπάλους, δεν περιέλαβε την επικινδυνότητα, ως προϋπόθεση, για την χορήγηση του ανωτέρω ευεργετήματος. Η επικινδυνότητα του εγκλήματος, παρά τις κατά καιρούς αντιρρήσεις, είναι υπαρκτό μέγεθος στο χώρου του ποινικού δικαίου και της εγκληματολογίας, ωστόσο για να ληφθεί υπόψη είτε στην επιμέτρηση της ποινής είτε στην υφ’ όρον απόλυση, είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται με έννοιες περιγραφικές και όχι αξιολογικές και προπάντων αόριστες, όπως συμβαίνει στο σχέδιο. Αν ψηφισθεί η ρύθμιση αυτή τότε το ευεργέτημα αυτό τίθεται εκποδών, αφού όλα τα κακουργήματα ενέχουν επικινδυνότητα και συνεπώς τα δικαστικά συμβούλια θα μπορούν, χωρίς αιτιολογία να απορρίπτουν σωρηδόν τις σχετικές αιτήσεις.
Δ) Με το άρθρο 34 του σχδ προστίθεται άρθρο 265 Α σύμφωνα με το οποίο στην περίπτωση εμπρησμού δασών είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια το δικαστήριο δύναται να δημεύσει τη περιουσία του καταδικασθέντος. Η παρεπόμενη αυτή ποινή εκτός του ότι υποδηλώνει μια σαφή, αλλά δυσανάλογη, τιμωρητική διάθεση του νομοθέτη , απότοκη τόσο ιδεολογικής προκατάληψης, όσο και κελευσμάτων της τεχνητά διαμορφωμένης κοινής γνώμης, αντιστρατεύεται την αρχή της αναλογικότητος, αφού η δήμευση ολόκληρης της περιουσίας του καταδικασθέντος υπερακοντίζει την βαριά τιμωρία του σε ποινή της στερητικής της ελευθερίας.
Ε) Με το άρθρο 43 του σχεδ η παραβίαση της υποχρώσης προς διατροφή διώκεται αυτεπάγγελτα, ενώ το αδίκημα αυτό εντάσσεται στο 20ο κεφ και αφορά στις οικογενειακές σχέσεις, όπου η αυτεπάγγελτη δίωξη στερείται ουσιαστικού νοήματος.
ΣΤ) Με το άρθρο 44 τροποποιείται το άρθρο 363 ΠΚ έτσι ώστε να μην θεωρούνται τρίτοι τα δημόσια πρόσωπα που λαμβάνουν γνώση των δυσφημιστικών γεγονότων. Η μεταβολή αυτή μάλλον ικανοποιεί συντεχνιακές αντιλήψεις των δικαστικών λειτουργών της ουσίας παρά υπακούει σε κάποια δογματική συμμόρφωση η διορθωτική παρέμβαση
Οι παρατηρήσεις μας αυτές είναι μερικές από τις οποίες μπορούσαμε να κάνουμε και δεν θέλαμε στα πλαίσια αυτού του σύντομου σημειώματος να επεκταθούμε και σε άλλες. Απλώς επιθυμούμε να τονίσουμε πόσο η ιδεολογική προκατάληψη αυστηροποιεί ορισμένες διατάξεις , χωρίς να στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα, ενώ παράλληλα νοθεύει το δόγμα ενός φιλελεύθερου ποινικού δικαίου.
II) Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
Α) Στο άρθρο 59 του σχεδ προβλέπεται η αύξηση της καθ ύλην αρμοδιότητας του Μον Εφετείου με την προσθήκη της εκδίκασης των εφέσεων κατά αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου. Η ρύθμιση αυτή υποβαθμίζει το τριμελές πλημμελειοδικείου, καθόσον οι εφέσεις κατ αποφάσεων αυτού θα εκδικάζονται από έναν δικαστή, έστω και εφέτη. Δηλαδή η κρίση τριών δικαστών θα ελέγχεται από ένα μόνο δικαστή, κάτι καινοφανές όχι μόνο στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, αλλά και στο ευρωπαϊκό.
Β) Στο άρθρο 61 του σχεδίου τροποποιείται η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Μον Πλημμελειοδικείου και πλέον θα εκδικάζονται από αυτό όλα τα πλημμελήματα του ειδικού μέρους του ΠΚ και αυτά των ειδικών ποινικών νόμων, εκτός από αυτό του άρθρου 302 ΠΚ και του 12ου κεφαλαίου αυτού.
Η τροποποίηση αυτή είναι καθόλα ατυχής, καθόσον υποβαθμίζει πλήρως την ακροαματική διαδικασία και την εν γένει απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αφού το σύνολο των πλημμελημάτων θα εκδικάζονται από ένα δικαστή, ο οποίος στις περισσότερες των περιπτώσεων , ειδικά στα μικρά πρωτοδικεία, θα είναι άπειρος. Η τροποποίηση αυτή διαπνέεται από το πνεύμα της επιτάχυνσης, η οποία είναι εν προκειμένω αλυσιτελής, ενώ θέτει σε κίνδυνο της ασφάλεια της ποινικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω καταργείται η δυνατότητα προσφυγής , κατ άρθρο 322ΚΠΔ, καθόσον η πλειονότης των πλημμελημάτων θα εκδικάζεται από το Μονομελές πλημμελειοδικείο. Κατ αυτό τον τρόπο η δυνατότητα ελέγχου τυχόν αβασάνιστων παραπομπών εκλείπει.
Γ) Με το άρθρο 63 του σχεδίου τροποποιείται η παρ 3 του άρθρου 215 ΚΠΔ και πλέον οι αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που κατέθεσαν στην προδικασία, δεν καλούνται στο ακροατήριο, παρά μόνο κατ εξαίρεση. Εν προκειμένω η επιχειρείται, όπως η ποινική δίκη, στο βωμό της επιτάχυνσης, να καταπέσει σε μια διαδικασία ανάγνωσης εγγράφων . Κατ αυτό τον τρόπο καταπατώνται θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας σε ουδεμία περίπτωση συνεπάγεται την μετάλλαξη της ποινικής δίκης σε μια τυπική διαδικασία , κατά την οποία και η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και το κυρίως υποκείμενο της ποινικής δίκης, ο κατηγορούμενος, αγνοούνται παντελώς. Φαίνεται ότι οι εμπνευστές της διάταξης αυτής αντλούν τα δικονομικά τους εφόδια στον 19ο αιώνα και πριν. Δυστυχώς!
Δ) Με το άρθρο 69 του σχεδίου τροποποιείται η παρ 3 εδ α του άρθρου 291 ΚΠΔ και πλέον ο εισαγγελέας στις περιπτώσεις αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με π.ο απλώς ακούγεται, δίκην αγγελιαφόρου, και δεν διαβιβάζει γραπτή πρόταση. Ελπίζω την αλλαγή αυτή να μην την εμπνεύσθηκε εισαγγελικός λειτουργός , εφόσον πλέον ο εισαγγελέας, όπως θα καταδειχθεί και κατωτέρω, αρχίζει πλέον να έχει διακοσμητικό ρόλο στη ποινική δίκη.
Ε) Με το άρθρο 71 του σχεδ η κατ εξαίρεση παραπομπή ορισμένων κακουργημάτων με απ ευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς ή του Μονομελούς Εφετείου ουσιαστικά καταργείται και πλέον τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, του 13ου και 14ου κεφαλαίου του ΠΚ (κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, εγκλήματα κατά των συγκοινωνιών) παραπέμπονται με απ ευθείας κλήση στο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να έχει προηγηθεί η ενδιάμεση διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων. Η καινοτομία αυτή είναι πρωτοφανής, διότι όχι μόνο δεν επιταχύνει την ποινική διαδικασία, αλλά αντίθετα οδηγεί μεγάλο μέρος κακουργηματικών υποθέσεων στο ακροατήριο με τα επακόλουθα αποτελέσματα. Η λύση αυτή δυστυχώς αγνοεί την δικαστηριακή πραγματικότητα, ενώ αγνοεί βασικούς κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα: α) η παράκαμψη της ενδιάμεσης διαδικασίας θα οδηγήσει χωρίς το φίλτρο που παρέχει αυτή σωρεία υποθέσεων στο ακροατήριο. Κατά αυτό τον τρόπο ναι μεν οι υποθέσεις θα οδηγούνται γρηγορότερα στο ακροατήριο, όπου εκεί όμως θα στοιβάζονται και θα υπάρξει η μεγίστη καθυστέρηση, μεγαλύτερη αυτής που παρατηρείται σήμερα. β) αποδυναμώνεται η αξιολόγηση του ανακριτικού υλικού από τα δικαστικά συμβούλια με αποτέλεσμα το ανακριτικό υλικό να μην ελέγχεται και το έργο της κυρίας διαδικασίας στο ακροατήριο να καθίσταται δυσχερές.[i] γ) Η δικαιοδοτική λειτουργία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών συρρικνώνεται επικίνδυνα με αποτέλεσμα το κύρος κυρίως των εισαγγελέων να πλήττεται ανεπανόρθωτα, αφού η επιστημονική τους κατάρτιση ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των προτάσεών τους στα δικαστικά συμβούλια. Αναρωτάται κάποιος, αν μια τέτοια εξέλιξη βρίσκει σύμφωνους τους εισαγγελείς ή μήπως οι τελευταίο στο βωμό της δήθεν επιτάχυνσης απεκδύονται μέγα μέρος της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας.
Επίμετρο
Η επιβράδυνση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης παρατηρείται με αυξανόμενο ρυθμό από την θέσπιση της , κατά τον 19ο αιών μέχρι σήμερα. Οι διαπιστώσεις για αυτό το φαινόμενο είναι πανομοιότυπες και κοινότοπες διαχρονικά. Η αντιμετώπιση της δυσλειτουργίας αυτής επιχειρείται με εν πολλοίς αλυσιτελείς νομοθετικές ρυθμίσεις , οι οποίες και δεν εφαρμόζονται. Οι συντεχνιακές αντιλήψεις διακατέχουν όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στο χώρο της δικαιοσύνης και αποτελούν μια από τις αιτίες για το φαινόμενο αυτό. Εν προκειμένω και στα πλαίσια του σύντομου αυτού σημειώματος , δεν προτείνουμε λύσεις. Ωστόσο έχουμε να επισημάνουμε τα εξής: Α) Η υιοθέτηση αλλαγών από όλους τους φορείς της δικαιοσύνης, όχι μόνο σε νομοθετικό επίπεδο αλλά και σε οργανωτικό, έστω και με παραχώρηση ορισμένων από τα λεγόμενα κεκτημένα δικαιώματα είναι απαραίτητη( μείωση των αναβολών με τη σύμπραξη όλων , αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη της Χώρας κλπ) .Β) Ο θεσμός του ποινικού συμβιβασμού (ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση) που έχουν θεσπισθεί με τους ισχύοντες κώδικες, εφόσον γίνει κτήμα και κοινή δικαιϊκή συνείδηση από όλους τους φορείς που απαρτίζουν τον θεσμό της ποινικής δικαιοσύνης, μπορεί να οδηγήσει αποτελεσματικά στην αποσυμφόρηση της τελευταίας.
[i] Βλ πλείονα για την ενδιάμεση διαδικασία και την αξία αυτής σε Χ.Σεβαστίδη (ΝοΒ 69/2021 σελ. 8-12 επ), όπου με στατιστικά στοιχεία αποδεικνύει ότι λιγότερες από τις μισές υποθέσεις παραπέμπονται με βουλεύματα στο ακροατήριο, ενώ από στοιχεία του εφετείου Αθηνών για το έτος 2019παραπέμφθηκαν 1639 υποθέσεις στο ακροατήριο με συμφωνία εισαγγελέα και προέδρου εφετών, ενώ σε μόνο 3 υποθέσεις υπήρχε διαφωνία.
Αφήστε το σχόλιο σας
Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση