Παρατηρήσεις στο κατατεθέν νομοσχέδιο για την ενοποίηση

Παρατηρήσεις στο κατατεθέν νομοσχέδιο για την ενοποίηση

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,

Αθήνα, 21-4-2024

         Το νομοσχέδιο για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας που κατατέθηκε, καταδεικνύει μεταξύ άλλων και το πόσο διαφορετικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε η ενοποίηση, αν είχε ακολουθηθεί ο δρόμος της θεσμικής σοβαρότητας, αντί του δρόμου του συνδικαλιστικού καιροσκοπισμού. Είχαμε από το Σεπτέμβριο προειδοποιήσει ότι εφόσον το σχέδιο φθάσει στη διαβούλευση οι δυνατότητες παρέμβασης θα ήταν πια περιορισμένες και αυτό αποτυπώνεται με ακρίβεια στο ίδιο το κείμενο. Αποκαλύπτεται, όμως ταυτόχρονα, ότι εκείνοι που ήθελαν το νομοσχέδιο να περάσει «εύκολα» για το υπουργείο και χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, ήταν οι ίδιοι που μεταμφίεσαν την απουσία της Ένωσης, σε ένα παρελκυστικό «όχι», παρασύροντας συναδέλφους και διάλογο μακριά από τη λήψη των αποφάσεων. Πλέον έχουμε ένα νομοσχέδιο η φιλοσοφία του οποίου είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του Υπουργείου και της απουσίας της Ένωσης και όσοι διατείνονται ότι μπορούν πλέον να αλλάξουν τη φιλοσοφία του, συνεχίζουν το δρόμο της συλλογικής εξαπάτησης που μας έφερε ως εδώ, παρατείνοντας την ένταση και επενδύοντας στην απογοήτευση. Όμως, εκείνοι που μέχρι σήμερα δεν είπαν ποτέ την αλήθεια, γιατί να την πουν τώρα;

         Το νομοσχέδιο μπορεί όμως ακόμα να βελτιωθεί σημαντικά στη βάση υλοποιήσιμων προτάσεων που γίνονται στο φως της μέρας. Παρακάτω, επισημαίνονται τα σημεία του νομοσχεδίου, που υπέστησαν νομοτεχνική βελτίωση στη βάση των από 08/04/2024 προτάσεών μας, καθώς και τα σημεία που παραμένουν προβληματικά και μπορούν να ενσωματώσουν μεγαλύτερο μέρος από τις προτάσεις αυτές. Το επόμενο διάστημα, θα εντείνουμε τις προσπάθειες να επιτευχθούν περαιτέρω βελτιώσεις, συνεχίζοντας το δρόμο της ουσίας και της ειλικρίνειας.

         Ειδικότερα:

         1) Περιφερειακές έδρες (5 παρ. 2): Είχαμε προτείνει στις περιφερειακές έδρες να εξακολουθούν να υπάγονται μόνο πολιτικές υποθέσεις που υπάγονταν μέχρι σήμερα στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, χωρίς αρμοδιότητα επί ποινικών υποθέσεων. Με το άρθρο 5 §2 περιορίζεται η ποινική αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών αποκλειστικά στις περιφερειακές έδρες πρωτοδικείων που κατά την έναρξη ισχύος του νομοσχεδίου θα λειτουργούν ως μεταβατικές ποινικές έδρες «ακόμα και αν δεν διατηρούνται με το παρόν ως περιφερειακές έδρες πρωτοδικείου». Ως προς την πολιτική αρμοδιότητα, παραμένει αυτή του Μονομελούς.

         Παραμένει η αναγκαιότητα να διευκρινιστεί αν η αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών είναι αποκλειστική, με τη έννοια ότι αποκλείει την αρμοδιότητα του κεντρικού πρωτοδικείου, διότι διαφορετικά θα προκαλούνται αδικαιολόγητες ακυρότητες και καθυστερήσεις.

         2) Ένταξη νέων πρωτοδικών στη γενική επετηρίδα (άρθρο 8 παρ. 2): Υιοθετήθηκε μέρος της πρότασής μας για τη δυνατότητα εισαγωγής των νέων πρωτοδικών στη γενική επετηρίδα ανά έτος και όχι ανά τρία έτη (ως προέβλεπε το σχέδιο διαβούλευσης) και για περιορισμό των απαραίτητων εκθέσεων επιθεώρησης από δύο σε μία.

         Παραμένει, ωστόσο, η αδικαιολόγητη πρόβλεψη ότι για πρώτη φορά η δυνατότητα εισόδου στη γενική επετηρίδα θα υλοποιηθεί μετά από δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου, ενώ παραμένει και το πλαφόν του 20% του αριθμού των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας, ως όριο εισόδου. Με τον τρόπο αυτό όμως παρεμποδίζεται χωρίς λόγο η άμεση εισαγωγή νέων πρωτοδικών στη γενική επετηρίδα, διατηρείται η υπηρεσιακή ανασφάλεια και παράγονται αδικίες πολλών ταχυτήτων. Παράλληλα η διατύπωση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 8παρ.2 ως προς το χρόνο υποβολής αίτησης εισαγωγής στη γενική επετηρίδα των Δοκίμων Ειρηνοδικών και των σπουδαστών της ΕΣΔΙ σε σχέση με την είσοδο των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας, δημιουργεί μεγάλη ασάφεια τόσο ως προς το χρόνο διάρκειας της δοκιμασίας όσο και ως προς τη μεταξύ τους σειρά κατάταξης, που χρήζουν άμεσης αποσαφήνισης.

         3) Μεταθέσεις (9 παρ. 1): Είχαμε προτείνει μετά τη για οποιονδήποτε λόγο αποχώρηση από την υπηρεσία πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας, η κενή οργανική θέση που θα δημιουργείται να καλύπτεται κατά προτεραιότητα από πρωτοδίκη της αυτής (ειδικής) επετηρίδας, εφόσον υπάρχει σχετική αίτηση μετάθεσης. Ήδη, στο άρθρο 9 §1 προβλέπεται ότι στις οργανικές θέσεις των εδρών πρωτοδικείων που έχουν καλυφθεί από δικαστές προερχόμενους από την ειδική επετηρίδα, μετατίθενται κατά προτεραιότητα δικαστές της ειδικής επετηρίδας.

         4) Δαπάνες μετακίνησης (9 παρ. 2): Υιοθετείται πλήρως η θέση μας για απόδοση των δαπανών μετακίνησης, καθώς προβλέπεται ότι όπου απαιτείται μετακίνηση δικαστικού λειτουργού για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών από την έδρα πρωτοδικείου από ή προς παράλληλη ή περιφερειακή έδρα της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας, η δαπάνη μετακίνησης καταβάλλεται από το δημόσιο.

         5) Παράταση θητείας Διοικήσεων (άρθρο 51): Εκφράζουμε την σαφή αντίθεσή μας στην πρόβλεψη του άρθρου 51, για την παράταση της θητείας των Συμβουλίων Διοίκησης των Δικαστηρίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι συνάδελφοι των διοικήσεων έχουν ασκήσει άριστα τα καθήκοντά τους, η παράταση της θητείας τους με νόμο αποτελεί ευθεία παρέμβαση του νομοθέτη στο αυτοδιοίκητο, που δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις και δημιουργεί κακό προηγούμενο. Άλλωστε, η διετής διάρκεια της θητείας των Διοικήσεων αποτέλεσε πρόσφατη επιλογή του ίδιου του νομοθέτη του ν.4938/2022 επομένως η παράτασή της ενώ πλησιάζει ο χρόνος συμπλήρωσης, αντιβαίνει στο ίδιο το πνεύμα του ΚΟΔΚΔΛ. Τέλος, επισημαίνεται ότι εφόσον υπό τη σημερινή πρόβλεψη η ανάληψη καθηκόντων των νέων διοικήσεων λαμβάνει χώρα την 01.10.2024, είναι δεδομένο πως όλη η αναγκαία προετοιμασία και οι δέουσες αλλαγές θα έχουν υλοποιηθεί έγκαιρα από τις παρούσες διοικήσεις.

         6) Προσφυγή στην Ολομέλεια (άρθρο 52). Εκφράζουμε την ικανοποίησή μας για την πρόβλεψη του άρθρου 52 του νομοσχεδίου, με την οποία επανέρχεται η δυνατότητα προσφυγής παραληφθέντος συναδέλφου ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ (άρθρο 91παρ.12 σε συνδυασμό με 81παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ). Είναι μια διάταξη την αναγκαιότητα της οποίας είχαμε επισημάνει από πέρυσι, τότε που χτυπήσαμε το καμπανάκι της  υπηρεσιακής αυστηροποίησης και το προεδρείο μας επιτέθηκε για το ενδιαφέρον μας, ισχυριζόμενο ότι προσβάλουμε τον ΚΟΔΚΔΛ που ήταν δήθεν ένα «άρτιο νομοθέτημα».

         7) Διορισμός μετά από διετία από την αφυπηρέτηση (άρθρο 40): Άξια μνείας είναι και η πρόβλεψη του άρθρου 40, που αφορά τις ρυθμίσεις για τη Δικαστική Αστυνομία, σύμφωνα με την οποία «της Διεύθυνσης Δικαστικής Αστυνομίας προΐσταται συνταξιούχος ανώτατος ή ανώτερος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος έχει αφυπηρετήσει τουλάχιστον δύο (2) χρόνια πριν από την έκδοση της δημόσιας πρόσκλησης του τρίτου εδαφίου».  Η παραπάνω ρύθμιση, υλοποιεί μια διαχρονική μας θέση για τη θεσμοθέτηση σταθερής απαγόρευσης κατάληψης θέσεων από αφυπηρετούντες συναδέλφους αμέσως μετά την αφυπηρέτηση, η συνταγματική θέσπιση δε χρονικού ορίου δύο ετών τουλάχιστον από την αφυπηρέτηση αποτελεί και απόφαση της Γενικής μας Συνέλευσης ήδη από το 2018. Σημειώνεται ότι το παρόν προεδρείο διαχρονικά είναι αντίθετο με κάθε τέτοιο περιορισμό.

         8) Μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 58): Με τις αλλαγές στο άρθρο 58 περί έναρξης ισχύος (άρθρο 46 στο σχέδιο της διαβούλευσης) διευκρινίζεται, όπως είχαμε ζητήσει, ότι η αναστολή εφαρμογής ως προς την Αττική αφορά μόνο την αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών και όχι τις υπόλοιπες ρυθμίσεις του Α΄ μέρους.

         9) Χρόνος διάρκειας ειδικής επετηρίδας: Δεν ορίζεται στο νόμο. Σύμφωνα με την Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του νομοσχεδίου: «Επισημαίνεται ότι πρόκειται όχι μόνο για ειδική αλλά και προσωρινή επετηρίδα, καθώς θα περιλαμβάνει μόνο θέσεις των υπηρετούντων σήμερα ειρηνοδικών, οι οποίες θα καταργούνται αυτοδικαίως ως θέσεις ειρηνοδικών με την αφυπηρέτηση ή τυχόν μετάταξή τους». Ο παραπάνω προσδιορισμός της ειδικής επετηρίδας ως πεπερασμένης, με ορίζοντα την αφυπηρέτηση και του τελευταίου νυν ειρηνοδίκη ή τη μετάταξή του στη γενική επετηρίδα, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής ρύθμισης, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι θα διατηρηθεί η μη υποχρεωτικότητα στην εισαγωγή στη γενική επετηρίδα, ώστε οι συνάδελφοι να κάνουν την επιλογή και τον προσωπικό τους προγραμματισμό, έχοντας ως δεδομένη την πολυετή συνύπαρξη των δύο επετηρίδων. Τέλος, πρέπει να ορισθεί ειδικά η τύχη των οργανικών θέσεων των αφυπηρετούντων από την ειδική επετηρίδα νυν ειρηνοδικών, οι οποίες θα πρέπει να μεταβαίνουν στη γενική επετηρίδα.

         10) Επιμόρφωση νέων πρωτοδικών: Πρέπει να καθορισθεί στο νόμο και όχι με υπουργική απόφαση τόσο το είδος όσο και ο ακριβής χρόνος έναρξης και η διάρκεια της επιμόρφωσης, προκειμένου να καταστεί προβλέψιμος και ο χρόνος έναρξης της πλήρους ανάληψης καθηκόντων πολιτικής δικαιοσύνης των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η επιμόρφωση των άλλοτε ειρηνοδικών ανατίθεται σε «δικαστικές υπηρεσίες», όμως στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του νομοσχεδίου ορίζεται ότι ως δικαστική υπηρεσία εννοείται και η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Υιοθετείται επομένως στο σημείο αυτό εν μέρει η πρότασή για ενεργή εμπλοκή της ΕΣΔΙ στη διαδικασία επιμόρφωσης, καθώς η επιμόρφωση πρέπει να γίνεται οργανωμένα με βάση πρόγραμμα ενιαίο και υπό την γενική εποπτεία της ΕΣΔΙ. Για λόγους λειτουργικούς και πρακτικούς (έλλειψη αιθουσών στην ΕΣΔΙ) θα μπορούσε ενδεχόμενα η επιμόρφωση να γίνεται σε επιμέρους κεντρικά πρωτοδικεία, με βάση όμως πρόγραμμα της ΕΣΔΙ και με επιλογή των διδασκόντων από την ΕΣΔΙ.

 

         11) Έρευνες (άρθρο 7 παρ. 2): Ορίζεται ότι οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες εξακολουθούν να εκτελούν τα καθήκοντα που εκτελούσαν έως την κατάργηση των ειρηνοδικείων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιορισμοί της καθ’ ύλη αρμοδιότητας αυτών και ότι στα καθήκοντά τους περιλαμβάνεται η διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 256 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96). Η διάταξη στο βαθμό που παραπέμπει στα οριζόμενα στο άρθρο 256 ΚΠΔ, το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει ότι «Η νυχτερινή έρευνα σε κατοικία επιτρέπεται…και μόνο στον εισαγγελέα, στον ανακριτή, στους ειρηνοδίκες και τους πταισματοδίκες» θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι δεν ιδρύει αποκλειστική αρμοδιότητα ερευνών για τους νυν ειρηνοδίκες, αλλά απλώς επιβεβαιώνει τη συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα λοιπά δικαστικά πρόσωπα.

 

         12) Ποινικό Τμήμα Πρωτοδικείου Αθηνών (άρθρο 6 εδ. ε΄): Δεν γίνεται καμία εξειδίκευση για τον τρόπο λειτουργίας του τμήματος αυτού, π.χ. από ποιους και με ποια διαδικασία θα συγκροτείται, ποιος ο αριθμός των δικαστών που θα υπηρετούν, αν η απασχόληση θα είναι αποκλειστική, για πόσο χρόνο θα διορίζεται ο δικαστής στο τμήμα και αν θα μπορεί να ανανεωθεί η θητεία του, κ.λ.π.

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *